Κυριακή 31 Αυγούστου 2025

ποιητικό δι΄ευχών



Στην καταιγίδα του σκοταδιού
ν'αντισταθείς με όπλα
κοσμικά μην πολεμήσεις
καιρό θα χάσεις πολεμώντας
χωρίς όπλα το ανυπόστατο.
*
Την παρουσία του φωτός
να αντιτάξει στην απουσία του,
η ζωή είναι η μόνη δυνατότητα
στου θανάτου το ανυπόστατο.

από το βιβλίο
ΩΡΕΣ ΓΙΑ ΣΚΟΤΑΔΙ ΩΡΕΣ ΓΙΑ ΦΩΣ 
π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος 
εκδόσεις Φιλοκαλία

Σάββατο 30 Αυγούστου 2025

π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος Κυριακή ΙΒ΄ Ματθαίου




ΚΥΡΙΑΚῌ ΔΩΔΕΚΑΤῌ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
ιθ΄ 16 - 26

 Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία
τοῦ π. Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακή  29 Αυγούστου του 1999 

Τὸ ἡχητικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία - σε mp3 εδώ 

Η περικοπή αυτού του διαλόγου του Χριστού με αυτόν τον νέο, γνωστότατη ούσα μεν, κρύβει μέσα της, όπως εξάλλου και όλες οι βιβλικές περικοπές, θησαυρούς ανεξάντλητους όσον αφορά και τα πολύ πρακτικά δεδομένα της καθημερινής μας ζωής και δη της πνευματικής ζωής. Να προσεγγίσουμε λίγο, με μια βαθύτερη ματιά το κείμενο που ακούσαμε, και εξάλλου το γνωρίζουμε αρκετά καλά, και να το προσδιορίσουμε βαθύτερα. Να θυμηθούμε τρία ουσιαστικά σημεία που μπορεί να μας βοηθήσουν στη βαθύτερη κατανόησή του.

Είναι η εκ προοιμίου υπάρχουσα ευσέβεια αυτού του νεανίσκου, του νεαρού ανθρώπου, ήταν ευσεβής εκ των πραγμάτων. Η πρόκληση του Χριστού, αυτή την ευσέβεια κάπου να την πάει. Και εκείνο, το πολλές φορές ακατανόητο, για τους πλουσίους που είναι αδύνατο να εισέλθουν στη Βασιλεία των Ουρανών. Να δούμε βήμα προς βήμα αυτά τα πράγματα για να προσδιορίσουμε ειδικά την τελευταία φράση.

Έρχεται λοιπόν ο νεανίσκος «γονυπετῶν», δηλαδή κάνει και μια πράξη ευσεβείας. Απευθύνει στον Χριστό την επιφώνηση «διδάσκαλε ἀγαθέ» και μάλιστα ρωτάει «τί ποιήσω;» Έχει λοιπόν τα βασικά στοιχεία μιας ευσεβούς ζωής που προσαρμόζεται με τα δεδομένα της σχέσης μας με τον Θεό. Και έρχεται ο Χριστός αυτήν τη σχέση αγάπης και στροφής προς Εκείνον, προς τον Θεό, (έτσι φαίνεται) να την χτυπήσει. Δεν το αφήνει το πράγμα έτσι, δεν αφήνει δηλαδή, τη σχέση που θέλουμε να έχουμε μαζί Του την αγαπητική, τη σχέση προσεγγίσεως, να μείνει έτσι. Και τη χτυπάει και της δίνει μια άλλη μορφή. Γιατί αν την αφήσει έτσι, οτιδήποτε είναι στατικό, ακόμη και η σχέση μας με τον Θεό, μπορεί να λιμνάσει και να γίνει καρκίνος.

Και ο Χριστός ενδιαφέρεται να έχουμε εξόδους. Και παίρνει ακόμη και τη στροφή προς Αυτόν – μερικές φορές μπορεί και αυτή να είναι ψεύτικη, ας πούμε που είναι αληθινή – και αυτή να τη βγάλει σε άλλες διεξόδους. Και παίρνει όλη την ευσέβεια που έχουμε μπροστά Του να τη μεταθέσει στο πρόσωπο του αδελφού. Και όλη αυτή την κίνηση προς Αυτόν τη βγάζει κάπου αλλού, τη βγάζει προς τον άλλο. Και αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο να γίνει. Γιατί ανάγεσαι σε Αυτόν, πας πολύ ψηλά, και Εκείνος σε κατεβάζει πολύ χαμηλά για να σε πάει μετά πολύ ψηλά, γιατί στο τέλος του λέει: «καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». Κάνει δηλαδή μια κίνηση που φαίνεται παλίνδρομη, αλλά σπάει αυτό το στατικό, αυτά  τα λιμνάζοντα τα νερά, ακόμη και στη σχέση μας με τον Θεό. Αυτά τα λιμνάζοντα νερά στη σχέση μας με τον Θεό δημιουργούν βαθύτατες διαστροφές σε αυτή τη σχέση με τον Θεό. Και αρρωστημένες καταστάσεις, δήθεν πνευματικής ζωής, οι οποίες μπορούν να μας αρρωστήσουν κιόλας. Γιατί ακριβώς δεν έχουν διεξόδους, δεν στρέφονται στον άλλο. Και μετά από αυτή την έξοδο προς τον άλλο, όπως είπα πριν από λίγο, λέει «δεῦρο ἀκολούθει μοι». Περνάς από αυτή την συγκλονιστική σχέση με τον άλλο· είναι σαν τη σχέση που έχει ο Χριστός με τους μαθητές Του: τους βάζει στον κόσμο να σταυρωθούν και μετά τους βάζει έτσι να Τον καταλάβουν βαθύτερα.

Αυτή η κίνηση είναι ουσιαστική. Και τότε μπορούμε να ακολουθήσουμε τον Χριστό και τότε, αν πια μπορούμε να κάνουμε αυτή την κίνηση, από τον Χριστό στον άλλο και στον Χριστό, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε τι σημαίνει αυτό: «πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα … καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». Τότε πια, αυτή είναι μια εύκολη κίνηση. Και τότε, «δυσκόλως εἰσελεύσονται» οι τα χρήματα έχοντες «εἰς τὴν βασιλείαν» του Θεού, γιατί η βασιλεία του Θεού πρώτα-πρώτα βρίσκεται μέσα στην καρδιά μας. Και αυτή η καρδιά, για να γεμίσει από αυτή την βασιλεία, πρέπει να κενωθεί από όλα τα πράγματα του κόσμου. Αν μέσα της αυτή την καρδιά είναι γεμάτη άλλα πράγματα, δεν μπορεί να γεμίσει από την αγάπη του Θεού. Και η αγάπη του Θεού περνά μέσα από τον άνθρωπο. Αν πεις που αγαπάς τον Θεό και λες «εγώ θα τα δώσω όλα για Αυτόν» και δεν στραφείς προς τον άλλον δίδοντας αυτά που λέει ο Χριστός μας, τότε είσαι «γεμάτος». Είσαι γεμάτος, γιατί κρατάς όλα αυτά που έχεις και δεν μπορεί να γεμίσεις από την αγάπη του Θεού που έρχεται μόνο δια της σταυρικής στάσης προς τον άλλον.

Αυτό είναι ένα φοβερό μυστήριο της κοινωνικής ζωής της Εκκλησίας μας που, αν δεν το καταλάβεις, θα έχεις και λάθος κοίταγμα στον Θεό (λάθος  θεοσέβεια) και λάθος κοίταγμα προς τον άνθρωπο (λάθος ανθρωπισμό). Και για τα δυο μπορεί να μιλήσουν όλοι οι άνθρωποι και να πούνε «αγάπη στον Θεό και αγάπη στον άνθρωπο», αλλά και τα δύο να είναι στραβά και τα δύο να είναι καρκινογόνα, αν δεν έχουν αυτή τη βαθιά εσωτερική σχέση. Γι' αυτό λοιπόν η πνευματική μας ζωή, που παίζεται σε αυτό το μέγεθος και αυτό είναι πνευματική ζωή – η  πνευματική ζωή ορίζεται ως το μέγεθος της δυνατότητας να έχω μέσα μου τη βασιλεία του Θεού, και τότε μπορώ να γίνω, από τώρα και στο μέλλον, κάτοικος της βασιλείας Του – περνάει από αυτή την ισορροπία: να σπάσω τα λιμνάζοντα νερά της σχέσης με τον Θεό και να σπάσω την στατική αντίληψη προς τον άλλον· είναι ένας  ψεύτικος ουμανισμός, αγαπάμε τον άνθρωπο, όλοι λένε που αγαπάνε. Έρχεται λοιπόν αυτή η ισορροπία να αλλάξει τα πάντα! Και γίνεται η πνευματική ζωή ένα τρομερό άνοιγμα! Και γίνεται μια ελευθερία! Και τότε, επειδή ξέρεις που δίνοντας τα όλα, τα αποκτάς όλα, ε, τα δίνεις όλα και αρχίζει μέσα σου και μπαίνει βήμα-βήμα, σπόρο-σπόρο η βασιλεία του Θεού. Και αυτή είναι η βασιλεία του Θεού για την οποία μιλάει εδώ ο Χριστός, στην οποία δεν μπορούν να μπουν οι πλούσιοι.

