Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

Η Μεταμόρφωσις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστο

Η Μεταμόρφωσις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού


Έξι ημέρες αφ’ ότου είχε αναγγείλει ο Κύριος στους μαθητές του ότι «Εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου, έως αν ίδωσι τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν τη βασιλεία αυτού» (Ματθ. 16:18· Μάρκ. 9:1), πήρε μαζί του τους προκρίτους των μαθητών, Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη, και αφού απομακρύνθηκαν κατ’ ιδίαν, τους ανέβασε σ’ ένα όρος υψηλό, το όρος Θαβώρ της Γαλιλαίας, για να προσευχηθεί (Λουκ. 9:28). 
Έπρεπε πράγματι, εκείνοι που επρόκειτο να του συμπαρασταθούν στην αγωνία της Γεθσημανή και θα είχαν το μοναδικό προνόμιο να γίνουν οι άμεσοι μάρτυρες του Πάθους του, να προετοιμαστούν γι’ αυτή τη δοκιμασία με την θεωρία της αχρόνου δόξης του. Ο μεν Πέτρος, διότι μόλις είχε ομολογήσει την πίστη στην θεότητά του· ο Ιάκωβος, διότι έμελλε να γίνει ο πρώτος που θα πέθαινε για τον Χριστό· και ο Ιωάννης, διότι έμελλε να μαρτυρήσει την προσωπική του πείρα γύρω από την θεϊκή δόξα και να αντηχήσει, ως υιός βροντής, την θεολογία του προαιωνίου Λόγου που εγένετο σαρξ. 
Ο Κύριος τους οδήγησε πάνω στο όρος, σαν σύμβολο της πνευματικής ανάβασης, η οποία από αρετή σε αρετή καταλήγει στην αγάπη, την υψηλοτάτη των αρετών· αυτή είναι που ανοίγει τη θύρα για τη θεωρία του Θεού. Η ανάβαση αυτή ήταν στην πραγματικότητα η συμπερίληψη ολόκληρης της επίγειας ζωής του Κυρίου, ο οποίος, ντυμένος την ασθένειά μας, άνοιξε για μας την οδό προς τον Πατέρα, διδάσκοντάς μας ότι η ησυχία είναι η μητέρα της προσευχής, η οποία με την σειρά της μας αποκαλύπτει την δόξα του Θεού. 
«Και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως» (Ματθ. 17:2). Ο ενανθρωπήσας Λόγος του Θεού απεκάλυψε έτσι την φυσική λαμπρότητα της θείας δόξης, την οποία συνείχε μέσα του και την οποία είχε διατηρήσει κατά την Ενανθρώπησή του, έστω και αν έμενε σκεπασμένη κάτω από το προκάλυμμα της σαρκός. 
Πράγματι, από τη στιγμή της σύλληψής του στα σπλάγχνα της Παναγίας Παρθένου, η θεότητα ενώθηκε ασυγχύτως με την φύση της σαρκός (δηλαδή ολόκληρη την ανθρώπινη φύση) και η θεϊκή δόξα έγινε, υποστατικώς, δόξα του «προσλήμματος». 
Αυτό λοιπόν που απεκάλυπτε ο Χριστός στους μαθητές του στην κορυφή του Θαβώρ, δεν ήταν ένα θέαμα καινοφανές, αλλά απλώς η απαστράπτουσα φανέρωση της τεθεωμένης εν Αυτώ ανθρωπίνης φύσεως - συμπεριλαμβανομένου και αυτού του σώματος - και της ενώσεώς της με την θεϊκή αυγή.

Ενώ το πρόσωπο του Μωυσή είχε λάμψει με μία δόξα που προερχόταν έξωθεν μετά την αποκάλυψη του όρους Σινά (Εξ. 34:29), το πρόσωπο του Χριστού εμφανίσθηκε στο Θαβώρ ως μία πηγή φωτός, πηγή της θείας ζωής που έγινε προσιτή στον άνθρωπο και καταυγάζουσα επίσης πάνω στα «ιμάτιά» του, δηλαδή πάνω στον εξωτερικό κόσμο και στα προϊόντα του ανθρωπίνου πολιτισμού.

«Μεταμορφώθηκε», βεβαιώνει ο Ιωάννης Δαμασκηνός, «όχι προσλαμβάνοντας ό,τι δεν ήταν, αλλά δείχνοντας στους μαθητές του αυτό που ήταν, διανοίγοντας τους οφθαλμούς τους και από την τυφλότητα τους έκανε να αναβλέψουν». (1) Ο Χριστός άνοιξε τα μάτια των μαθητών του και εκείνοι με ένα βλέμμα μεταμορφωμένο από την δύναμη του αγίου Πνεύματος είδαν το αχωρίστως ενωμένο με το σώμα του θείο φως. Μεταμορφώθηκαν επομένως και οι ίδιοι και στην προσευχή μπόρεσαν να δουν και να γνωρίσουν την αλλοίωση που επήλθε στην φύση μας εξαιτίας της ένωσής της με τον Λόγο. (2)

«Ό,τι είναι ο ήλιος για τα αισθητά πράγματα, το ίδιο είναι ο Θεός για τα πνευματικά». (3) Για τον λόγο αυτό οι ευαγγελιστές αναφέρουν ότι το πρόσωπο του Θεανθρώπου, που είναι «το φώς το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (Ιω. 1:9), έλαμπε ως ήλιος. Το φως όμως αυτό ήταν ασυγκρίτως ανώτερο από κάθε αισθητό φως. Αδυνατώντας να αντέξουν την απρόσιτη λάμψη του, οι μαθητές έπεσαν στην γη.

Φως άυλο, άκτιστο και άχρονο· αυτή ήταν η Βασιλεία του Θεού, εληλυθυία εν τη δυνάμει του Παναγίου Πνεύματος, όπως ακριβώς είχε υποσχεθεί ο Κύριος στους μαθητές του. Τώρα, βεβαίως, άστραψε για μια στιγμή στα μάτια τους· αυτό το ίδιο φως όμως πρόκειται να γίνει η μόνιμη κληρονομιά των εκλεκτών της Βασιλείας, όταν ο Χριστός έλθει πάλι, ακτινοβολώντας πλέον μέσα σε όλη την λαμπρότητα της δόξης του. Θα επανέλθει μέσα στο φως, μέσα στο ίδιο φως που άστραψε στο Θαβώρ και που ανέβλυσε από τον τάφο της ημέρας της Αναστάσεώς του, και το οποίο, εκχυνόμενο πάνω στις ψυχές και τα σώματα των εκλεκτών του, θα τους κάνει να εκλάμψουν και αυτοί ως ο ήλιος (Ματθ. 13:43).

«Ο Θεός είναι φως και η θέα του φως». (4) Όπως οι μαθητές στην κορυφή του Θαβώρ, έτσι και πλήθος αγίων έγιναν μάρτυρες αυτής της αποκάλυψης του Θεού στο φως. Το φως εντούτοις δεν είναι γι’ αυτούς μόνο αντικείμενο θεωρίας, είναι επίσης η θεοποιός χάρις, που τους επιτρέπει να «βλέπουν» τον Θεό, έτσι που επιβεβαιώνονται τα λόγια του Ψαλμωδού: «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» (Ψαλμ. 35:10).

Μέσα στο λαμπρό αυτό όραμα εμφανίσθηκαν στο πλευρό του Κυρίου ο Μωυσής και ο Ηλίας, οι δύο κορυφές της Παλαιάς Διαθήκης, αντιπροσωπεύοντας αντίστοιχα τον Νόμο και τους Προφήτες, που τον αναγνώριζαν ως κύριο ζώντων και νεκρών. Και συνομιλούσαν μαζί του μέσα στο φως για «την έξοδον αυτού ην έμελλε πληρούν εν Ιερουσαλήμ», δηλαδή το Πάθος του, διότι διά του Πάθους και του Σταυρού η δόξα αυτή επρόκειτο να δοθεί στους ανθρώπους.

Εκστασιασμένοι και έκθαμβοι από την θεωρία του θεϊκού φωτός, οι Απόστολοι ήσαν «βεβαρημένοι ύπνω και είπεν Πέτρος προς τον Ιησούν· επιστάτα καλόν έστιν ημάς ώδε είναι· και ποιήσωμεν σκηνάς τρεις, μίαν σοι και μίαν Μωυσεί και μίαν Ηλία μη ειδώς ο λέγει». 
Αποσπώντας την προσοχή του μαθητή του από την ανθρώπινη αυτή επιθυμία που αρκούνταν στην επίγεια απόλαυση του φωτός, ο Κύριος τους έδειξε τότε μία καλύτερη «σκηνή» και μία κατά πολύ ανώτερη μονή για να ενοικήσει η δόξα Του. Μία φωτεινή νεφέλη ήλθε τότε να τους επισκιάσει και μέσα από την νεφέλη αυτή ακούστηκε η φωνή του Πατρός, που αναγνώριζε τον Σωτήρα: «Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός· αυτού ακούετε».

Η νεφέλη εκείνη αντιπροσώπευε την χάρη του Πνεύματος υιοθεσίας· και, όπως κατά το Βάπτισμά του στον Ιορδάνη, η φωνή του Πατρός αναγνώρισε τον Υιό και αποκάλυψε ότι τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, πάντα ενωμένα, συνδράμουν στην Σωτηρία του ανθρώπου.

Το φως του Θεού, που είχε αρχικά επιτρέψει στους Μαθητές να «δουν» τον Χριστό, όταν άστραψε εντονότερα, τους ανέβασε σε μια κατάσταση ανώτερη από την ανθρώπινη όραση και γνώση. Εξερχόμενοι απ’ όλα τα ορατά κι από τον ίδιο τους τον εαυτό, εισήλθαν πλέον μέσα στον υπέρφωτο γνόφο, εκεί που ο Θεός έχει βάλει την απόκρυφή του (Ψαλμ. 17:12)· «κεκλεισμένων των θυρών των αισθήσεών τους», έλαβαν εκεί μέσα την αποκάλυψη του τριαδικού μυστηρίου, το οποίο υπεραναβαίνει κάθε κατάφαση και κάθε απόφαση (άρνηση). (5)

Όντας ακόμη ανεπαρκώς προετοιμασμένοι για την αποκάλυψη τέτοιων μυστηρίων, διότι δεν είχαν ακόμη περάσει μέσα από την δοκιμασία του Σταυρού, οι Μαθητές εφοβήθησαν σφόδρα. Όταν όμως σήκωσαν το κεφάλι είδαν τον Ιησού, μόνον, που είχε βρει την συνηθισμένη του όψη και που τους πλησίασε και τους καθησύχασε. Κατόπιν κατεβαίνοντας από το Όρος τους συνέστησε να κρατήσουν σιγή για ό,τι είχαν δει, μέχρις ότου ο Υιός του Ανθρώπου εγερθεί εκ νεκρών.

Η σημερινή εορτή είναι λοιπόν κατεξοχήν εκείνη της θεώσεως της ανθρωπίνης φύσεώς μας και της μετοχής τού φθαρτού σώματός μας στα αγαθά του μέλλοντος αιώνος που είναι επέκεινα της φύσεως. Πριν ακόμη ολοκληρώσει την Σωτηρία μας με το Πάθος Του, ο Σωτήρας έδειξε λοιπόν ότι ο σκοπός της έλευσής Του στον κόσμο ήταν ακριβώς να οδηγήσει κάθε άνθρωπο στην θεωρία της θεϊκής Του δόξης. Για τον λόγο αυτό η εορτή της Μεταμορφώσεως γνώρισε ιδιαίτερη εύνοια μεταξύ των μοναχών, οι οποίοι αφιέρωσαν όλη την ζωή τους στην αναζήτηση του ακτίστου φωτός.

(1) Άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός, Ομιλία εις την Μεταμόρφωσιν 12, PG 96, 564. 
(2) Άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, Ομιλία 34 εις την Μεταμόρφωσιν, PG 151, 432. 
(3) Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, Λόγος 28, 30, PG 36, 69.
(4) Άγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Λόγος Ηθικός Ε’, 276, SC 129, 101. 
(5) Η μυστική θεολογία του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου εφαρμόστηκε στο μυστήριο της Μεταμορφώσεως από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.

“Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου
Εκκλησίας”,  Τόμος 12ος, Αύγουστος, Ίνδικτος, 


Ὁμιλία εἰς τὴν Θείαν Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ



Ὁμιλία εἰς τὴν Θείαν Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

(νεοελληνικὴ ἀπόδοση)

Προφήτης Ἡσαΐας προεῖπε γιὰ τὸ εὐαγγέλιο ὅτι «λόγο συντετμημένο θὰ δώσει ὁ Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἡσ. 10, 25). Συντετμημένος λόγος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ μέσα σὲ λίγες λέξεις περικλείει πλούσιο νόημα. Ἂς ἐπανεξετάσουμε λοιπὸν σήμερα ὅσα ἔχουμε ἐκθέσει κι ἂς προσθέσουμε ὅσα ὑπολείπονται, γιὰ νὰ ἐμφορηθοῦμε ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὰ ἐναποκείμενα ἄφθαρτα νοήματα καὶ ὁλόκληροι νὰ καταληφθοῦμε ἀπὸ τὰ θεῖα.

«Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς ἀνεβάζει σὲ ὄρος ὑψηλὸ κατ᾽ ἰδίαν. Ἐκεῖ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος» (Ματθ. 17, 1). Ἰδοὺ τώρα εἶναι καιρὸς εὐπρόσδεκτος, σήμερα ἡμέρα σωτηρίας, ἀδελφοί, ἡμέρα θεία, νέα καὶ ἀΐδιος, ποὺ δὲν μετρεῖται μὲ διαστήματα, δὲν αὐξομειώνεται, δὲν διακόπτεται ἀπὸ νύκτα. Διότι εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Ἥλιου τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος δὲν ὑφίσταται ἀλλοίωση ἢ σκιὰ ἕνεκα μετατροπῆς» (Ἰακ. 1, 7). Αὐτός, ἀφ᾽ ὅτου φιλανθρώπως ἔλαμψε σὲ μᾶς μὲ εὐδοκία τοῦ Πατρὸς καὶ συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μᾶς ἐξήγαγε ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ θαυμαστό του φῶς, συνεχίζει γιὰ πάντα νὰ λάμπει πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας ὡς ἄδυτος ἥλιος.

