Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Ὃλος ὁ Αὒγουστος εἶναι ἀφιερωμένος στήν Παναγία μας.


ΠΗΓΗ:ΕΔΩ

λος ὁ Αὒγουστος εἶναι ἀφιερωμένος στήν Παναγία μας. Ἀπό τήν 1η Αὐγούστου ἀρχίζουν νά ψάλλονται πρός τιμήν τῆς Παναγίας ὁ μικρός καί ὀ μεγάλος παρακλητικός κανόνας ἑναλλάξ. Μικρή διήμερη διακοπή ἡ μεγάλη Δεσποτική ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτήρος. 
Μετά ἀπό ὃλους τους ὓμνους καί τή νηστεία πού προηγήθησαν στή μέση τοῦ μηνός ἡ 15η Αὐγούστου, ὁ Δεκαπενταύγουστος, τό Πάσχα τοῦ καλοκαιριού, ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου καί ἡ Μετάστασίς Της στούς οὑρανούς, ἡ μεγάλη Θεομητορική ἑορτή. 
Μέχρι την 28η Αὐγούστου ψάλλονται τά τροπάρια τῆς ἀποδόσεως τῆς ἑορτής. Μικρή διήμερη διακοπή γιά τόν Τίμιο Πρόδρομο καί ἡ Παναγία πάλι παρούσα στίς 31 Αὐγούστου μέ τήν κατάθεση τῆς Ἁγίας Ζώνης Της. 
Μεγάλη δέησις ὁ Αὒγουστος, ὁ Σωτήρας Χριστός, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί ὁ Τίμιος Πρόδρομος. 
Ἀλλά ὃπως λέει καί ὁ κυρ-Ἁλἐξανδρος Παπαδιαμάντης, καί ζωδιακά ἀν δείς τόν Αὒγουστο εἶναι καί αὐτός ἀφιερωμένος στήν Παρθένο.

Κανών α', ᾨδὴ θ', τῆς Ἐορτῆς
Ἦχος α'
Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, μακαρίζομέν σε, τὴν μόνην Θεοτόκον.
Ὁ Εἱρμὸς
«Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι, ἐν σοὶ Παρθένε ἄχραντε· παρθενεύει γὰρ τόκος, καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετὰ τὸκον Παρθένος, καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε, τὴν κληρονομίαν σου».

ξίσταντο Ἀγγέλων αἱ δυνάμεις, ἐν τῇ Σιὼν σκοπούμεναι, τὸν οἰκεῖον Δεσπότην, γυναικείαν ψυχὴν χειριζόμενον· τῇ γὰρ ἀχράντως τεκούσῃ, υἱοπρεπῶς προσεφώνει· Δεῦρο Σεμνή, τῷ Υἱῷ καὶ Θεῷ συνδοξάσθητι.

Συνέστειλε χορὸς τῶν Ἀποστόλων, τὸ θεοδόχον Σῶμά σου, μετὰ δέους ὁρῶντες, καὶ φωνῇ λιγυρᾷ προσφθεγγόμενοι· Εἰς οὐρανίους θαλάμους, πρὸς τὸν Υἱὸν ἐκφοιτῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε τὴν κληρονομίαν σου.

Κανών β', ᾨδὴ θ', τῆς Ἐορτῆς
Ἦχος δ'
γγελοι τὴν Κοίμησιν τῆς Παρθένου, ὁρῶντες ἐξεπλήττοντο, πῶς ἡ Παρθένος ἀπαίρει, ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὰ ἄνω.
Ὁ Εἱρμὸς
«πας γηγενής, σκιρτάτω τῷ πνεύματι, λαμπαδοχούμενος, πανηγυριζέτω δέ, ἀΰλων νόων φύσις γεραίρουσα, τὴν ἱερὰν Μετάστασιν τῆς Θεομήτορος, καὶ βοάτω· Χαίροις παμμακάριστε, Θεοτόκε ἁγνὴ ἀειπάρθενε».

Δεῦτε ἐν Σιών, τῷ θείῳ καὶ πίονι, ὄρει τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ἀγαλλιασώμεθα, τὴν Θεοτόκον ἐνοπτριζόμενοι· πρὸς γὰρ τὴν λίαν κρείττονα, καὶ θειοτέραν σκηνήν, ὡς Μητέρα, ταύτην εἰς τὰ Ἅγια, τῶν Ἁγίων Χριστὸς μετατίθησι.

Δεῦτε οἱ πιστοί, τῷ τάφῳ προσέλθωμεν, τῆς Θεομήτορος, καὶ περιπτυξώμεθα, καρδίας χείλη ὄμματα μέτωπα, εἰλικρινῶς προσάπτοντες, καὶ ἀρυσώμεθα, ἰαμάτων, ἄφθονα χαρίσματα, ἐκ πηγῆς ἀενάου βλυστάνοντα.

Δέχου παρ' ἡμῶν, ᾠδὴν τὴν ἐξόδιον, Μῆτερ τοῦ ζῶντος Θεοῦ, καὶ τῇ φωτοφόρῳ σου, καὶ θείᾳ ἐπισκίασον χάριτι, τῷ Βασιλεῖ τὰ τρόπαια, τῷ φιλοχρίστῳ λαῷ, τήν εἰρήνην, ἄφεσιν τοῖς μέλπουσι, καὶ ψυχῶν σωτηρίαν βραβεύουσα.

Καταβασία, Ἦχος α’
Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, μακαρίζομέν Σε, τὴν μόνην Θεοτόκον. 
Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι, ἐν Σοὶ Παρθένε ἄχραντε· παρθενεύει γὰρ τόκος, καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετὰ τόκον παρθένος, καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε τὴν κληρονομίαν Σου.

Ο ΑΠΟ ΑΡΙΜΑΘΑΙΑΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΚΗΔΕΥΤΗΣ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ο ΑΠΟ ΑΡΙΜΑΘΑΙΑΣ ΙΩΣΗΦ
Ο ΚΗΔΕΥΤΗΣ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

31 ΙΟΥΛΙΟΥ 

Την τελευταία ημέρα του Ιουλίου εορτάζουμε τη μνήμη του αγίου Ιωσήφ, του από Αριμαθαίας, μυστικού μαθητού του Κυρίου και κηδευτού του πανάχραντου Του σώματος. 
Ο ευγενής και ευσεβής Ιωσήφ καταγόταν από την Αριμαθαία (ίσως η Ραμά - Ραματαγίμ, πατρίδα του προφήτη Σαμουήλ) και ήταν μέλος του Συνεδρίου του ιερέων και πρεσβυτέρων του λαού Ισραήλ, παράλληλα όμως και μαθητής κρυφός του Ιησού Χριστού. 
Αφού έλαβε την άδεια από τον Πιλάτο, αποκαθήλωσε το σώμα του Κυρίου από τον Σταυρό και το ενταφίασε, με τη βοήθεια του Νικοδήμου, σε μνημείο καινούργιο, που είχε παραγγείλει να λαξεύσουν σε έναν βράχο, όχι μακριά από εκεί (Ματθ. 27, 57). 
Σύμφωνα με το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου «Πράξεις Πιλάτου», λέγεται πως μετέπειτα συνελήφθη από τους Εβραίους και φυλακίσθηκε και ότι ο Κύριος εμφανίσθηκε σ’ αυτόν για να τον οδηγήσει εναργέστερα προς την πίστη της Αναστάσεως. 
Όταν ελευθερώθηκε, κήρυξε στον κόσμο το Ευαγγέλιο, φθάνοντας ακόμη μέχρι τη Δύση. Αποβιβαζόμενος στη Μασσαλία με τον άγιο Λάζαρο [17 Οκτ.], τη Μάρθα και την Μαρία (τις δύο αδελφές του Λαζάρου) [4 Ιουν.], φέρεται να συνεχίζει την αποστολή του στη Γαλατία και να φθάνει ακόμη και στην Αγγλία. 
Με βάση την παράδοση αυτή, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά τον Μεσαίωνα «ο κύκλος του Αγίου Δισκοπότηρου» «Γκράαλ», του ποτηρίου που, αφού χρησίμευσε στον Χριστό κατά τον Μυστικό Δείπνο, φέρεται να συγκέντρωσε το αίμα του Εσταυρωμένου και να μεταφέρθηκε από τον άγιο Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας στην Αγγλία. Μια άλλη παράδοση τον θέλει ιδρυτή της Εκκλησίας της Λύδδας.

Σ υ ν α ξ ά ρ ι ο ν . 
Τῇ ΛΑ΄ τοῦ μηνὸς Ἰουλίου, ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ὁ κηδευτὴς τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Στίχοι εἰς τὸν ἅγιον Ἰωσήφ.
Κήδευσιν εὑρὼν νεκρικὴν κρύπτῃ τάφῳ,
Κηδευτά, Νεκροῦ τοῦ κενώσαντος τάφους.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β΄.
εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελὼν τὸ ἄχραντόν σου σῶμα, σινδόνι καθαρᾷ εἰλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ κηδεύσας ἀπέθετο.


«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος (Ιούλιος)
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·


Άγιος Ιερομάρτυς Φρειδερίκος, Επίσκοπος Ουτρέχτης.


Άγιος Ιερομάρτυς Φρειδερίκος, Επίσκοπος Ουτρέχτης. 
31 Ιουλίου.

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Φρειδερίκος μαθήτευσε στην ευσέβεια και στα ιερά γράμματα μεταξύ των κληρικών της Εκκλησίας της Ουτρέχτης. Καθώς χειροτονήθηκε ιερέας, ανέλαβε από τον Επίσκοπο Ρίκφριντ (Ricfried) τη φροντίδα της διδασκαλίας των μεταναστών, και περίπου το 825 εκλέχθηκε επίσκοπος της Ουτρέχτης. Ο νέος επίσκοπος άρχισε αμέσως να καθιερώνει τάξη παντού, και έστειλε τον Άγιο Οβάλφ και άλλους ζηλωτές και ενάρετους εργάτες στα βόρεια μέρη για να διαλύσει τον παγανισμό που εξακολουθούσε να υπάρχει εκεί.

Σύμφωνα με την παράδοση, ο Άγιος Φρειδερίκος ασχολήθηκε με τις δυσκολίες μεταξύ των γιων του αυτοκράτορα, του Λούις του Ντεμπονίρ, και του πατέρα και της μητέρας τους. Κατά τη διάρκεια αυτών των ταραχών το κόμμα των νέων πριγκίπων κατηγόρησε την αυτοκράτειρα Ιουδήθ με πολλές ανήθικες συμπεριφορές. Όποια κι αν ήταν η αλήθεια αυτών των ιστοριών, ο Άγιος Φρειδερίκος φέρεται να την προειδοποίησε, με φιλανθρωπία, αλλά με αποτέλεσμα να αντλήσει από τον θυμό και τη δυσαρέσκεια της αυτοκράτειρας.

