Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2025

Είναι απαραίτητον εις το κακόν να εύρη δι’ εαυτό δικαίωσιν, να εμφανισθή ενδεδυμένον το ένδυμα του αγαθού, και ουχί σπανίως και του υψίστου αγαθού.





Η ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

Καθώς την δευτέραν εντολήν εθεώρει ο Γέρων ως την ασφαλή καθοδηγητικήν αρχήν προς έλεγχον του αληθούς της πορείας ημών προς τον Θεόν, ούτω και δια την διάκρισιν του καλού και του κακού η ασφαλής ένδειξις είναι ουχί τοσούτον ο άγιος και υψηλός κατά την εξωτερικήν αυτού διατύπωσιν σκοπός, όσον τα μέσα, άτινα εκλέγονται δια την πραγματοποίησιν του σκοπού τούτου.

Απόλυτος είναι μόνον ο Θεός. Το κακόν, μη όν αυθύπαρκτον αλλ’ απλώς αντίθεσις του ελευθέρου δημιουργήματος κατά της ανάρχου Υπάρξεως, του Θεού, δεν δύναται να είναι απόλυτον. Δια τούτο το κακόν εις καθαράν, τουτέστιν απόλυτον, μορφήν δεν υπάρχει και δεν δύναται να υπάρξη. Πάν κακόν, τελούμενον υπό των ελευθέρων κτισμάτων, ζη αναγκαίως ως παράσιτον επί του «σώματος» του αγαθού. Είναι απαραίτητον εις το κακόν να εύρη δι’ εαυτό δικαίωσιν, να εμφανισθή ενδεδυμένον το ένδυμα του αγαθού, και ουχί σπανίως και του υψίστου αγαθού. Το κακόν αναμιγνύεται πάντοτε και αναποφεύκτως μετά τινος δόσεως θετικής αναζητήσεως, και ένεκα τούτο «πλανά» τον άνθρωπον. Την θετικήν αυτού άποψιν το κακόν προσπαθεί να παρουσιάση εις τον άνθρωπον ως αξίαν τοσούτον σπουδαίαν, ώστε δια την επιτυχίαν αυτής να είναι επιτρεπτά όλα τα μέσα.

Εις την εμπειρικήν ύπαρξιν του ανθρώπου το απόλυτον καλόν δεν επιτυγχάνεται. Εν παντί ανθρωπίνω εγχειρήματι υπάρχει δόσις τις ατελείας. Η ύπαρξις ατελειών εις το ανθρώπινον καλόν αφ’ ενός, και η αναπόφευκτος παρουσία του αγαθού προσχήματος εν τω κακώ αφ’ ετέρου, καθιστούν δυσχερή την διάκρισιν του καλού από του κακού.

Επίστευεν ο Γέρων ότι το κακόν πάντοτε ενεργεί «δια της απάτης», δι’ επικαλύμματος καλού, ενώ το καλόν δεν έχει ανάγκην της συνεργασίας του κακού δια την πραγμάτωσιν αυτού, και δια τούτο, όπου εμφανίζονται κακά μέσα (πονηρία, ψεύδος, βία, και τα όμοια), εκεί άρχεται περιοχή ξένη προς το πνεύμα του Χριστού. Το καλόν δεν επιτυγχάνεται δια κακών μέσων, ούτε ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. «Το καλόν ουκ έστι καλόν, αν μη καλώς γένηται». Αύτη είναι η διαθήκη την οποίαν παρέδωκαν εις ημάς οι Απόστολοι και οι Άγιοι Πατέρες. Εάν ενίοτε νικά το καλόν και δια της εμφανίσεως αυτού διορθώνη το κακόν, θα ήτο σοβαρόν σφάλμα  να σκέπτηται τις ότι το κακόν ωδήγησεν εις το καλόν, ότι το καλόν υπήρξεν αποτέλεσμα του κακού. Τούτο είναι αδύνατον. Η δύναμις όμως του Θεού είναι τοιαύτη, ώστε, εκεί όπου εμφανίζεται, να ιατρεύη το παν, διότι ο Θεός είναι πλήρωμα της ζωής και δημιουργεί την ζωήν εκ του μηδενός.

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ
Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ 
Μετάφρασις εκ του ρωσικού
υπό του ιδίου του συγγραφέως
και του Ιερομ. Ζαχαρίου

σελ.156-158 

Ο κόσμος συγκρατείται με τις προσευχές των Αγίων και, όταν εξασθενήσει η προσευχή, τότε ο κόσμος θα χαθεί…



Ο κόσμος συγκρατείται με τις προσευχές των Αγίων και, όταν εξασθενήσει η προσευχή, τότε ο κόσμος θα χαθεί… θα πεις, ίσως, ότι τώρα δεν υπάρχουν τέτοιοι μοναχοί, που να προσεύχονται διακαώς για όλο τον κόσμο. Εγώ, όμως, θα σου πω πως, όταν θα λείψει από τη γη αυτή η προσευχή, τότε ο κόσμος θα χαθεί, θα έλθουν μεγάλης οδύνες, που και τώρα υπάρχουν. σελ.284  
Για πολλά χρόνια η ζωή του γέροντα ήταν προσευχή για τον κόσμο και με άγνωστο σε μας τρόπο η χάρη του Θεού τον πληροφορούσε πως, όσο ακόμα θα υπάρχει στον κόσμο τέτοια αγάπη και προσευχή, ο κόσμος θα διαφυλάσσεται από το Θεό, αλλά, όταν λείψει τελείως από το πρόσωπο της γης η αγάπη για τους εχθρούς τότε ο κόσμος θα χαθεί στο πυρ της γενικής συρράξεως. σελ 287


Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ 
Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ 

Η δύναμη της προσευχής 
για τον κόσμο

Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ



Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

Όταν ο Κύριος και Θεός ημών, ο μονογενής Υιός και Λόγος του Πατρός επρόκειτο να κατέλθει από τους ουρανούς, για να συλληφθεί στην παρθενική κοιλία της παναμώμου Μητρός Του, θέλησε να προμηνύσει την δική Του άσπορο σύλληψη με ένα άλλο παρόμοιο θαύμα. Έξι μήνες πριν από τον Ευαγγελισμό της Κυρίας Θεοτόκου, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ εμφανίσθηκε στον προφήτη και ιερέα Ζαχαρία [5 Σεπτ.], κατά την ώρα που εκείνος προσέφερε το θυμίαμα στο θυσιαστήριο των θυμιαμάτων, και του ευηγγελίσθηκε την σύλληψη του Τιμίου Προδρόμου: «Μη φοβάσαι, Ζαχαρία! Γιατί η προσευχή σου εισακούσθηκε· η γυναίκα σου, η Ελισάβετ, θα σου γεννήσει γιο και θα του δώσεις το όνομα “Ιωάννης”. Θα νιώσεις χαρά και αγαλλίαση και πολλοί θα είναι εκείνοι που θα χαρούν με την γέννησή του. Με την αποστολή και το έργο του θα γίνει μέγας ενώπιον του Κυρίου. Θα είναι γεμάτος με Πνεύμα Άγιο ήδη από την κοιλιά της μάνας του και θα κάνει πολλούς Ισραηλίτες να επιστρέψουν στον Κύριο και Θεό τους» (Λουκ. 1, 13-15). Αλλά ο Ζαχαρίας, γέροντας ήδη στην ηλικία, όπως και η σύζυγός του, η Ελισάβετ, η οποία επί πλέον ήταν και στείρα, δίστασε να πιστεύσει σε αυτή την πρωτάκουστη θεία επαγγελία. Εφ’ όσον όμως «όπου Θεός βούλεται, νικάται φύσεως τάξις», τιμωρήθηκε από τον Αρχάγγελο του Κυρίου με αφωνία και με αλαλία μέχρι την γέννηση του παιδιού του [24 Ιουν.]. Το θαυμαστό αυτό γεγονός πανηγυρίζει σήμερα η Εκκλησία ως απαρχή της εκπληρώσεως του μεγάλου μυστηρίου της σωτηρίας μας.



«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 1ος, Σεπτέμβριος,
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

ΕΙΣΟΔΙΚΟΝ - Αρχ. Βασίλειος Γοντικάκης

 

