Κυριακή 30 Απριλίου 2023

Αναστάσιμες λειτουργικές κινήσεις

 


1η Μάϊου        
ερεμίου τοῦ προφήτου (ϛ΄ αἰ. π.Χ.). Παναρέτου ἐπισκόπου Πάφου (1791)
Εἰδήσεις. 
1.Διὰ τὰς ἀκολουθίας τῆς παρούσης ἑβδομάδος βλέπε 24 Ἀπριλίου καὶ τὴν καθ᾿ ἡμέραν διάταξιν τοῦ Πεντηκοσταρίου. 
2.Καθ᾿ ἑκάστην εἴς τε τὸν ἑσπερινὸν καὶ τὸ «Θεὸς Κύριος» τὰ 3 ἀπολυτίκια τῆς ἑορτῆς ψάλλονται ὡς ἑξῆς· «Ὁ εὐσχήμων», «Ὅτε κατῆλθες», «Ταῖς μυροφόροις» (Δόξα, Καὶ νῦν, εἰς τὰ δύο τελευταῖα), ἀλλ᾿ εἰς τὸ τέλος τοῦ μεσονυκτικοῦ καὶ τοῦ ὄρθρου μόνον τὸ «Ταῖς μυροφόροις». 
3. ως τοῦ Σαββάτου τῆς παρούσης ἑβδομάδος τῶν κανόνων τοῦ Μηναίου προτάσσεται ὁ κανὼν τῶν μυροφόρων «Τὴν Μωσέως ᾠδήν» (μετὰ στίχου εἰς τὰ τροπάρια «Δόξα σοι, ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι»)· ἐνῷ εἰς τὴν λειτουργίαν ψάλλεται ἐπισφραγιστικὸν κοντάκιον τὸ ἑξῆς· ἦχος β΄· «Τὸ χαῖρε ταῖς μυροφόροις φθεγξάμενος, τὸν θρῆνον τῆς προ - μήτορος Εὔας κατέπαυσας, τῇ ἀναστάσει σου Χριστὲ ὁ Θεός· τοῖς ἀποστόλοις δὲ τοῖς σοῖς κηρύττειν ἐπέταξας· ὁ σωτὴρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος». Ἀπόστολος: ἡμέρας, Δευτ. γ΄ ἑβδ. Πράξ. (Πρξ. ς΄ 8-ζ΄ 5, 47-60). Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Δευτ. γ΄ ἑβδ. Ἰωάν. (Ἰω. δ΄ 46-54)

Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Ομιλία εις την Κυριακήν των Μυροφόρων.


ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ 
Ομιλία εις την Κυριακήν των Μυροφόρων

(Όπου και αναφέρεται ότι πρώτη ή Θεοτόκος είδε τον Κύριο μετά την εκ νεκρών ανάστασί του)

Η ανάστασις του Κυρίου είναι ανανέωσις της ανθρωπίνης φύσεως. Και για τον πρώτο Αδάμ, πού λόγω της αμαρτίας καταπόθηκε από τον θάνατο και δια του θανάτου επέστρεψε στην γη, από οπού πλάσθηκε, είναι αναζώωσις και ανάπλασις και επάνοδος προς την αθάνατη ζωή. 
Εκείνον λοιπόν στην αρχή κανένας άνθρωπος δεν τον είδε να πλάθεται και να παίρνει ζωή (αφού κανένας άνθρωπος δεν υπήρχε ακόμη εκείνη την ώρα). Όταν όμως έλαβε την πνοή της ζωής με το θείο εμφύσημα, πρώτη από όλους τους άλλους τον είδε μια γυναίκα (διότι ή Εύα στάθηκε ό πρώτος άνθρωπος μετά από εκείνον).

Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν και τον δεύτερο Αδάμ, δηλαδή τον Κύριο, όταν ανίστατο από τους νεκρούς, κανένας άνθρωπος δεν τον είδε (αφού κανείς δικός του δεν παρευρισκόταν εκεί και οι στρατιώτες πού φύλαγαν το μνήμα, ταραγμένοι από τον φόβο, είχαν γίνει ωσεί νεκροί). Μετά την ανάσταση όμως, πρώτη από όλους τους άλλους τον είδε μία γυναίκα, όπως ακούσαμε να μας ευαγγελίζεται σήμερα ό Μάρκος. Διότι λέγει: αναστάς ο Ιησούς πρωί πρώτη Σαββάτου εφάνη πρώτον Μαρία τη Μαγδαληνή.