Οι κάτοικοι της νήσου Βάλχερεν (Walcheren) ήταν βάρβαροι και αντίθετοι στο Ευαγγέλιο. Ο Άγιος Φρειδερίκος ανέλαβε την προσπάθεια του ευαγγελισμού τους ο ίδιος, αφού κάθε προσπάθεια μέχρι τότε είχε αποτύχει.

Στις 31 Ιουλίου 838, αφού ο Άγιος Φρειδερίκος τελούσε την Θεία Λειτουργία και επρόκειτο να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων, μαχαιρώθηκε από δύο δολοφόνους. Πέθανε σε λίγα λεπτά, απαγγέλλοντας τον 144ο Ψαλμό, «Ἠγάπησα, ὅτι εἰσακούσεται Κύριος τῆς φωνῆς τῆς δεήσεώς μου, ὅτι ἔκλινε τὸ οὖς αὐτοῦ ἐμοί, καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις μου ἐπικαλέσομαι. περιέσχον με ὠδῖνες θανάτου, κίνδυνοι ᾅδου εὕροσάν με· θλῖψιν καὶ ὀδύνην εὗρον, καὶ τὸ ὄνομα Κυρίου ἐπεκαλεσάμην· ὦ Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου. ἐλεήμων ὁ Κύριος καὶ δίκαιος, καὶ ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐλεεῖ. φυλάσσων τὰ νήπια ὁ Κύριος· ἐταπεινώθην, καὶ ἔσωσέ με. ἐπίστρεψον, ψυχή μου, εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου, ὅτι Κύριος εὐηργέτησέ σε, ὅτι ἐξείλετο τὴν ψυχήν μου ἐκ θανάτου, τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ δακρύων καὶ τοὺς πόδας μου ἀπὸ ὀλισθήματος. εὐαρεστήσω ἐνώπιον Κυρίου, ἐν χώρᾳ ζώντων».

Αρχικά πίστεψαν όλοι πως η δολοφονία έγινε με την καθοδήγηση της βασίλισσας Ιουδήθ αλλά στην συνέχεια αντιλήφθηκαν ότι οι δολοφόνοι ήταν φανατικοί παγανιστές και σκότωσαν τον Άγιο Φρειδερίκο εξαιτίας των προσπαθειών του για να τους διδάξει το Ευαγγέλιο και να του βαπτίσει.

Ο Άγιος Φρειδερίκος συνέθεσε μια προσευχή προς την Ευλογημένη Αγία Τριάδα η οποία για πολλές γενιές χρησιμοποιήθηκε στην Ολλανδία. Η φήμη της ιερότητάς του εμφανίζεται από ένα ποίημα του Ραβάνου Μαύρου, του σύγχρονου, που επαινεί τις αρετές του.

31/07 - Εγκαίνια του εν Βλαχέρναις Ναού, Προεόρτια του τιμίου Σταυρού.



Εγκαίνια του εν Βλαχέρναις Ναού, Προεόρτια του τιμίου Σταυρού.

 31 ΙΟΥΛΙΟΥ

H ανάμνησις των Eγκαινίων του σεβασμίου οίκου της Yπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου του εν Bλαχέρναις, ένθα απόκειται η αγία Σορός, και προεόρτια του τιμίου Σταυρού, ήτοι η από του βασιλικού παλατίου εξέλευσις του τιμίου Σταυρού εις την Πόλιν.

* Oίκου προελθών Σταυρός των βασιλέων,
Oίκοις εορτάς προξενεί τοις εν Πόλει.

*Kατά την ημέραν ταύτην ήτον συνήθεια να ευγαίνη από το παλάτιον του βασιλέως, το τίμιον ξύλον του Σταυρού, και να φέρεται κοντά εις την μεγάλην Eκκλησίαν. Eπροϋπάντα δε αυτό ο δεύτερος από τους Iερείς εκ των κηρουλαρίων, όστις βαστάζων θυμιατόν και θυμιών, πρότερον έφερεν αυτό εις τον μικρόν Bαπτιστήρα, όπου εγίνετο αγιασμός εν τω αργυρώ εξαντληρίω, και έπειτα έμβαζεν αυτόν μέσα εις το Άγιον Bήμα της μεγάλης Eκκλησίας, ήτοι της Aγίας Σοφίας. Aπό δε το Άγιον Bήμα εύγαινεν ο Σταυρός, και περιήρχετο εις όλην την Kωνσταντινούπολιν έως εις την δεκάτην τετάρτην του Aυγούστου. Kαι τότε εγύριζε πάλιν εις το παλάτιον, και απετίθετο εις τον τόπον αυτού από τους διαιταρίους, και από τον μέγαν Παππίαν. Aύτη δε η εξέλευσις και περίοδος των τιμίων ξύλων του Σταυρού εγίνετο, διατί εις τας ερχομένας δεκαπέντε ημέρας του Aυγούστου, ακολουθούν ασθένειαις εις τους ανθρώπους, περισσότερον από τας ημέρας των άλλων μηνών. Όθεν ο τίμιος Σταυρός του Kυρίου περιφερόμενος εις την Πόλιν, αγίαζε τον αέρα με την παρουσίαν του, και τα οσπήτια και τα σωκάκια και τας πλατείας στράτας, και επροξένει υγείαν εις όλους εκείνους, από τους οποίους ήθελε περάση, και εις όσους ήθελε προσεγγίση[1].


ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Σημειούμεν εδώ διά τους φιλολόγους τα αξιοσημείωτα ταύτα, ήγουν ότι το τίμιον και ζωηφόρον ξύλον του Σταυρού, έφερεν ο βασιλεύς Hράκλειος από την Iερουσαλήμ εις την Bασιλεύουσαν. Γράφει δε και Συμεών ο Mεταφραστής εις τον Bίον του Aγίου Aναστασίου του Πέρσου, ότι το τίμιον ξύλον, οπού εφυλάττετο εν τω αγίω Γολγοθά ένδον θήκης εσφραγισμένης, τούτο λέγω το της σωτηρίας ημών τρόπαιον, το λύσαν τα δεσμά του θανάτου, και την δύναμιν της αμαρτίας, όταν αιχμαλωτίσθη από τον βασιλέα της Περσίας, Xοσρόην, τότε έσβεσε την ασέβειαν των Περσών, και την λατρείαν του πυρός κατήργησε. Kαι φαινόμενον αιχμαλωτισμένον, αιχμαλώτισε τας ψυχάς των αυτό αιχμαλωτισάντων. Kαθότι αυτό εφώτισε τους εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένους. Kαι άναψε το εσωτερικόν πυρ, όπερ ήλθεν ο Σωτήρ βαλείν επί της γης, δηλαδή το της αγάπης και πίστεως, το οποίον επρόσταζε ο Θεός επί της Παλαιάς, να μένη αναμμένον πάντοτε εν τω θυσιαστηρίω, ως σύμβολον ον της προς αλλήλους ενώσεως. 
Kαι καθώς όταν οι Φιλισταίοι εσκλάβωσαν την Kιβωτόν της Διαθήκης, τότε κατετροπώθησαν από τους Iσραηλίτας, έτζι και οι Πέρσαι, όταν εσκλάβωσαν τον τίμιον Σταυρόν, τότε ενικήθησαν υπό του Hρακλείου και των Pωμαίων. Όθεν έντρομοι γενόμενοι, έλεγον προς αλλήλους· «Ήλθεν ο Θεός των Xριστιανών εις τους τόπους ημών. Kαι τι άρα έσται περί ημών;» Kαι όρα εις το Συναξάριον του Aγίου Aναστασίου κατά την εικοστήν δευτέραν του Iαννουαρίου. Iστορεί δε και ο Bέδας εις την επιτομήν των αγίων τόπων της Iερουσαλήμ, ότι από τους ρόζους ή κόμβους του ξύλου του Σταυρού, όπερ έφερεν ο Hράκλειος από την Iερουσαλήμ εις την Kωνσταντινούπολιν, έτρεχεν ένα υγρόν ευωδέστατον, το οποίον ιάτρευε κάθε είδος ασθενείας. 
Aλλά και το άγιον έλαιον, οπού άναπτεν εν τη κανδήλα του τιμίου ξύλου του Σταυρού, εποίει θαύματα. Όθεν εκ τούτου ελάμβανον οι Xριστιανοί, και ωνόμαζον αυτό έλαιον του Σταυρού. Διό και ο Mοναχός Kύριλλος γράφει, ότι ο Όσιος Σάββας με τοιούτον έλαιον των κανδηλών των αγίων εικόνων, πολλά εποίησε θαύματα, και πολλά δαιμόνια εξέβαλεν. Aλλά και ο Θεοδώρητος ιστορεί, ότι ο Όσιος Iάκωβος, με το έλαιον της κανδήλας, ήτις άναπτεν έμπροσθεν των εικόνων των Mαρτύρων (όπερ και έλαιον Mαρτύρων επονομάζεται) πολλά πάθη ιάτρευσε. Kαι η Aγία δε Θωμαΐς ιάτρευσεν ένα Mοναχόν πολεμούμενον από την πορνείαν, ευθύς οπού εκείνος εχρίσθη από το έλαιον της κανδήλας της. Ως γράφεται κατά την δεκάτην τετάρτην του Aπριλλίου. (Όρα σελίδι 526 και 535 της Δωδεκαβίβλου.)


Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 

Ποτὲ δὲν ἠκολούθησεν ἡ καρδία μου εἰς τὸν ὀφθαλμόν μου



Ο Άγιος Ευδόκιμος ο δίκαιος

31 Ιουλίου 
Μεγαλυνάριον 
Εὐδόκιμος πέφηνας τῷ Θεῷ, 
ἐν δικαιοσύνῃ, τὸν σὸν βίον διαδραμών.
Ὁ λαθών γὰρ ἔσχες ἐγνώσθη μετὰ τέλος, 
Εὐδόκιμε θεόφρον, πρὸς θείαν αἴνεσιν. 
Ο Άγιος Ευδόκιμος, ο θαυμαστός, έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Θεοφίλου του Εικονομάχου (829-842 μ.Χ.) και καταγόταν από την Καππαδοκία.  Ο πατέρας του Βασίλειος και η μητέρα του Ευδοκία ήταν ευσεβείς Χριστιανοί και τον ανέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Είχαν πολλά πλούτη και ήταν ένδοξοι και περιφανείς, διότι ο πατέρας του έφερε το αξίωμα του πατρικίου.  
Ο Ευδόκιμος, αν και καταγόταν από τόσο ξακουστό γένος, δοξαζόταν  περισσότερο και θαυμαζόταν για τις αρετές του και τα χαρίσματά του. Παρά το γεγονός ότι ήταν νέος ένδοξος και αξιωματούχος, από γονείς ευγενείς μέσα στην κοινωνία, ωστόσο διαβιούσε ζωή ενάρετη και με άκρα σωφροσύνη, αντιτασσόμενος στα κελεύσματα του πονηρού. 
Όσον αφορά τη μόρφωσή του, ο ίδιος ευλογημένος από το Θεό, καταγινόταν αδιαλείπτως στην ανάγνωση των θείων Γραφών και ευφραινόταν η τρισόλβια ψυχή του, ακολουθώντας το: «ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγια σου Κύριε, ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον ἐν τῷ στόματί μου». Η κύρια απασχόλησή του ήταν να πηγαίνει στους ιερούς Ναούς, να ακούει τις ιερές ακολουθίες και τα θεία λόγια.  Ιδιαίτερα και μετά φόβου αγωνιζόταν να γίνει «Ναός καθαρός Θεού ζώντος», όπως λέει και ο Απόστολος των Εθνών Παύλος. Πολλές φορές τον παρακινούσαν οι συνομήλικοί του να πηγαίνουν σε διασκεδάσεις και απολαυστικές διατριβές, αλλά ο αοίδιμος Άγιος Ευδόκιμος μόνη ευχαρίστηση και τρυφή είχε τη μελέτη των ψυχωφελών βιβλίων.  
Η σωφροσύνη και η καθαρότητα, η τιμιότερη όλων των άλλων αρετών, η οποία κάνει ισάγγελο τον άνθρωπο χαρακτήριζαν τον Ευδόκιμο, τόσο που μπορούσε να λέει ότι: «Ποτὲ δὲν ἠκολούθησεν ἡ καρδία μου εἰς τὸν ὀφθαλμόν μου». Το σπουδαιότερο είναι ότι αποφάσισε ο πάνσεμνος να μη βλέπει γυναικείο πρόσωπο καθόλου, όσο θα βρισκόταν στην παρούσα ζωή. Έτσι εκτός της μητέρας του, άλλη γυναίκα ή παρθένα ούτε κοίταξε στο πρόσωπο, ούτε μίλησε. Ήταν επίσης ελεήμων, τόσο ώστε να τρέφεται η ψυχή του από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ακόμα και αυτά που είχε ανάγκη για να ζήσει, τα χάριζε στους φτωχούς. Όχι μόνο χρήματα, αλλά και ό,τι άλλο χρειάζονταν.  Βοηθούσε τόσο πολύ τους ενδεείς, ώστε και αν ακόμη ήταν ανάγκη να πουληθεί ως σκλάβος ο ίδιος για να ελευθερωθεί άλλος, θα το έπραττε με χαρά. Διότι ήξερε ο μακάριος ότι ο καρπός της αγάπης είναι η ελεημοσύνη. Για αυτό ήθελε και έγινε αληθινός πατέρας των ορφανών, κυβερνήτης των χηρών, ενδυμασία των γυμνών, χορτασμός των πεινασμένων, παρηγοριά των λυπημένων. 
Λόγω των αρετών του αξιώθηκε να τιμηθεί από το βασιλιά Θεόφιλο με το αξίωμα του «Κανδιδάτου». Διορίστηκε στρατοπεδάρχης της Καππαδοκίας και έπειτα των Χουρσιανών. Όμως ως φρόνιμος οικονόμος δε μεταχειριζόταν τη θέση του για να αποκομίσει τιμή και δόξα. Αντίθετα ήταν ταπεινός, όλη δε η επιμέλεια η φροντίδα του ήταν στο να κυβερνά μικρούς και μεγάλους με οσιότητα και δικαιοσύνη, για αυτό και αποκλήθηκε δίκαιος. Και ήταν έτοιμος να θυσιάζει και την ψυχή του για τον υπήκοό του. 
Ο Άγιος Ευδόκιμος υπήρξε τέλειος Χριστιανός. Άνθρωπος της ορθής πίστης και της θυσίας. Στην αγάπη του πλησίον αμίμητος, για την οποία απέφευγε τον εγωισμό και την καταλαλιά.  Ο ίδιος φυλασσόταν από την κατάκριση και εμπόδιζε και τους άλλους να κατακρίνουν και να λυπούν τον πλησίον. Δίδασκε ακόμη ότι ο καθένας πρέπει να μάθει περισσότερο να ακούει, παρά να μιλά. Με την άψογη αυτή διαγωγή του χρημάτισε σκεύος εκλογής και δάσκαλος και με λόγια και με έργα. Τύπος και παράδειγμα και ζώσα εικόνα σε εκείνους, οι οποίοι τον συναναστρέφονταν, μέχρι το τέλος της παρούσας ζωής. Κοιμήθηκε οσιακά στην Καππαδοκία, αφού έζησε τριάντα τρία χρόνια, νέος στην ηλικία,  αλλά πρεσβύτατος στη σύνεση και τη γνώση. 
Όταν γνώρισε το τέλος του ο δίκαιος Ευδόκιμος δεν ταράχτηκε, γιατί όλη του η ζωή ήταν μια μελέτη θανάτου. Αυτό που τον λυπούσε ήταν ότι η μητέρα του ήταν μακριά και δε θα βρισκόταν κοντά του στην αναχώρησή του για τους ουρανούς. Όταν πλησίασε η τελευταία ώρα ήρθαν πολλοί άνθρωποι να τον επισκεφθούν, αφού τους μίλησε για τη μνήμη και το μυστήριο του θανάτου, τους όρκισε στο Θεό να τον ενταφιάσουν με τα ίδια ενδύματα, που φορούσε. Κατόπιν έκανε νεύμα και αφού βγήκαν όλοι έξω, άρχισε να προσεύχεται προς το Θεό, λέγοντας: «Κύριε ὁ Θεός μου, καθὼς δὲν ἠθέλησα ἔτι ζῶν νὰ φανῆ ἡ πολιτεία μου, οὕτω παρακαλῶ καὶ ἡ τελευτή μου νὰ γίνη χωρὶς καμμίαν χάριν, οὔτε νὰ θαρρήση τίς, ὅτι σοι εὐηρέστησα». Έπειτα λέγοντας το «εἰς χεῖρας σου παραδίδω Κύριε τὸ πνεῦμα» ανήλθε η ψυχή του στους ουρανούς το έτος 829 μ.Χ.    
Οι γονείς του λυπήθηκαν όταν έμαθαν για την κοίμηση του Αγίου, ωστόσο παρηγορούνταν με τα θαύματα που έκανε. Η μητέρα του φλεγόμενη από το πάθος της φιλοτεκνίας, δεν υπολόγισε το μακρινό ταξίδι, ούτε συλλογίστηκε τους κόπους και τους κινδύνους της οδοιπορίας, αλλά κίνησε με μεγάλη προθυμία και πήγε στον τάφο του αγιοτάτου παιδιού της. Βλέποντας εκεί το πλήθος που προσερχόταν με ευλάβεια και τα θαύματα που γίνονταν από το ιερό εκείνο μνήμα, όπου δαιμονιζόμενοι και από άλλα πάθη πάσχοντες θεραπεύονταν ταχύτατα, έπεσε και αγκάλιασε τον τάφο του γιου της με δάκρυα στα μάτια.  Συγκλονισμένη συνέπλεξε το θρήνο για την απώλεια μαζί με τον έπαινο για το Άγιο παιδί της.   
Όταν σήκωσαν την πλάκα από το μνήμα και έβγαλαν έξω τη λάρνακα, όπου κειτόταν το ιερό λείψανο, δεκαοχτώ μήνες μετά την κοίμηση του Αγίου, φάνηκε το θαύμα. Το λείψανο δεν είχε υποστεί καμία αλλοίωση ή μεταβολή. Το πρόσωπο ήταν άφθαρτο και δεν είχε επέλθει σήψη σε κάποιο μέρος του σώματός του. Αντίθετα το πρόσωπο ήταν φαιδρό, χαριέστατο με όλους τους χαρακτήρες αμετάβλητους. Ακόμα και τα ενδύματά του είχαν παραμείνει αναλλοίωτα και άφθαρτα. Επιπλέον το σώμα και τα ενδύματα ανέδιδαν μια θαυμάσια ευωδία. 
Εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο σημείο ένας Ιερομόναχος, με το όνομα Ιωσήφ, ο οποίος έλαβε το ιερό λείψανο για να το σηκώσει όρθιο. Μόλις το αγκάλιασε στάθηκε όρθιο, σαν να ήταν ζωντανό. Εκείνος από το φόβο του έπεσε μπροστά στα πόδια του Αγίου και τον παρακαλούσε, σαν να ήταν εν ζωή να αφήσει να πάρουν τα ενδύματά του για ευλογία. Έτσι άρχισε πρώτα και αφαίρεσε το χιτώνα και του φόρεσε άλλον. Έπειτα έβγαλε από τα πόδια του εκείνα, που φορούσε, με τόση ευκολία, ώστε φαινόταν σαν να βοηθούσε και ο ίδιος ο Άγιος σε αυτό. Ύστερα, αφού έντυσε το ιερό σκήνωμα κανονικά, το τοποθέτησε με σεβασμό δοξάζοντας με τους παρευρεθέντες το Θεό «τὸν δοξάζοντα τοὺς Αὐτὸν ἀντιδοξάζοντας» 
Μόλις φανερώθηκε το  άφθαρτο σώμα του Αγίου Ευδοκίμου έφριξαν οι δαίμονες και έφευγαν «ὡς ὑπὸ ἀστραπῆς διωκόμενοι», καθώς το είδαν «ἐν δόξῃ ἁγιότητος ἀπαστράπτον». Η μητέρα του Αγίου θέλησε να μεταφέρει το ιερό λείψανο στην Κωνσταντινούπολη, όμως οι εντόπιοι δεν το επέτρεψαν. Μετά από καιρό ο Ιερομόναχος Ιωσήφ έκλεψε το θησαυρό, χωρίς να τον πάρουν είδηση οι εντόπιοι. Ωστόσο φανερώθηκε από το μύρο που έσταζε και τα θαύματα που γίνονταν καθοδόν. Θαυματουργώντας ο αοίδιμος Άγιος αποδόθηκε στους γονείς του ως δώρο πολύτιμο. Και η θεοφιλής μητέρα του με πολύ πόθο έφτιαξε αργυρή θήκη για το ιερό λείψανο, το οποίο κατέθεσε στον περικαλλή Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου στην Κωνσταντινούπολη, που είχε κτίσει νωρίτερα και όπου έγινε η μετακομιδή την 6η Ιουλίου.  Και εκεί γίνονταν καθημερινά πολλά θαύματα. Τόση μεγάλη χάρη έλαβε ο Άγιος Ευδόκιμος από το Θεό για την υπερβολική δικαιοσύνη και ελεημοσύνη του. Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του την 31η  Ιουλίου. 
Πηγή υλικού
Βίοι Αγίων, Ο Άγιος Ευδόκιμος, Έκδοση Ορθοδόξου Ιδρύματος «Απ. Βαρνάβας»

Επιλογή υλικού
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου, Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2025

