Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

Κυριακή της Τυρινής





Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο Κεφ. 6,  14 - 21 
14 Είπεν ὁ Κύριος, ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· 15 ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. 
16 ῞Οταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. 17 σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, 18 ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.
19 Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι· 20 θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· 21 ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν. 

Απόδοση στα νέα ελληνικά 
Είπεν ο Κύριος, αν συγχωρείτε στους ανθρώπους τα παραπτώματα τους, θα συγχωρήσει καί σε σας ο πατέρας σας ο ουράνιος· και αν δε συγχωρείτε στους ανθρώπους τα παραπτώματα τους ούτε καί ο πατέρας θα συγχωρήσει τα παραπτώματα σας. 
Και όταν νηστεύετε να μη γίνεστε περίλυποι σαν τους υποκριτές, γιατί αυτοί παίρνουν ένα ύφος λυπημένο, για να φάνουν στους ανθρώπους πώς νηστεύουν. Σας βεβαιώνω πώς τον έχουν το μισθό τους από τους ανθρώπους. Άλλα εσύ όταν νηστέψεις, να χτενιστείς και να νιφτείς για να μη φανείς στους ανθρώπους πώς νηστεύεις, αλλά στον πατέρα σου που είναι κρυμμένος καί αόρατος παντού· καί ο πατέρας σου, πού σε βλέπει κρυφά καί δεν τον βλέπεις, θα στο αποδώσει στα φανερά. 
Να μη μαζεύετε για τον εαυτό σας θησαυρούς στη γη, όπου ο σκόρος και η σκουριά τους καταστρέφει καί όπου οι κλέφτες σκάβουν τους τοίχους και τους κλέβουν αλλά να μαζεύετε για τον εαυτό σας θησαυρούς στον ουρανό, οπού ούτε σκόρος ούτε σκουριά τους καταστρέφουν και όπου κλέφτες ούτε σκάβουν τους τοίχους ούτε τους κλέβουν. Γιατί όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας.

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Την γιορτή που την σκιάζει ο Θάνατος, δεν την χωράει το Συναξάρι μας!


Την γιορτή που την σκιάζει ο Θάνατος,
δεν την χωράει το Συναξάρι μας! 
***
Την χαρά που την σκορπά η οσμή του  τάφου,
δεν την λόγιαζουμε για χαρα!!!
***
Εμείς γιορτάζουμε πάνω στον τάφο
και εκ του Τάφου ανατέλλει για εμάς
η  Χαρά που έχει νικήσει τον Θάνατο!  

