Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία φοβόμαστε τὸ θάνατο

 


Αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία φοβόμαστε τὸ θάνατο. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

 

Θέλετε νὰ σᾶς πῶ καὶ ἄλλη αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία φοβόμαστε τὸ θάνατο; Γιατί δὲν ζοῦμε ἐνάρετη ζωὴ καὶ δὲν ἔχουμε καθαρὴ συνείδηση. Ἀλλιῶς ὁ θάνατος δὲν θὰ μᾶς τρόμαζε. Ἀπόδειξέ μου ὅτι θὰ κληρονομήσω τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ σφάξε μὲ τώρα κιόλας. Θὰ σοῦ χρωστάω μάλιστα καὶ χάρη γιὰ τὴ σφαγή μου, ἀφοῦ θὰ μὲ στείλεις γρήγορα σ’ ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά.

“Αλλά φοβᾶμαι νὰ πεθάνω ἄδικα”, ἴσως θὰ μοῦ πεῖς. Ὥστε ἤθελες νὰ πεθάνεις δίκαια; Καὶ ποιὸς εἶναι τόσο ταλαίπωρος, ποῦ, ἐνῶ μπορεῖ νὰ πεθάνει ἄδικα, προτιμάει νὰ πεθάνει δίκαια; Ἂν πρέπει νὰ φοβόμαστε θάνατο, πρέπει νὰ φοβόμαστε ἐκεῖνον ποὺ μᾶς βρίσκει δίκαια. Ὅποιος πεθαίνει ἄδικα, μοιάζει στοὺς ἁγίους. Γιατί οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ εὐαρέστησαν τὸ Θεό, θανατώθηκαν ἄδικα. Καὶ πρῶτος ὁ Ἀβελ. Δὲν δολοφονήθηκε γιατί ἔφταιξε στὸν Κάιν, ἀλλὰ γιατί τίμησε τὸ Θεό. Καὶ ὁ Θεὸς παραχώρησε νὰ γίνει αὐτὸς ὁ φόνος γιατί ἀγαποῦσε τὸν Ἀβελ ἢ γιατί τὸν μισοῦσε; Ὁλοφάνερα γιατί τὸν ἀγαποῦσε καὶ ἤθελε νὰ τοῦ προσφέρει πιὸ λαμπρὸ στεφάνι, λόγω τῆς ἄδικης σφαγῆς του.

Βλέπεις ποῦ δὲν πρέπει νὰ φοβᾶσαι μήπως πεθάνεις ἄδικα, ἀλλὰ μήπως πεθάνεις φορτωμένος μὲ ἁμαρτίες; Ὁ Ἀβελ πέθανε ἄδικα, μὰ ὁ Κάιν πέρασε τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ τοῦ ἔχοντας τὴν κατάρα τοῦ Θεοῦ, στενάζοντας καὶ τρέμοντας ἀκατάπαυστα. Ποιὸς ἀπὸ τοὺς δύο ἦταν πιὸ μακάριος; Ἐκεῖνος ποῦ ἔπαψε νὰ ζεῖ μέσα στὴ ἀρετὴ ἢ αὐτὸς ποῦ ἔζησε μέσα στὴν ἁμαρτία; Ἐκεῖνος ποῦ ἄδικα πέθανε ἢ αὐτὸς ποῦ δίκαια τιμωρήθηκε;

Ἃς μὴν κλαῖμε, λοιπόν, ἀδιάκριτα ὅλους ὅσοι πεθαίνουν, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ πεθαίνουν ἔχοντας πολλὲς ἁμαρτίες. Σ’ αὐτοὺς πρέπουν τὰ δάκρυα καὶ οἱ θρῆνοι. Γιατί ποιὰ ἐλπίδα ἔχουν, ἀφοῦ δὲν εἶναι πιὰ δυνατὸ νὰ καθαριστοῦν ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους; Ὅσο βρίσκονταν στὴν παροῦσα ζωή, ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ μετανοήσουν. Ἐκεῖ ποὺ πῆγαν, ὅμως, δὲν κερδίζει κανεὶς τίποτα μὲ τὴ μετάνοια. Ἃς τοὺς κλαῖμε, ναί, ὄχι ὅμως μὲ τρόπο ὑστερικὸ καὶ ἄπρεπο, ὄχι τραβώντας τὰ μαλλιά μας, ξεσκίζοντας τὸ πρόσωπό μας, οὐρλιάζοντας καὶ τσιρίζοντας, ἀλλὰ μὲ σεμνότητα, ἀφήνοντας τὰ δάκρυα νὰ κυλοῦν ἤρεμα ἀπὸ τὰ μάτια μας. Αὐτὸ ὠφελεῖ κι ἐμᾶς. Γιατί, πενθώντας ἔτσι τὸν νεκρό, πολὺ περισσότερο θὰ προσπαθήσουμε νὰ μὴν πέσουμε καὶ οἱ ἴδιοι σὲ παρόμοια ἁμαρτήματα. Μὲ τὸ τράβηγμα τῶν μαλλιῶν καὶ τὶς κραυγὲς ὁ νοῦς σκοτίζεται, ἐνῶ μὲ τὸ ἤρεμο πένθος διατηρεῖ τὴ διαύγειά του καὶ μπορεῖ νὰ φιλοσοφήσει ὠφέλιμα γύρω ἀπὸ τὸ θάνατο.

Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ φιλοσοφεῖς ὄχι μόνο ὅταν πεθαίνει κάποιος γνωστός σου, μὰ κι ὅταν βλέπεις ἕναν ἄγνωστο νεκρὸ νὰ ὁδηγεῖται μὲ πομπὴ μέσ’ ἀπὸ τοὺς δρόμους στὴν τελευταία του κατοικία καὶ νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὰ ὀρφανὰ παιδιά του, τὴ χήρα γυναίκα του, τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους του, ὅλους κλαμένους καὶ συντριμμένους. Να συλλογίζεσαι τότε πὼς ἡ ζωὴ καὶ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου δὲν ἔχουν καμιὰν ἀξία καὶ καμιὰ διαφορὰ ἀπὸ τὶς σκιὲς καὶ τὰ ὄνειρα.

Κοίτα, πόσα κάστρα καὶ παλάτια βασιλιάδων, ἡγεμόνων καὶ ἀρχόντων εἶναι σωριασμένα σὲ ἐρείπια! Σκέψου, πόση δύναμη καὶ πόσο πλοῦτο εἶχαν κάποτε! Τώρα ἔχουν ξεχαστεῖ καὶ τὰ ὀνόματά τους. Λέει ἡ Γραφή: «Πολλοὶ ἄρχοντες ἔχασαν τὴν ἐξουσία τους καὶ κάθησαν στὸ χῶμα· κι ἕνας ἄσημος, ποὺ κανεὶς δὲν φανταζόταν ὅτι θὰ γίνει βασιλιάς, φόρεσε στέμμα» (Σόφ. Σείρ. 11:5).

Δὲν σοῦ φτάνουν αὐτά; Συλλογίσου τότε, ποιὰ εἶναι ἡ ἀξία σου ὅταν κοιμᾶσαι; Μήπως δὲν μπορεῖ κι ἕνα ζωύφιο νὰ σὲ θανατώσει; Ναί, πολλοὶ πέθαναν ἔτσι στὸν ὕπνο τους. Ἀλήθεια, ἀπὸ μιὰ κλωστὴ κρέμεται ἡ ζωή μας! Κόβεται ἡ κλωστὴ καὶ τελειώνουν ὅλα.

Ἔτσι νὰ φιλοσοφεῖς καὶ νὰ μὴ σαγηνεύεσαι ἀπὸ τὴν ὀμορφιά, τὰ πλούτη, τὴ δόξα, τὶς ἀπολαύσεις. Ἕνα μόνο νὰ σὲ ἀπασχολεῖ: Ποὺ τελειώνουν ὅλα αὐτά. Θαυμάζεις ὅσα βλέπεις ἐδῶ στὴ γῆ; Πιὸ ἀξιοθαύμαστα, ὅμως, εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἀναφέρονται στὶς ἅγιες Γραφές.

Δεῖξε μου ἕναν ἀγέρωχο ἄρχοντα ἢ ἕναν λαμπροντυμένο πλούσιο, ὅταν ψήνεται ἀπὸ τὸν πυρετό, ὅταν ψυχομαχεῖ, καὶ τότε θὰ σὲ ρωτήσω: “Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ περνοῦσε ἀπὸ τὴν ἀγορὰ καμαρωτὸς καὶ περήφανος μὲ ἀκολούθους καὶ σωματοφύλακες; Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος, ποῦ φοροῦσε πανάκριβα ροῦχα; Ποῦ εἶναι ἡ χλιδὴ τῆς ζωῆς του, ἡ πολυτέλεια τῶν συμποσίων του, οἱ ὑπηρέτες, οἱ παρατρεχάμενοι, τὰ γέλια, οἱ ἀνέσεις, οἱ σπατάλες; Ὅλα ἔφυγαν καὶ πέταξαν. Τί ἀπέγινε τὸ σῶμα, ποῦ ἀπολάμβανε τόση ἡδονή; Πλησίασε στὸν τάφο καὶ κοίτα τὴ σκόνη, τὴ σαπίλα, τὰ σκουλήκια. Κοίτα καὶ στέναξε πικρά. Καὶ μακάρι τὸ κακὸ νὰ περιοριζόταν σὲ τούτη τὴ σκόνη, ποὺ βλέπεις. Ἀπὸ τὸν τάφο καὶ τὰ σκουλήκια φέρε τὴ σκέψη σου στὸ ἀκοίμητο σκουλήκι τῆς ἄλλης ζωῆς, στὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν, στὸ αἰώνιο σκοτάδι, στὴν ἄσβεστη φωτιά, στὶς πικρὲς καὶ ἀφόρητες ἐκεῖνες τιμωρίες, ποὺ δὲν θὰ ἔχουν τέλος. Ἐδῶ, στὴ γῆ, καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακὰ κάποτε, ἀργὰ ἢ γρήγορα, τελειώνουν ἐκεῖ, ὅμως, καὶ τὰ δύοδιαρκουν αἰώνια. Και διαφέρουν ὡς πρὸς τὴν ποιότητα από τα καλὰ καὶ τὰ κακά του κόσμου τούτου τόσο, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐκφράσει κανεὶς μὲ λόγια.

Τί ἔγιναν, λοιπόν, ὅλα ἐκεῖνα τὰ μεγαλεῖα; Τί ἔγιναν τὰ χρήματα καὶ τὰ κτήματα; Ποιὸς ἄνεμος φύσηξε καὶ τὰ πῆρε καὶ τὰ σκόρπισε; Τί θέλει, πάλι, κι αὐτή η ἀνώφελη δαπάνη γιὰ τὴν κηδεία, ποὺ καὶ τὸν νεκρὸ δὲν ὠφελεῖ καὶ τοὺς οἰκείους του ζημιώνει; Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε γυμνὸς ἀπὸ τὸν τάφο. Ἃς μὴ γίνεται, λοιπόν, ἡ κηδεία ἀφορμὴ ἱκανοποιήσεως τῆς μανίας μας γιὰ ἐπίδειξη. Ὁ Κύριος εἶπε: «Πείνασα καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάω· δίψασα καὶ μοῦ δώσατε νὰ πιῶ· ἤμουνα γυμνὸς καὶ μὲ ντύσατε» (Ματθ. 25:35-36). Ὅμως δὲν εἶπε: «Ἤμουνα νεκρὸς καὶ μὲ θάψατε». Γιατί, ἂν μᾶς παραγγέλλει νὰ μὴν ἔχουμε τίποτα περισσότερο ἀπὸ ἕνα σκέπασμα, ὅταν ζοῦμε, πολὺ περισσότερο ὅταν πεθάνουμε. Ποιὰν ἀπολογία θὰ δώσουμε στὸ Θεό, λοιπόν, ὅταν ξοδεύουμε τεράστια ποσὰ γιὰ νὰ κηδέψουμε ἕνα νεκρὸ σῶμα, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστός, μὲ τὴ μορφὴ τῶν φτωχῶν συνανθρώπων μας, τριγυρνάει πεινασμένος καὶ γυμνός, κι ἐμεῖς ἀδιαφοροῦμε γι’ αὐτό;

Ὅλα ὅσα σᾶς λέω, βέβαια, εἶναι ἀνώφελα γιὰ κείνους ποὺ ἔχουν ἤδη πεθάνει. Ἃς τ’ ἀκούσουν, ὅμως, οἱ ζωντανοὶ καὶ ἃς συνέλθουν, ἃς λογικευτοῦν, ἃς διορθωθοῦν. Ὅπου νὰ ‘ναὶ θὰ ἔρθει καὶ ἡ δική τους ὥρα. Δὲν θ’ ἀργήσουν νὰ βρεθοῦν κι αὐτοί, δὲν θ’ ἀργήσουμε νὰ βρεθοῦμε ὅλοι μας, μπροστὰ στὸ φοβερὸ Κριτήριο, ὅπου θὰ δώσουμε λόγο γιὰ τὶς πράξεις μας. Ας ἀγωνιστοῦμε, λοιπόν, νὰ γίνουμε καλύτεροι, ἐγκαταλείποντας τὴν ἁμαρτία καὶ ἀκολουθώντας τὴν ἀρετή, γιὰ νὰ μὴ χάσουμε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γιὰ ν’ ἀποκτήσουμε τὰ ἄφθαρτα ἀγαθά, ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει γιὰ μᾶς ὁ φιλάνθρωπος Κύριος.

http://www.alopsis.gr

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος - Ὁ Ἐκκλησιασμός

 Πηγή: Εδώ

Λιμάνια πνευματικὰ οἱ ναοί 
Μὲ λιμάνια μέσα στὸ πέλαγος μοιάζουν οἱ ναοί, ποὺ ὁ Θεὸς ἐγκατέστησε στὶς πόλεις· πνευματικὰ λιμάνια, ὅπου βρίσκουμε ἀπερίγραπτη ψυχικὴ ἠρεμία ὅσοι σ᾿ αὐτὰ καταφεύγουμε, ζαλισμένοι ἀπὸ τὴν κοσμικὴ τύρβη. Κι ὅπως ἀκριβῶς ἕνα ἀπάνεμο κι ἀκύμαντο λιμάνι προσφέρει ἀσφάλεια στὰ ἀραγμένα πλοῖα, ἔτσι καὶ ὁ ναὸς σῴζει ἀπὸ τὴν τρικυμία τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν ὅσους σ᾿ αὐτὸν προστρέχουν καὶ ἀξιώνει τοὺς πιστοὺς νὰ στέκονται μὲ ἀσφάλεια καὶ ν᾿ ἀκοῦνε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ γαλήνη πολλή.

