Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη πάντων τῶν Χριστιανῶν καὶ ἀδελφῶν ἡμῶν τῶν ἐν λιμῷ καὶ δίψει καὶ μαχαίρᾳ καὶ κρύει τελειωθέντων

Τῌ ΚΘ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη πάντων τῶν Χριστιανῶν καὶ ἀδελφῶν ἡμῶν τῶν ἐν λιμῷ καὶ δίψει καὶ μαχαίρᾳ καὶ κρύει τελειωθέντων.

 

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Μαρκέλλου, Ἡγουμένου τῆς Μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων.

 Τῌ ΚΘ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Μαρκέλλου, Ἡγουμένου τῆς Μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων.

Στίχοι
Ἀϋπνίᾳ δοὺς πάντα τὸν ζωῆς χρόνον
Μάρκελλε, κοιμήθητι μικρὸν ἐν τάφῳ.


Όσιος Μάρκελλος
Ο Όσιος Μάρκελλος πέτυχε στη ζωή του διότι με τη χάρη του Θεού κατάλαβε, ότι οι κοσμικές λαμπρότητες φαίνονται και αφανίζονται όπως τα άνθη. Και είχε την πεποίθεση ότι ζωή αληθινή και κερδισμένη είναι μόνο εκείνη, που αφιερώνεται στην υπηρεσία του καλού, επάνω στο δρόμο του Ιησού Χριστού.

Ο Μάρκελλος έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ., επί πατριαρχείας Γενναδίου του Α’ (458 – 471 μ.Χ.) και βασιλέως του Λέοντα Α’ του Μακέλλη. Η καταγωγή του Μάρκελλου ήταν από τη Aπάμειαν, μια πόλη της Συρίας και η οικογένειά του ήταν αρκετά πλούσια.

Επειδή οι γονείς του αγαπούσαν τα γράμματα, στόλισαν το γιο τους με πολλή παιδεία. Αλλά η καρδιά του νέου, είχε μέσα της ζωηρή και ακοίμητη τη φλόγα της ευσέβειας. Τα κοσμικά αξιώματα δεν τον ενδιέφεραν.

Με τέτοιες διαθέσεις πήγε στην Έφεσο, όπου μπήκε σε μοναστήρι και έγινε μοναχός. Από κει πήγε στην Κωνσταντινούπολη, στη Μονή Ακοίμητων, όπου ηγούμενος ήταν ο Αλέξανδρος.

Εκεί, γρήγορα διακρίθηκε για τις αρετές του και αγαπήθηκε πολύ από τους αδελφούς της Μονής, για την ταπεινοφροσύνη που διατηρούσε, αν και ήταν άνθρωπος μελέτης και μεγάλης διανοητικής αξίας. Αφού πέθανε ο ηγούμενος Αλέξανδρος και υστέρα ο διάδοχός του Ιάκωβος, η αγάπη και η εκτίμηση των αδελφών, ανέδειξε ηγούμενο τον Μάρκελλο. 
Η διοίκηση του ήταν άριστη. Σύμφωνα με άλλη γνώμη, τη μονή Ακοιμήτων, είχε κτίσει αυτός ο όσιος Μάρκελλος, πιθανός στη θέση του σημερινού Τσιμπουκλί. Έτσι με αυτή τη θεία και όσια ζωή του, κοιμήθηκε και αναπαύτηκε ο Μάρκελλος στη Μονή του.

Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Ύμνον άληκτον, Θεώ προσφέρων, νουν ακοίμητον, προσφόρως έσχες, προς εκπλήρωσιν των θείων προστάξεων όθεν κανών αρετής εχρημάτισας και Μοναστών ποδηγέτης θεόσοφος. Πάτερ Μάρκελλε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

 

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

ΟΣΙΟΣ ΣΙΜΩΝ Ο ΜΥΡΟΒΛΥΤΗΣ

ΟΣΙΟΣ ΣΙΜΩΝ Ο ΜΥΡΟΒΛΥΤΗΣ

πηγή: ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟΝ 
Προς Πέτρον έσχε κοινά κλήσιν και πέτραν,
Yπερτερεί μύρω δ’ ο της πέτρας Σίμων.
***
Σίμων ὑπερβὰς ἀστεροσκόπων θέαν.
Τὴν Βηθλεὲμ παρῆκε πρὸς πόλον θέων,
Εἰκάδι ὀγδοάτη βίοτον λίπε λυγρὸν ὁ Σίμων.

Ο όσιος Σίμων διέλαμψε στο Περιβόλι της Παναγίας προς το τέλος του 13ου αιώνα, αιώνα που το Βυζάντιο ήταν εξασθενημένο και διαιρεμένο εξ αιτίας των Σταυροφοριών και η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας είχε μεταφερθεί στη Νίκαια. Εγκατέλειψε λοιπόν ο Σίμων την ματαιότητα αυτού του κόσμου και μετέβη στο Άγιον Όρος για να αγωνισθεί για την σωτηρία της ψυχής του πλάι σ’ έναν πνευματικό πατέρα. Διάλεξε γέροντα όχι απλώς έμπειρο στους ασκητικούς αγώνες, αλλά αυστηρό και απαιτητικό, και του υποτάχθηκε ψυχή τε και σώματι, ωσάν ο γέροντας να ήταν ο ίδιος ο Θεός. Η υποδειγματική υπακοή, η ταπείνωση, η αγάπη για τον γέροντα του, ο οποίος συνεχώς του επεφύλασσε επιπλήξεις, σύντομα τον ανύψωσαν σε υψηλό βαθμό αρετής και κίνησαν τον θαυμασμό των αγιορειτών μοναχών· μέχρι κι ο ίδιος ο γέροντάς του έπαψε τελικά να τον θεωρεί υποτακτικό και του φερόταν ως συναγωνιστή του στον πνευματικό αγώνα. Οι τιμές αυτές δεν ταίριαζαν όμως σ’ εκείνον που είχε επιλέξει να ασπασθεί την εξουθένωση, τον ονειδισμό και το πάθος του Χριστού· πήρε λοιπόν ο Σίμων ευλογία και αναχώρησε για να εγκαταβιώσει «μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ». Μετά από μεγάλη αναζήτηση, επέλεξε να εγκαταβιώσει σε σπήλαιο στενό και υγρό στην δυτική πλαγιά του Άθω, 300 μέτρα πάνω από την θάλασσα. Εκεί αγωνίσθηκε με καρτερία κατατροπώνοντας νυχθημερόν τις αδιάκοπες επιθέσεις των δαιμόνων, με μόνο όπλο την πίστη, την ελπίδα και την επίκληση του παντοδύναμου Ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Μια νύχτα, μερικές ημέρες πριν την εορτή των Χριστουγέννων, ο άγιος Σίμων είδε ένα άστρο να αποσπάται ξαφνικά από τον ουρανό, να κατέρχεται και να στέκεται πάνω από τον απόκρημνο βράχο απέναντι από το σπήλαιο. Φοβούμενος ότι επρόκειτο για νέα παγίδα του πονηρού διαβόλου, ο οποίος συχνά μεταμορφώνεται σε άγγελο φωτός (βλ.Β΄ Κορ. 2, 14), ο ασκητής δεν πίστεψε στο σημείο, το οποίο εμφανίσθηκε πολλές φορές τις επόμενες νύχτες, μέχρι την παραμονή των Χριστουγέννων, οπότε το φωτεινό άστρο κατέβηκε πάνω στον βράχο, όπως το άστρο της Βηθλεέμ, και ακούσθηκε φωνή εξ ουρανού που έλεγε: «Μη δυσπιστείς, Σίμων, δούλε πιστέ του Υιού μου! Δες το σημείο αυτό και μην εγκαταλείψεις τον τόπο αυτό για να βρεις περισσότερη ησυχία, καθώς ήταν η πρόθεσή σου, διότι εδώ επιθυμώ να ιδρύσεις το κοινόβιό σου για την σωτηρία πολλών ψυχών». Μετά την άμεση αυτή διαβεβαίωση από την φωνή της Κυρίας Θεοτόκου, ο Σίμων μετεφέρθη σαν μέσα σε έκσταση στην Βηθλεέμ, ενώπιον του Θείου Βρέφους, με τους Αγγέλους και τους Ποιμένες, και όταν συνήλθε, άρχισε δίχως χρονοτριβή την οικοδομή της «Νέας Βηθλεέμ».

Λίγο μετά το όραμα αυτό, τρεις αδελφοί από πλούσια οικογένεια της Θεσσαλίας (ή της Μακεδονίας), έχοντας ακούσει να εγκωμιάζουν τις αρετές του αγίου Σίμωνος, ήλθαν και κατέθεσαν στα πόδια του οσίου όλα τους τα υπάρχοντα, ωσάν νέοι Τρεις Μάγοι με τα δώρα, ζητώντας του να τους δεχθεί ως υποτακτικούς του. Κάλεσαν τότε να έλθουν μάστορες οικοδόμοι, οι οποίοι βλέποντας την απόκρημνη και κινδυνώδη τοποθεσία, αρνήθηκαν να αναλάβουν το έργο και κατηγόρησαν τον άγιο ότι είχε χάσει τα λογικά του. Ένας από τους υποτακτικούς που τους έφερνε να πιουν, γλίστρησε ξαφνικά κι έπεσε στον βαθύ γκρεμό. Ήταν παραπάνω από βέβαιο ότι ο μοναχός πέφτοντας σκοτώθηκε και το γεγονός έδειχνε να επιβεβαιώνει τις δριμείς κατηγορίες των μαστόρων· πόση όμως ήταν η κατάπληξή τους όταν είδαν, χάρις στις προσευχές του αγίου Σίμωνος, τον μοναχό να ανεβαίνει στην απέναντι πλαγιά, σώος και αβλαβής, κρατώντας στο χέρι άθικτη την κανάτα με το κρασί και το γεμάτο ποτήρι που ετοιμαζόταν να τους προσφέρει πριν πέσει! Μεταστράφηκε η γνώμη των οικοδόμων, έγιναν κι αυτοί μοναχοί και είχαν πολλές φορές την ευκαιρία κατά την διάρκεια των εργασιών να διαπιστώσουν ότι ο Θεός χάριζε μεγάλες δυνάμεις στον πιστό δούλο του Σίμωνα.