ΙΕ Διδασκαλία για τις αγίες νηστείες Αββά Δωροθέου


159_ Με το Μωσαϊκό Νόμο πρόσταξε ό Θεός τους Ισραη­λίτες, να ξεχωρίζουν κάθε χρόνο το ένα δέκατο από όσα θ’ αποκτούν (Αριθμ. 18) και να τα’ αφιερώνουν στο Θεό και κάνον­τας αυτό να παίρνουν ευλογία για όλα τους τα έργα. Έχοντας υπόψη τους αυτό, οι Άγιοι Απόστολοι σκέφτηκαν και αποφάσι­σαν, για να βοηθήσουν και να ευεργετήσουν τις ψυχές μας, να μας παραδώσουν κάτι ακόμα υψηλότερο και τελειότερο, δηλα­δή ν’ αφιερώνουμε στο Θεό το ένα δέκατο των ήμερων της ζωής μας, για να ευλογούνται έτσι τα έργα μας και να παίρνουμε συγχώρεση κάθε χρόνο για τις αμαρτίες ολόκληρου του χρόνου. Λογάριασαν λοιπόν και χαρακτήρισαν σαν αγίες από τις τριακό­σιες εξήντα πέντε ήμερες του χρόνου, αυτές τις επτά εβδομάδες των νηστειών. Και έτσι ξεχώρισαν επτά εβδομάδες. Άλλά με την πάροδο του χρόνου, συμφώνησαν να προστεθεί σ’ αυτές και άλλη μια εβδομάδα. Αυτό έγινε και για να προγυμνάζονται και να προετοιμάζονται όσοι πρόκειται να μπουν στο κοπιαστικό στάδιο των νηστειών, και για να τιμήσουν τον αριθμό των ήμε­ρων της αγίας Τεσσαρακοστής πού νήστεψε ο Κύριος μας. Γιατί, αν αφαιρέσουμε τα Σάββατα και τις Κυριακές, οι οκτώ εβδομά­δες γίνονται σαράντα ήμερες(1), τιμώντας ξεχωριστά τη νηστεία του Μεγάλου Σαββάτου, επειδή είναι πολύ ιερή και η μόνη ήμερα νηστείας ανάμεσα σ’ όλα τα Σάββατα του χρόνου. Οι σε επτά εβδομάδες, χωρίς τα Σάββατα και τις Κυριακές, γίνονται τριάντα πέντε ήμερες. Αν προστεθεί, λοιπόν και η νηστεία του Μ. Σαββάτου και η μισή νύχτα της Λαμπρής, γίνονται τριάντα έξι και μισή ήμερες, πού είναι ακριβώς το ένα δέκατο από τις τριακόσιες εξήντα ήμερες του χρόνου. Γιατί το ένα δέκατο του τριακόσια είναι το τριάντα, του εξήντα το έξι και του πέντε το μισό. Συμπληρώνονται λοιπόν τριάντα έξι και μισή ήμερες, όπως είπαμε. Αυτή είναι η «δεκάτη», όπως θα λεγε κανείς, όλου του χρόνου, πού μας καθιέρωσαν οι Αγ. Απόστολοι, για να γίνει αφορμή να καθαριστούμε, όπως είπαν, από τις αμαρτίες, πού κάναμε ολόκληρο το χρόνο, και για να οδηγηθούμε στη μετά­νοια. 
160_ Μακάριος λοιπόν, αδελφοί μου, είναι όποιος φυλάει με επιμέλεια τον εαυτόν του αυτές τις άγιες ήμερες. Γιατί και αν, σαν άνθρωπος, έτυχε να πέσει στην αμαρτία, είτε από αδυναμία, είτε από αμέλεια, όμως έδωσε ο Θεός τις άγιες αυτές ήμερες, ώστε αν αγωνιστεί, με πνευματική αγρύπνια και ταπεινοφροσύ­νη και φροντίσει τον εαυτόν του και μετανοήσει, να καθαριστεί από τις αμαρτίες ολόκληρου του χρόνου. Έτσι λοιπόν αναπαύε­ται από το βάρος της αμαρτίας και προσέρχεται με καθαρή ψυχή την άγια ήμερα της Αναστάσεως και μεταλαμβάνει τα άγια μυστήρια, χωρίς να προκαλεί την κατάκριση του Θεού. Γιατί έγινε νέος άνθρωπος, με τη μετάνοια των αγίων τούτων νηστει­ών και ζει με χαρά και πνευματική ευφροσύνη, γιορτάζοντας με τη Χάρη του Θεού, και όλη την περίοδο έως την Κυριακή της Πεντηκοστής. Γιατί Πεντηκοστή είναι, όπως λέει, «Ανάσταση ψυχής». Γ’ αυτό έχουμε και το συμβολικό έθιμο, προς τιμή της Αναστάσεως, να μη γονατίζουμε στην εκκλησία μέχρι την Κυ­ριακή της Πεντηκοστής. 
161_ Καθένας λοιπόν πού θέλει να καθαριστεί από τις αμαρτίες όλου του χρόνου, με τη νηστεία αυτών των ήμερων, πρέπει πρώτα-πρώτα να προσέχει τί θα τρώει, γιατί δεν είναι το ίδιο όλες οι τροφές. Επειδή το να τρώει κανείς αδιάκριτα κάθε τροφή, όπως λένε οι Πατέρες(2) , προξενεί πολλά κακά. Παρό­μοια, στη συνέχεια, πρέπει να φυλάει τον εαυτόν του να μην καταλύει τη νηστεία, χωρίς μεγάλη ανάγκη, να μην επιζητάει νόστιμα φαγητά, να μη βαραίνει το στομάχι του με πολλά φαγη­τά και ποτά. Γιατί είναι δύο είδη γαστριμαργίας. Πολλές φορές πολεμιέται κανείς από τη νοστιμιά και δεν θέλει πάντα να τρώει πολλά φαγητά, άλλα θέλει τα νόστιμα. Και όταν αυτός τρώει φαγητό πού του αρέσει, τόσο πολύ νικιέται από την ηδονή της νοστιμάδας, ώστε το κρατάει πολλή ώρα στο στόμα του, μασών­τας το αρκετά και δεν αποφασίζει εύκολα να το καταπιεί, για να διατηρήσει την ηδονή πού αισθάνεται. Τότε λέμε ότι αυτός έχει λαιμαργία. Άλλους δεν τους απασχολεί η ποιότητα, άλλα η ποσότητα της τροφής. Δεν θέλουν δηλαδή καλά φαγητά, ούτε ενδιαφέρονται για τη νοστιμιά. Άλλα είτε καλά είναι, είτε άσχη­μα δεν ενδιαφέρονται για τίποτα άλλο, παρά μόνο για να τρώνε, ό,τιδήποτε και αν είναι αυτό πού τρώνε, γιατί τους απασχολεί μόνο να γεμίσουν το στομάχι τους. Τότε λέμε ότι αυτοί έχουν γαστριμαργία. Και σας εξηγώ αυτούς τους δύο χαρακτηρισμούς «λαιμαργία»(3) και «γαστριμαργία»(4). «Μαργαίνω» στην κοσμική παιδεία σημαίνει χάνω την αυτοκυριαρχία μου και τη λογική μου δηλαδή, γίνομαι μανιακός σε κάποιο πάθος. Και «μάργος» λέγε­ται αυτός πού τον έχει κυριεύσει κάποιο πάθος. Όταν λοιπόν παρατηρείται η ακατάσχετη και νοσηρή εκείνη επιθυμία του να θέλει κανείς να γεμίζει συνεχώς την κοιλιά του, τότε λέμε ότι έχουμε το φαινόμενο της γαστριμαργίας, από το «μαργαίνω τήν γαστέρα», πού σημαίνει έχω τη μανία να γεμίζω το στομάχι μου (ή κοιλιά μου με κάνει τρελλό). Όταν δε συμβαίνει να έχουμε τη νοσηρή και ακατάσχετη επιθυμία να αισθανόμαστε διαρκώς την ευχαρίστηση στο λαιμό, τότε έχουμε το φαινόμενο της λαιμαργί­ας, από το «μαργαίνω τόν λαιμό», πού σημαίνει έχω τη μανία της ηδονής του λαιμού. 
162_ Αυτά λοιπόν πρέπει να τα’ αποφεύγει με άγρυπνη φροντίδα, όποιος θέλει να καθαριστεί από τις αμαρτίες του. Γιατί αυτά δεν ανταποκρίνονται σε ανάγκη του σώματος άλλα προέρχονται από τα πάθη. Και αν κανείς τα ανεχτεί, εξελίσσον­ται σε αμαρτία. Είναι όπως ακριβώς ο νόμιμος γάμος και ή πορνεία, γιατί η μεν πράξη είναι ή ίδια, εκείνο όμως πού τα κάνει να διαφέρουν είναι ό σκοπός. Ο μεν ένας συνάπτει σχέσεις για να κάνει παιδιά, ό δε άλλος για να ικανοποιήσει τη φιληδονία του. Το ίδιο συμβαίνει και με το φαγητό, γιατί την ίδια δουλειά κάνουμε και όταν τρώμε από ανάγκη και όταν τρώμε από ηδο­νή. Ό σκοπός είναι εκείνος πού συνιστά την αμαρτία. Τρώει κανείς ανάλογα με τις ανάγκες του οργανισμού του, όταν καθο­ρίζει ό ίδιος πόσο θα τρώει κάθε μέρα, και παρακολουθεί αν του ήταν πολύ αυτό πού όρισε να φάει, και πρέπει ν’ αφαιρέσει λίγο, και αφαιρεί ή αν δεν του ήταν αρκετό και εξαντλήθηκε και πρέπει να προσθέσει λίγο ακόμα, και προσθέτει. Έτσι σταθμίζει κανείς καλά τις ανάγκες του οργανισμού του και εφαρμόζει αυτό ακριβώς πού καθόρισε, όχι για να ευχαριστηθεί από το φαγητό, αλλά για να δυναμώσει το σώμα του. Και αυτό ακόμα πού τρώει κανείς, οφείλει να το τρώει με προσευχή και να κατακρίνει τον εαυτόν του, με το λογισμό του, ότι είναι ανάξιος να δέχεται οποιαδήποτε παρηγοριά. Και να μην προσέχει αν κάποιος άλλος τρώει κάτι ιδιαίτερο - επειδή φυσικά είναι απα­ραίτητο ή επειδή υπάρχει κάποια ανάγκη - ώστε και αυτός να θέλει και να ζητάει κάτι περισσότερο ή να μη νομίζει ότι αυτό το περισσότερο πού θα ζητήσει δεν πρόκειται να τον βλάψει. 
163_ Κάποτε πού βρισκόμουν στο κοινόβιο, πήγα να επι­σκεφτώ ένα Γέροντα - υπήρχαν εκεί πολλοί μεγάλοι Γέρον­τες - και βρίσκω εκεί τον αδελφό πού τον υπηρετούσε να τρώει μαζί με το Γέροντα, και του λέω ιδιαίτερα: «Ξέρεις, αδελφέ μου, ότι αυτοί οι Γέροντες πού τους βλέπεις να τρώνε και να έχουν κάποια καλύτερη περιποίηση, μοιάζουν μ’ εκείνους τους ανθρώ­πους, πού ενώ απόκτησαν πουγγί, συνέχισαν να εργάζονται προσθέτοντας χρήματα στο πουγγί εκείνο, μέχρι πού το γέμι­σαν, και αφού το σφράγισαν εργάστηκαν και πάλι και συγκέν­τρωσαν άλλα χίλια νομίσματα, για να τα βρουν και να τα χρησι­μοποιήσουν σε καιρό ανάγκης και να φυλάξουν εκείνα πού έχουν στο πουγγί; Έτσι και αυτοί οι Γέροντες εργάστηκαν πολύ και συγκέντρωσαν θησαυρούς και αφού τους σφράγισαν, εργά­στηκαν και συγκέντρωσαν άλλα λίγα και τα έχουν τώρα στον καιρό της αρρώστιας και των γηρατειών τους και ξοδεύουν οπ’ αυτά, και τα υπόλοιπα τα έχουν αποταμιευμένα. Εμείς όμως, αφού ούτε αυτό το πουγγί δεν αποκτήσαμε ακόμα, από που ξοδεύουμε»; Γι’ αυτό, όπως είπα, οφείλουμε και αν ακόμα τρώμε μόνο για την ανάγκη του σώματος, να κατακρίνουμε τους εαυ­τούς μας, ότι είμαστε ανάξιοι για κάθε είδους περιποίηση, ακόμα και γι’ αυτήν την ικανοποίηση των αναγκών που επιτρέπει ο μοναχικός κανόνας και να μην τρώμε άφοβα και απρόσεκτα. Μόνον έτσι δεν θα κατακριθούμε. 
164_ Και αυτά μεν σχετικά με την εγκράτεια στα φαγητά. Έχουμε όμως επίσης ανάγκη όχι μόνον να προσέχουμε τη διατροφή μας, άλλα και να απομακρυνόμαστε και από κάθε άλλη αμαρτία. 
Ώστε, όπως ακριβώς νηστεύουμε από τροφές, έτσι να νη­στεύει και ή γλώσσα μας και να είναι μακριά από την καταλαλιά, από το ψέμα, από την αργολογία, από την αποδοκιμασία του πλησίον, από την οργή και γενικά από κάθε αμαρτία πού γίνεται με τη γλώσσα. Παρόμοια να νηστεύουμε με τα μάτια μας, δηλα­δή να μην κοιτάζουμε μάταια πράγματα, να μην πέφτουμε στην «παρρησία» με τα μάτια, να μην κοιτάζουμε κάποιον με αναί­δεια. Παρόμοια και τα χέρια και τα πόδια να εμποδίζουμε από κάθε κακό πράγμα (4) . Και νηστεύοντας έτσι, όπως λέει ό Μ. Βασίλειος(5), νηστεία δεκτή, απέχοντας από κάθε κακία, πού δια­πράττεται με όλες τις αισθήσεις, ας προσερχόμαστε κατά την αγία ημέρα της Αναστάσεως, όπως ήδη είπαμε, ανανεωμένοι, καθαροί και άξιοι να μεταλάβουμε τα άγια μυστήρια, αφού πρώ­τα βγούμε για να προϋπαντήσουμε τον Κύριο μας και να υποδε­χτούμε με βάγια και κλαδιά ελιάς, Αυτόν πού μπαίνει στην άγια Πόλη καθισμένος στο γαϊδουράκι. 
165_ Τί νόημα έχει άραγε το ότι Αυτός κάθισε πάνω στο γαϊδουράκι; Αυτό έγινε για να επαναφέρει ό «Λόγος» του Θεού και να υποτάξει στη Θεότητα Του την ψυχή πού ξέπεσε στην κατάσταση της «αλογίας»(7) - όπως λέει ο προφήτης (Ψαλμ. 48, 21) - και ομοιώθηκε με τα άλογα ζώα. Τί όμως σημαίνει να τον προϋπαντήσουμε με βάγια και κλαδιά ελιάς; Όταν επιτίθεται κανείς κατά του εχθρού του και γυρίζει πίσω στην πόλη νικητής, κάθε γνώριμος του τον υποδέχεται με βάγια, όπως ταιριάζει σε νικητή. Γιατί τα βάγια είναι σύμβολο της νίκης. Πάλι όταν αδικείται κάποιος και θέλει να παρουσιαστεί μπροστά στο δικα­στή ζητώντας να εκδικάσει την υπόθεση του, κρατάει κλαδιά ελιάς, φωνάζοντας και παρακαλώντας να ελεηθεί και να βοηθη­θεί. Γιατί ή ελιά είναι σύμβολο του ελέους (8) . Γι’ αυτό και εμείς υποδεχόμαστε το Δεσπότη μας Ιησού Χριστό, με βάγια μεν, επειδή είναι νικητής - γιατί αυτός νίκησε για λογαριασμό μας τον εχθρό μας- με κλαδιά ελιάς δέ, επειδή ζητάμε απ’ Αυτόν έλεος, ώστε όπως ακριβώς νίκησε Εκείνος, έτσι και εμείς ζητά­με τη βοήθεια Του για να νικήσουμε και να κρατήσουμε τα σύμβολα της νίκης Του. Αυτά τα σύμβολα πού εκπροσωπούν όχι μόνον τη νίκη πού Εκείνος κέρδισε για χάρη μας, άλλα και αυτή πού κερδίσαμε και εμείς με τη βοήθεια Του και τις ευχές όλων των Αγίων. Αμήν.
---------------------------------------------------------------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. «Τεσσαράκοντα εἰσήλθομεν εἰς τό στάδιον, οἱ τεσσαράκοντα στεφανωθείημεν, Δέσποτα. Μή λείψῃ τῷ ἀριθμῷ μηδέ εἷς. Τίμιός ἐστιν, ὅν ἐτίμησας τῇ νηστείᾳ τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν δι᾽ οὗ νομοθεσία εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον. Τεσσαράκοντα ἡμέραις ἐν νηστείᾳ Ἠλίας ἐκζητώντας τόν Κύριον τῆς θέας ἔτυχεν».
(Μ. Βασ. P.G. 31, 520Α)
2. «Εἶπεν ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος· Λογίζομαι ὅτι ἔχει τό σῶμα κίνησιν φυσικήν συναναφυρεῖσαν αὐτῷ· ἀλλ᾽ οὐκ ἐνεργεῖ, μή θελούσης τῆς ψυχῆς· μόνον δέ σημαίνει ἐν τῷ σώματι ἀπαθῆ κίνησιν. Ἔστι δέ καί ἄλλη κίνησις, ἐκ τοῦ τρέφειν καί θάλπειν τό σῶμα βρώμασι καί πόμασιν· ἐξ ὧν ἡ θέρμη τοῦ αἵματος διεγείρει τό σῶμα πρός ἐνέργειαν».
(Μ. Ἀντών. P.G. 65, 84Β)
3. «Ἕνα σκοπόν ἐγκρατείας παραδεδώκασι, τό μή ἀπατᾶσθαι χορτασίᾳ κοιλίας, μηδέ ἐξέλκεσθαι τῇ τοῦ λάρυγγος ἡδονῇ. Οὐδέ γάρ ἡ διαφορά τῆς ποιότητος μόνον, ἀλλά καί ἡ ποσότης τοῦ πλήθους τῶν βρωμάτων τά πεπυρωμένα βέλη τῆς ἁμαρτίας εἴωθεν ἀνάπτειν· οἵας γάρ δήποτε τροφῆς πληρουμένη γαστήρ, ἀσωτίας σπέρματα τίκτει».
(Μ. Ἀθαν. P.G. 28, 873Β)
4. «Σάρκα μέν λέπτυνε κατά τῆς πορνείας· ψυχήν δέ ταπείνου κατά τῆς ὑπερηφανείας».
(Ἀβ. Νεῖλ. P.G. 79, 1437- 1440) καί (Ἀβ. Νεῖλ. P.G. 79, 1465)
5. «Τιμή γάρ νηστείας, οὐχί σιτίων ἀποχή, ἀλλ᾽ ἁμαρτημάτων ἀναχώρησις, ὡς ὅ γε τῇ τῶν βρωμάτων ἀποχῇ μόνον ὁρίζων τήν νηστείαν, οὗτός ἐστιν ὁ μάλιστα ἀτιμάζων αὐτήν. Νηστεύεις; δεῖξον μοι διά τῶν ἔργων αὐτῶν. Ποίων ἔργων φησίν; Ἐάν ἴδῃς πένητα, ἐλέησον· ἐάν ἴδῃς ἐχθρόν, καταλλάγηθι· ἐάν ἴδῃς φίλον εὐδοκιμοῦντα, μή βασκάνης· ἐάν ἴδῃς γυναῖκα εὔμορφον ὑπερβλήθητι· Μή γάρ δή στόμα νηστευέτω μόνον, ἀλλά καί ὀφθαλμός, καί ἀκοή, καί πόδες, καί χεῖρες, καί πάντα τά τοῦ σώματος μέλη».
(Ἰ. Χρυσ. P.G. 49, 53)
Πρβλ. καί Φωταγωγικόν Τετάρτης Τυρινῆς Ἦχ. α'
6. «Νηστεία δέ ἀρχή μετανοίας. Εἰ οὖν βούλει διά τῆς ἐξομολογήσεως ἐπανελθεῖν πρός Θεόν, φεῦγε, τήν μέθην, μή σοι χαλεπωτέραν κατασκευάσῃ τήν ἀλλοτρίωσιν. Οὐ μέντοι ἐξαρκεῖ καθ᾽ ἑαυτήν ἡ ἀποχή τῶν βρωμάτων πρός τήν ἐπαινετήν νηστείαν, ἀλλά νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ. Ἀληθής νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδοια νηστεία ἐστίν ἀληθής. Ἐν τούτοις μέν οὖν ἡ νηστεία καλόν».
(Μ. Βασ. P.G. 31, 196D)
Πρβλ.
α) Ἰδιόμελον Ἀποστίχων Δευτέρας Α' ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν
β) Μ. Βασ. P.G. 30, 180D καί
γ) Ξ. Παπαχαραλάμπους: Ἀληθής νηστεία. Ἀθῆναι 1980.
7. Ἡ λογικότητα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι οὐσιώδης ψυχοδιανοητική λειτουργία πού ὑλοποιεῖται στήν ποικιλόμορφη καθημερινή πράξη. Δέν εἶναι ὅμως παγιωμένη καί ἀναλλοίωτη κατάσταση. Ὑπόκειται σέ διάφορες ἀλλοιώσεις πού ξεκινοῦν ἀπό τήν ἐλαφρή διαταραχή ἤ σύγχυση (μικρός παραλογισμός) καί φθάνουν στήν πλήρη ἀπουσία τοῦ λόγου. Τότε στό τελευταῖο αὐτό στάδιο ἔχουμε τήν κατάσταση τῆς ἀλογίας, πού δέν εἶναι μόνο ἠθική ἐξαχρείωση ἀλλά καί βιολογική ἀναπηρία. Στό μεταπτωτικό ἄνθρωπο ἡ ἀποκατάσταση σέ τέλειο βαθμό τῆς λογικότητάς του ἐξαρτᾶται ἀπόλυτα ἀπό τήν ὑποταγή τοῦ ἀνθρώπινου λόγου στό Λόγο τοῦ Θεοῦ. Αὐτήν τήν ἀλήθεια τονίζει ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, κάνοντας πάλι ἀλληγορική ἑρμηνεία.
8. Μ. Βασ. P.G. 31, 196D.
Από τό βιβλίο

ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ 
Ἔργα Ἀσκητικά
Ἐκδ. ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ 

Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου, 
Καρέας, 2000

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ





Η Εκκλησία του Θεού που παροικεί στη Σμύρνη, προς την Εκκλησία του Θεού που παροικεί στο Φιλομήλιο και προς όλες τις παροικίες της αγίας και καθολικής Εκκλησίας που βρίσκονται σε κάθε τόπο· εύχομαι το έλεος, η ειρήνη και η αγάπη του Θεού Πατρός και του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να πληθαίνουν ανάμεσά σας.

