Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

Ύμνος στους τρεις ιεράρχες: του αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς




Νηστεία και προσευχή - Βασίλειος
Θεολογία - Γρηγόριος
Ελεημοσύνη - Χρυσόστομος.
Στόματα χρυσά, στόματα μελίρρυτα!
Εργάτες όλοι ενός έργου:
τρεις διακριτοί - τρεις άγγελοι.
Οι τρεις μαζί, ένα, όπως ο Τριαδικός Θεός,
κανένας τους αρχηγός, κανένας δεύτερος.
Στην αιωνιότητα όλοι συμφωνούν,
καλείς έναν προστρέχουν και οι τρεις. 
Υμνείς έναν, ακούνε και οι τρεις.
Δοξάζεις έναν, συγχαίρουν και οι τρεις.
Τρεις άνδρες, μια ολότητα, 
τρεις ιεράρχες, ένα έργο,
τρία ονόματα, μία δόξα,
και για τους τρεις, κεφαλή ο Χριστός.

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020

Οι Τρεις Ιεράρχαι



του (†) Ιωάννη Φουντούλη 
Την 30η Ιανουαρίου εορτάζει η Εκκλησία την μνήμη των τριών μεγάλων Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου.Δεν πρόκειται περί «μνήμης» με την κυρία έννοια της λέξεως, δηλαδή επετείου του θανάτου των Πατέρων αυτών, αλλά περί κοινής εορτής, «συνάξεως» κατά την λειτουργική ορολογία. Ο Μέγας Βασίλειος απέθανε την 1η Ιανουαρίου του έτους 379 και η μνήμη του εορτάζεται, ως γνωστόν, την 1η Ιανουαρίου. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος την 25η Ιανουαρίου του έτους 389, και την 25η Ιανουαρίου εωρτάσαμε την μνήμη του. Τέλος ο Χρυσόστομος απέθανε στην εξορία την 14η Σεπτεμβρίου του έτους 407, κατά την ημέρα της εορτής της Υψώσεως του τιμίου Σταυρού, η μνήμη του όμως μετετέθη, λόγω του ύψους της δεσποτικής εορτής της ημέρας αυτής, και εορτάζεται την 13ην Νοεμβρίου. 

Η εορτή της 30ης Ιανουαρίου είναι μεταγενεστέρα, γι’ αυτό και δεν την συναντούμε στα παλαιά εορτολόγια. Καθιερώθη κατά τον ΙΑ΄ αιώνα επί της βασιλείας του Αλεξίου Κομνηνού (1081 -1118). Την αιτία της συστάσεως της κοινής και για τους τρεις εορτής μας αφηγείται εκτενώς το συναξάριο της ημέρας. «Στάσις», διένεξις, υπήρχε στην Κωνσταντινούπολι μεταξύ «των ελλογίμων και εναρέτων ανδρών». Από τους τρεις Ιεράρχας άλλοι εθεωρούσαν σπουδαιότερο τον Χρυσόστομο, άλλοι τον Βασίλειο, και άλλοι τον Γρηγόριο, και υποτιμούσαν τους άλλους δύο. Έτσι δημιουργήθηκαν τρεις διαμαχόμενες παρατάξεις: των Ιωαννιτών, των Βασιλειτών και των Γρηγοριτών. Στην έριδα έθεσε τέλος ο μητροπολίτης Ευχαΐτων Ιωάννης ο Μαυρόπους, λόγιος και ευλαβής κληρικός. Αυτός, κατά την διήγησι του συναξαριστού, είδε σε οπτασία τους τρεις αγίους, πρώτα τον καθένα χωριστά και ύστερα και τους τρεις μαζί. Αυτοί του είπαν με ένα στόμα: «Ημείς οι τρεις είμεθα ένα, καθώς βλέπεις, κοντά στον Θεό και τίποτε δεν υπάρχει που να μας χωρίζη ή να μας κάνη να αντιδικούμε… Πρώτος δεν υπάρχει μεταξύ μας ούτε δεύτερος… Σήκω λοιπόν και ειπέ σ’ εκείνους που μαλώνουν, να μη χωρίζωνται σε παρατάξεις για ημάς. Γιατί ημείς και στην ζωή μας και μετά τον θάνατό μας δεν έχομε άλλη επιθυμία, παρά να ειρηνεύη και να ομονοή όλος ο κόσμος». Σαν σύμβολο και έκφρασι της ενότητός των του συνέστησαν να συστήση κοινή εορτή και των τριών. Έτσι ο Ευχαΐτων ανέλαβε την συμφιλίωσι των διαμαχομένων μερίδων και συνέστησε την εορτή της 30ης Ιανουαρίου. Έκρινε τον Ιανουάριο ως καταλληλότερο μήνα για τον εορτασμό των, αφού κατ’ αυτόν εώρταζαν και οι τρεις σε διάφορες ημέρες, την 1η ο Βασίλειος, την 25η ο Γρηγόριος και την 27η η ανακομιδή των λειψάνων του Χρυσοστόμου.
Η σύστασις της εορτής επέτυχε του σκοπού της. Απετέλεσε το ορατό σύμβολο της ισότητος και της ενότητος των μεγάλων διδασκάλων και της συμφιλιώσεως των διισταμένων πριν μερίδων. Κοινή ακολουθία και για τους τρεις συνέθεσε ο Ευχαΐτων, ανταξία των τριών μεγάλων Πατέρων. Από τότε σε κοινή εικονογραφική παράστασι περιλαμβάνονται και οι τρεις, ντυμένοι τα αρχιερατικά των άμφια, με το Ιερό Ευαγγέλιο στο ένα χέρι, ευλογούν με το άλλο, σαν να παρευρίσκωνται όχι μόνον εν πνεύματι, αλλά και εν σώματι μεταξύ μας. Και είναι πράγματι οι αιώνιοι και αθάνατοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας του Χριστού. Εδίδαξαν με τον άγιο βίο των, με την έξοχο δράσι των, με τα σοφά των συγγράμματα. Σ’ αυτούς ενεσαρκώθη το τέλειο χριστιανικό ιδεώδες του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» πλασμένου και εν Χριστώ αναγεννημένου ανθρώπου. Και προ πάντων στα πρόσωπα αυτών των τριών Ιεραρχών συνηντήθη η παιδεία, η μόρφωσις και η ελληνική φιλοσοφική κατάρτισις με την χριστιανική αλήθεια. Ήσαν οι σοφοί κατά κόσμον και σοφοί κατά Θεόν. Αρμονικωτέρα σύζευξις ελληνισμού και χριστιανισμού σ’ όλη των την τελειότητα δεν παρουσιάσθηκε ποτέ στον κόσμο. Γι’ αυτό και η εορτή των απέβη εορτή της ελληνοχριστιανικής παιδείας, της οποίας διδάσκαλοι και πρότυπα υπήρξαν οι τρεις Ιεράρχαι.
Και της χριστιανικής όμως λατρείας υπήρξαν δημιουργικά στοιχεία οι τρεις Ιεράρχαι. Όχι μόνο την ετέλεσαν, ως ιερείς και αρχιερείς, αλλά και συνέβαλαν στην διαμόρφωσι και εξέλιξί της. Δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός, ότι με τα ονόματα και των τριών η εκκλησιαστική παράδοσις συνέδεσε την συγγραφή τριών λειτουργιών: των δύο γνωστών βυζαντινών λειτουργιών του Μεγάλου Βασιλείου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και μιας της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας που φέρεται υπό το όνομα του Γρηγορίου. Εξ άλλου και στους τρεις, και ιδιαιτέρως στον Μέγα Βασίλειο, αποδίδονται σειρές ολόκληρες ευχών, που κοσμούν τα λειτουργικά μας βιβλία. Είναι γνωστή και από τις ιστορικές πηγές η συμβολή του Μεγάλου Βασιλείου στην διαμόρφωσι των «ευκοσμιών του βήματος» και των διατάξεων των ευχών, καθώς και η προσπάθεια του Χρυσοστόμου για την αναζωογόνησι της λειτουργικής ζωής μεταξύ του ποιμνίου του στην Κωνσταντινούπολι. Ο Γρηγόριος ήταν και ποιητής και οι ύμνοι του, αν και δεν έχουν εισαχθή στην λατρεία μας, μπορούν να καταταγούν μεταξύ των καλλιτέρων και ωραιοτέρων προϊόντων της εκκλησιαστικής μας ποιήσεως.
Μπορείτε να ιδήτε στους βυζαντινούς μας ναούς να εικονίζωνται οι τρεις ιεράρχαι στην κόγχη του αγίου βήματος, με τα ειλητάρια της θείας λειτουργίας στα χέρια, να περιβάλλουν το θυσιαστήριο σαν να λειτουργούν αδιαλείπτως, όχι μόνο στο υπερουράνιο, αλλά και στο επίγειο θυσιαστήριο του Θεού, μαζί με τους ιερείς που τελούν τα μυστήρια σήμερα. Σαν να παρακάθηνται μαζί με ημάς στην ιδία κοινή ιερά τράπεζα και να μετέχουν της ιδίας πνευματικής τροφής.
Και σε μία άλλη εικονογραφική παράστασι θα συναντήσετε τους τρεις Ιεράρχας. Στην μεγάλη εξεικόνησι της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου, που ζωγραφείται από τους βυζαντινούς ζωγράφους στους νάρθηκας των ναών επάνω και γύρω από την κυρία πύλη του ναού. Στην ομάδα των σεσωσμένων, που εισέρχονται στον Παράδεισο του Θεού, θα διακρίνετε εύκολα τις τρεις σεβάσμιες μορφές των, όπως μας τις διέσωσε η εικονογραφική παράδοσις της Εκκλησίας μας και όπως περιγράφονται στο συναξάριο της εορτής των: «Ήσαν δε την θέσιν του σώματος και την μορφήν οι άγιοι ούτοι, έχοντες ούτως: Ο μεν θείος Χρυσόστομος, την ιδέαν του σώματος ην βραχύς πάνυ την ηλικίαν, μεγάλην κεφαλήν τοις ώμοις αιωρών, ισχνός εις το ακριβέστατον, επίρρινος, ευρύς τους μυκτήρας, ωχρότατος μετά του λευκού, κοίλους τους κόχλους των οφθαλμών έχων και βολβοίς τούτων κεχρημένος μεγάλοις, εφ’ οις και συνέβαινε, χαριέστερον, ταις όψεσιν αποστίλβειν, ει και τω λοιπώ χαρακτήρι τον αχθόμενον παρεδήλου∙ ψιλός και μέγας το μέτωπον και πολλαίς ταις βολίσι κεχαραγμένος∙ ώτα περικείμενος μεγάλα και το γένειον μικρόν και αραιότατον, υποπολιαίς ταις θριξίν εξανθών, τας σιαγόνας πεπιεσμένας είσω έχων τη νηστεία εις τον ακρότατον… Ο δε μέγας Βασίλειος ην την θέσιν του σώματος εις πολύ μήκος επί του ορθίου σχήματος αναδραμών∙ ξηρός και λιπόσαρκος, μέλας το χρώμα, ωχρότητι το πρόσωπον σύγκρατος∙ επίρρινος, εις κύκλον τας οφρύς περιηγμένος∙ το επισκύνιον συνεσπακώς, φροντιστικώ εοικώς, ολίγαις το πρόσωπον αμαρυγαίς ρυτιδούμενος∙ επιμήκης τας παρειάς∙ κοίλος τους κροτάφους, ηρέμα έχων εν χρω κουρίας∙ την υπήνην αρκούντως καθειμένος και μεσαιπόλιος… Ο δε γε ιερός Γρηγόριος ο Θεολόγος, κατά τον τύπον της ηλικίας του σώματος ετύγχανε μέτριος∙ ύπωχρος βραχύ μετά του χαρίεντος∙ σιμός, επ’ ευθείας τας οφρύς έχων∙ ήμερον βλέπων και προσηνές θάτερον, των οφθαλμών, ος ην δεξιός, στυγνότερον κεκτημένος, ον και ουλή κατά τον κανθόν συνήγε∙ τον πώγωνα ου βαθύς, δασύς δε επ’ ευθείας, ικανώς φαλακρός ταις θριξί, τα άκρα της γενειάδος ως περικεκαπνισμένα υποφαίνων».

