Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, 
Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τό κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον, κεφ.ιε΄[Λουκά 15,11-32: η παραβολή του ασώτου υιού]

«νθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους(:Ένας άνθρωπος είχε δύο γιους. Είπε λοιπόν ο μικρότερος γιος στον πατέρα του: Πατέρα δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει. Και ο πατέρας μοίρασε και στους δύο γιους την περιουσία. Ύστερα από λίγες μέρες ο νεότερος γιος μάζεψε όλα όσα του έδωσε ο πατέρας του και ταξίδεψε σε χώρα μακρινή. Εκεί διασκόρπισε την περιουσία του κάνοντας μια ζωή άσωτη και ακόλαστη. Όταν ο νεότερος γιος ξόδεψε όλα όσα είχε, έπεσε μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, κι αυτός άρχισε να στερείται. Και ο άσωτος γιος εξαιτίας των στερήσεων και της πείνας του πήγε σ’ έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας, ο οποίος τον προσέλαβε ως δούλο. Και τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους)»[Λουκ.15,11-15].

Ο άσωτος υιός ζήτησε το μερίδιο της περιουσίας που του αναλογούσε, το πήρε, έφυγε στην ξενιτειά και το δαπάνησε. Έπειτα βρέθηκε σε απόλυτη στέρηση κάθε αγαθού, αλλά και σε έλλειψη των χαρισμάτων που του έδωσε ο Θεός, και κατά κάποιο τρόπο σαν να πέθαινε από πνευματική πείνα, μην έχοντας τον ουράνιο άρτο· γιατί λέγει ο Κύριος: «οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ(:Είναι γραμμένο στο Δευτερονόμιο ότι ο άνθρωπος δεν θα διατηρηθεί στη ζωή μόνο με τον άρτο, αλλά με κάθε προσταγή που θα εξέλθει από το στόμα του Θεού. Όταν το πει ο Θεός, και χωρίς τροφή ακόμη θα ζήσει ο άνθρωπος)»[Ματθ.4,4].

Θα μπορούσε όμως κανείς να εφαρμόσει την παραβολή και στους προερχόμενους από τον πρώην ειδωλολατρικό κόσμο πιστούς.

Γιατί είπε: «Κάποιος άνθρωπος απέκτησε δύο υιούς, από τους οποίους ο ένας ήταν ενάρετος και συνετός, ενώ ο άλλος άσωτος· ο ασύνετος και άσωτος λοιπόν γιος κατασπατάλησε το μερίδιο της περιουσίας που του αναλογούσε και του παραχωρήθηκε από τον πατέρα του, και έπειτα πιεζόμενος από την πείνα, κατέφυγε στα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι». Κάτι τέτοιο θα βρούμε να έχουν πάθει και εκείνοι που πλανήθηκαν. Γιατί ο Δημιουργός έδωσε εξίσου σε όλους, σαν κάποιο κλήρο, τη φυσική ικανότητα και ροπή προς το αγαθό· όμως άλλοι διατήρησαν αυτό που τους δόθηκε, ακολουθώντας τους θείους νόμους και οδηγούμενοι από λογικούς στοχασμούς που εκ φυσικής καταβολής μπορούσαν να κάνουν, σε καθετί από όσα έπρεπε να ενεργούν και που δεν τους εκτόπιζαν από την ορθή πορεία· αντίθετα κάποιοι άλλοι, αφού στερήθηκαν τελείως την ουράνια πραότητα και φροντίδα και αγάπη, κατέληξαν σε έλλειψη των καυχημάτων της άριστης ζωής, και έλαβαν ως τροφή τις ψευδολογίες των ειδωλολατρών Ελλήνων, νοούμενες εδώ ως ξυλοκέρατα, στα οποία υπάρχει βέβαια ελάχιστη γλυκύτητα, αλλά πολλή ατροφία και ξηρότητα, και φυσικά τους έβοσκε ο Σατανάς με τις ψευδολογίες των Ελλήνων και τις ανόητες ευγλωττίες των λογάδων εκείνων. Γιατί είναι μύθοι και τίποτε άλλο και κελαηδίσματα που ταιριάζουν σε γριές τα εντάλματα εκείνων. Και η σοφία του κόσμου, έχοντας ήχο δυνατό και ωραίο, είναι «χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον(:άψυχος χαλκός που βουίζει όταν τον χτυπούν ή κύμβαλο που βγάζει μεγάλο θόρυβο χωρίς κάποια σημασία)»[Α΄Κορ.13,1].

Λοιπόν τρέφονταν βέβαια παλιά με τα ελληνικά συγγράμματα, δεν μπορούσαν όμως να έχουν καμία ωφέλεια ώστε να επιτύχουν την αρετή. Όταν όμως αναζήτησαν τον Θεό και επέστρεψαν από τη μακρά πλάνη, ως νεκροί βέβαια που ήταν αναστήθηκαν, και ως χαμένοι βρέθηκαν. Γιατί εκείνοι που βρίσκονται ακόμη στην πλάνη και δε γνώρισαν τον από τη φύση Του Θεό, ο νους αυτών είναι νεκρός και κατά κάποιο τρόπο καταψυγμένος, φροντίζοντας για τα νεκρά έργα· και αυτά είναι τα θελήματα της σάρκας. Ενώ ο νους εκείνων που επέστρεψαν στον Θεό και γνώρισαν την αλήθεια, δεν είναι νεκρός, έχοντας εμπλουτιστεί με αναγέννηση και αναζωοδότηση από τον Χριστό, ζει μάλλον και φροντίζει για τα αγωνίσματα εκείνα που οδηγούν στην αιώνια ζωή και μακαριότητα. Και απομακρύνεται βέβαια από τα νεκρά έργα, επιθυμεί όμως και τα έργα της αιώνιας ζωής, που θα δοθεί, εννοώ, στον μελλοντικό αιώνα από τον Χριστό σε εκείνους που πίστεψαν σε Αυτόν.

Κάποιοι όμως ερμηνευτές της παραβολής θεωρούν ότι με τους δύο υιούς δηλώνονται οι άγιοι άγγελοι και εμείς οι άνθρωποι που βρισκόμαστε στη γη. Και το πρόσωπο βέβαια του μεγαλυτέρου, ο οποίος και ζει ενάρετα, συμβολίζει, κατά τη γνώμη τους, το τάγμα των αγίων αγγέλων, ενώ το πρόσωπο του νεότερου γιου, που είναι και άσωτος, συμβολίζει το ανθρώπινο γένος. Υπάρχουν επίσης κάποιοι από εμάς, οι οποίοι βαδίζουν άλλο δρόμο ερμηνείας και λένε ότι με τον μεγαλύτερο υιό και που έζησε ορθά, συμβολίζεται ο κατά σάρκα Ισραήλ, ενώ με τον άλλον, ο οποίος προτίμησε να ζει φιλήδονα και απομακρύνθηκε από τον πατέρα του, συμβολίζεται το πλήθος των εθνικών.

Εγώ όμως απορρίπτω τις αντιλήψεις αυτές, και ο φιλομαθής ας ψάξει να βρει την αλήθεια. Γιατί, όταν θεωρήσουμε ότι ο πρώτος, ο υπάκουος υιός, εικονίζει τους αγγέλους, τότε πώς είπε, μετά την επιστροφή του ασώτου αδελφού του, πικρόχολα και οργισμένα λόγια που δεν ταιριάζουν στους αγίους αγγέλους, ή πώς δεν είχε τέτοια ψυχική διάθεση όπως εκείνοι προς αυτούς που επιστρέφουν από τις αμαρτίες σε μετάνοια; Γιατί ο Σωτήρας και Κύριος των όλων λέγει ότι «χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι(:γίνεται χαρά στους ουρανούς μπροστά στους αγγέλους του Θεού, οι οποίοι συμμετέχουν στη χαρά αυτή, για έναν αμαρτωλό που μετανοεί)»[Λουκ.15,10]· αντίθετα, ο αναφερόμενος στην εξεταζόμενη παραβολή υιός ως ευπρόσδεκτος από τον πατέρα του καθώς είχε άμεμπτη ζωή, λέγεται ότι οργίστηκε, και έφτασε σε τέτοιο βαθμό έλλειψης φιλαλληλίας, ώστε να κατηγορήσει και τον πατέρα του για τη στοργική αγάπη του προς εκείνον που σώθηκε. Γιατί «δε θέλησε καν», λέγει, «να μπει στο σπίτι, αγανακτισμένος επειδή έγινε δεκτός μετανοημένος εκείνος που μόλις ανένηψε, και σφάχθηκε και το μοσχάρι γι΄αυτόν, και επειδή ο πατέρας οργάνωσε πανηγύρι γι΄αυτόν». Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση, όπως είπα, προς τον σκοπό των αγίων αγγέλων. Γιατί χαίρονται και δοξολογούν τον Θεό βλέποντας να σώζονται οι άνθρωποι.

Και πράγματι, όταν ο Υιός υπέμεινε στη Βηθλεέμ την κατά σάρκα γέννησή Του από γυναίκα, στους ποιμένες οι άγγελοι διαλαλούσαν το ευχάριστο μήνυμα λέγοντας: «μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ γὰρ εὐγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ(:Μη φοβάστε˙ χαρείτε. Διότι, να, σας αναγγέλλω μια χαρμόσυνη είδηση που θα φέρει μεγάλη χαρά και σε σας και σε όλο το λαό του Θεού. Και θα είναι χαρά όλου του λαού, διότι γεννήθηκε σήμερα για σας Σωτήρας, ο οποίος ως άνθρωπος βέβαια είναι όμοιος με σας, αλλά είναι και χρισμένος με το πλήρωμα της θεότητος˙ ως Θεός όμως είναι και Κύριός σας. Και γεννήθηκε στην πόλη του Δαβίδ, προς τον οποίο δόθηκαν οι υποσχέσεις ότι από το γένος του θα προέλθει ο Χριστός)»[Λουκά 2,10-11]. Και στεφανώνοντας με υμνωδίες και δοξολογίες Εκείνον που γεννήθηκε, έλεγαν: «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία(:Δοξασμένος ας είναι ο Θεός στα ύψιστα μέρη του ουρανού απ’ τους αγγέλους που κατοικούν εκεί· και στη γη ολόκληρη, που είναι ταραγμένη απ’ την αμαρτία και τα βίαια πάθη της, ας βασιλεύσει η θεία ειρήνη. Διότι ο Θεός εκδήλωσε τώρα εξαιρετικά την εύνοια και την ευαρέσκειά Του στους ανθρώπους με την ενανθρώπηση του Υιού Του»[Λουκ.2,14].

Εάν πάλι κάποιος ερμηνευτής λέγει ότι με τον γνήσιο και ενάρετο υιό συμβολίζεται ο κατά σάρκα Ισραήλ, μας απομακρύνει πάλι από το να συμφωνήσουμε με τη γνώμη αυτή, το ότι με κανένα τρόπο δεν ταιριάζει στον Ισραήλ η προτίμηση να ζει άμεμπτα και ενάρετα, χωρίς να κατηγορείται. Γιατί σε ολόκληρη, που λέγει ο λόγος, τη θεόπνευστη Γραφή μπορούμε να δούμε να κατηγορούνται οι Ιουδαίοι για την απομάκρυνσή τους από το θέλημα του Θεού. Γιατί ως αποστάτες και απείθαρχους έχει λεχθεί γι΄αυτούς με τη φωνή του Ιερεμία: «Τί εὕροσαν οἱ πατέρες ὑμῶν ἐν ἐμοὶ πλημμέλημα, ὅτι ἀπέστησαν μακρὰν ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ ἐπορεύθησαν ὀπίσω τῶν ματαίων καὶ ἐματαιώθησαν;(:Ποιο σφάλμα βρήκαν οι πατέρες σας σε εμένα και έφυγαν μακριά από εμένα και πορεύθηκαν πίσω από τα μάταια είδωλα και κατάντησαν ανόητοι;)»[Ιερ.2,5]. Σύμφωνα επίσης με αυτά είπε κάπου γι΄αυτούς ο Θεός και με τη φωνή του Ησαΐα : «ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς οὗτος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ καὶ ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτῶν τιμῶσί με, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόῤῥω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ· μάτην δὲ σέβονταί με διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων καὶ διδασκαλίας(:Ο λαός αυτός με πλησιάζει με τα λόγια του στόματός του, με τιμούν με τα λόγια των χειλιών τους μονάχα. Η ευσέβειά τους περιορίζεται σε υποκριτικά λόγια, η καρδιά τους όμως απέχει πολύ από Εμένα. Και με σέβονται ανώφελα, γιατί εγκαταλείπουν τη δική μου Αλήθεια και διδάσκουν διδασκαλίες και εντολές ανθρώπων)»[Ησ.29,13]. Πώς λοιπόν μπορεί κανείς σε αυτούς που είναι τόσο πολύ ένοχοι να αποδώσει τα λόγια της παραβολής, σαν να έχουν ειπωθεί από τον γνήσιο και ενάρετο υιό; Γιατί εκείνος είπε: «ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον(:Να, τόσα πολλά χρόνια είμαι στη δούλεψή σου και ποτέ δεν παράκουσα κάποια προσταγή σου)». Αλλά δεν θα είχαν αξιοκατάκριτη ζωή, εάν δεν παρέβλεπαν τις θείες εντολές και δεν στρέφονταν στη διεφθαρμένη ζωή.

Άλλωστε πρέπει, νομίζω, να πούμε και το εξής: Κάποιοι θέλουν να αποδώσουν στο πρόσωπο του Σωτήρα μας τον μόσχο τον σιτευτό, τον οποίο θυσίασε ο πατέρας όταν αποφάσισε ο άσωτος υιός να επιστρέψει. Τότε πώς ο γνήσιος υιός, ο σοφός και επιστήμων και αφοσιωμένος, τον οποίον κάποιοι παρουσιάζουν ως εκπρόσωπο των αγίων αγγέλων, έκανε τη θυσία του μοσχαριού αφορμή οργής και λύπης; Γιατί δεν μπορεί κανείς να δει λυπημένες τις ουράνιες δυνάμεις όταν ο Χριστός υπέμεινε τον σαρκικό θάνατο και κατά κάποιο τρόπο σφάχθηκε από εμάς. Γιατί χαίρονταν μάλλον, όπως είπα, βλέποντας να σώζεται η υφήλιος με το άγιο Αίμα, εξαιτίας του οποίου βέβαια λέγει ο γνήσιος υιός του: «ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον(: παρόλα αυτά δεν μου έδωσες εμένα ποτέ ούτε ένα κατσικάκι)»[Λουκ.15,29]. Από ποιο δηλαδή αγαθό έχουν ανάγκη οι άγιοι άγγελοι; Καθόσον ο Δεσπότης των όλων έδωσε σε αυτούς πλουσιοπάροχα τη χορήγηση πνευματικών χαρισμάτων.