Προοίμιο

Ι. Σάς γράφουμε, αδελφοί, τα σχετικά με τους μάρτυρες και τον μακάριο Πολύκαρπο, ο οποίος τερμάτισε τον διωγμό, ωσάν με το μαρτύριό του να τον σφράγισε. Όλα σχεδόν όσα συνέβησαν, καταδεικνύει από επάνω ο Κύριος σε εμάς το μαρτύριο που είναι σύμφωνο με το Ευαγγέλιο. Διότι περίμενε ο Πολύκαρπος να παραδοθεί, όπως είχε κάνει κι ο Κύριος, για να τον μιμηθούμε κι εμείς, ώστε να μη φροντίζουμε μόνον ό,τι ενδιαφέρει εμάς τους ίδιους, αλλά να φροντίζουμε και για την ωφέλεια των πλησίον μας. Διότι γνώρισμα της αυθεντικής και σταθερής αγάπης είναι να επιδιώκει κανείς όχι μόνον την επίτευξη της δικής του σωτηρίας, αλλά και όλων των αδελφών του.


Τα μαρτύρια των χριστιανών

ΙΙ. Είναι πράγματι μακάρια και γενναία όλα τα μαρτύρια που έγιναν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Γι' αυτό στον Θεό οφείλουμε να αναθέτουμε με περισσότερη ευλάβεια τη φροντίδα για όλα τα πράγματα της ζωής μας. Ποιος λοιπόν δεν θα έπρεπε να θαυμάσει τη γενναιότητα, την καρτερία και την αγάπη τους που είχαν για τον Κύριο; Με το μαστίγωμα καταξέσχιζαν το κορμί των μαρτύρων, μέχρι του σημείου να διακρίνεται η δομή της σάρκας, ως τις εσωτερικές φλέβες και αρτηρίες· εκείνοι όμως υπέμειναν θαρραλέα, ώστε οι παρευρισκόμενοι να αισθάνονται οίκτο και να ξεσπούν σε οδυρμό. Έφθασαν επίσης σε τέτοιο βαθμό γενναιότητας, ώστε κανένας από τους μάρτυρες να μη βγάλει άχνα και στεναγμό, φανερώνοντας σε όλους μας ότι την ώρα που βασανίζονταν οι μάρτυρες του Χριστού ήταν απόντες από τη σάρκα τους, η καλύτερα ότι ήταν εκεί παρών ο ίδιος ο Κύριος και ομιλούσε μαζί τους. Και καθώς ήταν προσηλωμένοι στη χάρη του Χριστού, περιφρονούσαν τα εγκόσμια βάσανα, εξαγοράζοντας εντός μιας ώρας την αιώνια κόλαση. Ακόμη και το καμίνι της φωτιάς, στο οποίο ρίχνονταν από τους απάνθρωπους βασανιστές, τους φαινόταν δροσερό. Γιατί ένα μέλημα είχαν μπροστά στα μάτια τους, το να ξεφύγουν το αιώνιο πυρ που δεν σβήνει ποτέ, και με τα μάτια της καρδιάς τους έβλεπαν υψηλά τα αγαθά, τα προοριζόμενα για όσους υπομείνουν, αγαθά που ούτε αυτί άκουσε, ούτε μάτι τα είδε, κι ούτε λογισμός του ανθρώπου τα 'βαλε. Αυτά τα αγαθά επιδεικνύονταν από τον Κύριο μόνο σε εκείνους, οι οποίοι δεν ήταν πλέον άνθρωποι, αλλά άγγελοι. Το ίδιο και όσοι καταδικάστηκαν στα θηρία υπέφεραν τρομερές τιμωρίες, καθώς τοποθετούνταν επάνω σε αγκαθωτά κολαστήρια όργανα και υφίσταντο ποικίλα άλλα είδη βασάνων, με σκοπό να τους εξαναγκάσει ο τύραννος να αρνηθούν την πίστη τους με την επίμονη τιμωρία, εάν βέβαια μπορέσει.

Η γενναιότητα των μαρτύρων

ΙΙΙ. Πολλά λοιπόν ο διάβολος μηχανευόταν εναντίον τους, αλλά δόξα τω Θεώ, διότι δεν τους κατέβαλε όλους. Διότι ο γενναιότατος Γερμανικός τους εμψύχωνε όταν έδειχναν δειλία με την υπομονή του, ο οποίος αντιμετώπισε με ανδρεία τα θηρία. Αν και ο ανθύπατος επιθυμούσε να τον μεταπείσει από τη γνώμη του, λέγοντάς του να λυπηθεί τη νεότητά του, αυτός προκάλεσε το θηρίο δυναμικά προς τον εαυτό του, θέλοντας να απαλλαγεί το ταχύτερο από την άδικη και παράνομη πολιτεία των ειδωλολατρών. Από τη στιγμή αυτή όλο το πλήθος, αφού θαύμασε τη γενναιότητα του θεοφιλούς και θεοσεβούς γένους των χριστιανών, φώναξε δυνατά:
– Έξω οι άθεοι. Να 'ρθεί εδώ ο Πολύκαρπος!

Η περίπτωση του Κόιντου

IV. Ένας όμως από τους χριστιανούς, ονομαζόμενος Κόιντος, ο οποίος πρόσφατα είχε έλθει από τη Φρυγία, μόλις είδε τα θηρία δείλιασε. Ενώ ο ίδιος ήταν εκείνος ο οποίος είχε πείσει και τον εαυτό του και μερικούς άλλους να προσέλθουν για να μαρτυρήσουν εκουσίως. Αυτόν έπεισε με επίμονες συστάσεις ο ανθύπατος να ορκιστεί και να θυσιάσει στα είδωλα. Γι' αυτό λοιπόν, αδελφοί, δεν επαινούμε εκείνους που πάνε να μαρτυρήσουν χωρίς να τους πιέσει κανείς, επειδή δεν διδάσκει έτσι το Ευαγγέλιο.

Ο επίσκοπος Σμύρνης Πολύκαρπος

V. Ο δε θαυμασιότατος Πολύκαρπος, μόλις άκουσε κατά πρώτον περί του επεισοδίου, δεν ταράχθηκε, αλλά ήθελε να μείνει μέσα στην πόλη. Οι πολλοί όμως τον έπεισαν να εξέλθει κρυφά. Και εξήλθε μυστικά σε μικρό αγρόκτημα, το οποίο δεν απείχε πολύ από την πόλη και διέμενε εκεί μαζί με λίγους συνοδούς. Νύκτα και ημέρα δεν έκαμε τίποτα άλλο, παρά προσευχόταν για όλους και για τις Εκκλησίες της οικουμένης, όπως συνήθιζε. Και ενώ προσευχόταν τρεις μέρες προτού συλληφθεί, περιήλθε σε οπτασία και είδε το προσκέφαλό του να καίγεται από πυρ. Και στραφείς είπε προς τους συνοδούς του:
– Πρόκειται να καώ ζωντανός.

VI. Και επειδή οι διώκτες επέμεναν στην αναζήτηση, μετέβη σε άλλο αγρόκτημα. Και αμέσως κατέφθασαν οι διώκτες του και, επειδή τον βρήκαν, συνέλαβαν δύο υπηρέτες, των οποίων ο ένας, έπειτα από βασανισμό, ομολόγησε. Ήταν άλλωστε αδύνατο να διαφύγει την προσοχή, εφ' όσον οι προδότες προέρχονταν από τους δικούς του. Και ο αστυνόμος, ο οποίος έτυχε να έχει το ίδιο όνομα λεγόμενος Ηρώδης, έσπευδε για να τον εισαγάγει στο στάδιο, έτσι ώστε εκείνος μεν να εκπληρώσει την αποστολή η οποία του ορίσθηκε, γινόμενος κοινωνός του Χριστού, οι δε προδώσαντες αυτόν να λάβουν την ίδια με τον Ιούδα τιμωρία.

VII. Αστυνομικοί λοιπόν και ιππείς, έχοντες μαζί τους τον υπηρέτη, εξήλθαν με τον συνήθη οπλισμό τους την Παρασκευή κατά την ώρα του δείπνου, σαν να έτρεχαν εναντίον ληστού (Μτ. 26,55). Όταν αργά το βράδυ εισέβαλαν, τον βρήκαν ξαπλωμένο σε ένα ανώγειο δωμάτιο. Αν και μπορούσε να απομακρυνθεί επίσης από εκεί σε άλλο τόπο, αλλά δεν θέλησε ειπών: «Ας γίνει το θέλημα του Θεού» (Πράξ. 21,14). Καθώς άκουσε λοιπόν ότι είχαν φθάσει, κατέβη στο ισόγειο και συζήτησε μαζί τους, ενώ όλοι οι παρόντες θαύμαζαν την ηλικία και το παράστημά του, και απορούσαν διατί υπήρχε τόση σπουδή να συλληφθεί τέτοιος γέρων. Παρήγγειλε λοιπόν αμέσως να τους παρατεθεί τράπεζα εκείνη την ώρα για να φάγουν και να πιούν όσο θέλουν, τους παρακάλεσε δε να του δώσουν καιρό να προσευχηθεί ανενόχλητα. Αφού δε του το επέτρεψαν, σταθείς προσευχήθηκε και ήταν τόσο γεμάτος θεία χάρη, ώστε επί δύο ώρες να μην μπορεί να σιωπήσει. Οι δε ακούσαντες εξεπλήσσοντο και πολλοί μετανοούσαν διότι είχαν έλθει εναντίον ενός τόσο θεοπρεπούς γέροντος.

VIII. Όταν δε κάποτε αφού τελείωσε την προσευχή του, αφού εμνημόνευσε όλους όσοι κάποτε είχαν έλθει σε επαφή μαζί του, μικρούς και μεγάλους, ενδόξους και αδόξους, και όλη την ανά την οικουμένη καθολική Εκκλησία, ήλθε η ώρα να εξέλθουν. Τοποθετήσαντες λοιπόν αυτόν επάνω σε όνο, τον έφεραν στην πόλη την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου. Τον προϋπάντησαν δε ο αστυνόμος Ηρώδης και ο πατέρας του Νικήτης, οι οποίοι, αφού τον μετέφεραν στην άμαξα, κάθισαν δίπλα του και προσπαθούσαν να τον πείσουν λέγοντες:
– Τι κακό είναι να πεις «ο Καίσαρας είναι Κύριος», και να θυσιάσεις και να κάνεις τα ακόλουθα σ' αυτά και να σωθείς;
Αυτός δε αρχικώς μεν δεν αποκρινόταν σ' αυτούς, επειδή όμως επέμεναν, είπε:
– Δεν πρόκειται να κάνω ό,τι με συμβουλεύετε. Εκείνοι δε, αφού απέτυχαν να τον μεταπείσουν, έλεγαν σκληρούς λόγους και τον καταβίβασαν με σπουδή, ώστε κατερχόμενος από την άμαξα να ξεσχίσει το αντικνήμιό του. Και χωρίς να το λάβει υπ' όψιν του, σαν να μην είχε πάθει τίποτα, βάδιζε με προθυμία και σπουδή οδηγούμενος προς το στάδιο, όπου επικρατούσε τόσος θόρυβος, ώστε να είναι δυνατόν ούτε να ακουσθεί κανείς.