Ποιοι είναι οι πλούσιοι; Δεν είναι απλώς εκείνοι μόνο που κατέχουν και έχουν κάποια υλικά πράγματα. Είναι εκείνοι που έχουν μια αποκλειστικότητα στην σχέση τους με τον Θεό, λένε εμείς έχουμε τον Θεό, έχουμε τα πάντα. Ακόμη και αυτοί που γνωρίζουν τον Θεό,  όλη την αλήθεια Του, εμείς οι Ορθόδοξοι. Είμαστε πλούσιοι. Αν αυτό τον πλούτο δεν τον εκβάλουμε μέσα από αυτήν την ισορροπία, βασιλεία του Θεού δεν μπορούμε να ζήσουμε. Είναι εκείνοι που νομίζουν που κατέχουν πολλά και δεν έχουν τίποτα. Τελευταία και πολύ υλική κατηγορία είναι εκείνοι που κατέχουν την έννοια των υλικών πραγμάτων. Μπορεί «πλούσιος» να είναι εκείνος ο οποίος αγαπάει τον άλλο και κάνει κάτι για τον άλλο, έχει μια ιδεολογία αγαπητική. Αν δεν αγαπήσει τον Θεό αγαπώντας και τον άλλο, δεν κάνει και πάλι τίποτε.

Αυτή είναι η ισορροπία λοιπόν του πλούτου  και της βασιλείας του Θεού. Και τότε η βασιλεία του Θεού αρχίζει από τώρα και γίνεται αγαλλίαμα καρδίας, όπως λέει η Αγία Γραφή, και γίνεται μια κατάσταση αγαθοπάροχος που έρχεται από τον Θεό. Γι’ αυτό στο τέλος λέει «ποιος μπορεί να το κάνει αυτό;» και λέει «ό,τι είναι αδύνατο για τον άνθρωπο είναι δυνατό για τον Θεό». Είναι κατάσταση αγαθοπάροχος· και όλα αυτά να τα κάνεις, έρχεται μετά η Χάρις του Θεού και τα ορίζει και τα σφραγίζει και τα ενδυναμώνει και τα καθορίζει. Και τότε είσαι πια πολίτης της βασιλείας του Θεού, γιατί άνοιξες το παράθυρο, όχι γιατί έχεις απαιτήσεις γι' αυτήν. Γιατί έρχεται ο Θεός και συγκαταβαίνει πάνω σου και γίνεσαι ολόκληρος μια δωρεά του Θεού και γίνεσαι η βασιλεία του Θεού.  Βασιλεία του Θεού σημαίνει να ζεις καθημερινά τη δωρεά Του και να μην έχεις τίποτε! Ούτε αυτήν δεν την έχεις – και αυτό δωρεά είναι! Τίποτε πια δεν κατέχεις και είσαι ξεκρέμαστος. Ούτε μπορείς να πεις ότι εγώ το έκανα και το έχω. Και αυτό το «ξεκρέμαστο», αυτό σου δίνει αυτή την αίσθηση της ελευθερίας. Γι' αυτό δεν μπορούν οι πλούσιοι να εισέλθουν στη βασιλεία του Θεού, γιατί δεν έχουν αυτή την ελευθερία. Την ελευθερία μιας μικρής- μικρής κλωστής, που είναι τόσο ελεύθερη, τόσο «ξάλαφρη», που μπορεί να εισέλθει απ' όλες τις μικρές τρυπούλες. Αυτό το «ξάλαφρο», αυτό το ελεύθερο, που δεν μπορείς να πεις ότι «κατέχω» ούτε την Χάρη του Θεός, Εκείνος μου την δίνει.

Αυτή είναι η ελευθερία λοιπόν: Αγαπώ τον Θεό ξεκρέμαστα και, επειδή Τον αγαπώ, τα δίνω όλα για τους άλλους. Και επειδή τα δίνω  όλα για τους άλλους, τα ξαναδίνω όλα για τον Θεό. Και μετά έρχεται η Χάρις του Θεού και με κάνει πανάλαφρο. Και τότε μπορεί να χωρέσω μέσα από όλες τις μικρές ραφίδες και από όλες τις μικρές τρύπες, εκεί, των μικρών γεγονότων, που κανείς δεν χωρεί. Αυτοί οι Χριστιανοί εισχωρούν. Εισχωρούν παντού, είναι χωρητικοί παντού, μπορεί το μυαλό τους να χωρέσει παντού. Έχουν τη δυνατότητα να εισέλθουν σε όλα. Δεν υπάρχουν μερικά πράγματα τα οποία τους φοβίζουν, αντιπαλότητες, εχθρότητες, άλλα δεδομένα. Εισέρχονται παντού και είναι αγλαοφανείς. Και τότε είναι αυτοί που κατέχουν τη βασιλεία του Θεού.

Το κείμενο λοιπόν αυτό το σημερινό είναι «καταληκτήριο» για τη πνευματική μας ζωή. Και την ορίζει και την σφραγίζει. Αρκεί από εκεί να αρχίσουμε και από εκεί να περπατήσουμε: αγάπη στον Θεό, στροφή αυτής της αγάπης προς τον άνθρωπο, ξανά στον Θεό στρεφόμαστε. Και πια, έχοντες την εμπειρία τού τι σημαίνει να αγαπάς, τα δίνεις όλα. Και μετά, επειδή προσδοκάς  τη Χάρη του Θεού και επειδή Εκείνη πάντα έρχεται, γίνεσαι ελεύθερος και ποτέ δεν επιστρέφεις πίσω. Και όταν φτάσεις εκεί πια, θα έρθει η σφραγίδα εκείνη της δυνατής χριστιανικής ζωής: το να  είναι αδύνατο να αμαρτήσεις! Γιατί είσαι ξεκρέμαστος στα χέρια του Θεού! Αμαρτάνομε γιατί δεν είμαστε ξεκρέμαστοι. Αμαρτάνομε γιατί από κάτι εξαρτώμαστε. Και τότε είναι δυνατό πραγματικά να ζεις σ’ αυτόν τον κόσμο, που είναι γεμάτος από αμαρτίες, και να είναι αδύνατο να πέσεις! Γιατί είσαι ελεύθερος πια! Μπορεί αυτά τα πράγματα να φαίνονται πολύ μακρινά και απίθανα. Κι όμως είναι η όντως ζωή μας και η ζωή μας! Και πρέπει λίγο να τα ψάξουμε και να τα αναζητήσουμε, ξεκινώντας όπως ο νεανίσκος, «γονυπετών» προς Αυτόν και λέγων «Διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσω ίνα αιώνιον ζωήν κληρονομήσω;» ….

 

Φιλολογική επιμέλεια κειμένου
Ελένη Κονδύλη

  

Περισσότερες ομιλίες του πατρός Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα :  www.floga.gr   

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2025

Αββάς Μωυσής – διδακτικές ιστορίες


Πηγή:εδώ
Αββάς Μωυσήςδιδακτικές ιστορίες

Ένας αδελφός έσφαλε κάποτε στη Σκήτη. Για το θέμα αυτό έγινε συμβούλιο και κάλεσαν και τον αββά Μωυσή, εκείνος όμως δεν ήθελε να πάει. Ο πρεσβύτερος λοιπόν έστειλε να τον φωνάξουν λέγοντας: «Έλα, όλοι εσένα περιμένουν». Σηκώθηκε τότε ο γέροντας, πήρε ένα τρύπιο καλάθι, το γέμισε άμμο, το φορτώθηκε και πήγε. Οι αδελφοί βγήκαν να τον υποδεχτούν και τον ρώτησαν: «Τι είναι αυτό, πάτερ;» Ο γέροντας τους αποκρίθηκε: «Είναι οι αμαρτίες μου που κυλούν και πέφτουν πίσω μου και δεν τις βλέπω, και ήρθα εγώ σήμερα να δικάσω ξένα αμαρτήματα». Όταν τον άκουσαν, δεν είπαν τίποτε στον αδελφό και τον συγχώρησαν.


Άλλοτε έγινε συμβούλιο στη Σκήτη και οι πατέρες, θέλοντας να τον δοκιμάσουν, τον εξευτέλισαν λέγοντας: «Και αυτός ο αράπης γιατί έρχεται ανάμεσά μας;» Εκείνος το άκουσε χωρίς να μιλήσει. Όταν έφυγαν από εκεί, τον ρώτησαν: «Αββά, την ώρα εκείνη δεν ταράχτηκες καθόλου;» «Ταράχτηκα», τους απάντησε, «αλλά δεν μίλησα».