Ή και ποιας θυσίας είχαν ανάγκη, όσον αφορά γι΄αυτούς τους ίδιους; Γιατί δεν χρειαζόταν να πάθει ο Εμμανουήλ και γι΄αυτούς. Εάν όμως πρέπει κάποιος να νομίσει όπως είπα ήδη προηγουμένως, ότι ο κατά σάρκα Ισραήλ, σημαίνεται από τον γνήσιο και ενάρετο υιό, τότε πώς είναι αλήθεια αυτό που λέγει: «Σε εμένα δεν έδωσες ποτέ ερίφιο;». Γιατί είτε μοσχάρι είναι είτε ερίφιο το θύμα υπέρ της αμαρτίας, νοείται ο Χριστός, ο οποίος όμως δε θυσιάστηκε μόνο για τους εθνικούς, αλλά για να ελευθερώσει και τον ίδιο τον Ισραήλ, ο οποίος δέχτηκε για την παράβαση του νόμου πολλή κατηγορία. Και θα το επιβεβαιώσει ο σοφότατος Παύλος γράφοντας: «διὸ καὶ Ἰησοῦς, ἵνα ἁγιάσῃ διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος τὸν λαόν, ἔξω τῆς πύλης ἔπαθε(:Γι’ αυτό σύμφωνα με τον προφητικό τύπο των θυσιών που γίνονταν για άφεση των αμαρτιών, και ο Ιησούς, προκειμένου να αγιάσει με το ίδιο του το αίμα τον λαό του νέου Ισραήλ, έπαθε και θανατώθηκε έξω από την πύλη της πόλεως της Ιερουσαλήμ)»[Εβρ.13,12].

Ποιος λοιπόν άραγε είναι ο σκοπός της παραβολής; Ας εξετάσουμε προσεκτικά την αιτία για την οποία και λέχτηκε αυτή, γιατί έτσι θα μάθουμε την αλήθεια. Είπε λοιπόν ο μακάριος Λουκάς λίγο πιο πίσω, για τον Σωτήρα όλων μας Χριστό: «Ἦσαν δὲ ἐγγίζοντες αὐτῷ πάντες οἱ τελῶναι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀκούειν αὐτοῦ. καὶ διεγόγγυζον οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς λέγοντες ὅτι οὗτος ἁμαρτωλοὺς προσδέχεται καὶ συνεσθίει αὐτοῖς(:Σε κάθε πόλη ή χωριό που πήγαινε ο Ιησούς, Τον πλησίαζαν όλοι οι τελώνες και οι αμαρτωλοί, όχι απλώς για να δουν τα θαύματά Του από περιέργεια, αλλά από ειλικρινές ενδιαφέρον για ν’ ακούσουν τη διδασκαλία Του. Οι Φαρισαίοι όμως και οι γραμματείς γόγγυζαν μεταξύ τους και έλεγαν: ‘’Αυτός δέχεται με πολλή συμπάθεια και οικειότητα τους αμαρτωλούς και τρώει μαζί τους, αθετώντας την παράδοση των πρεσβυτέρων, που μας δίδαξαν να είμαστε ευπρεπείς και να μη συναναστρεφόμαστε με τέτοιου είδους πρόσωπα’’)»[Λουκ.15,1-2]. Ενώ λοιπόν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι κραύγαζαν για την αγαθότητα και φιλανθρωπία Του και Τον κατηγορούσαν επειδή δεχόταν κάποιους που υπήρξαν βέβηλοι και αμαρτωλοί στη ζωή τους και τους δίδασκε, ο Χριστός θεώρησε πάρα πολύ αναγκαία τη διήγηση της παραβολής αυτής, με την οποία μπορούσαν να δουν καλά το εξή:· ότι δηλαδή ο Θεός των όλων θέλει, και ο αφοσιωμένος και πραγματικά γνήσιος, που γνωρίζει να ζει σεμνά και έχει τη φήμη της άκρας επιείκειας, να σπεύδει να ακολουθεί τα θελήματά Του, και γι’ αυτούς που καλούνται σε μετάνοια, έστω και αν είναι πάρα πολύ ένοχοι, να ευχαριστείται μάλλον, παρά να αισθάνεται γι΄αυτούς λύπη χωρίς φιλαλληλία.

Από κάτι τέτοιο βέβαια πάσχουμε πολλές φορές και εμείς οι ίδιοι. Γιατί ζουν ασφαλώς κάποιοι την πιο ωραία και πανάριστη ζωή, ενώ κάποιος άλλος είναι ασθενής και πάσχει πεσμένος σε κάθε είδος φαυλότητας. Αυτός πολλές φορές προς τα γηρατειά του επιστρέφει στον Θεό και ζητά συγχώρηση για τις προηγούμενες αμαρτίες του, και γίνεται εραστής των αρίστων, ή ενδεχομένως όταν πλησιάζει να τελειώσει την ανθρώπινη ζωή δέχεται και το άγιο βάπτισμα και απαλλάσσεται από τις αμαρτίες του με την ευσπλαχνία του Θεού. Και τότε πολλές φορές κάποιοι δυσφορούν γι΄αυτόν και λένε: «Αυτός που έκανε το τάδε και είπε εκείνο, δεν τιμωρήθηκε από τον Κριτή για τα όσα έκανε στη ζωή του, αλλά αξιώθηκε την τόσο λαμπρή και αξιοθαύμαστη χάρη και καταγράφηκε μεταξύ των υιών του Θεού και τιμήθηκε με τη δόξα των αγίων». Γιατί πολλές φορές αυτά τα περιφρονούν κάποιοι από απαράδεκτη μικροψυχία, μη ακολουθώντας και κατανοώντας τον σκοπό του Πατέρα όλων μας· γιατί Αυτός χαίρεται πολύ βλέποντας να σώζονται εκείνοι που έχουν χαθεί και τους επαναφέρει στην αρχική ωραιότητά τους, δίνοντάς τους την ελευθερία και στολίζοντάς τους με την αρχική στολή και περνώντας δακτυλίδι στο χέρι τους· και αυτό αποτελεί ευκοσμία που αγαπά ο Θεός και που ταιριάζει στους ελεύθερους ανθρώπους.

Πρόσεχε δηλαδή με ποιον τρόπο παρουσιάζει εξαίρετη την ωραιότητα της ψυχής, και ενεργάζεται τη λαμπρότητα της άμεμπτης ζωής. Γιατί εξωραΐζει με κάθε κόσμημα, νοητό δηλαδή και πνευματικό, τις ψυχές αυτών που Τον λατρεύουν, ώστε να λέγεται και στην καθεμιά αυτό που ψάλλεται με τη λύρα του Ψαλμωδού: «ἄκουσον, θύγατερ, καὶ ἴδε καὶ κλῖνον τὸ οὖς σου καὶ ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σου καὶ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου· καὶ ἐπιθυμήσει ὁ βασιλεὺς τοῦ κάλλους σου, ὅτι αὐτός ἐστι Κύριός σου καὶ προσκυνήσεις αὐτῷ. (:Άκουσε, εμένα τον πρεσβύτη, κόρη μου, εσύ που πρόκειται να γίνεις Νύμφη του Μεσσία· άκουσε τις συμβουλές μου. Δες τη δόξα του καταγλαϊσμένου περιβάλλοντός σου. Σκύψε το αυτί σου για να ακούει με προσοχή τα κελεύσματα του Βασιλιά. Και ξέχασε εντελώς τον λαό στον οποίο μέχρι τώρα ανήκες. Λησμόνησε ολοκληρωτικά το παρελθόν σου, για να αφοσιωθείς στο νέο σου οίκο και στο νέο λαό σου. Και τότε ο βασιλιάς Νυμφίος θα επιθυμήσει την πνευματική σου ομορφιά. Μην ξεχάσεις όμως ποτέ ότι αυτός δεν παύει να είναι και Κύριός σου και οφείλεις να Τον προσκυνάς»[Ψαλμ.44,11· ερμ. απόδοση Παν. Τρεμπέλα] και τα λοιπά. Ένδυμα λοιπόν πολύτιμο και δοξασμένο πραγματικά για το ιερό και άγιο γένος είναι ο Χριστός, κόσμημα λαμπρό και υπερκόσμιο για τις ψυχές των αγίων. Γιατί λέγει: «ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε(:Και είστε υιοί του Θεού, διότι όσοι βαπτισθήκατε στο όνομα του Χριστού πιστεύοντας σε Αυτόν ως σωτήρα, ντυθήκατε τον Χριστό και ενωθήκατε μαζί Του)»[Γαλ.3,27], και είναι αληθής ο λόγος.

«καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ(:Και επιθυμούσε ο νεότερος γιος να γεμίσει την κοιλιά του με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι. Μα κανείς δεν του έδινε, διότι οι υπηρέτες που έκαναν τη διανομή παρατηρούσαν με προσοχή να μην μείνουν χωρίς τροφή οι χοίροι)»[Λουκ.15,16].

Κάτι τέτοιο θα μπορούσαμε να δούμε ότι κάνει και ο άσωτος, που αναφέρεται με τη μορφή παραβολής, ο οποίος είχε κατασπαταλήσει την πατρική του περιουσία και πέθαινε από την έλλειψη των ουρανίων αγαθών, και κατά κάποιον τρόπο τον κατέτρωγε η πείνα των ουρανίων μαθημάτων, και επιθυμούσε να χορτάσει με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά περνώντας και φεύγοντας η μάταια ηδονή, τον άφηνε άδειο, και βρισκόταν σε παντελή στέρηση.

«ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου(:Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: ‘’Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό (διότι εκεί οι άγγελοι εκτελούν με ευλάβεια το θείο θέλημα, και όπως υπακούν αυτοί, έτσι αξιώνουν και όλα τα κτίσματα να υπακούν σ’ αυτό, και λυπούνται για την αποστασία κάθε ανθρώπου). Αμάρτησα και σε σένα διότι περιφρόνησα τη στοργή σου και δεν λογάριασα τη λύπη που δοκίμαζες όταν έφευγα μακριά σου’’)»[Λουκ.15,17, ερμ. απόδοση Παν. Τρεμπέλα].

Και ο Κύριος δηλαδή, παροτρύνοντάς μας να μιλούμε με παρρησία και να λέμε τις προσευχές μας αποκαλώντας Τον «Πατέρα», δίνει σε αυτούς που προσεύχονται να εννοήσουν ότι εφόσον ονομάζουμε τον Θεό Πατέρα και αξιωθήκαμε της τόσο λαμπρής τιμής, πρέπει και να ζούμε όπως αξίζει σε Αυτόν που μας έχει τιμήσει. Γιατί αυτό λέγει και ο μέγας Απόστολος Πέτρος: «καὶ εἰ πατέρα ἐπικαλεῖσθε (:Και εφόσον επικαλείσθε και ονομάζετε Πατέρα)», λέγει, «τὸν ἀπροσωπολήπτως κρίνοντα κατὰ τὸ ἑκάστου ἔργον, ἐν φόβῳ τὸν τῆς παροικίας ὑμῶν χρόνον ἀναστράφητε(: τον Θεό, ο οποίος αμερόληπτα και χωρίς να κάνει διακρίσεις σε πρόσωπα κρίνει τον καθένα μας σύμφωνα με το σύνολο των πράξεών του, έχετε καθήκον να ζείτε και να συμπεριφέρεστε με φόβο Θεού όλα τα χρόνια της ζωής σας επάνω στη γη, τα οποία είναι χρόνια ξενιτείας· διότι η γη δεν είναι η αληθινή και παντοτινή πατρίδα σας)»[Α΄Πετρ.1,17].

Ίσως όμως πεις μέσα σου: «Έχω κηλιδωθεί με πολλές αμαρτίες. Πώς λοιπόν θα γίνω καθαρός εγώ που είμαι τόσο πολύ μολυσμένος;». Άκουσε λοιπόν και τις δικές μας σκέψεις: Γνωρίζεις γενικά ότι έχεις αμαρτήσει; Ομολογείς την αδυναμία σου; Θυμάσαι τα ολισθήματά σου; Βρίσκεσαι κοντά στη σωτηρία· γιατί αρχή της κάθαρσης είναι η ομολογία των αμαρτιών. Έτσι και έχει γραφεί: «Λέγε σὺ τὰς ἀνομίας σου πρῶτος, ἵνα δικαιωθῇς(:Λέγε εσύ πρώτος τις αμαρτίες σου για να δικαιωθείς)»[Ησ. 43,26].Γιατί ο Δεσπότης των όλων δεν είναι σκληρός, ούτε άσπλαχνος, αλλά μάλλον και φιλεύσπλαχνος, και αγαθός και γνωρίζει τη φύση μας. Γιατί είναι μεγάλο πράγμα και η ομολογία και η αποφυγή του κακού. Έτσι έγινε δεκτός ο άσωτος.

Αλλά ποιος είναι ο μόσχος ο σιτευτός παρά οπωσδήποτε ο Χριστός, το άμεμπτο σφάγιο, Αυτός που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου, αυτός που θυσιάζεται και τρώγεται; Κατά το ότι δηλαδή έλαβε την άλογη φύση και την κτηνώδη σάρκα, αν και τη γέμισε με τα δικά του καυχήματα, θεωρείται μόσχος, που δε γνώρισε βέβαια τον ζυγό του νόμου της αμαρτίας, αλλά ήταν σιτευτός, γιατί πριν από τη δημιουργία του κόσμου είχε προορισθεί το μυστήριο του Χριστού, η γεμάτη φρίκη και μεγάλη θυσία, στην οποία επιθυμεί να λάβουν μέρος όσοι επιστρέφουν από την αμαρτία.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τό κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία»

ὁ Θεὸς εὑρίσκεται παντοῦ· ἕνα εἶναι πού εὑρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ κακό, στό ὁποῖο φθάνοντας διὰ τῆς ἁμαρτίας ἀποδημοῦμε μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό.

Θεὸς εὑρίσκεται παντοῦ· ἕνα εἶναι πού εὑρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ κακό, στό ὁποῖο φθάνοντας διὰ τῆς ἁμαρτίας ἀποδημοῦμε μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

Ὁ σωσμένος Ἄσωτος - Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

Ὁ σωσμένος Ἄσωτος

Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

1.«Θὰ γίνη κάποτε λιμός», εἶπε ὁ προφήτης θρηνώντας τὴν Ἱερουσαλήμ, «ὄχι πείνα ἄρτου καὶ ὕδατος, ἀλλὰ πείνα γιά τὸν λόγο τοῦ Κυρίου». Εἶναι δέ ὁ λιμὸς στέρησις καὶ συγχρόνως ὄρεξις τῆς ἀναγκαίας τροφῆς. Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι χειρότερο καὶ ἀθλιώτερο ἀπὸ αὐτὴν τὴν πείνα; ὅταν δηλαδὴ κάποιος, ἐνῶ στερεῖται τ’ ἀναγκαία γιά τὴν σωτηρία, δέν ἔχει συναίσθησι τῆς συμφορᾶς, ἐπειδὴ δέν ἔχει ὄρεξι γιά τή σωτηρία. Ὅποιος πεινᾶ καὶ δέν διαθέτει τ’ ἀναγκαία, τριγυρίζει ἀναζητώντας ἕνα κόμματι ψωμιοῦ ὁπουδήποτε· κι’ ἂν εὕρει μουχλιασμένο ζυμάρι, ἢ τοῦ προσφερθεῖ κάποιος ἄρτος ἀπὸ κεχρὶ ἢ ἀπὸ πίτουρα ἢ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ εὐτελέστατα εἴδη τροφῆς, χαίρεται τόσο πολύ, ὅσο ἐπονοῦσε προηγουμένως πού δέν εὕρισκε.

Ὅποιος ἐπίσης ἔχει πνευματικὴ πείνα, δηλαδὴ στέρηση καὶ συγχρόνως ὄρεξη γιά πνευματικὲς τροφές, τριγυρίζει ἀναζητώντας αὐτόν πού ἔχει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς διδασκαλίας· κι’ ἂν εὕρει, τρέφεται εὐφρόσυνα μὲ τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ μὲ τὸν σωτήριο λόγο, ποὺ ὅποιος τὸν ἀναζητεῖ ἕως τὸ τέλος δέν πρόκειται νά μὴν τὸν εὕρει· «διότι ὅποιος αἰτεῖ λαμβάνει καὶ ὅποιος ἀναζητεῖ εὑρίσκει, καὶ στόν κρούοντα θ’ ἀνοίγει ἡ θύρα», εἶπε ὁ Χριστός.