Η ομολογία του Πολυκάρπου

IX. Καθώς δε εισερχόταν στο στάδιο ο Πολύκαρπος, του ήλθε φωνή εξ ουρανού:
– «Να είσαι ισχυρός και ανδρείος, Πολύκαρπε», διότι είμαι μαζί σου.
Και τον μεν ομιλήσαντα δεν είδε κανείς, τη δε φωνή άκουσαν οι παρόντες από τους δικούς του. Στη συνέχεια, καθώς προσήχθη, έγινε μέγας θόρυβος, μόλις άκουσαν ότι είχε συλληφθεί ο Πολύκαρπος. Μόλις λοιπόν προσήχθη, τον ρώτησε ο ανθύπατος, αν αυτός είναι ο Πολύκαρπος. Αφού δε το ομολόγησε, προσπαθούσε να τον πείσει να αρνηθεί λέγων:
– «Λυπήσου την ηλικία σου», και άλλα παρόμοια μ' αυτά, όπως συνηθίζουν αυτοί να λέγουν:
– «Ορκίσου στην τύχη του Καίσαρα, μετανόησε, πές "έξω οι άθεοι"».
Ο δε Πολύκαρπος κοιτάζοντας με σοβαρό πρόσωπο προς όλο το πλήθος των άνομων ειδωλολατρών, οι οποίοι βρισκόντουσαν στο στάδιο, και σηκώνοντας προς αυτούς το χέρι, στενάξας και παρατηρήσας προς τον ουρανό είπε:
– «Έξω οι άθεοι».
Όταν δε ο ανθύπατος επέμενε λέγων «ορκίσου και θα σε απολύσω, καταράσου τον Χριστόν», είπε ο Πολύκαρπος:
– «Ογδόντα έξι χρόνια τον υπηρετώ και δεν με αδίκησε σε τίποτα. Πως λοιπόν μπορώ να βλασφημήσω τον βασιλέα και σωτήρα μου»;
X. Όταν δε πάλι εκείνος επέμενε, λέγων «ορκίσου στην τύχη του Καίσαρα», ο Πολύκαρπος αποκρινόταν:
– Εάν αυταπατάσαι νομίζοντας ότι θα ορκισθώ στην τύχη του Καίσαρα, όπως λέγεις, και προσποιήσαι ότι αγνοείς ποιος είμαι, άκουσε τον θαρραλέο λόγο μου «είμαι Χριστιανός». Εάν δε θέλεις να μάθεις τη διδασκαλία του Χριστιανισμού, όρισε ημέρα συνεντεύξεως και θα ακούσεις.
Ο ανθύπατος είπε:
– Πείσε γι' αυτά τον λαό.
Ο δε Πολύκαρπος είπε:
– Σε μεν θεώρησα άξιο να σου απευθύνω τον λόγο, διότι έχουμε διδαχθεί να απονέμουμε στις αρχές και τις εξουσίες τις διορισμένες υπό του Θεού, την αρμόζουσα τιμή, εφ' όσον δεν ζημιώνεται η πίστη μας. Εκείνους όμως δεν τους θεωρώ αξίους να ακούσουν την απολογία μου.
XI. Ο δε ανθύπατος είπε:
– Θηρία έχω θα σε ρίξω σ' αυτά, εάν δεν μετανοήσεις.
Αυτός δε είπε:
– Κάλεσέ τα. Διότι για μας είναι αδιανόητη η μετάνοια από τα καλύτερα προς τα χειρότερα, καλό δε είναι η μετάνοια από τα άδικα προς τα δίκαια.
Εκείνος δε είπε πάλι προς αυτόν:
– Εάν περιφρονείς τα θηρία, θα ορίσω να φαγωθείς από πυρ, εφ' όσον δεν μετανοήσεις.
Ο δε Πολύκαρπος είπε:
– Με απειλείς με πυρ το οποίο καίεται πρόσκαιρα και μετ' ολίγο σβήνεται. Διότι αγνοείς το πυρ της μελλούσης κρίσεως και αιωνίου κολάσεως, το οποίο επιφυλάσσεται για τους ασεβείς. Αλλά γιατί βραδύνεις; Φέρε ό,τι θέλεις.

Το μαρτυρικό τέλος του Πολυκάρπου

XII. Λέγοντας δε αυτά και άλλα πολλά, ήταν γεμάτος θάρρος και χαρά και το πρόσωπό του ήταν πλήρες χάριτος, ώστε όχι μόνο μα μην καταρρεύσει ταραγμένος από τα λεχθέντα προς αυτόν, αλλ' αντιθέτως ο ανθύπατος να εκπλαγεί και να στείλει τον κήρυκά του στο μέσο του σταδίου για να κηρύξει τρεις φορές «ο Πολύκαρπος ομολόγησε ότι είναι Χριστιανός».
Όταν λέχθηκε αυτό υπό του κήρυκα, όλο το πλήθος των Εθνικών και Ιουδαίων, των κατοικούντων στη Σμύρνη, κραύγαζε με μεγάλη φωνή και ασυγκράτητο θυμό:
– Αυτός είναι ο διδάσκαλος της Ασίας, ο πατήρ των Χριστιανών, ο καθαιρέτης των θεών μας, ο διδάσκων τα πλήθη να μη θυσιάζουν και να μην προσκυνούν.
Λέγοντας αυτά ζητούσαν με κραυγές από τον ασιάρχη Φίλιππο να απολύσει τον λέοντα κατά του Πολυκάρπου. Αυτός όμως είπε ότι δεν του επιτρέπεται τούτο, γιατί οι θηριομαχίες είχαν τελειώσει. Τότε αποφάσισαν να κραυγάζουν μαζικώς «να καεί ζωντανός ο Πολύκαρπος». Διότι έπρεπε να εκπληρωθεί το προαγγελθέν με την οπτασία, η οποία του είχε φανερωθεί σχετικώς με το προσκεφάλαιο, όταν προσευχόμενος το είδε να καίεται και στραφείς προς τους πλησίον του πιστούς είπε προφητικώς:
– Πρόκειται να καώ ζωντανός.

XIII. Συνέβησαν δε αυτά με εξαιρετική ταχύτητα, γρηγορότερα απ' όσο ελέγοντο. Τα πλήθη συνέλεγαν αυτοστιγμεί ξύλα και φρύγανα από εργαστήρια και τα λουτρά, ενώ οι Ιουδαίοι κατά τη συνήθειά τους τους βοηθούσαν στο έργο πρόθυμα. Όταν δε ετοιμάσθηκε η φωτιά, αφού απέθεσε δίπλα του όλα τα ενδύματα και έλυσε τη ζώνη, προσπάθησε να λύσει και τα υποδήματα, ενώ προηγουμένως δεν το έκανε ποτέ, διότι πάντοτε όλοι οι πιστοί έσπευδαν, ποιος να αγγίξει γρηγορότερα το δέρμα του. Διότι και προ του μαρτυρίου ήταν στολισμένος με κάθε χάρη λόγω της αγαθής του διαγωγής. Αμέσως έπειτα τέθηκαν σ' αυτόν τα κατάλληλα για τη φωτιά όργανα. Όταν δε επρόκειτο να τον καρφώσουν είπε:
– Αφήστε με έτσι. Διότι αυτός, ο οποίος μου έδωσε τη δύναμη να υποφέρω το πυρ, θα μου δώσει τη δύναμη να μείνω ατάραχος στη φωτιά και χωρίς την ασφάλεια από τα καρφιά σας.

XIV. Εκείνοι λοιπόν δεν τον κάρφωσαν μεν, αλλά τον έδεσαν. Αφού δε έβαλε πίσω τα χέρια του και προσδέθηκε σαν ευγενής κριός διαλεγμένος από μεγάλο ποίμνιο για θυσία, ολοκαύτωμα ετοιμασμένο και δεκτό από τον Θεό, κοίταξε επάνω προς τον ουρανό και είπε:
– Κύριε, ο παντοκράτωρ Θεός (Αποκ. 4,8. 11,17. 21,22), ο πατήρ του αγαπητού και ευλογητού παιδός σου Ιησού Χριστού, δια του οποίου δεχθήκαμε την επίγνωση περί σου, ο Θεός των αγγέλων και των δυνάμεων, όλης της κτίσεως και όλου του γένους των δικαίων οι οποίοι ζουν ενώπιόν σου, Σε ευλογώ διότι με αξίωσες αυτής της ημέρας και ώρας, να λάβω μέρος στον αριθμό των μαρτύρων εντός του ποτηρίου του Χριστού σου, για ανάσταση σε αιώνια ζωή ψυχής και σώματος, σε αφθαρσία Αγίου Πνεύματος. Είθε σήμερα να γίνω σ' αυτούς δεκτός ενώπιόν σου ως θυσία πλουσία και ευπρόσδεκτος, καθώς προετοίμασες και προφανέρωσες και εξεπλήρωσες Συ ο αψευδής και αληθινός Θεός. Δια τούτο και δι' όλα τα άλλα Σε αινώ, Σε ευλογώ, Σε δοξάζω δια του αιωνίου και επουρανίου αρχιερέως Ιησού Χριστού, αγαπητού παιδός σου, δια του οποίου σε Σένα μαζί με Αυτόν και το Άγιο Πνεύμα αρμόζει δόξα τώρα και στους μέλλοντες αιώνες. Αμήν.

XV. Αφού δε ανέπεμψε το αμήν και τελείωσε την ευχή, οι αρμόδιοι άνθρωποι δια το πυρ, άναψαν τη φωτιά. Καθώς δε έλαμψε μεγάλη φλόγα, είδαμε θαύμα εμείς στους οποίους δόθηκε να δούμε, οι οποίοι και διασωθήκαμε για να απαγγείλλουμε τα συμβάντα στους άλλους. Δηλαδή το πυρ, σχημάτισαν είδος καμάρας, σαν ιστίου πλοίου φουσκωμένο από τον άνεμο, κύκλωσε γύρω το σώμα του μάρτυρος, και τούτο ήταν εκεί στο μέσο όχι σαν σάρκα καιομένη, αλλά σαν άρτος ψημένος η σαν χρυσός και άργυρος καθαριζόμενος σε κάμινο. Και η ευωδία την οποία αισθανόμασταν ήταν δυνατή, σαν να κάπνιζε λιβανωτό ή άλλο πολύτιμο άρωμα.

XVI. Τέλος, ιδόντες οι άνομοι ότι το σώμα του δεν ήταν δυνατόν να φαγωθεί από το πυρ, διέταξαν να τον πλησιάσει εκτελεστής και να βυθίσει στο σώμα του ξιφίδιο. Όταν δε έπραξε τούτο, εξήλθε άφθονο αίμα γύρω στο στήθος, ώστε να σβήσει τη φωτιά και να θαυμάσει όλος ο όχλος ότι τόση διαφορά υπάρχει μεταξύ των απίστων και των εκλεκτών. Ένας απ' εκείνους και αυτός, ο θαυμασιότατος Πολύκαρπος, ο οποίος ανεδείχθη κατά τους χρόνους μας αποστολικός και προφητικός διδάσκαλος και επίσκοπος της καθολικής Εκκλησίας στη Σμύρνη. Διότι κάθε λόγος τον οποίο άφησε από το στόμα του και εκπληρώθηκε και θα εκπληρωθεί.

Μετά από το μαρτύριο

XVII. Ο δε αντίζηλος, ο φθονερός, ο πονηρός, ο εχθρός του γένους των δικαίων, καθώς αντιλήφθηκε τη σπουδαιότητα της μαρτυρίας του και την εξ αρχής ανεπίληπτη σταδιοδρομία του και τον είδε στεφανωμένο με τον στέφανο της αφθαρσίας και κατακτητή ενός ασυναγώνιστου βραβείου, κατάφερε ώστε ούτε το πτώμα του να μην παραληφθεί από εμάς, αν και πολλοί επιθυμούσαν να το παραλάβουν, για να αγγίξουν ούτω το άγιο σαρκίο του. Υπέβαλε λοιπόν στον Νικητή, τον πατέρα του Ηρώδη και αδελφό της Άλκης, να ζητήσει από τον άρχοντα να μη δώσει το σώμα του, «μη τυχόν, λέγει, αφήσαντες τον εσταυρωμένο αρχίσουν να λατρεύουν τούτο». Και ταύτα είπε με υποβολή και ενίσχυση των Ιουδαίων, οι οποίοι και προφύλαξαν όταν επεχειρήσαμε να τον παραλάβουμε από την πυρά, αγνοούντες ότι δεν θα μπορέσουμε ούτε τον Χριστό να εγκαταλείψουμε ποτέ, τον παθόντα υπέρ της σωτηρίας των σωζωμένων σε ολόκληρο τον κόσμο, τον άμωμο υπέρ των αμαρτωλών, ούτε κάποιον άλλο να λατρεύσουμε. Διότι τούτον μεν προσκυνούμε ως Υιόν του Θεού, τους δε μάρτυρες αγαπούμε ως μαθητές και μιμητές του Κυρίου, επαξίως λόγω της ανυπερβλήτου αφοσιώσεως στο βασιλέα και διδάσκαλό τους. Είθε και εμείς να γίνουμε κοινωνοί και συμμαθητές αυτών.

XVIII. Ιδών λοιπόν ο εκατόνταρχος την υποκινηθείσα από τους Ιουδαίους φιλονικία, τον τοποθέτησαν στο μέσο και κατά τη συνήθειά τους τον έκαψε. Έτσι εμείς, συλλέξαντες ύστερα τα οστά του, τα τιμιώτερα από πολυτελείς λίθους, και ευγενέστερα από χρυσό, τα ενταφιάσαμεν σε κατάλληλο τόπο. Καθώς δε θα συναθροιζόμαστε εκεί κατά δύναμη με αγγαλλίαση και χαρά, ο Κύριος θα επιτρέψει να εορτάζουμε τη γενέθλιο ημέρα του μαρτυρίου του τόσο σε μνήμη των προαθλησάντων, όσο και σε άσκηση και ετοιμασία των μελλοντικών αθλητών.