Έλεγαν για τον αββά Μωυσή ότι, όταν χειροτονήθηκε κληρικός και του φόρεσαν τα άμφια, του είπε ο αρχιεπίσκοπος: «Τώρα έγινες ολόλευκος (1), αββά Μωυσή». Ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Μήπως από έξω μόνο, άγιε πάπα, ή και από μέσα;»

Ο αρχιεπίσκοπος, θέλοντας να τον δοκιμάσει, είπε στους κληρικούς: «Όταν θα μπει ο αββάς Μωυσής στο άγιο βήμα, να τον διώξετε και να τον ακολουθήσετε, για να ακούσετε τι θα πει». Όταν λοιπόν μπήκε ο γέροντας, τον αποπήραν και τον έδιωξαν λέγοντας: «Πήγαινε έξω, αράπη». Εκείνος βγαίνοντας έλεγε στον εαυτό του: «Καλά σου έκαναν, σταχτόδερμε, μαύρε. Αφού δεν είσαι άνθρωπος, γιατί πηγαίνεις μαζί με τους ανθρώπους;»


Άκουσε κάποτε για τον αββά Μωυσή ο άρχοντας και πήγε στη Σκήτη για να τον δει. Μερικοί πήγαν και το είπαν στον γέροντα, και αυτός σηκώθηκε και έφυγε για το Έλος. Στον δρόμο τον συνάντησαν (ο άρχοντας με τη συνοδεία του) και τον ρώτησαν: «Πες μας, γέροντα, πού είναι το κελλί του αββά Μωυσή;» Αυτός τους απάντησε: «Τι θέλετε από αυτόν; Ο άνθρωπος δεν είναι στα καλά του». Επέστρεψε τότε ο άρχοντας στην εκκλησία της Σκήτης και είπε στους κληρικούς: «Εγώ, ακούγοντας για τον αββά Μωυσή, ήρθα για να τον δω. Πριν από λίγο όμως μας συνάντησε ένας γέροντας που πήγαινε στην Αίγυπτο. Τον ρωτήσαμε· “Πού είναι το κελλί του αββά Μωυσή;” και μας απάντησε· “Τι θέλετε από αυτόν; Δεν είναι στα καλά του”». Στο άκουσμα αυτό οι κληρικοί λυπήθηκαν και ρώτησαν: «Πώς ήταν αυτός ο γέροντας που είπε τέτοια λόγια για τον άγιο;» «Ήταν γέρος με παλιά ρούχα, ψηλός και μελαψός», απάντησαν εκείνοι. «Ήταν ο αββάς Μωυσής», τους είπαν, «και σας τα είπε αυτά, επειδή ήθελε να σας αποφύγει». Και ο άρχοντας έφυγε πολύ ωφελημένος.


Κάποτε που οι αδελφοί κάθονταν μαζί του, ο γέροντας τους είπε: «Κοιτάξτε, σήμερα θα έρθουν βάρβαροι στη Σκήτη, εσείς όμως σηκωθείτε να φύγετε». «Εσύ λοιπόν δεν θα φύγεις, αββά;» τον ρώτησαν, και αυτός τους αποκρίθηκε: «Εγώ τόσα χρόνια περιμένω αυτή την ημέρα, για να εκπληρωθεί ο λόγος του Χριστού, του Κυρίου μας, που είπε· “Όλοι όσοι έπιασαν μαχαίρι, με μαχαίρι θα πεθάνουν” (2)». «Ούτε εμείς θα φύγουμε», είπαν οι αδελφοί, «αλλά θα πεθάνουμε μαζί σου». «Εγώ σε αυτό δεν ανακατεύομαι», τους απάντησε, «ο καθένας ας κοιτάξει πώς θα μείνει». Ήταν επτά οι αδελφοί, και τους είπε: «Να, οι βάρβαροι πλησιάζουν στην πόρτα». Πράγματι, μπήκαν μέσα και τους σκότωσαν, ένας όμως από αυτούς κρύφτηκε πίσω από τη στοίβα των καλαθιών· αυτός είδε επτά στεφάνια να κατεβαίνουν και να στεφανώνουν τους νεκρούς.


Είπε ο αββάς Μωυσής: «Αν ο άνθρωπος δεν έχει την πεποίθηση ότι είναι αμαρτωλός, ο Θεός δεν τον ακούει». Τον ρώτησε τότε ο αδελφός: «Τι σημαίνει να έχει κανείς την πεποίθηση ότι είναι αμαρτωλός;» Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Όποιος σηκώνει τις δικές του αμαρτίες, δεν βλέπει τις αμαρτίες του συνανθρώπου του».

(1) Προφανώς τα άμφια που φόρεσαν στον αββά ήταν λευκά, ενώ ο ίδιος, ως Αιθίοπας, ήταν μελαψός.

(2) Ματθ. 26:52. Ο αββάς το λέει αυτό επειδή ο ίδιος ήταν προηγουμένως ληστής. 
Το Γεροντικό, τόμος Α’, μετάφραση. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 207.

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2025

Αββάς Ποιμήν



 Αββάς Ποιμήν

Ὡς ἐκ λύκου χαίνοντος ἡρπάγη βίου,Ποιμήν, τὸ θρέμμα τοῦ μεγίστου ποιμένος.Ποιμένα εἰς μέγαν ἑβδόμῃ εἰκάδι ᾤχετο Ποιμήν.

Ο Όσιος Ποιμήν καταγόταν από την Αίγυπτο. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών πήγε να βρει τα έξι αδέλφια του που ασκήτευαν στην έρημο της Σκήτης: ο Ανούβ [6 Ίουν.] ήταν ο μεγαλύτερος και ο Παΐσιος ο μικρότερος. Νέος ακόμη, ο Ποιμήν πήγε να ρωτήσει έναν Γέροντα για τρεις λογισμούς του, αλλά με την συζήτηση ξέχασε τον έναν από αυτούς. Όταν επέστρεψε στο κελί του, τον θυμήθηκε και αμέσως πήρε πάλι τον μακρύ δρόμο που τον χώριζε από τον Γέροντα για να του υποβάλει τον λογισμό του. Θαυμάζοντας την έγνοια του να παρουσιάσει μια καθαρή καρδιά στον Θεό, ο Γέροντας προ είπε σ’ αυτόν: «Ποιμένα, το όνομά σου θα ακουσθεί σέ όλη την Αίγυπτο και θα γίνεις πραγματικά ποιμένας Αγγέλων». Όταν οι βάρβαροι Μάζικες ερήμωσαν το μοναστικό κέντρο της Σκήτης (407), τα επτά αδέλφια γλύτωσαν από την σφαγή και παίρνοντας τον δρόμο των έμπορων του νίτρου εγκαταστάθηκαν στην Τερενούθι της Άνω Αίγύπτου, στις όχθες του Νείλου. Ο Ποιμήν απέκτησε εκεί μεγάλη φήμη σέ βαθμό που οι ευσεβείς άνθρωποι άφηναν τους γέροντες που συνήθιζαν να συμβουλεύονται για να έλθουν να λάβουν τις δικές του συμβουλές. Όταν ένας επισκέπτης ερχόταν να ρωτήσει τον αββά Ανούβ εκείνος τον έστελνε στον Ποιμένα, αναγνωρίζοντας ότι είχε λάβει το χάρισμα της διδασκαλίας, αλλά ο Ποιμήν δεν έπαιρνε ποτέ τον λόγο παρουσία του αδελφού του και αρνιόταν να μιλήσει μετά από κάποιον άλλο Γέροντα, παρόλο που τους ξεπερνούσε όλους.

Μαθαίνοντας η μητέρα τους που βρίσκονταν τα επτά αδέλφια, ήλθε να τους δει, αλλά βρέθηκε μπροστά στην σθεναρή άρνηση τους κι έτσι πήγε και στήθηκε μπροστά στην εκκλησία, περιμένοντας να έρθουν οι ασκητές για την εβδομαδιαία σύναξή τους. Οι γιοί της όταν την είδαν γύρισαν πίσω. Εκείνη έτρεξε στο κατόπι τους και, βρίσκοντας την πόρτα κλειστή, άρχισε να θρηνεί λέγοντας: «Ποιο το κακό να σας δω; Μήπως δεν είμαι η μητέρα σας; Μήπως δεν σας θήλασα; Είμαι πλέον κάτασπρη». Ό Ποιμήν τότε είπε από μέσα στην μητέρα του: «Εδώ θέλεις να μας δεις ή στον εκεί κόσμο;» ’Εκείνη αποκρίθηκε: «Αν δεν σας δω εδώ, θα σας δω στον εκεί κόσμο;» Της λέει εκείνος: «Αν πιέσεις τον εαυτό σου να μην μας δεις εδώ, θα μας δεις εκεί». Καί η θεοσεβής μητέρα έφυγε με χαρά λέγουσα: «Αν θα σας δω οπωσδήποτε εκεί, δεν θέλω να σας δω εδώ».

