Δευτέρα 31 Ιουλίου 2023

ΜΥΣΤΡΑΣ


 
ΜΥΣΤΡΑΣ

Γιώργος Κόρδης 

πηγή - εδώ 
Είχα χρόνια να πάω στον Μυστρά και ήταν όπως το είχα ονειρευτεί. Εξαίσια. Βοήθησε βέβαια και ο καιρός με το ελαφρύ αεράκι του και τα τρελαμένα σύννεφα που γυροφέρνανε στον ουρανό και ρίχνανε άτακτους, αραχνοΰφαντους αλλά αισθητούς ίσκιους επάνω στον λόφο του Μυστρά και στην πεδιάδα της Σπάρτης που απλωνόταν νωχελικά στα πόδια του. 
Εξαισία ίσως γιατί έτσι το ήθελα και το είχα έτσι φανταστεί. Αλλά τί σημασία έχει! 
Έφτασα καταμεσήμερο και άρχισα να σκαρφαλώνω μέσα στα ωραία ερείπια ακολουθώντας την αγαπημένη μου διαδρομή από την Πύλη εισόδου στη Μητρόπολη, τον άγιο Δημήτριο, ύστερα στην Οδηγήτρια και τους Αγίους Θεοδώρους, και μετά από δύσκολη ανάβαση στα ανάκτορα των Παλαιολόγων που ακόμη αναστηλώνονται, στις Παντά. και στην Περίβλεπτο. 
Με αρκετές, ομολογώ, στάσεις στους ίσκιους ερειπωμένους σπιτιών και αρχοντικών για ανάσες, νερό και κλεφτές ματιές ένα γύρω στην δασωμένη κατάφυτη πλαγιά με τα ανέμελα ερείπια και την πεδιάδα. 
Κι ο άνεμος φυσούσε και ήταν ευλογία αληθινή! 
Μια περιδιάβαση στη Μυστρά, σε ένα μεγάλο κομμάτι του λεγόμενου Βυζαντινού πολιτισμού, μαρτυρά πολλά σε όσους έχουν αισθητήρια να αισθανθούν και να μην ανοιχτό να εννοηθεί και να καθαριστεί η καρδιά. 
Ένας αληθινός κόσμος με τις δομές του, με τις αστοχίες του, με τα κοσμήματα του και τις ασχήμιες του. Ένας αληθινός κόσμος μεικτός και κεκραμμένος, όπως όλοι οι κανονικοί κόσμοι, που ήξερε να ομιλεί όσο πρέπει και να σιωπά όσο χρειάζεται. 
Άμα έχεις μάθια να δεις και να θεωρήσεις προσεκτικά τα κτίσματα που απομένουν άθικτα (κατά βάση των Εκκλησιών), τον τρόπο που χτίστηκαν , τον τρόπο που κοσμήθηκαν με γλυπτά στοιχεία και ζωγραφιές που θα έβγαινε το μεγάλο μυστικό του Βυζαντίου. Θα βρείς πως το Βυζάντιο δεν ήταν απλά ένα κράτος και μια αυτοκρατορία, αλλά κυρίως νόστος μέγας και τρανός για τον ιδανικό τρόπο ύπαρξης της πόλης ως προς τα μέρη της και ως προς το Θεό. 
Αυτός ο τρόπος, νομίζω, έχει ως θεμέλιο λίθο του τη φιλοσοφία-θεολογία του μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος ήδη από τον 4ο αι. μ.χ αποσαφήνισε πως σημαντικό δεν είναι να οριστεί η ουσία του Θεού και των όντων, πράγμα όλως διόλου ανέφικτο, αλλά να βρει τρόπους να υπάρχει κανείς σε σχέση με αυτά, να τα “έχει”. 
Έτσι άρχισε ένας ολόκληρος πολιτισμός με διαφορετικά χαρακτηριστικά, ο τρόπος του Βυζαντίου, που έγινε πολιτισμός που μιλά για έναν κόσμο που υπάρχει σε σχέση, που υπάρχει ως σχέση. Γιαυτό και δεν ενδιαφέρεται πρωτίστως να κάνει ορατό το αόρατο, όπως θα επιδιώξει αργότερα η σχολαστική Δύση, αλλά μεριμνά πρωτίστως να «μεταμορφώσει» τα πράγματα του ορατού κόσμου, να λείπει για να βρουν αγαπητική αρμογή στην κοινωνία των όντων, να βρουν θέση καλή για να λειτουργήσουν τη ζωή μαζύ με όλα τα άλλα. 
Ο τρόπος του Βυζαντίου μιλά για το όραμα της ζωής ως σχέση εν Χριστῷ. 
Κι αυτός ο τρόπος αντανακλάται στην τέχνη του και σε όσα δημιούργησαν οι μαΐστορες του με τα χέρια τους. Και ο Μυστράς είναι ένας τόπος Βυζαντίου τρόπου, ένας τόπος όπου το Βυζάντιο φανερώνεται και εκφαίνεται. 
Μυστράς 28-Ιουλίου 2023.

Σάββατο 29 Ιουλίου 2023

Αν είμαι ο ναός του Αγίου Πνεύματος. Μέρος Α



Αν είμαι ο ναός του Αγίου Πνεύματος. 
Μέρος Α 
ΠΗΓΗ:ΕΔΩ

Ιερομόναχος Ιουλιανός (Λάζαρ). 
Ο Γέροντας Ιουλιανός (Λάζαρ) πλησιάζει την 90η επέτειο της επίγειας παραμονής του, που είναι φωτεινή με την αδιάλειπτη προσευχή του. Για την αγνότητα της καρδιάς του, ο Θεός του έδωσε απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα, μερικές φορές ανείπωτα από τον ίδιο. «Ο Γέροντας από το Πρόδρομο», όπως τον αποκαλούν με αγάπη οι κάτοικοι του Αγίου Όρους, είναι ένας εξομολογητής από αυτούς που σπάνια συναντάς πάνω στη γη: ο ιερομόναχος, που κλαίει μαζί σου για τις αμαρτίες σου και θεραπεύει τις πληγές της ψυχής σου με σοφές συμβουλές και με την προσευχή. Εκείνος που τηρεί τις εντολές, είναι ένας από εκείνους για τους οποίους λέγεται: «ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.» (Ματθ. 5:19). 
Έχει μια καθαρή ψυχή, στην οποία, όπως σε έναν καθρέφτη, αντανακλάται ο ουρανός για χάρη της τίμιας καρδιάς του, και όταν είναι ευτυχισμένος, όλο του το πρόσωπο αρχίζει να λάμπει, και είναι μεγάλη χαρά να είσαι κοντά του τότε, γιατί υπάρχει μια αίσθηση σαν να κάθεσαι στην αγκαλιά του παππού σου με την κατάλευκη γενειάδα, ο οποίος κοιτάζει με αγάπη την παιδική ηλικία της ψυχής σου. 
Και όμως, παρόλο που έχει «καλή καρδιά και ελαφρύ χέρι» (όπως το έθεσε ο πατήρ Αρσένιος (Παπατσόκ) σε σχέση με τους κληρικούς), μπορεί επίσης να είναι αρκετά σκληρός με τις αμαρτίες σας, αν δει ότι υποτάσσεστε σε αυτές. Αλλά ακόμη και σε αυτή την αυστηρότητα (προς την αμαρτία, αλλά ποτέ προς τον αμαρτωλό!) είναι εμφανής η αγάπη του για τους ανθρώπους. 
Λόγω της αγνότητας της ζωής του, ο Θεός τον έδωσε το χάρισμα της διορατικότητας, να βλέπει δηλαδή πάντα (πριν από εσάς!) πού είναι η «ρωγμή» στην καρδιά σας, το σημείο από το οποίο εισέρχονται τα πάθη στην ψυχή σας. Και είναι σε αυτό το σημείο που ο Αββάς Ιουλιανός σας διδάσκει να εφαρμόζετε τη θεραπεία. 
Μαζί με τρεις καλούς μου φίλους, επισκέφθηκα τον Αββά Ιουλιανό τον Φεβρουάριο του 2014[1] και ένα βράδυ, όταν θρηνούσαμε για τις πολλές κοσμικές ανησυχίες μας και την έλλειψη χρόνου για προσευχή, ο Γέροντας μας απάντησε ως εξής. 
Η Μονή του Αγίου Προδρόμου.  
Θέωση 
- Βλέπω ότι εσείς οι άνθρωποι είστε πολύ απασχολημένοι και θα μπορούσατε να πείτε πολλά, αν χρειαζότανε κάτι να πείτε, αλλά νομίζω ότι σε αυτή τη ζωή είναι σημαντικό να κάνουμε υπακοή για χάρη της μέλλουσας ζωής. Εξάλλου, ο Θεός μας έδωσε τον χρόνο και αυτή τη ζωή για να πάμε προετοιμασμένοι σ' Αυτόν. Αλλά δεν γνωρίζω γιατί δεν μας επιτρέπεται να ξέρουμε τη στιγμή ή την ώρα που θα πάμε στον Κύριο προετοιμασμένοι. Εξάλλου, ο Θεός δεν μας δημιούργησε χωρίς σκοπό. Και διακήρυξε τον σκοπό στην αρχή της Βίβλου, στη Γένεσις 1: 26: «καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» Και ο επόμενος στίχος λέει ότι «καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν», και δεν υπάρχει καμία αναφορά για την ομοιότητα, επειδή έπρεπε να γίνει από τον Αδάμ. 
Λοιπόν, εδώ είναι ο στόχος της ζωής μας, η θέωση, γιατί είναι γραμμένο: «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν.» (Ματθ. 5:48). 
Προσευχή και αγιότητα 
- Δεν έχουμε δει το πρόσωπο του Θεού, όπως διαβάζουμε στο κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, κεφ. 1:18: «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε». Αυτό είναι αλήθεια, αλλά μπορούμε να Τον συναντήσουμε στην προσευχή. Πήγαινε στο δωμάτιό σου, στο κελί σου, στην καρδιά σου, και πρώτα απ' όλα σκέψου καλά σε ποιον θα μιλήσεις, και μετά πες, όπως σε δίδαξε ο γέροντας: «Κύριε, Σ' ευχαριστώ, Κύριε, σ’ ευχαριστώ που μου έδωσες την ευκαιρία να μιλήσω σε Σένα, εγώ... ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος»! Και μετά σηκωθείτε και μιλήστε στον Θεό. 
Εξάλλου, τι θέλει Εκείνος να κάνουμε; Να διώξουμε όλες τις αμαρτίες που μας μολύνουν από μέσα μας. Μέρα είναι είτε νύχτα διότι αμαρτάνουμε όλη μέρα, μπείτε στο κλουβί της ψυχής σας και μιλήστε με Εκείνον που «καθαρίζει όλες τις ανομίες σας» (βλ. Ψαλμός 102:3). Και μετά πείτε: «τὸν ἰώμενον πάσας τὰς νόσους σου...»: «Συγχώρεσέ με, Κύριε, συγχώρεσέ με, γιατί δεν ήξερα ότι μπροστά στα μάτια Σου συμβαίνουν όλα αυτά! Γιατί ήμουν αναίσθητος και δεν Σε σκέφτηκα». Κάνε το λοιπόν αυτό μέρα με τη μέρα και μάθε να στέκεσαι μπροστά στον Θεό, γιατί έτσι θα εξαγνιστείς και θα προετοιμαστείς για την επερχόμενη κρίση. 
Και θα δεις επίσης τη μικρότητά σου και το πλήθος των αμαρτιών σου, αλλά και τη γενναιοδωρία του Θεού, «οὐ βούλομαι τὸν θάνατον τοῦ ἀσεβοῦς ὡς τὸ ἀποστρέψαι τὸν ἀσεβῆ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ καὶ ζῆν αὐτόν» (Ιεζ. 33:11). 
Όλες οι προσευχές είναι όμορφες, και είναι καλό να τις διαβάζετε από το βιβλίο των ωρών και τον Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο, αλλά αν έχετε λίγο χρόνο, σταθείτε μπροστά στον Θεό, όπως σας δίδαξα, και μιλήστε Του από τα βάθη της καρδιάς σας. Κάντε το και θα αρχίσετε να αισθάνεστε τον Θεό! Και θα συνειδητοποιήσετε ότι, ό,τι κάνετε, το κάνετε ενώπιον του Θεού! 
Και, πάλι, να θυμάστε ότι όταν η προσευχή σας παύει να υπάρχει, τότε αρχίζει η αμαρτία! Η ίδια η διακοπή της προσευχής είναι αμαρτία, διότι ο Θεός είπε: «Να είστε άγιοι!»[2] - και δεν έχω ακούσει για Αγίους που να μην προσευχόντουσαν. Και ο Απόστολος Παύλος είπε ότι πρέπει να προσευχόμαστε...«αδιάλειπτα»[3]! 
Ακατάπαυστα, όχι από καιρό σε καιρό. 
Σε παλαιότερες εποχές δεν υπήρχαν ιερείς, ούτε εκκλησίες, ούτε μοναχοί, υπήρχε μόνο μια κοινότητα πιστών εν μέσω του ειδωλολατρικού κόσμου. Ο απόστολος ήταν αυτός που τους είπε να προσεύχονται αδιάλειπτα, και αυτή η προτροπή ισχύει και για εσάς, που δεν έχετε χρόνο για προσευχή, επειδή και εκείνοι που ζούσαν στους αποστολικούς χρόνους δεν ήξεραν πόσο χρόνο θα είχαν για προσευχή, επειδή διώκονταν διαρκώς.