Ὁ ναὸς εἶναι θεμέλιο τῆς ἀρετῆς καὶ σχολεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Πάτησε στὰ πρόθυρά του μόνο, ὁποιαδήποτε ὥρα, κι ἀμέσως θὰ ξεχάσεις τὶς καθημερινὲς φροντίδες. Πέρασε μέσα, καὶ μία αὔρα πνευματικὴ θὰ περικυκλώσει τὴν ψυχή σου. Αὐτὴ ἡ ἡσυχία προξενεῖ δέος καὶ διδάσκει τὴ χριστιανικὴ ζωὴ· ἀνορθώνει τὸ φρόνημα καὶ δὲν σὲ ἀφήνει νὰ θυμᾶσαι τὰ παρόντα· σὲ μεταφέρει ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Κι ἂν τόσο μεγάλο εἶναι τὸ κέρδος ὅταν δὲν γίνεται λατρευτικὴ σύναξη, σκέψου, ὅταν τελεῖται ἡ Λειτουργία καὶ οἱ προφῆτες διδάσκουν, οἱ ἀπόστολοι κηρύσσουν τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστὸς βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς πιστούς, ὁ Θεὸς Πατέρας δέχεται τὴν τελούμενη θυσία, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χορηγεῖ τὴ δική Του ἀγαλλίαση, τότε λοιπόν, μὲ πόση ὠφέλεια πλημμυρισμένοι δὲν φεύγουν ἀπὸ τὸ ναὸ οἱ ἐκκλησιαζόμενοι;

Στὴν ἐκκλησία συντηρεῖται ἡ χαρὰ ὅσων χαίρονται· στὴν ἐκκλησία βρίσκεται ἡ εὐθυμία τῶν πικραμένων, ἡ εὐφροσύνη τῶν λυπημένων, ἡ ἀναψυχὴ τῶν βασανισμένων, ἡ ἀνάπαυση τῶν κουρασμένων. Γιατί ὁ Χριστὸς λέει: «Ἐλᾶτε σ᾿ ἐμένα ὅλοι ὅσοι εἶστε κουρασμένοι καὶ φορτωμένοι μὲ προβλήματα, κι ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω» (Ματθ. 11:28). Τί πιὸ ποθητὸ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ φωνή; Τί πιὸ γλυκὸ ἀπὸ τούτη τὴν πρόσκληση; Σὲ συμπόσιο σὲ καλεῖ ὁ Κύριος, ὅταν σὲ προσκαλεῖ στὴν ἐκκλησία· σὲ ἀνάπαυση ἀπὸ τοὺς κόπους σὲ παρακινεὶ· σὲ ἀνακούφιση ἀπὸ τὶς ὀδύνες σὲ μεταφέρει. Γιατὶ σὲ ξαλαφρώνει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτημάτων. Μὲ τὴν πνευματικὴ ἀπόλαυση θεραπεύει τὴ στενοχώρια καὶ μὲ τὴ χαρὰ τὴ λύπη. 
Γιατί δὲν ἐκκλησιάζεσαι;

Παρ᾿ ὅλα αὐτά, λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία. Τί θλιβερό! Στοὺς χοροὺς καὶ στὶς διασκεδάσεις τρέχουμε πρόθυμα. Τὶς ἀνοησίες τῶν τραγουδιστῶν τὶς ἀκοῦμε μὲ εὐχαρίστηση. Τὶς αἰσχρολογίες τῶν ἠθοποιῶν τὶς ἀπολαμβάνουμε γιὰ ὦρες, δίχως νὰ βαριόμαστε. Καὶ μόνο ὅταν μιλάει ὁ Θεός, χασμουριόμαστε, ξυνόμαστε καὶ ζαλιζόμαστε. Μὰ καὶ στὰ ἱπποδρόμια, μολονότι δὲν ὑπάρχει στέγη γιὰ νὰ προστατεύει τοὺς θεατὲς ἀπὸ τὴ βροχή, τρέχουν οἱ περισσότεροι σὰν μανιακοί, ἀκόμα κι ὅταν βρέχει ραγδαῖα, ἀκόμα κι ὅταν ὁ ἄνεμος σηκώνει τὰ πάντα. Δὲν λογαριάζουν οὔτε τὴν κακοκαιρία οὔτε τὸ κρύο οὔτε τὴν ἀπόσταση. Τίποτα δὲν τοὺς κρατάει στὰ σπίτια τους. Ὅταν, ὅμως, πρόκειται νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία, τότε καὶ τὸ ψιλόβροχο τοὺς γίνεται ἐμπόδιο. Κι ἂν τοὺς ρωτήσεις, ποιὸς εἶναι ὁ Ἀμὼς ἢ ὁ Ὀβδιού, πόσοι εἶναι οἱ προφῆτες ἢ οἱ ἀπόστολοι, δὲν μποροῦν ν᾿ ἀνοίξουν τὸ στόμα τους. Γιὰ τ᾿ ἄλογα, ὅμως, τοὺς τραγουδιστὲς καὶ τοὺς ἠθοποιοὺς μποροῦν σὲ πληροφορήσουν μὲ κάθε λεπτομέρεια. Εἶναι κατάσταση αὐτή;

Γιορτάζουμε μνῆμες ἁγίων, καὶ σχεδὸν κανένας δὲν παρουσιάζεται στὸ ναό. Φαίνεται πὼς ἡ ἀπόσταση παρασύρει τοὺς χριστιανοὺς στὴν ἀμέλεια· ἢ μᾶλλον ὄχι ἡ ἀπόσταση, ἀλλὰ ἡ ἀμέλεια μόνο τοὺς ἐμποδίζει. Γιατί, ὅπως τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀγαθὴ προαίρεση καὶ ζῆλο νὰ κάνει κάτι, ἔτσι καὶ τὸν ἀμελῆ, τὸν ρᾴθυμο καὶ ἀναβλητικὸ ὅλα μποροῦν νὰ τὸν ἐμποδίσουν.

Οἱ μάρτυρες ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν Ἀλήθεια, κι ἐσὺ λογαριάζεις μία τόσο μικρὴ ἀπόσταση; Ἐκεῖνοι θυσίασαν τὴ ζωή τους γιὰ τὸ Χριστό, κι ἐσὺ δὲν θέλεις οὔτε λίγο νὰ κοπιάσεις; Ὁ Κύριος πέθανε γιὰ χάρη σου, κι ἐσὺ Τὸν περιφρονεῖς; Γιορτάζουμε μνῆμες ἁγίων, κι ἐσὺ βαριέσαι νὰ ἔρθεις στὸ ναό, προτιμώντας νὰ κάθεσαι στὸ σπίτι σου; Καὶ ὅμως, πρέπει νὰ ἔρθεις, γιὰ νὰ δεῖς τὸ διάβολο νὰ νικιέται, τὸν ἅγιο νὰ νικάει, τὸ Θεὸ νὰ δοξάζεται καὶ τὴν Ἐκκλησία νὰ θριαμβεύει.

«Μὰ εἶμαι ἁμαρτωλός», λές, «καὶ δὲν τολμῶ ν᾿ ἀντικρύσω τὸν ἅγιο». Ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶσαι ἁμαρτωλός, ἔλα ἐδῶ, γιὰ νὰ γίνεις δίκαιος. Ἢ μήπως δὲν γνωρίζεις, ὅτι καὶ αὐτοὶ ποὺ στέκονται μπροστὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, ἔχουν διαπράξει ἁμαρτίες; Γι᾿ αὐτὸ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς νὰ ὑποφέρουν καὶ οἱ ἱερεῖς ἀπὸ κάποια πάθη, ὥστε νὰ κατανοοῦν τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ νὰ συγχωροῦν τοὺς ἄλλους.

«Ἀφοῦ, ὅμως, δὲν τήρησα ὅσα ἄκουσα στὴν ἐκκλησία», θὰ μοῦ πεῖ κάποιος, «πῶς μπορῶ νὰ ἔρθω πάλι;». Ἔλα νὰ ξανακούσεις τὸν θεῖο λόγο. Καὶ προσπάθησε τώρα νὰ τὸν ἐφαρμόσεις. Ἂν βάλεις φάρμακο πάνω στὸ τραῦμα σου καὶ δὲν τὸ ἐπουλώσει τὴν ἴδια μέρα, δὲν θὰ ξαναβάλεις καὶ τὴν ἑπόμενη; Ἂν ὁ ξυλοκόπος, ποὺ θέλει νὰ κόψει μία βελανιδιά, δὲν κατορθώσει νὰ τὴ ρίξει μὲ τὴν πρώτη τσεκουριά, δὲν τὴ χτυπάει καὶ δεύτερη καὶ πέμπτη καὶ δέκατη φορά; Κάνε κι ἐσὺ τὸ ἴδιο.

Ἀλλά, θὰ μοῦ πεῖς, σ᾿ ἐμποδίζουν νὰ ἐκκλησιαστεῖς ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ ἐργαστεῖς. Ὅμως δὲν εἶναι εὔλογη καὶ τούτη ἡ πρόφαση. Ἑφτὰ μέρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα. Αὐτὲς τὶς ἑφτὰ μέρες τὶς μοιράστηκε ὁ Θεὸς μαζί μας. Καὶ σ᾿ ἐμᾶς ἔδωσε ἕξι, ἐνῷ γιὰ τὸν ἑαυτό Του ἄφησε μία. Αὐτὴ τὴ μοναδικὴ μέρα, λοιπόν, δὲν δέχεσαι νὰ σταματήσεις τὶς ἐργασίες;

Καὶ γιατί λέω γιὰ ὁλόκληρη μέρα; Ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε στὴν περίπτωση τῆς ἐλεημοσύνης ἡ χήρα του Εὐαγγελίου, τὸ ἴδιο κάνε κι ἐσὺ στὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς μιᾶς μέρας. Ἔδωσε ἐκείνη δυὸ λεπτὰ καὶ πῆρε πολλὴ χάρη ἀπὸ τὸ Θεό. Δάνεισε κι ἐσὺ δυὸ ὧρες στὸ Θεό, πηγαίνοντας στὴν ἐκκλησία, καὶ θὰ φέρεις στὸ σπίτι σου κέρδη ἀμέτρητων ἡμερῶν. Ἂν ὅμως δὲν δέχεσαι νὰ κάνεις κάτι τέτοιο, σκέψου μήπως μ᾿ αὐτή σου τὴ στάση χάσεις κόπους πολλῶν ἐτῶν. Γιατὶ ὁ Θεός, ὅταν περιφρονεῖται, γνωρίζει νὰ σκορπίζει τὰ χρήματα ποὺ συγκεντρώνεις μὲ τὴν ἐργασία τῆς Κυριακῆς.

Μὰ κι ἂν ἀκόμα ἔβρισκες ὁλόκληρο θησαυροφυλάκιο γεμάτο ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἐξ αἰτίας του ἀπουσίαζες ἀπὸ τὸ ναό, θὰ ἦταν πολὺ μεγαλύτερη ἡ ζημιά σου· καὶ τόσο μεγαλύτερη, ὅσο ἀνώτερα εἶναι τὰ πνευματικὰ ἀπὸ τὰ ὑλικά. Γιατί τὰ ὑλικὰ πράγματα, κι ἂν ἀκόμα εἶναι πολλὰ καὶ τρέχουν ἄφθονα ἀπὸ παντοῦ, δὲν τὰ παίρνουμε στὴν ἄλλη ζωή, δὲν μεταφέρονται μαζί μας στὸν οὐρανό, δὲν παρουσιάζονται στὸ φοβερὸ ἐκεῖνο βῆμα τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ πολλὲς φορές, καὶ πρὶν ἀκόμα πεθάνουμε, μᾶς ἐγκαταλείπουν. Ἀντίθετα, ὁ πνευματικὸς θησαυρὸς ποὺ ἀποκτοῦμε στὴν ἐκκλησία, εἶναι κτῆμα ἀναφαίρετο καὶ μᾶς ἀκολουθεῖ παντοῦ.