Η ανοικοδόμηση περατώθηκε και η «Νέα Βηθλεέμ» άρχισε να κατοικείται από μεγάλο αριθμό μοναχών, όταν μία ημέρα έφθασαν Σαρακηνοί πειρατές. Ο άγιος Σίμων πήγε να τους προϋπαντήσει με δώρα, ελπίζοντας να τους πείσει να σεβαστούν και να μην λεηλατήσουν την Μονή. Η πλεονεξία όμως των μοναχών δεν ικανοποιήθηκε με τα δώρα, και οι Σαρακηνοί επιτέθηκαν στον άγιο· παρευθύς τυφλώθηκαν όλοι και παρέλυσε το χέρι εκείνου που με το ξίφος είχε απειλήσει σοβαρά τον όσιο. Χάρις όμως στις προσευχές του ανθρώπου του Θεού, θεραπεύθηκαν και ξαναβρήκαν το φως τους, μετανόησαν, βαπτίσθηκαν και ασπάσθηκαν όλοι τον μοναχικό βίο.

Επί σειρά ετών ο άγιος Σίμων κατέδειξε την Χάρη που του έδινε ο Θεός, με πολλά θαύματα, με προοράσεις και, κυρίως, με την φωτεινή διδαχή του. Εκοιμήθη ειρηνικά εν Χριστώ, παρουσία όλων των μαθητών του, τους οποίους είχε συγκεντρώσει για να τους συμβουλεύσει για μια τελευταία φορά να τηρούν όσα τους παρέδωσε μετά φόβου Θεού, πίστεως, αμοιβαίας αγάπης και πλήρους υπακοής στον ηγούμενο και πνευματικό πατέρα τους. Αργότερα, από τον τάφο του αγίου ανέβλυσε, ως πηγή ζωογόνων ναμάτων, ευώδες και θαυματουργό μύρο. Οι διαδοχικές καταστροφές της μονής δεν μας άφησαν κάποιο ίχνος του τάφου του ή των τιμίων του λειψάνων. Ωστόσο, ο άγιος δεν έπαυσε ποτέ να είναι αοράτως παρών και πολλές φορές έδειξε την εύνοια και την προστασία του προς τους υπάκουους, όπως και την αυστηρότητα και τις επιτιμήσεις του προς τους ασεβείς και τους αμελείς. Την ημέρα της εορτής του, μερικοί βλέπουν καμιά φορά θείο φως να φωτίζει το σπήλαιό του ή να περιβάλλει σαν σκέπη την εικόνα του στον ναό.

Έναν αιώνα μετά την κοίμηση του οσίου, η κόρη του Ιωάννη Ούγγλεση (†1371), δεσπότη της σερβικής ηγεμονίας της Μακεδονίας, που είχε πρωτεύουσα τις Σέρρες, λυτρώθηκε από το πονηρό πνεύμα που εμφώλευε μέσα της χάρις στις πρεσβείες του αγίου Σίμωνος. Από ευγνωμοσύνη, ο δεσπότης Ιωάννης ανοικοδόμησε ναό, μεγάλωσε το μονύδριο του Αγίου Σίμωνος και το προικοδότησε γενναιόδωρα με μεγάλη περιουσία.
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 4ος (Δεκέμβριος),
σελ. 324–327.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Αν ο άνθρωπος θυμόταν τις αμαρτίες του και μετανοούσε για αυτές ειλικρινά, «ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν», αμέσως θα εισχωρούσε στην καρδιά του.

 


Μερικές φορές ο άνθρωπος φαίνεται ότι προσεύχεται με ζήλο∙ όμως η Προσευχή του δεν φέρνει στην καρδιά του τους καρπούς της Ειρήνης και της Χαράς στο όνομα του Αγίου Πνεύματος. Πως συμβαίνει αυτό; Αυτό συμβαίνει γιατί, ενώ ο άνθρωπος προσεύχεται, δεν μετανοεί ειλικρινά για τις αμαρτίες που διέπραξε κατά τη διάρκεια της ημέρας και με τις οποίες μόλυνε την καρδιά του, το Ναό αυτόν του Χριστού, και προξένησε την οργή του Κυρίου. Αν ο άνθρωπος θυμόταν τις αμαρτίες αυτές και μετανοούσε για αυτές με όλη την ειλικρίνεια του και έκρινε τον Εαυτό του αμερόληπτα, «ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» (η Ειρήνη του Θεού που υπερβαίνει κάθε νου) αμέσως θα εισχωρούσε στην καρδιά του...

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΡΟΝΣΤΑΝΔΗΣ
Με ποιόν μιλάς ψυχή μου;
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Εκδόσεις 
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ σελ.51




Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Ποιο είναι το συμφέρον του ανθρώπου και όλης της κοινότητας; Αν το συμφέρον του ανθρώπου δεν υπηρετεί το μεγάλο στόχο, την πορεία του ανθρώπου προς τον ΘΕΟ, τότε το κάθε «φαινομενικά» καλό συμφέρον, γίνεται δαιμονιώδες.

 

Απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα απο ομιλία του μακαριστού π.Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου στο κατά Ιωάννη Ευαγγελίο (Κεφ. 18, 33) που έγινε στις 17/04/2003. (Εκδίκαση υποθέσεως Ιησού Χριστού ενώπιον του Πιλάτου)

Ό,τι κάνει ένας άνθρωπος, το κάνει για το  συμφέρον του. Αλλά αν δεν έχει αυτό το πρωτογενές συμφέρον - να οδηγείται προς τον Θεόν - τότε όλα τα άλλα  γίνονται  δαιμονιώδη συμφέροντα.

Ό,τι συμφέρον τον φέρνει και τον οδηγεί στο Θεό, όλα γίνονται αγιασμένα συμφέροντα.

Υπ’ αυτή την έννοια και ο Πιλάτος και ο κάθε άνθρωπος, έχει κάποια κίνητρα που κινείται, έχει κάποια δυναμικά τα οποία κινείται. Εδώ είναι ένας κυβερνήτης, εκπροσωπεί τη Ρώμη, εκπροσωπεί τα συμφέροντα της Ρώμης.

Ποια είναι τα συμφέροντα της Ρώμης;

Ποια είναι τα συμφέροντα ενός κράτους;

Ποια είναι αλήθεια;

Βλέπετε αυτά είναι πολύ μεγάλα θέματα μέσα από αυτή τη γενική ανάλυση του «συμφέροντος». 

Τι επιδιώκει ένα κράτος; 

Να κάνει τους πολίτες του να ζουν καλά, να είναι κυρίαρχοι, να είναι εξουσιαστές να.... να.... να ..... 

Γιατί; 

Με ποιο σκοπό όλα αυτά; 

Δηλαδή ακόμα και από μία γενική κρατική εξουσία,  χαθεί ο ορισμός του ανθρώπου, που είναι «ον  Θεούμενον», τότε καμία δομή του κόσμου, δεν μπορεί να επιτελέσει το έργο της. Εκείνα τα οποία κάνει, όσο καλά και να είναι,  καταλήγουν να γίνουν αποσπασματικά και δαιμονιώδη. Αυτό είναι! Το οτιδήποτε αποσπασματικό είναι δαιμονιώδες. Γιατί είναι κομματιασμένο από την αλήθεια. Δεν υπάρχει κάτι που να μην είναι ενταγμένο μέσα σε όλη την αλήθεια. Ό,τι δεν λειτουργεί όλη την αλήθεια, είναι αποσπασματικό, είναι λεγεών, είναι κομμάτια, είναι δαιμονιώδες, αυτό είναι το  δαιμονιώδες. Πράγματα συγκεκριμένα που φαίνονται καλά και όμως είναι δαιμονιώδη, γιατί είναι αποκομμένα από την αλήθεια.

Ε, λοιπόν, η κάθε κίνησή της ζωής μας που είναι γεμάτη από συμφέροντα, γίνεται δαιμονιώδης. Το κράτος, η εξουσία, κάνει το καθήκον του. Τηρεί έναν νόμο, υπακούει στον Καίσαρα. Έχει εντολή να το κάνει. Ε, και αυτό μπορεί να γίνει δαιμονιώδες, αν όλα αυτά δεν εντάσσονται εκεί πέρα μέσα. Και μάλιστα μέσα σε αυτό το γενικό το σχήμα τώρα, αρχίζω να μπορώ να προσδιορίσω την κάθε στιγμή της ζωής μου.

Τι υπηρετώ;

Γιατί το υπηρετώ;

Με ποιο σκοπό το κάνω;

Τι υπερέχει;

Τι υπερβάλλει;

Που υποτάσσομαι;

Τι είναι το πάνω από το νόμο;

Τι είναι το ξεπέρασμα του νόμου;

Πότε μπορώ να ξεπεράσω το νόμο; Πότε δεν μπορώ να τον ξεπεράσω;

Πότε είμαι υπάκουος στον νόμο;

Και πότε γίνομαι παράνομος  στο νόμο;

Είναι μεγάλα θέματα που ο  χριστιανός κάθε μέρα αν δεν τα αντιμετωπίσει με μία σκέψη πολύ βαθιά χριστιανική, τότε ή θα ζει μια χριστιανική ζωή μη χριστιανική ή θα πουλιέται κάθε μέρα ξέροντας τι κάνει.

Άρα, χρειάζεται μία στάση πολύ υπεύθυνη στη ζωή  πάνω και όλα αυτά τα συγκεκριμένα δομικά στοιχεία του «συμφέροντος» πρέπει να μας κινούν το ενδιαφέρον. Τι κάνουμε δηλαδή. 

Το ότι έχω απαίτηση να κάνω ένα πράγμα που με συμφέρει είναι καλό να γίνει; 

Υπηρετεί αυτό το μεγάλο στόχο την πορεία του ανθρώπου προς τον Θεό; 

Και όλης της κοινότητας; 

Δεν είναι πια μόνο η πορεία η δική μου. Είναι και όλης της κοινότητας; 

Υπηρετεί εμένα, να πάω προς τον Θεό και όλη μαζί η κοινότητα; 

Γιατί η Εκκλησία είναι σώμα, είναι συλλογική έκφραση, είναι κοινωνία. Και βλέπετε πια, όλος αυτός ο στόχος να εγκαταλύεται. Αν εγώ μόνο εξυπηρετούμαι να γίνω Άγιος κι  οι άλλοι καταπατούνται, για να γίνω εγώ Άγιος και αυτό είναι δαιμονιώδες! 