Ἐπειδή, λοιπόν, εἶναι δικαιοσύνης καὶ ἀλήθειας ἥλιος, δὲν ἀνέχεται νὰ φέγγει καὶ νὰ γνωρίζεται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μετέρχονται τὸ ψεῦδος ἢ ὑψώνουν τὴν ἀδικία μὲ λόγια ἢ τὴν ἐπιδεικνύουν μὲ ἔργα. Ἀλλὰ ἐμφανίζεται καὶ γίνεται πιστευτὸς ἀπὸ τοὺς ἐργάτες τῆς δικαιοσύνης καὶ τοὺς ἐραστὲς τῆς ἀλήθειας καὶ αὐτοὺς εὐφραίνει μὲ τὶς λάμψεις Του. Αὐτὸ εἶναι ποὺ λέει ἡ Γραφὴ «Φῶς ἀνέτειλε γιὰ τὸν δίκαιο καὶ ἡ σύζυγός του εὐφροσύνη» (Ψαλμ. 96, 12). Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμωδὸς προφήτης ἄδει πρὸς τὸν Θεό: «Τὸ Θαβὼρ καὶ ὁ Ἑρμὼν θὰ ἀγαλλιάσουν στὸ ὄνομά σου» (Ψαλμ. 88, 12), προαναγγέλλοντας τὴν εὐφροσύνη ποὺ προκλήθηκε ἀργότερα στὸ ὄρος ἀπὸ τὴν ἔλλαμψη ἐκείνη σ᾽ αὐτοὺς ποὺ τὴν εἶδαν.

Ὁ δὲ Ἡσαΐας λέει: «λύσε κάθε δεσμὸ ἀδικίας, διάλυσε τοὺς κόμπους βιαίων συνθηκῶν, κάθε ἄδικη συμφωνία ἀναίρεσε» (Ἠσ. 58, 6). Καὶ κατόπιν: «Τότε θὰ ξεχυθεῖ σὰν τὴν αὐγὴ τὸ φῶς σου καὶ τὰ ἰάματά σου γρήγορα θὰ ἀνατείλουν, θὰ πορεύεται ἐνώπιόν σου ἡ δικαιοσύνη σου καὶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ θὰ σὲ προστατεύει» (Ἠσ. 58, 8). Καὶ πάλι, «ἐὰν ἀφαιρέσεις ἀπὸ σένα δεσμὸ καὶ χειρονομία καταδικαστικὴ καὶ κακολογία, καὶ δώσεις στὸν πεινασμένο ἄρτο μὲ τὴν ψυχή σου καὶ χορτάσεις ψυχὴ ταπεινωμένη, τότε θὰ ἀνατείλει μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι τὸ φῶς σου καὶ τὸ σκοτάδι σου θὰ γίνει σὰν μεσημέρι» (Ἠσ. 58, 9). Πράγματι, τοὺς καθιστᾶ κι αὐτοὺς ἄλλους ἥλιους, πάνω στοὺς ὁποίους ὁ ἥλιος αὐτὸς θὰ λάμψει ἀπλέτως· «διότι θὰ λάμψουν καὶ οἱ δίκαιοι ὅπως ὁ ἥλιος στὴν βασιλεία τοῦ Πατρός τους» (Ματθ. 13, 43).

Ἂς ἀποβάλλουμε λοιπόν, ἀδελφοί, τὰ ἔργα τοῦ σκότους, κι ἂς ἐργαζόμαστε τὰ ἔργα τοῦ φωτός, ὥστε ὄχι μόνο νὰ βαδίσουμε εὐσχημόνως σὰν σὲ τέτοια ἡμέρα, ἀλλὰ καὶ ἡμέρας υἱοὶ νὰ γίνουμε. Καὶ ἂς ἀνεβοῦμε στὸ ὄρος, ὅπου ὁ Χριστὸς ἔλαμψε, γιὰ νὰ δοῦμε τί συνέβη ἐκεῖ. Ἢ μᾶλλον, ἐὰν εἴμαστε ὅπως πρέπει καὶ ἔχουμε γίνει ἄξιοι τέτοιας ἡμέρας, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ θὰ μᾶς ἀνεβάσει στὸν κατάλληλο καιρό. Τώρα ὅμως, παρακαλῶ, ἐντείνετε καὶ ἀνυψῶστε τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς διάνοιας πρὸς τὸ φῶς τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἕως ὅτου μεταμορφωθεῖτε μὲ τὴν ἀνακαίνιση τοῦ νοῦ σας καὶ ἔτσι ἀποκτώντας τὴν θεία αἴγλη ἀπὸ ψηλά, νὰ γίνετε σύμμορφοι μὲ τὸ ὁμοίωμα τῆς δόξας τοῦ Κυρίου (Φιλ. 3, 21), τοῦ ὁποίου τὸ πρόσωπο ἐπάνω στὸ ὄρος ἔλαμψε σήμερα σὰν τὸν ἥλιο.

Τί σημαίνει «σὰν τὸν ἥλιο;» Κάποτε τὸ ἡλιακὸ φῶς δὲν ὑπῆρχε σὰν σὲ σκεῦος στὸν δίσκο τοῦτο. Τὸ μὲν φῶς εἶναι πρωτογεννημένο, τὸν δὲ δίσκο τὴν τετάρτη ἡμέρα δημιούργησε ὁ Κτίστης τῶν πάντων, ἀνάβοντας σ᾽ αὐτὸν τὸ φῶς καὶ κάμνοντάς τον ἄστρο ποὺ φέρνει τὴν ἡμέρα καὶ συγχρόνως φαίνεται τὴν ἡμέρα. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τὸ φῶς τῆς θεότητας κάποτε δὲν βρισκόταν σὰν σὲ σκεῦος στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο μὲν εἶναι πρὶν ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ δίχως ἀρχή. Τοῦτο δὲ τὸ πρόσλημμα, τὸ ὁποῖο ἔλαβε ἀπὸ μᾶς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, δημιουργήθηκε γιὰ χάρη μας στοὺς ὕστερους χρόνους, λαμβάνοντας ἐντός του τὸ πλήρωμα τῆς θεότητας. Ἔτσι ἐμφανίσθηκε φωστήρας θεοποιὸς καὶ συνάμα θεοφεγγής. Ἔτσι ἔλαμψε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκὰ ὅπως τὸ φῶς. Ὁ δὲ Μᾶρκος λέει «στιλπνὰ καὶ λευκὰ πολὺ σὰν χιόνι, τέτοια ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ λευκάνει γναφέας ἐπὶ τῆς γῆς» (Μαρκ. 9, 3).

Λαμπρύνθηκε, λοιπόν, μὲ τὸ ἴδιο φῶς καὶ τὸ προσκυνητὸ ἐκεῖνο σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ἱμάτια, ἀλλ᾽ ὄχι ἐξίσου. Διότι τὸ μὲν πρόσωπό Του σὰν τὸν ἥλιο ἔλαμψε, τὰ δὲ ἱμάτια, ἐφόσον ἄγγιζαν τὸ σῶμα Του, ἔγιναν φωτεινά. Καὶ ἔδειξε μὲ αὐτὸ ποιές εἶναι οἱ στολὲς τῆς δόξας, ποὺ θὰ ἐνδυθοῦν κατὰ τὸν μέλλοντα αἰῶνα ὅσοι πλησίασαν τὸν Θεό, καὶ ποιά εἶναι τὰ ἐνδύματα τῆς ἀναμαρτησίας, τὰ ὁποῖα ὅταν ἀπέβαλε ὁ Ἀδὰμ λόγῳ τῆς παραβάσεως, φαινόταν γυμνὸς καὶ αἰσθανόταν ντροπή. Ὁ μὲν θεῖος Λουκᾶς λέει: «Ἔγινε ἡ μορφή Του διαφορετικὴ καὶ ἡ ἐνδυμασία Του λευκὴ καὶ ἀπαστράπτουσα», βλέποντας ὅτι ὅλα τὰ ἐκεῖ τελούμενα δὲν ἔχουν κάτι ἀντίστοιχο νὰ συγκριθοῦν. Ὁ δὲ Μᾶρκος εἰκονίζει μὲν τὰ ἱμάτια, λέγοντας ὅμως ὅτι εἶναι στιλπνὰ καὶ λευκὰ σὰν χιόνι ἔδειξε καὶ αὐτὸς ὅτι οἱ εἰκόνες καὶ τὰ παραδείγματα ὑστεροῦν ἔναντι τῆς θέας τῶν ἱματίων ἐκείνων. Διότι τὸ χιόνι εἶναι μὲν λευκό, ἀλλ᾽ ὄχι στιλπνό. Ἔχει πάντα ἀνώμαλη ἐπιφάνεια, ἐφόσον ὅλο ἀποτελεῖται ἀπὸ μικρὲς φυσαλίδες λόγῳ τῆς μίξεως τοῦ ἐνυπάρχοντος σ᾽ αὐτὸ ἀέρα. Ὅταν δηλαδὴ τὸ σύννεφο δὲν ἔχει ἀκόμη συσταθεῖ τελείως καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποβάλει τὸν ἐνυπάρχοντα ἀέρα, πήζει ἀπὸ τὴν σφοδρότητα τοῦ ψύχους καὶ ἔτσι κατέρχεται γεμᾶτο ἀέρα, λευκὸ καὶ ἀνώμαλο, ὅπως περίπου ὁ ἀφρός.

Ἐπειδή, λοιπόν, δὲν ἀρκοῦσε τὸ λευκὸ τοῦ χιονιοῦ, γιὰ νὰ παραστήσει τὴν τερπνότητα τῆς θέας ἐκείνης, συμπεριλήφθηκε καὶ τὸ στιλπνό, δείχνοντας καὶ μ᾽ αὐτὰ ὁ εὐαγγελιστὴς τὴν ὑπερφυῆ φύση τοῦ φωτὸς ἐκείνου, μὲ τὸ ὁποῖο τὰ ἱμάτια ἐκεῖνα ἔγιναν στιλπνὰ καὶ λευκά. Πράγματι, δὲν εἶναι ἰδιότητα τοῦ φωτὸς νὰ καθιστᾶ λευκὰ καὶ στιλπνὰ αὐτὰ ποὺ φωτίζει, ἀλλὰ νὰ δείχνει τὸ χρῶμα τους. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνο, καθὼς φαίνεται, τὰ ἀποκάλυψε ἢ μᾶλλον τὰ ἀλλοίωσε, πρᾶγμα ποὺ δὲν συνιστᾶ ἰδιότητα αἰσθητοῦ φωτός. Τὸ δὲ ἀκόμη παραδοξότερο, ὅτι καὶ ὅταν τὰ ἀλλοίωσε, τὰ διατήρησε πάλι ἀναλλοίωτα, ὅπως φάνηκε λίγο ἀργότερα. Πῶς νὰ τὰ ἐνεργεῖ αὐτὰ φῶς γνώριμο σὲ μᾶς; Γι᾽ αὐτὸ ὁ εὐαγγελιστὴς θέλοντας νὰ δείξει ὑπερφυῆ ὄχι μόνο τὴν ὑπεροχικὴ λαμπρότητα καὶ ὀμορφιὰ τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ τὴν ὡραιότητα τῶν ἐνδυμάτων, παραμέρισε μὲ τρόπο τὴν φυσικὴ ὡραιότητα συνάπτοντας τὴν στιλπνότητα μὲ τὸ λευκὸ τοῦ χιονιοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ἡ τέχνη μαζὶ μὲ τὴν φύση ἐπινοεῖ τὸ ὡραῖο, θέτοντας ἐκείνη τὴν ὀμορφιὰ πάνω ἀπὸ τεχνητοὺς ὡραϊσμούς, ἀναφέρει: «τέτοια, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ λευκάνει γναφέας ἐπάνω στὴν γῆ».

Ἀλλ᾽ ὅμως ὁ προαιώνιος Λόγος, ποὺ σαρκώθηκε γιὰ μᾶς, ἡ ἐνυπόστατη σοφία τοῦ Πατρός, φέρει ὁπωσδήποτε μέσα Του καὶ τὸν λόγο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος· τοῦ ὁποίου τὸ γράμμα εἶναι σὰν ἐνδυμασία· λευκὸ καὶ σαφές, συνάμα δὲ στιλπνὸ καὶ λαμπρὸ καὶ σὰν μαργαριτάρι, μᾶλλον δὲ θεοπρεπὲς καὶ ἔνθεο γι᾽ αὐτοὺς ποὺ βλέπουν πνευματικὰ τὰ τοῦ Πνεύματος καὶ ἑρμηνεύουν θεοπρεπῶς τὶς λέξεις τῶν κειμένων καὶ δείχνουν ὅτι τὰ λόγια τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος εἶναι τέτοια, ποὺ γναφέας ἐπάνω στὴν γῆ, δηλαδὴ σοφὸς τοῦ κόσμου τούτου, δὲν μπορεῖ νὰ διασαφήσει. Καὶ τί λέω νὰ διασαφήσει; Δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κατανοήσει, οὔτε ὅταν τὰ ἑξηγεῖ ἄλλος. Διότι, καθὼς λέει ὁ ἀπόστολος, «ψυχικὸς ἄνθρωπος δὲν δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος, οὔτε μπορεῖ νὰ τὰ γνωρίσει» (Α´ Κορ. 2, 14). Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐσφαλμένως θεωρεῖ αἰσθητὲς τὶς ἀσύλληπτες καὶ θεῖες καὶ πνευματικὲς ἐλλάμψεις, «ἐρευνώντας πράγματα ποὺ δὲν εἶδε, μάταια ὑπερυφανευόμενος μὲ τὸν ὑποδουλωμένο στὴν ἁμαρτία νοῦ του» (Κολ. 2, 18).

Ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος, ποὺ ὁ νοῦς του φωτίσθηκε ἀπὸ τὴν θεσπέσια ἐκείνη θέα καὶ ἀνυψώθηκε πρὸς θεῖο ἔρωτα καὶ πόθο μεγαλύτερο, μὴ θέλοντας πλέον νὰ ἀποχωρισθεῖ τὸ φῶς ἐκεῖνο, «καλὸ εἶναι νὰ εἴμαστε ἐδῶ», ἔλεγε στὸν Κύριο, «ἂν θέλεις, ἂς κατασκευάσουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωϋσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία», μὴ γνωρίζοντας τί λέει. Διότι, βέβαια, δὲν εἶχε φθάσει ὁ καιρὸς τῆς ἀποκαταστάσεως. Ὅταν ἔλθει ὁ καιρός, δὲν θὰ χρειασθοῦμε σκηνὲς χειροποίητες. Πέρα ἀπὸ αὐτό, δὲν ἔπρεπε νὰ ἐξισώνει τὸν Δεσπότη μὲ τοὺς δούλους μὲ τὴν ὁμοιότητα τῶν σκηνῶν. Ὁ μὲν Χριστὸς ὡς Υἱὸς γνήσιος στοὺς κόλπους τοῦ Πατρὸς βρίσκεται, οἱ δὲ προφῆτες ὡς υἱοὶ γνήσιοι τοῦ Ἀβραὰμ στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ ὅπως πρέπει θὰ κατοικήσουν. Καθὼς λοιπὸν ὁ Πέτρος στὴν ἄγνοιὰ του ἔλεγε αὐτά, «ἰδού, νεφέλη φωτεινὴ τοὺς ἐπισκίασε», διακόπτοντας τοὺς λόγους τοῦ Πέτρου καὶ δείχνοντας ποιά εἶναι ἡ σκηνὴ ποὺ ἁρμόζει στὸν Χριστό. Τί ἦταν ὅμως αὐτὴ ἡ νεφέλη καὶ πῶς, ἐνῶ ἦταν φωτεινή, τοὺς ἐπισκίασε; Μήπως εἶναι αὐτὴ τὸ ἀπρόσιτο φῶς, στὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς κατοικεῖ, τὸ φῶς ποὺ ἐνδύεται σὰν ἱμάτιο; Διότι λέει: «αὐτὸς ποὺ καθιστᾶ τὰ σύννεφα ἄμαξά Του» (103, 4) καὶ «ἔθεσε τὸ σκότος περικάλυμμά Του σὰν κυκλικὴ σκηνὴ» (Ψαλμ. 17, 13), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος λέει: «εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἔχει ἀθανασία καὶ κατοικεῖ σὲ φῶς ἀπρόσιτο» (Α´ Τιμ. 6, 16). Ὣστε τὸ ἴδιο εἶναι ἐδῶ καὶ φῶς καὶ σκότος, ποὺ ἐπισκιάζει ἀπὸ ἀσύγκριτη λαμπρότητα.

Ἀλλὰ καὶ αὐτό, ποὺ λίγο πρὶν εἶδαν τὰ μάτια τῶν ἀποστόλων, χαρακτηρίζεται ὡς ἀπρόσιτο ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς θεολόγους. «Σήμερα εἶναι φωτὸς ἀπροσίτου ἄβυσσος. Σήμερα φωτίζει τοὺς ἀποστόλους ἀπεριόριστη ἔκχυση θείας αἴγλης στὸ Θαβώρ». Καὶ ὁ μέγας Διονύσιος ἀποκαλώντας γνόφο τὸ ἀπρόσιτο φῶς, ὅπου λέγεται ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεὸς λέει ὅτι «σ᾽ αὐτὸν τὸν γνόφο εἰσέρχεται ὅποιος ἀξιώνεται νὰ γνωρίσει καὶ νὰ δεῖ τὸν Θεό». Ἑπομένως τὸ ἴδιο φῶς ἦταν αὐτὸ ποὺ πρωτύτερα ἔβλεπαν νὰ λάμπει ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου οἱ ἀπόστολοι καὶ ἡ φωτεινὴ νεφέλη ποὺ κατόπιν ἐπισκίασε. Ἀλλὰ στὴν ἀρχὴ ἐπειδὴ ἔλαμπε μετριότερα, ἐπέτρεπε τὴν ὅραση. Ὅταν ὅμως διαχύθηκε μὲ πολὺ μεγαλύτερη ἔνταση, ἦταν γι᾽ αὐτοὺς ἀόρατο λόγῳ τῆς ἀσύγκριτης λαμπρότητας. Καὶ ἔτσι ἐπισκίασε τὴν πηγὴ τοῦ θείου καὶ ἀεννάου φωτός, τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης Χριστό. Ἄλλωστε, καὶ στὸν αἰσθητὸ ἥλιο τὸ ἴδιο φῶς καὶ τὴν ὅραση παρέχει μέσω τῆς ἀκτίνας καὶ ἀφαιρεῖ πάλι τὴν ὅραση, ὅταν κατάματα τὸν κοιτάξει κανείς, διότι ἡ λαμπρότητά του εἶναι ὑπεράνω τῆς δυνατότητας τῶν ὀφθαλμῶν μας.

Ἀλλ᾽ ὁ μὲν αἰσθητὸς ἥλιος φαίνεται ὅπως εἶναι ἐκ φύσεως καὶ ὄχι ὅπως θέλει, οὔτε μόνο σὲ ὅποιους θέλει. Ὁ δὲ ἥλιος τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς δικαιοσύνης Χριστός, ἔχοντας ὄχι μόνο φύση καὶ φυσικὴ λαμπρότητα καὶ δόξα, ἀλλὰ καὶ θέληση ἀνάλογη, φωτίζει προνοητικῶς καὶ σωτήρια μόνο ὅσους θέλει καὶ ὅσο θέλει. Ἔτσι θέλησε καὶ φάνηκε σὰν ἥλιος ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων καὶ μάλιστα ὄχι ἀπὸ μεγάλη ἀπόσταση. Ἔπειτα ἔλαμψε πιὸ ἔντονα κατὰ τὴν θέλησή Του καὶ ἀπὸ τὴν ἀσύγκριτη φωτεινότητα ἔγινε ἀόρατος στὰ μάτια τῶν ἀποστόλων, σὰν νὰ εἰσῆλθε σὲ φωτεινὴ νεφέλη. Ἀλλὰ καὶ φωνὴ ἀκούσθηκε ἀπὸ τὴν νεφέλη: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖον εὐδόκησα, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Ὅταν ὁ Κύριος βαπτίσθηκε στὸν Ἰορδάνη, ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἡ ἴδια ἀκούσθηκε φωνὴ ἀπὸ τὴν δόξα ἐκείνη ἀσφαλῶς, τὴν ὁποία δόξα καὶ ὁ Στέφανος ἀργότερα ἐνατένισε, ὅταν ἄνοιξαν γι᾽ αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ καὶ καταλήφθηκε ἀπὸ τὸν Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Τώρα ἀκούσθηκε ἀπὸ τὴν νεφέλη, ποὺ ἐπισκίασε τὸν Ἰησοῦ. Ἑπομένως εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ὑπερουράνια δόξα τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπὸν εἶναι αἰσθητὸ φῶς τὸ ὑπερουράνιο;

Δίδαξε δὲ ἡ ἀπὸ τὴν νεφέλη φωνὴ τοῦ Πατρός, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησου Χριστοῦ, οἱ νομοθεσίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦταν ἀτελῆ καὶ δὲν ἔγιναν οὔτε τελέσθηκαν σύμφωνα μὲ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ παραχωρήθηκαν γιὰ τὴν μέλλουσα αὐτὴ τοῦ Κυρίου παρουσία καὶ ἐπιφάνεια. Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ἐκεῖνος, στὸν ὁποῖο εὐδοκεῖ καὶ ἀναπαύεται καὶ εὐαρεστεῖται τέλεια ὁ Πατήρ, ὅπως σὲ Υἱὸ ἀγαπητό. Γι᾽ αὐτὸ καὶ παραγγέλλει Αὐτὸν νὰ ἀκοῦμε καὶ σ᾽ Αὐτὸν νὰ πειθαρχοῦμε. Καὶ ὅταν λέει «εἰσέλθετε ἀπὸ τὴν στενὴ πύλη, διότι εἶναι πλατειὰ καὶ ἄνετη ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια, ἐνῶ στενὴ καὶ δύσβατη ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ζωή», Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε. Κι ὅταν λέει πῶς τὸ φῶς αὐτὸ εἶναι βασιλεία τοῦ Θεοῦ, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε, σ᾽ Αὐτὸν νὰ πιστεύετε καὶ τέτοιου φωτὸς νὰ καθιστᾶτε ἀξίους τοὺς ἑαυτούς σας.

Ὅταν λοιπὸν φάνηκε ἡ φωτεινὴ νεφέλη καὶ ἤχησε ἀπὸ τὴν νεφέλη ἡ πατρικὴ φωνή, ἔπεσαν, λέει, μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ οἱ μαθητές· ὄχι ἐξ αἰτίας τῆς φωνῆς, ἀφοῦ καὶ ἄλλοτε πολλὲς φορὲς ἀκούσθηκε, ὄχι μόνο στὸν Ἰορδάνη ἀλλὰ καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ὅταν πλησίαζε τὸ σωτήριο πάθος. Πράγματι, ὅταν ὁ Κύριος εἶπε «Πάτερ, δόξασε τὸ ὄνομὰ Σου» ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό: «Τὸ ὄνομά μου τὸ δόξασα καὶ πάλι θὰ τὸ δοξάσω» (Ἰω. 12, 28), καὶ ὅλος μὲν ὁ ὄχλος ἄκουσε, ἀλλὰ κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἔπεσε. Ἐδῶ ὅμως ὄχι μόνο φωνή, ἀλλὰ καὶ φῶς ἀπεριόριστο συνάμα φάνηκε. Εὐλόγως, λοιπόν, κατάλαβαν οἱ θεοφόροι Πατέρες ὅτι γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγο ἔπεσαν πρηνεῖς οἱ μαθητές, ὄχι γιὰ τὴν φωνή, ἀλλὰ γιὰ τὸ παράξενο καὶ ὑπερφυὲς φῶς. Διότι καὶ πρὶν φθάσει ἡ φωνὴ ἦσαν φοβισμένοι, ὅπως λέει ὁ Μᾶρκος, σαφῶς ἀπὸ τὴν θεοφάνεια ἐκείνη.

Ὅμως, ὅταν μὲ ὅλα αὐτὰ ἀποδεικνύεται ὅτι τὸ φῶς ἐκεῖνο εἶναι θεῖο καὶ ὑπερφυὲς καὶ ἄκτιστο, τί παθαίνουν πάλι αὐτοὶ ποὺ ἐπιδίδονται μὲ ὑπερβολικὸ ζῆλο στὴν θύραθεν καὶ σαρκικὴ παιδεία καὶ δὲν μποροῦν νὰ γνωρίσουν τὰ τοῦ Πνεύματος; Κατρακυλοῦν σὲ ἄλλο γκρεμό. Δὲν τὸ ὀνομάζουν θεία δόξα, οὔτε βασιλεία Θεοῦ, οὔτε κάλλος, οὔτε χάρη, οὔτε λαμπρότητα, ὅπως ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς θεολόγους διδαχθήκαμε, ἀλλὰ ἰσχυρίζονται ὅτι τοῦτο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο προηγουμένως ἔλεγαν ὅτι εἶναι αἰσθητὸ καὶ κτιστό. Ὁ δὲ Κύριος στὰ εὐαγγέλια λέει πὼς τούτη ἡ δόξα δὲν εἶναι κοινὴ μόνο σ᾽ Αὐτὸν καὶ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἁγίους ἀγγέλους, καθὼς γράφει ὁ θεῖος Λουκᾶς: «ὅποιος ντραπεῖ νὰ ὁμολογήσει ἐμένα καὶ τὴν διδασκαλία μου στὴν γενεὰ αὐτή, θὰ ντραπεῖ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου γι αὐτόν, ὅταν ἔλθει μέσα στὴν δόξα Του καὶ τὴν δόξα τοῦ Πατρὸς καὶ τῶν ἁγίων ἀγγέλων» (Λουκ. 9, 26). Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ ἰσχυρίζονται πὼς ἡ δόξα αὐτὴ εἶναι οὐσία, θὰ δεχθοῦν ὅτι αὐτὴ εἶναι κοινὴ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀγγέλων, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ ἐσχάτη ἀσέβεια.

Μάλιστα, ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι, ἀλλὰ καὶ οἱ ἅγιοι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων μετέχουν σ᾽ αὐτὴ τὴν δόξα καὶ βασιλεία. Ἀλλ᾽ ὁ μὲν Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς μαζὶ μὲ τὸ θεῖο Πνεῦμα ἔχουν φυσικὴ τούτη τὴν δόξα καὶ βασιλεία, οἱ δὲ ἅγιοι ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι τὴν ἀποκτοῦν κατὰ χάρη, δεχόμενοι ἀπὸ ἐκεῖ τὴν ἔλλαμψη. Ἄλλωστε καὶ ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, ποὺ ἐμφανίσθηκαν μαζί Του σ᾽ αὐτὴ τὴν δόξα, αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς παρέστησαν. Ὁ δὲ Μωϋσῆς φάνηκε κοινωνὸς τῆς θεϊκῆς δόξας ὄχι μόνο τώρα ἐπάνω στὸ Θαβώρ, ἀλλὰ καὶ τότε ποὺ τὸ πρόσωπό του δοξάσθηκε τόσο, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν οἱ Ἰσμαηλῖτες νὰ τὸ ἀντικρύσουν. Τοῦτο δηλώνει καὶ αὐτὸς ποὺ λέει ὅτι ὁ Μωϋσῆς δέχθηκε στὸ θνητὸ πρόσωπό του τὴν ἀθάνατη δόξα τοῦ Πατρός. Καθὼς καὶ ἐκεῖνος πού, ὅταν ὁ Εὐνόμιος χαρακτήριζε ἀμετάδοτη πρὸς τὸν Υἱὸ τὴν δόξα τοῦ Παντοκράτορα, τὸν ἀντέκρουσε λέγοντας ὅτι, δὲν θὰ ἀνεχόμουν τέτοιο λόγο, ἀκόμη κι ἂν ἀναφερόταν στὸν Μωϋσῆ.