«Ναί, ἀλλὰ μπορῶ», λέει κάποιος ἄλλος, «νὰ προσευχηθῶ καὶ στὸ σπίτι μου». Ἀπατᾷς τὸν ἑαυτό σου, ἄνθρωπε. Βεβαίως, εἶναι δυνατὸν νὰ προσευχηθεῖς καὶ στὸ σπίτι σου· εἶναι ἀδύνατον ὅμως νὰ προσευχηθεῖς ἔτσι, ὅπως προσεύχεσαι στὴν ἐκκλησία, ὅπου ὑπάρχει τὸ πλῆθος τῶν πατέρων καὶ ὅπου ὁμόφωνη κραυγὴ ἱκεσίας ἀναπέμπεται στὸ Θεό. Δὲν σὲ ἀκούει τόσο πολὺ ὁ Κύριος ὅταν Τὸν παρακαλεῖς μόνος σου, ὅσο ὅταν Τὸν παρακαλεῖς ἑνωμένος μὲ τοὺς ἀδελφούς σου. Γιατὶ στὴν ἐκκλησία ὑπάρχουν περισσότερες πνευματικὲς προϋποθέσεις ἀπ᾿ ὅσες στὸ σπίτι. Ὑπάρχουν ἡ ὁμόνοια, ἡ συμφωνία τῶν πιστῶν, ὁ σύνδεσμος τῆς ἀγάπης, οἱ εὐχὲς τῶν ἱερέων. Γι᾿ αὐτό, ἄλλωστε, οἱ ἱερεῖς προΐστανται τῶν ἀκολουθιῶν· γιὰ νὰ ἐνισχύονται μὲ τὶς δυνατότερες εὐχὲς τοὺς οἱ ἀσθενέστερες εὐχὲς τοῦ λαοῦ, κι ἔτσι ὅλες μαζὶ ν᾿ ἀνεβαίνουν στὸν οὐρανό.

Ὅταν προσευχόμαστε ὁ καθένας χωριστά, εἴμαστε ἀνίσχυροι· ὅταν ὅμως συγκεντρωνόμαστε ὅλοι μαζί, τότε γινόμαστε πιὸ δυνατοὶ καὶ ἑλκύουμε σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Κάποτε ὁ ἀπόστολος Πέτρος βρισκόταν ἁλυσοδεμένος στὴ φυλακή. Ἔγινε ὅμως θερμὴ προσευχὴ ἀπὸ τοὺς συναγμένους πιστούς, κι ἀμέσως ἐλευθερώθηκε. Τί θὰ μποροῦσε, ἑπομένως, νὰ εἶναι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τὴν κοινὴ προσευχή, ποῦ ὠφέλησε κι αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς στύλους τῆς Ἐκκλησίας;
Ἡ προσέλευσή μας στὸ ναό

Σᾶς παρακαλῶ, λοιπόν, καὶ σᾶς ἱκετεύω, ἂς προτιμᾶτε ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀσχολία καὶ φροντίδα τὸν ἐκκλησιασμό. Ἂς τρέχουμε πρόθυμα, ὅπου κι ἂν βρισκόμαστε, στὴν ἐκκλησία.

Προσέξτε, ὅμως, κανεὶς νὰ μὴν μπεῖ στὸν ἱερὸ αὐτὸ χῶρο, ἔχοντας βιοτικὲς φροντίδες ἢ περισπασμοὺς ἢ φόβους. Ἀλλὰ ἀφοῦ τ᾿ ἀφήσουμε ὅλα τοῦτα ἔξω, στὶς πύλες τοῦ ναοῦ, τότε ἂς περάσουμε μέσα. Γιατὶ ἐρχόμαστε στὰ ἀνάκτορα τῶν οὐρανῶν, πατᾶμε σὲ τόπους ποὺ ἀστράφτουν.

Ἂς διώξουμε ἀπὸ τὴν ψυχή μας πρῶτα-πρῶτα τὴ μνησικακία, γιὰ νὰ μὴν κατακριθοῦμε, ὅταν παρουσιαστοῦμε μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ προσευχηθοῦμε λέγοντας: «Πάτερ ἡμῶν..., ἅφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Διαφορετικά, πῶς θέλεις νὰ φανεῖ ὁ Δεσπότης Χριστὸς γλυκὸς καὶ πρᾶος ἀπέναντί σου, ἀφοῦ ἐσὺ γίνεσαι στὸν συνάνθρωπό σου σκληρὸς καὶ δὲν τὸν συγχωρεῖς; Πῶς θὰ μπορέσεις νὰ ὑψώσεις τὰ χέρια σου στὸν οὐρανό; Πῶς θὰ κινήσεις τὴ γλῶσσα σου σὲ λόγια προσευχῆς; Πῶς θὰ ζητήσεις συγγνώμη; Ἀκόμα κι ἂν θέλει ὁ Θεὸς νὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες σου, δὲν Τὸν ἀφήνεις ἐσύ, ἐπειδὴ δὲν συγχωρεῖς τὸν πλησίον σου. 
Ἡ ἀμφίεσή μας

Μὰ καὶ ἡ ἐνδυμασία μας στὸ ναὸ νὰ εἶναι καλὴ ἀπὸ κάθε πλευρά. Νὰ εἶναι κόσμια καὶ ὄχι ἐξεζητημένη. Γιατί τὸ κόσμιο εἶναι σεμνό, ἐνῷ τὸ ἐξεζητημένο εἶναι ἄσεμνο.

Αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς παραγγέλλει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν λέει: «Θέλω νὰ προσεύχονται οἱ ἄνδρες σὲ κάθε τόπο, σηκώνοντας πρὸς τὸν οὐρανὸ χέρια ὅσια, χωρὶς ὀργὴ καὶ δισταγμὸ ὀλιγοπιστίας. Ἐπίσης καὶ οἱ γυναῖκες νὰ προσεύχονται μὲ ἀμφίεση σεμνή, στολίζοντας τὸν ἑαυτό τους μὲ σεμνότητα καὶ σωφροσύνη, ὄχι μὲ περίτεχνες κομμώσεις καὶ χρυσὰ κοσμήματα ἢ μαργαριτάρια ἢ ἐνδύματα πολυτελῆ, ἀλλὰ μὲ ὅ,τι ταιριάζει στὶς γυναῖκες ποὺ λένε ὅτι σέβονται τὸ Θεό, δηλαδὴ μὲ καλὰ ἔργα» (Α´ Τιμ. 2:8-10). Ἄν, λοιπόν, ἀπαγορεύει στὶς γυναῖκες ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀπόδειξη πλούτου, πολὺ περισσότερο ἀπαγορεύει ὅσα κινοῦν τὴν περιέργεια, ὅπως τὰ φτιασίδια, τὸ βάψιμο τῶν ματιῶν, τὸ κουνιστὸ βάδισμα, τὰ παράξενα ροῦχα καὶ τὰ παρόμοια.

Τί λές, γυναῖκα; Ἔρχεσαι στὸ ναὸ νὰ προσευχηθεῖς, καὶ στολίζεσαι μὲ χρυσαφικὰ καὶ χτενίζεσαι ἐπιτηδευμένα; Μήπως ἦρθες γιὰ νὰ χορέψεις; Μήπως γιὰ νὰ λάβεις μέρος σὲ γαμήλια γιορτή; Ἐκεῖ ἔχουν θέση τὰ χρυσαφικὰ καὶ οἱ πολυτέλειες· ἐδῶ δὲν χρειάζεται τίποτα ἀπ᾿ αὐτά. Ἦρθες νὰ παρακαλέσεις τὸ Θεὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου. Τί στολίζεις, λοιπόν, τὸν ἑαυτό σου; Αὐτὴ ἡ ἐμφάνιση δὲν εἶναι γυναίκας ποὺ ἱκετεύει. Πῶς μπορεῖς νὰ στενάξεις, πῶς μπορεῖς νὰ δακρύσεις, πῶς μπορεῖς νὰ προσευχηθεῖς μὲ θέρμη, ἔχοντας τέτοια ἀμφίεση; Θέλεις νὰ φαίνεσαι εὐπρεπής; Φόρεσε τὸ Χριστὸ καὶ ὄχι τὸ χρυσό. Ντύσου τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ φιλανθρωπία, τὴ σωφροσύνη, τὴν ταπεινοφροσύνη. Αὐτὰ ἀξίζουν περισσότερο ἀπ᾿ ὅλο τὸ χρυσάφι. Αὐτὰ καὶ τὴν ὡραία τὴν κάνουν ὡραιότερη καὶ τὴν ἄσχημη τὴν ὀμορφαίνουν. Νὰ ξέρεις, γυναῖκα, πώς, ὅταν στολιστεῖς πολύ, γίνεσαι πιὸ αἰσχρὴ κι ἀπὸ τὴ γυμνή, γιατὶ ἔχεις ἀποβάλει πιὰ τὴν κοσμιότητα.
Προσοχὴ καὶ προσευχή

λλὰ καὶ ἡ διαγωγή μας, ὅσο βρισκόμαστε μέσα στὸ ναό, ἂς εἶναι ἡ πρέπουσα, ὅπως ἁρμόζει σὲ ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται μπροστὰ στὸ Θεό. Νὰ μὴν ἀσχολούμαστε μὲ ἄσκοπες συζητήσεις, μὰ νὰ στεκόμαστε μὲ φόβο καὶ τρόμο, μὲ προσοχὴ καὶ προθυμία, μὲ τὸ βλέμμα στραμμένο στὴ γῆ καὶ τὴν ψυχὴ ὑψωμένη στὸν οὐρανό.

Γιατὶ ἔρχονται πολλοὶ στὴν ἐκκλησία, ἐπαναλαμβάνουν μηχανικὰ ψαλμοὺς καὶ εὐχές, καὶ φεύγουν, δίχως νὰ ξέρουν τί εἶπαν. Τὰ χείλη κινοῦνται, ἀλλὰ τ᾿ αὐτιὰ δὲν ἀκοῦνε. Ἐσὺ δὲν ἀκοῦς τὴν προσευχή σου, καὶ θέλεις νὰ σὲ εἰσακούσει ὁ Θεός; Γονάτισα, λες· ἀλλὰ ὁ νοῦς σου πετοῦσε μακριά. Τὸ σῶμα σου ἦταν μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ ἡ ψυχή σου ἔξω. Τὸ στόμα ἔλεγε τὴν προσευχὴ καὶ ὁ νοῦς μετροῦσε τόκους, συμβόλαια, συναλλαγές, χωράφια, κτήματα, συναναστροφὲς μὲ φίλους. Κι ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν, γιατὶ ὁ διάβολος εἶναι πονηρός· ξέρει πὼς τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς κερδίζουμε πολλά, γι᾿ αὐτὸ τότε ἐπιτίθεται μὲ μεγαλύτερη σφοδρότητα. Ἄλλες φορὲς εἴμαστε ξαπλωμένοι στὸ κρεβάτι, καὶ τίποτα δὲν σκεφτόμαστε· ᾔρθαμε ὅμως στὴν ἐκκλησία νὰ προσευχηθοῦμε, καὶ ὁ διάβολος μᾶς ἔβαλε ἕνα σωρὸ λογισμούς, ὥστε καθόλου νὰ μὴν ὠφεληθοῦμε.

Ἄν, ἀλήθεια, ὁ Θεός σου ζητήσει λόγο γιὰ τὴν ἀδιαφορία ἢ καὶ τὴν ἀσέβεια ποῦ δείχνεις στὶς λατρευτικὲς συνάξεις, τί θὰ κάνεις; Νά, τὴν ὥρα ποὺ Αὐτὸς σοῦ μιλάει, ἐσύ, ἀντὶ νὰ προσεύχεσαι, ἔχεις πιάσει κουβέντα μὲ τὸν διπλανό σου γιὰ πράγματα ἀνώφελα. Καὶ ὅλα τ᾿ ἄλλα ἁμαρτήματά μας ἂν παραβλέψει ὁ Θεός, τοῦτο φτάνει γιὰ νὰ στερηθοῦμε τὴ σωτηρία. Μὴν τὸ θεωρεῖς μικρὸ παράπτωμα. Γιὰ νὰ καταλάβεις, τὴ βαρύτητά του, σκέψου τί γίνεται στὴν ἀνάλογη περίπτωση τῶν ἀνθρώπων. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι συζητᾷς μ᾿ ἕνα ἐπίσημο πρόσωπο ἢ μ᾿ ἕναν ἐγκάρδιο φίλο σου. Καὶ ἐνῷ ἐκεῖνος σοῦ μιλάει, ἐσὺ γυρίζεις ἀδιάφορα τὸ κεφάλι σου καὶ ἀρχίζεις νὰ κουβεντιάζεις μὲ κάποιον ἄλλο. Δὲν θὰ προσβληθεῖ ὁ συνομιλητής σου ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀπρέπειά σου; Δὲν θὰ θυμώσει; Δὲν θὰ σοῦ ζητήσει τὸ λόγο;

Ἀλίμονο! Βρίσκεσαι στὴ θεία Λειτουργία, κι ἐνῷ τὸ βασιλικὸ τραπέζι εἶναι ἑτοιμασμένο, ἐνῷ ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ θυσιάζεται γιὰ χάρη σου, ἐνῷ ὁ ἱερέας ἀγωνίζεται γιὰ τὴ σωτηρία σου, ἐσὺ ἀδιαφορεῖς. Τὴν ὥρα ποὺ τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφεὶμ σκεπάζουν τὰ πρόσωπά τους ἀπὸ δέος καὶ ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα παρακαλοῦν τὸ Θεὸ γιὰ σένα, τὴ στιγμὴ ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἡ φωτιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ χύνεται ἀπὸ τὴν ἄχραντη πλευρά Του μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο, τὴ στιγμὴ αὐτὴ ἡ συνείδησή σου, ἄραγε, δὲν σὲ ἐλέγχει γιὰ τὴν ἀπροσεξία σου; Σκέψου, ἄνθρωπέ μου, μπροστὰ σὲ Ποιὸν στέκεσαι τὴν ὥρα τῆς φρικτῆς μυσταγωγίας καὶ μαζὶ μὲ ποιοὺς – μὲ τὰ Χερουβείμ, μὲ τὰ Σεραφείμ, μὲ ὅλες τὶς οὐράνιες δυνάμεις. Ἀναλογίσου μαζὶ μὲ ποιοὺς ψάλλεις καὶ προσεύχεσαι. Εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ συνέλθεις, ὅταν θυμηθεῖς ὅτι, ἐνῷ ἔχεις ὑλικὸ σῶμα, ἀξιώνεσαι νὰ ὑμνεῖς τὸν Κύριό της κτίσεως μαζὶ μὲ τοὺς ἀσώματους ἀγγέλους.