Επίλογος

XIX. Αυτά συνέβησαν στον μακάριο Πολύκαρπο, ο οποίος μαρτύρησε στη Σμύρνη δωδέκατος κατά σειρά μαζί με τους προερχόμενους από τη Φιλαδέλφεια. Βεβαίως μόνον αυτός μνημονεύεται κατ' εξοχήν από όλους και διαλαλείται επίσης υπό των Εθνικών σε κάθε τόπο. Διότι δεν ήταν μόνον επίσημος διδάσκαλος, αλλ' έγινε και έξοχος μάρτυς, του οποίου το μαρτύριο όλοι επιθυμούν να μιμηθούν, ως γενόμενο κατά το ευαγγέλιο του Χριστού. Κατανικήσας δια της υπομονής του τον άδικο άρχοντα και ούτω κερδίσας τον στέφανο της αφθαρσίας, αγαλλόμενος μαζί με τους αποστόλους και όλους τους δικαίους, δοξάζει τον Θεόν και Πατέρα παντοκράτορα και ευλογεί τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, τον σωτήρα των ψυχών ημών και κυβερνήτη των σωμάτων ημών και ποιμένα της ανά την οικουμένη Καθολικής Εκκλησίας.

XX. Σεις μεν εζητήσατε να σάς εκθέσουμε δια μακρών τα συμβάντα, εμείς δε προς το παρόν σάς τα διηγηθήκαμε επιτόμως δια του αδελφού ημών Μαρκίωνος. Αφού λοιπόν πληροφορηθείτε ταύτα, στείλατε την επιστολή και στους παραπέρα αδελφούς, δια να δοξάζουν και εκείνοι τον Κύριο, ο οποίος εκλέγει τους εξαιρέτους από τους δούλους του. Σ' αυτόν δε ο οποίος με τη χάρη και δωρεάν του μπορεί να εισαγάγει όλους εμάς στην επουράνια βασιλεία του δια του παιδός αυτού, του μονογενούς Ιησού Χριστού, δόξα, τιμή, κράτος, μεγαλοσύνη στους αιώνας. Χαιρετήσατε όλους τους αγίους. Σάς χαιρετίζουν όσοι είναι μαζί μας. Και ο Ευάρεστος ο οποίος έγραψε την επιστολή με όλη την οικογένειά του.

Πρόσθετος επίλογος

XXI. Μαρτύρησε δε ο μακάριος Πολύκαρπος τη Δευτέρα του μηνός Ξανθικού ισταμένου, κατά δε το ρωμαϊκό ημερολόγιο επτά προ των καλανδών του Μαρτίου (= 23 Φεβρουαρίου), μέγα Σάββατο, ώρα ογδόη. Συνελήφθη δε υπό του Ηρώδη επί αρχιερέως Φιλίππου Τραλλιανού, ανθυπατεύοντος του Στατίου Κοδράτου, βασιλεύοντος δε εις τους αιώνας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα, τιμή, μεγαλοσύνη, θρόνος αιώνιος από γενεάς εις γενεάν. Αμήν.

XXII. Ευχόμεθα, αδελφοί, να είσθε υγιείς, ακολουθούντες τον κατά το Ευαγγέλιο λόγο του Ιησού Χριστού (μετά του οποίου δόξα ανήκει στον Θεό Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, χάριν της σωτηρίας των εκλεκτών αγίων), σύμφωνα με τον οποίο μαρτύρησε ο μακάριος Πολύκαρπος, επί των ιχνών του οποίου είθε να βρεθούμε και εμείς στη βασιλεία του Ιησού Χριστού.

[Η νεοελληνική μετάφραση του «Μαρτυρίου του Αγίου Πολυκάρπου» προέρχεται από την ομώνυμη έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης (2003), με νεότερη μεταφραστική εργασία και επιμέλεια του π. Κων/νου Παπαθανασίου]



Λίγο-λίγο συνήθισε την καρδιά σου να λέει:



Είπε ένας Γέροντας:
Λίγο-λίγο συνήθισε την καρδιά σου να λέει για τον καθέναν από τους αδελφούς: 
“Στ΄ αλήθεια, αυτός είναι πιο προχωρημένος από μένα στον δρόμο του Θεού”. 
Και πάλι: “Αυτός είναι καλύτερος από μένα”. 
Και έτσι σιγά-σιγά θα φθάσεις στο σημείο να βάζεις τον εαυτό σου κάτω από όλους, και θα κατοικήσει μέσα σου το Πνεύμα του Θεού. Ενώ, αν περιφρονήσεις έναν άνθρωπο, φεύγει η χάρη του Θεού από σένα και παραδίνεις τον εαυτό σου σε σαρκικούς μολυσμούς και σου σκληρύνεται η καρδιά και δεν θα υπάρχει καμιά κατάνυξη μέσα σου”.

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Γιατί η πίστη στα έσχατα χρόνια δεν θα ενεργεί τα ίδια θαύματα όπως παλιά;


Ερώτηση:  Γιατί  η  πίστη  στα  έσχατα  χρόνια  δεν  θα  ενεργεί  τα  ίδια θαύματα όπως παλιά;

Απάντηση:  Γιατί  συνεχώς  θα  αυξάνει  ο  εγωισμός,  ενώ  η  αγάπη  θα ψύχεται.  Ο  Ίδιος  ο  Κύριος,  προβλέποντας  ότι  θα  εξασθενήσει  η  πίστη  των ανθρώπων,  είπε:  «Ο  Υιός  του  ανθρώπου  ελθών  άρα  ευρήσει  την  πίστιν  επί  της γης;» (Λουκ. 18,8) Ανθρωπίνως μιλώντας θα λέγαμε ότι στα Ευαγγέλια, όπως στα τελευταία  κεφάλαια  του  κατά  Ματθαίον,  διαφαίνεται  μια  απαισιοδοξία  για  το θέμα  αυτό.  Εντούτοις,  αφού  περιγράφονται  όλα  τα  γεγονότα  που  πρόκειται  να συντελεσθούν  στα  έσχατα  χρόνια,  τότε  ο  Κύριος  προσθέτει:  «Επάρατε  τας κεφαλάς υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις υμών» (Λουκ. 21,28). Επομένως οι δύο ακόλουθες  καταστάσεις  συμβαδίζουν:  απελπιζόμαστε  μεν  για  την  παρούσα κατάσταση  μας,  αλλά  ο  νους  μας  και  η  καρδιά  μας  προσβλέπουν  σε  Εκείνον,  ο Οποίος  ήλθε  και  πάλιν  έρχεται.  Κατά  συνέπεια  η  σύγκρουση  με  τον  εχθρό εντείνεται,  για  τον  ίδιο  λόγο  όμως  αυξάνεται  και  η  πρόκληση  να διαπράττουμε το αγαθό.

Πρέπει   να   εγκαταστήσουμε   μέσα   μας   ένα   πνευματικό μετασχηματιστή  που  θα  μετατρέπει  την  ενέργεια  όλων,  όσα  μας προσβάλλουν  στο  ψυχολογικό  επίπεδο,  σε  πνευματική  ενέργεια,  ικανή  να συντηρεί τη συνομιλία μας με τον Θεό και για τον λόγο αυτό να συμβάλλει στη σωτηρία μας. Αν δεν μάθουμε να μεταποιούμε τις ψυχολογικές καταστάσεις μας σε  πνευματικές,  ποτέ  δεν  θα  βρούμε  αληθινή  ανάπαυση.  Θα  πάσχουμε  μόνιμα από  δοκιμασίες  της  ζωής  αυτής.  Αυτό  συμπεραίνεται  και  από  τους  εξής  λόγους: «Κακοπαθεί  τις  εν  υμίν;  προσευχέσθω·  ευθυμεί  τις  ψαλλέτω»  (Ιακ.  5,13).  Αν κάποιος  από  σας  χαίρεται,  ας  ψάλλει.  Αν  είναι  λυπημένος,  ας  μετανοεί.  Η  κατά Θεόν λύπη οδηγεί σε μετάνοια και η κατά Θεόν χαρά γεννά δοξολογία. Στη ζωή αυτή  δοκιμάζουμε  αναπόφευκτα  όλα  τα  είδη  ψυχολογικής  ενέργειας,  αλλά φροντίζουμε  να διατηρούμε  διάλογο  με  τον  Θεό,  ο  οποίος την μετασχηματίζει σε πνευματική ενέργεια.

Θυμάμαι,  για  παράδειγμα,  τη  γιαγιά  μου  πόσο  ευλαβής  ήταν,  πώς φρόντιζε  να  πηγαίνει  πάντοτε  από  τους  πρώτους  στην  εκκλησία,  γι’  αυτό  και συχνά  ο  σύζυγος  της  της  φερόταν  άσχημα  επειδή  έδινε  προτεραιότητα  στις εκκλησιαστικές  ακολουθίες,  και  αναλογίζομαι:  «Πού  βρίσκεται  τώρα»;  Νιώθω τότε κάποια συντριβή στην καρδιά μου και, ενώ συνέχομαι από τα συναισθήματα αυτά, μεταβάλλω την κατεύθυνση της σκέψεως μου. Την ανυψώνω προς τον Θεό και  προσεύχομαι  για  τη  συγχώρηση  των  αμαρτημάτων  μου  ή  για  οποιοδήποτε άλλο  αίτημα.  Αξιοποιώ  την  ενέργεια  αυτή  για  συνομιλία  με  τον  Θεό, μεταποιώντας την σε πνευματική
ΠΙΣΤΟΙ ΣΤΗ ΔΙΑΘΗΚΗΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 
Αρχιμανδρίτο ΖΑΧΑΡΙΑ(Ζάχαρου) σελ.36-38 




