Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Προεόρτια Προόδου Τιμίου Σταυροῦ




Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸ σωτήριον ὅπλον, δεξώμεθα πιστοί, καθαρὰ διανοία, προέρχεσθαι μέλλει γάρ, θείαν χάριν δωρούμενος, καὶ ἰώμενος, ψυχῶν ὁμοῦ καὶ σωμάτων, τὰ νοσήματα, διὰ ἐνεργείας ἀρρήτου, Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἠμῶν.

Ομιλία εις τους δύο θεραπευθέντας τυφλούς Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς



Κυριακή Ζ’ Ματθαίου: 
Ομιλία εις τους δύο θεραπευθέντας τυφλούς 
Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς


Ομιλία του Αγίου Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά, με θέμα τους τυφλούς οι οποίοι, κατά τον Ευαγγελιστήν Ματθαίον, ανέβλεψαν σε οικία. Και όπου γίνεται αναφορά και στο ότι δεν είναι δυνατόν να έχει κάποιος αληθώς πίστη χωρίς έργα μετανοίας.

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, με το σώμα που έλαβε από εμάς προς χάριν μας, κατά τη συναναστροφή του με τους ανθρώπους, εθεράπευσε πολλούς ως προς το σώμα και ως προς την ψυχή τυφλούς. Ή μάλλον, εάν κανείς σκεφθεί την ανάβλεψη της διανοίας, που είναι η μετάθεση από την απιστία στην πίστη και από την άγνοια στην επίγνωση του Θεού, δεν είναι δυνατόν ούτε καν να απαριθμήσει τυφλούς που ανέβλεψαν με την ενανθρώπηση του Κυρίου. Αυτοί είναι αριθμημένοι μόνον από Εκείνον που έχει αριθμημένες τις τρίχες της κεφαλής μας. Εάν όμως σκεφθούμε την ανάβλεψη των σωματικών οφθαλμών, και ως προς αυτήν θα εύρωμε πολλούς να έχουν θεραπευθεί από τον Χριστό, άλλους με μόνο τον λόγο, άλλους με την αφή. Ορισμένους δε και μόνον με το να προσπέσουν σ’ Αυτόν, και με το να τον πλησιάσουν. Επίσης και μερικούς που έλαβαν την ίαση και με το πτύσμα του ή και με χρίσμα πηλού. 
Πράγματι, όταν, καθώς λέγει ο Ματθαίος, είχε έλθει κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, «προσήλθον αυτώ όχλοι πολλοί, έχοντες μεθ’ εαυτών χωλούς, τυφλούς, κωφούς και άλλους πολλούς», οι οποίοι ερρίφθησαν όλοι στα πόδια του και τους εθεράπευσε, ώστε και οι όχλοι τότε να θαυμάζουν και να τον δοξάζουν, βλέποντας κωφούς να ομιλούν, χωλούς να περπατούν, και τυφλούς να αναβλέπουν. Αλλά και όταν εισήλθε «καθήμενος επί πώλου», κατά την προφητεία, στην Ιερουσαλήμ με τρόπο παράδοξο, υμνούμενος από τα νήπια ως Θεός, εθεράπευσε όλους τους χωλούς και τους τυφλούς που προσήλθαν εκεί, όπως λέγει επίσης ο Ματθαίος. Και όταν ήλθε στη Βηθσαϊδά, «φέρουσιν αυτώ τυφλόν», όπως λέγει ο Μάρκος, «και παρακαλούσιν αυτόν ίνα άψηται αυτού». Ο δε Κύριος, αφού τον έβγαλε έξω από το χωριό, έπτυσε στους οφθαλμούς του, επέθεσε σ’ αυτόν τα χέρια και τον έκαμε να βλέπει αμυδρά. Έπειτα έθεσε πάλι τα χέρια επάνω του και του έδωσε τη δυνατότητα να βλέπει καθαρά. Καθώς δε ήγγιζε στην `Ιεριχώ, όπως λέγει ο Λουκάς, εθεράπευσε μόνο με έναν λόγο του τυφλόν, που είχε καθίσει δίπλα στον δρόμο και επαιτούσε. Μόλις εκείνος του ζήτησε την ίαση τού είπε: «ανάβλεψον». Εξερχόμενος δε από την Ιεριχώ, όπως λέγει επίσης ο Μάρκος, χαρίζει την όραση σε άλλον πάλι τυφλόν, ονομαζόμενον Βαρτιμαίον, υιόν του Τιμαίου, λέγοντας προς αυτόν, όταν του εζήτησε την ανάβλεψη: «κατά την πίστιν σου γενηθήτω σοι». Όταν δε ευρίσκετο στην Ιερουσαλήμ και είδε έναν τυφλόν εκ γενετής, καθώς λέγει ο Ιωάννης, χωρίς καν να του ζητηθεί, αλλά κινούμενος από μόνη του την αγαθότητα, αφού έπτυσε στη γη και έπλασε πηλό, άλειψε τους οφθαλμούς του τυφλού και του είπε: «ύπαγε, νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ». Επήγε λοιπόν και ενίφθη. Όταν δε επανήλθε, είχε αποκτήσει την όρασή του.

Αλλά και όταν είχε αναστήσει την αποθαμμένη θυγατέρα του αρχισυναγώγου Ιαείρου, μετά από λίγο, όπως θα ακούσουμε να ευαγγελίζεται σήμερα ο Ματθαίος, καθώς περνούσε ο Ιησούς, τον ακολούθησαν δύο τυφλοί κράζοντες και λέγοντες, «ελέησον ημάς, υιέ Δαβίδ». Αυτός εισήλθε μαζί τους στην οικία και αφού ήγγισε τους οφθαλμούς των και είπε προς αυτούς: «κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν», τους εθεράπευσε. Εκτός λοιπόν από αυτούς που δεν έχουν αναφερθεί, οι τυφλοί είναι έξι. Και νομίζω ότι κανείς από τους τυφλούς που ευρίσκοντο τότε στην Ιουδαία ή και στις γειτονικές περιοχές δεν έμεινε αφώτιστος. Γι’ αυτό και ο Ησαΐας, ως εκπρόσωπος του Χριστού, προείπε περί αυτού, ότι απεστάλη από τον Πατέρα και το Πνεύμα «κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλούς ανάβλεψιν». Αλλά πώς δεν είπε ο Προφήτης ότι απεστάλη για να δώσει, αλλά για να κηρύξει στους τυφλούς ανάβλεψιν; Ακριβώς, διότι ο Κύριος δεν ήλθε στη γη πρωτίστως για να ανοίξει τους σωματικούς οφθαλμούς, αλλά τους της ψυχής, οι οποίοι οφθαλμοί αποκτούν την ανάβλεψη δια του ευαγγελικού κηρύγματος. Ευλόγως, λοιπόν, η προφητεία λέγει ότι ο Κύριος θα κηρύξει στους τυφλούς ανάβλεψη. 
Όπως δε ο ίδιος ο Κύριος μάς παραγγέλλει να ζητούμε τα πνευματικά, λέγοντας «εργάζεσθε μη την βρώσιν την απολλυμένην, αλλά βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον», και υπόσχεται να μας προσθέσει και τα σωματικά, εάν εμείς ζητούμε τα ψυχωφελή, λέγοντας «ζητείτε την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν», έτσι κάμνει και με τους οφθαλμούς μας. Διότι αφού έκλινε τους ουρανούς και κατήλθε στη γη από φιλανθρωπία, για να διανοίξει με το Ευαγγελικό κήρυγμα τους οφθαλμούς της ψυχής μας, και να μας χαρίσει τη νοητή ανάβλεψη, προσέθετε και τη θεραπεία όσων αισθητών οφθαλμών δεν έβλεπαν. Γι’ αυτό και υπάρχει πολλή αντιστοιχία μεταξύ των δύο αναβλέψεων, εννοώ του σώματος και της ψυχής. Όπως δηλαδή από τους σωματικώς τυφλούς, άλλοι μεν απέκτησαν αμέσως την ανάβλεψη, όπως εκείνος που άκουσε «ανάβλεψον», και την ίδια στιγμή εθεραπεύθη, άλλοι δε βαθμιαίως, όπως εκείνος που πριν λάβει τελείως την ίαση είπε ότι βλέπει τους ανθρώπους σαν δένδρα να περπατούν. Έτσι και όσοι διά της πίστεως εδέχθησαν την ίαση των νοητών οφθαλμών, άλλοι μεν την βρήκαν αμέσως, όπως αυτός που από τελώνης ευθύς ανεδείχθη ευαγγελιστής, ενώ άλλοι βαθμιαίως, όπως ο πάντοτε νυκτερινός μαθητής Νικόδημος.

Και όπως ακριβώς από τους σωματικώς τυφλούς, άλλοι μεν επέτυχαν την ίαση μόνο με λόγον, όπως ο Βαρτιμαίος, άλλοι δε και με έργον, (διότι μέσα στους οφθαλμούς εκείνου, που ήταν κοντά στη Βηθσαϊδά, έβαλε και από το πτύσμα του, επειδή, καθώς φαίνεται, αυτός είχε μεν βλέφαρα, αλλά κενά, αφού είχαν αδειάσει από το υγρό των οφθαλμών, το οποίο και ανεπληρώθη τότε με το θείον πτύσμα, ενώ ο εκ γενετής τυφλός ούτε βλέφαρα είχε, γι’ αυτό και εχρειάσθη αυτό το χωμάτινο μίγμα, το οποίον και εδέχθη από τα δάκτυλα του Κυρίου υπό μορφήν ζυμωμένου πηλού). Καθώς λοιπόν από τους κατά το σώμα τυφλούς, άλλοι μεν, όπως είπα, έλαβαν μόνο με λόγον την ίαση, άλλοι δε και με πράξη, έτσι και εκείνων που έλαβαν την ίαση των οφθαλμών της ψυχής, η οποία είναι, όπως είπαμε, η μετάθεση από την απιστία στην πίστη: ορισμένοι χρειάσθηκαν και θαύματα για να πιστεύσουν, όπως συνέβη και σ’ εκείνους που απεστάλησαν από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο για να ερωτήσουν «συ ει ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν;», ενώ άλλοι έλαβαν με μόνον τον λόγο, πιστεύοντας από μόνον την ακοή, όπως και ο εκατόνταρχος, για τον οποίο ο Κύριος διεκήρυξε ότι υπερέχει των Ισραηλιτών κατά την πίστη. 
Τέτοιοι είναι και εκείνοι, που σύμφωνα με όσα μας ευαγγελίζεται σήμερα ο Ματθαίος, έλαβαν από τον Χριστόν τη σωματική ανάβλεψη. Διότι είναι φανερό ότι είχαν πιστεύσει και πριν τη θεραπεία, επειδή όμως ήσαν τυφλοί, βεβαίως εξ ακοής επίστευσαν. Διότι λέγει ότι καθώς περνούσε ο Ιησούς από εκεί, τον ακολούθησαν δύο τυφλοί, κράζοντες και λέγοντες: «ελέησον ημάς υιέ Δαβίδ». Πώς λοιπόν θα ακολουθούσαν και πώς ακολουθώντας θα ζητούσαν, και μάλιστα με κραυγές, τόσο μεγάλη ελεημοσύνη, την ανάβλεψη των οφθαλμών τους, εάν δεν είχαν πιστεύσει;

Αλλά την πίστη των τυφλών τη φανερώνουν και τα ακόλουθα: «Καθώς περνούσε ο Ιησούς από εκεί», Από πού από εκεί;, και για ποιο λόγο το αναφέρει αυτό ο Ευαγγελιστής, και όχι μόνον εδώ αλλά και λίγο παραπάνω, όταν λέγει: «Παράγων (δηλαδή περνώντας) ο Ιησούς εκείθεν, είδεν άνθρωπον καθήμενον επί το τελώνιον, Ματθαίον λεγόμενον», αυτόν τον Ευαγγελιστή, τον οποίον εκείνη την ώρα, και με μόνον τον λόγον μετεμόρφωσε. Εγώ λοιπόν θεωρώ ότι ο Ευαγγελιστής το λέγει αυτό για να δώσει αφορμή στους συνετούς ακροατές να εκλαμβάνουν και αναγωγικώς τα εξιστορούμενα. Εάν δηλαδή κανείς τα εξετάσει επακριβώς, είναι δυνατόν να ιδεί ότι η ιστορία αυτή περιγράφει συνοπτικώς και ανακηρύττει θαυμασίως όλη την δια της ενσαρκώσεως οικονομίαν του Δεσπότου. 
Πράγματι, ο Κύριος κατοικία είχε την Καπερναούμ. Διότι λέγει «ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ την παραθαλασσίαν», και η πρόσκαιρος αυτή κατοικία οπωσδήποτε ήταν τύπος του ουρανού, αφού έφερε μέσα της Εκείνον ο οποίος κατοικεί στους ουρανούς. Γι’ αυτό και ο Κύριος σε άλλο σημείο λέγει: «και συ Καπερναούμ η έως του ουρανού υψωθείσα». Ο Κύριος, λοιπόν, δια της ενανθρωπήσεως εξήλθεν από τον ουρανόν, όπως από την οικίαν εκείνη «και παράγων εκείθεν», διήλθε δηλαδή από εκεί. Εάν μεν εννοήσεις την έξοδον από τον ουρανό, θα εύρεις ότι και τους Αποστόλους εξέλεξε και την τάση της φύσεώς μας προς ακαθαρσίαν εθεράπευσε. Εάν δε εννοήσεις ότι διήρχετο από την οικία της Καπερναούμ, θα τον εύρεις ότι εφανέρωσε τα προλεχθέντα με έργα. Διότι και τον Ματθαίο μετέτρεψε τότε από τελώνη σε Απόστολο και την αιμορροούσα εθεράπευσε διερχόμενος από εκεί. Αλλά και αφού ήλθε μέχρι τη θυγατέρα του Ιαείρου, που είχε αποθάνει, και με τη ζωοποίησή της ανέδειξε τον εαυτό του νικητή του θανάτου, επανέρχεται εκεί από όπου εξήλθε. Επανερχόμενος λοιπόν και διερχόμενος πάλι από εκεί, ανοίγει τους οφθαλμούς των τυφλών αυτών, οι οποίοι τον ακολούθησαν. Έπραξε δηλαδή όπως τότε που διήνοιξε το νου των μαθητών του, ώστε να κατανοούν τις Γραφές: αφού κατέβη ο ίδιος μέχρι τον θάνατο και με την Ανάστασή του κατήργησε την εξουσία του θανάτου, επανήλθε και διήρχετο από εκεί. Εκείνοι δε εξήλθαν και τον εκήρυξαν σε όλη τη γη, όπως λέγει ο Ευαγγελιστής και για τους τυφλούς, οι οποίοι τώρα ανέβλεψαν, ότι «εξελθόντες διεφήμισαν αυτόν εν όλη τη γη εκείνη». Βλέπετε με πόση σαφήνεια διαγράφεται όλη σχεδόν η θεανδρική οικονομία στην ιστορία αυτή. Γι’ αυτό και το «παράγων εκείθεν» ελέχθη δύο φορές, για να κατανοήσουμε και την έξοδο και την επάνοδό του. Και μάλιστα κατά μίμηση αυτής της εξόδου και επανόδου, και ο ιερεύς, αφού εξέλθει από το Άγιον Βήμα και κατεβεί μέχρι το χαμηλότερο σημείο, επανέρχεται πάλι και αποκαθίσταται εκεί από όπου εξήλθε.