Μὴ συμμετέχεις, λοιπόν, στὴν ἱερὴ ἐκείνη ὑμνῳδία μὲ ἀδιαφορία. Μὴν ἔχεις στὸ νοῦ σου βιοτικὲς σκέψεις. Διῶξε κάθε γήινο λογισμὸ καὶ ἀνέβα νοερὰ στὸν οὐρανό, κοντὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Πέταξε ἐκεῖ μαζὶ μὲ τὰ Σεραφείμ, φτερούγισε μαζί τους, ψάλε τὸν τρισάγιο ὕμνο στὴν Παναγία Τριάδα. 
Ἡ θεία Κοινωνία

Καὶ σὰν ἔρθει ἡ στιγμὴ τῆς θείας Κοινωνίας καὶ πρόκειται νὰ πλησιάσεις τὴν ἁγία Τράπεζα, πίστευε ἀκλόνητα πὼς ἐκεῖ εἶναι παρὼν ὁ Χριστός, ὁ Βασιλιὰς τῶν ὅλων. Ὅταν δεῖς τὸν ἱερέα νὰ σοῦ προσφέρει τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, μὴ νομίσεις ὅτι ὁ ἱερέας τὸ κάνει αὐτό, ἀλλὰ πίστευε ὅτι τὸ χέρι ποὺ ἁπλώνεται εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ποὺ λάμπρυνε μὲ τὴν παρουσία Τοῦ τὴν τράπεζα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, Αὐτὸς καὶ τώρα διακοσμεῖ τὴν Τράπεζα τῆς θείας Λειτουργίας. Παραβρίσκεται πραγματικὰ καὶ ἐξετάζει τοῦ καθενὸς τὴν προαίρεση καὶ παρατηρεῖ ποιὸς πλησιάζει μὲ εὐλάβεια ταιριαστὴ στὸ ἅγιο Μυστήριο, ποιὸς μὲ πονηρὴ συνείδηση, μὲ σκέψεις βρωμερὲς καὶ ἀκάθαρτες, μὲ πράξεις μολυσμένες. Ἀναλογίσου, λοιπόν, κι ἐσὺ ποιὸ ἐλάττωμά σου διόρθωσες, ποιὰν ἀρετὴ κατόρθωσες, ποιὰν ἁμαρτία ἔσβησες μὲ τὴν ἐξομολόγηση, σὲ τί ἔγινες καλύτερος. Ἂν ἡ συνείδησή σου σὲ πληροφορεῖ ὅτι φρόντισες ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἐπούλωση τῶν ψυχικῶν σου τραυμάτων, ἂν ἔκανες κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴ νηστεία, κοινώνησε μὲ φόβο Θεοῦ. Ἀλλιῶς, μεῖνε μακριὰ ἀπὸ τὰ ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ὅταν καθαριστεῖς ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου, τότε νὰ πλησιάσεις.

Νὰ προσέρχεστε, λοιπόν, στὴ θεία Κοινωνία μὲ φόβο καὶ τρόμο, μὲ συνείδηση καθαρή, μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Χωρὶς νὰ θορυβεῖτε, χωρὶς νὰ ποδοπατᾶτε καὶ νὰ σπρώχνετε τοὺς διπλανούς σας. Γιατί αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴ μεγαλύτερη τρέλα καὶ τὴ χειρότερη περιφρόνηση τῶν θείων Μυστηρίων.

Πές μου, ἄνθρωπε, γιατὶ κάνεις θόρυβο; Γιατί βιάζεσαι; Σὲ πιέζει τάχα ἡ ἀνάγκη νὰ κάνεις τὶς δουλειές σου; Καὶ σοῦ περνάει ἄραγε, τὴν ὥρα ποῦ πᾶς νὰ κοινωνήσεις, ἡ σκέψη ὅτι ἔχεις δουλειές; Ἔχεις μήπως τὴν αἴσθηση ὅτι εἶσαι πάνω στὴ γῆ; Νομίζεις ὅτι βρίσκεσαι μαζὶ μὲ ἀνθρώπους καὶ ὄχι μὲ τοὺς χοροὺς τῶν ἀγγέλων; Μὰ κάτι τέτοιο εἶναι δεῖγμα πέτρινης καρδιᾶς... 
Κάθε πότε νὰ κοινωνοῦμε;

πάρχει κι ἕνα ἄλλο θέμα: Πολλοὶ κοινωνοῦν μία φορὰ τὸ χρόνο, ἄλλοι δυὸ φορές, ἄλλοι περισσότερες. Ποιοὺς ἀπ᾿ αὐτοὺς θὰ ἐπιδοκιμάσουμε; Ὅσους μιὰ φορά, ὅσους πολλὲς ἢ ὅσους λίγες φορὲς μεταλαβαίνουν; Οὔτε τοὺς μία οὔτε τὶς πολλὲς οὔτε τοὺς λίγες, μὰ ἐκείνους ποὺ πλησιάζουν στὸ ἅγιο Ποτήριο μὲ καρδιὰ ἁγνή, μὲ βίο ἀνεπίληπτο. Αὐτοὶ ἂς κοινωνοῦν πάντα. Οἱ ἄλλοι, οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, ἂς μένουν μακριὰ ἀπὸ τὰ ἄχραντα Μυστήρια, γιατί ἀλλιῶς κρῖμα καὶ καταδίκη, ἑτοιμάζουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ὁ ἅγιος ἀπόστολος λέει: «Ὅποιος τρώει τὸν ἄρτο καὶ πίνει τὸ ποτήριο τοῦ Κυρίου μὲ τρόπο ἀνάξιο, γίνεται ἔνοχος ἁμαρτήματος ἀπέναντι στὸ σῶμα καὶ στὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, προκαλώντας τὴν καταδίκη του» (Α´ Κορ. 11:27, 29). Θὰ τιμωρηθεῖ, δηλαδή, τόσο αὐστηρά, ὅσο καὶ οἱ σταυρωτὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ κι ἐκεῖνοι ἔγιναν ἔνοχοι ἁμαρτήματος ἀπέναντι στὸ σῶμα Του.

Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἔχουν φτάσει σὲ τέτοιο σημεῖο περιφρονήσεως τῶν ἁγίων Μυστηρίων, ὥστε, ἐνῷ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἀμέτρητες κακίες καὶ δὲν διορθώνουν καθόλου τὸν ἑαυτό τους, κοινωνοῦν στὶς γιορτὲς ἀπροετοίμαστοι. Μὴ γνωρίζοντας ὅτι προϋπόθεση τῆς θείας Κοινωνίας δὲν εἶναι ἡ γιορτή, ἀλλά, καθὼς εἴπαμε, ἡ καθαρὴ συνείδηση. Καὶ ὅπως αὐτὸς ποὺ δὲν αἰσθάνεται κανένα κακὸ στὴ συνείδησή του, πρέπει καθημερινὰ νὰ προσέρχεται στὴ θεία Κοινωνία, ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ εἶναι φορτωμένος ἁμαρτήματα καὶ δὲν μετανοεῖ, πρέπει νὰ μὴν κοινωνεῖ οὔτε στὴ γιορτή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πάλι σᾶς παρακαλῶ ὅλους νὰ μὴν πλησιάζετε στὰ θεῖα Μυστήρια ἔτσι ἀπροετοίμαστοι κι ἐπειδὴ τὸ ἀπαιτεῖ ἡ γιορτή, ἀλλά, ἂν κάποτε ἀποφασίσετε νὰ λάβετε μέρος στὴ θεία Λειτουργία καὶ νὰ κοινωνήσετε, νὰ καθαρίζετε καλὰ τὸν ἑαυτό σας, ἀπὸ πολλὲς μέρες πρίν, μὲ τὴ μετάνοια, τὴν προσευχή, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ φροντίδα γιὰ τὰ πνευματικὰ πράγματα. 
Παραμονὴ ὡς τὴν ἀπόλυση

Ἦρθες, λοιπόν, στὴν ἐκκλησία καὶ ἀξιώθηκες νὰ συναντήσεις τὸ Χριστό; Μὴ φύγεις, ἂν δὲν τελειώσει ἡ ἀκολουθία. Ἂν φύγεις πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπόλυση, εἶσαι ἔνοχος ὅσο κι ἕνας δραπέτης. Πηγαίνεις στὸ θέατρο καί, ἂν δὲν τελειώσει ἡ παράσταση, δὲν φεύγεις. Μπαίνεις στὴν ἐκκλησία, στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου, καὶ γυρίζεις τὴν πλάτη στὰ ἄχραντα Μυστήρια; Φοβήσου τουλάχιστον ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Ὅποιος καταφρονεῖ τὸ Θεό, θὰ καταφρονηθεῖ ἀπ᾿ Αὐτόν» (Πρβλ. Παροιμ. 13:13).

Τί κάνεις, ἄνθρωπε; Ἐνῷ ὁ Χριστὸς εἶναι παρών, οἱ ἄγγελοί Του παραστέκονται, οἱ ἀδελφοί σου κοινωνοῦν ἀκόμα, ἐσὺ τοὺς ἐγκαταλείπεις καὶ φεύγεις; Ὁ Χριστός σου προσφέρει τὴν ἁγία σάρκα Του, κι ἐσὺ δὲν περιμένεις λίγο, γιὰ νὰ Τὸν εὐχαριστήσεις ἔστω μὲ τὰ λόγια; Ὅταν παρακάθεσαι σὲ δεῖπνο, δὲν τολμᾷς νὰ φύγεις, ἔστω κι ἂν ἔχεις χορτάσει, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ φίλοι σου κάθονται ἀκόμα στὸ τραπέζι. Καὶ τώρα ποὺ τελοῦνται τὰ φρικτὰ Μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, τ᾿ ἀφήνεις ὅλα στὴ μέση καὶ φεύγεις;

Θέλετε νὰ σᾶς πῶ τίνος τὸ ἔργο κάνουν ὅσοι φεύγουν πρὶν τελειώσει ἡ θεία Λειτουργία καὶ δὲν συμμετέχουν ἔτσι στὶς τελευταῖες εὐχαριστήριες εὐχές; Ἴσως εἶναι βαρὺ αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ πῶ, μὰ πρέπει νὰ τὸ πῶ. Ὅταν ὁ Ἰούδας πῆρε μέρος στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ, ἐνῷ ὅλοι ἦταν καθισμένοι στὸ τραπέζι, αὐτὸς σηκώθηκε πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους κι ἔφυγε. Ἐκεῖνον, λοιπόν, τὸν Ἰούδα μιμοῦνται... Ἂν δὲν ἔφευγε τότε ἐκεῖνος, δὲν θὰ γινόταν προδότης, δὲν θὰ χανόταν. Ἂν δὲν ξεχώριζε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ ποίμνιο, δὲν θὰ τὸν ἔβρισκε μόνο του ὁ λύκος, γιὰ νὰ τὸν φάει.
Μετὰ τὸν ἐκκλησιασμὸ

Ἐμεῖς ἂς ἀναχωροῦμε ἀπὸ τὴ θεία Λειτουργία σὰν λιοντάρια ποὺ βγάζουν φωτιά, ἔχοντας γίνει φοβεροὶ ἀκόμα καὶ στὸ διάβολο. Γιατὶ τὸ ἅγιο αἷμα τοῦ Κυρίου ποὺ κοινωνοῦμε, ποτίζει τὴν ψυχή μας καὶ τῆς δίνει μεγάλη δύναμη. Ὅταν τὸ μεταλαβαίνουμε ἄξια, διώχνει τοὺς δαίμονες μακριὰ καὶ φέρνει κοντά μας τοὺς ἀγγέλους καὶ τὸν Κύριο τῶν ἀγγέλων. Αὐτὸ τὸ αἷμα εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν μας, μ᾿ αὐτὸ λούζεται ἡ ψυχή, μ᾿ αὐτὸ στολίζεται. Αὐτὸ τὸ αἷμα κάνει τὸ νοῦ μας λαμπρότερο ἀπὸ τὴ φωτιά, αὐτὸ κάνει τὴν ψυχή μας λαμπρότερη ἀπὸ τὸ χρυσάφι.

