Τρίτη 30 Απριλίου 2024

Η νεομάρτυς αγία Αργυρή

 
30 Απριλίου 
Η Νεομάρτυς Αγία Αργυρή 
Αυτή η χρυσή Μάρτυς του Χριστού Αργυρή καταγόταν από την Προύσσα, από γονείς θεοσεβείς, και ήταν ωραία στην όψη και θεοφοβούμενη. Αυτή λοιπόν η μακάρια παντρεύτηκε, αλλά ενώ ήταν ακόμη νεόνυμφη την ερωτεύτηκε ένας Τούρκος γείτονάς της, που προσπάθησε να την πείσει στην άνομη βουλή του και δεν τα κατάφερε. Γι’ αυτό ψευδομαρτύρησε στον δικαστή της Προύσσας ότι η Αργυρή υποσχέθηκε να τουρκέψει, και ο δικαστής αμέσως φυλάκισε την Αγία. 
Ο άνδρας της, νομίζοντας ότι θα ήταν καλύτερα, μετέφερε το δικαστήριο στην Κωνσταντινούπολη. Ήρθε λοιπόν εκεί και ο εχθρός της Αγίας, ο οποίος ψευδομαρτύρησε μπροστά στον δικαστή τα ίδια που είχε πει και προηγουμένως. Η Μάρτυς αποκρίθηκε ότι ποτέ της δεν είπε τέτοιο λόγο να αρνηθεί την πίστη της και ότι είναι Χριστιανή και Χριστιανή θέλει να πεθάνει. 
Τότε κατά προσταγή του δικαστή έδειραν την Αγία και την έριξαν στη φυλακή. Και πάλι την έβγαλαν και τη ανέκριναν, και πάλι την έδερναν και την τιμωρούσαν, και ύστερα πάλι την έβαζαν στη φυλακή. Και αυτό γινόταν συνεχώς για διάστημα -τι γενναιότητα!- δεκαεπτά ολόκληρων χρόνων. Αλλά και μέσα στη φυλακή ενοχλούσαν την Αγία και την έβριζαν οι συγκρατούμενές της τουρκάλες, που ήταν φυλακισμένες για κακές τους πράξεις, τις οποίες παρακινούσε ο διάβολος να την πειράζουν, για να περνά περισσότερη θλίψη και βάσανα. 
Όλα αυτά τα υπέμενε η ευλογημένη με μεγάλη γενναιοψυχία, για χάρη της αγάπης και του πόθου που είχε για τον νυμφίο της Χριστό. Και τι λέω μόνο αυτά; Και αυτή η ίδια τυραννούσε και παίδευε το σώμα της με νηστεία και κάθε άλλη ταλαιπωρία και κακοπάθεια, όπως έδωσαν μαρτυρία πολλές γυναίκες Χριστιανές που ήταν συγκρατούμενές της και αργότερα βγήκαν από τη φυλακή. 
Τόση χαρά και ευχαρίστηση είχε μάλιστα η Αγία που ήταν φυλακισμένη για τον Χριστό και τόση μεγάλη ανάπαυση θεωρούσε την ταλαιπωρία της φυλακής, που ενώ της έστειλε μήνυμα ο ευλαβέστατος Χριστιανός Μανώλης ο κιουρτζίμπασης (1) να την ελευθερώσει, εκείνη δεν το δέχτηκε, διότι θεωρούσε ως βασιλικό παλάτι τη φυλακή, ώσπου φυλακισμένη και δέσμια εκεί μέσα για τον Χριστό τελείωσε τη ζωή της και έλαβε το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου. 
Το άγιό της λείψανο το πήραν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν στο Χάσκιοϊ (Πικρίδιον). Μετά τρία χρόνια έκαναν ανακομιδή και, ώ του θαύματος! το άγιο λείψανο βρέθηκε σώο και ακέραιο και ανέδιδε άρρητη ευωδία. (2) Το πήραν λοιπόν αμέσως με μεγάλη ευλάβεια οι ιερείς και οι Χριστιανοί και το απόθεσαν μέσα στην εκεί εκκλησία της αγίας Παρασκευής με την άδεια του τότε Παναγιωτάτου Πατριάρχου Παϊσίου. 
Το λείψανο υπάρχει μέχρι σήμερα εκεί (3) και προσκυνείται από πατριάρχες, αρχιερείς, ιερείς, άρχοντες και όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν. 
(1)Κιουρτζίμπασης: αρχιγουναράς, ο πρόεδρος της συντεχνίας των γουναράδων. 
(2)Η Αγία εκοιμήθη στις 5 Απριλίου του 1721. Η μνήμη της εορτάζεται στις 30 Απριλίου, ημέρα της ανακομιδής του αγίου λειψάνου της (1725). 
(3)Κατά τα γεγονότα του 1955 στην Κωνσταντινούπολη η εκκλησία της αγίας Παρασκευής καταστράφηκε και η λάρνακα της Αγίας κάηκε. Σήμερα σώζονται ελάχιστα υπολείμματα ιερών λειψάνων.