Ο όσιος Μπόγολεπ του Τσέρνυ-Γιαρ, ο παις-μοναχός



Ο όσιος Μπόγολεπ του Τσέρνυ-Γιαρ, ο παις-μοναχός

29 ΙΟΥΛΙΟΥ  
Ο μακάριος αυτός ήταν γιος ευγενούς και θεοσεβούς ζεύγους, που ζούσε στο Τσέρνυ-Γιαρ «Μαύρο Φαράγγι» στην περιοχή του Αστραχάν, επί βασιλείας Αλεξίου Μιχαήλοβιτς (1645-1676). Έλαβε στο άγιο Βάπτισμα το όνομα Μπόρις και σε ηλικία επτά ετών προσβλήθηκε από λέπρα. 
Ενώ όλο το σπίτι ήταν ανάστατο, παρουσιάσθηκε ένας μοναχός ζητώντας φιλοξενία. Μόλις τον είδε, το μικρό παιδί φλογίσθηκε από θείο έρωτα και ζήτησε από τους γονείς του να ενδυθεί δίχως χρονοτριβή το άγιο αγγελικό Σχήμα. Αυτοί υπάκουσαν και το παιδί εκάρη, λαμβάνοντας μάλιστα το Μεγάλο Σχήμα με το όνομα Μπόγολεπ. 
Μετά από τρεις ημέρες, το άγιο παιδί κλήθηκε στην Βασιλεία των Ουρανών, συνοδεία αγγέλων και αγίων. Οι γονείς του θρηνώντας την απώλειά του, αλλά γεμάτοι άφατη χαρά, το ενταφίασαν στον ναό της Αναστάσεως, κοντά στο θυσιαστήριο, έτσι που να μπορούν να ατενίζουν τον τάφο από το σπίτι τους (1602 ή 1632 ή 1667). 
Λίγο αργότερα, ενώ η εξέγερση του Στεπάν Τιμοφέβιτς Ραζίν (1670) έφερνε καταστροφή και θηριωδία σε όλη την Ρωσία, η πόλη του Τσέρνυ-Γιαρ δέχθηκε την επίθεσή του. Ο στασιαστής Ραζίν λεηλάτησε την πόλη και έφυγε παίρνοντας πολλούς αιχμαλώτους. 
Αργότερα σκέφτηκε ότι το Τσέρνυ-Γιαρ θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως προγεφύρωμα για τα στρατεύματα του ηγεμόνα της Μόσχας και έστειλε ένα σύνταγμα Τατάρων να την καταστρέψει εκ θεμελίων. Όταν όμως πλησίασαν οι Τάταροι στην πόλη διέκριναν πάνω στα τείχη ένα παιδί με μοναχικό ένδυμα που τους φώναζε: «Φύγετε, καταραμένοι! Δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε κατά της πόλης αυτής, γιατί ο Θεός με όρισε φύλακά της!» 
Αυτοί ωστόσο προσπάθησαν να εισβάλουν, αλλά μία αόρατη δύναμη τους συγκράτησε και αίφνης τυφλώθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Ο Ραζίν, μαθαίνοντας το νέο, εξοργίσθηκε και έστειλε άλλο απόσπασμα που είχε την ίδια τύχη· και έτσι σύντομα τα μοσχοβίτικα στρατεύματα μπήκαν θριαμβευτικά στην πόλη. 
Κατά τις επόμενες βασιλείες των τσάρων Πέτρου και Ιωάννη Αλεξέγιεβιτς, η πόλη του Τσέρνυ-Γιαρ σώθηκε εκ νέου από την επίθεση των Τατάρων με παρέμβαση του οσίου Μπόγολεπ, που εμφανίσθηκε στους εισβολείς καβάλα σε άσπρο άλογο. 
Ο άγιος παις-μοναχός μεσίτευε επίσης για την θεραπεία αρρώστων και χάρισε μάλιστα την ακοή και την λαλιά σε έναν εκ γενετής κωφάλαλο. 

Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου ΕκκλησίαςΤόμος 11ος, Ιούλιος. Ίνδικτος

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

Η ΟΣΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ


Η ΟΣΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ
Η οσία Ειρήνη ζούσε στην Καππαδοκία στους κόλπους μιας πλούσιας και ευγενούς οικογένειας, μετά τον θάνατο του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (842). Όταν η Θεοδώρα ανέλαβε την αντιβασιλεία, αναζήτησε σε όλη την Αυτοκρατορία σύζυγο για τον γιο της, τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (842-867). Οι απεσταλμένοι της αυλής πρόσεξαν την ομορφιά και την ευγένεια των ηθών της Ειρήνης και την έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη μαζί με την αδελφή της, η οποία παντρεύτηκε αργότερα τον καίσαρα Βάρδα, αδελφό της Θεοδώρας. Στον δρόμο τους πέρασαν κοντά από το όρος Όλυμπος της Βιθυνίας και η Ειρήνη επισκέφθηκε τον άγιο Ιωαννίκιο τον Μέγα [4 Νοεμ.], ο οποίος την χαιρέτησε προλέγοντας ότι θα γινόταν ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου. Η θεία Πρόνοια εμπόδισε τον γάμο της με τον αυτοκράτορα και, με την καρδιά της ξαλαφρωμένη και γεμάτη χαρά, μοίρασε τα υπάρχοντά της και αποσύρθηκε στην Μονή Χρυσοβαλάντου, την οποία είχε ιδρύσει ο πατρίκιος Νικήτας (Νικόλαος), κοντά στην στέρνα του Άσπαρ, σε τόπο ευάερο, μακριά από τις πλατείες και τα θορυβώδη μέρη. Στην μοναχική κουρά της η μακαρία, μαζί με τις τρίχες της κεφαλής της, έκοψε και κάθε δεσμό που την κρατούσε στον κόσμο και δόθηκε με ζήλο στους ασκητικούς αγώνες γνωρίζοντας ότι στο μέτρο που εξασθενίζει το σώμα, ο έσω άνθρωπος ανακαινίζεται και πλησιάζει τον Θεό (Β΄ Κορ. 4, 16). Έχοντας μόνο έναν χιτώνα που άλλαζε μία φορά τον χρόνο, τρεφόμενη με νερό και ψωμί, υποτασσόταν πρόθυμα και με χαρά σε ό,τι της όριζαν, αγνοώντας τις αντιρρήσεις και τους γογγυσμούς. Η διαρκή κατάνυξη χαροποιούσε την καρδιά της και έκανε το πρόσωπό της να λάμπει και σαν γόνιμη γη έφερε τους πλούσιους καρπούς των αγίων αρετών. Έβλεπε όλες τις αδελφές της σαν βασίλισσες και θεωρούσε τον εαυτό της ως θεραπαινίδα τους, προσφερόμενη στις πιο ευτελείς εργασίες για να τις διακονεί. Από το στόμα της έβγαιναν μόνον λόγια των Γραφών ή των αγίων Πατέρων, τους οποίους μελετούσε αδιάκοπα. Ενώ ήταν λιγότερο από έναν χρόνο στο μοναστήρι, έχοντας διαβάσει με θαυμασμό τον Βίο του αγίου Αρσενίου [8 Μαΐ.], προσπάθησε να τον μιμηθεί. Και με την βοήθεια της θείας Χάριτος κατάφερε σιγά-σιγά να στέκει όρθια, με υψωμένα τα χέρια σε προσευχή, όλη την ημέρα και όλη την νύκτα. Αγωνιζόταν με τέτοια σοφία να δουλαγωγήσει το σώμα στην ανάταση της ψυχής της προς τον Θεό, ώστε καμία μηχάνευση του δαίμονα δεν μπορούσε να την πλήξει. Όταν εκείνος της υπέβαλλε μνήμες από την δόξα και την ευμάρεια της ζωής που είχε εγκαταλείψει, πήγαινε να εξομολογηθεί τους λογισμούς της στην ηγουμένη της, διπλασίαζε την άσκησή της και αμέσως ελευθερωνόταν από τις αναμνήσεις αυτές. 
Μετά τον θάνατο της ηγουμένης, υποδείχθηκε παρά την θέλησή της ως διάδοχός της και χειροτονήθηκε από τον Πατριάρχη Μεθόδιο [14 Ιουν.]. Ενθυμούμενη την προφητεία του αγίου Ιωαννικίου και λογίζοντας ως καθήκον της να μην αναζητεί μονάχα τα αρεστά στην ίδια, αλλά να «βαστάζει με υπομονή τις αδυναμίες και τις ατέλειες των αδύνατων» πνευματικά αδελφών της (Ρωμ. 15, 1), έζησε έκτοτε ως άγγελος επίγειος, επιμηκύνοντας τις νηστείες της, προσευχόμενη όλη την νύκτα και κάνοντας αμέτρητες μετάνοιες. Με τα μέσα αυτά προσείλκυσε την Χάρη του Θεού και έλαβε τόση σοφία, ώστε να δύναται να οδηγεί πλήθος ψυχών στην οδό της Σωτηρίας. Ζητούσε από τις αδελφές να μην την θεωρούν ως ανώτερή τους, αλλά ως μία συμμονάστριά τους που είχε ορισθεί να τις υπηρετεί. Με γλυκύτητα και με υπομονή τις παραινούσε να πολιτεύονται στα πάντα κατά το πνεύμα του Ευαγγελίου, αποτάσσοντας τα μάταια θέλγητρα της δόξας και της εκτίμησης των ανθρώπων. Αν δεν ήθελαν η αποταγή τους να είναι επιφανειακή, όφειλαν να φροντίζουν να διατηρούν όχι μόνο την αγνεία τους, αλλά και την πραότητα, αρετές υπεράνω της φύσης που χαρίζονται από τον Χριστό σε όσους προσεύχονται με πίστη. Ό,τι κι αν κατακτούσαν, συμβούλευε τις μαθήτριές της να το θεωρούν ως δώρο του Θεού και να τελούν αδιαλείπτως σε κατάνυξη αναπέμποντας ευχαριστίες. Απαγόρευε εξάλλου σ’ αυτές να προσεύχονται για την υγεία τους, λέγοντας ότι τίποτε δεν είναι λυσιτελέστερο (ωφελιμότερο) για την ψυχή από την ασθένεια που γίνεται δεκτή με ευγνωμοσύνη προς τον Θεό. 
Έχοντας λάβει από Άγγελο Κυρίου το προορατικό χάρισμα, η οσία ήταν σαν προφήτις του Θεού στην μονή της. Αφού αναπαυόταν για λίγο μετά την Ακολουθία του Όρθρου, καλούσε τις αδελφές και, μία-μία, με τέχνη και διάκριση, τις βοηθούσε να εμφανίζονται αγνές και ανυπόκριτες ενώπιον του Θεού, αποκαλύπτοντάς τους τους πιο κρυφούς λογισμούς τους. Γρήγορα κατέστη περιώνυμη σε όλη την Βασιλεύουσα για τις αρετές και την σοφία με την οποία καθοδηγούσε την αδελφότητά της, ώστε κάθε είδους άνθρωποι, πλούσιοι και πτωχοί, μικροί και τρανοί, προσέρχονταν κοντά της για να λάβουν τις συμβουλές της και να εναποθέσουν την ελπίδα τους στις προσευχές της. Σε όλους δίδασκε την ωφέλεια της μετανοίας, που σε κάθε στιγμή μπορεί να καταστήσει τον Θεό ευμενή έναντι ημών. 
Με την στήριξη της θείας Χάριτος πρόκοβε ασταμάτητα στην άσκηση και την καθαρά προσευχή. Κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέχρι το Πάσχα, δεν έτρωγε ψωμί, αλλά λίγα μόνον λαχανικά, μία φορά την εβδομάδα. Η ολονύκτια αγρυπνία τής είχε γίνει τόσο φυσική όσο ο ύπνος στους άλλους ανθρώπους, και περνούσε τις νύκτες της με τα χέρια υψωμένα προς τον ουρανό, βυθισμένη σε άγιες θεωρίες. Ενίοτε έμενε στην στάση αυτή δύο ημέρες συνέχεια, ακόμη και μία ολόκληρη εβδομάδα, σε σημείο που οι μαθήτριές της χρειαζόταν στο τέλος να την βοηθήσουν να κατεβάσει τα μουδιασμένα χέρια της. Μία νύκτα, μια μοναχή, κοιτάζοντας προς την αυλή είδε την οσία Ειρήνη να προσεύχεται ανυψωμένη θαυματουργικά από το έδαφος, ενώ τα δύο πελώρια κυπαρίσσια που ορθώνονταν στην αυλή του μοναστηριού είχαν λυγίσει τις κορυφές τους μέχρι το έδαφος· επανήλθαν δε στην θέση τους μόνο όταν σφραγίστηκαν από την οσία με το σημείο του Σταυρού. Αυτή η νυκτερινή προσευχή ήταν φοβερή για τους δαίμονες, οι οποίοι διπλασίαζαν τις επιθέσεις τους μέσα στην νύκτα. Μία φορά ένας από αυτούς έριξε πάνω της το αναμμένο φυτίλι μιας κανδήλας. Τα ρούχα της Ειρήνης πήραν αμέσως φωτιά. Παρέμεινε ωστόσο ατάραχη και θα είχε καεί ολόκληρη αν μία μοναχή που ξύπνησε από την μυρωδιά της σάρκας και των ρούχων που καίγονταν δεν έμπαινε στο κελί της ηγουμένης παραβιάζοντας την πόρτα. Μέσα στους πυκνούς καπνούς είδε την οσία μέσα στις φλόγες όρθια και απαθή να προσεύχεται. Καθώς την έσπρωξε προσπαθώντας να σβήσει τις φλόγες, η Ειρήνη χαμήλωσε τα χέρια της και της είπε επιτιμητικά: «Γιατί μου στέρησες μια τόσο μεγάλη απόλαυση με την απότομη αυτή παρέμβασή σου; Ένας Άγγελος στεκόταν μπροστά μου πλέκοντάς μου ένα στεφάνι από άφθαρτα άνθη, τέτοια που δεν έχει δει ανθρώπου μάτι και ήταν έτοιμος να με πάρει από δω, όταν εσύ τον έδιωξες!». Κι όταν η μαθήτριά της ξεκόλλησε τα ράκη του υφάσματος από την σάρκα της, μια θεσπέσια ευωδία γέμισε το μοναστήρι. 
Μιαν άλλη φορά, ένας ναυτικός που ήλθε από την Πάτμο παρουσιάσθηκε στο μοναστήρι και έδωσε στην οσία τρία υπέροχα μήλα, τα οποία ο άγιος Απόστολος Ιωάννης τού είχε αναθέσει να της τα παραδώσει. Το πρώτο μήλο στάθηκε αρκετό να την τρέφει για σαράντα ημέρες, κατά τις οποίες το στόμα της ανέδιδε μία υπερκόσμια ευωδία· μοίρασε το δεύτερο στην αδελφότητα την Μεγάλη Πέμπτη και κράτησε το τρίτο ως ακριβό φυλαχτό, αρραβώνα των άφθαρτων αγαθών του Παραδείσου. 
Χάρις στο προφητικό χάρισμα, η αοίδιμος Ειρήνη επιτέλεσε πλήθος άλλων θαυμάτων και προέβλεψε συγκεκριμένα την δολοφονία του Βάρδα, την οποία ακολούθησε λίγο αργότερα εκείνη του Μιχαήλ Γ΄ (867), καθώς και την ανάληψη της εξουσίας από τον Βασίλειο Α΄ τον Μακεδόνα. Με την βοήθεια του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου [1 Ιαν.] και της αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας [23 Δεκ.] θεράπευσε δαιμονισμένους και έσωσε έναν συγγενή της, τον οποίο ο αυτοκράτορας είχε κατά νου να εκτελέσει ως προδότη, εμφανιζόμενη στον ηγεμόνα, απαστράπτουσα και πλήρης δόξης. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος αναγνώρισε το σφάλμα του, ζήτησε συγνώμη και έκτοτε έδειξε την ευμένειά του απέναντι στο μοναστήρι. 
Η οσία Ειρήνη έφθασε σε ηλικία 103 ετών, διατηρώντας όλη την δροσιά και την φυσική ομορφιά της, σημάδι του κάλλους της ψυχής της. Ο Φύλακας Άγγελός της την προειδοποίησε ένα έτος πιο πριν για τον χρόνο της τελευτής της και όταν έφθασε η ημέρα συγκέντρωσε τις αδελφές της, όρισε την ηγουμένη που είχε επιλέξει ο Θεός και αφού τις προέτρεψε να περιφρονούν ό,τι είναι πρόσκαιρο ώστε να ζουν τον αγαπημένο Νυμφίο τους, έκλεισε γαλήνια τα μάτια της και παρέδωσε την ψυχή της εις χείρας Θεού. Ενταφιάσθηκε στο παρεκκλήσιο του αγίου μάρτυρος Θεοδώρου και ο τάφος της ανέδιδε διαρκώς μία ουράνια ευωδία, φανερώνοντας σε όλους την παρρησία που είχε αποκτήσει παρά τω Θεώ, ενώ μέχρι τις ημέρες μας η οσία Ειρήνη δεν παύει να μεσιτεύει υπέρ εκείνων που την επικαλούνται με πίστη. 
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος (Ιούλιος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·