Βλέπετε; 

Δεν είναι απλώς η προσωπική μου στάση, εγώ να γίνω Άγιος. Περιφρονώντας τους πάντες, πατώντας τους άλλους, αφήνοντας σε καταστάσεις απίθανες τους άλλους για να γίνω εγώ Άγιος. Τότε αυτό δεν είναι αγιότητα. Θα πάρετε υπόψη σας το πρόσωπο, την κοινότητα κι αν όλα μαζί αυτά εξυπηρετούνται, τότε  υπάρχει το συμφέρον το Μοναδικό και το ένα.

Εε λοιπόν για να επανέλθω στον Πιλάτο και γιατί τα λέω όλα αυτά... Υπηρετεί κάποια συμφέροντα [Ο Πιλάτος] και από ότι φαίνεται σε όλη την πορεία του κειμένου, μέσα του παίζονται πολύ μεγάλες ισορροπίες. Είναι σε αυτό το τεντωμένο σκοινί. Καταλαβαίνετε ότι εδώ υπάρχει μία κρίσιμη στιγμή της ιστορίας. Όλες οι αμφιβολίες του Πιλάτου, ερμηνεύονται κάτω από αυτό το τεντωμένο σκοινί, γι΄ αυτό βλέπετε καθυστερεί και χρονοτριβεί ο Ιωάννης (ο ευαγγελιστής),  για να επανέλθω στην ερμηνευτική του κειμένου, γιατί λέει [ο Ιωάννης], εισήλθε ή εξήλθε. Όλες αυτές οι αναλύσεις, μπήκε, βγήκε, ξανασκέφτηκε, ξαναρώτησε ο Πιλάτος, δείχνουν ακριβώς ότι πάει να κερδίσει χρόνο. Γιατί βρίσκεται πάνω σε αυτό το τεντωμένο σκοινί της ιστορίας, όπου πάει να βρει ποιο είναι το συμφέρον, το δικό του και της κοινότητας. Και η αποτυχία του είναι, ότι ούτε το δικό του συμφέρον καταλαβαίνει, ούτε της κοινότητας. Και δεν μπορεί να πάρει καμία απόφαση. Είναι η αναποφάσιστη καταστροφή. Το να μην πάρεις απόφαση, είναι και αυτό μία καταστροφή. Και απλώς ερμηνεύω πια το κείμενο, να γιατί ο Ιωάννης, λέει τέτοιες δευτερεύουσες προτάσεις. Υποδηλώνοντας και δείχνοντας με ένα δικό του μυστικό τρόπο, με μία ερμηνευτική κίνηση καταπληκτική, αυτή την ισορροπία του Πιλάτου, στο τι γίνεται τώρα, ποιο είναι το συμφέρον. 

Ποιον συμφέρει; 

Τους Εβραίους; 

Το Ρωμαίο αυτοκράτορα; 

Εμένα προσωπικά; 

Γι' αυτό βλέπετε μέχρι και την τελευταία στιγμή έρχεται εκείνη η πρόκληση από τη γυναίκα του την Πρόκλα και του λέει: «πρόσεξε Αυτόν τον δίκαιο», αυτό είναι μία πρόκληση. Από τον Θεό έρχεται αυτό το σημείο, όπου ενεργοποιεί αυτόν τον εσωτερικό διχασμό, θα λέγαμε του Πιλάτου. Όπως και να έχουν τα πράγματα εγώ ερμηνεύω το κείμενο και προσπάθησα να σας πω γιατί αυτή η μεταβατική φράση «εισήλθεν».

«Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν ὁ Πιλᾶτος» 

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ καλλιεργεῖ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ


Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ καλλιεργεῖ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ  
να εἶναι τὸ ζητούμενο στὴ ζωή μας, ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία στὸν Χριστὸ καὶ ἡ ἀγάπη στοὺς συνανθρώπους μας. Νὰ εἴμαστε ὅλοι ἕνα μὲ κεφαλὴ τὸν Χριστό. Ἔτσι μόνο θ' ἀποκτήσομε τὴν χάρι, τὸν οὐρανό, τὴν αἰώνια ζωή.  
Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ καλλιεργεῖ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Εἴμαστε εὐτυχισμένοι, ὅταν ἀγαπήσομε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους μυστικά. Θὰ νιώθομε τότε ὅτι ὅλοι μᾶς ἀγαποῦν. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει στὸν Θεό, ἂν δὲν περάσει ἀπ' τοὺς ἀνθρώπους. Γιατί, «ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ὅν ἑώρακε, τὸν Θεόν, ὃν οὐχ ἑώρακε, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» (Α’ Ἰωάν. 4, 20). Ν' ἀγαπᾶμε, νὰ θυσιαζόμαστε γιὰ ὅλους ἀνιδιοτελῶς, χωρὶς νὰ ζητᾶμε ἀνταπόδοση. Τότε ἰσορροπεῖ ὁ ἄνθρωπος. Μιὰ ἀγάπη ποὺ ζητάει ἀνταπόδοση εἶναι ἰδιοτελής. Δὲν εἶναι γνήσια, καθαρή, ἀκραιφνής.  
Νὰ τοὺς ἀγαπᾶτε καὶ νὰ τοὺς συμπονᾶτε ὅλους. «Καὶ εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη• ὑμεῖς δέ ἐστε μέλη Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους» (Α' Κορ. 12, 26-27). Αὐτὸ εἶναι Ἐκκλησία• ἐγώ, ἐσύ, αὐτός, ὁ ἄλλος νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, ὅτι εἴμαστε ἕνα. Ἡ φιλαυτία εἶναι ἐγωισμός. Νὰ μὴ ζητᾶμε, «ἐγὼ νὰ σταθῶ, ἐγὼ νὰ πάω στὸν Παράδεισο», ἀλλὰ νὰ νιώθομε γιὰ ὅλους αὐτὴ τὴν ἀγάπη. Καταλάβατε; Αὐτὸ εἶναι ταπείνωση.  
Ἔτσι, ἂν ζοῦμε ἑνωμένοι, θὰ εἴμαστε μακάριοι, θὰ ζοῦμε στὸν Παράδεισο. Ὁ κάθε διπλανός μας, ὁ κάθε πλησίον μας εἶναι «σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μας» (Πρβλ. Ἐφ. 5, 30). Μπορῶ ν' ἀδιαφορήσω γι' αὐτόν, μπορῶ νὰ τὸν πικράνω, μπορῶ νὰ τὸν μισήσω; Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Νὰ γίνομε ὅλοι ἕνα ἐν Θεῷ. Ἂν αὐτὸ κάνομε, γινόμαστε δικοί Του. Τίποτα καλύτερο δὲν ὑπάρχει ἀπ' αὐτὴ τὴν ἑνότητα. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτὸ εἶναι ὁ Παράδεισος. Ἂς διαβάσομε ἀπ' τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη τὴν Ἀρχιερατικὴ Προσευχή. Προσέξτε τοὺς στίχους: «ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς ἡμεῖς... ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθὼς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί... ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν... ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν... ἵνᾳ ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ' ἐμοῦ» (Ἰωάν. 17, 11• 21• 22• 23• 24) 
Βλέπετε; Τὸ λέει καὶ τὸ ξαναλέει. Τονίζει τὴν ἑνότητα. Νὰ εἴμαστε ὅλοι ἕνα, ἕνα μὲ κεφαλὴ τὸν Χριστό! Ὅπως ἕνα εἶναι ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Πατέρα. Ἐδῶ κρύβεται τὸ μεγαλύτερο βάθος τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Καμία θρησκεία δὲν λέγει κάτι τέτοιο. Κανεὶς δὲν ζητάει αὐτὴ τὴ λεπτότητα ποὺ ζητάει ὁ Χριστός, νὰ γίνομε ὅλοι ἕνα σὺν Χριστῷ. Ἐκεῖ βρίσκεται τὸ πλήρωμα. Σ' αὐτὴ τὴν ἑνότητα, σ' αὐτὴ τὴν ἀγάπη, τὴν ἐν Χριστῷ. Καμία διάσπαση ἐκεῖ δὲν χωράει, κανεὶς φόβος. Οὔτε θάνατος, οὔτε διάβολος, οὔτε κόλαση. Μόνο ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, λατρεία Θεοῦ. Μπορεῖς νὰ φθάσεις νὰ λέεις τότε μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἔμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2,20) 
Μποροῦμε πολὺ εὔκολα νὰ φθάσομε σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἀγαθὴ προαίρεση χρειάζεται κι ὁ Θεὸς εἶναι ἕτοιμος νὰ ἔλθει μέσα μας. «Κρούει τὴν θύραν» καὶ «καινὰ ποιεῖ πάντα», ὅπως λέγει στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου (Πρβλ. Ἀποκ. 3, 20• 21, 5). Μεταβάλλεται ἡ σκέψη μας, ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν κακία, γίνεται πιὸ καλή, πιὸ ἁγία, πιὸ εὔστροφος. Ἄν, ὅμως, δὲν ἀνοίξομε τοῦ κρούοντας τὴν θύραν, ἂν δὲν ἔχομε ἐκεῖνα ποὺ θέλει Αὐτός, ἂν δὲν εἴμαστε ἄξιοί Του, τότε δὲν μπαίνει στὴν καρδιά μας. Γιὰ νὰ γίνομε ὅμως ἄξιοί Του, πρέπει ν' ἀποθάνομε κατὰ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μὴν ἀποθάνομε ποτὲ πλέον. Τότε θὰ ζοῦμε ἐν Χριστῷ ἐνσωματωμένοι μὲ ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι θὰ ἔλθει ἡ θεία χάρις. Καὶ ἅμα θὰ ἔλθει ἡ χάρις, θὰ μᾶς τὰ δώσει ὅλα.  
Στὸ Ἅγιον Ὅρος εἶδα κάποτε κάτι πού μοῦ ἄρεσε πολύ. Μέσα σὲ μία βάρκα στὴ θάλασσα μοναχοὶ κρατοῦσαν διάφορα ἱερὰ ἀντικείμενα. Καταγόταν ὁ καθένας ἀπὸ διαφορετικὸ τόπο, ἐν τούτοις ἔλεγαν, «αὐτὸ εἶναι δικό μας» καὶ ὄχι «δικό μου».  
Ἀπὸ τὸ «Βίος καὶ Λόγοι», 
ἔκδ. Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοπηγῆς
Χανιὰ-Κρήτης 2004.