Λόγος ψυχωφελής και θαυμάσιος




Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός
Πρέπει να ξέρομε ότι ο άνθρωπος είναι διπλός, δηλαδή από σώμα και ψυχή, και έχει διπλές τις αισθήσεις και διπλές τις αρετές τους. Πέντε αισθήσεις έχει η ψυχή και πέντε το σώμα. Οι ψυχικές αισθήσεις είναι, νους, διάνοια, γνώμη, φαντασία και αίσθηση· οι σοφοί τις ονομάζουν και δυνάμεις. Οι σωματικές αισθήσεις είναι τούτες: όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση και αφή. Γι' αυτό και διπλές είναι οι αρετές, διπλές και οι κακίες. Ώστε είναι αναγκαίο να γνωρίζει καθαρά ο κάθε άνθρωπος, πόσες είναι οι ψυχικές αρετές και πόσες οι σωματικές. Και ποιά είναι τα ψυχικά πάθη και ποιά τα σωματικά. Ψυχικές αρετές είναι εν πρώτοις οι τέσσερις γενικότατες αρετές, οι όποιες είναι, ανδρεία, φρόνηση, σωφροσύνη και δικαιοσύνη. Από αυτές γεννιούνται οι ψυχικές αρετές πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, ταπείνωση, πραότητα, μακροθυμία, ανεξικακία, χρηστότητα, αοργησία, θεία γνώση, ευφροσύνη, απλότητα, αταραξία, ειλικρίνεια, η χωρίς έπαρση διάθεση, η χωρίς υπερηφάνεια, φθόνο, δόλο, η φιλαργυρία, συμπάθεια, ελεημοσύνη, μεταδοτικότητα, αφοβία, αλυπία, κατάνυξη, σεμνότητα, ευλάβεια, επιθυμία των μελλόντων αγαθών, πόθος της βασιλείας του θεού και επιθυμία της θείας υιοθεσίας. 
Σωματικές αρετές, η μάλλον εργαλεία των αρετών, που όταν γίνονται με γνώση κατά το θέλημα του Θεού και μακριά από κάθε υποκρισία και ανθρωπαρέσκεια, κάνουν τον άνθρωπο να προκόβει στην ταπείνωση και την απάθεια, είναι οι έξης: εγκράτεια, νηστεία, πείνα, δίψα, αγρυπνία, ολονύκτια στάση στην προσευχή, συνεχής γονυκλισία, αλουσιά, χρήση ενός μόνο ενδύματος, ξηροφαγία, το να τρώει κανείς αραιά, να πίνει μόνο νερό, χαμαικοιτία, φτώχεια, ακτημοσύνη, αποφυγή περιποιήσεως, καλλωπισμού, α-φιλαυτία, μόνωση, ησυχία, το να μη βγαίνει κανείς έξω, στέρηση, αυτάρκεια, σιωπή, το να κάνει κανείς εργόχειρο με τα χέρια του, και κάθε κακοπάθεια και σωματική άσκηση, και άλλα τέτοια, τα όποια, όταν είναι το σώμα εύρωστο και ενοχλείται από τα σαρκικά πάθη, είναι αναγκαιότατα και ωφελιμότατα. Όταν όμως το σώμα είναι εξασθενημένο και έχει, με τη βοήθεια του Θεού, νικήσει τα πάθη, δεν είναι τόσο αναγκαία, γιατί η αγία ταπείνωση και η ευχαριστία τα αναπληρώνουν όλα.Τώρα πρέπει να κάνομε λόγο και για τις ψυχικές και σωματικές κακίες, δηλαδή τα πάθη. Ψυχικά πάθη είναι η λήθη, η ραθυμία και η άγνοια. Από τα τρία αυτά σκοτίζεται το μάτι της ψυχής, δηλαδή ο νους, και κυριεύεται από όλα τα πάθη, τα όποια είναι: ασέβεια, κακοδοξία, δηλαδή η κάθε αίρεση, βλασφημία, θυμός, οργή, πικρία, οξυθυμία, μισανθρωπία, μνησικακία, καταλαλιά, κατάκριση, λύπη χωρίς λόγο, φόβος, δειλία, φιλονικία, ζήλεια, φθόνος, κενοδοξία, υπερηφάνεια, υποκρισία, ψεύδος, απιστία, πλεονεξία, φιλουλία, εμπαθής προσκόλληση σε κάτι, σχέση με γήινα πράγματα, ακηδία, μικροψυχία, αχαριστία, γογγυσμός, οίηση, έπαρση, σπουδαιοφάνεια, αλαζονεία, φιλαρχία, ανθρωπαρέσκεια, δολιότητα, αναίδεια, αναισθησία, κολακεία, υπουλότητα, ειρωνεία, διβουλία, συγκατάθεση σε αμαρτήματα του παθητικού μέρους της ψυχής και συνεχής μελέτη αυτών, περιπλάνηση των λογισμών, η μητέρα των κακών φιλαυτία και η ρίζα όλων των κακών φιλαργυρία1, κακοήθεια και πονηρία. 
Σωματικά πάθη είναι: γαστριμαργία, λαιμαργία, απόλαυση, μέθη, λαθροφαγία, ποικιλότροπη φιληδονία, πορνεία, μοιχεία, ασέλγεια, ακαθαρσία, αιμομιξία, παιδεραστία, κτηνοβασία, κακές επιθυμίες και όλα τα παρά φύση αισχρά πάθη· κλοπή, ιεροσυλία, ληστεία, φόνος, η κάθε σωματική άνεση και απόλαυση των θελημάτων της σάρκας, και μάλιστα όταν έχει υγεία το σώμα· μαντείες, μαγείες, οιωνισμοί, κληδονισμοί, αγάπη για στολίδια, κομπασμοί, νωθρότητες, καλλωπισμοί, φτιασιδώματα του προσώπου, η αξιοκατάκριτη αργία, φαντασιώσεις, τυχερά παιχνίδια, η εμπαθής παράχρηση των τερπνών του κόσμου, η φιλοσώματη ζωή που παχαίνει το νου και τον κάνει γήινο και κτηνώδη, και δεν τον αφήνει να σηκωθεί προς το Θεό και προς την εργασία των αρετών. 
Ρίζες όλων αυτών των παθών και πρωταίτιες είναι η φιληδονία, η φιλοδοξία και η φιλαργυρία, από τις όποιες γεννιέται κάθε κακό. Δεν αμαρτάνει ποτέ ο άνθρωπος, αν πρωτύτερα δεν υπερισχύσουν και δεν τον κατακυριεύσουν οι δυνατοί γίγαντες που αναφέρει ο σοφότατος ασκητής Μάρκος*, δηλαδή η λήθη, η ραθυμία και η άγνοια. Αυτές τις γεννά η ηδονή, η καλοπέραση και η αγάπη της δόξας των ανθρώπων και του περισπασμού. Πρωταίτια όλων αυτών και κακή μητέρα είναι, όπως προείπαμε, η φιλαυτία, δηλαδή η παράλογη αγάπη του σώματος και εμπαθής προσκόλληση σ’ αυτό. Η διάχυση και η χαύνωση του νου με ευτραπελίες και αισχρολογίες προξενούν πολλά κακά και πολλές πτώσεις, όπως επίσης και η θρασύτητα και το γέλιο. 
Πρέπει επίσης να γνωρίζομε ότι η εμπαθής φιληδονία είναι πολύμορφη και πολυτροπή, και είναι πολλές οι ηδονές που εξαπατούν την ψυχή, όταν δεν είναι στερεωμένη στο Θεό με νήψη και θείο φόβο, και δεν φροντίζει για την εργασία των αρετών με αγάπη προς το Χριστό. Γιατί είναι πάρα πολλές οι ηδονές που τραβούν προς τον εαυτό τους τα μάτια της ψυχής· είναι οι ηδονές των σωμάτων, των χρημάτων, της απολαύσεως, της δόξας, της ραθυμίας, της οργής, της εξουσίας, της φιλαργυρίας, της πλεονεξίας. Και φαίνονται όλες αυτές ότι έχουν λαμπερά πρόσωπα και αξιαγάπητα, ικανά να προσελκύσουν εκείνους που παθαίνονται για όλα αυτά και δεν έχουν σφοδρό έρωτα προς την αρετή και δεν υπομένουν τη σκληρότητά της. Κάθε σχέση με τα γήινα και η κάθε προσκόλληση σ’ αυτά προξενεί ηδονή και ευχαρίστηση σ’ αυτόν που την έχει, και αποδεικνύει ότι είναι ανώφελο και βλαβερό το επιθυμητικό μέρος της ψυχής όταν είναι εμπαθές, επειδή εξαιτίας του, εκείνος που αποστερείται κάτι που ποθεί, υποτάσσεται στο θυμό, στην οργή, στη λύπη και στη μνησικακία. Αν τώρα, μαζί με την εμπαθή προσκόλληση, επικρατήσει και κάποια έστω μικρή συνήθεια, αλλοίμονο! κάνει τότε εκείνον που κυριεύτηκε από αυτήν να ακολουθεί διαρκώς την παράλογη αυτή εμπαθή προσκόλληση αναίσθητα και χωρίς θεραπεία, με την ηδονή που είναι κρυμμένη μέσα σ’ αυτή. 
Είναι πολυσχιδής η ηδονή της επιθυμίας, όπως προείπαμε· δεν αρκείται μόνο στην πορνεία και τις άλλες σωματικές απολαύσεις, άλλα ζητεί και τα λοιπά πάθη. Αφού, σωφροσύνη είναι όχι μόνον η αποχή από την πορνεία και τις σαρκικές ηδονές, άλλα να απέχει κανείς και από τις άλλες ηδονές. Γι’ αυτό εκείνος που αγαπά τη φιλοχρηματία, τη φιλαργυρία και την πλεονεξία είναι ακόλαστος. Γιατί όπως ο ακόλαστος Έχει έρωτα προς τα σώματα, έτσι και αυτός έχει έρωτα προς τα χρήματα. 'Η μάλλον, αυτός είναι πιο ακόλαστος, αφού δεν έχει τόση βία από τη φύση να τον σπρώχνει σ’ αυτά. Γιατί αμαθής ηνίοχος δεν είναι εκείνος που δεν μπορεί να δαμάσει το άγριο και δυσάγωγο άλογο, άλλα εκείνος που δεν μπορεί να κρατήσει το ήμερο και ήσυχο άλογο. Και από παντού φαίνεται ότι είναι περιττή και όχι φυσική η επιθυμία των χρημάτων, γιατί δεν βιάζεται σ’ αυτήν ο άνθρωπος από τη φύση, άλλα από την κακή του προαίρεση. Γι’ αυτό και αμαρτάνει ασυγχώρητα εκείνος που νικιέται εκούσια από τη φιλοχρηματία. Ώστε πρέπει να γνωρίζομε καλά ότι η φιληδονία δεν έγκειται μόνον στην τρυφή και στην απόλαυση των σωμάτων, άλλα σε κάθε τρόπο και πράγμα που το αγαπά κανείς με πάθος και με την προαίρεση της ψυχής του. Και για να γνωρίζονται καθαρότερα τα πάθη που αφορούν στα τρία μέρη της ψυχής, προσθέτομε και τα παρακάτω με συντομία. 
Η ψυχή διαιρείται σε τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό. Του λογιστικού αμαρτήματα είναι αυτά: απιστία, αίρεση, αφροσύνη, βλασφημία, αχαριστία, και οι συγκαταθέσεις των αμαρτημάτων, οι όποιες γίνονται από το παθητικό μέρος. Η ίαση και η θεραπεία αυτών των κακών είναι η αδίστακτη πίστη στο Θεό και τα αληθινά και χωρίς πλάνη ορθόδοξα δόγματα της ευσέβειας, η αδιάκοπη μελέτη των λόγων του Πνεύματος, η καθαρή και αδιάλειπτη προσευχή, και η ευχαριστία προς το Θεό. Τα αμαρτήματα του θυμικού είναι τα έξης: η ασπλαχνία, το μίσος, η ασυμπάθεια, η μνησικακία, ο φθόνος, ο φόνος και η συνεχής αυτών και των παρομοίων μελέτη. Η ίαση και η θεραπεία τους είναι η φιλανθρωπία, η αγάπη η πραότητα, η φιλαδελφία, η συμπάθεια, η ανεξικακία και η καλοσύνη. Του επιθυμητικού τα αμαρτήματα είναι τα έξης: η γαστριμαργία, η λαιμαργία, η οινοποσία, η πορνεία, η μοιχεία, η ακαθαρσία, η ασέλγεια, η φιλοχρηματία, η επιθυμία της κενής δόξας και η επιθυμία χρυσού και πλούτου και σαρκικών ηδονών. Η ίαση και η θεραπεία αυτών είναι η νηστεία, η εγκράτεια, η κακοπάθεια, η ακτημοσύνη, το σκόρπισμα των χρημάτων στους φτωχούς, η επιθυμία των μελλόντων εκείνων αθάνατων αγαθών, ο πόθος της βασιλείας του Θεού και η επιθυμία της θείας υιοθεσίας. 