Στην αρχή ο Ποιμήν νήστευε πολύ περνώντας συχνά δύο ή τρείς ήμερες χωρίς τροφή και υπέβαλλε το σώμα του σέ μεγάλες κακουχίες. Μέ τον χρόνο όμως απέκτησε μεγάλη πείρα στην πνευματική επιστήμη και έχοντας γίνει ιατρός, οδηγός καί φωστήρας διακρίσεως για τούς κατοίκους τής ερήμου, τούς δίδασκε να τρώνε λίγο κάθε ήμερα για να μην πέσουν ούτε στην αλαζονεία ούτε στην γαστριμαργία και να ακολουθούν την βασιλική οδό πού είναι ελαφρά. Σέ έναν αδελφό πού τον είδε μια μέρα να βάζει λίγο νερό στα πόδια του και σκανδαλίσθηκε, αποκρίθηκε: «Εμείς δεν διδαχθήκαμε να είμαστε σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι». Έλεγε επίσης συχνά: «Όλα όσα ξεπερνούν το μέτρο ανήκουν στους δαίμονες». 
Μετρημένος στην άσκηση, ήταν ωστόσο πολύ αυστηρός σε ό,τι αφορούσε τις σχέσεις με τους ανθρώπους και θεωρούσε το κελί του σαν έναν τάφο, στον οποίο ο μοναχός, σαν νεκρός, οφείλει να παραμένει ξένος προς κάθε επίγεια προσκόλληση. Μία ήμερα, ο διοικητής της περιοχής, θέλοντας να τον δει, έβαλε να συλλάβουν τον γιο τής αδελφής του Γέροντα με σκοπό να πάει εκείνος να μεσολαβήσει για χάρη του. Ο Ποιμήν ωστόσο έμεινε ασυγκίνητος μπροστά, στις ικεσίες της αδελφής του λέγοντας: «Ο Ποιμήν δεν γέννησε τέκνα». Και μήνυσε στον διοικητή να τον κρίνει σύμφωνα με τούς νόμους, αν είχε διαπράξει κάποιο αδίκημα.

Αν κάποιος επισκέπτης ήθελε να συζητήσει μαζί του για υψηλά θέματα, ο Γέροντας σιωπούσε, αλλά όταν τον ρωτούσαν για τα πάθη και τους τρόπους ιάσεως της ψυχής τότε απαντούσε μετά χαράς. Έδινε στους συνομιλητές του απαντήσεις ανάλογες με την νοημοσύνη και τις δυνατότητές τους, για να τους ενθαρρύνει να προοδεύουν στην αρετή. Τούς συμβούλευε πρωτίστως να μην αφήνουν τόπο στους εμπαθείς λογισμούς, αρεσκόμενοι ή προσπαθώντας να απαντήσουν σ’ αυτούς, και διαβεβαίωνε ότι θα εξαφανισθούν από μόνοι τους: «Δεν μπορείς να τους εμποδίσεις να έλθουν, αλλά στο χέρι σου είναι να αντισταθείς σ’ αυτούς». Δίδασκε ότι το να ρίπτει κανείς τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, το να μην υπολογίζει τον εαυτό του και το να παραμερίζει το ίδιον θέλημα είναι τα μέσα για τον καθαρισμό της ψυχής, αλλά κυρίως με την αυτομεμψία και την επαγρύπνηση θα μπορούσε αυτή να υποδομηθεί και να προκόψει προς την τελείωση. Όταν τον ρώτησε κάποιος μία ήμερα αν έπρεπε να σκεπάσουμε το πταίσμα που βλέπουμε σε έναν αδελφό, εκείνος απάντησε: «Την στιγμή που θα σκεπάσουμε το πταίσμα του αδελφού μας και ο Θεός θα σκεπάσει το δικό μας και την ώρα που θα φανερώσουμε το πταίσμα του αδελφού και ο Θεός θα φανερώσει το δικό μας». Όταν έβλεπε έναν αδελφό να νυστάζει στην εκκλησία, αντί να τον ψέγξει, ο άγιος Γέροντας προτιμούσε να βάζει το κεφάλι του στα γόνατα του και να τον αναπαύει. Όσο για την επαγρύπνηση πάνω στον εαυτό του, την τηρούσε κάθε ώρα καί στιγμή, γνωρίζοντας πως απαρχή όλων των κακών είναι ο περισπασμός· κι όταν έπρεπε να βγει από το κελί του, περνούσε προηγουμένως μία ώρα εξετάζοντας τούς λογισμούς του.
Έλεγε επίσης ότι «ο άνθρωπος χρειάζεται την ταπεινοφροσύνη και τον φόβο Θεού σαν την πνοή πού εξέρχεται από την μύτη του» , και ότι μόνο με την αύτομεμψία, πού μας κάνει να θεωρούμε τον αδελφό μας ανώτερο, μπορούμε να φθάσουμε στην ταπείνωση εκείνη που μας αναπαύει σέ κάθε περίσταση. Όσο για τον ίδιο, είχε φέρει την αύτοπεριφρόνηση σε τέτοιο βαθμό ώστε έλεγε με κάθε ειλικρίνεια: «Εγώ λέγω ό,τι ρίπτομαι στον τόπο πού θα ριχθεί ο Σατανάς. Είμαι κάτω από τα άλογα ζώα γνωρίζοντας ό,τι αυτά είναι ακατάκριτα». Όταν τον ρώτησαν πώς γίνεται να θεωρεί εαυτόν κατώτερο από κάθε πλάσμα, ακόμη καί από έναν φονιά, ο Γέροντας αποκρίθηκε: «Εκείνος έκανε μόνο την αμαρτία αυτή, ενώ εγώ φονεύω κάθε μέρα».

Βλέποντας μία ημέρα μια γυναίκα να θρηνεί στον τάφο του άνδρα και του γιου της, ο αββάς Ποιμήν είπε στον αδελφό του Ανούβ ό,τι αν δεν έφθανε κανείς σέ μία τέτοια διαρκή κατάσταση πένθους και ταπείνωσης της σαρκός δεν είναι δυνατό να γίνει μοναχός. Μιάν άλλη φορά έπεσε σέ έκσταση μπροστά σέ κάποιον δικό του, ο οποίος τον ρώτησε μετά που είχε μεταφερθεί. ’Εκείνος αποκρίθηκε: «Ό λογισμός μου ήταν όπου στεκόταν ή αγία Μαρία ή Θεοτόκος και έκλαιγε δίπλα στον Σταυρό. Κι εγώ θα ήθελα να κλαίω πάντα έτσι» .

Μία ήμερα έφθασαν επίσημοι επισκέπτες από την Συρία για να τον ρωτήσουν περί τής σκληροκαρδίας, αλλά ο γέροντας δεν γνώριζε ελληνικά καί δεν βρέθηκε διερμηνέας. Βλέποντας την στεναχώρια τους, ο Γέρων άρχισε αίφνης να μιλά ελληνικά λέγοντας: «Η φύση του νερού είναι απαλή, ή δε της πέτρας σκληρή, το δε κανάτι όταν κρέμεται πάνω από την πέτρα σταλαγματιά -σταλαγματιά τρυπά την πέτρα. Έτσι και ο λόγος του Θεού είναι απαλός, ή δε καρδιά μας σκληρή· ακούοντας δε πολλές φορές ο άνθρωπος τον λόγο του Θεού, ανοίγεται η καρδιά του στον φόβο του Θεού». 

Αφού διέλαμψε για πολλά χρόνια σαν αστέρας της ερήμου, διδάσκοντας από την δική του εμπειρία και γινόμενος ζωντανό παράδειγμα για όλες τις αρετές, ο αββάς Ποιμήν εκοιμήθει εν ειρήνη λίγο μετά τον άγιο Αρσένιο (μετά το 449), χωρίς όμως να δει ξανά την Σκήτη.