Η ασθένεια της ψυχής 
- Τώρα, ας το δούμε με έναν άλλο τρόπο: θα πάμε στον άλλο κόσμο. Θα πεθάνουμε σε αυτόν τον κόσμο: εδώ έχουμε πόνο, εκεί έχουμε πόνο... Και όταν κάτι αρχίζει να μας πονάει, τρέχουμε στον γιατρό και φροντίζουμε το σώμα μας. Και η ασθένεια της ψυχής; Γιατί δεν τη φροντίζουμε καθόλου; Μπορεί να συμβεί έτσι ώστε να αρρωστήσει η ψυχή σας, αλλά δεν ξέρετε από τι υποφέρει. Όταν το σώμα σας είναι άρρωστο, πηγαίνετε στο γιατρό για να θεραπευτείτε. Με τον ίδιο τρόπο, όταν η ψυχή σας πονάει, θα πρέπει να αναζητήσετε παρηγοριά και θεραπεία από έναν εξομολογητή. 
Να ξέρετε ότι ένας πραγματικά υγιές άνθρωπος έχει πάντα τον Θεό στην καρδιά του. Αν έχετε διαβάσει το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, κεφ. 17:21, γνωρίζετε ότι εκεί αναφέρεται: «ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν.» Βρίσκουμε επίσης προς Α΄ Κορινθίους, κεφ. 3: 16, ένα άλλο κείμενο που το επιβεβαιώνει αυτό: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;» 
Βλέπετε ότι ο απόστολος Παύλος βάζει ένα ερωτηματικό: «Δεν ξέρετε πραγματικά ότι ο Θεός ζει μέσα σας;» Δηλαδή, το σώμα είναι ο ναός του Αγίου Πνεύματος. Τα σώματα κάποιων αγίων δεν αποσυντίθενται και αποπνέουν ευωδία, επειδή σε όλη τη γήινη ζωή τους δόξαζαν τον Θεό μέσα τους. Σε όλη τους τη ζωή αγωνίζονταν να αγιάσουν τον εαυτό τους. 
Αγάπη και ελεημοσύνη 
- Γνωρίζετε ότι «ο Θεός είναι αγάπη», διότι ο Απόστολος Ιωάννης προς Α΄ επιστολή του γράφει ότι «ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Α΄ Ιωάννου 4:8). Και στο Κατα Λουκάν Ευαγγέλιο, κεφ. 6: 36, λέγει: «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί.» Αγάπη και ελεημοσύνη. Έτσι, αυτό είναι που θέλει να βρει ο Θεός στην ανθρώπινη καρδιά είναι αγάπη και ελεημοσύνη. Και αν τα βρει αυτά, τότε η Βασιλεία Του παραμένει σε αυτή την καρδιά. 
Ο καθένας από εμάς πρέπει να σκέφτεται: ότι η βασιλεία του Θεού είναι μέσα του; Έχω τόση αγάπη και ελεημοσύνη; Και αν αυτό ισχύει που σίγουρα ισχύει, διότι ο Θεός δεν ψεύδεται, τότε ο άνθρωπος θα πρέπει να αναρωτηθεί: Ποιες σκέψεις πρέπει να απορρέουν από το μυαλό μου, αν είμαι ο ναός του Αγίου Πνεύματος; 
Έτσι, η διατήρηση των σκέψεων είναι ένα σπουδαίο πράγμα για την αντιμετώπιση του εχθρού. Όμως το κακό δεν θα μπορούσε να φτάσει στην καρδιά μας αν ήταν γεμάτη αγάπη και ελεημοσύνη, όπως λέει και ο Κύριος: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς» (Ματθ. 5:44). Ποιο κακό θα σας στενοχωρούσε αν αγαπούσατε τους εχθρούς σας; 
Θα πρέπει, ωστόσο, να γνωρίζετε ότι προς Β΄ Τιμόθεο 3:12 αναφέρεται ότι «καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται». Έτσι, πρέπει να περιμένουμε λύπη και στεναχώρια, αν επιθυμείτε τη Βασιλεία του Θεού, και για εκείνους που σας διώκουν ο Σωτήρας λέει ότι πρέπει να προσεύχεστε.


Προσβολή και αυτοδικαίωση 
- Το πρώτο πράγμα από το οποίο νοσεί η ψυχή είναι η αυτοδικαίωση. Είναι δύσκολο για έναν άνθρωπο να ανεχτεί την «προσβολή» στον κόσμο χωρίς να μισεί αυτόν που την προκάλεσε. 
- Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέει ότι «όποιος μπορεί να υπομείνει ένα παράπονο και με τη δύναμή του να το δικαιολογήσει, έχει λάβει παρηγοριά από τον Θεό»[4].
- Αναμφίβολα αυτό είναι αλήθεια. Πώς αλλιώς θα ήταν αν, αντί να απαντάτε σε μια προσβολή με μίσος, χαμογελούσατε φιλικά στον διώκτη σας και προσευχόσασταν γι' αυτόν; 
Ένας καλός χριστιανός δεν πρέπει να έχει εχθρούς. Τουλάχιστον με τη θέληση και τη συμπεριφορά του. Και όχι μόνο για το δικό σου καλό: αν ξέρεις ότι κάποιος μπορεί να σκοντάψει εξαιτίας σου, πήγαινε και ζήτα του συγχώρεση, γιατί αν είσαι θυμωμένος μαζί του, θα υπάρξουν δύο άνθρωποι που θα καταληφθούν από μίσος, αλλά αν στραφείς προς αυτόν με αγάπη, μπορεί να τον κερδίσεις, και θα βρείτε και οι δύο ειρήνη. 
Ο Θεός είπε ότι πρέπει να συγχωρείτε, γιατί τότε θα συγχωρεθείτε και εσείς οι ίδιοι[5]. Και ποιος από εμάς δεν χρειάζεται συγχώρεση; Γιατί, λοιπόν, να τη χάσετε και να δικαιολογήσετε τον εαυτό σας, όταν ξέρετε ότι ο Θεός θα σας χαρίσει την καλύτερη συγχώρεση, διότι μόνο αυτός γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων; Υποβάλετε στον Θεό την αλήθεια και την ανταπόδοση, και η ψυχή σας θα βρει ανάπαυση με αυτόν τον τρόπο. 
[1] Τον Φεβρουάριο είναι τα γενέθλια του γέροντα, γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 1926. 
[2] Λεβ. 11: 44. 
[3] Βλ.: 1 Θεσ. 5: 17. 
[4] Βλ.: Όσιος Ισαάκ ο Σύρος. Λόγοι περί ασκητισμού. Λόγος 57. 
[5] Βλ.: Λουκ. 6: 37.

Μεταφράστηκε από τα ρουμανικά από την Ζηναϊδα Πεϊκόβα
Μεταφραστής: Σάββας Λαζαρίδης


7/6/2023

Άγιος Λούππος Επίσκοπος Τρουά.

Άγιος Λούππος Επίσκοπος Τρουά. 
29 Ιουλίου. 
Γεννημένος περί το 383 στο Τουλ από ευγενή γαλλο-ρωμαϊκή οικογένεια, ο Άγιος Λούππος έλαβε καλή μόρφωση στα κλασικά γράμματα. Παντρεύθηκε την Πιμενιόλη, αδελφή του Αγίου Ιλαρίου Αρελάτης [5 Μαΐου] και συγγενή του Αγίου Ονωράτου [16 Ιανουαρίου]. Μετά από συμβίωση έξι χρόνων χώρισαν για να αφιερωθούν στον Θεό: η Πιμενιόλη εκάρη μοναχή και ο Λούππος μπήκε στην Μονή του Λερίνου, εξαιτίας της φήμης του Αγίου Ονωράτου.

Μετά από έναν χρόνο, ενώ ταξίδευε στο Μακόν για να διαθέσει τα υπάρχοντά του, εξελέγη επίσκοπος της Τρουά (στην Σαμπανία) (426). Παραμένοντας ωστόσο πιστός στις μοναχικές του υποσχέσεις, συνέχισε τον ασκητικό βίο παράλληλα με τα ποιμαντικά του καθήκοντα. Κοιμόταν κατά γης, φορούσε τον τρίχινο χιτώνα κατά σάρκα, έτρωγε και κοιμόταν μέρα παρά μέρα και έδειχνε ανελλιπώς την αγάπη του απέναντι στους φτωχούς και στους φυλακισμένους.

Το 429, κατόπιν αιτήματος του πάπα Κελεστίνου και των επισκόπων της Γαλατίας που είχαν συγκληθεί σε Σύνοδο, συνόδευσε τον Άγιο Γερμανό του Ωξέρ [31 Ιουλίου] στην Μεγάλη Βρετανία για την αντιμετώπιση των αιρετικών πελαγιανών, που ισχυρίζονταν ότι δεν είχαν ανάγκη της θείας χάριτος.

Επιστρέφοντας στην Τρουά, αφού έφερε πλήθος ψυχών στην αληθινή Πίστη, τόσο με τα θαύματά του όσο και με τα θεόπνευστα λόγια του, ανέλαβε εκ νέου τα καθήκοντά του με πατρική έγνοια.

Κατά την εισβολή των Ούννων (451), ενώ η πόλη της Τρουά, αφρούρητη και ανοχύρωτη, βρισκόταν στο έλεος των επιδρομέων, ο άγιος επίσκοπος προέτρεψε τον πληθυσμό να αναπέμψει τις προσευχές του με συντριβή καρδίας ενώ ο ίδιος διπλασίασε τις σκληραγωγίες του.

Κατόπιν ενδεδυμένος τα αρχιερατικά του άμφια και συνοδευόμενος από τον κλήρο του μετέβη προς συνάντηση του Αττίλα και επιβάλλοντας τον σεβασμό με την μεγαλοπρέπειά του έκανε τον τύραννο να σταματήσει τους άνδρες του που είχαν ορμήσει πάνω στους ανυπεράσπιστους κληρικούς.

Ο Λούππος του είπε: «Εάν είσαι, όπως ισχυρίζεσαι, η “μάστιγα του Θεού”, τιμώρησέ μας όσο σου το επιτρέψει το χέρι που σε οδηγεί». Τα λόγια αυτά άγγιξαν την καρδιά του βαρβάρου που χαρίστηκε στην πόλη.

Μετά την ήττα του, ο Αττίλας πέρασε πάλι από την Τρουά και πήρε μαζί του όμηρο τον Άγιο επίσκοπο μέχρι τον Ρήνο· δεν άργησε όμως να τον αφήσει ελεύθερο ζητώντας τις προσευχές του. 
Επιστρέφοντας ο άγιος Λούππος, επειδή κάποιοι τον υποπτεύονταν ότι βρισκόταν σε συνεννόηση με τους Ούννους, αποσύρθηκε για δύο χρόνια στο όρος Λασουά, εξήντα χιλιόμετρα περίπου απόσταση από την Τρουά, και κατόπιν στο Μακόν, όπου επιτέλεσε θαυματουργικές ιάσεις, οι οποίες τον έκαναν τόσο ονομαστό ώστε ο βασιλέας των Αλαμανών ελευθέρωσε για χάρη του τους αιχμαλώτους που κρατούσε.

Φθάνοντας στην Τρουά ανέλαβε την αποκατάσταση των ζημιών, υλικών και πνευματικών, που η βαρβαρική επιδρομή είχε προκαλέσει στον πληθυσμό της πόλης και της γύρω υπαίθρου. Πολλοί μαθητές του συναριθμήθηκαν στους πλέον επιφανείς επισκόπους των χρόνων εκείνων.

Ο Άγιος Λούππος παρέδωσε εν ειρήνη την ψυχή του στον Θεό στις 29 Ιουλίου 479, μετά από επισκοπεία πενήντα δύο ετών.

 

Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας Τόμος 11ος, Ιούλιος. Ίνδικτος,

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2023

...να μετριάσεις την εμπιστοσύνη στη διαίσθηση σου… (όσιος Σωφρόνιος)

Επιστολή 32 
Εργασία επάνω στον εαυτό της. Διαίσθηση και αγιότητα. 
The Old Rectory 
13 Ιανουαρίου 1968 
Αγαπητή μου Μαρία, 
Να πληθαίνει αδιάκοπα σ’ εσένα η Άνωθεν ευλογία και η ειρήνη του Χριστού να βασιλεύει στην ψυχή σου. 
Σήμερα είναι ιδαίτερα σημαντικό ν’ αρχίσω το γράμμα μου επικαλούμενος για σένα την Άνωθεν ειρήνη. Με αναγκάζεις να σου γράψω αμέσως εφόσον το τελευταίο γράμμα μου σε σύγχυσε με αμφιβολίες. Γράφεις: «Παλαιότερα η διαίσθησή μου ποτέ δεν με είχε παραπλανήσει. Τώρα όμως χάρηκα που είδα ότι έσφαλα». 
Σε παρακαλώ, μη βάζεις τον άνθρωπο σε τόσο δύσκολη θέση, όταν για κάθε απάντηση μπορείς να βρίσκεις κάτι το αρνητικό. Σήμερα θέλω να σου γράψω ότι όχι μόνο η διαίσθησή σου σε σχέση με το γράμμα μου ήταν λανθασμένη, αλλά και ότι γενικά το να εμπιστεύεσαι τόσο πολύ τη διαίσθησή σου, δεν είναι ακίνδυνο πράγμα. Και το δεύτερο αυτό είναι πολύ σημαντικότερο από το πρώτο. Για το ότι είχα πάντοτε τα καλύτερα αισθήματα για σένα δεν πρέπει να αμφιβάλλεις. Έχεις θαυμάσια καρδιά, ωστόσο όμως και συ ακόμη πρέπει να εργάζεσαι επάνω στον εαυτό σου, για να τον κάνεις ακόμη πιο άνετο με τους ανθρώπους που σε αγαπούν. Να γίνεις τέτοια, που να μη προκαλούνται ούτε προστριβές ούτε λάθη ούτε παρεξηγήσεις μαζί σου. Τέτοιος ήταν ο Γέροντας Σιλουανός. Συνεπώς, Μαρία, αν πρόκειται για εφήμερα πράγματα, τότε τα λάθη δεν είναι τόσο ουσιαστικά. Αν όμως εμπιστευόμαστε τη διαίσθησή μας για πράγματα υπέρτατης σημασίας, τότε το κάθε λάθος μπορεί να απειλήσει τον άνθρωπο ακόμη και με απώλεια. Με την έννοια λοιπόν αυτή να υπακούς στην πείρα των αρχαίων ασκητών, που δεν επιτρέπει να εμπιστευόμαστε σε τέτοιο βαθμό τη διαίσθησή μας. 
Δυστυχώς στον κόσμο γίνεται διαρκώς αυτό το λάθος. Πρέπει αναπόφευκτα να χειραγωγούμαστε με το «όργανο» εκείνο που έχουμε. Είτε βέβαιοι είτε όχι, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το καρδιακό μας ραντάρ. Οπωσδήποτε όμως οφείλουμε να υπερνικήσουμε την αυτοπεποίθησή μας με δύσκολο αγώνα, ψυχικό και διανοητικό. Η διαίσθησή μας θα ήταν απολύτως ορθή, αλάθητη, αν ήμασταν ολότελα άγιοι. Αν όμως δεν έχουμε φθάσει σε αυτή την αγιότητα, τότε και η διαίσθησή μας, όπως και η λογική μας, δεν λειτουργούν εντελώς σωστά. Κάπου έγραφα ότι τα συμπεράσματα της λογικής μας παρουσιάζονται σε μας με «ψυχολογικό και αυθόρμητο» τρόπο ως τα πιο οφθαλμοφανή και αναμφίβολα[1]. Αν όμως συλλογισθούμε πράγματι βαθύτερα μήπως είναι έτσι αυτό, τότε θα πεισθούμε ότι δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό με μας. Γιατί; Διότι βεβαίως για τον άνθρωπο το ζητούμενο αληθινά και αποκλειστικά είναι μόνο η απολύτως δίκαιη κρίση. Γι’ αυτήν όμως είναι απαραίτητο να κατέχουμε τη Θεία Παγγνωσία, που εμείς δεν έχουμε. 
Στη λογική μας σκέψη υπάρχει μία ανυπέρβλητη ατέλεια: Εκείνα τα επιχειρήματα που κατέχουμε ή εκείνες οι αρχές, με βάση τις οποίες βγαίνουν τα συμπεράσματα, ποτέ δεν αποδεικνύονται στην πράξη επαρκή. Στην ασήμαντη καθημερινότητα της υπάρξεώς μας ακόμη και τέτοια λογική με τα ανεπαρκή αυτά συμπεράσματα είναι κάπως ωφέλιμη. Αλλά στην αναζήτηση της Αιώνιας Αλήθειας βγαίνουμε από τα όρια όλων εκείνων που βλέπουμε ή ακόμη και νοούμε. Και αυτό δεν μας επιτρέπεται να το ξεχνούμε. Συνεπώς, χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις, επίτρεψέ μου να σου συστήσω να μετριάσεις την εμπιστοσύνη στη διαίσθησή σου … 
[1] Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σ. 212 κ.ε.

