Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

Η ΤΙΜΙΑ ΖΩΝΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


Η ΤΙΜΙΑ ΖΩΝΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 

Παρακλητικός Κανών εις την Αγίαν και Υπέρτιμον Ζώνην της Υπεραγίας Θεοτόκου - ΕΔΩ


Η πάνσεπτη και χαριτόβρυτη Ζώνη της Παναγίας μας, η οποία βρίσκεται στη Μονή Βατοπαιδίου στο Άγιον Όρος, είναι το μοναδικό κειμήλιο το οποίο σώζεται από την επίγεια ζωή της. 
Κατά την ιερά παράδοση και ιστορία της Εκκλησίας μας, η Υπεραγία Θεοτόκος, τρεις ημέρες μετά την κοίμησή της, ανέστη και ανελήφθη εν σώματι στους ουρανούς. Κατά τη διάρκεια της αναλήψεώς της, έδωσε στον Απόστολο Θωμά την Τιμία της Ζώνη. Και ο Θωμάς μαζί με τους άλλους Αποστόλους, αφού άνοιξαν τον τάφο «οὐχ εὗρον τὸ σῶμα» της Θεοτόκου. Έτσι η Τιμία ζώνη αποτελεί τεκμήριο για την Εκκλησία μας της αναστάσεως και αναλήψεως της Θεοτόκου με το σώμα στους ουρανούς και με μια λέξη της μεταστάσεώς της.

Η Τιμία Ζώνη κατασκευάστηκε σύμφωνα με την παράδοση από την ίδια την Παναγία με τρίχες καμήλας. Η Αυτοκράτειρα Ζωή, σύζυγος του Λέοντος του ΣΤ΄ του Σοφού, από ευγνωμοσύνη για τη θαυματουργική θεραπεία της από την Κυρία Θεοτόκο, κέντησε τη Ζώνη με χρυσή κλωστή, όπως σώζεται μέχρι σήμερα, χωρισμένη όμως σε τρία τεμάχια. Αρχικά, φυλασσόταν στα Ιεροσόλυμα και ακολούθως στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον 12ο αιώνα, επί Μανουήλ Α΄ του Κομνηνού (1143–1180), καθιερώθηκε και ο επίσημος εορτασμός της την 31η Αυγούστου. Εν τέλει ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης ΣΤ΄ ο Καντακουζηνός (1347–1355), ο οποίος έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη προς τη Μονή του Βατοπαιδίου, όπως διαπιστώνεται από πολλές σχετικές μαρτυρίες, τη δώρισε σ’ αυτή. Από τότε η Τιμία ζώνη φυλάσσεται στη Μονή Βατοπαιδίου, σε ασημένια θήκη νεότερης κατασκευής, η οποία φέρει την παράσταση της Μονής. Στο κάτω δεξιό διάχωρο της παραστάσεως, ο κατασκευαστής φιλοτέχνησε τη μορφή του δωρητή Αυτοκράτορα Ιωάννου Καντακουζηνού και επιγραφή η οποία αναφέρεται στη δωρεά του προς τη Μονή. 
Αναρίθμητα είναι τα θαύματα, τα οποία έγιναν ως σήμερα με την Τιμία Ζώνη. Η αξία της είναι ανεκτίμητη, διότι συνδέεται άμεσα με την Παναγία. Αυτή έχει τη χάρη και σ’ Αυτή οφείλει τη θαυματουργική δύναμη, που ποικιλότροπα μεταδίδει στους πιστούς. 
Η Αγία Ζώνη διατηρεί «ανεκφοιτήτως» τη χάρη της Υπεραγίας Θεοτόκου, διότι συνδέθηκε με το πρόσωπο και τη ζωή της και διότι οι άγιοι είναι πνευματοφόροι, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της ζωής τους, αλλά και μετά την κοίμησή τους. Το ίδιο φαινόμενο αναφέρεται και στην Αγία Γραφή, όταν η μηλωτή του Προφήτη Ηλία και τα σουδάρια και τα σημικίνθια των Αποστόλων τελούσαν θαύματα, διότι είχαν τη χάρη των Αγίων που τα φορούσαν. Γι’ αυτό και η Εκκλησία τής αποδίδει τιμητική προσκύνηση, καθώς και στο Τίμιο Ξύλο του Σταυρού του Κυρίου. 
Η Αγία Ζώνη έχει την ιδιαίτερη χάρη να θεραπεύει τη στειρότητα των γυναικών και το πάθος του καρκίνου με κορδέλλα η οποία έχει προηγουμένως ευλογηθεί επ’ αυτής και ακολούθως τη ζώνονται οι στείρες γυναίκες και οι καρκινοπαθείς ασθενείς.

Ἀ π ο λ υ τ ί κ ι ο ν .
Ἦχος πλ. δ΄.
Θεοτόκε Ἀειπάρθενε, τῶν ἀνθρώπων ἡ σκέπη, Ἐσθῆτα καὶ Ζώνην τοῦ ἀχράντου σου σώματος, κραταιὰν τῇ πόλει σου περιβολὴν ἐδωρήσω, τῷ ἀσπόρῳ τόκῳ σου ἄφθαρτα διαμείναντα· ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις, καινοτομεῖται καὶ χρόνος. Διὸ δυσωποῦμέν σε, εἰρήνην τῇ πολιτεία σου δώρησαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕ τ ε ρ ο ν .
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Πρὸς δόξαν ἀκήρατον, ἀνερχομένη Ἁγνή, χειρί σου δεδώρησαι, τῷ Ἀποστόλῳ Θωμᾷ, τὴν πάνσεπτον Ζώνην σου· ὅθεν Παρθενομῆτορ, τὴν κατάθεσιν ταύτης, ἄγοντες χαρμοσύνως, τὴν σὴν χάριν ὑμνοῦμεν, δι’ ἧς περιζωννύμεθα, ἰσχὺν ἀήττητον.

[Οπισθόφυλλο κείμενο
που συνοδεύει την έντυπη εικόνα
της Θεοτόκου που βαστάζει την Τιμία Ζώνη
(σύγχρονο έργο ιερομ. Λουκά Ξενοφωντινού),
η οποία δίδεται ως ευλογία
από την Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]
ΠΗΓΉ:ΕΔΩ

Αγιος ῎Εϊνταν Λιντισφὰρν τῆς Βρετανίας.



Αγιος ῎Εϊνταν τοῦ Λιντισφὰρν τῆς Βρετανίας. 
31 Αὐγούστου.

Κάνει ἐντύπωση σὲ πολλοὺς ὁ λόγος τοῦ Μοναχοῦ ᾿Αγαπίου Λάνδου στὸ βιβλίο του «῾Αμαρτωλῶν Σωτηρία», ὅτι: «Εἰς τὰς ἀρχάς, ὁποὺ ἐδέχθη τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ ἡ Βρεττανία, ἦσαν εἰς αὐτὴν περίσσα εὐλαβεῖς καὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι». 
῾Υπάρχουν ἀναφορὲς πὼς ὁ Χριστιανισμὸς κηρύχθηκε στὴν Βρετανία τὸν 1ο αἰῶνα, ἀπὸ τὸν ἅγιο ᾿Ιωσὴφ τὸν ᾿Αριμαθαίας καὶ τὸν ἅγιο ᾿Αριστόβουλο μὲ τὴν συνοδεία τοῦ Οὐαλλοῦ Μπρὰν τοῦ Εὐλογημένου, ὁ ὁποῖος διδάχθηκε τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο, μὲ τὸν ὁποῖο ἦσαν μαζὶ στὴ φυλακὴ τῆς Ρώμης.

Οἱ Βρετανοὶ διατήρησαν τὴν πίστη ἀνόθευτη μέχρι τὸ 1066, ὅταν οἱ Νορμανδοί, ὑπὸ τὸν Γουλιέλμο τὸν Κατακτητή, εἰσέβαλαν στὴν Βρεττανία καὶ ἐπέβαλαν στὸν λαὸ κάθε μέρους ποὺ κατακτοῦσαν τὰ Ρωμαιοκαθολικὰ δόγματα. 
Κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία, λοιπόν, ὑπῆρξαν πολλοὶ οἱ ὁποῖοι ἀκολούθησαν τὸ Εὐαγγέλιο πιστά, ζοῦσαν μέσα στὴν ᾿Εκκλησία καὶ εἶναι ἀναγνωρισμένοι ἀπὸ αὐτὴ ὡς ῞Αγιοι. 
῞Ενας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν τοῦ Λίντισφαρν, τοῦ ὁποίου ἡ ζωὴ εἶναι ὑπόδειγμα αὐθεντικοῦ χριστιανικοῦ καὶ ἱεραποστολικοῦ βίου. 
῾Ο ἅγιος ῎Εϊνταν 
῾Ο ἅγιος ῎Εϊνταν (Aidan) ἦταν ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος καὶ ἡγούμενος στὸ Λίντισφαρν (Lindisfarne). 
Τὸ Λίντισφαρν εἶναι ἕνα μικρὸ νησὶ στὴν ἀκτὴ τῆς βόρειας ᾿Αγγλίας μεταξὺ τῶν σημερινῶν Μπέρουϊκ-ον-Τγουϊντ (Berwick-on-Tweed) καὶ Μπαμπούργ (Bamburgh). 
῾Ο ῞Αγιος γεννήθηκε στὰ τέλη τοῦ 6ου αἰῶνα μ.Χ. στὴν ᾿Ιρλανδία. ῎Εγινε Μοναχὸς στὸ νησὶ ᾿Αϊόνα (Iona), ὅπου ὁ ἅγιος Κολούμβα [9 ᾿Ιουνίου] εἶχε ἱδρύσει τὸ μοναστήρι του νωρίτερα. 
῞Οταν ὁ βασιλιὰς ἅγιος ῎Οσβαλντ [5 Αὐγούστου] τῆς Νορθαμβρίας (Northumbria) ζήτησε νὰ τοῦ στείλουν ἕναν ἐπίσκοπο γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐκχριστιανίσει τοὺς παγανιστὲς ὑπηκόους του, ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος καὶ πῆγε στὴ Νορθαμβρία τὸ ἔτος 635 μ.Χ. ῾Η ἕδρα του ἦταν τὸ Λίντισφαρν, ὅπου ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο πρῶτα. ῞Ιδρυσε πολλὲς ᾿Ενορίες καὶ ἕνα Μοναστήρι στὸ Μέλροουζ (Melrose), κοντὰ στὸ Λίντισφαρν. Μεταξὺ τῶν πολλῶν πνευματικῶν καρπῶν του ἦταν καὶ ἡ ῾Αγία ῞Ιλδα τοῦ Γουίτμπυ [17 Νοεμβρίου] καὶ ὁ ῞Αγιος Κυθβέρτος [20 Μαρτίου]. 
῾Ο ὅσιος Βέτης/Βέδης [27 Μαΐου] περιγράφει τὸν ἅγιο ῎Εϊνταν ὡς ἕνα ἄξιο πνευματικὸ ὁδηγὸ καὶ δάσκαλο, μὲ φλογερὴ ἀγάπη καὶ καλοσύνη, συνοδευόμενη μὲ ταπείνωση, ζῆλο καὶ εὐγένεια. 
Στὸν βίο τοῦ ἁγίου ῎Εϊνταν διακρίνομε μία αὐθεντικὴ χριστιανικὴ πνευματικότητα, δηλαδὴ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ συνοδευόμενη μὲ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, ἰδιαιτέρως μάλιστα πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους. 
῾Η ἱεραποστολικὴ ὁμάδα τοῦ ἁγίου ῎Εϊνταν στὴν Νορθαμβρία ἦταν αὐτὴ ποὺ ὁδήγησε τοὺς ᾿Αγγλοσάξονες στὸ Χριστιανισμό. Στὸ Λίντισφαρν σήμερα ὑπάρχει ἕνα ἄγαλμα τοῦ ἁγίου ῎Εϊνταν, ὁ ὁποῖος κρατάει ἕνα λυχνάρι, ποὺ συμβολίζει τὴν πίστη, τὴν ὁποία δίδαξε σὲ αὐτὸ τὸ μέρος τῆς ᾿Αγγλίας.