Τώρα πρέπει να κάνομε λόγο για τη διάγνωση των εμπαθών λογισμών, από τους οποίους γίνεται η κάθε αμαρτία. Οκτώ είναι οι βασικοί λογισμοί της κακίας: της γαστριμαργίας, της πορνείας, της φιλαργυρίας, της οργής, της λύπης, της ακηδίας, της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας. Το να μας παρενοχλούν η να μη μας παρενοχλούν οι οκτώ αυτοί λογισμοί, αυτό δεν είναι στην εξουσία μας. Το να επιμένουμε όμως σ’ αυτούς η να μην επιμένουμε, να κινούμε τα πάθη η να μην τα κινούμε, αυτό είναι στην εξουσία μας.Στους λογισμούς αυτούς διακρίνομε τα έξης: προσβολή, συνδυασμό, πάλη, πάθος, συγκατάθεση (που πλησιάζει και μοιάζει με την πράξη), ενέργεια και αιχμαλωσία. Προσβολή είναι η απλή υπόμνηση του διαβόλου: «Κάνε τούτο η εκείνο», όπως συνέβη στον Κύριο και Θεό μας: «Πες να γίνουν οι πέτρες αυτές ψωμιά». Αυτό, όπως είπαμε, δεν είναι στην εξουσία μας. Συνδυασμός είναι η παραδοχή του λογισμού που μας υποβάλλει ο εχθρός, και μ’ ένα τρόπο, η μελέτη του πονηρού λογισμού και ηδονική συνομιλία με την προαίρεσή μας. Πάθος είναι η έξη που δημιουργείται από το συνδυασμό του λογισμού που υποβάλλει ο εχθρός, και η κατά κάποιο τρόπο συνεχής σχετική μελέτη και φαντασία. Πάλη είναι η αντίσταση στο λογισμό που γίνεται η προς κατάργηση του πάθους που αυτός περιέχει - δηλαδή του εμπαθούς λογισμού - η προς συγκατάθεση, καθώς λέει ο Απόστολος: «Η σάρκα επιθυμεί κατά του πνεύματος και το πνεύμα κατά της σάρκας, κι αυτά είναι αντίθετα μεταξύ τους». Αιχμαλωσία είναι η βίαιη και αθέλητη απαγωγή της καρδιάς που τυραννείται από προηγούμενο εθισμό στην αμαρτία και μακρά συνήθεια. Συγκατάθεση είναι η συγκατάνευση στο πάθος που περιέχει ο λογισμός. Ενέργεια είναι η ίδια η πράξη του εμπαθούς λογισμού, στον οποίο συγκατατεθήκαμε. Εκείνος λοιπόν που αντιμετωπίζει απαθώς το πρώτο, δηλαδή την προσβολή, η το διώχνει αμέσως με αντίρρηση και σταθερότητα, έκοψε με μία και όλα τα επόμενα. 
Η κατάργηση των οκτώ παθών ας γίνεται με τον έξης τρόπο. Με την εγκράτεια καταργείται η γαστριμαργία· με τον θείο πόθο και την επιθυμία των μελλόντων αγαθών καταργείται η πορνεία· με τη συμπάθεια προς τους φτωχούς καταργείται η φιλαργυρία· με την αγάπη προς όλους και την καλοσύνη καταργείται η οργή· με την πνευματική χαρά καταργείται η κοσμική λύπη· με την υπομονή, την καρτερία και την ευχαριστία προς το Θεό καταργείται η ακηδία· με την κρυφή εργασία των αρετών και τη συνεχή προσευχή με συντριβή καρδιάς, καταργείται η κενοδοξία· με το να μη κρίνει κανείς τον άλλο η να τον εξευτελίζει, όπως έκανε ο αλαζόνας Φαρισαίος, άλλα να νομίζει τον εαυτό του τελευταίο απ’ όλους, καταργείται η υπερηφάνεια. Έτσι λοιπόν, αφού ελευθερωθεί ο νους από τα παραπάνω πάθη και ανυψωθεί στο Θεό, ζει από εδώ τη μακάρια ζωή και δέχεται τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος5. Και όταν φύγει από εδώ, έχοντας απάθεια και αληθινή γνώση, στέκεται μπροστά στο φως της Αγίας Τριάδας, και καταφωτίζεται μαζί με τους αγίους αγγέλους στους απέραντους αιώνες. 
Η ψυχή λοιπόν, όπως προαναφέρθηκε, έχει τρία μέρη· αυτά είναι: λογισμός, θυμός και επιθυμία. Όταν στο θυμικό μέρος υπάρχει αγάπη και φιλανθρωπία, και στην επιθυμία καθαρότητα και σωφροσύνη, τότε ο λογισμός είναι φωτισμένος· όταν όμως στο θυμικό μέρος υπάρχει μισανθρωπία και στο επιθυμητικό υπάρχει ακολασία, τότε ο λογισμός είναι σκοτισμένος. Ο λογισμός λοιπόν τότε υγιαίνει και σωφρονεί και φωτίζεται, όταν έχει τα πάθη υποταγμένα και θεωρεί πνευματικά τους λόγους των κτισμάτων του Θεού και ανυψώνεται προς την μακάρια και Αγία Τριάδα. Ο θυμός τότε κινείται κατά φύση, όταν αγαπά όλους τους ανθρώπους και δεν έχει εναντίον κανενός λύπη η μνησικακία. Η δε επιθυμία, όταν με την ταπεινοφροσύνη, την εγκράτεια και την ακτημοσύνη νεκρώσει τα πάθη, δηλαδή την ηδονή της σάρκας και τον πόθο των χρημάτων και της πρόσκαιρης δόξας, και στραφεί προς τον θείο και αθάνατο έρωτα. Γιατί η επιθυμία κινείται προς τρία πράγματα: είτε προς τη σαρκική ηδονή, είτε προς τη μάταιη δόξα, η προς απόκτηση χρημάτων. Και για την παράλογη αυτή έφεση καταφρονεί το Θεό και τις άγιες εντολές Του, λησμονεί τη θεϊκή ευγένεια, γίνεται θηρίο εναντίον του πλησίον, σκοτίζει το λογισμό και δεν αφήνει να στραφεί και να δει την αλήθεια. Ενώ εκείνος που απόκτησε ανώτερο φρόνημα, όπως προείπαμε, απολαμβάνει από εδώ τη βασιλεία των ουρανών και ζει μακάρια ζωή αναμένοντας τη μακαριότητα που προορίζεται για όσους αγαπούν το Θεό. Αυτής είθε ν’ αξιωθούμε κι εμείς με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αμήν. 
Πρέπει να γνωρίζομε και αυτό· ότι δεν μπορούμε να φτάσομε στο μέτρο κάποιας αρετής, παρά με κοπιαστική φιλοπονία για την απόκτησή της και προσπαθώντας με όση δύναμη έχομε σ’ όλη μας τη ζωή, όπως λόγου χάρη για την ελεημοσύνη, την εγκράτεια, την προσευχή, την αγάπη, η κάποια από τις γενικές αρετές. Από αυτές μερικώς ο καθένας ασκεί κάποια αρετή· λ.χ. ασκεί κανείς πότε-πότε την ελεημοσύνη, άλλα επειδή την ασκεί λίγο, δεν μπορούμε να τον χαρακτηρίσομε ελεήμονα, κι ακόμη περισσότερο όταν δεν το κάνει αυτό καλά και θεάρεστα. Γιατί το καλό δεν είναι καλό όταν δε γίνεται καλά. Άλλα καλό είναι πράγματι όταν δεν απολαμβάνει εδώ το μισθό του από οποιαδήποτε αιτία, π.χ. από ανθρωπαρέσκεια λόγω καλής φήμης, η επιδίωξη δόξας, η από πλεονεξία και αδικία. Επειδή ο Θεός δε ζητεί εκείνα που γίνονται και νομίζονται καλά, άλλα εξετάζει το σκοπό για τον όποιο γίνονται. Όπως λένε και οι θεοφόροι Πατέρες, όταν ο νους λησμονήσει το σκοπό της ευσέβειας, τότε και το έργο που είναι φανερά ενάρετο, γίνεται ανώφελο- και εκείνα που γίνονται χωρίς διάκριση και σκοπό, όχι μόνο δεν ωφελούν και αν ακόμη είναι καλά, άλλα βλάπτουν. Το αντίθετο συμβαίνει μ’ εκείνα που νομίζονται κακά, γίνονται όμως με θεοσεβή σκοπό· όπως εκείνος που μπήκε στο πορνείο και τράβηξε από εκεί την πόρνη. Από αυτό γίνεται φανερό ότι δεν είναι ελεήμων εκείνος που έκανε λίγες φορές την ελεημοσύνη, ούτε είναι εγκρατής εκείνος που εγκρατεύθηκε λίγο, άλλα εκείνος που πάρα πολλές φορές και σε όλη του τη ζωή εργάστηκε ολικά την αρετή με ασφαλή διάκριση. Γιατί η διάκριση είναι μεγαλύτερη απ’ όλες τις αρετές, επειδή είναι βασίλισσα και αρετή των αρετών. Όπως πάλι και για τα’ αντίθετα· δε λέμε πόρνο η μέθυσο η ψεύτη εκείνον που μία φορά γλίστρησε σ’ ένα από αυτά, άλλα εκείνον που πέφτει συχνά σ’ αυτά και μένει αδιόρθωτος. Κοντά σ’ όσα είπαμε, πρέπει να γνωρίζομε και τούτο, που είναι και αναγκαιότατο σ’ όλους εκείνους που έχουν ζήλο να κατορθώσουν την αρετή και επιμελούνται να αποφύγουν την κακία· ότι δηλαδή, όσο η ψυχή είναι ασυγκρίτως καλύτερη από το σώμα και σε πολλά και μέγιστα σημεία είναι σπουδαιότερη και πιο πολύτιμη, τόσο και οι ψυχικές αρετές - και μάλιστα εκείνες που μιμούνται το Θεό και έχουν το όνομα Του - είναι ανώτερες από τις σωματικές αρετές. Αντίθετα πρέπει να νοούμε για τις ψυχικές κακίες, ότι διαφέρουν από τα σωματικά πάθη και ως προς τις ενέργειές τους και ως προς την έκτιση των τιμωριών που επιβάλλονται σ’ αυτές, αν και στους πολλούς, δεν ξέρω πως, αυτό τους διαφεύγει. Γιατί τη μέθη, την πορνεία, τη μοιχεία, την κλοπή και τα παραπλήσια μ’ αυτά, τα προσέχουν και τα αποφεύγουν, η τα τιμωρούν, επειδή φαίνονται στους πολλούς βδελυρά. Απέναντι όμως στα ψυχικά πάθη, που είναι πολύ χειρότερα και βαρύτερα από αυτά και που οδηγούν στην κατάσταση των δαιμόνων και στην αιώνια κόλαση που τους περιμένει όσους τα’ ακολουθούν χωρίς διόρθωση, μένουν αδιάφοροι. Εννοώ δηλαδή το φθόνο, τη μνησικακία, την πονηρία, την αναισθησία, τη φιλαργυρία, που ο Απόστολος την θεωρεί ρίζα όλων των κακών, και τα όμοιά τους.Μιλήσαμε γι’ αυτά με όλη την αμάθεια και την αφέλειά μας, κάνοντας μία ευσύνοπτη και σαφή έκθεση του λόγου περί αρετών και παθών, για να μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει και να εξακριβώνει τη διαίρεση και τη διαφορά τους με ακρίβεια και σαφήνεια. Γι’ αυτό και μιλήσαμε για το καθένα με πολλούς τρόπους και από πολλές απόψεις, ώστε, αν είναι δυνατόν, καμιά πλευρά της αρετής η της κακίας να μην αγνοείται- ακόμη για να επιδιώξουμε με χαρά τις αρετές — και μάλιστα τις ψυχικές, με τις όποιες προσεγγίζομε στο Θεό - και για ν’ αποφεύγομαι τις κακίες με όλη μας τη δύναμη. Γιατί είναι αληθινά μακάριος εκείνος που ζητά την αρετή και την ασκεί και εξετάζει με επιμέλεια τι είναι αρετή, επειδή με αυτήν πλησιάζει το Θεό και ενώνεται νοερά μ’ Αυτόν. Φρόνηση, ανδρεία, σοφία, αληθινή γνώση και πλούτος αναφαίρετος είναι κυρίως το ν’ ανυψώνεται ο άνθρωπος με την πρακτική αρετή στη θεωρία του Δημιουργού.Η αρετή λέγεται έτσι από το ρήμα «αιρείσθαι»· γιατί είναι αιρετή και θελητή, επειδή κάνομε αυτοπροαίρετα και θεληματικά το αγαθό, κι όχι χωρίς να θέλομε και αναγκαστικά. Η φρόνηση πάλι λέγεται έτσι, γιατί φέρνει στο νου τα ωφέλιμα. 
Αν θέλεις, ας προσθέσομε στον αφελή αυτό λόγο, σαν χρυσή σφραγίδα, και λίγα περί του «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν » του πιο τιμημένου από όλα τα κτίσματα του Θεού, δηλαδή του άνθρωπου. Το νοερό και λογικό ζώο, ο άνθρωπος, μόνο απ’ όλα τα κτίσματα είναι «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» του Θεού. Κάθε άνθρωπος λέγεται «κατ’ εικόνα Θεού» για το αξίωμα του νου και της ψυχής, δηλαδή το ακατάληπτο, το αόρατο, το αθάνατο, το αυτεξούσιο. Και ακόμη για την ικανότητα να άρχει, να τεκνοποιεί και να οικοδομεί. «Καθ’ ομοίωσιν» λέγεται για την αρετή και τις πράξεις με τις οποίες μιμείται το Θεό και έχουν το όνομα του Θεού. Δηλαδή το να δείχνει φιλανθρωπία προς τους συνανθρώπους, να οίκτειρει, να ελεεί και να αγαπά τους συνδούλους του, και να δείχνει στους άλλους κάθε ευσπλαχνία και συμπάθεια. «Να γίνεστε, λέει ο Χριστός και Θεός, σπλαχνικοί, όπως είναι σπλαχνικός και ο ουράνιος Πατέρας σας». Το «κατ’ εικόνα» το έχει κάθε άνθρωπος, γιατί ο Θεός δεν ανακαλεί τα χαρίσματα Του. Το «καθ’ ομοίωσιν» όμως το έχουν σπάνιοι και μόνον οι ενάρετοι και άγιοι, οι όποιοι μιμούνται - κατά το δυνατόν σε ανθρώπους - την αγαθότητα του Θεού. Είθε κι εμείς ν’ αξιωθούμε την υπεράγαθη φιλανθρωπία του Θεού, αφού Του φανούμε ευάρεστοι με την αγαθοεργία και γίνομε μιμητές εκείνων που έχουν ευαρεστήσει από αιώνων το Χριστό. Γιατί σ’ Αυτόν ανήκει το έλεος και σ’ Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του, και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα Του, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
----------------------------------------------------
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, τόμος Β,  
Το περιβόλι της Παναγίας