Αρχιμ. Σωφρονίου, 
«Γράμματα στη Ρωσία», 
Έκδοσις Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ

ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ


 Πηγή : εδώ 

ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ 

 Γεώργιος Κόρδης 

Στην βυζαντινή ζωγραφική, που είναι ελληνικός εικαστικός τρόπος, ποτέ δεν είναι προτεραιότητα ο εξεικονισμός του συναισθηματικού κόσμου των εικονιζομένων προσώπων που συμμετέχουν σε γεγονότα. Ακολουθώντας μάλλον την ανάλογη διαχείριση της ελληνικής κλασσικής περιόδου, οι βυζαντινοί μαΐστορες αποδίδουν τα αισθήματα των εικονιζομένων αλλά όχι τα συναισθήματά τους που είναι έτσι κι αλλιώς ιδιατέρως τρεπτά και δευτερεύοντα. 
Έτσι εικονίζουν συχνά την σταθερή αγάπη και την τρυφερότητα που νιώθει η Παναγία για τον Χριστό, αλλά όχι τη χαρά της ή άλλα συνασθήματά της που πιθανότατα θα ένιωθε σε διάφορες στιγμές. 
Εκφράζουν το πένθος αλλά όχι την λύπη και τον εσωτερικό πόνο που νιώθει ένα πρόσωπο μπροστά στον θάνατο αγαπημένου. 
Έτσι η ζωγραφιά, αφού δεν είναι στερημένη αισθημάτων είναι αληθινή, αλλά δεν εκφυλίζεται σε τόπο έκφρασης συναισθηματισμού ο οποίος δεν περιγράφει κάτι περισσότερο από την στιγμιαία, δηλαδή τρεπτή, κατάσταση ενός προσώπου. Αντίθετως, αποτυπώνοντας τα αισθήματα δηλώνεται η υπαρξιακή (περισσότερο σταθερή) κατάσταση των εικονιζομένων, το πώς στέκονται και πώς συμμετέχουν ουσιαστικά στα γεγονότα της ζωής. 
Η εικαστική έκφραση των αισθημάτων στην Βυζαντινή ζωγραφική, όπως και στην ελληνική τέχνη της κλασσικής περιόδου, γίνεται μέσα από τις κινήσεις τους και τον τρόπο της σύνθεσης κι όχι τόσο με τις συσπάσεις των χαρακτηριστικών του προσώπων τους και συχνά με την χρήση κωδικοποιημένων στάσεων που συνιστούν σε κάθε κοινωνία μια άδηλη γλώσσα επικοινωνίας κοινής αποδοχής. 
Δύο όμορφα παραδείγματα από το τοιχογραφικό συνολο του Αγίου Παντελεήμονα στο Νέρετζι (Βόρεια Μακεδονία) 1164μχ. 
Το πρώτο είναι η κεφαλή του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, ο οποίος θρηνεί όπως και όλα τα πρόσωπα της σκηνής του Επιταφίου Θρήνου ενώ κρατεί σεβαστικά και τρυφερά το χέρι του νεκρού Χριστού. Εδώ εκφράζεται ο θρήνος για τον θάνατο του Διδασκάλου αλλά και η αγάπη του γι' αυτόν χωρίς συνασθηματισμό. 

 

Το δεύτερο είναι από το Γεννέσιο της Θεοτόκου. Η κλινήρης λεχώ Αγία Άννα έχει αγκαλιάσει με το δεξί της χέρι μια θεραπαινίδα (για να στηριχτεί ή να την στηρίξει) η οποία έχει γείρει επάνω της και τρυφερά αγγίζει την κοιλιά της (για να της πάρει τον πόνο του τοκετού ή για να εκφράσει την αγάπη της γι' αυτήν;). Υπέροχο δείγμα εικαστικής έκφρασης τόσων πολλών για την ψυχική κατάσταση των εικονιζομένων με τόσο λιτό τρόπο χωρίς το έργο να ευτελίζεται σε ένα συναισθηματικό και μελλοδραματικό τοπίο.

Για τη χαρά της ψυχής εκείνου που άρχισε να υπηρετεί τον Θεό.



Αββάς Αμμωνάς. 
Λόγος Β΄ 
Για τη χαρά της ψυχής εκείνου που άρχισε να υπηρετεί τον Θεό.

Αγαπητοί αδελφοί, ας κλάψουμε όσο μπορούμε περισσότερο ενώπιον του Θεού, μήπως η αγάπη του μας στείλει δύναμη που θα μας περιφρουρεί, ώσπου να νικήσουμε τους πονηρούς δαίμονες, τους οποίους συναντούμε μπροστά μας και με τους οποίους συνεργαστήκαμε στο παρελθόν. 
Ας επιθυμούμε να ζούμε ειρηνικά με όλους (πρβλ. Ρωμ. 12:18), μικρούς και μεγάλους. Αυτή η ειρήνη θα μας προφυλάξει από το μίσος, όταν αυτό έρθει να μας συναντήσει. 
Όποιος αρρώστησε, αυτός αντιλήφθηκε την αξία της υγείας. 
Όποιος στεφανώνεται, στεφανώνεται γιατί νίκησε τους εχθρούς του βασιλιά.

Υπάρχουν πάθη, υπάρχουν και αρετές. Αν δεν αγωνιζόμαστε (ν’ απαλλαγούμε από τα πρώτα και ν’ αποκτήσουμε τις δεύτερες), θα φανούμε προδότες.

Μετά τον Θεό, η ανδρεία της καρδιάς βοηθάει την ψυχή (στον αγώνα της), όπως ακριβώς η ακηδία βοηθάει την κακία.

Η δύναμη εκείνων που θέλουν ν’ αποκτήσουν τις αρετές, φαίνεται σε τούτο: Όταν πέφτουν, δεν αποκαρδιώνονται, αλλά συνεχίζουν με ζήλο τον αγώνα.

Τα εργαλεία των αρετών είναι οι σωματικοί κόποι που καταβάλλονται με επίγνωση

Τα πάθη γεννούν τις αμαρτίες από την αμέλεια μας.

Η αποφυγή της κατακρίσεως του πλησίον προστατεύει σαν τείχος όσους αγωνίζονται με επίγνωση. Απεναντίας, η κατάκριση του πλησίον, με την αγνωσία της, γκρεμίζει αυτό το τείχος.

Ο έλεγχος της γλώσσας δείχνει άνθρωπο αγωνιστή, ενώ η ανεξέλεγκτη γλώσσα φανερώνει έλλειψη αρετής.

Η ελεημοσύνη, όταν γίνεται με επίγνωση, γεννά την προόραση και οδηγεί στην αγάπη, ενώ η ανελεημοσύνη φανερώνει έλλειψη αρετής.

Η αγαθότητα γεννά την αγνεία, ενώ ο περισπασμός γεννά τα πάθη.

Η σκληροκαρδία γεννά την οργή.

Η ψυχή ασκείται με την αποφυγή του περισπασμού, ενώ το σώμα ασκείται με τη στέρηση.

Καταστροφή της ψυχής είναι η αγάπη του περισπασμού, ενώ διόρθωση της είναι η ησυχία που ασκείται με επίγνωση.

Ο πολύς ύπνος ξεσηκώνει τα σωματικά πάθη, ενώ η μετρημένη αγρυπνία σώζει την ψυχή.

Ο πολύς ύπνος κάνει αναίσθητη την καρδιά, ενώ η σωστή αγρυπνία την κάνει ευαίσθητη.

Ο πολύς ύπνος σκοτίζει την ψυχή, ενώ η μετρημένη αγρυπνία τη φωτίζει.

Είναι καλύτερα να κοιμάσαι, σωπαίνοντας με επίγνωση, παρά να αγρυπνείς με φλυαρίες.

Το πένθος διώχνει όλα τα πάθη δίχως ταραχή. Μην πληγώνεις τη συνείδηση του πλησίον, και θα γεννηθεί μέσα σου η ταπεινοφροσύνη. Ο έπαινος των ανθρώπων γεννά σιγά-σιγά την υπερηφάνεια, ενώ η αγάπη της ανέσεως διώχνει την πνευματική γνώση.

Η εγκράτεια στην τροφή ταπεινώνει τα πάθη, ενώ η επιθυμία των φαγητών εύκολα τα ξεσηκώνει.

Ο στολισμός του σώματος είναι καταστροφή της ψυχής, ενώ η φροντίδα γι’ αυτό με φόβο Θεού είναι ωφέλιμη.

Η προσοχή στις εντολές του Θεού γεννά τον φόβο του Θεού στην ψυχή, ενώ η καταπάτηση της συνειδήσεως διώχνει από την καρδιά τις αρετές.

Η αγάπη προς τον Θεό ελευθερώνει την ψυχή, ενώ η έλλειψη του θείου φόβου την υποδουλώνει.

Το κλειστό στόμα, αν σωπαίνει με επίγνωση, υψώνει τη διάνοια προς τον Θεό, ενώ η πολυλογία γεννά την ακηδία και τη μανία.

Η απάρνηση του θελήματος σου, για χάρη του πλησίον, σημαίνει ότι ο νους σου γνωρίζει τις αρετές, ενώ η εμμονή στο θέλημα σου ενάντια στον πλησίον σημαίνει ότι τις αγνοεί.

Η μελέτη (των Γραφών που γίνεται) με φόβο Θεού προφυλάσσει την ψυχή από τα πάθη, ενώ τα κοσμικά λόγια τη σκοτίζουν, στερώντας της το φως των αρετών.

Η αγάπη προς τα υλικά πράγματα ταράζει τον νου και την καρδιά, ενώ η απάρνησή τους ανακαινίζει τον νου και την καρδιά.

Η απόκρυψη των λογισμών φανερώνει επιδίωξη της τιμής του κόσμου και της αισχρής δόξας του, ενώ η πρόθυμη εξαγόρευση τους στους πνευματικούς πατέρες τους απομακρύνει.

Σε σπίτι δίχως πόρτα και παράθυρα μπαίνει όποιο ερπετό θέλει. Με τέτοιο σπίτι μοιάζει εκείνος που κοπιάζει, αλλά δεν ασφαλίζει τους κόπους του.

Όπως η σκουριά κατατρώει το σίδερο, έτσι και η τιμή των ανθρώπων κατατρώει την καρδιά που θα την αποδεχθεί.

Πρώτη απ’ όλες τις αρετές είναι η ταπεινοφροσύνη, ενώ πρώτο απ’ όλα τα πάθη είναι η γαστριμαργία.

Αποκορύφωμα των αρετών είναι η αγάπη, ενώ αποκορύφωμα των παθών είναι η αυτοδικαίωση.

Όπως το σκουλήκι κατατρώει και αφανίζει το ξύλο, έτσι και η κακία παίρνει από την ψυχή το φως των αρετών και τη σκοτίζει.

Όταν η ψυχή ριχθεί μπροστά στον Θεό, υπομένει ατάραχα τις προσβολές, ενώ τα δάκρυά της δεν στερεύουν από τις ανθρώπινες τιμές.

Η έλλειψη της αυτομεμψίας μας κάνει να μην έχουμε υπομονή την ώρα της οργής.

Η ενασχόληση του νου με κοσμικούς λογισμούς ταράζει την καρδιά, ενώ τον ίδιο τον ντροπιάζει, όταν προσεύχεται στον Θεό, γιατί δεν έχει παρρησία.

Η αγάπη των κοσμικών υποθέσεων σκοτίζει την ψυχή, ενώ η τέλεια αδιαφορία γι’ αυτές της χαρίζει πνευματική γνώση.

Η αγάπη προς τους κόπους είναι μίσος εναντίον των παθών, ενώ η οκνηρία εύκολα τα προκαλεί.

Μην προσκολληθείς σε κανέναν τρόπο ζωής, και ο λογισμός σου θα είναι ήρεμος.

Μη στηρίζεσαι στις δικές σου δυνάμεις, και η βοήθεια του Θεού θα σε ακολουθεί.

Μην εχθρεύεσαι κανέναν άνθρωπο, γιατί αλλιώς ο Θεός δεν θα δέχεται την προσευχή σου,

Να ζεις ειρηνικά με όλους, για να έχεις παρρησία στην προσευχή.

Φύλαγε τα μάτια σου, και η καρδιά σου δεν θα στραφεί στα πονηρά.

Όποιος παρατηρεί οτιδήποτε ηδονικά, διαπράττει μοιχεία.

Μη θελήσεις ν’ ακούσεις κακό γι’ αυτόν που σε λύπησε, για να μην τον εκδικηθείς μέσα στην καρδιά σου.

Φύλαγε την ακοή σου, για να μην προξενήσεις στον εαυτό σου πολέμους.

Να εργάζεσαι το εργόχειρο σου, για να βρίσκουν οι φτωχοί ψωμί σ’ εσένα. Η αργία είναι θάνατος και απώλεια της ψυχής.

Η αδιάλειπτη προσευχή ελευθερώνει, ενώ η προοδευτική αμέλεια είναι μητέρα της λήθης.

Όποιος περιμένει σύντομο θάνατο, δεν θα πέσει σε πολλές αμαρτίες, ενώ όποιος προσδοκά μακροβιότητα, θα πέσει.

Ο Θεός φροντίζει να καθαρίσει από κάθε αμαρτία αυτόν που ετοιμάζεται να του δώσει λόγο για όλα τα έργα του. Όποιος, όμως, αδιαφορεί και λέει ότι θα προλάβει να ετοιμαστεί, μένει με τις κακίες του.

Πριν από κάθε έργο σου, να σκέφτεσαι καθημερινά που βρίσκεσαι και που πρόκειται να πας μετά την έξοδό σου από το σώμα. Έτσι, δεν θα παραμελήσεις την ψυχή σου καμιά μέρα.

Να σκέφτεσαι τη δόξα που απέκτησαν όλοι οι άγιοι, και ο ζήλος τους σιγά-σιγά θα σε ελκύσει.

Να σκέφτεσαι, επίσης, την καταισχύνη των αμαρτωλών, και θα προφυλαχθείς από τις κακίες.

Να συμβουλεύεσαι πάντοτε τους πνευματικούς σου πατέρες, και θα έχεις ανάπαυση σ’ όλη σου τη ζωή.

Πρόσεχε τον εαυτό σου, και, αν αντιληφθείς ότι ο αδελφός σου είναι λυπημένος μαζί σου, μην τον περιφρονήσεις, αλλά βάλε του μετάνοια με φωνή ικετευτική, ώσπου να τον καθησυχάσεις.

Πρόσεχε να μην είσαι σκληρόκαρδος με τον αδελφό σου, γιατί όλους μας πολεμάει η έχθρα.

Αν συγκατοικείς με αδελφούς, μην τους διατάξεις σε καμιά περίπτωση, αλλά κακοπάθησε μαζί τους, για να μη χάσεις τον μισθό σου.

Αν οι δαίμονες σε κάνουν ν’ ανησυχείς για τροφές και ρούχα, θυμίζοντας σου την ντροπή που έχει η μεγάλη φτώχεια, μην τους δώσεις καμιάν απόκριση, αλλά παραδώσου ολόψυχα στον Θεό και θα έχεις ανάπαυση.

Πρόσεχε μην παραμελείς τις ακολουθίες σου, γιατί αυτές είναι που φωτίζουν την ψυχή.

Αν έκανες καλές πράξεις, μην καυχιέσαι γι’ αυτές. Αν, πάλι, έκανες πολλές αμαρτίες, μη λυπηθείς υπερβολικά, αλλά πρόσεχε την καρδιά σου, για να μην ξαναπέσεις σ’ αυτές. Κι αν είσαι σοφός, θα φυλαχθείς από την υπερηφάνεια.

Αν σε ενοχλεί η πορνεία, να ταλαιπωρείς πάντοτε το σώμα σου με ταπείνωση ενώπιον του Θεού και να μην αφήνεις την καρδιά σου να πιστέψει ότι συγχωρήθηκαν οι αμαρτίες σου. Έτσι θα ησυχάσεις.