Έτσι ακριβώς μας παρουσιάζει η Εκκλησία μας τα τρία μεγάλα αυτά τέκνα της. Σοφούς διδασκάλους και Πατέρας, που μας εδίδαξαν και μας διδάσκουν διαρκώς με την θεία σοφία των λόγων και των παραδειγμάτων των∙ ιερουργούς ενθέους των μυστηρίων της Εκκλησίας μας, συλλειτουργούντας μαζί μας και συνδοξολογούντας τον Θεό∙ πολίτας του ουρανού και οικήτορας του Παραδείσου της τρυφής. Και προς τον σκοπό αυτόν υπηρετούν όλα τα στοιχεία της λατρείας μας. Το εορτολόγιο, που φέρνει στην μνήμη μας τα ιερά αυτά πρόσωπα κατ’ έτος. Η υμνογραφία, που με τους ύμνους της εγκωμιάζει τους αγώνας και την δόξαν των. Τα συναξάρια, που μας περιγράφουν τον βίο και τας αρετάς των. Η εικονογραφία που ανιστορεί τις ιερές μορφές των και μας δίδει την δυνατότητα να βλέπωμε σαν ζωντανά τα πνευματικά αυτά αναστήματα.
Αυτό είναι το νόημα και ο σκοπός της τιμής των αγίων στην Εκκλησία μας. Να δείξη αυτή την αδιάλειπτο και αδιάσπαστο κοινωνία των μελών της Εκκλησίας. Κοινωνία ζώντων εν Χριστώ πιστών, είτε στη γη αυτή είτε στην μακαρία κατάστασι του ουρανού. Κοινωνία για την οποία δεν υπάρχουν νεκροί, αλλά μόνο ζώντες, εφ’ όσον όλοι όσοι αποτελούν μέλη της ηνώθησαν δια των μυστηρίων με τον αιώνιο και αθάνατο χορηγό της ζωής, τον Χριστό. Όλοι μαζί συνδοξολογούν και συνυμνούν τον Θεό και δέονται οι ζώντες για τους κεκοιμημένους και οι κεκοιμημένοι για τους ζώντας. Όλοι είναι πολίται της Βασιλείας, με την σφραγίδα της αθανασίας, με τα ονόματά των γραμμένα στο βιβλίο της ζωής.
Η ακολουθία των τριών Ιεραρχών αποδίδεται από τον συντάκτη του συναξαρίου της εορτής των στον Ιωάννη τον Μαυρόποδα, μητροπολίτη Ευχαΐτων, που «την εορτήν ταύτην παρέδωκε τη Εκκλησία εορτάζειν Θεώ» και συνέταξε γι’ αυτήν κανόνες, τροπάρια και εγκώμια. Εκτός όμως από τον Μαυρόποδα συνέβαλαν και άλλοι υμνογράφοι στην ολοκλήρωσι της υμνογραφίας της εορτής. Τα ιδιόμελα της λιτής και τα στιχηρά των αποστίχων του εσπερινού αποδίδονται στον Νείλο Ξανθόπουλο, το δε ιδιόμελο στο «Και νυν» των αποστίχων είναι ποίημα του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού. Ρητώς στον Ιωάννη αποδίδονται οι τρεις κανόνες. Θα παρατεθούν το πρώτο στιχηρό του εσπερινού του δ΄ ήχου, προσόμιο του «Ως γενναίον εν μάρτυσι», «Τα της χάριτος όργανα…». Το πρώτο των αποστίχων του πλ. α΄ ήχου, προσόμοιο του «Χαίροις ασκητικών», «Χαίροις Ιεραρχών η τριάς…». Το πρώτο των στιχηρών των αίνων του β΄ ήχου, προσόμοιο του «Ποίοις ευφημιών», «Ποίοις ευφημιών στέμμασι στεφανώσωμεν τους διδασκάλους…» και το δοξαστικό των στιχηρών του εσπερινού, ιδιόμελο του πλ. α΄ ήχου, «Σαλπίσωμεν εν σάλπιγγι ασμάτων…». Είναι από τα πιο χαρακτηριστικά τροπάρια της εορτής.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Από το βιβλίο «Λογική Λατρεία», Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Έκδοση Τρίτη, Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, σελ. 380 -388. 
Η/Υ επιμέλεια, Κωνσταντίνας Κυριακούλη
πηγή: ΕΔΩ

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020

Περί Αγάπης Οσίου Εφραίμ του Σύρου


Οσίου Εφραίμ του Σύρου
∆ʹ Περὶ ἀγάπης  
«Είναι μακάριος ο άνθρωπος εκείνος που έχει αγάπη Θεού, γιατί περιφέρει με την παρουσία του τον Θεό, διότι ο Θεός είναι αγάπη, και αυτός που μένει μέσα στην αγάπη, μένει «ἐν τῶ Θεῶ». Εκείνος που έχει αγάπη υπερέχει, με τη βοήθεια του Θεού, από όλους. Εκείνος που έχει αγάπη δε φοβάται, διότι η αγάπη βγάζει έξω από την ψυχή το φόβο. 
Εκείνος που έχει αγάπη δεν αποστρέφεται ποτέ κανέναν, ούτε μικρό, ούτε μεγάλο, ούτε ένδοξο, ούτε άδοξο, ούτε φτωχό, ούτε πλούσιο, αλλά γίνεται ακάθαρτο αποσπόγγισμα όλων. Όλα τα σκεπάζει, όλα τα υπομένει. Εκείνος που έχει αγάπη δεν αλαζονεύεται εναντίον κάποιου, δεν ξιπάζεται, κανέναν δεν κακολογεί, αλλά και αυτούς που κακολογούν τους αποφεύγει. 
Εκείνος που έχει αγάπη δε σκέφτεται με πανουργία, δε θέλει να υποσκελίσει, ούτε υποσκελίζει τον αδελφό. 
Εκείνος που έχει αγάπη δε ζηλεύει, δε φθονεί, δεν κατατρέχει, δε χαίρεται με την πτώση των άλλων, δεν εξευτελίζει αυτόν που έπεσε σε σφάλμα, αλλά τον συλλυπείται και τον συμπαραστέκεται και τον ανακουφίζει, δεν παραβλέπει τον αδελφό στην ανάγκη του, αλλά τον συμπαραστέκεται, και πεθαίνει μαζί του. 
Εκείνος που έχει αγάπη εκτελεί το θέλημα του Θεού, και είναι μαθητής του, διότι ο ίδιος ο καλός μας Δεσπότης είπε « Από αυτό θα ξέρουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, αν αγαπάτε ο ένας τον άλλο». Εκείνος που έχει αγάπη ποτέ δεν αποκτά κάτι για τον εαυτό του, δε θεωρεί τίποτε δικό του, αλλά όλα όσα έχει τα προσφέρει κοινά σε όλους. Εκείνος που έχει αγάπη κανέναν δε θεωρεί ξένο, αλλά όλους τους έχει δικούς του. 
Εκείνος που έχει αγάπη δεν παροργίζεται, δεν ξιπάζεται, δε φουντώνει από οργή, δε χαίρεται για την αδικία που γίνεται, δεν εξακολουθεί να ψεύδεται, κανέναν δε θεωρεί εχθρό, παρά μόνο τον Διάβολο. Εκείνος που έχει αγάπη όλα τα υπομένει, είναι ευεργετικός, είναι μακρόθυμος. 
Λοιπόν, είναι μακάριος αυτός που έχει αποκτήσει την αγάπη, και με αυτήν ως κτήμα αναχωρεί προς τον Θεό, διότι ο Θεός, αναγνωρίζοντας τον δικό του άνθρωπο, θα τον δεχθεί στους κόλπους του, θα ζει δηλαδή ο εργάτης της αγάπης μαζί με τους Αγγέλους, και θα βασιλεύσει μαζί με τον Χριστό. 
Διότι την αγάπη έχοντας ήρθε και ο Θεός Λόγος επάνω στη γη, μ’ αυτήν και ο παράδεισος έχει ανοιχθεί για μας, και η ανάβαση στον ουρανό διακηρύχθηκε για όλους. 
Ενώ ήμασταν εχθροί με τον Θεό, με την αγάπη συμφιλιωθήκαμε μ’ αυτόν. Ορθά λοιπόν είπαμε ότι η αγάπη είναι ο Θεός, και αυτός που μένει μέσα στην αγάπη, μένει «ἐν τῶ Θεῶ».
***
∆ʹ Περὶ ἀγάπης  
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὁ ἔχων ἀγάπην Θεοῦ, ὅτι τὸν Θεὸν ἐν ἑαυτῷ περιφέρει· ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει. Ὁ ἔχων ἀγάπην, πάντων σὺν Θεῷ περιγίνεται. <Ὁ ἔχων ἀγάπην οὐ φοβεῖται>· ἡ γὰρ ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον. Ὁ ἔχων ἀγάπην, οὐδένα βδελύσσεταί ποτε· οὐ μικρόν, οὐ μέγαν, οὐκ ἔνδοξον, οὐκ ἄδοξον, οὐ πένητα, οὐ πλούσιον· ἀλλὰ πάντων περίψημα γίνεται. Πάντα στέγει, πάντα ὑπομένει. Ὁ ἔχων ἀγάπην, οὐκ ἐπαίρεται κατά τινος· οὐ φυσιοῦται· οὐδενὸς καταλαλεῖ, ἀλλὰ καὶ τοὺς καταλαλοῦντας ἀποστρέφεται. Ὁ ἔχων ἀγάπην, ἐν δόλῳ οὐ πορεύεται· οὐχ ὑποσκελίζεται ἢ ὑποσκελίζει τὸν ἀδελφόν. Ὁ ἔχων ἀγάπην, οὐ ζηλοῖ, οὐ φθονεῖ, οὐ βασκαίνει, οὐ χαίρει ἐπὶ πτώσει ἑτέρων· οὐ διασύρει τὸν πταίοντα, ἀλλὰ συλλυπεῖται καὶ συναντιλαμβάνεται· οὐ παρορᾷ τὸν ἀδελφὸν ἐν ἀνάγκῃ, ἀλλὰ συνεπαμύνει καὶ συναποθνῄσκει. Ὁ ἔχων ἀγάπην, τὸ θέλημα ποιεῖ τοῦ Θεοῦ καὶ μαθητὴς αὐτοῦ ἐστιν· αὐτὸς γὰρ ὁ καλὸς ἡμῶν ∆εσπότης εἶπεν· ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Ὁ ἔχων ἀγάπην οὐδέποτέ τι ἑαυτῷ περιποιεῖται· οὐ λέγει ἑαυτοῦ ἴδιον οὐδέν· ἀλλὰ πάντα, ὅσα ἔχει, κοινὰ τοῖς πᾶσι προτίθησιν. Ὁ ἔχων ἀγάπην, ἀλλότριον οὐδένα λογίζεται, ἀλλὰ πάντας ἰδιοποιεῖται. Ὁ ἔχων ἀγάπην, οὐ παροξύνεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἐξάπτεται εἰς ὀργήν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, ἐπὶ ψεύδει οὐκ ἐνδελεχίζει, ἐχθρὸν οὐδένα ἡγεῖται, εἰ μὴ μόνον τὸν ∆ιάβολον. Ὁ ἔχων ἀγάπην, πάντα ὑπομένει· χρηστεύεται· μακροθυμεῖ. Μακάριος οὖν ὁ τὴν ἀγάπην κεκτημένος καὶ μετ' αὐτῆς ἀποδημήσας πρὸς τὸν Θεόν· ὅτι αὐτὸς τὸ ἴδιον ἐπιγινώσκων, προσδέξεται αὐτὸν ἐν τοῖς κόλποις αὑτοῦ· ὁμοδίαιτος γὰρ Ἀγγέλων ἔσται καὶ σὺν Χριστῷ βασιλεύσει ὁ τῆς ἀγάπης ἐργάτης. ∆ι' αὐτῆς γὰρ καὶ Θεὸς Λόγος ἐπὶ τῆς γῆς παρεγένετο· δι' αὐτῆς καὶ ὁ παράδεισος ἀνέῳκται ἡμῖν, καὶ ἄνοδος εἰς οὐρανὸν ἀνεδείχθη πᾶσιν. Ἐχθροὶ ὑπάρχοντες τῷ Θεῷ, δι' αὐτῆς κατηλλάγημεν. Εἰκότως οὖν εἴπομεν ὅτι ἡ ἀγάπη ὁ Θεός ἐστι· καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει. 

Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὁ ἔχων ἀγάπην Θεοῦ, ὅτι τὸν Θεὸν ἐν ἑαυτῷ περιφέρει·



Είναι μακάριος ο άνθρωπος εκείνος που έχει αγάπη Θεού, γιατί περιφέρει με την παρουσία του τον Θεό!
όσιος Εφραίμ ο Σύρος
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ ΕΡΓΑ Τόμος Α΄, εκδόσεις 
ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ σελ.42
περιφέρω: φέρω ολόγυρα # κουβαλώ ολόγυρα # περιάγω # δίνω ολόγυρα φαγητό # κάνω κάποιον γνωστό # φέρνω κάτι σε κάποια κατάσταση # θυμίζω σε κάποιον # υπομένω μέχρι τέλους, ρήμα - λατινικά cicumfero

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Λόγοι περί εγκρατείας του Οσίου Εφραίμ του Σύρου


Λόγοι περί εγκρατείας του Οσίου Εφραίμ του Σύρου

Για την εγκράτεια

Είναι αληθινά μακάριος και τρισμακάριος εκείνος που τηρεί εγκράτεια, διότι πραγματικά η εγκράτεια είναι μεγάλη αρετή. Αλλά ας ως ποιο σημείο και σε πόση έκταση και σε ποια θέματα αναφέρεται ή θεωρείται ή εξετάζεται η εγκράτεια.

Είναι λοιπόν εγκράτεια στη γλώσσα το να μην παρασύρεται κανείς σε λόγια πολλά και ανώφελα, το να συγκρατεί κανείς τη γλώσσα του και να μην κακολογεί , το να μην μιλάει υβριστικά, το να μην καταριέται, το να μην λέει χωρίς σκοπό αυτά που δεν πρέπει, το να συγκρατεί τη γλώσσα του και να μη συκοφαντεί τον ένα στον άλλο, να μην κατηγορεί τον αδελφό, το να μην ξεσκεπάζει τα μυστικά των άλλων, το να μην ασχολείται με ξένες υποθέσεις.

Είναι εγκράτεια και στην ακοή το να την ορίζει κανείς και να μην παρασύρεται από ανώφελα ακούσματα. Είναι εγκράτεια και στους οφθαλμούς το να ορίζει κανείς την όραση του και να μην κοιτάζει ή να περιεργάζεται όλα τα ευχάριστα, και αυτά που δεν πρέπει. Είναι εγκράτεια στο θυμό το να νικά κανείς την οργή του και να μην ανάβει γρήγορα. Είναι εγκράτεια στη φιλοδοξία το να ορίζει κανείς το νου του και να μη θέλει να δοξάζεται, το να μην επιδιώκει τη δόξα, να μην υψώνει τον εαυτό του, να μην επιδιώκει την τιμή, ώστε να φουσκώνει από υπερηφάνεια, να μην υπερηφανεύεται από τους επαίνους.

Είναι εγκράτεια των λογισμών, και αυτούς χρειάζεται να τους κατακρίνει κανείς με το φόβο του Θεού, το να μη συγκατατίθεται κανείς ή να τέρπεται από λογισμό που θέλγει ή ερεθίζει τον άνθρωπο. Είναι εγκράτεια στις τροφές το να ορίζει κανείς τον εαυτό του και να μην επιδιώκει τροφές υπερβολικές ή φαγητά πανάκριβα, το να μην τρώγει κανείς πριν από τον κατάλληλο καιρό ή πριν από την ώρα, το να μην κυριεύεται από το πνεύμα της γαστριμαργίας, το να μην είναι αχόρταγος στα ωραία φαγητά, το να μην επιθυμεί το ένα φαγητό ύστερα από το άλλο.
Είναι εγκράτεια στο ποτό το να ορίζει κανείς τον εαυτό του και να μην κάθεται μαζί με άλλους σε οινοποσίες ή σε απολαύσεις οίνων, το να μην πίνει οίνο άφοβα, το να μην επιδιώκει τις ποικιλίες των ποτών και τις απολαύσεις των παρασκευασμένων κραμάτων, το να μην πίνει χωρίς μέτρο, όχι μόνο το κρασί, αλλά αν είναι δυνατό, ακόμη και το νερό.

Είναι εγκράτεια στην πονηρή επιθυμία και ηδονή, το να ορίζει κανείς τις αισθήσεις του και να μην συμπαρασύρεται από τις επιθυμίες που παρουσιάζονται, το να μην συγκατατίθεται στους λογισμούς που υποκινούν το πάθος της φιληδονίας, το να μην ευχαριστιέται κανείς με την ιδέα ότι κάνει τη βδελυγμία, το να μην κάνει το θέλημα της σαρκός, αλλά αντίθετα να χαλιναγωγεί τα πάθη με το φόβο του Θεού. Διότι αληθινά εγκρατής είναι εκείνος, που επιθυμεί εκείνα τα αθάνατα αγαθά, και ατενίζοντας με το νου του προς αυτά αρνείται αυτή την επιθυμία. Τις συναναστροφές τις αποφεύγει σαν να είναι κάποιο σκοτεινό μέρος· δε χαίρεται με τη θέα γυναικείων προσώπων· με τη θέα γυναικείων σωμάτων δεν τέρπεται· δεν παρασύρεται από την ομορφιά τους· δεν ευχαριστείται από τα μεθυστικά αρώματα· δεν παραπλανάται από τα κολακευτικά τους λόγια. Με γυναίκες, και μάλιστα ασεβείς, δεν συναναστρέφεται· σε συντροφιές γυναικών δεν παραμένει πολύ χρονικό διάστημα.

Ο αληθινά ανδρείος και εγκρατής, ο οποίος και φυλάτει άγρυπνα τον εαυτό του για κείνη την άμετρη ανάπαυση (την ανάπαυση στη βασιλεία των ουρανών), σε κάθε λογισμό εγκρατεύεται, σε κάθε επιθυμία ορίζει τον εαυτό του, και κάνει αυτό από επιθυμία για τα πνευματικά, και από φόβο για τη μέλλουσα ζωή.

Για την έλλειψη εγκράτειας

Ο ακρατής όμως άνθρωπος, που του λείπει η εγκράτεια, εύκολα κυριεύεται από κάθε άπρεπη πράξη· ο ακρατής μάλιστα είναι φιλήδονος. Ο ακρατής ευχαριστιέται με τα πολλά και ανώφελα λόγια· με τις αργολογίες και τις αστειότητες τέρπεται· επίσης τέρπεται με την απόλαυση των φαγητών. Για την πολυφαγία και την πολυποσία κάνει τον γενναίο, για την ανώφελη ηδονή διεγείρεται. Στους ακάθαρτους λογισμούς συγκατατίθεται, για την ηδονή μωραίνεται· για την κενοδοξία ανοίγει η επιθυμία του, για την τιμή ανάβει η φαντασία του, σαν πραγματικά να του αποδόθηκε τιμή. Στις συναντήσεις με γυναίκες λάμπει από χαρά, από τα κάλλη των γυναικών παρασύρεται, από το χρώμα των σωμάτων τρέφεται, με τις περιποιήσεις θέλγεται, στις συναναστροφές γυναικών και γελωτοποιών έχει αδυναμία· από την ανάπλαση των οπτικών παραστάσεων ανάβει η φαντασία του, από την ανάμνησή τους κυριεύεται· αναπλάθει στη σκέψη του πρόσωπα γυναικών, αγγίγματα χεριών, εναγκαλισμούς σωμάτων, περιπτύξεις μελών, λόγους εμπαθείς, γέλια γοητευτικά, νεύματα ματιών, στολισμό φορεμάτων, χρώματα σωμάτων, κολακευτικές φωνές, συστολές των χειλέων, γλυκύτητα του σώματος, σκηνές κινημάτων του σώματος, στιγμές και τόπους συναναστροφών, και όλα όσα οδηγούν σε ηδονή. Αυτά αναπλάθει στη σκέψη του ο φιλήδονος, ο οποίος και δεν είναι εγκρατής, συγκατανεύοντας στους λογισμούς του.