2. Ὑπάρχουν ὅμως μερικοί πού μὲ τὴν πολυήμερη ἀτροφία τοῦ νοῦ ἔχασαν καὶ τὴν ὄρεξη τῆς τροφῆς· γι’ αὐτὸ δέν ἀντιλαμβάνονται τή ζημιά. Καὶ ἂν ἔχουν τὸν διδάσκαλο, δυσανασχετοῦν ἀκόμη καὶ στήν ἀκρόαση τῆς διδασκαλίας, ἐνῶ ἂν δέν ἔχουν, δέν ζητοῦν τὸν διδάσκαλο, διάγοντας ζωὴ ἁμαρτωλότερη ἀπὸ τὸν Ἄσωτο. Διότι ἐκεῖνος, ἂν καὶ μὲ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἐστερήθηκε τοῦ κοινοῦ τροφέως καὶ πατρὸς καὶ κυρίου, περιέπεσε σὲ φοβερὸ λιμὸ καὶ συναισθανόμενος τὴν στέρηση μετενόησε καὶ ἐπανῆλθε, ἐπεζήτησε καὶ ἐπέτυχε τὴν Θεία καὶ ἀθάνατη τροφή, καὶ τόσο ἀπήλαυσε διὰ τῆς μετανοίας τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος, ὥστε νά προκαλέσει καὶ τὸν φθόνο γιά τὸν πλοῦτο του.

3. Εἶναι ὅμως προτιμότερο νά πάρωμε τὸ θέμα ἀπὸ τὴν ἀρχή, γιά νά ἐξηγήσωμε πρὸς τὴν ἀγάπη σας τὴν εὐαγγελικὴ αὐτὴ παραβολὴ τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ καὶ σήμερα εἶναι διατεταγμένο νά διαβάζεται στήν ἐκκλησία.

4. «Κάποιος ἄνθρωπος εἶχε δυὸ υἱούς», λέγει. Ὁ Κύριος καλεῖ ἐδῶ τὸν ἑαυτὸ του ἄνθρωπο παραβολικῶς, κι’ αὐτὸ δέν ἔχει τίποτε τὸ παράξενο. Διότι, ἂν ἔγινε πραγματικὰ ἄνθρωπος γιά τή σωτηρία μας, τὶ τὸ παράδοξο νά προβάλλει τὸν ἑαυτὸ του ὡς ἕνα ἄνθρωπο γιά τὴν ὠφέλειά μας, αὐτός πού εἶναι πάντοτε κηδεμὼν καὶ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας, ὡς κύριος καὶ δημιουργὸς καὶ τῶν δύο, αὐτός πού εἶναι ὁ μόνος πού ἔδειξε σὲ μᾶς ἔργα ὑπερβολικῆς ἀγάπης καὶ κηδεμονίας, καὶ πρὶν ἀκόμη ἐμφανισθοῦμε;

5. Διότι πρὶν ἀπὸ μᾶς ἑτοίμασε γιά ἐμᾶς αἰώνια κληρονομία βασιλείας, ὅπως λέγει ὁ Ἴδιος, ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς γιά χάρη μας ἔπλασε τοὺς ἀγγέλους γιά ν’ ἀποστέλλωνται ὡς διάκονοι, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, στούς μέλλοντας νά κληρονομήσουν τή σωτηρία. Πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς γιά χάρη μας ἅπλωσε τὸν οὐρανὸ σ’ ὅλον τὸν αἰσθητὸ τοῦτον κόσμο, σὰν νά ἔστησε κάποια κοινὴ καὶ ὁμότιμη σκηνὴ σὲ ὅλους ἐμᾶς κατὰ τὴν παροδικὴ τούτη ζωή, τὸν ἴδιο ἀεικίνητο καὶ πολυκίνητο καὶ ἀκίνητο• ἀκίνητον, γιά νά μὴ προκαλεῖ στούς ἐνοικοῦντας φθορὰ μὲ τίς μεταπτώσεις του, πολυκίνητον, γιά νά συγκρατεῖται στόν χῶρο του μὲ τίς ἀντίρροπες κινήσεις του, ἀεικίνητον δὲ καθ’ ἑαυτὸν καὶ περιφέροντα μαζὶ του εὐτάκτως τὸ πλῆθος τῶν ἄστρων, ὥστε ἐμεῖς ἀφ’ ἑνὸς μὲν νά διδασκώμαστε τὸ πρόσκαιρο τῆς ζωῆς μας καὶ ν’ ἀπολαύωμε ὅλων τῶν σωμάτων του, ποὺ φθάνουν ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλὴ μας, κάθε φορὰ ἄλλα.

Γιά μᾶς πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς κατασκεύασε τὸν μεγάλο φωστῆρα γιά νά κυριαρχεῖ στήν ἡμέρα, καὶ τὸν μικρὸ γιά νά κυριαρχεῖ τῆς νύκτας. Κι’ ἐτοποθέτησε αὐτοὺς καὶ τὰ ἄλλα ἄστρα στό στερέωμα, γιά νά κινοῦνται μὲ αὐτό, συνυπάρχοντα καὶ παραλλάσσοντα πολυειδῶς, γιά νά εἶναι σημάδια τῶν καιρῶν καὶ τῶν χρόνων. Ἀπὸ αὐτὰ κανένα δέν χρειάζεται οὔτε ἡ νοερὰ φύσις, ποὺ εἶναι ὑπεραισθητή, οὔτε ἡ φύσις τῶν ἀλόγων ζώων, ποὺ ζεῖ μόνο κατὰ αἴσθηση. Γιά μᾶς λοιπὸν ἔγιναν, ποὺ μὲ τὴν αἴσθησι μὲν ἀπολαμβάνουμε καὶ τὶς ἄλλες δωρεὲς καὶ τὸ κάλλος τῶν βλεπομένων, μὲ τὸν νοῦν δὲ ἀντιλαμβανόμαστε τὰ σημεῖα αὐτά.

6. Γιά μᾶς πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς ἐθεμελίωσε τή γῆ, ἅπλωσε τή θάλασσα, ἐξέχυσε ἀφθόνως ἐπάνω ἀπὸ αὐτὰ τὸν ἀέρα, κι’ ἐπάνω ἀπὸ αὐτὸν παραπέρα ἄναψε πανσόφως τὴν φύσι τοῦ πυρός, ὥστε καὶ τὸ ὑπερβολικὸ ψῦχος τῶν κάτω νά μετριάζει περιγυρίζοντας καὶ νά μένει στόν τόπο του συγκρατώντας τό ἅπλωμά του. Ἂν δὲ καὶ τὰ ἄλογα ζῶα τὰ χρειάζονται αὐτὰ γιά τή συντήρησή τους, ἀλλὰ κι’ αὐτὰ ἐδημιουργήθηκαν πρὶν ἀπὸ μᾶς γιά ὑπηρεσία πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ψάλλει καὶ ὁ προφήτης Δαβίδ.

7. Αὐτὸν λοιπὸν τὸν σύμπαντα κόσμο παρήγαγε ἀπὸ τὸ μηδὲν ὁ πλάστης μας πρὶν ἀπὸ τή δική μας πλάση, γιά τὴν σύσταση τοῦ σώματός μας. γιά τὴν βελτίωση δὲ τῶν ἠθῶν καὶ τὴν καθοδήγησι πρὸς τὴν ἀρετή τί δέν ἔκαμε ὁ φιλάγαθος δεσπότης; Τὸν ἴδιον αὐτὸν αἰσθητὸ κόσμο ἐπεξεργάσθηκε σὰν κάτοπτρο τῶν ὑπερκοσμίων, ὥστε διὰ τῆς πνευματικῆς θεωρίας γύρω ἀπὸ αὐτόν, σὰν διὰ μέσου μιᾶς θαυμασίας κλίμακος, νά φθάνωμε πρὸς ἐκεῖνα. Ἐνέβαλε μέσα μας ἔμφυτο νόμο, σὰν ἀπαρέγκλιτη στάθμη, ἀνεξαπάτητο κριτή καὶ ἀδιάψευστο διδάσκαλο, τὴν ἀτομικὴ στόν καθένα συνείδηση. Ἔτσι, ἂν εἴμαστε μὲ τὴν διάνοια συγκεντρωμένοι στον ἑαυτὸ μας, δέν θὰ χρειασθοῦμε ἄλλον διδάσκαλο γιά τὴν κατανοήση τοῦ ἀγαθοῦ• ἂν μὲ τὴν αἴσθηση διαπορθμεύσωμε καλῶς τὸν νοῦ πρὸς τὰ ἔξω, τὰ ἀόρατα τοῦ Θεοῦ καθορῶνται νοούμενα διὰ τῶν ποιημάτων, λέγει ὁ ἀπόστολος.

8. Ἀφοῦ λοιπὸν διὰ τῆς φύσεως καὶ τῆς κτίσεως ἄνοιξε τὸ διδασκαλεῖο τῶν ἀρετῶν, ὁ Ἴδιος ἐτοποθέτησε ἀγγέλους ὡς φύλακες, ἀνύψωσε πατέρες καὶ προφῆτες πρὸς καθοδήγηση, ἔδειξε σημεῖα καὶ τέρατα ὁδηγοῦντα πρὸς τὴν πίστη, μᾶς ἔδωσε τὸν γραπτὸ νόμο, βοηθητικὸ στό νόμο τῆς λογικῆς μας φύσεως καὶ στή διδασκαλία ἀπὸ τὴν κτίση. Τέλος, ἐπειδὴ τὰ περιφρονήσαμε ὅλα (ὤ, τὶ ῥαθυμία δικὴ μας καὶ τὶ μακροθυμία καὶ ἔγνοια τοῦ ὑπερβολικὰ ἀγαπῶντος ἐμᾶς!), μᾶς ἔδωσε τὸν Ἑαυτὸ του γιά χάρη μας, καί, κενώνοντας τὸν πλοῦτο τῆς θεότητος στό ἔσχατο κατάντημά μας ἐπῆρε τὴν φύση μας καί, γενόμενος ἄνθρωπος σὰν ἐμᾶς, διετέλεσε διδάσκαλός μας. Αὐτὸς μᾶς διδάσκει γιά τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας του, ἐπιδεικνύοντάς την μὲ ἔργο καὶ λόγο, συγχρόνως δὲ ὁδηγεῖ σὲ μίμηση τῆς συμπαθείας του, ἐνῶ ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν σκληροκαρδία τοὺς ὀπαδοὺς του.

9. Ἐπειδὴ δὲ ἡ ἀγάπη γεννᾶται καὶ μέσα στούς ἐπιμελητὰς τῶν πραγμάτων, ὅπως καὶ στούς ποιμένες τῶν προβάτων, ἐνυπάρχει δὲ καὶ στούς κυρίους τῶν κτημάτων, ὄχι ὅμως τόσο ὅσο στούς συνδεόμενους μὲ αἷμα καὶ συγγένεια, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς πάλι περισσότερο στούς πατέρες πρὸς τὰ παιδιὰ τους, ἀπὸ αὐτοὺς προσφέρει ἔνδειξη τῆς φιλανθρωπίας του, λέγοντας τὸν Ἑαυτὸ του ἄνθρωπο καὶ πατέρα ὅλων μας· ἐπειδὴ ἀφ’ ἑνὸς μὲν γιά μᾶς ἔγινε πραγματικὰ ἄνθρωπος, ἀφ’ ἑτέρου δὲ μᾶς ἀναγέννησε διὰ τοῦ θείου βαπτίσματος καὶ τῆς σ’ αὐτὸ χάριτος τοῦ Θείου Πνεύματος.

10. «Κάποιος ἄνθρωπος», λοιπόν λέγει, «εἶχε δυὸ υἱούς». Διότι ἡ διαφορὰ τῆς γνώμης ἐχώρισε σὲ δύο τὴν μία φύση καὶ ἡ διάκρισις μεταξὺ ἀρετῆς καὶ κακίας συνήγαγε τοὺς πολλοὺς σὲ δύο. Κι’ ἐμεῖς ἐξ ἄλλου μερικὲς φορὲς λέγομε διπλὸν τὸν ἕνα κατὰ τὴν ὑπόσταση, ὅταν ἔχει τὴν διπλότητα τοῦ ἤθους, καὶ λέγομε ἐπίσης τοὺς πολλοὺς ἕνα, ὅταν συμφωνοῦν μεταξὺ τους. «Προσελθὼν λοιπὸν ὁ νεώτερος υἱὸς εἶπε στον πατέρα»· εὐλόγως παρουσιάζεται νεώτερος· διότι προβάλλει αἴτημα παιδαριῶδες καὶ γεμάτο ἀφροσύνη. Καὶ ἡ ἁμαρτία δέ, τὴν ὁποία εἶχε στό νοῦ του σχεδιάζοντας τὴν ἀποστασία, εἶναι νεωτέρα, ἐφ’ ὅσον εἶναι ὑστερογενὲς εὕρημα τῆς κακῆς προαιρέσεώς μας· ἡ δὲ ἀρετὴ εἶναι πρωτογενής, ἀφοῦ στόν Θεὸ μὲν ἦταν ἀϊδίως, στήν ψυχὴ μας δὲ ἐμβλήθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ χάρη.

11. Προσῆλθε δέ, λέγει, ὁ νεώτερος υἱὸς καὶ εἶπε στον πατέρα· «δός μου τὸ ἀνάλογο μέρος τῆς περιουσίας». Ὤ, ποία ἀφροσύνη! δέν ἐγονάτισε, δέν ἱκέτευσε, ἀλλ’ ἁπλῶς εἶπε· καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλ’ ἀπαιτεῖ τὸ μερίδιο καὶ ὡς ὀφειλὴ ἀπὸ ἐκεῖνον πού δίδει σὲ ὅλους κατὰ χάριν. Δός μου τὸ ἀνάλογο μέρος τῆς περιουσίας, πού μοῦ ἀνήκει κατὰ τὸ νόμο, τὴν μερίδα μου σύμφωνα μὲ τὸ δίκαιο. Καὶ ποῖος νόμος ὑπάρχει καὶ ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτὸ τὸ δίκαιο, νά εἶναι οἱ πατέρες ὀφειλέτες στά παιδιά; Τὸ ἀντίθετο μάλιστα συμβαίνει• τὰ παιδιὰ ὀφείλουν στούς πατέρες, ὅπως ἡ ἴδια ἡ φύσις δεικνύει, ἀφοῦ ἔλαβαν ἀπὸ ἐκείνους τὴν ὕπαρξη. Ἀλλ’ εἶναι καὶ αὐτὸ δεῖγμα τοῦ νεωτερικοῦ φρονήματος.

12. Τὶ κάμνει λοιπὸν αὐτός πού βρέχει σὲ δικαίους καὶ ἀδίκους, ποὺ ἀνατέλλει τὸν ἥλιο σὲ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς; Τοὺς διεμοίρασε τὴν περιουσία, λέγει. Βλέπεις ὅτι αὐτὸς ὁ «ἄνθρωπος» καὶ πατέρας εἶναι ἀνενδεής; Ἀλλιῶς δέν θὰ ἐμοίραζε τὴν περιουσία στούς δυὸ μόνους οὔτε σὲ δυό μερίδια μόνο, ἀλλὰ θὰ ἐκρατοῦσε καὶ γιά τὸν ἑαυτὸ του μία τρίτη μερίδα. Αὐτὸς ὅμως, ὡς Θεός, ὅπως λέγει καὶ ὁ προφήτης Δαβίδ, μὴ ἔχοντας ἀνάγκη τῶν ἀγαθῶν τοῦ εἴδους αὐτοῦ, ἐμοίρασε, λέγει στά δύο αὐτὰ παιδιὰ μόνο τὴν περιουσία, δηλαδὴ τὸν κόσμο ὅλον. Διότι, ὅπως διαιρεῖται ἡ μία φύσις λόγῳ τῆς διαφορετικῆς γνώμης, ἔτσι διαιρεῖται καὶ ὁ ἕνας κόσμος λόγῳ τῆς διαφορετικῆς χρήσεως.