Κοινή, λοιπόν, καὶ μία εἶναι ἡ δόξα καὶ ἡ βασιλεία καὶ ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων Του. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμωδὸς προφήτης ψάλλει: «ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ μας θὰ εἶναι ἐπάνω μας» (Ψαλμ. 89, 19). Ἀλλὰ κανεὶς μέχρι τώρα δὲν τόλμησε νὰ πεῖ ὅτι εἶναι μία καὶ κοινὴ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων. Καὶ βέβαια κοινὴ φάνηκε τελευταῖα ἐπάνω στὸ ὄρος ἡ θεία λαμπρότητα τῆς θεότητας τοῦ Λόγου καὶ τῆς ἀνθρώπινης σάρκας. Ὅτι εἶναι ὅμως κοινὴ ἡ οὐσία τῆς θεότητας καὶ τῆς σάρκας, θὰ τὸ ἔλεγαν ὁ Εὐτυχὴς καὶ ὁ Διόσκορος καὶ ὄχι αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ εἶναι εὐσεβεῖς. Καὶ τὴν μὲν δόξα αὐτὴ καὶ λαμπρότητα, ὅπως καὶ τώρα τὴν εἶδαν οἱ συνοδοιπόροι τοῦ Ἰησοῦ, ὅλοι θὰ τὴν ἀντικρύσουν, ὅταν ὁ Κύριος φανεῖ νὰ λάμπει ἀπὸ ἀνατολὴ ἕως δύση. Κανεὶς ὅμως δὲν στάθηκε στὴν ὑπόσταση καὶ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ εἶδε ἢ περιέγραψε τὴν θεία φύση. Καὶ τὸ μὲν θεῖο τοῦτο φῶς δίδεται μὲ μέτρο καὶ ἐπιδέχεται τὸ μᾶλλον καὶ ἦττον μεριζόμενο δίχως νὰ διαιρεῖται, κατὰ τὴν ἀξία αὐτῶν ποὺ τὸ δέχονται. Ἡ ἀπόδειξη εἶναι κοντά. Τὸ μὲν πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔλαμψε πιὸ πολὺ ἀπ᾽ τὸν ἥλιο, τὰ δὲ ἱμάτια ἔγιναν λαμπρὰ καὶ λευκὰ σὰν χιόνι. Καὶ ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας στὴν ἴδια θεάθηκαν δόξα, ἀλλὰ κανεὶς τους δὲν ἄστραψε τότε σὰν ἥλιος. Καὶ οἱ ἴδιοι οἱ μαθητὲς μέρος τοῦ φωτὸς ἐκείνου εἶδαν, μέρος δὲν μπόρεσαν νὰ ἀτενίσουν.

Ἔτσι λοιπὸν μετρεῖται καὶ μερίζεται, δίχως νὰ διαιρεῖται, τὸ φῶς ἐκεῖνο καὶ ἐπιδέχεται αὐξομείωση. Καὶ ἕνα μέρος αὐτοῦ γνωρίζεται τώρα ἕνα μέρος ἀργότερα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος Παῦλος λέει: «τώρα κατὰ μέρος γνωρίζουμε καὶ κατὰ μέρος προφητεύουμε» (Α´ Κορ. 13, 9). Ὅμως τελείως ἀμέριστη καὶ ἀκατάληπτη εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ καμμιὰ οὐσία δὲν ἐπιδέχεται αὐξομειώσεις. Κατὰ τὰ ἄλλα, εἶναι γνώρισμα τῶν καταραμένων Μεσσαλιανῶν τὸ νὰ νομίζουν ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ γίνεται ὁρατὴ στοὺς κατ᾽ αὐτοὺς ἀξίους. Ἐμεῖς ὅμως ἀνατρέποντας καὶ τοὺς παλαιοὺς καὶ τοὺς σύγχρονους κακοδόξους καὶ πιστεύοντας, καθὼς διδαχθήκαμε, ὅτι οἱ ἅγιοι βλέπουν καὶ κοινωνοῦν ὄχι τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ βασιλεία καὶ δόξα καὶ λαμπρότητα καὶ φῶς ἀπόῤῥητο καὶ θεία χάρη, ἂς ὁδεύσουμε πρὸς τὴν λάμψη τοῦ φωτὸς τῆς χάριτος, γιὰ νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ θεωρήσουμε τρίφωτη Θεότητα, ποὺ ἀκτινοβολεῖ ἑνιαία ἀπόῤῥητη αἴγλη ἀπὸ μία τρισυπόστατη φύση. Καὶ τὰ μάτια τοῦ νοῦ ἂς ἀνυψώσουμε πρὸς τὸν Λόγο, ποὺ εἶναι τώρα μὲ τὸ σῶμα Του ἐγκατεστημένος πάνω ἀπὸ τὶς οὐράνιες ἁψῖδες. Αὐτός, θεοπρεπῶς καθήμενος στὰ δεξιὰ τῆς μεγαλωσύνης, σὰν ἀπὸ μακρυνὸ τόπο μᾶς στέλνει αὐτὸ τὸ μήνυμα: «ὅποιος θέλει νὰ παραστεῖ σ᾽ αὐτὴ τὴν δόξα, ἂς μιμεῖται κατὰ τὸ δυνατὸν καὶ ἂς πορεύεται τὴν ὁδὸ καὶ τὴν πολιτεία, τὴν ὁποία ὑπέδειξα μὲ τὸν ἐπίγειο βίο μου».

Ἂς παρατηροῦμε, λοιπόν, μὲ τοὺς ἐσωτερικοὺς ὀφθαλμοὺς τὸ μέγα τοῦτο θέαμα, τὴν φύση μας νὰ ζεῖ αἰωνίως μὲ τὸ ἄϋλο πῦρ τῆς θεότητος. Καὶ ἀφοῦ ἀποβάλουμε τοὺς δερμάτινους χιτῶνες, τοὺς ὁποίους φορέσαμε ἐξαιτίας τῆς παραβάσεως, τὰ γεώδη καὶ σαρκικὰ φρονήματα, ἂς σταθοῦμε σὲ γῆ ἁγία, ἀναδεικνύοντας ὁ καθένας τὴν δική του γῆ ἁγία διὰ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀνατάσεως πρὸς τὸ Θεό, ὥστε νὰ ἔχουμε παῤῥησία, ὅταν ἔρχεται ὁ Θεὸς μέσα σὲ φῶς, καὶ προστρέχοντας νὰ φωτισθοῦμε καὶ φωτιζόμενοι νὰ ζήσουμε αἰωνίως μαζὶ Του πρὸς δόξα τῆς τρισήλιας καὶ μοναρχικωτάτης λαμπρότητας, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.



Αγ. Γρηγορίου Παλαμά Έργα ΕΠΕ τόμος 10ος

Πηγή ηλ. κειμένου: nektarios.gr

Τρίτη 5 Αυγούστου 2025

Στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος - ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ



Στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος 
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 
μπρός, φίλοι μου, ἂς ἁπλώσουμε σήμερα χωρὶς δισταγμὸ τὸ χέρι στοὺς θησαυροὺς τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ νὰ ἀντλήσουμε ἀπὸ ἐκεῖ κατὰ τὴν συνήθειά μας πλοῦτο, πού ἄφθονα σὲ ὅλους διαμοιράζεται καὶ οὔτε στὸ ἐλάχιστο ποτὲ δὲν ξοδεύεται. Ἐλᾶτε, τὸν πάνσοφο καὶ πάλι ἂς ἀκολουθήσουμε, τὸν ὡραῖο ὁδηγό μας, τὸν Λουκᾶ, νὰ δοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ ἀνεβαίνει σὲ ὄρος ὑψηλὸ καὶ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη νὰ παίρνει μάρτυρες τῆς θεϊκῆς Μεταμορφώσεως. Διότι «πῆρε μαζί Του», λέει, «αὐτοὺς πού ἀποτελοῦσαν τὴν συντροφιὰ τοῦ Πέτρου καὶ σὲ ὄρος ὑψηλὸ ἀνέβηκε» ὁ Δεσπότης. Ὄρος ὑψηλό, στὸ ὁποῖο ἡ δυάδα Μωυσῆς καὶ Ἠλίας συζητοῦσε μὲ τὸν Χριστό.

Ὄρος ὑψηλό, ἐπάνω στὸ ὁποῖο ὁ Νόμος καὶ οἱ Προφῆτες συνομιλοῦσαν μὲ τὴν Χάρη. Ὄρος ὑψηλό: σ’ αὐτὸ ὁ Μωυσῆς, πού ἔγινε σφαγέας τοῦ ἀμνοῦ γιὰ τὸ πάσχα τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ ἔτσι μὲ τὸ αἷμα τὰ ἀνώφλια τῶν Ἑβραίων ράντισε.

Ὄρος ὑψηλό, σ’ αὐτὸ ὁ Ἠλίας, πού κοντὰ σ’ ἐκείνους τὸ βόδι εἶχε τεμαχίσει, τὴν θυσία τὴν περιχυμένη μὲ νερὸ εἶχε ἀφανίσει μὲ φωτιά. Ὄρος ὑψηλό, ὅπου ὁ Μωυσῆς, ὁ ἄνθρωπος πού ἄνοιξε καὶ ἔκλεισε τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας τὰ πολλὰ καὶ πάντοτε ἀξεχώριστα νερά. Ὄρος ὑψηλό, γιὰ νὰ μάθουν ὅσοι ἀνῆκαν στὸν κύκλο τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰακώβου ὅτι Αὐτὸς εἶναι τὸ πρόσωπο, ἐμπρὸς στὸ ὁποῖο κάθε γόνατο θὰ λυγίσει τῶν ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων.

Βέβαια, ἀνέβηκε μόνο μὲ τρεῖς, δὲν τοὺς πῆρε ὅλους μαζί Του, δὲν τοὺς ἄφησε κάτω ὅλους, δὲν ἀπέκλεισε τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν φανέρωση τῆς δόξας Του, δὲν τοὺς ἔκρινε ὑποδεέστερους, ἀφοῦ, καθὼς εἶναι δίκαιος, μὲ δικαιοσύνη τὰ πάντα τακτοποιεῖ. Ἔχοντας ὅλους στὸν νοῦ Του, δὲν χωρίζει ἀπὸ τὴν μεταξύ τους ἀγάπη αὐτοὺς πού ἕνωσε. Ἀλλά, ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἄξιος νὰ δεῖ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο καὶ τὴν φοβερὴ ἐκείνη ὀπτασία ὁ Ἰούδας, ὁ μελλοντικὸς προδότης, γιὰ τοῦτο ὁ Κύριος καὶ τοὺς ἄλλους ἀφήνει, γιὰ νὰ ἀφήσει ὕστερα κι ἐκεῖνον, πού δὲν ἀφέθηκε μόνος, τελείως ἀναπολόγητο, καὶ τοὺς τρεῖς, σύμφωνα μὲ τὸν μωσαϊκὸ Νόμο, νὰ πάρει ἐπαρκεῖς μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεως. Αὐτοὶ ἐσωτερικά, ψυχικά, καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἔφεραν μαζί τους. Διότι λέει ὁ Ἴδιος: «Φύλαξέ τους, Πάτερ δίκαιε, γιὰ νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ ἕνα, ὅπως καὶ ἐμεῖς ἕνα εἴμαστε». Διότι, ἂν ἔβλεπε ὁ Ἰούδας σιμὰ στὸ ὅρος τὸν Ἀνδρέα, τὸν Θωμᾶ, τὸν Φίλιππο καὶ τοὺς ὑπόλοιπους νὰ βρίσκονται μαζί Του καὶ οὔτε νὰ γογγύζουν, νὰ μὴν ἀγανακτοῦν, νὰ μὴν κακολογοῦν, ἀλλά νὰ χαίρονται καὶ κοινὴ νὰ λογαριάζουν γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους καὶ τοὺς ἀπόντες τὴν χάρη ἀπὸ ψηλά, ἦταν ἀπὸ κάθε ἀπολογία στερημένος, ἀφοῦ ποτὲ γιὰ κανένα θαῦμα δὲν τὸν παρέβλεψε ὁ Χριστός. Ἀπεναντίας, καὶ τὸ κουτὶ τῶν συνεισφορῶν εἶχε, μόλο πού τὴν διάθεση τοῦ μύρου (ἀπὸ τὴν εὐγνώμονα Μαρία στὴν Βηθανία) χωρὶς λόγο ζήλευε, καὶ τὸν Διδάσκαλο στοὺς ἐχθροὺς τόλμησε νὰ προδώσει.

Τί λέει, λοιπόν, ὁ Εὐαγγελιστής; «Καὶ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους καὶ ἐμφανίστηκαν ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας νὰ συζητοῦν μαζί Του». Ἀλλά ὁ Πέτρος, σὰν θερμὸς πάντα γύρω ἀπὸ ὅλα τὰ θέματα, παρότι μὲ τὰ μάτια τῆς διάνοιας εἶδε κάποια στιγμὴ αὐτοὺς πού δὲν γνώριζε νὰ συνομιλοῦν μ’ Αὐτόν, ἐλάχιστα λογαριάζοντας τὸ θαῦμα, ὑπολογίζοντας ὄχι τὸν παράδοξο χαρακτήρα τῆς θείας ἐλλάμψεως, ὀνόμαζε ὡραῖο τὸν ἔρημο τόπο. Σκηνοποιὸς ἀπὸ ψαρᾶς νὰ γίνει ἤθελε, ἀφοῦ φώναζε στὸν Σωτήρα: «Ἂς κάνουμε τρεῖς σκηνές· μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία» δίχως νὰ ξέρει τί λέει.