Κυριακή 27 Ιουλίου 2025

π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος - Ζ΄ Κυριακή του Ματθαίου


ΚΥΡΙΑΚῌ ΕΒΔΟΜῌ

Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον

θ΄ 27 - 35

Κήρυγμα του π. Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου την Κυριακή 19η Ιουλίου του 1998 σε mp3 - εδώ

Η θεραπεία των δύο τυφλών, που μόλις ακούσαμε να περιγράφεται από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, [είναι] γνωστή και στο ειδικότερο και στο γενικότερο επίπεδό της και παράλληλη με άλλα θαύματα τα οποία έκανε ο Χριστός. Εκείνο το οποίο έχει ενδιαφέρον, αν προσεγγίζουμε την περικοπή ερμηνευτικά, είναι η λεπτεπίλεπτες πτυχές  της, που αποκαλύπτουν την ιδιαιτερότητά της και αποκαλύπτουν την ιδιαιτερότητα μέσα από την οποία ο Χριστός λειτουργεί αυτό εδώ το συγκεκριμένο θαύμα. Όλα τα θαύματα έχουν καινούς όρους και κάποιες ιδιαιτερότητες. Σε αυτό λοιπόν το θαύμα αποκαλύπτεται η πολύ βαθιά προσωπική σχέση που ανοίγει ο Χριστός, μαζί με τους τεθεραπευμένους.

Οι γραμμές είναι πολύ αδρές, πολύ λεπτές, - οι πινελιές που χαράσσει ο Ματθαίος - και αξίζει ερμηνευτικά να τις ακολουθήσουμε, γιατί μέσα από εκεί μπορούμε να καταξιωθούμε και να κατανοήσουμε τις δυνατότητες που έχουμε να βρεθούμε σε μια κρυφή, μυστική, προσωπική σχέση με τον Χριστό.

Οι λέξεις που ανοίγονται είναι οι εξής:

Οι δυο τυφλοί, όσον αφορά τη δική τους μεριά, λέει το κείμενο, «κράζοντες καὶ λέγοντες». Αυτά τα δύο έκαναν, «κράζοντες καὶ λέγοντες». Το «κράζοντες καὶ λέγοντες» φαίνεται παράλογο και όμως δεν είναι. 

Το «κράζοντες» εκφράζει τις βαθιές προϋποθέσεις τους, όπως λέμε και στην ακολουθία του Εσπερινού:  «Κύριε ἐκέκραξα πρὸς σέ». Και λένε οι ερμηνευτές Πατέρες ότι αυτό το «κράζοντες» είναι κάτι πολύ μυστικό. Είναι «τα εκ βαθέων» του ανθρώπου που καταθέτει στον Θεό. Ουσιαστικά αυτό το «κράζοντες» είναι πέρα από κραυγή. Είναι ο βαθύς ανακραγμός που κάνεις, και το βαθύ, όσο πιο βαθύ μπορείς, που καταθέτεις μπρος στον Θεό. Αυτό είναι το «κράζοντες». Ό,τι βαθύ μπορείς να κάνεις, η λέξη δεν μπορεί αλλιώς να εκφραστεί. 

Και μετά έρχεται το «λέγοντες». Αυτό το οποίο λένε με το στόμα. Άρα καταθέτουμε στον Χριστό «τα εκ βαθέων μας». Δηλαδή, όσο μπορούμε  αφήνουμε τα πάντα σε Εκείνον. Και μετά μπορούμε να πούμε κάτι. Αν δεν αφήσουμε τα πάντα σε Εκείνον, και αν δεν ξέρουμε ότι ο Εκείνος έχει τη δυνατότητα να ξεπεράσει τα πάντα, τότε απλώς θα λέμε. Και θα είναι ο λόγος μας και η σχέση μας με τον Χριστό επιφανειακή, στο επίπεδο μόνο των ήχων.