Δέσποινα Παρθένε καθικέτευε...




Θεοτοκίον 
Ἦχος πλ. δ'
Οἱ Μάρτυρές σου Κύριε  
Οἱ λογισμοὶ ἀκάθαρτοι, τὰ χείλη δόλια, τὰ ἔργα δέ μου, εἰσὶ παμμίαρα, καὶ τὶ ποιήσω; πῶς ὑπαντήσω τῷ Κριτῇ; Δέσποινα Παρθένε καθικέτευε, τὸν Υἱὸν καὶ πλάστην σου καὶ Κύριον, ὅπως ἐν μετανοίᾳ, δέξηταί μου τὸ πνεῦμα, ὡς μόνος εὔσπλαγχνος.

Στιχηρὰ Προσόμοια Προεόρτια. 
ΕΝ Τῼ ΕΣΠΕΡΙΝῼ Τῌ ΙΣΤ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Προφήτου Ἀγγαίου

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

Σ' όποιον έδωσε ο Θεός πίστη, απ' αυτόν ζητάει εγκράτεια. Αυτή όταν πολυκαιρίσει, γεννά την υπομονή, η οποία είναι έξη που κατακτήθηκε με πολύν κόπο.

64. Σ' όποιον έδωσε ο Θεός πίστη, απ' αυτόν ζητάει εγκράτεια. Αυτή όταν πολυκαιρίσει, γεννά την υπομονή, η οποία είναι έξη που κατακτήθηκε με πολύν κόπο.

Όσιος Θαλάσσιος ο Λύβιος

Δ΄ Εκατοντάδα 
Κεφαλαίων Περί Αγάπης και Εγκράτειας και της κατά Νουν Πολιτείας

 

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Την απόκτηση της πίστεως την ακολουθούν τα εξής: ο φόβος του Θεού, η εγκράτεια των ηδονών, η υπομονή των κόπων, η ελπίδα στο Θεό, η απάθεια και η αγάπη.

61.Την απόκτηση της πίστεως την ακολουθούν τα εξής: ο φόβος του Θεού, η εγκράτεια των ηδονών, η υπομονή των κόπων, η ελπίδα στο Θεό, η απάθεια και η αγάπη.

Όσιος Θαλάσσιος ο Λύβιος 

Δ΄ Εκατοντάδα 
Κεφαλαίων Περί Αγάπης και Εγκράτειας και της κατά Νουν Πολιτείας

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ


 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ 

ΕΝ Τῼ ΜΕΓΑΛῼ ΕΣΠΕΡΙΝῼ 
Στιχηρὰ
Ἦχος α'
Ἰδιόμελα τοῦ Τριῳδίου
Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί· ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες· Ἱλάσθητι ἡμῖν ὁ Θεός, τοῖς ἁμαρτωλοῖς. 
Ἦχος α'
Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί· ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες· Ἱλάσθητι ἡμῖν ὁ Θεός, τοῖς ἁμαρτωλοῖς. 
Ἦχος α'
Φαρισαῖος κενοδοξίᾳ νικώμενος, καὶ Τελώνης τῇ μετανοίᾳ κλινόμενος, προσῆλθόν σοι τῷ μόνῳ Δεσπότῃ, ἀλλ' ὁ μὲν καυχησάμενος, ἐστερήθη τῶν ἀγαθῶν, ὁ δὲ μὴ φθεγξάμενος, ἠξιώθη τῶν δωρεῶν. Ἐν τούτοις τοῖς στεναγμοῖς, στήριξόν με Χριστὲ ὁ Θεὸς ὡς φιλάνθρωπος. 
Δόξα... Ἦχος πλ. δ'
Παντοκράτορ Κύριε, οἶδα, πόσα δύνανται τὰ δάκρυα· Ἐζεκίαν γὰρ ἐκ τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου ἀνήγαγον, τὴν ἁμαρτωλὸν ἐκ τῶν χρονίων πταισμάτων ἐρρύσαντο, τόν δὲ Τελώνην, ὑπὲρ τὸν Φαρισαῖον ἐδικαίωσαν, καὶ δέομαι, σὺν αὐτοῖς ἀριθμήσας, ἐλέησόν με.

Δόξα... Ἦχος πλ. α'
Βεβαρημένων τῶν ὀφθαλμῶν μου ἐκ τῶν ἀνομιῶν μου, οὐ δύναμαι ἀτενίσαι, καὶ ἰδεῖν τὸν αἰθέρα τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλὰ δέξαι με ὡς τὸν Τελώνην, μετανοοῦντα Σωτήρ, καὶ ἐλέησόν με. 
Καὶ νῦν... Ἦχος πλ. α'
Ναὸς καὶ πύλη ὑπάρχεις, παλάτιον καὶ θρόνος τοῦ Βασιλέως, Παρθένε πάνσεμνε, δι' ἧς ὁ λυτρωτής μου Χριστὸς ὁ Κύριος τοῖς ἐν σκότει καθεύδουσιν ἐπέφανεν, Ἥλιος ὑπάρχων δικαιοσύνης, φωτίσαι θέλων οὓς ἔπλασε, κατ' εἰκόνα ἰδίαν, χειρὶ τῇ ἑαυτοῦ. Διὸ Πανύμνητε, ὡς μητρικὴν παρρησίαν, πρὸς αὐτὸν κεκτημένη, ἀδιαλείπτως πρέσβευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ 
Οἱ Κανόνες, ὁ Ἀναστάσιμος εἰς δ' ὁ Σταυροαναστάσιμος εἰς β' τῆς Θεοτόκου εἰς β', καὶ τοῦ Τριῳδίου εἰς στ'. Ποίημα Γεωργίου.
Κανὼν Τριῳδίου
Οὗ ἡ ἀκροστιχ, ἐν τοῖς Θεοτοκίοις. Γεωργίου.

ᾨδὴ α', Τριῳδίου
Ἦχος πλ. β'
Ὡς ἐν ἠπείρῳ πεζεύσας 
Παραβολαῖς ἐμβιβάζων πάντας Χριστός, πρὸς βίου διόρθωσιν, τὸν Τελώνην ἀνυψοῖ, ἐκ τῆς ταπεινώσεως δεικνύς, Φαρισαῖον τῇ ἐπάρσει ταπεινούμενον. 
Ἐκ ταπεινώσεως γέρας ὑψοποιόν, ἐκ δὲ τῆς ἐπάρσεως, πτῶμα βλέπων χαλεπόν, τοῦ Τελώνου ζήλου τὰ καλά, καὶ τὴν φαρισαϊκήν, κακίαν μίσησον. 
Ἐξ ἀπονοίας κενοῦται πᾶν ἀγαθόν, ἐκ δὲ ταπεινώσεως, καθαιρεῖται πᾶν κακόν, ἥν περ ἀσπασώμεθα πιστοί, βδελυττόμενοι σαφῶς, τρόπον κενόδοξον. 
Τὸ ταπεινόφρονας εἶναι τοὺς ἑαυτοῦ Μαθητὰς βουλόμενος, ὁ τῶν πάντων Βασιλεύς, παραινῶν ἐδίδασκε ζηλοῦν, τὸν Τελώνου στεναγμόν, καὶ τὴν ταπείνωσιν. 
Ὡς Τελώνης στενάζω, καὶ ὀδυρμοῖς ἀσιγήτοις Κύριε, νῦν προσέρχομαι τῇ σῇ εὐσπλαγχνίᾳ, οἴκτειρον κᾀμέ, ταπεινώσει τὴν ζωήν, νῦν διεξάγοντα. 
Θεοτοκίον
Γνώμην, βουλήν, προσδοκίαν, σῶμα, ψυχήν, καὶ τὸ πνεῦμα Δέσποινα, ἀνατίθημι πρὸς σέ, δυσχερῶν ἐχθρῶν καὶ πειρασμῶν, καὶ μελλούσης ἀπειλῆς, ῥῦσαι καὶ σῶσόν με. 
Καταβασία 
ᾨδὴ γ', Τριῳδίου
Ἦχος πλ. β'
Οὐκ ἔστιν ἅγιος ὡς σὺ 
Ἀπὸ κοπρίας καὶ παθῶν, ταπεινὸς ἀνυψοῦται, ἀρετῶν ἀπὸ ὕψους, καταπίπτει δὲ δεινῶς, ὑψηλοκάρδιος πᾶς, οὗ τὸν τρόπον, τῆς κακίας φύγωμεν. 
Κενοδοξία ἐκκενοῖ πλοῦτον δικαιοσύνης, τῶν παθῶν δὲ σκορπίζει, ἡ ταπείνωσις πληθύν, ἣν μιμουμένους ἡμᾶς, τῆς μερίδος, δεῖξον τοῦ Τελώνου Σωτήρ. 
Ὡς ὁ Τελώνης καὶ ἡμεῖς, τύπτοντες εἰς τὸ στῆθος, κατανύξει βοῶμεν· Ἱλάσθητι ὁ Θεός, ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, ὅπως τούτου λάβωμεν τὴν ἄφεσιν. 
Πρὸς ζῆλον ἔλθωμεν πιστοί, κατορθοῦντες τὸ πρᾷον, ταπεινώσει συζῶντες, ἐκ καρδίας στεναγμῷ, κλαυθμῷ τε καὶ προσευχῇ, ὅπως σχῶμεν ἐκ Θεοῦ συγχώρησιν. 
Ἀποβαλλώμεθα πιστοί, τὸν ὑπέρογκον κόμπον, ἀπόνοιαν δεινήν τε, καὶ τύφον τὸν βδελυκτόν, καὶ τὴν κακίστην Θεῷ Φαρισαίου, ἀπρεπῆ ὠμότητα. 
Θεοτοκίον
Ἐν σοὶ τῇ μόνῃ προσφυγῇ, πεποιθὼς μὴ ἐκπέσω, τῆς καλῆς προσδοκίας, ἀλλὰ τύχοιμι τῆς σῆς, ἐπικουρίας Ἁγνή, πάσης βλάβης δυσχερῶν ῥυόμενος. 
Καταβασία
Κάθισμα, Τριῳδίου
Ἦχος δ'
Ταχὺ προκατάλαβε 
Ταπείνωσις ὕψωσε, κατῃσχυμμένον κακοῖς, Τελώνην στυγνάσαντα, καὶ τό, Ἱλάσθητι, τῷ Κτίστῃ βοήσαντα· ἔπαρσις δὲ καθεῖλεν, ἀπὸ δικαιοσύνης, δείλαιον Φαρισαῖον, μεγαλορρημονοῦντα· ζηλώσωμεν διὸ τὰ καλά, κακῶν ἀπεχόμενοι. 
Δόξα... Ὅμοιον
Ταπείνωσις ὕψωσε, πάλαι Τελώνην κλαυθμῷ βοήσαντα· Ἱλάσθητι, καὶ ἐδικαίωσεν. Αὐτὸν μιμησώμεθα, ἅπαντες οἱ εἰς βάθος, τῶν κακῶν ἐμπεσόντες, κράξωμεν τῷ Σωτῆρι, ἀπὸ βάθους καρδίας. Ἡμάρτομεν, ἱλάσθητι, μόνε φιλάνθρωπε. 
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον, Ὅμοιον
Ταχὺ δέξαι Δέσποινα τὰς ἱκεσίας ἡμῶν, καὶ ταύτας προσάγαγε, τῷ σῷ Υἱῷ καὶ Θεῷ, Κυρία Πανάμωμε· λῦσον τὰς περιστάσεις, τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων, σύντριψον μηχανίας, καὶ κατάβαλε θράσος, τῶν ὁπλιζομένων ἀθέων, κατὰ τῶν δούλων σου.