Ἀλλά, Πέτρο, κορυφαῖε καὶ πρῶτε στὴν χορεία τῶν Μαθητῶν, γιατί μὲ οὐτιδανὲς σκέψεις ἀπερίσκεπτα προτρέχεις καὶ μὲ συλλογισμοὺς ἀνθρώπινους μιλᾶς ὁλότελα εἰς βάρος τῶν θείων, θέλοντας νὰ στήσεις τρεῖς σκηνὲς σὲ ἐρημιά; Ὅμοια μὲ τῶν δούλων ἀξία καθορίζεις γιὰ τὸν Δεσπότη; Καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ μία σκηνὴ καὶ γιὰ τοὺς δύο ἐξίσου βιάζεσαι νὰ φτιάξεις; Μήπως, λοιπόν, ἀπὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως Αὐτός, συνελήφθη ὁ Μωυσῆς; Μήπως παρθένος γέννησε τὸν Ἠλία, ὅπως Αὐτὸν ἡ Παναγία Παρθένος Μαρία; Μήπως ὡς ἔμβρυο μέσα ἀπὸ τὴν μήτρα τὸν ἀντιλήφθηκε ὁ Πρόδρομος; Μήπως ὁ οὐρανὸς ἔδωσε μήνυμα γιὰ τοῦ Ἠλία τὴν γέννηση, οἱ μάγοι προσκύνησαν τοῦ Μωυσῆ τὰ σπάργανα; Μήπως λοιπὸν ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας ἔκαμαν τόσα θαύματα ἤ ἀπὸ σπήλαιο ἀνθρώπινο ἔδιωξαν πονηρὰ πνεύματα; Ὁ Μωυσῆς, βέβαια, ὀργίστηκε κάποτε καί, σὰν χτύπησε τὸ πέλαγος μὲ ράβδο, τὸ διάβηκε· ὁ διδάσκαλός σου ὅμως Ἰησοῦς πάνω στὴν θάλασσα περπάτησε μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ βατὸν ἔκαμε τὸν βυθό. ὁ Ἠλίας μετὰ ἀπὸ ἱκεσία πλήθυνε τῆς χήρας τὸ ἀλεύρι καὶ τὸν γιὸ της ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς, ἐνῶ Ἐκεῖνος μαθητὴ Του μέσα ἀπό τούς ψαράδες σὲ πῆρε καὶ μὲ λίγους ἄρτους χιλιάδες ἀνθρώπους χόρτασε καὶ τὸν Ἅδη ἄφησε γυμνὸν ἀπὸ ἅρματα καὶ ἅρπαξε αὐτοὺς πού, ἀφότου φάνηκαν ἄνθρωποι στὴν γῆ, ἤσαν παραδομένοι σὲ ὕπνο.

Γι’ αὐτό, Πέτρο, μὴ λὲς «ἂς φτιάξουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές», μήτε «ὄμορφα εἶναι ἐδῶ νὰ εἴμαστε», μήτε λόγο πού ἀναφέρεται σὲ κάτι ἀνθρώπινο ἡ μικροπρεπές, μήτε κάτι γήινο ἤ εὐτελές. Τὰ ἄνω νὰ σκέφτεσαι, τὰ ἄνω ν’ ἀναζητεῖς, καθὼς ὁ Παῦλος μήνυσε, ὄχι τὰ ἐπίγεια. Διότι πῶς εἶναι ὄμορφο νὰ βρισκόμαστε ἐμεῖς ἐδῶ, ὅπου ὁ Ὄφις κακομεταχειρίστηκε καὶ ἔβλαψε τὸν πρωτόπλαστο καὶ ἔτσι τὸν παράδεισο ἔκλεισε; Ὅπου τὸ ψωμὶ μὲ ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του νὰ τρώει ἀκούσαμε; Ὅπου μάθαμε ὅτι εἰπώθηκε σ’ αὐτὸν νὰ στενάζει καὶ νὰ τρέμει γιὰ τὴν παρακοὴ τοῦ ἐπάνω στὴν γῆ; Ὅπου τὰ πάντα εἶναι σκιά; Ὅπου τὰ πάντα θὰ παρέλθουν καὶ θὰ χαθοῦν, σὲ χρόνο τόσο, ὅσο διαρκεῖ μιὰ ἁπλή κίνηση; Πῶς λοιπὸν τὸ νὰ βρισκόμαστε ἐδῶ εἶναι ὡραῖο; Ἐὰν ἐδῶ ὁ Χριστὸς ἤθελε νὰ μᾶς παρατήσει, γιατί πῆρε αἷμα καὶ σάρκα; Ἐὰν ἐδῶ ὁ Χριστὸς ἤθελε νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει, γιατί ἔσκυψε στὸν πεσόντα ἄνθρωπο μὲ συγκατάβαση; γιατί αὐτὸν πού βρισκόταν χάμω ἀνέστησε;

Ἐὰν νομίζεις ὅτι εἶναι ὡραῖο νὰ εἴμαστε ἐπάνω στὴν γῆ, ματαίως ἔλαβες τὴν προσωνυμία «κλειδοῦχος τῶν οὐρανῶν». Σὲ ποιὰ περίπτωση, λοιπόν, μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθοῦν τῶν οὐρανῶν τὰ κλειδιά; Ἀφοῦ τὸ ὅρος τοῦτο ποθεῖς, παράτησε στὸ ἑξῆς τοὺς οὐρανούς. Ἂν σκηνὲς νὰ σηκώσεις θέλεις, μὴ συνεχίσεις νὰ εἶσαι τῆς Ἐκκλησίας θεμέλιος. Διότι μεταμορφώθηκε ὁ Χριστὸς ὄχι χωρὶς ἰδιαίτερο λόγο, ἀλλά γιὰ νὰ φανερώσει σ’ ἐμᾶς μέσ’ ἀπ’ τὰ πράγματα τὴν μεταμόρφωση, πού μέλλει νὰ ὑποστεῖ ἡ φύση μας, καὶ τὸν δεύτερο σωτήριο ἐρχομό Του, ὁ ὁποῖος θὰ γίνει πάνω στὶς νεφέλες, μέσα στὶς φωνὲς τῶν Ἀρχαγγέλων. Διότι ὁ Ἴδιος εἶναι πού τὸ φῶς σὰν πανωφόρι περιβάλλεται, καθὼς εἶναι κριτὴς ζωντανῶν καὶ νεκρῶν. Γι’ αὐτὸ ἐμφάνισε τὸν Μωυσῆ καὶ τὸν Ἠλία, γιὰ νὰ παρουσιάσει τὰ δείγματα τῶν ἀρχαίων προσώπων.

Καὶ τί λέει ὁ μεγάλος συγγραφέας; «Ἐνῶ ἀκόμη αὐτὸς μιλοῦσε, νά, νεφέλη φωτεινὴ ἀπὸ πάνω τους κάλυψε. Καὶ ἰδού, φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ λέει: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ὁ ὁποῖος ἔχει πλήρη τὴν εὐαρέσκειά μου. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Ὅσο ἀκόμη, λέει ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ Πέτρος μιλοῦσε, εἶπε ὡς ἀπάντηση στὰ λόγια του ὁ Πατήρ: Γιατί, Πέτρο, λὲς ὅτι εἶναι ὄμορφα, ἀφοῦ δὲν ξέρεις αὐτὸ πού λές; λησμόνησες τὸν ἑαυτό σου ἤ μήπως φθονεῖς τὸ γένος; Ἀκόμη δὲν ἔχεις παιδαγωγηθεῖ; Μέχρι τώρα δὲν ἀπέκτησες τὴν ἀσφαλῆ γνώση σχετικὰ μὲ τὴν υἱότητα, ἐσύ πού λές: «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ». Τόσα θαύματα εἶδες καθαρά, γιὲ τοῦ Ἰωνᾶ, καὶ ἀκόμα εἶσαι Σίμων; Τῶν οὐρανῶν κλειδοῦχο σὲ τοποθέτησε καὶ τῆς θαλασσινῆς δουλειᾶς ἀκόμα τὸ ροῦχο δὲν πέταξες ἀπὸ πάνω σου; Ὁρῖστε, γιὰ τρίτη φορὰ ἀντιστέκεσαι στοῦ Σωτήρα τὸ θέλημα, δίχως νὰ ξέρεις αὐτὸ πού λές. Σοῦ εἶπε δηλαδή: «Πρέπει νὰ ὑποστῶ τὸ πάθος» καὶ λές: «Νὰ μὴ σοῦ συμβεῖ αὐτό». Εἶπε πάλι: «Ὅλοι θὰ σκανδαλισθεῖτε», καὶ λές: «Ἂν ὅλοι σκανδαλισθοῦν, ἐγώ δὲν θὰ σκανδαλισθῶ». Ὁρίστε, καὶ τώρα νὰ σηκώσεις θέλεις σκηνὴ γιὰ τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος μαζὶ μὲ μένα θεμελίωσε τὴν γῆ, ὁ Ὁποῖος μαζὶ μὲ μένα ἕνωσε ὑδάτινους ὄγκους σὲ σύνολο ὀργανικό, τὴν θάλασσα, καὶ τὸ στερέωμα κάρφωσε, στὸν αἰθέρα ἔδωσε φωτιά· καὶ μαζὶ μὲ μένα δημιούργησε ὅλα τὰ πρὶν ἀπὸ τὴν αἰσθητὴ κτίση· σκηνὴ γι’ Αὐτόν, πού γεννήθηκε ἀπὸ μένα, σκηνὴ γι’ Αὐτὸν πού ὑπάρχει μέσα σὲ μένα καὶ μαζί σας, σκηνὴ γιὰ τὸν χωρὶς πατέρα Ἀδάμ, σκηνὴ γιὰ τὸν χωρὶς μητέρα Θεό, σκηνὴ γι’ Αὐτὸν πού ἔκαμε δική του σκηνὴ διαλεγμένη, κοιλία παρθενική. Λοιπόν, ἐπειδὴ ἐσύ τρεῖς σκηνὲς θέλεις νὰ φτιάξεις, ἔχοντας ἄγνοια γι’ αὐτὸ πού λές, ἐγώ νεφέλη φωτεινὴ χρησιμοποίησα γιὰ σκηνή. Ἔτσι, ἔκρυψα τοὺς παρόντες καὶ λέω δυνατά: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖο εὐδόκησα». Ὄχι ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, ἀλλά Αὐτός· ὄχι ἐκεῖνος, ὄχι ὁ ἄλλος, ἀλλ’ Αὐτός, ἕνας και ἄν εἶναι ὁ Ἴδιος, ὁ ἐκλεκτός μου, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε.

Τὸν Μωϋσῆ ἀνέδειξα δίκαιο, ἀλλά σ’ Αὐτὸν βρῆκα καθετὶ ἀρεστό. Τὸν Ἠλία τὸν πῆρα ἀπὸ τὴν γῆ, ἀλλ’ Αὐτὸν τὸν ἔστειλα ἀπὸ Παρθένο στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό». Διότι κανείς, λέει ὁ Χριστός, δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, παρεκτὸς ἀπ’ ἐκεῖνον πού ἀπ’ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε. Ἀπὸ ἐκεῖ λοιπὸν πραγματοποίησε τὴν κάθοδό Του στὴν γῆ, ἐκεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ Του «ἐξῆλθε», ἔχοντας πάρει μορφὴ δούλου. Ἐὰν παρέμεινε αὐτὸ πού ἦταν καὶ δὲν ἔγινε ὅ,τι ἀκριβῶς εἴμαστε, ἂν δὲν ὑπέμεινε σταυρὸ γιὰ μᾶς μὲ σχῆμα ἀνθρώπινο καὶ δὲν ἐξαγόρασε μὲ τὸ δικό Του αἷμα τὸν κόσμο, τότε δὲν πραγματώνεται ἡ θεία Οἰκονομία καὶ ἀπομένουν ὅσα τὸν παλαιὸ καιρὸ εἶπαν οἱ Προφῆτες ἀβέβαια λόγια. «Ὅμως πᾶψε, Πέτρο, καὶ μὴν ἔχεις στὴν σκέψη σου ὅσα ταιριάζει σὲ ἀνθρώπους, ἀλλ’ αὐτὰ πού ἁρμόζουν στὸν Θεό. Διότι Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ὁ Ὁποῖος ἔχει τέλεια τὴν εὐαρέσκειά μου. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε. Καθότι δύο φορὲς ἔχω ἐκφραστεῖ μὲ φωνή, πού μιλοῦσε γι’ Αὐτόν, τὴν μία πού εἶσθε παρόντες στὸ ὅρος αὐτό, τὴν ἄλλη παρόντος τοῦ Ἰωάννη στὸν Ἰορδάνη ποταμό».

Αὐτὴ τὴν φωνὴ θὰ παρουσιάσει ἀληθινὴ ὁ παλαιὸς Προφήτης, πού κήρυξε μεγαλόφωνα: «Τὸ Θαβὼρ καὶ τὸ Ἐρμονιήλ στὸ ὄνομά Σου θὰ ἀγαλλιάσουν». Ποιὸ ὄνομα; «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Διότι τοῦ χάρισε ὄνομα τρανότερο ἀπὸ κάθε ὄνομα. Ἀλλά τὸ δίχως ἄλλο θὰ πεῖς, ἀγαπητέ μου: «Τί σημαίνει, Τὸ Θαβὼρ καὶ τὸ Ἐρμονιήλ στὸ ὄνομά Σου θὰ νιώσουν ἀγαλλίαση»; Μάθε λοιπὸν καὶ ἀποτύπωσέ το στὴν σκέψη σου: Τὸ Θαβώρ, αὐτὸ εἶναι τὸ ὅρος, ὅπου θέλησε καὶ μεταμορφώθηκε ὁ Χριστὸς καὶ δόθηκε γι’ Αὐτὸν μαρτυρία ἀπὸ τὸν Πατέρα πώς εἶναι Υἱός Του, καθὼς πρὶν ἀπὸ λίγο ἀκούσατε. Τὸ Ἐρμονιήλ πάλι εἶναι ὅρος μικρό, ἀπὸ τὴν γῆ τοῦ Ἰορδάνη, ἀπ’ ὅπου ἔγινε ἡ ἀνάληψη τοῦ Ἠλία καὶ κοντὰ στὸ ὁποῖο, μὲς στὸ τρεχούμενο νερὸ τοῦ Ἰορδάνη, ἐπεθύμησε καὶ βαπτίστηκε ὁ Χριστός, καὶ τότε δόθηκε γι’ Αὐτὸν μαρτυρία ἀπὸ τὸν Πατέρα πώς εἶναι Υἱός Του. Σ’ αὐτὰ τὰ δύο ὄρη ὁ ἄχραντος Πατὴρ ἐπιβεβαιώνοντας τὴν υἱότητα, καὶ τότε καὶ τώρα γιὰ δεύτερη φορὰ λέει μὲ φωνὴ δυνατή: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν Ὁποῖο εὐδόκησα, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε. Διότι αὐτὸς πού Τὸν ἀκούει καὶ ἐμένα ἀκούει. Καὶ αὐτὸς πού θὰ ντραπεῖ γι’ Αὐτὸν καὶ γιὰ τὰ λόγια Του, καὶ ἐγώ θὰ ντραπῶ γι’ αὐτόν, ὅταν φανερωθῶ μὲς στὴν δόξα μου καθὼς καὶ οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε, χωρὶς προσποίηση, χωρὶς κακία, χωρὶς περιέργεια, μὲ πίστη ἀναζητώντας Τον, ἀλλά ὄχι θέλοντας μὲ γλωσσικὲς ἀπόπειρες νὰ ὁρίσετε τὰ μεγέθη Του, μὲ τὴν πίστη προχωρώντας στὸν χῶρο τοῦ ὑπέρλογου, ἀλλ’ ὄχι μὲ τὰ λόγια ἐπιχειρώντας νὰ βρεῖτε τὰ μέτρα τοῦ Λόγου». Διότι τώρα ὁ Παῦλος, ὁ δεινὸς ὁμιλητής, βάζοντας χαλινάρι στὸν περίεργο ἄνθρωπο καὶ τὰ πάντα διδάσκοντας χωρὶς δισταγμούς, κηρύττει μεγαλοφώνως: «Βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! Πόσο ἀνεξερεύνητες εἶναι οἱ κρίσεις καὶ ἀποφάσεις Του καὶ πόσο ἀνεξιχνίαστοι οἱ δρόμοι, μέσα ἀπό τούς ὁποίους ἐνεργεῖ!»

