Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΚΑΘΟΔΟΥ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΟΝ ΑΔΗ

 
Νά δοῦμε σήμερα τήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας. 

Α. Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΚΑΘΟΔΟΥ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΟΝ ΑΔΗ 

εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στή δική μας ἁγιογραφία ἀπεικονίζεται ὡς ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν Ἅδη, ὡς Κάθοδος στόν Ἅδη, γιατί τό γεγονός τό λειτουργικό τῆς νίκης πάνω στό θάνατο, λειτουργεῖται ἅμα τῷ θανάτῳ τοῦ Χριστοῦ πάνω στό Σταυρό. Πῆρε ἀνθρώπινη μορφή καί μόνος Του δέχεται θάνατο, πού σημαίνει ὅτι χωρίζεται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ὅπως συμβαίνει στό θάνατο ὅλων τῶν ἀνθρώπων, μέ τή μόνη διαφορά ὅτι [στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ] καί ἡ ψυχή Του καί τό σῶμα Του ἦταν ἑνωμένα ὑποστατικά μέ τή θεία φύση [Του]· αὐτό πού δέν συμβαίνει μέ μᾶς, ἀκριβῶς ἐπειδή ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τό Θεό. Ἐκεῖνος εἶναι Ἐκεῖνος ὅπου συγκρατεῖ τή συνάφεια ψυχῆς καί σώματος. Δηλαδή, ἄν πάρω [στό χέρι μου] δυό μολύβια, [καί ὑποθέσω] τό ἕνα εἶναι ἡ ψυχή καί τό ἄλλο εἶναι τό σῶμα, αὐτά εἶναι μαζί γιατί τά συγκρατεῖ καί τά δύο τό χέρι μου. Ἄν αὐτή ἡ ἑνότητα, πού λέγεται ἄνθρωπος ἐδῶ στό συμβολισμό μέ τά μολύβια, θελήσει οἰκείᾳ βουλήσει καί οἰκείῳ θελήματι νά φύγει ἀπό τό χέρι μου -εἶναι ἐλεύθερη νά τό κάνει- τότε θά διαλυθοῦν. Σημαίνει [ὅτι] ὁ Θεός ἔφτιαξε τόν ἄνθρωπο καί κρατοῦσε στά χέρια Του αὐτή τήν ἑνότητα. Ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό ὁδηγεῖ στό θάνατο, πού σημαίνει [ὅτι] ὁ θάνατος [εἶναι ἡ] διάσταση ψυχῆς καί σώματος. 
Στό Χριστό συμβαίνει τό ἴδιο γεγονός· ἔχει σῶμα καί ψυχή, ἀκριβῶς ὅπως εἶναι στόν ἄνθρωπο, σῶμα καί ψυχή. Τά συγκρατεῖ Ἐκεῖνος, ἀλλά ἐδῶ δέν ὑπάρχει περίπτωση νά φύγει ἀπό τόν ἑαυτό Του. Ἡ μόνη περίπτωση εἶναι ἡ παρέμβαση ἡ ἐξωτερική ἑνός φόνου [πού ἔγινε μέ τήν σταύρωσή Του]. Σέ αὐτή τήν περίπτωση, χωρίζεται μέν ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ἀλλά καί τά δύο παραμένουν ὑποστατικά, μέ τό χέρι μου πού συμβολίζει [στό παράδειγμά μας] τή θεία φύση. Ἔτσι λοιπόν, [στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ] ὁ θάνατος εἶναι ἄλλου εἴδους θάνατος, ὅτι ὑπάρχει [μέν] διάσταση ψυχῆς-σώματος, ἀλλά ἀκολουθεῖ ἀνάσταση, γιατί αὐτά δέν ἔφυγαν μακριά ἀπό τήν ἕνωση μέ τόν Χριστό. 
Αὐτό συμβαίνει καί σέ μᾶς. Ζώντας κοντά στήν Ἐκκλησία ἑνώνουμε τήν ψυχή καί τό σῶμα, σέ ὅλη μας τήν ὕπαρξη, μέ τό Θεό καί ἔτσι τό προσωρινό μας διάβα μέσα ἀπό τό θάνατο, κατά ἄκρα φιλανθρωπία καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ θάνατος εἶναι ἄκρα φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, θά ὁδηγήσει στό τέλος στήν ἕνωση, ἐπειδή θά εἴμαστε ἑνωμένοι· καί ἡ ψυχή μας καί τό σῶμα μέ τόν Χριστό. Βλέπετε, ἡ ψυχή πάει κοντά στό Χριστό καί εἶναι ἁγία ψυχή, προσδοκᾶ τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων καί τά σώματα, παρόλο πού εἶναι νεκρά σώματα καί διαλύονται, εἶναι ὅλα τά στοιχεῖα τοῦ σώματος ἑνωμένα μέ τό Θεό. Γι᾽ αὐτό βλέπετε τά σώματα τῶν ἁγίων λειψάνων βρύουν ἰάματα καί ἀναβλύζουν ἰάσεις καί ἀναβρύζουν εὐωδίες. Τί συμβαίνει πάνω σέ αὐτά τά ὑπολείμματα τοῦ σώματος, πάνω σέ ἐλάχιστα τμήματα ἀπό ὀστᾶ; Συμβαίνει ἡ Xάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τά κάνει νά ἔχουν καί ἄλλο χρῶμα καί νά βγάζουν ἰάματα καί νά ὑπάρχουν οἱ μυροβλύσεις. 
Ἄρα λοιπόν, στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε τήν κατά τά ἀνθρώπινα μέτρα διάσταση ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ὄχι τή διάσταση ἀπό τή θεία φύση. Ἔτσι λοιπόν, ἡ νίκη πάνω στό θάνατο συμβαίνει ἀκριβῶς τήν ὥρα πού ἡ ψυχή πηγαίνει ὅπου πήγαιναν ὅλες οἱ ψυχές, στόν Ἅδη, ἀλλά σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί [γι᾿ αὐτό] νικιέται ὁ θάνατος, νικιέται ὁ σατανᾶς, ὁ ὁποῖος αὐτό δέν τό προσέμενε. Δέν εἶχε προσμονή ἤ προσδοκία ὅτι θά μποροῦσε κάποιος ἄνθρωπος νά τόν νικήσει. Γι᾽ αὐτό εἶχε πάντοτε ἀμφιβολία ἄν ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί γι᾽ αὐτό ἔσπρωξε τά πράγματα γιά νά Τόν δολοφονήσει. Πείστηκε σέ ἕνα σημεῖο πού δέν εἶναι Θεός κι ἐδῶ νικήθηκε. Αὐτή εἶναι ἡ στιγμή τῆς Καθόδου στόν Ἅδη.