Καθώς λοιπόν ο Κύριος διήρχετο κατά την επάνοδο, τον ηκολούθησαν δύο τυφλοί, οι οποίοι υποτύπωναν τους δύο λαούς, των Ιουδαίων και των Εθνικών. Και έκραζαν λέγοντας «ελέησον υιέ Δαυίδ», δεικνύοντας ότι αυτός είναι ο προφητευόμενος και προσδοκώμενος. Ο δε Κύριος εκπληρώνοντας και την υποτύπωση της οικονομίας, και δοκιμάζοντας αλλά και φανερώνοντας την πίστη των τυφλών, τους προσπερνά σιωπηλός μέχρι να εισέλθει στην οικία από την οποία είχε εξέλθει στην αρχή. Έπειτα λέγει προς αυτούς: «πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι;». Και αυτοί του απαντούν «ναι, Κύριε». Και δεν ερωτά επειδή αγνοεί, αλλά για να φανερώσει σε όσους αγνοούν την πίστη των τυφλών. Γι’ αυτό και αφού έψαυσε τους οφθαλμούς των, προσέθεσε «κατά την πίστιν ημών γενηθήτω υμίν», και ανοίχθησαν οι οφθαλμοί τους, μαρτυρώντας και ότι εκείνοι τον είχαν πιστεύσει, αλλά και ότι αυτός ήταν όπως τον επίστευσαν, Θεός δηλαδή μαζί και άνθρωπος. Διότι ως άνθρωπος μεν ήταν υιός του Δαυίδ και με τα ίδια του τα χέρια έψαυσε τους οφθαλμούς των και αισθητώς ομίλησε. Ως Θεός δε και Δημιουργός εφώτισε τους σκοτεινούς οφθαλμούς. Επειδή όμως δεν ήταν ακόμη καιρός να γίνει φανερός σε όλους, διότι αυτό επεφυλάσσετο για μετά το Πάθος και την εκ νεκρών Ανάστασή Του, τους επιτίμησε λέγων, «οράτε μηδείς γινωσκέτω» προστάζοντάς τους με πολλή σφοδρότητα να αποσιωπήσουν το γεγονός. «Οι δε εξελθόντες», λέγει, «διεφήμησαν αυτόν εν όλη τη γη εκείνη». Όπως φαίνεται, εάν δεν τους είχε παραγγείλει να σιωπήσουν, θα γίνονταν και παγκόσμιοι κήρυκες της δυνάμεώς του. Επειδή όμως διετάχθησαν, απέφυγαν μεν να πορευθούν μακριά, δεν βάσταξαν όμως να μην κηρύξουν στους πλησίον χώρους. Ώστε οι τυφλοί που ηκολούθησαν τον Χριστόν, εφωτίσθησαν τελείως όχι μόνον κατά το σώμα αλλά και κατά την ψυχή.

Ας ακολουθήσουμε λοιπόν και εμείς αδελφοί μου, το φως, που φωτίζει και ψυχή και σώμα. Ας βαδίσουμε προς τη λάμψη του και «ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν». Ας Τον δοξάσωμε με έργα αγαθά και ας βοηθήσουμε όσους μας βλέπουν να Τον δοξάζουν και αυτοί. Ας απομακρυνθούμε από το αντίθετο σκότος, που είναι η αμαρτία και ο προστάτης της αμαρτίας διάβολος. Εκείνο το φως, ως ήλιος που είναι της καθολικής δικαιοσύνης, σωφροσύνης, ειρήνης, συμπαθείας, ανεξικακίας, αγάπης και γενικώς κάθε αρετής, καθιστά μετόχους αυτού όσους τον ποθούν. Ενώ το αντίθετο σκότος, ως σκότος κακίας που είναι, καθιστά όσους το πλησιάζουν, πόρνους, μοιχούς, μνησίκακους, άσπλαχνους, ατάκτους, άρπαγες και γενικώς πλήρεις κάθε κακίας. Διότι ειπέ μου, από πού θα διακρίνουμε τον πιστό από τον άπιστο, τον φωτισμένο από τον αφώτιστο, με άλλα λόγια, τον βαπτισμένο κατά Χριστόν και συντεταγμένο με τον Χριστό από τον αβάπτιστο και συντεταγμένο με τον διάβολο; Όχι από τους λόγους, όχι από τα έργα, όχι από τους τρόπους; 
Εάν λοιπόν κάποιος εξομοιώνεται σ’ αυτά με τους αφώτιστους, αν και λέγει ότι είναι βαπτισμένος κατά Χριστόν, είναι σαφές ότι δεν έχει πάψει να ανήκει στην συμμορία εκείνων για τους οποίους ο Απόστολος λέγει: «Θεόν ομολογούσιν ειδέναι (ότι τον γνωρίζουν δηλαδή), τοις δε έργοις αρνούνται, βδελυκτοί όντες και απειθείς, και προς παν έργον αγαθόν αδόκιμοι». Πού λοιπόν, ειπέ μου, θα κατατάξουμε αυτούς που ομολογούν και συγχρόνως αρνούνται τον Θεό; Με τους πιστούς; Με τα έργα όμως τον αρνούνται. Με τους απίστους; Αλλά με τη γλώσσα τον ομολογούν. Όντως πρόκειται για ένα διπρόσωπο τέρας που είναι δύσκολο να το κατατάξεις κάπου. Ο ψαλμωδός Προφήτης όμως έχει ήδη λύσει αυτή την απορία λέγοντας: «αποδώσει Κύριος εκάστω κατά τα έργα αυτού». Και ο ίδιος ο Κύριος απεφάνθη ότι αυτός που ακούει τους λόγους του και δεν τους εκτελεί, είναι μωρός. Ο δε Παύλος, ο Απόστολος που εκλήθη από τον ουρανό, λέγει: «αποδώσει ο Κύριος τοις μεν καθ’ υπομονήν έργου αγαθού δόξαν και τιμήν και αφθαρσίαν ζητούσι, ζωήν αιώνιον. …οργή δε και θυμός και θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν». Και πάλιν «ουχ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεώ, αλλά οι ποιηταί του νόμου δικαιωθήσονται», και «ος εν νόμω καυχάσαι, δια της παραβάσεως του νόμου τον Θεόν ατιμάζεις;» Όπως δε ακριβώς, αδελφοί, ο ίδιος ο Παύλος έλεγε προς τους Ιουδαίους ότι «περιτομή ωφελεί εάν νόμον πράττης, εάν δε παραβάτης νόμου ης, η περιτομή σου ακροβυστία γέγονεν (σαν να μην είχες δηλαδή περιτμηθεί)», έτσι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο να σας ειπώ ότι η πίστις ωφελεί εάν κανείς πολιτεύεται κατά συνείδησιν και καθαίρει συνεχώς τον εαυτό του με εξομολόγηση και μετάνοια, και μετατρέπει σε έργο τις συνθήκες του Αγίου Βαπτίσματος. Αν όμως δεν υπακούσει στη συνείδησή του και αθετεί τις συνθήκες, η πίστη του γίνεται απιστία.

Διότι πώς πιστεύσαμε ότι αφού έχουμε βαπτισθεί θα σωθούμε; Επειδή βεβαίως ακούσαμε τον Κύριο που είπε: ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται. Επειδή λοιπόν και τα δύο αυτά τα είπε Εκείνος, η αυτοαλήθεια, το να πιστεύσουμε και το να βαπτισθούμε, είναι αδύνατον να σωθεί όποιος δεν θέλει να βαπτισθεί, έστω και αν λέγει ότι δήθεν πιστεύει, όπως και αυτός που δεν πιστεύει, έστω και αν έχει βαπτισθεί. Αλλά κάθε βαπτισμένος θα ειπεί ότι πιστεύει. Θα ακούσει όμως από τον Απόστολο: «δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου». Γι’ αυτό και ο Κύριος συνδέει την πίστη με το Θείον Βάπτισμα, συνάπτοντας την τήρηση των εντολών του με το Βάπτισμα, δια της πίστεως. Διότι αφού είπε προηγουμένως: «πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα, κυρήξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει», έπειτα προσέθεσε «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Τι λοιπόν λέγει στο Ευαγγέλιο που εκηρύχθη από τους απεσταλμένους του, και τι πρέπει να πιστεύομε ότι είναι απαραίτητο να κάνουν οι υπήκοοι του; Οπωσδήποτε ότι όποιος έχει τις εντολές τού Χριστού και τις πράττει και τις τηρεί, εκείνος είναι που τον αγαπά, και ότι με την υπομονή και τη στενή και τεθλιμμένη ζωή είναι δυνατόν να επιτύχουμε τη σωτηρία. Και «εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη (η αρετή δηλαδή) ημών πλείον των Γραμματέων και Φαρισαίων, ου μη εισέλθωμεν εις την βασιλείαν των ουρανών». Διότι αυτά ακριβώς είναι που τους πρόσταξε να κηρύττουν δια του Ευαγγελίου.

Όποιος λοιπόν αγωνίζεται να τηρεί τις Θείες Εντολές, εκείνος είναι που πιστεύει. Ενώ όποιος δεν αγωνίζεται να τις πράττει και να τις τηρεί, και δεν θεωρεί ζημία το να μην τις τηρεί, ούτε επαναφέρει τον εαυτό του με τη μετάνοια στην τήρηση των Θείων Εντολών, δεν θα σταθεί ούτε μαζί με τους βαπτισμένους, έστω και αν λέγει ότι έχει βαπτισθεί. Διότι λέγει «διχοτομήσει αυτόν, και το μέρος αυτού μετά των απίστων θήσει». Αλλά αυτό για εμάς μεν αποτελεί μόνον απειλή, επειδή ο Δεσπότης αναμένει φιλανθρώπως τη μετάνοιά μας. Ενώ τους Ιουδαίους τους διχοτόμησε από εδώ, προς σωφρονισμό ιδικόν μας, και τους απαλλοτρίωσε από την προς Αυτόν και τον Αβραάμ συγγένεια, λέγοντας προς αυτούς: «υμείς εκ του πατρός υμών, του διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας αυτού θέλετε ποιείν». Και πάλιν: «ει τέκνα του Αβραάμ ήτε, τα έργα του Αβραάμ εποιείτε αν». Ότι δε αυτοί ήσαν από το γένος του Αβραάμ, ποίος δεν το γνωρίζει; Εάν λοιπόν η διαφοροποίηση των έργων και των τρόπων καταργεί και την κατά σάρκα συγγένεια, και απομακρύνει και τους εξ αίματος υιούς από την υιότητα, πώς η δια των έργων και των τρόπων μας ανομοιότης προς Αυτόν δεν θα αποξενώσει από την Θείαν υιοθεσίαν, εμάς που δεν μπορούμε να αναγάγωμε ούτε την κατά σάρκα γενεαλογία μας στον Χριστό, και δεν θα καταλήξει να μας συντάξει μαζί με το νοητό εχθρό;

Αυτά όμως και ο Κύριος από φιλανθρωπία κατηξίωσε να τα ειπεί, και τολμούμε να τα λέγωμε προς εσάς και εμείς, οι οποίοι υποκείμεθα στα ίδια πάθη, ώστε να μην τα πράττουμε. Να μην τα πάθουμε, Για να μην καταστήσουμε τους εαυτούς μας υπεύθυνους για την καταδίκη εκείνων που οριστικώς θα αποβληθούν. Διότι είναι δυνατόν εδώ, όχι μόνον να αποφύγουμε αυτά με τη μετάνοια, αλλά και διά των καρπών της μετανοίας να σταθούμε και να αφομοιωθούμε με τον Υιό του Θεού, ο οποίος ημπορεί να «εξάγει αξίους εξ αναξίων», και να τους υιοποιεί δια του εαυτού του με τον ύψιστον Πατέρα, και να τους καθιστά κληρονόμους και συγκληρονόμους της δόξης και της Βασιλείας Αυτού του ιδίου και του Πατρός. Αμήν.