Πραγματικὰ ὁ ἕνας λέγει πρὸς τὸν Θεό, «ὅλη τὴν ἡμέρα ἅπλωσα πρὸς σὲ τὰ χέρια μου», καὶ «σὲ ὕμνησα ἑπτὰ φορὲς τὴν ἡμέρα», καὶ «τὸ μεσονύκτιο ἐξυπνοῦσα», καὶ «ἔκραξα πάρωρα», καὶ «ἤλπισα στά λόγιά σου», καὶ «τὰ πρωινὰ ἐφόνευσα ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς γῆς», δηλαδὴ ἀπέκοψα τὶς ὁρμὲς τῆς σαρκός πού κινοῦνται πρὸς ἡδυπάθεια· ὁ ἄλλος περνᾶ τίς ἡμέρες του στό κρασί καὶ κυττάζει ποῦ γίνεται πότος, διέρχεται τὶς νύκτες μὲ ἄσεμνες καὶ ἄθεσμες πράξεις, καὶ σπεύδει σὲ κρυφὲς δολοπλοκίες ἢ φανερὲς ἐπιβουλές, σὲ ἁρπαγές χρημάτων καὶ πονηρὰ σχέδια. Ἄρα δέν ἐμοίρασαν αὐτοὶ τὴν μία νύκτα καὶ τὸν ἕνα ἥλιο, καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὰ τὴν ἴδια τή φύση, ἀφοῦ τὴν κατεχράσθηκαν χωρὶς συμφωνία μεταξὺ τους; Ὁ δὲ Θεὸς διέθεσε ὅλη τὴν κτίση ἀδιαιρέτως σὲ ὅλους, προθέτοντάς την σὲ χρήση κατὰ τὴν βουλήσῃ τοῦ καθενός.

13. «Κι ἔπειτα ἀπὸ ὄχι πολλὲς ἡμέρες», λέγει, «ἀφοῦ τὰ συγκέντρωσε ὅλα ὁ νεώτερος υἱός, μετανάστευσε σὲ μακρινὴ χώρα». Πῶς δέν μετανάστευσε ἀμέσως, ἀλλὰ ἔπειτα ἀπὸ ὄχι πολλές, δηλαδὴ μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες; Ὁ πονηρὸς ὑποβολεὺς Διάβολος δέν ὑποβάλλει ταυτοχρόνως καὶ τὴν ἰδιορρυθμία καὶ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μὲ πανουργία ὑποκλέπτει βαθμιαίως τὴν διάθεση, λέγοντάς μας ψιθυριστά· καὶ σὺ ζῶντας μόνος σου, χωρὶς νά παρακολουθεῖς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ οὔτε νά προσέχεις τὸν διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας, μπορεῖς ν’ ἀντιληφθεῖς τὸ καθῆκον καὶ μόνος σου καὶ νά μὴν ἀπομακρύνεσαι ἀπὸ τὸ ἀγαθό. Ὅταν δὲ ἀποσπάσει κάποιον ἀπὸ τὴν ἱερὰ ὑμνωδία καὶ ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ πρὸς τοὺς ἱεροὺς διδασκάλους, τὸν ἀπομακρύνει καὶ ἀπὸ τή Θεία ἐπίβλεψη, παραδίνοντάς τον στά πονηρὰ ἔργα. Διότι ὁ Θεὸς εὑρίσκεται παντοῦ· ἕνα εἶναι πού εὑρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ κακό, στό ὁποῖο φθάνοντας διὰ τῆς ἁμαρτίας ἀποδημοῦμε μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅπως λέγει ὁ Δαβὶδ πρὸς τὸν Θεό, «δέν θὰ διαμείνουν παράνομοι ἀπέναντι στούς ὀφθαλμούς σου».

14. Ἀφοῦ λοιπόν, λέγει, ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπομακρύνθηκε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ἀπεδήμησε σὲ μακρινὴ χώρα «ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν περιουσία του ζῶντας ἀσώτως». Πῶς ὅμως διεσκόρπισε τὴν περιουσία του; Ὑπεράνω ὅλων οὐσία καὶ περιουσία μας εἶναι ὁ ἔμφυτος νοῦς μας. Ἕως ὅτου λοιπὸν ἐμμένομε στούς τρόπους τῆς σωτηρίας, τὸν ἔχομε συνηγμένο στόν ἑαυτὸ του καὶ στόν πρῶτο καὶ ἀνώτατο νοῦ, τὸν Θεό· ὅταν ὅμως ἀνοίξωμε θύρα στά πάθη, ἀμέσως σκορπίζεται, περιπλανώμενος διαρκῶς γύρω στά σαρκικὰ καὶ τὰ γήινα, πρὸς τὶς πολύμορφες ἡδονὲς καὶ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμοὺς γι’ αὐτές. Τοῦ νοῦ πλοῦτος εἶναι ἡ φρόνησις, ποὺ παραμένει σ’ αὐτὸν καὶ διακρίνει τὸ καλύτερο ἀπὸ τὸ χειρότερο, ὅσον καιρὸ κι αὐτὸς παραμένει πειθαρχικὸς στίς ἐντολὲς καὶ συμβουλὲς τοῦ ἀνωτάτου Πατρός· ὅταν ὅμως ἀφηνιάσει αὐτός, κι ἡ φρόνησις σκορπίζεται σὲ πορνεία καὶ ἀφροσύνη, μοιραζόμενη τίς κακίες τῶν δύο μερῶν.

15. Θὰ ἰδεῖς τοῦτο καὶ σὲ ὅλες τίς ἀρετὲς καὶ δυνάμεις μας, ποὺ εἶναι πραγματικὰ πλοῦτος μας, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἡ κακία εἶναι πολυσχεδής, ὅταν κλίνῃ πρὸς αὐτήν, σκορπίζεται. Διότι ὁ ἴδιος ὁ νοῦς στρέφει τὴν ἐπιθυμία πρὸς τὸν ἕνα καὶ πραγματικὰ ὄντως Θεό, τὸν μόνον ἀγαθό, τὸν μόνον ἐφετό, τὸν μόνον παρέχοντα τὴν ἡδονὴ ἀπηλλαγμένη ἀπὸ κάθε ὀδύνη. Ὅταν ὅμως ὁ νοῦς ἀποχαυνωθεῖ, ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς πρὸς τὴν ὄντως ἀγάπη ἐκπίπτει ἀπὸ τὸ ὄντως ὀρεκτὸ καί, διασπωμένη πρὸς τὶς ποικίλες ὀρέξεις τῆς ἡδυπαθείας, σκορπίζεται, ἑλκυσμένη ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος πρὸς τὴν ἐπιθυμία τροφῶν μὴ ἀναγκαίων, ἀπὸ τὸ ἄλλο πρὸς τὴν ἐπιθυμία πραγμάτων ἀχρήστων, καὶ ἀπὸ τὸ τρίτο πρὸς τὴν ἐπιθυμία τῆς κενῆς καὶ ἄδοξης δόξας. Κι ἔτσι κατακερματιζόμενος ὁ ἄθλιος ἄνθρωπος καὶ συρόμενος ἀπὸ τὶς ποικίλες γι’ αὐτὰ φροντίδες, οὔτε τὸν ἥλιο ἀκόμη τὸν ἴδιο οὔτε τὸν ἀέρα, τὸν κοινὸ σὲ ὅλους πλοῦτο, δέν μπορεῖ νά ἀναπνεύσει καὶ νά θεωρήσει εὐχάριστα.

16. Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ νοῦς μας, ἂν δέν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, διεγείρει τὸν θυμό πού ἔχομε μέσα μας ἐναντίον μόνου τοῦ Διαβόλου καὶ χρησιμοποιεῖ τὴν ἀνδρεία τῆς ψυχῆς κατὰ τῶν πονηρῶν παθῶν, κατὰ τῶν ἀρχόντων τοῦ σκότους, κατὰ τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας. Ἂν ὅμως δέν προσηλωθεῖ στίς θεῖες ἐντολὲς τοῦ Κυρίου πού τὸν ἐστρατολόγησε, μάχεται πρὸς τοὺς πλησίον του, μαίνεται κατὰ τῶν ὁμοφύλων, ἀποθηριώνεται ἐναντίον ἐκείνων πού δέν συναινοῦν στίς παράλογες ὀρέξεις του καὶ γίνεται, φεῦ, ἀνθρωποκτόνος ἄνθρωπος, (ὁμοιωμένος ὄχι μόνο μὲ τὰ κτήνη τὰ ἄλογα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἑρπετὰ καὶ μὲ τὰ ἰοβόλα ζῶα, γινόμενος σκορπιός, ὄφις, γέννημα ἐχιδνῶν, αὐτός πού ὁρίσθηκε νά εἶναι στήν τάξη τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶδες πῶς διεσκόρπισε κι ἔχασε τὴν περιουσία του; «Ἀφοῦ τὰ ἐδαπάνησε ὅλα ὁ νεώτερος υἱός, ἄρχισε νά στερεῖται καὶ ἔπεσε σὲ πείνα». Ἀλλὰ δέν ἐσκεπτόταν ἀκόμη νά ἐπιστρέψει, διότι ἦταν ἄσωτος. Γι’ αὐτό, «ἐπῆγε καὶ προσκολλήθηκε σ’ ἕνα ἀπὸ τοὺς πολίτες τῆς χώρας ἐκείνης καὶ ἐκεῖνος τὸν ἔστειλε στό ἀγρόκτημα νά βόσκει χοίρους».

17. Ποῖοι δὲ εἶναι οἱ πολίτες καὶ πολιτάρχες τῆς χώρας πού εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό; Φυσικὰ οἱ δαίμονες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ υἱὸς τοῦ οὐρανίου Πατρὸς κατέστη πορνοβοσκὸς καὶ ἀρχιτελώνης καὶ ἀρχιληστὴς καὶ στασιάρχης. Διότι ὁ χοιρώδης βίος λόγῳ τῆς ἄκρας ἀκαθαρσίας τοῦ ὑπονοεῖ κάθε πάθος, χοῖροι δὲ εἶναι ὅσοι κυλίονται στόν βόρβορο τῶν παθῶν τούτων. Ὅταν ἐκεῖνος ἔγινε προϊστάμενος τούτων, ὡς πρῶτος ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς στήν ἡδυπάθεια, δέν μποροῦσε νά χορτάσει ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα πού ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, δηλαδὴ, δέν ἦταν δυνατὸ νά λάβει κορεσμὸ τῆς ἐπιθυμίας του.

18. Πῶς ὅμως δέν ἀρκεῖ ἡ φύσις τοῦ σώματος νά ἐξυπηρετήσει τίς ὁρμὲς τοῦ ἀκόλαστου; Ὁ χρυσὸς ἢ ὁ ἄργυρος, ὅταν περιέλθη στόν φιλόχρυσο καὶ φιλάργυρο, αὐξάνει τὴν στέρηση καὶ ὅσο περισσότερος εἰσρεύσει, τόσο μεγαλύτερη ἐπιθυμία προκαλεῖ· μόλις θ’ ἀρκέσει σ’ ἕναν πλεονέκτη καὶ φίλαρχο ὅλος ὁ κόσμος, ἴσως δὲ οὔτε αὐτός. Ἐπειδὴ λοιπὸν αὐτοὶ μὲν εἶναι πολλοί, ὁ κόσμος δὲ ἕνας, πῶς τότε θὰ μπορέσει κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς νά εὕρει κόρο τῆς ἐπιθυμίας του; Ἔτσι λοιπὸν καὶ ἐκεῖνος ὁ ἀποστάτης ἀπὸ τὸν Θεὸ, δέν μποροῦσε νά χορτασθεῖ. Διότι ἄλλωστε, λέγει, δέν τοῦ προσέφερε κανεὶς τὸν κόρο. Ποῖος θὰ τοῦ τὸν προσέφερε; Ὁ Θεὸς ἀπουσίαζε, μὲ τοῦ Ὁποίου καὶ τή θέα μόνο προκαλεῖται ἀβάρετος κόρος στόν βλέποντα, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνον πού εἶπε, «θὰ χορτάσω μόλις θεαθεῖ ἀπὸ ἐμένα ἡ δόξα σου». Ὁ Διάβολος δέν θέλει νά προσφέρει κόρο τῶν αἰσχρῶν ἐπιθυμιῶν, ἐπειδὴ ἐκ φύσεως ὁ κόρος στά τρεπτὰ πράγματα προκαλεῖ μεταβολὴ τῆς σχέσεως πρὸς αὐτά. Εὐλόγως λοιπὸν κανένας δέν τοῦ ἔδιδε τὸν κόρο.

19. Μόλις πάντως κάποτε ἐκεῖνος ὁ ἀποστάτης ἀπὸ τὸν πατέρα ἦλθε στά λογικὰ του καὶ ἀντιλήφθηκε σὲ ποιό κατάντημα ἔφθασε, ἔκλαυσε τὸν ἑαυτὸ του λέγοντας: «πόσοι μισθωτοὶ τοῦ πατρός μου ἔχουν ἀφθονία ἄρτων, ἐνῶ ἐγὼ χάνομαι ἀπὸ τὴν πεῖνα!». Ποῖοι εἶναι οἱ μισθωτοί; Ἐκεῖνοι πού διὰ τῶν ἱδρώτων τῆς μετανοίας καὶ τῆς ταπεινώσεως παίρνουν σὰν μισθὸ τή σωτηρία. Υἱοὶ δὲ εἶναι ἐκεῖνοι πού λόγῳ τῆς ἀγάπης πρὸς αὐτὸν ὑποτάσσονται στίς ἐντολὲς του, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Κύριος, «ὅποιος μὲ ἀγαπᾶ, θὰ τηρήσει τὶς ἐντολές μου».

20. Ἔτσι λοιπὸν ὁ νεώτερος υἱὸς ἀφοῦ ἐξέπεσε ἀπὸ τὴν υἱοθεσία καὶ ἀπὸ τὴν ἱερὰ πατρίδα καὶ περιέπεσε σὲ πείνα, ἀντιλαμβάνεται τή θλιβερὴ κατάστασή του καὶ ταπεινώνεται καὶ μετανοεῖ λέγοντας, «θὰ σηκωθῶ νά ὑπάγω καὶ νά γονατίσω στόν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ εἴπω, πατέρα, ἁμάρτησα στόν οὐρανὸ καὶ σὲ σένα». Καλῶς λοιπὸν στήν ἀρχὴ ἐλέγαμε ὅτι αὐτὸς ὁ πατέρας εἶναι ὁ Θεός· διότι πῶς θὰ ἁμάρτανε στόν οὐρανὸ ὁ νέος πού ἀπεστάτησε ἀπὸ τὸν πατέρα, ἂν ὁ πατέρας δέν ἦταν οὐράνιος; «Ἁμάρτησα λοιπόν», λέγει, «στόν οὐρανό», δηλαδὴ στούς ἁγίους πού εὑρίσκονται στόν οὐρανὸ καὶ εἶναι πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, «καὶ σὲ σένα», ποὺ κατοικεῖς μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους σου στούς οὐρανούς. «Καὶ δέν εἶμαι πλέον ἄξιος νά ὀνομάζωμαι υἱός σου• κάμε μὲ σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς σου». Καλῶς λέγει, σωφρονισμένος ἀπὸ τὴν τωρινὴ του ταπείνωση, «κάμε με» διότι δέν λαμβάνει κανεὶς ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ του τοὺς βαθμοὺς τῆς ἀρετῆς, ἂν καὶ ἐπίσης δέν τοὺς λαμβάνει χωρὶς τὴν προαίρεσή του. «Ἀφοῦ λοιπὸν ἐσηκώθηκε, ἦλθε στόν πατέρα του. Ἐνῶ δὲ ἀπεῖχε ἀκόμη πολύ». Πῶς καὶ ἦλθε καὶ συγχρόνως ἀπεῖχε πολύ, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πατέρας του τὸν εὐσπλαγχνίσθηκε καὶ ἐξῆλθε πρὸς συνάντησή του;

Ὁ ἄνθρωπος πού μετανοεῖ μὲ τὴν ψυχὴ του διὰ μὲν τῆς ἀγαθῆς προθέσεως καὶ τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία φθάνει πρὸς τὸν Θεό· ἀπὸ τὴν κακὴ ὅμως συνήθεια καὶ τὶς προλήψεις τυραννούμενος νοερῶς, ἀπέχει ἀκόμη πολὺ ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἂν πρόκειται νά σωθεῖ, χρειάζεται μεγάλη ἀπὸ ἄνω εὐσπλαγχνία καὶ βοήθεια.

21. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πατέρας τῶν οἰκτιρμῶν συγκαταβαίνοντας τὸν προϋπάντησε, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν κατεφίλησε, παρήγγειλε δὲ στούς δούλους του, δηλαδὴ στούς ἱερεῖς, νά τὸν ἐνδύσουν τὴν πρώτη στολή, δηλαδὴ τὴν υἱοθεσία, τὴν ὁποία καὶ πρωτύτερα εἶχε φορέσει διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, καὶ νά τοῦ βάλουν δακτυλίδι στό χέρι του, δηλαδὴ στό πρακτικὸ μέρος τῆς ψυχῆς πού δηλώνεται μὲ τὸ χέρι, νά τοποθετήσουν σφραγῖδα θεωρητικῆς ἀρετῆς, ὡς ἀρραβῶνα τῆς μελλοντικῆς κληρονομίας, ἀλλὰ καὶ ὑποδήματα στά πόδια, θεῖα δηλαδὴ φρουρὰ καὶ ἀσφάλεια πού θὰ τὸν ἐνδυναμώνει νά πατεῖ ἐπάνω σὲ ὄφεις καὶ σκορπιοὺς κι ἐπάνω σὲ ὅλη τή δύναμη τοῦ ἐχθροῦ. Ἔπειτα παραγγέλλει νά φέρουν καὶ σφάξουν ἕνα σιτευτὸ μόσχο καὶ νά τὸν παραθέσουν σὲ τραπέζι. Ὁ δὲ μόσχος εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος ἐξέρχεται μὲν ἀπὸ τὰ κρύφια τῆς θεότητος καὶ ἀπὸ τὸν θρόνο πού εὑρίσκεται ὑπεράνω τοῦ παντὸς καὶ ὅταν ἐφάνηκε σὰν ἄνθρωπος ἐπάνω στή γῆ θυσιάζεται ὡς μόσχος γιά χάρη ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὡς σιτευτός, δηλαδὴ ὡς ἄρτος, παρατίθεται σὲ μᾶς πρὸς βρῶσιν.

22. Κάμνει δὲ κοινὴ τὴν μ’ αὐτὴ τὴν εὐκαιρία εὐφροσύνη καὶ εὐωχία ὁ Θεὸς μὲ τοὺς ἁγίους του, ἀναλαμβάνοντας ἀπὸ ἄκρα φιλανθρωπία τίς συνήθειές μας καὶ λέγοντας· «ἔλθετε νά φάγωμε κι εὐφρανθοῦμε». Ἀλλὰ ὁ πρεσβύτερος υἱὸς ὀργίζεται. Πρέπει νά ὑπονοεῖς, παρακαλῶ, πάλι τοὺς Ἰουδαίους πού ὀργίζονται γι’ αὐτὴν τὴν πρόσκλησι, τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους πού σκανδαλίζονται, διότι ὁ Κύριος ὑποδέχεται ἁμαρτωλοὺς καὶ συνεσθίει μὲ αὐτούς.

Ἐὰν δὲ θέλεις νά ἐννοήσεις τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν δικαίων, τὶ παράδοξο εἶναι, ἂν καὶ ὁ δίκαιος ἀγνοεῖ τὸν ἀνώτερο κάθε συλλήψεως πλοῦτο τῆς χρηστότητος τοῦ Θεοῦ; Γι’ αὐτὸ καὶ παρηγορεῖται ἀπὸ τὸν κοινὸ πατέρα καὶ διδάσκεται τὰ κατάλληλα ἀπὸ αὐτὸν μὲ τὰ λόγια, «ἐσὺ εἶσαι πάντοτε μαζί μου», μετέχοντας στήν ἀναλλοίωτη εὐφροσύνη·«ἔπρεπε λοιπὸν νά εὐχαριστηθεῖς καὶ νά χαρεῖς διότι αὐτὸς ὁ ἀδελφὸς σου ἦταν νεκρὸς καὶ ἀνέζησε, ἦταν χαμένος καὶ εὐρέθηκε». Ἦταν νεκρὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀνέζησε μὲ τὴν μετάνοια, ἦταν δὲ καὶ χαμένος, ἀφοῦ δέν ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Θεό. Ἀφοῦ λοιπὸν εὑρέθηκε, γεμίζει τὸν οὐρανὸ μὲ χαρά, ὅπως ἔχει γραφεῖ, «χαρά γίνεται στόν οὐρανὸ γιά ἕναν ἁμαρτωλό πού μετανοεῖ».

23. Τὶ δὲ εἶναι αὐτὸ γιά τὸ ὁποῖο λυπεῖται ὁ πρεσβύτερος υἱός; «Ὅτι ἐμένα», λέγει, «δέν μοῦ ἔδωσες ποτέ ἕνα κατσίκι, γιά νά διασκεδάσω μὲ τοὺς φίλους μου, ὅταν δὲ ἦλθε αὐτὸς ὁ υἱός σου, ποὺ κατέφαγε τὴν περιουσία σου μὲ τὶς πόρνες, τοῦ ἔσφαξες τὸν μόσχο τὸν σιτευτό». Τόσο ἐξαίρετα εἶναι τὰ πρὸς ἐμᾶς χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, ὥστε καὶ οἱ ἄγγελοι ἐπεθύμησαν νά κυττάξουν τὰ χαρισθέντα σ’ ἐμᾶς διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς του, ὅπως λέγει ὁ κορυφαῖος τῶν ἀποστόλων Πέτρος.

Ἀλλὰ καὶ οἱ δίκαιοι ἐπεθύμησαν νά ἔλθει γι’ αὐτὰ ὁ Χριστὸς καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα του ἀκόμη, ὅπως καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἐπεθύμησε νά ἴδει τὴν ἡμέρα του. Αὐτὸς βέβαια τότε δέν ἦλθε, καὶ ὅταν ἦλθε, δέν ἦλθε νά καλέσει δικαίους ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια, καὶ κυρίως ὑπὲρ αὐτῶν σταυρώνεται αὐτός πού ἀπαλείφει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου· διότι ὑπερεπερίσσευσε ἡ χάρις, ὅπου ἐπλεόνασε ἡ ἁμαρτία. 
24. Ὅτι δὲ δέν δίδει οὔτε ἕνα κατσίκι στούς δικαίους, ὅταν ζητοῦν, δηλαδὴ οὔτε ἕνα ἁμαρτωλό, γίνεται σ’ ἐμᾶς σαφὲς καὶ ἀπὸ ἄλλα πολλὰ καὶ ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὴν ὀπτασία τοῦ ἱεροῦ καὶ μακαρίου Καρποῦ. Διότι αὐτὸς ὄχι μόνο δέν εἰσακούσθηκε ὅταν καταράσθηκε μερικοὺς πονηροὺς ἄνδρες καὶ ἔλεγε ὅτι δέν εἶναι δίκαιο νά ζοῦν ἄνδρες ἄθεοι πού διαστρέφουν τοὺς εὐθεῖς δρόμους τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἐδοκίμασε καὶ τὴν θεία ἀγανάκτησι καὶ ἄκουσε φρικώδεις λόγους πού ὠδηγοῦσαν στήν ἐπίγνωση τῆς ἀρρήτου καὶ ὑπὲρ νοῦν θείας ἀνοχῆς καὶ ἔπειθαν ὄχι μόνο νά μὴ καταρᾶται, ἀλλὰ καὶ νά εὔχεται ὑπὲρ αὐτῶν πού ζοῦν στήν πονηρία, διότι ὁ Θεὸς παρέχει σ’ ἐκείνους ἀκόμη προθεσμία μετανοίας. γιά νά δείξει λοιπὸν τοῦτο ὁ Θεὸς τῶν μετανοούντων, ὁ εὔσπλαγχνος πατήρ, καὶ γιά νά παραστήσει ἐπὶ πλέον ὅτι δίδει μεγάλα καὶ ἐπίφθονα δῶρα στούς ἐπιστρέφοντας μὲ μετάνοια, συνέθεσε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν παραβολή. 
25. Ἂς ἐπιληφθοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, τῆς μετανοίας μὲ ἔργα, ἂς ἐγκαταλείψωμε τὸν πονηρὸ καὶ τὰ βοσκήματά του·ἂς μείνωμε μακριὰ ἀπὸ τοὺς χοίρους καὶ ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα πού τοὺς τρέφουν, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ βδελυρὰ πάθη καὶ τοὺς προσκολλημένους σ’ αὐτά· ἂς σταθοῦμε μακριὰ ἀπὸ τὴν πονηρὰ νομή, δηλαδὴ τὴν κακὴ συνήθεια ἂς ἀποφύγωμε τὴν χώρα τῶν παθῶν, δηλαδὴ τὴν ἀπιστία καὶ ἀπληστία καὶ ἀκρασία, ὅπου συμβαίνει φοβερὸς λιμὸς ἀγαθῶν καὶ ἐπέρχονται πάθη χειρότερα ἀπὸ τὸν λιμό• ἂς τρέξωμε πρὸς τὸν Πατέρα τῆς ἀφθαρσίας, τὸν δότη τῆς ζωῆς, βαδίζοντας τὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς διὰ τῶν ἀρετῶν. Ἐκεῖ θὰ τὸν εὕρωμε νά ἔχει ἐξέλθει ἀπὸ φιλανθρωπία γιά προϋπάντηση καὶ νά μᾶς χαρίζει τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν μας, τὸ σύμβολο τῆς ἀφθαρσίας, τὸν ἀρραβῶνα τῆς μελλοντικῆς κληρονομίας. Καὶ ὁ ἄσωτος υἱὸς ἄλλωστε, ὅπως ἐδιδαχθήκαμε ἀπὸ τὸν Σωτῆρα, ὅσον καιρὸ εὑρισκόταν στή χώρα τῶν παθῶν, ἂν καὶ ἐσκεπτόταν καὶ ἔλεγε τὰ λόγια τῆς μετανοίας, δέν ἐπέτυχε τίποτε τὸ καλό, ἕως ὅτου ἀφήνοντας ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας ἦλθε τρέχοντας πρὸς τὸν πατέρα κι ἀφοῦ ἐπέτυχε τὰ ἀνέλπιστα, ἔμεινε ὁπωσδήποτε στό ἑξῆς πλησίον του μὲ ταπείνωση, σωφρονώντας, δικαιοπραγώντας καὶ διατηρώντας ἀκέραια τὴν ἀνανεωμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ χάρη. 
26. Αὐτὴν τή χάρη εἴθε νά τὴν ἐπιτύχωμε ὅλοι μας καὶ νά τὴν διατηρήσωμε ἀμείωτη, ὥστε καὶ στόν μέλλοντα αἰῶνα νά συνευφρανθοῦμε μὲ τὸν σεσωσμένο ἄσωτο στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τὴν μητέρα τῶν ζώντων, τὴν Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, ἐν Χριστῷ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, στόν Ὁποῖο πρέπει δόξα στούς αἰῶνες. Γένοιτο.

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

Κυριακή τοῦ Ἀσώτου Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Κυριακή τοῦ Ἀσώτου

Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Πηγή:  ΕΔΩ 

ταν δυό ἀδέλφια·τά ὁποῖα, ἀφοῦ μοιράστηκαν τήν πατρική περιουσία τους, ὁ ἕνας ἔμεινε στό σπίτι, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἔφυγε σέ μακρινή χώρα. ‘Εκεῖ, ἀφοῦ κατέφαγε ὅλα ὅσα τοῦ δόθηκαν, δυστύχησε καί ὑπέφερε μή ὑπομένοντας τή ντροπή ἀπό τή φτώχεια. (Λουκᾶ 15: 11 κ.ἑ.) Αὐτή τήν παραβολή θέλησα νά σᾶς τήν πῶ, γιά νά μάθετε, ὅτι ὑπάρχει ἄφεση ἁμαρτημάτων καί μετά τό Βάπτισμα, ἐάν εἴμαστε προσεκτικοί. Καί τό λέγω αὐτό ὄχι γιά νά σᾶς κάνω ἀδιάφορους, ἀλλά γιά νά σᾶς ἀπομακρύνω ἀπό τήν ἀπόγνωση. Γιατί ἡ ἀπόγνωση μᾶς προξενεῖ χειρότερα κακά καί ἀπό τή ραθυμία.

Αὐτός λοιπόν ὁ υἱός ἀποτελεῖ τήν εἰκόνα ἐκείνων πού ἁμάρτησαν μετά τό Βάπτισμα. Καί ὅτι φανερώνει ἐκείνους πού ἁμάρτησαν μετά τό Βάπτισμα, ἀποδεικνύεται ἀπό τό ὅτι ὀνομάζεται υἱός. Γιατί κανένας δέν μπορεῖ νά ὀνομασθεῖ υἱός χωρίς τό Βάπτισμα. Ἐπίσης διέμενε στήν πατρική οἰκία καί μοιράστηκε ὅλα τά πατρικά ἀγαθά, ἐνῶ πρίν ἀπό τό Βάπτισμα δέν μπορεῖ κανείς νά λάβει τήν πατρική περιουσία, οὔτε νά δεχθεῖ κληρονομία. Ὥστε μ᾽ ὅλα αὐτά μᾶς ὑπαινίσσεται τό σύνολο τῶν πιστῶν. Ἐπίσης ἦταν ἀδελφός ἐκείνου πού εἶχε προκόψει. Ἀδελφός ὅμως δέν θά μποροῦσε νά γίνει χωρίς τήν πνευματική ἀναγέννηση. Αὐτός λοιπόν, ἀφοῦ ἔπεσε στή χειρότερη μορφή κακίας, τί λέγει: «Θά ἐπιστρέψω στόν πατέρα μου» (Λουκᾶ 15:18).