Βέβαια, ἄλλη ἡ στιγμή τῆς Καθόδου στόν Ἅδη καί ἄλλη ἡ Ἀνάσταση, πού γίνεται τριήμερος. Προσέξτε, τριήμερος, ὄχι μετά ἀπό τρεῖς μέρες - τριήμερος. Προσέξτε, «τριήμερος ἀνέστη», ὄχι μετά ἀπό τρεῖς μέρες, γιατί τίς μέρες τίς μετρᾶμε, ὅταν μετρᾶμε, π.χ., ἄν ἕνα παιδί γεννήθηκε χθές, σήμερα εἶναι δύο ἡμερῶν. Ἡ πρώτη μέρα μετράει ὡς μέρα. Ὅταν διαβάζουμε τήν εὐχή τῆς ὀγδόης ἡμέρας τῆς γεννήσεως τοῦ παιδιοῦ, μετρᾶμε καί τήν πρώτη ἡμέρα. Ὅταν μετρᾶμε σαραντισμό, μετρᾶμε καί τήν πρώτη ἡμέρα. Ἄρα τριήμερος ἀνέστη: Παρασκευή, Σάββατο καί Κυριακή, «ὄρθρου βαθέος», «τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀνέστη». Ὄχι μετά ἀπό τρεῖς μέρες, κατά τά μέτρα τά ὡρολογιακά, ἀλλά τριήμερος ἀνέστη. Δέν μᾶς ἐνδιαφέρει τόσο πολύ αὐτή ἡ διάρκεια, ἀλλά τό μετρᾶμε ὡς τριήμερος, «τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀνέστη». 
Ἔτσι λοιπόν, [σ᾿ αὐτήν τήν εἰκόνα τῆς Καθόδου τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη], ὑπάρχει ἡ στιγμή τῆς νίκης πάνω στόν Ἅδη ἅμα τῷ θανάτῳ τοῦ Χριστοῦ μας πάνω στό Σταυρό καί μετά, τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, ἔχουμε τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως. 
Ἄν διαβάσετε τίς ὑποσημειώσεις τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου στό Πηδάλιο, λέει ὅτι εἶναι δύο διαφορετικά γεγονότα. Καί λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὅτι οἱ ἁγιογράφοι δέν πρέπει νά ἀπεικονίζουν τά γεγονότα μέ ἕνα γεγονός. Εἶναι πράγματι δύο διαφορετικά γεγονότα, ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία ἐπέλεξε τό δεύτερο γεγονός νά μήν τό ἀπεικονίζει -τό γεγονός τῆς ἐξόδου μέσα ἀπό τόν τάφο- καί ἐπέλεξε συλλογικά, συνοπτικά, γενικῶς τήν Ἀνάσταση νά τήν ἀπεικονίζει ἀπό τά προοίμιά της, γιατί ἀνάσταση σημαίνει νίκη πάνω στό θάνατο, δέν σημαίνει ἔξοδος ἁπλῶς ἀπό μιά δυσκολία. Ὑπάρχουν πολλοί Ὀρθόδοξοι συγγραφεῖς νά διαβάσετε, πού αὐτό τό γεγονός ἀλλιῶς τό πιάνουν, ἀλλά δέν μπορεῖ νά γίνει παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ἔχει εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως ὡς ἔξοδος ἀπό τόν τάφο. Ἔχουμε [τήν εἰκόνα τῆς Καθόδου στόν Ἅδη]. Ἄσχετα οἱ μεταφορές καί τά δάνεια πού ἔγιναν μέσα ἀπό τό χῶρο τῆς Δύσης, ὅπου ἀπεικονίζονται καί στό Ἅγιον Ὄρος, μεταγενέστερα, ἀπό τίς Δυτικές ἐπιρροές καί Ἀναστάσεις ὡς ἔξοδος ἀπό τόν τάφο, ἀλλά ἡ παράδοσή μας, ποτέ μά ποτέ δέν ἔχει τό Χριστό νά ἐξέρχεται ἀπό τόν τάφο. Ἔχει ἄλλες παραστάσεις, ἔχει πιθανῶς τήν παράσταση τῶν Μυροφόρων, πού εἶναι τό κενοτάφιο. Οἱ Μυροφόρες καί ὁ κενός τάφος, ὑπάρχει αὐτή ἡ παράσταση. Ὑπάρχουν ἀπεικονίσεις τοῦ Χριστοῦ μετά τήν Ἀνάσταση, πού εἶδε ἀνθρώπους -ἕντεκα φορές [συνολικά] ἐμφανίστηκε- ἀλλά δέν ὑπάρχει ἔξοδος ἀπό τόν τάφο, παρά μόνο ἀπό τή Δυτική ἐπιρροή. Ἄρα ἐμεῖς ἐπιμένουμε καί μένουμε, ν᾿ ἀπεικονίζουμε τήν Ἀνάσταση μόνο μέ αὐτό τόν τρόπο, ὡς Κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη κι ἐδῶ πραγματικά ἔχουμε τόν Χριστό πού κατεβαίνει στόν Ἅδη. 
Παρόλο πού στή θεολογία τῶν χρωμάτων εἴμαστε πιό ἐφεκτικοί, δηλαδή πιό συγκαταβατικοί, σέ προσβάσεις πού κάνουν οἱ ἁγιογράφοι, στό σκίτσο καί στίς μορφές δέν κάνουμε συγκατάβαση, δέν ἀλλάζουμε τή θεολογία τῆς εἰκόνας πού παίζεται πάνω στό σκίτσο. Οἱ ἁγιογράφοι μπορεῖ νά «παίξουν» μέ τά χρώματα. Ἄλλοι ἁγιογράφοι μπορεῖ νά κάνουν τόν Χριστό μέ ἄλλο χρῶμα ἐνδύματος, [γιά παράδειγμα] νά κατέβει μέ λευκά ἐνδύματα. Δέν στεκόμαστε τόσο πολύ. Βάζει, ὅμως, ἕνα ἔνδυμα γιατί κατεβαίνει «ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς»· «ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς... καί ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες, μετά Πατρός καί Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὁ ἀπερίγραπτος». Προσέξτε, «ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς, ἐν τάφῳ σωματικῶς, καί ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες μετά Πατρός καί Πνεύματος»- ἦταν παντοῦ. Ἀλλά ἐν Ἅδου εἶναι «μετά ψυχῆς», ἄρα ὁ Χριστός [στόν Ἅδη εἶναι] μετά ψυχῆς. Ἄρα σωστή ἡ ἀντιμετώπιση [τοῦ ἁγιογράφου] πού βάζει ἕνα χρῶμα ρούχου, [ἐπάνω στόν Χριστό]. 
Κατεβαίνει [ὁ Χριστός] στόν Ἅδη καί συντρίβει τάς πύλας τοῦ Ἅδου. Σταυροειδῶς εἶναι οἱ πύλες, σταυροειδῶς, διά τοῦ σταυροῦ. Οἱ πύλες συνετρίβησαν καί διά τοῦ σταυροῦ συνέτριψε τίς πύλες τοῦ Ἅδου. 