 

13ος -14ος Αιών - ΕΠΕ Αγ. Γρηγορίου Παλαμά τομ. 10, σελ. 250, Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 193 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς

Πηγή ηλ. κειμένου: "Ορθόδοξη Πορεία"

Αρέσκεται ο Θεός στον τρόπο που ζω;



Αρέσκεται ο Θεός στον τρόπο που ζω;

Έτυχε να έρθουν εδώ τρεις κύριοι, αρκετά σπουδαίοι. Κάθισαν εκεί, λοιπόν, κι εγώ καθόμουν σε αυτό το παγκάκι και περίμενα να πουν κάτι, επειδή άκουσα από κάποιον το εξής ρητό: Δεν είναι καλό για έναν ανόητο ν' ανοίγει το στόμα του μπροστά σ' έναν έξυπνο, γιατί μπορεί να στεναχωρήσει τον έξυπνο. Και περίμενα να μιλήσουν και ήμουν έτοιμος ν' απαντήσω στην ερώτησή τους. Όμως δεν έλεγαν τίποτα και απλώς με κοιτούσαν. 
Βλέποντας ότι η ώρα περνάει και ξέροντας ότι κάποιος άλλος περιμένει έξω, τελικά, τους μίλησα: 
-Κύριοί μου, να ξέρετε ότι αν πεθάνω τώρα, θα με πάρει ο Διάβολος. Δεν μου αρέσει ο τρόπος που ζω. Ούτε στον Θεό αρέσει το πώς ζω.
Ένας κύριος βρέθηκε σε σύγχυση:
- Αλίμονό μου, αλίμονο, να ξέρετε ότι μ' έχετε απογοητεύσει. Αν λέτε ότι ο Διάβολος θα σας πάρει στην Κόλαση, τότε τι μένει σ' εμάς να κάνουμε;
Και του απάντησα:
- Είναι δική σας υπόθεση και δικό σας θέλημα. Είσαστε έξυπνοι άνθρωποι. Ενώ ένας ανόητος πάντα αποβλέπει στο να πέσει σ' ένα χαντάκι, επειδή μόνο αυτό μπορεί. Γιατί ν' απαιτούμε από αυτόν κάτι, που δεν μπορεί να εκπληρώσει; Επομένως, για εσάς είναι πιο εύκολο να υπερβείτε τη δυσκολία. Έτσι.
Επίσης συμπλήρωσα:
- Αν ήμουν στη θέση σας, θα πήγαινα σ' έναν καλό πνευματικό για εξομολόγηση. Αυτός θα σας δίδασκε πώς να συγχωρείτε τον πλησίον σας και, ταυτόχρονα, πώς να πηγαίνετε στην εκκλησία. Και, φτάνοντας στην εκκλησία, θα έβλεπα τους άλλους καλύτερους από μένα και τον εαυτό μου τον πιο αμαρτωλό, λέγοντας μέσα μου: «Θεέ, δέξου με τον μετανοούμενο».
Τι ακούω στην εκκλησία; Το «Πάτερ ημών!». Ενώ, βγαίνοντας έξω από την εκκλησία, ξαφνικά συναντάω έναν άνθρωπο, που κάποτε μου έκανε κακό. Κι αισθάνομαι ότι τον σιχαίνομαι. Εκείνην τη στιγμή συνειδητοποιώ ότι ξέχασα πως μόλις τώρα έλεγα την προσευχή «Πάτερ ημών». Αλίμονό μου, επειδή στην προσευχή λέγεται: «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Του τ' άφησα άραγε; Είχα άσχημες σκέψεις για τον άνθρωπο, που μου έκανε κακό. Αυτό είναι το τέλος για μένα. Έτσι.

Στη συνέχεια πρόσθεσα το εξής:
- Κύριοί μου, επειδή ήρθατε εδώ, να ξέρετε ότι θα σας πω και κάτι χαρμόσυνο. Εάν θέλετε να σωθείτε, να προσέχετε μόνο ένα πράγμα: Να μην κάνετε στον άλλον αυτό, που δεν το θέλετε για τον εαυτό σας.
Ένας απ’ αυτούς δεν μπορούσε να κατανοήσει αυτά που τους έλεγα και τότε είπα:
- Ρωτάω επίσης και τη συνείδησή μου: «Συνείδηση, πες μου την αλήθεια. Αν πεθάνω τώρα, ο Θεός θα με σώσει; Ο Θεός αρέσκεται στον τρόπο της ζωής μου;». Και η συνείδηση θ' αρχίσει να με πείθει ότι πρέπει να διορθώσω τη ζωή μου, με τη βοήθεια της εξομολόγησης, της προσευχής. Τη νύχτα, μετά από δυο ώρες ύπνου, να σταθώ για προσευχή και να κλάψω λιγάκι με όλη μου την καρδιά. Επίσης, είναι σημαντικό, όταν προσεύχομαι, να μην κρατώ τίποτα κακό σε κανέναν. Πράττοντας έτσι, το Άγιο Πνεύμα δεν θα σας εγκαταλείψει. Να έχετε την βοήθεια του Κυρίου!
Μετέφρασε από τα Ρουμανικά στα Ρωσικά η Ζηναϊδα Πεϊκόβα
Μετέφρασε από τα Ρωσικά στα Ελληνικά η Κατερίνα Πολονέιτσικ

Pravoslavie.ru
7/15/2022

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ



ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ 
Φέρε μου μάνα να χαρείς 
τα σκολιανά μου ρούχα 
και πανηγύρι γίνεται 
κι όμορφο χοροστάσι  
κι η λύρα παίζει τσοι σκοπούς 
κι όλους τσ’ αναμαζώνει 
κοπέλια, νέους, κοπελιές, 
γέρους, μεσοκαιρίτες 
και τούτη την ανελωμή 
δεν μ-πρέπει να τη χάσω …

 

Θε’ μου την ν-τόση-ν ομορφιά 
που χουν ν-τα πανηγύρια, 
που ‘ναι με αγάπη και χαρά 
γεμάτα τα ποτήρια, 
που σμίγουν-ε οι χωριανοί 
με τσοι ξενιτεμένους 
και με συντέκνους ακριβούς 
και φίλους μπιστεμένους,  
 
θωρείς παππούδες τση πρεπιάς 
κι άρχοντες πατεράδες, 
για χάρη τση πατούλιας τος 
να δίνουν-ε παράδες 
κι η πιο ερωντική στιγμή 
που τη βραδιά ομορφίζει, ε 
ίναι που η κάθε κοπελιά 
βγαίνει και στραταρίζει

 

κι ο νιος με το μαντήλι ν-του 
την-ε κρατεί στα ζάλα 
και στου σεβντά αντιστέκεται 
τα πάθη τα μεγάλα 
κι ετσά διαβαίνει η βραδιά 
και του γλεντιού το νάμι 
κι έρχεται ο ήλιος το πρωί 
το πάσο ν-του να κάμει

 

και να ‘πομείνει η βραδιά 
στη σκέψη των ανθρώπω’ 
και να δοξάζουν ν-το’ Θεό 
και τούτον-ε τον ν-τόπο  

 

Χαρώ σε πανηγύρι μου 
με τσ’ όμορφες εικόνες, 
που δε χαλά η λάμψη σου 
κι ας φεύγουν οι αιώνες .

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

«Η κατάθλιψη είναι πνευματικός σταυρός»

 

 
«Η κατάθλιψη είναι πνευματικός σταυρός», 
του είπε η μάτουσκα. 
«Την επιτρέπει ο Θεός για να βοηθήσει εκείνους πού θέλουν μα δεν ξέρουν πώς να μετανοήσουν, εκείνους δηλαδή πού, αφού μετανοήσουν, ξαναγυρίζουν πάλι στις παλιές αμαρτίες τους… Την τρομερή αυτή ψυχική δοκιμασία μόνο δύο φάρμακα μπορούν να την θεραπεύσουν: είτε πρέπει να μάθει να μετανοεί σωστά κανείς και να προσφέρει έργα μετανοίας, ή να υπομένει τον πνευματικό σταυρό, την κατάθλιψη, με ταπείνωση, πραότητα, υπομονή κι ευγνωμοσύνη στον Κύριο. Να γνωρίζεις πώς τον σταυρό αυτόν ο Κύριος θα τον λογαριάσει ως καρπό μετανοίας... Έπειτα, σκέψου πόσο μεγάλη παρηγοριά είναι να συνειδητοποιείς πώς η δοκιμασία σου είναι ο κρυφός καρπός της μετάνοιας, ένας ανεπίγνωστος αυτοκολασμός λόγω της απουσίας απαραίτητων έργων… Με τη σκέψη αυτή πρέπει ο άνθρωπος να φτάσει στη συντριβή. Και τότε η κατάθλιψη σιγά σιγά υποχωρεί κι οι αληθινοί καρποί μετανοίας θ’ αναπτυχθούν…»


 Αγία Νεομάρτυς Μαρία της Γκάτσινα - ΕΔΩ 

 

Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

Τότε που στη Μεσαρά έκανα λιτανείες για να βρέξει. Μία λιτανεία στην Πόμπια.



Τότε που στη Μεσαρά έκανα λιτανείες για να βρέξει. 
Μία λιτανεία στην Πόμπια.

Από παλιά είχαμε προβλήματα με τις λίγες βροχές στην Πόμπια και γενικά στη Μεσαρά. 
Μία χρονιά δεν είχαμε νερό ούτε για να πιούμε. Ας είναι καλά η παλιά βρύση που δεν στέρεψε ποτέ και τα πηγάδια του χωριού. 
Πόσα; 
Αμέτρητα! 
Εγώ ήμουν ο νερουλάς του σπιτιού και του καφενείου. Έφερνα νερό από το πηγάδι του Μαγλινού. Ήταν ψηλά πάνω από το σπίτι των Κανακάκηδων πετρόκτιστο και σκεπαστό. 
Μόνο εμένα άφηνε Ευαγγελία να παίρνω.
Είμαστε δικαιολογία έλεγε.
 
Δεν έχω πιεί πιο καθαρό, νόστιμο και κρύο νερό. 
Για την λάτρα του σπιτιού, έπαιρναν νερό από της Χατζίνας και την τουλούμπα του Μύρω του Φραγκάκη από το περιβόλι του. 
Στον κάμπο οι ποταμίδες είχανε μπόλικο νερό και χέλια. Η γριά Αμάτα  έβγαζε άφθονο νερό αλλά  στη ρίζα τα πράγματα ήταν αλλιώς. 
Οι λίγες ελιές είχαν στρέψει τα φύλλα τους και στα σπαρμένα τα άδεια χωράφια δεν είχαν ψηλώσει καθόλου. 
Μα αφού δεν έβρεξε ο ευλογημένος τι να σου κάνουνε τα κακορίζικα. 
Ένα ποδάρι θα πομείνουνε. 
Την Κυριακή μετά το τέλος της λειτουργίας ο παπάς δεν πάει στην πύλη να μοιράζει αντίδωρο… 
Πάει στο Δεσποτικό θρόνο και λέει:   
-Χριστιανοί η εκκλησία του Χριστού συμμερίζεται την αγωνία και τον πόνο των χωριανών μας που λόγω της ανομβρίας κινδυνεύουν να χάσουν τη σοδειά τους. Θα δεήσουμε στον Ύψιστο να δώσει  βροχή να γλιτώσει η σοδιά.  Θα κάνουμε λιτανεία. Πηγαίνετε στα σπίτια σας, κάντε τις δουλειές σας και στις 2:00 ελάτε εδώ να αρχίσουμε. 
Με τις παροτρύνσεις των ηλικιωμένων και από περιέργεια πήγα μαζί με τον Κωστή τον Ζαφειράκη. 
Ο Κωστής ο Γιρβαλάκης,  ο Βοριάς λέει: 
 -Ο παπα Κωσταντής όταν έκανε λιτανεία πάντοτε έβρεχε μέσα σε 2-3 ημέρες, αλλά ήταν παπάς, όχι ψευτιές.  Όταν κρατούσε το δισκοπότηρο και έλεγε τα «σα εκ των  σων» έτρεμε  σαν το ψάρι το χέρι του και έπεφτε ο ιδρώτας από το κούτελο του σαν τις ρώγες. 
Μαζευτήκαμε στον Άη Γιώργη στην αυλή. το Γιωργιώ τον Μπαστάκη «Πετειναρακη» μοιράζει τα εξαπτέρυγα. 
Πάει να μου δώσει ένα και κάνω πως κοιτάζω αλλού και το δίνει στον Κωστή του Ζαφείρη. Παραμιλούσε συνέχεια που ξέστριψα εγώ και πήρε αυτός το εξαπτέρυγο. 
Παίρνει ο παπάς το θυμιατό και το Γιωργιώ ο καντηλανάφτης το σταυρό και ξεκινάμε.
Προς τον Άγιο Στυλιανό.
 
Κάθε λίγο στέκεται και ο παπάς και κάνει δέηση στον ουρανό. 
Δεν μπήκαμε μέσα στον Άγιο Στυλιανό. Μόνο ο παπάς μπήκε. 
Μόλις έρχεται μας λέει: 
  - Στην Αγία Σοφία τώρα… 
Είναι κάτω από το δημοτικό σχολείο από τα χωράφια… 
Πάμε πίσω από το μνημείο «δεν ήταν ακόμα νεκροταφείο» μέσα από τα χωράφια. 
Κάθε λίγο γονυκλισίες ο παπάς. 
Πρέπει να μάτωσα τα γόνατά του. 
Άρχισα να παίρνω στα σοβαρά τη λιτανεία. 
Είχε ένα στενό χωματόδρομο ανάμεσα από κάτι αλώνια και ξαφνικά από δυτικά  σηκώνονται δύο σύννεφα. 
-Μπα, μου λέει ένας ειδήμων. Αυτά δεν είναι νέφελα «σύννεφα» βροχής. Ας βρέξει Αυτός και ας βρέξει και αύριο. 
Εγώ πήγαινα από τα χωράφια, πρόσεχα μόνο τις πέτρες να μην στραμπουλίξω κανένα αστράγαλο. 
Είπαμε και ένα τροπάριο του Αγίου Γεωργίου «ο των αιχμαλώτων ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής» άλλο ένα τροπάριο του Αγίου Κωνσταντίνου και σαν άρχισε να δροσίζει! 
Πέφτουν οι πρώτες ψιχάλες χοντρές, χοντρές και κάνει μία μπόρα άνευ προηγουμένου. 
Αλαλαγμοί χαράς και ζητωκραυγές και ο παπάς γονατιστός να συνεχίσει να ψέλνει αλλιώτικα. Σαν να κλαίει. 
Σηκώνεται αργά-αργά βγάζει το καλυμμαύκι του να βραχεί και το κεφάλι… 
«Δόξα την Ανάσταση Ιησού Χριστέ» και έλαμψε το πρόσωπό του… 
 -Πάμε παιδιά μου, γιατί η βροχή δυναμώνει.
Ο κυρ Μιχάλης Χανιωτάκης είναι συνταξιούχος γιατρός από την Πόμπια το γεγονός που περιγράφει συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του 50, ο ιερέας που έκανε την λιτανεία ονομαζόταν Αδαμάντιος Τζουγανάκης και ήταν και δάσκαλος στο Πέρι.


Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

Τί θρηνεῖς καί τί κτυπιέσαι; Γιατί ἐπιβάλλεις στόν ἑαυτό σου τόσες τιμωρίες ὅσες οὔτε καί οἱ ἐχθροί σου δέν μπόρεσαν ὥς τώρα νά σοῦ καταφέρουν;


Πρός τήν Διακόνισσα Ὀλυμπιάδα 
Ἐπιστολή 9η
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Τί θρηνεῖς καί τί κτυπιέσαι; Γιατί ἐπιβάλλεις στόν ἑαυτό σου τόσες τιμωρίες ὅσες οὔτε καί οἱ ἐχθροί σου δέν μπόρεσαν ὥς τώρα νά σοῦ καταφέρουν; Γιατί παραδίδεις τόσο πολύ τήν ψυχή σου στήν τυραννία τῆς ἀθυμίας; Τά γράμματα πού μοῦ ἔστειλες μέ τόν Πατρίκιο μοῦ φανέρωσαν αὐτά τά ψυχικά σου τραύματα. Ἔχω μεγάλο πόνο μέ ἐσένα. Γιατί ἐνῶ θά ἔπρεπε νά κάνεις τά πάντα, ὥστε νά διώξεις ἀπό τήν ψυχή σου τήν ἀθυμία, ἐσύ γυρίζεις συνεχῶς γύρω ἀπό τά ἴδια θέματα καί καταγίνεσαι μέ ὀδυνηρούς λογισμούς - πλάθοντας μάλιστα φανταστικές ἱστορίες - ξεσχίζοντας ἔτσι καί καταστρέφοντας τόν ἑαυτό σου ἄσκοπα καί μάταια. 
Γιατί στενοχωριέσαι πού δέν μπόρεσες νά κάνεις κάτι, ὥστε νά φύγω ἀπό τήν Κουκουσό; Αὐτό τό ἔκανες ἤδη μέ τήν προαίρεση καί μέ τίς διάφορες ἐνέργειες πρός τούς ὑπεύθυνους παράγοντες, κινητοποιώντας τούς πάντες καί τά πάντα. Ἄν τελικά, δέν εὐοδόθηκε ὁ σκοπός αὐτῶν τῶν κινητοποιήσεων, ἐσύ γιατί θά πρέπει νά λυπᾶσαι καί νά πονᾶς; Μπορεῖ ὁ Θεός νά θέλει νά διανύσω διπλό δρόμο, ὥστε νά μέ ἀμείψει περισσότερο. Γιατί λοιπόν πονᾶς γιά ἐκεῖνα πού μέ ἀνακηρύττουν νικητή; Ἐσύ θά ἔπρεπε νά σκιρτᾶς γι’ αὐτά καί νά χορεύεις φορώντας στεφάνια. Κι αὐτό γιατί καταξιώθηκα νά δεχθῶ τέτοια τιμή ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τήν ἀξία μου. 
Σέ λυπεῖ μήπως ἡ ἐρημιά πού ἐπικρατεῖ ἐδῶ; Καί τί εἶναι γλυκύτερο ἀπό τήν ἐδῶ διαμονή; Ἐδῶ εἶναι ἡσυχία, γαλήνη, πολλή ἀμεριμνία καί ὑγιεινό κλῖμα. Ἄν ὁ τόπος δέν ἔχει καταστήματα καί ἀγορά, ἐμένα τί μέ ἀπασχολεῖ αὐτό; Στήν πραγματικότητα μοῦ ἔρχονται τά πάντα σάν νά βρισκόμουν καί νά ψώνιζα σέ μεγάλα καταστήματα. Ἐδῶ ἔχω δικό μου ἄνθρωπο, τόν ἐπίσκοπο καί τόν Διόσκουρο πού κάνει τά πάντα γιά νά μέ ἀναπαύσει. Θά σοῦ μιλήσει γι’ αὐτό τό θέμα καί ὁ καλός μας Πατρίκιος. Αὐτός θά σοῦ περιγράψει τό πόσο εὐχάριστα ζῶ ἐδῶ, μέ πόση ἀνάπαυση καί εὐκολία. 
Ἄν βέβαια θρηνεῖς γιά ὅσα συνέβησαν στήν Καισάρεια αὐτό δέν σέ τιμᾶ. Διότι καί ἐκεῖ πάλι πλέχθηκαν γιά μένα λαμπρά στεφάνια, ὥστε ὅλοι νά μέ ἐξυμνοῦν, νά μέ θαυμάζουν καί νά ἀποροῦν, μή ἐννοώντας τούς λόγους γιά τούς ὁποίους βρέθηκα στήν ἐξορία καί σέ τόσο μεγάλη κακοπάθεια. Αὐτά ὅμως νά μήν τά πεῖς σέ κανέναν, ἄν καί πολλοί τά συζητοῦν ἤδη καί τά διαδίδουν. Πράγματι, ὁ ἀγαπητός μου Παιάνιος μοῦ εἶπε ὅτι οἱ πρεσβύτεροι τοῦ ἐπισκόπου Φαρετρίου πού βρίσκονται ἐδῶ διαδίδουν ὅτι ἔχουν κοινωνία μέ ἐμένα καί ὅτι δέν συμμερίζονται τίς ἀπόψεις τῶν ἀντιθέτων, δέν ἔχουν καμιά σχέση καί πολύ περισσότερο, καμιά κοινωνία μαζί τους. Γιά νά μή ξεσηκωθοῦν λοιπόν καί ἀρχίσουν νά μᾶς ἐπιτίθενται ἀνοικτά, κράτησε σιωπή σχετικά μέ ὅ,τι σοῦ λέω. 
Αὐτά πού μᾶς συνέβησαν εἶναι πραγματικά πολύ θλιβερά. Ἀκόμα κι ἄν δέν μοῦ εἶχε συμβεῖ τίποτα ἄλλο κακό, θά ἀρκοῦσαν ὅσα συνέβηκαν ἐκεῖ γιά νά μοῦ ἐξασφαλίσουν πλούσια βραβεῖα. Τόσο πολύ κινδύνευσα, ὥστε ἔφθασα μέχρι τό θάνατο. Παρακαλῶ ὅμως αὐτά νά τά κρατήσεις μόνο γιά τόν ἑαυτό σου. Θά σοῦ τά διηγηθῶ ὅλα σύντομα, ὄχι γιά νά σέ λυπήσω, ἀλλά γιά νά σέ εὐφράνω. Γιατί αὐτά εἶναι τά ἀντικείμενα τοῦ ἐμπορίου μου, αὐτός εἶναι ὁ πλοῦτος μου, αὐτά εἶναι πού θά μοῦ σβήσουν τίς ἁμαρτίες μου. Ἐννοῶ τό νά βαδίζω συνεχῶς ἀνάμεσα σέ τέτοιους πειρασμούς καί ἀναπάντεχα, νά ξεπηδοῦν προβλήματα ἀπό ἐκεῖ πού δέν τό φανταζόμουνα. 
Ἐπρόκειτο νά μποῦμε στήν Καππαδοκία, ἀφοῦ εἴχαμε πλέον γλυτώσει ἀπό τά χέρια τοῦ ἐπισκόπου τῆς Γαλατίας, ὁ ὁποῖος μᾶς εἶχε ἀπειλήσει μέ θάνατο. Τότε μᾶς συνάντησαν πολλοί ἄνθρωποι, λέγοντας: “Ὁ Φαρέτριος σέ περιμένει μέ ἀγωνία καί πηγαινοέρχεται ἀνησυχώντας μήπως προσπεράσετε καί δέν καταφέρει νά σέ συναντήσει. Ἔχει ξεσηκώσει μάλιστα γιά τήν ὑποδοχή σου καί ὅλα τά μοναστήρια, ἀνδρικά καί γυναικεῖα καί κάνει τά πάντα, ὥστε νά σέ δεῖ, νά σέ ἀσπασθεῖ καί νά σοῦ δείξει ὅλη τήν ἀγάπη του”. Ἐγώ βέβαια, τά ἄκουγα ὅλα αὐτά, ἀλλά στήν πραγματικότητα δέν πίστευα τίποτα ἀπό τά λεγόμενά τους. Τό μόνο πού σκεπτόμουν ἦταν ὅτι ἀσφαλῶς μέ περίμεναν ἀκριβῶς τά ἀντίθετα. Δέν ἔλεγα ὅμως τίποτα ἀπ’ αὐτά πού εἶχα μέσα μου σ’ ἐκείνους πού μοῦ τά μετέφεραν. 
Ὅταν τελικά φθάσαμε στήν Καισάρεια, ἀναμμένος ἀπό τή φλόγα τοῦ πολύ ὑψηλοῦ πυρετοῦ, ἀποκαμωμένος καί ὑποφέροντας μέχρι θανάτου, βρῆκα ἐπιτέλους ἕνα κατάλυμμα στήν ἄκρη τῆς πόλης. Ἀμέσως μετά, φρόντισα νά βρῶ κανένα γιατρό γιά νά μέ βοηθήσει νά σβήσω τό καμίνι τοῦ πυρετοῦ πού μέ κατέκαιε. Ἦταν τό κορύφωμα τοῦ τριταίου πυρετοῦ, τόν ὁποῖο ἐπιβάρυνε ἡ ταλαιπωρία τῆς ὁδοιπορίας, ἡ κόπωση, ἡ συντριβή, ἡ ἀπουσία ἀνθρώπων πού νά μέ διακονοῦν, ἡ ἔλλειψη τῶν ἀναγκαίων, ἡ ἔλλειψη ἰατρικῆς παρακολούθησης, ἡ καταπόνηση ἀπό τή ζέστη καί τίς ἀγρυπνίες. 
Ἔτσι, ἔφθασα στήν πόλη σχεδόν νεκρός. Τότε ὅμως ἦλθαν κοντά μου ὅλος ὁ κλῆρος, ὁ λαός, οἱ μοναχοί, οἱ μοναχές καί οἱ γιατροί. Ὅλοι αὐτοί μέ περιποιήθηκαν πολύ καί μέ διακόνησαν ὑποδειγματικά, μέ πολλή ἐπιμέλεια καί σεβασμό. Ὁ ὑψηλός πυρετός μέ εἶχε βέβαια τελείως ἐξαντλήσει, ἀλλά λίγο - λίγο ἡ ἀρρώστια σταμάτησε καί λούφαξε. 
Ὁ Φαρέτριος ὅμως δέν φαινόταν πουθενά, ἀλλά σιωποῦσε - δέν ξέρω μέ ποιά σκέψη - περιμένοντας νά φύγουμε ἀπό τήν πόλη.  
Ὅταν τελικά διεπίστωσα ὅτι τό κακό ὑποχώρησε ἤρεμα, σκεπτόμουν νά ἀναχωρήσω καί νά πορευθῶ πρός τήν Κουκουσό, ὥστε νά ἀναπαυθῶ λίγο ἀπό τίς συμφορές πού μέ εἶχαν βρεῖ κατά τή διάρκεια τῆς ὁδοιπορίας. Ἐνῶ λοιπόν βρισκόμουν σ’ αὐτή τήν κατάσταση, μᾶς εἶπαν ὅτι ξαφνικά, εἶχε ἐμφανισθεῖ πλῆθος Ἰσαύρων πού εἶχαν κυριεύσει ὅλη τήν περιοχή τῆς Καισάρειας. Εἶχαν πυρπολήσει ἤδη ἕνα χωριό καί προχωροῦσαν καταστρέφοντας ὅ,τι εὕρισκαν μπροστά τους. Ὁ ὑπεύθυνος ἀξιωματικός πού ἦταν ἐπικεφαλῆς μιᾶς ἰσχυρῆς στρατιωτικῆς μονάδας τῆς περιοχῆς, ἀποφάσισε ἀμέσως νά βγοῦν γιά νά τούς ἀναχαιτήσουν. Ἀνησυχοῦσαν τόσο, μήπως αὐτοί ἐπιτεθοῦν καί στήν πόλη καί γι’ αὐτό ἦταν φοβισμένοι καί ἀγωνιοῦσαν γιά τή ζωή καί τόν τόπο τους, ὤστε ἐπιστρατεύθηκαν γιά τή φύλαξη τῶν τειχῶν ἀκόμα καί οἱ γέροντες. 
‘Ενῶ βρισκόμαστασταν σ’ αὐτή τήν κατάσταση ξαφνικά, τά ξημερώματα ὅρμησε στό κατάλυμμά μου μιά μανιασμένη ὁμάδα μοναχῶν, ἀπειλώντας μας καί λέγοντας ὅτι ἄν δέν ἔβγαινα ἔξω, θά ἔκαιγαν κι ἐμᾶς καί τό σπίτι πού μέναμε. Δέν μποροῦσε νά τούς ἠμερέψει τίποτα, οὔτε ὁ φόβος τῶν Ἰσαύρων, οὔτε ἡ κατάστασή μου ἀπό τήν ἀρρώστια πού τόσο πολύ μέ ταλαιπωροῦσε, οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἀντίθετα, ἐπέμεναν μέ τόση ὀργή στήν ἀπειλή τους. ὥστε φοβήθηκαν κι αὐτοί ἀκόμα οἱ ντόπιοι φρουροί μας. Γιατί κι αὐτούς ἀκόμα τούς ἀπειλοῦσαν λέγοντας, ὅτι εἶχαν ἤδη κτυπήσει θανάσιμα πολλούς τοπικούς φρουρούς. 
