Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

Το να αισθανθω την αγάπη του Θεού είναι θέμα καρδιας...



π.Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος 

Αν κατάλαβα καλά το ερώτημα σου, είναι σα να μου λες, δεν μου το είπες έτσι αλλά εγώ έτσι το πιάνω! Αν εγώ δε νιώθω την αγάπη του Θεού! Δεν θα καταλήγω τότε στο να ζητώ μια αγάπη που θα τη νιώθω άμεσα; Να θέλω άνθρωπο να με αγαπάει και να καλύπτει την αγάπη. 
Ξεκινάμε σε αυτά τα θέματα της κατανοήσεως, από τα πρωτογενή εξωτερικά μεγέθη και [μετά] πάμε στα βαθιά καρδιακά μεγέθη. Τα σκαλοπάτια της αναπτύξεως του ανθρώπου σε αυτά τα θέματα είναι τρία.
Α. Οι αισθήσεις οι εξωτερικές.  
Β. Ο νους, η σκέψη, η λογική και
Γ. Η καρδία. 
Ήδη αυτό που ρωτάς, να αισθάνομαι την αγάπη του Θεού είναι θέμα καρδιάς. Για να φθάσω όμως σε αυτό που αισθάνομαι όμως πρέπει να αρχίσω από τα προηγούμενα στάδια. Έτσι είναι, προσπαθώ να είμαι λιτός, δεν μπορώ να μιμηθώ τον Μέγα Βασίλειο. Αλλά λιτός προσπαθώ να είμαι. Άρα θα  ξεκινήσω το δρόμο της κατανοήσεως της αγάπης του Θεού που είναι καρδιακό μέγεθος  να το αισθάνομαι από τα πρώτα. Μη λες από το τρίτο. Το πώς το αισθάνεσαι στην καρδιά σου!  Από τα πρώτα. 
Ποια είναι τα πρώτα; Τα απλά πράγματα. Το ότι σήμερα έφαγες φαγητό και δεν πέθανες, το ότι ήπιες νερό, ανέπνευσες οξυγόνο, το ότι είδες το πράσινο. Αυτά δεν είναι αισθήσεις δωρεάς του Θεού; Είναι σκουπίδια αυτά; Αυτή είναι η πρωτογενής εξωτερική ανάλυση των αισθήσεων.  Η δοξολογική στάση είναι η αρχή για την βαθύτερη κατανόηση του Θεού. Αυτό μετά, αν καλλιεργηθεί και αρχίσεις να δοξολογείς το Θεό, «Δόξα σοι τω δείξαντι το φως». Και δεν είναι μόνο το φώς της αποκαλύψεως Του,  είναι και το φώς, είδαμε φώς σήμερα, πολύ απλά. Δεν δοξολογούμε το Θεό για αυτό που είδαμε κάθε μέρα;   Γιατί δεν μπορούμε να ζήσουμε  την ελευθερία που έχουν τα πουλάκια που αρκούνται σε ένα καρπό και σε μια στάλα νεράκι; Γιατί δεν τολμούμε να Τον δοξολογήσουμε; Γιατί έχουμε άλλες απαιτήσεις από τη ζωή! Γιατί θέλουμε να αρπάξουμε τη ζωή και να καταξιωθούμε! Άρα αντί να δοξολογούμε το Θεό. Για τα πρωτογενή να τον δοξολογήσουμε… χανόμαστε σε αυτά που δεν έχουμε και θεωρούμε αυτονόητα αυτά που έχουμε, αυτό είναι το πρώτο λάθος. Ήδη, αν δεν το κάνω αυτό κάθε μέρα, ήδη είναι πολύ μακριά ο δρόμος να πάω στην βαθιά κατανόηση και αφού εγώ νιώθω ότι είμαι πάντα μόνος μου θα ζητάω κάποιους να με  αγαπάνε, θα έχω και μια κοπέλα που θα με αγαπάει πάρα πολύ μέχρι να με βαρεθεί φυσικά λόγο της τρέλας μου έτσι, αυτό είναι δεδομένο σίγουρα. Και μετά θα ψάξω μια άλλη και μια άλλη και τα λοιπά και θα πάμε έτσι λέγοντας. 
Αν καταφέρω και είμαι δοξολογικός σε αυτό το σημείο πια δοξολογώ το Θεό για τα αυτονόητα που δεν είναι καθόλου αυτονόητα αλλά τα λέω αυτονόητα… όπου ο νους μου λίγο ελευθερώνεται και δεν εξαντλούμε στο τι θα φάμε και τι θα πιούμε, σε όλη αυτή την ιστορία. Ο νους μου ελευθερώνεται και έτσι αρχίζει η θεραπεία του νου. Και αρχίζει ο νους να κατανοεί το Θεό ως λογική. Νιώθεις που ο Θεός, τον νιώθεις μετά [ μέσα ]από άλλα πράγματα από την κατανόηση του ανθρώπου, ένας άνθρωπος που θα σου πει καλημέρα, μικρά πραγματάκια, έτσι που σου άνοιξε το δρόμο στο λεωφορείο να περάσεις, να μην περάσει πρώτος, τέτοια μικρά πραγματάκια, αρχίζεις μέσα από κινήσεις εξωτερικές των ανθρώπων να καταλαβαίνεις πως υπάρχει ένας στοιχειώδης σεβασμός και λες και αυτό ο Θεός το επέτρεψε. Και σέβεσαι τα μικρά πράγματα της ζωής σου, έτσι, πολύ απλά και ο νου σου αρχίζει να γεμίζει από το Θεό. 
Και τότε λες: Δεν στρέφομε λίγο παραπάνω στο Θεό και αρχίζει μετά η άσκηση σου, η εκοπή των παθών, η εκοπή του εγωισμού, η εκοπή των επιθυμιών των κακών, η  μεταστροφή στο Θεό και γεμίζεις από τη χάρη του Θεού. Και μετά στο τρίτο στάδιο επειδή γέμισα από τη χάρη του Θεού αυτό είναι μια αίσθηση ζωντανή και μια γεύση που δεν περιγράφεται γιατί είναι γεύση και όπως κάθε γεύση είναι προσωποπαγής και δεν περιγράφεται. 
Σου έδωσα τον δρόμο πολύ απλά για αυτό το οποίο ρώτησες. Αλλιώς θα μείνεις στα πρώτα στάδια γκρινιάζοντας και αγαπώντας και αγαπώμενος σε ψευτοέρωτες. Στο απεύχομαι .

 


Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Ένα Ερωτικό μυστικό...




Ένα μυστικό να σας πω; 
Ερωτικό μυστικό, να το πω έτσι. 
Αν ένα παιδί δεν μπορεί να αγαπήσει την οικογένεια του, δεν θα μπορέσει να αγαπήσει πραγματικά το αγόρι ή το κορίτσι που θα έχει στην συνέχεια της ζωής του. 
Γιατί; 
Επειδή δεν θα μπορεί να αγαπήσει τους άλλους και θα απογοητεύεται από αυτούς. Θα μάθει να αγαπάει ως διέξοδος γιατί απογοητεύτηκε από την αγάπη. Η ιστορία δεν είναι αν ευθύνεται ή δεν ευθύνεται! Η ιστορία είναι να μάθει να αγαπάει και ας μην τον αγαπούν. Γιατί μετά θα αγαπήσει κτητικά. Γιατί θα είναι τραυματισμένη η αγάπη  και επειδή δεν την ένοιωσε, δεν του έδωσαν, δεν του έμαθαν. Θα αγαπήσει μετά κτητικά και θα έχει απαιτήσεις. 
Γυρίστε πίσω λοιπόν στους χώρους που δεν αγαπήσατε. Γιατρεύτε το αυτό και μετά πάτε παραπέρα. Αγαπήστε τις γιαγιάδες σας και τα λοιπά και τα λοιπά για να μπορέσετε να αγαπήσετε πραγματικά παραπέρα. 
Το καταλαβαίνετε;
π.Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος  

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019

ΙΕ` ΔΙΔΑΣΚΑΛIΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΓΙΕΣ ΝΗΣΤΕΙΕΣ



Τοῦ ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟY

Mέ τό Μωσαϊκό Νόμο πρόσταξε ὁ Θεός τούς Ἰσραηλίτες, νά ξεχωρίζουν κάθε χρόνο τό ἕνα δέκατο ἀπό ὅσα θ᾽ ἀποκτοῦν (Ἀριθμ. 18) καί νά τ᾽ ἀφιερώνουν στό Θεό καί κάνοντας αὐτό νά παίρνουν εὐλογία γιά ὅλα τους τά ἔργα. Ἔχοντας ὑπόψη τους αὐτό, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι σκέφτηκαν καί ἀποφάσισαν, γιά νά βοηθήσουν καί νά εὐεργετήσουν τίς ψυχές μας, νά μᾶς παραδώσουν κάτι ἀκόμα ὑψηλότερο καί τελειότερο, δηλαδή ν᾽ ἀφιερώνουμε στό Θεό τό ἕνα δέκατο τῶν ἡμερῶν τῆς ζωῆς μας, γιά νά εὐλογοῦνται ἔτσι τά ἔργα μας καί νά παίρνουμε συγχώρεση κάθε χρόνο γιά τίς ἁμαρτίες ὁλόκληρου τοῦ χρόνου. 
Λογάριασαν λοιπόν καί χαρακτήρισαν σάν ἅγιες ἀπό τίς τριακόσιες ἑξήντα πέντε ἡμέρες τοῦ χρόνου, αὐτές τίς ἑπτά ἑβδομάδες τῶν νηστειῶν. Καί ἔτσι ξεχώρισαν ἑπτά ἑβδομάδες. Ἀλλά μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, συμφώνησαν νά προστεθεῖ σ᾽ αὐτές καί ἄλλη μιά ἑβδομάδα. Αὐτό ἔγινε καί γιά νά προγυμνάζονται καί νά προετοιμάζονται ὅσοι πρόκειται νά μποῦν στό κοπιαστικό στάδιο τῶν νηστειῶν, καί γιά νά τιμήσουν τόν ἀριθμό τῶν ἡμερῶν τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς πού νήστεψε ὁ Κύριός μας. Γιατί, ἄν ἀφαιρέσουμε τά Σάββατα καί τίς Κυριακές, οἱ ὀκτώ ἑβδομάδες γίνονται σαράντα ἡμέρες1, τιμώντας ξεχωριστά τή νηστεία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἐπειδή εἶναι πολύ ἱερή καί ἡ μόνη ἡμέρα νηστείας ἀνάμεσα σ᾽ ὅλα τά Σάββατα τοῦ χρόνου. Οἱ δέ ἑπτά ἑβδομάδες, χωρίς τά Σάββατα καί τίς Κυριακές, γίνονται τριάντα πέντε ἡμέρες. Ἄν προστεθεῖ, λοιπόν καί ἡ νηστεία τοῦ Μ. Σαββάτου καί ἡ μισή νύχτα τῆς Λαμπρῆς, γίνονται τριάντα ἕξι καί μισή ἡμέρες, πού εἶναι ἀκριβῶς τό ἕνα δέκατο ἀπό τίς τριακόσιες ἑξήντα ἡμέρες τοῦ χρόνου. Γιατί τό ἕνα δέκατο τοῦ τριακόσια εἶναι τό τριάντα, τοῦ ἑξήντα τό ἕξι καί τοῦ πέντε τό μισό. Συμπληρώνονται λοιπόν τριάντα ἕξι καί μισή ἡμέρες, ὅπως εἴπαμε. Αὐτή εἶναι ἡ “δεκάτη”, ὅπως θά ᾽λεγε κανείς, ὅλου τοῦ χρόνου, πού μᾶς καθιέρωσαν οἱ Ἅγ. Ἀπόστολοι, γιά νά γίνει ἀφορμή νά καθαριστοῦμε, ὅπως εἶπαν, ἀπό τίς ἁμαρτίες, πού κάναμε ὁλόκληρο τό χρόνο, καί γιά νά ὁδηγηθοῦμε στή μετάνοια. 
Μακάριος λοιπόν, ἀδελφοί μου, εἶναι ὅποιος φυλάει μέ ἐπιμέλεια τόν ἑαυτόν του αὐτές τίς ἅγιες ἡμέρες. Γιατί καί ἄν, σάν ἄνθρωπος, ἔτυχε νά πέσει στήν ἁμαρτία, εἴτε ἀπό ἀδυναμία, εἴτε ἀπό ἀμέλεια, ὅμως ἔδωσε ὁ Θεός τίς ἅγιες αὐτές ἡμέρες, ὥστε ἄν ἀγωνιστεῖ, μέ πνευματική ἀγρύπνια καί ταπεινοφροσύνη καί φροντίσει τόν ἐαυτόν του καί μετανοήσει, νά καθαριστεῖ ἀπό τίς ἁμαρτίες ὁλόκληρου τοῦ χρόνου. Ἔτσι λοιπόν ἀναπαύεται ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας καί προσέρχεται μέ καθαρή ψυχή τήν ἅγια ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως καί μεταλαμβάνει τά ἅγια μυστήρια, χωρίς νά προκαλεῖ τήν κατάκριση τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἔγινε νέος ἄνθρωπος, μέ τή μετάνοια τῶν ἁγίων τούτων νηστειῶν καί ζεῖ μέ χαρά καί πνευματική εὐφροσύνη, γιορτάζοντας μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, καί ὅλη τήν περίοδο ἕως τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς. Γιατί Πεντηκοστή εἶναι, ὅπως λέει, «Ἀνάσταση ψυχῆς». Γι᾽ αὐτό ἔχουμε καί τό συμβολικό ἔθιμο, πρός τιμή τῆς Ἀναστάσεως, νά μή γονατίζουμε στήν ἐκκλησία μέχρι τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς. 
Καθένας λοιπόν πού θέλει νά καθαριστεῖ ἀπό τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ χρόνου, μέ τή νηστεία αὐτῶν τῶν ἡμερῶν, πρέπει πρῶτα-πρῶτα νά προσέχει τί θά τρώει, γιατί δέν εἶναι τό ἴδιο ὅλες οἱ τροφές. Ἐπειδή τό νά τρώει κανείς ἀδιάκριτα κάθε τροφή, ὅπως λένε οἱ Πατέρες2, προξενεῖ πολλά κακά. Παρόμοια, στή συνέχεια, πρέπει νά φυλάει τόν ἑαυτόν του νά μήν καταλύει τή νηστεία, χωρίς μεγάλη ἀνάγκη, νά μήν ἐπιζητάει νόστιμα φαγητά, νά μή βαραίνει τό στομάχι του μέ πολλά φαγητά καί ποτά. Γιατί εἶναι δυό εἴδη γαστριμαργίας. 
Πολλές φορές πολεμιέται κανείς ἀπό τή νοστιμιά καί δέν θέλει πάντα νά τρώει πολλά φαγητά, ἀλλά θέλει τά νόστιμα. Καί ὅταν αὐτός τρώει φαγητό πού τοῦ ἀρέσει, τόσο πολύ νικιέται ἀπό τήν ἡδονή τῆς νοστιμάδας, ὥστε τό κρατάει πολλή ὥρα στό στόμα του, μασώντας το ἀρκετά καί δέν ἀποφασίζει εὔκολα νά τό καταπιεῖ, γιά νά διατηρήσει τήν ἡδονή πού αἰσθάνεται. Τότε λέμε ὅτι αὐτός ἔχει λαιμαργία. Ἄλλους δέν τούς ἀπασχολεῖ ἡ ποιότητα, ἀλλά ἡ ποσότητα τῆς τροφῆς. Δέν θέλουν δηλαδή καλά φαγητά, οὔτε ἐνδιαφέρονται γιά τίποτα ἄλλο, παρά μόνο γιά νά τρῶνε, ὁ,τιδήποτε καί ἄν εἶναι αὐτό πού τρῶνε, γιατί τούς ἀπασχολεῖ μόνο νά γεμίσουν τό στομάχι τους. Τότε λέμε ὅτι αὐτοί ἔχουν γαστριμαργία. 
Καί σᾶς ἐξηγῶ αὐτούς τούς δυό χαρακτηρισμούς “λαιμαργία”3 καί “γαστριμαργία”4. “Μαργαίνω” στήν κοσμική παιδεία σημαίνει χάνω τήν αὐτοκυριαρχία μου καί τή λογική μου δηλαδή, γίνομαι μανιακός σέ κάποιο πάθος. Καί “μαργός” λέγεται αὐτός πού τόν ἔχει κυριεύσει κάποιο πάθος. Ὅταν λοιπόν παρατηρεῖται ἡ ἀκατάσχετη καί νοσηρή ἐκείνη ἐπιθυμία τοῦ νά θέλει κανείς νά γεμίζει συνεχῶς τήν κοιλιά του, τότε λέμε ὅτι ἔχουμε τό φαινόμενο τῆς γαστριμαργίας, ἀπό τό “μαργαίνω τήν γαστέρα”, πού σημαίνει ἔχω τή μανία νά γεμίζω τό στομάχι μου (ἡ κοιλιά μου μέ κάνει τρελλό). Ὅταν δέ συμβαίνει νά ἔχουμε τή νοσηρή καί ἀκατάσχετη ἐπιθυμία νά αἰσθανόμαστε διαρκῶς τήν εὐχαρίστηση στό λαιμό, τότε ἔχουμε τό φαινόμενο τῆς λαιμαργίας, ἀπό τό “μαργαίνω τόν λαιμό”, πού σημαίνει ἔχω τήν μανία τῆς ἡδονῆς τοῦ λαιμοῦ. 
Αὐτά λοιπόν πρέπει νά τ᾽ ἀποφεύγει μέ ἄγρυπνη φροντίδα, ὅποιος θέλει νά καθαριστεῖ ἀπό τίς ἁμαρτίες του. Γιατί αὐτά δέν ἀνταποκρίνονται σέ ἀνάγκη τοῦ σώματος ἀλλά προέρχονται ἀπό τά πάθη. Καί ἄν κανείς τά ἀνεχτεῖ, ἐξελίσσονται σέ ἁμαρτία. Εἶναι ὅπως ἀκριβῶς ὁ νόμιμος γάμος καί ἡ πορνεία, γιατί ἡ μέν πράξη εἶναι ἡ ἴδια, ἐκεῑνο ὅμως πού τά κάνει νά διαφέρουν εἶναι ὁ σκοπός. Ὁ μέν ἕνας συνάπτει σχέσεις γιά νά κάνει παιδιά, ὁ δέ ἄλλος γιά νά ἱκανοποιήσει τή φιληδονία του. 
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τό φαγητό, γιατί τήν ἴδια δουλειά κάνουμε καί ὅταν τρῶμε ἀπό ἀνάγκη καί ὅταν τρῶμε ἀπό ἡδονή. Ὁ σκοπός εἶναι ἐκεῖνος πού συνιστᾶ τήν ἁμαρτία. Τρώει κανείς ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τοῦ ὀργανισμοῦ του, ὅταν καθορίζει ὁ ἴδιος πόσο θά τρώει κάθε μέρα, καί παρακολουθεῖ ἄν τοῦ ἦταν πολύ αὐτό πού ὅρισε νά φάει, καί πρέπει ν᾽ ἀφαιρέσει λίγο, καί ἀφαιρεῖ ἤ ἄν δέν τοῦ ἦταν ἀρκετό καί ἐξαντλήθηκε καί πρέπει νά προσθέσει λίγο ἀκόμα, καί προσθέτει. Ἔτσι σταθμίζει κανείς καλά τίς ἀνάγκες τοῦ ὀργανισμοῦ του καί ἐφαρμόζει αὐτό ἀκριβῶς πού καθόρισε, ὄχι γιά νά εὐχαριστηθεῖ ἀπό τό φαγητό, ἀλλά γιά νά δυναμώσει τό σῶμα του. Καί αὐτό ἀκόμα πού τρώει κανείς, ὀφείλει νά τό τρώει μέ προσευχή καί νά κατακρίνει τόν ἑαυτόν του, μέ τό λογισμό του, ὅτι εἶναι ἀνάξιος νά δέχεται ὁποιαδήποτε παρηγοριά. Καί νά μήν προσέχει ἄν κάποιος ἄλλος τρώει κάτι ἰδιαίτερο ‒ἐπειδή φυσικά εἶναι ἀπαραίτητο ἤ ἐπειδή ὑπάρχει κάποια ἀνάγκη‒ ὥστε καί αὐτός νά θέλει καί νά ζητάει κάτι περισσότερο ἤ νά μή νομίζει ὅτι αὐτό τό περισσότερο πού θά ζητήσει δέν πρόκειται νά τόν βλάψει. 
Κάποτε πού βρισκόμουν στό κοινόβιο, πῆγα νά ἐπισκεφτῶ ἕνα Γέροντα ‒ὑπῆρχαν ἐκεῖ πολλοί μεγάλοι Γέροντες‒ καί βρίσκω ἐκεῖ τόν ἀδελφό πού τόν ὑπηρετοῦσε νά τρώει μαζί μέ τόν Γέροντα, καί τοῦ λέω ἰδιαίτερα: «Ξέρεις, ἀδελφέ μου, ὅτι αὐτοί οἱ Γέροντες πού τούς βλέπεις νά τρῶνε καί νά ἔχουν κάποια καλύτερη περιποίηση, μοιάζουν μ᾽ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους, πού ἐνῶ ἀπόκτησαν πουγγί, συνέχισαν νά ἐργάζονται προσθέτοντας χρήματα στό πουγγί ἐκεῖνο, μέχρι πού τό γέμισαν, καί ἀφοῦ τό σφράγισαν ἐργάστηκαν καί πάλι καί συγκέντρωσαν ἄλλα χίλια νομίσματα, γιά νά τά βροῦν καί νά τά χρησιμοποιήσουν σέ καιρό ἀνάγκης καί νά φυλάξουν ἐκεῖνα πού ἔχουν στό πουγγί; 
Ἔτσι καί αὐτοί οἱ Γέροντες ἐργάστηκαν πολύ καί συγκέντρωσαν θησαυρούς καί ἀφοῦ τούς σφράγισαν, ἐργάστηκαν καί συγκέντρωσαν ἄλλα λίγα καί τά ἔχουν τώρα στόν καιρό τῆς ἀρρώστιας καί τῶν γηρατειῶν τους καί ξοδεύουν ἀπ᾽ αὐτά, καί τά ὑπόλοιπα τά ἔχουν ἀποταμιευμένα. Ἐμεῖς ὅμως, ἀφοῦ οὔτε αὐτό τό πουγγί δέν ἀποκτήσαμε ἀκόμα, ἀπό ποῦ ξοδεύουμε;» Γι᾽ αὐτό, ὅπως εἶπα, ὀφείλουμε καί ἄν ἀκόμα τρῶμε μόνο γιά τήν ἀνάγκη τοῦ σώματος, νά κατακρίνουμε τούς ἑαυτούς μας, ὅτι εἴμαστε ἀνάξιοι γιά κάθε εἴδους περιποίηση, ἀκόμα καί γι᾽ αὐτήν τήν ἱκανοποίηση τῶν ἀναγκῶν πού ἐπιτρέπει ὁ μοναχικός κανόνας καί νά μήν τρῶμε ἄφοβα καί ἀπρόσεκτα. Μόνον ἔτσι δέν θά κατακριθοῦμε. 
Καί αὐτά μέν σχετικά μέ τήν ἐγκράτεια στά φαγητά. Ἔχουμε ὅμως ἐπίσης ἀνάγκη ὄχι μόνον νά προσέχουμε τή διατροφή μας, ἀλλά καί νά ἀπομακρυνόμαστε καί ἀπό κάθε ἄλλη ἁμαρτία. Ὥστε, ὅπως ἀκριβῶς νηστεύουμε ἀπό τροφές, ἔτσι νά νηστεύει καί ἡ γλώσσα μας καί νά εἶναι μακριά ἀπό τήν καταλαλιά, ἀπό τό ψέμα, ἀπό τήν ἀργολογία, ἀπό τήν ἀποδοκιμασία τοῦ πλησίον, ἀπό τήν ὀργή καί γενικά ἀπό κάθε ἁμαρτία πού γίνεται μέ τή γλώσσα. Παρόμοια νά νηστεύουμε μέ τά μάτια μας, δηλαδή νά μήν κοιτάζουμε μάταια πράγματα, νά μήν πέφτουμε στήν «παρρησία» μέ τά μάτια, νά μήν κοιτάζουμε κάποιον μέ ἀναίδεια. Παρόμοια καί τά χέρια καί τά πόδια νά ἐμποδίζουμε ἀπό κάθε κακό πράγμα5. Καί νηστεύοντας ἔτσι, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος6, νηστεία δεκτή, ἀπέχοντας ἀπό κάθε κακία, πού διαπράττεται μέ ὅλες τίς αἰσθήσεις, ἄς προσερχόμαστε κατά τήν ἁγία ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ὅπως ἤδη εἴπαμε, ἀνανεωμένοι, καθαροί καί ἄξιοι νά μεταλάβουμε τά ἅγια μυστήρια, ἀφοῦ πρῶτα βγοῦμε γιά νά προϋπαντήσουμε τόν Κύριό μας καί νά ὑποδεχτοῦμε μέ βάγια καί κλαδιά ἐλιᾶς, Αὐτόν πού μπαίνει στήν ἅγια Πόλη καθισμένος στό γαϊδουράκι. 
Τί νόημα ἔχει ἄραγε τό ὅτι Αὐτός κάθισε πάνω στό γαϊδουράκι; Αὐτό ἔγινε γιά νά ἐπαναφέρει ὁ «Λόγος» τοῦ Θεοῦ καί νά ὑποτάξει στή Θεότητά Του τήν ψυχή πού ξέπεσε στήν κατάσταση τῆς «ἀλογίας»7 ‒ὅπως λέει ὁ προφήτης (Ψαλμ. 48, 21)‒ καί ὁμοιώθηκε μέ τά ἄλογα ζῶα. Τί ὅμως σημαίνει νά τόν προϋπαντήσουμε μέ βάγια καί κλαδιά ἐλιᾶς; Ὅταν ἐπιτίθεται κανείς κατά τοῦ ἐχθροῦ του καί γυρίζει πίσω στήν πόλη νικητής, κάθε γνώριμός του τόν ὑποδέχεται μέ βάγια, ὅπως ταιριάζει σέ νικητή. Γιατί τά βάγια εἶναι σύμβολο τῆς νίκης. Πάλι ὅταν ἀδικεῖται κάποιος καί θέλει νά παρουσιαστεῖ μπροστά στό δικαστή ζητώντας νά ἐκδικάσει τήν ὑπόθεσή του, κρατάει κλαδιά ἐλιᾶς, φωνάζοντας καί παρακαλώντας νά ἐλεηθεῖ καί νά βοηθηθεῖ. Γιατί ἡ ἐλιά εἶναι σύμβολο τοῦ ἐλέους8. 
Γι᾽ αὐτό καί ἐμεῖς ὑποδεχόμαστε τό Δεσπότη μας Ἰησοῦ Χριστό, μέ βάγια μέν, ἐπειδή εἶναι νικητής ‒γιατί ‘Εκεῖνος νίκησε γιά λογαριασμό μας τόν ἐχθρό μας‒ μέ κλαδιά ἐλιᾶς δέ, ἐπειδή ζητᾶμε ἀπ᾽ Αὐτόν ἔλεος, ὥστε ὅπως ἀκριβῶς νίκησε Ἐκεῖνος, ἔτσι καί ἐμεῖς ζητᾶμε τή βοήθειά Του γιά νά νικήσουμε καί νά κρατήσουμε τά σύμβολα τῆς νίκης Του. Αὐτά τά σύμβολα πού ἐκπροσωποῦν ὄχι μόνον τή νίκη πού Ἐκεῖνος κέρδισε γιά χάρη μας, ἀλλά καί αὐτή πού κερδίσαμε καί ἐμεῖς μέ τή βοήθειά Του καί τίς εὐχές ὅλων τῶν Ἁγίων. Ἀμήν.