 

 «Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικοδήμου (1799), σελ. 141. 

Αγία και Μεγάλη Τρίτη

 
Αγία και Μεγάλη Τρίτη

Συναξάρι Τριωδίου

Την αγία και μεγάλη Τρίτη θυμόμαστε την παραβολή των δέκα παρθένων από το ιερό Ευαγγέλιο (Ματθ. 25:1-13).

Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, καθώς ανέβαινε στα Ιεροσόλυμα και ερχόταν προς το πάθος, έλεγε στους μαθητές του αυτές τις παραβολές, έλεγε δε και μερικές απευθυνόμενος προς τους Ιουδαίους.

Την παραβολή των δέκα παρθένων την είπε για να παρακινήσει στην ελεημοσύνη, και συγχρόνως θέλοντας να διδάξει όλους να είναι έτοιμοι πριν το τέλος του θανάτου.

Ο Κύριος δίδαξε πολλά για την παρθενία και για τους ευνούχους, και η παρθενία έχει πολλή δόξα, διότι αληθινά είναι μεγάλο κατόρθωμα, όμως δεν πρέπει, κατορθώνοντας κανείς αυτήν την αρετή, να αμελήσει τις άλλες αρετές και μάλιστα την ελεημοσύνη, με την οποία λάμπει το λυχνάρι της παρθενίας.

Γι’ αυτό τον λόγο το ιερό Ευαγγέλιο προβάλλει αυτή την παραβολή, και τις πέντε παρθένες τις ανακηρύττει φρόνιμες, γιατί μαζί την παρθενία είχαν πολύ και πλουσιοπάροχο το έλαιο της ελεημοσύνης, ενώ τις άλλες πέντε τις ονόμασε μωρές, δηλαδή ανόητες, γιατί είχαν και αυτές την παρθενία, όχι όμως και την ανάλογη ελεημοσύνη.

Γι’ αυτό δηλαδή ήταν μωρές, επειδή είχαν κατορθώσει το πιο μεγάλο και αμέλησαν το πιο μικρό, και δεν διέφεραν καθόλου από τις πόρνες, διότι εκείνες νικιούνται από σώματα, ενώ αυτές νικήθηκαν από τα χρήματα.

Και καθώς η νύχτα της παρούσας ζωής πήγαινε προς το τέλος, όλες οι παρθένες νύσταξαν και κοιμήθηκαν, δηλαδή πέθαναν –διότι ύπνος λέγεται ο θάνατος. Έπειτα κατά τα μεσάνυχτα ακούστηκε μια κραυγή, και εκείνες που είχαν άφθονο το έλαιο, μόλις άνοιξαν οι θύρες, μπήκαν στον νυμφώνα μαζί με τον Νυμφίο.

Οι μωρές όμως που δεν είχαν αρκετό έλαιο, το ζητούσαν μετά τον ύπνο. Οι φρόνιμες ήθελαν να δώσουν, αλλά δεν μπορούσαν, και πριν μπουν στον νυμφώνα είπαν σ’ αυτές: «Φοβόμαστε μήπως δεν φτάσει και για μας και για σας. Γι’ αυτό πηγαίνετε σ’ αυτούς που το πουλούν, δηλαδή στους φτωχούς, και αγοράστε».