Ὅταν οἱ φρουροί ἄκουσαν ὅλα αὐτά, ἄρχισαν νά μέ παρακαλοῦν ἐπίμονα λέγοντας: “Προτιμοῦμε νά πέσουμε στά χέρια τῶν Ἰσαύρων, παρά σ’ αὐτά τά θηρία”. Ὁ τοπικός διοικητής ἄκουσε τά συμβάντα καί ἀμέσως ἔτρεξε νά μᾶς βρεῖ, ἐπειδή ἀγωνιοῦσε γιά μᾶς καί τή ζωή μας καί ἤθελε πολύ νά μᾶς βοηθήσει. Οἱ μοναχοί ὅμως δέν δέχθηκαν οὔτε ἐκείνου τίς παρακλήσεις καί ἔτσι ἀποδείχθηκε κι αὐτός ἀνίσχυρος ὑπερασπιστής μας. Βλέποντας λοιπόν ὁ διοικητής ὅτι τά πράγματα βρίσκονταν σέ πλῆρες ἀδιέξοδο - καί μή μπορώντας νά μᾶς συμβουλεύσει νά φύγουμε καί ἔτσι νά ἐκτεθοῦμε σέ βέβαιο θάνατο, ἀλλά οὔτε καί νά παραμείνουμε στήν πόλη κάτω ἀπό τέτοια ἀπειλή - ἔστειλε ἀνθρώπους καί παρακάλεσε τό Φαρέτριο νά μᾶς ἐπιτρέψει νά μείνουμε λίγο ἀκόμη στήν πόλη λόγῳ τῆς ἀπειλῆς τῶν Ἰσαύρων. Δέν κατάφερε ὅμως καί πάλι τίποτα. Ἔτσι τήν ἑπόμενη ἡμέρα οἱ ἴδιοι μοναχοί ὅρμησαν κατεπάνω μας πιό ὀργισμένοι, ὥστε φοβήθηκαν ὅλοι καί κανένας ἀπό τούς πρεσβυτέρους δέν τολμοῦσε νά μᾶς παρασταθεῖ καί νά μᾶς βοηθήσει. Κι αὐτό γιατί ἐκεῖνοι ντρέπονταν, ἐπειδή πίστευαν ὅτι ὅλα αὐτά γίνονταν κατ’ ἐντολήν τοῦ Φαρέτριου, καί γι’αὐτό κρύβονταν ἀπό μᾶς καί ὅταν τούς καλούσαμε σέ συμπαράσταση, δέν ὑπάκουαν. 
Τί χρειάζεται νά πῶ περισσότερα ἐπάνω σ’ αὐτό τό θέμα; Κάτω ἀπό τή σοβαρή αὐτή ἀπειλή τῆς ζωῆς μας καί ἀπό τήν τυραννία τοῦ πυρετοῦ, πού δέν μέ εἶχε ἀκόμα ἀφήσει, ἀποφάσισα καί ἔπεσα στό φορεῖο καί τό μεσημέρι μέ ἔβγαλαν ἀπό τό σπίτι, ἐνῶ ὁ λαός γόγγυζε, κραύγαζε καί καταριόταν αὐτόν πού προκάλεσε τά τόσα δεινά καί ὅλοι μᾶς ἀποχαιρετοῦσαν, κλαίγοντας καί θρηνώντας. 
Ὅταν βγήκαμε πιά ἀπό τήν πόλη ἐμφανίστηκαν ἀθόρυβα μερικοί κληρικοί καί μᾶς προέπεμψαν κλαίγοντας. Ἄκουσα κάποιους νά λένε: 
“Ποῦ τόν πᾶτε; Τόν ὁδηγεῖτε σέ σίγουρο θάνατο”. Κάποιος ἄλλος ἀπό ἐκείνους πού ἰδιαίτερα μέ σέβονται καί μέ ἀγαποῦν μοῦ ἔλεγε: “Πήγαινε, νά γλυτώσεις ἀπό μᾶς. Εἶναι καλύτερα νά πέσεις στά χέρια τῶν Ἰσαύρων παρά νά μείνεις κοντά μας. Ὅπου κι ἄν πέσεις θά εἶσαι πιό ἀσφαλής ἀπό τά δικά μας χέρια”. 
Ἀκούγοντας καί βλέποντας ὅλα αὐτά ἡ καλή Σελευκεία, ἡ σύζυγος τοῦ Ρουφίνου - ὁ ὁποῖος πολύ μᾶς συμπαραστάθηκε - ἔστειλε ἀνθρώπους καί μέ παρακέλεσε ἱκετεύοντας, νά καταλύσω στό ἀγρόκτημά τους, πού βρισκόταν λίγο μακρύτερα ἀπό τήν ἔξοδο τῆς πόλης. Δέχθηκα τήν πρόσκληση καί πήραμε τό δρόμο γιά ἐκεῖ. 
Οὔτε ὅμως ἐκεῖ μ’ ἄφησαν οἱ διῶκτες μου ἥσυχο. Μόλις ἔμαθε ὁ Φαρέτριος ὅτι εἶχα καταλύσει ἐκεῖ, τούς ἀπείλησε πολύ ἄγρια, ὅπως ἔλεγε ἡ Σελεύκεια. Ὅταν βέβαια, ἐγώ εἶχα ἀποδεχθεῖ τήν πρόσκλησή τους, δέν γνώριζα τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά. Ἡ Σελευκεία τά εἶχε κρατήσει ὅλα μυστικά καί μόνον στόν ἐπιστάτη τους εἶχε δώσει ἐντολή νά μᾶς προσφέρει κάθε ἀνάπαυση. Τόν εἶχε ἐπιπλέον προειδοποιήσει λέγοντάς του, ὅτι ἄν ἔλθουν οἱ μοναχοί καί θελήσουν νά μᾶς προσβάλουν ἤ νά μᾶς κάνουν κακό νά συγκεντρώσει τούς ἐργάτες καί ἀπό τά ἄλλα κτήματά τους καί νά τούς ἀποκρούσουν. Μέ παρακάλεσε ἐπίσης, ἄν βρεθῶ σέ δυσκολία, νά μή δυσκολευθῶ νά καταφύγω στό σπίτι τους πού εἶχε ἀπόρθητο πύργο, καί ἔτσι νά γλιτώσω ἀπό τά χέρια τοῦ ἐπισκόπου καί τῶν μοναχῶν. 
Δέν δέχθηκα βέβαια, αὐτή τήν πρόταση καί ἔμεινα στό κτῆμα, χωρίς νά ὑποψιάζομαι τίποτα ἀπό ἐκεῖνα πού μέ περίμεναν. Ὁ Φαρέτριος τήν ἀπειλοῦσε συνεχῶς καί τήν πίεζε νά μέ διώξει ἀπό τό κτῆμα τους. Ἡ Σελευκεία, μή ὑποφέροντας αὐτές τίς πιέσεις καί ἀπό τό φόβο πού τῆς εἶχε ἐμπνεύσει ὁ Φαρέτριος, - ἐνῶ ἐγώ τά ἀγνοοῦσα ὅλα αὐτά - μέ εἰδοποίησε τά μεσάνυχτα ὅτι εἶχαν ἐμφανισθεῖ στήν περιοχή βάρβαροι. Τό εἶπε βέβαια αὐτό, ἐπειδή ντρεπόταν νά μοῦ πεῖ τό τί περνοῦσε ἀπό τό Φαρέτριο, γιά τή φιλοξενία πού μοῦ παρεῖχε στό ἀγρόκτημά τους. 
Ἦρθε λοιπόν, μέσα στό σκοτάδι τῆς νύκτας ὁ πρεσβύτερος Εὐήθιος καί σχεδόν φωνάζοντας μοῦ εἶπε νά σηκωθῶ γιά νά φύγουμε, ἐπειδή εἶχαν φθάσει οἱ βάρβαροι. 
Σκέψου σέ ποιά κατάσταση βρέθηκα, ἀκούγοντας αὐτά. Στήν πόλη, καθώς μοῦ εἶπε ὁ πρεσβύτερος, δέν μπορούσαμε νά καταφύγουμε, μήπως παθαίναμε ἀπό τούς διῶκτες μας χειρότερα, ἀπό ἐκεῖνα πού θά μᾶς ἔκαναν οἱ Ἴσαυροι. Ἔτσι σηκωθήκαμε καί φύγαμε. 
Ἦταν μεσάνυκτα. Ἡ νύκτα ἦταν χωρίς φεγγάρι, μαύρη καί σκοτεινή καί γι’ αὐτό δυσκολευόμαστε πιό πολύ. Δέν μᾶς παράστεκε κανείς ὡς βοηθός καί συνοδός στήν πορεία. Ὅλοι μᾶς εἶχαν ἐγκαταλείψει. Ἤμουν σχεδόν σίγουρος ὅτι τό τέλος μου πλησίαζε. Τούς εἶπα κάποια στιγμή νά ἀνάψουν λαμπάδες γιά νά βλέπουμε, ἀλλά ὁ πρεσβύτερος εἶπε ὄχι, γιατί φοβόταν ὅτι ἔτσι θά μᾶς ἐντόπιζαν οἱ βάρβαροι πιό εὔκολα. Ἔτσι προχωρούσαμε ὅσπου ὁ ἡμίονος πού μετέφερε τό φορεῖο μου, γονάτισε ἀπότομα ‒ ἐπειδή ὁ δρόμος ἦταν κακοτράχαλος καί ἀνηφορικός - καί μέ πέταξε κάτω. Λίγο ἀκόμα καί θά μέ σκότωνε. Ἔβαλα ἔπειτα ὅσες δυνάμεις μοῦ εἶχαν ἀπομείνει, καί μέ τή βοήθεια τοῦ πρεσβυτέρου Εὐηθίου βάδιζα ἤ καλύτερα συρόμουν, γιατί πῶς μποροῦσε κανείς νά περπατήσει σέ τόσο δύσβατη καί ὀρεινή περιοχή καί μέσα στήν ἀσέληνη νύκτα. 
Σκέψου τί θά μποροῦσα νά πάθω, ἀφοῦ τόσο ὑπέφερα καί ἐνῶ ὁ πυρετός ἐξακολουθοῦσε νά μέ κατακαίει. Ἀπό ὅλες αὐτές τίς σκευωρίες δέν γνώριζα τίποτα, ἀλλά εἶχα στρέψει τήν προσοχή μου στούς βαρβάρους καί φοβόμουν ὅτι θά ἔπεφτα τελικά στά χέρια τους. Πῶς τό βλέπεις; Δέν θά ἀρκοῦσαν καί μόνο αὐτά τά παθήματα νά ἐξαλείψουν τίς ἁμαρτίες μου καί νά μοῦ χαρίσουν πνευματική προκοπή; 
Αὐτά ὅλα τά ἔπαθα, καθώς νομίζω, ἐξαιτίας τῆς ζήλειας τοῦ Φαρέτριου. Γιατί, ὅταν ἐκεῖνος εἶδε ὅτι μέ τό πού ἔφθασα στήν Καισάρεια δέχθηκα τόσες τιμές καί περιποιήσεις ἀπό τούς τοπικούς παράγοντες, ἀπό τούς λογίους καί ἀπό σύσσωμο τό λαό τῆς περιοχῆς πού μέ φρόντιζε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, μέ φθόνησε. Δέν τό λέω βέβαια αὐτό μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα, ἀλλά ἔτσι ἔδειξαν τά πράγματα. Τί ἄλλο θά μποροῦσε κανείς νά προσθέσει γιά τίς τόσες περιπέτειες κατά τό διάστημα τῆς πορείας, γιά τούς φόβους καί τούς κινδύνους πού περάσαμε; 
Καθώς τώρα τά ξαναφέρνω ὅλα αὐτά στό λογισμό μου, πετῶ ἀπό τή χαρά μου καί εὐφραίνομαι σάν νά ‘χω ἀποθηκευμένο μεγάλο θησαυρό. Πράγματι ἔτσι αἰσθάνομαι καί αὐτή τή διάθεση ἔχω. Γι’ αὐτό σέ παρακαλῶ, νά χαίρεσαι κι ἐσύ μαζί μου καί νά εὐφραίνεσαι, δοξάζοντας τόν Θεό πού μέ ἀξίωσε νά ὑποστῶ τέτοια παθήματα. Νά μήν τά πεῖς ὅμως αὐτά σέ κανέναν, ἄν καί οἱ ὑπεύθυνοι συνοδοί μου εἶναι ἕτοιμοι νά γεμίσουν μέ τά λόγια τους ὁλόκληρη τήν πόλη, ἀφοῦ κι αὐτοί κινδύνευσαν μαζί μου. Ἀπό ἐσένα πάντως νά μήν ἀκουστεῖ τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά καί μάλιστα νά σταματᾶς ὅποιον ἀρχίζει μιά τέτοια κουβέντα. 
Ἄν πάλι στενοχωριέσαι γιά τά κατάλοιπα πού ἄφησε ἐπάνω μου ὅλη αὐτή ἡ ταλαιπωρία, μάθε ὅτι ὄχι μόνον δέν παρέμεινε ἀπό αὐτά τίποτα, ἀλλά ὅτι τώρα εἶμαι πολύ καλύτερα ἀπό τότε πού βρισκόμουν ἐκεῖ. Τό κρύο νά μήν τό φοβᾶσαι. Ἔχουν κατασκευαστεῖ ἐδῶ καταλύμματα γιά νά κλύπτουν τίς ἀνάγκες μας καί ὁ Διόσκορος κάνει τά πάντα, ὥστε νά εἴμαστε τελείως προφυλαγμένοι ἀπό αὐτό. Καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά - ἄν μπορῶ νά ἀντιληφθῶ σωστά ἀπό τήν πρώτη κιόλας ἡμέρα- κατάλαβα ὅτι ὁ ἀέρας ἐδῶ εἶναι ἀνατολικός, ζεστός καί ἀνάλαφρος καί ἴδιος σχεδόν μ’ ἐκεῖνον πού ἔχει ἡ Ἀντιόχεια. 