Από τό βιβλίο ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ 
Ἔργα Ἀσκητικά
Ἐκδ. ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ 
Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας, 2000
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. «Τεσσαράκοντα εἰσήλθομεν εἰς τό στάδιον, οἱ τεσσαράκοντα στεφανωθείημεν, Δέσποτα. Μή λείψῃ τῷ ἀριθμῷ μηδέ εἷς. Τίμιός ἐστιν, ὅν ἐτίμησας τῇ νηστείᾳ τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν δι᾽ οὗ νομοθεσία εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον. Τεσσαράκοντα ἡμέραις ἐν νηστείᾳ Ἠλίας ἐκζητώντας τόν Κύριον τῆς θέας ἔτυχεν». (Μ. Βασ. P.G. 31, 520Α)
2. «Εἶπεν ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος· Λογίζομαι ὅτι ἔχει τό σῶμα κίνησιν φυσικήν συναναφυρεῖσαν αὐτῷ· ἀλλ᾽ οὐκ ἐνεργεῖ, μή θελούσης τῆς ψυχῆς· μόνον δέ σημαίνει ἐν τῷ σώματι ἀπαθῆ κίνησιν. Ἔστι δέ καί ἄλλη κίνησις, ἐκ τοῦ τρέφειν καί θάλπειν τό σῶμα βρώμασι καί πόμασιν· ἐξ ὧν ἡ θέρμη τοῦ αἵματος διεγείρει τό σῶμα πρός ἐνέργειαν». (Μ. Ἀντών. P.G. 65, 84Β)
3. «Ἕνα σκοπόν ἐγκρατείας παραδεδώκασι, τό μή ἀπατᾶσθαι χορτασίᾳ κοιλίας, μηδέ ἐξέλκεσθαι τῇ τοῦ λάρυγγος ἡδονῇ. Οὐδέ γάρ ἡ διαφορά τῆς ποιότητος μόνον, ἀλλά καί ἡ ποσότης τοῦ πλήθους τῶν βρωμάτων τά πεπυρωμένα βέλη τῆς ἁμαρτίας εἴωθεν ἀνάπτειν· οἵας γάρ δήποτε τροφῆς πληρουμένη γαστήρ, ἀσωτίας σπέρματα τίκτει». (Μ. Ἀθαν. P.G. 28, 873Β)
4. «Σάρκα μέν λέπτυνε κατά τῆς πορνείας· ψυχήν δέ ταπείνου κατά τῆς ὑπερηφανείας». (Ἀβ. Νεῖλ. P.G. 79, 1437- 1440) καί (Ἀβ. Νεῖλ. P.G. 79, 1465)
5. «Τιμή γάρ νηστείας, οὐχί σιτίων ἀποχή, ἀλλ᾽ ἁμαρτημάτων ἀναχώρησις, ὡς ὅ γε τῇ τῶν βρωμάτων ἀποχῇ μόνον ὁρίζων τήν νηστείαν, οὗτός ἐστιν ὁ μάλιστα ἀτιμάζων αὐτήν. Νηστεύεις; δεῖξον μοι διά τῶν ἔργων αὐτῶν. Ποίων ἔργων φησίν; Ἐάν ἴδῃς πένητα, ἐλέησον· ἐάν ἴδῃς ἐχθρόν, καταλλάγηθι· ἐάν ἴδῃς φίλον εὐδοκιμοῦντα, μή βασκάνης· ἐάν ἴδῃς γυναῖκα εὔμορφον ὑπερβλήθητι· Μή γάρ δή στόμα νηστευέτω μόνον, ἀλλά καί ὀφθαλμός, καί ἀκοή, καί πόδες, καί χεῖρες, καί πάντα τά τοῦ σώματος μέλη». (Ἰ. Χρυσ. P.G. 49, 53) Πρβλ. καί Φωταγωγικόν Τετάρτης Τυρινῆς Ἦχ. α’
6. «Νηστεία δέ ἀρχή μετανοίας. Εἰ οὖν βούλει διά τῆς ἐξομολογήσεως ἐπανελθεῖν πρός Θεόν, φεῦγε, τήν μέθην, μή σοι χαλεπωτέραν κατασκευάσῃ τήν ἀλλοτρίωσιν. Οὐ μέντοι ἐξαρκεῖ καθ᾽ ἑαυτήν ἡ ἀποχή τῶν βρωμάτων πρός τήν ἐπαινετήν νηστείαν, ἀλλά νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ. Ἀληθής νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδοια νηστεία ἐστίν ἀληθής. Ἐν τούτοις μέν οὖν ἡ νηστεία καλόν». (Μ. Βασ. P.G. 31, 196D) Πρβλ. α) Ἰδιόμελον Ἀποστίχων Δευτέρας Α’ ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν β) Μ. Βασ. P.G. 30, 180D καί γ) Ξ. Παπαχαραλάμπους: Ἀληθής νηστεία. Ἀθῆναι 1980.
7. Ἡ λογικότητα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι οὐσιώδης ψυχοδιανοητική λειτουργία πού ὑλοποιεῖται στήν ποικιλόμορφη καθημερινή πράξη. Δέν εἶναι ὅμως παγιωμένη καί ἀναλλοίωτη κατάσταση. Ὑπόκειται σέ διάφορες ἀλλοιώσεις πού ξεκινοῦν ἀπό τήν ἐλαφρή διαταραχή ἤ σύγχυση (μικρός παραλογισμός) καί φθάνουν στήν πλήρη ἀπουσία τοῦ λόγου. Τότε στό τελευταῖο αὐτό στάδιο ἔχουμε τήν κατάσταση τῆς ἀλογίας, πού δέν εἶναι μόνο ἠθική ἐξαχρείωση ἀλλά καί βιολογική ἀναπηρία. Στό μεταπτωτικό ἄνθρωπο ἡ ἀποκατάσταση σέ τέλειο βαθμό τῆς λογικότητάς του ἐξαρτᾶται ἀπόλυτα ἀπό τήν ὑποταγή τοῦ ἀνθρώπινου λόγου στό Λόγο τοῦ Θεοῦ. Αὐτήν τήν ἀλήθεια τονίζει ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, κάνοντας πάλι ἀλληγορική ἑρμηνεία.
8. Μ. Βασ. P.G. 31, 196D.