Αλλά αυτό δεν ήταν εύκολο, μάλιστα είναι και αδύνατο μετά τον θάνατο, όπως έδειξε ο Αβραάμ στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου (Λουκ. 16:19-31).

Και οι μωρές χωρίς φώτα χτυπούσαν την πόρτα φωνάζοντας: «Κύριε Κύριε, άνοιξέ μας». Και ο ίδιος ο Κύριος είπε σ’ αυτές τη φρικτή εκείνη απόφαση: «Φύγετε, δεν σας γνωρίζω». Πώς δηλαδή θα δείτε τον Νυμφίο χωρίς να έχετε ως προίκα την ελεημοσύνη;

Γι’ αυτό λοιπόν η παραβολή των δέκα παρθένων τοποθετήθηκε σήμερα από τους θεοφόρους πατέρες, να μας διδάσκει να είμαστε πάντοτε σε εγρήγορση και έτοιμοι να υποδεχθούμε τον αληθινό Νυμφίο με τις καλές πράξεις, και ιδιαίτερα με την ελεημοσύνη, γιατί κανείς δεν γνωρίζει την ημέρα και την ώρα του θανάτου.

Διότι εκείνος που ασκεί μία αρετή, μέγιστη ίσως, αλλά καταφρονεί τις άλλες, και ιδιαίτερα την ελεημοσύνη, δεν εισέρχεται μαζί με τον Χριστό στην αιώνια ανάπαυση, αλλά φεύγει καταντροπιασμένος.

Και δεν υπάρχει τίποτε πιο λυπηρό και γεμάτο ντροπή από την παρθενία που νικιέται από τα χρήματα.

Αλλά, Νυμφίε Χριστέ, συναρίθμησέ μας με τις φρόνιμες παρθένες και βάλε κι εμάς στην εκλεκτή σου ποίμνη και ελέησέ μας. Αμήν.

Διασκευή για την Κ.Ο. του κειμένου του Τριωδίου με τη βοήθεια και της μετάφρασης του αγίου Αθανασίου του Παρίου που περιέχεται στο βιβλίο Νέον Λειμωνάριον, Βενετία 1819, σελ. 296

Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΣΤΟΥΣ «ΝΥΜΦΙΟΥΣ»

 