Πολύ μέ λύπησες πού εἶπες ὅτι ἴσως νά εἶμαι δυσαρεστημένος, ἐπειδή ἀμελήσατε καί δέν ἐνεργήσατε ὥστε νά μετακινηθῶ ἀπό ἐδῶ πού βρίσκομαι. Καί ὅμως πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες ἐγώ σοῦ ἔγραψα καί σέ παρακάλεσα γιά ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Νά μήν μέ μετακινήσετε δηλαδή, ἀπό ἐδῶ. Νομίζω ὅτι χρειάζεται νά μετανοήσεις πολύ γι’ αὐτό πού εἶπες. Ἴσως βέβαια, νά ἔκανες μιά προσπάθεια ἀπολογίας, ὅταν εἶπες ὅτι, ἁπλά, τό σκέπτεσαι αὐτό γιά νά φορτώνεσαι μέ περισσσότερη θλίψη. Καί αὐτό ὅμως, ὅτι δηλαδή καλλιεργεῖς μέσα σου ἐπώδυνους λογισμούς, εἶναι βαριά ἁμαρτία. Ἐνῶ θά ἔπρεπε νά κάνεις τά πάντα γιά νά ξεφεύγεις ἀπό αὐτές τίς καταστάσεις, ἐσύ κάνεις τό χατήρι τοῦ διαβόλου καί μεγαλώνεις τόν πόνο καί τήν ἀθυμία σου.
Πάντως νά μήν ἀνησυχεῖς γιά τούς Ἰσαύρους καί νά μήν τούς φοβᾶσαι, γιατί αὐτοί γύρισαν πίσω στήν πατρίδα τους. Ὁ κυβερνήτης τοῦ τόπου ἀγωνίστηκε πολύ καί ἔτσι τώρα ἔχουμε περισσότερη ἀσφάλεια ἀπό ἐκείνη πού εἴχαμε ὅταν βρισκόμασταν στήν Καισάρεια.
Πραγματικά, κανένα δέν ἔχω φοβηθεῖ τόσο, ὅσο τούς ἐπισκόπους, ἐκτός ἀπό λίγους. 
Γιά τούς Ἰσαύρους λοιπόν νά μή φοβᾶσαι καθόλου. Γιατί ἔφυγαν πίσω καί ἐπειδή ἄρχισε ὁ χειμώνας κλείστηκαν στά σπίτια τους. Ἄν ἀποφασίσουν νά ξαναβγοῦν, αὐτό θά γίνει μετά τήν Πεντηκοστή. 
Γιατί λές ὅτι δέν ἔχεις τή χαρά νά παίρνεις γράμματα; Σοῦ ἔχω ἤδη στείλει τρεῖς μακροσκελεῖς ἐπιστολές, τή μιά μέ τούς ἐπαρχιακούς ὑπαλλήλους, τήν ἄλλη μέ τόν Ἀντώνιο καί τήν ἄλλη μέ τόν Ἀνατόλιο τόν ὑπηρέτη σας. Οἱ δύο μάλιστα ἀπό αὐτές εἶναι φάρμακο σωτήριο, ἱκανό νά ἀναζωογονήσει καί κάνει εὔθυμο καθένα πού εἶναι λυπημένος ἤ πού σκανδαλίζεται. Ὅταν λοιπόν λάβεις αὐτές τίς ἐπιστολές φρόντισε νά τίς διαβάζεις συνεχῶς καί θά δεῖς τή δύναμή τους. Τότε θά μέ ἐνημερώσεις γιά τίς θεραπευτικές ἰδιότητες πού αὐτές ἔχουν καί θά μοῦ περιγράψεις τήν μεγάλη ὠφέλεια πού ἔλαβες ἀπό τή μελέτη τους. Ἔχω ἕτοιμη καί μιά ἀκόμα ἐπιστολή, ἀλλά δέν θέλησα νά τήν στείλω, ἐπειδή λυπήθηκα πολύ ἀπό αὐτό πού εἶπες γιά τόν ἑαυτό σου. Ὅτι δηλαδή, σκέπτεσαι συνεχῶς τά ἴδια λυπηρά πράγματα καί φτιάχνεις μέ τό νοῦ σου ἀνύπαρκτες ἱστορίες. Αὐτά πού λές δέν σέ τιμοῦν καί μέ κάνουν νά κρύβω ἀπό ντροπή τό πρόσωπό μου. 
Διάβασε λοιπόν αὐτές τίς ἐπιστολές καί δέν θά μπορέσεις νά ξαναπεῖς τά ἴδια λόγια, ἀκόμα κι ἄν τό μυαλό σου ἔχει κολλήσει ἐκεῖ ἤ ἀγωνίζεσαι νά κρατήσεις μόνιμη τήν ἀθυμία. 
Γιά τό θέμα τοῦ Ἡρακλείδη ἔχω τή γνώμη ὅτι μπορεῖ αὐτός, ἄν θέλει, νά ὑποβάλει τήν παραίτησή του, ὥστε νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό ὅλα αὐτά. Δέν ὑπάρχει ἄλλη λύση. Ἐγώ βέβαια, παρόλο πού δέν πέτυχα γι’ αὐτόν κάτι σπουδαῖο, προσπάθησα νά τόν βοηθήσω μέσω τῆς Διακόνισσας Πενταδίας, τήν ὁποία παρακάλεσα νά κάνει ὅ,τι μπορεῖ γι’ αὐτό τό θέμα. 
Μοῦ εἶπες ἐπίσης, ὅτι τόλμησες νά μοῦ μιλήσεις γιά τίς θλίψεις τοῦ Ἡρακλείδη, ἐπειδή ὁ ἴδιος σοῦ τό ζήτησε. Μά τί λόγια εἶναι αὐτά; Σοῦ λέω καί σοῦ ἐπαναλαμβάνω ὅτι τό μόνο γιά τό ὁποῖο πρέπει νά λυπόμαστε εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι σκόνη καί καπνός. Πράγματι, πόσο βαρύ εἶναι τό νά ἁλυσσοδεθεῖ κανείς καί νά ριχθεῖ στή φυλακή; Πόσο βαρύ εἶναι τό νά κακοπαθεῖ κανείς, ὅταν ἡ κακοπάθεια τοῦ ἀποφέρει τόσο μεγάλο κέρδος; Πόσο βαρύ πράγμα εἶναι ἡ ἐξορία ἤ ἡ δήμευση τῶν ὑπαρχόντων του; Αὐτά δέν εἶναι λυπηρά οὔτε στενόχωρα πράγματα. Ἄν μιλήσεις γιά θάνατο, μιλᾶς γιά τό κοινό ἀνθρώπινο χρέος, τό ὁποῖο κανείς δέν μᾶς τό ἐπιβάλλει, καθένας μας ὅμως πρέπει νά τό ὑπομείνει. Ἄν πεῖς γιά τήν ἐξορία, δέν τίποτα ἄλλο ἀπό τό νά ἀπολαμβάνει κανείς τήν ὕπαιθρο καί τήν ἐπίσκεψη σέ διάφορους τόπους. Ἄν μιλήσεις πάλι, γιά δήμευση τῶν ὑπαρχόντων, τότε ἐγκωμιάζεις τή λύτρωση καί τήν ἐλευθερία. 
Μήν παύσεις, παρακαλῶ, νά φροντίζεις τόν ἐπίσκοπο Μαρουθᾶ, ὥστε νά τόν ἀνασύρεις ἀπό τό βάραθρο. Διότι εἶναι ἀπαραίτητος γιά τό ἔργο πού γίνεται στήν Περσία. Πληροφορήσου, ἄν εἶναι δυνατόν ἀπό τόν ἴδιο, πῶς ἐργάζεται σέ ἐκεῖνα τά μέρη καί μάθε γιά ποιόν λόγο γύρισε πίσω. Ἐνημέρωσέ με ἐπίσης, γιά τό κατά πόσον τοῦ παρέδωσες τίς δυό ἐπιστολές πού τοῦ ἔστειλα. Ἄν θελήσει ὁ ἴδιος νά μοῦ γράψει καλῶς ἔχει Ἄν ὅμως δέν τό κάνει, νά ἐνημερώσει τοὐλάχιστον ἐσένα γιά τό πῶς ἐργάσθηκε ἐκεῖ κάτω καί τί προγραμματίζει νά κάνει κατά τήν ἐπιστροφή του. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος πού προσπάθησα νά ἔλθω σέ ἐπαφή μαζί του. Πάντως ἐσύ νά κάνεις τό καθῆκον σου, ἔστω κι ἄν ὅλοι πέφτουν μέ τό κεφάλι στό γκρεμό. Ἐσύ νά συνεχίσεις τή διακονία σου καί ὁ μισθός θά εἶναι ἀντίστοιχος τῆς προσφορᾶς σου. Νά συμφιλιωθεῖς λοιπόν μαζί του, ὅσο βέβαια, ἐξαρτᾶται ἀπό ἐσένα.
Πρόσεξε παρακαλῶ, πολύ αὐτό πού θέλω τώρα νά σοῦ πῶ καί κάνε γι’ αὐτό ὅ,τι περνάει ἀπό τό χέρι σου: Οἱ μοναχοί Μαρσεῖς, οἱ Γότθοι - ὅπου κρυβόταν πάντοτε ὁ ἐπίσκοπος Σεραπίων - μέ πληροφόρησαν ὅτι ὁ διάκονος Μαδουάριος ἦλθε γιά νά τούς ἀναγγείλει τό θάνατο τοῦ θαυμάσιου ἐκείνου καί τόσο δραστήριου ἐπισκόπου Οὐνία. Ἐννοῶ ἐκεῖνον πού χειροτόνησα καί ἔστειλα στή Γοτθία. Ὁ Μοδουάριος ἔχει ἔλθει προσκομίζοντας ἐπιστολές τοῦ βασιλιᾶ τῶν Γότθων, ὁ ὁποῖος ζητάει νά τούς σταλεῖ ἐπίσκοπος. ‘Επειδή λοιπόν, δέν βλέπω ὅτι κάτι ἄλλο θά προλάβει τήν καταστροφή πού πρόκειται νά ξεσπάσει, φρόντισε ὥστε νά ὑπάρξει κάποια καθυστέρηση ἤ μιά ἀναβολή. 
Γιατί, ὅπως καί νά ἔχει τό πράγμα, τώρα δέν μποροῦν νά διαπλεύσουν τό Βόσπορο ἐξαιτίας τῆς χειμερινῆς κακοκαιρίας. Πρόσεξε μήν τό ἀμελήσεις αὐτό, γιατί πρόκειται γιά μεγάλο κατόρθωμα. 
Δυό πράγματα θά μέ λυποῦσαν πάρα πολύ. Τό νά γίνει ἐκλογή νέου ἐπισκόπου, ἀπό ἐκείνους πού δέν τούς ἐπιτρέπεται κάτι τέτοιο καί οἱ ὁποῖο διαπράττουν τόσα κακά καί τό νά γίνει χειροτονία ἀκατάλληλου προσώπου. Γνωρίζεις βέβαια, πολύ καλά ὅτι δέν πρόκειται αὐτοί νά ἐκλέξουν κάποιο ἄξιο καί κατάλληλο πρόσωπο. Εἴθε νά μήν γίνει κάτι τέτοιο γιατί ἀντιλαμβάνεσαι πολύ καλά τή συνέχεια τοῦ πράγματος. Γιά νά προληφθοῦν λοιπόν ὅλα αὐτά φρόντισε νά ἐνεργήσεις ἀθόρυβα. Ἄν μάλιστα θά μποροῦσε ὁ Μοδουάριος νά ταξίδευε πρός τά ἐδῶ κρυφά, αὐτό θά ἦταν πολύ χρήσιμο. Ἄν ὅμως αὐτό εἶναι ἀδύνατον κάνετε τοὐλάχιστον ἀπό ἐκεῖ ὅ,τι μπορεῖτε. 
Στά θέματα αὐτά συμβαίνει ὅ,τι καί μέ τά χρήματα, ὅπως ἔγινε καί μέ τή χήρα τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅπως δηλαδή αὐτή ἀπεδείχθη ἀνώτερη, μεταξύ ἐκείνων πού κατέβαλαν μεγάλα ποσά, ἔτσι καί ὅσοι καταβάλουν ὅλες τους τίς δυνάμεις στήν προσπάθεια νά διευθετήσουν ἐκκλησιαστικές ὑποθέσεις ξεπληρώνουν τό χρέος τους καί ,ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἀποτέλεσμα τῶν ἐνεργειῶν τους, δικαιοῦνται ὁλόκληρη τήν ἀμοιβή τους. 
Στόν ἐπίσκοπο Ἱλάριο χρεωστῶ πολλή εὐγνωμοσύνη. Μοῦ ἔγραψε γιά νά πάρει τήν εὐλογία μου ὥστε νά ξαναγυρίσει στήν ἕδρα του γιά νά τακτοποιοήσει διάφορες ἐκκρεμότητες καί μετά νά ἐπανέλθει. Ἐπειδή λοιπόν ἡ παρουσία του εἶναι πολλή ὠφέλιμη - γιατί εἶναι εὐλαβής, σταθερός καί ζηλωτής - τόν παρεκάλεσα νά μεταβεῖ ἐκεῖ κατά τήν ἐπιθυμία του, ἀλλά νά γυρίσει τό συντομότερο δυνατόν. Φρόντισε λοιπόν, νά μήν παραπέσει ἡ ἐπιστολή, ἀλλά νά φθάσει στά χέρια του σίγουρα καί γρήγορα. 
Μερίμνησε μέ ἰδιαίτερη προσοχή τό θέμα τῶν ἐπιστολῶν μου. Ἄν ὁ προσβύτερος Ἑλλάδιος δέν φανεῖ ἀπό ἐκεῖ, τότε φρόντισε ὥστε αὐτές νά ἐπιδοθοῦν στούς φίλους μας, μέ κάποιον ἄλλο συνετό καί ὑπεύθυνο ἄνθρωπο.