Ένας τέτοιος άνθρωπος, αν δει να διαβάζεται λόγος για την σωφροσύνη, κατσουφιάζει. Αν δει κάποια ωφέλιμη σύναξη πατέρων, την αποφεύγει και την θεωρεί άχρηστη. Αν δει αυστηρότητα πατέρων, αισθάνεται αηδία. Αν ακούσει λόγο για τη νηστεία, ταράζεται. Σε σύναξη αδελφών δεν τέρπεται. Αν δει γυναίκες, λάμπει από χαρά· τρέχει επάνω-κάτω βοηθώντας να γίνουν οι εξυπηρετήσεις. Τότε γίνεται ζωηρός και στην ψαλμωδία, γίνεται ζωηρός στο να χαριτολογήσει, για να προκαλέσει το γέλιο, ώστε να κάνει ευχάριστο τον εαυτό του και να τον παρουσιάσει χαριτολόγο και διασκεδαστικό στις γυναίκες που τυγχάνει να είναι παρούσες. Στην ησυχία είναι σκυθρωπός και ασθενής. 

Είναι λοιπόν ελεεινός και ταλαίπωρος, αυτός που δεν έχει εγκράτεια σε κάθε συμπεριφορά και πράξη. Γι’ αυτό αδελφοί, εφόσον πληροφορηθήκαμε τους καρπούς της εγκρατείας και τα δράγματα της ακράτειας, ας απομακρυνθούμε απ’ αυτήν, και ας προσκολληθούμε στην εγκράτεια, διότι είναι μεγάλη η αμοιβή της εγκράτειας, και δεν έχει τέλος το μεγαλείο της. Είναι λοιπόν πραγματικά μακάριος αυτός που απέκτησε την εγκράτεια. Είναι μακάριος αυτός που σε κάθε αρετή τακτοποίησε τον εαυτό του και φρόντισε να διακριθεί στα έργα της ευσεβείας. Και είναι μακάριος αυτός που δεν έκανε κρυφή πράξη, η οποία δεν αρέσει στον Θεό, αλλά με όλη την ειλικρίνεια εργάσθηκε τις εντολές του Θεού, και όλες οι πράξεις του έγιναν στο φως, και μακάριος αυτός που δε συμμορφώθηκε με οποιοδήποτε λογισμό, ο οποίος συμβουλεύει ανώφελα έργα.

Και τι να κάνω εγώ που επαίνεσα κάθε αρετή, και δεν ασχολήθηκα ούτε με μία από αυτές, αλλά σπατάλησα τα χρόνια μου σε όλες τις κακίες; Και εκπληρώνεται στην περίπτωσή μου αυτό που έχει γραφεί. «Φορτώνετε στους ανθρώπους φορτία δυσβάσταχτα, και με ένα από τα δάχτυλά σας δεν τα αγγίζετε». (Λουκ. 11,46) Γι αυτό παρακαλώ την αγάπη όλων σας, ευλογημένοι του Χριστού και μέτοχοι του Παραδείσου, φροντίστε όλοι να αρέσετε στον Χριστό, ο οποίος σας στρατολόγησε, μήπως συμβεί να αποβληθεί κανείς από σας, επειδή έδειξε αδιαφορία ή αμέλεια. Όσοι με τη χάρη του Χριστού βρίσκεσθε κάτω από ζυγό υπακοής, προσέχετε να μην κάνετε τα θελήματα της σαρκός, για να μη βρεθούμε αναπολόγητοι μπροστά στο φοβερό εκείνο βήμα, στο οποίο θα γίνει η ανταμοιβή του καθενός, είτε κανείς έκανε καλό είτε έκανε κακό. Αλίμονο σε μένα τότε, διότι πρόκειται να παρουσιαστώ χωρίς παρρησία· και τι θα κάνω την ώρα της αδυσώπητης ανάγκης; Θα είναι μακάριοι όσοι τότε θα παρουσιασθούν στον Κριτή με παρρησία· αυτοί πρόκειται να λάβουν τον άγιο μισθό από το χέρι του Κυρίου. Αλίμονο όμως σ’ αυτούς που θα ντρέπονται τότε για πράξεις ασήμαντες και τιποτένιες. Ως παράδειγμα αναφέρω· ποια απολογία θα υπάρχει σ’ αυτόν που κατακρίνεται για φιλοδοξία ή για αυταρέσκεια ή για παρακοή ή για ανυπακοή ή για γαστριμαργία ή για απερισκεψία ή για πολυλογία ή για υπερηφάνεια ή για αυταρχικότητα ή για θρασύτητα ή για φθόνο ή για φιλονικία ή για οργή ή για κακολογία ή για συκοφαντία; Ποια αιτιολογία θα έχει αυτός που πρόκειται να κατακριθεί γι αυτά τα τιποτένια; Ποιο κέρδος ή ποια απόλαυση κερδίζεις μ’ αυτά; Και ποια δυσκολία υπάρχει να τα αποφεύγεις;

Γι’ αυτό σας παρακαλώ, αδελφοί, κανείς από σας να μην κατακριθεί για κανένα απ’ αυτά. Διότι στα βαριά αμαρτήματα, ξέρω καλά ότι προσέχετε, αλλά αυτά, με την ιδέα ότι τάχα είναι ασήμαντα, ο καθένας τα περιφρονεί, νομίζοντας ότι δε θα γίνει εξέταση γι’ αυτά. Και όμως με αυτά μα κυριεύει ο διάβολος, διότι κάνει τον καθένα μας να τα περιφρονεί, με την ιδέα ότι τάχα είναι τιποτένια. Λοιπόν φροντίστε να μην κυριεύεσθε απ’ αυτά· απεναντίας, φυλάξτε τους εαυτούς σας με κάθε τρόπο, για να δοξασθείτε μαζί με τον Χριστό· διότι σ’ αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων . Αμήν.

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

Νά είμαστε ταπεινοί καί νά γνωρίζουμε τά όριά μας.


Εμείς δέν είμαστε οι σωτήρες τού κόσμου, αλλά ο Χριστός είναι ο Σωτήρας τού κόσμου. Νά είμαστε ταπεινοί καί νά γνωρίζουμε τα όριά μας. Αν όμως είμαστε υπερήφανοι και προσπαθούμε νά αντιμετωπίζουμε κάθε περίσταση θεωρώντας ότι είμαστε σπουδαίοι προφήτες, τότε μπορεί να μήν τό αντέξουμε. Το καλύτερο είναι να έχουμε υπόψιν μας ότι ο Χριστός είναι ο Σωτήρας μας, ενώ εμείς είμαστε αχρείοι δούλοι. Προσπαθείτε και κάνετε αυτό που μπορείτε και αφήνετε τα υπόλοιπα στον Θεό. Αυτή ήταν η αρχή τών Πατέρων τής ερήμου, ο κανόνας πού είχαν στή ζωή τους : νά κάνουν αυτό πού μπορούσαν χωρίς άγχος ότι είναι δεσμευμένοι από κανόνες. Πεθαίνοντας γιά μάς ο Θεός μάς ελευθέρωσε από τήν δουλεία τού νόμου, αλλά εμείς δημιουργούμε νόμους καί υποδουλώνουμε τούς εαυτούς μας στούς νόμους αυτούς. Όταν γινόμαστε δούλοι τών νόμων καί τούς εκπληρώνουμε, υπερηφανευόμαστε γι αυτό, αντίθετα όταν δέν τούς εκπληρώνουμε βασανιζόμαστε καί δέν νοιώθουμε ευχαριστημένοι. Ούτε τό ένα ούτε τό άλλο χρειάζεται. Πρέπει νά κάνουμε ό,τι μπορούμε καί μέ πίστη καί ευγνωμοσύνη νά αφήνουμε τά υπόλοιπα στόν Θεό. Αυτός ήταν ο κανόνας τών πρώτων ασκητών τής ερήμου, καί νομίζω ότι ένας πνευματικός πατέρας πρέπει επίσης νά τον ακολουθεί. Όλοι μπορούμε νά λειτουργήσουμε ευεργετικά άν γνωρίζουμε τήν θέση μας καί τά μέτρα μας καί δέν προσπαθούμε νά τά υπερβούμε. Είμαστε πολύτιμοι λίθοι μέ τούς οποίους ο ουράνιος δομήτωρ κτίζει τόν Ναό Του. Αλλά άν προσπαθούμε να ύπερβούμε τά μέτρα μας, τότε καταστρέφουμε τά πάντα.
 ***
 Αρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου) 
«Πλατυσμός τής καρδίας», σελ 274.  
Εκδ. Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

Σὺ εἶ ὁ Ποιμὴν ὁ καλός, ὁ δοὺς σεαυτὸν Γρηγόριε, ὡς ὁ Διδάσκαλος Χριστός,


Δοξαστικὸν 
Ἦχος α' 
Ἀνατολίου 
Τὴν λύραν τοῦ Πνεύματος, τὸ τῶν αἱρέσεων θέριστρον, καὶ ὀρθοδόξων ἥδυσμα, τὸν δεύτερον Ἐπιστήθιονὸν τοῦ Λόγου αὐτόπτην, τοῖς δόγμασι γενόμενον, τὸν σοφόν Ἀρχιποίμενα, τῆς Ἐκκλησίας τὰ θρέμματα, θεολογικοῖς ὕμνοις προσείπωμεν. Σὺ εἶ ὁ Ποιμὴν ὁ καλός, ὁ δοὺς σεαυτὸν Γρηγόριε, ὡς ὁ Διδάσκαλος Χριστός, ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ σὺν Παύλῳ χορεύεις, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

Ἁγία Εὐφρασία ἡ Μάρτυς (19 Ιανουαρίου)





Ἁγία Εὐφρασία ἡ Μάρτυς (19 Ιανουαρίου)

Ψεύδει σοφῷ φυγοῦσα σαρκὸς τὴν ὕβριν,
Ἀθλεῖς ἀληθῶς ἐκ ξίφους Εὐφρασία.