Προσελκύστε, λοιπόν, τοὺς ἀδελφούς μας στὴν ἐκκλησία, προτρέψτε τοὺς πλανημένους, συμβουλέψτε τους ὄχι μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα. Κι ἂν ἀκόμα τίποτα δὲν πεῖς, ἀλλὰ βγεῖς ἀπὸ τὴν ἱερὴ σύναξη, δείχνοντας στοὺς ἀπόντες – καὶ μὲ τὴν ἐμφάνιση καὶ μὲ τὸ βλέμμα καὶ μὲ τὴ φωνὴ καὶ μὲ τὸ βάδισμα καὶ μ᾿ ὅλη σου τὴ σεμνότητα – τί κέρδος ποὺ ἀποκόμισες ἀπὸ τὸ ναό, αὐτὸ εἶναι ἀρκετὸ γιὰ παραίνεση καὶ συμβουλή. Γιατὶ ἔτσι πρέπει νὰ βγαίνουμε ἀπὸ τὸ ναό, σὰν ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἄδυτα, σὰν νὰ κατεβαίνουμε ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς οὐρανούς. Δίδαξε ὅσους δὲν ἐκκλησιάζονται ὅτι ἔψαλες μαζὶ μὲ τὰ Σεραφείμ, ὅτι ἀνήκεις στὴν οὐράνια πολιτεία, ὅτι συναντήθηκες μὲ τὸ Χριστὸ καὶ μίλησες μαζί Του. Ἂν ἔτσι ζοῦμε τὴ θεία Λειτουργία, δὲν θὰ χρειαστεῖ νὰ ποῦμε τίποτα στοὺς ἀπόντες. Ἀλλὰ βλέποντας ἐκεῖνοι τὴ δική μας ὠφέλεια, θὰ νιώσουν τὴ δική τους ζημιὰ καὶ θὰ τρέξουν γρήγορα στὴν ἐκκλησία, γιὰ ν᾿ ἀπολαύσουν τὰ ἴδια ἀγαθά, μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, αἰώνια ἀνήκει ἡ δόξα.

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος - Ὁ Ἐκκλησιασμός
Ἀπό τὸ βιβλιάριο: «Φωνὴ τῶν Πατέρων»,
Ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου. Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2005

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

Ὅσιος Θεόδωρος Στουδίτης ὁ Ὁμολογητής - Συμβουλαὶ πρὸς νέον ἡγούμενον

 


Πηγή: Εδώ

Ὅσιος Θεόδωρος Στουδίτης ὁ Ὁμολογητής - Συμβουλαὶ πρὸς νέον ἡγούμενον

Νικολάῳ μαθητῆ.

πειδὴ εὐδοκίᾳ Θεοῦ προεβιβάσθης, τέκνον πνευματικὸν Νικόλαε, εἰς τὸ τῆς ἡγουμενείας ἀξίωμα, δέον παραφυλάξαι σε πάντα τὰ ἐντεταλμένα σοι ἐν τῷ παρόντι γραμματίῳ. Οὐ διαλλάξεις οὖν ὅνπερ παρέλαβες τύπον καὶ κανόνα παρὰ τῆς πνευματικῆς σου μονῆς ἐν ἅπασιν ἄνευ ἀνάγκης. Οὐ κτήσῃ τι τοῦ κόσμου τούτου, οὐδὲ ἀποθησαυρίσεις ἰδιορίστως εἰς ἑαυτὸν μέχρι καὶ ἑνὸς ἀργυρίου. Οὐ διαμερίσεις τὴν ψυχὴν καὶ τὴν καρδίαν σου ἐν σχέσει καὶ φροντίδι, παρὰ τοὺς πεπιστευμένους σοι ὑπὸ Θεοῦ καὶ γεννωμένους σοι πνευματικῶς υἱοὺς καὶ ἀδελφούς· οὔτε εἰς τούς ποτε ἰδίους κατὰ σάρκα ἢ συγγενεῖς ἢ φίλους ἢ συνεταίρους. Οὐ χρήσῃ τοῖς τῆς οἰκείας σου μονῆς, οὔτε ζῶν, οὔτε μετὰ θάνατον, ἐλεημονητικῶς ἢ κληρονομικῶς, εἰς τούς ποτε προειρημένους ἰδίους καὶ φίλους. Οὐ γὰρ ἐκ τοῦ κόσμου εἶ, ἵνα μετέχῃς τῶν ἐκ τοῦ κόσμου πλὴν εἰ μή που μεταβαῖέν τινες ἐκ τοῦ κοινωνικοῦ βίου εἰς τὸ καθ᾿ ἡμᾶς τάγμα· καὶ οὕτω φροντίσεις κατὰ μίμησιν τῶν ἁγίων Πατέρων. Οὐ κτήσῃ δοῦλον, οὔτε εἰς οἰκείαν χρείαν, οὔτε εἰς ἣν ἐπιστεύθης μονήν, οὔτε εἰς ἀγρούς σου, τὸν κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ γεγονότα ἄνθρωπον· τοῦτο γὰρ μόνοις τοῖς ἐν τῷ βίῳ συγκεχώρηται. Σοὶ δὲ χρεὼν ἑαυτὸν παρασχεῖν τοῖς ὁμονύχοις σου ἀδελφοῖς δοῦλον τῇ προθέσει, κἂν τῇ ἔξω ἐπιφανείᾳ ὡς δεσπότης λογίζῃ καὶ διδάσκαλος. Οὐ σχοίης ζῶον τῶν ἐκ τοῦ θήλεος γένους εἰς χρείαν ὑπουργικήν, ὁ τῷ θήλει παντάπασιν ἀποταξάμενος, οὔτε ἐν τῇ μονῇ οὔτε ἐν τοῖς ἀγροῖς· καθὼς οὐδεὶς τῶν ὁσίων καὶ ἁγίων Πατέρων ἡμῶν ἐχρήσατο, οὔτε ἡ φύσις αὐτὴ ἐπιτρέπει. Οὐκ ἐποχούμενος ἔσῃ ἵπποις καὶ ἡμιόνοις ἄνευ ἀνάγκης, ἀλλὰ Χριστομιμήτως πεζοπορήσεις. Εἰ δ᾿ οὔ, πῶλός σοι τὸ ὑποζύγιον ἔσται.

Παραφυλάξεις πάντως τὸ τὰ πάντα τὰ ἐν τῇ ἀδελφότητι κοινὰ εἶναι καὶ ἀμέριστα καὶ μηδὲν κατὰ μέρος τοῦ καθέκαστον εἰς ἐξαυθέντησιν, μέχρι καὶ ῥαφίδος. Σοῦ δὲ καὶ τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχή, μὴ τί γε ἄλλο, ἔστωσαν διαμεμερισμἐνα ἐν ἰσότητι ἀγάπης πᾶσι τοῖς πνευματικοῖς σου τέκνοις καὶ ἀδελφοῖς. Οὐκ ἐξουσιάσεις ἐπὶ τοῖς δυσὶν ἀδελφοῖς σου καὶ τέκνοις μου οῦτε πρὸς ἀρχήν, οὔτε πρὸς χειροτονίαν πρᾶξαί τι παρὲξ τῆς πατρικῆς σου ἐντάλσεως. Οὐ σχοίης μετὰ κοσμικῶν ἀδελφοποιΐας ἢ συντεκνίας, ό φυγὰς τοῦ κόσμου καὶ τοῦ γάμου. Οὐ γὰρ εὕρηται ἐν τοῖς Πατράσιν εἰ δὲ καὶ εὕρηται, σπανιάκις, καὶ τοῦτο οὐ νόμος. Οὐ συνεστιαθῇς μετὰ γυναικῶν, πλὴν τῆς κατὰ σάρκα μητρὸς καὶ ἀδελφῆς, οὐκ οἶδα εἰ μή τις βία καὶ ἀνάγκη, καθὼς παρακελεύονται οἱ ἄγιοι Πατέρες. Οὐ σχοίης τὸ πολυπρόοδον καὶ πολυγύρευτον, ἄνευ ἀνάγκης ἐγκαταλιμπάνων τὸ οἰκεῖον ποίμνιον· ὅπου γε καὶ ἐγκαθημένου σου μόλις διασώζοιντο τὰ πολυτροπώτατα καὶ πολυδιεξόδευτα λογικὰ πρόβατα.

Παραφυλάξεις πάντως τὸ ποιεῖσθαι τρισάκις τὴν κατήχησιν τῇ ἑβδομάδι καὶ καθ᾽ ἑσπέραν, ἐπειδὴ πατροπαράδοτον τοῦτο καὶ σωτήριον. Οὐ δοίης ὅπερ λέγουσι μικρὸν σχῆμα, ἔπειτα μετὰ χρόνους ἕτερον ὡς μέγα. Ἓν γὰρ τὸ σχῆμα, ὥσπερ καὶ τὸ βάπτισμα, καθὼς οἱ ἄγιοι Πατέρες ἐχρήσαντο. Οὐ παραβῇς τοὺς νόμους καὶ κανόνας τῶν Πατέρων, πρό γε πάντων τοῦ ἁγίου Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου· ἀλλὰ πᾶν ὃ τι ποιεῖς ἢ λέγεις, ὡς μαρτυρίαν ἔχων ἐκ τῶν Γραφῶν πράξεις, ἢ ὡς ἐκ πατρικῆς σου συνηθείας, ἄνευ παραβάσεως ἐντολῆς Θεοῦ. Οὐ καταλείψεις τὸ ποίμνιόν σου καὶ εἰς ἕτερον μεταβήσῃ ἢ πρὸς μείζονα ἀξίαν ἐπαναδράμοις, ἄνευ πατρικῆς σου διαγνώσεως. Οὐ φιλιάσεις μετὰ κανονικῆς, οὐδὲ παραβάλῃς ἐν γυναικείῳ σεμνείῳ, οὐδὲ καταμόνας ὁμιλήσεις μοναζούσῃ ἢ κοσμικῇ, εἰ μή που ἀνάγκη ἕλκοι· καὶ τότε δύο παρόντων ἐξ ἐκατέρου μέρους προσώπων. Τὸ γὰρ ἕν, ὡς φησιν, εὐεπηρέαστον. Οὐκ ἀνοίξεις τὴν θύραν τῆς ποίμνης ἐπὶ εἰσόδῳ παντοίας γυναικός, ἄνευ μεγάλης ἀνάγκης· εἰ δὲ δυνατὸς εἶ ἀσυμφανῶς δέχεσθαι, οὐδὲ τοῦτο ἀπόβλητον. Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ καταγώγιον ἢ τοῖς πνευματικοῖς σου τέκνοις οἶκον κοσμικόν, ἐν ᾧ εἰσι γυναῖκες, ἐπὶ συχνῷ παραβάλλων, ἀλλ᾽ ἐκλέξῃ εἰς ἀνδρῶν εὐλαβῶν τὰς παροδικὰς καὶ ἀναγκαίας χρείας ποιεῖσθαι. Οὐ κτήσῃ μαθητὴν εἰς τὸ κελλίον σου μειράκιον προσπαθῶς, ἀλλ᾿ ἐκ προσώπου ἀνυπόπτου καὶ ἐκ διαφόρων ἀδελφῶν τὴν ὑπουργίαν σου ποιήσεις. Οὐ κτήσῃ ἱματισμὸν ἐξηλλαγμένον καὶ πολύτιμον, ἄνευ τοῦ ἱερατεύειν σε, ἀλλὰ τοῖς ταπεινοῖς πατρομιμήτως καὶ ἐνδύσῃ καὶ ὑποδύσῃ. Οὐκ ἔση ἀβροδίαιτος, οὔτε ἐν οἰκείᾳ σου δαπάνῃ οὔτε ἐν ταῖς ὑποδοχαῖς τῶν ξένων τοῦτο γὰρ τῆς μερίδος τῶν ἀπολαυστικῶν τοῦ παρόντος βίου. Οὐ θησαυρίσεις χρυσίον ἐν τῇ μονῇ σου, ἀλλὰ τὸ κατὰ περισσείαν ἐπὶ παντὸς εἴδους μεταδοίης τοῖς πενομένοις ἐν ἀνοίξει τῆς αὐλῆς σου, καθὼς καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες. Οὐ κρατήσεις τόπον ἠσφαλισμένον καὶ τὴν οἰκονομικὴν φροντίδα, ἀλλ᾿ ἔστω σοι πᾶσα ἡ φροντὶς ἀνήκουσα περὶ τῶν ψυχῶν. Τὸ δὲ χρυσίον καὶ τὰ κατὰ χρείαν ἐγχειρίσεις τῷ οἰκονόμῳ, τῷ κελλαρίτῃ καὶ ὡς ἐπιβάλλει ἐν ἐκάστῃ διακονίᾳ· σοῦ προδήλως πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχοντος καὶ μεταφέροντος ὡς ἂν βούλῃ ἐκάστην διακονίαν ἐν τῷ τυχόντι προσώπῳ καὶ ἀπολαμβάνοντος τὸν λόγον ἐκάστης διοικήσεως καθὃ ἐντέλλῃ. Οὐ ποιήσεις τι ἢ πράξεις κατ᾿ οἰκείαν γνώμην ἐν παντὶ πράγματι, οὔτε ἐν προόδῳ, οὔτε ἐν πράσει καὶ ἀγορασίᾳ, οὔτε ἐν δοχῇ ἢ ἐν ἀποκρίσει ἀδελφοῦ, οὔτε ἐν ὑπαλλαγῇ διακονίας, οὔτε ἐν ἄλλῳ τινὶ τῶν σωματικῶν, ἀλλ᾿ οὖν οὐδὲ ἐν τοῖς ὀνυχικοῖς σφάλμασιν, ἄνευ βουλῆς τῶν προεχόντων ἐν γνώσει καὶ εὐλαβείᾳ, ἑνὸς ἢ δύο καὶ τριῶν ἢ καὶ πλειόνων, κατὰ τὴν ὑποκειμένην ὑπόθεσιν, ὥσπερ ἐντέταλται Πατρικῶς, Ταῦτα πάντα, καὶ ὅσα ἕτερα παρέλαβες, φυλάξοις καὶ φρουρήσοις, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἐσῃ κατευοδούμενος ἐν Κυρίῳ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου. Τὸ γὰρ ἐναντίον ἀπείη καὶ λέγειν καὶ ἐννοεῖν.