π. Β. Σπηλιόπουλος 
Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΣΤΟΥΣ «ΝΥΜΦΙΟΥΣ» 
Οι ακολουθίες της Μ. Εβδομάδος ξεκινούν στην πραγματικότητα από την ακολουθία του Όρθρου της Μεγάλης Δευτέρας η οποία είθισται, όπως και οι όρθροι της Μ.Τρίτης και της Μ.Τετάρτης, να αποκαλούνται «ακολουθία του νυμφίου» ή απλά «νυμφίος» ακριβώς διότι σε αυτούς ψάλλεται το γνωστό τροπάριο «ιδού ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός». Και αυτή, όμως , η ιερή ακολουθία δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τον έντονο συναισθηματισμό ο οποίος έχει ποτίσει όλο το σύγχρονο ενοριακό, και όχι μόνο, λειτουργικό κύκλο. Το κοσμικό φρόνημα έχει και εδώ επικρατήσει και γίνεται αντιληπτό από συγκεκριμένα στοιχεία της ακολουθία όπως: 
α) Το ωράριο τελέσεως των ακολουθιών. Είθισται ο όρθρος αυτός αλλά και όλοι οι όρθροι της Μεγάλης Εβδομάδος να τελούνται το εσπέρας της προηγουμένης για να μπορεί ο πιστός λαός να συμμετάσχει. Αυτό βέβαια, ως κατ’ οικονομίαν πράξη της Εκκλησίας, δεν αποτελεί το πιο σημαντικό «ολίσθημα» όμως γεννάται εύλογο το ερώτημα: γιατί αυτή η μετάθεση; Γιατί να μην τελείται κανονικά ο όρθρος το πρωί και ο Εσπερινός το απόγευμα αλλά γίνονται εντελώς αντίστροφα; Γιατί ο κόσμος πρέπει να μετάσχει μόνον στον όρθρο και όχι στον Εσπερινό αφού μάλιστα τα τροπάρια και στις δύο περιπτώσεις, τουλάχιστον μέχρι και την Μ. Πέμπτη, είναι τα ίδια; Γιατί να μην έχουν οι πιστοί την ευκαιρία να ακούσουν τα ίδια τροπάρια κατά τον Εσπερινό που είναι συνημμένος με την ακολουθία της προηγιασμένης λειτουργίας που ο πολύς κόσμος παντελώς αγνοεί την ύπαρξη της; 
Βέβαια η οικονομία αυτή και η μετάθεση του ωραρίου προστατεύει από ένα μεγαλύτερο, ίσως, ατόπημα και σφάλμα που θα λάμβανε χώρα αν ο κόσμος δεν αρκούταν στην απλή συμπροσευχή κατά την Εσπερινή προηγιασμένη αλλά προσερχόταν και στο Άγιο Ποτήριο να μεταλάβει ενώ ήταν φαγωμένος. Ούτως ή άλλως όμως αυτό συμβαίνει, κακώς, όλη την διάρκεια της Μ. Τεσσαρακοστής όπου οι πιστοί κοινωνούν σε εσπερινές προηγιασμένες αγνοώντας ότι οι Κανόνες της Εκκλησίας, το Τυπικό και η Ιερά Παράδοση απαιτεί για την συμμετοχή στη Θεία Κοινωνία ΠΛΗΡΗ αποχή από φαΐ και νερό από το μεσονύκτιο της προηγουμένης. Και η ευθύνη μεν για την φοβερή αυτή αταξία βαραίνει εμάς τους κληρικούς που τελούμε εσπερινές προηγιασμένες χωρίς να υπενθυμίζουμε στους πιστούς την περί ασιτίας προϋπόθεση αποδεικνύει δε ότι δεν είναι αυτός ο λόγος της μετάθεσης των ακολουθιών αλλά λόγοι καθαρώς κοσμικοί την επιβάλλουν. 
Ταπεινώς φρονούμε ότι δεν είναι αδύνατη η επιστροφή στην τάξη και μάλιστα θα βοηθούσε πολύ αν οι όρθροι των πρώτων ημερών τελούνταν κανονικά το πρωΐ και οι εσπερινοί το απόγευμα, μαζί με την Προηγιασμένη, ενώ η ακολουθία των Παθών, κατά το τυπικό, αργά το βράδυ της Μ. Πέμπτης, οι Ώρες το πρωί της Μ. Παρασκευής, ο εσπερινός της Αποκαθηλώσεως, χωρίς τα θέατρα και τα δρώμενα φυσικά, το μεσημέρι της Μ. Παρασκευής (όπως ακόμα είθισται να τελείται σε χωριά της πατρίδος μας), ο όρθρος του Μ. Σαββάτου