Γι᾽ αὐτό ὁ πατέρας του τόν ἄφησε καί δέν τόν ἐμπόδισε νά φύγει στήν ξένη χώρα, γιά νά μάθει καλά μέ τήν πείρα, πόση εὐεργεσία ἀπολάμβανε ὅταν βρισκόταν στό σπίτι. Γιατί πολλές φορές ὁ Θεός, ὅταν δέν πείθει μέ τό λόγο του, ἀφήνει νά διδαχθοῦμε ἀπό τήν πείρα τῶν πραγμάτων, πράγμα βέβαια πού ἔλεγε καί στούς Ἰουδαίους. Ἐπειδή δηλαδή δέν τούς ἔπεισε οὔτε τούς προσέλκυσε, ἀπευθύνοντάς τους ἀμέτρητους λόγους μέ τούς προφῆτες, τούς ἄφησε νά διδαχθοῦν μέ τήν τιμωρία, λέγοντάς τους: «Θά σέ διδάξει ἡ ἀποστασία σου καί θά σέ ἐλέγξει ἡ κακία σου» (Ἱερ. 2, 19). Γιατί ἔπρεπε νά Τοῦ εἶχαν ἐμπιστοσύνη ἀπό πρίν. Ἐπειδή ὅμως ἦταν τόσο πολύ ἀναίσθητοι, ὥστε νά μή πιστεύουν στίς παραινέσεις καί τίς συμβουλές Του, θέλωντας νά προλάβει τήν ὑποδούλωσή τους στήν κακία, ἐπιτρέπει νά διδαχθοῦν ἀπό τά ἴδια τά πράγματα, ὥστε ἔτσι νά τούς κερδίσει καί πάλι.
Ἀφοῦ λοιπόν ὁ ἄσωτος ἔφυγε στήν ξένη χώρα καί ἀπό τά ἴδια τά πράγματα ἔμαθε πόσο μεγάλο κακό εἶναι νά χάσει κανείς τό πατρικό του σπίτι, ἐπέστρεψε, καί ὁ πατέρας του τότε δέν τοῦ κράτησε κακία, ἀλλά τόν δέχτηκε μέ ἀνοιχτή ἀγκαλιά. Γιατί ἄραγε; Ἐπειδή ἦταν πατέρας καί ὄχι δικαστής. Καί στήθηκαν τότε χοροί καί συμπόσια καί πανηγύρια καί ὅλο τό σπίτι ἦταν φαιδρό καί χαρούμενο. Τί μοῦ λές τώρα ἄνθρωπέ μου; Αὐτές εἶναι οἱ ἀμοιβές τῆς κακίας; Ὄχι τῆς κακίας, ἄνθρωπε, ἀλλά τῆς ἐπιστροφῆς. Ὄχι τῆς πονηρίας, ἀλλά τῆς μεταβολῆς πρός τό καλύτερο. Καί ἀκοῦστε καί τό σπουδαιότερο: Ἀγανάκτησε γι᾽ αὐτά ὁ μεγαλύτερος υἱός. Ὁ πατέρας ὅμως τόν ἔπεισε κι αὐτόν μιλώντάς του μέ πραότητα καί λέγοντας, «σύ πάντοτε ζοῦσες μαζί μου, ἐνῶ αὐτός ἦταν χαμένος καί βρέθηκε, ἦταν νεκρός καί ξαναβρῆκε τή ζωή του» (Λουκᾶ 15:31-32). Ὅταν πρέπει νά διασώσει τόν χαμένο, λέγει: «Δέν εἶναι ὥρα τώρα γιά δικαστήρια, οὔτε γιά λεπτομερή ἐξέταση, ἀλλά εἶναι ὥρα μόνο φιλανθρωπίας καί συγγνώμης.» Κανένας ἰατρός, πού ἔχει ἀμελήσει ὁ ἴδιος νά δώσει φάρμακο στόν ἀσθενή, δέν ζητεῖ εὐθύνες ἀπ᾽ αὐτόν γιά τήν ἀταξία του καί οὔτε τόν τιμωρεῖ. Καί ἄν ἀκόμα χρειαζόταν νά τιμωρηθεῖ ὁ ἄσωτος, τιμωρήθηκε ἀρκετά ζώντας στήν ξένη χώρα.

Τόσο λοιπόν χρόνο στερήθηκε τή συντροφιά μας καί ἔζησε παλεύοντας μέ τήν πείνα, τήν ἀτίμωση καί τά χειρότερα κακά. Γι᾽ αὐτό λέγει ὁ πατέρας: «ἦταν χαμένος καί βρέθηκε, ἦταν νεκρός καί ξαναβρῆκε τή ζωή του». Μή βλέπεις, λέγει, τά παρόντα, ἀλλά σκέψου τό μέγεθος τῆς προηγούμενης συμφορᾶς. Ἀδελφό βλέπεις, ὄχι ξένο. Στόν πατέρα του ἐπέστρεψε, πού ξεχνάει τά περασμένα ἤ καλύτερα πού θυμᾶται ἐκεῖνα μόνο τά ὁποῖα μποροῦν νά τόν ὁδηγήσουν σέ συμπάθεια καί ἔλεος, σέ στοργή καί εὐσπλαγχνία τέτοια πού ταιριάζει στούς γονεῖς.

Γι᾽ αὐτό δέν εἶπε, ἐκεῖνα πού ἔπραξε ὁ ἄσωτος, ἀλλά ἐκεῖνα πού ἔπεθε. Δέν λυπήθηκε ὅτι κατέφαγε τήν περιουσία του, ἀλλ᾽ ὅτι περιέπεσε σ᾽ ἀμέτρητα κακά. Ἔτσι ἔψαχνε μέ τόση προθυμία καί μέ ἀκόμα μεγαλύτερη νά βρεῖ τό χαμένο πρόβατο. Καί ἐδῶ βέβαια γύρισε πίσω ὁ ἴδιος ὁ υἱός, ἐνῶ στήν παραβολή τοῦ καλοῦ Ποιμένος ἔφυγε ὁ ἴδιος ὁ ποιμένας. Καί ἀφοῦ βρῆκε τό χαμένο πρόβατο τό ἔφερε πίσω, καί χαιρόταν πολύ περισσότερο γι᾽ αὐτό, παρά γιά ὅλα τά ἄλλα τά σωσμένα. Καί πρόσεχε πῶς ἔφερε πίσω τό χαμένο πρόβατο: Δέν τό μαστίγωσε, ἀλλά μεταφέροντάς το καί βαστάζοντάς το στούς ὤμους του, τό παρέδωσε πάλι στό κοπάδι.
Γνωρίζοντας λοιπόν αὐτά, ὅτι ὄχι μόνο δέν μᾶς ἀποστρέφεται ὅταν ἐπιστρέφομε κοντά Του, ἀλλά μᾶς δέχεται τό ἴδιο ἀγαπητικά μέ τούς ἄλλους πού ἔχουν προκόψει στήν ἀρετή. Καί ὅτι ὄχι μόνο δέν μᾶς τιμωρεῖ, ἀλλά καί ἔρχεται ν᾽ ἀναζητήσει τούς πλανημένους. Καί ὅταν τούς βρεῖ, χαίρεται περισσότερο ἀπ᾽ ὅσο χαίρεται γιά ἐκείνους πού ἔχουν σωθεῖ. Οὔτε πρέπει ν᾽ ἀπελπιζόμαστε ὅταν εἴμαστε στήν κατηγορία τῶν κακῶν, ἀλλά οὔτε ὅταν εἴμαστε καλοί νά ἔχουμε θάρρος. Ἀσκώντας τήν ἀρετή νά φοβόμαστε μήπως πέσομε, στηριζόμενοι στό θάρρος μας. Καί ὅταν ἁμαρτάνουμε νά μετανοοῦμε. Καί ἐκεῖνο πού εἶπα ἀρχίζοντας τήν ὁμιλία, αὐτό λέγω καί τώρα: Εἶναι προδοσία τῆς σωτηρίας μας αὐτά τά δύο, δηλαδή καί τό νά ἔχουμε θάρρος ὅταν εἴμαστε ἐνάρετοι, καί τό ν᾽ ἀπελπιζόμαστε ὅταν εἴμαστε πεσμένοι στήν κακία.

Γι᾽ αὐτό ὁ Παῦλος, γιά ν᾽ ἀσφαλίσει ἐκείνους πού ἀσκοῦν τήν ἀρετή, ἔλεγε: «Ἐκεῖνος πού νομίζει ὅτι στέκεται, ἄς προσέχει μήπως πέσει» (Α’ Κορ. 10, 12). Καί πάλι: «Φοβᾶμαι μήπως, ἐνῶ κήρυξα σέ ἄλλους, ἐγώ ὁ ἴδιος βρεθῶ ἀνάξιος» (Β’ Κορ. 11, 3). Ἀνορθώνοντας πάλι τούς πεσμένους καί διεγείροντάς τους σέ μεγαλύτερη προθυμία διακήρυττε ἔντονα στούς Κορινθίους γράφοντας τά ἑξῆς: «Μήπως πενθήσω πολλούς πού ἁμάρτησαν προηγουμένως καί δέν μετανόησαν» (Β’ Κορ. 12, 21). Γιά νά δείξει ὅτι εἶναι ἄξιοι θρήνων ὄχι τόσο ἐκεῖνοι πού ἁμαρτάνουν, ὅσο ἐκεῖνοι πού δέν μετανοοῦν γιά τά ἁμαρτήματά τους. Καί ὁ προφήτης πάλι λέγει: «Μήπως ἐκεῖνος πού πέφτει δέν σηκώνεται, ἤ ἐκεῖνος πού παίρνει στραβό δρόμο δέν ἐπιστρέφει;» (Ἱερ. 8, 4). Γι᾽ αὐτό καί ὁ Δαυίδ παρακαλεῖ αὐτούς ἀκριβῶς, λέγοντας: «Σήμερα, ἐάν ἀκούσετε τή φωνή Αὐτοῦ, μή σκληρύνετε τίς καρδιές σας ὅπως τότε πού Τόν παραπίκραναν οἱ πατέρες σας» (Ψαλμ. 94, 8).

Ὅσο λοιπόν θά ὑπάρχει τό σήμερα, ἄς μή ἀπελπιζόμαστε, ἀλλ᾽ ἔχοντας ἐλπίδα πρός τόν Κύριο καί ἔχοντας κατά νοῦν τό πέλαγος τῆς φιλανθρωπίας Του, ἀφοῦ ἀποτινάξουμε κάθε τι τό πονηρό ἀπό τή σκέψη μας, ἄς ἀσκοῦμε μέ πολλή προθυμία καί ἐλπίδα τήν ἀρετή, καί ἄς ἐπιδείξουμε μετάνοια μέ ὅλη τή δύναμή μας. Ἔτσι ἀφοῦ ἀπαλλαχθοῦμε ἀπ᾽ ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματά μας ἐδῶ στή γῆ, νά μπορέσουμε μέ θάρρος νά σταθοῦμε μπροστά στό βῆμα τοῦ Χριστοῦ, καί νά ἐπιτύχουμε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τήν ὁποία εὔχομαι νά ἐπιτύχουμε ὅλοι μας μέ τή χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζί μέ τόν Ὁποῖο στόν Πατέρα καί συγχρόνως στό Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καί ἡ τιμή, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

Πώς, Πάτερ, θα ξέρω ότι κόβω το θέλημά μου;


Η φωτογραφία είναι του Ιωάννη Φρουδαράκη  

124

Του ίδιου προς τον ίδιο, το μεγάλο Γέροντα:

Πώς, Πάτερ, θα ξέρω ότι κόβω το θέλημά μου στο κελλί; Καί πώς όταν είμαι μαζί με τους ανθρώπους; Και τι είναι σαρκικό θέλημα; Και ποιο είναι το θέλημα, πού το καλύπτουν οι δαίμονες με τα ενδύματα του αγαθού; Ποιο δε είναι το θέλημα του Θεού;

Απόκριση

Το να κόψεις το θέλημά σου, ενώ κάθεσαι στο κελλί, είναι το να βάλεις την ανάπαυση του σώματος στην τελευταία θέση. Σαρκικό δε θέλημα είναι το να ικανοποιείς τις οποιεσδήποτε ανάγκες ή απαιτήσεις του σώματος. Αν όμως δεν αναπαύεις τη σάρκα σου, κόβεις το θέλημά σου ενώ κάθεσαι στο κελλί σου. Τώρα το να κόψεις το θέλημα, όταν είσαι ανάμεσα στους ανθρώπους, είναι το να πεθάνεις γι’ αυτούς· το να ζεις μαζί τους σαν να είσαι ανύπαρκτος και νεκρός. Το θέλημα δε το κατά Θεό είναι το να κόψεις το θέλημα της σάρκας, όπως λέει ό Απόστολος. Και το θέλημα το οποίο δημιουργούν και ενισχύουν οι δαίμονες είναι η καλλιέργεια του δικαιώματος και η απεριόριστος εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, δύο στοιχεία με τα όποια ο δαίμονας μας παγιδεύει.

Εύχου και για μένα, αδελφέ, και συγχώρεσέ με.
ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΥ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΟΥ
ΚΕΙΜΕΝΑ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΑ 
(ΕΡΩΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ)
ΤΟΜΟΣ Α'
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΡΕΑΣ


Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

Ὁμιλία εἰς τήν κατά τόν Τελώνην καί τόν Φαρισαίον τοῦ Κυρίου παραβολήν - ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

 


ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

Ὁμιλία εἰς τήν κατά τόν Τελώνην καί τόν Φαρισαίον τοῦ Κυρίου παραβολήν

Εφευρετικός είναι για το κακό ο νοερός προστάτης της κακίας· ικανός ν’ αφαιρέσει ευθύς από την αρχή τα θεμέλια της αρετής που ήδη κατατίθενται στην ψυχή, μέσω της ανελπιστίας και της απιστίας, αλλά επίσης ικανός πάλι να επιτεθεί μέσω της αδιαφορίας και της ραθυμίας εναντίον των τοίχων της οικίας της αρετής, την ώρα που ανεγείρονται, ακόμη δε και να κρημνίσει μέσω της υπερηφάνειας και της παραφροσύνης τον όροφο των αγαθών έργων οικοδομημένο ήδη. Αλλά κρατηθείτε, μην πτοηθείτε· διότι ο επιμελής είναι περισσότερο επινοητικός στα αγαθά και η αρετή έχει περισσότερη ισχύ γι’ αντιπαράταξη προς την κακία, αφού διαθέτει την άνωθεν χορηγία και συμμαχία από τον ίδιο ο Οποίος δύναται τα πάντα και ενδυναμώνει από αγαθότητα όλους τους εραστές της αρετής. Έτσι η αρετή όχι μόνο παραμένει αδιάσειστη από ποικίλα πονηρές πανουργίες που μηχανεύεται ο Αντικείμενος, αλλά μπορεί και να σηκώσει και επαναφέρει όσους έπεσαν στον βυθό των κακών και να τους προσαγάγει εύκολα στον Θεό με τη μετάνοια και την ταπείνωση.

Δείγμα λοιπόν και διαρκής απόδειξη σε όσα ειπώθηκαν παραπάνω είναι το εξής. Πραγματικά ο Τελώνης, ενώ είναι τελώνης και, μπορoύμε να πούμε, ενώ ζει στον πυθμένα της αμαρτίας, ελαφρύνεται από αυτήν με τρόπο απλό, αφού έγινε συγκοινωνός προς όσους διάγουν ενάρετο βίο με μόνο τον λόγο που είπε στην προσευχή του, κι αυτόν σύντομο «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»(Λουκ.18,13), και ανυψώνεται και υπερβαίνει κάθε κακία και, δικαιωμένος από τον ίδιο τον αδέκαστο Κριτή, συγκαταλέγεται στον χορό των δικαίων. Εάν δε και ο Φαρισαίος για λόγο που είπε καταδικάζεται, παθαίνει τούτο διότι είναι φαρισαίος και νομίζει ότι είναι κάποιος αφ’ εαυτού, και όχι διότι είναι πραγματικά δίκαιος· καταδικάζεται διότι εκφέρει αυθάδη λόγια, ανάμεσα στα οποία εκείνα που παροργίζουν τον Θεό δεν είναι λιγότερα από αυτά τα λόγια.