ΕΙΣΟΔΙΚΟΝ 
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ 
῾Η ἑνότης μέσα στὴν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία δὲν νοεῖται σὰν ἁπλὴ διοικητικὴ διευθέτησι καὶ ἀνθρώπινο κατόρθωμα, ἀλλὰ ὡς χάρις καὶ πλήρωμα τῆς καινῆς ζωῆς, ποὺ καινοποιεῖ τοὺς γηγενεῖς καὶ τὸν κόσμο τους ὁλόκληρο. 
∆ὲν ἔχει ἡ θεολογία δική της φιλοσοφία, ἡ πνευματικότης δική της νοοτροπία, ἡ διοίκησι δικό της σύστημα, ἡ ἁγιογραφία δική της σχολή. ῞Ολα ἀναδύονται ἀπὸ τὴν ἴδια κολυμβήθρα τῆς λειτουργικῆς ἐμπειρίας. ῞Ολα συλλειτουργοῦν Τριαδικά, προσάδοντα τὸν τρισάγιο ὕμνο μὲ τὴ δική τους γλώσσα. «Πάντα ἄρχονται φθέγγεσθαι ξένοις δόγμασι, ξένοις ρήμασι, ξένοις διδάγμασι τῆς ῾Αγίας Τριάδος»
Τίποτε δὲν εἶναι αὐθαίρετο, ἀπομονωμένο, ξένο ἢ πρόσθετο μηχανικά. Κανένα δὲν ἔχει τὸν δικό του νόμο, τὸ δικό του «θέλημα», ὡς ἀνταρσία. Τίποτε τὸ ξένης φύσεως, νοήσεως ἢ στάσεως δὲν εἰσέρχεται. 
Τὸ κάθε τι καταλάμπεται ἀπὸ τὴν Τριαδικὴ χάρι. Τὸ δράμα ὀργανικὰ συζῆ καὶ ἐνσωματώνεται μέσα στὸ ὅλον. 
῾Υπάρχει ἕνας Νόμος πνευματικός, ποὺ δεσπόζει τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων. Τὰ πάντα ἀπορρέουν, ἐκπορεύονται ἀπὸ τὴ γνῶσι τῆς ῾Αγίας Τριάδος. 
Τὰ πάντα ἀναδύονται ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα, τὴ ζωὴ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος· ἀπὸ τὸ βαπτισμα εἰς τὸν θάνατον τοῦ ᾿Ιησοῦ. 
«῾Η ζωὴ ἐκ τοῦ Τάφου ἀνέθορε» καὶ ἀναθρώσκει. Μετὰ ἀπὸ τὸ πέρασμα τοῦ θανάτου τὰ πάντα ὑπάρχουν διαφορετικά. 
Μπορεῖ νὰ λεχθῆ ὅτι τὸ ἴδιο Τριαδικὸ ἀπήχημα ἀκατάπαυστα ἀναδύεται ἀπὸ τὴν πιὸ κατώτερη λειτουργία ζωῆς μέχρι τὶς ἀγγελικὲς χοροστασίες τῆς τρισαγίου φωνῆς. 
Πειθήνια ὑποτασσόμενος στοὺς νόμους τῆς Τριαδικῆς λειτουργίας ὁ ἄνθρωπος καὶ θελγόμενος ἀπὸ τὴν παναρμόνια τούτη συμφωνία, φέρεται ἐπὶ τῶν πτερύγων τῆς ἐλευθερίας τοῦ Πνεύματος, ποὺ τὸν ἐξάγουν ἀπὸ τὸν κλειστὸ χῶρο τοῦ κτιστοῦ στὸ εὐρύχωρο πλάτος τοῦ Παραδείσου καὶ τὸν ἐπαναφέρουν στὸ οἰκεῖον ἀξίωμα. 
Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἕνας ᾿Ορθόδοξος ἐρωτᾶται γιὰ τὸ θέμα τῆς ἑνότητος, δὲν πάει ὁ νοῦς του σὲ κάτι ἀνθρώπινο καὶ κλειστό, ἀλλὰ σὲ κάτι τὸ ἀπέραντο καὶ θεϊκό. ∆ονεῖται ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν ἐπινίκιο ἰαχὴ ποὺ ἀναπέμπεται ἀκατάπαυστα ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία τοῦ ᾿Αναστάντος· «῾Εάλω ὁ θάνατος θανάτῳ» (Παρακλητική)
῾Η ἑνότης τῆς ᾿Εκκλησίας διοργανώνεται, πολιτεύεται καὶ φανερώνεται μετὰ τὸν θάνατο ποὺ φέρνει στὴν αἰώνια ζωή. 
῾Η ἑνότης τῆς ᾿Εκκλησίας ἔχει τὶς διαστάσεις τῆς ᾿Ελευθερίας καὶ τὸ πολίτευμα τῆς «καινῆς βιοτῆς»
Καὶ τὸν θάνατο αὐτὸν ποὺ νικᾶ τὸν θάνατο καὶ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωὴ τὴν ἀληθινὴ ἑνότητα καὶ θεία περιχώρησι-τὸν ἐνσαρκώνει ἡ ᾿Εκκλησία σ᾿ ὅλο της τὸ σῶμα καὶ τὶς ἐκδηλώσεις· 
-Στὴ θεολογία, μὲ τὴν ἀποφατικὴ γνῶσι, ποὺ εἶναι Γολγοθᾶς τῆς νοήσεως. 
-Στὴν ὀργάνωσι, μὲ τὸ νὰ ὑπάρχη συνοδικῶς, «Τριαδικῶς»
-Στὴ θεία Λειτουργία, μὲ τὴν ὁλοκληρωτικὴ προσφορά· «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα»
-Στὴν εἰκόνα, μὲ τὴν εἰκαστικὴ φανέρωσι τοῦ λειτουργικοῦ ἤθους. 
-Στὴν πνευματικότητα, μὲ τὴν ἐκζήτησι τῆς ταπεινώσεως (καὶ ὅχι μὲ τὴν ἁπλὴ πρόσκτησι τῶν ἀρετῶν) ποὺ εἶναι θυσία τῶν πάντων καὶ ἐπώδυνη «κένωσις»
῎Ετσι ἔρχεται διὰ τοῦ σταυροῦ τοῦ ἀνθρωπίνου (τοῦ ἰδίου θελήματος) χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ τῆς ᾿Εκκλησίας. Κινεῖται, δρᾶ καὶ φανερώνεται ἡ ἄνωθεν ἐπιδημοῦσα Χάρις, ἡ ὁποία ἑνοποιεῖ ὀργανικὰ τὰ πάντα. 
῾Ο πόνος βρίσκεται ἐδῶ· Πῶς μπορεῖ νὰ λειτουργηθῆ ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος. Πῶς μπορεῖ νὰ γίνη βατὴ ἡ ἀπόστασι ποὺ χωρίζει τὴν ἀγωνία καὶ τὴ δίψα τοῦ νέου ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν πλησμονὴ τῆς καινῆς ζωῆς καὶ τὴν πατερικὴ δημιουργία. ῎Η, πῶς μπορεῖ νὰ καταργηθῆ ἡ ἀπόστασι ποὺ χωρίζει θεολογία καὶ ζωή. 
῞Οταν αὐτὸ γίνη, τότε νέα ρεῖθρα θὰ ποτίσουν τὴ διψασμένη γῆ μας καὶ χυμοὶ τῆς βαθύρριζης ᾿Ορθοδόξου παραδόσεώς μας θὰ ἀνανεώσουν τοὺς βλαστοὺς τοῦ κουράγιου καὶ τῆς ζωῆς μας. Τότε θὰ νοιώσουμε τὸ ἕνα, μοναδικὸ καὶ καθολικὸ τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ποὺ ἀνακεφαλαιώνει τὰ πάντα. Θὰ νοιώσουμε ὅτι δὲν ὑπάρχει βάσι συγκρίσεως μὲ κανένα προηγούμενο ἢ ἑπόμενο. Μέσα της κρύβει ὅλα τὰ προηγούμενα, προαιώνια καὶ ἑπόμενα, ἀτελεύτητα. 
Τὰ πάντα γνωρίζονται ὡς νέα, καινοφανῆ, γιατὶ ὁ Κύριος εἶναι «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος»
Τὰ πάντα εἶναι δοκιμασμένα καὶ ἀσινῆ. ∆ὲν στέκει ὄρθιο κανένα εἴδωλο, πεποιημένο χερσὶ ἢ νοήμασι, γιατὶ ὁ Θεὸς γνωρίζεται ἐδῶ ὡς «ὁ εἷς, τὰ πάντα καὶ οὐδεὶς» (ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος). Μόνο ἐδῶ γνωρίζεται ὁ Θεὸς ὡς τῆς ἑνότητος χορηγός. 
Μόνο ἐδῶ βρίσκει ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του ὁλόκληρο, σωσμένο ψυχῇ τε καὶ σώματι. 
* 
Οἱ σελίδες ποὺ ἀκολουθοῦν δὲν δίδονται σὰν λύσι στὸ πρόβλημα τῆς ἑνότητος, ἀλλὰ σὰν μικρὲς ἀφορμὲς καὶ ἀναβαθμοὶ ποὺ πιθανῶς μποροῦν νὰ βοηθήσουν κάποιον στὸ νὰ προχωρήση πιὸ συνειδητὰ μέσα στὴν ᾿Εκκλησία, ὅπου «τὸ φρικτὸν ἐκεῖνο τῆς ὑπὲρ νοῦν καὶ λόγον ἑνότητος μυστήριον ἐπιτελεῖται» (Μυσταγωγία, ἁγίου Μαξίμου)
Τότε μόνος του κανεὶς θὰ καταλάβη ποιὰ ἀπάντησι δίδεται καὶ γιὰ τὸ 778 πρόβλημα τῆς ἑνώσεως τῶν ᾿Εκκλησιῶν καὶ τὸν «οἰκουμενισμό», ποὺ ἦταν ἡ πρώτη ἀφορμὴ γιὰ τὴ σύνταξι αὐτῆς τῆς ἐργασίας. 
Πρὶν τελειώσουν αὐτὲς οἱ εἰσαγωγικὲς γραμμὲς πρέπει ἀκόμη κάτι νὰ λεχθῆ· 
Τὸ νὰ κατεβάσης τὸν λόγο στὸ ἐπίπεδό σου -ἀπασχολούμενος μὲ παρόμοια θέματα- δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸ (ὁ ἄλλος δὲν περιμένει νὰ ἀκούση τὶς ἀπόψεις σου, ἀλλὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ). Καὶ τὸ νὰ ἀνέβης ὁλόκληρος στὸ ὕψος τῆς θεολογικῆς ἱερολογίας, ὄντας μεμολυσμένος, εἶναι ἐπικίνδυνο καὶ ἀνέφικτο. ῎Ετσι, νοιώθεις τὸ γράψιμο τοῦτο νὰ εἶναι πάντα ἕνας σταυρός. 
Γι᾿ αὐτό, ἂς γίνουν δεκτὲς οἱ σελίδες τοῦτες σὰν ἕνας ὀβολὸς ἑνὸς φτωχοῦ στοὺς ἀδελφούς του. Καὶ ἂς εἶναι συγχρόνως μιὰ αἴτησι τῶν προσευχῶν τους. Γιατὶ μόνο στοὺς ἀδελφούς, τοὺς «ἁγίους», τὴν ᾿Εκκλησία τῶν πρωτοτόκων, μποροῦμε νὰ στηριχτοῦμε. ᾿Εκεῖ βρίσκεται ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας.

 

Αρχ. Βασίλειος Γοντικάκης,
Προηγούμενος Ιεράς Μονής Ιβήρων
Αγίου Όρους

Λόγια τοῦ π. Βασιλείου Ἰβηρίτη στὴν ἐντατική: «Ο Χριστὸς εἶναι Ζωή, εἶναι τὸ Φῶς, εἶναι Παράδεισος»!

 
Λόγια τοῦ π. Βασιλείου Ἰβηρίτη στὴν ἐντατική: «Ο Χριστὸς εἶναι Ζωή, εἶναι τὸ Φῶς, εἶναι Παράδεισος»!

(28 Αυγούστου – 17 Σεπτεμβρίου 2025)

- Μὴ μοῦ λέτε νὰ γίνω καλά. Εἶμαι καλά. 

Ὁ ἡγούμενος [Ηγούμενος Ναθαναήλ της Ιεράς Μονής Ιβήρων], ὄντας ἀσθενής ἀπὸ τὸ κόβιντ καὶ ὁ Γέροντας στὴν ἐντατική, σὲ τηλεφωνικὴ ἐπικοινωνία τοῦ εἶπε:

«Γέροντα, διάβασα τὰ Ἀποτυπώματα, καὶ ἐπειδὴ ἐγὼ ἤμουν ἔτσι ζαβλακωμένος, ἄρρωστος, πονεμένος, στεναχωρημένος ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν στην πανήγυρη [ὁ π. Ἀθηναγόρας ἀπὸ τὴ μητρόπολη Βεροίας ἀρρώστησε ἐδῶ τὴν προπαραμονή, ὁ Γέροντας τραυματίστηκε τὴν παραμονή, ὁ π. Ἰωακεὶμ τοῦ Μυλοποτάμου ἔσπασε τὸ χέρι του στὴ διάρκεια τῆς ἀγρυπνίας, ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ποὺ προεξῆρχε, ὁ ἡγούμενος κι ἄλλοι τρεῖς πατέρες κόλλησαν κόβιντ] μὲ ἀκούμπησε πολύ.»

Ὅταν πῆγε καὶ τὸν εἶδε στὴν ἐντατική, τοῦ λέει ὁ Γέροντας:

«Μοῦ ᾿πες προχθὲς κάτι, καὶ μὲ κολάκευσε, ὅτι σ᾿ ἀκούμπησαν τ᾿ Ἀποτυπώματα. Καὶ δὲν πρέπει νὰ κολακεύεται κανείς· εἶν᾿ ἁμαρτία. Σὲ ζητῶ νὰ μὲ συγχωρέσεις γι᾿ αὐτὸ τὸν λογισμὸ ποὺ ἔβαλα.»

Προγεύομαι τὴ μέρα τοῦ πανηγυριοῦ, τῆς ἐξόδου μου καὶ τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας στὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο (τὸν ναὸ τοῦ κοιμητηρίου τῆς Μονῆς. Τὶς τελευταῖες ἡμέρες ἀνέφερε τοὺς Ἁγίους Πάντες, τὸν ναὸ τοῦ κοιμητηρίου τῆς Σκήτης Ἰβήρων, ὅπου ἀσκήτευε ἀπὸ τὸ 1965 ὣς τὸ 1968).

Θὰ εἶμαι ἐκεῖ καὶ θὰ ἀπολαμβάνω. Καὶ τὸ κελί μου θὰ βλέπω καὶ ὅλους σας. (Ἕνα μήνα πρίν, ἔλεγε: «Ἐγὼ θὰ φύγω ἀλλὰ θὰ εἶμαι ἐδῶ. Θὰ παρακολουθῶ τὰ ἔργα. Θὰ τὰ παρακολουθῶ ὅλα. Δὲν θὰ μ᾿ ἐνοχλεῖτε· δὲν θὰ σᾶς ἐνοχλῶ.»)

Καί: Περιμένω τὴ μεγάλη γιορτὴ στὸ κοιμητήριο τῆς Ἰβήρων. 

Μιὰ ἑβδομάδα περίπου πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του:

-Θά ᾿θελα ἕνας Ὀρθόδοξος παπὰς νὰ μὲ κοινωνήσει.

-Ἀμέσως τώρα. Πότε θέλετε;

-Σήμερα.

Μετὰ ἀπὸ λίγο, γιὰ τὸν ἱερέα ποὺ θὰ τὸν κοινωνοῦσε:

-Ποῦ εἶναι τώρα;

-Ἔρχεται. Πάει στὴν ἐκκλησία, νὰ πάρει τὴ θεία κοινωνία.

-Ἄ, ἐντάξει. Διάβαζε τὰ γράμματα (τὴν ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως).

Μετὰ τὴ θεία κοινωνία: Νάμα, νάμα (πολλὲς φορὲς μέχρι νὰ βροῦν σὲ σοῦπερ μάρκετ καὶ νὰ τοῦ τὸ φέρουν).

Στὸν ἡγούμενο, μετὰ ποὺ αὐτὸς τὸν κοινώνησε:

-Σ᾿ εὐχαριστῶ πολύ. Μεγάλη δύναμη ἡ θεία κοινωνία. Εὐχαριστῶ πολύ. Εὐχαριστῶ πολύ. Εὐχαριστῶ πολύ. Εὐχαριστῶ πολύ.