Ὅταν πρίν ἀπό λίγα χρόνια κάναμε τήν ἐπέκτασή του ναοῦ, ζήτησα οἱ ξύλινες πόρτες πού εἶναι ἀπ᾽ ἔξω, νά γίνουν ἀπό αὐτές τίς παρομοιώσεις, πού συμβολίζει καί ἡ ἁγιογραφία [τῆς εἰκόνας τῆς Καθόδου τοῦ Χριστοῦ μας στόν Ἅδη]. Συμβολισμοί εἶναι αὐτοί, ὅταν μπαίνεις στήν ἐκκλησία, νά θυμᾶσαι τή νίκη πάνω στόν Ἅδη· ποιοί τό θυμοῦνται αὐτό δηλαδή... τρελαμένοι εἶναι κι ἐδῶ... ἀλλά δέν πειράζει, ἄς τό ἀφήσουμε κι αὐτό. Ὁ κόσμος μπαίνει, βγαίνει ἐκεῖ πέρα μέσα. Κάποια διεργασία πολύ βαθιά γίνεται, ἀλλά θαρρεῖς καί μερικές φορές πού δέν ἔπιασες τίποτε. Τρελοί μπαίνουν, τρελοί βγαίνουν, τρελοί... Μακάρι νά βγοῦν τρελοί, τρελοί ἀπό τήν ἐλευθερία τοῦ Χριστοῦ νά βγοῦν. 
Αὐτό λοιπόν συμβολίζουμε, ἔστω μέ τά ξύλα, μέ τίς πόρτες, μέ ὅλα τά ἤθη. [Ἴσως ἀναρωτηθεῖ κάποιος] γιατί δέν βάζουμε μιά πόρτα μεταλλική, νά εἷναι σάν ἕνα κάστρο; Κάτι συμβολίζει μέ ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία, κάτι συμβολίζει, μέ ὅλα αὐτά τά μεγέθη· [συμβολίζει τή νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν Ἅδη]. 
Καί ὁ Χριστός κατεβαίνει [στόν Ἅδη] καί προσλαμβάνει τούς πρώτους ἀνθρώπους, τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα. Γίνεται μιά πρόσληψη. Ἡ Εὔα καί ὁ Ἀδάμ, οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι γίνονται πιά ἅγιοι. Ἀναφέρονται τήν ἡμέρα τῶν Ἁγίων Προπατόρων, πού εἶναι πρίν τά Χριστούγεννα. Ἔχουμε τό Συναξάρι καί ἀναφέρονται ἐπί 15 λεπτά στό Συναξάρι, τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἁγίου προφήτου Τάδε, ὅλων τῶν προφητῶν καί τῶν δικαίων... Πρῶτα-πρῶτα ἀναφέρονται ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, οἱ ὁποῖοι οὐσιαστικά εἶναι ἅγιοι, γιατί κατά κάποιο τρόπο, [σύμφωνα] μέ τά βιογραφικά δεδομένα, ἔχουν κάποια μετάνοια μετά καί: «Ἐκάθισαν, ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου, καὶ τὴν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο». Θά τό ἀκούσουμε καί σάν τροπάριο τήν ἡμέρα τῆς παραμονῆς τῆς ἐνάρξεως τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. 
Καί ὅλοι οἱ δίκαιοι μαζί ἐξέρχονται. Ἐξέρχεται καί ὁ Πρόδρομος, διότι κι αὐτός ἦταν στόν Ἅδη, ἀκόμη καί ὁ Προφητάναξ Δαυίδ. [Στό κάτω μέρος τῆς εἰκόνας] ὑπάρχουν κάποιοι παῖδες, κάτι κλειδιά, κάτι ἀντικείμενα, μέ τά ὁποῖα ἐδένοντο. Καμιά φορά κάτω ὑπάρχει καί ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος παραμένει κάτω. Ὁ Χριστός κατέβηκε στόν Ἅδη, δέν βγῆκαν ὅλοι ὅμως. Δέν σημαίνει πού ἦταν γιά ὅλους νίκη πάνω στόν Ἅδη, [κι αὐτό] γιατί δέν τό ἤθελαν. Καί ἄρα παρόλο πού ὁ Χριστός κατεβαίνει καί παρόλο πού ὁ Πρόδρομος προανήγγειλε στόν Ἅδη τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ, ἦταν πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ καί στόν Ἅδη, μερικοί δέν βγῆκαν· καί αὐτή εἶναι ἡ κόλαση: Νά ζήσεις τήν ἀκατάληπτη συγκατάβαση καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά μή θέλεις νά βγεῖς· γι᾽ αὐτό σέ ἄλλες εἰκόνες ἀπεικονίζεται καί ὑπ᾽ αὐτή τήν ἔννοια. 
Ὑπάρχει βέβαια καί μιά ἄλλη εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, πού εἶναι ὁ Χριστός «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ»· εἶναι [ἀπό] τά γεγονότα μετά τήν Ἀνάσταση. Ἀλλά καί αὐτό [τό γεγονός] προσεγγίζεται ὡς γεγονός ἀναστάσιμο. 
Ἔχουμε, λοιπόν, τήν ἔξοδο ἀπό τούς τάφους, τούς δικαίους καί τό Χριστό· καί ὁ Χριστός παραμένει νά κρατάει, τό εἰλητάριο. Ἄλλες φορές μέ τό [δεξί] χέρι εὐλογοῦσε καί τώρα αὐτή ἡ εὐλογία γίνεται πρόσληψη. Καί πάνω σέ αὐτή τήν κίνηση -τρομερή κίνηση αὐτή ἡ πρόσληψη- λειτουργεῖ ἡ θεολογία πού παίρνει ἔκφραση, λογική καί γραφική ἔκφραση, μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον». Εἶναι ρητό τῆς Ἐκκλησίας, καθοριστικό δηλαδή, πῶς [γιά παράδειγμα] πάνω ἀπ᾽ τά νοσοκομεῖα βάζουν ρητά τοῦ Ἱπποκράτη... Αὐτή ἡ κίνηση τοῦ χειρός, εἶναι αὐτή ἡ πρόσληψη. 
Κακή ἀπομίμηση εἶναι αὐτό πού ἔγινε [στό παρεκκλήσι τοῦ Ἀποστολικοῦ Παλατιοῦ, τῆς ἐπίσημης κατοικίας τοῦ Πάπα, στήν πόλη τοῦ Βατικανοῦ] τήν Καπέλα Σιξτίνα, πού ὑπάρχει [ζωγραφισμένος] ἐκεῖ ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἀγγίζει τόν Ἀδάμ μέ τό δάχτυλο. Ἁπλῶς τόν ἀγγίζει νά τοῦ δώσει ζωή μέ ἕναν τρόπο, ἔτσι, «σέ ἀγγίζω». Πολύ ὄμορφη εἰκόνα εἶναι, ἀλλά δέν εἶναι αὐτό πού θέλουμε νά φανερώσουμε [μέ τήν Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία]. Ἐδῶ γίνεται μιά πρόσληψη, ἁρπάζει τόν Ἀδάμ ὁλόκληρο νά τόν βγάλει διότι «τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον». Προσλαμβάνει τόν Ἀδάμ γιά νά τόν θεραπεύσει καί τό χέρι πιά τῆς εὐλογίας γίνεται χέρι προσλήψεως καί ταυτόχρονα [στό ἄλλο χέρι] παραμένει τό εἰλητάριο, μέ τό ὁποῖο εὐλογεῖται. Ἔχει τήν ἐξουσία ὁ Χριστός νά κάνει ὅ,τι κάνει. Παίρνει τήν εὐλογία, νά τό πῶ ἔτσι, νά τό κάνει.