ᾨδὴ δ', Τριῳδίου
Ἦχος πλ. β'
Χριστός μου δύναμις 
Ἀρίστην ἔδειξεν, ὁδὸν ὑψώσεως τὴν ταπείνωσιν Λόγος, ταπεινωθείς, μέχρι καὶ μορφῆς δουλικῆς, ἣν ἐκμιμούμενος ἅπας, ἀνυψοῦται ταπεινούμενος. 
Ὑψώθη δίκαιος, καὶ καταπέπτωκε, Φαρισαῖος, ἐν πλήθει δὲ τῶν κακῶν, βρίθων τεταπείνωται, ἀλλ' ἀνυψώθη Τελώνης, παρ' ἐλπίδα δικαιούμενος. 
Πενίας πρόξενος, ἐκ πλούτου τῶν ἀρετῶν, ἡ ἀπόνοια ὤφθη, καὶ πορισμός, αὖθις ἡ ταπείνωσις, δικαιοσύνης ἐξ ἄκρας ἀπορίας ἣν κτησώμεθα. 
Προέφης Δέσποτα, τοῖς μεγαλόφροσιν, ἀντιτάσσεσθαι πάντως, καὶ ταπεινοῖς, χάριν σὴν παρέχων Σωτήρ, ταπεινωθεῖσι νῦν ἡμῖν, τὴν σὴν χάριν ἐξαπόστειλον. 
Πρὸς θείαν ὕψωσιν, ἀεὶ ἀνάγων ἡμᾶς, ὁ Σωτὴρ καὶ Δεσπότης ὑψοποιόν, ἔδειξε ταπείνωσιν· τοὺς πόδας γὰρ τῶν Μαθητῶν αὐτοχείρως ἐναπένιψεν. 
Θεοτοκίον
Ὡς φῶς ἀπρόσιτον, Παρθένε τέξασα, τῆς ψυχῆς μου τὸ σκότος φωτιστικῇ, αἴγλῃ διασκέδασον, καὶ σωτηρίας πρὸς τρίβους, τὴν ζωήν μου χειραγώγησον. 
Καταβασία
ᾨδὴ ε', Τριῳδίου
Ἦχος πλ. β'
Τῷ θείῳ φέγγει σου ἀγαθὲ 
Τοῦ Φαρισαίου τὰς ἀρετάς, σπεύσωμεν μιμεῖσθαι καὶ ζηλοῦν, τὴν τοῦ Τελώνου ταπείνωσιν τὸ ἐν ἑκατέροις μισοῦντες ἄτοπον, ἀπόνοιαν καὶ λύμην τῶν παραπτώσεων. 
Δικαιοσύνης δρόμος κενὸς ἤλεγκται συζεύξας ἐν αὐτῷ, ὁ Φαρισαῖος τὴν οἴησιν, αὖθις δὲ Τελώνης, ὑψοποιῷ ἀρετῇ, κτησάμενος συνέμπορον τὴν ταπείνωσιν. 
Ἁρματηλάτης ἐν ἀρεταῖς, ᾤετο δραμεῖν Φαρισαῖος, ἀλλὰ πεζὸς παρακλύδιον, ἅρμα διαθέων, καλῶς προέλαβε, συζεύξας ὁ Τελώνης οἴκτῳ ταπείνωσιν. 
Τὴν τοῦ Τελώνου παραβολήν, πάντες ἀναπτύξαντες τῷ νῷ, δεῦτε ζηλώσωμεν δάκρυσι, πνεῦμα συντετριμμένον Θεῷ προσάγοντες τὴν τῶν ἁμαρτημάτων ζητοῦντες ἄφεσιν. 
Τὸν ὑψαυχῆ τε καὶ μοχθηρόν, ἀλαζονικόν τε καὶ θρασύν, πόρρῳ ἀπώσωμεν ἔμφρονα, Φαρισαίου τρόπον, δεινὸν μεγάλαυχον, ὅπως μὴ γυμνωθῶμεν, τῆς θείας χάριτος. 
Θεοτοκίον
Ῥάβδον δυνάμεως, Ἀγαθή, πᾶσιν ἐξαπόστειλον ἡμῖν, τοῖς ἐπὶ σοὶ καταφεύγουσι, κατακυριεύειν ἐν μέσῳ πάντων ἐχθρῶν, παρέχουσα, καὶ ἐκ πάσης βλάβης ἐξαίρουσα. 
Καταβασία
ᾨδὴ ς', Τριῳδίου
Ἦχος πλ. β'
Τοῦ βίου τὴν θάλασσαν 
Τοῦ βίου τὸ στάδιον, ὁ Τελώνης ἐν ταὐτῷ, καὶ Φαρισαῖος ἔδραμον· ἀλλ' ὁ μὲν ἀπονοίᾳ κατενεχθείς, αἰσχρῶς ἐναυάγησεν, ὁ δὲ τῇ ταπεινώσει διεσῴζετο. 
Τοῦ βίου τὸ δίκαιον, διαμείβοντες ἡμεῖς, δρόμον ἐκμιμησώμεθα, τοῦ Τελώνου μὲν φρόνημα ζηλωτόν, φύγωμεν δὲ φύσημα βδελυκτὸν Φαρισαίου καὶ ζησώμεθα. 
Τοὺς τρόπους ζηλώσωμεν, τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ καὶ τὴν αὐτοῦ ταπείνωσιν, οἱ ποθοῦντες τὴν ἄληκτον τῆς χαρᾶς, τυχεῖν κατασκήνωσιν, ἐν τῇ χώρᾳ τῶν ζώντων αὐλιζόμενοι. 
Ὑπέδειξας Δέσποτα, τοῖς οἰκείοις Μαθηταῖς ὑψοποιὸν ταπείνωσιν, τῷ λεντίῳ ζωννύμενος τὴν ὀσφύν, τοὺς πόδας ἀπέπλυνας, καὶ τὸν τρόπον μιμεῖσθαι παρεσκεύασας. 
Τὸν βίον διείλοντο, Φαρισαῖος ἀρεταῖς, καὶ ὁ Τελώνης πταίσμασιν· ἀλλ' ὁ μὲν τὴν ἐξ ὄγκου φρενοβλαβῆ, ὑπέστη ταπείνωσιν, ὁ δὲ ἀνυψοῦται ταπεινόφρων φανείς. 
Θεοτοκίον
Γυμνὸν τῇ ἁπλότητι, τῇ ἀτέχνῳ τε ζωῇ, πλασθέντα παραβάσεως διπλόῃ περιέβαλέ με ἐχθρός, σαρκός τε παχύτητι, νῦν δὲ σῇ μεσιτείᾳ, Κόρη, σώζομαι. 
Καταβασία 
Κοντάκιον, Τριῳδίου
Ἦχος δ'
Ἐπεφάνης σήμερον 
Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν, καὶ Τελώνου μάθωμεν, τὸ ταπεινὸν ἐν στεναγμοῖς, πρὸς τὸν Σωτῆρα κραυγάζοντες· Ἵλαθι μόνε ἡμῖν εὐδιάλλακτε. 
Ἕτερον Ἦχος γ'
Ἡ Παρθένος σήμερον 
Στεναγμοὺς προσοίσωμεν, τελωνικοὺς τῷ Κυρίῳ, καὶ αὐτῷ προσπέσωμεν, ἁμαρτωλοὶ ὡς Δεσπότῃ· θέλει γὰρ τὴν σωτηρίαν πάντων ἀνθρώπων, ἄφεσιν παρέχει πᾶσι μετανοοῦσι· δι' ἡμᾶς γὰρ ἐσαρκώθη Θεὸς ὑπάρχων Πατρὶ συνάναρχος. 
Ὁ Οἶκος, Τριῳδίου
Ἑαυτοὺς ἀδελφοὶ ἅπαντες ταπεινώσωμεν, στεναγμοῖς καὶ ὀδυρμοῖς τύψωμεν τὴν συνείδησιν, ἵνα ἐν τῇ κρίσει τότε τῇ αἰωνίᾳ, ἐκεῖ ὀφθῶμεν πιστοὶ ἀνεύθυνοι, τυχόντες ἀφέσεως· ἐκεῖ γάρ ἐστιν ὄντως ἡ ἄνεσις, ἣν ἰδεῖν ἡμᾶς νῦν ἱκετεύσωμεν, ἐκεῖ ὀδύνη ἀπέδρα λύπη καὶ οἱ ἐκ βάθους στεναγμοί, ἐν τῇ Ἐδὲμ τῇ θαυμαστῇ, ἧς ὁ Χριστός δημιουργός, Θεὸς ὑπάρχων Πατρὶ συνάναρχος.