Στὴν ἑπόμενη θεία κοινωνία, στὸν ἡγούμενο:

- Δὲν ξέρεις τί δύναμη ἔχει ἡ θεία κοινωνία.

Στην τελευταία θεία κοινωνία του, ὅταν μόνο λέξεις μποροῦσε ν᾿ ἀρθρώσει:

- Εὐχαριστῶ. Εὐχαριστῶ. Εὐχαριστῶ.

- Γέροντα, ἐμεῖς εὐχαριστοῦμε.

-Ὄχι. Ὄχι. Ὄχι.

Στὸν μητροπολίτη Λεμεσοῦ Ἀθανάσιο:

-Κοίταξε, κάνεις ἔργο ἱερό. Συνέχισέ το. Εἶναι ἔργο Θεοῦ. 

Στοὺς νοσηλευτές:

-Τὸ ξέρεις τὸ Πάτερ Ἡμῶν; Πὲς τὸ Πάτερ Ἡμῶν. Πὲς τὸ Πιστεύω. 

-Ποῦ εἶναι ὁ Π.Δ. (ὁ γιατρός, πνευματικοπαίδι του, ποὺ εἶχε τὴν ὅλη φροντίδα του κι ἔλειπε τότε στὴν Ἀγγλία); Πότε θά ᾿ρθει;

-Θά ᾿ρθει τὴν Τρίτη.

-Σήμερα τί μέρα εἶναι;

-Τετάρτη. Θέλουμε ἀκόμα λίγες μέρες.

Ἔκανε ἕνα νόημα ὅτι δὲν θὰ προλάβει. Ὁ γιατρὸς ἄλλαξε τὰ εἰσιτήρια κι ἦρθε Σάββατο βράδυ, τρία εἰκοσιτετράωρα καὶ κάτι πρὶν ὁ Γέροντας ξεψυχήσει. 
Γιὰ μιὰ μαύρη νοσηλεύτρια ποὺ τὸν περιποιοῦταν:

-Αὐτὴ ξέρει ἑλληνικά;

-Ξέρει καλύτερα ἀπὸ μᾶς. Ἦρθε τριῶν χρονῶν στὴν Ἑλλάδα μὲ τὸν πατέρα της.

-Αὐτὴ εἶναι μιὰ μαύρη ποὺ εἶναι ἄσπρη. Ἐγὼ εἶμαι μαῦρος.


Πολὺ μὲ περιποιοῦνται. Πολὺ μὲ φροντίζουνε. Δὲν τὸ ἀξίζω. Μὴ μὲ περιποιεῖστε τόσο πολύ.

Εἶμαι ἕνα κάθαρμα ποὺ ἀκούει στὸ ὄνομα Βασίλειος Γοντικάκης (εἶχε ἕνα πλαστικὸ βραχιόλι στὸ χέρι ποὺ ἔγραφε: «Βασίλειος Γοντικάκης τοῦ Κωνσταντίνου»).  
Νὰ μὲ ράψετε (ὁλόκληρο, στὸν μοναχικὸ μανδύα, νὰ μὴ φαίνεται οὔτε τὸ πρόσωπο, οὔτε κάτι ἄλλο). Ραμμένο, ραμμένο. Θέλω νά ᾿μαι ραμμένος. (Ὅταν εἶδε ἕναν ἡγούμενο νὰ τὸν κηδεύουν μὲ μανδύα καὶ ποιμαντορικὴ ράβδο: «Ἐμένανε, ἁπλὸ μοναχό. Ὅ,τι κάνουν στοὺς μοναχούς.»)  
Ὁ τάφος δὲν εἶναι πέρασμα στὸν θάνατο, ἀλλὰ στὴ ζωή, τὴν ὄντως Ζωή. Ὁ Χριστὸς εἶναι Ζωή, εἶναι τὸ Φῶς, εἶναι Παράδεισος. Εἶμαι καταδικασμένος νά ᾿μαι στὸν Παράδεισο.

Δόξα τῷ Θεῷ. Δόξα τῷ Θεῷ. Δόξα τῷ Θεῷ (πολλὲς φορὲς σὲ πολλὲς μέρες).

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2025

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να πας τις λύπες και τις χαρές, τις δικές σου και του κόσμου, στον Χριστό! π.Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος

Κυριακή μετά την 

Ύψωση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού

Ἐκ τοῦ κατὰ Μᾶρκον
η΄ 34 - θ΄ 1 
  

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία
του π. Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, στα πλαίσια της ερμηνείας που έγινε στο κήρυγμα της Κυριακής  18 Σεπτεμβρίου του 1994

Τὸ ηχητικό απόσπασμα από την ομιλία - σε mp3 εδώ 

Η Εκκλησία μας σήμερα χαρακτήρισε την Κυριακή ως Κυριακή μετά την Ύψωση, μιας και είχαμε γιορτάσει τη μεγάλη γιορτή της Ύψώσεως του Σταυρού, και το Ευαγγέλιο που διαβάσαμε πριν από λίγο, από το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, αναφερόταν ακριβώς σε αυτό το γεγονός. Βέβαια, όσο δύσκολο είναι να καταλάβεις το γεγονός του Σταυρού του Χριστού –είναι κάτι παραπάνω από το δύσκολο, μόνο μέσα από το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος μπορείς να το καταλάβεις – άλλο τόσο δύσκολο είναι να ερμηνεύσεις και τον ίδιο τον άνθρωπο, όπως τον περιγράφει σήμερα σε μια πρόταση του μικρή ο Χριστός, που είναι το κέντρο της ευαγγελικής περικοπής. Και αυτή η φράση, η πολύ γνώστη σε εμάς, παραμένει εν πολλοίς ακατανόητη και λίγο δυσπρόσιτη. Είναι εκείνο που λέει ότι όποιος θέλει να σώσει την ψυχήν αυτού, αυτός θα τη χάσει για μένα και το Ευαγγέλιο. 

Μπορεί καμιά φορά να κάνουμε κάποιες ερμηνευτικές προσεγγίσεις και να νομίζουμε ότι το καταλαβαίνουμε, αλλά είναι πραγματικά το βάθος αυτού του λόγου πολύ μεγάλο, για αυτό λοιπόν να το προσεγγίσουμε, όσο μπορούμε να προσεγγίσουμε ένα πολύ μεγάλο μυστήριο. Για να το καταλάβουμε, θα ακολουθήσω τον δρόμο των Πατέρων. Παίρνουμε, αφού μιλάει για την ψυχή το κομμάτι, παίρνουμε την ψυχή, που θεωρούμε όλοι που την ξέρουμε. Και λένε τα εξής. Η ψυχή, λέει, του ανθρώπου είναι ένα όργανο, ας το πούμε έτσι, που έχει ένα διφυή χαρακτήρα. Πρώτα, πρώτα δέχεται τα μηνύματα από τον κόσμο μέσα από τις σωματικές αισθήσεις, από τα μάτια, από τα αυτιά, από την αφή, παίρνει τις αισθήσεις και τις αναλύει. Κι έτσι ζούμε τον συναισθηματικό μας κόσμο, κάνει αυτές τις αναλύσεις· αυτή είναι η πρώτη έκφραση του ψυχικού κόσμου. Η δεύτερη έκφραση του ψυχικού κόσμου είναι, ακριβώς αναλύοντας τα μηνύματα που παίρνει από τον Θεό, να ανάγεται προς τον Θεό. Βλέπετε λοιπόν πως η ψυχή έχει έναν διφυή χαρακτήρα. Αναλύει τα μηνύματα του κόσμου, τα ερεθίσματα, τα αισθητά, αλλά ακόμη περισσότερο αναλύει, δέχεται και κατευθύνεται προς τον Θεό. 

Τώρα κοιτάξτε πού είναι αυτή η έννοια της απωλείας της ψυχής, για να την σώσουμε. Αν κάποιος σταθεί σε ένα από αυτά τα δύο, δηλαδή στην πρώτη έκφραση της αναλύσεως των εξωτερικών ερεθισμάτων, να παίρνει τα μηνύματα από τον κόσμο, να χαίρεται, να λυπάται, να έχει συναισθηματικό κόσμο, αυτό είναι ένας ψυχισμός, αν δεν υπάρχει το δεύτερο στοιχείο. Είναι ο άνθρωπος ο ψυχικός, ο ψυχολογικός, ο ψυχαναλυτικός, ο οποιοσδήποτε, ο οποίος ακριβώς παθαίνει και αρρωσταίνει και χάνεται, και όλος αυτός ο ψυχισμός και ο συναισθηματισμός γίνεται κατάρα και γίνεται απώλεια και γίνεται τρέμουλο και γίνεται βάσανο, γιατί ακριβώς δεν πάει στον δεύτερο δρόμο: στον δρόμο της αναλύσεως των μηνυμάτων του Θεού. 

Αλλά και το άλλο είναι καταστροφή. Αν κάποιος, αγνοώντας όλα τα σωματικά και όλα τα των εξωτερικών ερεθισμάτων, προσπαθεί να πάει στον Θεό χωρίς αυτά. Να έλεγα που ενώ η πρώτη κατηγορία ήταν ο άνθρωπος του ψυχισμού, [η δεύτερη] είναι ο άνθρωπος του διαλογισμού που, ξεχνώντας όλα τα του κόσμου, πάει να βρει με ένα δικό του τρόπο, αφηρημένο – και  δεν υπάρχει αφηρημένος τρόπος για να βρεις τον Θεό – να βρει τον Θεό. 

Ο πρώτος, λοιπόν, τρόπος είναι ο τρόπος του ψυχισμού· λάθος. Ο δεύτερος τρόπος είναι ο τρόπος του διαλογισμού· λάθος. Και εκεί ακριβώς, σε αυτό το σημείο, έγκειται η ερμηνεία τού να χάσεις τη ψυχή σου, που τι σημαίνει; Για να βρεις τον κόσμο όλο και για να βρεις τον Χριστό, πρέπει αυτά να τα συνδέσεις, δηλαδή να πάρεις τα μηνύματα του κόσμου και να μην σου φτιάχνουν αυτά ούτε λύπη ούτε χαρά. Κι όλα αυτά που παίρνεις, να πεις, δεν ξέρω, αυτά με λυπούν ή αυτά με κάνουν να χαίρομαι; εγώ θα τα πάω στον Χριστό! Και πηγαίνοντάς τα στον Χριστό, επειδή ακριβώς πας τα πράγματα που παίρνεις από τον κόσμο, δεν ζεις μια αφηρημένη ζωή, αξιοποιείς αυτά που έφτιαξε ο Χριστός για σένα. Πηγαίνοντάς τα στον Χριστό, πας τις λύπες και τις χαρές του κόσμου, κι όλες αυτές οι λύπες και οι χαρές πάνε εκεί και τότε ανάγονται εκεί. Και η χαρά σου είναι πέρα από την χαρά, και δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από αυτήν: το να πας τις λύπες σου και τις χαρές σου, τις δικές σου και του κόσμου, στον Χριστό! 

Και τότε παύει  η αφηρημένη αναζήτηση του Θεού, παύει ο δρόμος του διαλογισμού και παύει η συναισθηματική αναζήτηση του Θεού. Η αναζήτηση των ψυχικών συναισθημάτων, των ψυχικών καταπτώσεων ή αναβάσεων, των ψυχικών ασκήσεων, των ψυχολογικών ασκήσεων, γιατί όλα τα πας στον Χριστό. Και τι είναι αυτό που χάνεις ακριβώς; Χάνεις αυτούς τους δυο δρόμους, που είναι αποτυχία και είναι βάσανος. Και αν δεν χάσεις αυτά και τα δύο: να ζητήσεις έναν Θεό αφηρημένο ή να παίρνεις τα μηνύματα του κόσμου για να ζεις ψυχικές και ψυχολογικές καταστάσεις, χάνεις τα πράγματα όπως τα θέλει ο κόσμος. Δείτε το γύρω σας: Ή μερικοί αναλύουν τα πράγματα και θέλουν να ζήσουν συναισθηματικά. Ή μερικοί αναζητώντας τα υψηλά, τα απόλυτα, πάνε σε ένα διαλογισμό και δεν βρίσκουν τίποτε. Αυτό χάνεις λοιπόν και αυτή είναι η ενότητα. 