Αν σε πολεμάει η γαστριμαργία με την επιθυμία φαγητών, σκέψου τη δυσοσμία στην οποία καταλήγουν. Έτσι θα ησυχάσεις.

Αν σε πιέζει η καταλαλιά εναντίον του αδελφού σου, σκέψου ότι θα λυπηθεί, αν το μάθει, και θα ντρέπεσαι να τον συναντήσεις. Έτσι θα ησυχάσεις.

Αν σε κυριεύει η υπερηφάνεια, σκέψου ότι εξαιτίας της πάνε χαμένοι όλοι σου οι κόποι και ότι δεν υπάρχει μετάνοια για όσους υπακούνε σ’ αυτήν. Έτσι θα ησυχάσεις.

Αν πολεμάει την καρδιά σου, η περιφρόνηση του πλησίον, σκέψου ότι γι’ αυτήν ο Θεός θα σε παραδώσει στα χέρια των εχθρών σου. Έτσι θα ησυχάσεις.

Αν ελκύει την καρδιά σου η ομορφιά του σώματος, σκέψου τη δυσοσμία του, όταν θα νεκρωθεί. Έτσι θα ησυχάσεις.

Αν σε πολεμάει η ηδονή των γυναικών, που τη βρίσκεις πολύ ευχάριστη, σκέψου που βρίσκονται όσες γυναίκες πέθαναν. Έτσι θα ησυχάσεις.

Ο διακριτικός άνθρωπος, αφού τα συγκεντρώσει και τα εκτιμήσει όλα αυτά, αγωνίζεται για τα καλά και αποφεύγει τα κακά. Είναι, όμως, αδύνατο ν’ αποκτήσει κανείς τη διάκριση, αν δεν ακολουθήσει τη σωστή μέθοδο: Πρώτα να καλλιεργήσει την ησυχία. Η ησυχία γεννά την άσκηση και την κατάνυξη. Η κατάνυξη γεννά τον φόβο. Ο φόβος γεννά την ταπείνωση και την προόραση. Η προόραση γεννά την αγάπη. Η αγάπη χαρίζει στην ψυχή ανοσία, δηλαδή απάθεια. Και όταν, ύστερα απ’ όλα αυτά, φτάσει ο άνθρωπος στην απάθεια, διαπιστώνει πως είναι πιο κοντά στον Θεό.

Όποιος, λοιπόν, θέλει να τιμηθεί με τις αρετές, πρέπει να πάψει ν’ ασχολείται με οποιονδήποτε άνθρωπο, δηλαδή να μην τον κρίνει, και να ετοιμαστεί για τον θάνατο. Και όποτε προσεύχεται, ας εξετάζει τι είναι εκείνο που τον χωρίζει από τον Θεό, και ας το απομακρύνει. Ας μισήσει, επίσης, τον κόσμο τούτο, και η αγαθότητα του Θεού σύντομα θα του χαρίσει τις αρετές.

Μάθε και τούτο: Κάθε άνθρωπος που τρώει και πίνει χωρίς μέτρο ή που αγαπά κάτι από τα εγκόσμια, δεν πρόκειται να φτάσει στις αρετές, ούτε καν να τις πλησιάσει. Αυτός απατά τον εαυτό του.

Παρακαλώ κάθε άνθρωπο που θέλει να μετανοήσει ενώπιον του Θεού, να φυλαχθεί από το πολύ κρασί. Γιατί αυτό ξυπνά όλα τα πάθη και διώχνει από την ψυχή τον φόβο του Θεού.

Εσύ όμως, μ’ όλη σου τη δύναμη παρακάλεσε τον Θεό να σου χαρίσει τον φόβο του. Και τότε ο μεγάλος πόθος σου γι’ αυτόν θα αφανίσει όλα τα πάθη που αντιστρατεύονται την ταλαίπωρη ψυχή σου, θέλοντας να την απομακρύνουν από τον Θεό και να την κυριέψουν. Ίσως γι’ αυτό οι εχθροί βάζουν τα δυνατά τους, όταν πολεμούν τον άνθρωπο.

Μην αποβλέπεις λοιπόν αδελφέ, σε ανάπαυση στον κόσμο τούτο, όσο βρίσκεσαι μέσα στο σώμα. Ούτε ποτέ να εμπιστευθείς τον εαυτό σου, όταν τον βλέπεις να ησυχάζει από τον πόλεμο των παθών. Γιατί οι δολεροί εχθροί κρύβονται πρόσκαιρα με πανουργία, ώσπου ο άνθρωπος, νομίζοντας ότι σταμάτησε ο πόλεμος, να χαλαρώσει τη νήψη της καρδιάς του. Και τότε ορμούν ξαφνικά στην ταλαίπωρη ψυχή, την αρπάζουν σαν σπουργίτι και αφού την αιχμαλωτίσουν, την εξευτελίζουν ανελέητα με κάθε αμαρτία· την εξευτελίζουν με αμαρτίες χειρότερες απ’ αυτές που έκανε προηγουμένως και για τις οποίες παρακαλούσε να συγχωρηθεί.

Ας σταθούμε, λοιπόν, με φόβο Θεού και ας επιτελούμε με νήψη την πρακτική μας άσκηση, προσπαθώντας να φυλάξουμε όλες τις αρετές, που εξουδετερώνουν την κακία των εχθρών. Γιατί οι κόποι και οι μόχθοι της σύντομης αυτής ζωής όχι μόνο μας προφυλάσσουν από το κακό, αλλά και ετοιμάζουν στεφάνια για την ψυχή, πριν αυτή εγκαταλείψει το σώμα.

Ας αποφύγουμε, αδελφοί, τον κόσμο και τα εγκόσμια αγαθά, για να κληρονομήσουμε τα επουράνια. Τα εγκόσμια αγαθά είναι το χρυσάφι, το ασήμι, τα σπίτια και τα ενδύματα, που όχι μόνο μας οδηγούν σε αμαρτίες, αλλά και που τα εγκαταλείπουμε, όταν πεθάνουμε.

Απεναντίας, τα αγαθά του Θεού είναι αμέτρητα, είναι όσα «μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και ανθρώπινος νους δεν φαντάστηκε» (Α΄. Κορ. 2:9), και τα δίνει ο Θεός σ’ όσους τον υπακούνε στη σύντομη τούτη ζωή. Δεν τα δίνει δωρεάν, αλλά σαν αμοιβή για το ψωμί και το νερό και το ρούχο που πρόσφεραν στους φτωχούς, για τη φιλανθρωπία, για την αγνότητα του σώματος, για την αποφυγή της βλάβης του πλησίον, για την ακακία της καρδιάς και για την τήρηση των υπόλοιπων εντολών Του. Όσοι τα εφαρμόζουν αυτά, θα βρουν ανάπαυση. Στον κόσμο τούτο θα τους σεβαστούν οι άνθρωποι, ενώ μετά την έξοδό τους από το σώμα θ’ απολαύσουν χαρά αιώνια.

Απεναντίας, όσοι εκπληρώνουν τα αμαρτωλά τους θελήματα και δεν θέλουν να μετανοήσουν, αλλά παραδομένοι στις ηδονές και στην αυταπάτη τους, επιτελούν την ανομία, λένε λόγια ευτράπελα, λογομαχούν, δεν φοβούνται την κρίση του Θεού, δεν ελεούν τους φτωχούς και διαπράττουν κάθε άλλο αμάρτημα, αυτοί στην παρούσα ζωή θα καταντροπιαστούν και θα περιφρονηθούν από τους ανθρώπους, ενώ, όταν αναχωρήσουν απ’ αυτόν τον κόσμο, ο εξευτελισμός και η αισχύνη θα τους οδηγήσουν στη γέεννα.

Ο Θεός έχει τη δύναμη να μας ενισχύσει και να μας αξιώσει να προκόψουμε στα έργα του, προφυλάσσοντας τον εαυτό μας από κάθε αμαρτία, για να μπορέσουμε να σωθούμε την ώρα του πειρασμού, που πρόκειται να έρθει σ’ όλο τον κόσμο. Δεν θ’ αργήσει ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός. Θα έρθει, φέρνοντας την αμοιβή του καθενός. Τους ασεβείς θα τους στείλει στο πυρ το αιώνιο, ενώ στους δικούς του θα δώσει τον μισθό τους: Θα μπουν μαζί του στη βασιλεία του και θ ̓ αναπαυθούν εκεί αιώνια. Αμήν.

Μην αποκάμεις, αδελφέ, να τα διαβάζεις αυτά κάθε μέρα. Ίσως έτσι να ελεηθούμε κι εμείς μαζί μ’ εκείνους που έκρινε άξιους ο Χριστός. Φρόντισε, λοιπόν, αγαπητέ, να τηρήσεις τις εντολές που αναφέραμε, για να μπορέσεις να σωθείς μαζί με τους αγίους που φύλαξαν τα προστάγματα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Όποιος τα διαβάζει αυτά και δεν τα εφαρμόζει, μοιάζει μ’ εκείνον που κοίταξε το πρόσωπο του στον καθρέφτη και αμέσως ξέχασε πως ήταν [Γίνεσθε δὲ ποιηταὶ λόγου καὶ μὴ μόνον ἀκροαταί, παραλογιζόμενοι ἑαυτούς. ὅτι εἴ τις ἀκροατὴς λόγου ἐστὶ καὶ οὐ ποιητής, οὗτος ἔοικεν ἀνδρὶ κατανοοῦντι τὸ πρόσωπον τῆς γενέσεως αὐτοῦ ἐν ἐσόπτρῳ· κατενόησε γὰρ ἑαυτὸν καὶ ἀπελήλυθε, καὶ εὐθέως ἐπελάθετο ὁποῖος ἦν] (πρβλ. Ιακ. 1:22-24).

Όποιος, όμως, τα διαβάζει και τα εφαρμόζει, μοιάζει με σπόρο που έπεσε σε γόνιμο έδαφος κι έδωσε καρπό (πρβλ. Ματθ. 13:8).

Ο Θεός έχει τη δύναμη να μας συναριθμήσει με εκείνους που ακούνε και εφαρμόζουν τις εντολές του, για να δεχθεί και από μας ακέραιο τον καρπό με τη χάρη του. Σ’ αυτόν ανήκουν ή δύναμη και η δόξα και η εξουσία στους απέραντους αιώνες. Αμήν.
Αββάς Αμμωνάς. 
Διηγήσεις - Επιστολές - Διδασκαλίες. 
Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 2015. Έκδοση 6η , αναθεωρημένη.

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

Φώτης Κόντογλου - Καλοκαίρι στὸ Ὄρος


Φώτης Κόντογλου - Καλοκαίρι στὸ Ὄρος
 (ἀπόσπασμα),
περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ἔτος ΛΖ´ [1963], τ. 875, σελ. 251-255

Στ᾿ Ἅγιον Ὄρος πῆγα πολλὲς φορές. Τὴν πρώτη φορὰ κάθησα παραπάνω ἀπὸ δυὸ μῆνες κ᾿ ἔκανα γνωριμία μὲ πολλοὺς πατέρες καὶ λαϊκούς, γιατὶ ὑπάρχουνε ἐκεῖ πέρα καὶ ἀγωγιάτες ἀρβανῖτες, παραγυιοὶ καὶ γεμιτζῆδες ποὺ φορτώνουνε κερεστὲ (ξυλεία) στὰ καράβια. Στὴ Δάφνη, ποὺ εἶναι ἡ σκάλα ποὺ πιάνουνε τὰ βαπόρια, βρισκόντανε καὶ κάτι ψαράδες κοσμικοί, κ᾿ ἐκεῖ γνωρίσθηκα μὲ τρεῖς Ἀϊβαλιῶτες καὶ περάσαμε πολὺ ἔμορφα. Ἀπὸ κεῖ πῆγα στὶς Καρυές, μὰ δὲν κάθησα πολύ, γιατὶ γύρευα θάλασσα. 
Πῆγα στὸ μοναστήρι τῶν Ἰβήρων μαζὶ μὲ ἕνα γέροντα ποὺ πουλοῦσε βιβλία στὶς Καρυὲς καὶ ποὺ τὸν λέγανε Ἀβέρκιον Κομβολογᾶν. Σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστῆρι κάθησα κάμποσο. Πιὸ πολὺ μὲ τραβοῦσε ὁ ἀρσανᾶς, δηλαδὴ τὸ μέρος ποὺ βάζουνε τὶς βάρκες καὶ τὰ σύνεργα τῆς ψαρικῆς. Ἄφησα τὰ γένεια μου, τὰ ξέχασα ὅλα καὶ γίνηκα ψαρᾶς.Ἔτρωγα, ἔπινα, δούλευα, κοιμώμουνα μαζὶ μὲ τοὺς ψαρᾶδες ποὺ ἤτανε ὅλο καλόγεροι, οἱ πιὸ πολλοὶ Μπουγαζιανοί, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ μπουγάζια τῆς Πόλης. Τί ξέγνοιαστη ζωὴ ποὺ πέρασα! Ἰδιαίτερη φιλία ἔδεσα μὲ τρεῖς. Ὁ ἕνας ἤτανε ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, καλὴ ψυχή, φιλότιμος, στοχαστικός, πρόθυμος στὸ κάθε τί κ᾿ εἶχε καλογερέψει ἀπὸ μικρός: τὸν λέγανε Βαρθολομαῖο. Ὁ ἄλλος ἤτανε ὡς σαράντα χρονῶν, ψαρᾶς ἀπὸ τὸ χωριό του, κοντόφαρδος, ἁπλός, ἥσυχος, λιγομίλητος, ἄκακος, «πτωχὸς τῷ πνεύματι», ταπεινὸς καὶ τὸν λέγανε Βασίλειο. Ὁ ἄλλος ἤτανε γέρος σὰν τὸν ἅγιο Πέτρο, γελαζούμενος, χωρατατζῆς καὶ τὸν λέγανε Νικάνορα. Ὁ Βαρθολομαῖος διάβαζε καὶ βιβλία μὲ ταξίδια θαλασσινά. Ἀνάμεσα σὲ ἄλλα εἶχε στὸ κελλί του καὶ τὰ δυὸ τρία βιβλία τοῦ Ἰουλίου Βέρν. Μ᾿ αὐτὸν ψαρεύαμε ἀστακούς. Ἔβγαζε καὶ κοράλλια καὶ μοῦ ἔδειχνε πῶς νὰ τὰ ψαρεύω.

Ὁ ἀρσανᾶς ἤτανε ἕνα σπίτι μακρύ, χτισμένο ἀπάνω στὴ θάλασσα μέσα σ᾿ ἕναν κόρφο ποὺ τὸν ἀποσκέπαζε ἕνας κάβος καὶ γιὰ κεραμίδια εἶχε μαῦρες πλάκες. Μπροστὰ εἶχε κάτι ξέρες ποὺ σκάζανε οἱ θάλασσες ὅποτε ἔπερνε βοριᾶς, κι ἀπὸ πάνω κατεβαίνανε τὰ βράχια φυτρωμένα μὲ μυρσίνες, μὲ πουρνάρια καὶ κάθε ἄγριο χαμόδεντρο. Ὁ ἀρσανᾶς εἶχε πεντέξη κάβιες (κάμαρες) ἀραδιασμένες καὶ μπροστὰ εἶχε ἕνα χαγιάτι ποὺ ἀκουμποῦσε σὲ κάτι δοκάρια ἀπὸ ἀγριόξυλα. Ἐκεῖ μέσα κοιμόμαστε. Ἀπὸ κάτω εἶχε κάτι χαμηλὲς καμάρες καὶ μέσα στὶς καμάρες τραβούσανε τὶς βάρκες. Τὰ δίχτυα τὰ ἁπλώνανε ἀπάνω στὰ μπαρμάκια (κάγκελα) τοῦ χαγιατιοῦ. Ἐκεῖ ποὺ κοιμόμαστε ἀκούγαμε ἀπὸ κάτω μας τὴ θάλασσα ποὺ ἔμπαινε μέσα στὶς καμάρες καὶ κυλοῦσε τὰ χαλίκια καὶ μᾶς νανούριζε. Παλιὰ εἰκονίσματα ἤτανε κρεμασμένα μέσα στὸν ἀρσανᾶ κ᾿ ἔκαιγε ἀκοίμητο καντήλι.