Βέβαια ό Ευαγγελιστής φαίνεται σαν να δήλωσε σαφώς και την ώρα πού αναστήθηκε ό Κύριος, δηλαδή το πρωί, και ότι πρώτα εμφανίσθηκε στην Μαρία την Μαγδαληνή και ότι εμφανίσθηκε την ίδια την ώρα της αναστάσεως. Όμως δεν λέει έτσι, όπως θα γίνει φανερό αν προσέξουμε λίγο. Διότι λίγο πιο πάνω και σε συμφωνία με τους άλλους Ευαγγελιστές λέγει κι αυτός ότι αυτή ή ίδια Μαρία έχοντας μαζί της και τις άλλες Μυροφόρες ήλθε και νωρίτερα στον τάφο και τον είδε αδειανό και έφυγε. 
Αρα ό Κύριος αναστήθηκε πολύ νωρίτερα από το πρωί πού τον είδε αύτη. Επισημαίνοντας μάλιστα και την ώρα εκείνη ό Ευαγγελιστής, δεν είπε απλώς πρωί, όπως εδώ, αλλά λίαν πρωί. Επομένως ανατολή ηλίου ονομάζει εκεί το αμυδρό φως πού πρωτοεμφανίζεται στον ορίζοντα, το οποίο υπονοώντας και ό Ιωάννης λέγει ότι ή Μαρία ή Μαγδαληνή ήλθε πρωί σκοτίας έτι ούσης εις το μνημείον και είδε τον λίθον ηρμένον εκ του μνημείου. 
Και κατά τον Ιωάννη, αυτή τότε δεν ήλθε μόνο προς το μνήμα, άλλα και έφυγε από το μνήμα, χωρίς να εχη δει ακόμη τον Κύριο. Διότι τρέχει και έρχεται προς τον Πέτρο και τον Ιωάννη και αναγγέλλει όχι ότι αναστήθηκε ό Κύριος, αλλά ότι τον πήραν από τον τάφο. Αρα δεν γνώριζε ακόμη την ανάστασι. Συνεπώς ή Μαρία δεν ήταν άπλα ή πρώτη στην οποία εμφανίσθηκε ό Κύριος, αλλά ή πρώτη μετά την πλήρη έλευση της ημέρας. 
Υπάρχει λοιπόν κάτι πού αναφέρεται συγκεκαλυμμένα από τους Ευαγγελιστές, το όποιο και θα αποκαλύψω στην αγάπη σας. Διότι το ευαγγέλιο της αναστάσεως του Κυρίου, πρώτη από όλους τους άλλους ανθρώπους, όπως ήταν και πρέπον και δίκαιο, ή Θεοτόκος το δέχθηκε από τον Κύριο και αυτή πριν από όλους Τον είδε αναστημένο και απόλαυσε τη θεία Του ομιλία. Και όχι μόνο τον είδε με τα μάτια της και τον άκουσε με τα αυτιά της, αλλά και άγγισε, πρώτη αυτή και μόνη, τα άχραντα πόδια Του, έστω κι αν δεν τα λένε φανερά όλα αυτά οί Ευαγγελιστές, μη θέλοντας να παρουσιάσουν την μητέρα σαν μάρτυρα της αναστάσεως και δώσουν έτσι αφορμή υποψίας στους απίστους.  
Εμείς όμως τώρα με την χάρι του Άναστάντος ομιλούμε σε πιστούς και ή υπόθεσης της εορτής μας αναγκάζει να διευκρινίσουμε τα σχετικά με τις Μυροφόρες. Για αυτό, αφού μας παρέχει την άδεια του λόγου εκείνος πού είπε ουδέν κρυπτόν ό ου φανερόν γεννήσεται, θα κάνουμε ώστε και αυτό το κρυπτόν νά φανερωθή. 
Μυροφόρες είναι λοιπόν οί γυναίκες πού ακολουθούσαν μαζί με την Μητέρα του Κυρίου και παρέμειναν μαζί της κατά τον καιρό του σωτηρίου πάθους και φρόντισαν να αλείψουν με μύρα το σώμα του Κυρίου. 
Τον καιρό δηλαδή πού ό Ιωσήφ και ό Νικόδημος ζήτησαν και έλαβαν από τον Πιλάτο το δεσποτικό σώμα, το ξεκρέμασαν από τον σταυρό, το περιέκλεισαν σε σάβανα μαζί με πολύ παχύρρευστα αρώματα, το τοποθέτησαν μέσα σε λαξευτό μνημείο κι έβαλαν μία μεγάλη πέτρα πάνω στη θύρα του μνημείου, παρευρίσκονταν εκεί κατά τον Ευαγγελιστή Μάρκο και παρακολουθούσαν ή Μαρία ή Μαγδαληνή και ή άλλη Μαρία καθήμεναι απέναντι του τάφου. Με την φράση και ή άλλη Μαρία υποδηλώνεται αναμφίβολα ή Θεομήτωρ. 
Διότι αυτή εκαλείτο και Ιακώβου και Ίωση μήτηρ, επειδή εκείνοι ήταν γιοι του Ιωσήφ του Μνήστορος. 
Δεν παρευρίσκονταν δε μόνο αυτές εκεί παρατηρώντας, όταν ενταφιάζονταν ό Κύριος, άλλα και άλλες γυναίκες, όπως εξιστόρησε ό Λουκάς γράφοντας: κατακολουθήσασαι δε γυναίκες, αίτινες ήσαν συνεληλυθυίαι ούτω εκ της Γαλιλαίος, εθεάσαντο το μνημείον και ως ετέθη το σώμα αυτού· ήσαν δε ή Μαγδαληνή Μαρία και Ιωάννα και Μαρία Ίακώβον και αι λοιποί συν αυταίς. 
Αφού δε επέστρεψαν, λέει, αγόρασαν αρώματα και μύρα. Διότι ακόμη δεν είχαν καταλάβει ακριβώς ότι Αυτός είναι στ' αλήθεια ή οσμή της ζωής για όσους τον πλησιάζουν με πίστη (όπως ακριβώς είναι και οσμή θανάτου για όσους μένουν έως τέλους απειθείς), και οσμή ιματίων αυτού, δηλαδή του ιδίου του σώματος Του, είναι όπερ πάντα τα αρώματα και μύρον εκκενωθέν όνομα αυτώ, με το οποίο και γέμισε από θεία εύωδία την οικουμένη. 
Αλλά ετοιμάζουν μύρα και αρώματα, άφ' ενός μεν για να τιμήσουν τον κείμενο νεκρό, άφ' ετέρου δε επινοώντας με το άλειμμα αυτό και κάποια παρηγοριά γι' αυτούς πού θα ήθελαν να παραμείνουν κοντά στο σώμα, καθώς αυτό θα ανέδιδε την δυσωδία της σήψεως. 
Αφού λοιπόν ετοίμασαν τα μύρα και τα αρώματα, το μεν Σάββατο ησύχασαν κατά την εντολή. Διότι ακόμη δεν είχαν καταλάβει τα αληθινά Σάββατα ούτε είχαν γνωρίσει εκείνο το υπερευλογημένο Σάββατο πού μεταβιβάζει την ανθρώπινη φύση μας από τα σπήλαια του Αδη στο ολόφωτο και θειο και ουράνιο ύψος. 
Τη δε μια των Σαββάτων, όρθρου βαθέως, όπως λέγει ό Λουκάς, ήλθον επί το μνήμα, φέρουσαι α ετοίμασαν αρώματα. Ό δε Ματθαίος λέγει: όψε Σαββάτων, τη επιφωσκούση εις μίαν Σαββάτων και ότι δύο ήταν αυτές πού προσήλθαν ενώ ό Ιωάννης: πρωί σκοτίας έτι ούσης και ότι μία, ή Μαγδαληνή Μαρία, ήταν αυτή πού προσήλθε ό δε Μάρκος: λίαν πρωί της μιας Σαββάτων και ότι τρεις ήταν αυτές που προσήλθαν. 
«Μίαν Σαββάτων» λοιπόν ονομάζουν όλοι οι ευαγγελιστές την Κυριακή. «Οψέ Σαββάτων» δε και «όρθρον βαθύν» και «λίαν πρωί» και «πρωί σκοτίας έτι ούσης» ονομάζουν περίπου τον χρόνο του όρθρου, όταν το φως είναι ανάμικτο με το σκοτάδι. 
Είναι δε όρθρος από την στιγμή που θα αρχίσει να φωτίζει το ανατολικό μέρος του ορίζοντος προαναγγέλλοντας έτσι τον ερχομό της ημέρας. Αυτό το σημείο παρατηρώντας κανείς από μακριά, μπορεί να το δη να αρχίζει να ροδίζει με φως γύρω στην ενάτη ώρα της νυκτός, έτσι ώστε μέχρι την πλήρη ήμερα να υπολείπονται άλλες τρεις ώρες. 
Βέβαια κατά κάποιο τρόπο, οι ευαγγελιστές φαίνονται να διαφωνούν μεταξύ τους, τόσο για την ώρα, όσο και για τον αριθμό των γυναικών. Κι αυτό, γιατί όπως είπα, και πολλές ήταν οι Μυροφόρες, και ήλθαν στον τάφο όχι μια φορά, άλλα και δεύτερη και τρίτη, και καθ' ομάδας μεν, άλλ' όχι πάντοτε οί ίδιες, και όλες μεν κατά τον όρθρο, όχι όμως την ίδια ακριβώς στιγμή ή Μαγδαληνή δε ξεχώρισε και ήλθε και πάλι μόνη της και έμεινε περισσότερο. 
Λοιπόν κάθε ευαγγελιστής αναφέρει μία προσέλευση κάποιας ομάδος και παραλείπει τις άλλες. Όπως δε εγώ αναμετρώ και συμπεραίνω από όλους τους ευαγγελιστές και όπως το είπα και προηγουμένως, πρώτη από όλες τις άλλες ήλθε στον τάφο του Υιού και Θεού της ή Θεοτόκος, έχοντας μαζί της και την Μαγδαληνή Μαρία. Και αυτό κυρίως το συμπεραίνω από τον ευαγγελιστή Ματθαίο. 
Διότι αυτός λέγει: ήλθε ή Μαγδαληνή Μαρία και ή άλλη Μαρία (ή οποία ασφαλώς ήταν ή Θεομήτωρ) θεωρείσαι τον τάφον. Και ιδού σεισμός εγένετο μέγας· άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς εξ ουρανού προσελθών απεκύλισε τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου και εκάθητο επάνω αυτού· ην δε ή ιδέα αυτόν ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ώσει χιών· από δε του φόβου αυτού εσείσθησαν οί τηρούντες και εγένοντο ώσει νεκροί. 
Όλες λοιπόν οί άλλες γυναίκες ήλθαν μετά τον σεισμό και την φυγή των φυλάκων και βρήκαν τον τάφο ανοιγμένο και τον λίθο παραμερισμένο. 
Ενώ ή Παρθενομήτωρ ήταν εκεί την στιγμή πού γινόταν ό σεισμός και παραμεριζόταν ό λίθος και ανοιγόταν ό τάφος και παρευρίσκονταν οί φύλακες (αν και συγκλονισμένοι βέβαια από τον φόβο γι' αυτό και μετά τον σεισμό, μόλις συνήλθαν, κοίταξαν αμέσως πώς να φύγουν και έτσι ή Θεομήτωρ απολάμβανε πιο άφοβα τη θέα). 
Έμενα δε μου φαίνεται ακόμη ότι γι' αυτήν πρώτη ανοίχθηκε εκείνος ό ζωηφόρος τάφος (διότι γι' αυτήν πρώτη και δι' αυτής όλα μας ανοίχθηκαν, όσα είναι επάνω στον ουρανό και όσα είναι εδώ κάτω στη γη) και ότι γι' αυτήν έλαμψε έτσι ό άγγελος ώστε αυτή δηλαδή, αν και ήταν ακόμη σκοτεινά, με πλούσιο το φως του αγγέλου, όχι μόνο τον τάφο να δη κενό, άλλα και τα εντάφια τακτοποιημένα, έτσι πού να μαρτυρούν με κάθε τρόπο την έγερση του ενταφιασθέντος. 
Προφανώς δε ό ευαγγελιστής άγγελος ήταν αυτός ό ίδιος ό Γαβριήλ. Διότι μόλις την είδε να σπεύδει έτσι προς τον τάφο, αυτός πού παλιότερα της είχε πει, μη φόβου, Μαριάμ ευρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ, σπεύδει και τώρα και κατεβαίνει να πει και πάλι το ίδιο στην Αειπάρθενο και να της ευαγγελιστεί την εκ νεκρών άνάστασι εκείνου πού γεννήθηκε άσπορος από αυτήν να σήκωση τον λίθο, να επίδειξη κενό τον τάφο και τα εντάφια και έτσι να την διαβεβαίωση για την χαρμόσυνη είδηση. 
Διότι λέγει: αποκριθείς ό άγγελος είπε ταίς γυναιξί: μη φοβήσθε υμείς· Ιησούν ζητείτε τον εσταυρωμένον; ήγέρθη, ίδε ό τόπος όπου εκείτο ό Κύριος. Δηλαδή με αλλά λόγια: Αν και βλέπετε τους φύλακες συγκλονισμένους από τον φόβο, εσείς όμως μη φοβήσθε. Διότι γνωρίζω ότι ζητείτε τον Ιησούν, πού σταυρώθηκε. 
Σηκώθηκε, δεν βρίσκεται εδώ. Διότι αυτός, όχι μόνο δεν κρατιέται από του αδη και του θανάτου και του τάφου τις κλειδαριές και τους μοχλούς και τις σφραγίδες, αλλά είναι και Κύριος ημών των αθανάτων και ουρανίων αγγέλων και μόνος αυτός είναι Κύριος του σύμπαντος. Διότι, λέγει, ίδετε τον τόπον όπου εκείτο ό Κύριος και ταχύ πορευθείσαι είπατε τοις μαθηταίς αυτού ότι ηγέρθη από των νεκρών. 
Εξελθούσαι δε, λέγει, μετά φόβου και χαράς μεγάλης. Έμενα μου φαίνεται και πάλι ότι τον μεν φόβο τον είχαν ακόμη ή Μαγδαληνή Μαρία και οί άλλες γυναίκες πού είχαν έως τότε συγκεντρωθεί. Διότι αυτές δεν κατάλαβαν την σημασία των λόγων του αγγέλου ούτε μπόρεσαν να προλάβουν καλά-καλά το φως, ώστε να δουν και να αντιληφθούν με ακρίβεια το γεγονός. 
Ενώ την μεγάλη χαρά την δέχθηκε ή Θεομήτωρ, διότι κατενόησε τα λόγια του αγγέλου και δόθηκε ολόκληρη σ' εκείνο το φως (ως άκρως κεκαθαρμένη πού ήταν και θεϊκώς κεχαριτωμένη) και από όλα αυτά γνώρισε με βεβαιότητα την αλήθεια και πίστεψε στον αρχάγγελο, αφού αυτός και από πολύ παλιότερα της είχε φανεί αξιόπιστος με τα έργα. Πώς άλλωστε από τέτοια γεγονότα στα όποια παρευρέθηκε, να μη καταλάβει ή θεόσοφος Παρθένος το τι είχε συντελεστεί; 
Όταν είδε σεισμό, και μάλιστα μεγάλο; Όταν είδε άγγελο να κατεβαίνει από τον ουρανό, και μάλιστα αστραποβόλο; Όταν είδε τη νέκρωση των φυλάκων και του λίθου την μετακινήση και την κένωση του τάφου και το μεγάλο θαύμα των ενταφίων, που παρέμεναν αξετύλιχτα και συγκρατημένα από την σμύρνα και την αλόη και φαίνονταν σαν αδειανά από το σώμα; κι όταν ακόμη είδε την χαρμόσυνη εμφάνιση και αγγελία του αγγέλου προς αυτήν; 
Αλλά αφού βγήκαν έξω μετά από αυτήν την χαρμόσυνη είδηση, ή μεν Μαγδαληνή Μαρία, σαν να μην είχε καν ακούσει τον άγγελο (αφού άλλωστε κι εκείνος δεν μίλησε γι' αυτήν), διαπιστώνει μόνο την κένωση του τάφου, χωρίς καθόλου να ενδιαφερθεί για τα εντάφια, και τρέχει προς τον Σίμωνα Πέτρο και τον άλλο μαθητή, όπως λέγει ό Ιωάννης. 
Ή δε Θεομήτωρ Παρθένος, αφού ενώθηκε με άλλο όμιλο γυναικών, επέστρεφε πάλι εκεί από όπου είχε έλθει. Και ιδού, όπως λέγει ό Ματθαίος, ό Ιησούς υπήντησεν αυταίς λέγων, χαίρετε. Βλέπετε λοιπόν ότι πριν κι από την Μαγδαληνή Μαρία ή Θεομήτωρ είδε αυτόν που για την σωτηρία μας έπαθε σωματικά και ενταφιάστηκε και αναστήθηκε; 
Αί δε προσελθούσαι, λέγει, εκράτησαν αυτού τους πόδας και προσεκύνησαν αύτω. Όπως δε, όταν ή Θεοτόκος άκουσε μαζί με την Μαγδαληνή Μαρία την χαρμόσυνη είδηση της αναστάσεως από τον άγγελο, μόνη αυτή κατάλαβε την σημασία εκείνων των λόγων, Έτσι και τώρα, που ήταν μαζί με τις άλλες γυναίκες, όταν συνάντησε τον Υιό και Θεό της, πρώτη από όλες τις άλλες είδε και αναγνώρισε τον άναστάντα και προσπίπτοντας άγγισε τα πόδια του και έγινε απόστολος του προς τους Αποστόλους. 
Ότι δε ή Μαγδαληνή Μαρία δεν ήταν μαζί με τη Μητέρα του Θεού, όταν την συνάντησε και της εμφανίσθηκε και της μίλησε ό Κύριος, καθώς επέστρεφε από τον τάφο, το διδασκόμαστε από τον Ιωάννη. 
Διότι λέει: τρέχει αυτή προς Σίμωνα Πέτρο και προς τον άλλον μαθητή όν εφίλη ό Ιησούς και λέγει αυτοίς: ήραν τον Κύριον εκ του μνημείου και ουκ οίδαμεν πού έθηκαν αυτόν. Αν πράγματι τον είχε δει και τον είχε αγγίσει με τα χέρια της και τον είχε ακούσει να μιλά, πώς θα έλεγε τέτοια πράγματα; ότι δηλαδή τον σήκωσαν και τον μετέθεσαν, το που όμως δεν το γνωρίζουμε; Άλλα και μετά το τρέξιμο του Πέτρου και του Ιωάννη προς τον τάφο και την εκεί θέα των οθονίων και την επιστροφή τους λέγει: Μαρία δε ειστήκει προς τω μνημείω κλαίουσα έξω.