Και να προσθέσω κάτι ακόμη που είναι πολύ σπουδαίο για την ισορροπία μας την πνευματική. Αν καταλάβατε αυτό που είπα – είναι  δύσκολο, φαίνεται δύσκολο και εγώ δύσκολα σας τα λέω – αν όμως, έστω στοιχειωδώς, το καταλάβατε και μπείτε σε αυτή την πορεία τού να μην σας πιάνει αγωνία από τις λύπες και τις χαρές του κόσμου γιατί τις πάτε στον Χριστό, λέει ο λόγος ο πατερικός που θα μπει μέσα ο πειρασμός και θα σας κάνει να μην τα πηγαίνετε στον Χριστό, να μην καταλαβαίνετε γιατί τα πάτε. Θα μπει μέσα ο πειρασμός και δεν θα αισθάνεστε τίποτε. Και λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας μας ότι και αυτή την αδυναμία σας να καταλάβετε, να την πάτε και αυτή στον Χριστό. Αν δηλαδή περνάτε δύσκολα, αν έχετε μια αφηρημένη κατάσταση ζωής και δεν καταλαβαίνετε αυτό που κάνετε, λέει και αυτό να το πάτε στο Χριστό! Ακόμη και το χαμένο νου  σας στον Χριστό να τον πάτε! Όλα αυτά εκεί να τα πάτε και τότε θα καταλάβετε τι σημαίνει να χάσεις την ψυχή σου για να τη σώσεις! 

Εμείς τι κάνουμε; αναλύουμε τα πράγματα γύρω μας, με χαρά, με λύπη, και στεκόμαστε εκεί. Και μετά, όλα αυτά χάνονται! Ή παίρνουμε κάποιες μικρο-ευχάριστες στιγμές από τη σχέσεις μας με τον Χριστό. Στεκόμαστε σε αυτές και χάνουμε το τώρα. Ακούστε, δεν ξέρω τι αισθάνεστε ή δεν αισθάνεστε. Αυτά που είπα είναι δεδομένα! Και αν δεν αισθάνεστε τίποτε και αν ο πειρασμός πήρε το νου σας και τον πετάει από εδώ και από εκεί, έστω και αυτό που δεν αισθάνεστε να το πάτε στον Χριστό και να πείτε «Κύριε ελέησον»! Και Εκείνος θα κάνει ό,τι μπορεί!

Είπα στην αρχή που είναι δύσκολο να καταλάβεις αυτή τη φράση και παραμένει δύσκολο και μυστήριο. Δεν ξέρω αν σας βοήθησα για να κάνετε κάτι, αλλά τουλάχιστον ένα να θυμάστε, ότι Χριστός χωρίς τις χαρές και τις λύπες του κόσμου δεν υπάρχει. Και ότι χαρές και λύπες του κόσμου χωρίς Χριστό δεν υπάρχουν. Και αν τίποτε δεν ζείτε, πηγαίνετέ τα  όλα στον Χριστό για να βρείτε αυτό που δεν ζείτε. Αυτό σημαίνει «να χάσετε την ψυχή σας»! Αυτό σημαίνει. Σταθείτε μπροστά Του κάθε μέρα και λέγετε «Κύριε ελέησον». Και μην λυπάστε για τίποτε και μην χαίρεστε παραπάνω από ό,τι πρέπει για τίποτε. Και τότε θα μπορείτε να κλαίτε μετά κλαιόντων και να χαίρετε μετά χαιρόντων. 

Αυτή είναι η ιστορία του Χριστού και αυτή είναι η ιστορία της πνευματικής μας ζωής. Προσέξτε λοιπόν! Ούτε άνθρωποι του διαλογισμού, ούτε άνθρωποι του λανθασμένου ψυχισμού. Εύχομαι να το καταφέρετε, για να μπορείτε κάπου παραπάνω να πάτε την πνευματική σας ισορροπία και τη ζωή σας.

Φιλολογική επιμέλεια κειμένου
Ελένη Κονδύλη

 

Περισσότερες ομιλίες 
του πατρός Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα :  www.floga.gr   


Άγιος Ιλαρίων ο νέος οσιομάρτυρας, από την Κρήτη


Άγιος Ιλαρίων ο νέος οσιομάρτυρας, από την Κρήτη
20 Σεπτεμβρίου 

Ὁ Ἱλαρίων διττὸν εἴληφε στέφος,

Ὅσιος οἷα καὶ ἀθλητὴς Κυρίου.

Εἰκάδι Ἱλαρίων ξίφους μόρον Ἴφι ὑπέστη.

Ο Άγιος Ιλαρίων καταγόταν από το Ηράκλειο της Κρήτης και το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια, οι δε γονείς του, Φραντζέσκος και Αικατερίνη, τον είχαν αναθρέψει με επιμέλεια και είχε μάθει τα ιερά γράμματα. 
Ο Ιωάννης είχε ένα θείο γιατρό ο οποίος φεύγοντας για την Κωνσταντινούπολη τον πήρε κοντά. Μολονότι ο Ιωάννης έμεινε από μικρός μαζί του για δέκα χρόνια ούτε ιατρική τον έμαθε ο θείος ούτε ενδιαφερόταν καν για τον ανιψιό του. Γι’ αυτό ο Ιωάννης αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι του θείου του και προσελήφθη ως υπάλληλος σ’ ένα έμπορο, Χιώτη στην καταγωγή, ο οποίος απασχολούσε ήδη και κάποιο άλλο υπάλληλο. Κάποτε ο έμπορος αναγκάστηκε να λείψει από το κατάστημά του πηγαίνοντας στην ιδιαίτερή του πατρίδα τη Χίο. Όταν επέστρεψε, οι δύο υπάλληλοι απέδωσαν λογαριασμό στο αφεντικό τους για το χρονικό διάστημα που απουσίαζε. Ο έμπορος θεώρησε ότι τα χρήματα που είχαν εισπραχθεί δεν ανταποκρίνονταν στην αξία των εμπορευμάτων που είχαν πουληθεί και ότι έλειπαν τριάντα γρόσια, μολονότι δεν είχαν κάνει απογραφή των εμπορευμάτων πριν φύγει. Οι υποψίες και οι απειλές του εμπόρου στρέφονταν κατά του Ιωάννη. Απελπισμένος ο Ιωάννης ζήτησε βοήθεια από τον θείο του, ο οποίος όμως δεν τον δέχθηκε. 
Μέσα στην απελπισία του πήγε στο ανάκτορο του σουλτάνου για να συναντήσει τη Βαλιδέ σουλτάνα, τη βασιλομήτορα. Πρώτα παρουσιάστηκε στον επιτετραμμένο αγά, τον Αιθίοπα Μερτζάν Αγά, που τον γνώριζε, του ανέφερε την υπόθεση και αυτός ο κάκιστος σύμβουλος άρπαξε την ευκαιρία και τον συμβούλεψε να αλλαξοπιστήσει και θα έχει πολλά πλούτη και αξιώματα. 
Μέσα στη στεναχώρια του ο Ιωάννης και με συνεργία του διαβόλου δέχθηκε. Τότε περιχαρής ο αγάς τον παρουσίασε στη μητέρα του σουλτάνου και αυτή με τη σειρά της στον σουλτάνο. Αμέσως του έκαναν περιτομή, τον έντυσαν με λαμπρά ενδύματα και τον παρέδωσαν σε κάποιον χότζα να τον διδάσκει. 
Μετά τρεις ημέρες όμως ήρθε ο νέος στον εαυτό του και μετανόησε από την καρδιά του. Ζητούσε ευκαιρία να φύγει. Πράγματι κατόρθωσε και έφυγε για την Κριμαία. Έμεινε εκεί δέκα μήνες αλλά δεν μπορούσε να βρει ανάπαυση από το μεγάλο σφάλμα της άρνησης. Έτσι αποφάσισε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να ομολογήσει τον Χριστό. Κάποιοι πνευματικοί όμως τον συμβούλευσαν να πάει στο Άγιο Όρος. 
Πήγε στο Άγιο Όρος, πρώτα στην Ιβήρων κι έπειτα στη σκήτη της Αγίας Άννης, κοντά σε κάποιο ιερομόναχο Βησσαρίωνα, ο οποίος υπήρξε αλείπτης και του νεομάρτυρος Λουκά [23 Μαρτίου]. Ο Γέροντας τον δέχθηκε και του όρισε κανόνα με αυστηρή άσκηση και νηστεία. Σε λίγο καιρό τον έκειρε μοναχό με το όνομα Ιλαρίων. Ένα πρωί ο Ιλαρίων είπε στον Γέροντά του ότι νιώθει έτοιμος να ομολογήσει τον Χριστό που είχε αρνηθεί. Ο Γέροντας συγκατένευσε στον καλό λογισμό και αναχώρησαν μαζί για την Κωνσταντινούπολη. Εκεί πρώτα κοινώνησε από τον Γέροντά του τα Άχραντα Μυστήρια και μετά παρουσιάστηκε στον αγά. 
Αμέσως μόλις έγινα μουσουλμάνος - του είπε - μετάνιωσα πικρά και αμέσως άφησα το σκοτάδι της πλάνης και επανήλθα στο φως της αλήθειας, γι’ αυτό αναθεματίζω την ομολογία και την πίστη σας. Χριστιανός ήμουν και είμαι και αναθεματίζω το σαλαβάτι σας. Και ρίχνοντας κάτω στη γη το σαρίκι φόρεσε τον μαύρο σκούφο που είχε κρυμμένο στο στήθος του. 
Βλέποντας ο αγάς την αμετάθετη απόφασή του διέταξε να τον συλλάβουν και να τον βασανίσουν αλύπητα. Τόσο πολύ τον βασάνισαν που εξαρθρώθηκαν όλα του τα οστά. 
Τελικά τον αποκεφάλισαν και έλαβε δύο στεφάνια, της ασκήσεως και του μαρτυρίου. 
Κάποτε που είχαν καλέσει τον Γέροντα Βησσαρίωνα σ’ ένα χριστιανικό σπίτι και του έφεραν τα παιδιά να τα ευλογήσει, ένα από αυτά, κοριτσάκι περίπου οκτώ ετών, που είχε κρυφό δαιμόνιο, μαύρισε, έκανε άτακτες κινήσεις και τελικά έπεσε κάτω σα νεκρό. Ο Γέροντας είχε μαζί του λίγο αίμα του Αγίου αλλά, πριν ακόμα προλάβει να σφραγίσει με αυτό το κορίτσι, βγήκε το δαιμόνιο από μέσα του και σηκώθηκε γερό το παιδί.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον. 
Τὸν σταυρόν σου ἐπ᾿ ὤμων ἄρας ἀοίδιμε, ὁλοψύχως Κυρίῳ κατηκολούθησας, Ἱλαρίων ἀθλητὰ γενναιότατε· καὶ νῦν οἰκεῖς τοὺς οὐρανούς, μετὰ πάντων ἀθλητῶν, τὸν κτίστην καθιλαρύνων, ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἐν πίστει, ἐπιτελούντων σου τὸ μνημόσυνον.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ξένος ὁ Θεοφόρος ἀπὸ τὴν Κρήτη

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ξένος ὁ Θεοφόρος ἀπὸ τὴν Κρήτη 
Εορτάζει στις 20 Σεπτεμβρίου
Ἀπολυτίκιον.
 Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
«Τῆς Κρήτης τὸν γόνον, καὶ ἀσκητῶν ἐγκαλλώπισμα, ναῶν παμπόλλων ἱδρυτήν, Ἰωάννη τὸν Ὅσιον, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν χαρμονικῶς· σῶζε ταῖς λιταῖς σου τοὺς τὴν μνήμην σου τελοῦντας καὶ βοῶντάς σοι· δόξα τῷ σε δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σε θαυμαστώσαντι, δόξα τῶ ἐνεργοῦντι διά σου πᾶσιν ἰάματα.»
Γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς στὰ χρόνια του βασιλιὰ Κωνσταντίνου Ζ΄ τοῦ Πορφυρογέννητου (951 – 959), καὶ ἀπὸ μικρὸς εἶχε κλίση στὴ μοναχικὴ ζωή. Ἔγινε ἐρημίτης στὶς σπηλιὲς τῆς Κρήτης, ἀσκούμενος στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐγκράτεια. Κατόπιν πῆγε στὸ ὅρος Ράξος, ὅπου ἔκτισε ναὸ στὸ ὄνομα τῶν Ἁγίων Εὐτυχίου καὶ Εὐτυχιανοὺ ἐπισκόπων Ἀρκαδίας Κρήτης. Ἐκεῖ ἐπίσης ἐκάρη Μοναχὸς ἀπὸ κάποιον εὐλαβὴ Γέροντα καὶ ἀναχώρησε στὸ ὄρος Μυριοκέφαλο. Στὴν κορυφὴ αὐτοῦ τοῦ ὅρους ἔκτισε τὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Θεοτόκου Ἀντιφωνήτριας, ποὺ σώζεται μέχρι σήμερα. Ὁ Ὅσιος ὅμως δὲν ἔμεινε ἐκεῖ. Ἀφοῦ γύρισε πολλὰ μέρη τῆς Κρήτης καὶ ἔκτισε Ναοὺς καὶ Μοναστήρια, κατέληξε στὸ δυτικὸ μέρος τῆς ἐπαρχίας Κισσάμου, στὸ χωριὸ Ἀκτή, ὅπου ἔκτισε κατοικητήριο πολὺ ἡσυχαστικό, καὶ κατόπιν μέγα κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου. Ἐκεῖ λοιπόν, ἀφοῦ ἔζησε ζωὴ ὁσία καὶ συνέταξε τὴν διαθήκη του, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Άγιος Μεγαλομάρτυς Ευστάθιος

 


 Άγιος Μεγαλομάρτυς Ευστάθιος

Ο άγιος Ευστάθιος, Ρωμαίος στην καταγωγή, ήταν στρατηλάτης του αυτοκράτορα Τραϊανού (98–117). Όταν ακόμη ήταν ειδωλολάτρης και ονομαζόταν Πλακίδας, ήταν περιβόητος για τις αρετές και τις ελεημοσύνες του. Ο Θεός, βλέποντας την καλή διάθεση της ψυχής του, του αποκαλύφθηκε με τρόπο παρόμοιο με εκείνον που χρησιμοποίησε και στον απόστολο Παύλο.