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

Περί νηστείας λόγος Α´ Μεγάλου Βασιλείου

Μέγας Βασίλειος 
Λόγος Α´ 
γιὰ τὴ Νηστεία 
Ἡ νηστεία εἶναι πρόσταγμα προφητικό. 
1. «Νὰ σαλπίσετε, λέγει, κατὰ τὴν πρώτη ἡμέρα τοῦ μῆνα μὲ τὴν σάλπιγγα, καθὼς καὶ κατὰ τὴν ἐπίσημη ἡμέρα τῆς μεγάλης ἑορτῆς σας» (Ψαλμ. 80, 4). 
Αὐτὸ εἶναι πρόσταγμα προφητικό. Γιὰ μᾶς δὲ ἀπὸ τὴν σάλπιγγα πιὸ μεγαλόφωνο καὶ ἀπὸ κάθε ὄργανο μουσικὸ πιὸ ἐπίσημο, τὴν ἀναμενόμενη ἑορτὴ τῶν ἑορτῶν ὑποδηλώνουν τὰ ἀναγνώσματα (Ἡσ. 58, 4-6). Διότι ἐγνωρίσαμε τὴν χάρη τῶν νηστειῶν ἀπὸ τὸν Ἡσαΐα, ποὺ ἀπέῤῥιψε μὲν τὸν ἰουδαϊκὸ τρόπο τῆς νηστείας, τὴν δὲ ἀληθινὴ νηστεία σὲ μᾶς ἔδειξε. «Νὰ μὴ νηστεύετε χάριν διαμάχης καὶ ἔριδος», «ἀλλὰ νὰ καταργήσεις κάθε σύνδεσμο ἀδικίας» (Ἡσ. 63, 6). Καὶ ὁ Κύριος λέγει· «νὰ μὴ γίνεσθε σκυθρωποί, ἀλλὰ νὰ νίψεις τὸ πρόσωπό σου, καὶ νὰ ἀλείψεις τὸ κεφάλι σου» (Ματθ. 6, 16-17). Ἂς συμπεριφερθοῦμε λοιπόν, ὅπως ἐδιδαχθήκαμε, νὰ μὴ φαινόμαστε σκυθρωποὶ γιὰ τὶς ἡμέρες ποὺ ἔρχονται, ἀλλὰ μὲ φαιδρὸ πρόσωπο πρὸς αὐτές, ὅπως πρέπει στοὺς ἁγίους, νὰ συμπεριφερόμαστε. Κανεὶς ἄκαρδος δὲν στεφανώνεται, κανεὶς κατηφὴς δὲν στήνει τρόπαιο. Νὰ μὴ σκυθρωπάσεις ἐνῷ δέχεσαι περιποιήσεις. Εἶναι ἄτοπο νὰ μὴ χαιρόμαστε γιὰ τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ νὰ λυπόμαστε μὲ τὴν ἀλλαγὴ τῶν τροφῶν καὶ νὰ φαινόμαστε ὅτι χαριζόμαστε στὴν ἡδονὴ τῆς σάρκας, παρὰ στὴν ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς. Διότι ὁ μὲν κορεσμὸς σταματᾷ τὴν εὐχαρίστηση στὴν κοιλιά, ἡ δὲ νηστεία ἀνεβάζει τὸ κέρδος στὴν ψυχή. Νὰ χαίρεσαι διότι σοῦ ἔχει δοθεῖ ἀπὸ τὸν ἰατρὸ φάρμακο ποὺ καταστρέφει τὴν ἁμαρτία. Διότι ὅπως ἀκριβῶς στὰ ἔντερα τῶν παιδιῶν τὰ ἀναζωογονούμενα σκουλήκια ἐξαφανίζονται μὲ κάποια δραστικὰ φάρμακα, ἔτσι καὶ τὴν ἁμαρτία, ποὺ βρίσκεται στὸ βάθος τῆς ψυχῆς, τὴν σκοτώνει ἡ νηστεία ποὺ εἰσχωρεῖ στὴν ψυχή, ἡ ὁποία νηστεία εἶναι πράγματι ἀξία τοῦ ὀνόματός της. 
Ἡ νηστεία νὰ γίνεται χωρὶς ὑποκρισία. Κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα. 
2. «Ἄλειψε τὸ κεφάλι σου καὶ πλῦνε τὸ πρόσωπό σου» (Ματθ. 6, 17). Σὲ μυστήρια σὲ καλεῖ ὁ λόγος. Αὐτὸς ποὺ ἀλείφθηκε ἐμυρώθηκε· αὐτὸς ποὺ ἐνίφθηκε ἐκαθαρίσθηκε. Νὰ ἐννοεῖς τὴ νομοθεσία στὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο. Νὰ καθαρίσεις τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα. Νὰ χρίσεις τὸ κεφάλι σου μὲ χρῖσμα ἅγιο, γιὰ νὰ γίνεις μέτοχος τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἔτσι νὰ προσέλθεις στὴ νηστεία. Νὰ μὴν ἀλλοιώσεις τὸ πρόσωπό σου ὅπως ἀκριβῶς oι ὑποκριτές. Τὸ πρόσωπο ἀμαυρώνεται, ὅταν ἡ ἐσωτερικὴ διάθεση ἐπισκιάζεται μὲ τὸ ἐπίπλαστο ἐξωτερικὸ σχῆμα, καλυπτόμενη μὲ τὸ ψεῦδος σὰν μὲ παραπέτασμα. Ὑποκριτὴς εἶναι αὐτὸς ποὺ ὑποδύεται ξένο πρόσωπο στὸ θέατρο· ἐνῷ εἶναι δοῦλος, πολλὲς φορὲς ὑποδύεται τὸ πρόσωπο τοῦ κυρίου, καὶ ἐνῷ εἶναι πολίτης, τὸ πρόσωπο τοῦ βασιλέως. Ἔτσι καὶ στὸν βίο αὐτό, σὰν στὴ σκηνὴ τῆς δικῆς τους ζωῆς, οἱ πολλοὶ παίζουν θέατρο, ἄλλα μὲν φέροντας στὴν καρδιά, ἄλλα δὲ δεικνύοντας φανερὰ στοὺς ἀνθρώπους. Νὰ μὴν ἀλλοιώνεις λοιπὸν τὸ πρόσωπό σου. Ὅποιος εἶσαι, τέτοιος νὰ φαίνεσαι· νὰ μὴν ὑποκρίνεσαι τὸν σκυθρωπό, ἐπιδιώκοντας τὴν δόξα ἀπὸ τοῦ νὰ φαίνεσαι ἐγκρατής. Διότι οὔτε εὐεργεσία ποὺ διατυμπανίζεται εἶναι ὄφελος, καὶ κανένα κέρδος δὲν προέρχεται ἀπὸ νηστεία ποὺ δημοσιεύεται. Διότι ἐκεῖνα ποὺ γίνονται ἐπιδεικτικὰ δὲν προεκτείνουν τὸν καρπὸ στὴ μέλλουσα ζωή, ἀλλὰ τὸν περιορίζουν στὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Τρέξε λοιπὸν μὲ χαρὰ στὴ δωρεὰ τῆς νηστείας. Ἡ νηστεία εἶναι ἀρχαῖο δῶρο· δὲν παλαιώνει καὶ δὲν γηράσκει, ἀλλὰ πάντοτε ἀνανεούμενο, ἀνθίζει πάντοτε γιὰ νὰ φέρει ὥριμους καρπούς. 
3. Νομίζεις ὅτι ὑπολογίζω τὴν ἀρχαιότητά της ἀπὸ τὸ νόμο; Ἡ νηστεία εἶναι παλαιότερη καὶ ἀπὸ τὸ νόμο. Ἐὰν ἀναμείνεις λίγο, θὰ βρεῖς τὴν ἀλήθεια τοῦ λόγου. 
Ἡ νηστεία εἶναι ἡ πρώτη ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ στὸν Παράδεισο. Ἡ παράβασή της ἀπὸ τοὺς πρωτοπλάστους εἶναι ἡ πτώση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους στὴν ἁμαρτία. 
Μὴ νομίζεις ὅτι ἡ ἡμέρα τοῦ ἐξιλασμοῦ, ποὺ ἔχει διαταχθεῖ γιὰ τὸν Ἰσραὴλ τὸν ἕβδομο μήνα (Λευϊτ. 16 - 29· 23, 27), τὴν δεκάτη ἡμέρα τοῦ μῆνα, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς νηστείας. Ἔλα λοιπόν, βαδίζοντας μέσῳ τῆς ἱστορίας, ἐρεύνησε τὴν ἀρχαιότητά της. Διότι δὲν εἶναι νεώτερο τὸ ἐφεύρημα. Τὸ κειμήλιο εἶναι τῶν πατέρων. Κάθε τί ποὺ εἶναι ἀρχαῖο, εἶναι σεβαστό. Νὰ σέβεσαι τὴν παλαιότητα τῆς νηστείας. Εἶναι συνομήλικη μὲ τὴν ἀνθρωπότητα· ἡ νηστεία ἐνομοθετήθηκε στὸν παράδεισο. Εἶναι ἡ πρώτη ἐντολὴ ποὺ ἔλαβε ὁ Ἀδάμ· «ἀπὸ τὸ δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ δὲν θὰ φᾶτε» (Γεν. 2, 17). Τὸ «δὲν θὰ φάγετε» εἶναι νομοθεσία νηστείας καὶ ἐγκρατείας. Ἐὰν εἶχε νηστεύσει ἀπὸ τὸν καρπὸ τοῦ δένδρου ἡ Εὔα, τώρα δὲν θὰ εἴχαμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴ νηστεία αὐτή. «Διότι δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἰατροῦ οἱ ὑγιεῖς, ἀλλὰ οἱ ἄῤῥωστοι» (Ματθ. 9, 12). 
Ἡ μετάνοια χωρὶς τὴν νηστεία εἶναι ἀργὴ 
Ἐπάθαμε πολλὰ κακὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία· ἂς θεραπευθοῦμε μὲ τὴν μετάνοια. Ἡ μετάνοια δὲ χωρὶς τὴ νηστεία εἶναι ἀργή. «Καταραμένη ἡ γῆ, ἀγκάθια καὶ τριβόλια νὰ σοῦ βλαστάνει» (Γεν. 3, 17-18). Ἐπροστάχθηκες νὰ δοκιμάζεσαι, ὄχι βέβαια νὰ ζεῖς τρυφηλῶς. Μὲ τὴ νηστεία νὰ ἐξομολογεῖσαι στὸν Θεό. Ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος ζωῆς στὸν παράδεισο εἶναι εἰκόνα νηστείας, ὄχι μόνον διότι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ νὰ εἶναι ὁμοτράπεζος τῶν ἀγγέλων κατώρθωνε μὲ τὴν ὀλιγάρκεια τὴν ὁμοίωση πρὸς αὐτούς, ἀλλὰ διότι καὶ ὅσα ὕστερα ἐφεῦρε ἡ διάνοια τῶν ἀνθρώπων, δὲν εἶχαν ἐπινοηθεῖ ἀκόμη ἀπὸ τοὺς τρεφομένους στὸν παράδεισο· ὄχι ἀκόμη οἰνοποσίες, ὄχι ἀκόμη ζωοθυσίες· οὔτε ὅσα θολώνουν τὸν ἀνθρώπινο νοῦ. 
Μὲ τὴ νηστεία ἐπανερχόμαστε στὸν Παράδεισο. 
4. Ἐπειδὴ δὲν ἐνηστεύσαμε, ἐφύγαμε ἀπὸ τὸν παράδεισο· ἂς νηστεύσουμε λοιπόν, γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε σ᾿ αὐτόν. Δὲν βλέπεις τὸν Λάζαρο, πῶς μὲ τὴ νηστεία μπῆκε στὸν παράδεισο; (Λουκ. 16, 20-31). Νὰ μὴν μιμηθεῖς τὴν παρακοὴ τῆς Εὔας, νὰ μὴν παραδεχθεῖς τὸ φίδι πάλι σὰν σύμβουλο, ποὺ προτείνει τὴν βρώση, φροντίζοντας γιὰ τὸ σῶμα. 
Στοὺς ἀσθενεῖς ἐπιβάλλεται ὄχι ἡ ποικιλία τῶν φαγητῶν ἀλλὰ ἡ νηστεία καὶ ἡ δίαιτα. 
Νὰ μὴν προφασίζεσαι ἀῤῥώστια τοῦ σώματος καὶ ἀδυναμία. Διότι τὶς δικαιολογίες δὲν τὶς λέγεις σὲ μένα, ἀλλὰ σ᾿ αὐτὸν ποὺ γνωρίζει. Πές μου, δὲν μπορεῖς νὰ νηστεύεις; Μπορεῖς ὅμως νὰ παραχορταίνεις γιὰ ὅλη τὴ ζωὴ καὶ νὰ συντρίβεις τὸ σῶμα σου μὲ τὸ βάρος τῶν φαγητῶν. Καὶ ὅμως στοὺς ἀσθενεῖς ὄχι ποικιλία φαγητῶν, ἀλλὰ ἀσιτία καὶ δίαιτα γνωρίζω ὅτι ἐπιβάλλουν οἱ ἰατροί. Πῶς λοιπὸν σὺ ποῦ μπορεῖς αὐτά, προφασίζεσαι ὅτι δὲν μπορεῖς ἐκεῖνα; Τί εἶναι εὐκολότερο γιὰ τὴν κοιλιά, νὰ περάσει τὴ νύκτα μὲ τὴν λιτότητα τῆς δίαιτας, ἢ μὲ τὴν ἀφθονία τῶν φαγητῶν νὰ κείτεται βαρειά; Μᾶλλον δὲ μήτε νὰ κείτεται, ἀλλὰ νὰ πυκνοστριφογυρίζει παραφορτωμένη καὶ στενοχωρημένη μὲ κίνδυνο νὰ ἀνοίξει; Ἐκτὸς ἂν πεῖς ὅτι οἱ κυβερνῆτες σῴζουν εὐκολότερα τὸ βαρυφορτωμένο πλοῖο ἀπὸ τὸ καλὰ ἐφοδιασμένο καὶ ἐλαφρό. Διότι αὐτὸ μὲν τὸ ὁποῖο πιέζεται ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ φορτίου, ἡ μικρὴ τρικυμία τὸ καταβυθίζει, ἐκεῖνο δὲ ποὺ ἔχει σύμμετρα τὰ ἐμπορεύματα εὔκολα διαπλέει τὴν τρικυμία, ἐπειδὴ τίποτα δὲν τὸ ἐμποδίζει νὰ ἀνέβει εὐκολότερα. Καὶ τὰ σώματα λοιπὸν τῶν ἀνθρώπων ὅταν παραφορτώνονται μὲ τὸν συνεχῆ χορτασμό, εὔκολα ὑποκύπτουν στὶς ἀσθένειες· ὅταν δὲ κάνουν χρήση στερεᾶς καὶ ἐλαφρᾶς τροφῆς, καὶ τὸ ἀναμενόμενο ἀπὸ τὴ νόσο κακὸ ξεφεύγουν, ὅπως τὴν κακοκαιρία τὸ πλοῖο καὶ τὸ ἤδη παρὸν ἐνοχλητικὸ τὸ ξεπερνοῦν, σὰν κάποια ἕφοδο δίνῃς. Ὅμως καὶ ἡ ἡσυχία κατὰ τὴν γνώμη σου εἶναι πιὸ κουραστικὴ ἀπὸ τὸ τρέξιμο καὶ ἡ ἠρεμία ἀπὸ τὴν πάλη, ἐὰν ἀκριβῶς ἰσχυρίζεσαι ὅτι καὶ ἡ τρυφὴ εἶναι καταλληλότερη ἀπὸ τὴν δίαιτα γιὰ τοὺς ἄσθενεις. 
Ἡ πολυτέλεια καὶ ἡ ποικιλία τῶν φαγητῶν ἐδημιούργησε τὰ διάφορα εἴδη τῶν ἀσθενειῶν. 
Διότι ἡ δύναμη ποὺ κυβερνᾷ τὸν ἄνθρωπο τὴν αὐτάρκεια καὶ τὴν λιτότητα εὔκολα μὲν ἐπεξεργάσθηκε καὶ τὴν ἔκαμε οἰκεία στὸ τρεφόμενο· ὅταν ὅμως παρέλαβε τὴν πολυτέλεια καὶ ποικιλία τῶν φαγητῶν, ἔπειτα ἐπειδὴ δὲν μπόρεσε πρὸς τὸ τέλος νὰ ἀντέξει, ἐδημιούργησε τὰ διάφορα εἴδη τῶν ἀσθενειῶν. 
Ἡ νηστεία στὴν Π. Διαθήκη. 
5. Ἀλλ᾿ ὁ λόγος ἂς βαδίζει μὲ τὴν ἱστορία, ἐξετάζοντας τὴν ἀρχαιότητα τῆς νηστείας. Καὶ ὅπως ὅλοι οἱ ἅγιοι, σὰν κάποια πατρικὴ κληρονομιά, τὴν ἐκληρονόμησαν, ἔτσι τὴν διαφύλαξαν, παραδίνοντας ὁ πατέρας στὸ παιδί, ἀπ᾿ ὅπου καὶ σὲ μᾶς διαδοχικὰ διασώθηκε τὸ κτῆμα. Δὲν ὑπῆρχε στὸν παράδεισο οἶνος· ὄχι ἀκόμη ζωοθυσίες· ὄχι ἀκόμη κρεοφαγίες. Μετὰ τὸν κατακλυσμὸ ὁ οἶνος· μετὰ τὸν κατακλυσμό, «νὰ τρώγετε ἀπὸ ὅλα, σὰν χλωρὰ χορτάρια» (Γεν. 9, 3). Ὅταν ἀποῤῥίφθηκε ἡ τελείωση, τότε ἐπιτράπηκε ἡ ἀπόλαυση. Δεῖγμα δὲ τῆς ἀπειρίας τοῦ οἴνου ὁ Νῶε ποὺ ἀγνοοῦσε τὴν χρήση τοῦ οἴνου. Διότι ἀκόμη δὲν εἶχε εἰσέλθει στὴ ζωή, οὔτε εἶχε χρησιμοποιηθεῖ στὶς συναναστροφὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἐπειδὴ οὔτε ἄλλον εἶχε δεῖ, οὔτε ὁ ἴδιος ἐδοκίμασε, περιέπεσε ἀπρόσεκτα στὴ μέθη τοῦ οἴνου. 
«Διότι ἐφύτευσε ἄμπελο ὁ Νῶε, καὶ ἤπιε ἀπὸ τὸ γέννημα τοῦ καρποῦ καὶ ἐμέθυσε» (Γεν. 9, 20-21)· ὄχι διότι ἦταν μέθυσος, ἀλλὰ διότι δὲν ἐγνώριζε τὴν μέτρια πόση. Τόσον τὸ εὕρημα τῆς οἰνοποσίας εἶναι νεώτερο ἀπὸ τὸν παράδεισο, καὶ τόσον παλαιὸς ὁ σεβασμὸς τῆς νηστείας. Ἀλλὰ ἐγνωρίσαμε ὅτι καὶ ὁ Μωϋσῆς μὲ τὴ νηστεία ἐπλησίασε τὸ ὄρος (Ἔξοδ. 24, 18). Διότι δὲν θὰ ἀποτολμοῦσε ἐνῷ ἐκάπνιζε ἡ κορυφή, οὔτε θὰ εἶχε τὸ θάῤῥος νὰ εἰσέλθει στὸν γνόφο, ἐὰν δὲν εἶχε ὁπλισθεῖ μὲ τὸ ὅπλο τῆς νηστείας. Μὲ τὴ νηστεία ὑποδέχθηκε τὸ νόμο ποὺ ἐγράφη μὲ τὸ δάκτυλο τοῦ Θεοῦ στὶς πλάκες. Καὶ ἐπάνω μὲν ἡ νηστεία ἔγινε πρόξενος τῆς νομοθεσίας, κάτω δὲ ἡ γαστριμαργία τοὺς ἐξέτρεψε σὲ εἰδωλολατρεία. «Διότι ἐκάθισε o λαὸς γιὰ νὰ φάει καὶ νὰ πιεῖ, καὶ ἐσηκώθηκαν μετὰ γιὰ νὰ διασκεδάσουν» (Ἔξοδ. 32,6). 
Ἡ μέθη καταστρέφει τὴν πνευματικότητα τοῦ ἀνθρώπου. 