Βλέπετε ότι όχι μόνο δεν τον είχε δει ακόμη, αλλά ούτε και εξ ακοής δεν είχε πληροφορηθεί τίποτε; Και όταν την ρώτησαν οι εμφανισθέντες άγγελοι: γύναι, τι κλαίεις, εκείνη αποκρίνεται και πάλι σαν να επρόκειτο για νεκρό. Και όταν πάλι στράφηκε και είδε τον Ιησού, ούτε και τότε δεν κατάλαβε, άλλα ερωτώμενη από αυτόν γιατί κλαίει απαντά παρομοίως. 
Εως ότου εκείνος καλώντας την με το όνομα της , της έδειξε ότι είναι αυτός ό ίδιος. Τότε λοιπόν προσπίπτοντας και αυτή και ζητώντας να προσφέρει τον ασπασμό στα πόδια του, άκουσε από αυτόν τις λέξεις: μη μου άπτου. 
Από το όποιο μαθαίνουμε ότι, όταν προηγουμένως φάνηκε στην Μητέρα και τις γυναίκες πού ήταν μαζί της, σε εκείνη μόνη επέτρεψε να αγγίσει τα πόδια του (παρ' όλο πού ό Ματθαίος το αναφέρει αυτό γενικά και για τις άλλες γυναίκες, μη θέλοντας για τον λόγο πού είπαμε στην αρχή να προβάλει φανερά την Μητέρα σ' ένα τέτοιο θέμα). 
Και αφού πρώτη ήλθε στον τάφο ή αειπάρθενος Μαρία και πρώτη δέχθηκε το μήνυμα της αναστάσεως, έπειτα ήλθαν και άλλες, πού ήταν πολλές μαζί, και είδαν κι εκείνες τον λίθο μετατοπισμένο και άκουσαν τους αγγέλους και, καθώς επέστρεφαν μετά από αυτό το άκουσμα και την θέα, διαμοιράστηκαν. 
Άλλες, όπως λέγει ό Μάρκος, έφυγαν οπό του μνημείου και ειχεν αύτάς φόβος και έκστασις και ουδενί ουδέν ειπών, εφοβούντο γαρ. Άλλες ακολούθησαν την Μητέρα του Κυρίου, οι οποίες και αξιώθηκαν της θέας και συνομιλίας του Δεσπότου. 
Ή δε Μαγδαληνή πήγε στον Πέτρο και τον Ιωάννη, μαζί με τους οποίους έρχεται και πάλι αυτή μόνη προς τον τάφο. Κι όταν εκείνοι αναχώρησαν, αυτή παραμένοντας εκεί αξιώνεται της θέας του Δεσπότου και αποστέλλεται και αυτή προς τους Αποστόλους και έρχεται πάλι προς αυτούς, για να αναγγείλει σε όλους, όπως λέγει ό Ιωάννης, ότι έώρακε τον Κύριον και ταύτα ειπεν αυτή. 
Αυτή λοιπόν ή εμφάνισις λέγει και ό Μάρκος ότι έγινε το πρωί, δηλαδή κατά την πλήρη έναρξη της ημέρας και αφού είχε περάσει ολόκληρος ό όρθρος, χωρίς όμως να ισχυρίζεται ότι τότε έγινε και ή άνάστασις του Κυρίου ή πρώτη εμφάνισις του. 
Λοιπόν έχουμε τώρα τα περί των Μυροφόρων εξηγημένα με σαφήνεια, καθώς και την περί αυτών συμφωνία των τεσσάρων Ευαγγελιστών πού ζητούσαμε στην αρχή. Οι δε μαθητές, όταν κατ' αυτή την ίδια μέρα της αναστάσεως άκουσαν από τις Μυροφόρες και τον Πέτρο και τον Λουκά και τον Κλεόπα ότι ό Κύριος ζή και τον είδαν, απίστησαν. 
Γι' αυτό και ονειδίζονται από αυτόν, όταν υστέρα τους εμφανίσθηκε, καθώς ήταν συγκεντρωμένοι. 'αφού δε μέσω πολλών προσώπων και με πολλούς τρόπους φανέρωσε τον εαυτό του ότι ζή, όχι μόνο πίστεψαν όλοι, αλλά και κήρυξαν παντού: Εις πάσαν την Γήν έξήλθεν ό φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών, του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος δια των επακολουθούντων σημείων. 
Διότι, έως ότου κηρυχθεί ό λόγος σε όλη τη γη, τα θαύματα ήταν αναγκαιότατα. 
Και χρειάζονται μεν σημεία και υπερφυσικά θαύματα, για να φανεί και να βεβαιωθεί ή αλήθεια του κηρύγματος. Χρειάζονται δε «σημεία», όχι όμως και υπερφυσικά θαύματα, για να φάνουν εκείνοι πού δέχθηκαν τον λόγο κατά πόσον δηλαδή πίστεψαν με βεβαιότητα. Και ποια είναι αυτά τα «σημεία»; 
Τα σημεία των έργων. Διότι λέγει: δείξον μοι την πίστιν σον εκ των έργων σου, και τίς πιστός, δειξάτω εκ της καλής αναστροφής τα έργα αυτού . Διότι ποιος να πιστεύση για κάποιον, ότι έχει πράγματι θείους και μεγάλους και υψηλούς και θα λέγαμε ουράνιους λογισμούς (πού ακριβώς τέτοια είναι ή ευσέβεια), όταν αυτός επιδίδεται σε έργα ανήθικα και είναι προσηλωμένος στη γη και στα γήινα; 
Δεν ωφελεί λοιπόν τίποτε, αδελφοί, το να λέγει κανείς ότι έχει πίστη θεϊκή και να μην εχη έργα πού να ταιριάζουν στην πίστη του. τι ωφέλησαν οί λαμπάδες στις μωρές παρθένες, την στιγμή πού δεν είχαν έλαιο, έργα δηλαδή αγάπης και συμπαθείας; τι ωφέλησε σ' εκείνον τον πλούσιο, πού τηγανιζόταν στην άσβεστη φλόγα εξ αιτίας της ασυμπαθείας του προς τον Λάζαρο, το ότι κάλεσε τον Αβραάμ «πατέρα»; τι ωφέλησε σ' εκείνον τον άνθρωπο, πού δεν είχε αποκτήσει δια των καλών έργων ένδυμα κατάλληλο για τον θείο γάμο και τον νυμφώνα εκείνο της αφθαρσίας, ή δήθεν ευπείθεια προς την πρόσκληση; 
Προσκλήθηκε μεν και προσήλθε (διότι αναμφιβόλως πίστεψε) και παρεκάθησε μαζί με τους αγίους εκείνους συνδαιτυμόνες. Όταν όμως ξεσκεπάστηκε και καταισχύνθηκε, γιατί ήταν ντυμένος την αθλιότητα των ηθών και των πράξεων του, δένεται χωρίς έλεος χειροπόδαρα και ρίχνεται στη γέεννα του πυρός, οπού είναι ό κλαυθμός και ό βρυγμός των οδόντων. 
Αυτήν είθε να μη την δοκιμάσει κανένας από μας πού καλούμεθα Χριστιανοί, αλλά επιδεικνύοντας βίο ανάλογο προς την πίστη μας, να εισέλθουμε στον νυμφώνα της άφθαρτης ευφροσύνης και να ζήσουμε αιωνίως μαζί με τους Αγίους εκεί οπού είναι ή κατοικία όλων των ευφραινομένων. Αμήν. 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. 
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ. 
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ. ΤΕΥΧΟΣ 6

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Ο υπερήφανος φοβάται τις επιπλήξεις – Αγίου Σιλουανού Αθωνίτου

Ο υπερήφανος φοβάται τις επιπλήξεις  
Άγιος Σιλουανός, ο Αθωντίτης

Ο υπερήφανος φοβάται τις επιπλήξεις, ενώ ο ταπεινός καθόλου. Όποιος απέκτησε την κατά Χριστόν ταπείνωση, πάντα επιθυμεί να κατηγορεί τον εαυτό του· χαίρεται με τις ύβρεις και στενοχωριέται με τους επαίνους. Και αυτό, όμως, δεν είναι παρά η αρχή της ταπεινώσεως. Όταν η ψυχή γνωρίσει με το Άγιο Πνεύμα τον Κύριο, πόσο ταπεινός και πράος είναι, τότε βλέπει τον εαυτό της ως τον τελευταίο απ’ όλους. Τότε χαίρεται να κάθεται «επί κοπριάς», όπως ο Ιώβ, ντυμένη με σάκκο και να βλέπει εν’ Πνεύματι Αγίω λαμπρούς τους άλλους ανθρώπους και όμοιους με τον Χριστό. 
Μακάρι να δώσει ο Ελεήμων Κύριος σε όλους να γευθούν την ταπείνωση του Χριστού, που είναι ανεκδιήγητη, και τότε η ψυχή δεν θα επιθυμεί τίποτε πλέον, αλλά θα ζει αιώνια με ταπείνωση, αγάπη και πραότητα.
«Κύριε, Εσένα επιθυμεί η ψυχή μου. Απέκρυψες το πρόσωπό Σου από μένα και ταράχθηκε η ψυχή μου και ποθεί μέχρι θανάτου να Σε δει πάλι, γιατί Εσύ, Κύριε, αιχμαλώτισες την ψυχή μου. Αν δεν με προσέλκυες με τη Χάρη Σου, δεν θα μπορούσα να Σε νοσταλγώ τόσο και να Σε ζητώ με δάκρυα. 
Πώς να ζητά και τι να ζητά όποιος δεν έχασε κάτι, που το είχε προηγουμένως γνωρίσει; 
Όταν ζούσα στον κόσμο, Σε σκεφτόμουν, όχι όμως πάντοτε. Τώρα όμως, φλέγεται το πνεύμα μου και δακρύζει από την επιθυμία να Σε δει, Φως μου. 
Εσύ με δίδαξες με την ευσπλαχνία Σου. Τώρα όμως κρύφτηκες από μένα, για να μάθει η ψυχή μου την ταπείνωση. Γιατί χωρίς την ταπείνωση δεν μπορεί να παραμείνει η χάρη στην ψυχή, και γι’ αυτό βαριά ακηδία την παραλύει. Όταν όμως η ψυχή μάθει την ταπείνωση, τότε ούτε ακηδία ούτε θλίψη την εγγίζουν, γιατί το Πνεύμα του Θεού την χαροποιεί και την ευφραίνει 
Είναι αξιολύπητοι οι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν τον Θεό, και πονώ γι’ αυτούς. Υπερηφανεύονται, γιατί πετούν· αλλά τι το αξιοθαύμαστο; Και τα πουλιά πετούν, αλλά δοξάζουν τον Θεό. Και, όμως, ο άνθρωπος, το κτίσμα του Θεού, εγκαταλείπει τον Κτίστη. Αλλά σκέψου, πως θα σταθείς στην Φοβερή Κρίση του Θεού; Που θα πορευθείς ή που θα κρυφτείς από το Πρόσωπο του Θεού; 
Παρακαλώ πολύ τον Θεό να σωθείτε όλοι και να χαίρεστε αιώνια μαζί με τους Αγγέλους και τους Αγίους. Και σας ικετεύω: Μετανοήστε και ταπεινωθείτε, χαροποιήστε τον Κύριο που σας περιμένει με πόθο και έλεος. Ο Κύριος δίνει στην ψυχή, που Εκείνος αγάπησε, ,αγάπη που πάσχει μαζί με το λαό, για να προσεύχεται γι’ αυτόν με δάκρυα. 
Δόξα στον Κύριο και στην ευσπλαχνία Του, στον Κύριο που εμφανίζεται σε μας τους αμαρτωλούς δούλους Του με το Άγιο Πνεύμα και η ψυχή Τον γνωρίζει καλύτερα από τον κατά σάρκα πατέρα. Γιατί τον πατέρα τον βλέπουμε έξω από μας, ενώ το Άγιο Πνεύμα διαπερνά όλη την ψυχή και το νου και το σώμα. 
 Ο Άγιος Σιλουανός, ο Αθωνίτης, Αγίου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, 2009

Πέμπτη 27 Απριλίου 2023

Άραγε υπάρχει εδώ το έλεος του Θεού, αββά;


Άραγε υπάρχει εδώ το έλεος του Θεού, αββά;

69. Έναν αδελφό μικρό στην ηλικία ο Γέροντας του τον έστειλε σε κάποιον αδελφό, που είχε κήπο στο Σινά, να του φέρει λίγα φρούτα. Ο μικρός, μόλις μπήκε, λέει στον αδελφό, τον κάτοχο του κήπου: «Αββά, είπε ο αββάς μου, έχεις λίγα φρούτα;» 

Του λέει εκείνος: «Ναι, παιδί μου. Ότι θέλεις υπάρχει εδώ πάρε με την ευχή μου». 
Λέει ο μικρός μοναχός: «Άραγε υπάρχει εδώ το έλεος του Θεού, αββά;» 
Αυτός, όταν τ’ άκουσε, στάθηκε συλλογισμένος, με τα μάτια στραμμένα στην γη, και λέει στο παιδί: «Τι είπες, παιδί μου;» 
Λέει πάλι το παιδί: «Είπα, αββά, υπάρχει άραγε εδώ το έλεος του Θεού;» Και πάλι για τρίτη φορά τον ρώτησε ο αδελφός το ίδιο πράγμα. 
Ο κύριος του κήπου έμεινε σιωπηλός ολάκερη ώρα και δεν βρήκε τι να απολογηθεί στο παιδί, αλλά αναστέναξε και είπε: «Παιδί μου, ο Θεός θα βοηθήσει» και άφησε το παιδί να φύγει. 
Ευθύς κατόπιν πήρε το επανωφόρι του και βγήκε στην έρημο εγκαταλείποντας τον μικρό του κήπο και έλεγε: «Ας πάμε, ας ζητήσουμε το έλεος του Θεού. Αφού ένα μικρό παιδί με ρώτησε και δεν είχα τι να του απολογηθώ, τι θα κάνω, όταν πρόκειται να με ρωτήσει ο Θεός;»
Αποφθέγματα των Πατέρων. Γ΄.
 Για την κατάνυξη.