ξημερώματα της ημέρας (όπως ευτυχώς σε μερικά ακόμη μέρη της πατρίδος μας γίνεται), ο εσπερινός του Πάσχα με τη λειτουργία του Μ. Βασιλείου το μεσημέρι του Σαββάτου, γεγονός που θα απέτρεπε, σε συνδυασμό με την απαίτηση για νηστεία, την αθρόα προσέλευση εντελώς απροετοίμαστων ανθρώπων που κοινωνούν για «το καλό», ενώ η παννυχίδα της Αναστάσεως, ο Όρθρος του Πάσχα και η Θεία Λειτουργία τα ξημερώματα της Κυριακής όπως συνέβαινε πριν από μερικά χρόνια σε όλη την επαρχία. 
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι όλη αυτή η καινοφανής τελετή γίνεται κατά παράβασιν ακόμα και του ισχύοντος τυπικού του Βιολάκη το οποίο, όπως έχουμε ξανατονίσει, είναι το πιο ανεκτικό, το πιο «ελαστικό», το πιο «επιεικές» ως προς την τήρηση της ακριβούς τάξεως και το πιο καινοτόμο. Κι όμως ούτε καν αυτό το τυπικό δεν περιλαμβάνει έξοδο νυμφίου και εμείς συνεχίζουμε κανονικά, ή μάλλον αντικανονικά, να την τελούμε τόσο σε ενοριακούς ναούς όσο και αυτό είναι το χειρότερο, και σε Ιερές Μονές. 
Κανένα λοιπόν παλαιό τυπικό, ούτε καν του Βιολάκη, δεν αναφέρεται σε λιτάνευση της εικόνος του νυμφίου. Ας δούμε όμως τι μας λέει και ο π. Δοσίθεος, ηγούμενος της Μονής Παναγίας Τατάρνης και λάτρης της τάξεως της Εκκλησίας, σχετικώς με την εικόνα αυτή του νυμφίου: 
«Τά ἐν τοῖς ἐνοριακοῖς Ναοῖς τελούμενα, καθ’ ἅ ψαλλομένου τοῦ Ἰδού ὁ Νυμφίος, εἰσοδεύει ὁ ἱερεύς κρατῶν εἰκόνα τοῦ „Νυμφίου” ἤ καί ὁλόσωμον „Νυμφίον” φοροῦντα χλαμύδα κοκκίνην, ἔχοντα ἐμπεπαρμένον ἀκάνθινον στέφανον καί βαστάζοντα κάλαμον καί μονονουχί γοερῶς κράζοντα, ξένα ὄντα παντάπασι πρός τήν λογικήν λατρείαν, οὐ δεῖ τελεῖσθαι καί ἐν ταῖς ἱεραῖς Μοναῖς. Οἶμαι δέ οὐδ’ ἐν τοῖς ἐνοριακοῖς Ναοῖς. Ἡ εἰκών αὕτη τοῦ πάθους προέρχεται ἀπό τό Ecce homo τῶν Λατίνων. 
Ἐξ’ ἄλλου τί Ἰδοῦ ὁ νυμφίος ἔρχεται ὀλίγην σχέσιν ἔχει πρός τό πάθος τοῦ Κυρίου. Ἀναφέρεται εἰς τήν παραβολήν τοῦ πιστοῦ καί φρονίμου οἰκονόμου (Λουκᾶ ΙΒ, 35-48) καί προτρέπει εἰς ἐγρήγορσιν τούς πιστούς. Ὡς ἐκ τούτου τό Ἰδοῦ ὁ νυμφίος λέγεται εἰς τά μεσονυκτικά παντός τοῦ ἐνιαυτοῦ καί οὐχί μόνον κατά τάς πρώτας ἡμέρας τῆς Μ. Ἑβδομάδος. Γίνεται οὕτω πως σύγχυσις μεταξύ τοῦ νυμφίου τῆς παραβολῆς καί τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ιε΄ἀντιφώνου τῆς ἀκολουθίας τῶν ἁγίων Παθῶν (ὄρθρος τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Παρασκευῆς). Ὑπάρχει δέ καί ἀνακολουθία. Δεδεμένος καί ἐν πορφύρα καί μετά ἀκανθίνου στεφάνου ὡράθη ὁ Κύριος εἰς τό πραιτώριον τό πρωΐ πρωΐ τῆς Μεγ. Παρσκευῆς καί οὐχί τῆ Μεγ. Δευτέρα. Τότε εἰσήρχετο καί ἐξήρχετο τῆς Ἱερουσαλήμ καταρώμενος ἅμα καί ξηραίνων τήν ἄκαρπον συκῆν. Ὅθεν ξένα ταῦτα καί ἀλλότρια των ἀρχαίων τυπικῶν διατάξεων, ἀλλά γε καί τοῦ πνεύματος τῶν ἡμερῶν» (Τυπικόν τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Σάββα τοῦ ἡγιασμένου, διορθωθέν μέθ’ὅσης ἐπιμελείας καί ὑπομνηματισθέν τό κατά δύναμιν ὑπό ἀρχιμ. Δοσιθέου ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Παναγίας Τατάρνης, ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Παναγίας Τατάρνης, σελ. 380, ὑποσημείωση 4)