Κάποια μέρα που ο Πλακίδας είχε βγει για κυνήγι στο δάσος, καθώς κατεδίωκε ένα μεγάλο ελάφι, είδε ανάμεσα στα κέρατά του λαμπρότατο σταυρό και την μορφή του Χριστού που του έλεγε: «Πλακίδα, γιατί Με διώκεις; Εγώ είμαι ο Ιησούς Χριστός, τον Οποίον εσύ, χωρίς να γνωρίζεις, λατρεύεις με τα αγαθά σου έργα. Ήλθα στην γη με μορφή ανθρώπου, για να σώσω το ανθρώπινο γένος και σήμερα σου εμφανίσθηκα, για να σε συλλάβω στα δίχτυα της φιλανθρωπίας Μου». Έντρομος ο Πλακίδας έπεσε από το άλογό του στην γη και για πολλή ώρα έμεινε αναίσθητος. Όταν συνήλθε, ο Χριστός τού βεβαίωσε την αυθεντικότητα της οράσεώς του, λέγοντας ότι είναι ο αληθινός Θεός, ο δημιουργός του ουρανού και της γης, και ότι από άμετρη αγάπη προσέλαβε την ανθρώπινη φύση. Ο Πλακίδας πίστεψε από τα βάθη της καρδιάς του και βαπτίσθηκε με όλη του την οικογένεια, μετονομασθείς αυτός μεν Ευστάθιος, η σύζυγός του από Τατιανή Θεοπίστη, και οι δύο υιοί του Αγάπιος και Θεόπιστος. Ο Κύριος τού εμφανίστηκε για άλλη μια φορά και του προανήγγειλε ότι θα υποφέρει μεγάλες δοκιμασίες από τον διάβολο, όπως ο Ιώβ, αλλά η θεία χάρις δεν θα τον εγκαταλείψει.

Πράγματι, μετά από λίγες μέρες, ο Ευστάθιος έχασε όλη του την περιουσία και, πάμπτωχος πλέον, αποφάσισε να αναχωρήσει κρυφά με την οικογένειά του σε ξένους τόπους, ώστε να αποφύγει το όνειδος της ρωμαϊκής κοινωνίας. Φθάνοντας με πλοίο στην Αίγυπτο, ο καπετάνιος, άνθρωπος βάρβαρος και σκληρός, κατά την ώρα της αποβίβασης κράτησε την Θεοπίστη, προφασιζόμενος ότι δεν του είχαν πληρώσει όλο το ναύλο. Με δάκρυα και στεναγμούς ο Ευστάθιος συνέχισε τον δρόμο του έχοντας παρηγοριά τα δύο μικρά παιδιά του. Καθώς προσπαθούσε να τα περάσει ένα–ένα από κάποιο ποτάμι, ένα λιοντάρι και ένας λύκος τού τα άρπαξαν και αυτά, αφήνοντας τον νέο Ιώβ έρημο και συντετριμμένο με μοναδικό του στήριγμα την πίστη και την ελπίδα στο έλεος του Θεού. Ο άλλοτε ένδοξος Ρωμαίος αριστοκράτης, αδαμάντινος στην υπομονή, μετέβαινε τώρα από τόπο σε τόπο ζώντας με μικροδουλειές, έως ότου εγκαταστάθηκε στην πόλη Βάδισσο. Εκεί διορίσθηκε φύλακας των οπωροφόρων δένδρων για δεκαπέντε χρόνια.

Τον καιρό εκείνο συνέβη οι βάρβαροι, στους οποίους είχε οδηγηθεί η Θεοπίστη, να επαναστατήσουν. Οι δε Ρωμαίοι δεν εύρισκαν στρατηγό ικανό να ηγηθεί του πολέμου. Τότε ο βασιλεύς θυμήθηκε τις πολλές ανδραγαθίες και νίκες του Πλακίδα κατά των βαρβάρων και έστειλε ανθρώπους να τον αναζητήσουν και να τον επαναφέρουν στην Ρώμη. Όταν ο Ευστάθιος παρουσιάσθηκε στα ανάκτορα, ήταν τόσο αλλαγμένος στην όψη από τις κακουχίες και τις θλίψεις, που με δυσκολία αναγνωρίστηκε. Ο αυτοκράτορας τού απέδωσε τους παλαιούς του τίτλους και την περιουσία του και τον έθεσε επί κεφαλής των ρωμαϊκών στρατευμάτων. Επειδή οι στρατιωτικές δυνάμεις βρέθηκαν πολύ λιγότερες από όσες χρειάζονταν, διατάχθηκε γενική στρατολογία νεοσυλλέκτων, στην οποία καταγράφηκαν, ως ξένα και απροστάτευτα, και τα παιδιά του αγίου, τα οποία ποιμένες είχαν διασώσει από τα στόματα των θηρίων. Βλέποντάς τα ο Ευστάθιος ωραιότατα και ευγενή, χωρίς να καταλάβει ότι ήταν παιδιά του, τα κράτησε ως ακολούθους του και τα διέταξε να συντρώγουν στο τραπέζι του.

Κατά τον πόλεμο αυτό ο Ευστάθιος κατέλαβε και την πόλη, στην οποία βρισκόταν η σύζυγός του Θεοπίστη. Από θεία πρόνοια κατέλυσε στην οικία όπου εκείνη έμενε και έστησε την σκηνή του στον κήπο της. Μια μέρα ο Αγάπιος και ο Θεόπιστος καθισμένοι στον κήπο διηγιόντουσαν τις αναμνήσεις τους από την παιδική τους ηλικία. Η Θεοπίστη άκουσε την συζήτησή τους και εννόησε ότι ήταν τα παιδιά της· αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του αρχιστράτηγου τον άνδρα της Ευστάθιο, του αποκάλυψε τον θαυμαστό τρόπο, με τον οποίο ο Θεός είχε διαφυλάξει και αυτήν σώα και απείρακτη από τους βαρβάρους.

Μετά το τέλος του πολέμου, ο διάδοχος του Τραϊανού Αδριανός (117–138) τίμησε την θριαμβευτική επιστροφή του Ευσταθίου στην Ρώμη με επινίκιους εορτασμούς και λαμπρές ευωχίες. Κατόπιν προσκάλεσε τον άγιο να προσφέρουν ευχαριστήριες σπονδές στους θεούς για την νίκη και την ανεύρεση της οικογενείας του. Αλλά ο στρατηλάτης του ουρανίου Βασιλέως τού απάντησε ότι η νίκη αυτή οφειλόταν μόνον στον Χριστό και όχι στην δύναμη των ψευδώνυμων θεών. Η απάντησή του εξόργισε τον Αδριανό, ο οποίος για μια ακόμη φορά τού στέρησε τους τίτλους του και διέταξε να απολυθεί εναντίον του αγίου, της γυναίκας και των παιδιών του ένα μεγάλο λιοντάρι στο στάδιο. Επειδή το θηρίο δεν τόλμησε να τους αγγίξει, τους έκλεισαν μέσα σε χάλκωμα κατασκευασμένο σε σχήμα βοδιού. Εκεί οι άγιοι υμνολογώντας την Αγία Τριάδα παρέδωσαν εν ειρήνη τις ψυχές τους στον Θεό, χωρίς να καεί ούτε μια τρίχα της κεφαλής τους. Όταν μετά από τρεις μέρες οι ειδωλολάτρες άνοιξαν το χάλκωμα και είδαν τα σώματα των αγίων σώα, αναφώνησαν: «Μέγας ο Θεός των χριστιανών!». Κατησχυμένος ο Αδριανός απομακρύνθηκε από τον τόπο, δίδοντας ευκαιρία στους χριστιανούς να πάρουν κρυφά τα λείψανα και να τα ενταφιάσουν με τιμές.


«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 1ος, Σεπτέμβριος,
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2025

Ο όσιος Νίκων Σουχόι της Λαύρας του Κιέβου

Ο όσιος Νίκων Σουχόι της Λαύρας του Κιέβου 
19 Σεπτεμβρίου 

Όταν οι βάρβαροι Πολόφτσοι (Πολωνοί) εισέβαλαν, τον 11ο αιώνα, στη ρωσική γη και τη λεηλάτησαν, έσυραν στην αιχμαλωσία πολλούς Ρώσους. Ανάμεσά τους ήταν και μοναχοί της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου. Ένας απ’ αυτούς, ο όσιος Ευστράτιος ο Νηστευτής, πουλήθηκε σ’ έναν Εβραίο έμπορο και μαρτύρησε, όπως ο Χριστός, σε σταυρό. Ένας άλλος, ο όσιος Νίκων Σουχόι, οδηγήθηκε στη χώρα των Πολόφτσων, όπου φυλακίστηκε μαζί με πολλούς άλλους χριστιανούς.

Όταν έπαψαν οι εχθροπραξίες κι έγινε ανακωχή, κάποιος φιλάνθρωπος χριστιανός από το Κίεβο ήρθε με χρυσάφι για να εξαγοράσει αιχμαλώτους από τους Πολόφτσους. Ζήτησε ανάμεσα στους πρώτους τον όσιο Νίκωνα σε ένδειξη σεβασμού προς το μοναχικό του σχήμα. Αλλά ο όσιος δεν αποδέχθηκε την ευλαβική προσφορά του χριστιανού.
- Σε ευχαριστώ, αδελφέ μου, του είπε. Ο Κύριος να σε ευλογεί για την αγάπη σου. Αλλά εγώ δεν έχω ανάγκη την εξαγορά. Ελευθέρωσε με τα χρήματά σου άλλους αιχμαλώτους.
Ο καλός άνθρωπος, υποθέτοντας ότι ο όσιος περίμενε την εξαγορά του από τους πλουσίους συγγενείς του, δεν επέμεινε. Πληρώνοντας τους βαρβάρους, ελευθέρωσε άλλους χριστιανούς και γύρισε μαζί τους στο Κίεβο.

Εκεί βρήκε τους συγγενείς του οσίου και τους πληροφόρησε για την κατάστασή του και τον τόπο όπου βρισκόταν. Εκείνοι ήρθαν χωρίς καθυστέρηση στη χώρα των Πολόφτσων με πολύ χρυσάφι για να ζητήσουν την απελευθέρωσή του. Μόλις, όμως, τους είδε ο αιχμάλωτος μοναχός, τους είπε:
- Μην ξοδεύετε άδικα τα χρήματά σας. Αν ο Κύριος ήθελε να είμαι ελεύθερος, δεν θα με παρέδιδε στα χέρια των βαρβάρων. Εκείνος στέλνει τις ευεργεσίες, Εκείνος παραχωρεί και τις δοκιμασίες. «Αν δεχθήκαμε τα καλά από τα χέρια του Κυρίου, δεν θα υπομείνουμε και τα άσχημα;» (Ιώβ 2:10).
Μάταια προσπάθησαν οι συγγενείς του να τον μεταπείσουν, μάταια τον ικέτεψαν, μάταια έκλαψαν. Ο δούλος του Θεού ήταν ανυποχώρητος. Στο τέλος, θυμωμένοι από τη στάση του, τον μάλωσαν αυστηρά κι έφυγαν για το Κίεβο άπρακτοι.