Το Μέγα Γεροντικόν,
Τόμος Α΄.
εκδ. Ιερό Ησυχαστήριο
«Το Γενέσιον της Θεοτόκου».

Άργησα πολύ να καταλάβω τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυτοί που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφάνειας.


XXVII 
Άργησα πολύ να καταλάβω τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυτοί που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφάνειας. Πρέπει να εξημερώσεις την ιδέα της ύπαρξης μέσα σου για να την καταλάβεις. 
Μια μέρα που ένιωθα να μ έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα, κει που περπατούσα μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου. 
Το κοψα και το φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος. 
Το διάβασα σ’ αυτή τη στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ’ ελαφρύ βήμα και καρδιά ιεραποστόλου. Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα. 
Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα... 
Οδυσσέας Ελύτης 
Ο μικρός ναυτίλος

Περὶ τῆς τοῦ ἐκτὸς ἀνθρώπου εὐτελείας

ΙΕ΄
Ἡ μηδαμινότητα τοῦ ἀνθρώπου 
ΠΗΓΗ :ΕΔΩ 
Ποιὸς ἤμουνα καὶ ποιὸς εἶμαι; Καὶ τί σὲ λίγο θὰ εἶμαι;
Καὶ ποῦ τὸ μέγα, Ἀθάνατε, πλάσμα θὰ σταματήσεις;
Μέγα σὲ τί; ποὺ τίποτε δὲν εἴμαστε λογιάζω καὶ μόνο μάταια οἱ ἐφήμεροι ψηλώνουμε τὸ φρύδι.
Ἂν εἴμαστε ὅ,τι βλέπομε μόνο στοὺς ἄλλους γύρω
κι ἂν φύγει ἡ ζωή μας, ἄλλο πιὰ τίποτα δὲ μᾶς μένει.
Δαμάλι, ἀπὸ τῆς μάννας του πρόβαλε τὴν κρυψώνα. σκιρτᾶ καὶ παίζει, σπρώχνοντας τὰ ὁλόγλυκα μαστάρια, τρίχρονο μπαίνει στὸ ζυγὸ βαρὺ νὰ σύρει ἁμάξι καὶ τὸ λαιμὸ τὸ δυνατὸ στὴ λαιμαριὰ τὸν κλείνει.
Μόλις γλιστρήσει ἀπ᾽ τὴν κοιλιὰ τὸ παρδαλὸ ἐλαφάκι, πατάει τὸ πόδι του κοντὰ στὸ πόδι τῆς μητέρας· τ᾽ ἄγρια σκυλιὰ καὶ τ᾽ ἄλογο τὸ ἀνάλαφρο νικώντας κρύβεται μέσα στὰ πυκνὰ φυλλώματα τοῦ δάσους.
Οἱ ἀρκοῦδες, τ᾽ ἀγριογούρουνα τὰ φοβερά, κι οἱ λιόντες κι ἡ τίγρη σίφουνας ποὺ ὁρμᾶ κι ὁ πάνθηρας λυσσάρης, μὲ μιὰ τὸ σίδερο ὅταν δοῦν ἀνατριχιοῦν καὶ τρέμουν, ἀνατριχιοῦν καὶ στοὺς γεροὺς τοὺς κυνηγοὺς ὁρμᾶνε.

φτερο ἀκόμα τὸ πουλὶ καὶ φτερωτὸ σὲ λίγο
στὸν ἀέρα πῶς φτεροκοπᾶ ἐπάνω ἀπ᾽ τὴ φωλιά του.
Κι ἡ ξανθὴ μέλισσα ἄφησε τὸ σπήλαιο, φτιάχνει σπίτι ἰσόμετρο καὶ μὲ γλυκὸ τὸ πλημμυρίζει μέλι·
κι εἶναι μιᾶς ἄνοιξης αὐτὸς κόπος, τροφὴ στοὺς πάντες ἀκόπιαστη• καὶ πρόθυμα τροφὲς ἡ γῆ τοὺς δίνει.
Δὲ σκίζουν πέλαγα πικρὰ μήτε καὶ γῆς όργώνουν
ἄγνωστοι οἱ φροντιστὲς σ᾽ αὐτὰ κι οἱ κεραστῆδες τὸ ἴδιο.
Θρέφουν τὸ γρήγορο πουλὶ οἱ φτεροῦγες κι οἱ κοιλάδες τ᾽ ἀγρίμια• ὁ κόπος τους μικρὸς κι ἡ ἀμάχη τους μιᾶς μέρας.
Τὸ ἀγρίμι σὰν τὸ σπάραξεν ὁ λιόντας ἔχω ἀκούσει
πίνει καὶ πιὰ σιχαίνεται τὰ ἴδια του ἀποφάγια.
Ἄλλοτε σ᾽ ἄλλη μέρα τρώει καὶ σ᾽ ἄλλη μέρα πάλι
πίνει νερό, μέτρο αὐστηρὸ βάζοντας στὴν κοιλιά του.
Μὲ τόσον ἡ ζωὴ γι᾽ αὐτὰ εἶναι πιὸ λίγο ἀγώνα·
κλαδιὰ καὶ πέτρες, ἕτοιμο πάντα τὸ σπιτικό τους·
ἀκμαῖα, γερά, πανόμορφα κι ἂν τὰ δαμάσει ἀρρώστια, ἀφήνουν δίχως κλάματα τὴ δυνατὴ πνοή τους.
Μὲ μοιρολόϊ σπαραχτικὸ στέκοντας γύρω τ᾽ ἄλλα
δὲν τὰ θρηνοῦν, οὔτε ἔκοψαν οἱ φίλοι τὰ μαλλιά τους.

Κάτι θὰ πῶ πιὸ τολμηρόν· ἄφοβα ἐδῶ πεθαίνουν
καὶ σὰν πεθαίνει, τίποτα τὸ ἀγρίμι δὲ φοβᾶται.
Τὸ δόλιο γένος τῶν θνητῶν κοίτα καὶ τοῦτο πές μας· ἀλήθεια πιὸ μηδαμινὰ δὲν ἔχει ἀπ᾽ τοὺς ἀνθρώπους.
Μιᾶς ροῆς εἶμαι τὸ γέννημα κι ἡ μάννα μου μὲ πόνους μὲ γέννησε· μεγάλωσα μ᾽ ἱδρῶτα καὶ μὲ μόχθο.
Στὴν κοιλιὰ μ᾽ εἶχε ἡ μάννα μου, ἀγαπημένο βάρος
ἔπειτα βρέθηκα στὴ γῆ μὲ βάσανα καὶ πόνους.
Πάνω στὸ χῶμα σύρθηκα στὰ τέσσερα κι ὁλόρθος
μ᾽ ἀβέβαιο βῆμα στάθηκα σ᾽ ἄλλων πιασμένος χέρι.
Τότε ἄρχισε νὰ λάμπει ὁ νοῦς στὴν ἄναρθρη φωνή μου κι ἔχυσα δάκρυα ἀκούγοντας τοὺς λόγους τῶν δασκάλων.
Εἴκοσι χρόνων ἔσφιξα τὰ δόντια καὶ μὲ πλῆθος
χτυπήθηκα κακοτυχιὲς σὰν ἀθλητὴς κανένας.
Ἄλλα προσμένω νὰ μὲ βροῦν· τοῦτα περνοῦνε, κι ἄλλα μὲ βρίσκουν· μάθε αὐτό, ψυχή, τὴ ζωὴ καθὼς διαβαίνεις, ἀβέβαιο αὐλάκι, ἄγρια ροὴ καὶ τοῦ πελάγου κύμα, ποὺ ἀπ᾽ ἄκρη σ᾽ ἄκρη οἱ ἄνεμοι τὸ κάνουν καὶ κοχλάζει.
Πολλὰ δικές μου εἶναι ἀμυαλιὲς ποὺ μὲ χτυποῦν μὰ κι ἄλλα τὰ φέρνει ὁ δαίμονας, ὁ ἐχθρὸς ὁ μέγας τῆς ζωῆς μας.
Ἂν ἀπ᾽ τὴ μιὰν ὅσα καλὰ κι ὅσα κακὰ ἀπ᾽ τὴν ἄλλη
ἀντιζυγίσεις τῆς ζωῆς, ἴσια τραβώντας ζύγια,
πολὺ βαριὰ ἀπ᾽ τὰ λυπηρὰ ἡ ζυγαριὰ θὰ κλίνει
στὴ γῆ, καὶ πάλι ὅσα καλὰ θὲ νὰ βρεθοῦν τ᾽ ἀψήλου.
Μάχη καὶ πέλαο καὶ στεριά, μόχτος, ληστὲς ποὺ ἁρπάζουν τὸ εἰσόδημα κι ὁ φορατζής, ὁ εἰσπράχτορας, ὁ κράχτης, ρήτορες καὶ κατάστιχα, κριτές, κακοὶ κι ἀρχόντοι, ὅλα τῆς θλιβερῆς ζωῆς καμώματα εἶναι τοῦτα.

Κι ὅσα καλά· καὶ χορτασμός, βάρος, τραγούδι, γέλιο, μνῆμα γεμάτο πάντοτε νεκροὺς ποὺ ἔχουν σαπίσει.
Προικιὰ καὶ γάμος ποὺ ἂν λυθεῖ, δεύτερος ἀκολουθάει.
Μοιχοί, φονιάδες τῶν μοιχῶν, παιδιὰ ὕποπτα ποὺ βλέπεις, ἄπιστη ἀγάπη, κι ὀμορφιά, ἡ ντροπὴ ποὺ δὲ δειλιάζει φροντίδες τῶν καλῶν παιδιῶν, τῆς ἀτεκνίας λύπη· πλοῦτος καὶ φτώχεια δυὸ κακά, περφάνεια, στενοχώρια μπάλα ποὺ παλικάρια νιὰ τὴ ρίχνουν τό ᾽να στ᾽ ἄλλο.
Αὐτά, ἡ ψυχή μου σκίζεται σὰν τὰ θωρῶ, πῶς κάποιος πιστεύει στ᾽ ἄριστο ἂν σ᾽ αὐτὸν ὅ,τι κακὸ περσεύει;
Δὲν κλαῖς ἀκούοντας κι οἱ παλιοὶ πὼς εἶχαν τόσους πόνους;
Τάχα στὸ κλάμα θὰ δοθεῖς, ἢ ἀκούοντας θὰ γελάσεις.
Αὐτὰ ὅλα ἐλάχανε παλιὰ καὶ σὲ σοφοὺς ἀκόμα,
κλῆρος τοῦ ἑνὸς τὰ δάκρυα καὶ τοῦ ἄλλου ἦταν τὰ γέλια· οἱ Τρῶες καθὼς καὶ οἱ Ἀχαιοί, ὁ ἕνας στὸν ἄλλο ὁρμώντας ἐτοῦτοι ἐκείνους σκότωναν γιὰ χάρη κάποιας πόρνης.
Μὰ κι οἱ Κουρῆτες μάχονταν κι οἱ Αἰτωλοὶ οἱ ἀντρεῖοι γύρω ἀπὸ κάπρου κεφαλὴ καὶ τρίχες γουρουνίσιες.
Κι ἡ ἔνδοξη γέννα τοῦ Αἰακοῦ πῆγε· σὰ λυσσασμένος ὁρμώντας ὁ ἕνας στοὺς ἐχθροὺς κι ἀπὸ λαγνεία ὁ ἄλλος.
Μεγάλη ἡ δόξα τοῦ Ἡρακλῆ, νά ποὺ δαμάστη ὡστόσο αὐτὸς ὁ παντοδαμαστὴς ἀπὸ φωτιὰ ἕνα ροῦχο.