 

Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ 
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, στά πλαίσια τῶν μαθημάτων ἁγιογραφίας τῶν Ἁγίων εἰκόνων τῆς Ὀρθοδοξίας μας, πού ἔγινε τήν Παρασκευή 17-2-2006. 

Σάββατο 27 Απριλίου 2019

Μετεποιήθει άθροον εις ευφροσύνην η λύπη και γέγονε μοι πάντα ιλαρά και γεγηθότα.


Μετεποιήθει άθροον εις ευφροσύνην η λύπη και γέγονε μοι πάντα ιλαρά και γεγηθότα.
*** 
Ευθύς μεταποιήθηκε η λύπη σε χαρά και μου φάνηκαν τα πάντα χαρωπά και πανευφρόσυνα. 
Αγίου Ρωμανού του Μελωδού

Σάββατο 20 Απριλίου 2019

Τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἐπιφανίου ἐπισκόπου Κύπρου εἰς τὰ Βαΐα.


Homilia in festo palmarum
Τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἐπιφανίου ἐπισκόπου Κύπρου εἰς τὰ Βαΐα.
αποδοση στα νέα ελληνικά εδώ

Κύριε, εὐλόγησον. Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιὼν, τέρπου καὶ ἀγάλλου καὶ εὐφραίνου, πᾶσα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ· ἰδοὺ γὰρ πάλιν ὁ Βασιλεὺς πρὸς σὲ παραγίνεται. Ἰδοὺ ὁ σὸς νυμφίος ἐπὶ πώλου ὡς ἐπὶ θρόνου καθήμενος ἔρχεται. Ἐξέλθωμεν εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ, σπεύσωμεν ἰδέσθαι τὴν δόξαν αὐτοῦ, προφθάσωμεν φαιδρῶς εἰς τιμὴν τῆς εἰσόδου αὐτοῦ. Πάλιν τῷ κόσμῳ σωτηρία, πάλιν ὁ Θεὸς ἐπὶ σταυρὸν ἔρχεται. Πάλιν ὁ βασιλεὺς Σιὼν, τῶν ἐθνῶν ἡ προσδοκία ἐπὶ τὴν Σιὼν ἔρχεται, πάλιν τῷ κόσμῳ σωτηρίαν χαρίζεται, πάλιν τὸ φῶς ἐφίσταται, πάλιν ἡ πλάνη πέπαυται, πάλιν ἀνθεῖ ἡ ἀλήθεια, πάλιν ἡ Ἐκκλησία χορεύει, πάλιν ἡ Συναγωγὴ χηρεύει, πάλιν αἰσχύνονται δαίμονες, πάλιν κατάρα λύεται, πάλιν Ἑβραῖοι ταράττονται, πάλιν ὁ δράκων συντρίβεται, πάλιν τὰ ἔθνη εὐφραίνονται, πάλιν Σιὼν καλλωπίζεται. Χριστὸς ἐπὶ πώλου ὡς ἐπὶ θρόνου καθήμενος ἔρχεται· οἱ οὐρανοὶ, ἀγάλλεσθε· ἄγγελοι, ὑμνήσατε· τὰ ὄρη, εὐφραίνεσθε· οἱ βουνοὶ, σκιρτήσατε· ποταμοὶ, κροτήσατε· οἱ ἐν Σιὼν, χορεύσατε· αἱ Ἐκκλησίαι, χαίρετε· ἱερεῖς, ὑμνήσατε· προφῆται, προφθάσατε· μαθηταὶ, κηρύξατε· λαοὶ, ἀπαντήσατε· πρεσβῦται, συνδράμετε· αἱ μητέρες, χορεύσατε· οἱ θηλάζοντες, ᾄσατε· νεανίσκοι, βοήσατε· τὰ ἔθνη, συνάχθητε. Πᾶσα κτίσις, πᾶσα φύσις, πᾶσα τάξις, πᾶσα πνοὴ, πᾶσα ἡ γῆ, πᾶσα ἀξία, πᾶσα ἡλικία, πᾶσα ἐθναρχία, πᾶσα βασιλεία, βασιλικῶς τῷ Βασιλεῖ τῶν βασιλέων ἀπαντήσωμεν, δεσποτικῶς τῷ εσπότῃ τῶν δεσποτῶν προσκυνήσωμεν, τῷ Θεῷ τῶν θεῶν θεϊκῶς ἀναμέλψωμεν, τῷ  νυμφίῳ τῆς ἀφθαρσίας θεονύμφως χορεύσωμεν· τὰς λαμπάδας φαιδροὶ φαιδρῶς ἐφαψώμεθα· τοὺς χιτῶνας τῶν ψυχῶν θεοπρεπῶς ἐξαλλάξωμεν, τὰς τοῦ βίου ὁδοὺς καλῶς ἑτοιμάσωμεν, τὰς εἰσόδους τῶν ψυχῶν τῷ Βασιλεῖ διανοίξωμεν, τὰ βαΐα τῆς νίκης ὡς νικητῇ τοῦ θανάτου βαστάσωμεν, τοὺς κλάδους τῶν ἐλαιῶν τῷ ἐκ Μαρίας κλάδῳ θεοπρεπῶς ἐπισείοντες· τὰ ἀγγέλων τῷ Θεῷ τῶν ἀγγέλων ὑμνήσωμεν· μετὰ τῶν παίδων θεοπρεπῶς ἀνακράξωμεν, μετὰ τοῦ ὄχλου τὰ τοῦ ὄχλου καὶ οἱ ὄχλοι βοήσωμεν· Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, ἐπέφανε τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις ἡμῖν. Ἐπέφανεν ἡ τῶν πεπτωκότων ἀνάστασις, ἐπέφανεν ἡ τῶν αἰχμαλώτων ἀνάῤῥυσις, ἐπέφανεν τῶν τυφλῶν ἡ ἀνάβλεψις, ἐπέφανεν ἡ τῶν πενθούντων παράκλησις, ἐπέφανεν ἡ τῶν κοπιώντων ἀνάπαυσις, ἐπέφανεν ἡ τῶν διψώντων ἀνάψυξις, ἐπέφανεν ἡ τῶν καταπονουμένων ἐκδίκησις, ἐπέφανεν ἡ τῶν ἀπεγνωσμένων λύτρωσις, ἐπέφανεν ἡ τῶν ἀπεγνωσμένων παράκλησις, ἐπέφανεν ἡ τῶν χωριζομένων ἕνωσις, ἐπεφάνη ἡ τῶν καταπονουμένων ἐκδίκησις, ἐπεφάνη ἡ τῶν νοσούντων ἴασις, ἐπεφάνη ἡ τῶν χειμαζομένων γαλήνη. ιὸ καὶ ἡμεῖς, οἱ δῆμοι, μετὰ τοῦ ὄχλου βοήσωμεν, λέγοντες σήμερον Χριστῷ, Ὡσαννὰ, τουτέστι, Σῶσον δὴ, ὁ ἐν ὑψίστοις Θεός. Ὢ καινῶν καὶ παραδόξων πραγμάτων καὶ θαυμάτων! Χθὲς Χριστὸς ἐκ νεκρῶν ἤγειρε Λάζαρον, καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς ἐπὶ τὸν θάνατον ἔρχεται. Χθὲς ἄλλῳ, ὡς ζωὴ, ζωὴν ἐχαρίσατο, καὶ σήμερον ζωοδότης ἐπὶ τὸν θάνατον ἔρχεται. Χθὲς Λαζάρου τὰ σπάργανα ἔλυσε, καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς ἐν σπαργάνοις δεσμευθῆναι ἑκὼν παραγίνεται. Χθὲς ἐν σκότοις ἐξήγαγεν