«Κράζοντες, λοιπόν, και λέγοντες». Και αυτό το «κράζοντες καὶ λέγοντες» συμπυκνώνεται στο «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυῒδ». Βέβαια, το ξέρετε αυτό το «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυῒδ» θυμίζει και έχει μέσα αυτό το κύτταρο της μονολέκτου ευχής των Ορθοδόξων. Της ευχής «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυῒδ». Είναι παραλλαγή, αλλά είναι η ρίζα της μέσα. Προσέξτε, αυτό το «ελέησον» πια είναι και λόγος και κραυγή, που ήταν η σιωπή. Λέγεται με όλους τους τρόπους. Δηλαδή, αναφέρεται ο πιστός και με το λόγο του και με τη σιωπή του σε Εκείνον. Αυτό. Όλα Του τα αναφέρει. Δηλαδή, η προσευχή του, που είναι τόσο μαζεμένη, έχει ένα στόχο, λέει, «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυῒδ» και είναι και λόγος και σιωπή και μάλιστα αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Εδώ, για τα μέτρα της Παλαιάς Διαθήκης που βιώνουνε ακόμα οι τυφλοί είναι «υἱὲ Δαυῒδ», αλλά αναφέρεται σε Πρόσωπο. Δεν είναι μια απρόσωπη προσευχή. Άρα αρχίζουν οι τυφλοί και γνωρίζουν Πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται. Δεν υπάρχει απρόσωπη αναφορά στον Θεό. Δεν υπάρχουν απρόσωπες δυνάμεις στις οποίες αναφέρεσαι.

Άρα η πορεία μέχρι  εδώ χάραξε τη σιωπή και τον λόγο τους, το μαζεμένο των δυνατοτήτων τους και το Πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται. Και αφού αναφέρθηκαν σε Πρόσωπο, στη συνέχεια της περικοπής αρχίζει πια αυτό το Πρόσωπο, ο Χριστός, για αυτούς ο «Υιός Δαβίδ», να λειτουργεί τη δική τους θεραπεία και να αποκαλύπτει το δικό Του μέρος, το πώς κινείται προσωπικά σε εμάς. Προσέξτε τώρα πώς ο Χριστός καλλιεργεί την προσωπική σχέση που άνοιξαν οι τυφλοί [μαζί Του]. Τόσο ήξεραν, τόσο μπορούσαν, αλλά αξιοποίησαν τις δυνατότητες τους. 

Δεν κάνει αμέσως το θαύμα. Το κείμενο λέει, και θαρρείς η λέξη είναι περαστική, που τον ακολούθησαν μέχρι τον οίκο. Δηλαδή, άφησε ο Χριστός κάποια περίοδο ζυμώσεως [και] προσωπικής γνωριμίας. Δηλαδή, η σχέση με τον Χριστό επειδή είναι μια ζύμωση, πάντοτε μια ζύμωση, θέλει έναν χρόνο. Βλέπετε ακόμη κι ο ίδιος ο Θεός πως, από την πτώση του ανθρώπου μέχρι την ενανθρώπησή Του, άφησε χρόνο να λειτουργήσει. Και με ένα βραδύ τρόπο, μέσα από την πορεία της Παλαιάς Διαθήκης, λειτούργησε το χρόνο της βαθιάς γνωριμίας [μας μαζί Του]. Άρα χρειάζεται χρόνος, ο οποίος θα καλλιεργήσει τις προϋποθέσεις τού «κράζω και λέγω». Αφήνει αυτόν το χρόνο και μετά το χρόνο, και πάλι, δεν κάνει αμέσως το θαύμα. Ανοίγει διάλογο, λέει «αν πιστεύουν» ότι μπορεί Αυτός να κάνει αυτό που κάνει. 

Ο διάλογος καλλιεργεί πιο πολύ τώρα το χρονικό στοιχείο. Το σκέφτηκαν, αναλογίστηκαν αν μπορεί να τους κάνει καλά ή όχι. Μπορεί να πάλεψαν με τους πειρασμούς, όλα αυτά τα οποία περνούμε όλοι. Εκείνος ανοίγει πια λόγο και λέει «πιστεύετε;» και μας βάζει προσωπικά να σταθούμε μπροστά Του και να πούμε «Ναι, πιστεύουμε». Όχι που Εκείνος δεν είναι καρδιογνώστης και δεν ξέρει αν πιστεύουμε ή όχι. Αλλά αφήνει σε εμάς να λειτουργήσουμε το λόγο, την έκφραση, την αίσθηση, την ματιά, το κοίταγμα, τα πάντα, για να γίνει ό,τι γίνει ολοκληρωτικό για εμάς. Το θαύμα Εκείνος μπορεί να το κάνει. Μπορεί να θεραπεύσει έναν τυφλό ή δύο τυφλούς ή όλες τις αρρώστιες. Αλλά το τι θα γίνει [είναι] πάνω μας. 

Αυτός ο χρόνος, είναι η αίσθηση του «ότι γίνεται πάνω μας». Και αφήνουμε πια μια - μια τις αισθήσεις, ένα - ένα το κομμάτι του νου και της καρδιάς να προσθέτει κάτι στη σχέση με τον Χριστό. Αυτό σημαίνει η προσωπική σχέση [μας] με τον Χριστό να γίνει ολοκληρωτική. Αλλά αυτό γίνεται σιγά - σιγά όπως οι Πατέρες της Εκκλησίας μιλούν για την "κλίμακα", μιλούν για "την φυλακή των αισθήσεων", που έχει προϋποθέσεις, που έχει δρόμο, που έχει πορεία.

Και εκεί ακριβώς, μέσα από αυτό το λόγο - διάλογο, προσωπική σχέση, ο Χριστός κάνει το θαύμα, και το σφραγίζει με τη γνωστή συνήθως απαίτησή  Του, να μην αναφερθούν στο θαύμα το οποίο έγινε. Αυτοί όμως το κάνουν. Κοιτάξτε το μυστικό αυτό τού να μην αναφερθούν δεν κρύβει απλώς μέσα του την ταπείνωση που έχει ο Χριστός, που δεν θέλει να καταξιωθεί από ένα χειροκρότημα. Και αν ακόμα τον χειροκροτούσαν, ο Χριστός ταπεινός θα ήταν. Μπορεί να ανοίγει το δρόμο για εμάς, αν κάνουμε κάποιο καλό να μην το λέμε. Αλλά υπάρχει ένα πιο κρυμμένο μυστικό σε αυτό που λέει ο Χριστός. Θέλει να πει πως, όσο και να περιγράψω σε κάποιον το τι έζησα κοντά στο Χριστός, η γεύση δεν μεταδίδεται. Είναι μια προσωπική σχέση. Που όσο και να λες τι έκανε μέσα σου ο Χριστός, είναι ακατανόητο για τον άνθρωπο. Αν δεν περάσει από την πορεία του "κράζω", "λέγω", "ελέησον με", προσωπική σχέση, ζύμωμα, και αυτό δεν μεταδίδεται. Η εμπειρία πια της προσωπικής σχέσης δεν μεταδίδεται. Βλέπετε, η Εκκλησία είναι σώμα, λειτουργεί  εν σώματι. Αλλά η εμπειρία η προσωπική δεν μεταδίδεται. Είναι μια γεύση η οποία δεν διαφημίζεται. Γι’ αυτό «διαφήμιζαν τον λόγο», αλλά μετά από λίγο έλεγαν οι Φαρισαίοι ότι  αυτός «ἐν τοίς δαιμονίοις» κάνει το θαύμα. Είναι ακατανόητη η γεύση. Γιατί η Ορθοδοξία, μέσα από το σώμα το οποίο ποτέ δεν αναιρείται, μέσα από αυτή την κοινή εμπειρία ζωής, δίδει στον κάθε πιστό αυτή την προσωπική σχέση της γεύσης. Αν δεν υπήρχε αυτή η προσωπική σχέση της γεύσης του θαύματος, τότε το σώμα της Εκκλησίας θα ήταν ένα γενικό σώμα, κάτι αφηρημένο. Δεν θα λειτουργούσε το πρόσωπο και την προσωπική του σχέση [με τον Χριστό]. Ούτε το σώμα καταργείται, ούτε η προσωπική σχέση καταργείται.

Και τότε πια κατανοούμε το μυστήριο του θαύματος, που είναι μυστήριο που αλλάζει τα πάντα τόσο βαθιά, πολύ βαθιά και, την ίδια ώρα, ενώ μπορεί να αλλάζει τα πάντα, η σχέση παραμένει προσωπική και αμεταβίβαστη, τελείως προσωπική.

Κι έτσι οι δύο τυφλοί γίνονται καλά και μέσα πια από αυτή τη θεραπεία τους και μέσα από το ακατανόητο της θεραπείας τους μέσα από την πρόκληση «εν τοις δαιμονίοις θεραπεύει», λειτουργιέται  πια μέχρι τώρα η ιστορία του κόσμου.

Είναι το σώμα οι δύο οι τυφλοί, είναι η προσωπική σχέση, και είναι η πάντοτε μέχρι τα έσχατα ενυπάρχουσα -και θα υπάρχει πάντοτε- κατάσταση προβληματισμού «Γιατί αυτός;». Και όμως ο Χριστός συνεχίζει «καὶ περιάγει πάσας τὰς κώμας, καὶ θεραπεύει πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν», λέει το κείμενο. Ο Χριστός συνεχίζει την πορεία Του, αρκεί να ανταποκριθείς σε αυτό το ζύμωμα και σε αυτά τα σκαλοπάτια μέχρι να φτάσει η σχέση να γίνει προσωπική.

Όλοι οι χριστιανοί θέλουν να έχουν προσωπική σχέση με τον Χριστό. Αλλά από ό,τι φαίνεται δεν αντέχουν να βάλουν τις προηγούμενες προϋποθέσεις μπροστά Του για να γίνει η προσωπική σχέση. Μέσα από το "έκραξα", "λέγω" και όλα τα σχετικά.

Προχωρήστε λοιπόν αυτό το βηματισμό που άνοιξε το Ευαγγέλιο που τον αξιοποιούν  οι Πατέρες της Εκκλησίας και μας ανοίγουν την πορεία της προσωπικής μας πνευματικής ζωής χωρίς να καταργηθεί το σώμα. Και τότε με ένα μυστικό τρόπο, με ένα τρόπο "ζυμωτικό", με ένα τρόπο που μόνο Εκείνος τον ξέρει, θα ανακαλύπτετε τη σχέση σας με τον Χριστό και ταυτόχρονα πια, θα ανακαλύπτετε πολύ βαθιά τη σχέση σας  με τους ανθρώπους. Που σημαίνει δεν θα πτοηθείτε  από την πρόκληση «ο άρχων των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια». Θα είστε στέρεοι λόγω της γεύσεως του Χριστού. Κανένας πειρασμός, κανένας σκανδαλισμός, κανένας θρυμματισμός, καμία δόνηση δεν μπορεί πια να κλονίσει αυτή τη γεύση. Βρείτε τη γεύση για να δείτε τον Χριστό, για να βρείτε το Σώμα της Εκκλησίας και το κάθε πρόσωπο που είναι γύρω σας.