β) Η Εικόνα του νυμφίου και η περιφορά της. Γιατί λοιπόν αυτή η μετάθεση; Γιατί αυτή η βαρύτητα στον όρθρο; Μα για να παρακολουθεί ο κόσμος τα νεωτερίστικα εφευρήματα όπως την έξοδο του Εσταυρωμένου και την Αποκαθήλωση ή για να ψάλει τα εγκώμια την Μ. Παρασκευή το βράδυ, να προλάβει να κοινωνήσει το Σάββατο, πριν τα ψώνια του, και να προετοιμαστεί για το ταξίδι του. Και γιατί και ο Όρθρος της Μ. Δευτέρας βράδυ; Μα για να παρακολουθήσουμε την έξοδο του νυμφίου, της εικόνος δηλαδή που είθισται στις ενορίες με στόμφο και καμάρι να περιφέρουμε εντός του Ναού κατά την ψαλμωδία του αντιστοίχου τροπαρίου ή, σε πολλούς πλέον Ναούς, την έξοδο όχι της εικόνος αλλά του ολόσωμου αγαλματιδίου. 
γ) Παράλειψη το Ψαλτηρίου. Ένα λάθος που δεν αφορά βέβαια μόνον την Μεγάλη Εβδομάδα αλλά όλο τον λειτουργικό κύκλο του χρόνου και όλες τις Ιερές ακολουθίες. Το ψαλτήρι, η βάση της λειτουργικής ζωής, έχει πέσει σε πλήρη αχρησία. Ενώ θα έπρεπε να αναγιγνώσκεται κατά την διάρκεια των ιερών ακολουθιών ολόκληρο άπαξ της εβδομάδος τον υπόλοιπό χρόνο, δις της εβδομάδος κατά την Μ. Τεσσαρακοστή και άπαξ την Μ. Εβδομάδα ως και την Τετάρτη οπότε σχολάζει μέχρι την Κυριακή του Θωμά (αυτό το σχολάζει είναι και το μόνο που τηρείται απαρεγκλίτως) βρίσκεται, στην καλύτερη των περιπτώσεων και αν βρίσκεται, ερμητικά κλειστό στα ντουλάπια του αναλογίου. 
Ακόμα και το τυπικό του Βιολάκη το περιλαμβάνει κανονικά και όμως καμιά διάθεση για επαναφορά στην τάξη! Μάλιστα σε υποσημείωση του τυπικού γράφονται τα εξής «Συνήθως παραλείπεται το Ψαλτήριον τῆς ἡμέρας ἐν ταῖς πλείσταις τῶν Ἱερῶν Ἐκκλησιῶν κα΄τα τούς ὄρθρους τούτους, εἴτε χάριν τῆς συντομίας εἴτε καί διότι είσί πέντε Καθίσματα ὡρισμένα καθ’ἑκάστην ταῶν τριῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς Μ. Ἑβδομάδος, καί ἀναγιγνώσκεται ιδιαιτέρως τό πρωΐ ὑπό τοῦ Ἱερέως» (σελ.354-355). Και αφήνοντας ασχολίαστο το κατά πόσο ωφέλιμη αλλά και το κατά πόσο τηρείται η τάξη αυτή, να αναγιγνώσκει δηλαδή μόνος του ο ιερέας το Ψαλτήρι διαβάζουμε παρακάτω μια πολύ εύκολη και διακριτική λύση ώστε τουλάχιστον να μην κατακρημνίζεται ο σκελετός και η όλη διάρθρωση της ακολουθίας του όρθρου γενικώς αλλά και ειδικώς τη Μεγάλη εβδομάδα: 
…ἀλλ’ εὐχῆς ἔργον ἐστίν ἵνα ἀναγινώσκεται μέρος τουλάχιστον τῶν πέντε Καθισμάτων εἰς ἀκρόασιν καί τοῦ λαοῦ, καθ’ὅσον μάλιστα τό Ψαλτήριον ἐθεωρήθη ἀνέκαθεν ἡ βάσις τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡμῶν προσευχῶν καί ἡ ἐπιούσιος πνευματική τροφή ἑκάστου χριστιανοῦ, ὡς ἐσημειώθη ἐν τῆ προθεωρία” (σελ.355). 
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν όλοι να επιστρέψουμε στην ανόθευτη λειτουργική παράδοση που αποτελεί και συνέχεια αλλά και βάση της όλης πνευματικής ζωής. Ας μη νοθεύουμε μα αλλότριο πυρ το καθαρό πυρ της Θεοπατροπαράδοτης Παραδόσεως. Δεν είναι τα καινοτόμα εφευρήματα αυτά που κάτι έχουν να δώσουν στους πιστούς, δεν είναι η γαρνιτούρα αυτή που χορταίνει, αλλά η βίωση της λιτότητος, της απλότητος, της ταπείνωσης.