Ἄφησα ὑγεία στοὺς Ἰβηρῖτες καὶ τράβηξα μὲ τὰ πόδια καὶ πῆγα στὸ μοναστῆρι τοῦ Καρακάλλου. Κ᾿ ἐκεῖ πέρασα πολὺ καλά· οἱ πατέρες μὲ εἴχανε σὰν δικό τους. Αὐτὸ τὸ μοναστῆρι εἶναι κοινόβιο καὶ τότες εἴχανε ἡγούμενο ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο, τὸν Κοδρᾶτο, γέροντα ἥσυχον, εἰρηνικόν, ποιμένα ἀληθινόν, ἡ καταγωγή του ἀπὸ τὰ Ἀλάτσατα. Ὁ ἀρσανᾶς τοῦ Καρακάλου ἤτανε ἐπίσημος, ἕνας βυζαντινὸς πύργος χτισμένος ἀπάνω σ᾿ ἕναν βράχο. Κάθησα κ᾿ ἐκειπέρα κάμποσες μέρες. Ἀπὸ κεῖ πῆγα στὸ Μοναστήρι τῆς Μεγίστης Λαύρας, ποὺ βρίσκουνται πολλὰ κειμήλια κ᾿ οἱ θαυμαστὲς ἁγιογραφίες τοῦ Θεοφάνη τοῦ Κρητός.
«Τότε σηκώνεσαι καὶ σύ, καὶ παίρνεις καὶ τὴν ῥάβδαν,περιπατεῖς καὶ ἔρχεσαι εἰς τὴν ἁγίαν Λαύραν. Καὶ ἀναπαύεσαι ἐκεῖ ὅσον καιρὸν θελήσεις, ὅσον νὰ εὕρῃς συντροφιὰν καὶ πλοῖον νὰ κινήσεις».
Ἀπὸ κεῖ λοιπὸν ἐπῆρα κ᾿ ἐγὼ τὴν ῥάβδαν καὶ τράβηξα νὰ πάγω στὰ Καψοκαλύβια. Μαζί μου ἦρθε κ᾿ ἕνας ἁπλοϊκὸς καλόγερος, ψηλὸς κι ἀδύνατος, μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε ψωμᾶς στὸ μοναστήρι. Τὸ μονοπάτι περνᾶ ἀπὸ ἅγια κ᾿ ἔμορφα μέρη, ὡς ποὺ φτάνει ἀπάνω ἀπὸ κάτι θεόχτιστους κάβους, ποὺ κοιτάζουνε κατὰ τὴ νοτιά, στ᾿ ἀνοιχτὸ πέλαγο. Ἀπὸ τὸ μέρος τῆς στεριᾶς στέκεται ἀπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι σου ὁ Ἄθωνας. Σ᾿ ἕνα μέρος βλέπεις τὴν ποδιὰ τοῦ βουνοῦ ποὺ στέκεται κοφτὴ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, σὰν νἆναι κομμένη μὲ τὸ μαχαίρι, λὲς καὶ ξεκόλλησε πρὸ λίγη ὥρα ἕνα κομμάτι βουνὸ κ᾿ ἔπεσε στὴ θάλασσα. Κι ἀληθινά, ὅπως μοῦ εἴπανε πιὸ ὕστερα οἱ Καψοκαλυβίτες, κόπηκε τὸ βουνὸ μιὰ μέρα στὰ 1900, κ᾿ ἔπεσε μονοκόμματο στὴ θάλασσα καὶ πλάκωσε δυὸ τρία ψαραδόσπιτα μὲ καμιὰ δεκαριὰ πατέρες. Ὁ σεισμὸς κούνησε ὅλη τὴ Μακεδονία.

Στὰ Καψοκαλύβια κάθησα πιὸ πολὺν καιρὸ ἀπὸ τ᾿ ἄλλα τὰ μοναστήρια. Τόσο δικό τους μὲ εἴχανε οἱ πατέρες, ποὺ ὅποτε κάνανε σύναξη ἔπρεπε νὰ καθήσω κ᾿ ἐγὼ στὸ συμβούλιο ποὺ συζητούσανε «τὰ τῆς σκήτεως». Μ᾿ ἔχουνε γράψει καὶ στοὺς ἱδρυτὰς καὶ μὲ μνημονεύουνε μετὰ τῆς συμβίας καὶ τῶν τέκνων. Ἰδιαίτερη φιλία ἔδεσα μὲ τὸν πάτερ Ἰσίδωρο, ποὺ μ᾿ εἶχε στὸ κελλί του. Ἄλλη φορὰ ἔγραψα πολλὰ γιὰ δαῦτον. Τότες ἤτανε ὡς τριανταπέντε χρονῶν κ᾿ εἶχε γιὰ δόκιμο τὸν μπαρμπα-Χαράλαμπο ἀπὸ τὸ Καστελλόριζο, ὡς ἑβδομήντα χρονῶν, τελώνιο τῆς θάλασσας, ποὺ ἔζησε φουΐστρος στὰ βαπόρια καὶ ταξίδευε ἴσαμε τὸν Κίτρινο ποταμὸ τῆς Κίνας.

Εἶχε ἔρθει μιὰ μέρα στὰ Καψοκαλύβια ἕνας καλόγερος ἀπὸ κάποιο ψαραδόσπιτο ποὺ ἤτανε ἀνάμεσα στὸν κάβο Σμέρνα καὶ στὰ Καψοκαλύβια, καὶ τὸν φιλοξένησε ὁ πάτερ Ἰσίδωρος, καὶ γνωρισθήκαμε. Τὸν λέγανε Νεῖλο, κ᾿ ἤτανε Μυτιληνιός. Φεύγοντας μὲ προσκάλεσε νὰ πάγω στὸ κελλί του. Σὲ δυὸ τρεῖς μέρες, πῆγα. Στὸ Ὄρος βλέπει κανένας πολλὰ ἀσυνήθιστα πράγματα καὶ χτίρια, πλὴν τὸ κελλὶ τοῦ πάτερ Νείλου ἤτανε ἀπὸ τὰ πιὸ παράξενα. Σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος κατεβαίνανε δυὸ ραχοκοκαλιὲς ἀπὸ βράχια καὶ κάνανε δυὸ κάβους ποὺ τραβούσανε βαθειὰ στὴ θάλασσα, ὁ ἕνας πολὺ κοντὰ στὸν ἄλλον, τόσο, ποὺ ἔλεγες πῶς τὸ νερὸ ποὺ βρισκότανε ἀνάμεσά τους ἤτανε ποτάμι κι ὄχι θάλασσα. Ἐκεῖ ποὺ ἔσμιγε ὁ ἕνας κάβος μὲ τὸν ἄλλον, σηκωνόντανε δυὸ ράχες ἀπὸ βράχια κ᾿ ἤτανε τόσο κοντά, ποὺ σκοτεινιάζανε ἐκεῖνο τὸ μέρος, ἂς ἔλαμπε ὁ ἥλιος τὸ καλοκαίρι.

Σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν τρύπα, ἤτανε χτισμένος ὁ ἀρσανᾶς τοῦ πάτερ Νείλου. Τὰ νερὰ ἤτανε ἄπατα καὶ σκοτεινὰ μέσα σὲ κεῖνο τὸ κανάλι. Τὸ σπίτι τὄχανε χτισμένο λίγο παραπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, θεμελιωμένο στὸ βράχο, μὲ χαγιάτια καὶ μὲ καμάρες, ὅπως συνηθίζεται στὸ Ὄρος ἀπὸ τὰ παληὰ χρόνια, μὲ μαῦρες πλάκες ἀντὶ γιὰ κεραμίδια. Λίγο παραπάνω ἤτανε χτισμένη ἡ ἐκκλησιά, μικρή, μὲ σκαλιστὸ τέμπλο καὶ μὲ ὅλα τὰ καθέκαστα. Ἀποπάνω κρεμότανε ἕνα βουνὸ δασωμένο καὶ στὴν κορφὴ εἶχε ἕνα βράχο ἀπότομο, μ᾿ ἕνα σπήλαιο. Σ᾿ αὐτὸ τὸ σπήλαιο ἀσκήτευε πρὸ λίγα χρόνια ἕνας γέροντας ποὺ στάθηκε στὰ νιάτα του ὁπλαρχηγὸς στὴ Μακεδονία. Τώρα εἴχανε φωλιάσει ὄρνια μέσα στὴ σπηλιὰ καὶ τἄβλεπα ποὺ περνᾶνε βόλτες γύρω στὴ ράχη.

Ὁ Νεῖλος καὶ ἡ συνοδεία του εἴχανε δυὸ τράτες καὶ δυὸ βάρκες. Ἤτανε ἑφτὰ-ὀχτὼ νοματέοι, πέντε μεγάλοι καὶ δυὸ-τρία καλογεροπαίδια. Ὅλοι τους ἤτανε ἡλιοκαμένοι, μαῦροι σὰν ἀραπάδες. Ὁ πάτερ Νεῖλος εἶχε ἀπάνω του μιὰ ἡσυχία καὶ μιὰν ἁπλότητα ποὺ σὲ ἔκανε νὰ τὸν ἀγαπήσεις καὶ νὰ τὸν σεβαστεῖς. Λιγόλογος, μὰ ὁλοένα ἤτανε χαμογελαστὸ τὸ πρόσωπό του, μὲ κάτι χείλια χοντρὰ σὰν τοῦ ἀράπη, μὲ μαῦρα καὶ πυκνὰ γένεια, ποὺ φυτρώνανε κάτω ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ σκεπάζανε τὰ μάγουλά του. Μὲ τὴ σκούφια ποὺ φοροῦσε ἤτανε ἴδιος βαβυλώνιος. Ξυπόλητος, ὅπως δὰ ἤτανε ὅλοι τους, φοροῦσε ἀπάνω ἕνα σκοῦρο πουκάμισο καὶ κάτω ἕνα βρακὶ ἀνατολίτικο ἴσαμε τὰ γόνατα.

Τὶς μέρες ποὺ κάθησα ἐκειπέρα, ὁ Νεῖλος κ᾿ ἕνας δόκιμος δὲν πηγαίνανε μὲ τὴν τράτα γιὰ νὰ μοῦ κρατήσουνε συντροφιά. Ἤτανε κ᾿ ἕνας γέρος, πάτερ Ἀθανάσιος, ποὺ φύλαε πάντα τὸ σπίτι. Σὰν γυρίζανε ἀπὸ τὸ ψάρεμα, βγάζανε τὰ ψάρια ἔξω κι ἀφοῦ διαλέγανε λίγα χοντρὰ γιὰ νὰ φᾶμε, κι ἄλλα γιὰ πάστωμα, τὰ ψιλὰ τὰ κάνανε ἕναν σωρὸ καὶ τ᾿ ἀφήνανε νὰ σιτέψουν γιὰ νὰ τ᾿ ἁλατίσουνε. Ἀπὸ τὰ χοντρὰ παστώνανε πολλοὺς ροφούς, νἄχουνε τὸ χειμώνα. Ψιλά, μαρίδα καὶ σαρδέλλα, παστώνανε πολλὰ βαρέλια καὶ τὰ στέλνανε στὴ Σαλονίκη. Καθόντανε σταυροπόδι γύρω στὸ σωρὸ καὶ παστώνανε. Ὅλο τὸ σπίτι μύριζε μιὰ τέτοια ψαρίλα, ποὺ στὴν ἀρχὴ γυρίζανε ἄνω κάτω τὰ στομάχια μου. Μὰ σιγὰ σιγὰ συνήθισα καὶ δὲν καταλάβαινα τὴν ψαρίλα σχεδὸν ὁλότελα. Συλλογιζόμουνα κιόλας πὼς ἔτσι θὰ μυρίζανε κι ὁ Χριστὸς κ᾿ οἱ ἀπόστολοι. Οἱ ἄνθρωποι κι ὅ,τι ἔπιανες, ὅλα μυρίζανε ψαρίλα. Ἀκόμα καὶ μέσα στὴν ἐκκλησιὰ ἔνοιωθες αὐτὴ τὴ μυρουδιά.

Τὶς ὧρες ποὺ λείπανε οἱ ἄλλοι στὸ ψάρεμα, κουβεντιάζαμε μὲ τὸν πάτερ Νεῖλο γιὰ θρησκευτικὰ καὶ γιὰ τὰ ἱστορικὰ τοῦ σπιτιοῦ του, τί φουρτοῦνες περάσανε, τί θεριόψαρα συναντήσανε, τί καΐκια βουλιάξανε ἀπὸ τότες ποὺ κάθησε σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος κι ἄλλα λογιῶ-λογιῶν. Ἄλλη φορὰ πάλι, ἐκεῖ ποὺ καλαφάτιζε μιὰ βάρκα τραβηγμένη ἔξω, ἔψελνε μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή του, κ᾿ ἔκανε τὸν δεξιὸ ψάλτη κι ἐγὼ τὸν ἀριστερόν. Λέγαμε τὶς Καταβασίες τῆς Μεταμορφώσεως (γιατὶ ἤτανε κεῖνες οἱ μέρες τοῦ Αὐγούστου) «Χοροὶ Ἰσραὴλ ἀνίκμοις ποσί, πόντον ἐρυθρὸν καὶ ὑγρὸν βυθὸν διελάσαντες», τὰ Πασαπνοάρια μὲ τὸ δοξαστικὸ «Παρέλαβεν ὁ Χριστὸς τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην», κ᾿ ὕστερα λέγαμε ἀργῶς καὶ μετὰ μέλους τὸ κοινωνικὸ «Ἐν τῷ φωτὶ τῆς δόξης τοῦ προσώπου σου, Κύριε, πορευσόμεθα εἰς τὸν αἰῶνα». Στὸ τέλος ὅμως ψέλναμε πάντα τὸ «Εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ δι᾿ αὐτῶν τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι». Δὲν μπορῶ νὰ παραστήσω τὸ πόσο συγκινημένη ἤτανε ἡ καρδιά μου σὰν ἄκουγα νὰ ψέλνει ὁ ψαρᾶς ὁ πάτερ Νεῖλος, ξυπόλητος, μὲ τὸ κατραμωμένο βρακί, μὲ τὰ φύκια κολλημένα ἀπάνω στὰ γυμνὰ ποδάρια του, νὰ ψέλνει μὲ κείνη τὴν ἀρχαία μελωδία καὶ νὰ λέγει στίχους ἰαμβικούς, καὶ παραπέρα ν᾿ ἀφρίζουνε τὰ παμπάλαια ἑλληνικὰ κύματα κι ὁ ἀγέρας νὰ βουΐζει πανηγυρικὰ ἀπάνω στὰ θεόχτιστα βράχια καὶ στὰ δέντρα!