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Εσείς οι ισχυροί όταν δικάζετε βγάζετε δίκαιες για τους ανθρώπους αποφάσεις ή κάνετε το δίκιο να σωπάσει;


ΨΑΛΜΟΙ 58 [57]

Εδώ στη γη υπάρχει Θεός που κρίνει

1Στον πρωτοψάλτη· όπως το «αλ-τασχέθ» (μην καταστρέφεις). Μικτάμ του Δαβίδ

2.Εσείς οι ισχυροί όταν δικάζετε βγάζετε δίκαιες για τους ανθρώπους αποφάσεις ή κάνετε το δίκιο να σωπάσει; 

3.Συνειδητά και με τη θέλησή σας το άδικο εφαρμόζετε. 

4.Από τη μήτρα παραστρατήσαν οι άπιστοι· πλανήθηκαν απ’ την κοιλιά της μάνας τους οι ρήτορες του ψεύδους.  

5.Έχουν φαρμάκι, σαν το φαρμάκι του φιδιού· της όχεντρας που ’χει κλειστά τ’ αυτιά της.  

6.Και δεν ακούει των μάγων τη φωνή, του γητευτή, του μάστορη στα μάγια. 

7.Σύντριψέ τους, Θεέ, τα δόντια μες στο στόμα τους· σπάσε, Κύριε, τα σαγόνια των λιονταριών.  

8.Ας σκορπιστούν σαν τα νερά που τρέχουν· κι όταν σκοπεύουνε, τα βέλη τους ας είναι στομωμένα.  

9.Όπως το σαλιγγάρι, πάνω στη βλέννα ας περπατούν, ή σαν γυναίκας έκτρωμα, που δεν το είδε ο ήλιος.  

10.Τ’ αγκάθια πριν βλαστήσουνε και γίνουν σαν τα βάτα κι ενώ είν’ ακόμα θαλερά, η θύελλα σαν ξερά κλαδιά θα τ’ ανεμοσκορπίσει. 

11.Θα χαίρεται ο δίκαιος που είδε την ανταπόδοση· τα πόδια του θα πλένει στο αίμα των ασεβών.  

12.Θα πουν οι άνθρωποι: «Αλήθεια, υπάρχει για τον δίκαιο αμοιβή· αλήθεια, εδώ στη γη υπάρχει Θεός που κρίνει».


 ΨΑΛΜΟΙ 58 [57]

Εἰς τὸ τέλος· μὴ διαφθείρῃς· τῷ Δαυΐδ εἰς στηλογραφίαν.

 2 ΕΙ ΑΛΗΘΩΣ ἄρα δικαιοσύνην λαλεῖτε; εὐθείας κρίνετε οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων; 

3 καὶ γὰρ ἐν καρδίᾳ ἀνομίαν ἐργάζεσθε ἐν τῇ γῇ, ἀδικίαν αἱ χεῖρες ὑμῶν συμπλέκουσιν. 

4 ἀπηλλοτριώθησαν οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ μήτρας, ἐπλανήθησαν ἀπὸ γαστρός, ἐλάλησαν ψευδῆ. 

5 θυμὸς αὐτοῖς κατὰ τὴν ὁμοίωσιν τοῦ ὄφεως, ὡσεὶ ἀσπίδος κωφῆς καὶ βυούσης τὰ ὦτα αὐτῆς, 

6 ἥτις οὐκ εἰσακούσεται φωνῆς ἐπᾳδόντων, φαρμάκου τε φαρμακευομένου παρὰ σοφοῦ. 

7 ὁ Θεὸς συντρίψει τοὺς ὀδόντας αὐτῶν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν, τὰς μύλας τῶν λεόντων συνέθλασεν ὁ Κύριος· 

8 ἐξουδενωθήσονται ὡσεὶ ὕδωρ διαπορευόμενον· ἐκτενεῖ τὸ τόξον αὐτοῦ ἕως οὗ ἀσθενήσουσιν. 

9 ὡσεὶ κηρὸς τακεὶς ἀνταναιρεθήσονται· ἔπεσε πῦρ ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ οὐκ εἶδον τὸν ἥλιον. 

10 πρὸ τοῦ συνιέναι τὰς ἀκάνθας αὐτῶν τὴν ράμνον, ὡσεὶ ζῶντας, ὡσεὶ ἐν ὀργῇ καταπίεται αὐτούς. 

11 εὐφρανθήσεται δίκαιος, ὅταν ἴδῃ ἐκδίκησιν· τὰς χεῖρας αὐτοῦ νίψεται ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἁμαρτωλοῦ. 

12 καὶ ἐρεῖ ἄνθρωπος· εἰ ἄρα ἐστὶ καρπὸς τῷ δικαίῳ, ἄρα ἐστὶν ὁ Θεὸς κρίνων αὐτοὺς ἐν τῇ γῇ.

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

Παρακλητικός Κανών εις τους Είκοσι Ενδόξους και Ιαματικούς Αγίους Αναργύρους

Παρακλητικός Κανών εις τους Είκοσι Ενδόξους και Ιαματικούς Αγίους Αναργύρους

 Εὐλογήσαντος τοῦ ἱερέως ἀρχόμεθα άναγινώσκοντες τόν ΡΜΒ’ (142) Ψαλμόν.

Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τήν δέησιν μου ἐν τῆ ἀληθείᾳ σου, εἰσάκουσον μου ἐν τῆ δικαιοσύνη σοῦ καί μή εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιον σου πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τήν ζωήν μου, ἐκάθισε μέ ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκρούς αἰῶνος καί ἠκηδίασεν ἐπ’ ἐμέ τό πνεῦμα μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρός σέ τάς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρος σοί. Ταχύ εἰσάκουσον μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμα μου μή ἀποστρέψῃς τό πρόσωπον σου ἀπ’ ἐμοῦ, καί ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστόν ποίησον μοί τό πρωί τό ἔλεός σου, ὅτι ἐπί σοί ἤλπισα γνώρισον μοί, Κύριε, ὁδόν, ἐν ἤ πορεύσομαι, ὅτι πρός σέ ἤρα τήν ψυχήν μοῦ ἐξελοῦ μέ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, ὅτι πρός σέ κατέφυγον. Δίδαξον μέ τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου, ὅτι σύ εἰ ὁ Θεός μοῦ τό πνεῦμα σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει μέ ἐν γῆ εὐθείᾳ. Ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος σου, Κύριε, ζήσεις μέ, ἐν τῆ δικαιοσύνη σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τήν ψυχήν μου καί ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τήν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλος σου εἰμι. 

Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος ἀ’. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, καί ἐπικαλεῖσθε τό ὄνομα τό ἅγιον αὐτοῦ.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος β’. Πάντα τά ἔθνη ἐκύκλωσαν με, καί τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὑτούς.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος γ’. Παρά Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καί ἔστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Εἶτα τὰ Τροπάρια

Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν Ἀναργύρων τῷ Ναῷ προσπελάσωμεν, καὶ τῇ εἰκόνι τῇ αὐτῶν προσκυνήσωμεν, ἀπὸ βαθέων κράζοντες ἐκ μέσης ψυχῆς, Ἅγιοι Ἀνάργυροι, ἰατροὶ τῶν νοσούντων, πάσης περιστάσεως χαλεπῶν νοσημάτων, καὶ ἐκ κινδύνων ῥύσασθε ἡμᾶς, τοὺς καλουμένους ὑμᾶς εἰς ἀντίληψιν.

Δόξα.
θεῖος οἶκος τῶν σεπτῶν Ἀναργύρων, ὥσπερ παράδεισος τερπνὸς δεδειγμένος, ὡς ἄνθη μὲν ἡδύπνοα τὰ θαύματα αὐτῶν, καὶ ὡς ῥόδα εὔοσμα, ἔχων τούτων εἰκόνας, πηγὴν δὲ ποτίζοντα, τὰς ποικίλας ἰάσεις˙ διὸ οἱ εἰσιόντες ἐν αὐτῷ, τῶν ἰαμάτων τὴν χάριν δρεπόμεθα.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Οὐ σιωπήσωμέν ποτε, Θεοτόκε, τὰς δυναστείας Σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι· εἰ μὴ γὰρ Σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἡμᾶς ἐῤῥύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; Τίς δὲ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ Σοῦ· Σοὺς γὰρ δούλους σῴζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.

Εἶτα ὁ Ν’ (50) Ψαλμός.

λέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου, ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου. Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καί ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διά παντός. Σοί μόνῳ ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα, ὅπως ἄν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις Σου καί νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί Σε. Ἰδοὺ γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καί τὰ κρύφια τῆς σοφίας Σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τό πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός καί πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου καί τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου Σου καί πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς Σου καί ἀσεβεῖς ἐπὶ σέ ἐπιστρέψουσιν. Ῥῦσαι με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσα μου τήν δικαιοσύνην Σου. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν Σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσίᾳ τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ Σου τήν Σιών καί οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καί ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τό θυσιαστήριόν Σου μόσχους.

Καὶ ὁ κανών.

ᾨδὴ α΄. Ἁρματηλάτην Φαραώ.
Θεὲ τῶν ὅλων ἱεραῖς δεήσεσι τῶν Ἀναργύρων τῶν Σῶν, πάντων τοὺς Σοὺς δούλους, οἴκτειρον ἐλέησον, καὶ Βασιλείας ποίησον, κληρονόμους σὺν τούτοις, ὡς ἂν Σὲ πάντες δοξάζωμεν, καὶ μὴ στερηθῶμεν τῆς δόξης Σου.

Τῶν Ἀναργύρων ἡ τερπνὴ ὁμήγυρις εἰκὰς πανάριστε, τριττὴ συζυγία, Κοσμᾶ τε καὶ Δαμιανὲ, καὶ Κῦρε, Ἰωάννη τε, καὶ Ἑρμόλαε ἅμα, Παντελεήμονι δέομαι, πάσης με λυτρώσασθε θλίψεως.

Σαμψὼν ὁ θεῖος ὁ σεπτός τε Μώκιος καὶ ὁ Ἀνίκητος, Ἰουλιανός τε, ὁ κλεινὸς Θαλάλαιος, καὶ Τρύφων ὁ πανάριστος, ὁ Εὐτρόπιος ἅμα τῷ Λεοντίῳ τιμάσθωμεν, καὶ σὺν τῷ Ἀνθίμῳ Διομήδης ὑμνείσθωσαν.

Θεοτοκίον.
κ στειρευούσης κυηθεῖσα Πάναγνε Σὺ παραδόξεως γαστρός, τίκτεις Θεὸν Λόγον, ὑπὲρ λόγον ἄφθορος, καὶ μετὰ τόκον μείνασα, ἀεὶ τοῦτον δυσώπει, σὺν Ἀναργύροις δοθῆναί μοι, τῶν πλημμελημάτων τὴν ἄφεσιν.

ᾨδὴ γ΄. Ὁ στερεώσας κατ’ ἀρχάς.
ν τῇ Δευτέρᾳ σου Χριστέ, καὶ φοβερᾷ Παρουσίᾳ, σύνταξόν με δεξιοῖς Σου προβάτοις, τῆς εὐκταίας Σου φωνῆς, καταξιῶν ὡς εὔσπλαγχνος, ταῖς τῶν Σῶν Ἀναργύρων, πανευπροσδέκτοις δεήσεσιν.

πιθυμίας βλαβερᾶς, θυμοῦ δεινῆς ἀκηδείας, καὶ παθῶν παντοδαπῶν ῥύσασθέ με, Ἀναργύρων ἡ σεπτή, καὶ έκλεκτὴ ὁμήγυρις, καὶ Βασιλείας θείας ἐπιτυχεῖν ἱκετεύσατε.

πὸ παντοίων συμφορῶν, καὶ βλάβης τοῦ βροτοκτόνου, καὶ δεινῶν ἀσθενειῶν ἱκετεύω, ἐκλυτρώσασθέ με νῦν, Ἀνάργυροι πρεσβείαις ὑμῶν, καὶ ἐνισχύσατέ με, ποιεῖν Κυρίου τὸ θέλημα.

Θεοτοκίον.
τετοκυῖα τὸν Θεόν, Αὐτὸν δυσώπει Παρθένε, σὺν τοῖς θείοις Ἀναργύροις καὶ πᾶσι, τοῖς Ἁγίοις τὸν Αὐτὸν, εἰλικρινῶς λατρεύσασι, καὶ σωτηρίας θείας ἐπιτυχεῖν με ἀξίωσον.

Διάσωσον, ἀπὸ κινδύνων τοὺς δούλους ὑμῶν εἰκὰς Ἀναργύρων, ὅτι τῇ σκέπῃ ὑμῶν ἀεὶ καταφεύγομεν, ὡς ἄγρυπνοι βοηθοὶ ἐν ἀνάγκαις.

πίβλεψον, ἐν εὐμενείᾳ πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν, καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος.

Αἲτησις καὶ τὸ Κάθισμα.
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Πολλοῖς ἐν δεινοῖς καὶ θλίψεσι κυκλούμενοι, ὑμῶν τῇ θερμῇ πρεσβείᾳ καταφεύγομεν, θεοφόροι Ἀνάργυροι τοῦ ῥυσθῆναι κινδύνων καὶ θλίψεων, ὑμεῖς γὰρ ἀεὶ τὸ θεῖον εὐμενίζετε, τὴν λύτρωσιν βραβεύοντες.