Σαράντα ἡμερῶν προσμονὴ μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ τὴν ἀχρήστευσε μία oινοποσία. Διότι αὐτὲς τὶς πλάκες ποὺ ἔλαβε ἡ νηστεία μὲ τὸ δάκτυλο τοῦ Θεοῦ γραμμένες, αὐτὲς ἡ μέθη ἐκομμάτιασε, διότι ὁ προφήτης δὲν ἔκρινε ἄξιο νὰ νομοθετεῖται μέθυσος λαὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Σὲ μία φευγαλέα στιγμή, μὲ τὴν γαστριμαργία, ὁ λαὸς ἐκεῖνος ποὺ εἶχε γνωρίσει τὸν Θεὸ μὲ τὰ πιὸ μεγάλα θαύματα, ἐκυλίσθηκε στὴν εἰδωλολατρικὴ τρέλα τῶν Αἰγυπτίων. Σύγκρινε καὶ τὰ δυό· πὼς δηλαδὴ ἡ νηστεία ὁδηγεῖ στὸ Θεὸ καὶ πὼς ἡ τρυφὴ προδίδει τὴν σωτηρία. Κατέβα, βαδίζοντας τὸν δρόμο πρὸς τὰ κάτω. 
Τὰ εὐεργετικὰ ἀποτελέσματα τῆς νηστείας στὴν Παλαιὰ καὶ Κ. Διαθήκη. 
6. Τί ἐβεβήλωσε τὸν Ἠσαῦ καὶ τὸν ἔκαμε δοῦλο τοῦ ἀδελφοῦ του; Δὲν ἦταν ἕνα φαγητό, γιὰ τὸ ὁποῖο ἐπώλησε τὰ πρωτοτόκια; (Γεν. 25, 30-34). Τὸν δὲ Σαμουὴλ δὲν τὸν ἐχάρισε στὴν μητέρα του ἡ προσευχὴ μὲ τὴ νηστεία; (Α´ Βασιλ.1, 13-16). Τί ἔκαμε τὸν Σαμψὼν ἀκαταμάχητο καὶ μεγάλο ἥρωα; Δὲν ἦταν ἡ νηστεία μὲ τὴν ὁποία συνελήφθη στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του; (Κριτ. 13, 14). Ἡ νηστεία τὸν ἐγέννησε, ἡ νηστεία τὸν ἐθήλασε, ἡ νηστεία τὸν ἔκαμε ἄνδρα, ποὺ τὴν διέταξε ὁ ἄγγελος στὴν μητέρα του. «Δὲν πρέπει νὰ φάει κανένα ἀπὸ τὰ προϊόντα της ἀμπέλου, καὶ οἶνο καὶ σίκερα [μεθυστικὰ ποτὰ] νὰ μὴν πιεῖ» (Κριτ. 13, 14). Ἡ νηστεία γεννᾷ προφῆτες, δυναμώνει δυνατούς· ἡ νηστεία κάνει σοφούς τους νομοθέτες, εἶναι καλὸ φυλακτήριο τῆς ψυχῆς, στὸ σῶμα ἀσφαλὴς σύνοικος, ὅπλο στοὺς ἀνδρείους, γυμναστήριο στοὺς ἀθλητές. Αὐτὴ ἀποκρούει τοὺς πειρασμούς· αὐτὴ προετοιμάζει πρὸς τὴν εὐσέβεια, συγκάτοικος τῆς νηφαλιότητας, δημιουργός της σωφροσύνης. Στοὺς πολέμους κάνει ἀνδραγαθήματα, στὴν εἰρήνη διδάσκει τὴν ἡσυχία. Τὸν ναζιραῖο [ἀφιερωμένος στὸν Θεὸ γιὰ 30 ἡμέρες μὲ ἀποχὴ φαγητῶν καὶ ποτῶν. Ἰσόβιοι ναζιραίοι ἦταν ὁ Σαμψὼν, Σαμουήλ, Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος. Στὸν χριστιανισμὸ ναζιραίοι καλοῦνται οἱ Μοναχοί] ἁγιάζει, καὶ κάνει τέλειο τὸν ἱερέα. Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν χωρὶς νηστεία νὰ ἀποτολμήσει τὴν ἱερουργία· ὄχι μόνον τώρα στὴν μυστικὴ καὶ ἀληθινὴ λατρεία, ἀλλὰ καὶ στὴν τυπικὴ ποὺ γινόταν κατὰ τὸν (Μωσαϊκό) νόμο. Αὐτὴ ἔκαμε τὸν Ἠλία θεατή του μεγάλου θεάματος· διότι ἀφοῦ ἐπὶ σαράντα ἡμέρες μὲ νηστεία καθάρισε τὴν ψυχή, ἔτσι καταξιώθηκε νὰ δεῖ στὸ σπήλαιο τοῦ Χωρὴβ (Γ´ Βασιλ. 19, 8-13), ὅσον εἶναι δυνατὸν στὸν ἄνθρωπο νὰ δεῖ, τὸν Κύριο. Νηστεύοντας ἔδωσε πίσω στὴν χήρα τὸ παιδί της, ἀφοῦ ἀποδείχθηκε ἰσχυρὸς μὲ τὴ νηστεία κατὰ τοῦ θανάτου. Ἀπὸ στόμα ποὺ ἐνήστευε ἐβγῆκε ἡ φωνὴ ποὺ ἐσταμάτησε γιὰ τὸν παράνομο λαὸ τὴ βροχὴ τοῦ οὐρανοῦ γιὰ τρία χρόνια καὶ ἕξι μῆνες. Διότι γιὰ νὰ μαλακώσει τὴν ἀδάμαστη καρδιὰ τῶν σκληροτραχήλων, ἐπροτίμησε καὶ τὸν ἑαυτό του στὴν κακοπάθεια νὰ τὸν καταδικάσει μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους. Γιὰ τοῦτο «ζεῖ Κύριος, εἶπε, δὲν θὰ ὑπάρξει στὴ γῆ νερό, παρὰ μόνο μὲ τὸν λόγο μου» (Γ´ Βασιλ. 17, 1). Καὶ ἔφερε σ᾿ ὅλο τὸν λαὸ νηστεία μὲ τὴν πεῖνα, γιὰ νὰ ἐπανορθώσει τὴν κακία ποὺ εἶχε προέλθει ἀπὸ τὴν τρυφὴ καὶ τὴν μαλθακὴ ζωή. Τί λογῆς δὲ ὑπῆρξε ὁ βίος τοῦ Ἐλισσαίου; Πῶς μὲν ἐφιλοξενήθηκε ἀπὸ τὴν Σουναμίτιδα; Πῶς δὲ ὁ ἴδιος ἐδεχόταν τοὺς προφῆτες; Δὲν ἔκανε τὴν φιλοξενία μὲ ἄγρια λάχανα καὶ λίγο ἀλεῦρι; (Δ´ Βασιλ. 4, 42-44). Κι ἔτσι κάποτε μὲ τὰ χόρτα εἶχε μαζευτεῖ καὶ ἀγριοκολοκύθι, ὥστε νὰ κινδυνεύουν αὐτοὶ ποὺ θὰ ἔτρωγαν, ἐὰν μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ νηστευτῆ δὲν εἶχε ἀχρηστευθεῖ τὸ δηλητήριο. Καὶ γενικῶς, θὰ μποροῦσες νὰ βρεῖς τὴ νηστεία νὰ χειραγωγεῖ ὅλους τοὺς ἁγίους στὴν κατὰ Θεὸν πολιτεία. Ὑπάρχει κάποιο εἶδος ἀντικειμένου, ποὺ ὀνομάζουν ἀμίαντο, ἄφθορο στὴ φωτιά, ποὺ ὅταν μὲν τίθεται στὴν φλόγα φαίνεται ὅτι ἔχει ἀπανθρακωθεῖ, ὅταν δὲ τὸ βγάζουν ἀπὸ τὴ φωτιά, σὰν νὰ ἔχει λευκανθεῖ στὸ νερό, γίνεται καθαρότερο. Τέτοια ἦταν τὰ σώματα τῶν τριῶν ἐκείνων παίδων τῆς Βαβυλῶνος, ποὺ εἶχαν τὸν ἀμίαντο ἀπὸ τὴ νηστεία (Δανιὴλ 1, 8-16). Διότι στὴ μεγάλη φλόγα τῆς καμίνου, σὰν νὰ ἦσαν κατὰ τὴν φύση ἀπὸ χρυσό, ἀπεδεικνύοντο ἀνώτεροι ἀπὸ τὴν βλάβη τῆς φωτιᾶς. Δηλαδὴ ἀπεδεικνύοντο πιὸ δυνατοὶ καὶ ἀπὸ τὸν χρυσό· διότι δὲν τοὺς ἔλυωνε αὐτοὺς ἡ φωτιά, ἀλλὰ τοὺς φύλαγε ἀκέραιους. Καὶ ὅμως τίποτε δὲν θὰ συγκρατοῦσε τότε τὴν φλόγα ἐκείνη, ποὺ τὴν ἔτρεφαν νάφθα καὶ πίσσα καὶ κληματίδες, ὥστε αὐτὴ νὰ ἐξαπλώνεται σαρανταεννέα πήχεις, καὶ κατατρώγοντας τὰ γύρω ἀπ᾿ αὐτὴν πολλοὺς ἀπὸ τοὺς Χαλδαίους νὰ καταφάγει. Ἐκείνη λοιπὸν τὴν πυρκαγιὰ καταπατοῦσαν oι παῖδες, ἀφοῦ εἰσῆλθαν μὲ νηστεία, ἀναπνέοντας ἔτσι στὴν ὁρμητικὴ φωτιὰ σὰν λεπτὴ αὔρα καὶ δροσερή. Διότι ἡ φωτιὰ οὔτε τὶς τρίχες δὲν ἐπείραξε, ἐπειδὴ τὶς εἶχε ἐκθρέψει ἡ νηστεία (Δανιὴλ 3, 24- 33). 
7. Καὶ ὁ Δανιήλ, ὁ ἄνδρας τῶν ἐπιθυμιῶν, αὐτὸς ποὺ τρεῖς ἑβδομάδες δὲν ἔφαγε ψωμὶ καὶ δὲν ἤπιε νερὸ (Δανιὴλ 10, 2-3) ἐδίδαξε καὶ τὰ λιοντάρια νὰ νηστεύουν, ὅταν κατέβηκε στὸ λάκκο (Δανιὴλ 6, 16-22). Διότι σὰν ἀπὸ πέτρα ἢ χαλκὸ ἢ κάποια ἄλλη στερεὰ ὕλη νὰ ἦταν κατασκευασμένος, τὰ λιοντάρια δὲν μποροῦσαν νὰ μπήξουν τὰ δόντια τους. Ἔτσι ἡ νηστεία, ἀφοῦ ἐδυνάμωσε τὸ σῶμα τοῦ ἀνδρὸς ὅπως ἡ βαφὴ τὸ σίδηρο, τὸ ἔκανε ἀδάμαστο στὰ λιοντάρια· διότι δὲν ἄνοιγαν τὸ στόμα κατὰ τοῦ ἁγίου. Ἡ νηστεία «ἔσβησε τὴν δύναμη τῆς φωτιᾶς, ἔφραξε τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν» (Ἑβρ. 11, 33-34). 
Τὰ ἀγαθὰ τῆς νηστείας. 
Ἡ νηστεία ἀναπέμπει τὴν προσευχὴ στὸν οὐρανό, μὲ τὸ νὰ γίνεται σ᾿ αὐτὴν κατὰ κάποιο τρόπο φτερὸ πρὸς τὴν ἄνω πορεία της. Ἡ νηστεία εἶναι προκοπὴ τῶν οἴκων, ὑγείας μητέρα, νεότητος παιδαγωγός, στολίδι στοὺς γέροντες, καλὴ συνοδοιπόρος στοὺς πεζοπόρους, ἀσφαλὴς ὁμόσκηνος στοὺς συγκατοίκους. Ὁ ἄνδρας δὲν ὑποψιάζεται κίνδυνο τοῦ γάμου, ὅταν βλέπει τὴν γυναῖκα νὰ ζεῖ μὲ τὴ νηστεία. Δὲν λυώνει ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὴν ζηλοτυπία, ὅταν βλέπει τὸν ἄνδρα νὰ νηστεύει. Ποιὸς ἐζημίωσε τὸ σπίτι του μὲ τὴ νηστεία; Ὑπολόγισε σήμερα τὰ πράγματα τοῦ σπιτιοῦ καὶ ὑπολόγισε τὰ καὶ μετά· δὲν θὰ λείψει τίποτε μὲ τὴ νηστεία ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα στὸ σπίτι. Κανένα ζῷο δὲν βγάζει κραυγὲς θανάτου, πουθενὰ αἷμα, πουθενὰ ἀπόφαση, ποὺ ὑπαγορεύεται κατὰ τῶν ζῴων ἀπὸ τὴν ἄκαμπτη κοιλιά. Ἔχει σταματήσει τὸ μαχαῖρι τῶν μαγείρων· τὸ τραπέζι ἀρκεῖται στὰ πρόχειρα. Τὸ Σάββατο ἐδόθηκε στοὺς Ἰουδαίους, «γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ, λέγει, τὸ ὑποζύγιό σου καὶ o δοῦλος σου» (Ἔξοδ. 20, 10). 
Ὁμιλεῖ γιὰ τὶς 5 ἑβδομάδες τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. 
Ἂς γίνει ἡ νηστεία ἀνάπαυση ἀπὸ τοὺς συνεχεῖς κόπους στοὺς ὑπηρέτες ποὺ ὑπηρετοῦν καθ᾿ ὅλο τὸ ἔτος. Ἀνάπαυσε τὸν μάγειρά σου, δῶσε ἄδεια στὸν τραπεζοκόμο, σταμάτησε τὸ χέρι τοῦ κεραστῆ, ἂς σταματήσει κάποτε καὶ ὁ παρασκευαστὴς τῶν ποικίλων γλυκισμάτων. Ἂς ἡσυχάσει κάποτε καὶ τὸ σπίτι ἀπὸ τοὺς μύριους θορύβους, καὶ ἀπὸ τὸν καπνὸ καὶ τὴν τσίκνα καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀνεβοκατεβαίνουν καὶ ποὺ ὑπηρετοῦν σὰν ἀμείλικτη κυρία τὴν κοιλιά. Πάντως κάποτε καὶ οἱ φοροεισπράκτορες ἐπιτρέπουν γιὰ λίγο στοὺς ὑποχειρίους τους νὰ ζήσουν ἐλεύθερα. Ἂς δώσει κάποια ἀνάπαυλα καὶ ἡ κοιλιὰ στὸ στόμα, ἂς κάμει γιὰ μᾶς πενθήμερες ἀνακωχές, αὐτὴ ποὺ πάντοτε ἀπαιτεῖ καὶ οὐδέποτε σταματᾷ, αὐτὴ ποὺ σήμερα παίρνει καὶ αὔριο λησμονεῖ. Ὅταν χορτάσει, φιλοσοφεῖ περὶ ἐγκρατείας, ὅταν ἀδειάσει λησμονεῖ τὶς φιλοσοφικὲς δοξασίες. 
8. Ἡ νηστεία δὲν γνωρίζει τὴν φύση τοῦ δανείου· δὲν μυρίζει ἀπὸ τόκους ἡ τράπεζα τοῦ νηστευτῆ· δὲν πνίγουν τὸ ὀρφανὸ παιδὶ οἱ πατρικοὶ τόκοι τοῦ νηστευτῆ, σὰν φίδια περιπλεκόμενα. Καὶ διαφορετικὰ ἡ νηστεία γίνεται ἀφορμὴ γιὰ εὐφροσύνη. Διότι ὅπως ἡ δίψα γλυκὸ τὸ ποτὸ καθιστά, καὶ ἡ πεῖνα ποὺ προκλήθηκε κάνει εὐχάριστο τὸ τραπέζι, ἔτσι καὶ τὴν ἀπόλαυση τῶν φαγητῶν φαιδρύνει ἡ νηστεία. Διότι μὲ τὸ νὰ παρεμβληθεῖ στὸ μέσο καὶ νὰ διακόψει τὴν συνέχεια τῆς τρυφῆς, θὰ κάμει ὥστε νὰ σοῦ φανεῖ ἡ λήψη τῆς τροφῆς ἐπιθυμητὴ σὰν ἀπόδημη. Ὥστε ἐὰν θέλεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου νὰ ἑτοιμάσεις ἐπιθυμητὴ τράπεζα, δέξου τὴν μεταβολὴ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ νηστεία. Σὺ δὲ περικυκλωμένος πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν τρυφή, ἔχεις ξεχάσει τὸν ἑαυτό σου ἀμαυρώνοντας τὴν ἀπόλαυση καὶ ἀπὸ φιληδονία ἐξαφανίζοντας τὴν πραγματικὴ εὐχαρίστηση. Διότι, τίποτε δὲν ὑπάρχει τόσον ἐπιθυμητό, ὥστε νὰ μὴν καταφρονεῖται μὲ τὴν συνεχῆ ἀπόλαυση. Ἐκείνων δὲ ποὺ εἶναι σπάνια ἡ ἀπόκτηση, αὐτῶν ἡ ἀπόλαυση γίνεται περισπούδαστη. Ἔτσι καὶ ὁ κτίστης μας ἐπενόησε μὲ τὴν ποικιλία στὴ ζωὴ νὰ παραμένει σὲ μᾶς ἡ χάρη αὐτῶν ποὺ ἔχουν δοθεῖ. Δὲν βλέπεις ὅτι καὶ ὁ ἥλιος εἶναι λαμπρότερος μετὰ τὴν νύκτα; Καὶ ἡ ἀγρυπνία γλυκύτερη μετὰ τὸν ὕπνο; Καὶ ἡ ὑγεία πιὸ ἐπιθυμητὴ μετὰ τὴν πεῖρα τῶν ἀντιθέτων; Καὶ ἡ τράπεζα λοιπὸν εἶναι πιὸ εὐχάριστη μετὰ τὴ νηστεία· ὅμοια μὲν στοὺς πλουσίους καὶ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ παρέχουν πλούσια γεύματα καὶ στοὺς λιτοὺς καὶ στοὺς πρόχειρους κατὰ τὴν δίαιτα. 
9. Νὰ φοβᾶσαι τὸ παράδειγμα τοῦ πλουσίου. Ἐκεῖνον παρέδωσε στὸ πῦρ ἡ συνεχὴς τρυφή. Διότι ἂν καὶ δὲν κατηγορήθηκε γιὰ ἀδικία, ἀλλὰ γιὰ τρυφηλὴ ζωή, ἐτηγανιζόταν στὴν φλόγα τῆς καμίνου. Γιὰ νὰ σβήσουμε λοιπὸν τὸ πῦρ ἐκεῖνο, χρειάζεται νερό. Καὶ ὄχι μόνον γιὰ τὰ μέλλοντα πράγματα εἶναι ὠφέλιμος ἡ νηστεία, ἀλλὰ καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν σάρκα πιὸ ἐπωφελής. Διότι oι μεγάλες παχυσαρκίες ἔχουν ὑποτροπὲς καὶ μεταπτώσεις, ὅποτε ἡ φύση κάμπτεται καὶ ἀδυνατεῖ νὰ σηκώσει τὸ βάρος τῆς παχυσαρκίας. 
Ἡ ἀξία τοῦ νεροῦ γιὰ τὴν ὑγεία. 
Πρόσεχε μὴ τυχὸν τώρα, ἀποστρεφόμενος τὸ νερό, ἐπιθυμήσεις ὕστερα μία σταγόνα, ὅπως καὶ ὁ πλούσιος (Λουκ. 16, 24). Κανεὶς δὲν ἐμέθυσε ἀπὸ τὸ νερό. Κανενὸς δὲν ἐπόνεσε τὸ κεφάλι διότι ἐβαρύνθηκε ἀπὸ τὸ νερό. Κανεὶς δὲν ἐχρειάσθηκε ξένα πόδια πίνοντας νερό. Κανενὸς τὰ πόδια δὲν ἐδέθησαν, κανενὸς τὰ χέρια δὲν ἀχρηστεύθηκαν, ποτιζόμενα μὲ νερό. Διότι ἡ ἐλαττωματικὴ πέψη, ποὺ ἀκολουθεῖ ἀναγκαστικὰ στοὺς ζῶντες μὲ τρυφηλότητα, αὐτὴ φέρνει τὰ φοβερὰ νοσήματα στὰ σώματα. Τὸ χρῶμα τοῦ νηστεύοντος σεμνό, δὲν κοκκινίζει ἀδιάντροπα, ἀλλὰ εἶναι στολισμένο μὲ τὴν σώφρονα χλωμάδα· ὀφθαλμὸς πρᾶος, βάδισμα σεμνοπρεπές, πρόσωπο σοβαρὸ ποὺ δὲν ἀσχημίζει μὲ τὸ ἀκόλαστο γέλιο, λόγια μετρημένα, καρδιὰ καθαρή. Θυμήσου τοὺς ἁγίους ὅλων τῶν αἰώνων, «γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν ἦταν ἄξιος ὁ κόσμος» ποὺ ἐγύριζαν «φορώντας δέρματα προβάτων καὶ δέρματα γιδιῶν, ἔχοντας στερήσεις, θλίψεις, κακουχίες» (Ἑβρ.11, 37-38). Ἐκείνων νὰ θυμᾶσαι τὴν διαγωγή, ἐὰν ἀκριβῶς ἐπιζητεῖς νὰ εἶσαι μὲ τὸ μέρος τους. 