Μὰ ἡ πιὸ βαθειὰ κι ἡ πιὸ παράξενη συγκίνηση μ᾿ ἐπίανε τὴν Κυριακὴ καὶ τὶς ἄλλες γιορτινὲς μέρες ποὺ λειτουργοῦσε ὁ πάτερ Νεῖλος ὁ ψαρᾶς καὶ γινότανε ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, αὐτὸς ποὺ τὸν ἔβλεπα τὶς ἄλλες μέρες ν᾿ ἁλατίζει ψάρια, νὰ καλαφατίζει βάρκες, νὰ ματίζει σκοινιά, νὰ γραντολογᾶ καραβόπανα, νὰ βολεύει ἄγκουρες, νὰ μπαλώνει δίχτυα, μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία του! Καὶ στὴ λειτουργία γινότανε σὰν πατριάρχης, μὲ τὸ ἐπανωκαλύμμαυχο, μὲ τὸ χρυσὸ φελάνι, μὲ τὰ ἐπιμάνικα, μὲ τὸ ἐπιγονάτιο, καὶ δεότανε μυστικῶς μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα «ὑπὲρ τῶν τοῦ λαοῦ ἁγνοημάτων», «ὡς ἐν δεδομένος τὴν τῆς ἱερατείας χάριν». Ὤ! Τί ἐξαίσια καὶ φρικτὰ μυστήρια ἔχει ἡ ταπεινὴ Ὀρθοδοξία μας! Μὰ ἡ καρδιά μου δάκρυζε ἀληθινὰ ἀπὸ ἅγια χαρὰ κι ἀπὸ κατάνυξη, σὰν στρώνανε γιὰ νὰ φᾶμε κ᾿ εὐλογοῦσε τὴν τράπεζα ὁ πάτερ Νεῖλος μὲ τὰ θαλασσοψημένα δάχτυλά του, ἐνῶ γύρω στεκόντανε μὲ σταυρωμένα χέρια ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοὶ ψαρᾶδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι ἀπὸ τὸν κόσμο μέσα σὲ κείνη τὴν καταβόθρα. Κ᾿ ἔλεγε μὲ τὴν ταπεινὴ φωνή του ὁ πάτερ Νεῖλος: «Χριστὲ ὁ Θεός, εὐλόγησον τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν τῶν δούλων σου, ὅτι ἅγιος εἶ πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἐνῶ μᾶς ἀπόσκιαζε ἡ πλώρη τοῦ τρεχαντηριοῦ κ᾿ ἡ ἁρμύρα ἐρχότανε ἀπὸ τὸ βουερὸ τὸ πέλαγο.

 


 

῞Οσιος Μωϋσῆς ὁ Οὗγγρος




῞Οσιος Μωϋσῆς ὁ Οὗγγρος 
 (26η ̓Ιουλίου)
«Αὐτὸς ἀναδείχθηκε ἀνώτερος ἀπὸ τὸν πάγκαλο ̓Ιωσὴφ στὴν σωφροσύνη, γι ̓ αὐτὸ μπορεῖ νὰ βοηθήσει ἀποτελεσματικὰ ὅσους πολεμοῦνται ἀπὸ τὸ πάθος τῆς πορνείας» 
Το ακάθαρτο πνεῦμα, ὁ διάβολος, τυφλώνει τὶς καρδιές, οἱ ὁποῖες εἶναι ὑποδουλωμένες στὸ θεομίσητο πάθος τῆς πορνείας. ῎Ετσι δὲν μποροῦν ποτὲ νὰ ἀντικρύσουν τὸν Κύριο, ἀφοῦ μόνο οἱ καθαροὶ στὴν καρδιὰ θὰ ἀξιωθοῦν νὰ Τὸν ἰδοῦν, ὅπως ὁ ῎Ιδιος διαβεβαίωσε. Στὸ πεδίο αὐτὸ τοῦ πνευματικοῦ πολέμου πολεμήθηκε ἄγρια ἀπὸ τὸν ἀκάθαρτο ἐχθρὸ ὁ ῞Οσιος πατέρας μας Μωϋσῆς, ὁ ὁποῖος τελικὰ τὸν ἐνίκησε θριαμβευτικὰ καὶ μᾶς ἄφησε τὸν ἑαυτό του σὰν ζωντανὸ παράδειγμα θριάμβου τῆς σωφροσύνης καὶ τῆς ἁγνείας. 