Ἁγία Μάρτυς Εὐφρασία καταγόταν ἀπό τή Νικομήδεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Προερχόταν ἀπό ἐπίσημη γενιά καί διακρινόταν γιά τήν σωφροσύνη καί τό χρηστό της ἦθος. 
Τήν Εὐφρασία τήν κατήγγειλαν ὅτι πιστεύει στόν Χριστό. Τότε οἱ εἰδωλολάτρες τῆς ζήτησαν νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Ἐκείνη ὅμως ἔμεινε σταθερή καί ἀκλόνητη στήν πίστη της. Γιά τόν λόγο αὐτό τήν παρέδωσαν σέ ἕναν ἄντρα ἄξεστο καί βάρβαρο νά τήν ἀτιμάσει. Ἡ Ἁγία ὅμως ἀπέφυγε τήν ἀτίμωση μέ τόν ἑξῆς τρόπο: ὑποσχέθηκε στόν ἄξεστο καί βάρβαρο ἐκεῖνον ἄνθρωπο ὅτι, ἂν δέν τήν πειράξει, θά τοῦ δώσει ἕνα φάρμακο, τό ὁποῖο νά χρησιμοποιεῖ στίς μάχες, ὥστε νά μήν πληγώνεται ἀπό τά ξίφη καί τά ἀκόντια τῶν ἐχθρῶν του. Καί γιά νά τόν πείσει ὅτι αὐτό πού τοῦ ὑποσχέθηκε ἔχει βάση, ἔσκυψε τό κεφάλι της καί τοῦ εἶπε νά τήν χτυπήσει μέ τό ξίφος στόν αὐχένα της, ὥστε ἀμέσως νά τό ἐπιβεβαιώσει. Ἐκεῖνος σχημάτισε τήν γνώμη ὅτι ἀνταποκρινόταν στήν πραγματικότητα αὐτό πού τοῦ ὑποσχέθηκε ἡ Ἁγία καί, ἀφοῦ σήκωσε τό ξίφος του, τήν κτύπησε δυνατότερα στόν αὐχένα, μέ τήν βεβαιότητα ὅτι αὐτή δέν θά πάθαινε τίποτα. 
Ἔτσι τό σχέδιο τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Εὐφρασίας πέτυχε. Δηλαδή κόπηκε μέν τό κεφάλι της ἀπό τό ξίφος τοῦ δημίου, ὅμως αὐτή διέσωσε τήν ἁγνότητά της καί ἔλαβε τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

Μαθητεία- συγκατάβαση στην κλίμακα της εκκλησιαστικής διακονίας



«Άνθρωπέ μου, για σένα γεννήθηκε ο Χριστός, γι΄αυτό ήρθε ο Υιός του Θεού, για να σωθείς εσύ. 
Και έγινε παιδί, και μεγάλωσε ως άνθρωπος, ενώ ήταν Θεός. 
Κάποια φορά έκανε τον αναγνώστη, πήρε το ιερό βιβλίο μες στη συναγωγή και διάβασε:
«Το Πνεύμα του Κυρίου είναι και μένει σε μένα, γιατί μ΄αυτό με έχρισε». 
Άλλη φορά ως υποδιάκονος έκαμε φραγγέλιο από σχοινί και τους έβγαλε όλους έξω από το ιερό και τα πρόβατα και τα βόδια και όλα τ΄άλλα.
Άλλοτε πάλι ως διάκονος, ζώστηκε την πετσέτα και έπλυνε τα πόδια των μαθητών του, δίνοντας εντολή να πλένουν κι αυτοί τα πόδια των αδελφών τους, ως Ιερέας, κάθησε ανάμεσα στους ιερείς και δίδασκε τον λαό.
Κι άλλη φορά ως επίσκοπος, πήρε άρτο, τον ευλόγησε και τον έδωσε στους μαθητές του.
Μαστιγώθηκε εξαιτίας σου και σύ γι΄αυτόν δεν σηκώνεις ούτε μια προσβολή, ενταφιάστηκε και αναστήθηκε ως Θεός.
Όλα για μας με τη σειρά, το ένα κατόπιν του άλλου τα υπέστη, για να μας σώσει.
Ας είμαστε λοιπόν νηφάλιοι, ας είμαστε άγρυπνοι, ας περνούμε τον καιρό μας προσευχόμενοι, ας κάνουμε όσα είναι ευάρεστα σ΄Αυτόν».

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

Όταν με ευχαριστία πλαγιάσεις στο στρώμα σου...



170. Όταν με ευχαριστία πλαγιάσεις στο στρώμα σου, τότε φέρνοντας μπροστά σου τις ευεργεσίες και την τόση πρόνοια του Θεού, γεμίζεις από καλές σκέψεις και χαίρεσαι περισσότερο και ευφραίνεσαι. Και γίνεται ο ύπνος του σώματος, νηφαλιότητα και αγρυπνία της ψυχής και το κλείσιμο των ματιών σου, αληθινή όραση του Θεού και η σιωπή σου, κυοφορώντας το αγαθό, προσφέρει ολόψυχα, με πνευματική αίσθηση, δόξα που ανυψώνεται στο Θεό των όλων. Γιατί όταν λείπει η κακία, η ευχαριστία και μόνη της αρέσει στο Θεό παραπάνω από κάθε πολυτελή θυσία. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
 ------------------------------------------------------------------------
Πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, α΄τόμος, σελ. 28-53.

- Τί πρέπει να φυλάξω, για να ευαρεστήσω το Θεό;



Ερώτησε κάποιος τον αββά Αντώνιο:
- Τί πρέπει να φυλάξω, για να ευαρεστήσω το Θεό;
Και ό γέρων αποκρίθηκε.
- Φύλαξε όσα σου παραγγέλλω και όπου πηγαίνεις, έχε πάντοτε το Θεό εμπρός στους οφθαλμούς σου, και για ότι πράττεις έχε τη μαρτυρία από τις άγιες Γραφές και από όποιον τόπο μένεις να μη μετακινείσαι γρήγορα. Αυτά τα τρία να φυλάξεις και να σωθείς.

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2020

Ξέρεις το δρόμο για να φτάσεις στην κατοικία του φωτός; και ξέρεις το σκοτάδι που φωλιάζει;



Ξέρεις  το δρόμο για να φτάσεις
στην κατοικία του φωτός
και ξέρεις το σκοτάδι 
που φωλιάζει;
*
Μπορείς τα δυό τους 
στου δρόμου τους το τέλος να πάς,
και πάλι πίσω στην κατοικία τους να τα φέρεις;

Ιώβ Κεφ38,19-20

πηγή φωτογραφίας : Long Way From Home



Αυτή είναι η τέλεια εργασία του μοναχού, το να έχει πάντοτε τον νου στραμμένο στον Θεό, χωρίς να περισπάται.


Κάποιος αδελφός έκανε σε έναν γέροντα τις ακόλουθες ερωτήσεις.

Ερώτηση: Ποιά εργασία οφείλει να έχει η καρδιά και να είναι αφοσιωμένη σε αυτήν;
Απόκριση: Αυτή είναι η τέλεια εργασία του μοναχού, το να έχει πάντοτε τον νου στραμμένο στον Θεό, χωρίς να περισπάται.

Ερώτηση: Όμως οι κακοί λογισμοί δεν αφήνουν τον νου να είναι διαρκώς στραμμένος στον Θεό. Πως λοιπόν οφείλει να τους διώχνει;
Απόκριση: Καθόλου δεν μπορεί να το κάνει αυτό ο νους από μόνος του, γιατί δεν έχει τέτοια δύναμη. Όταν όμως του επιτίθενται οι λογισμοί, αμέσως οφείλει να καταφεύγει στον Θεό, και εκείνος τους λιώνει σαν κερί. Γιατί ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει.

Ερώτηση: Πως λοιπόν οι πατέρες της Σκήτης χρησιμοποιούσαν τη μέθοδο του αντίλογου στους λογισμούς;
Απόκριση: Και εκείνη η πνευματική εργασία είναι σπουδαία και εξαιρετική, όμως έχει κόπο και δεν είναι ασφαλής για όλους.

Ερώτηση: Γιατί δεν είναι ασφαλής για όλους;
Απόκριση: Όταν επιτεθεί στην ψυχή ένας λογισμός και εκείνη μπορέσει με πολύν αγώνα να τον διώξει, επιτίθεται άλλος και την πιάνει. Έτσι η ψυχή, καθώς όλη τη μέρα αντιλέγει στους λογισμούς που έρχονται, ποτέ δεν έχει καιρό για τη θεωρία του Θεού.

Ερώτηση: Με ποιόν τρόπο λοιπόν καταφεύγει ο λογισμός στον Θεό;
Απόκριση: Αν σου έρθει, ας πούμε, λογισμός πορνείας, αμέσως απόσπασε από εκεί τον νου και ύψωσε τον με βιασύνη στον Θεό. Μην αργοπορήσεις, γιατί η αργοπορία σημαίνει συγκατάθεση.

Ερώτηση: Αν όμως έρθει λογισμός κενοδοξίας, δεν οφείλει ο λογισμός μας να προβάλει αντίλογο;
Απόκριση: Οποιαδήποτε ώρα αντιλέγει κανείς στον λογισμό, εκείνος αμέσως γίνεται πιο ισχυρός και πιο ραγδαίος, γιατί βρίσκει να πει περισσότερες αντιλογίες από εσένα. Επιπλέον το Πνεύμα το άγιο δεν σε βοηθά και τόσο, γιατί παρουσιάζεσαι σαν να καυχιέσαι και να νομίζεις ότι μπορείς μόνος σου να πολεμήσεις τα πάθη. Μάλλον λοιπόν πρέπει να καταφεύγεις στον Θεό. Όπως εκείνος που έχει πνευματικό πατέρα, στον πατέρα τα αναθέτει όλα και ο ίδιος είναι αμέριμνος, έτσι και εσύ: αφού παρέδωσες τον εαυτό του στον Θεό, καθόλου δεν πρέπει να έχεις φροντίδα για τον λογισμό η να προβάλεις αντίλογο η γενικά να τον αφήσεις να μπει μέσα. Αν όμως μπει, πάρε τον επάνω στον Πατέρα σου λέγοντας στον λογισμό: «Εγώ δεν έχω δουλειά μ΄ εσένα να ο Πατέρας μου, αυτός ξέρει». Και την ώρα που θα τον οδηγείς επάνω, θα σε αφήσει στα μισά του δρόμου και θα φύγει, γιατί δεν μπορεί να έρθει μαζί σου σε εκείνον ούτε να σταθεί μπροστά του.
Από αύτη την πνευματική εργασία ανώτερη και πιο αμέριμνη δεν υπάρχει σε όλη την Εκκλησία.

Ερώτηση: Πως λοιπόν οι Σκητιώτες ευαρέστησαν στον Θεό με το να αντιλέγουν στους λογισμούς;
Απόκριση: Επειδή εκείνοι το έκαναν με απλότητα και φόβο Θεού, γι’ αυτό ο Θεός τους βοηθούσε. Και αργότερα ήρθε σε αυτούς αυτή η εργασία της θεωρίας, επειδή ευδόκησε ο Θεός, για τον μεγάλο τους κόπο και την αγάπη τους προς αυτόν.
Αυτό το διαπίστωσα και εγώ ο ίδιος. Κάποτε, που πήγα στη Σκήτη, επισκέφτηκα έναν άγιο που είχε χρόνια εκεί. Αυτός σηκώθηκε, με ασπάστηκε, και μόλις καθίσαμε, δεν μου είπε τίποτε, άλλα συνέχισε να κάνει το εργόχειρο του χωρίς διόλου να σηκώνει κεφάλι η να με προσέχει. Και εγώ καθόμουν σιωπηλός και αφοσιωμένος στη θεωρία. Έτσι πέρασε η μέρα, και ούτε να φάμε μου είπε, άλλα έμεινε όλη την ήμερα κοιτώντας κάτω και πλέκοντας, αν και είχε έξι μέρες νηστικός.
Την άλλη μέρα κατά τις τέσσερις το απόγευμα γύρισε και με ρώτησε: «Αδελφέ, από που έμαθες αύτη την πνευματική εργασία;» «Εμείς από παιδιά διδαχτήκαμε αυτή την εργασία από τους πατέρες μας», του απάντησα, και αυτός συνέχισε: «Εγώ τέτοια εργασία δεν παρέλαβα από τους πατέρες μου, άλλα όπως με βλέπεις τώρα, έτσι έμεινα όλα τα χρόνια μου: λίγο εργόχειρο και λίγη μελέτη και, όσο μπορώ, να κρατώ καθαρό τον λογισμό μου και να αντιλέγω στους λογισμούς που έρχονταν. Και έπειτα ήρθε το πνεύμα της θεωρίας, χωρίς εγώ να ξέρω και ούτε καθόλου να μάθω ότι μερικοί είχαν τέτοια εργασία». «Εγώ όμως», του είπα, «από παιδί τη διδάχτηκα».