Σ Υ Ν Α Ξ Α Ρ Ι Ο Ν 
Τριῳδίου
Τῇ αὐτῇ ἡμέρα τῆς τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ ιη' 10 - 14 παραβολῆς μνείαν ποιούμεθα. 
Στίχοι
Φαρισαΐζων, Ἱεροῦ μακρὰν γίνου,
Χριστὸς γὰρ ἔνδον, ᾧ ταπεινὸς δεκτέον.

Ἕτεροι εἰς τὸ τριῴδιον
Ὁ δημιουργὸς τῶν ἄνω καὶ τῶν κάτω,
Τρισάγιον μὲν ὕμνον ἐκ τῶν Ἀγγέλων,
Τριῴδιον δὲ καὶ παρ' ἀνθρώπων δέχου.

Ταῖς τῶν Ἁγίων πάντων, μεγαλουργῶν σου πρεσβείαις, Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

ᾨδὴ ζ', Τριῳδίου
Ἦχος πλ. β'
Δροσοβόλον μὲν τὴν κάμινον 
Δικαιώσεως τοῖς ἔργοις ἐπαιρόμενος, βρόχοις κενοδοξίας δεινῶς, περιεπάρη Φαρισαῖος ἄμετρα αὐχῶν, Τελώνης δὲ κούφῳ τῷ πτερῷ, τῆς ταπεινώσεως ἀρθείς, Θεῷ προσήγγισε. 
Ταπεινώσεως ὡς κλίμακι χρησάμενος, τρόπῳ Τελώνης πρὸς οὐρανῶν, ὕψος ἐπήρθη, τῆς ἀλαζονείας δὲ ἀρθείς, κουφότητι δείλαιος σαθρᾷ, ὁ Φαρισαῖος καταντᾷ, πρός ᾍδου πέταυρον. 
Τοὺς δικαίους ἐνεδρεύων μὲν ὁ δόλιος, τρόποις κενοδοξίας συλᾷ, ἁμαρτωλοὺς δέ, βρόχοις ἀπογνώσεως δεσμεῖ. Ἀλλ' οὖν ἑκατέρων τῶν κακῶν, οἱ τοῦ Τελώνου ζηλωταί, ῥυσθῆναι σπεύσωμεν. 
Ἐν προσευχῇ ἡμῶν Θεῷ προσπέσωμεν, δάκρυσι καὶ θερμοῖς στεναγμοῖς, ἐκμιμούμενοι, τοῦ Τελώνου τὴν ὑψοποιὸν ταπείνωσιν, μέλποντες πιστοὶ· Εὐλογητὸς εἶ ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν. 
Εἰσηγούμενος τοῖς Μαθηταῖς προέλεγες, Δέσποτα, μὴ φρονεῖν ὑψηλά, συναπάγεσθαι ταπεινοῖς διδάσκων δὲ Σωτήρ· διό σοι κραυγάζομεν πιστοί· Εὐλογητὸς εἶ ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν. 
Θεοτοκίον
Ἰακώβ σε καλλονὴν καὶ θείαν κλίμακα, κάτωθεν, ἣν ἑώρακε πρίν, ἐκτεταμένην, πρὸς ὕψος γινώσκομεν, Σεμνή, κατάγουσαν ἄνωθεν Θεὸν σεσαρκωμένον, καὶ βροτούς, αὖθις ἀνάγουσαν.
Καταβασία 
ᾨδὴ η', Τριῳδίου
Ἦχος πλ. β'
Ἐκ φλογὸς τοῖς Ὁσίοις 
Ταπεινόφρονι γνώμῃ, ἵλεων Κύριον, ὁ Τελώνης στενάξας, εὗρε καὶ σέσωσται, τρόπῳ δὲ δεινῷ γλώσσης μεγαλορρήμονος, τῆς δικαιοσύνης ἐκπίπτει Φαρισαῖος. 
Φαρισαίου τὸν τύφον, τῆς προαιρέσεως, καὶ τὴν προσηγορίαν, τῆς καθαρότητος, φύγωμεν πιστοί, ζηλοῦντες τοῦ Τελώνου καλῶς, τὴν ἠλεημένην, ταπείνωσιν καὶ γνώμην. 
Τὰς φωνὰς τοῦ Τελώνου, πιστοὶ φθεγξώμεθα, Ἱερῶ ἐν ἁγίῳ· Ὁ Θεὸς ἵλαθι, ἵνα σὺν αὐτῷ, τύχωμεν συγχωρήσεως, λύμης μεγαλαύχου ῥυσθέντες Φαρισαίου. 
Στεναγμὸν τοῦ Τελώνου πάντες ζηλώσωμεν, καὶ Θεῷ ὁμιλοῦντες θερμοῖς τοῖς δάκρυσι, κράξωμεν αὐτῷ· Φιλάνθρωπε ἡμάρτομεν, εὔσπλαγχνε οἰκτίρμον. Ἱλάσθητι καὶ σῶσον.
Εὐλογοῦμεν Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα. 
Στεναγμῷ τοῦ Τελώνου, Θεὸς ἐπένευσε, δικαιώσας τε τοῦτον, πᾶσιν ὑπέδειξε, κάμπτεσθαι ἀεί, στεναγμοῖς τε καὶ δάκρυσι, τῶν πλημμελημάτων, αἰτούμενοι τὴν λύσιν. 
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
Οὐκ ἐπίσταμαι πλήν σου, ἄλλην ἀντίληψιν, Σὲ προβάλλομαι πρέσβιν, Ἁγνὴ πανάμωμε, σὲ πρὸς τὸν ἐκ σοῦ, Τεχθέντα μεσίτριαν, πάντων τῶν λυπούντων, ἐλεύθερόν με δεῖξον.
Καταβασία

ᾨδὴ θ', Τριῳδίου
Ἦχος πλ. β'
Θεὸν ἀνθρώποις ἰδεῖν 
Ὁδὸν ὑψώσεως τὴν ταπείνωσιν, παρὰ Χριστοῦ λαβόντες, σωτηρίας ὑπόδειγμα, τοῦ Τελώνου τὸν τρόπον ζηλώσωμεν, τύφον ὑπεροψίας, πόρρω βαλλόμενοι, γνώμῃ ταπεινόφρονι Θεὸν ἐξιλεούμενοι. 
Ψυχῆς ἀπόνοιαν ἀπωσώμεθα, γνώμην εὐθῆ ἐν ταπεινοφροσύνῃ κτησώμεθα, ἑαυτοὺς δικαιοῦν μὴ σπουδάζωμεν, τὸν τῆς κενοδοξίας, τύφον μισήσωμεν, καὶ σὺν τῷ Τελώνῃ, τὸν Θεὸν ἱλεωσώμεθα. 
Λιτὰς τῷ Κτίστῃ οἴκτου προσφέρωμεν, τελωνικάς, τὰς φαρισαϊκὰς ἐκτρεπόμενοι, ἀχαρίστους εὐχάς, μεγαλαύχους φωνάς, αἱ κατὰ τοῦ πλησίον, κρίσιν ἐπάγουσιν, ἵνα Θεὸν ἵλεων, καὶ φῶς ἐπισπασώμεθα. 
Πολλῷ πταισμάτων ἑσμῷ βαρούμενος, ὑπερβολῇ κακίας τὸν Τελώνην παρήλασα, καὶ τοῦ Φαρισαίου τὸν μεγάλαυχον, τύφον προσεπισπῶμαι, πάντοθεν ἔρημος, πάντων καθιστάμενος καλῶν. Κύριε φεῖσαί μου. 
Τῆς σῆς ἀξίωσον μακαριότητος, τοὺς διὰ σὲ τῷ πνεύματι πτωχοὺς ἐνυπάρξαντας· εἰσηγήσει γὰρ τῆς σῆς προστάξεως, πνεῦμα συντετριμμένον, σοὶ προσκομίζομεν. Σῶτερ προσδεξάμενος σῷζε, τοὺς σοὶ λατρεύοντας, 
Θεῷ Τελώνης ποτὲ εὐξάμενος, τῷ ἱερῷ πιστῶς προσανιῶν, δεδικαίωται· στεναγμοῖς γὰρ προσελθὼν καὶ δάκρυσι, συντριμμῷ τε καρδίας, πάντα ἀπέθετο, τῶν ἁμαρτημάτων τὸν φόρτον ἐξιλεώσεσι. 
Θεοτοκίον
Ὑμνεῖν, δοξάζειν καὶ μακαρίζειν σε, δίδου ἡμῖν ἀξίως τοῖς τιμῶσί σε, Πάναγνε, καὶ τὸν τόκον τὸν σὸν μεγαλύνουσι, μόνη εὐλογημένη· σὺ γὰρ τὸ καύχημα, τῶν Χριστιανῶν καὶ πρὸς Θεόν, πρέσβις εὐπρόσδεκτος.
Καταβασία 
Ἐξαποστειλάριον, Τριῳδίου
Ἦχος β'
Τοῖς Μαθηταῖς συνέλθωμεν 
Ὑψηγορίαν φύγωμεν, Φαρισαίου κακίστην, ταπείνωσιν δὲ μάθωμεν, τοῦ Τελώνου ἀρίστην, ἵν' ὑψωθῶμεν βοῶντες, τῷ Θεῷ σὺν ἐκείνῳ· Ἱλάσθητι τοῖς δούλοις σου, ὁ τεχθεὶς ἐκ Παρθένου, Χριστὲ Σωτήρ, ἑκουσίως, καὶ Σταυρὸν ὑπομείνας, συνήγειρας τὸν κόσμον σου θεϊκῇ δυναστείᾳ. 
Θεοτοκίον, Τριῳδίου
Ἦχος β'
Τοῖς Μαθηταῖς συνέλθωμεν 
Ὁ ποιητὴς τῆς κτίσεως, καὶ Θεὸς τῶν ἁπάντων, σάρκα βροτείαν ἔλαβεν, ἐξ ἀχράντου γαστρός σου, πανύμνητε Θεοτόκε, καὶ φθαρεῖσάν μου φύσιν, ὅλην ἀνεκαινούργησε, πάλιν ὡς πρὸ τοῦ τόκου, καταλιπὼν μετὰ τόκον· ὅθεν πίστει σε πάντες ἀνευφημοῦντες κράζομεν· Χαῖρε, κόσμου ἡ δόξα. 
Στιχηρὰ, Τριῳδίου
Ἦχος α'
Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί· ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες· Ἱλάσθητι ἡμῖν ὁ Θεός, τοῖς ἁμαρτωλοῖς. 
Ἦχος α'
Φαρισαῖος κενοδοξίᾳ νικώμενος, καὶ Τελώνης τῇ μετανοίᾳ κλινόμενος, προσῆλθόν σοι τῷ μόνῳ Δεσπότῃ, ἀλλ' ὁ μὲν καυχησάμενος, ἐστερήθη τῶν ἀγαθῶν, ὁ δὲ μὴ φθεγξάμενος, ἠξιώθη τῶν δωρεῶν. Ἐν τούτοις τοῖς στεναγμοῖς, στήριξόν με Χριστὲ ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος. 
Ἦχος γ'
Τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου τὸ διάφορον, ἐπιγνοῦσα, ψυχὴ μου· τοῦ μέν, μίσησον τὴν ὑπερήφανον φωνήν, τοῦ δέ, ζήλωσον τὴν εὐκατάνυκτον εὐχήν, καὶ βόησον, ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ, καὶ ἐλέησόν με. 
Ἦχος γ'
Τοῦ Φαρισαίου τὴν μεχάλαυχον φωνήν, πιστοὶ μισήσαντες, τοῦ δὲ Τελώνου τὴν εὐκατάνυκτον εὐχὴν ζηλώσαντες, μὴ τὰ ὑψηλὰ φρονῶμεν, ἀλλ' ἑαυτοὺς ταπεινοῦντες, ἐν κατανύξει κράξωμεν· ὁ Θεὸς ἱλάσθητι, ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. 
Δόξα...Ἦχος πλ. δ'
Ταῖς ἐξ ἔργων καυχήσεσι, Φαρισαῖον δικαιοῦντα ἑαυτὸν κατέκρινας Κύριε, καὶ Τελώνην μετριοπαθήσαντα, καὶ στεναγμοῖς ἱλασμὸν αἰτούμενον, ἐδικαίωσας· οὐ γὰρ προσίεσαι, τοὺς μεγαλόφρονας λογισμούς, καὶ τὰς συντετριμμένας καρδίας, οὐκ ἐξουθενεῖς· διὸ καὶ ἡμεῖς σοὶ προσπίπτομεν, ἐν ταπεινώσει τῷ παθόντι δι' ἡμᾶς· Παράσχου τὴν ἄφεσιν καὶ τὸ μέγα ἔλεος. 
Μεγάλη Δοξολογία 
Τὰ Τυπικά, οἱ Μακαρισμοὶ τῆς Ὀκτωήχου καὶ ἐκ τοῦ Κανόνος τοῦ Τριῳδίου ἡ ἕκτη Ὠδή, Ὁ Ἀπόστολος. Προκείμενον. Ἦχος πλ. δ'.