Σὲ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς ἀτελείωτους αἰῶνες. Ἀμήν.

Ο όσιος Ιωάννης ο Χοζεβίτης


 

Ο όσιος Ιωάννης ο Χοζεβίτης


Ο όσιος Ιωάννης, που στο άγιο Βάπτισμα είχε λάβει το όνομα Ηλίας, έμεινε ορφανός και τον μεγάλωσε η γιαγιά του, που για να τον μορφώσει εγκατέλειψε την πρόθεσή της να γίνει μοναχή. Όταν αυτή εκοιμήθη, ανέλαβε τον Ηλία ο θείος του που είχε πολυμελή οικογένεια, μέσα στην οποία δοκίμασε την μιζέρια και την κακομεταχείριση.  

Ανήμερα του Πάσχα, κάποτε που οι χωριανοί πήγαν σύμφωνα με το έθιμο στο κοιμητήριο για να τιμήσουν τους νεκρούς τους, εκεί που ο Ηλίας έκλαιγε δίπλα στο φρέσκο ακόμη μνήμα της γιαγιάς του, άκουσε αίφνης μια φωνή ανάμεσα στους ήχους της καμπάνας να του λέει: «Μην κλαις, είμαι μαζί σου. Χριστός ανέστη!» 
Το παιδί αναπήδησε τρομαγμένο, ψάχνοντας από που είχε έρθει η φωνή αυτή και είδε να βγαίνει από το ιερό βήμα της εκκλησίας ο αναστημένος Χριστός που του χαμογελούσε. 
Αφού τελείωσε λαμπρά τις γυμνασιακές σπουδές του και έπρεπε να διαλέξει σταδιοδρομία, άκουσε μέσα στην προσευχή του μία φωνή να ψιθυρίζει: «Στο μοναστήρι! Στο μοναστήρι!» 

Σε ηλικία είκοσι ετών εισήλθε στην περίφημη Μονή του Νεάμτς, όπου διακόνησε αρχικά ως βοηθός φαρμακοποιού και κατόπιν ως βιβλιοθηκάριος. Αφού χειροθετήθηκε ρασοφόρος επιστρέφοντας από την στρατιωτική θητεία του (1936), διπλασίασε τον ζήλο του στην νηστεία και την προσευχή. 
Ο Άγιος Ιωάννης στο μοναστήρι του στο Neamt (πάνω δεξιά)
Λίγο αργότερα ξεκίνησε για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους μαζί με δύο άλλους μοναχούς και έλαβε την ευλογία να εγκατασταθεί στην Μονή του Αγίου Σάββα, όπου ζούσαν Έλληνες και Ρουμάνοι μοναχοί. 
Εκεί έμαθε τέλεια τα ελληνικά, έτσι που ήταν σε θέση να μεταφράσει πολλά πνευματικά έργα στα ρουμανικά και συγκεκριμένα τα έργα του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. Κέρδισε εξάλλου τον σεβασμό όλων των Πατέρων για την σιωπή του, την αυστηρότητα στην ασκητική ζωή και την επίδοσή του στην νοερά προσευχή.  

Στην Ιερουσαλήμ, μπροστά από τον Πανάγιο Τάφο, το 1937 (ο μοναχός στα δεξιά είναι ο Άγιος Ιωάννης )

Κατά την εξέγερση των αραβικών πληθυσμών κατά των Άγγλων, το μοναστήρι μετατράπηκε σε νοσοκομείο και ο Ιωάννης αναλώθηκε σε τέτοιο βαθμό στην φροντίδα των τραυματιών ώστε αρρώστησε και ο ίδιος. Έλαβε τότε την άδεια να αποσυρθεί στην έρημο για να ξεκουραστεί, αλλά εξαιτίας των στερήσεων και της έλλειψης νερού προσβλήθηκε από δυσεντερία.

Στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς η Ρουμανία ήταν σύμμαχος του Ράιχ, όλοι οι Ρουμάνοι μοναχοί φυλακίσθηκαν από τους Άγγλους και ο όσιος Ιωάννης, που είχε επιλεγεί ως διερμηνέας, παρέμεινε φυλακισμένος περισσότερο καιρό από τους αδελφούς του. 
Όταν επί τέλους απελευθερώθηκε, γιατρεύτηκε από την δυσεντερία ασπαζόμενος την κάρα του αγίου Θεοδοσίου και μπόρεσε έτσι να αρχίσει πάλι τις δραστηριότητές του στο μοναστήρι. 
Έλαβε το Μεγάλο Σχήμα και σκεφτόταν πως είχε έλθει πια η ώρα γι’ αυτόν να αφιερωθεί στον ησυχαστικό βίο, όταν τον όρισαν ηγούμενο της ρουμανικής Μονής της Κοιλάδας του Ιορδάνη. 
Άσκησε τα καθήκοντά του με σοφία και ταπείνωση (1947-1953) και ενέπνευσε στους υποτακτικούς του τον ζήλο για τους ασκητικούς μόχθους. Οι μέρες του ήσαν όλες αφιερωμένες στην εργασία και στην καθοδήγηση των αδελφών, ενώ περνούσε τις νύκτες του προσευχόμενος στην έρημο. 



Ο Άγιος Ιωάννης, αριστερά, μπροστά από τη σπηλιά του στην έρημο της Χοζέβα, δίπλα στον μοναχό Παύλο, στα δεξιά

Το 1953 μπόρεσε επιτέλους να αποσυρθεί στην έρημο κοντά στην Μονή του Χοζεβά και εγκαταστάθηκε σε μία σπηλιά 50 μέτρα πάνω από το φαράγγι στο οποίο, κατά την παράδοση, είχε προσευχηθεί η αγία Άννα, η μητέρα της Παναγίας. 
Προσκαρτερώντας για επτά χρόνια στην αδιάλειπτη προσευχή, την οποία διάνθιζε με την μελέτη των αγίων Πατέρων και με την σύνθεση πνευματικών ποιημάτων, υπέμενε με καρτερία την ζέστη και το ψύχος, τις κάθε είδους στερήσεις, τον πόλεμο των δαιμόνων και τις επιθέσεις των Αράβων που ήθελαν να τον βγάλουν από τον τόπο του. 

Μιλώντας για την σύνθεση των ποιημάτων του έγραφε σε μία επιστολή: «Οι λέξεις αναβλύζουν από την καρδιά μου όμοιες με τις σπίθες μιας στουρναρόπετρας, τούτο όμως δεν συμβαίνει παρά μόνο όταν ο πυρόλιθος της καρδιάς πλήττεται από τον πόνο ή την χαρά, την θλίψη για τα σφάλματα ή την ευγνωμοσύνη απέναντι στον Θεό… Όταν γράφω μια γραμμή που συγκινεί, νιώθω έναν πόνο στην καρδιά, σάμπως οι στίχοι να ήσαν ψιχία ξεριζωμένα από την καρδιά μου· γι’ αυτόν τον λόγο ρέουν μαζί με δάκρυα». 
Κατέβαινε στο μοναστήρι μονάχα για τις μεγάλες γιορτές και δεχόταν μόνο τον μαθητή του στην σπηλιά, που ήταν απρόσιτη όταν ανέβαζε την σκάλα. 
Μετά από μία ουράνια οπτασία παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό ευλογώντας τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, στις 5 Αυγούστου 1960. 


Κατά την νεκρώσιμη Ακολουθία αγριοπούλια εισέβαλαν αίφνης μέσα στην σπηλιά και ήλθαν να καθίσουν πάνω στο σκήνωμα του οσίου, για να ενώσουν τους κρωγμούς τους με τους επικήδειους ύμνους των μοναχών. 
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο μαθητής του Ιωαννίκιος είδε σε όνειρο τον όσιο Ιωάννη, που του ζήτησε να προβεί στην εκταφή του σκηνώματός του. Το αίτημα όμως απορρίφθηκε από τον ηγούμενο της μονής, ως αντίθετο στα έθη. 

Λίγο αργότερα ήλθαν προσκυνητές που είχαν παλαιότερα εξομολογηθεί στον ασκητή και ζήτησαν να επισκεφτούν την σπηλιά του και να τιμήσουν το σώμα του. Ανοίχθηκε τότε ο τάφος και ανακαλύφθηκε ότι το σώμα του είχε μείνει παντελώς άφθορο, ενώ ανέδιδε λεπτή ευωδία. Μεταφέρθηκε μετά δέους στην Μονή Χοζεβά, όπου τιμάται έκτοτε από τους προσκυνητές. 
Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος 12ος, Αύγουστος,Ίνδικτος,


 

 

Μνήμη της αγίας ΝΟΝΝΗΣ, της μητρός του αγίου Γρηγορίου τον Θεολόγου.


Μνήμη της αγίας ΝΟΝΝΗΣ, της μητρός του αγίου Γρηγορίου τον Θεολόγου.

5 Αυγούστου

Νόννῃ θανούσῃ τῇ καλῇ καλὸς γόνος,
Καλὸν δίδωσιν ἐντάφιον τοὺς λόγους.

Καταγόμενη από την Καππαδοκία και αναθρεμμένη με την χριστιανική πίστη, η αγία Νόννα παντρεύτηκε τον Γρηγόριο, πρόκριτο της Ναζιανζού και μέλος της αίρεσης των Υψισταρίων. Χάρις στην υπομονή και τις προσευχές της κατάφερε να μεταστρέψει τον σύζυγο της που χρημάτισε σαράντα πέντε χρόνια επίσκοπος της πόλης. Από την ένωση αυτή γεννήθηκαν τρία παιδιά: η αγία Γοργονία [23 Φεβρ.], ο άγιος Καισάριος [9 Φεβρ.] και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος [25 Ίαν.] που της χάρισε ο Θεός εις απάντηση των προσευχών της.  
Ο άγιος Γρηγόριος ανέφερε συχνά στα έργα του την υποδειγματική ευσέβεια της μητρός του και έλεγε ότι ενδεδυμένη το σώμα μιας γυναίκας είχε ωστόσο μία ψυχή που την έκανε να υπερέχει των πιο γενναίων ανδρών. Η γη και τα πράγματα του κόσμου την κρατούσαν μόνο στον βαθμό που εκείνα μπορούσαν να αφιερωθούν στον Θεό και να της επιτρέψουν το γρηγορότερο να απέλθει στους ουρανούς. Αδιάφορη απέναντι στους καλλωπισμούς, είχε μοναδικό μέλημα να τιμά την εικόνα του Θεού την εντυπωμένη στην ψυχή της και μόνη ευγένεια θεωρούσε εκείνη της θεοσέβειας, χάρις στην οποία μπορούμε να γνωρίσουμε ότι προερχόμαστε από τον Θεό και ότι οφείλουμε να επιστρέψουμε στον Θεό. Κακουχώντας την σάρκα της με νηστεία καί νυχτερινές προσευχές, βεβαίωνε τα παιδιά της ότι θα πουλούσε τον εαυτό της και εκείνα μαζί της για να μοιράσει το αντίτιμο σε ελεημοσύνες στους φτωχούς. 
Ασθένησε μετά τον θάνατο του συζύγου της (371) και υπομένοντας την δοκιμασία μέ ευχαριστίες στον Θεό, παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο κατά την τέλεση της θείας Λειτουργίας στραμμένη προς το θυσιαστήριο, έτσι που ακόμη καί νεκρή έμοιαζε να προσεύχεται.
Ἀπολυτικίον. 
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
ς ἀλάβαστρον μύρον τῆς θείας χάριτος, τρισσοκλεῶς σου τοῖς τέκνοις, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, εὐωδίασας Ἁγία Νόννα ἔνδοξε, καὶ συζυγίας τῆς σεπτῆς, ὁ πολύτιμος κανὼν ἐδείχθης· διὸ πρεσβεύεις, τῷ Κυρίῳ ἐν παῤῥησίᾳ, ὑπὲρ τῶν πίστει ἀνυμνούντων σε.