Και γιατί άραγε η μεν ταπείνωση ανεβάζει στο ύψος της δικαιοσύνης, η δε υπεροψία κατεβάζει προς τον βυθό της αμαρτίας; Διότι αυτός που νομίζει ότι είναι κάποιος σπουδαίος, και μάλιστα ενώπιον του Θεού, δικαίως εγκαταλείπεται από τον Θεό, αφού έχει την γνώμη ότι δεν χρειάζεται την βοήθειά του· αυτός δε που θεωρεί τον εαυτό του μηδαμινό και γι’ αυτό αποβλέπει στην άνωθεν ευσπλαχνία, δικαίως επιτυγχάνει την από τον Θεό συμπάθεια και βοήθεια και χάρη· διότι λέγει: «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (Ιακ.4,5).

Αποδεικνύοντας τούτο ο Κύριος με παραβολή λέγει: «Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης» (Λουκ.18,10). Θέλοντας να παραστήσει εναργώς το κέρδος που προκύπτει για τον άνθρωπο από την ταπείνωση και τη ζημία που προκαλείται από την υπερηφάνεια, διαίρεσε σε δύο κατηγορίες όλους όσους προσέρχονται στον ναό, πόσο μάλλον βέβαια όσους ανεβαίνουν σ’ αυτόν, που είναι οι προσερχόμενοι για προσευχή στον ναό του Θεού· διότι τέτοια είναι η φύση της προσευχής· ανεβάζει τον άνθρωπο από τη γη στον ουρανό και υπερβαίνοντας κάθε επουράνιο, όνομα και ύψωμα και αξίωμα, τον παρουσιάζει στον ίδιο το Θεό του παντός.

Άλλωστε και ο παλαιός εκείνος ναός ευρισκόταν σε ύψωμα, σε λόφο της πόλεως. Επάνω σ’ αυτόν τον λόφο, όταν κάποτε το θανατικό αφάνιζε την Ιερουσαλήμ, ο Δαβίδ είδε τον θανατηφόρο άγγελο να κινεί τη ρομφαία κατά της πόλεως, εκεί ανέβηκε και οικοδόμησε θυσιαστήριο στον Κύριο· προσέφερε στον Θεό θυσία και σταμάτησε η θανατηφόρος επιδημία. Αυτά αποτελούσαν τύπο της σωτηριώδους και πνευματικής αναβάσεως κατά την ιερά προσευχή και του ιλασμού που προέρχεται έπειτα από αυτήν (διότι όλα εκείνα ήσαν προτυπωτικά για τη σωτηρία μας), και, εάν θέλεις, και τύπο της ιεράς αυτής Εκκλησίας μας, η οποία πραγματικά ευρίσκεται επάνω σε ύψος, σαν άλλος αγγελικός και υπερκόσμιος χώρος, επάνω στον οποίο, προς εξιλασμό όλου του κόσμου, ως καταστροφή του θανάτου και αφθονία αθάνατης ζωής, προσφέρεται άνω στον Θεό η αναίμακτη, η μεγάλη και πραγματικά ευπρόσδεκτη θυσία.

Γι’ αυτό λοιπόν δεν είπε, ότι δύο άνθρωποι “προσήλθαν” στον ναό, αλλά “ανέβηκαν” στον ναό. Υπάρχουν βέβαια και τώρα μερικοί που, ερχόμενοι στην Εκκλησία, δεν ανεβαίνουν αυτοί, αλλά μάλλον καταρρίπτουν την Εκκλησία που εικονίζει τον ουρανό· αυτοί είναι όσοι προσέρχονται για χάρη της συναναστροφής και της συνομιλίας μεταξύ τους, όπως δηλαδή κάνουν και όσοι επιδίδονται σε αγοραπωλησίες· πραγματικά ομοιάζουν μεταξύ τους, αφού δίδοντας αυτοί μεν τα αντικείμενα προς πώληση, εκείνοι δε λόγους, παίρνουν αντί αυτών τα κατάλληλα. Αυτούς ο Κύριος, όπως παλαιά τους εξέβαλε εντελώς από τον ναό εκείνον: «Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν·καὶ λέγει αὐτοῖς· γέγραπται, ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν (τότε ο Ιησούς μπήκε στον ιερό ναό που ήταν αφιερωμένος στο Θεό, κι έβγαλε έξω όλους εκείνους που πουλούσαν και αγόραζαν στο ιερό προαύλιο των εθνών κι αναποδογύρισε τα τραπέζια των αργυραμοιβών, καθώς και τα καθίσματα όπου κάθονταν αυτοί που πουλούσαν τα περιστέρια. Και τους λέει: Είναι γραμμένο στον Ησαΐα: “Ο οίκος μου θα ονομαστεί και θα είναι οίκος προσευχής. Εσείς όμως τον κάνατε σπήλαιο που συχνάζουν ληστές, αφού με τις αισχροκέρδειές σας κατακλέβετε και ληστεύετε τους προσκυνητές» (Ματθ.21,12), έτσι τους εξέβαλε και από τις συνομιλίες τους αυτές κατά τις αγοραπωλησίες, διότι δεν ανεβαίνουν καθόλου στον ναό, έστω και αν έρχονται καθημερινώς.

Ο Φαρισαίος πάντως και ο Τελώνης ανέβηκαν στον ναό· διότι ένα σκοπό είχαν και οι δύο, να προσευχηθούν, αν και ο Φαρισαίος μετά την άνοδο κατέρριψε τον εαυτό του, ανατρεπόμενος από τον τρόπο με τον οποίο επέλεξε να προσευχηθεί· διότι ήταν μεν ο σκοπός της αναβάσεώς τους ο ίδιος, αφού ανέβηκαν να προσευχηθούν, αλλά ο τρόπος της προσευχής ήταν αντίθετος. Ο ένας δηλαδή ανέβαινε συντετριμμένος και ταπεινωμένος, διότι διδάχθηκε από τον ψαλμωδό προφήτη ότι ο Θεός δεν θα περιφρονήσει μια συντετριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά, αφού και αυτός ο προφήτης λέγει για τον εαυτό του, γνωρίζοντάς το φυσικά από την πείρα του: «ἐταπεινώθην, καὶ ἔσωσέ με ὁ Κύριος» (Ψαλμ.114,6).

Και τι περιορίζομαι στον προφήτη; Διότι ο Θεός των προφητών προς χάρη μας ταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος σαν εμάς, καθώς λέγει ο απόστολος, «καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ(:και ενώ παρουσιάστηκε με την εξωτερική όψη του ανθρώπου, δεν ήταν μόνο άνθρωπος, όπως φαινόταν, αλλά ήταν συγχρόνως και Θεός. Και ταπείνωσε τον εαυτό Του δείχνοντας τέλεια υπακοή μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού, που είναι ο πλέον οδυνηρός και ατιμωτικός θάνατος)» (Φιλιπ.2,8). Ο δε Φαρισαίος ανεβαίνει υπερβολικά φουσκωμένος και αλαζονευόμενος, με την ιδέα ότι θα αυτοδικαιωθεί· και μάλιστα ενώπιον του Θεού, εμπρός στον Οποίο όλη η δική μας δικαιοσύνη είναι σαν «ὡς ράκος ἀποκαθημένης(:ράκος γυναίκας που έχει εμμηνόρροια)» (Ησ.6,5)· διότι δεν άκουσε εκείνον που λέγει: «ἀκάθαρτος παρὰ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος» (Παροιμ.16,5) και «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται» (Ιακ.4,8), και «Οὐαὶ οἱ συνετοὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες»(Ησ.5,21).

Δεν τους διαχώρισε μόνο το ήθος αλλά και ο τρόπος, που ήταν διάφορος σ’ αυτούς, αλλά και το είδος της προσευχής, που ήταν επίσης διπλό. Πραγματικά η προσευχή δεν είναι θέμα δεήσεως μόνο, αλλά και ευχαριστίας. Ο ένας από τους προσευχομένους ανεβαίνει στον ναό του Θεού για να δοξάσει και να ευχαριστήσει τον Θεό για όσα έλαβε από Αυτόν, ο δε άλλος για να ζητήσει όσα δεν έλαβε ακόμη, μεταξύ των οποίων είναι και η άφεση των αμαρτημάτων, και μάλιστα για όσους αμαρτάνουν κάθε ώρα στις ημέρες μας. Από το άλλο μέρος η υπόσχεση των όσων με ευσέβεια προσφέρονται από εμάς στον Θεό δεν ονομάζεται προσευχή, αλλά ευχή· και τούτο το δήλωσε εκείνος που είπε: «εὔξασθε καὶ ἀπόδοτε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν»(Ψαλμ.75,12), και αυτός που λέγει: «ἀγαθὸν τὸ μὴ εὔξασθαί σε ἢ τὸ εὔξασθαί σε καὶ μὴ ἀποδοῦναι»(Εκκλ.5,4).

Αλλά το διπλό εκείνο είδος της προσευχής έχει διπλή και την αχρείωση για τους απρόσεκτους. Δηλαδή την μεν μία την καθιστά αποτελεσματική η υπέρ αφέσεως των αμαρτημάτων προσευχή και η δέηση, η πίστη και η κατάνυξη μετά την αποχή από τα κακά, ανενεργό όμως την καθιστά η απόγνωση και η πώρωση. Την άλλη την κάμουν ευπρόσδεκτη ευχαριστία για όσα έχουμε ευεργετηθεί από τον Θεό, η ταπείνωση και η αποφυγή επάρσεως απέναντι στους στερούμενους, απαράδεκτη δε η έπαρση γι’ αυτά, σαν να αποκτήθηκαν με δική μας προσπάθεια και γνώση, και η κατάκριση εναντίον αυτών που δεν έχουν πράγματα. Ότι λοιπόν είναι άρρωστος και στα δύο αυτά ο Φαρισαίος, ελέγχεται από τον εαυτό του και τα λόγια του· διότι, ενώ ανέβηκε στον ναό για να ευχαριστήσει, όχι να δεηθεί, με την ευχαριστία προς τον Θεό ανέμιξε αφρόνως και αθλίως έπαρση και κατάκριση· διότι, λέγει, αφού στάθηκε καθ’ εαυτόν, προσευχήθηκε τα εξής· «ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης»(Λουκ.18,11).

Η στάση του Φαρισαίου δεν δηλώνει τη δουλική παράσταση, αλλά την αδιάντροπη υπεροψία που είναι αντίθετη προς εκείνον που έχει ταπείνωση δεν έχει το θάρρος ούτε τους οφθαλμούς να υψώσει προς τον ουρανό. Ευλόγως δε προσευχόταν καθ’ εαυτόν ο Φαρισαίος· διότι δεν ανέβηκε προς τον Θεό, αν και δεν αγνοούσε τον καθήμενο επάνω στα Χερουβείμ και επιβλέποντα τα τελευταία σημεία των αβύσσων. Η προσευχή του ήταν ως εξής: Αφού είπε “σ’ ευχαριστώ”, δεν πρόσθεσε τα λόγια: «διότι από ευσπλαχνία, σαν σε ασθενή ν’ αντιπαραταχθεί, μου έδωσες δωρεάν την απαλλαγή από τις παγίδες του πονηρού». Διότι, αδελφοί, είναι ανδρείο κατά την ψυχή, το να κατορθώσει κανείς, αφού πιάστηκε στις παγίδες του εχθρού και έπεσε στους βρόχους της αμαρτίας, να διαφύγει με τη μετάνοια. Γι’ αυτό οι υποθέσεις μας διευθύνονται από ανώτερη πρόνοια και πολλές φορές, ενώ καταβάλλαμε μικρή ή καθόλου προσπάθεια, εμμείναμε με τη βοήθεια του Θεού ανώτεροι πολλών και μεγάλων παθημάτων, ανακουφισθέντες από συμπάθεια λόγω της ασθενείας μας. Και πρέπει να αναγνωρίζουμε τη δωρεά και να ταπεινωνόμαστε ενώπιον αυτού που την έκαμε, αλλά να μην κομπάζουμε.

Ο Φαρισαίος όμως λέγει: «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ, όχι διότι έλαβα καμιά βοήθεια από σένα», αλλά «διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι»· σαν να διέθετε αφ’ εαυτού και από προσωπική του ικανότητα το προσόν ότι δεν ήταν άρπαγας, μοιχός και άδικος, αν φυσικά τα διέθετε κιόλας. Δεν πρόσεχε πραγματικά στον εαυτό του, αλλά έβλεπε περισσότερο όλους τους άλλους παρά τον εαυτό του, και εξουδενώνοντας όλους -ποια παραφροσύνη -, έναν μόνο θεωρούσε δίκαιο και σώφρονα, τον εαυτό του· «δεν είμαι» λέγει, «όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή όπως αυτός ο τελώνης».

«Πόση μωρία σε διακρίνει», θα μπορούσε κανείς να του ειπεί. «Και αν όλοι εκτός από σένα είναι άδικοι και άρπαγες, τότε ποιος είναι αυτός που υφίσταται την αρπαγή και την κάκωση; Τι συμβαίνει δε και με αυτόν τον τελώνη και την κατ’ εξοχήν αυτού προσθήκη στη διήγηση; Αφού είναι και αυτός ένας από όλους δεν έχει συμπεριληφθεί μαζί με τους άλλους στην από σένα κοινή και, θα λέγαμε, οικουμενική κατάκριση; Ή έπρεπε αυτός να υποστεί διπλή καταδίκη, κρινόμενος από τους φαρισαϊκούς οφθαλμούς σου, αν και στεκόταν μακριά σου; Άλλωστε ότι ήταν άδικος, το γνώριζες, αφού ήταν φανερά τελώνης, ότι όμως ήταν μοιχός, από που το γνώριζες; Ή μήπως δικαιούσαι να τον αδικείς και να τον προπηλακίζεις, επειδή αυτός αδικούσε άλλους; Δεν είναι έτσι, δεν είναι· αλλά αυτός μεν βαστάζοντας με ταπεινό φρόνημα την υπερήφανη κατηγορία σου και προσφέροντας στον Θεό με αυτομεμψία την ικεσία, θ’ απαλλαγεί από αυτόν της καταδίκης, δικαίως για όσα αδίκησε, εσύ όμως θα καταδικαστείς δικαίως, διότι κατηγορείς υπεροπτικά εκείνον και όλους τους ανθρώπους, και από όλους μόνο τον εαυτό σου δικαιώνεις. “Δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί”».

Αυτά τα λόγια αποδεικνύουν την υπεροψία του Φαρισαίου και προς τον Θεό και προς όλους τους ανθρώπους, αλλ’ επίσης και το ψευδολόγο της συνειδήσεώς του· διότι αφενός μεν εξουθενώνει σαφώς όλους μαζί τους ανθρώπους, αφετέρου πάλι αποδίδει την αποφυγή των κακών όχι στη δύναμη του Θεού, αλλά στη δική του. Ο λόγος για τον οποίο ευχαριστεί είναι αυτός· ότι εκτός από τον εαυτό του νομίζει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ακόλαστοι και άδικοι και άρπαγες, ωσάν ο Θεός να μην αξίωσε κανένα άλλον πλην αυτού να του παράσχει την αρετή. Αλλά αν όλοι ήσαν τέτοιοι, έπρεπε σε όλους αυτούς να ευρίσκονται εμπρός τους προς διαρπαγή τα αγαθά του Φαρισαίου τούτου.