Οἱ Κύροι, οἱ Κροῖσοι τὴν κακὴ μοίρα τους δὲν ξεφύγαν κι ὅσοι δικοί μας ὣς τὰ χτὲς ἄρχοντες βασιλεύαν.
Καὶ δράκου γέννα, Ἀλέξανδρε, ἀκράτητος κι ἂν ἤσουν σ᾽ ἔριξε κάτω τὸ κρασὶ τὴ γῆ κι ἂς εἶχες ὅλη.
Τί πιὸ πολὺ ἔχεις στοὺς νεκρούς; σκόνη καὶ κόκκαλα ἴδια· ὁ Ἀτρείδης ὁ ἥρως καὶ μαζὶ ὁ Ἴρος ὁ ψωμοζήτης.
Ὁ Κωνσταντῖνος, βασιλιάς, κι ἐμένα ὁ ὑπηρέτης
μαζὶ ὁ φτωχὸς κι ὁ πάμπλουτος κέρδος μικρὸ τὸ μνῆμα.
Ἔτσι εἶναι στὴ ζωὴν αὐτή, ποιὸς θὰ μᾶς πεῖ τὴν ἄλλη;
Πόσα θὰ φέρει στοὺς κακοὺς ἡ τελευταία ἡμέρα!
φωτιὰ ποὺ τρώει, τρισκόταδο στοὺς ἀπ᾽ τὸ φῶς ἀλάργα, καὶ τῆς κακίας παντοτινὴ θύμηση τὸ σκουλήκι· τοῦ βίου τὴν πύλη πιὸ καλά, κακέ, νὰ μὴν περνοῦσες κι ὅλος ἀφοῦ τὴν πέρασες καθὼς θηρίο ἐχάθης ἢ ἀφοῦ ἔχεις τόσα πάθη ἐδῶ θά ᾽χεις πιὸ πίσω κι ἄλλα, ποινὴ πολὺ χειρότερη ἀπ᾽ ὅσα ἐδῶ ὑποφέρεις.
Ποῦ ἡ δόξα τοῦ πρωτοπλάστου; χάθηκε μὲ τὴ γεύση.
Κι ὁ Σολομώντας ὸ σοφός; δαμάστη ἀπ᾽ τὶς γυναῖκες.
Κι ὁ Ἰούδας ποὺ ἤτανε κι αὐτὸς μέσα στὴ δωδεκάδα, μὲς στὸ σκοτάδι χάθηκε γιὰ νά ᾽χει κέρδος λίγο.
Παρακαλῶ σε, βασιλιὰ Χριστέ μου, στὰ δεινά του
δῶσε γιατρειὰ στὸ δοῦλο σου ἀπὸ ὅπου ἀνάστησέ τον.
Μόνο ἕνα ἀκλόνητο καλὸ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι:
οἱ ἐλπίδες γιὰ τὸν οὐρανό, πνοὴ ποὺ δίνουν λίγη.

Σιχαίνομαι τ᾽ ἄλλα ἀγαθὰ πολὺ στὴ γῆς ἐπάνω
ποὺ σέρνονται καὶ στοὺς θνητοὺς πρόθυμα τὰ χαρίζω.
Πατρίδα μὰ καὶ ξενιτειά, θρόνους καὶ θρόνου δόξα
τοὺς κοντινούς, τοὺς μακρινούς, καλούς, κακοὺς ἀντάμα ἐχθροὺς κρυφοὺς καὶ φανερούς, ὅσους καθάρια βλέπουν κι ὅσους τοὺς λιώνει μέσα τους καὶ τοὺς σκοτώνει ὸ φθόνος.
Γι᾽ ἄλλους τοῦ βίου μας τὰ τερπνά, πρόθυμα τ᾽ ἀποφεύγω.
Πόσο μακραίνουν τὶς ζωὲς τὰ πάθη, ἀλίμονό μου!
Ὣς πότε θά ᾽μαι στὴν κοπριὰ πεσμένος; γιατὶ κάθε
καλὸ τῆς ζωῆς μας μιὰ διπλὴ χάρη σ᾽ ἐμᾶς δωρίζει
τὸ πῆρες καὶ τὸ πέταξες κι αὐτὸ τὴν πᾶσα μέρα,
γιὰ λίγο τὸ κρατᾶ ὁ λαιμὸς κι ἔπειτα πάει καὶ φεύγει.
Χειμώνας καὶ φθινόπωρο, ἄνοιξη καλοκαίρι
ξανάρχονται, μέρες νυχτιές, τῆς ζωῆς δυὸ φαντασίες.
Γῆ καὶ οὐρανὸς καὶ θάλασσα, πιὸ νέο γιὰ μὲ κανένα
οὔτε ὅσα μένουν σταθερὰ ἢ τὴν τροχιά τους γράφουν.
Τέλος σ᾽ αὐτὰ κι ἄλλη ζωὴ καὶ τάξη ἐμένα δίνε·
γι᾽ αὐτὰ μοχθῶ καὶ πρόθυμα τὰ πάθη μου ὅλα ἀντέχω.
Ἂς πέθαινα, ὅταν πιάστηκα στῆς μάννας μου τὰ σπλάγχνα εὐθὺς γιὰ μένα ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ σκότος μαζὶ καὶ δάκρυα.
Ποῦ εἶν᾽ ἡ ζωή; Ἀπ᾽ τὸν τάφο ὡς βγῶ σὲ τάφο πάλι ὁδεύω κι ἀπὸ τὸν τάφο θὰ θαφτῶ στὴν ἄσπλαγχνη τὴ φλόγα.
Κι αὐτὴ ἡ πνοή μου ποταμοῦ ρεῦμα γοργὰ ποὺ τρέχει, ποὺ πάντα χάνεται μακριὰ κι ἔρχεται πάλι πίσω, κι οὔτε ἔχει κάτι σταθερό. Σκόνη παντοῦ, στὰ μάτια ποὺ μὲ χτυπᾶ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ μακριὰ τὸ φῶς νὰ πέσω, σὲ τοίχους ψάχνοντας τυφλὰ κι ἐδῶ κι ἐκεῖ χτυπώντας, ἀπ᾽ τὴν ἀπέραντη ζωὴ νά ᾽χω μακριὰ τὸ βῆμα.
Λόγο ἂς τολμήσω νὰ σοῦ πῶ ἀληθινό, παιγνίδι
στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ ὁ θνητὸς ὅπου στὶς πόλεις παίζουν.
Ἄλλη ὄψη ἐπάνω ἐδούλεψε τὸ χέρι, ποὺ ἂν τὴ βγάλεις τρομάζω γιατί ξαφνικά, ἀλλιώτικος προβάλλω.

Τέτοια τῶν ἄθλιων ἡ ζωὴ ὅλων ποὺ μᾶς πλανεύει
ἐλπίδα ὁλόϊδια μ᾽ ὄνειρο. Φτάνουν αὐτὰ γιὰ τώρα.
Μὰ ἐγὼ κρατώντας τὸ Χριστό, ποτέ μου δὲ θὰ πάψω νὰ προσπαθῶ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ζωῆς αὐτῆς νὰ φύγω.
Διπλή μου ἡ φύση, ἡ σάρκα μου ἀπ᾽ τὸ ποὺ ἐπλάστη χῶμα γι᾽ αὐτὸ καὶ πάντα εἶναι σκυφτὴ στὸ χῶμα τὸ δικό της.
Μὰ εἶν᾽ ἡ ψυχὴ πνοὴ τοῦ Θεοῦ καὶ λαχταρᾶ ὁλοένα τὸν κλῆρο τὸν εὐγενικὸ ποὺ ξεπερνᾶ τὰ οὐράνια.
Κατηφορίζει τὸ νερὸ ἀπὸ τὴν πηγὴ κι ἡ φλόγα
ἕνα γνωρίζει ἀνάλλαχτο δρόμο, νὰ πάει τ᾽ ἀψήλου.
Ἔτσι μεγάλος κι ὁ θνητὸς κι ἄγγελος, ἂν γλιστρώντας ἀπ᾽ τὸ πλουμάτο δέρμα του φύγει ἀπὸ δῶ σὰν φίδι.
Ἱερεῖς, χορέψτε, εἶμαι νεκρὸς ἐγώ, καὶ σεῖς, κακοῦργοι γειτόνοι, τώρα πιὰ ὅπως πρὶν δὲ θὰ μὲ φοβηθεῖτε.
Γιὰ σᾶς τοῦ αἰώνιου βασιλιᾶ τοῦ ζωντανοῦ τὸ σπίτι
τὸ μέγα νὰ φυλάξετε μὰ ἐγὼ τὰ πάντα ἀφήνω
κι ἔχω στὴ ζωή μου τὸ σταυρὸ στύλο λαμπρό, κι ἂν φύγω ἀπὸ δῶ τέλος, τ᾽ οὐρανοῦ γιὰ νά ᾽βρω τὶς θυσίες, ἐκεῖ ποὺ φθόνος δὲ χωράει, κακὸ φτιαχτὸ τὸ λέω, τότε γιὰ ὅσους φθονοῦν εὐχὲς θὰ κάνω δίχως φθόνο.
 
ΙΕ΄. Περὶ τῆς τοῦ ἐκτὸς ἀνθρώπου εὐτελείας.