Ερώτηση: Με ποιόν τρόπο οφείλει να έχει τον νου στη θεωρία αυτός που ασχολείται με αυτή;
Απόκριση: Όπως μας διδάσκουν οι άγιες Γραφές: ο Δανιήλ κατά τη θεωρία έβλεπε τον Θεό ως τον “Παλαιό των ήμερων” (τον Προαιώνιο), ο Ιεζεκιήλ τον έβλεπε επάνω σε χερουβικό άρμα, ο Ησαΐας επάνω σε θρόνο ψηλό και μεγαλόπρεπο, ενώ ο Μωυσής πρόσμενε καρτερικά τον αόρατο σαν να τον έβλεπε.

Ερώτηση: Πως μπορεί ο νους να θεωρεί αυτό που ποτέ δεν είδε;
Απόκριση: Ποτέ δεν είδες βασιλιά στον θρόνο του, όπως απεικονίζεται σε πίνακες;

Ερώτηση: Πρέπει όμως ο νους να αναπαριστά τον Θεό;
Απόκριση: Δεν είναι καλύτερο να τον αναπαριστά και να μη δίνει συγκατάθεση στους ακάθαρτους λογισμούς;

Ερώτηση: Μήπως αυτό θεωρηθεί αμαρτία;
Απόκριση: Για την ώρα κράτα αυτό που είδαν και περιέγραψαν οι προφήτες, και το ίδιο το τέλειο έρχεται έπειτα, όπως λέει ο απόστολος: «Τώρα βλέπουμε θαμπά, σαν μέσα από καθρέφτη τότε όμως θα δούμε τον Θεό πρόσωπο με πρόσωπο». Το “τότε” είναι φανερό ότι ο απόστολος το εννοεί μετά τη διάλυση του σώματος ωστόσο, όταν ο λογισμός φτάσει στην τελειότητα, και εδώ βλέπει με παρρησία.

Ερώτηση: Αυτό όμως δεν προκαλεί σάλεμα του νου;
Απόκριση: Αυτό αποκλείεται, αν κανείς αγωνίζεται αληθινά. Εγώ θυμάμαι μια φορά που πέρασα όλη την εβδομάδα και δεν θυμήθηκα άνθρωπο. Και κάποιος άλλος μου διηγήθηκε: «Κάποτε περπατούσα στον δρόμο και είδα δύο αγγέλους να περπατούν μαζί μου από τη μια πλευρά και από την άλλη, και δεν τους έδωσα προσοχή».

Ερώτηση: Γιατί δεν τους έδωσε προσοχή;
Απόκριση: Επειδή, όπως λέει η Γραφή, ούτε άγγελος ούτε πνεύμα θα μπορέσουν να μας χωρίσουν από την Αγάπη του Θεού.

Ερώτηση: Ο νους πάντοτε μπορεί να ασχολείται με τη θεωρία;
Απόκριση: Αν και όχι πάντοτε, όμως όταν ο λογισμός καταδυναστεύεται από τα πάθη, ας μην καθυστερεί να καταφεύγει στον Θεό με τη "θεωρητική προσευχή. Σε βεβαιώνω ότι, αν ο λογισμός φτάσει στην τελειότητα ως προς αυτό το έργο, είναι πιο εύκολο να μετακινήσεις ένα βουνό, παρά να απομακρυνθεί από εκεί ο λογισμός. Όπως δηλαδή ένας φυλακισμένος στο σκοτάδι, όταν απολυθεί και δει το φως, δεν θέλει πια να θυμάται το σκοτάδι, έτσι και ο λογισμός όταν αρχίζει να βλέπει το δικό του φως, δεν θέλει να απομακρυνθεί από αυτό ούτε για λίγο.
________________________________________
Υπόθεση ΚΔ΄ 24, ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ λόγοι και διδασκαλίες αγίων πατέρων Τόμος Δ΄ 254-258, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

Διάλεξε τη ζωή...

«Ήξερες ότι από την 18η ημέρα κτυπά η καρδιά του; Από την 42η μέρα ανιχνεύονται εγκεφαλικά κύματα; Από την 8η εβδομάδα όλα τα όργανά του έχουν δημιουργηθεί; Από την 10η εβδομάδα νοιώθει πόνο. Διάλεξε τη ζωή»....


Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Mελέτα αδιαλείπτως την νοερά προσευχή απο το βάθος της καρδίας σου.



Απόσπασμα από τον έκτο λόγο 


Mελέτα αδιαλείπτως, ώ ταπεινέ μονα­χέ [Χριστιανέ], την ιεράν μελέτην της νοεράς προσευχής από το βάθος της καρδίας σου, έως όπου να γένη η  καρδία σου όλως διόλου ευχή, ωσάν γίνεται το σίδηρον όμοιον με την φωτίαν, όταν καίεται από ταύτην. Έτι δε επίμενε είς ταύτην την καρδιακήν ευχήν, εως όπου να γένη πληγή έσω σου, εκεί όπου μελετάται αύτη η εύχή. Διότι αυτή η πληγή, όπου λαμβάνεις θεληματικώς έσω σου εκ της βιαίας σου ευχής - επί Θεώ μάρτυρι σου λέγω - θέλει σου γίνει μία πνευματική πηγή της θείας κατανύξεως, από την όποιαν θέλει βρύει αεννάως η κατάνυξις, οσάκις θέλης, δίχως καμμίαν βίαν. Όταν δέ, χάριτι Χρίστου, φθάνης είς ταύτην την πνευματικήν κατάστασιν, τότε γεύεσαι μυστικώς την χρηστότητα του Κυρίου σου. «Γεύσασθε, λέ­γει ο προφήτης, και  ίδετε, ότι χρηστός ο Κύριος», ήγουν γευσάμενος, μυστικώς μεν, όμως ωσάν αισθητώς, την Χά­ριν του Κυρίου σου, επληροφορήθης και εκατάλαβες φανε­ρά ότι ο μελετόμενος Κύριός σου Ιησούς Χριστός είναι πάνυ γλυκύτατος και πάσης πάνυ γλυκύτητος επέκεινα. 
Στοχάσου λοιπόν τώρα, ταπεινέ, εάν από την ολίγην ταύτην Χάριν, όπου εγεύθης μυστικώς, εκατάλαβες πραγματικώς καί εβεβαιώθης αληθώς ότι ο Κύριος ημών Ί­ησούς Χριστός είναι τόσον γλυκύς είς την ψυχήν σου, είς την καρδίαν σου, είς την διάνοιαν σου και είς όλον τον έσω εαυτόν σου, οπού δεν ημπορείς να διηγηθής, μήτε ολιγοστώς, την γλυκύτητά Του με το έργον. 
Άραγε, όταν έβγη η ψυχή από το σώμα και υπάγη ουσιωδώς προς αυτόν τον Κύριον και Θεόν της και απολαύση τα αγαθά εκείνα, α οφθαλμός γήινος δεν τα είδεν, αυτίον σαρκικόν δεν τα άκουσε και καρδία ρυπαρά δεν τα εστοχάσθη, τότε λέγω, όταν ήθελεν απολαύσει φανερά ό­λα εκεΐνα, οπού δεν είναι δυνατόν είς τον άνθρωπον να τα λαλήση, βλέπουσα πρόσωπον προς πρόσωπον τον Δημιουρ­γόν της Κύριον, τον ανέκφραστον και ακατανόητον, ωσάν τάχα τί λογής χαράν καί αγαλλίασιν θέλει έχει εκείνη η ψυχή; Αμήν, αμήν λέγω σοι, αγαπητέ, ότι, ανίσως τινάς ήθελε στοχασθή το τοιούτον λίαν νουνεχώς και λίαν ακριβώς, γίνεται το στόμα του άφωνον, ωσάν το οψάριον και δεν έχει τι να συντύχη περί τούτου.
 ***
από το βιβλίο 
ΝΗΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ 
ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ 
 Έκδοσις Ιεράς Μονής - Ξενοφώντος 
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 
*

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2020

Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν... π.Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος


Η ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΕΘΝΗ



Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλουἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 4ο, στίχοι 12 ἕως 17, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς 14-1-2007.

Πόσο ἁπλό λιτό καί σύντομο ἦταν τό εὐαγγελικό κείμενο πού ἀκούσατε. Ἄν κάποιος τό πλησιάσει γιά νά τό προσεγγίσει ἑρμηνευτικά, ἄλλο τόσο πολυσύνθετο μέν θά τό βρεῖ, ἀλλά ταυτόχρονα καί βαθύτατα ἐκκλησιολογικό καί ἀναφερόμενο στήν πνευματική μας ζωή θά τό καταλάβει πώς εἶναι. Εἶπα πώς τό κείμενο εἶναι πολυσύνθετο, γιατί ἀκουμπάει τά θέματα τῆς ἐκκλησιολογίας μας, δηλαδή πῶς ζεῖ ἡ Ἐκκλησία μας, καί ταυτόχρονα τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς.

Νά τό δοῦμε λοιπόν κάτω ἀπό αὐτήν τήν προοπτική, χωρίς νά ξεχάσουμε τήν ἁπλή του πορεία. Μαθαίνει ὁ Χριστός πώς συνελήφθη ὁ Ἰωάννης, πηγαίνει σέ κάποια ὅρια τῆς Γαλιλαίας, κάπου ὑπάρχουν τά ὅρια τῆς χώρας αὐτῆς, καί ἐκεῖ μᾶς θυμίζει τό κείμενο τήν προφητεία τοῦ Ἡσαΐου γι᾿ αὐτούς πού κάθονται «ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου»· καί ὁ Χριστός λέει «μετανοεῖτε». Νά μποῦμε λοιπόν στήν ἔκφραση, προσπαθώντας νά ἑρμηνεύσουμε τήν ἐκκλησιολογική καί ταυτόχρονα πνευματική πορεία πού μᾶς χαράσσει αὐτό τό κείμενο.