Τρίτη 26 Αυγούστου 2025

Οι Άγιοι Μάρτυρες Αδριανός και Ναταλία


Οι Άγιοι Μάρτυρες Αδριανός και Ναταλία

Η Παράκληση των Αγίων - εδώ 

Ο άγιος μάρτυς Αδριανός και η σύζυγός του Ναταλία κατάγονταν από τη Νικομήδεια. Κατά τη δεύτερη περίοδο (ήτοι 302-305 μ.Χ.) της βασιλείας του Μαξιμιανού (286-305 μ.Χ.) συνελήφθησαν είκοσι τρεις χριστιανοί άνδρες, οι οποίοι κρύπτονταν στα σπήλαια, και υποβλήθηκαν σε πλεί­στα όσα βασανιστήρια και κακώσεις. Αυτούς λοιπόν ο Αδριανός, προ του μαρτυρίου τους, τούς ρώτησε το εξής: «Για ποιό λόγο, καλοί μου άνθρωποι, υπομένετε αυτές τις ανυπόφορες και δεινές τιμωρίες;». Αυτοί του αποκρίθηκαν: «Για να κερδίσουμε τα αγαθά που έχει ετοιμάσει ο Θεός για όσους πάσχουν υπέρ Αυτού, τα οποία βεβαίως δεν εί­ναι δυνατόν ούτε ακοή να τα ακούσει ούτε λόγος ανθρώπι­νος να τα περιγράψει». 
Αμέσως λοιπόν τότε ο μακαριστός Αδριανός, διεγερθείς από τη θεία χάρη, είπε στους γραμματείς που έγραφαν τα ονόματα των μελλόντων να υποστούν μαρτυρικό θάνατο χριστιανών: «Γράψτε και το δικό μου όνομα· στ’ αλήθεια, ευχαρίστως συναριθμούμαι με αυτούς». Εκείνοι, πράγματι, έγραψαν το όνομά του και, αφού του έδεσαν τα χέρια με αλυσίδες, τον έριξαν στη φυλακή. Πληροφορηθείσα δε η σύζυγός του Ναταλία τη σύλληψη και φυλάκισή του, νόμι­σε ότι αυτά έγιναν για άλλο λόγο και στενοχωρήθηκε πά­ρα πολύ. Ύστερα όμως έμαθε ποιά ήταν η αιτία της καθείρξεως του συζύγου της Αδριανού. Αμέσως, αφού φό­ρεσε λαμπρά ενδύματα, έσπευσε στο δεσμωτήριο, μπήκε μέσα και καταφιλούσε τις αλυσίδες με τις οποίες ήταν δε­μένα τα χέρια του. Και όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον, τον μακάριζε για την προθυμία του και τον συμβούλευε να υπομένει με καρτερία τους αφόρητους πόνους των βασανι­στηρίων, μένοντας ασάλευτος και ακλόνητος στην πίστη του στο Χριστό. Και, ακόμη, παρακαλούσε τους συνδεσμώ­τες του χριστιανούς να προσεύχονται γι’ αυτόν. 
Αλλά τότε, ύστερα από προτροπή του μάρτυρος Αδριανού, η Ναταλία επέστρεψε στην οικία της. Μετά δε από λίγο ο Μάρτυς, επειδή είχε την εντύπωση ότι θα οδη­γούνταν στον τύραννο, χαιρέτισε τους συνδεσμώτες του χριστιανούς και, αφού έδωσε χρήματα στους δεσμοφύλα­κες, έλαβε άδεια και πήγε στην οικία του, για να μηνύσει στη σύζυγό του Ναταλία να είναι παρούσα κατά την τελείωσή του. Εκείνη όμως, μόλις αντίκρισε το σύζυγό της, νόμιζε ότι φοβήθηκε τα βασανιστήρια και για το λόγο αυ­τό αρνήθηκε το Χριστό και, έτσι, αφέθηκε ελεύθερος. Αφού λοιπόν η Ναταλία έκαμε τη σκέψη αυτή, του έκλει­σε την πόρτα κατάμουτρα, ονειδίζοντας τον για την άρνη­ση του Χριστού και αποκαλώντας τον φιλόζωο και δειλό. Ακόμη δε η Αγία του υπενθύμισε την απειλή του Χριστού προς εκείνους που θα αθετήσουν την πίστη τους σ’ Αυτόν. Επιπλέον δε και τον εαυτό της τον αποκαλούσε άθλιο και δυστυχισμένο, γιατί ούτε μια ήμερα, έλεγε, δεν είχε την ευτυχία να ονομαστεί γυναίκα Μάρτυρος, αλλά την ευτυ­χία και τη μακαριότητα, που είχε την ελπίδα να λάβει, τη διαδέχτηκαν μεμιάς η δυσφημία και η αθλιότητα. Όταν όμως αυτή έμαθε το σκοπό για τον οποίον ο Άγιος πήγε στην οικία του, του άνοιξε διάπλατα τις πόρτες και, αφού τον αγκάλιασε, τον ασπαζόταν με απέραντη αγαλλίαση και χαρά. Αμέσως δε, όπως ήταν, τον ακολούθησε στην πο­ρεία του προς τον τύραννο. 
Οδηγήθηκε λοιπόν ο άγιος Αδριανός στο βασιλιά, στον οποίο και διακήρυξε με παρρησία ότι ο Χριστός εί­ναι ο μόνος αληθινός Θεός. Αμέσως τότε ο τύραννος πρόσταξε και υποβλήθηκε ο Άγιος σε βασανιστήρια. Και πρώτα – πρώτα, τον έριξαν στο έδαφος μπρούμυτα και τον έδειραν ανηλεώς με ξύλα. Έπειτα τον γύρισαν ανάσκελα και τον χτύπησαν τόσο πολύ στην κοιλιά, ώστε αυτή άνοιξε και φάνηκαν τα σπλάχνα του. Ήταν δε τότε ο Άγιος είκο­σι οχτώ χρόνων. Ακολούθως οι δήμιοι τον ακρωτηρίασαν μαζί με τους υπόλοιπους Αγίους. Και βέβαια ο πρώτος που του έκοψαν τα χέρια και τα πόδια ήταν ο Αδριανός. Μάλιστα δε η σύζυγός του Ναταλία έθετε πάνω στο αμόνι κάθε μέλος και τον μεν δήμιο τον παρακαλούσε να χτυ­πάει δυνατά με το σφυρί την κοπίδα, τον δε σύζυγό της Αδριανό τον ενθάρρυνε και τον ενδυνάμωνε να υπομένει καρτερικά τους πόνους και να μην προδώσει από δειλία την υπέρ του Χριστού άθλησή του. 
Όταν λοιπόν ο άγιος Αδριανός ετελειώθη, και μαζί και οι άλλοι άγιοι Μάρτυρες, τα δε σώματά τους επρόκειτο να ριχτούν στο πυρ, για να καούν, η Ναταλία πήρε στην αγκαλιά της το ένα χέρι του συζύγου της Αδριανού και ακολουθούσε τα άγια λείψανα. Αλλά και με τα αίματα που έσταζαν από τα ιερά αυτά λείψανα άλειφε τον εαυτό της. 
Μόλις οι δήμιοι έφτασαν στον προκαθορισμένο τόπο, έριξαν στο πυρ τα άγια λείψανα. Αμέσως όμως τότε ξέ­σπασε μεγάλη νεροποντή, η οποία έσβησε το πυρ, και τα λείψανα έμειναν άθιχτα. Έτσι ένας χριστιανός, ονόματι Ευσέβιος, περισυνέλεξε τα άγια λείψανα και, αφού τα έβαλε σε ένα πλοιάριο, τα μετέφερε στην Αργυρούπολη, κοντά στο Βυζάντιο, και τα ενταφίασε. Εκεί και η αγία Ναταλία, μεταβάσα αργότερα, παρέδωσε το πνεύμα της στο Θεό και ενταφιάστηκε δίπλα στα λείψανα των αγίων Μαρτύρων. 
Πηγή: Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου, Με τους Αγίους μας, Συναξαριστής μηνός Αυγούστου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σ.148-152.


 Δόξα. 

Ἦχος α'. Ἐφραὶμ Καρίας 
Ζῆλος ἀνδρὸς εὐσεβοῦς, εἵλκυσε γυναῖκα θεοφιλῆ, πρὸς παραίνεσιν φαιδράν· Ἀδριανὸς γὰρ ὁ πανάριστος, Ναταλίας τῶν ῥημάτων ὑπαχθείς, ἀθλήσεως τὸν δρόμον ἐκτετέλεκεν· Ὢ γυναικὸς θεοφιλοῦς! οὐχ ὡς γὰρ Εὔα τῷ, Ἀδὰμ ἤνεγκε φθοράν, ἀλλὰ ζωὴν ἄληκτον τῷ συζύγῳ προεξένησε. Ταύτην σὺν τῷ ἀνδρὶ ἐπαινοῦντες, βοήσωμεν Χριστῷ· Δὸς ἡμῖν βοήθειαν, ταῖς πρεσβείαις τῶν Ἁγίων σου.

Κυριακή 24 Αυγούστου 2025

π.Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος - ΙΑ΄ Κυριακή του Ματθαίου


ΚΥΡΙΑΚῌ ΕΝΔΕΚΑΤῌ 
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον

ιη΄ 23 - 35 


 Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία
τοῦ π. Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακή 19 Αυγούστου του 2001  

Τὸ ἡχητικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία - σε mp3 εδώ 

[Η σημερινή ευαγγελική περικοπή] αγγίζει, με μια λεπτεπίλεπτη  και πολύ βαθιά διάθεση, τα θέματα της ανθρώπινης δικαιοσύνης στην σχέση με τους άλλους ανθρώπους. Και κάνει μάλιστα μια συγκριτική  των μεγεθών της δικαιοσύνης που έχουν καθιερωθεί να λειτουργούν με τα πράγματα του κόσμου και των μεγεθών της δικαιοσύνης που έχει καθιερώσει ο Πατέρας μας ο Θεός, από τα ουράνια μεγέθη μέχρι την γη. Και λέω από το ουράνια μεγέθη, γιατί όταν ξεκίνησε το κείμενο που ακούγαμε, μίλησε για τη βασιλεία των ουρανών και άρχισε να ομιλεί και να λέει τι είναι για τον ουρανό η δικαιοσύνη. Και μην ξεχνάτε, ό, τι είναι φτιαγμένο για να βιώνεται στον ουρανό είναι φτιαγμένο αμέσως να βιώνεται πάνω στη γη. Να δούμε το κείμενο και να δούμε αυτή τη συγκριτική των μεγεθών και ταυτόχρονα να δούμε την αποτυχία και το «γιατί» των ανθρωπίνων μεγεθών της δικαιοσύνης, για να μπορούμε όχι απλώς να κάνουμε κριτική, αλλά για να μπορούμε να θεραπεύσουμε. Ο λόγος ο ευαγγελικός είναι μόνο προς θεραπευτική λειτουργία και πρόσβαση. 