ᾨδὴ δ΄. Σύ μου ἰσχύς, Κύριε.
ργοις κακοῖς, γεγηρακὼς ὁ ἀσύνετος, παροργίζω, Σὲ τὸν Ὑπεράγαθον καὶ πᾶσαν ὥραν διηνεκῶς, λόγοις τε καὶ ἔργοις, παραπικραίνω Φιλάνθρωπε, ἀλλὰ ταῖς ἱκεσίαις, τῶν σεπτῶν Ἀναργύρων, τῶν πταισμάτων μοι δὸς τὴν συγχώρησιν.

Τῆς ζοφερᾶς, ὄψεως ἐν τῇ ἐξόδῳ μου, τῶν δαιμόνων, ῥύσασθέ με δέομαι τῶν Ἀναργύρων σεπτὴ εἰκὰς, Κοσμᾶ Δαμιανέ τε, Κῦρε καὶ Ἰωάννη, Ἑρμόλαε, Τρύφων, Παντελεήμων, καὶ Μώκιε, Σαμψών τε Εὐτρόπιε σὺν ἅπασι δέομαι.

Φοβερά Σου ἡ κρίσις, καὶ ἀδέκαστος καὶ ἀπαραίτητος, ἀλλὰ καὶ δικαία, καὶ ὁ ταύτης οὐδεὶς ἐξαιρούμενος, εὐχαῖς τῶν Ἀναργύρων, τῶν Σὲ πιστῶς θεραπευσάντων, τῆς ἀνάγκης ἐκείνης με λύτρωσαι.

Θεοτοκίον.
Πολλήν σου Ἁγνὴ, ἄλλην οὐκ ἔχω βοήθειαν, καὶ ἐκτός Σου, σκέπην οὐκ ἐπίσταμαι Σύ μου ἐλπίς, Σὺ καταφυγή, Σύ μου εὐεργέτις, Σύ μου ἑτοίμη ἀντίληψις, καὶ Σὲ ἐπικαλοῦμαι, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης, ἐξελοῦ με καὶ σῶσον τὸν δοῦλόν Σου.

ᾨδὴ ε΄. Ἵνα τὶ μὲ ἀπώσω.
θλοφόροι Κυρίου, Ἅγιοι Ἀνάργυροι πιστῶν οἱ πρόμαχοι, βοηθήσατέ μοι, καὶ παντοίας με νόσου ἰάσατε, καὶ ἐν ὥρᾳ πάλιν, τῇ φοβερᾷ καὶ τελευταίᾳ, ἐκ χειρὸς τῶν δαιμόνων με ῥύσασθε.

Ναὸς ὑμῶν οὗτος, ἄλλη Σολομῶντος στοὰ ἀναδείκνυνται, οὐχὶ μόνον πᾶν τὸ πλῆθος, τῶν μετὰ πόθου προστρεχόντων, ἀναργύρως ἰᾶται πανόλβιοι.

ατροὶ τῶν νοσούντων, ἄμισθοι καὶ ἕτοιμοι θεῖοι Ἀνάργυροι, θεραπεύατέ μου, τὰ τοῦ σώματος πάθη καὶ ῥύσατε, τὴν ψυχήν μου τότε, ὅτε χωρίζεται τοῦ σκήνους, ὡς θερμοὶ προστάται μου καὶ ἀντιλήπτορες.

Θεοτοκίον.
Κυρία τοῦ κόσμου, τὸν κυριευθέντα με τοῖς παραπτώμασι, δοῦλον τοῦ Υἱοῦ Σου, καταξίωσον Κόρη γενέσθαι με, Ὅνπερ ἐκδυσώπει, σὺν τοῖς Ἁγίοις Ἀναργύροις, ἐξαλεῖψαι πληθὺν τῶν πταισμάτων μου.

ᾨδὴ ϛ΄. Ἰλάσθητί μοι Σωτήρ.
Πεφωτισμένοι Χριστοῦ, φωτίσατέ με Ἀνάργυροι, τὸν σκοτισθέντα δεινῶς, κακοῖς καὶ γηρύσαντα αἰσχρῶς τε βιώσαντα, ταῖς ὑμῶν πρεσβείαις, τὸν Κριτήν μοι εὐμενίσατε.

Σὺν τῷ Κοσμᾷ τῷ σοφῷ, Δαμιανὸς ὁ πανάριστος, Παντελεήμων ὁμοῦ, καὶ θεῖος Ἑρμόλαος καὶ πάντες Ἀνάργυροι, πρὸς μετάνοιάν με, νῦν πρὸ τέλους ἐπιστρέψατε.

υσθῆναί με δυσωπῶ, αἰωνιζούσης κολάσεως, καὶ παραδείσου τρυφῆς, καταξιωθῆναί με Ἅγιοι Ἀνάργυροι, ταῖς ἡμῶν πρεσβείαις, δυσωπῶ ὁ πολυώδυνος.

Θεοτοκίον.
Τὴν Σὴν Μητέρα Χριστέ, καὶ τοὺς σοφοὺς Ἀναργύρους Σου, προσδέχου ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ δώρησαι ἄφεσιν τῶν πολλῶν πταισμάτων μου, καὶ κολάσεως μὲ, ἀπολύτρωσαι ὡς εὔσπλαγχνος.

Διάσωσον, ἀπὸ κινδύνων τοὺς δούλους ὑμῶν εἰκὰς Ἀναργύρων, ὅτι τῇ σκέπῃ ὑμῶν ἀεὶ καταφεύγομεν, ὡς ἄγρυπνοι βοηθοὶ ἐν ἀνάγκαις.

χραντε, ἡ διὰ λόγου τὸν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα δυσώπησον, ὡς ἔχουσα μητρικὴν παῤῥησίαν.

Αἲτησις καὶ τὸ Κoντάκιον. Ἦχος δ΄.
ατροὶ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ἄμισθοι, τῶν ἐν ζάλῃ λιμένες γαληνοὶ καὶ ἀχείμαστοι, θεοφόροι Ἀνάργυροι, τοὺς ὑμῶν ἱκέτας σπεύσατε, θεραπεῦσαι ταχύ, τοὺς κατ’ ἄμφω ἀσθενεῖς, καὶ πρὸς ὑμᾶς καταφεύγοντας, παύσατε τρικυμίας, στήσατε καταιγίδας, τῶν ἐπερχομένων θαυματουργοί, κατὰ τῆς ποίμνης ὑμῶν.

Προκείμενον.
Τοῖς Ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθευμάστωσεν ὁ Κύριος.
Στιχ. Ἀκούσατε ταῦτα πάντα τὰ ἔθνη.

Εὐαγγέλιον.

 

Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον (Κεφ. ι΄. 1 καὶ 5-8). 

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, προσκαλεσάμενος ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα Μαθητὰς αὐτοῦ, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν κατὰ πνευμάτων ἀκαθάρτων, ὥστε ἐκβάλλειν αὐτά, καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν. Τούτους ἀπέστειλεν ὁ Ἰησοῦς, παραγγείλας αὐτοῖς, λέγων˙ εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε, καὶ εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε˙ Πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. Πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες, ὅτι ἤγγικεν ἡ βασιλεῖα τῶν οὐρανῶν. Ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε, δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε.

Δόξα.
Ταῖς τῶν Ἀναργύρων, πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Καί νῦν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου, πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Στίχ. Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός Σου, καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου, ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.

Προσόμοιον.
Ἦχος πλ. β΄. Ὅλην ἀποθέμενοι.
λην ἀποθέμενοι, ἐν οὐρανοῖς τὴν ἐλπίδα, θησαυρὸν ἀσύλητον, ἑαυταῖς οἱ Ἅγιοι ἐθησαύρισαν˙ δωρεὰν ἔλαβον δωρεὰν διδοῦσι, τοῖς νοσοῦσι τὰ ἰάματα˙ χρυσὸν ἢ ἄργυρον, εὐαγγελικῶς οὐκ ἐκτήσαντο˙ ἀνθρώποις τε καὶ κνήνεσι, τὰς εὐεργεσίας μετέδωκαν˙ ἵνα διὰ πάντων, ὑπήκοοι γενόμενοι Χριστῷ ἐν παῤῥησίᾳ πρεσβεύουσιν, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

ᾨδὴ ζ΄. Παῖδες Ἑβραίων.
γρυπνοι φύλακες ὡς ὄντες, ὦ Ἀνάργυροι φρουρήσατε τοὺς πίστει, τῷ Τεμένει ὑμῶν προστρέχοντας καὶ δότε, τὴν τῶν σωμάτων ἴασιν, καὶ ψυχῶν τὴν σωτηρίαν.

Δεῦτε ἐν οἴκῳ τῷ πανσέπτῳ, τῶν Ἁγίων προσδράμωμεν καὶ τούτους, εὐφημοῦντες ᾠδαῖς βοήσωμεν Κυρίῳ, σῶσον ἡμᾶς ἐκ θλίψεως, εὐχαῖς τούτων ὡς Οἰκτίρμων.

Πᾶσι πηγάζετε τὰ ῥεῖθρα, τῶν ἰάσεων Ἀνάργυροι Κυρίου, τοῖς ἐν πίστει ὑμῶν προστρέχουσι τῇ σκέπῃ, ὅθεν κἀμὲ ἰάσατε, τὸν ὑμνοῦντα ὑμᾶς πόθῳ.

Θεοτοκίον.
Σῶσόν με, σῶσον Θεοτόκε, τὸν Οἰκτίρμονα Θεὸν ἀποτεκοῦσα, καὶ δεινῶν συμφορῶν καὶ βλάβης καὶ κινδύνων, τῇ κραταιᾷ δυνάμει Σου, ἐξελοῦ Θεοκυῆτορ.

ᾨδὴ η΄. Ἐπταπλασίως κάμινον.
Νοῦν ἐμπαθῆ καὶ ἄσεμνον, τὸν ἐμὸν ἁγιάσατε, πανηγιασμένοι τοῦ Χριστοῦ Ἀνάργυροι, Κοσμᾶ τε καὶ Δαμιανέ, Σαμψὼν κλεινὲ Ἑρμόλαε, σὺν τῷ Ἀνικήτῳ καὶ τοῖς λοιποῖς ἅπασιν, ἀπαύστως ἵνα μέλπω, ἱερεῖς ἀνυμνεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Νὺξ ἀφεγγὴς συνέχει με, τῶν παθῶν, ὦ Ἀνάργυροι, καὶ δεινῶς χειμάζει με ἡ ἔνυλος προσπάθεια, καὶ καταποντίζει με, ἡ φιλαυτία σὺν τοῖς λοιποῖς, πρεσβείαις ὑμῶν θείαις, διασώσατε τούτων, καὶ γαληνὸν πρὸς ὅρμον, κατευθύνατε ὅπως, ἀπαύστοις ὑμᾶς ὕμνοις γεραίρω εἰς αἰῶνας.

Δεῦτε πιστῶν ὁμήγυρις, εὐσεβῶς ἀνυμνήσωμεν, τὴν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, ἅπαντα ποιήσασαν, Τριάδα ἀμέριστον, σὺν τοῖς Ἀναργύροις θεοπρεπῶς, καὶ διηνεκῶς ἀναβοῶντες τὸν ὕμνον, Πατέρα εὐλογοῦμεν, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Πνεῦμα, τὰ τρία Θεὸν ἕνα ἀΐδιον φρονοῦντες.

Θεοτοκίον.
μαρτωλῶν προσφύγιον, ταπεινῶν ἱλαστήριον, τὴν ὀδυνωμένην μου ψυχὴν θεράπευσον, ἱλέῳ Σου ὅμματι, καὶ θλιβομένην Κόρη ψυχήν, καὶ διηνεκῆ, πιεζομένην σκοτείᾳ, φωτί σου γλυκυτάτῳ, νοερᾷ παρακλήσει, ἱλάρυνον καὶ δεῖξον, γαληνιῶντα ὅλον.

ᾨδὴ θ΄. Ἐξέστη ἐπὶ τούτῳ.
θύνεσθαι δυσώπει εἰκὰς σεπτή, τὸ κοινόβιον τοῦτο πολίτευμα, τὸ ἐκλεκτόν, καὶ ἡγιασμένον θαυματουργοί, καὶ ἐκτενῆ ποιήσατε, δέησιν πρὸς Κύριον τοῦ λοιποῦ, καλῶς ἡμᾶς βιῶσαι, τυχεῖν τῆς σωτηρίας, καὶ τῶν δεινῶν ἀπολυτρώσεως.

Μεγίστην παῤῥησίαν πρὸς τὸν Χριστόν, ὦ Ἀνάργυροι θεῖοι ὡς ἔχοντες, ὑπὲρ ἡμῶν, δέησιν ποιήσατε ἐκτενῆ, ῥυσθῆναι ἡμᾶς θλίψεων, καὶ ἀῤῥωστημάτων παντοδαπῶν, ὀργῆς τε τῆς μελλούσης, καὶ πάσης ἄλλης βλάβης, προσδοκωμένης τοὺς τιμῶντας ὑμᾶς.

ρθόδοξος ὑπάρχει ἅπας πιστός, ὁ Προσώποις τρισὶν ἕνα Κύριον, ἕνα Θεόν, καὶ ψυχῇ καὶ γλώσσῃ ὁμολογῶν, τοὺς οὕτω γοῦν πιστεύοντας, καὶ ὁμολογοῦντας Τριὰς σεπτή, ἀξίωσον γενέσθαι, πολῖται παραδείσου, τῶν Ἀναργύρων ταῖς δεήσεσι.