Ἀπό τό βιβλίο:
«Ὁ πορισμός τῶν θλίψεων»
Ἔκδοσις ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ,
Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέα


ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΠΡΟΜΗΤΟΡΟΣ ΑΝΝΗΣ

 *** 

ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΠΡΟΜΗΤΟΡΟΣ ΑΝΝΗΣ

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καί τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν
 
Ὁ ἱερεύς· 
Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. 
Ὁ χορός· Ἀμήν.

Ψαλμός ρμβ΄ (142)
Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τὴ ἀληθεία σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τὴ δικαιοσύνην σου. Καὶ μὴ εἰσέλθεις εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου. Ἐκάθισεν μὲ ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος, καὶ ἠκηδίασεν τὸ πνεῦμα μου, ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδίαν μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πάσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτησα. Διαπέτασα πρὸς σὲ τὰς χείρας μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρος σοί. Ταχὺ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου. Μὴ ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπόν σου ἂπ΄ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκον. Ἀκουστὸν ποίησον μοὶ τὸ πρωὶ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐπὶ σοί ἤλπισα· γνώρισὸν μοὶ κύριε, ὁδὸν ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ᾗρα τὴν ψυχήν μου. Ἐξελοὺ με ἐκ τῶν ἐχρῶν μου Κύριε, πρὸς σὲ κατέφυγον, δίδαξον μὲ τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὃτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου. Τὸ Πνεῦμα σου τὸ ἀγαθὸν ὁδηγήσει μὲ ἐν γῆ εὐθεία, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις με, ἐν τῇ δικαιοσύνη σου ἑξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τοὺς ἐχθρούς μου. Καὶ ἀπολεῖς πάντας τοὺς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγὼ δοῦλος σου εἰμί.

Καὶ εὐθὺς τὸ Θεὸς Κύριος, μετὰ τῶν στίχων αὐτοῦ ἐξ ἑκατέρων τῶν χορῶν. 
Ἦχος δ΄ 
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
 Στιχ. α´. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, καὶ ἐπικαλεῖσθε τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ.
 Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
 Στιχ. β´. Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσαν μέ, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
 Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
 Στιχ. γ´. Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὔτη, καί ἐστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
 Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῇ θεοφόρῳ ἐκτενῶς νῦν προσέλθωμεν, οἱ ταπεινοὶ ὡς ἀληθῶς καὶ προσπέσωμεν, ἐν κατανύξει κράζοντες θερμὼς ἐκ ψυχῆς, Ἂννα πολυΰμνητε, σπλαχνισθεῖσα σοῖς δούλοις' πάσης ἡμὰς λύτρωσαι, προσβολῆς ἐναντίας, καὶ ἀπειλῇς δεινῶν παντοδαπὼν εἰς σὲ γὰρ πάντες, ἀεὶ ἐγκαυχώμεθα.
 
Δόξα, τὸ αὐτό. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Οὐ σιωπήσωμέν ποτε, Θεοτόκε, τάς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι, εἰ μὴ γὰρ σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα, τὶς ἡμᾶς ἐρρύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων, τὶς δὲ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους; οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα ἐκ σοῦ' σούς γὰρ δούλους σῴζεις ἀεὶ ἐκ παντοίων δεινῶν.
 
Ψαλμὸς Ν' (50)
λέησον μὲ ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου, ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου. Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν μὲ ἀπὸ τάς ἀνομίας μου, καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διὰ παντός. Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον, καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα ὅπως ἂν δικαιωθεὶς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσεις ἐν τῷ κρίνεσθαι σέ. Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας· τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεὶς μὲ ὑσσώπω, καὶ καθαρισθήσομαι πλυνεῖς μέ, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιείς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου, καὶ πάσας τάς ἀνομίας μου ἐξαλεῖψον. Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοὶ ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μὴ ἀπορρίψεις μὲ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου, καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ' ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σοῦ, καὶ πνεύματι ἠγεμονικὸ στήριξον μέ. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι. Ῥυσαὶ μὲ ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου· ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνην σου. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἂν ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην, ὁ Θεός, οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.
 Εἶτα ἀρχόμεθα τοῦ κανόνος, λέγοντες ἐν ἑκάστῳ τροπαρίω: Ἁγία Θεοπρομῆτορ Ἄννα πρεσβεῦε ὑπὲρ ἡμῶν.
 Ὠδή α'. Ἦχος πλ. δ'. Ὑγρὰν διοδεύσας.
πίβλεψον ἄνωθεν εὐμενῶς προμῆτορ Κυρίου, καὶ ἐπόμβρησον δαψιλώς, τὰ ῥεῖθρα τοῦ θείου σοῦ ἐλέους, τοῖς προσιούσι θερμὼς ἐν τῇ σκέπῃ σου.
 
Παθῶν ἀκαθέκτων τὴν χαλεπὴν κατεύνασον ζάλην, καὶ παντοίων ἐπιφορῶν, τὴν ῥύμην ἀνάστειλον θέοφρον, σαῖς πρὸς Θεὸν ἱεραῖς παρακλήσεσιν.

ν νόσοις σὲ εὕροιμεν ἰατρόν, φιλάγαθε Ἄννα, καὶ ἐν θλίψεσι πλατυσμόν, καὶ πύργον ἰσχῦος ἐν ἀνάγκαις, καὶ ἐν κινδύνοις ταχεῖαν ἀντίληψιν.
 Θεοτοκίον.
πίσκεψαι Δέσποινα συμπαθῶς, τοὺς πίστει καὶ πόθῳ, σὲ ὑμνούντας ἀνελλιπῶς, καὶ πᾶσι παρασχοὺ σωτηρίαν' καὶ φωτισμὸν καὶ εἰρήνην καὶ ἔλεος.
 Ὠδὴ γ'. Οὐρανίας ἄψῖδος.
Συμφορῶν καὶ κινδύνων, καὶ ἀναγκῶν ἔνδοξε, καὶ ἀνιαρῶν ἐπαλλήλων, καὶ περιστάσεων, πάντας διάσωσον, τούς τῳ σεπτώ σου τεμένει, πόθῳ προσεδρεύοντας, καὶ σὲ γεραίροντας.
 
ξ ἑφόδου παντοίας, βαρβαρικῆς πάνσεμνε καὶ δαιμονικὴς ἐπηρείας, καὶ ἐπιθέσεως, κακοποιούντων ἀνδρῶν, ῥυσαὶ τὴν ποίμνην σου ταύτην, τὴν ἐκ διαθέσεως, σὲ μεγαλύνουσαν.
 
Νοσημάτων παντοίων καὶ ἀλγεινῶν λύτρωσαι, τοὺς εἰλικρινῶς αἰτουμένους, τὴν σήν, ἀντίληψιν, ?ννα φιλεύσπλαγχνε' ὅσα γὰρ θέλεις ἀνύεις, ὡς προμήτωρ ἔνθεος, τοῦ Παντοκράτορος.
 Θεοτοκίον.
ἐλπὶς ἢ βεβαία, τῶν γηγενῶν ?χραντε, καὶ ἡ ὀξυτάτη καὶ μόνη ἡμῶν βοήθεια, ῥυσαὶ δεόμεθα, τῆς πολυπλόκου κακίας, τοῦ δολίου δράκοντος, τοὺς σὲ δοξάζοντας.

Διάσωσον ἀπὸ κινδύνων τοὺς δούλους σοῦ, σῶφρον Αννα, ὅτι πάντες πρὸς σὲ θερμώς, ἀεὶ καταφεύγομεν, ὡς ἔνθεον πρὸς Θεὸν ἡμῶν πρέσβυν.

πιβλέψον, ἐν εὐμενείᾳ πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν, καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος.
 Κάθισμα.Ἦχος β'. Τὰ ἄνῳ ζητῶν.
Πρεσβείαν τὴν σήν, ὡς ὅπλον ἀπροσμάχητον, πλουτοῦντες ἀεί, οἱ δοῦλοι σοῦ πανεύφημε, ἐκτενῶς βοῶμέν σοι, θεοδόξαστε ?ννα προφθάσον, καὶ ἐκ κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, ἡ μόνη προμήτωρ τοῦ ποιήσαντος.
 Ὠδὴ δ'. Εἰσακήκοα Κύριε.
Συνεχόμενοι πάντοθεν, καὶ δεινοῖς παντοίοις κλυδωνιζόμενοι, βοηθείας τῆς σῆς τύχοιμεν, Αννα οἱ προστρέχοντες τῇ σκέπῃ σου.

Τάς βουλὰς διασκέδασον, τῶν ὠρυομένων κατὰ τῆς ποίμνης σου, καὶ ματαίωσον δεόμεθα, τάς αὐτῶν ἐλπίδας Ἄννα πάνσεμνε.

Μὴ παρίδῃς θεόληπτε, τοὺς προσκαλουμένους σὲ εἰς βοήθειαν ἀλλὰ τάχυνον τοῦ ῥύσασθαι, τῆς παρενοχλούσης ἡμὰς θλίψεως.
 
Θεοτοκίον.
Συμφορῶν καὶ κακώσεων, καὶ ἐπερχομένων δεινῶν συμπτώσεων, καὶ ποικίλων παραπτώσεων, Θεοτόκε σῷζε τοὺς ὑμνούντας σέ.
 Ὠδή ε'. Φώτισον ἡμᾶς.
ασαι ἡμῶν, τῶν σωμάτων τὰ συντρίμματα, καὶ τοῦ νοὸς τάς ἐκτροπὰς ἀγαθή, καὶ διανοίας διασκέδασον τὴν ζόφωσιν.

Αἴτησαι ἡμῖν, ἑπταισμένων τὴν συγχώρησιν, ἐλευθερίαν πολυτρόπων δεινῶν καὶ εἰρηναίαν παμμακάριστε κατάστασιν.
 
Πάσης ἀπειλῆς, καὶ παντοίας ἐλευθέρωσον, θέοφρον Αννα δυσχερείας ἡμᾶς, ὅπως ὑμνῶμεν ἀεὶ τὰ μεγαλεῖα σοῦ. 
Θεοτοκίον.
Προστῆθι ἁγνή, τοῖς πιστῶς σὲ λιτανεύουσι, καὶ ἀσιγήτως σὲ γεραίρουσι, καὶ ὀρθοδόξως Θεοτόκον καταγγέλλουσιν.
 Ὠδὴ ς'. Τὴν δέησιν
Μὴ παύσῃ ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύουσα, προνοοῦσά τε ἀεὶ καὶ φρουροῦσα πρὸς σὲ καὶ γὰρ παναοίδιμε Αννα, διὰ παντὸς ἀφορῶμεν οἱ δοῦλοι σοῦ' παντοίας οὖν ἐπιφοράς, ἀνωτέρους ἡμᾶς διατήρησον.
 
κ πάσης ἡμὰς ἀεὶ περισῷζε, συνοχῆς τε καὶ παντοίας ὀδύνης, καὶ χαλεπῆς ἐλευθέρωσον βλάβης, ψυχῆς ὅμου τε καὶ σώματος ἔνδοξε' ἰσχύεις γὰρ ὡς ἀληθῶς, ὡς προμήτωρ τοῦ πάντα ἰσχύοντος.
 
κ σάλου τῆς τῶν παθῶν ὀχλήσεως, καὶ δεινῆς ἡμὰς θεόληπτε Aννα, τῶν πονηρῶν λογισμῶν καταιγίδος, πρὸς γαληνότατον ὅρμον προσόρμισον, προνοία σου τῆς ἀγαθῆς, ἀγαθοῦ τε Δεσπότου προμήτορος.
 Θεοτοκίον.
ς πάντων τὴν δεσποτείαν ἔχουσα, οἵα μήτηρ τοῦ τῶν πάντων Δεσπότου, δίδου ἡμῖν ἐγκλημάτων τὴν λύσιν, καὶ παθημάτων Ἁγνὴ ἀπολύτρωσιν, κινδύνων τε ἀπαλλαγήν, καὶ Θεοῦ βασιλείας οἰκείωσιν.
 
Διάσωσον, ἀπὸ κινδύνων τοὺς δούλους σοῦ σῶφρον Ἄννα, ὅτι πάντες πρὸς σὲ θερμὼς ἀεὶ καταφεύγομεν, ὡς ἔνθεον πρὸς Θεὸν ἡμῶν πρέσβυν.
 
χραντε, ἡ διὰ λόγου τὸν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκούσα, δυσώπησον, ὡς ἔχουσα μητρικὴν παρρησίαν.
 Κοντάκιον, ἦχος β'.
Προστασία τῶν πιστῶν ἀκαταμάχητε, μεσιτεία πρὸς Θεὸν ἀμετακίνητε, μὴ παρίδῃς σῶν οἰκετῶν ἱκέσιον φωνήν, ἀλλ' ἐπιβλέψον ὡς συμπαθής, εἰς τὴν ταπείνωσιν ἡμῶν, τῶν πιστῶς προστρεχόντων σοι, σῴζουσα ἐκ κινδύνων, καὶ σκέπουσα ἐκ παντοίων, πειρατηρίων χαλεπῶν, Αννα πάνσεμνε τοὺς δούλους σοῦ.
  Εἶτα τὸ Α΄ ἀντίφωνον τῶν Ἀναβαθμῶν τοῦ δ΄ ἤχου.
Ἐκ νεότητός μου, πολλὰ πολεμεῖ μὲ πάθη* ἀλλ΄ αὐτὸς ἀντιλαβοῦ, καὶ σῶσον Σωτήρ μου. Δίς

Οἱ μισοῦντες Σιών, αἰσχύνθητε ἀπὸ τοῦ Κυρίου* ὡς χόρτος γὰρ πυρὶ ἔσεσθε ἀπεξηραμμένοι. Δίς
 Δόξα…
γίῳ Πνεύματι, πᾶσα ψύχη ζωοῦται καὶ καθάρσει ὑψοῦται, λαμπρύνεται τῇ Τριαδικη Μονάδι ἱεροκρυφίως.
 Καὶ νῦν…
γίῳ Πνεύματι ἀναβλυζει τὰ τῆς χάριτος ῥεῖθρα, ἀρδεύοντα ἅπασαν τὴν κτίσιν, πρὸς ζωογονίαν.
 