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

ΟΙ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΕΣΟ

 

ΟΙ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΕΣΟ

Οι επτά αυτοί άγιοι, κατά τις αρχαιότερες εκδοχές του Συναξαρίου τους, εμφανίζονται ως νεαροί στρατιώτες, αλλά μεταγενέστερα παρουσιάσθηκαν ως παιδιά, ιδιαίτερα στην εικονογραφική παράδοση. Τα ονόματά τους είναι: Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Αντωνίνος και Κωνσταντίνος (ή Ιωάννης) και η θαυμαστή ιστορία τους έχει ως εξής· Όταν ο αυτοκράτορας Δέκιος (250), ερχόμενος από τη Δύση, έφθασε στην Έφεσο έδωσε διαταγή να συγκεντρωθεί όλος ο πληθυσμός στους ναούς για να θυσιάσει στους θεούς. Την τρίτη ημέρα των εορτών που διοργανώθηκαν με την ευκαιρία αυτή, ο αυτοκράτορας πρόσταξε να συλληφθούν όλοι οι χριστιανοί. Οι Εβραίοι και οι ειδωλολάτρες της πόλεως βοήθησαν τους στρατιώτες να σύρουν όλους τους πιστούς που έβρισκαν στην αγορά για να τους εξαναγκάσουν να θυσιάσουν. Πολλοί υπέκυψαν μπροστά στην προοπτική των βασανιστηρίων, ενώ όσοι αρνήθηκαν να ενδώσουν θανατώθηκαν δίχως έλεος. Μπροστά σε τόση σκληρότητα ο Μαξιμιλιανός, ο γιος του επάρχου της πόλης, καθώς και άλλοι έξι νέοι επιφανών οικογενειών που υπηρετούσαν ως ευέλπιδες στον στρατό, θλίβονταν και έχυναν δάκρυα, περισσότερο δε για την απώλεια των ψυχών των αποστατών, παρά για τα πάθη των μαρτύρων. Κάθε φορά που αναγγελλόταν η τέλεση μιας θυσίας, αποσύρονταν στην εκκλησία για να προσευχηθούν· η στάση τους όμως αυτή δεν διέφυγε από την προσοχή των εθνικών, οι οποίοι τους κατέδωσαν στον αυτοκράτορα. Με τα μάτια γεμάτα δάκρυα ακόμη και σιδηροδέσμιους τούς έσυραν στο παλάτι. Ο Μαξιμιλιανός πήρε τον λόγο εξ ονόματος όλων για να απαντήσει στον αυτοκράτορα που τους ανέκρινε για τον λόγο της απειθαρχίας τους: «Έχουμε έναν Θεό, η δόξα του Οποίου πληροί τον ουρανό και τη γη και προσφέρουμε σε Αυτόν τη μυστική θυσία της ομολογίας της Πίστεως και των αδιάλειπτων προσευχών μας». Ο Δέκιος εξοργισμένος πρόσταξε να τους αφαιρέσουν τις ζώνες τους, ένδειξη του αξιώματός τους, και υποκρινόμενος ότι τους λυπήθηκε, διέταξε να λύσουν τα δεσμά τους και να τους δώσουν μερικές ημέρες προθεσμία για να το ξανασκεφθούν, ενώ εκείνος θα απουσίαζε από την πόλη.

Αφού συνεννοήθηκαν μεταξύ τους, οι επτά νέοι αποφάσισαν να κρυφτούν σε μια μεγάλη σπηλιά ανατολικά της πόλεως, με σκοπό να προετοιμασθούν εκεί στην ησυχία και την προσευχή, για να εμφανισθούν πάλι ενώπιον του τυράννου. Κατά τις ημέρες της διαμονής τους στο ασκητήριο εκείνο, ανατέθηκε στον νεώτερο μεταξύ τους, τον Ιάμβλιχο, η φροντίδα του φαγητού και για τον λόγο αυτό κατέβαινε πότε-πότε στην πόλη.

Επιστρέφοντας στην Έφεσο ο Δέκιος έδωσε διαταγή να φέρουν ενώπιόν του τους επτά νέους κρατούμενους για να τους προτείνει να θυσιάσουν. Μαθαίνοντας το νέο οι επτά νέοι ενέτειναν τις προσευχές τους. Ανάλωσαν τόσες δυνάμεις, ώστε όταν βράδιασε κάθισαν για να φάνε το ψωμί που είχε φέρει ο Ιάμβλιχος και από την κούραση και την αγρυπνία κοιμήθηκαν. Έτσι, από θεία Πρόνοια παρέδωσαν τη ψυχή τους με την προσευχή στα χείλη.

Καθώς οι νέοι χριστιανοί δεν μπορούσαν να βρεθούν πουθενά, ο Δέκιος έξαλλος πρόσταξε να ανακριθούν οι γονείς τους, οι οποίοι αποκάλυψαν την τοποθεσία του κρησφύγετου και έστειλε άνδρες για να φράξουν την είσοδο της σπηλιάς έτσι ώστε οι άγιοι να πεθάνουν από ασφυξία. Οι λειτουργοί που επιφορτίσθηκαν με το καθήκον αυτό, Θεόδωρος και Βάρβος, που ήσαν εν κρυπτώ χριστιανοί, εκτέλεσαν τη διαταγή παρά την θέλησή τους και κατόπιν έλαβαν πρόνοια να χαραχθεί η διήγηση του μαρτυρίου των επτά νέων πάνω σε μολυβένιες πλάκες που τοποθετήθηκαν σε ένα σεντούκι, το οποίο και έκρυψαν εκεί κοντά.

Διακόσια περίπου χρόνια αργότερα, κατά τη βασιλεία του Θεοδοσίου του Νέου (περί το 446), μια αίρεση που αρνιόταν την ανάσταση των νεκρών ήλθε να σπείρει τον διχασμό στην Εκκλησία. Με την υπόθαλψη του επισκόπου Αιγαίου, Θεοδώρου, η γνώμη αυτή έσυρε πλήθος ψυχών στην απώλεια, έτσι που ο ευσεβής αυτοκράτορας Θεοδόσιος παρακάλεσε τον Θεό με δάκρυα να φανερώσει την αλήθεια. Τότε λοιπόν ο ιδιοκτήτης του κτήματος όπου βρισκόταν η σπηλιά των επτά μαρτύρων, κάποιος Αδάτιος ή Αδόλιος, αποφάσισε να φτιάξει μάνδρα για τα ποίμνιά του. Καθώς έβγαζε τις πέτρες, άνοιξε την είσοδο της σπηλιάς και αμέσως οι επτά νέοι επανήλθαν στη ζωή σαν να είχαν κοιμηθεί την προηγούμενη μέρα, χωρίς να έχουν αλλάξει στο παραμικρό, ούτε να έχουν υποστεί κάτι κατά τον μακροχρόνιο αυτόν ύπνο. Η συζήτησή τους ξανάπιασε αμέσως το θέμα του διωγμού και της προοπτικής της δημόσιας θυσίας που διέταξε ο Δέκιος. Ο Μαξιμιανός πήρε τον λόγο λέγοντας: «Αδελφοί μου, αν μας πιάσει ο Δέκιος, να σταθούμε γενναία μπροστά στους διώκτες και μην προδώσουμε από δειλία την Πίστη μας. Εσύ, Ιάμβλιχε, πάρε αυτά τα νομίσματα και πήγαινε στην πόλη να αγοράσεις ψωμί. Να πάρεις λίγο περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως γιατί πεινάμε, και με την ευκαιρία να μάθεις τι γίνεται με τις έρευνες που κάνει ο αυτοκράτορας για μας».

Φθάνοντας στην είσοδο της πόλης ο Ιάμβλιχος έμεινε άναυδος βλέποντας το σημείο του Σταυρού σε όλες τις πόρτες. Μην αναγνωρίζοντας ούτε ανθρώπους ούτε οικοδομήματα, αναρωτήθηκε αν ονειρευόταν ή αν είχε μπει σε άλλη πόλη. Στην αγορά αγόρασε ψωμί, αλλά όταν έδωσε τα χρήματα στον φούρναρη, αυτός τον κοίταξε προσεκτικά και τον ρώτησε μήπως είχε βρει κανέναν παλαιό θησαυρό, διότι τα νομίσματα έφεραν το ομοίωμα ενός αλλοτινού αυτοκράτορα. Στα λόγια αυτά ο Ιάμβλιχος άρχισε να τρέμει από τον φόβο του και, νομίζοντας ότι θα τον παρέδιδαν στον αυτοκράτορα, ήθελε να το βάλει στα πόδια. Οι πωλητές όμως τον κράτησαν και απείλησαν να τον σκοτώσουν αν δεν μοιραζόταν μαζί τους τον θησαυρό και, βάζοντάς του μια θηλιά στον λαιμό, τον έσυραν στην αγορά.

Τη στιγμή εκείνη η ομάδα συνάντησε τον ανθύπατο που πήγαινε να επισκεφθεί τον επίσκοπο Στέφανο. Μαθαίνοντας τον λόγο της αναταραχής, ο άρχοντας ρώτησε τον Ιάμβλιχο πώς είχε βρει τον θησαυρό αυτό και πού τον έκρυβε. Ο νέος αποκρίθηκε ότι δεν είχε βρει τίποτα και ότι είχε τα νομίσματα τούτα από τους γονείς του. Κι όταν τον ρώτησαν ποια ήταν η πατρίδα του και ποιοι οι γονείς του, απάντησε: «Είμαι από ’δω, αν αυτή η πόλη είναι η Έφεσος, και οι γονείς μου είναι οι τάδε». Τα ονόματα αυτά ήσαν άγνωστα στον ανθύπατο και όλως ασυνήθιστα, οπότε εξοργισμένος κατηγόρησε τον Ιάμβλιχο ότι ήθελε να τον εξαπατήσει, αφού αυτά τα διακοσίων χρόνων νομίσματα μαρτυρούσαν ότι όντως είχε βρει θησαυρό. Ο Ιάμβλιχος έπεσε τότε στα πόδια του και τον ικέτευσε να του φανερώσει πού ήταν ο αυτοκράτορας Δέκιος. Όταν του απάντησαν ότι εκείνος είχε πεθάνει πριν πολλά χρόνια, πρότεινε στον ανθύπατο να τον ακολουθήσει στη σπηλιά για να του δείξει ότι είχαν καταφύγει εκεί με τους συντρόφους του για να ξεφύγουν από τον διωγμό του Δεκίου.

Ο ανθύπατος, συνοδευόμενος από τον επίσκοπο και μεγάλο πλήθος, μετέβη τότε στη σπηλιά, όπου βρήκαν τις μολυβένιες πλάκες που έφεραν τα ονόματα των νέων. Όλοι αναγνώρισαν τότε το θαύμα και ανέπεμψαν κραυγές ευχαριστίας. Ο ανθύπατος και ο επίσκοπος έγραψαν τότε στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο ότι η θαυμαστή εμφάνιση των επτά αυτών νέων, που είχαν πεθάνει πριν από τόσα χρόνια, ήταν μία ολοφάνερη απόδειξη της ανάστασης των σωμάτων. Ο αυτοκράτορας έσπευσε στην Έφεσο, επισκέφθηκε τους νέους και έλουσε με τα δάκρυά του τα πόδια τους. Αφού διηγήθηκαν επί μακρόν την ιστορία τους στον ηγεμόνα και στους παρόντες επισκόπους, ο Μαξιμιλιανός και οι συν αυτώ έγειραν γλυκά σαν νυσταγμένοι στη γη και εκοιμήθησαν οριστικά τον ύπνο του θανάτου.

Ο Θεοδόσιος πρόσταξε να κατασκευαστούν επτά χρυσοί σαρκοφάγοι και να τιμηθούν οι άγιοι νέοι με μεγάλες γιορτές στις οποίες προσκλήθηκαν όλοι οι κάτοικοι της Εφέσου, πλούσιοι και φτωχοί. Την επόμενη νύχτα ωστόσο οι άγιοι εμφανίσθηκαν σε αυτόν για να του ζητήσουν να αφήσει τα σώματά τους καταγής μέσα στη σπηλιά εν αναμονή της κοινής αναστάσεως. Το σπήλαιο των Επτά Παίδων, που κατά την παράδοση ταυτίσθηκε με εκείνο στο οποίο η Μαρία η Μαγδαληνή [22 Ιουλ.] παρέδωσε το πνεύμα, έγινε περίφημος τόπος προσκυνήματος. Η τιμή τους διαδόθηκε σε όλο τον χριστιανικό κόσμο και βρίσκεται ακόμη και στην ισλαμική παράδοση. Μάλιστα, τους αποδίδεται η εξαίρετη χάρη να θεραπεύουν τη δεινή νόσο της αϋπνίας και να φέρνουν τάχιστα τον νυσταγμό στα βλέφαρα των πασχόντων που προσέρχονται προς αυτούς με πίστη.

 

 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 12ος, Αύγουστος, 
Εκδόσεις «Ίνδικτος»
 

Αγία μάρτυς Ία (Μνήμη 4 Αυγούστου & 11 Σεπτεμβρίου)


Αγία μάρτυς Ία 
(Μνήμη 4 Αυγούστου, 11 Σεπτεμβρίου)