Ο Όσιος Μωϋσῆς ἦταν Οὗγγρος στὸ γένος (κατ ̓ ἀκρίβειαν Καρπαθορῶσος) καὶ πολὺ ἀγαπητὸς στὸν Πρίγκιπα τῆς Ρωσίας ῞Αγιο Μάρτυρα Μπόρις, στὴν ὑπηρεσία τοῦ ὁποίου βρισκόταν μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Γεώργιο.῞Οταν ὁ ῞Αγιος Μπόρις δολοφονήθηκε ἀπὸ τὸν ἄνομο Σβιατοπὸλκ στὸν ποταμὸ ῎Αλτα, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀξιωματούχους του (24.7.1015), ὁ μακάριος Μωϋσῆς ἦταν ὁ μόνος ποὺ σώθηκε· κατέφυγε στὴν φιλόθεη Πρεντισλάβα, τὴν ἀδελφὴ τοῦ Γιαροσλάβου, ἡ ὁποία τὸν ἔκρυψε ἀπὸ τὸν Σβιατοπόλκ. Μὴ μπορώντας νὰ καταφύγει σὲ ἄλλο μέρος, παρέμεινε ὁ γενναῖος ἐκεῖ, προσευχόμενος ἀδιάλειπτα στὸν Θεό. 
Στὸ μεταξύ, ὁ εὐλαβέστατος Πρίγκιπας Γιαροσλάβος, ἀγανακτισμένος γιὰ τὸν ἄδικο θάνατο τοῦ πολυαγαπημένου του ἀδελφοῦ Μπόρις, ἐπέδραμε ἐναντίον τοῦ Σβιατοπὸλκ καὶ τὸν ἐνίκησε. ̔Ο τύραννος τότε κατέφυγε στὴν Λεχία (Πολωνία), συμμάχησε μὲ τὸν βασιλιὰ τῆς χώρας Μπολιεσλάβο καὶ κίνησε μὲ πολὺ στρατὸ ἐναντίον τοῦ Κιέβου. ̔Ο Γιαροσλάβος νικήθηκε καὶ ὁ Σβιατοπὸλκ ἀνέβηκε στὸν θρόνο τῆς Μεγάλης ̔Ηγεμονίας. Μετὰ τὴν νίκη τοῦ Σβιατοπόλκ, ὁ σύμμαχός του βασιλιὰς Μπολιεσλάβος ἐπέστρεψε στὴν χώρα του, παίρνοντας μαζί του γιὰ σκλάβους πολλοὺς αἰχμαλώτους. ̓Ανάμεσα σὲ αὐτοὺς - ἀλλοίμονο! -ἦταν οἱ δύο ἀδελφὲς τοῦ Γιαροσλάβου, οἱ βογιάροι του καὶ ὁ μακάριος Μωϋσῆς, δεμένος χειροπόδαρα μὲ βαρειὲς ἁλυσίδες. 
Στήν Λεχία, ὁ ῞Οσιος ἔμεινε στὰ δεσμὰ πέντε χρόνια, ὑπομένοντας καρτερικὰ τὴν αἰχμαλωσία του μὲ προσευχὴ καὶ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Τότε, κάποια νέα καὶ ὡραία γυναίκα, ἀπὸ τὶς ἀρχόντισσες τῆς χώρας, μὲ μεγάλη περιουσία καὶ πολλὴ δύναμη, εἶδε τὸν ρωμαλέο καὶ πανέμορφο Μωϋσῆ καὶ σαγηνεύτηκε ἀπὸ τὴν ὀμορφιά του. Λειώνοντας ἀπὸ σαρκικὸ πόθο, πλησιάζει καὶ τοῦ λέει δελεαστικά: 
- ῎Αχ, ἄνθρωπέ μου! ῎Αδικα ὑπομένεις τέτοια βάσανα. Φαίνεσαι ἱκανὸς καὶ μυαλωμένος. Γιατί λοιπὸν νὰ μὴν ἐλευθερωθείς ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὶς θλίψεις;
Ο Μωϋσῆς τῆς ἀπάντησε ἤρεμα: 
- Γιατὶ ἔτσι θέλησε ὁ Κύριος.
̔Η γυναίκα ἐπέμεινε: 
- ῎Αν ὑποταχθείς σὲ μένα, θὰ σὲ ἐλευθερώσω καὶ θὰ σὲ κάνω ἀφέντη δικό μου καὶ ἄρχοντα σὲ ὁλόκληρη τὴν Λεχία.
Ο μακάριος κατάλαβε τοὺς ἄσεμνους σκοπούς της καὶ τῆς ἀποκρίθηκε:
- Ποιός ἄνθρωπος, ποὺ ἄκουσε γυναίκα καὶ τῆς παρέδωσε τὸν ἑαυτό του, ἔκανε καλά; ̔Ο πρωτόπλαστος ̓Αδὰμ ὑπάκουσε στὴν Εὔα καὶ διώχθηκε ἀπὸ τὸν Παράδεισο. ̔Ο Σαμψών, ὁ δυνατώτερος ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ νικητὴς τῶν ἀλλοφύλων, στὸ τέλος παραδόθηκε ἀπὸ μία γυναῖκα στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν. ̔Ο Σολομών, ποὺ ἔφτασε στὰ ὕψη τῆς θείας σοφίας, ἀσέβησε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ παραδόθηκε στὶς γυναῖκες. Καὶ ὁ ̔Ηρώδης, ποὺ στεφανώθηκε μὲ πολλὲς νίκες, στὸ τέλος ἔγινε δοῦλος μιᾶς γυναίκας καὶ ἔκοψε γιὰ χάρη της τὴν ἁγία κεφαλὴ τοῦ Προδρόμου ̓Ιωάννου. Πῶς λοιπὸν ἐγώ, ὄντας ἐλεύθερος, θὰ δουλώσω τὸν ἑαυτό μου σὲ μία γυναῖκα, τὴν ὁποία δὲν γνωρίζω οὔτε τὴν ἔχω ξαναδεῖ;
- Μὰ θὰ σ ̓ ἐλευθερώσω!… φώναξε μὲ πάθος ἡ γυναίκα. Θὰ σὲ κάνω πλούσιο καὶ ἔνδοξο καὶ κυβερνήτη τοῦ σπιτιοῦ μου. Θὰ σὲ πάρω γιὰ ἄνδρα μου. Μόνο κάνε μου τὸ θέλημα! Σβῆσε τὴν φλόγα τῆς ψυχῆς μου! ῎Αφησέ με νὰ ἀπολαύσω τὰ κάλλη σου! Δὲν ἀντέχω στὴν σκέψη πὼς ἡ δύναμη καὶ ἡ ὀμορφιά σου θὰ πᾶνε χαμένες. ῎Αν δεχθείς τὴν πρότασή μου, ἐγὼ θὰ ἐκπληρώσω τὸν πόθο μου καὶ σὺ θὰ γίνης ὁ ἀφέντης μου, ὁ κύριος τῆς περιουσίας καὶ τῆς ἐξουσίας μου, ὁ ἀρχηγὸς τῶν βογιάρων. Τί λὲς λοιπόν;
-Γνώριζε μιὰ γιὰ πάντα,… ἀποκρίθηκε σταθερὰ ὁ θαυμάσιος Μωϋσῆς, πὼς οὔτε τὸ θέλημά σου θὰ κάνω οὔτε τὰ πλούτη καὶ τὴν ἐξουσία σου ζηλεύω. ̔Η καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καὶ ἡ σωφροσύνη τοῦ σώματος εἶναι ἀνώτερα ἀπ ̓ ὅλα αὐτά. Δὲν εἶμαι ἔνοχος γιὰ ὅ,τι ὑποφέρω, γιὰ τὶς ἁλυσίδες καὶ τὰ βάσανα. Γι ̓ αὐτὸ ἐλπίζω ὅτι αὐτὰ θὰ μὲ λυτρώσουν ἀπὸ τὰ αἰώνια βάσανα. 
῞Οταν ἡ γυναίκα εἶδε πὼς κινδύνευε νὰ στερηθεί τέτοια ὀμορφιὰ ψυχῆς καὶ σώματος, ἅρπαξε μιὰν ἄλλη συμβουλὴ τοῦ διαβόλου. «῎Αν τὸν ἐξαγοράσω ἀπὸ τὰ δεσμά», σκέφτηκε, «θὰ εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ μοῦ ὑποτάσσεται καὶ χωρὶς τὴν θέλησή του».῎Εστειλε λοιπὸν ἕναν ἔμπιστό της ἄνθρωπο στὸν ἐπιτηρητὴ τῶν αἰχμαλώτων καὶ ζήτησε νὰ τῆς πουλήσει τὸν Μωϋσῆ ὅσο ἤθελε. ̓Εκεῖνος κατάλαβε πὼς ἦταν μεγάλη εὐκαιρία νὰ γίνει πλούσιος. Καὶ τὸν ἐπούλησε γιὰ τρεῖς χιλιάδες χρυσᾶ νομίσματα! 
῞Οταν ἡ γυναίκα τὸν ἀπέκτησε, διέταξε νὰ τὸν φέρουν ἐνώπιόν της, νὰ τοῦ βγάλουν τὰ δεσμὰ καὶ τὰ κουρέλια καὶ νὰ τὸν ἐνδύσουν μὲ πολυτελῆ ἐνδύματα. ῞Υστερα, διέταξε νὰ φέρουν ἡδονικὰ φαγητὰ καὶ ἐξανάγκαζε μὲ κάθε τρόπο τὸν μακάριο νὰ τὰ γευθεί, βιάζοντάς τον συνάμα νὰ ἐνδώσει στὴν ἀκόλαστη ἐπιθυμία της. 
̔Ο δίκαιος ὅμως, ὅπως ὁ πάγκαλος ̓Ιωσήφ, ἐγύμνωσε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ πλούσια φορέματα καὶ ἔφευγε τὴν ἁμαρτία, λογιάζοντας σὰν ἕνα τίποτα τὸν κόσμο ὅλο καὶ τὶς ἡδονές του. Ξέφευγε ἀπὸ τὴν γυναῖκα καὶ κρυβόταν, ὑποβάλλοντας τὸν ἑαυτό του σὲ ἀγῶνες, νηστεῖες, προσευχὲς καὶ ἀγρυπνίες. Προτιμοῦσε νὰ τρώει γιὰ τὸν Θεὸ ξερὸ ψωμὶ καὶ νερὸ μὲ σωφροσύνη, παρὰ πλούσια φαγητὰ καὶ ποτὰ μὲ μολυσμὸ ψυχῆς. 
Αὐτὴ ἡ ἀνδρεία ἀντίσταση τοῦ μακαρίου ἐκίνησε τὴν ὀργὴ τῆς γυναίκας, ἡ ὁποία διέταξε νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ πεθάνει τῆς πείνας. ̔Ο Θεὸς ὅμως δὲν ἐγκαταλείπει τοὺς δούλους Του, οἱ ὁποῖοι στηρίζουν τὴν ἐλπίδα τους σὲ Αὐτόν. ῞Ενας δοῦλος τῆς πονηρῆς ἐκείνης γυναίκας σπλαχνίστηκε τὸν ἀξιομακάριστο Μωϋσῆ καὶ τὸν ἔτρεφε κρυφά. 
Στὸ μεταξύ, οἱ σύνδουλοι τοῦ ̔Οσίου προσπαθοῦσαν νὰ τὸν πείσουν νὰ ὑποκύψει: 
- ̓Αδελφὲ Μωϋσῆ, τοῦ ἔλεγαν, τί σ ̓ ἐμποδίζει νὰ νυμφευθείς; Εἶσαι ἀκόμη νέος. Καὶ ἡ γυναίκα αὐτὴ εἶναι χήρα, ποὺ ἔζησε ἕνα χρόνο μόνο μαζὶ μὲ τὸν ἄνδρα της. ̔Η ὀμορφιά της εἶναι σπάνια, ὁ πλοῦτος της ἀνεκτίμητος, ἡ δύναμή της μεγάλη. ̓Αλήθεια, ἂν ἤθελε νὰ πάρει ἕναν ἀπὸ τοὺς πρίγκιπες, ποιός θὰ τὴν ἀπέφευγε; Καὶ σύ, ποὺ εἶσαι αἰχμάλωτος καὶ δοῦλος τῆς γυναίκας αὐτῆς, δὲν θέλεις νὰ γίνεις κύριός της; Λὲς ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ παραβείς τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. ̓ Αλλά, τί παραγγέλλει ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο; «῞Ενεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ κολληθήσεται τῇ γυναικὶ αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν»! Καὶ ὁ ̓Απόστολος δὲν λέει «κρεῖσσον γαμῆσαι ἢ πυροῦσθαι»; Καὶ ἐπιτρέπει στὶς χῆρες νὰ συνάπτουν δεύτερο γάμο. ̓ Αφοῦ δὲν εἶσαι καλόγερος, ἀλλὰ ἐλεύθερος ἀπὸ μοναχικὲς ὑποσχέσεις, γιατί παραδίδεις τὸν ἑαυτό σου σὲ πικρὰ βάσανα; Γιὰ ποιό λόγο ἀποφεύγεις τὸν γάμο; ῍Αν πεθάνεις στὴν κατάσταση αὐτή, ποιός θὰ σ ̓ ἐπαινέσει; Ποιός ἄνθρωπος, ἀπὸ τὸν ̓Αδὰμ μέχρι σήμερα, καταφρόνησε τὴν γυναῖκα, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Μοναχούς; Τί ἔκαναν ὁ ̓Αβραάμ, ὁ ̓Ισαάκ , ὁ ̓Ιακώβ; ̓Αλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ πάγκαλος ̓Ιωσήφ, ἀφοῦ πρῶτα ἐνίκησε τὸν πειρασμό, τί ἔκανε ὕστερα; Πῆρε γυναίκα! Κι ἐσύ, ἂν γλυτώσεις τὴν ζωή σου, κάποιαν ἄλλη θὰ πάρεις. Καὶ ποιός τότε δὲν θὰ σὲ περιγελάσει γιὰ τὴν ἀνοησία σου νὰ περιφρονήσεις μία τόσο ἀξιοζήλευτη εὐκαιρία; Δὲν εἶναι προτιμότερο γιὰ σένα, νὰ παραδώσεις τὸν ἑαυτό σου στὴν ἀρχόντισσα αὐτή, νὰ ἐλευθερωθείς ἀπὸ τὴν δουλεία καὶ νὰ γίνεις ἄρχοντας;
Αλλὰ ὁ εὐλογημένος Μωϋσῆς ἀποκρίθηκε: 
-Αδελφοὶ καὶ φίλοι μου καλοί, ἐσεῖς καλὰ τὰ λέτε. ̓Αλλὰ νομίζω ὅτι οἱ ψιθυρισμοὶ τοῦ πονηροῦ φιδιοῦ πρὸς τὴν Εὔα δὲν ἦταν χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἰδικούς σας λόγους. Μὲ πιέζετε νὰ παραδοθῶ στὴν γυναῖκα αὐτή, ἀλλὰ δὲν πρόκειται μὲ κανένα τρόπο νὰ σᾶς ἀκούσω. ῍Αν πεθάνω στὰ δεσμὰ αὐτὰ καὶ τὰ πικρὰ βάσανα, ἐλπίζω μὲ μεγαλύτερη βεβαιότητα νὰ βρῶ ἔλεος ἀπὸ τὸν Θεό. ῍Αν ἔχουν ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε ὅλοι οἱ δίκαιοι νὰ σώζωνται διὰ τοῦ γάμου, μάθετε ὅτι ἐγὼ δὲν εἶμαι δίκαιος. Εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ γι ̓ αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ σωθῶ μαζὶ μὲ γυναίκα. ῍Αν ὁ ̓Ιωσὴφ παραδινόταν στὴν γυναῖκα τοῦ Πετεφρῆ, δὲν θὰ γινόταν κατόπιν βασιλιάς. Ο Θεὸς εἶδε τὴν ὑπομονή του καὶ τοῦ ἐχάρισε τὴν βασιλεία. ῎Ετσι λοιπὸν δοξάζεται σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες γιὰ τὴν σωφροσύνη του, μολονότι ἄφησε παιδιὰ πίσω του. ̓Εγὼ ὅμως, οὔτε τὴν βασιλεία τῆς Αἰγύπτου θέλω, οὔτε ἐξουσία κοσμικὴ ἐπιζητῶ, οὔτε στὴν χώρα τῆς Λεχίας ἐπιθυμῶ νὰ ζήσω, οὔτε νὰ τιμηθῶ σὲ ὁλόκληρη τὴν ρωσικὴ γῆ ἐπιδιώκω. ῞Ολα αὐτὰ τὰ περιφρονῶ γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Καὶ ἂν ξεφύγω ζωντανὸς ἀπὸ τὰ χέρια αὐτῆς τῆς γυναίκας, θὰ γίνω Μοναχός. Γιατὶ ὁ Κύριος εἶπε στὸ Εὐαγγέλιο: «Πᾶς ὅς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει». Τὸν Χριστὸ λοιπὸν νὰ ἀκούσω ἢ ἐσᾶς; Καὶ ὁ ̓Απόστολος λέει βέβαια, ὅτι «κρεῖσσόν ἐστι γαμῆσαι ἢ πυροῦσθαι», ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ αὐτὸ τί ὑπογραμμίζει; «Λέγω δὲ τοῖς ἀγάμοις καὶ ταῖς χήραις, καλὸν αὐτοῖς ἐστιν ἐὰν μείνωσιν ὡς κἀγώ. Εἰ δὲ οὐκ ἐγκρατεύονται, γαμησάτωσαν». Καὶ παρακάτω: « ̔Ο ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ· ὁ δὲ γαμήσας μεριμνᾷ τὰ τοῦ κόσμου, πῶς ἀρέσει τῇ γυναικί». Ποιόν λοιπὸν ν ̓ ἀκούσω, ἐσᾶς ἢ τὸν ̓Απόστολο; Καὶ ποιόν εἶναι καλύτερα νὰ ὑπηρετεί κανείς, τὸν Χριστὸ ἢ τὴν γυναῖκα; ̔Ο ̓Απόστολος πάλι λέει: «Οἱ δοῦλοι ὑπακούετε τοῖς κυρίοις ὑμῶν εἰς τὸ ἀγαθόν». Λοιπόν, μάθετε πὼς ἡ ὀμορφιὰ τῆς γυναίκας δὲν μὲ δελεάζει καθόλου. Οὔτε μπορεῖ αὐτὴ νὰ μὲ ἀποπλανήσει μακρυὰ ἀπὸ τὸ Νυμφίο τῆς ψυχῆς μου.
Όταν ἡ ἀρχόντισσα πληροφορήθηκε ὅλα αὐτά, ἔβαλε σὲ ἐφαρμογὴ ἕνα νέο πανοῦργο σχέδιο. Διέταξε νὰ ἀνεβάσουν τὸ μακάριο Μωϋσῆ σὲ ἕνα καταστόλιστο ἄλογο καὶ νὰ τὸν περιφέρουν μὲ τὴν συνοδεία πολλῶν δούλων στὰ χωριὰ καὶ στὶς πόλεις ποὺ ἐξουσίαζε. ̓Εκείνη ἵππευε δίπλα του σὲ ἕνα ἄλλο ἄλογο. ̓Αφοῦ τοῦ ἔδειξε τὴν ἐπικράτειά της, τοῦ εἶπε: 
-῞Ολη αὐτὴ ἡ χώρα εἶναι ἰδική σου. ῞Ολος αὐτὸς ὁ λαὸς εἶναι ἰδικός σου. Κάνε τους ὅ,τι θέλεις.
῎Επειτα στράφηκε στὸν λαὸ καὶ ἐφώναξε: 
- Νά, ὁ κύριός σας καὶ σύζυγός μου! ῞Ολοι σας νὰ τὸν σέβεσθε καὶ νὰ τὸν προσκυνᾶτε! 
Ο ῞Αγιος ὅμως γέλασε μὲ τὸν παραλογισμὸ τῆς παθιασμένης γυναίκας καὶ τῆς εἶπε: 
- Μάταια κοπιάζεις. Δὲν μπορεῖς νὰ μὲ δελεάσεις μὲ φθαρτὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, οὔτε νὰ συλήσεις τὸν ἄφθαρτο πνευματικό μου πλοῦτο. Πάρ ̓ το λοιπὸν ἀπόφαση καὶ μὴν πασχίζεις ἄδικα νὰ μὲ κερδίσεις.
Η γυναίκα ἔγινε ἔξαλλη. 
-Ξέχασες ὅτι σὲ ἔχω ἀγοράσει;… οὔρλιαξε σὰν ἀγριεμένη λύκαινα. Ποιός μπορεῖ νὰ σὲ γλυτώσει ἀπὸ τὰ χέρια μου; Δὲν θὰ μοῦ ξεφύγεις ζωντανός! Θὰ σὲ βασανίσω ἀνελέητα καὶ ἔπειτα θὰ σὲ θανατώσω!