Το κείμενο στην πρώτη του πλευρά – έχει δύο πλευρές – λέει για τη σχέση αυτού του βασιλέως που θέλει να βρει δικαιοσύνη με τους υπηκόους του· ο  βασιλιάς είναι ο  Θεός. Προσέξτε τη λέξη που χρησιμοποιεί: Θέλησε, λέει, «συνᾶραι λόγον». Δεν λέει ζήτησε δικαιοσύνη ή ότι ζήτησε αυτά τα οποία του χρειαζότανε. Ήθελε να βρει τον λόγο της σχέσεως τους, τι σχέση έχουνε. Και όταν ψάχνουμε να βρούμε τη σχέση με τους ανθρώπους δεν ψάχνουμε να βρούμε πόσο μας αδίκησαν ή πόσο μας ωφέλησαν. Ψάχνουμε να βρούμε Λόγο ανάμεσα μας, να βρούμε δηλαδή την αιτία γιατί έχουμε πρόσωπο ο ένας μπροστά στον άλλο. Ψάχνοντας να συναντηθούμε, και να πούμε «δώσε», «πάρε», «καλημέρα», «καλησπέρα», αυτό είναι ένα μέσο για να βρούμε το άμεσο, τον Λόγο, που είναι ο Χριστός.

Από ό,τι φαίνεται στο κείμενο, η ευκαιρία που δίνει αυτός ο βασιλιάς, ο Θεός, είναι όχι απλώς να ζητήσει τα αιτούμενα – που  φάνηκε που δεν τα έχει ανάγκη – είναι να βρει λόγο, να βρει ανθρώπινη παρουσία και ανθρώπινη στάση ζωής. Και ξεκινάει με αυτά τα οποία τους δένουνε: κάποια οφειλόμενα. Αλλά ζητάει λόγο. Αυτό μην το  ξεχάσετε ποτέ, στα θέματα ανθρώπινης δικαιοσύνης εκείνο που ζητάμε να βρούμε είναι λόγο και όχι να δικαιωθούμε. Και μετά θέλει να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. 

Δηλαδή υπάρχει μια σχέση και κάτι οφείλεις. Αυτό δεν το ξεχνάμε. Και να το θυμηθούμε αυτό γιατί στα ανθρώπινα πράγματα λέμε «δεν πειράζει, ο καθένας να κάνει ό,τι θέλει…» Τίποτα δεν είναι ανερμάτιστο! Πρέπει να έχεις κάτι για να αποδώσεις. Εξάλλου έτσι είμαστε φτιαγμένοι: για να αποδίδουμε στο Θεό ό,τι έχουμε μέσα μας. Και αυτό δεν μπορούμε το ξεχνάμε, «δεν πειράζει ο Θεός είναι καλός και θα τα συγχωρέσει όλα...» Πρέπει να ξέρουμε που έχουμε κάτι να αποδώσουμε, άσχετα πως Εκείνος θα το ζητήσει. Και ζητάει να αποδοθεί. Και αυτό το ότι «ζητάει να  αποδοθεί» σημαίνει ότι πρέπει να βάλεις κόπο και μόχθο. Πρέπει να ιδρώσεις. Πρέπει να ασκηθείς. Πρέπει να καλλιεργηθείς. Κατά τα μέτρα που μπορείς. Και από εκεί που δεν μπορείς, λειτουργεί η ευσπλαχνία του Θεού. Βλέπετε το σχήμα; Θέλει να βρει λόγο, να βρει παρουσία προς τον άλλον. Να κοπιάσεις, να καλλιεργηθείς. Ο κόπος και ο μόχθος είναι μεγάλη ευλογία. Είναι άσκηση και ουσιαστική καλλιέργεια της καρδιάς μας. Μέχρι εκεί που μπορείς. Και από εκεί που δεν μπορείς, και αν δεν μπορείς πολλά αλλά τα ελάχιστα, έρχεται η ευσπλαχνία του Θεού και λέει «δεν πειράζει, τα άλλα είναι δικά μου». 

Να λοιπόν η θεία  δικαιοσύνη! Απαιτεί, θα λέγαμε, για εμάς φυσικά, να καλλιεργήσουμε βαθιά τις καρδιές μας, και να αποδώσουμε τα οφειλόμενα. Εξάλλου η ύπαρξή μας, από την πιο μικρή μας τρίχα μέχρι τα βάθη της καρδιάς μας, είναι μια οφειλή στον Θεό. Άσχετα από το ότι η αγάπη του Θεού δεν θέλει να μας κουράζει και να μας το θυμίζει συνέχεια. Και για όλη μας η ζωή είναι μια προετοιμασία για να μπορούμε πιο βαθιά να αποδώσουμε το οφειλόμενα. Όχι γιατί Εκείνος θα γίνει πιο πλούσιος – ξέρετε, Εκείνος που έχει τα πάντα δεν μπορεί να γίνει πιο πλούσιος, δεν υπάρχει στο άπειρο  το «συν κάτι παραπάνω». Όσο πιο πολύ αποδίδουμε καλλιεργώντας τον εαυτό μας, τόσο πιο πολύ διευρυνόμεθα, γινόμαστε πλατύτεροι, γινόμαστε πιο ανοικτοί, αποκτούμε βαθείς ορίζοντες. Ο κόπος και ο μόχθος μάς αγιάζει. Και στο τέλος, αυτό μπορέσαμε. Και μετά έρχεται η ευσπλαχνία του Θεού. Αυτό είναι το σχήμα της θείας δικαιοσύνης. Και έχει μέσα της  μεγάλη ανάπαυση. Και μοχθείς και κουράζεσαι και καλλιεργείσαι και ξέρεις που θα δώσεις αυτό που μπορείς, και όλα τα άλλα δεν πειράζει... 

Το άλλο το σχήμα. Το σχήμα πια, το καθαρά κοσμικό σχήμα, της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Βλέπετε, αυτός ο ίδιος που ευεργετήθηκε πάει και τι κάνει; Το κείμενο είναι πραγματικά γλαφυρό στις περιγραφές του. Λέει, τον κράτησε και τον έπνιγε. Ούτε καν προσπάθησε να βρει λόγο. Κίνησε βία επάνω του. Είναι η οποιαδήποτε βία ασκείται, έστω και με νόμιμους  τρόπους, για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Όλη η δικαιοσύνη του κόσμου είναι μια βία πνιγμού. Όλα εκείνα που κάνει η ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι μια βία πνιγμού, καμιά σχέση με την θεία δικαιοσύνη. Πνίγεσαι για να αποδώσεις. Και όχι μέχρι εκεί που μπορείς, πρέπει να τα αποδώσεις όλα τα οφειλόμενα, χωρίς να υπάρχει καν η ευσπλαχνία, η οποιαδήποτε ευσπλαχνία. Υπάρχει απλώς μια σκληρότητα: ότι «πρέπει να βρεθεί ανθρώπινη δικαιοσύνη, εδώ δεν θα κρατηθούν τα πράγματα σε ανισορροπία». Και τότε ακριβώς τα πράγματα γίνονται ανισόρροπα. Επειδή εφαρμόζεται η βία και δεν υπάρχει ευσπλαχνία και αυτό που ζητάμε δεν είναι για να καλλιεργηθεί  ο άνθρωπος – βλέπουμε πόσο καλλιεργείται ένας ο οποίος τιμωρείται από τον νόμο μπαίνοντας μέσα σε ένα κελί της φυλακής. Καθόλου!  Ποιο μόχθο και κόπο καταβάλλει; Τίποτα! Και έτσι λοιπόν έρχεται η βία και η εξαφάνιση του προσώπου. Και η προσπάθεια να πνίξεις τον άλλον. Και αυτό το λένε οι δικαιοσύνη. Και δεν υπάρχει καθόλου ευσπλαχνία και συγχωρητικότητα. Υπάρχει μια σκληροκαρδία.