Οι Πολόφτσοι, βλέποντας ότι, εξαιτίας της αρνήσεως του αιχμαλώτου τους να εξαγοραστεί, στερήθηκαν πολύ χρυσάφι, έγιναν θηρία από την οργή. Για να τον εκδικηθούν, άρχισαν να τον βασανίζουν άσπλαχνα.

Για τρία χρόνια τον μαστίγωναν, τον έκαιγαν, τον ράβδιζαν, τον έσχιζαν με κοφτερά μαχαίρια. Όταν έφτανε στα πρόθυρα του θανάτου, τον άφηναν για λίγο να συνέλθει, κι έπειτα άρχιζαν πάλι τα βασανιστήρια. Τροφή και νερό του έδιναν κάθε δύο ή τρεις μέρες. Όταν δεν τον βασάνιζαν, τον είχαν δεμένο χειροπόδαρα με βαριές σιδερένιες αλυσίδες. Το καλοκαίρι τον άφηναν να λιώνει κάτω από τον καφτερό ήλιο. Και τον χειμώνα τον έβγαζαν στο χιόνι, όπου μελάνιαζε ολόκληρος από την παγωνιά.

Παρ’ όλα τα φοβερά του μαρτύρια, ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού όχι μόνο δεν λιποψυχούσε, αλλά και εμψύχωνε τους άλλους αιχμαλώτους. Με τη χάρη του Θεού, μάλιστα, έκανε και εξαίσια θαύματα για την ανακούφισή τους. Ένα χαρακτηριστικό απ’ αυτά θα αναφέρουμε.

Κάποτε αρρώστησαν σχεδόν όλοι οι αιχμάλωτοι από την πείνα και τις κακουχίες. Οι περισσότεροι έφτασαν κοντά στον θάνατο. Όταν ζήτησαν φαγητό από τους ειδωλολάτρες δεσμοφύλακες, εκείνοι τους έφεραν ειδωλόθυτα για να τους μιάνουν. Ο όσιος με πύρινα λόγια τους έδωσε θάρρος, αποτρέποντάς τους από τον μολυσμό. Έπειτα προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο. Και σε λίγο έγινε το θαύμα: Όλοι οι ως τότε ανήμποροι σηκώθηκαν όρθιοι, νιώθοντας γεροί, χορτάτοι και δυνατοί, κι ας μην είχαν φάει τίποτα! Σε λίγον καιρό έδωσε ο Θεός και απελευθερώθηκαν με εξαγορά…

Ο αρχιδεσμοφύλακας απειλούσε και παρακινούσε τον όσιο:
- Ειδοποίησε, ανόητε, τους συγγενείς σου να φέρουν πολύ χρυσάφι και να σε πάρουν από τα χέρια μας. Ειδοποίησέ τους, γιατί αλλιώς θα βρεις πικρό θάνατο!
- Ο Κύριος θα με λυτρώσει δωρεάν από τα δεσμά σας, αποκρίθηκε ήρεμα ο όσιος. Ο αδελφός μου ο Ευστράτιος, που τον πουλήσατε στους Εβραίους κι εκείνοι τον σταύρωσαν, ήρθε και με πληροφόρησε για τη σύντομη απελευθέρωσή μου. «Σε τρεις μέρες θα βρίσκεσαι στη Λαύρα των Σπηλαίων», μου είπε.
Ο αρχιδεσμοφύλακας δεν κατάλαβε τι σήμαιναν τα λόγια εκείνα. Νόμισε πως ο αιχμάλωτος είχε σκοπό να δραπετεύσει. Για να εμποδίσει, λοιπόν, την απόδρασή του, τράβηξε το ξίφος και του κατέφερε αλλεπάλληλα χτυπήματα στα πόδια. Ποτάμι άρχισε να τρέχει το αίμα από τις κομμένες φλέβες του οσίου. Πριν φύγει ο αιμοβόρος βάρβαρος, άφησε ισχυρή φρουρά για τη φύλαξή του. Έτσι ήταν βέβαιος ότι δεν θα μπορούσε να δραπετεύσει.

Πέρασαν τρεις μέρες. Ο Θεός είχε σταματήσει την αιμορραγία από τα πόδια του οσίου, αλλά οι πληγές του ήταν φρικτές και η μετακίνησή του αδύνατη.

Ξαφνικά, γύρω στο μεσημέρι, οι φρουροί έχασαν τον όσιο από τα μάτια τους. Είχε γίνει αόρατος! Για λίγο άκουγαν μόνο τη φωνή του να ψάλλει:
- «Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον!… Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών!…».
Αλλά και η φωνή χάθηκε σύντομα. Ο όσιος είχε φύγει μακριά! Μεταφέρθηκε αόρατα από το στρατόπεδο των αιχμαλώτων στην εκκλησία της Κυρίας Θεοτόκου των Σπηλαίων!

Την ώρα εκείνη οι πατέρες τελούσαν τη θεία Λειτουργία κι έψαλλαν τα Τυπικά. Βλέποντας ξάφνου μπροστά τους τον π. Νίκωνα, τα έχασαν. Διέκοψαν την ψαλμωδία και τον περικύκλωσαν σαστισμένοι. Με δέος και έκπληξη τον ρωτούσαν:
- Αδελφέ, πώς βρέθηκες εδώ; Σε είχαμε για χαμένο. Πώς ήρθες; Τι έγινε;…
Βροχή έπεφταν οι ερωτήσεις πάνω στον όσιο. Εκείνος στην αρχή σώπαινε, μη θέλοντας ν’ αποκαλύψει το θαύμα. Πώς να το κρύψει, όμως, αφού οι πατέρες τον έβλεπαν δεμένο με τις σιδερένιες αλυσίδες, καταπληγωμένο και κυρτωμένο από τις ταλαιπωρίες;
- Σε εξορκίζουμε, αδελφέ, τον ικέτεψαν, πες μας όλη την αλήθεια. Μη μας κρύψεις τίποτα, για να δοξάσουμε τον Θεό και να τιμήσουμε τα θαυμαστά έργα Του!
Τότε ο όσιος διηγήθηκε όλα όσα του συνέβησαν στα χρόνια της αιχμαλωσίας. Παρακάλεσε, όμως, τους πατέρες να μην του βγάλουν τις αλυσίδες, αλλά να τον αφήσουν να τελειώσει μ’ αυτές την επίγεια ζωή του… 
Πνευματική Ανθολογία από τους βίους και τους λόγους των Αγίων της Ρωσίας. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2018, σελ. 135.


ο Άγιος Θεόδωρος αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας



ο Άγιος Θεόδωρος αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας

19 Σεπτεμβρίου  

Έλληνας γεννημένος το 602 στην Ταρσό της Κιλικίας, ο άγιος Θεόδωρος σπούδασε στην Αθήνα, όπου χάρις στην πολυμάθεια και στην σοφία του απέκτησε την φήμη του φιλοσόφου. Εκεί ασπάσθηκε και τον μοναχικό βίο. Σε ηλικία εξήντα ετών μετέβη στην Ρώμη και έξι χρόνια αργότερα, το 668, ενώ παρεπιδημούσε στην μονή «Ad Aquas Salvias», όπου ίσως ολοκλήρωνε τήν μοναχική του διάπλασι, ο πάπας Βιταλιανός τον εχειροτόνησε αρχιεπίσκοπο του χηρεύοντος θρόνου της Καντερβουρίας. Του ενεχείρισε την δικαιοδοσία της Βρετανικής Εκκλησίας, καθ’ ον χρόνον αυτή διερχόταν κρίσι από τις διαμάχες μεταξύ των υποστηρικτών της τοπικής κελτικής παραδόσεως και των ρωμαϊζόντων, που επεδίωκαν να επιβάλουν τα έθιμα της Ρώμης σχετικά με τον εορτασμό του Πάσχα (1). 
Με βοηθό τον αββά Αδριανό τον Αφρικανό, ο Θεόδωρος ανεχώρησε τον ίδιο χρόνο για την Βρετανία. Ύστερα από ταξίδι ενός έτους, κατά το οποίο πληροφορήθηκε από τον επίσκοπο Παρισίων Αγιλβέρτο (Agilbert), πρώην επίσκοπο Ουέσσεξ (Wessex), τις συνθήκες της Βρετανικής Εκκλησίας, έφθασε στην Καντερβουρία. Αμέσως ανέλαβε τα καθήκοντα του και άρχισε τις ποιμαντικές περιοδείες στην επαρχία του. Εν συνεχεία, για να διευκολύνη το ποιμαντικό έργο, διήρεσε την χώρα σε ενορίες και επισκοπές, στις όποιες τοποθέτησε άξιους ποιμένας και ιερείς. Το 672 συνεκάλεσε την σύνοδο του Χάρτφορτ (Hertford), κατά την οποία επεβλήθη ο εορτασμός του Πάσχα σύμφωνα με την παράδοσι της Ρώμης, έθεσε τέλος στις διαφορές περί δικαιοδοσίας μεταξύ των επισκόπων και επανέφερε την τάξι και την εκκλησιαστική πειθαρχία στα μοναστήρια, στον κλήρο και στον λαό. Αργότερα, το 679, συνεκάλεσε την σύνοδο του Χάτφιλντ (Hatfield), όπου επεβλήθησαν οι δογματικές αποφάσεις της συνόδου του Λατερανού (649), που κατεδίκαζαν τον μονοθελητισμό [21 Ιαν.]. 
Το 678 ο άγιος αρχιεπίσκοπος τεμάχισε την μεγάλη επισκοπή της Υόρκης, ενέργεια που προκάλεσε την αντίδρασι του επισκόπου της Βιλφρίδου (Wilfrid). Οι προσπάθειες του τελευταίου να δικαιωθή από την Ρώμη τον κράτησαν για πολλά χρόνια μακριά από τον θρόνο του. Λίγο προ του θανάτου του ο άγιος Θεόδωρος ζήτησε από τον βασιλέα Aldfrith να τον αποκαταστήση στην επισκοπή του, κάλεσε δε και τον ίδιο για να συμφιλιωθούν. 
Για την οργάνωσι της νεόφυτης Βρετανικής Εκκλησίας, ο άγιος Θεόδωρος σε όλες του τις ποιμαντικές δραστηριότητες ενεργούσε με αποφασιστικότητα, έτσι ώστε η Εκκλησία της Βρετανίας να βρίσκεται σε κοινωνία με τον θρόνο της Ρώμης (2). 
Με τις ενέργειες του αυτές προετοίμασε το έδαφος για την ενότητα της χώρας και την ανάπτυξι του χριστιανικού πολιτισμού, ο οποίος ζωογονήθηκε με την συμβολή των ελληνικών γραμμάτων. Προς τον σκοπό αυτό ίδρυσε στην Καντερβουρία περίφημη σχολή, όπου υπό την διεύθυνσι του αββά Αδριανού εδιδάσκοντο τόσο τα ελληνικά, όσο και τα λατινικά. Ο σοφός αρχιεπίσκοπος ενεθάρρυνε επίσης την εκμάθησι της εκκλησιαστικής μουσικής, των επιστημών και των τεχνών στα μοναστήρια, τα οποία κατεστάθησαν πηγές πολιτιστικής ακτινοβολίας. Εκοιμήθη εν ειρήνη στις 19 Σεπτεμβρίου 690.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 
1Βλ. μνήμες αγ. Τσάδ (Chad), 2 Μαρτ., Κουθβέρτου (Cuthbert), 20 Μαρτ. και Βιλφρίδου (Wilfrid), 24 Απρ. 
2Το σημείο αυτό θα ήταν μάλλον διαμφισβητούμενο στα πλαίσια της ορθοδόξου εκκλησιολογίας, αλλά τότε ήταν η μόνη λύσις, για να μην αποκεντρωθή η νεοπαγής Βρετανική Εκκλησία και αποκοπή τελικά από την κοινωνία με το πλήρωμα της Εκκλησίας. 
 