«ΤΙ ’Ν’ ΟΛ’ ΑΥΤΑ ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΑ;»

 «ΤΙ ’Ν’ ΟΛ’ ΑΥΤΑ ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΑ;»

Κάποτε, στο ασκητικό σώμα του Γερο - Θεοφύλακτου [εδώ]  εκδηλώθηκε και διαγνώστηκε καρκίνος. Για το λόγο αυτό, ετοιμάσθηκε από τους πατέρες ο παππούς και μετέβη κάτω στην Αθήνα. Εκεί φιλοξενήθηκε από την ανιψιά του, την Θεώνη, η οποία ανέλαβε και όλα τα ζητήματα της ασθενείας του. Η ίδια εκμυστηρεύθηκε στους πατέρες ότι οι γιατροί τού έδωσαν όλο κι όλο είκοσι μέρες ζωή. Κατόπιν, με τη συμφωνία των πατέρων, έμενε στην Καλύβη των «Αβραμαίων» για να του δοθεί η καλύτερη περιποίηση για όσο διάστημα ζήσει. Του άρχισαν τη θεραπεία με τα φάρμακα κατά του καρκίνου, αλλά ο ίδιος δεν ήθελε με τίποτα να τα πάρει. «Πονάω!», έλεγε, «δεν θέλω να τα πάρω!... Αφήστε με!..». Κι έτσι οι πατέρες, κάνοντας υπακοή σε αυτή του την επιθυμία, δεν του δίνανε καθόλου φάρμακα γνωρίζοντας τα αποκαρδιωτικά προγνωστικά των γιατρών.

Όταν πέρασε ο καιρός, ο παππούς ζήτησε να πάει και πάλι στους γιατρούς. Οι Γεροντάδες, όμως, δεν ήθελαν να τον αφήσουν να πάει για να μην καταταλαιπωρηθεί. Ο νεαρός, τότε, π. Ανδρέας των «Αβραμαίων» γυρίζει και του λέει απροκάλυπτα: 
- Παππού, έχεις καρκίνο και σε λίγες μέρες θα πεθάνεις! Τι θες, πάλι, τους γιατρούς;... 
Τότε, χωρίς να δείξει την παραμικρή ανησυχία γι’ αυτό, γιατί προφανώς το ήξερε, λέει: 
- Παιδί μου, θαύμα!... Μεγάλο θαύμα!... 
Και σταυροκοπήθηκε. 
Και με μεγάλη κατάνυξη άρχισε να διηγείται: 
- Όταν ήμουν στο νοσοκομείο μπήκαν μέσα στο θάλαμο τρεις νέοι άνδρες· και ο ένας απ’ αυτούς φαινόταν σαν «αρχηγός» τους, πιο ισχυρός. 
Με ρώτησε: 
- Τι έχεις; 

Κι εγώ του είπα: 
- Παιδί μου, δεν μπορώ!...  

Τότε, μ’ έπιασε τον καρπό του χεριού, σαν να μου μέτραγε το σφυγμό, και μου είπε: 
- Καλά πάμε! 

Κι έφυγε, αφήνοντάς μου μια αγαλλίαση εσωτερική. Όταν ήλθα πίσω στη Σκήτη, ακούω έξω μια «οχλαγωγία» και βλέπω όλους τους είκοσι αγίους Αναργύρους και τον προεξάρχοντα ηγέτη τους, «το χρυσό μου το παλικάρι» - έτσι αποκαλούσε τον άγιο Παντελεήμονα - να έρχεται κοντά στο κρεβάτι μου και να μου λέει:  
- Τί ’ν’ όλ’ αυτά τα φάρμακα; Άφησέ τα, αυτά!...  

Και τά ’ριξε κάτω στο πάτωμα κι άφησε μόνο δύο απ’ αυτά, λέγοντάς μου: 
- Απ’ αυτά θα πάρεις μόνο! 

Κι από τότε, είμαι καλά!... 
Γι’ αυτό δεν ήθελε να πάρει πλέον τα φάρμακα! Γιατί «το χρυσό του το παλικάρι» τού τα πέταξε κάτω από το τραπέζι και τον είχε ήδη θεραπεύσει! Ο παππούς ο Γερο - Θεοφύλακτος μετά απ’ αυτό το θαύμα έζησε όχι για είκοσι μέρες, όπως διέγνωσαν αρχικά οι γιατροί, αλλά τουλάχιστον για έξι χρόνια ακόμη. Έπειτα, επέτρεψε ο Θεός τον καρκίνο που εμφανίστηκε και πάλι κι έφυγε πραγματικά σαν πουλάκι!...
 
Ἕτερον ἀπολυτίκιον
ὅλων τῶν Εἴκοσι ἁγίων Ἀναργύρων
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν εἰκοσάριθμον, 
ἔνθεον φάλαγγα,
τὴν ἐξαστράπτουσαν, 
χάριν οὐράνιον,
τῶν Ἀναργύρων τῶν λαμπρῶν,
τὸ στίφος ἀνευφημοῦμεν·
οὗτοι γὰρ κατέβαλον
τοῦ βελίαρ τὴν δύναμιν,
πάντων τὰ νοσήματα
συμπαθῶς ἐξιώμενοι,
τῶν μετ’ εὐλαβείας βοώντων·
δόξα Θεῷ τῷ ἐν Τριάδι.
Ιερομονάχου Προδρόμου:
«Ο Γέρων Θεοφύλακτος ο Νεοσκητιώτης»
(Το ευωδέστατον άνθος της Χάριτος),
Έκδοσις Ιερά Καλύβη
«Σύναξις των Αγίων Αναργύρων»,
Νέα Σκήτη – Άγιον Όρος, 2007.


Άγιος Ιερομάρτυς Μπότβιντ του Σέντερμανλαντ της Σουηδίας.

 

Άγιος Ιερομάρτυς Μπότβιντ του Σέντερμανλαντ της Σουηδίας.

 28 Ιουλίου.

Ο Άγιος Μποτβίντ είναι ένας Ορθόδοξος Χριστιανός ιεραπόστολος της Σουηδία κατά τον 11ο αιώνα και μαθητής του Αγίου Ζιγεφρείδου της Βέξιε/Växjö [ 15 Φεβρουαρίου].

Ο Άγιος Μποτβίντ γεννήθηκε στο Σέντερμανλαντ (Södermanland) της Σουηδίας στην πόλη Μποτκίρκα (Botkyrka) από οικογένεια ειδωλολατρών. Σε ένα εμπορικό ταξίδι στην Αγγλία ήρθε σε επαφή με τον Χριστιανισμό, ασπάσθηκε την χριστιανική πίστη και βαπτίσθηκε.

Ο Άγιος Μπότβιντ στάλθηκε πίσω ως ιεραπόστολος στη Σουηδία από τον Άγιο Ζιγεφρείδο μαζί με τον Άγιο Δαϋιδ [ 25 Ιουνίου] και τον Άγιο Εσκίλ [12 Ιουνίου]. Οι Άγιοι ιεραπόστολοι κήρυξαν πρωτίστως στο Σέντερμανλαντ (Södermanland) και το Βέστμανλαντ (Västmanland), στην περιοχή της λίμνης Μέλαρεν (Mälaren).

Σύμφωνα με την παράδοση, ο Άγιος Μπότβιντ σκοτώθηκε με τσεκούρι στη νήσο Rågö από έναν σκλάβο που είχε αγοράσει προκειμένου να τον ελευθερώσει. Ο σκλάβος καταγόταν από τους Βένδες και ο Άγιος τον είχε κατηχήσει στην χριστιανική πίστη με σκοπό να τον στείλει ως ιεραπόστολο στη χώρα του για να κηρύξει το Ευαγγέλιο.

Ο Άγιος Μπότβιντ θάφτηκε στην Εκκλησία του Σάλεμ (Salems kyrka).

Σύμφωνα με την παράδοση το όνομα του Αγίου Μπότβιντ συνδέεται με την πηγή του Αγίου Μπότβιντ (Sankt Botvids källa) η οποία βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της λίμνης Bornsjöns στο Δήμο Σάλεμ (Salems kommun) στην κομητεία της Στοκχόλμης.

Η Πηγή του Αγίου Μπότβιντ

Όταν έγινε ανακομιδή των ιερών λειψάνων του Αγίου, τα ιερά λείψανα του Αγίου Μπότβιντ μεταφέρθηκαν στην εκκλησία στο σημερινό Μποτκίρκα. Όταν η λάρνακα που περιείχε τα λείψανά του τοποθετήθηκε προσωρινά κοντά στην όχθη της λίμνης Bornsjöns αμέσως μια πηγή ανέβλυσε θαυματουργικά και συνεχίζει να παρέχει με καθαρό νερό μέχρι σήμερα
.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ
Ο άγιος και ένδοξος μάρτυς του Χριστού Παντελεήμων γεννήθηκε στη Νικομήδεια από πατέρα ειδωλολάτρη, τον Ευστόργιο, που είχε το αξίωμα του συγκλητικού, και από μητέρα χριστιανή, την Ευβούλη, οι οποίοι του έδωσαν το όνομα Παντολέων. Τη μόρφωσή του εμπιστεύθηκαν σε έναν φημισμένο ιατρό, τον Ευστόργιο, και σε λίγο χρόνο ο Παντολέων απέκτησε τέλεια γνώση της ιατρικής επιστήμης σε σημείο μάλιστα που ο αυτοκράτορας Μαξιμιανός Γαλέριος, μαθαίνοντας για τις ικανότητές του, σχεδίαζε να τον προσλάβει στο παλάτι ως προσωπικό του ιατρό. Καθημερινά ο νεαρός Παντολέων περνούσε μπροστά από το σπίτι όπου κρυβόταν ο άγιος Ερμόλαος [26 Ιουλ.], και ο όσιος ιερέας διακρίνοντας στην όψη του το ποιόν της ψυχής του, τον προσκάλεσε μια μέρα να εισέλθει στο σπίτι και άρχισε να του διδάσκει ότι η ιατρική επιστήμη δεν μπορεί να προσφέρει παρά αδύναμη ανακούφιση στη βαθειά πάσχουσα φύση μας, την υποκείμενη στον θάνατο, και ότι μονάχα ο Χριστός, ο μόνος αληθινός Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας, ήλθε να μας χαρίσει τη Σωτηρία, δίχως φάρμακα και εντελώς δωρεάν. Η καρδιά του Παντολέοντος γέμισε χαρά ακούγοντας τα λόγια αυτά, και έτσι ο νέος άρχισε να συχνάζει στο σπίτι του Ερμολάου, από τον οποίο κατηχήθηκε στο μεγάλο Μυστήριο της Πίστεως. Μια μέρα, επιστρέφοντας από τον Ευφρόσυνο, βρήκε στον δρόμο ένα παιδί νεκρό από δάγκωμα οχιάς. Κρίνοντας μέσα του πως είχε ήδη έλθει η ώρα να δοκιμάσει την αλήθεια των επαγγελιών του Ερμολάου, ο Παντολέων επικαλέσθηκε το Όνομα του Χριστού και αμέσως το παιδί αναστήθηκε ενώ το φίδι ψόφησε. Έτρεξε στον Ερμόλαο γεμάτος χαρά και ζήτησε να λάβει δίχως χρονοτριβή το άγιο Βάπτισμα. Έμεινε κατόπιν κοντά στον άγιο γέροντα για να χαρεί ως νεοφώτιστος τις ουράνιες διδαχές του και επέστρεψε στο σπίτι του την όγδοη ημέρα. Στις ερωτήσεις του ανήσυχου πατέρα του, απάντησε ότι είχε μείνει στο παλάτι ασχολούμενος με τη νοσηλεία ενός ανθρώπου του αυτοκράτορα. Κρατώντας ακόμη μυστικό το γεγονός της μεταστροφής του, προσπάθησε εν τούτοις με μεγάλο ζήλο να πείσει τον Ευστόργιο για τη ψυχόλεθρη πλάνη και ματαιότητα της λατρείας των ειδώλων.