Προκείμενον. Ἦχος πλ. δ'.
Εὔξασθε καὶ ἀπόδοτε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν.
Στίχ. Γνωστὸς ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ὁ Θεός, 
Ἀλληλούϊα Ἦχος πλ. δ'
Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, 
Κοινωνικὸν
Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν· Αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν τοῖς ὑψίστοις. Ἀλληλούϊα.

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΣ


Ο ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΣ

Τῇ Ε´ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου.

Στίχ. Ψυχὴν ὄπισθεν τοῦ Θεοῦ κολλῶν πάλαι,
Ἔμπροσθεν αὐτοῦ νῦν παρίσταται Σάβας.
Θεσπεσίοιο πόλου πέμπτῃ Σάβας ἐντὸς ἐσήχθη.
ΠΗΓΗ: ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟΝ
Ο όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών Σάββας, ο άγγελος εν σώματι και της ερήμου της Παλαιστίνης ο πολιστής, γεννήθηκε στο Μουταλάσκη (σημ. Τάλας), μικρό χωριό της Καππαδοκίας, το 439. Ήδη σε ηλικία οκτώ ετών κατενόησε την ματαιότητα των εγκοσμίων και με καρδιά πλήρη θείου έρωτος προσήλθε στην Μονή των Φλαβιανών που ήταν κοντά στην γενέτειρά του. Παρά τις προσπάθειες των συγγενών του να τον απομακρύνουν, ο Σάββας έμεινε στην Μονή και γρήγορα μυήθηκε στην τάξη του μοναχικού βίου και ιδιαίτερα στην εγκράτεια και στην αποστήθιση του Ψαλτηρίου. Μια ημέρα, την ώρα που εργαζόταν στον κήπο, του ήλθε η επιθυμία να φάει ένα μήλο. Μόλις όμως το έκοψε από το δέντρο, αμέσως κατανίκησε τον δαίμονα της γαστριμαργίας πετώντας το μήλο καταγής λέγοντας:  
«Ὡραῖος ἦν εἰς ὅρασιν 
καὶ καλὸς εἰς βρῶσιν 
θανατώσας καρπὸς διὰ τοῦ Ἀδάμ,
αὐτοῦ προτιμήσαντος 
τοῦ νοητοῦ κάλλους
τὸ τοῖς σαρκίνοις ὀφθαλμοῖς 
φανὲν τερπνὸν
καὶ τῶν πνευματικῶν ἀπολαύσεων 
τὴν πλησμονὴν τῆς γαστρὸς 
τιμιωτέραν θεμένου, 
δι’ οὗ καὶ ὁ θάνατος 
εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθεν· 
μὴ τοίνυν ἀπονεύσω 
τοῦ κάλλους τῆς ἐγκρατείας 
ψυχικῶν τινι νυσταγμῶν βαρηθείς· 
ὥσπερ γὰρ πάσης προηγεῖται ἄνθος, 
οὕτως ἡ ἐγκράτεια
πάσης προηγείται ἀγαθοεργίας»
(βλ. Κύριλλος Σκυθοπολίτης:
«Βίος τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Σάββα»,
Φιλοκαλία, ΕΠΕ 5, 195-445).

Και για να κατατροπώσει τελείως τον πειρασμό της ενδόμυχης επιθυμίας, μέχρι τέλους του βίου του δεν έφαγε ποτέ του μήλο. Το μικρό παιδί ήταν τόσο αποφασισμένο και είχε αποκτήσει τόση ωριμότητα, ώστε αφιερωνόταν στους αγώνες της νηστείας και της αγρυπνίας ωσάν έμπειρος ασκητής και υπερέβαινε τους συμμοναστές του στην ταπείνωση, την υπακοή και την εγκράτεια.

Μετά από δέκα χρόνια στην μονή, έλαβε την ευλογία του ηγουμένου να μεταβεί στα Ιεροσόλυμα (456). Πληροφορήθηκε την φήμη του οσίου Ευθυμίου [20 Ιαν.] και με δάκρυα στα μάτια τον ικέτευσε να τον δεχθεί μεταξύ των μαθητών του· ο όσιος γέροντας όμως τον έστειλε πρώτα στο κοινόβιο που διηύθυνε ο όσιος Θεόκτιστος [3 Σεπτ.], διότι δεν συνήθιζε να δέχεται αγένειους νέους μεταξύ των σκληραγωγημένων ασκητών της ερήμου.

Υπόδειγμα ταπείνωσης και αποκοπής του ιδίου θελήματος, ο Σάββας υπό την καθοδήγηση του Θεοκτίστου, αφιέρωνε όλη την ημέρα στην υπηρεσία των αδελφών και περνούσε όλη την νύχτα δοξολογώντας τον Κύριο. Σε τέτοια τελειότητα αρετής είχε φθάσει, ώστε ο άγιος Ευθύμιος τον ονόμασε «παιδαριογέροντα».

Μετά την κοίμηση του Θεοκτίστου (469), ο Σάββας πήρε ευλογία να αποσυρθεί και να ασκητεύσει μόνος σ’ ένα σπήλαιο σε κάποια απόσταση από το κοινόβιο. Τις πέντε ημέρες της εβδομάδας προσευχόταν αδιαλείπτως σε απόλυτη νηστεία, έχοντας ως εργόχειρο το πλέξιμο καλαθιών από φύλλα φοινίκων. Το Σάββατο και την Κυριακή ερχόταν στο κοινόβιο για να εκκλησιαστεί και να φάει στην τράπεζα μαζί με τους αδελφούς. Κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (από τις 14 Ιανουαρίου έως την Κυριακή των Βαΐων), ο όσιος Ευθύμιος συνήθιζε να τον παίρνει μαζί του στην έρημο «Ρουβά» για να ασκηθεί στις υψηλότερες αρετές, πλησιάζοντας τον Κύριο με σιωπή και μέσα στην απουσία κάθε ανθρώπινης παρηγοριάς. Έφθασε έτσι ο Σάββας στα μέτρα των μεγάλων ασκητών της ευσεβείας και μετά την κοίμηση του οσίου Ευθυμίου αποσύρθηκε οριστικά στην αδυσώπητη έρημο για να αντιμετωπίσει ολομόναχος τον Σατανά και τους δούλους του, οπλισμένος με το σημείο του Σταυρού και την επίκληση του αγίου Ονόματος του Χριστού.