Καὶ εὐθὺς τὸ Προκείμενον.
Ἀγαλλιάσθε δίκαιοι ἐν Κυρίῳ, τοῖς εὐθέσι πρέπει αἴνεσις.
 Στίχ. Μακάριοι πάντες οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον.
 ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΕΚ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ
Εἶπεν Ὁ Κύριος οὐδεὶς λύχνον ἅψας, καλύπτει αὐτὸν σκεύει, ἢ ὑποκάτω κλίνης τίθησιν ἀλλ? ἐπὶ λυχνίας ἐπιτίθησιν, ἵνα οἱ εἰσπορευόμενοι βλέπωσι τὸ φῶς. Οὐ γάρ ἐστι κρυπτόν, ὁ οὗ φανερὸν γενήσεται οὐδὲ ἀπόκρυφον, ὃ οὐ γνωσθήσεται καὶ εἰς φανερὸν ἔλθῃ. Βλέπετε οὖν πως ἀκούετε ὃς γὰρ ἂν ἔχῃ, δοθήσεται αὐτῷ καὶ ὃς ἂν μὴ ἔχῃ, καὶ ὃ δοκεῖ ἔχειν, ἀρθήσεται ἀπ? αὐτοῦ. Παρεγένοντο δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ Μήτηρ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἠδύναντο συντυχεῖν αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον. Καὶ ἀπηγγέλθη αὐτῷ. λεγόντων ἡ Μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοὶ σοῦ ἑστήκασιν ἔξω, ἰδεῖν σὲ θέλοντες. Ὁ δὲ ἀποκριθείς, εἶπε πρὸς αὐτούς. Μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὔτοι εἶσιν, οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες, καὶ ποιοῦντες αὐτόν.
 Δόξα, ἦχος β'.
Ταῖς τῆς σῆς Προγόνου, πρεσβείαις, ἐλεῆμον, ἐξαλεῖψον τὰ πλήθη, τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
 Καὶ νῦν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου, πρεσβείαις, ἐλεῆμον, ἐξαλεῖψον τὰ πλήθη, τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Εἶτα. Ἐλέησον μὲ ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.
 Ἦχος πλ. β'. Ὅλην ἀποθέμενοι.
Μὴ παρίδῃς ἔνδοξε, τὴν ἀνυμνούσαν σὲ πίστει, καὶ πόθῳ γεραίρουσαν, καὶ ἀδιαλείπτως σὲ μεγαλύνουσαν, ἱερὰν ποίμνην σου, ἀλλ' αὐτὴν Θέοφρον, ἀκοιμήτῳ προστασίᾳ σου, περιχαράκωσον, καὶ διαπαντὸς περιτείχισον, καὶ πάσαις ἀνεπιβατόν, ταῖς ἀντικειμέναις δυνάμεσιν, ἀνάδειξον ταύτην, πανεύφημε προμῆτορ τοῦ Χριστοῦ ἐν σοὶ γὰρ αὔτη κρατύνεται, καὶ αὐχεῖ καὶ σῴζεται.
 
Κύριε, ἐλέησον (ιβ´). Ὠδὴ ζ'. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.
Πειρασμῶν ἀνηκέστων, συμφορῶν ἀδοκήτων, Αννα θεόκλητε μαστίγων πολυτρόπων, δεινῶν ὀλεθροτόκων, ῥυσαὶ πάντας τοὺς ψάλλοντας, ὁ τῶν πατέρων ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἰ.

Δυσμενείας παντοίας, καὶ δεινῆς προσδοκίας, καὶ πάσης ἔνδοξε, βουλῆς κακομηχάνου, περισῷζε τοὺς πίστει, εἰσαεῖ ἀναμέλποντας' ὁ τῶν πατέρων ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἰ.
 
Ψυχικὴν εὐεξίαν, καὶ σωμάτων τὴν ῥῶσιν, πᾶσι θεόληπτε, παρασχοὺ τοὺς ἐν πίστει, τῷ θείῳ σοῦ τεμένει, προσιούσι καὶ ψάλλουσιν? ὁ τῶν πατέρων ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἰ.
 
Θεοτόκιον.
Σηπεδόνας ψυχῆς μου, καὶ παθὼν ἀλγηδόνας, θᾶττον ἀφάνισον, καὶ ὅλον μὲ Παρθένε, ῥοπὴ τοῦ σου ἐλέους, σεσῳσμένον ἀνάδειξον, ὅπως ὕμνῳ σου ἀεί, τάς θείας δυναστείας. 
 Ὠδὴ η'. Τὸν Βασιλέα τῶν Οὐρανῶν.
Τοὺς ἐκ παντοίων, ἀνιαρῶν τρυχομένους, καὶ δεινοῖς ἀεὶ ἐταζομένους, λύτρωσιν θέοφρον, παρασχοὺ εἰς αἰῶνας.
 
Τῆς τῶν δαιμόνων, πανωλεθρίου μανίας, καὶ ἀνδρῶν ἐχθίστων ἀπηνείας, προφθάσον καὶ ῥυσαί,, τοὺς σοῦς σεμνὴ οἰκέτας.
 
Τοὺς ἐν ποικίλοις, πειρατηρίοις τοῦ βίου, πολυτρόπως πάντοτε θέοφρον, περιστατουμένους, σῷζε εἰς αἰῶνας.
 
Θεοτοκίον.
Τοὺς πεποιθότας, ἀνενδοιάστως Παρθένε, τῇ πανσωστικῇ σου προστασίᾳ, ἀνεπηρέαστους, συντήρει εἰς αἰῶνας.
 Ὠδὴ θ'. Κυρίως Θεοτόκον.
Τοὺς πίστει προσκυνοῦντας, τὴν σεπτὴν σορόν σου, καὶ ἐμφερείας τὸ θεῖον ἐκτύπωμα, σκέπε καὶ φρούρει, καὶ σῷζε Ἄννα φιλάγαθε.
 
κ θείων ὑψωμάτων, μὴ ἐλλείπης ὅλως, θέοφρον Ἀννα ἡμᾶς ἐποπτεύουσα, καὶ τάς ἰάσεις ἀφθόνως πᾶσι βραβεύουσα.
 
Μὴ παύσῃ συντηροῦσα ταύτην σοῦ τὴν ποίμνην, ἐκ πολυπλόκων σκανδάλων τοῦ ὄφεως, καὶ ἐξ ἀνθρώπων ἀδίκων, Ἂννα πανθαυμαστέ.
 Θεοτοκίον.
λπίς μου γλυκυτάτη, καὶ ἀναψυχή μου, καὶ τῆς ψυχῆς μου χαρὰ Παναγία, χαρὰς ἐκείνης μὲ δεῖξον πάναγνε μέτοχον.
 Καὶ εὐθὺς ψάλλομεν τό.
ξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον, τὴν Ἀειμακάριστον, καὶ Παναμώμητον, καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τὴν Τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ Ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκούσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον σὲ μεγαλύνομεν.
 
Καὶ τὰ μεγαλυνάρια.
Δεῦτε εὐφημήσωμεν οἱ πιστοί, Ἄνναν τὴν Ἁγίαν, τὴν προμήτορα τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἀξιωθεῖσαν, γεννήσαι τὴν Παρθένον, τὴν μόνην Θεοτόκον καὶ Παναμώμητον.
 
Χαρίτων ὡς ἔμπλεως ἀγαθή, χαρίτωσον πάντας τοὺς ἐν πίστει σὲ ἀκλινεῖ, ἀνυμνολογούντας, καὶ πόθῳ προσκυνοῦντας, τῆς θείας κληρουχίας πάντας ἀξίωσον.
 
Τὸ θεῖον ἀγλάισμα τῶν πιστῶν, δικαίων τὸ κλέος, προπατόρων τὴν καλλονήν, τὴν ἐκλελεγμένην, καὶ κεχαριτωμένην, Προμήτορα τοῦ Λόγου, πάντες τιμήσωμεν.
 
Χαίροις χαριτώνυμε ἀληθῶς, χαίροις ἡ Προμήτωρ, τοῦ τῶν ὅλων Δημιουργοῦ, χαίροις ἡ τὰ κάτω, συνάψασα τοῖς ἄνω, τῷ θείῳ τοκετῷ σου, Ἅννα πανόλβιε.
 
Ταῖς θεοφεγγέσι μαρμαρυγαῖς, ἐκλελαμπρυσμένη, καὶ τοῦ κάλλους τοῦ νοητοῦ, κατεμφορουμένη, Θεοπρομῆτορ Ἄννα, μνημονεῦε τῶν πόθῳ, μνημονευόντων σοῦ.
 
Τοὺς περιπολούντας διηνεκῶς, τῷ θείῳ ναῷ σου, καὶ ὑμνούντας ἀνελλιπῶς, σοῦ τάς δυναστείας, Προμῆτορ τοῦ Κυρίου, παντοίας ἐπηρείας, πάντας διάσωσον.
 
Τὸν δεκαεξάριθμον καὶ σεπτόν, δῆμον τῶν Ὁσίων, εὐφημήσωμεν εὐλαβῶς, χαίρετε βοῶντες, τοῦ Ἄθω σεπτὰ κρίνα, καὶ Σκήτης τῆς Προγόνου Χριστοῦ οἱ φοίνικες.
 
Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί…
 
Τρισάγιον.
Ὁ Ἀναγνώστης·
 
γιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς (ἐκ γ´).
 
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ ἁγίῳ Πνεύματι, καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς. Κύριε, ἰλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. Δεσπότα, συγχώρησον τάς ἀνομίας ἡμῖν. Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καὶ ἴασαι τάς ἀσθενείας ἡμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.
 
Κύριε, ἐλέησον. Κύριε, ἐλέησον. Κύριε, ἐλέησον.
 
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ ἁγίῳ Πνεύματι, καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν· καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.
 
Ὁ Ἱερεύς·
τι Σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
 
Τά τροπάρια ταῦτα.
Ἦχος πλ. β΄
λέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς· πάσης γὰρ ἀπολογίας ἀποροῦντες, ταύτην σοὶ τὴν ἱκεσίαν, ὡς Δεσπότῃ, οἱ ἁμαρτωλοὶ προσφέρομεν, ἐλέησον ἡμᾶς. 
 
Δόξα.
Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς· ἐπὶ σοὶ γὰρ πεποίθαμεν· μὴ ὀργισθῇς ἡμῖν σφόδρα, μηδὲ μνησθῇς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν· ἀλλ ἐπιβλέψον καὶ νῦν, ὡς εὔσπλαγχνος, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν· σύ γὰρ εἰ Θεὸς ἡμῶν, καὶ ἡμεῖς λαός σου· πάντες ἔργα χειρῶν σου, καὶ τὸ ὄνομά σου ἐπικεκλήμεθα.
 
Καὶ νῦν.
Τῆς εὐσπλαγχνίας τὴν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε· ἐλπίζοντες εἰς σέ, μὴ ἀστοχήσωμεν· ῥυσθείημεν διὰ σοῦ τῶν περιστάσεων· σύ γὰρ εἰ ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν χριστιανῶν.
 
Προσόμοια.
Ἦχος β'. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σὲ νεκρόν.
 
Πάντων μνημονεύεις ἀγαθή, τῶν μνημονευόντων σοῦ πόθῳ, καὶ εὐφημούντων σέ, καὶ ἐκλιπαρούντων σὲ Θεοπρομῆτορ θερμώς, καὶ πρὸς σὲ μετὰ πίστεως, ἀεὶ ἀφορώντων, καὶ πρὸς τὴν ἀντίληψιν καταφευγόντων τὴν σὴν πάσης οὖν ἡμὰς ἐπηρείας, νόσων συμφορῶν καὶ κινδύνων, καὶ δεινῶν ἁπάντων ἐλευθέρωσον.
Ἕτερον ὅμοιον.
Πάντες σοὶ προσπίπτομεν πιστῶς, πάντες σὲ θερμὼς δυσωποῦμεν, Ἂννα φιλεύσπλαγχνε, πάντας ἡμὰς λύτρωσαι τῇ μεσιτεία σου, πολυτρόπων κακώσεων, μελλόντων κινδύνων δεινῶν ἐπιθέσεων, καὶ ἀλγηδόνων πικρῶν, καὶ ἀνιαρῶν ἐπαλλήλων, καὶ ἀρρωστημάτων ποικίλων, καὶ πολυειδῶν ἑτέρων θλίψεων.
 
Ἕτερον ὅμοιον.
Πάσης τῶν ἐθνῶν ἐπιδρομῆς, πάσης τῶν ἐχθρῶν κακουργίας, πάσης στενώσεως, πάσης περιστάσεως, πάσης κακώσεως, πάσης ἄλλης συμπτώσεως, παντοίας ἀνάγκης, ἐκ πάσης τε θλίψεως, καὶ προσβολῆς τοῦ ἐχθροῦ, καὶ ἐκ πολυτρόπων σκανδάλων, καὶ πειρατηρίων τοῦ βίου, ῥυσαὶ τοὺς σοῦς δούλους Ἄννα ἔνδοξε.
 
Δι' εὐχῶν…

Δημοφιλείς αναρτήσεις