Και στο τέλος του κείμενου, το κείμενο λέει κάτι και πάλι ακατάληπτο. Λέει ότι όσοι κάνουν αυτό το πράγμα, όσοι δεν καταλάβουν τα μέτρα της ανθρώπινης δικαιοσύνης, και δεν εφαρμόζουν την ίδια ευσπλαχνία, την ίδια αγάπη του Θεού, τότε θα παραδοθούν, λέει, στους «βασανιστές αυτών». Τι είναι αυτό δηλαδή; Ο Θεός μας παραδίδει σε κάποιους βασανιστές για να βασανιστούμε; -Είναι  οι πειρασμοί και οι λογισμοί στους οποίους παραδιδόμαστε. Μη έχοντες ευσπλαχνία και μη έχοντες καρδιά φιλεύσπλαχνη, τότε ομοιάζουμε όχι με το Θεό αλλά ομοιάζουμε με τον διάβολο. Και τότε παραδιδόμαστε στον οικείο δεσπότη. Και μας βασανίζει και βασανιζόμαστε. Και γινόμαστε τύποι διαβολικοί.

«Έως ότου αποδώσουμε το οφειλόμενο», έως ότου καταλάβουμε πως τα πράγματα είναι αλλιώτικα. Και στο τέλος το κείμενο λέει για την καρδία. Και τότε την ώρα που αρχίζουμε να χτυπιόμαστε από τους πειρασμούς και θα είμαστε κενοί και άδειοι, γιατί ζητήσαμε να εφαρμόσουμε την ανθρώπινη μόνο δικαιοσύνη και όχι την ευσπλαχνία του Θεού, και θα χτυπιόμαστε κάτω και τότε θα πούμε: «δεν αλλάζουμε; δεν γινόμαστε εύσπλαχνοι;» Και τότε βαθιά η καρδιά μας θα αναπαυθεί και θα καλλιεργηθεί και θα δούμε τα μέτρα της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Θα φύγουμε από τα μέτρα της ανθρώπινης δικαιοσύνης και θα μπούμε στα μέτρα της θείας δικαιοσύνης. 

Αυτό λοιπόν το κείμενο το βαθύ, το λεπτεπίλεπτο, το ουσιαστικό, το αγλαοφανές, το φωτεινό, το ουράνιο, το οποίο έρχεται να καθορίσει – αλίμονο – τα ανύπαρκτα μέτρα της ζωής μας μέσα από αυτόν τον τρόπο ζωής. Κι εκεί πρέπει να κινηθούμε κι εκεί να σταθούμε! Ο κόπος, ο μόχθος, η απόδοση όσων έχουμε, όσων μπορούμε! Έχει κάλλος μέσα! Έχει φως μέσα! Και την ίδια ώρα να είμαστε τόσο βαθιά εύσπλαχνοι με τους άλλους, όσο βαθιά είναι Εκείνος, και πιο πολύ από Αυτόν, γιατί – τολμώ να το πω – και πιο βαθιά από Αυτόν, γιατί μας δίνει αυτό το δικαίωμα να κάνουμε ακόμη και πιο πολλά από Αυτόν.

Έτσι λοιπόν οι ανθρώπινες  σχέσεις θα βρούνε άλλη ισορροπία ανάμεσά τους και θα εκλείπει η  σκληράδα. Αλλά την ίδια ώρα, αυτή η «έκλειψη» της σκληράδας δεν σημαίνει που ο καθένας δεν κάνει τίποτε. Τότε εσύ θέλεις και καλλιεργείσαι, εσύ θέλεις και κοπιάζεις. Και τότε αποδίδεις τα πάντα στον Θεό και στους ανθρώπους. Και αυτή είναι η ζωή. Είναι η ολόκληρη ζωή. Αυτό το κείμενο το ευαγγελικό, πραγματικά, ορίζει ολόκληρη τη ζωή μα; Όποιος ζήσει ούτως θα βρει ανάπαυση στην καρδιά αυτού. Και όποιος δεν ζήσει ούτως κάθε μέρα θα βασανίζεται από τις ευθύνες που έβαλε στη ζωή του. Και θα ομοιάζει, όχι πια με τον Θεό, αλλά θα ομοιάζει με το βασιλέα του σκότους.

Φιλολογική επιμέλεια κειμένου
Ελένη Κονδύλη

  

Περισσότερες ομιλίες του πατρός Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα :  www.floga.gr   

 

Λειτουργικές κινήσεις - 24η Αυγούστου

 


24η Αυγούστου


Τῶν Ἁγίων Ἱερομαρτύρων Εὐτυχοῦς, μαθητοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Μνήμη τῆς μεταθέσεως εἰς Ζάκυνθον τοῦ σεπτοῦ Λειψάνου τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Διονυσίου, Ἐπισκόπου Αἰγίνης, τοῦ Θαυματουργοῦ.

Σημείωσις: πό σήμερον καί μέχρι τῆς 21ης Σεπτεμβρίου, ἐάν ἑορτάζηται Ἅγιος, Καταβασίαι· «Σταυρόν χαράξας...» καί Κοντάκιον μέχρι τῆς 12ης Σεπτεμβρίου· «Ἰωακείμ καί Ἄννα...»(πλὴν τῆς 31ης Αὐγούστου, 1ης καὶ 7ης Σεπτεμβρίου). Ἀπὸ αὔριον ἄρχεται ἡ χρῆσις τῆς Παρακλητικῆς, μέχρι τῆς 5ης Σεπτεμβρίου.


 




Σάββατο 23 Αυγούστου 2025

π.Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος - Λόγος εις την απόδοση της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου

 
Λόγος εις την απόδοση της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου 
π.Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος 

 

Κυριακή 23 Αυγούστου του 1998
σε mp3 εδώ

Σήμερα αποδίδεται η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Και όπως συμβαίνει, αν έχουμε παρατηρήσει καλά τον λειτουργικό τρόπο των αναγνωσμάτων, σε κάθε Θεομητορική εορτή αναγιγνώσκονται τα αναγνώσματα, αποστολικό τε και ευαγγελικό, που πριν από λίγο ακούσατε. Θαρρείς και η γιορτή δεν εναλλάσσεται, θαρρείς και τα γεγονότα δεν είναι ποικίλα, αλλά τα αναγνώσματα είναι ολόιδια. 

Αποδίδοντας  λοιπόν τη γιορτή της Παναγίας, να προσεγγίσουμε λίγο την θεολογική υφή των αναγνωσμάτων, για να καταλάβουμε καλύτερα το προβαλλόμενο, που είναι το πρόσωπο της Παναγίας. Και μέσα από Αυτή – μιας και Εκείνη είναι η Παναγία, καλύπτει δηλαδή όλες τις δυνατότητες εκφράσεως όλων των αγίων – μέσα  μέσα εκεί θα βρεθούν όλοι οι άγιοι, όλοι οι ζώντες εν τη Εκκλησία, ζώντες και νεκροί, και όλοι εμείς που αγωνιζόμαστε για να πιάσουμε τα μέτρα της αγιότητας, κάτω από αυτή τη μεγάλη κάλυψη της Παν-αγίας, που αποκαλύπτει τη δυνατότητα της ποικιλίας όλων των χαρισμάτων.

Τα αναγνώσματα λοιπόν τα πολύ γνωστά των Θεομητορικών Εορτών, είναι, στην μεν περίπτωση του Αποστόλου, το ανάγνωσμα από την Επιστολή προς Φιλιππησίους το οποίο ομιλεί για την κένωση του Χριστού – το ακούσαμε πριν από λίγο, «ἑαυτὸν ἐκένωσεν μορφὴν δούλου λαβών». Το δε ευαγγελικό ανάγνωσμα είναι το πολύ γνωστό, από τις παρακλήσεις μάλιστα, της Μάρθας και της Μαρίας, που η μία διακονεί και η άλλη, απ’ ό,τι φαίνεται, κάθεται «παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ». Τι θέλουν λοιπόν να φωνάξουν αυτά τα κείμενα σε εμάς και τι θέλουν να προσδιορίσουν στη ζωή μας μέσα από το πρόσωπο της Παναγίας; 

Πρώτον, όσον αφορά το κείμενο του αποστολικού αναγνώσματος του Αποστόλου Παύλου· ο Χριστός «ἑαυτὸν ἐκένωσεν μορφὴν δούλου λαβών». Και θέλει να φωνάξει το κείμενο και να πει: Κάποιος, η Παναγία δηλαδή, εμιμήθη απόλυτα αυτή την κένωση, κατά τα μέτρα φυσικά τα ανθρώπινα. Και εφόσον εκείνη εμιμήθη αυτή την κένωση, δηλαδή αυτό το άδειασμα, αυτή τη συγκατάβαση, κατά τα μέτρα πάλι τα ανθρώπινα, αυτό είναι δυνατό για εμάς. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι είναι αδύνατη στα μέτρα τα ανθρώπινα η συγκατάβαση. Αν η Παναγία δεν το βίωνε, θα λέγαμε είναι αδύνατη η συγκατάβαση, είμαστε άνθρωποι αδύναμοι και δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τη ζωή μας. Τώρα κανείς δεν μπορεί να το πει, τώρα είναι εφικτό, τώρα είναι δυνατό  και ας είναι πραγματοποιημένο στο πρόσωπο της Παναγίας, και ας πει κάποιος που και Αυτή είναι απρόσιτη. Δηλαδή, ο Χριστός είναι απρόσιτος, η Παναγία είναι απρόσιτη οι άγιοι είναι απρόσιτοι… Τι είναι προσιτό σε εμάς; Αφού είμαστε φτιαγμένοι για να τα προσεγγίσουμε όλα αυτά! Αλλά η φιλανθρωπία Του επιτρέπει να υπάρχει η Παναγία, να καταλάβουμε που αυτό είναι στα ανθρώπινα μέτρα.