῾Η χειροτονία 
῞Οταν ὁ βασιλιὰς ῎Οσβαλντ ἀνέβηκε στὸν θρόνο, ἦταν ἀποφασισμένος ὅτι ὅλος ὁ λαός, ὁ ὁποῖος ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία του, ἔπρεπε νὰ λάβει τὴν χάρη τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ. 
῾Ο ῎Οσβαλντ καὶ οἱ ἄντρες του εἶχαν ἤδη γίνει χριστιανοί, ἀφοῦ, ὅταν ἦταν ἐξόριστοι στὴν ᾿Ιρλανδία, εἶχαν βαπτισθεῖ ἀπὸ ᾿Ιρλανδοὺς ἱεραποστόλους. ῞Οταν ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἐξορία ζήτησε ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ᾿Ιρλανδοὺς Γέροντες νὰ στείλουν ἕναν ἐπίσκοπο γιὰ νὰ διδάξει τὰ προτερήματα τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἀγγλικὸ λαό του στὴν ἀληθινὴ πίστη. ῾Η ἐπιθυμία του ἐκπληρώθηκε ἀμέσως. Οἱ Γέροντες ἔστειλαν τὸν ἐπίσκοπο ῎Εϊνταν, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξαιρετικὴ καλοσύνη, εὐλάβεια, ἐγκράτεια καὶ ἦταν πλήρως ἀφιερωμένος στὸ Θεό. 
῞Οταν ὁ ᾿Επίσκοπος ἔφθασε, ὁ βασιλιὰς τοῦ ἔδωσε, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία του, τὸ νησὶ τοῦ Λίντισφαρν γιὰ ἐπισκοπική του ἕδρα. Αὐτὸ τὸ μέρος, ἐπειδὴ ἡ παλίρροια ἀνεβοκατεβαίνει δυὸ φορὲς τὴν ἡμέρα, περικυκλώνεται ἀπὸ τὰ κύματα τῆς θάλασσας καὶ εἶναι σὰν νησί, καί, ὅταν ἡ ἀκτὴ εἶναι ξερή, δυὸ φορὲς τὴν ἡμέρα πάλι ἑνώνεται μὲ τὴν στεριά. 
῾Ο βασιλιὰς ταπεινὰ καὶ μὲ εὐχαρίστηση ἄκουγε τὴ συμβουλὴ τοῦ ᾿Επισκόπου γιὰ ὅλα τὰ θέματα, καὶ εὐσυνείδητα προσπαθοῦσε νὰ θεμελιώσουν καὶ νὰ ἐπεκτείνουν τὴν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ στὸ βασίλειό του. 
Πράγματι, ἦταν ὄμορφο νὰ βλέπει κανεὶς τὸν βασιλιὰ νὰ εἶναι ὁ διερμηνέας τῶν οὐρανίων λόγων πρὸς τὸν λαό του, ὅταν ὁ ᾿Επίσκοπος ῎Εϊνταν κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο. Κι αὐτὸ ἐπειδὴ ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν δὲν γνώριζε τὴν ἀγγλικὴ γλώσσα καλά, ἐνῶ ὁ βασιλιὰς εἶχε μάθει τέλεια τὴν ἰρλανδικὴ γλώσσα, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μακρᾶς ἐξορίας του ἐκεῖ. 
῾Η ἀρετὴ τῆς διακρίσεως 
῞Οταν ὁ βασιλιὰς ῎Οσβαλντ ζήτησε νὰ τοῦ στείλουν κάποιον ἐπίσκοπο, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει αὐτὸν καὶ τὸν λαό του, πρῶτα τοῦ ἔστειλαν κάποιον ἄλλον μὲ αὐστηρότερο πνεῦμα. Αὐτὸς κήρυξε στὸν ἀγγλικὸ λαό, ἀλλὰ χωρὶς ἐπιτυχία. ῞Οταν ἀντιλήφθηκε ὅτι δὲν ἔχουν τὴν διάθεση νὰ τὸν ἀκούσουν, ἐπέστρεψε στὴ χώρα του. 
Σὲ μιὰ σύναξη εἶπε στοὺς Γέροντές του ὅτι δὲν εἶχε καμμιὰ πρόοδο μὲ τὸ νὰ διδάσκει στοὺς ἀνθρώπους ὅπου τὸν εἶχαν στείλει, ἐξαἰτίας τῆς ἀνυπακοῆς, τῆς ξεροκεφαλιᾶς καὶ τῆς βαρβαρότητάς τους. 
῞Ομως, οἱ Γέροντες ἀγωνιοῦσαν νὰ δώσουν τὴ βοήθεια ποὺ ὁ λαὸς ἐκεῖνος εἶχε ζητήσει. Εἶχαν μεγάλη λύπη γιὰ τὸ ὅτι ὁ δάσκαλος ποὺ ἔστειλαν δὲν ἔγινε δεκτός. Συζήτησαν γιὰ πολλὲς ὧρες, καὶ ξαφνικὰ ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν εἶπε πρὸς τὸν ἐπίσκοπο ἐκεῖνον: 
«᾿Αδελφέ, χωρὶς λόγο ἤσουν αὐστηρὸς πρὸς τοὺς ἀδιάφορους ἀκροατές σου. Δὲν τοὺς πρόσφερες πρῶτα τὸ λόγο τῆς ἁπλῆς διδασκαλίας, ὅπως καὶ ὁ ᾿Απόστολος προτείνει (Αʹ Κορ. γʹ 2), ὥστε ἔτσι μὲ ἀργὸ ρυθμὸ καὶ σταδιακά, καθὼς θὰ δυναμώνουν μὲ τὴν τροφὴ τῆς πίστεως τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνουν ἱκανοὶ νὰ δεχθοῦν τὴ βαθύτερη διδασκαλία καὶ νὰ ἐκπληρώσουν τὴν ἀνώτερη ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ». 
Τότε ὅλα τὰ βλέμματα στράφηκαν πρὸς αὐτόν, καὶ ὅσοι ἦταν παρόντες συλλογίσθηκαν μὲ μεγάλη προσοχὴ αὐτὰ ποὺ εἶπε. Μετά, ὅλοι συμφώνησαν ὅτι ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν ἦταν ἄξιος νὰ γίνει ἐπίσκοπος. Αὐτὸς ἦταν ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ μποροῦσε νὰ διδάξει ἐκείνους τοὺς ἄπιστους, ἐφ᾿ ὅσον εἶχε ἀποδείξει τὸν ἑαυτό του ὡς προικισμένο μὲ τὴν χάρη τῆς διακρίσεως, τὴν μητέρα ὅλων τῶν ἀρετῶν. 
Καθὼς περνοῦσε ὁ καιρός, ἡ ἐξαιρετική του προσωπικότητα ἀνέπτυξε πολλὲς ἀρετές, ἀλλ᾿ αὐτὲς ποὺ κυρίως τὸν χαρακτήριζαν ἦταν ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ διάκριση, ἀρετὲς τὶς ὁποῖες καὶ οἱ Γέροντες εἶχαν πρῶτα παρατηρήσει σὲ αὐτόν. Διδασκαλία μέσῳ τοῦ παραδείγματος. 
 