ἄνθρωπον, καὶ σήμερον ἐν σκοτεινοῖς τεθῆναι καὶ σκιᾷ θανάτου ἔρχεται διὰ τὸν ἄνθρωπον. Χθὲς πρὸ ἒξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα διὰ τῶν πέντε αἰσθήσεων τὸν τετραήμερον ὁ τριήμερος ταῖς δυσὶ τὸν ἕνα χαρίζεται ἀδελφὸν, καὶ σήμερον ἐπὶ τὸν  σταυρὸν ἔρχεται. Ἀλλὰ τῇ Μαρίᾳ μὲν τετραήμερον νεκρόν· τῇ δὲ Ἐκκλησίᾳ τριήμερον ἑαυτὸν χαρίζεται ὁ Χριστός. Ἐκεῖ Βηθανία μόνη θαυμάζει, ἐνταῦθα δὲ πᾶσα Ἐκκλησία ἑορτάζει. Ἑορτάζει ἑορτῶν ἑορτὰς, τὸν βασιλέα τῶν ἀσωμάτων ἐν αὐτῇ ἐν μέσῳ ὡς νυμφίον ἔχουσα ὁμοῦ τε καὶ βασιλέα· ἑορτάζει ἑορτὰς, ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ ἀφυλλοῤῥόως πυκάζουσα· ἑορτάζει ἑορτὰς, ὡς κρίνον ἐαρινὸν παραδείσου ὑπάρχουσα ἐν ᾗ Χριστὸς, τὸ ὄντως εὐθαλὲς κρίνον, τὸ μὴ  κρῖνον, ἀλλὰ σῶζον τὸν κόσμον. Ἐν ᾗ Χριστὸς, τὸ ἴον τὸ ὄντως ἰώμενον τὰ πάθη τῶν νοσούντων· ἐν ᾗ ὁ ἀμπελὼν, ὁ λέγων· Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή· ἐν ᾗ ὁ ἐλαιὼν, ὁ ὄντως ἐλεῶν τοὺς ἐλπίζοντας ἐπ' αὐτόν· ἐν ᾗ ὁ τῆς ῥίζης Ἰεσσαὶ ἐβλάστησε κλάδος ὁ προαιώνιος, ἀγεωργήτως καὶ ἀνορύκτως τῆς ἀνθρωπίνης σπορᾶς· ἐν ᾗ ἡ πηγὴ ἡ ἀένναος· ἐν ᾗ οὐ Φυσὼν, Γεὼν, Τίγρις, Εὐφράτης, ἀλλὰ Ματθαῖος, Μάρκος, Λουκᾶς, καὶ Ἰωάννης, οἱ τοῦ Χριστοῦ τῆς Ἐκκλησίας ποτίζοντες παράδεισον. Ἔνθα πᾶσα σήμερον νεολαία, ὡς ἐλαία κατάκαρπος τὰς ἐλαίας κατέχοντες, τὸν ἐλεήμονα αἰτοῦμεν Χριστόν· πεφυτευμένοι ἐν οἴκῳ Κυρίου, ἐν ταῖς αὐλαῖς αὐτοῦ ἐαρινῶς ἐξανθοῦντες, ἑορτάζομεν ἑορτὴν, τὸν χειμῶνα τὸν νομικὸν ὑποχωρήσαντα βλέποντες. Ἑόρταζε, Χριστοῦ Ἐκκλησία, οὐ τυπικῶς, οὐ σωματικῶς, ἀλλὰ πνευματικῶς ἐγχορεύουσα. Ἑόρταζε ἑορτὰς, τὴν τῶν εἰδώλων κατάπτωσιν βλέπουσα, καὶ τῶν ἐκκλησιῶν τὴν ἀνάστασιν ἔχουσα. Μετὰ γὰρ Παύλου βοῶ σοι τῆς ἱερᾶς καὶ μεγάλης φωνῆς· Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθον· ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καινά· ἀλλὰ μὴν καὶ παράδοξα. ιὸ χαίρετε ἐν Κυρίῳ, Χριστοῦ νεολαία, χαίρετε· χαίροις Χριστοῦ Ἐκκλησία, τέρπου καὶ εὐφραίνου, θύγατερ Θεοῦ. Σοῦ γὰρ πᾶσα ἡ δόξα, ὡς θυγατρὸς τοῦ βασιλέως Χριστοῦ ἔσωθεν ὁμοῦ τε καὶ ἔξωθεν· οὐκέτι χήρανδρος, ἀλλὰ θέανδρος ἐξανθοῦσα· οὐκέτι ἐξ εὐωνύμων Θεοῦ διὰ τὴν εἰδωλολατρείαν, ἀλλ' ἐκ δεξιῶν παρισταμένη, καὶ κεκοσμημένη διὰ τὴν θεογνωσίαν· οὐκέτι αἵματι δουλικῷ φυρωμένη, ἀλλὰ αἵματι θεϊκῷ σφραγιζομένη· οὐκέτι τὸν Ὠβὴλ, ἀλλὰ τὸν Ἐμμανουὴλ σέβουσα· οὐκέτι τὴν Τρωάδα, ἀλλὰ τὴν Τριάδα δοξάζουσα· οὐκέτι τιμῶσα τὸν Πλάτωνα, ἀλλὰ τὸν παντοκράτορα Θεὸν ἡμῶν· οὐκέτι Ἡρακλῆ τὸν ἀλεξίκακον, ἀλλὰ τὸν Παράκλητον καὶ πάντων ποιητήν. Οὐκέτι προσκυνεῖς Ἀριστοτέλην σοφίσαντα, ἀλλὰ Θεὸν τὸν εἰς τέλη τῶν αἰώνων σε σώσαντα. Πέπτωκε Κρόνος, ὅτι σεσάρκωται Θεὸς Λόγος· οὐ μὴν ἀνδρὸς ἐκ παθείας, ἀλλὰ θεανδρικῶς ἐκ Μαρίας ἐπιφανείς. Ὁρᾶτε τῆς ἡμέρας τὴν χάριν· ὁρᾶτε τῆς ἑορτῆς τὴν λαμπρότητα. Χαίρου τοίνυν καὶ εὐφραίνου, θύγατερ Σιὼν, τέρπου καὶ ἀγάλλου, πᾶσα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ· Ἄρον κύκλῳ τοὺς ὀφθαλμούς σου, καὶ ἴδε συνηγμένα τά ποτε διεσκορπισμένα τῶν ἐθνῶν τέκνα σου. Ἴδε τῆς ἑορτῆς τὴν εὐφημίαν· ἴδε τοῦ λαοῦ τὴν συμφωνίαν, ἴδε πᾶσαν γλῶσσαν εἰς μίαν δόξαν, ἴδε ἅπαν στόμα ὡς ἓν στόμα, ἴδε τὰ πρὶν θήρεθνα ἐν σοὶ τυγχάνοντα πρόβατα, ἴδε ἐθνῶν ἑορταζόντων ἐπιφήμισμα, ἀγγελικῶν ἀσωμάτων ὑπάρχον τὸ μίμημα,  ἴδε συμφωνίαν, ἀσωμάτων χοροστασίαν, ἴδε στάσεις ὡς ἀγγέλων τάξεις. Ὁρῶ τοὺς ὕμνους ὡς ἀγγέλων ὕμνους, ὁρῶ τοὺς παῖδας ὡς νεοφύτους ἄρνας, Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, Χριστῷ λέγοντας, μεθ' ὧν κροτήσασα μέγα τῇ χειρὶ βόησον λαμπρᾷ καὶ λεοντιαίᾳ τῇ φωνῇ, ἐφεόρτιά τε ὁμοῦ καὶ εὐχαριστήρια λέγουσα· Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία, ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεὸς, τῇ ποτε ἀτέκνῳ καὶ ἀγνώστῳ στείρᾳ· εὐλογημένος ὁ ἐλθὼν, ἀλλὰ μὴν ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν. Ὁ ἐρχόμενος, ὁ μηδαμοῦ χωρούμενος· ἐρχόμενος, ὁ μηδαμοῦ κρατούμενος· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, καὶ τῶν οὐρανῶν μὴ χωριζόμενος· εὐλογημένος αὐτοπρεπῶς, καὶ πάλιν ἐρχόμενος θεοπρεπῶς· εὐλογημένος ὁ ἐπ' ἐμὲ ἐπὶ πώλου τυπικῶς παραγενόμενος ὡς ἐπὶ πώλου χερουβικοῦ.  