“Νέος Συναξαριστής Της Ορθοδόξου Εκκλησίας”,  Εκδ. Ίνδικτος (Τόμος 1τος - Σεπτέμβριος

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2025

Η ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΥΠΙΚΩΝ ΣΤΗ ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΖΩΗ

Η ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΥΠΙΚΩΝ ΣΤΗ ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΖΩΗ 
῾Ο μοναχὸς πρέπει νὰ γίνη ὁλόκληρος μιὰ αἴσθησι. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ ὁ λόγος τῆς ὑπάρξεώς του. ῎Ετσι, τότε μόνο, βλέπει, ἀκούει, αἰσθάνεται, ἠρεμεῖ, προχωρεῖ, ὡριμάζει. ῎Ερχεται σὲ κανονικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν γύρω του κόσμο. Γνωρίζει κάθε ὕπαρξι. Παίρνει καὶ δίδει μηνύματα ζωῆς. Καθίσταται ἱερεὺς τῆς κτίσεως. Συλλειτουργεῖ μαζὶ μὲ τὴν σύμπασαν φύσιν στὸ ἕνα συλλείτουργο, ὅπου ὁ εἷς ᾿Αρχιερεὺς εἶναι «ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος» [1] διὰ τὴν ζωὴν καὶ σωτηρίαν τοῦ σύμπαντος κόσμου. Τότε ὁ μοναχὸς -ὁ ἄνθρωπος- ἡσυχάζει, γιατὶ συλλειτουργεῖ ἐναρμονίως μὲ τὸ ὅλον. Καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ συλλείτουργο ὑπάρχει μιὰ τάξις, ἕνας νόμος, ὁ ὁποῖος εἶναι νόμος προσωπικῆς ζωῆς καὶ κοινωνίας. Εἶναι δωρεὰ Χάριτος, ἡ ὁποία διὰ ᾿Ιησοῦ ἐγένετο, καὶ ὄχι νόμος ὁ ὁποῖος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη [2]. Εἶναι ἡ εὐλογία τῆς παρουσίας τοῦ Θεανθρώπου, ὁ ὁποῖος δεσπόζει τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων. Καὶ εἶναι ὁ εὐλογῶν, ἁγιάζων καὶ τρέφων τὰ σύμπαντα. 
Αὐτὸς ὁ νόμος εἶναι καθολικός, ἔχει σχέσι μ᾿ αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε σκιωδῶς ὁ Φιλόσοφος: «ὁ τρόπος τῆς τοῦ παντὸς διοικήσεως» [3]. Αὐτὸς ὁ νόμος, ὁ ὄχι μηχανικός, ἀλλὰ προσωπικός, ἔχει μέσα του τὴν τάξι καὶ τὴν «ἀταξία». ῎Εχει μέσα του τὸ γενικὸ καὶ ἀναντίρρητο, καὶ δέχεται τὸ ἀπρόβλεπτο, τὸ ὡς ἔκπληξιν ἐμφανιζόμενο. Καὶ ἐνῶ τὰ πάντα προχωροῦν φυσιολογικά, ἔχομε κάποιες ἐκρήξεις, ἀπελευθερώσεις κεκρυμμένων δυνάμεων, ποὺ ἀναλαμβάνουν τὸν ἄνθρωπο σὲ ἄλλο ἐπίπεδο. ῎Ετσι ἡ ψυχή, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, πάντοτε κτίζεται[4], δημιουργεῖται. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ φτάνει σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάστασι τῆς ἠρεμίας καὶ στάσεως, πάντοτε κινεῖται καὶ κτίζεται ἀπὸ ἄκτιστη ∆ύναμι. Εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ ἐξ ἀρχῆς ἦταν, καὶ ταυτοχρόνως εἶναι ἄλλος. 
Αὐτὸ τὸ πλαίσιο, τὴν τάξι καὶ τὴν ἀνοχή, ποὺ παρέχουν δυνατότητες προσωπικῆς ἰδιαιτερότητος, γιὰ νὰ ἐπιτύχη ὁ καθένας συνειδητὰ τὴν προσωπική του ὡριμότητα καὶ ἡσυχία· γιὰ νὰ μπορέση νὰ βρῆ τὸν ἑαυτό του, νὰ βρῆ τὸν ρυθμό του, νὰ πῆ συνειδητὰ ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», νὰ προφέρη τὸν ἕνα προσωπικό του λόγο, νὰ μιλήση τὴ δική του γλώσσα, καὶ ἔτσι νὰ κοινωνήση μὲ τὸν ἕνα Λόγο, ὁ ὁποῖος μεταδίδεται διὰ τῶν λόγων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ κτισμάτων... 
Αὐτὸ τὸ πλαίσιο, τὸν κόσμο καὶ τὸ περιβάλλον ἑτοιμάζει τὸ τυπικὸν τῆς ᾿Εκκλησίας -μιὰ ἀρχιτεκτονικὴ ζωῆς, προγράμματος καὶ κτισμάτων- ποὺ χωρᾶ τὸν καθένα μὲ τὸ δικό του ὄνομα, καὶ στὴν κάθε φάσι τῆς ζωῆς καὶ τῆς πορείας του πρὸς τὴν ὡριμότητα. ∆ὲν εἶναι τὸ ἀκίνητο καλούπι ποὺ παράγει ὁμοιόμορφα κατασκευάσματα, ἀλλὰ ἡ ζωντανὴ μήτρα ποὺ δημιουργεῖ προσωπικὰ ὄντα μὲ δικό τους χαρακτήρα, ἀποστολὴ καὶ «μοίρα». 
῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι μιὰ μήτρα ποὺ πλάθει τὸν κάθε ἄνθρωπο. Περιβάλλει μὲ μητρικὴ στοργὴ τὸ κάθε κτίσμα, ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη κοινότητα -ὡς παρελθοῦσαν, παροῦσαν καὶ ἐρχόμενην. Ζωογονεῖ καὶ ἑνοποιεῖ ὁλόκληρη τὴ δημιουργία, ποὺ εἶναι σταθερὴ καὶ πορευόμενη· ποὺ εἶναι σὰν τὸν μοῦστο ποὺ κοχλάζει μέσα στὸ βαρέλι, καὶ σὰν τὸ λαμπικαρισμένο κρασὶ ποὺ συνεχίζει ἀκατάπαυστα τὴ ζύμωσί του, γιὰ πιὸ πολλὴ δύναμι, ἄρωμα καὶ χρῶμα. Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ συλλείτουργο τῆς βίας [5] καὶ τοῦ ἀβιάστως· τοῦ κοχλασμοῦ τῆς ἀναζητήσεως καὶ τῆς εἰρηναίας ἀναδιπλώσεως τῆς εὑρέσεως, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα ἐσμὲν οἱ πολλοί. Τίποτε δὲν γίνεται ἐρήμην ἡμῶν ἢ χωρὶς νὰ ἔχη ὀργανικὴ σχέσι μὲ τὴν ὕπαρξι καὶ τὴ ζωή μας. ῞Ολοι τρεφόμαστε ἀπὸ ὅλα. Καὶ ὅλοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ ὅλα. 
῾Η δημιουργικὴ ἀγάπη, ποὺ προχέεται ἀέναα, συγκροτεῖ τὰ πάντα ὡς κόσμον· ὡραΐζει τὰ πάντα ὡς κόσμημα, φανερώνοντας τὸ ἀμήχανον κάλλος λάμπον ἀπὸ ὅλη τὴν κτίσι. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ποὺ γέννησε τὰ πάντα· τὰ γεννᾶ, τὰ τρέφει καὶ τὰ ἀφήνει ἐλεύθερα νὰ ἰσορροπήσουν μὲ τὴν ἔφεσι τῆς ζωῆς ποὺ κρύβεται ὡς δύναμις μέσα τους. 
Τὰ τυπικὰ ἔχουν ἀποστολὴ νὰ συγκρατοῦν καὶ διοργανώνουν τὴ ζωτικότητα καὶ τὴν περίσσεια τοῦ δυναμισμοῦ ποὺ ἐμπεριέχει ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ. 
Γι᾿ αὐτό, τὸ τυπικὸ -τὸ πρόγραμμα- δὲν γνωρίζεται ὡς μηχανικὴ τακτοποίησι, ποὺ ἀγνοεῖ τὴ ζωὴ καὶ τὸν χαρακτήρα της ἐπιβάλλοντας ἀδικαιολόγητους περιορισμοὺς. ᾿Αλλὰ τὸ δεχόμαστε ὡς κανόνα ἀσκήσεως καὶ προσεκτικὸ κλάδεμα, ποὺ σέβεται τὴ ζωή, καὶ προετοιμάζει τὴν καρποφορία τοῦ Πνεύματος. ᾿Αποκαλύπτει τὸ ἐν ἡμῖν καὶ τὸ ἐπέκεινα· τὴν ἐλευθερία, παροχὴ χώρου, καὶ τὴν ἑνότητα· τὸ πῶς ἐπιτυγχάνεται ἡ ὁλοκλήρωσι σὺν πᾶσι τοῖς ῾Αγίοις, καὶ τὸ πῶς ἕκαστος γνωρίζεται αὐτάρκης ἀνακεφαλαιώνοντας ἐν ἑαυτῷ τὰ πάντα. 
῎Ετσι, τὰ τυπικὰ εἶναι οὐσιαστικά· διακονοῦν τὴν οὐσία. ∆ὲν διαμορφώθηκαν, γιὰ νὰ στραγγαλίσουν τὴ ζωὴ καὶ τὸν αὐθορμητισμὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ νὰ τὸν καθάρουν, δοκιμάσουν καὶ ἀναδείξουν, ὁδηγώντας τον φυσιολογικὰ στὴ σωστὴ κατεύθυνσι, ποὺ φέρνει στὴν κατάπαυσι καὶ τὴν ἱερουργία τῆς περιχωρήσεως, ὅπου τὰ πάντα σμικρύνονται καὶ εὐρύνονται. ᾿Απομακρύνονται καὶ συνέρχονται εἰς τὸ αὐτό. Φτάνουν ἐκεῖ ὅπου δὲν ἐπικρατεῖ τάξις νεκρότητος, ἀλλὰ ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Του. Καὶ αὐτὸ τὸ ἀπρόσιτο φῶς καταγλαΐζει ἔσωθεν τὰ προσιτά, φανερώνοντας τὶς κοσμικὲς διαστάσεις τοῦ προσώπου καὶ τὶς προσωπικὲς διαστάσεις τοῦ κόσμου. 
Καὶ ὅλος ὁ κόσμος, ὡς τάξις δημιουργίας, φανερώνει τὴν ἁρμονία τῆς συνεργίας τῶν τριῶν προσώπων τῆς τρισηλίου Θεότητος. Καὶ κάθε δημιουργία ἀνθρώπινη φέρει τὴ σφραγίδα τοῦ προσώπου-δημιουργοῦ. Φέρει τὴ σφραγίδα ὅλων τῶν προσώπων ποὺ ἔτσι ἢ ἀλλιῶς συνέβαλαν γιὰ τὴν πραγμάτωσι τῆς συγκεκριμένης δημιουργίας· εἰκόνος, κτίσματος ἢ προγράμματος. 
Κάθε Μονὴ ἔχει τὸν δικό της χαρακτήρα. Καὶ ὅλες οἱ Μονές, τὰ Κελλιά, οἱ Σκῆτες, τὰ ᾿Αναχωρητήρια, κρύβουν στὴν καρδιά τους ὡς πυρήνα ζωῆς τὴν ἴδια θεία Λειτουργία, ποὺ ἁγιάζει τὰ σύμπαντα. 