Να λοιπόν η συγκατάβαση, η δυνατή σε εμάς συγκατάβαση, το κομβικό σημείο συγκατάβασης, το σημείο που παίζεται όλη η ιστορία της προσωπικής μας πορείας της πνευματικής. Ή κερδίζεις εκεί τα πάντα ή τα χάνεις όλα. Είναι το κομβικό σημείο: που πραγματικά ο Θεός ήτανε μεγάλος, ήτανε σπουδαίος, αλλά αν δεν έκανε τη συγκατάβαση Του δεν θα μας έσωζε. Η Παναγία μπορεί να ήταν προσευχόμενη, μπορεί να ήταν από μικρή στα Άγια των Αγίων, αλλά αν δεν έκανε συγκατάβαση να δεχθεί το μήνυμα του Αγγέλου, δεν θα σωζόμασταν· άλλο τρόπο θα έβρισκε ο Χριστός μας. Αυτά για το αποστολικό ανάγνωσμα, που ανοίγουν τον δρόμο πια της Παναγίας.

Μέσα από τη συγκατάβαση, στο πρόσωπο των δύο γυναικών, Μάρθας και Μαρίας, παίζεται η ποικιλία των χαρισμάτων. Ουσιαστικά στο Ευαγγέλιο, αν δούμε βαθιά τα κείμενα που τα αναλύουμε, δεν δίνεται βαρύτατα στην μια ή στην άλλη ως υπερεχούσης. Γιατί η μια «ὑπεδέξατο» και διακονούσε κατά το κείμενο και η άλλη εκάθητο  και  «ἤκουε». Δεν λέει  το κείμενο ποιο είναι πιο σπουδαίο. Αλίμονο αν λέγαμε ποιο είναι πιο σπουδαίο. Δηλαδή αν το «κάθημαι και ακούω» είναι πιο σπουδαίο από το «υποδέχομαι και διακονώ», τότε ανετράπη η ισορροπία της Ορθοδοξίας, τότε χάσαμε τη δυνατότητα να διακονήσουμε και να δεχθούμε τον άλλον. Χωρίς να αναιρεθεί το «κάθημαι και ακούω», γιατί αν διακονείς και υποδέχεσαι, χωρίς να μάθεις πώς θα υποδεχθείς, και αυτό θα είναι μια ανατροπή των πραγμάτων. Και τα δύο λοιπόν είναι καίρια, πίσω από εκεί κρύβεται η συγκατάβαση. Και στο «κάθημαι» συγκατάβαση, γιατί για να κάτσω να ακούσω, για τι θα ακούσω; Θα ακούσω όχι απλώς για να ωφεληθώ εγώ, αλλά για να γίνω κάτι για τους άλλους· θα μάθω να συγκαταβαίνω! Και αν διακονώ και υποδέχομαι, γιατί διακονώ και υποδέχομαι; Γιατί έμαθα να συγκαταβαίνω! Αυτό το σημείο κλειδί, το «συγκαταβαίνω».

Στο πρόσωπο λοιπόν της Μάρθας και της Μαρίας παίζεται αυτός ο μυστικός κώδικας του «συγκαταβαίνω», και μια κινείται έτσι, μια κινείται αλλιώς. Καμία υπεροχή. Το μόνο σημείο στο οποίο μπορεί να κατακριθεί η Μάρθα, είναι το ακόλουθο σημείο: ότι γκρίνιαξε γιατί η αδελφή της δεν κάνει αυτό που κάνει [αυτή]. Δεν λέει το Ευαγγέλιο ποιο είναι καλύτερο. Μη στέκεστε στο κομμάτι «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά»- οι ερμηνευτές Πατέρες λένε «μην κάνεις πολλά φαγητά»·  δεν κρίνει ο Χριστός τη διακονία και τη δυναμική κίνηση. Αλλά το κομβικό σημείο εδώ πέρα είναι το ότι δεν αντέχει την αδελφή της που δεν κάνει αυτό που κάνει αυτή. Μα η Εκκλησία είναι αυτό το γεγονός ακριβώς: το ότι ο καθένας λειτουργεί με αυτόν τον ειδικό χαρισματικό τρόπο, αρκεί να συγκαταβαίνει. Το κοινό [σημείο] είναι η συγκατάβαση. Όλα τα άλλα είναι η ποικιλία. Αν σήμερα ένας αγιορείτης έκρινε εμάς που κινούμαστε στους δρόμους Αθήνας, ανετράπη η Ορθοδοξία. Και αν εμείς τον κρίναμε, επειδή κάθεται και προσεύχεται για εμάς, άλλο τόσο ανετράπη. Αν όμως χαθεί η συγκατάβαση, και εκείνος και εμείς είμαστε χαμένοι. Πιστεύω να καταλαβαίνετε αυτό το σημείο-κλειδί που είπα και τότε δεν μπορείτε τίποτε πια να κρίνετε και για κανέναν να γκρινιάξετε. Γιατί δεν ξέρετε γιατί κάθεται ή γιατί κινείται. Δεν ξέρετε γιατί αύριο στους δρόμους του Συντάγματος οι άνθρωποι θα τρέχουν. Θα τρέχουν για αμαρτία ή για αγιότητα; Δεν το ξέρετε. Δεν ξέρετε γιατί ο άλλος κάθεται σε μία γωνιά και φαίνεται ακίνητος. Κάθεται από ακηδία, είναι ναρκωμένος; είναι ναρκομανής ή προσευχόμενος; αυτό  δεν το ξέρετε. Αυτό δεν είναι δουλειά σας. Θα μάθετε να συγκαταβαίνετε. 

Και αν συγκαταβείς πια, λέει ένας πατέρας νηπτικός, τότε θα έχεις διάκριση. Και τότε μπορεί να μην καταλαβαίνεις ο ένας γιατί κάθεται και ο άλλος κινείται, αλλά εσύ θα τους θεωρείς και τους δυο σπουδαίους, γιατί δεν ξέρεις. Αυτό είναι το πρώτο στοιχείο της διακρίσεως. Και αν η διάκριση βαθαίνει, μετά από λίγο θα ξέρεις κιόλας γιατί κάθεται ή γιατί κινείται. Και όταν θα ξέρεις πια, δεν θα τους κατακρίνεις, θα κάνεις προσευχή για να αλλάξουν αν δεις [ότι] η πορεία είναι λάθος πορεία.

Η Παναγία μας, η γιορτή Της που αποδίδεται και ο κρυμμένος κώδικας-συγκατάβαση είναι εκείνο το οποίο αποκαλύπτεται σήμερα, και μέσα από όλη τη ζωή της Παναγίας μας, μπροστά στα μάτια μας. Θα έλεγα, αν θέλατε να ακούσετε ένα λόγο «εισοδικό» για την πνευματική μας ζωή, τις αναζητήσεις σας από εκεί να τις αρχίσετε, για να πολλαπλασιαστείτε στις άλλες δυνατότητες που θα ανοιχτούν στη ζωή μας. Αν θέλετε να κινηθείτε αύριο δυναμικά, αν θέλετε να προσευχηθείτε, αν θέλετε να διακονήσετε, αν θέλετε να ακούσετε, αν θέλετε να κάνετε ό,τι θέλετε, ξεκινήστε από εκεί. Και συγκαταβαίνοντας, τότε θα ανοιχτούν οι πολυποίκιλοι δρόμοι, που θα οδηγήσουν όλοι στον Χριστό, έτσι ή αλλιώς. 

Να παρακαλέσουμε την Παναγία μας, μια που αποδίδουμε την γιορτή Της, να μας δώσει χάρη και δύναμη να μάθουμε αυτό το μυστικό κλειδί, που πολλοί Χριστιανοί το έχουμε χαμένο: την συγκατάβαση. Και τότε πραγματικά, όχι απλώς θα ανοίξουνε οι ορίζοντες των οφθαλμών μας, όχι απλώς θα ανοίξουνε οι ορίζοντες των προοπτικών της ζωής μας· θα ανοίξουνε στην καρδιά μας όλοι οι ουρανοί!

Φιλολογική επιμέλεια κειμένου
Ελένη Κονδύλη

  

Περισσότερες ομιλίες του πατρός Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα :  www.floga.gr   

Δημοφιλείς αναρτήσεις