῾Ο ἅγιος ῎Εϊνταν δίδαξε στὸν ἀγγλικὸ λαὸ πολλὰ ὠφέλιμα πράγματα γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς τους. Πάνω ἀπὸ ὅλα τοὺς ἔδωσε τὸ παράδειγμα τῆς ἐγκρατείας καὶ τοῦ αὐτοελέγχου. Τὸ σπουδαιότερο ἦταν ὅτι δὲν τοὺς δίδασκε ἄλλο τρόπο ζωῆς ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ὁ ἴδιος ζοῦσε μὲ τοὺς ἀδελφούς του. 
῾Ο ἅγιος ῎Εϊνταν ποτὲ δὲν ἔψαξε, ἀλλὰ καὶ οὔτε νοιαζόταν γιὰ ἐπίγειους θησαυρούς. ᾿Αντίθετα, χαιρόταν νὰ δίνει σὲ ὁποιονδήποτε φτωχὸ ἄνθρωπο τὰ δῶρα, τὰ ὁποῖα εἶχε λάβει ἀπὸ βασιλιάδες καὶ πλούσιους τοῦ κόσμου αὐτοῦ. 
Συνήθιζε νὰ ταξιδεύει ὁπουδήποτε, σὲ πόλεις καὶ σὲ χωριὰ μὲ τὰ πόδια, καὶ ὄχι πάνω σὲ ἄλογο, ἐκτὸς ἂν ἦταν ἀναγκασμένος νὰ κάνει κάτι τέτοιο ἐξ αἰτίας κάποιας ἐπείγουσας ἀνάγκης. Πήγαινε μὲ τὰ πόδια, ὥστε κάθε φορὰ ποὺ ἔβλεπε ἀνθρώπους φτωχοὺς ἢ πλουσίους, νὰ μπορεῖ νὰ τοὺς πλησιάσει κατ᾿ εὐθείαν, χωρὶς νὰ χρειαστεῖ νὰ σταματήσει καὶ νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ ἄλογο. ῍Αν αὐτοὶ ἦταν ἤδη πιστοί, τότε τοὺς δυνάμωνε στὴν πίστη, ἐνθαρρύνοντάς τους μὲ λόγια καὶ ἔργα νὰ ἐξασκοῦν τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴν ἀγαθοεργία. 
῾Η ζωὴ τοῦ ἁγίου ῎Εϊνταν, σὲ σύγκριση μὲ τὴ σημερινή μας ἀκηδία, βρίσκεται σὲ μεγάλη ἀντίθεση. ῞Οσοι τὸν συνόδευαν, εἴτε κληρικοὶ εἴτε λαϊκοί, ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀπασχολημένοι μὲ προσευχὴ καὶ κάποια μορφὴ μελέτης. Δηλαδή, ἔπρεπε νὰ ἀπασχολοῦνται μὲ τὴν ῾Αγία Γραφὴ ἢ μὲ τὸ νὰ μαθαίνουν τοὺς Ψαλμούς. 
῍Αν ποτὲ συνέβαινε, ποὺ σπάνια γινόταν, νὰ εἶναι καλεσμένος ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν σὲ συμπόσιο μὲ τὸν βασιλιά, πήγαινε μαζὶ μὲ ἕνα ἢ δύο ἀπὸ τοὺς κληρικούς του. ᾿Αφοῦ ἔτρωγε λίγο φαγητό, ἔφευγε βιαστικὰ εἴτε γιὰ νὰ μελετήσει ἢ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. 
Οὔτε ὁ σεβασμός, ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ φόβος τὸν σταματοῦσαν νὰ παραμείνει σιωπηλὸς μπροστὰ στὶς ἁμαρτίες τῶν πλουσίων, τοὺς ὁποίους διόρθωνε μὲ μία αὐστηρὴ παρατήρηση. 
Ποτὲ δὲν ἔδωσε λεφτὰ στοὺς ἰσχυροὺς τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μόνο τροφή, ὅταν τοὺς φιλοξενοῦσε. Μοίραζε τὰ δῶρα, τὰ ὁποῖα λάμβανε ἀπὸ πλούσιους σὲ φτωχούς, γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν, ὅπως εἴπαμε, ἢ τὰ ἔδινε γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση αὐτῶν ποὺ εἶχαν ἄδικα πουληθεῖ ὡς σκλάβοι. 
῾Η ἀρετὴ τῆς εὐσπλαγχνίας 
Κατά τὴ διάρκεια τῆς ἐπισκοπικῆς του θητείας ἕνας Μερκιανὸς (Mercian) ἐχθρικὸς στρατός, ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Πένδα (Penda), ἀπάνθρωπα λεηλατοῦσε ὁλόκληρο τὸ βασίλειο τῆς Νορθαμβρίας. 
᾿Αφοῦ ὁ Πένδα ἔφθασε στὴ βασιλικὴ πόλη, ἡ ὁποία εἶχε τὸ ὄνομα μιᾶς πρώην βασίλισσας, τῆς Μπὲμπ (Bebe [Bamburgh]), καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν κατακτήσει μὲ ἐπίθεση ἢ μὲ πολιορκία, προσπάθησε νὰ τὴν πυρπολήσει. Κατεδάφισε ὅλη τὴν ὀχύρωση στὴν περιοχὴ τῆς πόλεως καὶ ἔφερε μαζί του πολλὰ δοκάρια, καδρόνια σκεπῶν, τοίχους κατασκευασμένους μὲ κλαδιὰ καὶ ἀχυρένιες στέγες. Τὰ μάζεψε ὅλα αὐτὰ σὲ ἕνα τεράστιο ὕψος γύρω ἀπὸ αὐτὴ τὴν μεριὰ τῆς πόλεως, τὴν ὁποίαν κοίταζε. 
Τότε ὁ ἐπίσκοπος ῎Εϊνταν ἔμενε στὸ νησὶ Φάρν, λιγότερο ἀπὸ δυὸ μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη. Συχνὰ ἀποσυρόταν ἐκεῖ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ μόνος καὶ μὲ ἡσυχία. ῞Οταν ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν εἶδε τὶς φλόγες καὶ τὸν καπνό, ποὺ ἐρχόταν ἐξ αἰτίας τῶν ἀνέμων πάνω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ τὰ χέρια του στὸν οὐρανό, καὶ εἶπε μὲ δάκρυα: «῏Ω Κύριε, δὲς πόσο κακὸ κάνει ὁ Πένδα!». 
Μόλις εἶπε αὐτὲς τὶς λέξεις, οἱ ἄνεμοι ἔφυγαν ἀπὸ τὴν πόλη καὶ οἱ φλόγες στράφηκαν πρὸς τοὺς ἐμπρηστές. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς νὰ πληγωθοῦν, ἐνῶ ὅλοι τους εἶχαν τρομοκρατηθεῖ τόσο πολύ, ποὺ σταμάτησαν νὰ κάνουν ἄλλες προσπάθειες νὰ κατακτήσουν τὴν πόλη, ἀντιλαμβανόμενοι ὅτι αὐτὴ ἦταν κάτω ἀπὸ θεία προστασία. 
 
῾Η κοίμηση 
λθε ἡ στιγμή, ποὺ ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν ἔπρεπε νὰ ἀναχωρήσει γιὰ τοὺς οὐρανούς. 
Αὐτὸς ζοῦσε μέσα στὴν περιοχὴ κάποιας βασιλικῆς κατοικίας, ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη, ὅταν τὸν κατέλαβε ἡ ἀσθένεια. ᾿Εκεῖ εἶχε μία ἐκκλησία καὶ ἕνα κελλί, ὅπου πολὺ συχνὰ ἔμενε καθὼς ταξίδευε σὲ γειτονικὲς περιοχὲς γιὰ νὰ κηρύξει. 
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀρρώστιας του, οἱ ἀκόλουθοί του ἔστησαν μία σκηνή, ἐνσωματωμένη στὸν τοῖχο τῆς ἐκκλησίας, ποὺ κοίταζε πρὸς τὴ δύση. ῾Ο ἅγιος ῎Εϊνταν ἀνέπνευσε γιὰ τελευταία φορά, καθὼς εἶχε γείρει πρὸς τὸ ἀντιτείχισμα, ποὺ στήριζε τὴν ἐκκλησία ἐξωτερικά. 
Κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ στὶς 31 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 651 μ.Χ., κατὰ τὸν 17ο χρόνο τῆς ἐπισκοπικῆς του θητείας. 
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ τὸ σῶμα του μεταφέρθηκε στὸ νησὶ τοῦ Λίντισφαρν καὶ θάφτηκε στὸ νεκροταφεῖο τῆς ᾿Αδελφότητας. ᾿Αργότερα, ὅταν μία μεγαλύτερη ἐκκλησία χτίσθηκε καὶ ἀφιερώθηκε στὸν πιὸ εὐλογημένο ἀπὸ ὅλους τοὺς ᾿Αποστόλους, στὸν ᾿Απόστολο Παῦλο, τὰ Λείψανα τοῦ ἁγίου ῎Εϊνταν μεταφέρθηκαν καὶ θάφτηκαν στὴ δεξιὰ μεριὰ τοῦ ἱεροῦ Βήματος, μὲ τὴν τιμὴ ποὺ ἁρμόζει σὲ ἕνα θαυμαστὸ ἐπίσκοπο. 
῾Η μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 31 Αὐγούστου. 
Τὸ ὅραμα 
Τὴν ἴδια ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τοῦ ἁγίου ῎Εϊνταν, ἕνας ἄλλος δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἅγιος Κυθβέρτος, ὅταν ἦταν ἀκόμα λαϊκός, ἔτυχε νὰ χάσει τὸ κοπάδι, τὸ ὁποῖο εἶχε ὑπ᾿ εὐθύνη του. ῎Ετσι μὲ μερικοὺς ἄλλους βοσκοὺς πῆγαν πρὸς τοὺς λόγγους ψάχνοντας γιὰ τὰ χαμένα πρόβατά τους. 
Μία ἀπὸ τὶς νύχτες αὐτές, ποὺ οἱ ἄλλοι εἶχαν ἀποκοιμηθεῖ, αὐτὸς ἐκτελοῦσε καθήκοντα φρουροῦ. Τότε, καθὼς προσευχόταν, εἶδε ξαφνικὰ μία λάμψη νὰ ξεχωρίζει στὸ σκοτάδι, καὶ χοροὺς οὐρανίων δυνάμεων νὰ κατευθύνονται πρὸς τὴ γῆ, νὰ ἁρπάζουν γρήγορα μία ἐντυπωσιακὰ λαμπρὴ ψυχὴ καὶ νὰ ἐπιστρέφουν στὸν οὐρανό. 
Τότε εἶπε ὁ Κυθβέρτος: 
«Τὶ κακόμοιροι εἴμαστε, ποὺ παραδοθήκαμε στὸν ὕπνο καὶ στὴν ἀργία, ὥστε νὰ μὴ δοῦμε ποτὲ τὴν δόξα αὐτῶν, ποὺ βλέπουν τὸν Χριστὸ ἀσταμάτητα! Μετὰ ἀπὸ μία τέτοια μικρὴ ἀγρυπνία, τὶ θαυμάσια εἶδα! ῾Η θύρα τοῦ Παραδείσου ἄνοιξε καὶ μία ὁμάδα ᾿Αγγέλων ὁδήγησε τὸ πνεῦμα ἑνὸς ἁγίου ἀνθρώπου πρὸς στὸν οὐρανό. ᾿Ενῶ ἐμεῖς εἴμαστε σὲ βαθύτατο σκοτάδι, αὐτὸς ἔχει τὴν εὐτυχία νὰ κοιτάζει αἰωνίως στὰ μέρη τοῦ Παραδείσου καὶ τοῦ αἰωνίου Βασιλιᾶ. Πρέπει νὰ ἦταν κάποιος ἅγιος κληρικὸς ἢ κάποιος λαϊκὸς μεγάλης πνευματικότητας, γιὰ νὰ εἶναι περικυκλωμένος ἀπὸ τόσο φῶς καὶ νὰ ὁδηγήθηκε μὲ τόση τιμὴ ἀπὸ συνοδεία ᾿Αγγέλων». 
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα ἔμαθαν πὼς ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν, ὁ ἐπίσκοπος τοῦ Λίντισφαρν, ἕνας ἄνθρωπος ἀξιοθαύμαστης ἁγιότητος, πέρασε πρὸς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, κατὰ τὴν ὥρα τοῦ ὁράματός του. 
Τότε καὶ ὁ Κυθβέρτος ἔδωσε τὰ πρόβατα πίσω στοὺς ἰδιοκτῆτες τους καὶ ἀποφάσισε νὰ γίνει Μοναχός.