Δεν φαίνεται όμως κάτι τέτοιο· διότι προσθέτει αυτός: «Νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι»(Λουκ.18,12). Δεν λέγει ότι δίνει το δέκατο από όσα κατέχει, αλλά από όσα αποκτά, δηλώνοντας με αυτό τις προσθήκες και επαυξήσεις της περιουσίας του. Επομένως είχε μεν όσα κατείχε, προσελάμβανε δε ανεμπόδιστα όσα μπορούσε. Πώς λοιπόν όλοι οι άνθρωποι πλην αυτού άρπαζαν και αδικούσαν; Τόσο αυτοέλεγκτο και αυτεπίβουλο πράγμα είναι η κακία! Τόσο πολύ ανάμικτο με την παραφροσύνη είναι πάντοτε το ψεύδος!

Την μεν αποδεκάτιση των εισοδημάτων του προέβαλλε για ν’ αποδείξει πλήρως την δικαιοσύνη του· διότι πώς μπορεί να είναι άρπαγας των ξένων αγαθών αυτός που αποδεκατίζει τα δικά του; Την δε νηστεία προέβαλλε για την επίδειξη της σωφροσύνης· διότι η νηστεία είναι πρόξενος της αγνείας. Έστω λοιπόν, είναι σώφρων και δίκαιος, και, αν θέλεις, και σοφός και νουνεχής και ανδρείος και ό,τι άλλο παρόμοιο· αν μεν το απέκτησες από τον εαυτό σου, και όχι από τον Θεό, γιατί προσφεύγεις ψευδώς στο σχήμα της προσευχής κι ανεβαίνεις στον ναό και λέγεις ματαίως ότι προσφέρεις ευχαριστία; Αν όμως το απέκτησες από τον Θεό, δεν το έλαβες για να κομπάζεις, αλλά για να ενεργείς προς οικοδομή των άλλων σε δόξα αυτού που το έδωσε. Έπρεπε λοιπόν πραγματικά να χαίρεσαι με ταπείνωση και να προσφέρεις ευχαριστίες, και σ’ αυτόν που το έδωσε και σ’ αυτούς χάριν των οποίων το έλαβες· διότι η λαμπάδα παίρνει το φως όχι για τον εαυτό της, αλλά για όσους βλέπουν.

Και Σάββατο ονομάζει ο Φαρισαίος όχι την εβδόμη ημέρα, αλλά την εβδομάδα ημερών, στις δύο από τις οποίες νηστεύει, όπως μεγαλαυχεί, αγνοώντας ότι αυτές μεν είναι ανθρώπινες αρετές, η δε υπερηφάνεια είναι δαιμονική. Γι’ αυτό, όταν συζευχθεί με αυτές, τις αχρηστεύει και τις συγκαταρρίπτει, ακόμη και αν είναι αληθινές· πόσο μάλλον αν είναι κίβδηλες.

Αυτά είπε ο Φαρισαίος. «Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»(Λουκ.18,13).

Βλέπετε πόση είναι η ταπείνωση και η πίστη και η αυτομεμψία; Βλέπετε την άκρα συστολή της διανοίας και των αισθήσεων, συγχρόνως δε και τη συντριβή της καρδιάς, αναμεμιγμένες με την προσευχή του τελώνη τούτου; Διότι όταν ανέβηκε στο ναό, για να προσευχηθεί υπέρ της αφέσεως των αμαρτημάτων του, έφερε μαζί του καλά εφόδια μεσιτευτικά προς τον Θεό, την ακαταίσχυντη πίστη, την ακατάκριτη αυτομεμψία, την ακαταφρόνητη συντριβή της καρδίας, την εξυψωτική ταπείνωση. Συνδύασε δε με την προσευχή και την προσοχή άριστα· διότι, λέγει, «καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς(:ο Τελώνης αυτός στεκόμενος απόμακρα)». Δεν είπε «σταθείς», όπως στην περίπτωση του Φαρισαίου, αλλά «ἑστὼς», δηλώνοντας με αυτό την επί πολύ παράταση της στάσεως, μαζί δε και το επίμονο της δεήσεως και των ικετευτικών λόγων· διότι, χωρίς να προβάλει ούτε να διανοηθεί τίποτε άλλο, πρόσεχε μόνο στον εαυτό του και τον Θεό, περιστρέφοντας στον εαυτό της και πολλαπλασιάζοντας μόνη τη μονολόγιστη δέηση, που είναι το αποτελεσματικότερο είδος προσευχής.

«Ο τελώνης», λοιπόν, « στεκόταν μακριά από το θυσιαστήριο όπου καίγονταν οι θυσίες, και δεν είχε την τόλμη όχι μόνο τα χέρια του, αλλά ούτε τα μάτια του να σηκώσει επάνω προς τον ουρανό». Αυτή η στάση ήταν συγχρόνως και στάση και υπόκυψη, και δείγμα όχι μόνο ευτελούς δούλου, αλλά και καταδίκου. Μαρτυρεί δε και την απαλλαγμένη από την αμαρτία ψυχή, που είναι μεν ακόμη μακριά από τον Θεό, διότι δεν έχει ακόμη την προς Αυτόν παρρησία δια των έργων, αλλά ελπίζει να εγγίσει τον Θεό, λόγω της αποχής από τα κακά και της αγαθής ήδη προθέσεώς της. Στεκόμενος λοιπόν έτσι απόμακρα ο Τελώνης δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς του να σηκώσει στον ουρανό, επιδεικνύοντας με τον τρόπο και το σχήμα την αυτοκατάκριση και αυτομεμψία του· διότι θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο και του ουρανού και του επιγείου ναού. Γι’ αυτό του μεν ναού στεκόταν στα πρόθυρα, προς τον ουρανό όμως δεν τολμούσε ούτε ν’ ατενίσει, πόσο μάλλον προς τον Θεό του ουρανού- αλλά κτυπώντας το στήθος του από την έντονη κατάνυξη και παριστώντας έτσι τον εαυτό του άξιο τιμωρίας, αναπέμποντας από εκεί βαρυπενθής τους στεναγμούς και κλίνοντας σαν κατάδικος την κεφαλή, αποκαλούσε τον εαυτό του αμαρτωλό και ζητούσε με πίστη τον ιλασμό, λέγοντας· «Θεέ, ευσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό»· διότι πίστεψε σε Εκείνον που λέγει: «Ἐπιστρέψατε πρός με, καὶ ἐπιστραφήσομαι πρὸς ὑμᾶς» (Ζαχ.1,3), και στον προφήτη που διαβεβαίωσε: «εἶπα· ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ· καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου» (Ψαλμ.31,5).

Τι συνέβη λοιπόν έπειτα από αυτά; «Κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται», λέγει ο Κύριος (Λουκ.18,14). Πραγματικά, όπως ο Διάβολος είναι η ίδια η υπεροψία, και η υπερηφάνεια είναι το ιδιαίτερο κακό του, γι’ αυτό και συναπτομένη με οποιαδήποτε ανθρώπινη αρετή την νικά και την καταρρίπτει, έτσι η ταπείνωση ενώπιον του Θεού είναι αρετή των αγαθών αγγέλων και νικά κάθε ανθρώπινη κακία που επέρχεται στον πταίστη· διότι η ταπείνωση είναι όχημα της αναβάσεως προς τον Θεό, όπως εκείνα τα σύννεφα, που πρόκειται ν’ ανυψώσουν προς τον Θεό αυτούς που θα μείνουν σε απείρους αιώνες μαζί με τον Θεό, καθώς προφήτευσε ο απόστολος, λέγοντας: «ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα» (Α΄Θεσ.4,17). Ό,τι δηλαδή είναι η νεφέλη, είναι και η ταπείνωση, που συστήνεται δια μετανοίας και αφήνει από τους οφθαλμούς ρυάκια με δάκρυα, εξάγει τους αξίους από τα ανάξια, τους ανεβάζει και τους συνάπτει με τον Θεό, δικαιωμένους δωρεάν λόγω της ευγνώμονης προαιρέσεως.

Και ο μεν Τελώνης σφετεριζόμενος πρωτύτερα κακοτέχνως τα ξένα πράγματα, αλλ’ έπειτα, εγκαταλείποντας τη διαστροφή και μη δικαιώνοντας τον εαυτό του, δικαιώθηκε, ο δε Φαρισαίος, ενώ δεν οικειοποιούνταν όσα ανήκαν σε άλλους, αλλά δικαιώνοντας τον εαυτό του, καταδικάσθηκε. Τώρα, εκείνοι που και οικειοποιούνται τα ανήκοντα στους άλλους και επιχειρούν να δικαιώσουν τους εαυτούς τους, τι θα πάθουν;

Αλλ’ ας αφήσουμε τώρα αυτούς, αφού και ο Κύριος τους άφησε, ως μη πειθομένους με τα λόγια. Μερικές φορές όμως και εμείς όταν προσευχόμαστε, ταπεινωνόμαστε, και ίσως νομίζομε ότι θα κερδίσουμε τη δικαίωση του Τελώνη. Δεν είναι όμως έτσι· διότι πρέπει να προσέχουμε τούτο, ότι ο Τελώνης, καταφρονούμενος από τον Φαρισαίο κατά πρόσωπο και μετά την απομάκρυνσή του από την αμαρτία, καταφρονούσε κι αυτός τον εαυτό του, όχι μόνο μη αντιλέγοντας, αλλά και συνηγορώντας προς εκείνον εναντίον του εαυτού του.

Όταν λοιπόν κι εσύ αφήσεις την κακία, δεν αντιλέγεις δε σ’ αυτούς που σε καταφρονούν και σε λοιδορούν, αλλά καταδικάζοντας και εσύ τον εαυτό σου ως κακοήθη, καταφεύγεις με κατάνυξη δια της προσευχής προς την ευσπλαγχνία του Θεού μόνο, γνώριζε ότι είσαι λυτρωμένος Τελώνης. Πολλοί βέβαια λέγουν τους εαυτούς τους αμαρτωλούς, και το λέμε και το νομίζουμε επίσης κι εμείς· αλλά η καταφρόνηση είναι που δοκιμάζει την καρδιά. Όπως δηλαδή ο μεγάλος Παύλος είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, αν και έγραφε προς τους ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν γλωσσολαλιά στην Κόρινθο, «εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντων ὑμῶν μᾶλλον γλώσσαις λαλῶν» (Α΄Κορ.14,18) γράφει αυτά τα πράγματα αυτός που αλλού δηλώνει ότι είναι «περικάθαρμα» όλων των ανθρώπων «βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι » (Α΄Κορ.4,13) για να συγκρατήσει το φρόνημα εκείνων που επαίρονται εναντίον αυτών που δεν έχουν το χάρισμα)· όπως λοιπόν ο Παύλος, γράφοντας εκείνα, είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, έτσι είναι και το να λέγει κανείς τα λόγια του Τελώνη και να ταπεινολογεί σαν εκείνον, αλλά να μη δικαιωθεί καθώς εκείνος· διότι πρέπει με τα ταπεινά λόγια του τελώνη να συνυπάρχει και η μετάθεση από τα κακά και η ψυχική διάθεση, η κατάνυξη και η υπομονή εκείνου.

Και ο Δαβίδ έδειξε εμπράκτως ότι πρέπει, αυτός που κρίνει τον εαυτό του ένοχο ενώπιον του Θεού και μετανοεί, να θεωρεί δίκαιη και υποφερτή την σε βάρος του ύβρη και ατιμία από άλλους· διότι μετά την αμαρτία του, όταν άκουγε προσβλητικούς λόγους από τον Σεμεεί, έλεγε σ’ αυτούς που ήθελαν ν’ αντιδράσουν: «Ἄφετε αὐτὸν καὶ οὕτως καταράσθω, ὅτι Κύριος εἶπεν αὐτῷ καταρᾶσθαι τὸν Δαυίδ»(Β΄Βασ.16,10), λέγοντας ότι η συγχώρηση από τον Θεό για την προς αυτόν αμαρτία είναι πρόσταγμα Εκείνου, αν και ο Δαβίδ πάλευε τότε με δεινή και μεγάλη συμφορά, αφού μόλις προσφάτως είχε επαναστατήσει εναντίον του ο Αβεσσαλώμ.

Τότε μάλιστα ο Δαβίδ, εγκαταλείποντας με αφόρητη οδύνη την Ιερουσαλήμ, όταν φεύγοντας έφθασε στις υπώρειες του όρους των Ελαιών, συνάντησε ως προσθήκη της συμφοράς τον Σεμεεί. Ο Σεμεεί έριχνε εναντίον του λίθους, τον κακολογούσε ασταμάτητα και τον ύβριζε αναιδώς· τον αποκαλούσε άνδρα αιμοβόρο και παράνομο, επαναφέροντας στη μνήμη το σχετικό με την Βηρσαβεέ και τον Ουρία έγκλημα προς ονειδισμό του βασιλέως. Και δεν τον άφησε αφού καταράστηκε μια και δυο φορές, και έριχνε εναντίον του λίθους και με λόγια πληκτικότερα από τους λίθους· «αλλά», λέγει, «προχωρούσε ο βασιλεύς και όλοι οι άνδρες του μαζί του, ενώ ο Σεμεεί βάδιζε από την πλευρά του όρους πλησίον του βασιλέως, καταρώμενός τον και ρίχνοντας λίθους από τα πλάγια, και πασπαλίζοντάς τον με χώμα». Και δεν εστερείτο ανθρώπων που θα τον εμπόδιζαν ο βασιλεύς. Ο Αβεσσά λοιπόν ο στρατηγός, μη αντέχοντας, είπε προς τον Δαβίδ· «γιατί καταράται αυτός ο ψόφιος σκύλος τον κύριό μου τον βασιλέα; Θα μεταβώ λοιπόν να του κάψω το κεφάλι». Ο βασιλεύς όμως συγκράτησε αυτόν και όλους τους άνδρες του, λέγοντας προς αυτούς: «Εἴπως ἴδοι Κύριος ἐν τῇ ταπεινώσει μου καὶ ἐπιστρέψει μοι ἀγαθὰ ἀντὶ τῆς κατάρας αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ»(Β΄Βασ.16,12).

Αυτό το πράγμα και τότε μεν τελέστηκε και πραγματοποιήθηκε, δεικνύεται δε και με την παραβολή γι’ αυτόν τον Τελώνη και τον Φαρισαίο τελούμενο πάντοτε από την δικαιοσύνη· διότι αυτός που θεωρεί τον εαυτό του αληθινά υπεύθυνο της αιωνίου κολάσεως, πώς δεν θα υπομείνει γενναίως, όχι μόνο ατιμία, αλλά και ζημία και νόσο, και κάθε δυσπραγία και κακοπάθεια γενικώς; Αυτός δε που δείχνει τέτοια υπομονή, ως χρεώστης και ένοχος, με ελαφρότερη, πρόσκαιρη και διακοπτομένη καταδίκη λυτρώνεται από την πραγματικά βαριά εκείνη και αφόρητη και ατελείωτη τιμωρία· μερικές φορές, μάλιστα, λυτρώνεται και από τα τωρινά δεινά που τον βασανίζουν, καθώς η θεία χρηστότητα λαμβάνει αρχή από εδώ σαν να χρωστείται λόγω της υπομονής. Γι’ αυτό και κάποιος από τους παιδευομένους από τον Κύριο είπε: «Ὀργὴν Κυρίου ὑποίσω, ὅτι ἥμαρτον αὐτῷ, ἕως τοῦ δικαιῶσαι αὐτὸν τὴν δίκην μου»(Μιχ.7,9).

Είθε κι εμείς, παιδευόμενοι με ευσπλαχνία, αλλά όχι με οργή και θυμό Κυρίου, να μην καταβληθούμε από την τιμωρία του Θεού, αλλά κατά τον ψαλμωδό στο τέλος να ανορθωθούμε, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο αρμόζει δόξα, δύναμις, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

Δημοφιλείς αναρτήσεις