Θεοτοκίον.
Παρθένε Παναγία Μήτηρ Θεοῦ, τῶν σεπτῶν Ἀναργύρων δεήσεσι, τῶν ὑπὲρ Σοῦ, καὶ τοῦ γλυκυτάτου Σου Τοκετοῦ, θυσάντων τὰς ψυχὰς αὐτῶν, γένοιτο ὁ ὕμνος οὗτος δεκτός, καὶ καταξίωσόν με, τῆς ἄνω κληρουχίας ὅπως σωθεὶς ἀεὶ δοξάζω Σε.

ξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν Σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον, Σὲ μεγαλύνομεν.

Καὶ τὰ παρόντα μεγαλυνάρια,
Δεῦτε οἱ ἐν νόσοις παντοδαπαῖς, καὶ οἱ ἐν κινδύνοις, κατακείμενοι χαλεπῶς, σπεύσωμεν προθύμως, ἐν τούτῳ τῷ Τεμένει, τῶν θείων Ἀναργύρων, καὶ σωθησόμεθα.

Χάρις νῦν ἐκκέχυται δαψιλής, ἐν τῷ ἰατρείῳ Ἀναργύρων τῶν θαυμαστῶν, πᾶσι τοῖς αἰτοῦσιν, αὐτοὺς μετ’ εὐλαβείας καὶ πόθῳ εὐφημοῦσιν αὐτῶν τὰ θαύματα.

Τοὺς τῶν θλιβομένων θεραπευτάς, καὶ ἐξαιτουμένων, θεραπείας ἐπιτυχεῖν, ἰατροὺς ἀμίσθους, ἐνδόξους Ἀναργύρους, πιστοὶ μεγαλοφώνως, ἀνευφημήσωμεν.

Δεῦτε τὸν χρυσόπλοκον κροσσωτόν, τῶν ἐξ Ἀραβίας, πενταδέλφων τῶν φαεινῶν τὸν ἐν τῇ Λυκίᾳ βαφαῖς μαρτυρίου, φαιδρῶς πορφυρωθέντα ὑμνολογήσωμεν.

Τρύφωνα, Κοσμὰς καὶ Δαμιανούς, ἅμα Θαλαλαίῳ, καὶ τὸν Μώκιον τοὺς σοφούς, Σαμψὼν Διομήδην, σὺν Κύρῳ, Ἰωάννῃ, καὶ τῶν πιστῶν σωτῆρας, ὕμνοις τιμήσωμεν.

Τὴν εἰκάδα πάντες τὴν θαυμαστήν, πάντων Ἀναργύρων, ἐν τῷ οἴκῳ νῦν ἑαυτῆς, ᾄσμασιν ἐνθέοις, αὐτὴν ἀνευφημοῦντες, Χριστὸν δοξολογοῦμεν τὸν ταύτην δείξαντα.

Πόθῳ τὸν τὴν μνήμην ὑμῶν σοφοί, ταύτην ἐκτελοῦντα, καὶ σὺν πίστει πανευλαβεῖ, ὅλον ἀναθέντα ὑμῶν τῇ προστασίᾳ λυτρώσασθαι, ἐκ βλάβης ψυχῆς καὶ σώματος.

ώσεως οὐκ εἶδεν ἄλλον μισθόν, ἀπαιτεῖν ἢ μόνον, τὴν εὐσέβεια πρὸς Θεόν, ἡ ἁγιωτάτη εἰκὰς τῶν Ἀναργύρων, ἐν ὕμνοις οὓς τιμῶντες ἀνευφημήσωμεν.

εῖθρα ἰαμάτων ὡς ἐκ πηγῆς, χάριτι θαυμάτων, βρύει χρήζουσα δωρεάν, ἡ τῶν Ἀναργύρων εἰκὰς ἱερωτάτη, οἱ ῥώσεως διψῶντες, δεῦτε ἀρύσασθε.

ντως θαυματόβρυτος ἡ πηγή, ἡ τῶν Ἀναργύρων, τῆς εἰκάδος τῆς θαυμαστῆς, ῥεῖθρα γὰρ ἐκβλύζει ζωήῤῥοα τοῖς πᾶσι, τὰς θείας αὐτῶν ὅθεν, χάριτας μέλψωμεν.

Βρύει ἰαμάτων παντοδαπῶν, χάριτας ὁ οἶκος, τῶν Ἁγίων ἀνελλιπῶς, ὃν περινοστοῦντες, αὐτοὺς άνευφημοῦμεν, ὡς Μάρτυρας Κυρίου καὶ ἰατροὺς ἡμῶν.

Δεῦτε ὁμοφώνως οἱ εὐσεβεῖς, μέλψωμεν ἐν ὕμνοις, τὴν εἰκάδα τῶν ἱερῶν, Ἀναργύρων ὅπως χάριτας ἰαμάτων, καὶ ἄφεσιν πταισμάτων ἀπαρυσώμεθα.

Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι πάντες, μετὰ τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.

Τὸ Τρισάγιον

γιος ὁ Θεός, γιος Ἰσχυρός, γιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. (Τρίς). 

Δόξα Πατρί, καί Υἱῶ, καί ἁγίῳ Πνεύματι,
καί νῦν, καί ἀεί, καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς· Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. Δέσποτα, συγχώρησον τάς ἀνομίας ἡμῖν· Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἡμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.

Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον.
Δόξα Πατρί…

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τό θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καί ἐπί τῆς γῆς. Τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον· καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν· καί μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ.

τι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καί ἡ δύναμις καί ἡ δόξα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ και τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

καί τά Τροπάρια ταῦτα. 

Ἦχος πλ. β΄.
λέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, πάσης γάρ ἀπολογίας ἀποροῦντες, ταύτην Σοι τήν ἱκεσίαν, ὡς Δεσπότῃ, οἱ ἁμαρτωλοί προσφέρομεν, ἐλέησον ἡμᾶς.

Δόξα.
Κύριε ἐλέησον ἡμᾶς, ἐπί Σοί γάρ πεποίθαμεν. Μή ὀργισθῆς ἡμῖν σφόδρα, μηδέ μνησθῆς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν. Ἀλλ’ ἐπίβλεψον καί νῦν ὡς εὔσπλαχνος καί λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. Σύ γάρ εἶ Θεός ἡμῶν καί ἡμεῖς λαός Σου, πάντες ἔργα χειρῶν Σου καί τό ὄνομά Σου ἐπικεκλήμεθα.

Καί νῦν.
Τῆς εὐσπλαχνίας τήν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἐλπίζοντες εἰς Σέ μή ἀστοχήσομεν, ῥυσθείημεν διά Σοῦ τῶν περιστάσεων· Σύ γάρ ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν Χριστιανῶν.

Ἀπολυτίκιον. 

Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν εἰκοσάριθμον, ἔνθεον φάλαγγα, τὴν ἐξαστράπτουσαν, Χάριν οὐράνιον, τῶν Ἀναργύρων τῶν λαμπρῶν, τὸ στῖφος ἀνευφημοῦμεν, οὗτοι γὰρ κατέβαλον, τοῦ βελίαρ τὴν δύναμιν, πάντων τὰ νοσήματα, συμπαθῶς ἐξιώμενοι, τῶν μετ’ εὐλαβείας βοώντων· δόξα Θεῷ τῷ ἐν Τριάδι.

Ἕτερον ἀπολυτίκιον.
Τὰ εὐωδέστατα, ἄνθη τῆς πίστεως, τὰ τὴν μύριπνοον, χάριν ἐμπνέοντα, τὴν νοητὴν καὶ λογικήν, Ἀνάργυροι οἱ ἔνδοξοι, πᾶσαν γὰρ ἐμπνέοντες, εὐωδίαν τοῦ Πνεύματος, νόσους θεραπεύουσι, καὶ παθῶν ἀπαλλάττουσι, διὸ εὐχαριστοῦντες βοῶμεν· δόξα Θεῷ τῷ ἐν Τριάδι.

Ἔκτενῆς καὶ Ἀπόλυσις, μεθ᾽ ἣν ψάλλομεν τὸ ἑξῆς·

Ἦχος β΄. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Δεῦτε Ὀρθοδόξων ἡ πληθύς˙ δεῦτε τῶν πιστῶν αἱ χορεῖαι κατασπασώμεθα, εἰκόνα τὴν πάνσεπτον, τῶν Αναργύρων Χριστοῦ, ἰατρῶν τῶν παθῶν ἡμῶν, πρὸς αὐτοὺς βοῶντες, ῥύσασθε Ἀνάργυροι, ἐκ τῶν κινδύνων ἡμᾶς, νόσων καὶ παθῶν ἀνιάτων, ταῖς εὐχαῖς ὑμῶν πρὸς τὸν Κτίστην, τοὺς ὑμᾶς τιμῶντας, πανσεβάσμιοι.

Πάντων θλιβομένων ἡ χαρά, καὶ ἀδικουμένων προστάτις, καὶ πενομένων τροφή, ξένων τε παράκλησις, καὶ βακτηρία τυφλῶν, ἀσθενούντων ἐπίσκεψις, καταπονουμένων σκέπη καὶ ἀντίληψις, καὶ ὀρφανῶν βοηθός˙ Μῆτερ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, Σὺ ὑπάρχεις, Ἄχραντε, σπεῦσον, δυσωποῦμεν, ῥύσασθαι τοὺς δούλους σου.

Δέσποινα πρόσδεξαι τὰς δεήσεις τῶν δούλων Σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.

Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς Σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην Σου.

Δί’ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἠμῶν,
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἠμᾶς.
Ἀμήν.

 Αρκετοί νομίζουν ότι οι Άγιοι Ανάργυροι είναι δύο, ο Κοσμάς και Δαμιανός, χωρίς να ξεχωρίζουν τα ζεύγη που τιμάμε τις δύο πρωτομηνιές (Ιουλίου και Νοεμβρίου).  Αν ανατρέξουμε στα συναξάρια της εκκλησίας μας θα δούμε ότι η χορεία των Αναργύρων Αγίων ανέρχεται σε είκοσι μέλη. ‘Όλοι είχαν την ιατρική επιστήμη ως μέσον θεραπείας και θαυμάτων, χωρίς υλικά ανταλλάγματα. Το σύντομο αυτό σεργιάνι ας αρχίσει, όπως η Εκκλησίας μας τους θυμάται και τους μνημονεύει.

ΚΟΣΜΑΣ, ΔΑΜΙΑΝΟΣ : Μαρτύρησαν το 284 στη Ρώμη, η μνήμη τους είναι την 1η Ιουλίου .

ΚΟΣΜΑΣ, ΔΑΜΙΑΝΟΣ : Καταγωγή τους ήταν η Μ. Ασία, η μνήμη τους είναι 1η Νοεμβρίου .

ΚΥΡΟΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ: Καταγωγή του πρώτου η Αλεξάνδρεια, του δευτέρου η Έδεσσα Μεσοποταμίας. Συνμοναστές μαρτύρησαν με αποκεφαλισμό το 292 μ. Χ., η μνήμη τους τελείται στις 31 Ιανουαρίου.

ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ: Από την Νικομήδεια, αποκεφαλίστηκε το 305, τιμάται στις 27 Ιουλίου.

ΕΡΜΟΛΑΟΣ: Και αυτός από την Νικομήδεια, ιερέας και γιατρός, αποκεφαλισθείς το 306 μ. Χ.Ή μνήμη του είναι στις 26 Ιουλίου.

ΣΑΜΨΩΝ: Καταγωγή του η Ρώμη, χειροτονηθείς ιερέας στην Κωνσταντινούπολη και ΘΕΡΑΠΕΥΣΑΣ τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό εκείνος του έχτισε ξενώνα για φιλοξενία αναξιοπαθούντων, κοιμήθηκε ειρηνικά και τον τιμάμε στις 27 Ιουνίου.

ΔΙΟΜΗΔΗΣ: Από την Ταρσό της Κιλικίας έζησε και έδρασε στην Νίκαια της Βιθυνίας, στην οποία άφησε και την τελευταία του πνοή, τον 3ο αι. μ. Χ. Τιμάται δε στις 16 Αυγούστου.

ΜΩΚΙΟΣ: Από την Ρώμη και αυτός ιερέας και γιατρός, αποκεφαλισθείς επί Διοκλητιανού τον 3ο αι. μ. Χ. Τιμάται στις  11 Μαΐου.

ΑΝΙΚΗΤΟΣ: Μαρτύρησε στην Νικομήδεια το 288 μ. Χ. και η μνήμη του είναι στις 12Αυγούστου.

ΘΑΛΛΕΛΑΙΟΣ: Από τον Λίβανο της Φοινίκης, τον συνέλαβαν και μετά από βασανιστήρια πολλά αποκεφαλίσθηκε το 284. Τον τιμάμε στις 20 Μαΐου.

ΤΡΥΦΩΝ: Βοσκός χηνών στην αρχή, στην Λάμψακο της Φρυγίας, βασανίσθηκε και αποκεφαλίσθηκε το 250 επί Δεκίου αυτοκράτορα. Η μνήμη του τελείται την   1ηΦεβρουαρίου.

ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ: Από την Έμεσα της Συρίας. Μαρτύρησε το 284 και τον τιμάμε στις 6 Φεβρουαρίου.

ΚΟΣΜΑΣ, ΔΑΜΙΑΝΟΣ, ΛΕΟΝΤΙΟΣ, ΑΝΘΙΜΟΣ, ΕΥΤΡΟΠΙΟΣ: Οι Κοσμάς και Δαμιανός ήταν από την Αραβία γιατροί και πήγαν στην Αιγαίς της Λυκίας με τους αδελφούς τους Λεόντιο, Άνθιμο και Ευτρόπιο ομολογήσαντες τον Χριστό, μαρτύρησαν και τιμώνται στις 16 Οκτωβρίου.

Δημοφιλείς αναρτήσεις