Παραδείγματα νηστείας, ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ Κύριος καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος. 
Τί ἀνάπαυσε τὸν Λάζαρο στοὺς κόλπους τὸν Ἀβραάμ; Ὄχι ἡ νηστεία; Ἢ ζωὴ δὲ τοῦ Ἰωάννου ὑπῆρξε μιὰ συνεχὴς νηστεία· ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε κρεββάτι, οὔτε τραπέζι, οὔτε καλλιεργήσιμη γῆ, οὔτε βόδι γιὰ ὄργωμα, οὔτε ἀρτοποιό, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ πράγματα τῆς ζωῆς. Γιὰ τοῦτο «μεταξὺ τῶν γεννηθέντων ἀπὸ τὶς γυναῖκες μεγαλύτερος δὲν ἔχει ἀναφανεῖ ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή» (Ματθ. 11, 11). Τὸν Παῦλο μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα καὶ ἡ νηστεία, ποὺ ἀπαρίθμησε στὰ καυχήματα γιὰ τὶς θλίψεις του, τὸν ἀνέβασε στὸν τρίτο οὐρανὸ (Β´ Κορινθ. 11, 27· 12, 2). Ὁ πρῶτος δὲ γιὰ ὅσα ἔχουμε πεῖ, ὁ Κύριός μας, ἀφοῦ ὀχύρωσε μὲ νηστεία τὴν σάρκα, ποὺ ἐπῆρε γιὰ χάρη μας, ἔτσι ἐδέχθηκε σ᾿ αὐτὴ (Ματθ. 4, 2) τοῦ διαβόλου τὶς προσβολές, καὶ γιὰ νὰ μᾶς διδάσκει νὰ ἑτοιμαζόμαστε μὲ νηστεῖες καὶ νὰ γυμναζόμαστε γιὰ τοὺς ἀγῶνες κατὰ τῶν πειρασμῶν, καὶ γιὰ νὰ προσφέρει στὸν ἀντίπαλο μὲ τὴν στέρηση κατὰ κάποιο τρόπο λαβή. Ἀπρόσιτος θὰ ἦταν σ᾿ αὐτὸν λόγω τοῦ ὕψους τῆς θεότητος, ἐὰν μὲ τὴν φτώχεια δὲν εἶχε κατεβῇ πρὸς τὸ ἀνθρώπινο. Ἐπανερχόμενος λοιπὸν στοὺς οὐρανούς, ἔφαγε, γιὰ νὰ πιστοποιήσει τὴν φύση τοῦ ἀναστάντος σώματος. Σὺ δὲ παραπαχαίνοντας τὸν ἑαυτό σου καὶ ὄντας πολύσαρκος, δὲν γίνεσαι μαλθακός; Ἐξασθενίζοντας δὲ τὸ νοῦ μὲ ἀτροφία, γιὰ τὰ σωτήρια καὶ ζωοποιὰ διδάγματα μπορεῖς νὰ μιλήσεις; Ἢ ἀγνοεῖς ὅτι, ὅπως σὲ πολεμικὴ παράταξη, ἡ συμμαχία μὲ τὸν ἄλλον φέρνει τὴν ἧττα τοῦ ἀντιπάλου, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ συμμαχεῖ μὲ τὴν σάρκα, ἀνταγωνίζεται τὸ πνεῦμα καὶ αὐτὸς ποὺ πηγαίνει μὲ τὴν παράταξη τοῦ πνεύματος ὑποδουλώνει τὴν σάρκα; «Διότι αὐτὰ μεταξὺ τοὺς εἶναι ἀντίθεται» (Γαλατ. 5, 17). Ὥστε, ἐὰν θέλεις νὰ κάνεις ἰσχυρὸ τὸ νοῦ, νὰ δαμάσεις τὴν σάρκα μὲ τὴ νηστεία. Διότι αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ ἀπόστολος· ὅτι «ὅσον ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος φθείρεται, τόσον ὁ ἐσωτερικὸς ἀνακαινίζεται» (Β´ Κορ. 4,16)· καὶ τό· «ὅταν ἀσθενῶ, τότε εἶμαι δυνατός» (Β´ Κορ. 12, 10). Δὲν θὰ περιφρονήσεις τὰ φαγητὰ ποῦ χάνονται; Δὲν θὰ ἐπιθυμήσεις τὴν τράπεζα τῆς βασιλείας, τὴν ὁποία ἐξάπαντος ἡ ἐδῶ νηστεία θὰ ἐξωραΐσει; Ἀγνοεῖς ὅτι μὲ τὴν ἀμετρία τοῦ χορτασμοῦ ἑτοιμάζεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου παχὺ τὸν βασανιστὴ σκώληκα; Διότι ποιὸς ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν μὲ πλούσια τροφὴ καὶ διαρκὴ τρυφὴ ἐδέχθηκε κάποια κοινωνία πνευματικοῦ χαρίσματος; Ὁ Μωυσῆς γιὰ νὰ λάβει δεύτερη νομοθεσία ἐχρειάσθηκε μία ἀκόμη δεύτερη νηστεία. Στοὺς Νινευίτες, ἐὰν καὶ τὰ ζῷα δὲν εἶχαν νηστεύσει, δὲν θὰ εἶχαν διαφύγει τὴν ἀπειλὴ τῆς καταστροφῆς (Ἰωνᾶς 3, 4-10). Ποίων τὰ σώματα ἔπεσαν στὴν ἔρημο; (Ἑβρ. 3, 17). Ὄχι αὐτῶν ποῦ ἐπιζητοῦσαν τὴν κρεοφαγία; (Ἀριθμ.11, 33). Ἐκεῖνοι μὲν ἕως ὅτου εἶχαν ἀρκεσθεῖ στὸ μάννα καὶ στὸ νερὸ ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν πέτρα, ἐνικοῦσαν τοὺς Αἰγυπτίους, περπατοῦσαν μέσα ἀπὸ τὴν θάλασσα. «Δὲν ὑπῆρχε στὶς φυλὲς τοὺς κανένας ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ περπατήσει» (Ψαλμ. 104, 37)· ἐπειδὴ δὲ ἐθυμήθηκαν τὰ κρέατα στοὺς λέβητες (Ἐξ. 16, 3) καὶ ἐστράφησαν μὲ τὶς ἐπιθυμίες τους στὴν Αἴγυπτο, δὲν εἶδαν τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. 
Ἡ πολυφαγία ἀτονεῖ τὴν πνευματικότητα τοῦ ἀνθρώπου. 
Δὲν φοβεῖσαι τὸ παράδειγμα; Δὲν φρίττεις γιὰ τὴν πολυφαγία, μήπως σὲ ἀποκλείσει ἀπὸ τὰ ἐλπιζόμενα ἀγαθά; Ἀλλ᾿ οὔτε ὁ σοφὸς Δανιὴλ θὰ ἔβλεπε τὰ ὁράματα, ἐὰν μὲ τὴ νηστεία δὲν ἔκανε καθαρότερη τὴν ψυχή. Διότι ἀπὸ τὴν παχειὰ τροφὴ κατὰ κάποιο τρόπο καπνώδεις ἀναθυμιάσεις ἀνερχόμενες, σὰν πυκνὸ σύννεφο, διακόπτουν τὶς ἐλλάμψεις ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὸ νοῦ. Ἐὰν δὲ καὶ ἀγγέλων ὑπάρχει κάποια τροφή, εἶναι ὁ ἄρτος, καθὼς λέγει ὁ προφήτης· «ἄρτον ἀγγέλων [«Εἶναι ἡ λογικὴ καὶ οὐράνιος δύναμη ποὺ διατρέφονται οἱ ἄγγελοι», ἐξηγεῖ ὁ Μ. Ἀθανάσιος (βλέπε τόμος 6ος σελ. 262. Ε.Π.Ε.). Δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν ὑλικὴ τροφὴ τοῦ ἀνθρώπου] ἔφαγεν ὁ ἄνθρωπος» (Ψαλμ. 77, 25). Ὄχι κρέας, οὔτε οἶνος, οὔτε ὅσα εἶναι στὴν φροντίδα τῶν δούλων τῆς κοιλιᾶς. Ἡ νηστεία εἶναι ὅπλο γιὰ τὴν ἐκστρατεία κατὰ τῶν δαιμόνων. «Διότι τὸ γένος αὐτὸ δὲν ἐξέρχεται, παρὰ μόνον μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία» (Μαρκ. 9, 28). 
Ἡ ἐγκράτεια δὲν ὑπάρχει χωρὶς τὴ νηστεία. 
Καὶ τὰ μὲν ἀγαθὰ ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴ νηστεία εἶναι τόσα πολλά· ὁ δὲ κορεσμὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ τῶν πτώσεων. Διότι συγχρόνως εἰσορμᾶ μὲ τὴν τρυφὴ καὶ τὴν μέθη καὶ τὰ ποικίλα καρυκεύματα κάθε εἶδος κτηνώδους ἀκολασίας. Ἀπ᾿ ἐδῶ οἱ ἄνθρωποι γίνονται ἵπποι θηλυμανεῖς» (Ἱερεμ. 5, 8) ἀπὸ τὸν οἶστρο τῆς τρυφῆς ποὺ γεννᾶται στὴν ψυχή. Οἱ διαστροφὲς τῆς φύσεως προέρχονται ἀπὸ τοὺς μεθύσους, ποὺ ἐπιζητοῦν τὴν μὲν γυναῖκα στὸν ἄνδρα, τὸν δὲ ἄνδρα στὴν γυναῖκα. Ἡ νηστεία ὅμως γνωρίζει ὅρια καὶ στὰ ἔργα τοῦ γάμου καὶ τιμωρώντας τὴν ἀμετρία τῶν ἐπιτρεπομένων ἀπὸ τὸ νόμο, ἐπιφέρει σύμφωνη ἀνάπαυλα, γιὰ νὰ ἀφιερωθοῦν στὴν προσευχὴ (Α´ Κορ. 7, 5). 
Ἡ ἀληθινὴ νηστεία εἶναι ἀποξένωση ἀπὸ τὰ κακά. 
10. Μὴ λοιπὸν περιορίζεις τὸ καλό της νηστείας στὴν ἀποχὴ μόνον ἀπὸ τὰ φαγητά. Διότι ἡ ἀληθινὴ νηστεία εἶναι ἀποξένωση ἀπὸ τὰ κακά. «Νὰ λύσεις τὰ δεσμὰ τῆς ἀδικίας» (Ἡσ. 63, 6)· συγχώρησε τὸν πλησίον γιὰ τὴν λύπη, συγχώρησε τὸν γιὰ τὰ χρέη. «Νὰ μὴ νηστεύετε χάριν διαμάχης καὶ φιλονικίας» (Ἡσ. 63, 4). Δὲν τρώγεις κρέατα, ἀλλὰ τρώγεις τὸν ἀδελφό σου. Δὲν πίνεις οἶνο, ἀλλὰ δὲν εἶσαι ἐγκρατὴς στὶς ὕβρεις. Περιμένεις τὸ βράδυ γιὰ νὰ λάβεις τροφή, ἀλλὰ ξοδεύεις τὴν ἡμέρα στὰ δικαστήρια. «Ἀλλοίμονο σ᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν μεθοῦν μὲ κρασί» (Ἡσ. 28, 1). 
Τί εἶναι ὁ θυμός, ἡ λύπη καὶ ὁ φόβος. 
Ὁ θυμὸς εἶναι ἡ μέθη τῆς ψυχῆς, διότι τὴν κάνει παράφρονα ὅπως ὁ οἶνος. Ἡ λύπη εἶναι μέθη καὶ αὐτή, διότι καταπνίγει τὴν διάνοια. Ὁ φόβος εἶναι ἄλλη μέθη, ὅταν συμβαίνει ἐκεῖ ποὺ δὲν πρέπει. «Διότι, ἀπὸ τὸν φόβο, λέγει, τοῦ ἐχθροῦ νὰ ἀπαλλάξεις τὴν ψυχή μου» (Ψαλμ.63, 2). Καὶ γενικά, καθένα ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ παραλογίζει τὸ νοῦ δικαίως θὰ ὀνομαζόταν μέθη. Σκέψου, παρακαλῶ, τὸν ὀργιζόμενο πὼς μεθᾷ ἀπὸ τὸ πάθος. Δὲν εἶναι ὁ ἴδιος κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του· ἀγνοεῖ τὸν ἑαυτό του, ἀγνοεῖ τοὺς παρόντες, σὰν νὰ μάχεται μέσα στὴ νύχτα τὰ πιάνει ὅλα, σκοντάφτει σ᾿ ὅλα, δὲν ξέρει τί λέγει, εἶναι δυσκολοσυγκράτητος, ὑβρίζει, κτυπᾷ, ἀπειλεῖ, ὁρκίζεται, κραυγάζει, ξεσχίζεται. Ἀπόφυγε αὐτὴ τὴν μέθη, μήτε νὰ καταδεχθεῖς τὴν μέθη ἀπὸ τὸν οἶνο. Νὰ μὴν περιφρονήσεις τὴν ὑδροποσία ἀπὸ τὴν οἰνοποσία. Νὰ μὴν σὲ ὁδηγήσει ἡ μέθη στὴ νηστεία. Δὲν ὑπάρχει εἴσοδος στὴ νηστεία ἀπὸ τὴν μέθη· οὔτε βέβαια ἀπὸ τὴν πλεονεξία στὴν δικαιοσύνη, οὔτε ἀπὸ τὴν ἀκολασία στὴ σωφροσύνη, οὔτε, γιὰ νὰ πῶ γενικά, ἀπὸ τὴν κακία στὴν ἀρετή. Ἄλλη εἶναι ἡ θύρα γιὰ τὴ νηστεία. 
Ἡ μέθη εἰσάγει στὴν ἀκολασία καὶ ἡ ἐγκράτεια στὴ νηστεία. 
Ἡ μέθη εἰσάγει στὴν ἀκολασία, καὶ ἡ ἐγκράτεια στὴ νηστεία. Ὁ ἀθλητὴς προγυμνάζεται, ὁ νηστευτὴς προεγκρατεύεται. Μὴ θέτεις τὴν μέθη πρὸ τῶν πέντε ἡμερῶν, σὰν νὰ ἐκδικεῖσαι τὶς ἡμέρες, οὔτε σὰν νὰ ἐξαπατᾷς μὲ σοφίσματα τοῦ νομοθέτη. Καθ᾿ ὅσον μάλιστα ἀνώφελα κοπιάζεις, τὸ μὲν σῶμα νὰ διαλύεις, οὔτε δὲ νὰ παρηγορεῖσαι γιὰ τὴν στέρηση. Ἡ ἀποθήκη εἶναι ἀναξιόπιστη, ἀντλεῖς σὲ τρυπημένο πιθάρι. Διότι ὁ μὲν οἶνος διαῤῥέει, τρέχοντας τὸν ἴδιο δρόμο, ἡ δὲ ἁμαρτία παραμένει. Ὁ δοῦλος δραπετεύει ὅταν τὸν κτυπᾷ ὁ κύριος, σὺ ὅμως παραμένεις στὸν οἶνο, ποῦ καθημερινά σου κτυπᾷ τὸ κεφάλι; Μέτρο ἄριστό της χρήσεως τοῦ οἴνου, ἡ ἀνάγκη τοῦ σώματος (Α´ Τιμ. 5, 23). Ἐὰν δὲ φύγεις ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια, αὔριο θὰ εἶσαι μὲ βαρὺ κεφάλι, θὰ χάσκεις, θὰ ζαλίζεσαι, θὰ μυρίζεις κρασίλα· ὅλα θὰ σοῦ φαίνονται ὅτι γυρίζουν, ὅλα ὅτι κλονίζονται. Ἡ μέθη βέβαια ὕπνο μὲν φέρει, ἀδελφό του θανάτου, ἐγρήγορση δὲ ποὺ μοιάζει μὲ ὄνειρα. 
11. Ἄραγε γνωρίζεις ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ πρόκειται νὰ ὑποδεχθεῖς; Αὐτὸς ποὺ μᾶς ὑποσχέθηκε, ὅτι «ἐγὼ καὶ ὁ πατέρας θὰ ἔλθουμε, σ᾿ αὐτὸν καὶ θὰ κατοικήσουμε μαζί» (Ἰω. 14, 23). Γιατί λοιπὸν δείχνεις προτίμηση στὴ μέθη καὶ κλείνεις τὴν εἴσοδο στὸν Δεσπότη; Γιατί προτρέπεις τὸν ἐχθρὸ νὰ προκαταλάβει τὰ ὀχυρώματά σου; Ἡ μέθη δὲν ὑποδέχεται τὸν Κύριο· ἡ μέθη ἀπομακρύνει τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Διότι ὁ μὲν καπνὸς ἀποδιώχνει τὶς μέλισσες, ἡ κραιπάλη ἀποδιώχνει τὰ πνευματικὰ χαρίσματα. 
Ἡ κοινωνικὴ σημασία τῆς νηστείας. 
Ἡ νηστεία εἶναι ἡ εὐπρέπεια τῆς πόλεως, ἡ σταθερότητα τῆς ἀγορᾶς, ἡ εἰρήνη τῶν σπιτιῶν, ἡ σωτηρία τῶν ὑπαρχόντων. Θέλεις νὰ δεῖς τὴν μεγαλοπρέπειά της; Σύγκρινε, παρακαλῶ, τὴν σημερινὴ ἑσπέρα μὲ τὴν αὔριο καὶ θὰ δεῖς νὰ μεταπίπτει ἡ πόλη ἀπὸ τὴν ταραχὴ καὶ τὴν ζάλη σὲ βαθειὰ γαλήνη. Εὔχομαι δὲ ἡ σημερινὴ νὰ μοιάζει μὲ τὴν αὐριανὴ κατὰ τὴν σεμνότητα καὶ ἡ αὐριανὴ νὰ μὴν ὑπολείπεται σὲ φαιδρότητα ἀπὸ τὴν σημερινή. Ὁ δὲ Κύριος ποὺ μᾶς ὁδήγησε σ᾿ αὐτὴ τὴν περίοδο τοῦ χρόνου, εἴθε νὰ μᾶς χαρίσει, κατὰ κάποιο τρόπο σὰν ἀγωνιστές, ἀφοῦ ἐπιδείξουμε στοὺς προκαταρκτικοὺς ἀγῶνες τὴν στερεότητα καὶ τὴν δύναμη τῆς καρτερίας, νὰ φθάσουμε καὶ στὴν κυρία ἡμέρα τῶν στεφάνων· τώρα μὲν τῆς ἀναμνήσεως τοῦ πάθους τοῦ Σωτῆρος, στὸν μέλλοντα δὲ αἰῶνα, τῆς ἀνταποδόσεως αὐτῶν ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς ζήσει κατὰ τὴν δίκαιη κρίση αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ, διότι σ᾿ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
Ἀπόδοση στὴν ὁμιλουμένη: 
Δημήτριος Ἀθανασόπουλος, Θεολόγος. 
Ἐκδόσεις: Νεκτάριος Παναγόπουλος.