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ


Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ  
πηγή: ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟΝ  
Ταπεινής καταγωγής και χωρίς υψηλή κατάσταση, αλλά διαλάμποντας με τις αρετές και τα αποστολικά χαρίσματά του, ο άγιος Αλέξανδρος κρίθηκε άξιος να χρηματίσει βοηθός του αγίου Μητροφάνη [4 Ιουν.], αρχιεπισκόπου Βυζαντίου, με την ιδιότητα του πρωτοπρεσβυτέρου. Μετά την νίκη του αγίου Κωνσταντίνου επί του Λικίνιου, ο αυτοκράτορας διοργάνωσε ρητορικό αγώνα μεταξύ του Αλεξάνδρου και των εθνικών ρητόρων του Βυζαντίου. Όταν ένας από τους φιλόσοφους κατηγόρησε τον Κωνσταντίνο ότι νεωτέριζε σε θέματα θρησκείας, ο Αλέξανδρος στάθηκε μπροστά του και είπε: «Σε διατάζω, εν ονόματι του Χριστού, του μόνου αληθινού Θεού, να σωπάσεις!». Και ευθύς ο ρήτορας βουβάθηκε, ενώ όλοι αναγνώρισαν την δύναμη της αληθινής Πίστης [1]. Καθώς ο άγιος Μητροφάνης ήταν άρρωστος και πολύ γέρος για να μεταβεί στην Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας (325), στην θέση του και εξ ονόματός του πήγε ο Αλέξανδρος [2]. Ιστορείται ότι μετά το πέρας της Συνόδου, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ζήτησε από όλους τους θεοφόρους Πατέρες που είχαν διαλάμψει εκεί να έλθουν στην Κωνσταντινούπολη, που μόλις είχε ιδρύσει, για να την ευλογήσουν. Ένας άγγελος τότε παρουσιάσθηκε στον άγιο Μητροφάνη και του αποκάλυψε ότι πριν παραδώσει την ψυχή του στον Θεό μετά από δέκα ημέρες, έπρεπε να αφήσει διάδοχό του τον Αλέξανδρο [3]. Οι Πατέρες χάρηκαν με το νέο αυτό και μετά την κηδεία του αγίου Μητροφάνη ενθρόνισαν τον άγιο Αλέξανδρο ως πρώτο επίσκοπο της νέας πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας (327). Μετά την Σύνοδο, ο άγιος Αλέξανδρος, ηλικίας τότε περίπου ογδόντα έξι ετών, διακρίθηκε στην υπεράσπιση της Ορθοδόξου Πίστεως κατά των μηχανορραφιών του Αρείου [4] και των ομοφρόνων του, ενώ μερικοί αναφέρουν ότι έκανε αποστολικά ταξίδια στην Θράκη, την Μακεδονία και την Θεσσαλία, καθώς και στα νησιά, για να κηρύξει την πίστη της Συνόδου της Νικαίας. Όταν ο Άρειος κλήθηκε στην Νικομήδεια για να δώσει λόγο για την πίστη του, κατάφερε να εξαπατήσει τον αυτοκράτορα υπογράφοντας μία ομολογία πίστεως, όπου αρκέστηκε να χαρακτηρίσει τον Υιό του Θεού γεννηθέντα προ αιώνων. Ζήτησε τότε την επανένταξή του στην Εκκλησία και, υπό την πίεση του αρειανόφιλου Ευσέβιου Νικομηδείας, ο αυτοκράτορας είδε με ευνοϊκό μάτι το αίτημά του και ζήτησε από τους επισκόπους που είχαν συνέλθει σε σύνοδο στην Τύρο να το εξετάσουν (335). Η σύνοδος αυτή, που αποτελούνταν κατ’ ουσίαν από οπαδούς του Αρείου, στράφηκε σε άδικη κρίση κατά του αγίου Αθανασίου (296-373), αντιμετωπίζοντάς τον ως μάγο θηριώδη και πρόξενο διχόνοιας. Ενώ ο άγιος Αθανάσιος κατάφερε να αναχωρήσει κρυφά για την Κωνσταντινούπολη, όπου ματαίως προσπάθησε να εισακουστεί από τον αυτοκράτορα, η σύνοδος προχώρησε στην καθαίρεσή του, που είχε ως κατάληξη την εξορία του στους Τρεβήρους. Ο Άρειος προσπάθησε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια, αλλά επειδή ξέσπασε στάση εναντίον του, ο αυτοκράτορας τον κάλεσε πίσω στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να αποκαταστήσει την κοινωνία του με τον άγιο Αλέξανδρο. Ο αρειανιστής Ευσέβιος Νικομηδείας (280- 341) και οι υποστηρικτές του άσκησαν κάθε είδους πιέσεις στον άγιο ιεράρχη και άρχισαν προετοιμασίες για την τέλεση Λειτουργίας στην οποία επρόκειτο να κοινωνήσει με τον αιρετικό. Ο άγιος Αλέξανδρος κατέφυγε στον ναό της Αγίας Ειρήνης και, γονατισμένος μπροστά στο θυσιαστήριο, προσευχόταν μέρα-νύχτα με δάκρυα λέγοντας στον Κύριο: «Αν ο Άρειος πρέπει να συμφιλιωθεί με την Εκκλησία, άφησε τον δούλο Σου να απέλθει. Αν όμως ευσπλαγχνίζεσαι την Εκκλησία Σου και δεν επιθυμείς να παραδώσεις την κληρονομία Σου στην ντροπή, απόσυρε τον Άρειο για να μην εκληφθεί η αίρεση ως αληθινή Πίστη». Το Σάββατο, παραμονή της προετοιμαζόμενης τελετής, ενώ βρισκόταν στην αγορά, κοντά στην στήλη από πορφυρίτη που είχε ανεγείρει ο Κωνσταντίνος, ο Άρειος ένιωσε αίφνης επείγουσα φυσική ανάγκη που κατέληξε σε ρήξη των σπλάχνων του με αποτέλεσμα να βρει οικτρό θάνατο στον απόπατο και να στερηθεί έτσι την κοινωνία και την ζωή. Όταν έμαθε το νέο, ο άγιος Αλέξανδρος ευχαρίστησε τον Θεό, όχι για τον θάνατο ενός ανθρώπου, αλλά επειδή είχε δείξει για μια φορά ακόμη ότι παρ’ όλη την υποστήριξη της εξουσίας και των ισχυρών του κόσμου τούτου, η αίρεση δεν μπορούσε να υπερισχύσει της αλήθειας της Εκκλησίας [5]. Οι ταραχές ωστόσο δεν έπαψαν και ο άγιος Αλέξανδρος χρειάστηκε να συνεχίσει τον αγώνα για την Ορθοδοξία. Εκοιμήθη εν ειρήνη λίγους μήνες μετά τον θάνατο του αγίου Κωνσταντίνου (337) σε ηλικία ενενήντα οκτώ ετών, για να λάβει στους Ουρανούς την ανταμοιβή του για τους αποστολικούς του μόχθους. Εμπιστεύθηκε στον άγιο Παύλο [6 Νοεμ.] την διαδοχή στον επισκοπικό θρόνο και στον αγώνα για την Ορθοδοξία.

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ  
[1] Το θαύμα τούτο αναφέρει ο άγιος Θεοφάνης ο Ομολογητής (760- 818) στην «Χρονογραφία» του, εκδ. Boor, σελ. 23. 
[2] Το όνομά του δεν βρίσκεται στον κατάλογο εκείνων που υπέγραψαν τις αποφάσεις της Συνόδου, αλλά διασώζεται το αντίγραφο της επιστολής που στάλθηκε στον Αλέξανδρο από την Σύνοδο της Αντιοχείας, επιβεβαιώνοντας τις κανονικές κυρώσεις κατά του Αρείου και των οπαδών του. 
[3] Είναι η εκδοχή που παραδίδει η αγιολογική παράδοση (Βίοι των αγίων Μητροφάνους και Αλεξάνδρου, όπως συνοψίζονται στην Βιβλιοθήκη του αγίου Φωτίου, 256, PG 104, 113). Σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς, ο άγιος Αλέξανδρος είχε χειροτονηθεί επίσκοπος από το 314, αλλά είναι δυνατό να παρέμεινε μαθητής και κατά κάποιον τρόπο βοηθός του αγίου Μητροφάνη, μέχρι τον θάνατο του τελευταίου. 
[4] Ο Άρειος (256-336) ήταν ασκητής και πρεσβύτερος από την ιστορική Εκκλησία της Αλεξάνδρειας με καταγωγή από την Λιβύη. Οι θεολογικές του θέσεις ονομάστηκαν «Αρειανισμός» από τους αντιπάλους του και καταπολεμήθηκαν ως την πιο δεινή αίρεση σε μια περίοδο τριών και πλέον αιώνων («αρειανή διαμάχη»), αν και γνώρισαν ιδιαίτερη απήχηση. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι ο Υιός του Θεού ήταν κτίσμα, αλλά πολλοί ιστορικοί της εποχής αποδίδουν την κίνησή του σε αίτια εσωτερικής αντιπαλότητας με τοπικούς πρωτοπρεσβύτερους. Η διδασκαλία του καταδικάστηκε από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. 
[5] Ο θάνατος του Αρείου αναφέρεται από τον άγιο Αθανάσιο σε μία επιστολή προς τον άγιο Σεραπίωνα το 338 (PG 25, 685) και αναπαράγεται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς. 
«Νέος Συναξαριστής 
της Ορθοδόξου Εκκλησίας». 
Τόμ. 12ος, Αύγουστος,
σελ. 332–334.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024

Η αγία μάρτυς Σουσάννικ της Γεωργίας

 

Η αγία μάρτυς Σουσάννικ της Γεωργίας

Η αγία και ένδοξος μάρτυς του Χριστού Σουσάννικ (Σιουσιάνικ) ήταν θυγατέρα του αρχιστράτηγου του αρμενικού στρατού Βαρδάν, που κατήγαγε ένδοξη νίκη κατά του Πέρση βασιλιά Γιασδεγέρδου Β’ (451). Είχε ζήσει με ευσέβεια και φόβο Θεού παιδιόθεν και είχε νυμφευθεί τον Γεωργιανό ηγεμόνα Βάρσκεν που ασκούσε την εξουσία του στην περιοχή Κάρτλι. 
Είχε κι αυτός λάβει χριστιανική ανατροφή, αλλά τον είχε προσελκύσει η αυλή του Πέρση βασιλιά Περόζ στην Κτησιφώντα, οπότε δόθηκε ψυχή τε και σώματι στον μαζδαϊσμό, αποκομίζοντας ως αντάλλαγμα μεγάλες τιμές εκ μέρους του βασιλιά, ο οποίος τον έκανε αντιβασιλέα και του προσέφερε επιπλέον την θυγατέρα του ως δεύτερη σύζυγο. 
Όταν έμαθε το νέο της εξωμοσίας του συζύγου της, η αγία Σουσάννικ έπεσε κατά γης χύνοντας πικρά δάκρυα για τον δύστυχο εκείνο που είχε αρνηθεί τον ζώντα Θεό για να λατρεύει την φωτιά. Παίρνοντας λοιπόν τους τρεις γιους της και την κόρη της μετέβη στην εκκλησία για να προσευχηθεί. Όταν ήρθε το βράδυ, αρνήθηκε να επιστρέψει στο παλάτι και κλείστηκε σε ένα σπιτάκι κοντά στην εκκλησία για να κλάψει και να θρηνήσει. 
Ο Βάρσκεν έφθασε μετά από τρεις ημέρες και εξοργίστηκε μαθαίνοντας ότι η γυναίκα του είχε εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία. Έστειλε σ’ αυτήν ιερείς για να της πουν ότι τον είχε ντροπιάσει με την διαγωγή της. 
Η Σουσάννικ του αποκρίθηκε: «Ο πατέρας σου ανήγειρε ιερά προς τιμήν μαρτύρων και ίδρυσε εκκλησίες κι εσύ κατέστρεψες όλο το έργο του. Προσκαλούσε τους αγίους στο τραπέζι του κι εσύ προσκαλείς τους δαίμονες. Να ξέρεις ότι δεν πρόκειται να συμμετέχω στην ασέβειά σου, ακόμη κι αν με υποβάλεις στα χειρότερα μαρτύρια». 
Έξαλλος ο ηγεμόνας έστειλε σε αυτήν τον αδελφό του Γιόγικ και την συμβία του, για να την πιέσουν να επιστρέψει στο παλάτι με την απειλή να την σύρουν με την βία. Εκείνη τους απάντησε: «Νομίζετε πως δεν ήμουν παρά μόνο σύζυγός του; Είχα την ελπίδα να τον οδηγήσω με τον κοινό μας βίο στην γνώση του αληθινού Θεού. Αφού έχουν έτσι τα πράγματα κι εσείς συμμερίζεστε την ασέβειά του, δεν σας θεωρώ πια συγγενείς μου». 
Υποχωρώντας τελικά στις ικεσίες τους δέχτηκε να τους ακολουθήσει, παίρνοντας μαζί της το Ευαγγέλιο που είχε ποτίσει με τα δάκρυά της και τις διηγήσεις για τους άγιους μάρτυρες. Επιστρέφοντας στο παλάτι δεν εγκαταστάθηκε πάλι στα διαμερίσματά της, αλλά διάλεξε ένα μικρό δωμάτιο, παρακαλώντας τον Θεό να έλθει σε βοήθειά της στην ομολογία του Ονόματός του. 
Δύο ημέρες αργότερα, ο σύζυγός της παρέθεσε δείπνο προς τιμήν του Γιόγικ και της γυναίκας του, που ζήτησαν να παρευρίσκεται σ’ αυτό και η αγία. Η Σουσάννικ πήγε, αλλά δεν έδειξε την παραμικρή όρεξη για φαγητό και όταν η κουνιάδα της προσέφερε σ’ αυτήν λίγο κρασί, εκείνη της το πέταξε στο πρόσωπο. 
 