Τί γάρ φησιν ὁ ἱεροκῆρυξ εὐαγγελιστὴς τῆς ἑορτῆς, ἄκουσον· Ἐγένετο ὅτε ἤγγιζεν ὁ Κύριος εἰς Βηθφαγὴ, καὶ εἰς Βηθανίαν, πρὸς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον Ἐλαιῶν, ἀπέστειλε δύο ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, λέγων· Ὑπάγετε εἰς τὴν ἀπέναντι κώμην, καὶ ἐν τῷ εἰσελθεῖν ὑμᾶς εὑρήσετε ὄνον καὶ πῶλον δεδεμένην· λύσαντες ἀγάγετέ μοι. Καὶ ἐποίησαν οἱ μαθηταὶ καθὼς ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· καὶ ὑπέστρωσαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἐπὶ τὴν πῶλον, καὶ ἐκάθισεν ὁ Ἰησοῦς. Καὶ ἐγένετο ὡς ἤγγισεν εἰς τὴν κατάβασιν τοῦ ὄρους, ὁ ὄχλος ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτὴν ἔλαβον βαΐα τῶν φοινίκων, καὶ ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ οἱ προάγοντες, καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζον· Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ αβὶδ, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Αὕτη τῆς παρούσης ἑορτῆς ἡ εσποτικὴ παρουσία· αὕτη τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλευόντων ἡ ἐν Σιὼν πάλαι καὶ νῦν ἐπιδημία· αὕτη τῆς παρούσης ἡμέρας ἡ λαμπρὰ καὶ πάνδημος τοῦ ποιητοῦ τῶν ἁπάντων ἔλευσις. ιὸ νῦν, ἀδελφοὶ, ὁ ὄχλος ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτὴν, ἐξέλθωμεν εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ, ὅ τε ὁρατὸς κόσμος καὶ ὁ ἀόρατος, καὶ οἱ προάγοντες χρόνῳ προφῆται, καὶ διδάσκαλοι, καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες τῷ πώλῳ, οἱ Θεῷ πίστει συμφωνοῦντες. Σήμερον τὰ οὐράνια σὺν τοῖς ἐπιγείοις ὁμοῦ τε καὶ καταχθονίοις ἀνυμνείτω· πᾶν στόμα καὶ πνεῦμα πρὸς αἶνον Θεοῦ ἀνοιγόμενον. Τὰ χερουβὶμ, βοήσατε, Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος, ὁ τρισάγιος, σαβαώθ· πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ· σεραφὶμ, ὑμνήσατε· προφῆται, κηρύξατε. Καὶ ὁ μὲν λεγέτω· Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοὶ, καὶ ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ· ὁ δὲ, Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιὼν, κήρυττε, θύγατερ Ἱερουσαλήμ· καὶ ἄλλος τῷ βασιλεῖ Χριστῷ ἀτενίζων βοάτω· Ἴδε ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου· καὶ ἕτερος περὶ αὐτοῦ τοῦ Κυρίου κηρυξάτω· Οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν· οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐτόν· καὶ ἄλλος· Ἰδοὺ ἄνθρωπος ὁμοῦ καὶ Θεός. Ἀνατολὴ ὄνομα αὐτῷ· καὶ αβὶδ πρὸς τὸν ἐξ αὐτοῦ κατὰ σάρκα Χριστὸν ἀτενίζων λέγῃ· Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν· καὶ πάλιν ἄλλος τὸ γόνυ κλίνων βοάτω Χριστῷ· Πᾶσα ἡ γῆ προσκυνησάτω σοι· καὶ ἕτερος τοῖς λαοῖς ἐπιτρέπῃ, λέγων· Συστήσασθε ἑορτὴν ἐν τοῖς πυκάζουσιν ἕως τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου. Οὕτω γὰρ ἐπετελεῖτο καὶ πάλαι ἡ ἐν Σιὼν τοῦ εσπότου μετὰ τοῦ πώλου ἐπιδημία· πάνδημος συμφωνία, οἱ χοροὶ τῶν πατέρων, οἱ δῆμοι τῶν δικαίων, τὰ πνεύματα τῶν προφητῶν, οἱ παῖδες τῶν Ἑβραίων, τὰ νήπια τῶν μητέρων, τὰ πλήθη τῶν ἀγγέλων. Οἱ μὲν πτέρυγας ἐφήπλουν, οἱ δὲ βαΐα κατεῖχον, οἱ δὲ ὄπισθεν ἤρχοντο, ἄλλοι τοὺς κλάδους ἔκοπτον, ἄλλοι δὲ τοὺς θάλλους ἔπλεκον, οἱ μὲν τὸν πῶλον ἔλυον, οἱ δὲ χιτῶνας ἐστρώννυον, οἱ μὲν τὰς πύλας ἤνοιγον, οἱ δὲ ὁδοὺς ἐκάθαιρον, ἄλλοι πῶλον εὐτρέπιζον, ἄλλοι νίκην ἐκήρυττον, ἄλλοι τοὺς κλάδους ἔσειον, ἄλλοι νηπίοις ἔλεγον, Αἰνεῖτε, παῖδες, Κύριον· οἱ παῖδες ἀπεκρίναντο, Ὡσαννὰ εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Ὢ καινῶν καὶ παραδόξων πραγμάτων καὶ θαυμάτων τῆς ἑορτῆς! παῖδες Χριστὸν ὡς Θεὸν θεολογοῦσι, καὶ οἱ ἱερεῖς αὐτὸν βλασφημοῦσι· θηλάζοντες προσκυνοῦσι, καὶ οἱ διδάσκοντες ἀσεβοῦσιν· οἱ παῖδες, Ὡσαννὰ, λέγουσι, καὶ οἱ Ἑβραῖοι, Σταυρωθήτω, κράζουσιν· οἱ μὲν μετὰ βαΐων πρὸς Χριστὸν ἔρχονται· οἱ δὲ μετὰ μαχαιρῶν πρὸς αὐτὸν ἔρχονται· οὗτοι κλάδους κόπτουσιν, ἐκεῖνοι ξύλον σταυροῦ εὐτρεπίζουσι· νήπια Χριστοῦ χιτῶνας ὑποστρωννύουσι, καὶ οἱ ἱερεῖς χιτῶνας Χριστῷ διαμερίζουσι· νήπια ἐπὶ πώλου Χριστὸν ὑψοῦσι, καὶ γέροντες ἐπὶ σταυροῦ Χριστὸν κρεμνοῦσιν· οἱ παῖδες τοὺς πόδας Χριστοῦ προσεκύνησαν, ἐκεῖνοι δὲ τοὺς πόδας Χριστοῦ τοῖς ἥλοις προσήλωσαν· παῖδες αἶνον προσάγουσιν, οὗτοι ὄξος προσφέρουσι· παῖδες Χριστῷ τὴν τιμὴν, οὗτοι δὲ τὴν χολήν· παῖδες βαΐα σείουσιν, οὗτοι δὲ ῥομφαίᾳ νύττουσι· παῖδες ἐπὶ πῶλον Χριστὸν ὑμνοῦσιν, οὗτοι τὸν ἐπὶ πώλου πωλοῦσιν. Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον αὐτὸν ἐπὶ φάτνης γεννηθέντα, καὶ ὁ νέος λαὸς τῶν ἐθνῶν ὑπετάγη τῷ Κυρίῳ αὐτῶν, μόνον δὲ Ἰσραὴλ οὐκ ἔγνω Χριστὸν τὸν Θεὸν αὐτοῦ. Τὰ ποτὲ φῦλα θεόφιλα γέγονε, καὶ οἱ ἄνομοι γεγόνασιν ἔννομοι, καὶ οἱ ἔννομοι παράνομοι. Ἔστω, τοὺς προφήτας οὐκ ᾐδέσθης, ἱερεῖς ἀπέκτεινας, τὰς Γραφὰς διέστρεψας, τὸν νόμον κατέλυσας, δικαίους κατέπρισας, Μωσῆν ἠθέτησας, τοὺς υἱοὺς κατέσφαξας, τὸν ναὸν ἐμίανας, τοῦ Θεοῦ παρήκουσας, Χριστῷ οὐκ ἐπίστευσας, τὰς θεοσημαίας ἐνύβρισας, περὶ Λαζάρου ἠπίστησας, τοῖς τυφλοῖς οὐκ ἐπίστευσας ἀναβλέψασιν· εἶτα τί περὶ τῶν παίδων τούτων λέγεις; τί περὶ ὕμνου τῶν θηλαζόντων νομοθετεῖς; τίς, εἰπέ μοι, τούτους ἐφώτισε; τίς ἐδίδαξεν; ἢ τίς ἐξήγειρεν; τίς ἐσόφισε; τίς ἐξαίφνης ἀπειρολόγοις δέδωκε λόγον, εἰ μὴ Χριστὸς ὁ προαιώνιος Λόγος; Νῦν οἱ νέοι, παῖδες ὁμοῦ τε καὶ νήπια χειρὶ μιᾷ μαζὸν κατέχοντα, καὶ φωνῇ ὕμνον ἀγγελικὸν ἀναμέλποντα· χειρὶ μιᾷ μαζὸν κατέχοντα, καὶ ἄλλῃ χειρὶ Χριστῷ βαΐα ἐπισείοντα· ἡ ἀπειρολόγος, θεολόγος γεγενημένη φύσις· εὐθὺς τὸν προφητικὸν λόγον Θεῷ τῶν ἀσωμάτων ὕμνον ὡς δῶρα προσάγοντα, ὁμοῦ τε καὶ κράζοντα, Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν. Πρὸς ἃ ἐγὼ περιχάριστα ὁμοῦ τε καὶ ἐφεόρτια ἀντεπερωτῶ τοὺς ἱεροὺς τούτους παῖδας θαρσήσας· Τί φατὲ, ὦ παῖδες Θεοῦ, παῖδες ἀνυμνήτορες; Πόθεν ὑμῖν ὁ ἰσόῤῥοπος οὗτος, τὸν χερουβικὸν ὕμνον ἀνακράζοντες; Πῶς δὲ ἐπὶ πώλου Χριστὸν ὁρῶντες ἀνθρωποπρεπῶς· Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, βοᾶτε θεοπρεπῶς; Ναὶ, φασὶ πρὸς ἡμᾶς οἱ θεορήτορες παῖδες, καὶ ἐπὶ πώλου αἰσθητοῦ Χριστὸς καθέζεται, ἀλλὰ τοῦ κόλπου τοῦ πατρικοῦ οὐδαμοῦ χωρίζεται· καὶ ἐπὶ πώλου ὄνου καθέζεται, ἀλλὰ τοῦ θρόνου τοῦ χερουβικοῦ οὐκ ἀπολιμπάνεται. Ἀλλ' αὐτὸς ὁ κάτω μετὰ σαρκὸς βροτοῖς ἀνελλιπῶς, αὐτὸς οὕτως καὶ ἄνω μετὰ Πατρὸς Θεὸς ἀψευδὴς, καὶ ἀληθινὸς, αὐτὸς ὁ παντοκράτωρ, καὶ κοσμοκράτωρ, καὶ ἐθνοκράτωρ, καὶ ἀληθὴς Θεὸς, καὶ χορηγὸς, καὶ φυτουργὸς, καὶ ὁδηγὸς, καὶ Σωτὴρ πάντων. Αὐτὸς εἰς τὴν κάτω Ἱερουσαλὴμ εἰσέρχεται, καὶ τῆς ἄνω οὐ χωρίζεται· οὗτος ὁ ποιητὴς τῶν αἰώνων καὶ ἐξ αἰώνων, καὶ εἰς αἰῶνας· αὐτός ἐστιν ὁ τανύσας τὸν οὐρανὸν μόνος· οὗτός ἐστιν ὁ περιπατῶν ἐπὶ θαλάσσης ὡς ἐπὶ ἐδάφους· οὗτος ὁμίχλῃ τὴν θάλασσαν ἐσπαργάνωσεν· οὗτος τὰ κλεῖθρα τοῖς ἀνθρώποις περιέθηκεν· οὗτος ὅρους ταῖς θαλάσσαις ἐμέρισεν· οὗτος ἁπλώσας γαῖαν ἐπ' οὐδενὶ ἐκρέμασεν· οὗτος στοιχείων τὰς κράσεις πανσόφως ἐκέρασεν· οὗτος τὰ κάλλη τῶν φυτῶν κατεκόσμησεν· οὗτος οὐρανὸν ὡς ἱμάτιον ἐξέτεινεν· οὗτος αὐτὸν φωστῆρσι λαμπροῖς κατεκόσμησε. Τοῦτον φρίττουσι χερουβὶμ, καὶ τρέμουσι σεραφὶμ, τοῦτον ὑμνεῖ ἥλιος, τοῦτον δοξολογεῖ σελήνη, τοῦτον αἰνοῦσι τὰ ἄστρα, τούτῳ δουλεύουσιν αἱ πηγαὶ, τοῦτον φρίττουσιν ἄβυσσοι, τοῦτον δεδοίκασι τάρταροι, τούτῳ ὑπείκει τὰ κήτη, τοῦτον τρέμουσι δράκοντες, τούτῳ δουλεύουσιν ὄμβροι, τοῦτον εὐλαβοῦνται πνεύματα· οὗτος ὑπέστησε φύσεις, οὗτος κατέστησε κτίσεις, οὗτος κατέταξε τάξεις, οὗτος ὁ τῶν ἄνω καὶ τῶν κάτω κτίσεων ποιητὴς Θεὸς Κύριος ἡμῶν· καὶ αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ερευνητικό έργο: ΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΨΗΦΙΑΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ. Χρηµατοδότηση: ΚΠ Interreg ΙΙΙΑ (ETΠΑ 75%, Εθν. πόροι 25%). Εργαστήριο ιαχείρισης Πολιτισµικής Κληρονοµιάς, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab. Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Τµήµα Πολιτισµικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας, © 2006. Επιτρέπεται η ελεύθερη χρήση του υλικού µε αναφορά στην πηγή προέλευσής του.