 

Περί νηστείας λόγος β´ Μεγαλου Βασιλείου - αρχαίο κείμενο και απόδοση στα νέα ελληνικά


ΛΟΓΟΣ Β' 

  Η προτροπή του Μ. Βασιλείου για τη νηστεία.

  1. «Παρηγορείτε, λέγει, ιερείς τον λαό· ομιλήσατε στα αυτιά της Ιερουσαλήμ» (Ησ. 40, 1-2). Η φύση του λόγου είναι ικανή, των μεν φιλοπόνων να εντείνει τις δυνάμεις, των δε οκνηρων και νωθρών να διεγείρει την προθυμία. Για τούτο μεν οι στρατηγοί, όταν παρατάσσουν τον στρατό για την μάχη, μεταχειρίζονται τους προτρεπτικούς λόγους πριν από τους αγώνες, και τόση δύναμη έχει η παραίνεση, ώστε σε πολλούς εμπνέει πολλές φορές ακόμη και περιφρόνηση του θανάτου. Οι γυμναστές δε και οι εκπαιδευτές, όταν οδηγούν τους αθλητές στους αγώνες των σταδίων, κάνουν πολλές προτροπές περί του οτι πρέπει νά μοχθούν για τα στεφάνια, ώστε και πολλοί να πείθωνται με την φιλοτιμία στη νίκη να περιφρονουν τα σώματα. Για τούτο λοιπόν και σε μένα που παρατάσσω τους στρατιώτες του Χριστού προς τόν πόλεμο κατά των αοράτων εχθρών και που προετοιμάζω με την εγκράτεια τους αθλητές της ευσεβείας για τα στεφάνια της δικαιοσύνης, είναι αναγκαίος ο προτρεπτικός λόγος. Τι λοιπόν λέγω αδελφοί; Ότι αυτοί που μελετούν την τακτική του πολέμου και ασκούνται στις παλαίστρες, φυσικό είναι με την αφθονία της τροφής να παχαίνουν τους εαυτούς τους, ώστε δυναμικότερα να καταπιάνονται με τους αγώνες· αυτοί δε «που δεν παλεύουν με αίμα και σάρκα, αλλά με τις αρχές, με τις εξουσίες, με τους κοσμοκράτορες του σκότους τούτου, με τα πνευματικά της πονηρίας» (Εφεσ.6, 12), αυτοί είναι ανάγκη να ασκούνται για τον πόλεμο αυτόν με τη νηστεία και την εγκράτεια. Διότι το μεν λάδι παχαίνει τον αθλητή, ή δε νηστεία ισχυροποιεί τον ασκητή της ευσεβείας. Ώστε όσον αφαιρείς από την σάρκα, τόσον θα κάμεις να απαστράπτει η ψυχή από την πνευματική λαμπρότητα. Διότι όχι με σωματικές δυνάμεις, αλλά με την καρτερία της ψυχής και την υπομονή στις θλίψεις επιτυγχάνεται η κυριαρχία προς τις αόρατες δυνάμεις.   
Γιατί η νηστεία είναι ωφέλιμη.
  2. Η νηστεία μεν λοιπόν είναι ωφέλιμη για όλο τον χρόνο, για αυτούς που την προτιμούν (διότι ούτε η δαιμονική επήρεια δεν αποθρασύνεται κατά του νηστευτή, και οι φύλακες της ζωής μας άγγελοι με περισσότερη προθυμία παραμένουν στους καθαρισμένους στην ψυχή από τη νηστεία)· πολύ δε περισσότερο τώρα, οπότε σε όλη την οικουμένη διαδίδεται το κήρυγμα. Kαι ούτε κάποιο νησί, ούτε ήπειρος, ούτε πόλη, ούτε έθνος, ούτε άκρη της γης, υπάρχει που να μην ακούεται το κήρυγμα. Αλλά και τα στρατόπεδα και οι οδοιπόροι και oι ναύτες και οι έμποροι, όλοι ομοίως και ακούουν την διδασκαλία και με χαρά την υποδέχονται. Ώστε κανείς να μην εξαιρέσει τον εαυτό του από τον κατάλογο των νηστευτών, σ'αυτόν συμπεριλαμβάνονται όλα τα γένη και κάθε ηλικία και όλες οι διαφορές των αξιωμάτων. Άγγελοι είναι που απογράφουν σε κάθε εκκλησία τους νηστευτές. Πρόσεχε μη στερηθείς για την μικρή ηδονή των φαγητών την απογραφή του αγγέλου, υπόδικο δε κάνεις τον εαυτό σου στο στρατολόγο, για δίκη επί λιποταξία. Μικρότερος είναι ο κίνδυνος κάποιου που πέταξε την ασπίδα στην μάχη να τιμωρηθεί παρά να φανεί ότι απορρίπτει το μεγάλο όπλο της νηστείας. Είσαι πλούσιος; Μην βρίζεις τη νηστεία, απαξιώνοντας να την κάνεις ομοτράπεζο· μήτε να την αποπέμψεις από το σπίτι σου ατιμασμένη από την ηδονή, για να μην σε καταγγείλη κάποτε στο νομοθέτη των νηστειών και σου επιφέρει πολλαπλάσια την στέρηση από καταδίκη, η σωματική αρρώστια, ή κάποια άλλη δυσχερή περίσταση. O φτωχός να μην ειρωνεύεται τη νηστεία, διότι από πολύ παλαιά την έχει συγκάτοικο και ομοτράπεζο. Στις γυναίκες δε όπως η αναπνοή, έτσι και η νηστεία είναι οικεία και φυσιολογική. Τα παιδιά, όπως τα θαλερά από τα φυτά, με το νερό της νηστείας ας ποτίζονται. Στους μεγαλύτερους ελαφρώνει τον κόπο η παλαιά οικείωση με αυτή· διότι οι κόποι που έχουν εμπεδωθεί κατόπιν μακράς συνηθείας, δεν προκαλούν τόσον πόνο στους γυμνασμένους. Στους οδοιπόρους η νηστεία είναι καλός συνταξιδιώτης. Διότι όπως ακριβώς η τρυφή τους αναγκάζει να σηκώνουν βάρη, κουβαλώντας μαζί τους τις απολαύσεις, έτσι η νηστεία τους κάνει ελαφρούς και ευκίνητους. Έπειτα, όταν αναγγελθεί εκστρατεία έξω από τα όρια της χώρας, τα αναγκαία, όχι εκείνα που είναι για τέρψη, προμηθεύονται οι στρατιώτες· εμείς δε που εξερχόμαστε στον πόλεμο κατά των αοράτων εχθρών και μετά τη νίκη αυτών τρέχουμε προς την ουράνιο πατρίδα, δεν θα αρμόζει πολυ περισσότερο, σαν να τρεφόμαστε σε στρατόπεδο, να αρκούμαστε σ' αυτά τα αναγκαία;   
 Να αθλείσαι σαν καλός στρατιώτης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
  3. Κακοπάθησε σαν καλός στρατιώτης και άθλησε νόμιμα, για να στεφανωθείς, γνωρίζοντας εκείνο, ότι κάθε αγωνιζόμενος, πάντοτε εγκρατεύεται (Β' Τιμοθ. 2, 3-5· Α' Κορινθ. 9, 25). Αυτό που ήλθε στο νου μου τώρα που μιλώ, αξίζει να μην το παραβλέψουμε· ότι δηλαδή στους κοσμικούς μας στρατιώτες ανάλογα με τους κόπους αυξάνεται το συσσίτιο, στους πνευματικούς δε οπλίτες, αυτός που έχει την λιγότερη τροφή έχει το μεγαλύτερο αξίωμα. Διότι όπως η περικεφαλαία μας διαφέρει κατά την φύση προς την φθαρτή, διότι η ύλη αυτής είναι ο χαλκός, η δε άλλη έχει συσταθεί από την ελπίδα της σωτηρίας (Α' Θεσσ. 5, 8)· και η ασπίδα σ'εκείνους μεν έχει κατασκευασθεί από ξύλο και δέρμα, σε μας δε είναι το δόρυ της πίστεως, και εμείς μεν έχουμε περιφραχθεί με τον θώρακα της δικαιοσύνης, εκείνοι δε περιτυλίγουν κάποιον αλυσιδωτό χιτώνα, και για μας μεν μάχαιρα προς την άμυνα είναι αυτή του αγίου Πνεύματος (Εφεσ. 6, 16-17), οι δε προβάλλουν την σιδερένια, έτσι είναι φανερό ότι οι ίδιες τροφές δεν δυναμώνουν και τους δύο· αλλ' εμάς μεν τα δόγματα της ευσεβείας μας δυναμώνουν, σ'εκείνους δε το γέμισμα της κοιλιάς είναι αναγκαίο. Επειδή λοιπόν ο χρόνος που γυρίζει μας έφερε τις πολυπόθητες αυτές ημέρες, σαν παλαιές τροφούς, χαρούμενoι ας τις υποδεχθούμε· με αυτές η Εκκλησία μας ανέθρεψε στην ευσέβεια. 
Προκειμένου λοιπόν να νηστεύσεις  μη  σκυθρωπάσεις  φαρισαϊκώς,  αλλ' ευαγγελικώς λάμπρυνε τον εαυτό σου (Ματθ. 6, 16- 17)· δηλαδή να μην πενθείς για την στέρηση της κοιλιάς, αλλά να χαίρεσαι ολόψυχα τις πνευματικές απολαύσεις. Διότι γνωρίζεις ότι «η σάρκα επιθυμεί εναντίον του πνεύματος, το δε πνεύμα εναντίον της σάρκας» (Γαλ. 5, 17). Επειδή λοιπόν αυτά αντιτίθενται μεταξύ τους, ας μειώσουμε την αδυναμία της σάρκας, ας αυξήσουμε δε την δύναμη των ψυχών, ώστε με τη νηστεία αφού λάβουμε τα νικητήρια κατά των παθών, να φορέσουμε και τα στεφάνια της εγκράτειας. 
   Η νηστεία χωρίς οινοποσία, χωρίς μέθη. Γι'αυτό στις ημέρες της νηστείας δεν επιτρέπεται η κατάλυση «oίνoυ και ελαίου». Διότι η νηστεία με κρασί, είναι νηστεία κίβδηλος. Τι είναι η μέθη.  
4. Εμπρός, κάμε λοιπόν τον εαυτό σου άξιο για την τόσο σεμνή νηστεία·  μη διαφθείρεις με την σημερινή μέθη την αυριανή εγκράτεια. Κακός ο συλλογισμός, πονηρή η σκέψη· επειδή μας έχει προαγγελθεί, πέντε ημερών νηστεία, σήμερα ας βυθιστούμε στη μέθη. Κανείς, ενώ πρόκειται να νυμφευθεί γυναίκα σεμνή σύμφωνα με τους νόμους του γάμου, δεν βάζει στο σπίτι του προηγουμένως παλλακίδες και πόρνες. Διότι η νόμιμος σύζυγος δεν ανέχεται την συνοίκηση με τις διεφθαρμένες. Μη λοιπόν και συ, ενώ αναμένεται νηστεία, οδηγείς πρώτα την μέθη, την δημόσια πόρνη, την μητέρα της αναισχυντίας, την φίλη του γέλωτα, την μανιακή, την εύκολη σε κάθε ιδέα ασχημοσύνης. Δεν θα μπει η νηστεία και η προσευχή σε ψυχή που λερώθηκε από την μέθη. Τον νηστευτή μέσα στις ιερές αυλές προσδέχεται ο Κύριος, τον μέθυσο σαν ακάθαρτο και ανίερο δεν τον δέχεται. Διότι εάν έλθεις αύριο μυρίζοντας κρασί και μάλιστα χωνεμένο, πώς θα υπολογίσω την κραιπάλη σου ως νηστεία; Ότι δηλαδή πρόσφατα δεν κατανάλωσες πολύ κρασί, τούτο να μην το λογαριάζεις, αλλά ότι δεν είσαι καθαρός από κρασί. Πού να σε κατατάξω; Στους μέθυσους ή στους νηστευτές; H περασμένη μέθη σύρει προς τον εαυτό της· η παρούσα στέρηση επιβεβαιώνει τη νηστεία. Υποκείμενος είσαι στη μέθη, όπως ακριβώς ο δούλος, και δικαίως δεν θα σου απομακρυνθεί, διότι με το να παραμείνει η μυρωδιά του οίνου (στο στόμα) όπως ακριβώς στο αγγείο, παρέχει σαφείς αποδείξεις της δουλείας. Ευθύς αμέσως η πρώτη ημέρα των νηστειών θα σου είναι άκυρη, διότι μέσα σου μένουν τα υπόλοιπα της μέθης. Αυτών δε που η αρχή είναι άκυρη, και το όλο είναι φανερό ότι είναι απόβλητο. «Οι μέθυσοι δεν θα κληρονομήσουν την βασιλεία του Θεού» (Α' Κορινθ. 6, 10). Εάν έρχεσαι μεθυσμένος στη νηστεία, ποιο είναι το όφελός σου; Διότι εάν σε αποκλείει η μέθη από την βασιλεία, πού σου είναι λοιπόν χρήσιμη η νηστεία; Δεν βλέπεις ότι και οι πιο έμπειροι πουλαροδαμαστές, ενώ περιμένουν τους αγώνες, με την δίαιτα προετοιμάζουν τα άλογα που θ' αγωνιστούν; Συ δε εξεπίτηδες καταπιέζεις τον εαυτό σου με τον χορτασμό· τόσο πολύ ξεπερνάς και τα άλογα στην γαστριμαργία. Η κοιλιά όμως βαρυφορτωμένη όχι μόνον για τον δρόμο, αλλά ούτε και για τον ύπνο είναι κατάλληλη· διότι καταπιεζόμενη, από το βάρος, δεν μπορεί να ηρεμήσει, αλλ' αναγκάζεται πολλές φορές να γυρίζει πότε από την μία και πότε από την άλλη πλευρά   
Τα ευεργετικά αποτελέσματα της νηστείας.  
5. Η νηστεία προφυλάσσει τα νήπια, σωφρονίζει το νέο, κάνει σεβαστό τον γέροντα, διότι τα γεράματα είναι πιο σεβαστά όταν στολίζονται με τη νηστεία. Για τις γυναίκες στολίδι ταιριαστό, χαλινάρι των ακμαίων, φυλακτήριο της συζυγικής ζωής, τροφός της παρθενίας. Τέτοιες μεν είναι οι φροντίδες αυτής για κάθε σπίτι. Πώς δε πολιτεύεται στη δημόσια ζωή μας; Με μιας όλη την πόλη και όλο τον λαό βάζει σε τάξη, κοιμίζει την κραυγή, εξορίζει την μάχη, κατασιγάζει την ύβρη. Ποιού διδασκάλου η παρουσία αποκαθιστά έτσι δια μιας τον θόρυβο των παιδιών, όπως η νηστεία σταματά την ταραχή της πόλεως όταν εμφανισθεί; Ποιος κωμωδοποιός στη νηστεία επροχώρησε; Ποιος ακόλαστος χορός προήλθε από τη νηστεία; Τρυφερά γέλια και πορνικά, τραγούδια και έξαλλοι χοροί αμέσως από την πόλη απομακρύνονται, σαν να έχουν φυγαδευθεί από κάποιο αυστηρό δικαστή, τη νηστεία. 
  Η νηστεία είναι η βάση της ειρήνης του κόσμου.
  Εάν δε όλοι αυτήν εδέχοντο ως σύμβουλο για αυτά, που πρέπει να πράττουμε, τίποτε δεν θα εμπόδιζε να είναι άκρα ειρήνη σε ολόκληρη την οικουμένη· ούτε τα έθνη θα επαναστατούσαν μεταξύ τους, ούτε τα στρατεύματα θα έρχονταν σε σύρραξη. Δεν θα κατασκευάζονταν όπλα, εάν επικρατούσε η νηστεία, δεν θα εγίνονταν δικαστήρια, ούτε θα εφυλακίζονταν μερικοί, ούτε γενικώς θα φιλοξενούσαν oι ερημιές κακοποιούς, ή οι πόλεις τους συκοφάντες, ή η θάλασσα τους πειρατές. Εάν όλοι ήταν μαθητές της νηστείας, δεν θα είχε ακουσθεί καθόλου, κατά τον λόγο του Ιώβ (Ιώβ 3, 18), φωνή εισπράκτορα των φόρων, ούτε θα ήταν τόσον πολυστένακτη η ζωή μας και γεμάτη από κατήφεια, εάν η νηστεία κυριαρχούσε στη ζωή μας. Διότι είναι φανερό ότι θα εδίδασκε σε όλους όχι μόνον την εγκράτεια από τα φαγητά, αλλά και της φιλαργυρίας και πλεονεξίας και κάθε κακίας την ολοκληρωτική αποστροφή και αποξένωση. Εάν αυτά είχαν αποβληθεί, τίποτε δεν θα εμπόδιζε με βαθειά ειρήνη και αταραξία ψυχών την ζωή μας να περάσουμε. 
6. Τώρα όμως oι μεν απορρίπτοντες τη νηστεία, την τρυφή δε ως ευτυχία της ζωής επιδιώκοντες, και την μεγάλη εκείνη αφθονία των κακών έφεραν και τα σώματά τους επί πλέον διαφθείρουν. Παρατήρησε, παρακαλώ, την διαφορά των προσώπων, και αυτών που θα σου φανούν κατά το βράδυ και των αυριανών. Σήμερα πρησμένα, κατακόκκινα, υγρά από λεπτό ιδρώτα, μάτια ολόϋγρα, αυθάδη, στερημένα την ακρίβεια της οράσεως από την εσωτερική συσκότιση, αύριο δε ντροπαλά, σεμνά, με φυσικό χρώμα, γεμάτα περίσκεψη και με κάθε ακρίβεια αισθήσεως, αφού καμμιά εσωτερική αιτία δεν  επισκοτίζει  τις  φυσικές  ενέργειες. 