Κάθε ὑποψήφιος μοναχὸς μπορεῖ νὰ κινηθῆ ἐλεύθερα καὶ νὰ διαλέξη τὴ Μονὴ στὴν ὁποία ἀναπαύεται. Καὶ ἐνῶ κάθε Μονὴ ἔχει τὰ τυπικὰ καὶ τὸ κοινὸ λειτουργικὸ πρόγραμμα μὲ ὅλες τὶς Μονές, ταυτόχρονα κάθε Μονὴ φέρει τὸν ἰδιαίτερο χαρακτήρα τῶν ἁγίων κτιτόρων της, τῶν ἀρχιτεκτόνων της καὶ τῆς περιοχῆς στὴν ὁποία βρίσκεται. ᾿Εκτὸς ἀπὸ αὐτὸν τὸν κτιτορικὸ χαρακτήρα κάθε Μονῆς, ὑπάρχει καὶ ὁ ἄλλος χαρακτήρας, ποὺ μὲ τὸν χρόνο ἀλλάζει, ἀνάλογα μὲ τὸν Γέροντα καὶ τὴν ἀδελφότητα ποὺ συγκροτεῖται γύρω ἀπὸ αὐτόν. ᾿Ανάλογα με τὸν Γέροντα, ποὺ εἶναι ὁ πνευματικὸς τῆς ἀδελφότητος καὶ ἀντιλαμβάνεται καὶ ἐκφράζει τὴ χάρι τῆς μοναχικῆς ζωῆς μὲ τὸν δικό του ἀναπόφευκτα προσωπικὸ τρόπο. ῎Ετσι κάθε Μονὴ ἔχει ἀποστολή, ὄχι ὅπως συμβαίνει στὴ ∆ύσι, νὰ ἐπιτελέση ἕνα ἐπὶ μέρους ἔργο, νὰ προωθήση μιὰ δουλειά· νὰ ἐκδώση κάποιο περιοδικό· νὰ διοργανώση κάποια σχολεῖα ἢ πανεπιστήμια... 
᾿Αλλὰ κάθε Μονὴ ἔχει μιὰ ἀποστολή, ποὺ εἶναι ἡ ἴδια καὶ διαφορετικὴ στὸ κάθε μοναστήρι. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀποστολὴ εἶναι νὰ βοηθήση τὸν κάθε συγκεκριμένο ἀδελφὸ νὰ ἐξαγιάση τὸ σκεῦος του μὲ τὴ μετάνοια, τὴν ἄσκησι, τὴν ταπείνωσι, τὴν ἀγάπη. Καὶ ἀπὸ μέσα του τελικὰ νὰ βγῆ, ὡς ἄνθος ζωῆς, ἕνα «δόξα τῷ Θεῷ»: ∆όξα τῷ Θεῷ, γιατὶ εἶμαι ἄνθρωπος, γιατὶ ἔγινα μοναχός, γιατὶ ἔχω τόσα προσόντα, ἔχω τόσες πληγές, πέρασα τόσες δοκιμασίες, καὶ δι᾿ ὅλων αὐτῶν γνώρισα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ ὁ Θεὸς μὲ ἔσωσε, μὲ σώζει, καὶ προχωρῶ διὰ τῆς Χάριτός Του ἀπὸ τὸ κατ᾿ εἰκόνα στὸ καθ᾿ ὁμοίωσιν. 
Μετὰ ἀπὸ αὐτά, τὸ ἐὰν ὁ μοναχὸς δουλέψη στὸν κῆπο, στὴν τράπεζα ἢ στὴ βιβλιοθήκη δὲν ἔχει τόση σημασία. ῍Αν γράψη, κτίση, ἁγιογραφήση ἢ ψάλη, ἢ ἂν δὲν κάνη τίποτε ἐξωτερικὰ -σὲ περίπτωσι ἀδυναμίας- δὲν ἔχει σημασία· δι᾿ ὅλων αὐτῶν, ὅσων κάνει καὶ ὅσων δὲν κάνει, ἕνας ὥριμος μοναχὸς ἀκτινοβολεῖ· μεταγγίζει τὴ χάρι καὶ τὴν ἠρεμία καὶ τὴ δοξολογία πρὸς τὸν Θεὸ, ποὺ πλημμυρίζει τὴν καρδιά του. ∆ίδει τὴ μαρτυρία ὅτι ὁ Θεὸς, διὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους Του, ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παρήγαγε τὰ πάντα. Καὶ τὰ ἐποίησε καλὰ λίαν. 
Γι᾿ αὐτό, ἐνῶ τὰ τυπικὰ ὅλων τῶν Μονῶν εἶναι βασικῶς τὰ ἴδια· ὑπάρχει ὁ ἑνιαῖος κορμὸς τοῦ προγράμματος, τῆς ἀκολουθίας καὶ τῆς τάξεως· ταυτοχρόνως κάθε Μονὴ ἑκάστοτε ἔχει καὶ τὰ δικά της ἐπὶ μέρους τυπικὰ στὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀκολουθία. ῎Ετσι ὁ ἁγιορείτης ἅγιος Νικόδημος, ποὺ συνέγραψε τὸ "Πηδάλιον", τὸν κώδικα τῶν ἐκκλησιαστικῶν Κανόνων, ὅταν θέλησε νὰ συγγράψη ἀκριβὲς τυπικὸν τῶν ἀγιορειτικῶν Μονῶν, δὲν προχώρησε τὸ ἔργο του· γιατί, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ γνωστὰ τυπικὰ τοῦ κύκλου τῆς νυχθημέρου, ἑβδομαδιαίας καὶ ἐνιαυσίου ἀκολουθίας, δὲν ἦταν δυνατό, λόγῳ τῶν ἰδιαιτεροτήτων τῶν ἐπὶ μέρους τυπικῶν συνηθειῶν καὶ παραδόσεων, νὰ συγκροτήση λεπτομερὲς καὶ δεσμευτικὸ γιὰ ὅλες τὶς Μονὲς τυπικό. 
῎Αλλωστε, εἶναι ἐμφανὲς ὅτι διαφορετικὰ συγκροτεῖται ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀκολουθία μιᾶς κοινοβιακῆς ἀδελφότητος μὲ ἑκατὸν μοναχούς, καὶ διαφορετικὰ μιᾶς ἄλλης ποὺ ἔχει πενήντα, εἴκοσι ἢ δέκα. ῞Οπως ἄλλο εἶναι τὸ πρόγραμμα ἀκολουθίας καὶ ἐργασίας μιᾶς μοναστικῆς ἀδελφότητος ἑνὸς Κελλιοῦ μὲ πέντε, τρεῖς ἢ δύο μοναχούς. ᾿Επίσης καὶ οἱ ἐρημίτες, ποὺ μένουν καὶ ἀσκοῦνται καθένας στὴν ἡσυχία του, δὲν ἔχουν τὸ αὐτὸ πρόγραμμα μελέτης, κανόνος, μετανοιῶν, ἐργοχείρου καὶ ἀκολουθίας. ᾿Αλλὰ ἕκαστος, ἀνάλογα μὲ τὸν χαρακτήρα, τὶς ἀνάγκες καὶ δυνατότητές του, καταρτίζει τὸ δικό του προσωπικὸ πρόγραμμα, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἐμπείρου πνευματικοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνοίγει τὴν καρδιά του, λέγει τοὺς λογισμούς του, καὶ διὰ τοῦ ὁποίου κατευθύνεται στὸ νὰ ἀκολουθήση τὸ ἰδιαίτερο προσωπικό του πρόγραμμα εὐχῆς, μελέτης, δουλειᾶς, ποὺ τὸν βοηθεῖ στὸ νὰ προχωρῆ στὴν ἡσυχία, δοξολογία, καὶ στὸν παράδεισο τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας καὶ συναδελφώσεως μετὰ πάντων. 
῎Ετσι, δὲν φαίνεται ἀδικαιολόγητος ὁ προβληματισμὸς ἑνὸς ρωμαιοκαθολικοῦ ἱερέως, ποὺ σὲ ἄρθρο του, μετὰ τὴν ἐπίσκεψι τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, διατυπώνει τὴν ἀπορία: Πῶς εἶναι δυνατὸν οἱ ῾Αγιορεῖτες νὰ εἶναι τόσο φανατικὰ προσκεκολημμένοι στὴν Παράδοσι, καὶ ταυτόχρονα νὰ ἔχουν τέτοια ἐλευθερία στὴν προσευχὴ καὶ τὴ ζωή τους; 
῾Η τάξις καὶ οἱ κανόνες ποὺ ὁρίζουν τὴ μοναχικὴ ζωὴ δὲν μοιάζουν ἀσφαλῶς μὲ τὴ διευθέτησι χώρου καλὰ ἀποθηκευμένων ἀντικειμένων, οὔτε μὲ τὴ διοργάνωσι στρατῶνος, ὅπου κάποιοι ἐκτελοῦν ὑποχρεωτικὴ θητεία. ᾿Αλλὰ πιὸ πολὺ μοιάζουν μὲ τὴν τάξι καὶ τὴν ἁρμονικὴ σχέσι τῶν μελῶν ἀγαπημένης οἰκογένειας. Μοιάζουν μὲ τὴν τάξι καὶ τὴν ἑνιαία διοργάνωσι τῆς ζωῆς ἑνὸς ζῶντος ὀργανισμοῦ· μὲ τὴν τάξι καὶ τὴ ζωὴ ἑνὸς δένδρου ποὺ, ριζωμένο στὸ κατάλληλο ἔδαφος καὶ κλίμα, μένει ἀκίνητο ἐξωτερικά, καὶ διαρκῶς κινεῖται, γιατὶ ζῆ, κυκλοφοροῦν οἱ χυμοί του, καὶ ἀντιμετωπίζει μὲ ὅλη του τὴν ὕπαρξι τὶς δοκιμασίες τῶν καιρῶν. ᾿Απὸ τὶς πικρὲς ρίζες, ποὺ βυθίζονται στὴ γῆ, μέχρι τὸν κορμό, τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ φύλλα του, ποὺ καταυγάζονται στὸ φῶς, συναπαρτίζεται τὸ ἕνα ζωντανὸ δέντρο, ποὺ ἀνθίζει καὶ δένει στὸν κατάλληλο καιρὸ τὸν δικό του γλυκὸ καρπό. 
Νοιώθεις ὅτι τὰ τυπικὰ καὶ οἱ κανόνες εἶναι σὰν θεῖος περιορισμός, σὰν τὴν κοίτη τοῦ ποταμοῦ, ποὺ κατευθύνει τὰ νερὰ τῆς ζωῆς, τῆς χαρᾶς καὶ τῶν δακρύων νὰ βρίσκουν τὸν δρόμο τους. Νὰ ποτίζουν τὴ γῆ καὶ νὰ ἐκβάλλουν τελικὰ στὴ θάλασσα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς δοξολογίας πρὸς τὸν Θεό. 
Ζῆς τὸ πρόγραμμα καὶ τὴν τάξι μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα, ὡς ἀφορμὴ νὰ μὴ χαθῆς στὴ σύγχυσι καὶ ἀταξία τῆς φιλαυτίας· καὶ νὰ μὴν πνιγῆς, στὸ τέλος, στὴν πλησμονὴ τῆς ζωῆς, ἀλλὰ νὰ συναπαρτίσης τὸ ὅλον. 
«Οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι θεῖοι Πατέρες» ὑπάρχουν δίπλα σου, καὶ διὰ τῶν κανόνων ποὺ ὥρισαν, τῆς ὑπάρξεώς των ποὺ ἁγίασαν, σὲ βοηθοῦν, διακριτικὰ καὶ σταθερά, νὰ ὁδεύης πρὸς τὴν τελικὴ ἐπίτευξι· τὴν παραίτησι πάντων, τὴν ἀπέκδυσι τῶν δερματίνων χιτώνων, τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸ θέλημά σου, τὴν ἀπώλεια καὶ τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς σου, γιὰ νὰ φθάσης στὴν κατὰ χάριν εὕρεσι τῆς ψυχῆς σου, ποὺ ἔγινε μιὰ αἴσθησι, μὲ τὴν ἄνευ ὅρων παράδοσί σου στὴ βουλὴ καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ ∆ημιουργοῦ τῶν πάντων Θεοῦ Λόγου. 
῎Ετσι, ἀπὸ τὴν ὕπαρξί σου, ποὺ ἀναγεννήθηκε διὰ τῆς νεκρώσεως, ποὺ βρέθηκε διὰ τῆς ἀπωλείας, βλαστάνει ἐν ἐκπλήξει ἄνθος ἀμάραντον, ὁ ἐκ βαθέων θαυμασμὸς ὡς δοξολογία: Εἷς ῞Αγιος, εἷς Κύριος, ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. ᾿Αμήν. 

 

[1] Θεία Λειτουργία ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, εὐχὴ τοῦ Χερουβικοῦ Ὕμνου. 
[2] Βλ. ᾿Ιω. 1, 17. 
[3] Ἡράκλειτος, Testimonia 16, 37. 
[4] Βλ. Εἰς τὸ Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων, ἔκδ. H. Langerbeck, τ. 6, σ. 174. 204 
[5] Βλ. Ματθ. 11, 12. 205

Δημοφιλείς αναρτήσεις