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Στην ορθοδοξία δεν έχουμε συναισθήματα έχουμε μέσα μας τα χαρίσματα του Θεού τα οποία λειτουργούνται σταθερά όπως τα βάζει η Εκκλησία.





Στην ορθοδοξία δεν έχουμε συναισθήματα έχουμε μέσα μας τα χαρίσματα του Θεού τα οποία λειτουργούνται σταθερά όπως τα βάζει η Εκκλησία. Αν αυτά τα βγάλουμε από τον χώρο της Εκκλησίας, την έννοια αγάπη π.χ και την λειτουργούμε όπως εμείς θέλουμε γίνεται συναίσθημα. Εκεί λοιπόν γίνεται εναλλαγή των συναισθημάτων, τα χαρίσματα δεν αλλάζουν, τα συναισθήματα μεταβάλλονται. 

π.Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος 

Τρίτη 2 Απριλίου 2019

''Όποιος ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αυτός δεν στεναχωριέται για τίποτε!


'Όποιος ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αυτός δεν στεναχωριέται για τίποτε! Όταν ό τέτοιου είδους άνθρωπος έχει κάποια ανάγκη, παρακαλάει τον Θεό. Αν δεν πάρει αυτό πού ζητάει, μένει ήσυχος, πράος σαν να το πήρε. Ή ψυχή πού αφέθηκε στο θέλημα του Θεού τίποτε δεν φοβάται.

Δεν φοβάται ούτε τις απειλές, ούτε τούς ληστές και για όλα όσα του συμβαίνουν λέει:Έτσι ήταν το θέλημα του Θεού. Ακόμη και για την αρρώστια ό ήσυχος άνθρωπος σκέφτεται πώς και αυτή ή αρρώστια θα με βοηθήσει σέ κάτι, μου είναι χρήσιμη για κάτι, αλλιώς δεν θα μου την έστελνε ό Θεός. Έτσι φυλάγουμε την ηρεμία, την γαλήνη και στην ψυχή και στο σώμα μας..''

 ~ Γέροντος Θαδδαίου της Βιτόβνιτσα ~

Δημοφιλείς αναρτήσεις