Τίς γενόμην; τίς δ’ εἰμί; τί δ’ ἔσσομαι οὐ μετὰ δηρόν;
Πῆ δὲ φέρων στήσεις πλάσμα μέγ’, Ἀθάνατε,
Εἴ τι μέγ’, ὡς μὲν ἔγω γε ὀΐομαι, οὐδὲν ἐόντες,
Ὀφρὺν μαψιδίως τείνομεν ἡμέριοι.
Εἰ τόδε μοῦνον ἔοιμεν, ὅσον πλεόνεσσι πέφανται,
Ζωῆς δ’ ὀλλυμένης, μηδὲν ἔχοιμι πλέον.
Πόρτις μὲν διάλυξεν ἑὸν κευθμῶνα τεκούσης,
Καὶ σκαίρει, γλυκερόν τ’ οὖθαρ ἀνακραδάει.
Καὶ τριετὴς ζυγὸν ἦρε, καὶ εἴρυσεν ἄχθος ἀπήνης,
Αὐχένα δ’ αὐχενίῳ κάρτεϊ μίξε μέγαν.
Νεβρὸς δ’ αἰολόδερμος, ἐπὴν διὰ γαστρὸς ὀλισθῇ,
Αὐτίκα μητρὸς ἑῆς πὰρ ποδὶ θῆκε πόδα,
Φεύγει δ’ ὠμοβόρους τε κύνας, καὶ ἵππον ἐλαφρὸν,
Καὶ λόχμης πυκινῆς κεύθεται ἐν λαγόσιν.
Ἄρκτοι δ’, οὐλομένων τε συῶν γένος, ἠδὲ λέοντες,
Τίγρις τ’ ἠνεμόεις, παρδαλίων τε μένος,
Αὐτίκα φρίξεν ἔθειραν ἐπήν κε σίδηρον ἴδηται,
Φρίξεν, καὶ κρατεροὺς ἆλτ’ ἐπὶ θηρολέτας.
Ἄρτι δέ τ’ ἄπτερος ὄρνις, ἐΰπτερος οὐ μετὰ δηρὸν,
Ἠέρα δινεύει πολλὸν ὕπερθε δόμου.
Ξουθὴ δ’ αὖτε μέλισσα λίπε σπέος, οἶκον ἔτευξεν
Ἀντίθετον, γλυκεροῦ πλῆσε γόνοιο δόμον.
Πάντα δέ τ’ εἴαρός ἐστιν ἑνὸς πόνος, αὐτομάτη δὲ
Πᾶσι τροφὴ, γαίης δαῖτα χαριζομένης.
Οὐ πόντον τέμνουσιν ἀπηνέα, οὐκ ἀρόουσιν,
Οὐ ταμίαι κείνοις, οὐδὲ κυπελλοφόροι.
Καὶ πτερὸν ὄρνιν ἔθρεψε ταχὺν, καὶ ἄγκεα θῆρα,
Βαιὰ πονησαμένους, φροντὶς ἐπηματίη.
Λὶς δὲ μέγας καὶ θῆρα τὸν ἔκτανεν, ὥσπερ ἄκουσα,
Λάψας, δαιτὸς ἑῆς λείψαν’ ἀποστυγέει.
Ἄλλοτε μὲν δαίσαθ’ ἑτερήμερος, ἄλλοτε δ’ αὖτε
Λάψε ποτὸν, βριαρῶς γαστέρι μέτρα φέρων.
Τοσσάτιον κείνοισιν ἀμοχθότερος βίος ἐστί·
Πέτρη καὶ κλαδεὼν, οἶκος ἀεὶ σχέδιος
Ἀρτεμέες, κρατεροὶ, περικαλλέες· ἢν δὲ δαμάσσῃ
Νοῦσος, ἀπενθεῖς ἄλκιμον ἆσθμα λίπον.
Οὐ γοεροῖς μελέεσσι περισταδὸν, ἄλλοθεν ἄλλος,
Μύροντ’, οὐδὲ φίλοι κέρσαν ἄπο πλοκάμους.
Εἴπω μείζονα μῦθον· ἀταρβέες ἐνθάδ’ ὄλοντο,
Οὐδὲν ὑποτρομέει θὴρ κακὸν, εὖτε θάνῃ.
Ἄθρει καὶ μερόπων δειλὸν γένος, ὥς κε τόδ’ εἴπῃς,
Ἦ ῥ’ ἐτεὸν μερόπων οὐδὲν ἀκιδνότερον.
Ῥοιῆς μὲν γόνος εἰμὶ, μόγῳ δέ με γείνατο μήτηρ.
Ἐθρέφθην πολλοῖς καὶ στυγεροῖς καμάτοις.
Ἀγκὰς ἔχεν μήτηρ με, γλυκὺν πόνον· αὐτὰρ ἔπειτα
Γαῖαν ἐπεξεόμην, ἄλγεσι τειρόμενος.
Ἔνθεν ἔβην τετράκωλος ἐπ’ οὔδεος. Ἔνθεν ἀέρθην
Ἴθμασιν ἐν τρομεροῖς, κλεπτόμενος παλάμαις.
Ἔνθεν νοῦν ὑπέλαμπον ἀναυδέος ἴχνεσι φωνῆς.
Ἔνθεν δ’ αὖ μύθων δάκρυσ’ ὑφ’ ἡγεμόσιν.
Εἰκοσέτης συνάγειρα μένος, καὶ πήμασι πολλοῖς
Πρόσθεν ὑπηντίασα, ὥς τις ἀεθλοφόρος.
Ἄλλα μὲν ἔστιν ἐμοί γε· τὰ δ’ ᾤχετο, τοῖς δὲ μογήσεις,
Εὖ τόδ’, ἐμὴ ψυχὴ, ἴσθι, περῶσα βίον,
Ὁλκὸν ἀπιστότατον, ῥόον ἄγριον, οἶδμα θαλάσσης,
Τῇ καὶ τῇ πυκινοῖς πνεύμασι βρασσόμενον.
Πολλὰ μὲν ἀφραδίῃσι τινάσσομαι· ἄλλα δὲ δαίμων
Ζωῆς ἡμετέρης ἤγαγεν ἀντίπαλος.
Εἰ γάρ κεν ὅσα τερπνὰ καὶ ὁππόσα λυγρὰ βίοιο
Ἀντιταλαντεύοις, μέσσα τάλαντ’ ἐρύων,
Πολλόν κεν βρίθουσα κακῶν ἐπὶ γαῖαν ἴκοιτο
Πλάστιγξ, ἡ δ’ ἀγαθῶν, ἔμπαλιν ὕψι θέοι.
Δῆρις, πόντος, ἄρουρα, μόγος, ληΐστορες ἄνδρες,
Κτῆσις, δασμογράφοι, πράκτορες, εὐρυβόαι,
Ῥητῆρες, βίβλοι τε, δικασπόλοι, ἀρχὸς ἀλιτρὸς,
Πάντα τάδ’ ἐστὶ βίου παίγνια λευγαλέου.
Δέρκεο καὶ ὅσα τερπνά· κόρος, βάρος, ᾆσμα, γέλωτες,
Τύμβος ἀεὶ πλήρης μυδαλέων νεκύων,
Ἕδνα, γάμος, γάμος ἄλλος, ἐπὴν ὁ πρόσθεν ὄληται,
Μοιχοὶ, μοιχολέται, παῖδες ὕποπτον ἄχος,
Κάλλος φίλτρον ἄπιστον, ἀτάρβητον κακὸν αἶσχος,
Φροντίδες εὐτεκνίης, ἄλγεα δυστεκνίης,
Πλοῦτος καὶ πενίη δισσὸν κακὸν, ὕβρις, ἀνίη,
Σφαῖρα νέων παλάμαις ἀνταποπεμπομένη.
Ταῦτ’ οὖν εἰσορόων, φρένα δάπτομαι, εἴ τις ἄριστον
Οἴεται, ᾧ τὸ κακὸν πλεῖον ἀρειοτέρου.
Οὐ δακρύεις ἀΐων ὁπόσ’ ἄλγεα καὶ προτέροισιν;
Οὐκ οἶδ’ εἰ δακρύσεις, ἢ γελάσεις ἀΐων.
Ἄμφω καὶ πινυτοῖσιν ἐφήρμοσε ταῦτα πάροιθεν
Τῷ μὲν κλαυθμὸς ἔην κἀνθάδε, τῷ δὲ γέλως,
Ὡς Τρῶες καὶ Ἀχαιοὶ ἐπ’ ἀλλήλοισι θορόντες,
Δῄουν ἀλλήλους εἵνεκα πορνιδίου.
Κουρῆτές τ’ ἐμάχοντο καὶ Αἰτωλοὶ μενεχάρμαι,
Ἀμφὶ συὸς κεφαλῇ, θριξί τε χοιριδίαις.
Αἰακίδαι μέγ’ ἄεισμα, θάνον γε μὲν, ὃς μὲν ἐπ’ ἐχθροῖς
Μαινομένῃ παλάμῃ, αὐτὰρ ὁ μαχλοσύνῃ.
Ἀμφιτρυωνιάδαο μέγα κλέος· ἀλλὰ δαμάσθη
Εἵματι σαρκοφάγῳ κεῖνος ὁ παντολέτης.
Κῦροί τε Κροῖσοί τε κακὸν μόρον οὐχ ὑπάλυξαν,
Οὐδὲ μὲν ἡμέτεροι χθιζὸν ἄνακτες ὅσοι.
Καί σε, δρακοντιάδη, μένος ἄσχετε, ὤλεσεν οἶνος,
Ἡνίκ’, Ἀλέξανδρε, γαῖαν ἐπῆλθες ὅλην.
Τί πλέον ἐν φθιμένοισιν; ἴη κόνις, ὀστέα μοῦνα,
Ἥρως Ἀτρείδης, Ἴρος ἀλητοβόρος.
Κωνσταντῖνος ἄναξ, θεράπων ἐμός· ὅστις ἄνολβος,
Ὅστις ἐρικτήμων· ἓν πλέον ἐστὶ τάφος.
Καὶ τὰ μὲν ἐνθάδε, τοῖα· τὰ δ’ ἄλλοθι, τίς κεν ἐνίσποι·
Ὁππόσα τοῖς ἀδίκοις ὕστατον ἦμαρ ἄγει,
Πῦρ βρομέον, σκότος αἰνὸν, ἀπόπροθι φωτὸς ἐοῦσι
Σκώληξ, ἡμετέρης μνῆσις ἀεὶ κακίης.
Λώϊον, εἰ βιότοιο πύλας, κακὲ, μὴ σὺ πέρησας,
Εἰ δ’ ἐπέρησας, ὅλος, θήρεσιν ἶσα, λύθης,
Ἢ ὅτε κἀνθάδ’ ἔχεις τόσσ’ ἄλγεα, καὶ μετόπισθεν
Ποινὴ χειροτέρη τῶν ὅσα ἐνθάδ’ ἔχεις.
Ποῦ μοι πρωτογόνοιο μέγα κλέος; ὤλετ’ ἐδωδῇ.
Ποῦ Σολομὼν πινυτός; ἀλλὰ γυναιξὶ δάμη.
Ποῦ δὲ δυωδεκάδος συναρίθμιος ἦν, ὅτ’ Ἰούδας,
Κέρδεος ἀντ’ ὀλίγου ἀμφεχύθη σκοτίην.
Χριστὲ ἄναξ, λίτομαί σε, κακῶν ἄκος αὐτίκ’ ὀπάζοις,
Ἔνθεν ἀναστήσας σῷ θεράποντι, μάκαρ.
Ἓν μόνον ἀνθρώποισι καλὸν καὶ ἔμπεδόν ἐστιν,
Ἐλπίδες οὐράνιαι, ταῖς ὀλίγον τι πνέω.
Τῶν δ’ ἄλλων ἀγαθῶν πουλὺς κόρος. Ὅσσ’ ἐπὶ γαίης
Σύρετ’, ἐφημερίοις πάντα λιπεῖν ποθέω·
Πάτρην, ἀλλοδαπήν τε, θρόνους, καὶ ἀπόθρονον εὖχος,
Ἐγγύθεν, ἀλλοτρίους, εὐσεβέας, κακίους,
Ἀμφαδίους, λοχόωντας, ἀβάσκανον ὄμμα φέροντας,
Αὐτοφόνῳ κακίῃ ἔνδοθι τηκομένους.
Ἄλλοις τερπνὰ βίοιο· ἐγὼ δὲ πρόφρων ὑπαλύξω.
Οἴμοι τοῦδε βίου πήμασι μακροτέρου!
Μέχρι τίνος κόπροισι παρέξομαι; ὡς ἅπαν ἐσθλὸν
Ζωῆς ἡμετέρης, δίστομός ἐστι χάρις,
Δέξασθαι, ῥίψαι τε μετρούμενον ἦμαρ ἐπ’ ἦμαρ.
Βαιὸν λαιμὸς ἔχει, τἄλλα δὲ πάντ’ ἀμάρη.
Χεῖμα πάλιν, θέρος αὖθις, ἀμοιβαδὸν εἶαρ ὀπώρη,
Ἤματα καὶ νύκτες, φάσματα δισσὰ βίου.
Οὐρανὸς, αἶα, θάλασσα, νεώτερον οὐδὲν ἔμοιγε,
Οὔθ’ ὅσα πηκτὰ πέλει, οὔθ’ ἃ περιτρέπεται·
Τῶν κόρος. Ἄλλον ἔμοιγε βίον καὶ κόσμον ὀπάζοις·
Τῷ μογέων, πρόφρων πήματα πάντα φέρω.
Αἲ θάνον, εὖτέ με μητρὸς ἐνὶ σπλάγχνοισιν ἔδησας,
Εὐθὺς ἐμοὶ σκοτίη δάκρυον ἀρχομένῳ!
Τίς βίος; ἐκ τύμβοιο θορὼν, ἐπὶ τύμβον ὁδεύω·
Ἐκ δὲ τάφοιο, πυρὶ θάψομ’ ἀπηλεγέως.
Αὐτὸ δ’ ὅσον πνείω, ποταμοῦ ῥόος ὦκα θέοντος,
Αἰὲν ἀπερχομένου, ἐρχομένου τ’ ὄπιθεν,
Ἑσταὸς οὐδὲν ἔχοντος· ὅλον κόνις, ὄμματ’ ἐμεῖο
Βαλλουσ’, ὥς κε Θεοῦ τῆλε πέσω φαέων,
Τοίχους δ’ ἀμφαφόων, καὶ ἀλώμενος ἔνθα καὶ ἔνθα.
Ζωῆς τῆς μεγάλης ἐκτὸς ἔχοιμι πόδα.
Τολμήσω τινὰ μῦθον ἐτήτυμον, ὥς ῥα Θεοῖο
Παίγνιόν ἐστι βροτὸς, τῶν ἓν, ὅσα πτολίων.
Ἄλλο πρόσωπον ὕπερθεν, ὃ χεὶρ κάμεν· ἢν δ’ ἄρ’ ἀερθῇ,
Ἅζομαι, ἐξαπίνης ἐξεφάνην ἕτερος.
Τοῖος ἅπας μερόπων δειλῶν βίος, οἷσι μέμηλεν
Ἐλπὶς ὀνειραίη. Ταῦτ’ ἔχετ’ εἰς ὀλίγον.
Αὐτὰρ ἐγὼ Χριστοῖο δεδραγμένος, οὔ ποτε λήξω,
Δεσμῶν τοῦδε βίου λυόμενος χθονίου.
Καὶ γὰρ διπλόος εἰμί· τὸ μὲν δέμας ἔνθεν ἐτύχθη·
Τοὔνεκα καὶ νεύει πρὸς χθόνα τὴν ἰδίην.
Ψυχὴ δ’ ἔστιν ἄημα Θεοῦ, καὶ κρείσσονα μοίρην
Αἰὲν ἄγαν ποθέει τῶν ὑπερουρανίων.
Ὣς πηγῆς ῥόος ἐστὶν ἐπίδρομος, αἰθόμενον δὲ
Πῦρ ὁδὸν οἶδε μίην ἄτροπον· ἅλλετ’ ἄνω.
Ὣς μέγας ἐστὶ βροτὸς, καὶ ἄγγελος· ἢν ἀπαΐξας,
Ὥσπερ ὄφις, στικτοῦ γήραος, ἔνθεν ἴοι.
Ὦ πάλλεσθ’, ἱερῆες· ἐγὼ θάνον. Ὦ καὶ ἀλιτροὶ
Γείτονες, οὐκέτι με φρίξετε, ὡς τὸ πάρος.
Αὐτοῖς μὲν μέγαν οἶκον ἀεὶ ζώοντος Ἄνακτος
Φράσσετε· αὐτὰρ ἐγὼ πάντα λιπὼν, ἓν ἔχω,
Σταυρὸν ἐμῆς ζωῆς φανὸν στύλον. Ἢν δ’ ἄρ’ ἀερθῶ
Ἔνθεν, καὶ θυέων ἅψομ’ ἐπουρανίων,
Τοῖς φθόνος οὐ πελάει, τυκτὸν κακὸν, εἰ θέμις εἰπεῖν,
Πηνίκα καὶ φθονερῶν ἄφθονος εὔξομ’ ὕπερ.