Ο Βάρσκεν, εκτός εαυτού, αφού την καθύβρισε, την έριξε κατά γης και την κτύπησε ανελέητα με ένα σκάλευθρο, πληγώνοντάς την σοβαρά στο μάτι. Εν συνεχεία, έπεσε πάνω της σαν θηρίο γρονθοκοπώντας την και σέρνοντάς της από τα μαλλιά. Μόλις που πρόλαβε ο Γιόγικ να γλυτώσει την αμνάδα του Θεού από τα νύχια αυτού του άγριου λύκου. 
Κείτονταν στην γη μισοπεθαμένη, ενώ ο Βάρσκεν συνέχιζε να την βρίζει κατηγορώντας την ότι είχε ντροπιάσει το σπίτι του. Την έδεσε από το πόδι σε μια βαρειά αλυσίδα και την έκλεισε σε ένα κελλί απαγορεύοντας να την επισκεφθεί οποιοσδήποτε. Ο πνευματικός της ωστόσο κατάφερε να μπει εκεί και βλέποντας τις πληγές της ξέσπασε σε κλάματα. 
Η Σουσάννικ του είπε: «Μην κλαις, Πάτερ, γιατί η νύχτα αυτή είναι η αρχή της χαράς μου!» Αρνήθηκε να της καθαρίσει το ματωμένο πρόσωπο λέγοντας: «Άφησέ το, Πάτερ, γιατί το αίμα αυτό χύθηκε για να ξεπλύνει τις αμαρτίες μου». 
Αρνούμενη κάθε τροφή, δέχτηκε μόνο να γευθεί λίγο κρασί. Εν τω μεταξύ, ο ηγεμόνας κάλεσε τον πνευματικό και τον διέταξε να αφαιρέσει από την Σουσάννικ όλα τα κοσμήματά της, πράγμα που η αγία δέχτηκε με χαρά και ανακούφιση. 
Καθώς πλησίαζε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, κλείστηκε στο σπίτι της κοντά στην εκκλησία και επιδόθηκε στην νηστεία και την προσευχή. Την Μεγάλη Δευτέρα, όταν ο Βάρσκεν επέστρεψε από μία μάχη κατά των Ούννων που απειλούσαν να εισβάλουν από βορρά στην Περσία, ζήτησε να του φέρουν την Σουσάννικ. 
Έσυραν την πριγκίπισσα μέσα στην λάσπη και τ’ αγκάθια, σαν να επρόκειτο για πτώμα, κι όταν την παρουσίασαν στον σύζυγό της που ξεστόμιζε κατάρες και βλασφημίες, εκείνος διέταξε να την υποβάλουν σε τριακόσιους ραβδισμούς. 
Εκείνη υπέμεινε αγόγγυστα το μαρτύριο και μόνο στο τέλος, ενώ το αίμα της έτρεχε ποτάμι, είπε απλά: «Δύστυχε, αν δεν λυπάσαι εμένα, λυπήσου τουλάχιστον τον εαυτό σου». Ο Βάρσκεν πρόσταξε τότε να της δέσουν μια αλυσίδα στον λαιμό και να την κλείσουν σε ένα μπουντρούμι μέχρι να πεθάνει. 
Ένα μεγάλο πλήθος ανδρών και γυναικών που θρηνούσε, ακολούθησε την πομπή που οδηγούσε την πριγκίπισσα στο φρούριο, ενώ ο Βάρσκεν έφιππος συνέχιζε να την καθυβρίζει. Η Σουσάννικ τους είπε: «Μην κλαίτε, αδελφοί και αδελφές μου, αλλά προσευχηθείτε για μένα, αφού δεν πρόκειται να με δείτε ξανά ζωντανή». 
Την έκλεισαν σε ένα φοβερό, σκοτεινό κελλί και την άφησαν δίχως τροφή. Την τρίτη Κυριακή μετά το Πάσχα, ο ηγεμόνας έστειλε έναν δεσμοφύλακα να δει αν ζούσε ακόμη, κι εκείνος τον πληροφόρησε ότι ήταν περισσότερο νεκρή παρά ζωντανή, αφού δεν έτρωγε τίποτε. Αδυσώπητος ο Βάρσκεν απάντησε: «Αδιάφορο, αφήστε την να πεθάνει από την πείνα». 
Ο Γιόγικ κατάφερε τον αδελφό του να επιτρέψει να της λύσουν τα δεσμά που έσφιγγαν τον λαιμό, αλλά η Σουσάννικ δεν άφησε να σπάσουν την αλυσίδα που είχε στα πόδια. Έμεινε έτσι αλυσοδεμένη για έξι χρόνια στο φρούριο, φωτίζοντας τον ολέθριο εκείνο τόπο με την προσευχή της, τις νηστείες και τις αγρυπνίες της και επιτελώντας πολλά θαύματα προς όφελος του λαού, που ερχόταν από παντού να ζητήσει τις προσευχές της. 
Όταν ανήγγειλαν στην μακαρία ότι τα παιδιά της είχαν κι αυτά μεταστραφεί στον μαζδαϊσμό, απευθύνθηκε στον Θεό χύνοντας άφθονα δάκρυα: «Κύριε, δεν ήσαν δικά μου, αλλά δώρα προερχόμενα από σένα. Ας γίνει το θέλημά σου». 
Στο τέλος του έκτου χρόνου, ο Βάρσκεν προσπάθησε να την φέρει πίσω στο παλάτι, αλλά εκείνη αρνήθηκε όπως και την πρώτη φορά. Υπενθυμίζοντάς του ότι δεν επρόκειτο να βγει ζωντανή από το φρούριο, προσέθεσε: «Αν μπορείς να ανασταίνεις τους νεκρούς, τότε βγάλε με». 
Οι φοβερές συνθήκες του εγκλεισμού της, όπως και το ανθυγιεινό κλίμα της περιοχής εκείνης, που δεν επέτρεπε στους κατοίκους να ζούνε πολλά χρόνια, κατέστρεψαν την υγεία της πριγκίπισσας, τα πόδια της οποίας επιπλέον, λόγω της μακράς ορθοστασίας, ήσαν γεμάτα σκουληκιασμένες πληγές. Μία ημέρα πήρε ένα σκουλήκι στο χέρι της και δείχνοντάς το στον πνευματικό της είπε: «Δεν είναι προτιμότερο να φαγωθεί κανείς εδώ κάτω από θνητά σκουλήκια, παρά να γίνει λεία του ακοίμητου σκώληκα στην αιωνιότητα;» 
Καθώς πλησίαζαν οι τελευταίες ημέρες της, έστερξε να δεχθεί τον κουνιάδο της Γιόγικ και την οικογένειά του, την οποία και ευλόγησε. Κατόπιν αποχαιρέτησε συγκινητικά τους επισκόπους, τους αξιωματούχους και τους ανθρώπους του λαού που είχαν συγκεντρωθεί γύρω της. 
Αφού κοινώνησε, παρήγγειλε στον πνευματικό της να ενταφιασθεί στο μέρος εκείνο όπου είχε υποστεί τις πρώτες δοκιμασίες της και, ευχαριστώντας τον Θεό που αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους εν τη φιλευσπλαχνία του, εκοιμήθη για να βασιλεύσει μαζί με τον Χριστό εν τη Βασιλεία του εις τους αιώνας (17 Οκτωβρίου 466 ή 472). 
Λίγο αργότερα, ο βασιλιάς της Ιβηρίας διεξήγαγε νικηφόρα εκστρατεία εναντίον του ασεβούς Βάρσκεν και έβαλε να τον κρεμάσουν. 
Μία εκκλησία προς τιμήν της αγίας Σουσάννικ κτίσθηκε στο Τσούρταγκ ενώ, όταν η πόλη αυτή πέρασε στα χέρια των Αρμενίων (586), τα τίμια λείψανα της πριγκίπισσας-μάρτυρος μεταφέρθηκαν στην Τιφλίδα, όπου τιμώνται ακόμη.

Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος 12ος, Αύγουστος,  Ίνδικτος, 

Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ ΤΗΣ ΕΣΧΑΤΗΣ ΓΕΝΕΑΣ


ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ ΤΗΣ ΕΣΧΑΤΗΣ ΓΕΝΕΑΣ 
ἀββὰς Μωϋσῆς ὁ Αἰθίοψ προεφήτευσεν εἰπὼν ὅτι εἰς τὰς ὑστερινὰς ἡμέρας τοῦ ἑβδόμου καὶ ἡμίσεος αἰῶνος, ἡ Μοναδικὴ πολιτεία θέλει ἀμεληθῇ τελείως καὶ μέλλει νὰ καταφρονηθῇ τόσον ἡ ψυχικὴ σωτηρία ἀπὸ τοὺς Μοναχούς, ὥστε οἱ ἀδελφοὶ νὰ περιέρχωνται ἀνάμεσον τῶν θορύβων καὶ ταραχῶν ἐσκοτισμένοι, ἀνωφελεῖς καὶ ῥᾴθυμοι, τὴν δὲ ἀρετὴν παντελῶς μὴ ἐπιμελούμενοι, ἀλλ᾿ ὑποδεδουλωμένοι εἰς τὰ πάθη τῆς ἁμαρτίας. 
Διότι ἐκεῖθεν ὅπου ἐκαύθη ὁ Σατανᾶς παρὰ τῶν ἀρχαίων ἀγωνιστῶν, ἐκεῖθεν ἔχει καὶ αὐτὸς νὰ νικήσῃ τοὺς ἀμελεῖς καταφρονητὰς Μοναχούς. Ὅπου δὲ ἐπλεόνασεν ἡ δικαιοσύνη, ἐκεῖ θέλει ὑπερπερισσεύσει ἡ ἁμαρτία καὶ ἀνομία, διότι θέλει ψυχρανθῇ ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν καὶ θέλει συναναστρέφωνται Μοναχοὶ ἀναμέσον τῶν πόλεων χωρὶς φόβον, περιερχόμενοι τὰς κώμας μὲ γαστριμαργίας καὶ οἰνοποσίας, καὶ ἀναμέσον τῆς ματαιότητος του κόσμου, συναναστρεφόμενοι ἐν ἀσελγείαις, καὶ ἐν ἀκαθαρσίαις σαρκὸς συμφυρόμενοι. 
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις θέλει εἷσθαι μῖσος, φθόνος, φιλονικεῖαι καὶ μάχαι εἰς τὰ Κοινόβια μέχρι φόνων. Ὡσαύτως καὶ ἐν ταῖς Λαύραις ἰδιορρυθμίαι ἐκ τῆς κακίας του ἑνὸς πρὸς τὸν ἕτερον πλησίον αὐτοῦ, καὶ προχειρίζεσθαι Ἡγούμενοι καὶ ποιμένες αὐτῶν ἄνδρες ἀδόκιμοι ἀρετῆς, ἄπιστοι, ἀπρόκοποι καὶ ἀγροῖκοι, μὴ διακρίνοντες τὴν δεξιὰν ὁδὸν ἐκ τῆς ἀριστερᾶς, ἀμελεῖς καὶ ἀσυντελεῖς φιλομέριμνοι, καὶ τὰς διακονίας ἀναιδῶς προχειριζόμενοι, τὰ πρωτεῖα μὲ δῶρα ἁρπάζοντες καὶ ἐπιβαίνοντες εἰς τὴν Ἡγουμενίαν, μὴ γνωρίζοντες κατηχεῖν καὶ νουθετεῖν τὸ ποίμνιον τῆς ἀδελφότητος. Καὶ μὴ γνωρίζοντες ὅτι αὐτοὶ πρέπει νὰ εἶναι τύπος καὶ παράδειγμα δι᾿ ὠφέλειαν του ποιμνίου. Ἐκ τῆς τοιαύτης τῆς δὲ ἀμελείας καὶ καταφρονήσεως τῶν ποιμένων ἀπολοῦνται τὰ πρόβατα. Μέλλουσι δὲ κολάζεσθαι οὗ μόνον οἱ ἀμελεῖς καὶ ῥᾴθυμοι, ἀλλὰ καὶ οἱ δόκιμοι καὶ οἱ ἐγκρατεῖς καὶ ἐνάρετοι ἀδελφοί. 
Μετὰ ταῦτα εἶδε ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Μωϋσῆς, ὅτι νέα λαῖλαψ ὁμίχλη σκοτεινὴ πειρασμῶν φοβερωτάτων, ἔπεσεν εἰς τοὺς Μοναχοὺς ἀπὸ τὸ μέρος τῆς Ἄρκτου, καὶ ὅτι ἐδιώκοντο οἱ Μοναχοὶ καὶ τὸ Μοναχικὸν σχῆμα, ἀπὸ ὄλεθρον αἱρέσεων, ἠναγκάζοντο οἱ πολλοὶ ῥίπτοντες τὸ σχῆμα νὰ ὑπανδρεύωνται. 
Τότε οἱ ὀλίγοι ἀγωνισταὶ οἱ εὐδοκιμήσαντες ὡς ἀργύριον καὶ χρυσίον ἐν χωνευτηρίῳ, ἐν θλίψει πολλῇ καὶ διωγμοῖς καὶ στενοχωρίᾳ θέλουσιν εὐδοκιμήσει. Ὅσοι δὲ φανῶσι δόκιμοι καὶ νικηταὶ τοσούτων δεινῶν καὶ πειρασμῶν μεγαλυνθήσονται καὶ δοξασθήσονται καὶ τιμηθήσονται παρὰ Θεοῦ περισσότερον ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς βαστάσαντας τὸ βάρος καὶ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας καὶ τὸν παγετὸν τῆς νυκτός. Μετὰ ταῦτα εἶδεν ὁ δοῦλος του Θεοῦ Μωϋσῆς, ὅτι παρῆλθεν ὁ χειμὼν ἐκεῖνος τῶν θλίψεων καὶ πειρασμῶν καὶ ἡ στενοχωρία τῶν δεινῶν αἱρέσεων, καὶ ἐγένετο γαλήνη καὶ ἄνεσις. 
Πάλιν ὅμως μετὰ παρέλευσιν χρόνων τινῶν ἀμεληθήσεται τὸ Ἀγγελικὸν Τάγμα τῶν Μοναχῶν καὶ περισσότεροι τῶν πρώτων πειρασμοὶ ἐπαναστατήσονται μὲ Μοναχάς, καὶ ὅτι ὁμοῦ μὲ τὴν κακὴν ἐπιθυμίαν συνεμίχθη καὶ ἡ τυραννία, ὥστε καὶ οἱ μὴ θέλοντες διεφθείροντο. Οἱ δὲ ἱερεῖς μὲ πορνείας καταμολυνόμενοι, καὶ αἱ πρεσβύτεραι αὐτῶν μοιχευόμεναι, ὁμοίως καὶ αὐτοὶ ἑτέραις μοιχεύοντες. Τότε δὲ γενήσεται ὀργὴ θεήλατος, καὶ καταναλωθήσεται πᾶσα ἡ πονηρὰ γενεὰ ἐκείνη, καὶ ἀπελεύσεται εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον. 
Μακάριοι λοιπὸν τότε ὅσοι οὐχ ὑποκύψουσιν εἰς τὴν ἀνομωτάτην πρᾶξιν, τῆς ἀσελγείας, ἥτις εἶναι βιαιοτέρα καὶ βαρυτέρα τοῦ φόνου· ἀλλ᾿ ἀντιστήσονται καὶ ἐλέγξουσιν τὴν ἀνομίαν, ὡς ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης, καὶ θριαμβεύσουσιν ἐλέγχοντες τὴν αἱμομειξίαν. Καὶ ἀποκτανθῶσι ὑπὸ τῶν μιαρῶν καὶ ἀκαθάρτων ἀσελγῶν ἀνθρώπων τοῦ τότε καιροῦ. Ἀναπαυθήσονται οὗτοι εἰς τοὺς κόλπους του Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακὼβ τῶν ἐνδοξοτάτων Πατριαρχῶν καὶ κατασκηνώσουσιν ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων ὡραϊζόμενοι καὶ συνευφραινόμενοι. Ὧν καὶ ἡμεῖς τῆς μερίδος ταύτης ἐπιτύχωμεν χάριτι του Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.

Τὴν τωρινὴν κατάστασιν, βλέποντες ἂς θρηνοῦμεν,
Ἵνα σὺν Θεῶ, πάντες μετανοοῦμεν.

Ἀγωνιζόμενοι καλῶς, πάντοτε βιασθῶμεν,
Μὴ πλανηθῶμεν τάλανες, κ᾿ ἔπειτα κολασθῶμεν.

Καὶ τότ᾿ οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονον! Εἰς Μοναχοὺς ἀθλίους,
Τοὺς ἀρνηθέντας κόσμον μέν, μετὰ δὲ τρισαθλίους.

Οὐαὶ δι᾿ ὧν παράδειγμα, ἵνα καταστραφῶμεν,
Χριστέ μου, Παναγία μου, προφθάσατε σωθῶμεν,
Ἐκ τῶν τριῶν δεινῶν ἐχθρῶν, νὰ μὴ τραυματισθῶμεν.



Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Βιογραφικά σημειώματα πατέρων της ερήμου - Αββάς Ποιμήν

Το Μέγα Γεροντικόν.
Βιογραφικά σημειώματα πατέρων της ερήμου
Αββάς Ποιμήν: 
Για τη ζωή του δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Γεννήθηκε στην Αίγυπτο. Δεκαπενταετής προσήλθε σε μονή στη Σκήτη, όπου μόναζαν έξι κατά σάρκα αδελφοί του. Ο πρωτότοκος ονομαζόταν Ανούβ. 
Με την επιδρομή των βαρβάρων στη Σκήτη (407) αναγκάζονται να φύγουν και οι επτά αδελφοί και πηγαίνουν στην Τερεμούθη της Αιγύπτου, μια τοποθεσία στον δυτικό βραχίονα του Νείλου, όπου φαίνεται ότι παρέμειναν. Γνωρίζουμε επίσης ότι πέθανε ύστερα από τον Αρσένιο (449), γιατί, όπως λένε τα κείμενα, έκλαψε όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό του. 
Στον αββά Ποιμένα αποδίδεται μεγάλος αριθμός αποφθεγμάτων. Όσα υπάρχουν στο αλφαβητικό Γεροντικό μαζί με άλλα της θεματικής (συστηματικής) συλλογής και διάφορα άλλα κατασπαρμένα σε άλλες συλλογές ανέρχονται στα 250. 
Αν θα θέλαμε να προσδιορίσουμε την προσωπικότητα του Ποιμένος με δυο λόγια, θα λέγαμε ότι λιγότερο μοιάζει σαν ένας πρωτοπόρος και περισσότερο σαν ο σοφός διαχειριστής ενός θησαυρού της Σκητιώτικης ζωής που κληρονόμησε. Αντιλαμβανόμενος ίσως, με την ερήμωση της Σκήτης λόγω των βαρβαρικών επιδρομών, ότι έκλεινε μια σελίδα σημαντική της ιστορίας της, προσπάθησε να συγκεντρώσει τους ώριμους καρπούς του Σκητιώτικου αιώνα, ώστε να μη χαθούν. Σε 100 και πλέον αποφθέγματά του διέσωσε τους λόγους και την τακτική 15 παλαιών διδασκάλων της ερήμου (δεν ήταν όλοι από τη Σκήτη), π.χ. Αλωνίου, Αντωνίου, Αμμωνά, Βησσαρίωνα, Ιωάννη Κολοβού κ.α. Αλλά και οι δικοί του λόγου και η ασκητική του διασώζουν και εκφράζουν το πρότυπο που είχε μορφοποιηθεί σιγά-σιγά στη διαδοχή των προηγουμένων γενεών. Έτσι δικαίωσε και το όνομά του, υπήρξε δηλαδή «ποιμένας», πνευματικός πατέρας στη χρυσή αλυσίδα των διερχομένων γενεών. 
Η μνήμη του εορτάζεται στις 27 Αυγούστου.

ΠΗΓΗ: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ  

Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ



ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΔΩ 


Ειδωλολάτρης από καταγωγής, ο άγιος Απόστολος Τίτος μεταστράφηκε στην Πίστη από τον άγιο Παύλο, ο οποίος τον ονομάζει «γνήσιο παιδί του χάρη στην Πίστη που τους ενώνει» (Τίτ. 1, 4). Πολλά χρόνια αργότερα (περί το 49), ξαναβρέθηκαν στην Αντιόχεια και ο Παύλος τον οδήγησε μαζί με τον Βαρνάβα στα Ιεροσόλυμα για να δώσει λόγο στους Αποστόλους για την αποστολή του στους εθνικούς. Πεισμένα από τα επιχειρήματα του Παύλου για την απελευθέρωση από τις εντολές του παλαιού Νόμου, τα μέλη της πρώτης αυτής Συνόδου δεν απαίτησαν τελικά να περιτμηθεί ο Τίτος. Έκτοτε, ακολούθησε τον Απόστολο στις περιοδείες του και έγινε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του. Αυτός στάλθηκε στην Κόρινθο για να μεταφέρει εκεί την πρώτη επιστολή του Αποστόλου και να εξηγήσει πώς έπρεπε να γίνει ο έρανος υπέρ των πιστών της Ιερουσαλήμ (βλ. Β΄ Κορ. 8, 6). Αφού όμως ο Τίτος έφυγε από την πόλη για να αναφέρει στον Παύλο τα αποτελέσματα της αποστολής του, σοβαρές ταραχές διαίρεσαν τους χριστιανούς της Κορίνθου. Ο Παύλος, που βρισκόταν τότε στην Έφεσο (περί το 55), παρέδωσε τότε στον Τίτο μία Επιστολή γραμμένη «με πολλή οδύνη και πόνο στην καρδιά» (Β΄ Κορ. 2, 4) με σκοπό να διορθώσει άμεσα τις ηθικές παρεκτροπές. Έγινε δεκτός με φόβο και τρόμο, ως φορέας της αποστολικής αυθεντίας, και αφού αποκατέστησε την τάξη και την αγάπη, πήγε να συναντήσει τον διδάσκαλό του στη Μακεδονία για να του αναφέρει με χαρά την υπακοή που επέδειξαν οι Κορίνθιοι (βλ. Β΄ Κορ. 7, 15). Εν συνεχεία, ο Παύλος τον απέστειλε εκ νέου στην πόλη αυτή μαζί με δύο άλλους αδελφούς για να παραδώσουν στους Κορινθίους τη δεύτερη Επιστολή του και δρέψουν τους καρπούς του εράνου τους.