Κατά το πεντηκοστό τρίτο έτος της βασιλείας του[1], ο βασιλιάς των Περσών Σαβώριος ανέβηκε στα κάστρα και τα σύνορα των Ρωμαίων κάνοντας εκστρατεία με το στρατό του. Έφτασε δε και σ’ ένα κάστρο που λεγόταν Βιζαϊδέον[2], και κατόρθωσε να το κυριεύσει και να γίνει κάτοχός του και να καταστρέψει τα τείχη του. Όχι δε μόνον αυτό, αλλά θανάτωσε εκεί με τα ξίφη και πλήθος Ρωμαίων και συνέλαβε περίπου πενήντα χιλιάδες[3] άνδρες και γυναίκες, μαζί με τον επίσκοπο Ηλιόδωρο και τους γηραλέους πρεσβυτέρους Δόσσα και Μαρεάβη[4] και άλλους πρεσβυτέρους και διακόνους, άνδρες αγιότατους, όπως επίσης και ομάδα αγίων μοναχών και παρθένων μοναζουσών, τους οποίους πήρε όλους αιχμαλώτους. 
Καθώς τους οδηγούσαν στη χώρα των Ουζαϊνών[5], έφτασαν σε σταθμό που λεγόταν Βισακέρ. Εκεί ο αγιότατος επίσκοπος Ηλιόδωρος αρρώστησε, κι επειδή έμελλε να πεθάνει, χειροτόνησε επίσκοπο στη θέση του τον θεοσεβή πρεσβύτερο Δόσσα. Επίσης και το θυσιαστήριο[6] που είχε πάρει όταν έφευγε στην αιχμαλωσία, το παρέδωσε στον οσιότατο Δόσσα για να λειτουργεί σ’ αυτό οσίως και δικαίως και αμέμπτως ενώπιον του Κυρίου. Και ο θεοφιλέστατος Ηλιόδωρος ανεπαύθη εν Κυρίω. 
Το Ιερό λείψανό του κηδεύτηκε εκεί από τους Χριστιανούς με πολλή τιμή και δόξα. Καθώς λοιπόν προχωρούσαν στο δρόμο, φεύγοντας από τα μέρη εκείνα, συναθροίστηκαν σε κάποιο μέρος κι έψαλλαν και υμνούσαν δοξολογώντας τον άγιο Θεό, και καθημερινά εκτελούσαν αυτή τη λατρευτική διακονία. Οι μάγοι όμως πλημμύρισαν από θυμό επειδή αυτοί έψαλλαν και λάτρευαν τον Χριστό τον Θεό μας, οι καρδιές και οι ψυχές τους ταράχθηκαν φοβερά και άρχισαν να κακολογούν και να συκοφαντούν τους Χριστιανούς που λάτρευαν τον Θεό στον αρχιμάγο Αδελφέρ, ο οποίος και πρωτύτερα είχε γίνει αίτιος αιματοχυσιών πολλών Χριστιανών και αθλοφόρων Μαρτύρων του αγίου Θεού που μαρτύρησαν στην Ανατολή. 
Και ο Αδελφέρ, οπλισμένος με τα όπλα του διαβόλου, παρουσιάστηκε στο βασιλιά και του είπε: «Αγαθέ βασιλιά, υπάρχει κάποιος στους αιχμαλώτους, αρχηγός των Χριστιανών, που λέγεται Δόσσας· αυτός προσελκύει πολλά πλήθη από τους αιχμαλώτους, άνδρες και γυναίκες, ομόπιστους και ομόφρονες μ’ αυτόν, και λοιδορούν την εξουσία σου και βδελύσσονται τη βασιλεία σου· αυτό το διαπράττουν καθημερινά. Τους παρήγγειλα να μη κάνουν έτσι, αλλά δεν παύουν μάλιστα περισσότερο ατιμάζουν τη βασιλική σου μεγαλειότητα και βλασφημούν όχι λίγο τους θεούς των Περσών». Όταν άκουσε αυτά ο βασιλιάς, διέταξε να αποκόψουν την κεφαλή του μακαρίου επισκόπου Δόσσα. 
Μετά την άθληση του μακαρίου επισκόπου Δόσσα, κατηγορήθηκε η δούλη του Θεού Ία, αιχμάλωτη και αυτή, ότι έχει πολύ ζήλο για την πίστη του Σωτήρα μας Χριστού. Πράγματι, ήταν εξασκημένη με ακρίβεια στις άγιες Γραφές για τον πόθο που είχε στον Δεσπότη Χριστό· φλογιζόμενη δε από την αγάπη του Χριστού εναντιωνόταν σε κάθε αντίπαλο και εχθρό του χριστιανικού λαού, αντιπαραθέτοντας και διδάσκοντας το λόγο του Χριστού και σπέρνοντας στην ακοή τους τη διδασκαλία του Θεού. Πολλούς λοιπόν από την πλάνη της ειδωλολατρίας τους έστρεφε προς τον Χριστιανισμό. Εκείνο δε τον καιρό εγκαταστάθηκε στη χώρα των Ουζαϊνών και οδηγούσε πολλούς στον Χριστό. Η Αγία αυτή πλησίαζε συνεχώς τις γυναίκες με αγάπη και τις δίδασκε το λόγο του Θεού και τις νουθετούσε και τις ενίσχυε με λόγια από τις άγιες Γραφές. Οι γυναίκες, βλέποντας την πραότητα της αγίας Ίας και ακούγοντας τα χαριτωμένα της λόγια, τη δέχονταν με ευχαρίστηση και ανέφεραν γι’ αυτή στους άνδρες τους, διηγούμενες τις διδαχές και τους λόγους της Αγίας. 
Όταν τις άκουσαν οι άνδρες τους, οργίστηκαν πολύ, και λέγοντας ο ένας στον άλλο τα λόγια που είπε η άγια Ία στις γυναίκες τους, πρόσθεταν ότι «Αυτή η γυναίκα με τα μάγια της αποστρέφει και αποξενώνει από εμάς τις γυναίκες μας». Με μία γνώμη λοιπόν όλοι, παρουσιάστηκαν στο βασιλιά και είπαν: «Αγαθέ βασιλιά μας, να ζεις στους αίώνες. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους, η εξουσία σου έφερε και μία γυναίκα από το γένος των Ρωμαίων, η οποία κάνει μαγείες σ’ αυτή τη χώρα που ανήκει στη βασιλεία σου, και απομακρύνει πολλές ψυχές από την προσκύνηση των θεών διότι ατιμάζει τους θεούς μας και καταφρονεί όλους τους νόμους σας». 
Όταν άκουσε αυτά ο βασιλιάς, οργίστηκε πολύ και με πολύ θυμό διέταξε να έρθουν δύο αρχιμάγοι, που ο ένας ονομαζόταν Αδερσαβώρ και ο άλλος Αδελφέρ, και τους είπε: «Εκείνη την οποία καταγγέλλουν, αν μεν προσκυνεί τους θεούς και τιμά τον ήλιο και τη φωτιά και το νερό και την εξουσία μου, και αν δεν πράττει πιά τη μαγεία που διδάσκει, ας κατοικήσει στη χώρα αυτή και ας έχει τιμή από εμάς· αν όμως δεν προσκυνεί τους θεούς και τη φωτιά και το νερό όπως διατάζουν οι θεοί μας και οι νόμοι μας, να της επιβάλετε κάθε είδους τιμωρία». 
Μόλις έλαβαν αυτή τη διαταγή, βγήκαν και πρόσταξαν να συλληφθεί η αγία δούλη του Θεού. Όταν την έφεραν, τη δέχθηκαν με κραυγές και θόρυβο και της είπαν: «Χριστιανή είσαι;». Η Αγία αποκρίθηκε: «Χριστιανή είμαι». Και οι παράνομοι της είπαν: «Πρέπει να θανατωθείς, διότι είπες πως είσαι Χριστιανή». Η δε αγία Ία φώναξε με ιερό ζήλο και είπε: «Χριστιανή είμαι και τον ένα ζώντα Θεό υπηρετώ που δημιούργησε κάθε ύλη, από τον οποίο κατασκευάστηκαν και αυτοί που τους λέγετε θεούς σας, ο ήλιος δηλαδή και η σελήνη, η φωτιά και το νερό· όλα είναι έργα των χειρών Του». 
Διέταξαν τότε να γδύσουν την αμνάδα του Χριστού, κι έβαλαν σχοινιά στα χέρια και τα πόδια της και πέντε άνδρες πολύ δυνατοί τραβούσαν κάθε μέλος της, ενώ άλλοι άνδρες νέοι με σαρακηνικά μαστίγια χτυπούσαν και καταπλήγωναν το σώμα της. Η δε άγια Ία έψαλλε ωδή στον Κύριό της και υψώνοντας στον ουρανό τα μάτια Τον επεκαλείτο με παρρησία λέγοντας: 
«Κύριε ‘Ιησού Χριστέ, Υιέ του αληθινού Θεού, ενδυνάμωσε τη δούλη Σου σε τούτο τον αγώνα στον οποίο τώρα εισήλθα, και λύτρωσέ με από τους λύκους που με κατασπαράζουν».
Όταν χτυπήθηκε τόσο, ώστε να μη μπορεί να μιλήσει, διέταξαν να τη ρίξουν στη φυλακή. Και μετά από δύο μήνες διέταξαν και οδηγήθηκε μπροστά τους η άγια Ια, και της είπαν: «Τι είχες στο νου σου τόσο καιρό στη φυλακή; Μήπως νουθέτησες τον εαυτό σου να θυσιάσεις στους θεούς και να σέβεσαι το βασιλιά και τη φωτιά και τον ήλιο, για να κατοικήσεις στη χώρα αυτή και να λάβεις από μας δωρεές και μεγάλα χαρίσματα, ώστε να τιμηθείς σύμφωνα με την απόφαση του βασιλιά των βασιλέων, η παραμένεις Χριστιανή;». Τότε η πιστότατη και αγία αποκρίθηκε και είπε: «Εγώ είχα το νου μου στο να αγωνιστώ με δύναμη στη χάρη στην οποία με κάλεσε ο Θεός και να μην ανταλλάξω τον Θεό μου τον αληθινό με τους νομιζόμενους θεούς· δεν προσκυνώ τα μάταια που σεις σέβεσθε». Μετά την ερώτησαν: «Ακόμη παραμένεις στο φρόνημα των Χριστιανών;». Αυτή αποκρίθηκε και τους είπε: «Χριστιανή είμαι και θεό αληθινό σέβομαι και προσκυνώ». 
Όταν άκουσαν αυτά οι αρχιμάγοι, με οργή και πολύ θυμό διέταξαν να φέρουν από τον κήπο σαράντα γερά κλαδιά ροδιάς ακαθάριστα· και την τάνυσαν δώδεκα άνδρες και τη χτυπούσαν σκληρά μπροστά και πίσω. Και από το σώμα της έρρεε το αίμα στη γη, όπως και οι σάρκες της, μέχρις ότου γέμισαν αίματα αυτοί που την κρατούσαν. Βλέποντας ότι είναι όλη αρματωμένη και ότι οι σάρκες της κατέπεσαν, διέταξαν να την πάρουν σαν £να πτώμα και να τη ρίξουν στη φυλακή. Μετά έξι μήνες οι αρχιμάγοι διέταξαν να φέρουν σ’ αυτούς 
Είπαν οι αρχιμάγοι: «Είναι αληθινά λοιπόν όσα ακούστηκαν για σένα, ότι διδάσκεις στη χώρα αυτή εναντίον του βασιλιά των βασιλέων;». Η Αγία αποκρίθηκε: «Αν κάτι ειπώθηκε για μένα υπέρ του Χριστού, αληθινό είναι· εγώ ασφαλώς κηρύττω τον ένα και μοναδικό Θεό στους ανθρώπους, για να μετανοήσουν και να επιστρέψουν προς Αυτόν από τα πονηρά έργα τους, καθώς διδάσκουν οι άγιες Γραφές μας». Όταν οι αρχιμάγοι άκουσαν αυτά, θύμωσαν όχι λίγο και διέταξαν τους υπηρέτες κι έφεραν μεγάλα καλάμια, που τα έσχισαν, και τα έμπηξαν σ’ όλο το σώμα της Αγίας και την έσφιξαν με λεπτά σχοινιά, μέχρις ότου οι αρθρώσεις και τα μέλη της έκαναν κρότο. Διέταξαν έπειτα να τραβήξουν ένα-ένα τα καλάμια από το σώμα της. 
Έτσι οι σάρκες και το αίμα της έρρεαν κάτω στη γη, μέχρι που φάνηκαν τα κόκκαλα και τα εντόσθιά της. Μετά δέκα ημέρες διέταξαν να τανύσουν την Αγία και με χάλκινες βέργες κατατσάκισαν τα κόκκαλά της. Κι εκείνη την ώρα κείτονταν στο έδαφος σαν νεκρή μπροστά τους· διέταξαν τότε να φέρουν πιεστήριο (πρέσσα) και να τη βάλουν σ* αυτό, και γύρω της άνδρες έσφιγγαν για πολύ, μέχρις ότου τα μέλη της αποκόπηκαν από το σώμα κι έπεσαν κάτω. 
Βλέποντας ότι ήταν πια άλαλη και τα μέλη της διαλύθηκαν κι έπεσαν, διέταξαν να αποκοπεί με ξίφος η κεφαλή της. Πρόσταξαν δε στους φύλακες να φρουρήσουν το λείψανο της για να μη την ενταφιάσει κανείς, μέχρις ότου τα όρνεα κατέβουν και φάγουν το σώμα της, επειδή οι Πέρσες δεν είχαν τη συνήθεια να θάβουν τους νεκρούς, για να μη μολύνεται, λέει, η γη. Μερικοί όμως Χριστιανοί έδωσαν κρυφά χρήματα κι εξαγόρασαν από τους φύλακες το λείψανο της αγίας Ίας και το κήδεψαν με τιμή, όπως έπρεπε[7]. Μαρτύρησε δε η αγία Ία στην επαρχία των Ουζαϊνών της Περσίας, στις 5 Αυγούστου[8], ενώ βασίλευε στους Πέρσες ο Σαβώριος, και σ’ εμάς βασίλευε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Σημειώσεις: 
[1]Το 362.
[2]Πιο ορθά «Βηθζαβδαί». Ο Σωζόμενος το αποδίδει «Ζαβδαίον χωρίον». Ήταν οχυρό στα σύνορα Περσών-Ρωμαίων. Ο Σαβώριος προσπάθησε να το κυριεύσει μαζί με τη Νίσιβη διότι του άνοιγαν τις πύλες της Μεσοποταμίας και της Αρμενίας αντίστοιχα. Το κατόρθωσε το 360. Η απαγωγή του πληθυσμού έγινε μετά δύο χρόνια.
[3]Σύμφωνα με το συριακό κείμενο, αλλά και το ελληνικό Μηναίο, οι αιχμάλωτοι ήταν εννιά χιλιάδες.
[4]Η μνήμη τους εορτάζεται [9 Απριλίου].
[5]Χώρα των Ουζαϊνών–Βεθουζά.
[6]Προφανώς φορητό, ίσως αντιμήνσιο.
[7]Το λείψανο της αγίας Ίας μετά το διωγμό μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, σε ναό που κτίστηκε προς τιμήν της έξω από τη Χρυσή Πύλη. Ο ναός αυτός ανακαινίστηκε αργότερα από τον Ιουστινιανό (Προκόπιος, Περί κτισμάτων I, 9). Το IB’ αιώνα καταστράφηκε κατά την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους, οπότε το λείψανο μεταφέρθηκε στη Μονή των Μαγγάνων. Σε χειρόγραφο του ΙΔ’ αιώνα σώζεται εγκώμιο της Αγίας, γραμμένο επί της βασιλείας Ανδρονίκου (1282-1328). Ο συγγραφέας του Μακάριος, Ιερομόναχος της Μονής των Μαγγάνων, μαρτυρεί ότι το λείψανο, μετά από δέκα σχεδόν αιώνες, παρέμενε άφθορο, όπως το είχε δει πολλές φορές ο ίδιος (Patrologia Orientalis 2, 1905, σελ. 462-473).
[8]Η μνήμη της εορτάζεται 4 Αυγούστου και επαναλαμβάνεται 11 Σεπτεμβρίου. Μάλλον εννοεί ομάδα τοπικών Αγίων και όχι τους γνωστούς Μάρτυρες της Σεβάστειας, προγενέστερους κατά μισό αιώνα [9 Μαρτίου 320].

Πηγή: Μέθη Χριστού, Μάρτυρες στην Περσία του Σαβωρίου (Πρωτότυπο κείμενο - Μετάφραση), Μετάφραση Δημήτριος Χρισταφακόπουλος, Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», § Μαρτύριο της αγίας μάρτυρος Ίας, Έκδοσις Ά, Θεσσαλονίκη 1989. 

Δημοφιλείς αναρτήσεις