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

Επιστολή προς Διόγνητο ( εισαγωγή)



Η Προς Διόγνητον Επιστολή είναι μια άγνωστης προελεύσεως απολογητική επιστολή του 2ου αιώνα. Αποτελεί ένα σύντομο κείμενο που συνήθως χαρακτηρίζεται ως επιστολή, αλλά ουσιαστικά αποτελεί πραγματεία[1]. Η πραγματεία αυτή, παρά την αποσιώπησή της μέσα από τις ιστορικές πηγές, αποτελεί μία σημαντική χριστιανική μαρτυρία, η οποία απευθύνεται προς κάποιο Διόγνητο, υποτιθέμενο ή τουλάχιστον άγνωστο προς εμάς και χαρακτηρίζεται ως λογοτεχνικός αδάμαντας[2]. 

Το ιστορικό εύρεσης της επιστολής 

Η Επιστολή προς Διόγνητον δεν παρουσιάζεται σε αρχαίες πηγές, εμφανίζεται δε στο προσκήνιο σε νεώτερους χρόνους και ιδίως περί τον 15ο αιώνα και προ της Αλώσεως της Κωνσταντινούπολης. Διασώστης του χειρογράφου αυτού είναι ο λατίνος κληρικός Thomas d' Arrezzo, ο οποίος το βρήκε στην Κωνσταντινούπολη όταν την επισκέφτηκε κατά το 1436. Ο Κώδικας που διέσωσε είναι ο Argentoratensis Gr. 9, που χρονολογήθηκε τον 14ο αιώνα και ο οποίος τοποθετήθηκε στη Εθνική Βιβλιοθήκη του Στρασβούργου. Ο Arrezzo ισχυρίστηκε πως βρήκε το χειρόγραφο αυτό σε ένα ιχθυοπωλείο, αλλά μάλλον κάτι τέτοιο δεν απηχεί στην πραγματικότητα, όχι μόνο διότι την εποχή εκείνη σπάνιζε το χαρτί και λόγω της αγάπης των Βυζαντινών προς τα βιβλία, αλλά και λόγο της γνωστής περίστασης της υπεξαίρεσης πολύτιμων χειρογράφων από δυτικούς οι οποίοι συνήθως κατέφευγαν στον ισχυρισμό ότι κάπου τα βρήκαν. Εν πάση περιπτώσει το κείμενο διαφυλάχθηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Στρασβούργου, αλλά τελικώς καταστράφηκε μετά από το βομβαρδισμό του Πρωσικού στρατού το 1870. Ο Κώδικας μάλιστα δεν περιείχε μόνο την πραγματευόμενη επιστολή, αλλά συνολικά 22 απολογητικά και αντιαιρετικά τεμάχια. 

Χρονολογία, προέλευση και αποδέκτης της επιστολής 

Μέχρι και σήμερα ερευνητές και θεολόγοι δεν έχουν καταφέρει να συμφωνήσουν σχετικά με το πότε και από ποιόν γράφτηκε η επιστολή αυτή, αλλά και προς ποιόν παραδόθηκε με βεβαιότητα. Αυτό συμβαίνει διότι για να μπορέσουμε να βγάλουμε ασφαλές συμπέρασμα, πρέπει να στηριχθούμε εξ ολοκλήρου στις πληροφορίες που παίρνουμε από την επιστολή και οι οποίες μόνο με έμμεσο τρόπο μπορούν να μας οδηγήσουν σε μία τέτοια κατεύθυνση. Οι μαρτυρίες όμως αυτές κρίνονται ιδιαίτερα επισφαλείς[3]. Το κείμενο στο χειρόγραφο του Arezzoκατείχε την πέμπτη θέση μετά από τέσσερα έργα που ψευδεπιγράφως αποδίδονταν στον Ιουστίνο. Ο Ιουστίνος όμως απορρίπτεται ως συγγραφέας, διότι αν κάτι τέτοιο συνέβαινε θα μνημονευόταν στα ιστορικά ντοκουμέντα. Από τη στιγμή που απορρίφθηκε ο Ιουστίνος, η σκέψη των ερευνητών κινήθηκε ανάμεσα σε πολλούς συγγραφείς, χωρίς να επέλθει μία οριστική συμφωνία. Με βάση τη συνολική εικόνα που λαμβάνουμε από το σύγγραμα, η επιστολή πρέπει να συντάχθηκε μεταξύ του 175 και 200[4]. Ο συγγραφέας μέσα από την επιστολή διαφαίνεται να έχει γνώση της απολογίας του Αριστείδη του Αθηναίου, αλλά και του έργου του Κλήμη Αλεξανδρείας ο οποίος προερχόταν από την Αθήνα, κάτι που ίσως να σημαίνει ότι ο συγγραφέας της απολογίας ήταν Αθηναίος, ενώ δεν είναι αβάσιμο να ισχυριστούμε ότι πρόκειται για μαθητή του Αριστείδη ή του Αθηναγόρα ή ακόμα και διδάσκαλο του Κλήμεντος[5]. 

Το έτερο σημείο της ιστορικής έρευνας περί της επιστολής, είναι το ποιος τελικώς ήταν ο αποδέκτης. Η επιστολή απευθύνεται προς κάποιο Διόγνητο με αποτέλεσμα πολλοί ερευνητές να θεωρούν πως αυτή αποδόθηκε στο δάσκαλο του Μάρκου Αυρηλίου. Όμως υπάρχουν και πολλοί σκεπτιστικές. Αφενός το όνομα Διόγνητος ήταν ένα αρκετά διαδεδομένο όνομα στην εποχή με αποτέλεσμα να υπάρχουν σε ιστορικά ντοκουμέντα περισσότεροι από 10 επίσημοι γνωστοί άνθρωποι που φέρουν το όνομα Διόγνητος, αφετέρου η αναφορά "κράτιστος Διόγνητος" υποστηρίζεται ότι πιθανώς αναφέρεται σε πρόσωπο που κατείχε επίσημη θέση. Άλλοι ερευνητές θεωρούν πως το Διόγνητος είναι μία γενική αναφορά προς κάθε ειδωλολάτρη (διόγνητος, διογεννημένος), τη στιγμή που μέσα από την επιστολή διαφαίνεται πως ο παραλήπτης έχει ζητήσει μία σχετική ενημέρωση περί της χριστιανικής διδασκαλίας, κάτι που δύσκολα μπορούμε να υποθέσουμε αν όντως συνέβη από το δάσκαλο του Αυρηλίου. Έτσι θα λέγαμε ότι είναι σχετικά επισφαλές να συμπεράνουμε στον ποιόν τελικά παραδόθηκε αυτή η επιστολή. 

Το περιεχόμενο της επιστολής 

Στην εισαγωγή της επιστολής τίθενται επιγραμματικά τα ζητήματα τα οποία ο συγγραφέας πραγματεύεται κατά την ανάπτυξη της πραγματείας του. Έτσι αναφέρει πως σκοπό έχει να καταδείξει σε ποιόν Θεό πιστεύουν οι χριστιανοί, γιατί περιφρονούν τον κόσμο και το θάνατο, γιατί απορρίπτουν τους ξένους Θεούς, ποια φιλοστοργία τρέφουν προς αλλήλους και για ποιο λόγο το σύστημα αυτό εισήλθε αργά στον κόσμο. Οι απαντήσεις αυτές δίνονται στο κείμενο, αλλά λόγο της έλλειψης κάποιων κομματιών, δε δύναται να λάβουμε όλες τις προεκτάσεις όπως ο συγγραφέας τις παρουσίασε. 

Έτσι ξεκινά την ανάπτυξη της πραγματείας του επισημαίνοντας την αναξιότητα των εθνικών θεών, οι οποίοι είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα για τα οποία ακόμα και εθνικοί δεν αισθάνονταν υπερήφανοι. Οι Ιουδαίοι παρότι πιστεύουν στον ένα Θεό, ουσιωδώς λατρεύουν κατά τον ίδιο τρόπο με τους εθνικούς, προσφέροντας θυσίες και επιδεικνύοντας δεισιδαιμονικές τάσεις. Συνεχίζει περιγράφοντας τον υπερκόσμιο βίο των χριστιανών και θεωρεί πως οι χριστιανοί αποτελούν το "άλλο γένος", που προέρχεται από τον άλλο κόσμο. Για αυτό και η περιφρόνηση του θανάτου είναι φυσικό αποτέλεσμα αυτής της προέλευσης, αφού μέσω αυτών δρα η δύναμη του Θεού. Σε αυτό το σημείο ακολουθεί έκθεση περί της πίστεως των χριστιανών. Αυτή η πίστη για το συγγραφέα είναι κάτι το μυστηριώδες, το οποίο ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα διότι είναι θεϊκής προελεύσεως. Ο Θεός προ της ελεύσεως του Υιού διατηρούσε μυστηριώδη τη βουλή του και φερόταν σα να περιφρονούσε τον κόσμο, αποκάλυψε όμως το σχέδιο του αποστέλλοντας τον Υιό του, ο οποίος έκτισε το σύμπαν και απεστάλλει για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο χριστιανισμός, απαντώντας στις κατηγορίες του περιβάλλοντος περί νέας θρησκείας, δεν είναι νέα θρησκεία, αλλά παλαιά και η βάση της τοποθετείται από την εποχή του Μωυσή. Η εμφάνιση της θείας ενέργειας άργησε να εμφανιστεί στον άνθρωπο διότι έπρεπε να αισθανθεί η ανθρωπότητα την αναξιότητά της και να αποδεχτεί την βοήθεια του Θεού, όταν πια η αδικία και ο θάνατος είχαν φανερωθεί και κυριεύσει πλήρως. Στο επίλογο συνιστά στον αποδέκτη να δεχθεί την χριστιανική πίστη, διότι έτσι θα δοκιμάσει ανέκφραστη χαρά και θα καταστεί μιμητής του Θεού, αγαπώντας τον συνάνθρωπό του αφού "τότε μυστήρια Θεού λαλείν άρξη, τότε τους κολαζομένους επί τω μη θέλειν αρνήσασθαι Θεόν και αγαπήσεις και θαυμάσεις"[6]. 

Η αξιολόγηση της επιστολής 

Σκοπός του συγγραφέα ήταν να παρουσιάσει την ανωτερότητα της χριστιανικής πίστεως έναντι των υπολοίπων θρησκειών. Μία ανωτερότητα που ευρίσκει ο συγγραφέας στην ηθική, με αποτέλεσμα άξονας όλου του έργου να είναι η ηθικολογία. Για έργο του 2ου αιώνος η χριστολογία θεωρείται πολύ φτωχή, με αποτέλεσμα να εικάζουμε πως πρόκειται για νεοφώτιστο χριστιανό[7], αφού είναι εμφανές πως δεν του λείπει η φιλοσοφική μόρφωση, η φιλολογική ευαισθησία και το λογοτεχνικό ταλέντο. Αποτέλεσμα αυτού είναι να μιλάμε για ένα έξοχο λογοτεχνικό κείμενο, αλλά πολύ φτωχό θεολογικά. Χαρακτηριστικό επίσης είναι πως τα μεγάλα προβλήματα της εκκλησίας της εποχής αγνοούνται αν και έχουμε σαφή νύξη για την ανάπτυξη του χριστιανισμού μέσω των δύσκολων συνθηκών της εποχής[8]. Η επιστολή θα λέγαμε πως παρουσιάζει ομοιότητες με το "Κήρυγμα του Πέτρου" και την απολογία του Αριστείδη. Παρόλα αυτά παρατηρούνται και διαφορές, όπως η έμφαση του χριστιανισμού ως το "αλλο γένος" και όχι ως "τρίτο γένος" που αναφέρεται στις προαναφερθείσες επιστολές, ενώ προτάσσεται η ηλικία του χριστιανισμού η οποία έχει τη βάση της από την εποχή του Μωυσή, μια σχεδόν κοινή γραμμή σε όλους τους απολογητές, που αγνοείται όμως από τον Αριστείδη. 

Τέλος πρέπει να αναφερθεί, πως στην επιστολή επισυνάπτονται και δύο πρόσθετα κεφάλαια το 11 και 12. Η έρευνα έχει καταλήξει σήμερα πως αυτά είναι εμβόλιμα[9][10], αφού το ύφος αλλάζει απότομα, η αναφορά φαίνεται να γίνεται προς το εσωτερικό της εκκλησίας και με στόχο πολλαπλούς παραλήπτες.

Υποσημειώσεις

  1. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 615
  2. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 615
  3. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 619
  4. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 619
  5. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 619-620
  6. Προς Διόγνητον 10
  7. Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία, Τόμος Α΄, σελίς 310
  8. Προς Διόγνητον 7, 8
  9. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τομος Β΄, σελίς 620
  10. Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία, Τόμος Α΄, σελίς 311

Βιβλιογραφία

  • Παναγιώτης Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Β΄, Εκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.
  • Στυλιανός Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, Έκδοση Ιδιωτική, Αθήνα 2000.

Δημοφιλείς αναρτήσεις