Αφού βρέθηκε ξανά με τον Παύλο στη Ρώμη κατά την πρώτη φυλάκισή του, τον συνόδευσε στο ταξίδι της επιστροφής στην Ανατολή. Φθάνοντας στην Κρήτη, ευαγγέλισαν από κοινού πολλές πόλεις και ο Παύλος, που εν τω μεταξύ έπρεπε να συνεχίσει την περιοδεία του, άφησε τον Τίτο για να ολοκληρώσει την οργάνωση της νέας Εκκλησίας εγκαθιστώντας σε κάθε πόλη επισκόπους (περί το 63· βλ. Τίτ. 1, 5). Συναντώντας μεγάλες δυσκολίες, ιδιαίτερα εκ μέρους των Εβραίων, ο Τίτος έγραψε στον Παύλο, ο οποίος του απάντησε ενθαρρύνοντάς τον να διδάσκει ό,τι είναι σύμφωνο με τη θεία Διδασκαλία και να δίνει ο ίδιος το παράδειγμα των καλών έργων: «Η διδασκαλία σου να είναι ανόθευτη, σοβαρή, καθαρή, με σωστό περιεχόμενο, που δε θα δίνει αφορμή για κατηγορίες. Έτσι οι αντίπαλοι θα ντροπιαστούν, αφού δεν θά ’χουν τίποτε κακό να λένε για μας» (Τίτ. 2, 7-8).

Ο Παύλος διαμήνυσε στον Τίτο να πάει να τον συναντήσει στη Νικόπολη και από εκεί στάλθηκε για νέα αποστολή στη Δαλματία (περί το 65· βλ. Β΄ Τιμ. 4, 10). Μετά το μαρτύριο του Παύλου, επέστρεψε στην Κρήτη και διοίκησε την Εκκλησία με σοφία και με ποιμαντορικό ζήλο μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Εκοιμήθη εν ειρήνη και το σώμα του κατατέθηκε στον καθεδρικό ναό της Γορτύνης, της επισκοπικής έδρας του, όπου τιμήθηκε για πολλούς αιώνες, ως προστάτης της Εκκλησίας της Κρήτης. Όταν το νησί ελευθερώθηκε από την αραβική κατοχή, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στον Χάνδακα και κτίσθηκε νέος καθεδρικός ναός προς τιμήν του Αποστόλου Τίτου. Ο ναός αυτός υπήρξε ο κύριος τόπος προσκυνήματος της Κρήτης καθ’ όλη την περίοδο της βενετικής κατοχής (1210-1669). Διωγμένοι από την Κρήτη από τους Τούρκους (1669) οι Βενετοί, πήραν μαζί τους την κάρα του αγίου Τίτου, που κατατέθηκε στον ναό του αγίου Μάρκου. Το τίμιο αυτό λείψανο επιστράφηκε στην Εκκλησία της Κρήτης στις 12 Μαΐου 1966.

Μια δεύτερη εκδοχή Συναξαρίου

Σύμφωνα με μιαν άλλη εκκλησιαστική παράδοση, ο άγιος Τίτος φέρεται να κατάγεται από το γένος του βασιλιά της Κρήτης, Μίνωα, και από πολύ νωρίς είχε φανερώσει ζωηρό ενδιαφέρον για τις ειδωλολατρικές επιστήμες. Σε ηλικία είκοσι ετών άκουσε μια ουράνια φωνή να του λέει: «Τίτε, πρέπει να αναχωρήσεις από εδώ για να σώσεις τη ψυχή σου, επειδή η θύραθεν αυτή παιδεία δεν πρόκειται να σε ωφελήσει». Φοβούμενος ωστόσο μήπως αυτή η φωνή ερχόταν από τους δαίμονες για να πλανηθεί, συνέχισε να μελετά τα εθνικά γράμματα. Μετά από εννέα χρόνια είδε άλλο όραμα όπου έλαβε την εντολή να μελετήσει τα βιβλία των Εβραίων. Άνοιξε λοιπόν το βιβλίο του Ησαΐα και έπεσε πάνω στα εξής λόγια: «Ελάτε κοντά Μου! Γίνετε νέα κτίση, όλοι οι λαοί ειδωλολατρικοί, εσείς που κατοικείτε στα νησιά. Οι Ισραηλίτες θα σωθούν από τον Κύριο και θα λάβουν από Αυτόν αιώνια σωτηρία» (Ησ. 45, 16). Ο ανθύπατος και διοικητής της Κρήτης, που ήταν θείος του Τίτου, έχοντας ακούσει πολλά εγκώμια για τα θαύματα που έκανε ο Ιησούς Χριστός στην Ιερουσαλήμ και σε όλη την Παλαιστίνη, αποφάσισε τότε, σε συμφωνία με τους προεστώτες του νησιού, να στείλει τον ανιψιό του επί τόπου για να λάβει πληροφορίες. Φθάνοντας στην Ιερουσαλήμ, ο Τίτος είδε τον Κύριο και τα θαύματα που έκανε και υπήρξε μάρτυρας του ζωοποιού Πάθους Του, της Ανάστασης και της Αναλήψεώς Του. Λέγεται μάλιστα ότι ήταν ένας από τους μαθητές που έλαβαν το Άγιο Πνεύμα κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Χειροτονήθηκε από τους Αποστόλους και στάλθηκε κατόπιν σε αποστολή με τον άγιο Παύλο. Πήγαν στην Αντιόχεια, κατόπιν στην περιοχή της Σελεύκειας και από εκεί στην Κύπρο. Από τη Σαλαμίνα έφθασαν εν συνεχεία στην Πέργη της Παμφιλίας και από εκεί μετέβησαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας και στο Ικόνιο (Πράξ. 13, 4-6· 13-14· 52), κατόπιν δε στα Λύστρα και στη Δέρβη, υπομένοντας διώξεις και κατατρεγμούς. Φθάνοντας στην Κρήτη έγιναν δεκτοί από τον διοικητή Ρουστίλο που ήταν γαμπρός του Τίτου. Αυτός προσπάθησε να τους πείσει να μην κηρύττουν κατά των θεών των εθνικών, αλλά μάταια. Λίγο αργότερα, ο άγιος Παύλος ανέστησε με την προσευχή του τον γιο του άρχοντα που μόλις είχε πεθάνει. Έκτοτε ο Ρουστίλος έδειξε μεγάλο σεβασμό απέναντι στους Αποστόλους του Χριστού, επιτρέποντάς τους να διδάσκουν ελεύθερα το Ευαγγέλιο στο νησί. Μετά από τρεις μήνες όμως, ανακλήθηκε στη Ρώμη για να γίνει ύπατος. Οι Εβραίοι άδραξαν την ευκαιρία και προκάλεσαν τότε ταραχές στη νεαρή χριστιανική κοινότητα με λόγους μάταιους και ψευδείς, δίχως να τολμούν όμως να τα βάλουν με τους Αποστόλους που είχαν την προστασία ενός τόσο υψηλού προσώπου.

Φεύγοντας από την Κρήτη για την Έφεσο, όπου μετεστράφησαν πολλοί εθνικοί, ο Παύλος έστειλε τον Τίτο, τον Τιμόθεο και τον Έραστο στην Κόρινθο. Και αφού παραστάθηκε στον μεγάλο Απόστολο των Εθνών μέχρι τον θάνατό του, ο Τίτος φέρεται να συνεργάστηκε στη στερέωση της αποστολής στην Ελλάδα και στις Κολοσσές, προτού επιστρέψει στην πατρίδα του για να συνεχίσει τον ευαγγελισμό της. Έγινε δεκτός με χαρά από τους κατοίκους εκεί, αλλά διαπίστωσε γρήγορα ότι διατηρούσαν τα ειδωλολατρικά έθη τους. Ο Απόστολος πλησίασε τότε το άγαλμα της Αρτέμιδος και το γκρέμισε στο Όνομα του Χριστού. Περισσότεροι από πεντακόσιοι ειδωλολάτρες μετεστράφησαν μπροστά στο θαύμα αυτό και ανεβόησαν: «Μεγάλος είναι ο Θεός που κηρύττει ο Τίτος!». Εγκατέστησε την έδρα του στη Γορτύνη και τοποθέτησε εννέα επισκόπους στις μεγαλύτερες πόλεις της Κρήτης, στερέωσε δε στην αληθινή Πίστη τόσο με τον λόγο του όσο και με τα θαύματά του.

Όταν σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών ο άγιος Απόστολος πλησίασε τον θάνατο, η κατοικία του γέμισε αίφνης με μία εύοσμη νεφέλη, πλήθος αγγέλων ήλθε να του παρασταθεί και, με το πρόσωπο να λάμπει σαν ήλιος, παρέδωσε στη ψυχή του στον Θεό λέγοντας τούτα τα λόγια: «Κύριε, κράτησα την Πίστη και στερέωσα τον λαό Σου στον φόβο Σου. Δέξου τώρα το πνεύμα μου!». Όταν οδηγούσαν τη σορό του, ντυμένη στα λευκά για να την ενταφιάσουν, οι ειδωλολατρικοί ναοί γκρεμίστηκαν από μόνοι τους και εν συνεχεία πολλοί δαιμονισμένοι ελευθερώθηκαν κοντά στον τάφο του. 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 12ος (Αύγουστος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,


Σάββατο 24 Αυγούστου 2024

ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ ΛΑΘΗ ΣΤΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ


 

ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ ΛΑΘΗ
ΣΤΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ 
Βλέπω συχνά μέσα στις σύγχρονες εικόνες να επαναλαμβάνονται τα ίδια δογματικά λάθη είτε αντιγράφει ο αγιογράφος από παλαιότερα πρότυπα τα θέματα των εικόνων του, είτε προσπαθεί να δημιουργήσει νέα. 
Το φαινόμενο αυτό οφείλεται χωρίς αμφιβολία σε μία αρχαιολογική αντίληψη για την εικόνα που διαμορφώσαμε κυρίως μετά την «αναγέννησή» της στα μέσα του 20ου αιώνα. Η τέχνη της εικόνας ήρθε σε πρώτη προτεραιότητα, ενώ η θεολογική-δογματική της σημασία αγνοήθηκε. Στα μάτια πολλών αγιογράφων, αν όχι όλων, φθάνει να πάρει κανείς ως πρότυπο μία παλιά εικόνα για να αγιογραφήσει παραδοσιακά. Η παλαιότητα έφθασε ν’ αποτελεί ένα αλάνθαστο κριτήριο αναπαραγωγής. 
Η απουσία όμως θεολογικής και ιστορικής γνώσης είναι ένας πολύ κακός σύμβουλος, διότι πολλές από τις εικόνες του παρελθόντος έχουν δογματικές ελλείψεις, τις οποίες η εμπειρία της Εκκλησίας με τους δογματικούς της αγώνες κάλυψε στο πέρασμα των αιώνων. Όταν αντιγράφουμε, επομένως, μία εικόνα του 1200, πρέπει να έχουμε κατά νου, ότι μπορεί αυτό το πρότυπο να έχει εικονογραφικές παραλείψεις, τις οποίες θα πρέπει εμείς με την θεολογική μας γνώση να συμπληρώσουμε για να μην αντιγράφουμε α-νοήτως δηλαδή άνευ νου, άνευ γνώσεως. 
Θα προσπαθήσω εδώ να κωδικοποιήσω τις δογματικές αυτές ελλείψεις χωρίς θεολογική τεκμηρίωση, αφού αυτό το κάνω σε ειδική εργασία που θα δει το φως της δημοσιότητας, (αν θέλει ο Θεός κάποτε), και θα φέρει τον τίτλο «Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΙΚΟΝΑ, δογματικά λάθη και παρανοήσεις». 
1ο δογματικό λάθος: 
Η απουσία της επιγραφής «Ο ΩΝ» μέσα στο φωτοστέφανο του Κυρίου, ιδιαίτερα του Παντοκράτορα. Κάθε εικόνα του Κυρίου οφείλει να φέρει την επισήμανση αυτή, διότι αποτελεί ένα δογματικό ζήτημα μείζονος σημασίας. Εκφράζει την θεολογία μιας ολόκληρης εποχής για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος (ενωτικές συζητήσεις Ανατολής και Δύσης του 13ου αιώνα). Αυτό το «Ο ΩΝ» εκφράζει την ορθόδοξη διδασκαλία σχετικά με το μυστήριο της φανέρωσης μέσα στον κόσμο της Αγίας Τριάδος, την ενότητα της ενέργειας της Αγίας Τριάδος η οποία εκδηλώνεται εκ του Πατρός δι Υιού εν Αγίω Πνεύματι -δηλαδή την αποστολή του Πνεύματος μέσα στον κόσμο, και ως εκ τούτου δεν μπορούμε, να το αγνοούμε αλλοιώνοντας έτσι την Ορθόδοξη διδασκαλία της Εκκλησίας. 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: 
Όταν μιλάμε για τις εικόνες, δεν αναφερόμαστε στη θεολογία της Αγίας Τριάδας (δηλαδή στις ενδοτριαδικές σχέσεις, όπου ο Πατήρ γεννά τον Υιό και εκπέμπει το Πνεύμα), αλλά αναφερόμαστε στην Οικονομία, δηλαδή στη φανέρωση του Θεού μέσα στον κόσμο, που είναι φανέρωση τριαδική, κι όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, η φανέρωση του ενός Προσώπου είναι και φανέρωση των άλλων δύο Προσώπων. Επομένως, ούτε συγχέουμε την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος Μόνο από τον Πατέρα, ούτε είμαστε λατινόφρονες να πιστεύουμε στην filioque εκπόρευσή Του. Η θεολογία της εικόνας δεν κάνει λόγο για το πώς υπάρχουν μέσα στην Τριάδα τα τρία Προσώπα του Θεού, αλλά στο πώς φανερώνονται μέσα στον κόσμο, στην αποστολή τους. 
2ο δογματικό λάθος: 
Πρόσωπα που φέρουν φωτοστέφανο δεν επιτρέπεται να εικονίζονται προφίλ (άγγελοι στην Βάπτιση του Κυρίου, Μυστικός Δείπνος κ.α.) Κάθε πρόσωπο Ορθόδοξης εικόνας που φέρει φωτοστέφανο, εικονίζεται απαραίτητα κατά μέτωπον ή στραμένο κατά τρία τέταρτα, όταν πρόκειται για σκηνή διαλογική. Ο μετωπικός εικονισμός αποτελεί θεολογική και εικαστική αρχή της εικόνας απαρέγκλιτη. 
3ο δογματικό λάθος: 
Η Θεοτόκος της κόγχης (Πλατυτέρα) δεν μπορεί να εικονίζεται μόνη, χωρίς το παιδίον Ιησούς. Κάποια από τα παλαιά παραδείγματα (χωρίς τον Ιησού) δεν νομιμοποιούν την βασική θεολογία της κόγχης του ιερού που θέλει ορατό και μάλιστα με ειδικό τρόπο το Παιδίον Ιησού. 
4ο δογματικό λάθος: 
Η συμβολική αναπαράσταση της Αγίας Τριάδος υπό την ρωσική επίδραση των τριών αγγέλων (Ρουμπλιώφ). Η θεοφάνεια των τριών νέων στον Αβραάμ δεν μπορεί να αποκόπτονται από το ιστορικό τους υπόβαθρο για να εικονίσουν την Αγία Τριάδα. Δεν επιτρέπεται δηλαδή η Αγία Τριάδα να εικονίζεται με την μορφή τριών αγγέλων (άγγελος=κτίσμα). Επομένως απαραίτητος όρος εικονισμού είναι η παρουσία του Αβραάμ και της Σάρας, καθώς και ο ιδιαίτερος εικονισμός του κεντρικού αγγέλου της παράστασης. 
5ο δογματικό λάθος: 
Αφορά σε μία μεγάλη κλίμακα έκφρασης των εικόνων, που καλύπτει τόσο την τοιχογραφία όσο και την φορητή εικόνα. Αφορά στα χρώματα και στις φωτοσκιάσεις που εισάγονται κατά κόρον τα τελευταία χρόνια και αλλοιώνουν το εκκλησιαστικό ήθος της εικόνας (τόνοι δύο χρωμάτων στα φωτοστέφανα που δίνουν την αίσθηση της διάφανης γυάλας), συνεφιαστό περιβάλλον που δίνει την αίσθηση του μετα-φυσικού χώρου, έντονη ψυχολογική έκφραση στα πρόσωπα των αγίων, έντονη κινητικότητα στο σχεδιασμό που παραπέμπει σε κινούμενο σχέδιο, κ.α.

Τιμές του Αλή Πασά στον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό

 

Τιμές του Αλή Πασά στον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό

Ενδιαφέρον και σημαντικό είναι ένα περιστατικό, που δείχνει το μεγάλο σεβασμό και την ευγνωμοσύνη του Αλή πασά στον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Όταν κάποτε έφεραν την κάρα του Αγίου στο σεράγι του Αλή, εκείνος σηκώθηκε με πολύ σεβασμό, άνοιξε τη θήκη και την ασπάστηκε. Τότε ο Σέχης Χατζή Σεχρής, θεώρησε όλα αυτά ως αμαρτία και φώναξε στον Αλή, «Κριματίστηκες!».

Αλλά ο Αλή πασάς ατάραχος απάντησε: «Πω, πω, είσαι ζουρλό, καϋμένε Σέχη. Να ήξερες, δεν έλεες έτζι. Τούτο το καλόγερο, ωρέ Χατζή, ήτον αληθινό προφήτη. Ήρθε σπίτι μου στο Τεπελένι και με ευχήθηκε, ωρέ, και μου είπε όλα όσα έκαμα, σαν να τάχε γραμμένα στο κιτάπι. Πω, ένα λησμόνησα να το ρωτήξω, καϋμένε, και αν το είχα ζωντανό να το ρώταγα έδινα δέκα χιλιάδες τζακούλες. Δεν τόχω!» 
Και αφού ξαναφίλησε την κάρα του Αγίου μπροστά στο Σέχη, στους Μουσουλμάνους και Χριστιανούς, την έδωσε στους καλογήρους, δίνοντας μαζί και μία χούφτα ρουμπιέδες. 
Και κάποια άλλη φορά, όταν ένας φανατικός Μουσουλμάνος τον ειρωνεύτηκε για την ευλάβειά του σ’ έναν άπιστο, ο Αλή πασάς του απάντησε: «Φέρετέ μου έναν Μουσουλμάνο σαν κι αυτόν τον Χριστιανό και να του φιλήσω και τα πόδια». 
Ενδιαφέρουσα είναι και η πληροφορία που διασώζει ο Άγγελος Παπακώστας, σχετικά με την προστασία που απολάμβαναν από τον Αλή πασά όσοι τιμούσαν και επικαλούνταν το όνομα του Αγίου: «Ο ηγούμενος εις το μοναστήρι όπου έπιασαν τον Κατσαντώνη είπε του Αλή πασά: “Είμαι ανεψιός του Αγίου Κοσμά”, έδειξε κάτι κομμάτια ράσα που είχε μαζί του, και ο Αλής αντί να τον σκοτώση, τον άφησε ελεύθερο, του έδωσε τρία φορτία λάδι για το μοναστήρι του και Αλβανούς ενόπλους, για να τον συνοδεύσουν». 
Και δεν έμεινε μόνο σ’ αυτά ο Αλής. Τόση ήταν η αφοσίωση και η τιμή που απέδιδε στο «γέρο Κοσμά», ώστε φρόντισε και «για τη σύνταξη της Ακολουθίας του Κοσμά», αφού εξουσιοδότησε τους γραμματείς του Γεώργιο Τουρτούρη και Μάνθο Οικονόμου να δαπανήσουν από το θησαυροφυλάκιό του όσα χρήματα ήταν απαραίτητα.

Ο Αλή πασάς είχε ανακηρύξει Άγιο τον Κοσμά, πολύ πριν η ελληνική Εκκλησία το κάνει. Και αυτό το δέχονται και το ομολογούν Έλληνες και ξένοι περιηγητές, φίλοι και εχθροί του Αλή. Πολλοί ξένοι περιηγητές και διπλωμάτες, που παρακολουθούσαν όλες τις κινήσεις του Αλή μιλάνε για τα έργα του και τις τιμές που απέδιδε στον Άγιο. «Η εορτή του Αγίου Κοσμά ήρξατο από του 1815 δια βεζυρικής διαταγής του Αλή Πασά, όστις έγραψε διαταγήν εις όλους τούς Αρχιερείς, ίνα διατάξωσι τον λαόν να κλείη η αγορά την ημέραν ταύτην». 
Για τον Άγιο Κοσμά, «Τούρκος ήταν εκείνος που διέταξε το χαμό του και τον κρέμασε, μα πάλι Τούρκος ήταν αυτός που του απέδωσε τις πρώτες επίσημες τιμές μ’ αφάνταστη μεγαλοπρέπεια». 
Ο Αλή πασάς χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να δείξη την απεριόριστη αγάπη και αφοσίωση στο «γέρο Κοσμά», όπως συνήθιζε να τον αποκαλή. Κάνει κατάπληξη η πίστη και η ευλάβεια ενός αλλόθρησκου και φοβερού τυράννου προς τον ταπεινό ρασοφόρο. 
Μπορεί η αφοσίωση του Αλή στον Άγιο να βασίζεται και στη γνωστή του δεισιδαιμονία, χωρίς να αποκλείεται και η σκοπιμότητα, να κάνη φίλους του όλους εκείνους, Χριστιανούς και Τούρκους, που θαύμαζαν και λάτρευαν τον Πατροκοσμά, τους οποίους ο θάνατός του τους έκανε να μισήσουν τον Κουρτ πασά και το περιβάλλον του. 
Μαρία Αλ. Μαμασούλα, Ο Εθναπόστολος Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», 2016, σελ. 127.

Δημοφιλείς αναρτήσεις