Μετά τέσσερα χρόνια στην έρημο, ένας άγγελος τον οδήγησε σ’ ένα σπήλαιο στο χείλος μιας ρεματιάς της αριστερής όχθης του χειμάρρου των Κέδρων. Πέρασε πέντε χρόνια (478-483) αφιερωμένος στην προσευχή και στην θεωρία. Κατόπιν, έχοντας πληροφορία από τον Θεό ότι ήταν πλέον καιρός, άρχισε να δέχεται μαθητές. Σε καθέναν έδινε ένα κελλί σ’ ένα από τα πολλά σπήλαια της περιοχής και τους δίδασκε έμπρακτα τις αρετές του μοναχικού βίου. Καθώς οι μαθητές του είχαν φθάσει στους εβδομήντα, εισακούσθηκαν οι προσευχές του αγίου και ο Κύριος έκανε να αναβλύσει μια πηγή στην ρεματιά για την παρηγοριά τους. Για τις κοινές ακολουθίες οι αδελφοί συγκεντρώνονταν σ’ ένα μεγάλο σε σχήμα ναού σπήλαιο, το οποίο ανακάλυψε ο όσιος Σάββας οδηγούμενος από πύρινο στύλο. Η λαύρα μεγάλωνε αδιάκοπα· εκατόν πενήντα ασκητές εγκαταβίωναν εκεί και μεγάλος ήταν ο αριθμός των προσκυνητών που προσέρχονταν για να βρουν την υγεία τους και να προσφέρουν τα δώρα τους, χάρις στα οποία καλύπτονταν όλες οι ανάγκες των μοναχών, που έτσι απέφευγαν τις βιοτικές μέριμνες. Παρά την επιθυμία του να αποφύγει την Ιερωσύνη, ο ταπεινός Σάββας αναγκάσθηκε να δεχθεί την χειροτονία σε πρεσβύτερο, σε ηλικία πενήντα τριών ετών, για να διασφαλίσει την σωστή τάξη του πνευματικού ποιμνίου του.

Ο μεγάλος αριθμός των μαθητών δεν εμπόδισε ωστόσο τον πόθο του για την ησυχία και, κάθε χρόνο, πιστός στις συνήθειες του πνευματικού του πατρός Ευθυμίου, αποσύρονταν στα βάθη της ερήμου την Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Μια χρονιά εγκαταστάθηκε στον λόφο του Καστελλίου, τον οποίον λυμαίνονταν δαίμονες. Αφού τους εξεδίωξε με τις προσευχές του, ίδρυσε εκεί ένα νέο κοινοβιακό μοναστήρι για ήδη δοκιμασμένους μοναχούς (492). Για εκείνους που είχαν μόλις αποτάξει τα εγκόσμια ίδρυσε ένα τρίτο καθίδρυμα, βόρεια της λαύρας, ώστε να διδαχθούν τα του ασκητικού βίου και να μάθουν από στήθους το Ψαλτήριο. Άφησε να εγκαταβιώνουν κατά μόνας μόνο οι έμπειροι μοναχοί, που είχαν ήδη αξιωθεί της διάκρισης των λογισμών και της νήψης, ήταν ταπεινοί στην καρδιά και είχαν πλήρως αποκόψει το ίδιον θέλημα. Όσο για τους αγένειους νέους, τους έστειλε στο κοινόβιο του αγίου Θεοδοσίου [11 Ιαν.].

Καθώς την εποχή εκείνη οι πολυάριθμοι μοναχοί της Παλαιστίνης ταράσσονταν από τις μηχανεύσεις των αιρετικών μονοφυσιτών που αντιτίθεντο στην Σύνοδο της Χαλκηδόνος, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σαλούστιος όρισε τον άγιο Θεοδόσιο και τον άγιο Σάββα αρχιμανδρίτες και εξάρχους (494) όλων των μονών που εξαρτώντο από την Αγία Πόλη: τον Θεοδόσιο για τους κοινοβιάτες και τον Σάββα για τους αναχωρητές και τους κελλιώτες μοναχούς στις λαύρες. Φοβερός πολέμιος των δαιμόνων, ο άγιος Σάββας ήταν όλος πραότητα και διάκριση έναντι των ανθρώπων. Έτσι, όταν δύο φορές κάποιοι από τους μοναχούς του στράφηκαν εναντίον του (490 και 503), ο όσιος γέροντας αποσύρθηκε οικειοθελώς δίχως να προσπαθήσει να δικαιολογηθεί ή να επιβάλει την εξουσία του, και δέχθηκε να επανέλθει στην θέση και το αξίωμά του μόνον κατόπιν επίμονης παράκλησης του Πατριάρχη.

Έχοντας κατακτήσει την μακαρία απάθεια, ακλόνητα προσηλωμένος στον Κύριο, ο άγιος Σάββας ειρήνευε τα θηρία, θεράπευε τους αρρώστους και με τις προσευχές του έφερνε ευεργετικές βροχές στην περιοχή εκείνη που την έπληττε ξηρασία και λιμός. Ίδρυσε και άλλα μοναστήρια, ώστε πέρα από το λειτούργημα του εξάρχου των ερημιτών ήταν ηγούμενος επτά μοναστηριών. Ο οικιστής αυτός της ερήμου καθοδηγούσε με σύνεση τις λεγεώνες των πνευματικών πολεμιστών του και προσπαθούσε να τις διατηρήσει στην ενότητα της Πίστεως. Το 512 εστάλη μαζί με άλλους μοναχούς στην Κωνσταντινούπολη, στον αυτοκράτορα Αναστάσιο (491-518), που ευνοούσε τους μονοφυσίτες, για να στηρίξει την Ορθόδοξη Πίστη και να αποσπάσει φορολογικές ελαφρύνσεις υπέρ της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Ο πτωχός, ταπεινός και ρακένδυτος αυτός ασκητής, τον οποίον οι φρουροί των ανακτόρων στην αρχή τον απομάκρυναν νομίζοντάς τον για ζητιάνο, έκανε μεγάλη εντύπωση στον αυτοκράτορα και, καθ’ όλη την μακρά παραμονή του στην Βασιλεύουσα, ο Αναστάσιος συχνά τον καλούσε στο παλάτι για να ωφεληθεί από τις διδαχές του. Επιστρέφοντας στην Παλαιστίνη, ο άγιος Σάββας αναγκάσθηκε να αγωνισθεί πεισματικά ενάντια στις μηχανεύσεις του αιρετικού πατριάρχη Αντιοχείας Σεβήρου. Το 516, ο Σεβήρος, έχοντας εκ νέου παρασύρει τον αυτοκράτορα στα δίχτυα της πλάνης, κατόρθωσε να εκδιώξει τον άγιο Ηλία [20 Ιουλ.] από τον πατριαρχικό θρόνο των Ιεροσολύμων. Με προτροπή όμως του οσίου Σάββα και του οσίου Θεοδοσίου, έξι χιλιάδες μοναχοί συγκεντρώθηκαν για να πείσουν τον διάδοχό του Ιωάννη να υπεραμυνθεί της Συνόδου της Χαλκηδόνος. Καθώς μετά από αυτήν την διαδήλωση ο αυτοκράτορας ήταν έτοιμος να κάνει χρήση βίας, ο Σάββας του έστειλε εξ ονόματος όλων των μοναχών των Αγίων Τόπων μια θαρραλέα αναφορά. Την ίδια χρονιά (518) πέθανε ο Αναστάσιος και, δόξα τω Θεώ, ο διάδοχός του Ιουστίνος Α΄ (518-527) υπερασπίσθηκε την Ορθόδοξη Πίστη και διέταξε να εγγραφεί η Σύνοδος της Χαλκηδόνος στα ιερά δίπτυχα. Ο άγιος Σάββας εστάλη τότε στην Σκυθόπολη και στην Καισάρεια για να αναγγείλει ο ίδιος την νίκη, εν μέσω της γενικής χαράς.

Το 531, μετά την αιματηρή εξέγερση των Σαμαρειτών, ο Γέροντας εστάλη εκ νέου στην Κωνσταντινούπολη, στον ευλαβή αυτοκράτορα Ιουστινιανό (527-565), ζητώντας την συνδρομή και την προστασία του. Επιστρέφοντας προφήτευσε στον αυτοκράτορα την επανάκτηση της Ρώμης και της Αφρικής καθώς και την οριστική νίκη επί του μονοφυσιτισμού, του νεστοριανισμού και του ωριγενισμού, που θα αποτελούσε την δόξα της βασιλείας του.

Επιστρέφοντας στα Ιεροσόλυμα, ο άγιος Σάββας έγινε δεκτός με μεγάλες χαρές και ο ακαταπόνητος αυτός εργάτης του Κυρίου βρήκε τον χρόνο να ιδρύσει άλλη μια μονή, την λεγομένη του Ιερεμίου, προτού αποσυρθεί οριστικά στην Μεγάλη Λαύρα. Σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών, ασθένησε και εκοιμήθη ειρηνικά εν Κυρίω, την Κυριακή 5 Δεκεμβρίου του 532. Το σκήνωμα του, το οποίο θαυματουργικώς διατηρήθηκε άφθορο, κατατέθηκε αρχικά στην Λαύρα, παρουσία πλήθους κληρικών, μοναχών και λαϊκών. Την εποχή των σταυροφοριών μεταφέρθηκε στην Βενετία και πρόσφατα επεστράφη στην μονή του (13/26 Οκτωβρίου 1965).

Η Λαύρα του αγίου Σάββα έγινε στην συνέχεια κοινοβιακή μονή και διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία του μοναχισμού και της Εκκλησίας στην Παλαιστίνη. Πραγματικά, μεγάλος ο αριθμός των αγίων που εγκαταβίωσαν εκεί: Ιωάννης ο Δαμασκηνός [4 Δεκ.], Κοσμάς του Μαϊουμά [14 Οκτ.], Στέφανος όσιος [28 Οκτ.], Ανδρέας Κρήτης [4 Ιουλ.], κ.α. Εκεί συντάχθηκε και καθιερώθηκε και το «Τυπικόν» που ακόμη και σήμερα κανονίζει τις ιερές ακολουθίες μας και εκεί επίσης εγράφησαν πολλοί από τους θεϊκούς ύμνους της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.

Νέος Συναξαριστής 
της Ορθοδόξου Εκκλησίας
Τόμ. 4ος (Δεκέμβριος)
Εκδόσεις «Ίνδικτος»



Δημοφιλείς αναρτήσεις