ΜΙΚΡΗ ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ


ΜΙΚΡΗ ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ 
Η πνευματική αγάπη είναι ανώτερη από την αγάπη που έχουν τα κατά σάρκα αδέρφια, γιατί συγγενεύει κανείς από Χριστό, κι όχι από μάνα. Όσοι έχουν αυτή την αγνή (αρχοντική) αγάπη, είναι γεμάτοι από καλωσύνη, γιατί μέσα τους έχουν το Χριστό και στο πρόσωπό τους ζωγραφισμένη την θεότητα. Αδύνατον είναι φυσικά να έλθει η αγάπη του Χριστού μέσα μας, εάν δεν βγάλουμε έξω τον εαυτό μας από την αγάπη μας, και να την δώσουμε στον Θεό και στις Εικόνες Του και να δινόμαστε πάντα στους άλλους, χωρίς να θέλουμε να μας δίνονται οι άλλοι. 
Όσοι πονάνε πολύ και για την σωτηρία όλου του κόσμου και βοηθάνε με τον τρόπο τους (αγωνιζόμενοι) και εμπιστεύονται τον εαυτό τους ταπεινά στα χέρια του Θεού, αυτοί νιώθουν και την μεγαλύτερη χαρά του κόσμου, και η ζωή τους τότε είναι μια συνεχής δοξολογία, γιατί φτερουγίζουν εσωτερικά σαν άγγελοι, δοξολογώντας μέρα-νύχτα τον Θεό. 
Οι φιλότιμοι, επειδή κινούνται στον ουράνιο χώρο της δοξολογίας, δέχονται με χαρά και τις δοκιμασίες και δοξάζουν τον Θεό και για αυτές, όπως και για τις ευλογίες, και δέχονται συνέχεια την ευλογία του Θεού από όλα και λιώνουν εσωτερικά τότε από ευγνωμοσύνη στο Θεό, την οποία δηλώνουν με κάθε πνευματικό τρόπο, σαν παιδιά του Θεού. 
Δεν υπάρχει εξυπνότερος άνθρωπος από τον ελεήμονα, που δίδει γήϊνα, φθαρτά πράγματα και αγοράζει άφθαρτα, ουράνια. Όπως δεν υπάρχει πιο ανόητος στον κόσμο από τον πλεονέκτη, που μαζεύει συνέχεια και στερείται συνέχεια, και, στο τέλος, αγοράζει την κόλαση με τις συγκεντρωμένες του οικονομίες. Αυτοί φυσικά που χάνονται με υλικά πράγματα, το έχουν τελείως χαμένο, γιατί χάνουν και τον Χριστό. 
Ο κυριευμένος από υλικά πράγματα είναι κυριευμένος πάντα από στενοχώρια και άγχος, γιατί πότε τρέμει μην του τα πάρουν και πότε μην του πάρουν την ψυχή. Ο τσιγγούνης πάλι, που αγκύλωσε το χέρι του από το πολύ σφίξιμο, έσφιξε και την καρδιά του και την έκανε πέτρινη. Για να θεραπευθεί, θα πρέπει να επισκευθεί δυστυχισμένους ανθρώπους, να πονέσει, οπότε θα αναγκασθεί να ανοίξει σιγά-σιγά το χέρι του, και θα μαλακώσει τότε και η πέτρινη καρδιά του και θα γίνει καρδιά ανθρώπινη, και έτσι θα του ανοιχθεί και η πύλη του παραδείσου. 
Η καλωσύνη μαλακώνει και ανοίγει την καρδιά, σαν το λάδι την σκουριασμένη κλειδαριά. Η καλωσύνη είναι μια από τις πολλές ιδιότητες του Θεού, για αυτό πάντα σκορπάει χαρά, διώχνει σύννεφα, ανοίγει καρδιές. Σαν την ανοιξιάτικη λιακάδα που βγάζει άνθη από την γη, θερμαίνει ακόμα και τα φίδια και τα βγάζει από τις παγωμένες του τρύπες για να χαρούν και αυτά την καλωσύνη του Θεού. 
Οι κακότροποι άνθρωποι είναι πάντα πνιγμένοι από λογισμούς και με την παγωμένη τους καρδιά παγώνουν και πνίγουν με λογισμούς τους πονεμένους ανθρώπους που καταφεύγουν σ’ αυτούς, για να παρηγορηθούν∙ ενώ οι καλοκάγαθοι με την πνευματική τους (αρχοντική) αγάπη, την σφιχτή με πόνο, πνίγουν δαίμονες, ελευθερώνουν ψυχές και σκορπάνε θεϊκή παρηγοριά στους συνανθρώπους τους. 
Γέροντος Παΐσίου Αγιορείτου 
Επιστολές

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ  

Τρίτη 25 Απριλίου 2023

Ζωντανὸ παράδειγμα





Ζωντανὸ παράδειγμα 
Μεταξὺ τῶν ἄλλων ζωντανῶν τεκμηρίων τῆς ἁγιότητάς του ὁ ἐπίσκοπος Αἴνταν ἔδινε στὸν κλῆρο του ἕνα θαυμαστὸ παράδειγμα αὐτοπειθαρχίας καὶ ἐγκράτειας, καὶ ἡ ὕψιστη ἐπιβεβαίωση τῆς διδασκαλίας του σὲ ὅλους ἦταν ὅτι αὐτὸς καὶ ὅσοι τὸν ἀκολουθοῦσαν ζοῦσαν καθὼς δίδασκαν. Ποτὲ δὲν ἐπιδίωξε ἢ ἐνδιαφέρθηκε γιὰ ἐγκόσμια ἀγαθά, καὶ ἤθελε νὰ προσφέρει στοὺς πτωχοὺς ποὺ συναντοῦσε αὐτὰ ποὺ τοῦ εἶχαν δώσει βασιλεῖς καὶ εὔποροι λαϊκοί. Πάντοτε μετακινοῦνταν πεζός, ἐκτὸς ἂν ὑπῆρχε μεγάλη ἀνάγκη νὰ ἱππεύσει. Καὶ ὅποιον τύχαινε νὰ συναντήσει κατὰ τὶς μετακινήσεις του, ταπεινὸ ἢ εὐγενῆ, σταματοῦσε καὶ τοῦ μιλοῦσε. Ἐὰν ἦταν εἰδωλολάτρης, τὸν προσκαλοῦσε στὸ μυστήριο τῆς πίστεως. Ἐὰν ἦταν Χριστιανός, ἐνδυνάμωνε τὴν πίστη του καὶ τὸν ἐνέπνεε μὲ λόγο καὶ ἔργο νὰ ἔχει καλὴ πολιτεία καὶ νὰ εἶναι γενναιόδωρος πρὸς ὅλους.

  

 ΚΕΛΤΙΚΟ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟ

Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου

Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Φανερωμένης Νάξου

Ἡ ψυχικὴ ἐνέργεια ποὺ ἐκπέμπουμε πληγώνει ἀόρατα τοὺς ἄλλους!

Ἡ ψυχικὴ ἐνέργεια ποὺ ἐκπέμπουμε πληγώνει ἀόρατα τοὺς ἄλλους! 
Ἅγιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ 
Κάθε φορὰ ποὺ εἶστε στὸ κελί σας ἢ ὁπουδήποτε καὶ σκέπτεστε μὲ ἕναν τρόπο ὑποτιμητικὸ γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς ἢ τίς ἀδελφές σας, καταστρέφετε τὴ ζωή, καὶ οἱ ἀδελφὲς καὶ οἱ ἀδελφοὶ ποὺ κατηγορεῖτε τὸ αἰσθάνονται καὶ πληγώνονται. 
Πῶς συμβαίνει αὐτό; κόμη καὶ μεταξὺ αὐτῶν ποὺ δὲν προσεύχονται ὑπάρχει μιὰ ψυχολογικὴ εὐαισθησία καὶ αἰσθάνονται τὰ ψυχικὰ κύματα, τὴν ψυχικὴ ἐνέργεια ποὺ ἐκπέμπουν οἱ ἄλλοι. Κανεὶς δὲν ἀντιλαμβάνεται τίποτε, δὲν ἀκούει λόγια, δὲν βλέπει χειρονομίες˙ ὅ,τι γίνεται, γίνεται μυστικά, ἡ ζωὴ ὅμως καταστρέφεται. 
Θὰ σᾶς δώσω τώρα ἕνα παράδειγμα ποὺ δὲν εἶναι τόσο εὐχάριστο. Ὑπάρχει ἕνα ζῶο ἡ μεφίτης (ὁ ἀσβός), τὸ ὁποῖο γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν ἡσυχία του ἐκπέμπει κάποιες φορὲς ἕνα ὑγρὸ ποὺ ἔχει μιὰ ἀνυπόφορη δυσωδία, ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ μεγάλα ζῶα. Τὸ ἴδιο τὸ ζῶο ἀντέχει τὴν ὀσμὴ αὐτὴ μὲ εὐχαρίστηση. 
Μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων συμβαίνει ἐπίσης μερικοὶ νὰ δημιουργοῦν μία ἀτμόσφαιρα σὰν αὐτὴ ποὺ δημιουργεῖ ἡ μεφίτης, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καθιστοῦν τὴν ἀτμόσφαιρα γύρῳ, γύρω τους ἀνυπόφορη, ἔτσι ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ κανεὶς οὔτε νὰ ἀναπνέει˙ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι εἶναι εὐχαριστημένοι στὴ σκέψη τῆς ὑπεροχῆς τους. Νὰ εἶστε ὅλοι καὶ ὅλες συνετοὶ καὶ προσεκτικοὶ σὲ αὐτὸ ποὺ λέω: νὰ μὴ σκέπτεστε ἄσχημα γιὰ τοὺς ἄλλους! 
Ὑπάρχει ἀκόμη καὶ μία ἄλλη πλευρὰ αὐτοῦ, ἂς ποῦμε, τοῦ «τρόπου συμπεριφορᾶς». Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ἐγὼ προσεύχομαι γιὰ κάποιον, γιὰ ἕναν ἀδελφὸ ἢ μία ἀδελφή, καὶ ἀντὶ νὰ συναντήσω μία προσευχὴ παρόμοια ἀπὸ μέρους αὐτῆς ἢ αὐτοῦ, προσκρούω σὲ μία ἄρνηση ἐκ μέρους τούς˙ ὅλα ἐκλαμβάνονται μὲ ἕναν τρόπο ἀρνητικό, πρὶν ἀκόμη ἐκφραστῶ. Ἀλλὰ τὸ ζῶο αὐτό, ἡ μεφίτης, δὲν αἰσθάνεται τί κάνει. Συμπεριφέρεται μὲ ἐλευθερία˙ εἶναι τελείως «καθὼς πρέπει». Τί νὰ κάνεις στὴν περίπτωση αὐτή, πῶς νὰ θεραπεύσεις;
Ὁ σκοπός μας εἶναι νὰ καταλάβουμε καὶ νὰ θεραπεύσουμε αὐτὴ τὴν ἀρρώστια τοῦ «μεφιτισμοῦ»[1] κάθε φορὰ ποὺ ἐμφανίζεται, κυρίως στὴν ἐκκλησία ἐνάντια στοὺς ἱερεῖς. 
Ἄς ἀναφέρουμε ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴ ζωή μας: Κάποιοι δὲν ἀγαποῦν τὰ ἑλληνικὰ γιὰ παράδειγμα. Μόλις προφέρεις μία λέξη στὰ ἑλληνικά, παθαίνουν σόκ! Μὲ ἕναν ἀόρατο ὅμως τρόπο, τὸ πνεῦμα του ἱερέως ἢ τοῦ διακόνου ποὺ διακονεῖ τὴν προσευχὴ τὸ αἰσθάνεται, εἶναι τρωτός, μπορεῖς νὰ τὸν σκοτώσεις μὲ παρόμοιες συμπεριφορές, ἀκόμη καὶ ἀόρατες κλπ. Αὐτὴ ἡ ψυχικὴ ἐνέργεια δημιουργεῖ κάτι σὰν «ἠλεκτρικὲς ἐκκενώσεις». 
Γνώρισα μία Ρωσίδα στὸ Παρίσι. Ὁ σύζυγός της ἦταν σπουδαῖος μηχανικὸς καὶ ἐργαζόταν στὸ Βιετνάμ. Μοῦ εἶπε ὅτι οἱ Βιετναμέζοι εἶναι πολὺ εὐαίσθητοι ψυχικὰ καὶ πολὺ δυνατοί. Ἄν κάποιος δὲν τοὺς ἀρέσει, ἀρχίζουν νὰ μπλοκάρουν αὐτὸ τὸ πρόσωπο μὲ κάθε εἴδους «ἐπιθέσεις», ψυχολογικὲς ἀπορρίψεις. Ἐξωτερικὰ δὲν παρατηρεῖ κανεὶς τίποτε, ἀλλὰ τὸ πρόσωπο ἔπειτα ἀπὸ ἕναν χρόνο -ἢ δύο χρόνια ἂν ἔχει μεγάλη ἀντοχή- πεθαίνει. Αὐτὴ εἶναι ἡ τεχνικὴ τοῦ τέλειου ἐγκλήματος. Κανεὶς δὲν λέει τίποτε, δὲν ὑπάρχουν λόγια οὔτε χειρονομίες, παρὰ μόνο μία ἄρνηση νὰ ἀκούσει κάποιος κάποιον. 
Χάρη στὴν ἀσκητικὴ στάση μὲ τὴν ὁποία καταδικάζουμε τὸν ἑαυτό μας στὴν κόλαση, αὐτὴ ἡ ἐνέργεια καθίσταται -πῶς νὰ τὸ πῶ;- λιγότερο δυνατή, ἀλλὰ παρ' ὅλα αὐτὰ ἐμποδίζει τὴ ζωὴ καὶ τὴ σωτηρία. Θὰ μποροῦσα νὰ συνεχίσω νὰ μιλῶ μαζί σας γιὰ πολλὴ ὥρα πάνω στὸ θέμα αὐτό. Σᾶς παρακαλῶ ὅμως νὰ τὸ λάβετε πολὺ στὰ σοβαρά...
[1] Μεφιτισμός: (Βιολ.) μόλυνση τοῦ ἀέρα ἀπὸ δυσώδεις ἀναθυμιάσεις, ἐπιβλαβεῖς στοὺς ζωικοὺς ὀργανισμούς. Βλ. Γεωργίου Χασιάκου, Ἑρμηνευτικὸ Λεξικό των -ΙΣΜΩΝ, Ἀθήνα 1989.