-Δὲν φοβᾶμαι τὶς ἀπειλές σου…, ἀποκρίθηκε ἄφοβα ὁ γενναῖος. Καὶ ἂν θέλει ὁ Θεός, δὲν θὰ ἀργήσω νὰ γίνω Μοναχός.
Η πρόρρηση τοῦ ̔Οσίου σύντομα ἐκπληρώθηκε μὲ τρόπο θαυμαστό, τὸν ὁποῖο παραχώρησε ἡ ἀνεξερεύνητη βουλὴ τοῦ πανάγαθου Θεοῦ. Συνέβη δηλαδὴ νὰ περάσει τότε ἀπὸ ἐκεῖ ἕνας ̔Ιερομόναχος ἀπὸ τὸ ῞Αγιον ῎Ορος. Συνάντησε μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν εὐδοκία τὸν μακάριο Μωϋσῆ, πληροφορήθηκε τὰ παθήματα καὶ τὸν πόθο του καὶ τὸν ἐνέδυσε τὸ ̓Αγγελικὸ Σχῆμα. ̓Αφοῦ τὸν ἐσυμβούλευσε νὰ διατηρήσει μὲ κάθε θυσία τὴν καθαρότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς καὶ νὰ μὴν παραδώσει τὸν ἑαυτό του στὸν ἐχθρό, τοῦ εὐχήθηκε νὰ λυτρωθεί ἀπὸ κείνη τὴν ἀσελγῆ γυναῖκα καὶ ἀναχώρησε. Αὐτὸς ὁ ̔Αγιορείτης ̔Ιερομόναχος ἀναζητήθηκε μετὰ παντοῦ, ἀλλὰ δὲν βρέθηκε ποτὲ πουθενά. 
̔Η γυναίκα πάλι, ὅταν ἔχασε τὶς ἐλπίδες της, παρέδωσε τὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ στοὺς βασανιστές. Τὸν τέντωσαν σὲ ἕνα πάγκο καὶ τὸν ἔδειραν ἀλύπητα μὲ σιδερένια ραβδιά, μέχρι ποὺ ἡ γῆ βάφτηκε κόκκινη ἀπὸ τὸ αἷμά του. 
Ενῶ τὸν ἐκτυποῦσαν, τοῦ ἔλεγαν: 
-Υποτάξου στὴν κυρία σου καὶ κάνε τὸ θέλημά της. ῍Αν δὲν ὑποκύψεις, θὰ κόψουμε τὸ σῶμα σου σὲ κομμάτια. Δὲν ἔχεις σωτηρία. Θὰ παραδώσεις πικρὰ τὴν ψυχή σου μετὰ ἀπὸ πολλὰ μαρτύρια. Λυπήσου λοιπὸν τὰ νιάτα σου. Βγάλε αὐτὸ τὸ ξεσχισμένο ράκος, φόρεσε στολὴ πολύτιμη καὶ θὰ γλυτώσεις ἀπὸ τὰ βασανιστήρια, τὰ ὁποῖα σοῦ ἑτοιμάζουμε.
̓Αλλὰ ὁ μακάριος τοὺς ἀποκρίθηκε μὲ γενναιότητα: 
- ̓Αδελφοί, κάντε ὅ,τι σᾶς διέταξαν καὶ μὴν καθυστερῆτε. Ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ ἀρνηθῶ τὶς μοναχικές μου ὑποσχέσεις καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Οὔτε πόνοι, οὔτε φωτιά, οὔτε πληγὲς μποροῦν νὰ μὲ χωρίσουν ἀπὸ τὸν Κύριό μου καὶ τὸ μεγάλο ̓Αγγελικὸ Σχῆμα. Αὐτὴ ἡ σκοτισμένη γυναίκα ἐπιδεικνύει ἀσύστολα τὴν ἀδιαντροπιά της. Οὔτε τὸν Θεὸ φοβᾶται οὔτε τοὺς ἀνθρώπους ἐντρέπεται, βιάζοντάς με ἀναιδέστατα σὲ διαφθορὰ καὶ πορνεία. ̓Αλλὰ δὲν πρόκειται νὰ κάνω τὸ ἄθλιο θέλημά της.
Λύσσαξε ἡ ἀρχόντισσα μὲ τὴν ἀντίσταση τοῦ γενναίου ἀθλητοῦ τοῦ Χριστοῦ. Εἶχαν περάσει ἤδη ἕξι χρόνια ποὺ τῆς ἀντιστεκόταν αὐτὸς ὁ δοῦλος, καὶ θέλησε νὰ ἐκδικηθεί τὴν προσβολὴ ποὺ τῆς ἔκανε.῎Εστειλε λοιπὸν ἀνθρώπους μὲ γράμματα στὸν βασιλιὰ Μπολιεσλάβο. 
-«Γνωρίζεις καλά, βασιλιά μου», τοῦ ἔγραφε, «ὅτι ὁ ἄνδρας μου σκοτώθηκε στὸ πεδίο τῆς μάχης, πολεμώντας γενναῖα στὸ πλευρό σου. ̓Εσὺ μετὰ μοῦ ἔδωσες τὴν ἐλευθερία νὰ διαλέξω ὅποιον θέλω γιὰ σύζυγό μου. ̓Ερωτεύθηκα ἕνα πανέμορφο νέο ἀπὸ τοὺς αἰχμαλώτους σου, τὸν ἐλευθέρωσα, τὸν ἔφερα στὸ παλάτι μου, τοῦ χάρισα ὅλη τὴν περιουσία μου, τὸν ἔκανα ἐξουσιαστὴ τῆς γῆς μου, τοῦ λαοῦ μου καὶ τοῦ ἑαυτοῦ μου. ῞Ομως αὐτὸς ὅλα τοῦτα τὰ περιφρόνησε. Πολλὲς φορὲς τὸν ἐβασάνισα μὲ πεῖνα καὶ πληγές, ἀλλὰ δὲν ἐπέτυχα νὰ τὸν κάνω σύζυγό μου. ῎Εκλεισαν ἕξι χρόνια ποὺ τὸν ταλαιπωρῶ καὶ μὲ ταλαιπωρεῖ. ̓Αλλ ̓ αὐτὸς ὁ σκληρόκαρδος ὑπομένει ὅλα τὰ μαρτύρια καὶ δὲν ταπεινώνεται. Τώρα μάλιστα ἔγινε κρυφὰ Μοναχὸς ἀπὸ κάποιον ἄγνωστο καλόγερο. Λοιπόν, τί διατάζεις νὰ τοῦ κάνω;». 
Ο Μπολιεσλάβος διέταξε νὰ παρουσιασθοῦν καὶ οἱ δύο ἐνώπιόν του. ῞Οταν ἦλθαν, ἄρχισε νὰ προτρέπει ἐπίμονα τὸν Μωϋσῆ νὰ ὑποκύψει στὶς ἀξιώσεις τῆς κυρίας του. 
Στὸ τέλος τοῦ εἶπε: 
-Ποιός εἶναι τόσο ἀναίσθητος ὅσο ἐσύ, ποὺ ἀποστερεῖς τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τόσα ἀγαθὰ καὶ προτιμᾶς τόσα πικρὰ βάσανα; Λοιπόν, γνώριζε ὅτι στὰ χέριά σου κρατᾶς τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατό σου. ῍Η κάνεις τὸ θέλημα τῆς κυρίας σου καὶ κερδίζεις τιμὲς καὶ δόξες, ἢ βρίσκεις θάνατο φρικτό.
῎Επειτα ὁ βασιλιὰς στράφηκε στὴν γυναῖκα: 
-Δὲν εἶναι δυνατό, τῆς εἶπε αὐστηρά, ὁ αἰχμάλωτος ποὺ ἀγόρασες νὰ κάνει τοῦ κεφαλιοῦ του. Εἶσαι κυρία του καὶ εἶναι δοῦλός σου. ῍Αν λοιπὸν δὲν ὑποκύψει δῶσ ̓ του ἕνα καλὸ μάθημα, ὥστε νὰ παραδειγματιστοῦν καὶ οἱ ἄλλοι αἰχμάλωτοι καὶ νὰ μὴν τολμοῦν νὰ παρακοῦνε τοὺς κυρίους τους.
Ο εὐλογημένος Μωϋσῆς εἶπε τότε στὸ βασιλιά: 
- ̔Ο Κύριός μου λέει: «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδίσῃ τὸν κόσμον ὅλον καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;». Πῶς λοιπὸν μοῦ ὑπόσχεσαι δόξες καὶ τιμές, ὅταν ἐσὺ ὁ ἴδιος σὲ λίγο θὰ πεθάνεις καὶ ἡ γυναίκα αὐτὴ θὰ σκοτωθεί; ̔Η πρόρρηση τοῦ θεοφώτιστου Μωϋσέως δὲν ἄργησε νὰ πραγματοποιηθεί.
Προηγουμένως ὅμως, ὁ ῞Οσιος ὑπέφερε καὶ ἄλλα μαρτύρια ἀπὸ τὴν πονηρὴ γυναῖκα. ῎Εχοντας τώρα καὶ τὴν ἔγκριση τοῦ βασιλιᾶ, φορτικὰ καὶ ἀσύστολα τὸν προκαλοῦσε στὴν ἁμαρτία. 
-Χαμένοι οἱ κόποι σου…, τῆς ἀπαντοῦσε ὁ μακάριος. Μὴ μὲ νομίζεις ἀνόητο ἢ ἀνίκανο νὰ κάνω αὐτὴ τὴν πράξη. Σὲ ἀποστρέφομαι ὅμως σὰν ἀναίσχυντη καὶ ἀθεόφοβη.
Τότε ἐκείνη, ἀπελπισμένη πιά, πρόσταξε νὰ τοῦ δίνουν ἑκατὸ ραβδισμοὺς κάθε ἡμέρα καὶ μετὰ νὰ τὸν ἀκρωτηριάσουν. Σὲ λίγες μέρες ὁ πολύπαθος Μωϋσῆς ἦταν πεσμένος κάτω, μέσα σὲ μία λίμνη αἵματος, ἀναίσθητος, σὰν νεκρός. Λίγη πνοὴ ζωῆς τοῦ ἔμενε ἀκόμη. 
Στο μεταξύ, ὁ βασιλιὰς Μπολιεσλάβος, θέλοντας νὰ ἱκανοποιήσει τὴν πικραμένη γιὰ τὴν ἀποτυχία της ἀρχόντισσα, ἐσήκωσε διωγμὸ ἐναντίον τῶν Μοναχῶν τῆς Λεχίας καὶ τοὺς ἔδιωξε ὅλους ἀπὸ τὴν ἐπικράτειά του. ̓Αλλὰ ὁ Κύριος τὸν ἀντάμειψε γρήγορα γιὰ τὴν ἀνόσια πράξη του. ̔Ο βασιλιὰς πέθανε ξαφνικὰ μία νύκτα. Καὶ ἀμέσως ξέσπασε ἐπανάσταση σὲ ὁλόκληρη τὴν χώρα. ̔Ο λαὸς ἐσκότωσε τοὺς βογιάρους καὶ μαζί τους τὴν βάναυση γυναῖκα, ἡ ὁποία ἐβασάνιζε τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ. 
Μετὰ τὸν θάνατο τῆς κυρίας του, ὁ πάγκαλος Μωϋσῆς ἐλευθερώθηκε καὶ μὲ κλονισμένη τὴν ὑγεία του ξεκίνησε γιὰ νὰ ἀφιερωθεί στὸν Κύριο. ῏Ηλθε μὲ κόπους καὶ πόνους στὴν Μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, βαστάζοντας στὸ σῶμά του τὶς πληγὲς τοῦ μαρτυρίου καὶ στὴν κεφαλὴ τὸ στεφάνι τῆς νίκης, σὰν γενναῖος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ. 
Ο Κύριος, μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, ἔδωσε στὸν πνευματέμφορο Μωϋσῆ τὸ χάρισμα κατὰ τῶν σαρκικῶν παθῶν. Κάποιος ἀδελφὸς τῶν Σπηλαίων ἀντιμετώπιζε σκληρὸ πόλεμο ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας. ῏Ηλθε στὸν ῞Αγιο, τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν βοηθήσει καὶ τοῦ εἶπε:   
-῞Ο,τι μοῦ πῆς θὰ τὸ κρατήσω ὥς τὸν θάνατό μου. 
-῞Οσο ζῆς, νὰ μὴν συνομιλήσεις ποτὲ μὲ γυναίκα…, εἶπε ὁ ῞Οσιος.
῎Επειτα σήκωσε τὸ ραβδί του - περπατοῦσε πάντοτε μὲ ραβδί, γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ σταθεί μόνος του ἀπὸ τὶς πληγὲς - καὶ ἐκτύπησε μὲ αὐτὸ τὸν ἀδελφὸ στὸ στῆθος. ̓Αμέσως ὁ πόλεμος τοῦ ἀδελφοῦ σταμάτησε καὶ ἀπὸ τότε ποτὲ δὲν πειράχθηκε ἀπὸ σαρκικὴ ἐπιθυμία. 
̔Ο θεσπέσιος Μωϋσῆς ἔφτασε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ στὰ τέλη τῆς ζωῆς του, ἀφοῦ μὲ τὰ παθήματα καὶ τὶς ἀσκήσεις του ἀξιώθηκε νὰ γίνεί θεόπτης, ὅπως ὁ ἀρχαῖος Μωϋσῆς, καὶ νὰ λάμψει μὲ τὴνἀρετὴ καὶ τὰ θαύματά του σὲ ὅλη τὴν ρωσικὴ γῆ.῏Ηταν 26 ̓Ιουνίου τοῦ ἔτους 1043 (περ.), ὅταν ἀναπαύτηκε ἀπὸ τοὺς κόπους καὶ τὶς πληγές του. ̔Ο Θεὸς τὸν ἐδόξασε γιὰ τὴνὑπομονή του, χαρίζοντας στὸ τίμιο Λείψανό του τὴν θαυματουργικὴδύναμη κατὰ τῶν σαρκικῶν παθῶν. 
Στον βίο τοῦ ̔Οσίου ̓Ιωάννου τοῦ Πολυάθλου τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου [18η ̓Ιουλίου], ἀναφέρεται ὅτι, προκειμένου ὁ῞Οσιος νὰ ἐνισχύσει ἕναν Μοναχό, ὁ ὁποῖος ὑπέφερε ἀπὸ τὸν πόλεμο τῆς πορνείας, διηγήθηκε εἰς αὐτόν, ὅτι καὶ ὁ ἴδιος εἶχε πολεμηθεί ἀγρίως ἀπὸ τὸ δαιμόνιο τῆς πορνείας ἐπὶ τρία χρόνια καὶ ὅταν ἔφθασε σὲ ἕνα πολὺ κρίσιμο σημεῖο κατὰ τὴν νύκτα τῆς ̓Αναστάσεως, ἐβόησε πρὸς Κύριον:
- Θεὲ καὶ Κύριε, σῶσέ με! Γιατί με ἐγκατέλειψες; Σπλαχνίσου με, Δέσποτα, ὁ μόνος φιλάνθρωπος. Σῶσέ με, τὸν ἁμαρτωλό, ὁ μόνος ἀναμάρτητος. ̓Απάλλαξέ με ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία μου, γιὰ νὰ μὴν πιαστῶ στὰ δίχτυα τοῦ πονηροῦ γιὰ πάντα. Γλύτωσέ με ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ ποὺ θέλει νὰ μὲ καταπιεί. ῎Ελα νὰ μὲ σώσεις μὲ τὴν δύναμή Σου. Ρίξε ἀστραπὴ καὶ κάψε τον, γιὰ νὰ ἐξαφανισθεί ἀπο τὁ πρόσωπο τῆς γῆς!…
Πράγματι, τὴν ἴδια στιγμὴ ἄστραψε ἕνα Φῶς οὐράνιο. ̓Αμέσως τὸ φοβερὸ θηρίο ἐξαφανίστηκε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.῎Ακουσα τότε μία φωνὴ νὰ μοῦ λέει: 
- ̓Ιωάννη! ̓Ιωάννη! Σὲ ἐβοήθησα, ὅπως Μοῦ ἐζήτησες. Πρόσεχε τώρα τὴν ψυχή σου, γιὰ νὰ μὴν πάθεις χειρότερα στὸν μέλλοντα αἰῶνα! 
-Κύριε,… ρώτησα μὲ παράπονο, γιατί μὲ ἄφησες τόσο πολὺ νὰ βασανισθῶ;
-Σὲ δοκίμασα κατὰ τὴν δύναμη τῆς ὑπομονῆς σου. Περνώντας ἔτσι μέσα ἀπὸ τὸ καμίνι τῶν πειρασμῶν, θὰ παρουσιασθείς ἐνώπιόν Μου καθαρὸς σὰν τὸ χρυσάφι. Ποτὲ δὲν ἐπιτρέπω νὰ δοκιμασθεί ὁ ἄνθρωπος πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις του, γιὰ νὰ μὴν ἐμπαιχθεί καὶ νικηθεί ἀπὸ τὸν ̔ ̔ἀρχέκακο πονηρὸ ὄφι’. ̓Εσύ, ὅμως, γιὰ νὰ ἀπαλλαχθῆς ἀπὸ τὸν σαρκικὸ πόλεμο, προσευχήσου στὸν ῞Οσιο Μωϋσῆ τὸν Οὗγγρο. Αὐτὸς ἀναδείχθηκε ἀνώτερος ἀπὸ τὸν πάγκαλο ̓Ιωσὴφ στὴν σωφροσύνη, γι ̓ αὐτὸ μπορεῖ νὰ βοηθήσει ἀποτελεσματικὰ ὅσους πολεμοῦνται ἀπὸ τὸ πάθος τῆς πορνείας.
̓Εγὼ τότε ̔ ̔ἐκέκραξα πρὸς Κύριον ̓ ̓: 
-Κύριε, δι ̓ εὐχῶν τοῦ ̔Οσίου Μωϋσέως, ἐλέησόν με!
Καὶ νά! ̓Αμέσως, μὲ ἔλουσε ἕνα ὑπέροχο, γλυκύτατο Φῶς, ποὺ μέχρι τώρα παραμένει καὶ φωτίζει τὴν σπηλιά μου τόσο, ὥστε δὲν μοῦ χρειάζονται κεριά. Καὶ ὅσοι ἔρχονται ἐδῶ μὲ πίστη, ἁπλότητα καὶ καθαρὴ καρδιά, βλέπουν τὸ θεῖο αὐτὸ Φῶς, τὸ ὁποῖο μὲ καταύγασε καὶ μὲ ἀπάλλαξε ἀπὸ τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὴν νύκτα ἐκείνη τῆς ̓Αναστάσεως. 
Τελειώνοντας τὴν διήγησή του ὁ Πολύαθλος ̓Ιωάννης, ἐστράφηκε στὸν Μοναχὸ ποὺ εἶχε τὸν πόλεμο τῆς πορνείας καὶ τοῦ εἶπε:- ̓Αδελφέ, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καρφώνουμε τὸν νοῦ μας στὴν λατρεία τῆς σάρκας, γι ̓ αὐτὸ ταλαιπωρούμαστε. Καὶ ὁ Κύριος μὲ τὴν δίκαιη κρίση Του ἀφήνει νὰ πολεμηθοῦμε, γιατὶ δὲν ἔχουμε καρποὺς μετανοίας. Τέλος πάντων, ζήτησε καὶ ἐσὺ τὶς εὐχὲς τοῦ μακαρίου Μωϋσέως τοῦ Οὕγγρου καὶ ἴσως νὰ σὲ λυπηθεί ὁ Θεός. 
̓Αφοῦ προσευχήθηκε μαζὶ μὲ τὸ Μοναχὸ ὁ εὐλογημένος ̓Ιωάννης, πῆρε ἕνα τεμάχιο ἀπὸ τὰ τίμια λείψανα τοῦ ̔Οσίου Μωϋσέως καὶ εἶπε: 
- ̓Ακούμπησέ το στὸ σῶμα σου.
̔Ο ἀδελφὸς ἔκανε ὅπως τοῦ εἶπε. Καὶ αὐτοστιγμεὶ ἔνοιωσε νὰ ὑποχωρεί ἡ πύρωση καὶ νὰ νεκρώνεται τὸ πάθος τῆς ἀκολασίας, τὸ ὁποῖο δὲν τὸν ἐνόχλησε ποτὲ πιά.῎Ετσι, ἀποδείχθηκε, ὅτι πράγματι ὁ Θεὸς ἔδωσε τὸ χάρισμα στὸ ἱερὸ Λείψανο τοῦ ̔Οσίου Μωϋσέως κατὰ τῶν σαρκικῶν παθῶν. 

Πατερικὸν τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου,  Ιερά Μονή Παρακλήτου. Ωρωπὸς ̓Αττικῆς 

Δημοφιλείς αναρτήσεις