Προσέξτε, ξεκινᾶ τό κείμενο ἀπό τήν πρόταση τοῦ ὅτι ὁ Χριστός μόλις μαθαίνει ὅτι συνελήφθη ὁ Ἰωάννης ἀλλάζει ἕναν τόπο καί ἐκεῖ πού πάει εἶναι τά ὅρια τῆς Ζαβουλών, καί μάλιστα τή χαρακτηρίζει «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν». Ἐδῶ ἀλλάζει κάτι. Ὅπως ξέρετε ὅλοι, ὁ Πρόδρομος εἶναι τό μεταίχμιο μεταξύ Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης. Κάτι ἀλλάζει ἐδῶ, ἦρθε ὁ καινούργιος κόσμος τοῦ Θεοῦ. Ἡ Παλαιά Διαθήκη ἐκκλησιολογικά εἶναι μιά προετοιμασία τῆς Ἐκκλησίας μας, μιά πολύ βαθιά προετοιμασία, καί αὐτή ἡ προετοιμασία ἀπαιτοῦσε ἕναν κλειστό Ἰσραήλ. Δέν ἦταν ἕτοιμος νά ἀνοιχθεῖ πρός τά ἔξω· ἐξάλλου δέν εἶχε νά κηρύξει καί τήν Ἀνάσταση - γιατί ἐκεῖ πέρα στηρίζεται τό κήρυγμα. Εἶναι λοιπόν μιά προετοιμασία. Ταυτόχρονα καί ἐμεῖς στήν πνευματική μας ζωή, λένε οἱ Πατέρες πού ἑρμηνεύουν τό κείμενο, κάνουμε πολλές φορές μιά τέτοια βαθιά προετοιμασία γιά νά μποροῦμε νά λειτουργήσουμε τό παρακάτω τῆς ζωῆς μας.

Νά λοιπόν, μόλις κλείνει αὐτή ἡ περίοδος προετοιμασίας, ὁ Χριστός μετατίθεται γεωγραφικά καί πηγαίνει στά ὅρια -προσέξτε- στή Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν. Πράγματι ἡ Γαλιλαία τότε ἦταν ἕνας χῶρος, ἄς τό πῶ ἔτσι, «διεθνής» κατά τά μέτρα τῆς σημερινῆς ὁρολογίας, ὅπου γινόταν ἡ ἀναμέτρηση τῶν ἐθνῶν. Σέ αὐτόν τόν χῶρο λοιπόν τῆς Γαλιλαίας τῶν ἐθνῶν ὁ Χριστός ἀρχίζει τήν ἀναμέτρηση τῆς Ἐκκλησίας μέ τά ἄλλα τά ἔθνη -κάτι ὁποῖο δέν τό γνώρισε ἡ Συναγωγή· ἦταν χῶρος κλειστός- καί ἀρχίζει τό ἄνοιγμα. Θά τολμοῦσα νά πῶ, ἐκκλησιολογικά, χωρίς αὐτό τό ἄνοιγμα ἡ Ἐκκλησία ἀναιρεῖ τόν ἑαυτό της. Χωρίς αὐτό τό ἄνοιγμα ἡ Ἐκκλησία παύει νά εἶναι Ἐκκλησία. Χωρίς τήν κατανόηση τοῦ ἄλλου, τοῦ ξένου, τῆς Γαλιλαίας τῶν ἐθνῶν, τήν ὁποία σήμερα τή ζοῦμε πάρα πολύ ἔντονα καί πολύ ἐκρηκτικά σέ ὅλες τίς διαστάσεις τῶν πόλεών μας, ἀναιροῦμε τόν ἑαυτό μας, τήν πνευματική μας ζωή ταυτόχρονα καί τήν ἐκκλησιολογία μας. Ἡ Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, τό σήμερα ὅπως βιώνεται [εἶναι] καί μιά ἐκκλησιολογική ἀπαίτηση καί ταυτόχρονα μιά πνευματική προσωπική ἀπαίτηση. Ἡ κατανόηση τοῦ ἄλλου - καί τοῦ σύνεγγυς, ἀλλά καί τοῦ ξένου, τοῦ ἀλλόκοτου, τοῦ ἄλλου πολιτισμοῦ.

Καί μέσα σ᾿ αὐτή τήν πορεία τοῦ κειμένου, τό κείμενο μᾶς θυμίζει τό τοῦ Ἡσαΐα[Ἡσαΐας, 9:1-2], πού εἶναι βαθιά προφητικό, πού λέει «ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει». Προσέξτε, «ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει» καί μετά λέει «τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου». Ἀναφέρεται σέ δύο καταστάσεις. Ὑπάρχει ἕνας λαός πού κάθεται στό σκοτάδι. Εἶναι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ μέν, τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐσκοτισμένο νοῦ. Ἄκουσε καί δέν κατάλαβε, ἀλλά εἶναι ὁ λαός. Καί μετά ὑπάρχουν οἱ καθήμενοι «ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου», πού εἶναι ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι, ἀλλά ὅλοι βρίσκονται σέ ἕνα σκοτάδι καί μάλιστα στή σκιά θανάτου ἡ δεύτερη κατηγορία. Καί ἔρχεται ὁ Χριστός νά κάνει ἕνα ξεκαθάρισμα τῆς καταστάσεως, πώς πρέπει νά καθαρίσει ὁ νοῦς καί ταυτόχρονα νά ξεπεραστεῖ ἡ σκιά τοῦ θανάτου. Ὁ Χριστός αὐτό τό κάνει, γι᾿ αὐτό σᾶς εἶπα, χωρίς τό κήρυγμα τῆς Ἀναστάσεως δέν ἔχουμε νά ποῦμε τίποτε στόν κόσμο σάν εὐαγγελικό κήρυγμα, σάν ἀποστολή πρός τόν κόσμο, ἀλλά ταυτόχρονα χωρίς τή βαθιά παρέμβαση τή θεραπευτική τῆς θεραπείας τοῦ σκοτισμένου νοός μας. Ἔτσι, τό κείμενο ἐδῶ πέρα παρεμβαίνει μέ τόν Ἡσαΐα καί δηλώνει τί εἶναι αὐτό πού κάνουμε πιά. Μετά ἀπό τό κλείσιμο, τήν προετοιμασία μας, αὐτό τό ἄνοιγμα ποῦ ὁδηγεῖ τά πράγματα; Σέ μιά ταυτόχρονη πορεία ἐκκλησιολογική, ἡ ὁποία δηλώνει ἀνάσταση καί τό ζεῖ ὡς ἀνάσταση τό γεγονός τοῦ Χριστοῦ, καί ταυτόχρονα μιά βαθιά θεραπευτική τῆς σκιᾶς τοῦ θανάτου τοῦ ἐσκοτισμένου λαοῦ, πού ἔχει ἐσκοτισμένο νοῦ.

Καί ὅλη αὐτή ἡ πορεία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀνοίγεται πιά, ἔχει τό ἁπλό, βαθύ ἀλλά καί οὐσιαστικό ἐκρηκτικό κήρυγμα «μετανοεῖτε· ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Αὐτό ἔχουμε νά ποῦμε, καί σάν Ἐκκλησία φυσικά, ἀλλά καί προσωπικά σάν χριστιανοί πού ζοῦμε στόν κόσμο. Βλέπετε ἡ μετάνοια, ἀλλαγή, ὁ νοῦς νά πάει παρακάτω, ἡ μετάθεση τοῦ νοός σέ ἄλλα πράγματα, ἡ βαθιά ἀλλαγή τῆς ζωῆς. Προετοιμάστηκες, κλείστηκες. Ποῦ θά πάει αὐτό; Τί θά δηλώσει; Αὐτό θά εἶναι κάτι ἐκρηκτικό πού θά ἀλλάξει τόν κόσμο; Ἡ μετάνοια καί ταυτόχρονα «ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Ἐμεῖς αὐτό ἔχουμε νά φωνάξουμε στόν κόσμο. Ἡ ζωή μας, ἡ βιοτή μας, τό ἦθος μας, ὁ πολιτισμός μας, οἱ νόμοι μας, ὅλα αὐτά πρέπει νά εἶναι χαραγμένα κάτω ἀπό αὐτό τό μήνυμα. «Μετανοεῖτε» -μιά βαθιά ἀλλαγή, οὐσιαστική ἀλλαγή, νά πάει ὁ νοῦς παρακάτω- καί ταυτόχρονα «ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

Ἄν αὐτό δέν τό κηρύττουμε μέ τό ἦθος μας, ἄν δέν ἀποκαλύπτουμε ὅτι ὑπάρχει ἐδῶ κάτι ἄλλο. Κάτι τό ὁποῖο οὐσιαστικά τροποποιεῖ τά κύτταρα, τά γονίδια τοῦ κόσμου, τούς δηλώνει κάτι ἄλλο. Ἄν μείνουμε στατικοί στά προηγούμενα, σέ ὁποιαδήποτε στατικότητα εἴχαμε μάθει, σέ ὁποιαδήποτε ἠθικολογία προσκοπική εἴχαμε μάθει καί δέν δηλώσουμε μέ τή ζωή μας αὐτή τή μετάνοια καί αὐτό τό «ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ», ἐμεῖς καί ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία, τότε ἀποτύχαμε, τότε αὐτό πού κάνει ὁ Χριστός εἶναι μιά ἱστορία φιλολογική, εἶναι μιά ἱστορία πού δέν μᾶς ἀγγίζει. Οὔτε ἐμᾶς ἀγγίζει, οὔτε τήν κοινωνία μας, ἀλλά οὔτε καί τούς ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένοις· καί φυσικά δέν πιάνει καθόλου τή Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν. Καί θά γίνεται πιό σκοτισμένη καί πιό βαθιά ἀρρωστημένη ἡ Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν.

Τό κείμενο λοιπόν εἶναι συγκλονιστικό πραγματικά, γιατί μᾶς προτείνει μιά εὐθύνη, μᾶς ἀποκαλύπτει μιά εὐθύνη. Ἐρεθίζει τό νοῦ μας καί ξυπνάει πολύ βαθιά πράγματα πού ἔχουμε μέσα μας καί τά ἔχουμε ξεχάσει. Ἡ εὐθύνη μας γιά τή δική μας μέν πνευματική πορεία καί ἡ εὐθύνη ὁλόκληρη τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ σώματος αὐτοῦ ὁλόκληρου στό ὁποῖο μετέχουμε σάν κύτταρα, γιά νά ἀποκαλύψουμε αὐτό τό ἐκρηκτικό μέγεθος, πού λέγεται «ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

Ἡ γλυκεῖα ἐκείνη φιλονεικία τὸ ἑαυτὸν βούλεσθαι νικᾶν ἐν τῇ ἀγάπῃ ἑκάτερον.