 

Ἅγιος Σωφρονίου Σαχάρωφ, 
Οἰκοδομώντας τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ μέσα μας καὶ στοὺς ἀδελφούς μας,
τόμος Α,
ἐκδ. Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ, σελ. 70-73).

Δευτέρα 24 Απριλίου 2023

Στὴν ἀρρώστια - Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου




ΠΘ΄ 
Στὴν ἀρρώστια 

Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου  

πῆρχα τότε ποὺ ἀνθοῦσα· τώρα εἶμαι ἄχλοος.
Οὔτε πρῶτα ψήλωσα οὔτε τώρα ἔχω καταπέσει.
Τὸ ν᾽ ἀνθεῖς καὶ ν᾽ ἀπανθεῖς εἶναι διαφορετικά, ἐγὼ ὁ ἴδιος.
Κέρδος μου τοῦτο εἶναι ἀπ᾽ τοὺς γιατρούς,
νὰ μὴ θεωρῶ τίποτα, Χριστέ μου, ἀνώτερο ἀπὸ ἐσένα· ἀπὸ ἐσένα ἔρχονται ὅλα καὶ ἡ δύναμη τῶν φαρμάκων.
Νά, τὸ θερμὸ λουτρό. Ἔχω τὴν κολυμπήθρα.
Ἀλλὰ ποῦ εἶναι ὁ ἄγγελος; Ἔλα, ἑτοίμασε τὸ νερό.
Ἂν ὄχι, ἐσύ, Κύριε, πὲς καὶ θὰ στηλωθῶ.
Εἶμαι τραυματισμένος· ἔχω ἕνα ἀγκάθι νὰ φοβοῦμαι τὸ Θεό.
Ξέρω ὅτι εὐεργετήθηκα. Ἀλλὰ σταμάτα τὴν ἀρρώστια.
Ἂν ἐσὺ δὲ θέλεις, δῶσε μου καρτερία νὰ τὴν ὑποφέρω.
 
Εἶμαι, Χριστέ μου, σ᾽ ἀμηχανία, τί νὰ κάνω;
Εἶσαι κριτής, ναί, δίκαιος ἀλλὰ καὶ πράος.
Ποῦ εἶναι ἡ καλοσύνη σου ἢ ἐμένα μόνο λησμόνησες;
Μὲ πέταξε κάτω, συντρίβοντάς μὲ ὁ Σατανὰς
κι ἐσὺ μὲ παρέδωσες στὸ κακό. Γιὰ ποιό λόγο;
Δὲν ἐλπίζομε πὼς θὰ πατήσομε ἐπάνω σὲ σκορπιούς;
Γιατί αὐτά, Χριστέ μου; Ντρέπομαι τοὺς κακοὺς
μὰ καὶ τοὺς ἄριστους, ποὺ δὲν σταματοῦν τὰ δεινά μου· οἱ κακοὶ γελοῦνε, οἱ ἄριστοι δὲν ἔχουν ἐλπίδες.
Κάθε μέρα πεθαίνω κι ἐγκαταλείπω τὴ ζωή.
Ἂν πεθαίνω δίκαια ἐπειδὴ εἶμαι κακός, ποῦ εἶναι ἡ καλοσύνη σου;
Ἂν πεθαίνω ἄδικα, ποῦ εἶναι ἡ δίκαιη κρίση σου;
Ἔχω γίνει στόχος ὅλων καὶ δέχομαι βέλη.
Ἂς σταματήσει τέλος γιὰ μένα ὁ φθόνος, ἂς σταματήσει τέλος.
Τὰ χρόνια, ἡ ἀρρώστια μ᾽ ἐξάντλησαν, οἱ κακοὶ φίλοι.
Μήπως δὲ θέλεις; Ἔρχομαι σ᾽ ἐσένα, τὸ χέρι σου δῶσε.
Χάνομαι, ἀλίμονο, ἀπὸ τὶς συμφορὲς χάνομαι γιὰ σένα.
Γιατὶ ἐσὺ εἶσαι ὁ Θεός μου. Διάλυσε σὺ τὸ ζόφο τῶν κακῶν γιὰ ἕνα νεκρὸ ποὺ λίγο πνέει ἢ κόψε τὴ θλιβερὴ ζωή του.
Γιατί μοχθῶ ἐδῶ περικυκλωμένος ἀπὸ συμφορὲς
τοῦ φθόνου παιγνίδι, τῶν πολλῶν περιγέλασμα;
Γι᾽ ἄλλους εἶναι τὰ ὡραῖα τῆς ζωῆς, γιὰ μένα ὁ θάνατος.
Μὲ καλεῖς, ναί. Τρέχω σ᾽ ἐσένα. Ἀλλὰ φοβοῦμαι
τὴ φωτιά, τὸ χάσμα, τὴν κάψα τοῦ πλούσιου.
Ποιός θὰ μὲ πάρει νὰ μὲ πάει στὸν κόρφο τοῦ Ἀβραάμ;
 
Αὐτὸ ἐλπίζω, γιατὶ πολλὰ ὑπέφερα στὴ ζωή μου.
Ἂν μ᾽ ἐλευθερώσεις ἀπὸ δῶ, μπορῶ νὰ τὰ ὑποφέρω αὐτά.
Ἂν ὅμως δὲ μ᾽ ἐλευθερώσεις, ἀλίμονο καὶ στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο!
Τί μὲ κρατεῖς, ὦ δεσμώτη, ἐμένα τὸν ἐλεύθερο;
Μὲ καλεῖ ὁ Χριστός. Μεῖνε πεσμένος ἐδῶ.
Δέξου με, Σωτῆρα. Ἀλλὰ ὁ ἐξαγνισμός μου εἶναι λειψός.

ΠΘ΄. Εἰς τὴν νόσον.

ν, ἦν, ὅτ’ ἤνθουν• ἀλλὰ νῦν εἰμ’ ἄχλοος·
Οὔτε πρὶν ἤρθην, οὔτε νῦν κατεστάλην.
Ἀνθεῖν, ἀπανθεῖν, ἄλλο· οὐκ ἄλλος δ’ ἐγώ.
Ἐξ ἰατρῶν πάρειμι τοῦτο κερδάνας,
Τὸ μή τι, Χριστὲ, σοῦ φέρειν ἀνώτερον,
Παρ’ οὗ τὰ πάντα, καὶ τὸ φαρμάκων σθένος.
Ἰδοὺ τὰ θερμά. Τὴν κολυμβήθραν ἔχω.
Ποῦ δ’ ἄγγελός μοι; δεῦρο, φαρμάσσοις ὕδωρ.
Εἰ δ’ οὒ, σὺ, Σῶτερ, εἰπὲ, καὶ παγήσομαι.
Πέπληγμ’· ἔχω τι κέντρον εἰς Θεοῦ φόβον.
Οἶδ’ εὖ πεπονθώς. Ἀλλ’ ἐπίσχες τὴν νόσον.
Εἰ δ’ οὐ φίλον σοι, δός γε καρτερῶς φέρειν.
Ἐξηπόρημαι, Χριστέ μου· καὶ τί δράσω;
Κριτὴς μὲν εἶ δίκαιος, ἀλλὰ καὶ πρᾶος.
Ποῦ σου τὸ χρηστόν; ἢ μόνοι λελήσμεθα;
Ἔῤῥιψεν, ἔῤῥιψέν με συγκόψας Σατάν.
Σὺ δ’ ἐκδέδωκας τῷ κακῷ· τίς αἰτία;
Οὐχὶ πάτησιν σκορπίων ἐλπίζομεν
Τί ταῦτα, Χριστέ; τοὺς κακοὺς αἰσχύνομαι,
Καὶ τοὺς ἀρίστους, οὐκ ἔχων στάσιν κακῶν·
Οἱ μὲν γελῶσι, τοῖς δ’ ὀλώλασ’ ἐλπίδες.
Καθ’ ἡμέραν θνήσκω τε, καὶ λείπω βίον.
Εἰ μὲν δικαίως, ὡς κακὸς, ποῦ χρηστότης;
Εἰ δ’ οὐ δικαίως, ποῦ ποτ’ ἔννομος κρίσις;
Σκοπὸς τέθειμαι πᾶσι, καὶ τοξεύομαι.
Στήτω ποθ’ ἡμῖν ὁ φθόνος, στήτω ποτέ.
Χρόνῳ, νόσῳ κέκμηκα, τοῖς φίλων κακοῖς.
Ἀλλ’ οὐ θέλεις; πρός σ’ ἔρχομαι. Δίδου χεῖρα.
Ὄλωλ’, ὄλωλα συμφοραῖς· σοὶ δ’ ὄλλυμαι.
Σὺ γὰρ Θεός μου. Σὺ ζόφον λύοις κακῶν
Νεκρῷ πνέοντι μικρὸν, ἢ λυπρὸν βίον.
Τί τῇδε μοχθῶ τοῖς κακοῖς ἐσφιγμένος,
Φθόνου πάλαισμα, καὶ γέλως τοῖς πλείοσσιν;
Ἄλλοις τὰ λαμπρὰ τοῦ βίου, λύσις δ’ ἐμοί.
Καλεῖς, καλεῖς με. Προστρέχω. Δέδοικα δὲ
Τὸ πῦρ, τὸ χάσμα, τὴν ζέσιν τοῦ πλουσίου.
Τίς Ἀβραὰμ δώσει με τοῖς κόλποις φέρων;
Ἦ πόλλ’ ἀνέτλην ἐν βίῳ· τάδ’ ἔλπομαι.
Εἴ μ’ αὐτόθεν λύσειας, οἰστά μοι τάδε.
εἰ δ’ οὐ λύσειας, φεῦ βίου! φεῦ ἐξόδου!
Τί με κρατεῖς, δεσμῶτα, τὸν ἐλεύθερον;
Χριστὸς καλεῖ με. Κεῖσο τῇδ’ ἐῤῥιμμένος.
Δέχου με, Σῶτερ. Πλὴν κάθαρσις ἐνδεής.


 

Δημοφιλείς αναρτήσεις