Τι είναι η νηστεία.  
 Η νηστεία, είναι η ομοίωση των Αγγέλων, η συγκάτοικος των δικαίων, η εγκράτεια της ζωής. Αυτή τον Μωϋσή έκαμε νομοθέτη· ο Σαμουήλ είναι καρπός της νηστείας. Αφού ενήστευσε η  Άννα προσευχήθηκε στον Θεό· «Κύριε, Κύριε, Θεέ των Δυνάμεων, εάν πράγματι εισακούσεις την δούλη σου και μου δώσεις τέκνο αρσενικό, θα σου το αφιερώσω ενώπιόν σου» (Α' Βασιλ. 1, 11). «Δεν θα πιει oίνο και σίκερα έως την ημέρα του θανάτου» (Κριτ.13, 14). Αυτή ανέθρεψε τον μεγάλο Σαμψών, και έως τότε που εσυντρόφευε τον άνδρα, κατά χιλιάδες εφονεύονταν οι εχθροί, και κατακρημνίζονταν οι πύλες των πόλεων, και τα λιοντάρια δεν άντεχαν την δύναμη των χεριών του (Κριτ.14, 6· 15, 16· 16, 3).  
 Η άρνηση της νηστείας, διάλυση του ανθρώπου.  
Όταν δε τον κατέλαβε η πορνεία και η μέθη, αιχμαλωτίσθηκε  από  τους  εχθρούς του, και αφού τον τύφλωσαν έγινε παιχνίδι στους δούλους των αλλοφύλων. Αφού ενήστευσε ο Ηλίας εσταμάτησε τον ουρανό επί τρία χρόνια και έξι μήνες για να μη βρέξει (Γ' Βασιλ.17, 1). Επειδή δηλαδή είδε ότι από τον χορτασμό πολλαπλασιάζεται η ύβρη, αναγκαστικά έφερε σ'αυτούς την ακούσια νηστεία της πείνας. Με αυτήν σταμάτησε την αμαρτία τους που ξεχυνόταν ήδη χωρίς μέτρο, και σαν με κάποιο καυτερό σίδερο ή με μαχαίρι, διέκοψε με τη νηστεία την επί πλέον πρόοδο του κακού.   
7. Δεχθείτε αυτήν, οι φτωχοί, την συγκάτοικό σας και ομοτράπεζο. Οι δούλοι, την ανάπαυση από τους συνεχείς καμάτους της υπηρεσίας. Οι πλούσιοι, αυτήν που σας γιατρεύει από την βλάβη του χορτασμού και με την μεταβολή κάνει πιο τερπνά αυτά που από την συνήθεια περιφρονούνται. Οι άρρωστοι, την μητέρα της υγείας. Οι υγιείς, το φυλακτήριο της υγείας. Ρώτησε τους ιατρούς και θα σου απαντήσουν, ότι το περισσότερο σφαλερό από όλα είναι η άκρα παχυσαρκία. Για τούτο οι πιο έμπειροι με τη νηστεία αφαιρούν το πλεονάζον πάχος, ώστε να μην συντριβεί η δύναμη με το βάρος της παχυσαρκίας. Διότι εξεπίτηδες αφού με την στέρηση εξαφανίσουν την αμετρία του πάχους, προετοιμάζουν στην θρεπτική δύναμη κάποια άνεση και ανατροφή και αρχή για δεύτερη αύξηση. Έτσι σε κάθε έργο και σε κάθε σωματική ιδιοσυγκρασία βρίσκεται η ωφέλεια της νηστείας και σε όλα ομοίως αρμόζει, στα σπίτια, στις αγορές, στις νύκτες, στις ημέρες, στις πόλεις, στις ερημιές. Αυτήν λοιπόν που με τόσα μέσα χαρίζει σε μας το καλό, ας υποδεχθούμε με χαρά, κατά τον λόγο του Κυρίου, χωρίς να είμαστε κατηφείς, όπως οι υποκριτές, αλλά το χαρωπό της ψυχής χωρίς προσποίηση να δείχνουμε (Ματθ.6, 16-17). Και δεν νομίζω ότι χρειάζεται τόσον αγώνα η προτροπή για τη νηστεία, όσον το να μην περιπέσει σήμερα κάποιος στα κακά της μέθης. Διότι τη μεν νηστεία και για την συνήθεια και για την μεταξύ μας ντροπή, oι πολλοί την αποδέχονται. Φοβούμαι δε τη μέθη, που, σαν πατρική κληρονομιά, οι φίλοι του οίνου την διασώζουν.  
Οχι νηστεία με την μέθη.  
Όπως δηλαδή αυτοί που κάνουν μακρινά ταξίδια, έτσι και μερικοί ανόητοι σήμερα πίνουν οίνο σε αντάλλαγμα των πέντε ημερών της νηστείας· ποιος είναι τόσον ανόητος, ώστε προτού αρχίσει να πίνει, να κάνει τις τρέλλες των μεθυσμένων; Δεν γνωρίζεις ότι η κοιλιά δεν κάνει αποταμίευση; Η κοιλιά είναι ο πιο άπιστος μεσίτης. Είναι ταμείο αφύλακτο, διότι, όταν μπαίνουν πολλά, τη μεν βλάβη διατηρεί, τα φαγητά όμως δεν διαφυλλάττει· πρόσεχε μη τυχόν και σε σένα, αύριο που θα έλθεις από την μέθη λεχθούν αυτά που τώρα αναγνώσθηκαν. «Δεν διάλεξα αυτή τη νηστεία, λέγει ο Κύριος» (Ησ. 58, 5). Γιατί αναμιγνύεις τα άμικτα; Ποια ή σχέση της νηστείας προς την μέθη; Ποια είναι η σχέση της μέθης προς την εγκράτεια; «Ποια η συμφωνία μεταξύ του ναού του Θεού και των ειδώλων;» (Β' Κορινθ. 6, 16). Διότι ναός του Θεού μεν είναι αυτοί στους οποίους κατοικεί το Πνεύμα του Θεού· ναός δε ειδώλων, είναι αυτοί που υποδέχονται με την μέθη το πλήθος της ακολασίας. Η σημερινή ημέρα είναι τα πρόθυρα των νηστειών. Αυτός δε που έχει βεβηλωθεί στα πρόθυρα βεβαίως δεν είναι άξιος να εισέλθει στα άγια. Κανείς δούλος θέλοντας να εξευμενίσει τον κύριό του, δεν μεταχειρίζεται τον εχθρό του σαν προστάτη και μεσίτη.  
Το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως στην Αρχαία Εκκλησία.  
Η μέθη ειναι έχθρα στο Θεό· η νηστεία δε, αρχή της μετανοίας. Εάν λοιπόν θέλεις με την εξομολόγηση να γυρίσεις στο Θεό, να  αποφεύγεις την μέθη, για να μην σου κάμει δυσκολότερη την αποξένωση. Δεν  αρκεί  βεβαίως μόνον η αποχή από τις τροφές, για την επαινετή νηστεία, αλλ'ας νηστεύσουμε νηστεία δεκτή, ευάρεστη στο Θεό. Αληθινή νηστεία είναι η αποξένωση από το  κακό,  η  εγκράτεια της γλώσσας, η αποχή από το  θυμό,  ο χωρισμός από τις επιθυμίες, την καταλαλιά, το ψεύδος, την ψευδορκία. H στέρηση από αυτά είναι αληθινή νηστεία. Μέσα σ' αυτά λοιπόν η νηστεία είναι αγαθό.    
Η πνευματική νηστεία είναι  η έλλειψη του ορθοδόξου λόγου που κάνει την ψυχή ατροφική και παγερή.  
8. Ας εντρυφήσουμε εν Κυρίω, στην μελέτη των λόγων του Πνεύματος και στην αποδοχή των σωτηρίων νόμων και σε όλα τα διορθωτικά διδάγματα των ψυχών μας. Ας φυλαχθούμε λοιπόν από την πνευματική νηστεία περί της οποίας και ο προφήτης απεύχεται, λέγοντας· «Δεν θα θανατώσει ο Κύριος με την πείνα τις  ψυχές  των  δικαίων»  (Παροιμ.10, 3). Kαι το· «δεν είδα δίκαιο  εγκαταλειμμένο, ούτε τους απογόνους του να ζητιανεύουν ψωμί» (Ψαλμ. 36, 25). Διότι ασφαλώς δεν ήθελε να πει για τους αισθητούς άρτους αυτός που γνώριζε ότι τα παιδιά του πατριάρχη Ιακώβ για τους άρτους κατέβηκαν στην Αίγυπτο, αλλά λέγει περί της πνευματικής τροφής, κατά την οποία ο εσωτερικός άνθρωπος γίνεται τέλειος. Ας μην έλθει και σε μας η νηστεία που απείλησε στους Ιουδαίους ο Θεός. «Διότι ιδού έρχονται ημέρες, λέγει ο Κύριος, και θα επιφέρω σ'αυτή την γη πείνα, όχι πείνα από άρτο, ούτε δίψα από νερό, αλλά πείνα από του να ακούσουν τον λόγο του Κυρίου» (Αμώς 8, 11). Για τούτο την έφερε o δίκαιος κριτής, επειδή έβλεπε το  νου  τους  να  λιμοκτονεί στην ατροφία των δογμάτων της αληθείας, τον δε εξωτερικό τους άνθρωπο να υπερπαχαίνει και να γίνεται όλος σάρκες. Όλες λοιπόν τις επόμενες ημέρες θα σας προσφέρει γεύμα το Πνεύμα το άγιον και με πρωϊνές και εσπερινές τέρψεις. Κανείς ας μή λείψει με την θέλησή του από την πνευματική ευωχία. Όλοι ας κοινωνήσουμε από το νηφάλιο ποτήριο που η σοφία, αφού ανέμιξε, μας προσέφερε εξίσου, για να αντλήσει ο καθένας όσον μπορεί. «Διότι ανέμιξε τον οίνο της, και έσφαξε τα θύματά της» (Παρ. 9, 2). Δηλαδή την τροφή των τελείων, «αυτών που έχουν γυμνασμένα τα αισθητήρια λόγω της συνηθείας προς διάκριση του καλού και του κακού» (Εβρ. 5, 14). Με αυτά πλούσια αφού χορτάσουμε, είθε να βρεθούμε άξιοι της ευφροσύνης, και στον νυμφώνα μαζί με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας, στον οποίον ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες. Αμήν.
 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Παρακαλεῖτε, φησίν, ἱερεῖς, τὸν λαόν· λαλήσατε εἰς τὰ ὦτα Ἱερουσαλήμ. Ἱκανὴ τοῦ λόγου ἡ φύσις τῶν μὲν σπουδαίων τὰς ὁρμὰς ἐπιτεῖναι, τῶν δὲ ῥᾳθύμων καὶ νωθρῶν ἐπεγεῖραι τὸ πρόθυμον. Ὅθεν στρατηγοὶ μέν, εἰς παράταξιν τὸν στρατὸν καθιστῶντες, τοῖς παρακλητικοῖς λόγοις πρὸ τῶν ἀγώνων κέχρηνται, καὶ τοσαύτην ἔχει δύναμιν ἡ παραίνεσις, ὥστε πολλοῖς καὶ θανάτου πολλάκις καταφρόνησιν ἐμποιεῖν· γυμνασταὶ δὲ καὶ παιδοτρίβαι, πρὸς τοὺς ἐν τοῖς σταδίοις ἀγῶνας τοὺς ἀθλοῦντας προσάγοντες, πολλὰ περὶ τοῦ χρῆναι πονεῖν ὑπὲρ τῶν στεφάνων διακελεύονται· ὥστε καὶ συνεπείσθησαν πολλοὶ τῇ περὶ τὴν νίκην φιλοτιμίᾳ τῶν σωμάτων ὑπεριδεῖν. Καὶ τοίνυν καὶ ἐμοί, τοὺς Χριστοῦ στρατιώτας πρὸς τὸν κατὰ τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν πόλεμον διατάσσοντι, καὶ τοὺς ἀθλητὰς τῆς εὐσεβείας ἐπὶ τοὺς τῆς δικαιοσύνης στεφάνους διὰ τῆς ἐγκρατείας παρασκευάζοντι, ἀναγκαῖος ὁ λόγος τῆς παρακλήσεως. Τί οὖν φημι, ἀδελφοί; Ὅτι τοὺς μὲν τὰ τακτικὰ μελετῶντας, καὶ τοὺς ἐν παλαίστραις διαπονουμένους, ἀκόλουθόν ἐστι τῇ δαψιλείᾳ τῆς τροφῆς κατασαρκοῦν ἑαυτούς, ὡς ἂν εὐτονώτερον τῶν πόνων ἀντιλαμβάνοιντο· οἷς δὲ Οὐκ ἔστιν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας, τούτοις διὰ τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς νηστείας ἀναγκαῖόν ἐστι τὸ πρὸς τὸν ἀγῶνα καταγυμνάζεσθαι. Ἔλαιον μὲν γὰρ πιαίνει τὸν ἀθλητήν· νηστεία δὲ τὸν ἀσκητὴν τῆς εὐσεβείας κρατύνει. Ὥστε ὅσον ὑφαιρεῖς τῆς σαρκός, τοσοῦτον ποιήσεις τῆς πνευματικῆς εὐεξίας τὴν ψυχὴν ἀποστίλβειν. Οὐ γὰρ σωματικοῖς τόνοις, ἀλλὰ καρτερίᾳ ψυχῆς καὶ τῇ πρὸς τὰς θλίψεις ὑπομονῇ τὸ πρὸς τοὺς ἀοράτους ἐχθροὺς περιγίνεται κράτος. 
Ἔστι μὲν οὖν πάντα τὸν χρόνον ἡ νηστεία ὠφέλιμος τοῖς αἱρουμένοις αὐτὴν (οὔτε γὰρ ἐπήρεια δαιμόνων κατατολμᾷ τοῦ νηστεύοντος, καὶ οἱ φύλακες τῆς ζωῆς ἡμῶν ἄγγελοι φιλοπονώτερον παραμένουσι τοῖς διὰ νηστείας τὴν ψυχὴν κεκαθαρμένοις)· πολλῷ δὲ πλέον νῦν, ὅτε εἰς πᾶσαν τὴν οἰκουμένην περιαγγέλλεται τὸ κήρυγμα. Καὶ οὔτε τις νῆσος, οὐκ ἤπειρος, οὐ πόλις, οὐκ ἔθνος, οὐκ ἐσχατιὰ ἀνήκοός ἐστι τοῦ κηρύγματος. Ἀλλὰ καὶ στρατόπεδα, καὶ ὀδοιπόροι, καὶ πλωτῆρες, καὶ ἔμποροι, πάντες ὁμοίως καὶ ἀκούουσι τοῦ παραγγέλματος, καὶ περιχαρῶς ὑποδέχονται. Ὥστε μηδεὶς ἑαυτὸν ἔξω ποιείτω τοῦ καταλόγου. τῶν νηστευόντων, ἐν ᾧ πάντα γένη, καὶ πᾶσα ἡλικία, καὶ ἀξιωμάτων διαφοραὶ πᾶσαι καταλέγονται. Ἄγγελοί εἰσιν οἱ καθ' ἑκάστην ἐκκλησίαν ἀπογραφόμενοι τοὺς νηστεύοντας. Ὅρα μὴ διὰ μικρὰν ἡδονὴν βρωμάτων ζημιωθῇς μὲν τὴν ἀπογραφὴν τοῦ ἀγγέλου, ὑπόδικον δὲ σαυτὸν λειποταξίου γραφῆς τῷ στρατολογήσαντι καταστήσῃς. Ἐλάττων ὁ κίνδυνος ῥίψασπιν ἐπὶ παρατάξεως ἀπελεγχθῆναί τινα, ἢ τὸ μέγα ὅπλον τὴν νηστείαν ἀποβαλόντα φανῆναι. Πλούσιος εἶ; Μὴ καθυβρίσῃς τὴν νηστείαν, ἀπαξιώσας λαβεῖν αὐτὴν ὁμοτράπεζον, μηδὲ τῆς οἰκίας σεαυτοῦ ἄτιμον ἀποπέμψῃ παρευημερηθεῖσαν ὑπὸ τῆς ἡδονῆς, μήποτέ σε καταγγείλῃ ἐπὶ τοῦ νομοθέτου τῶν νηστειῶν, καὶ πολλαπλασίονά σοι ἀπὸ καταδίκης ἐπαγάγῃ τὴν ἔνδειαν, ἢ ἐξ ἀῤῥωστίας σώματος, ἢ ἐξ ἄλλης τινὸς σκυθρωπῆς περιστάσεως. Ὁ πένης μὴ εἰρωνευέσθω πρὸς τὴν νηστείαν, πάλαι σύνοικον αὐτὴν καὶ ὁμοδίαιτον ἔχων. Γυναιξὶ δέ, ὥσπερ τὸ ἀναπνεῖν, οὕτω καὶ τὸ νηστεύειν οἰκεῖόν ἐστι καὶ κατὰ φύσιν. Οἱ παῖδες, ὥσπερ τῶν φυτῶν τὰ εὐθαλῆ, τῷ τῆς νηστείας ὕδατι καταρδευέσθωσαν. Τοῖς πρεσβυτέροις κοῦφον ποιεῖ τὸν πόνον ἡ ἐκ παλαιοῦ πρὸς αὐτὴν οἰκείωσις· πόνοι γὰρ ἐκ μακρᾶς συνηθείας μελετηθέντες, ἀλυπότερον προσπίπτουσι τοῖς γεγυμνασμένοις. Τοῖς ὁδοιπόροις εὐσταλής ἐστι συνέμπορος ἡ νηστεία. Ὥσπερ γὰρ ἡ τρυφὴ ἀχθοφορεῖν αὐτοὺς ἀναγκάζει, τὰς ἀπολαύσεις περικομίζοντας, οὕτω κούφους αὐτοὺς καὶ εὐζώνους ἡ νηστεία παρασκευάζει. Εἶτα, στρατείας μὲν ὑπερορίου προγραφείσης, τὰ ἀναγκαῖα, οὐχὶ τὰ πρὸς τρυφήν, ἐπισιτίζονται στρατιῶται· ἡμῖν δὲ πρὸς τὸν κατὰ τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν πόλεμον ἐξιοῦσι, καὶ μετὰ τὴν τούτων νίκην πρὸς τὴν ἄνω πατρίδα ἐπειγομένοις, οὐ πολλῷ μᾶλλον ἁρμόσει, ὥσπερ ἐπὶ στρατοπέδου διαιτωμένοις, αὐτοῖς ἀρκεῖσθαι τοῖς ἀναγκαίοις; 
Κακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης, καὶ ἄθλησον νομίμως, ἵνα στεφανωθῇς, ἐκεῖνο εἰδώς, ὅτι πᾶς ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται. Ὃ δέ με ὑπῆλθεν ἀρτίως λέγοντα, ἄξιον μὴ παριδεῖν· ὅτι τοῖς μὲν τοῦ κόσμου στρατιώταις κατὰ τὴν τῶν καμάτων ἀναλογίαν τὸ σιτηρέσιον αὔξεται· τοῖς δὲ πνευματικοῖς ὁπλίταις ὁ τὸ ἔλαττον ἔχων τῆς τροφῆς τὸ μεῖζον ἔχει τοῦ ἀξιώματος. Ὡς γὰρ ἡ περικεφαλαία ἡμῶν παρήλλακται τὴν φύσιν πρὸς τὴν φθαρτήν· τῆς μὲν γὰρ ὕλη ἐστὶν ὁ χαλκός, ἡ δὲ ἐκ τῆς ἐλπίδος τοῦ σωτηρίου συνέστηκε· καὶ ὁ θυρεὸς ἐκείνοις μὲν ἐκ ξύλου καὶ βύρσης πεποίηται, ἡμῖν δὲ τὸ τῆς πίστεώς ἐστι προβόλαιον· καὶ θώρακι ἡμεῖς μὲν τῷ τῆς δικαιοσύνης περιπεφράγμεθα, ἐκεῖνοι δὲ χιτῶνά τινα ἁλυσιδωτὸν περιφέρουσι· καὶ μάχαιρα ἡμῖν μὲν ἡ τοῦ πνεύματός ἐστι πρὸς ἄμυναν, οἱ δὲ τὴν ἐκ σιδήρου προβάλλονται· οὕτω δῆλον, ὅτι τροφαὶ οὐχ αἱ αὐταὶ ἀμφοτέροις τὴν ἰσχὺν ἐμποιοῦσιν· ἀλλ' ἡμᾶς μὲν τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας ῥώννυσιν, ἐκείνοις δὲ ἡ πλησμονὴ τῆς γαστρὸς ἀναγκαία, Ἐπεὶ οὖν ἤγαγεν ἡμῖν περιτρέχων ὁ χρόνος τὰς πολυποθήτους ταύτας ἡμέρας, ὡς παλαιὰς τροφούς, ἄσμενοι πάντες ὑποδεξώμεθα, δι' ὧν ἐτιθηνήσατο ἡμᾶς ἡ Ἐκκλησία πρὸς τὴν εὐσέβειαν. Μέλλων τοίνυν νηστεύειν μὴ σκυθρωπάσῃς Ἰουδαϊκῶς· ἀλλ' εὐαγγελικῶς σεαυτὸν καταφαίδρυνον, μὴ πενθῶν τῆς γαστρὸς τὴν ἔνδειαν, ἀλλὰ συνηδόμενος τῇ ψυχῇ τῶν πνευματικῶν ἀπολαύσεων. Οἶδας γάρ, ὅτι Ἡ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος, τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός. Ἐπεὶ οὖν ταῦτα ἀλλήλοις ἀντίκειται, ὑφέλωμεν τῆς σαρκὸς τὴν εὐπάθειαν, αὐξήσωμεν δὲ τῶν ψυχῶν τὴν ἰσχύν, ἵνα, διὰ τῆς νηστείας κατὰ τῶν παθῶν λαβόντες τὰ νικητήρια, τοὺς τῆς ἐγκρατείας στεφάνους ἀναδησώμεθα. 
Ἤδη οὖν σεαυτὸν ἄξιον παρασκεύασον τῆς σεμνοτάτης νηστείας· μὴ τῇ σημερινῇ μέθῃ τὴν αὔριον διαφθείρῃς ἐγκράτειαν. Κακὸς ὁ λογισμός, πονηρὰ ἡ ἐπίνοια· Ἐπειδὴ πέντε ἡμερῶν νηστεία ἡμῖν προκεκήρυκται, σήμερον ἑαυτοὺς τῇ μέθῃ καταβαπτίσωμεν. Οὐδείς, γυναῖκα νόμοις γαμικοῖς ἐπάγεσθαι μέλλων, παλλακίδας καὶ ἑταίρας προλαβὼν εἰσοικίζεται. Οὐ γὰρ ἀνέχεται ἡ νομίμη τὴν μετὰ τῶν διεφθαρμένων συνοίκησιν. Μὴ τοίνυν καὶ σύ, προσδοκωμένης νηστείας, προεισαγάγῃς τὴν μέθην, τὴν πάνδημον πόρνην, τὴν ἀναισχυντίας μητέρα, τὴν φιλόγελων, τὴν μαινάδα, τὴν πρὸς πᾶσαν ἰδέαν ἀσχημοσύνης εὔκολον. Οὐ γὰρ μὴ εἰσέλθῃ νηστεία καὶ δέησις εἰς ψυχὴν ῥυπωθεῖσαν ὑπὸ τῆς μέθης. Τὸν νηστεύοντα εἴσω τῶν ἱερῶν περιβόλων παραδέχεται ὁ Κύριος τὸν κραιπαλῶντα ὡς βέβηλον καὶ ἀνίερον οὐ προσίεται. Ἐὰν γὰρ ἔλθῃς αὔριον οἴνου ἀπόζων, καὶ τούτου σεσηπότος, πῶς εἰς νηστείαν σοι τὴν κραιπάλην λογίσομαι; Μὴ γὰρ ὅτι πρόσφατον οὐκ ἐνεχέω τὸν ἄκρατον, ἀλλ' ὅτι οὐ καθαρεύεις οἴνου, τοῦτο λογίζου. Ποῦ σε τάξω; Ἐν τοῖς μεθύσοις, ἢ ἐν τοῖς νηστευταῖς; Ἡ παρελθοῦσα οἰνοφλυγία πρὸς ἑαυτὴν ἐπισπᾶται· ἡ παροῦσα ἔνδεια νηστείαν προσμαρτυρεῖ. Ἀμφισβητήσιμος εἶ τῇ μέθῃ ὥσπερ ἀνδράποδον, καὶ οὐκ ἀφέξεταί σου δικαίως, ἐναργεῖς τὰς ἀποδείξεις τῆς δουλείας παρεχομένη, τὴν ὀσμὴν τοῦ οἴνου ὥσπερ ἀγγείῳ ἐναπομείνασαν. Εὐθὺς ἡ πρώτη τῶν νηστειῶν ἀδόκιμός σοι γενήσεται, διὰ τὸ ἐναποκεῖσθαί σοι τῆς μέθης τὰ λείψανα. Ὧν δὲ ἡ ἀπαρχὴ ἀδόκιμος, καὶ τὸ πᾶν ἀπόβλητον δηλονότι. Μέθυσοι Θεοῦ βασιλείαν οὐ κληρονομήσουσιν. Εἰ μεθύων ἔρχῃ ἐπὶ τὴν νηστείαν, τί σοι τὸ ὄφελος; Εἰ γὰρ ἀποκλείει σε τῆς βασιλείας ἡ μέθη, ποῦ σοι λοιπὸν χρήσιμον τὸ νηστεύειν; Οὐχ ὁρᾷς, ὅτι καὶ τῶν ἵππων τοὺς ἀγωνιστὰς οἱ ἐμπειρότατοι πωλοδάμναι, τῆς ἀγωνίας προσδοκωμένης, διὰ τῆς ἐνδείας προευτρεπίζουσι; Σὺ δὲ ἐξεπίτηδες σεαυτὸν καταπιέζεις τῷ κόρῳ· τοσοῦτον τῇ γαστριμαργίᾳ καὶ τὰ ἄλογα παρελαύνεις. Βαρουμένη γαστὴρ οὐχ ὅπως πρὸς δρόμον, ἀλλ' οὐδὲ πρὸς ὕπνον ἐπιτηδεία· διότι, καταθλιβομένη τῷ πλήθει, οὐδὲ ἠρεμεῖν συγχωρεῖται, ἀλλ' ἀναγκάζεται πολλὰς ποιεῖσθαι τὰς περιστροφὰς ἐφ' ἑκάτερα. 
Νηστεία φυλάσσει νήπια, σωφρονίζει τὸν νέον, σεμνὸν ποιεῖ τὸν πρεσβύτην· αἰδεσιμωτέρα γὰρ πολιὰ νηστείᾳ κεκοσμημένη. Γυναιξὶ κόσμος ἁρμοδιώτατος, ἀκμαζόντων χαλινός, συζυγίας φυλακτήριον, παρθενίας τροφός. Τοιαῦται μὲν αἱ καθ' ἕκαστον οἶκον αὐτῆς ἐπιμέλειαι. Δημοσίᾳ δὲ πῶς τῷ βίῳ ἡμῶν ἐμπολιτεύεται; Πᾶσαν ἀθρόως τὴν πόλιν, καὶ πάντα τὸν δῆμον μεθαρμόζει πρὸς εὐταξίαν, κοιμίζει κραυγήν, ἐξορίζει μάχην, λοιδορίαν κατασιγάζει. Τίνος διδασκάλου παρουσία παίδων θόρυβον οὕτως ἀθρόως καθίστησιν, ὡς ἡ νηστεία παραφανεῖσα ταραχὴν πόλεως καταστέλλει; Ποῖος κωμαστὴς ἐν νηστείᾳ προῆλθε; ποῖος χορὸς ἀσελγὴς ἀπὸ νηστείας συνέστη; Ἀπαλοὶ γέλωτες, καὶ ᾄσματα πορνικά, καὶ ὀρχήσεις ἐκμανεῖς ἐξαπίνης τῆς πόλεως ὑπεξέρχονται, ὥσπερ ὑπὸ δικαστοῦ τινος αὐστηροῦ τῆς νηστείας φυγαδευθεῖσαι. Εἰ δὲ πάντες αὐτὴν εἰς τὴν ὑπὲρ τῶν πρακτέων σύμβουλον παρελάμβανον, οὐδὲν ἐκώλυε βαθεῖαν εἰρήνην εἶναι κατὰ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην· μήτε ἐθνῶν ἐπανισταμένων ἀλλήλοις, μήτε στρατοπέδων συῤῥηγνυμένων. Οὐκ ἂν ἐχαλκεύετο ὅπλα, νηστείας κρατούσης, οὐδ' ἂν δικαστήρια συνεκροτεῖτο, οὐδ' ἂν ᾤκουν τινὲς τὰ δεσμωτήρια, οὐδ' ἂν ὅλως εἶχον αἱ ἐρημίαι τοὺς κακουργοῦντας, ἢ αἱ πόλεις τοὺς συκοφάντας, ἢ τοὺς καταποντιστὰς ἡ θάλασσα. Εἰ πάντες ἦσαν μαθηταὶ τῆς νηστείας, οὐδ' ἂν ἠκούσθη ὅλως, κατὰ τὸν τοῦ Ἰὼβ λόγον, φωνὴ φορολόγου, οὐδ' ἂν οὕτως ἦν ὁ βίος ἡμῶν πολυστένακτος καὶ κατηφείας πλήρης, εἰ νηστεία τὸν βίον ἡμῶν ἐπρυτάνευε. Δῆλον γάρ, ὅτι ἐδίδαξεν ἂν πάντας οὐχὶ βρωμάτων μόνον ἐγκράτειαν, ἀλλὰ καὶ φιλαργυρίας, καὶ πλεονεξίας, καὶ πάσης κακίας παντελῆ φυγὴν καὶ ἀλλοτρίωσιν. Ὧν ἐξαιρεθέντων, οὐδὲν ἐκώλυεν ἐν εἰρήνῃ βαθείᾳ καὶ ἀταραξίᾳ ψυχῶν τὴν ζωὴν ἡμᾶς παραπέμπειν. 
Νῦν δὲ οἱ μὲν τὴν νηστείαν ἀποπεμπόμενοι, τὴν τρυφὴν δὲ ὡς μακαριότητα βίου μεταδιώκοντες, τόν τε πολὺν ἐκεῖνον τῶν κακῶν ἐσμὸν ἐπεισήγαγον, καὶ τὰ ἑαυτῶν προσδιαφθείρουσι σώματα. Παρατήρησόν μοι τῶν προσώπων τὴν διαφοράν, τῶν τε σήμερόν σοι κατὰ τὴν ἑσπέραν φανησομένων καὶ τῶν αὔριον. Σήμερον οἰδοῦντα, ὑπέρυθρα, ἱδρῶτι λεπτῷ νοτιζόμενα, ὀφθαλμοὶ δίυγροι, προπετεῖς, τὸ ἀκριβὲς τῆς αἰσθήσεως ἐκ τῆς ἔνδοθεν ἀχλύος ἀφῃρημένοι· αὔριον δὲ κατεσταλμένα, σεμνά, τὴν ἐκ τῆς φύσεως χρόαν ἀπολαβόντα, συννοίας γέμοντα καὶ πάσης αἰσθήσεως ἀκριβοῦς, οὐδεμιᾶς ἔνδοθεν αἰτίας ταῖς φυσικαῖς ἐνεργείαις ἐπισκοτούσης. Νηστεία ἡ τῶν ἀγγέλων ὁμοίωσις, ἡ τῶν δικαίων ὁμόσκηνος, ὁ τοῦ βίου σωφρονισμός. Αὕτη νομοθέτην ἐποίησε τὸν Μωϋσῆν· νηστείας ἐστὶ καρπὸς Σαμουήλ. Νηστεύουσα προσηύξατο τῷ Θεῷ Ἄννα· Ἀδωναῒ Κύριε, Ἐλωῒ Σαβαώθ, ἐὰν ἐπιβλέπων ἐπιβλέψῃς ἐπὶ τὴν δούλην σου, καὶ δῷς μοι σπέρμα ἀνδρός, δώσω αὐτὸν ἐνώπιόν σου δοτόν. Οἶνον καὶ σίκερα οὐ μὴ πίοι, ἕως ἡμέρας θανάτου αὐτοῦ. Αὕτη τὸν μέγαν Σαμψὼν ἐτιθηνήσατο, καὶ ἕως ὅτε συμπαρῆν τῷ ἀνδρί, κατὰ χιλίους ἔπιπτον οἱ πολέμιοι, καὶ πύλαι πόλεων ἀνεσπῶντο, καὶ λέοντες τῶν χειρῶν τὴν ἰσχὺν οὐχ ὑφίσταντο. Ὅτε δὲ μέθη αὐτόν, καὶ πορνεία παρέλαβον, ἁλώσιμος ἦν τοῖς ἐχθροῖς, καὶ τῶν ὀφθαλμῶν στερηθείς, παίγνιον προέκειτο τοῖς παιδαρίοις τῶν ἀλλοφύλων. Νηστεύσας Ἠλίας ἀπέκλεισε τὸν οὐρανὸν τρία ἔτη καὶ μῆνας ἕξ. Ἐπειδὴ γὰρ εἶδε πολλὴν ἐκ τοῦ κόρου τικτομένην τὴν ὕβριν, ἀναγκαίως αὐτοῖς τὴν ἀκούσιον ἐκ τοῦ λιμοῦ νηστείαν ἐπήγαγε· δι' ἧς πρὸς τὸ ἄμετρον ἤδη χεομένην αὐτῶν τὴν ἁμαρτίαν ἔστησεν, οἷον καυτῆρί τινι ἢ τομῇ τῇ νηστείᾳ τὴν εἰς τὸ πλέον πρόοδον τοῦ κακοῦ διακόψας. 
Δέξασθε αὐτήν, οἱ πένητες, τὴν σύνοικον ὑμῶν καὶ ὁμοτράπεζον. Οἱ δοῦλοι, τὴν ἀνάπαυσιν τῶν συνεχῶν τῆς ὑπηρεσίας καμάτων. Οἱ πλούσιοι, τὴν ἰατρεύουσαν ὑμᾶς τῆς ἐκ τοῦ κόρου βλάβης, καὶ τῇ μεταβολῇ τερπνότερα ποιοῦσαν τὰ ὑπὸ τῆς συνηθείας καταφρονούμενα. Οἱ ἄῤῥωστοι, τὴν τῆς ὑγείας μητέρα. Οἱ εὐεκτοῦντες, τὸ τῆς εὐεξίας ὑμῶν φυλακτήριον. Ἐρώτησον τοὺς ἰατρούς, καὶ ἀναγγελοῦσί σοι, ὅτι σφαλερώτατόν ἐστι πάντων ἡ ἐπ' ἄκρον εὐεξία. Διόπερ διὰ νηστείας ὑφαιροῦσι τὸ πλεονάζον οἱ ἐμπειρότατοι, ὡς μὴ τῷ βάρει τῆς πολυσαρκίας ὑποκλασθῆναι τὴν δύναμιν. Ἐξεπίτηδες γὰρ διὰ τῆς ἐνδείας καθελόντες τὴν ἀμετρίαν, εὐρυχωρίαν τινά, καὶ ἀνατροφήν, καὶ ἀρχὴν δευτέρας αὐξήσεως τῇ θρεπτικῇ δυνάμει παρασκευάζουσιν. Οὕτω παντὶ ἐπιτηδεύματι καὶ πάσῃ σώματος ἕξει τὸ παρ' αὐτῆς ὠφέλιμον ἀπαντᾷ, καὶ πᾶσιν ὁμοίως ἐπιπρέπει, τοῖς οἴκοις, ταῖς ἀγοραῖς, ταῖς νυξί, ταῖς ἡμέραις, ταῖς πόλεσι, ταῖς ἐρημίαις. Τὴν τοίνυν διὰ τοσούτων ἡμῖν τὸ παρ' ἑαυτῆς καλὸν χαριζομένην φαιδρῶς ὑποδεξώμεθα, κατὰ τὸν τοῦ Κυρίου λόγον, μὴ κατασκυθρωπάζοντες ὡς οἱ ὑποκριταί, ἀλλὰ τὸ ἱλαρὸν τῆς ψυχῆς ἀνεπιτηδεύτως διαδεικνύντες. Καὶ οὐ τοσούτου μοι δεῖν ἀγῶνος ἡγοῦμαι τὴν περὶ νηστείας παράκλησιν, ὅσου τὸ μὴ σήμερόν τινα τοῖς κακοῖς τῆς μέθης περιπεσεῖν. Τὴν μὲν γὰρ νηστείαν καὶ διὰ τὴν συνήθειαν καὶ διὰ τὴν πρὸς ἀλλήλους αἰδὼ οἱ πολλοὶ καταδέχονται· φοβοῦμαι δὲ τὴν μέθην, ἥν, ὥσπερ τινὰ κλῆρον πατρῷον, οἱ φίλοινοι διασώζουσιν. Ὡς γὰρ οἱ πρὸς τὰς μακρὰς ἀποδημίας ἀπαίροντες, οὕτω τινὲς τῶν ἀνοήτων σήμερον πρὸς τὰς πέντε τῶν νηστειῶν ἡμέρας οἰνίζονται. Τίς οὕτως ἀνόητος, ὥστε, πρὶν ἄρξασθαι πίνειν, τὰ τῶν μεθυόντων παραφρονεῖν; Οὐκ οἶδας, ὅτι γαστὴρ παρακαταθήκην οὐ διασώζει; Γαστὴρ συναλλακτής ἐστιν ἀπιστότατος· ταμιεῖον ἀφύλακτον, πολλῶν ἐναποτεθέντων, τὴν μὲν βλάβην παρακατέχουσα, τὰ μέντοι παρατεθέντα οὐ διασώζουσα. Ὅρα καὶ μή σοι αὔριον ἀπὸ μέθης ἐλθόντι τὰ νῦν ἀναγνωσθέντα λεχθῇ· Οὐ ταύτην τὴν νηστείαν ἐξελεξάμην, λέγει Κύριος. Τί μιγνύεις τὰ ἄμικτα; Τίς μετοχὴ νηστείας πρὸς μέθην; τίς κοινωνία τῇ οἰνοφλυγίᾳ πρὸς τὴν ἐγκράτειαν; Τίς συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων; Ναὸς μὲν γὰρ Θεοῦ εἰσιν ἐν οἷς τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐνοικεῖ, ναὸς δὲ εἰδώλων οἱ διὰ τῆς μέθης τὸν συρφετὸν τῆς ἀκολασίας ὑποδεχόμενοι. Ἡ σήμερον ἡμέρα προπύλαιόν ἐστι τῶν νηστειῶν. Οὐ δήπου δὲ ὁ ἐν τοῖς προθύροις βεβηλωθεὶς ἄξιός ἐστιν εἰσελθεῖν εἰς τὰ ἅγια. Οὐδεὶς οἰκέτης, ἐξευμενίσασθαι θέλων τὸν ἑαυτοῦ δεσπότην, τῷ ἐχθρῷ αὐτοῦ προστάτῃ καὶ διαλλακτῇ κέχρηται. Μέθη ἔχθρα ἐστὶν εἰς Θεόν· νηστεία δὲ ἀρχὴ μετανοίας. Εἰ οὖν βούλει διὰ τῆς ἐξομολογήσεως ἐπανελθεῖν πρὸς τὸν Θεόν, φεῦγε τὴν μέθην, μή σοι χαλεπωτέραν κατασκευάσῃ τὴν ἀλλοτρίωσιν. Οὐ μέντοι ἐξαρκεῖ καθ' ἑαυτὴν ἡ ἀποχὴ τῶν βρωμάτων πρὸς τὴν ἐπαινετὴν νηστείαν, ἀλλὰ νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ. Ἀληθὴς νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἐποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια νηστεία ἐστὶν ἀληθής. Ἐν τούτοις μὲν οὖν ἡ νηστεία καλόν. 
Κατατρυφήσωμεν δὲ τοῦ Κυρίου, ἐν τῇ μελέτῃ τῶν λογίων τοῦ Πνεύματος, καὶ ἐν τῇ ἀναλήψει τῶν σωτηρίων νομίμων, καὶ ἐν πᾶσι τοῖς διορθωτικοῖς τῶν ψυχῶν ἡμῶν δόγμασιν. Ἀπὸ μέντοι τῆς ἐν τῷ κρυπτῷ νηστείας φυλαξώμεθα, περὶ ἧς καὶ ὁ προφήτης ἀπεύχεται λέγων· Οὐ λιμοκτονήσει Κύριος ψυχὰς δικαίων· καὶ τό· Οὐκ εἶδον δίκαιον ἐγκαταλελειμμένον, οὐδὲ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ζητοῦν ἄρτους. Οὐ γὰρ ἂν περὶ αἰσθητῶν ἄρτων εἶπεν ὁ εἰδὼς τοὺς παῖδας τοῦ πατριάρχου ἡμῶν Ἰακὼβ ἄρτων ἕνεκεν καταβάντας εἰς Αἴγυπτον, ἀλλὰ περὶ τῆς πνευματικῆς λέγει τροφῆς, καθ' ἣν ὁ ἔσω ἡμῶν ἄνθρωπος τελειοῦται. Μὴ ἔλθῃ καὶ ἐφ' ἡμᾶς ἡ τοῖς Ἰουδαίοις ἀπειληθεῖσα νηστεία· Ἰδοὺ γὰρ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ ἐπάξω ἐπὶ τὴν γῆν ταύτην λιμόν, οὐ λιμὸν ἄρτου, οὐδὲ δίψαν ὕδατος, ἀλλὰ λιμὸν τοῦ ἀκοῦσαι λόγον Κυρίου· ὃν διὰ τοῦτο ἐπήγαγεν ὁ δίκαιος κριτής, ἐπειδὴ ἑώρα αὐτῶν τὸν μὲν νοῦν ἐν τῇ ἀτροφίᾳ τῶν τῆς ἀληθείας δογμάτων λιμαγχονούμενον, ὑπερπιαινόμενον δὲ αὐτῶν καὶ κατασαρκούμενον τὸν ἔξω ἄνθρωπον. Πάσας τοίνυν τὰς ἐφεξῆς ἡμέρας ἑστιάσει ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἑωθιναῖς τε καὶ ἑσπεριναῖς εὐφροσύναις. Μηδεὶς ἑκουσίως ἀπολιμπανέσθω τῆς πνευματικῆς εὐωχίας. Πάντες μετάσχωμεν τοῦ νηφαλίου κρατῆρος, ὃν ἡ σοφία, κεράσασα, προέθηκεν ἡμῖν ἐξίσου, καθ' ὅσον ἐστὶ χωρητικὸς ἕκαστος ἀπαρύεσθαι. Ἐκέρασε γὰρ τὸν ἑαυτῆς κρατῆρα, καὶ ἔσφαξε τὰ ἑαυτῆς θύματα· τουτέστι, τὴν τῶν τελείων τροφήν, Τῶν διὰ τὴν ἕξιν τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα ἐχόντων πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ. Ὧν δαψιλῶς ἐμφορηθέντες, εὑρεθείημεν ἄξιοι καὶ τῆς ἐν τῷ νυμφῶνι εὐφροσύνης ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

Δημοφιλείς αναρτήσεις