Ἡ γλυκεῖα ἐκείνη φιλονεικία τὸ ἑαυτὸν βούλεσθαι νικᾶν ἐν τῇ ἀγάπῃ ἑκάτερον.
Εἶναι γλυκιὰ ἐκείνη ἡ φιλονικία, το νὰ θέλει δηλαδὴ ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς δύο νὰ νικᾶ τὸν ἑαυτό του στὴν ἀγάπη. 
Άγιος Γρηγόριος Νύσσης 
 

Σύντομος δρόμος προς απόκτηση των αρετών και αποχή των παθών: όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός



Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός
Τίποτε άλλο δεν σκοτίζει το νου, λέει ο Μέγας Βασίλειος, όσο ή πονη­ρία, και τίποτε δε φωτίζει το νου, όσο η ανάγνωση στην ησυχία. Τίποτε δεν οδηγεί πιο γρήγορα στον πόνο της ψυχής, όσο η ενθύμηση του θανάτου. Τί­ποτε δεν οδηγεί σε αφανή προκοπή, όσο η αύτομεμψία και το κόψιμο των θελημάτων ούτε σε αφανή απώλεια, όσο η οίηση και ή αυταρέσκεια- τίποτε δεν προξενεί την αποστροφή του Θεού και την τιμωρία του άνθρωπου, όσο ο γογγυσμός- ούτε την ευκολία στην αμαρτία, όσο η σύγχυση και ή πολυλο­γία. Δεν υπάρχει άλλος συντομότερος δρόμος για την απόκτηση της αρετής, από τη μόνωση και τη συγκέντρωση του νου. Ούτε για την ευγνωμοσύνη και την ευχαριστία, από τη μελέτη των δωρεών του Θεού και των δικών μας α­μαρτιών. Ούτε για την αύξηση των ευεργεσιών, από τον έπαινό τους. Τίπο­τε άλλο δεν προσφέρει τόσο συχνά σωτηρία ακούσια, όσο οι πειρασμοί. Ούτε υπάρχει πιο σύντομος δρόμος προς το Χριστό, δηλαδή προς την απάθεια και τη σοφία του Πνεύματος, από το βασιλικό δρόμο, εκείνον δηλαδή πού σε όλα απέχει από υπερβολές και ελλείψεις. Ούτε άλλη αρετή μπορεί να επιτύ­χει το θείο θέλημα τόσο, όσο ή ταπεινοφροσύνη και ή εγκατάλειψη κάθε δι­κού μας νοήματος και θελήματος. Ούτε υπάρχει άλλος συνεργός σε κάθε κα­λό έργο, σαν την καθαρή προσευχή. Ούτε άλλο εμπόδιο για απόκτηση των αρετών, σαν τον περισπασμό και το μετεωρισμό της διάνοιας, έστω κι αν εί­ναι σε πολύ μικρό βαθμό.
Όση καθαρότητα έχει κανείς, τόσο φαίνεται ότι αμαρτάνει πιο πολύ, γιατί βλέπει. Και όσο πιο πολύ αμαρτάνει, τόσο σκοτίζεται, και ας φαίνεται ότι έχει καθαρότητα. Και πάλι, όση γνώση έχει, τόσο φαίνεται σαν να μην έχει. Και όσο δε γνωρίζει την άγνοια του και τη μερική πνευματική του γνώση, τόσο νομίζει πώς είναι γνωστικός. Και όσο υπομένει τις θλίψεις ό αγωνιστής, στο βαθμό αυτό θα νικήσει τον εχθρό. Και όσο καλό αγωνίζεται κανείς να κάνει σε μία ήμερα, τόσο χρεωστεί όλες τις ήμερες της ζωής του, λέει ο άγιος Μάρκος*. Αν δηλαδή δική του είναι ή δύναμη και ή προθυμία, ή χάρη είναι του Θεού. Και γι’ αυτό, αφού μπορούσε όταν ήρθε ή χάρη, τί καύχηση μπορεί να έχει ο άνθρωπος αυτός; Επειδή νομίζει ότι μπορεί μόνος του να κάνει κάτι καλό, και κατακρίνει άδικα εκείνους πού δεν μπορούν. Εκείνος πού απαιτεί κάτι από τον πλησίον του, είναι πιο δίκαιο να απαιτεί από τον εαυτό του μάλλον. Όπως εκείνοι πού αμαρτάνουν οφείλουν να τρέμουν γιατί παρόργισαν το Θεό, έτσι και αυτοί πού τους σκέπασε και τους φύλαξε ή χάρη για την αδυναμία τους και την ετοιμότητα τους προς απόγνωση, οφεί­λουν να τρέμουν περισσότερο γιατί χρεωστούν πολλά. Και όσο μεγάλος γκρεμός είναι ή άγνοια των Γραφών, λέει ο άγιος Επιφάνειος, τόσο μεγαλύτερο κακό είναι ή εν γνώσει παράβαση.
Είναι σπουδαιότερο να ευεργετεί κανείς μια ψυχή με το λόγο παρά με την προσευχή και να κάνει υπομονή όταν αδικείται από τον πλησίον του, για να μη στενοχωρείται αυτός πού αδικεί, άλλα να του ικανοποιήσει το θέλημα στον καιρό της ταραχής του, όπως λέει ο άγιος Δωρόθεος, και έτσι να σηκώ­νει το βάρος τού πλησίον από ευσπλαχνία για την ψυχή του και να προσεύχε­ται γι’ αυτόν, ποθώντας τη σωτηρία του και οποιοδήποτε άλλο αγαθό, σω­ματικό και ψυχικό. Και αυτή είναι ή καθαρή ανεξικακία, ή οποία καθαρίζει την ψυχή και την ανυψώνει στο Θεό. Γιατί ή θεραπεία του άνθρωπου είναι ανώτερη από κάθε εργασία και κάθε αρετή. Ούτε υπάρχει μεγαλύτερη και τελειότερη μεταξύ των αρετών από την αγάπη του πλησίον. Σημάδι της α­γάπης αυτής είναι όχι μόνο το να μην έχει κανείς κάτι πού ο άλλος το έχει α­νάγκη, αλλά και το θάνατο γι’ αυτόν να υπομένει με χαρά, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου225, και αυτά να τα θεωρεί σαν χρέος· και εύλογα. Γιατί καθένας χρεωστεί να αγαπά τον πλησίον μέχρι θανάτου όχι μόνο γιατί έχει την ίδια φύση μ’ αυτόν, αλλά και για το υπέρτιμο αίμα πού έχυσε για μας ο Χριστός, πού έδωσε και την εντολή της αγάπης του πλησίον. Μην είσαι φί­λαυτος, λέει ο άγιος Μάξιμος*, και θα είσαι φιλόθεος· μη γίνεσαι αυτάρε­σκος, και θα είσαι φιλάδελφος. Η αγάπη λοιπόν αυτή προξενείται από την ελπίδα. Ή ελπίδα είναι να πιστεύει κανείς αδίστακτα με όλη τη διάνοια, ότι οπωσδήποτε θα επιτύχει εκείνο πού ελπίζει. Και αυτή πάλι γεννιέται από τη βέβαιη πίστη, δηλαδή από το να μη φροντίζει κανείς διόλου για τη ζωή του ή το θάνατο του, άλλα όλη τη φροντίδα να την αφήσει στο Θεό, όπως προείπαμε για εκείνον πού θέλει να επιτύχει την απάθεια με τα σημάδια, στα ο­ποία ή πίστη είναι θεμέλιο. Όποιος έχει αυτή την πίστη, οφείλει να σκέφτε­ται ότι όπως ο Θεός δημιούργησε τα πάντα και μαζί με αυτά, κι εμάς από την ανυπαρξία από άκρα αγαθότητα, έτσι θα οικονομήσει οπωσδήποτε και την ψυχή και το σώμα μας, όπως Αυτός γνωρίζει.
________________________________________________________
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ τόμος Γ΄, Εκδόσεις: ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2020

Τρεις είναι οι αρετές, τις όποιες όταν δει ο νους να είναι μαζί του, πιστεύει ότι έφτασε στην αθανασία...


Του αββά Ησαΐα

Αν είσαι νέος και δεν έκανες ακόμη την εργασία του σώματος, και ακούσεις για τις υψηλές αρετές των πατέρων, μην ορμίσεις σε αυτές θέλοντας να τις φτάσεις με ανάπαυση. Γιατί δεν έρχονται σ’ εσένα, αν δεν καλλιεργήσεις κατάλληλα το έδαφος, αν όμως το κάνεις αυτό, θα σου έρθουν από μόνες τους.

Τρεις είναι οι αρετές, τις όποιες όταν δει ο νους να είναι μαζί του, πιστεύει ότι έφτασε στην αθανασία: η διάκριση, το να ξεχωρίζει δηλαδή το ένα από το άλλο, η πρόβλεψη όλων πριν συμβούν, και το να μη συγκατατίθεται σε κάποιον άπρεπο λογισμό.

Υπάρχουν άλλες τρεις αρετές, οι όποιες διαρκώς χορηγούν φως στον νου: το να μη βλέπουμε κακία σε άνθρωπο, το να κάνουμε καλό σε εκείνους που μας κάνουν κακό, και το να υπομένουμε ατάραχα όσα μας έρχονται.

Οι τρεις αυτές αρετές γεννούν άλλες τρεις, μεγαλύτερες από αυτές. Το να μη βλέπουμε κακία σε άνθρωπο γεννά την αγάπη, το να κάνουμε καλό σε εκείνους που μας κάνουν κακό οδηγεί στην απόκτηση της ειρήνης, και το να υπομένουμε ατάραχα όσα μας έρχονται προξενεί την πραότητα, σε αυτές τις αρετές αναπαύεται το Πνεύμα του Θεού.

Είναι και άλλες τέσσερις αρετές που εξαγνίζουν την ψυχή: η σιωπή, η τήρηση των εντολών, η στενόχωρη ζωή και η ταπεινοφροσύνη.

Είναι ακόμη τέσσερις αρετές, τις όποιες ο νους χρειάζεται συνεχώς και οι όποιες τον φυλάγουν: το να πέφτει μπροστά στον Θεό και να προσεύχεται αδιάλειπτα, το να ρίχνει τον εαυτό του μπροστά στον Θεό, το να μην τον νοιάζει για κανέναν άνθρωπο, έτσι ώστε να μην κρίνει κανέναν, και το να γίνει κουφός προς τα πάθη που του μιλούν, δηλαδή προς τους εμπαθείς λογισμούς. Όλα αυτά τα φυλάγει το να αντιστέκεται ο νους στη λησμοσύνη.

Από τέσσερα πράγματα σκοτίζεται η ψυχή: από το να μισήσει τον συνάνθρωπο και να τον περιφρονήσει και να γογγύσει και να φθονήσει.

Η ψυχή ερημώνεται από τα εξής τέσσερα: από το να γυρίζει από τόπο σε τόπο, από το να αγαπήσει τον περισπασμό, από το να ποθήσει τα υλικά και από τη φιλαργυρία.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 Υπόθεση ΚΔ΄ 24 , ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ λόγοι και διδασκαλίες αγίων πατέρων Τόμος Δ΄ 261-262, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ   

Δημοφιλείς αναρτήσεις