Λίγο αργότερα, έφεραν στον συγκλητικό έναν τυφλό που παρακάλεσε τον Παντολέοντα να τον θεραπεύσει, γιατί είχε αναλώσει χωρίς αποτέλεσμα την περιουσία του σε άλλους γιατρούς. Έχοντας την εμπιστοσύνη του στον Χριστό που ενοικούσε πλέον μέσα του με δύναμη, ο νέος διαβεβαίωσε τον έκπληκτο πατέρα του ότι θα τον θεράπευε με τη χάρη του Διδασκάλου του. Σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τα μάτια του τυφλού, επικαλούμενος τον Χριστό, και αμέσως ο άνθρωπος βρήκε το φως όχι μόνο των σωματικών οφθαλμών του, αλλά και εκείνων της ψυχής, γιατί αναγνώρισε πως ο Χριστός τον είχε θεραπεύσει. Βαπτίσθηκε από τον άγιο Ερμόλαο μαζί με τον Ευστόργιο, ο οποίος εκοιμήθη εν ειρήνη λίγο αργότερα.

Ο Παντολέων μοίρασε τότε την κληρονομία του στους πτωχούς, ελευθέρωσε τους δούλους του και επιδόθηκε με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο στη φροντίδα των ασθενών, από τους οποίους ζητούσε αντί άλλης αμοιβής να πιστέψουν στον Χριστό που είχε έλθει στον κόσμο να μας θεραπεύσει από όλες τις αρρώστιες μας. Οι άλλοι γιατροί της Νικομήδειας άρχισαν να τον φθονούν και, καθώς είχε φροντίσει έναν ασθενή που μόλις είχε βασανισθεί με εντολή του αυτοκράτορα, άδραξαν τότε την ευκαιρία για να τον καταδώσουν στον Μαξιμιανό. Ακούγοντας με λύπη την κατάθεση κατά του προστατευομένου του, ο αυτοκράτορας κάλεσε τον πρώην τυφλό και τον ανέκρινε σχετικά με τα μέσα που χρησιμοποίησε ο Παντολέων για να του δώσει το φως του. Όπως ο εκ γενετής τυφλός του Ευαγγελίου, έτσι και ο άνθρωπος αυτός αποκρίθηκε με απλότητα ότι τον είχε θεραπεύσει ο Παντολέων επικαλούμενος το Όνομα του Χριστού και ότι το θαύμα αυτό του είχε χαρίσει το αληθινό φως της Πίστεως. Εξοργισμένος ο αυτοκράτορας, πρόσταξε να τον αποκεφαλίσουν και έστειλε τους ανθρώπους του να αναζητήσουν τον Παντολέοντα. Όταν ο άγιος βρέθηκε ενώπιόν του, τον έμεμψε ότι είχε προδώσει την εμπιστοσύνη του και τον κατηγόρησε για ύβρη κατά του Ασκληπιού και των άλλων θεών με την πίστη του στον Χριστό, έναν άνθρωπο που πέθανε μόνος και σταυρωμένος. Ο άγιος τού απάντησε ότι η πίστη και η ευσέβεια απέναντι στον αληθινό Θεό είναι ανώτερες από τα πλούτη και από όλες τις τιμές του μάταιου τούτου κόσμου και, για του λόγου το ασφαλές, πρότεινε στον Μαξιμιανό να τον δοκιμάσει. Έφεραν λοιπόν έναν παραλυτικό, υπέρ του οποίου ανέπεμψαν κατ’ αρχήν δέηση οι ιερείς των ειδώλων, υπό τη χλεύη του αγίου, χωρίς να φέρουν όμως κανένα αποτέλεσμα. Ο Παντολέων τότε ανέπεμψε την προσευχή του στον Κύριο και παίρνοντας το χέρι τον παραλυτικό τον θεράπευσε στο Όνομα του Χριστού. Πολλοί ειδωλολάτρες βλέποντας τον άνθρωπο να βαδίζει περιχαρής πίστεψαν στον Θεό, ενώ οι εθνικοί ιερείς πίεσαν τον αυτοκράτορα να θανατώσει τον επικίνδυνο αυτόν ανταγωνιστή.

Καθώς ο Μαξιμιανός τού υπενθύμισε τα μαρτύρια στα οποία είχε υποβληθεί ο άγιος Άνθιμος, αρχιεπίσκοπος της Νικομηδείας [3 Σεπτ.], ο Παντολέων αποκρίθηκε ότι εάν ένας γέρος άνθρωπος είχε επιδείξει τόσο θάρρος, πολύ περισσότερο οι νέοι θα έπρεπε να αποδειχθούν ανδρείοι μπροστά σε κάθε δοκιμασία. Αφού ούτε οι κολακείες ούτε οι απειλές δεν μπόρεσαν να τον κάνουν να ενδώσει, ο τύραννος τον παρέδωσε στα βασανιστήρια. Τον έδεσαν σε έναν στύλο και του ξέσχισαν τα πλευρά με σιδερένια νύχια, ενώ εν συνεχεία έκαυσαν τις πληγές με δαυλούς. Ο Χριστός όμως, εμφανιζόμενος στον άγιο με τη μορφή του πνευματικού του πατρός, του Ερμολάου, του είπε: «Μη φοβάσαι τίποτε, τέκνο μου, γιατί Εγώ είμαι μαζί σου και θα έχεις την αρωγή Μου σε ό,τι κι αν πάθεις για Μένα!». Αμέσως οι δαυλοί έσβησαν και οι πληγές του αγίου θεραπεύθηκαν. Από τη στιγμή εκείνη, ο Κύριος τον συνόδευε και τον κρατούσε αβλαβή σε όλες τις δοκιμασίες, είτε όταν τον έριξαν σε λιωμένο μολύβι είτε όταν τον πέταξαν στη θάλασσα δεμένο με μια βαριά πέτρα. Εν συνεχεία τον παρέδωσαν στα θηρία, αλλά κι εκεί ο Χριστός τον προστάτευσε και τα ζώα έρχονταν να κυλιστούν στα πόδια του γλείφοντάς τα τρυφερά σαν να ήταν κατοικίδια. Ο τύραννος όμως, παραμένοντας πιο άγριος και από τα άλογα ζώα, διέταξε να δέσουν τον άγιο σε έναν τροχό εφοδιασμένο με κοφτερές λάμες που τον άφησαν να κυλήσει από υψηλό τόπο μπροστά σε όλη την πόλη που είχε συγκεντρωθεί για το θέαμα. Πάλι ο Κύριος παρενέβη θαυματουργικά, λύοντας τον δούλο Του από τα δεσμά του, ενώ ο τροχός στο σαρωτικό πέρασμά του συνέτριψε πλήθος ειδωλολατρών.

Στις ερωτήσεις του Μαξιμιανού, που ήθελε να μάθει από ποιον είχε τη δύναμη αυτή και πώς οδηγήθηκε στη χριστιανική Πίστη, ο Παντολέων υπέδειξε το μέρος όπου κρυβόταν ο Ερμόλαος, διότι ο Θεός τού είχε αποκαλύψει ότι είχε φθάσει πια ο καιρός, εκείνος και ο διδάσκαλός του, να ομολογήσουν και να τελειωθούν διά του μαρτυρίου. Μετά τον ένδοξο θάνατο του αγίου Ερμολάου και των συν αυτώ, ο τύραννος κάλεσε εκ νέου τον Παντολέοντα και, υποκρινόμενος ότι οι μάρτυρες είχαν δήθεν λυγίσει, προσπάθησε να τον πείσει να θυσιάσει. Αντί για όποια άλλη απάντηση, ο άγιος ζήτησε να τους δει. Ο ηγεμόνας απάντησε ότι τους είχε στείλει σε άλλη πόλη και ο Παντολέων είπε προς αυτόν: «Είπες την αλήθεια χωρίς να το θέλεις, ψεύτη, γιατί αυτοί τώρα βρίσκονται στην Άνω Ιερουσαλήμ!». Βλέποντας ότι δεν μπορούσε να νικήσει την αποφασιστικότητά του, ο Μαξιμιανός διέταξε να τον αποκεφαλίσουν και να κάψουν το σώμα του.

Ο άγιος έφθασε περιχαρής στον τόπο της θανάτωσής του έξω από την πόλη, αλλά τη στιγμή που ο δήμιος ύψωσε το ξίφος του, το ξίφος έλιωσε όπως ακριβώς το κερί στη φωτιά. Μπροστά στο θαύμα αυτό, οι στρατιώτες που ήσαν εκεί ομολόγησαν το Όνομα του Χριστού. Ο Παντολέων τούς παρότρυνε ωστόσο να εκπληρώσουν το έργο τους και ανέπεμψε μια τελευταία προσευχή. Μια φωνή εξ ουρανού τού απάντησε: «Δούλε πιστέ, η επιθυμία σου θα εκπληρωθεί, οι πύλες του Ουρανού είναι ανοικτές για σένα, ο στέφανός σου έτοιμος. Θα υπάρξεις εφεξής ως καταφυγή των απεγνωσμένων, αρωγή των δοκιμαζομένων, ιατρός των ασθενών και τρόμος των δαιμόνων, γι’ αυτό και το όνομά σου δεν θα είναι πια Παντολέων, αλλά Παντελεήμων». Έκλινε τότε τον αυχένα και, όταν έπεσε η κεφαλή του, γάλα έτρεξε από τον λαιμό του, το σώμα του έγινε λευκό σαν το χιόνι και η ξερή ελιά στην οποία ήταν δεμένος πρασίνισε αίφνης και έδωσε πλούσιο καρπό. Οι στρατιώτες, που είχαν διαταχθεί να κάψουν το λείψανο του αγίου, τελικά το παρέδωσαν σε πιστούς που το έθαψαν με τιμή στο κτήμα του Αδαμαντίνου του Σχολαστικού και πήγαν να διαδώσουν το Καλό Άγγελμα σε άλλους τόπους. Έκτοτε τα τίμια λείψανα του αγίου Παντελεήμονος δεν έπαυσαν να χαρίζουν την ίαση και τη Χάρη του Χριστού, του μόνου Ιατρού των ψυχών και των σωμάτων, σε όσους τα ασπάζονται με πίστη και ευλάβεια.


«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος, Ιούλιος, 
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,


Δημοφιλείς αναρτήσεις