Μεγάλη εβδομάδα στο Άγιο Όρος-Μονή Γρηγορίου 1977



Μεγάλη εβδομάδα στο Άγιο Όρος-Μονή Γρηγορίου 1977  
Μητροπ. πρ. Ν. Ζηλανδίας Ιωσήφ.


Μονή Γρηγορίου, Σάββατο του Λαζάρου 1977, απόγευμα. Πάστρα στο Μοναστήρι. Σκούπες, φασίνες, νερά, χέρια γρήγορα, προσεχτικά, ορεξάτα. Καθολικό, αυλές, τράπεζα, αρχονταρίκι, συνοδικό, όλα λάμπουν. Και μυρτιές άφθονες. -Ευλογείτε!. . . -Ό Κύριος!. . . Καλή αγρυπνία!. . . Από απόψε καί όλες τίς μέρες, μέχρι την «κλητή καί αγία ήμερα, τή μία τών Σαββάτων», κάθε βράδυ αγρυπνία! Ή Εβδομάδα είναι μεγάλη από κάθε έποψη. . . Υπάρχει καί Δεσπότης στο Μονα­στήρι. Ό Πισιδίας Ιεζεκιήλ, ό από Αυστραλίας, άνθρωπος της προσευχής καί της αγάπης, καλογηρικός, ταπεινός, άξιόθεος. Συναγωνισμός ανάμεσα στα παλαιότερα γεροντάκια, ποιος να κρα­τήσει την ώα του μανδύα του. Υποχω­ρούν όλοι στον αγιασμένο γερο-Ήσύχιο. Σ’ όλη την αγρυπνία ό ηλικιωμένος Επί­σκοπος στέκεται όρθιος στο Δεσποτικό, ήσυχος, πράος καί βλογημένος, Πανη­γυρική κωδωνοκρουσία σε τρεις στά­σεις. «Δόξα τη αγία καί Όμοουσίφ καί Ζωοποιώ καί Άδιαιρέτω Τριάδι. . . ». Αρχί­ζει ή Αγρυπνία.

Αρχίζει ή μεγάλη πορεία της Μεγάλης Εβδομάδος. Ευφρόσυνα, χαρούμενα, πανηγυρικά. Αρχίζει καί ή εναγώνια ευθύνη καί αναμφισβήτητη εξουσία του Τυπικάρη, στον οποίο υπο­χρεούνται να υποτάσσονται, κάνοντας αδιάκριτη υπακοή, όλοι, από τους ψάλ­τες, κανονάρχους, διάκους, παπάδες, ηγούμενο, μέχρι και τον Αρχιερέα. Ό Τι­μόθεος θα τα καταφέρει περίφημα μέχρι τέλους. Είναι δήλιος κολυμβητής στις θάλασσες του μοναστηριακού τυπικού. . . Στό δεξιό χορό ό καλλικέλαδος παπα-Παντελεήμων ό Κάρτσωνας, το άηδονάκι της Αγίας Αννας. Στήν ενάτη έδωσε τον καλλίτερο εαυτό του. Ακούγοντας το «Θεός, Κύριος καί έπέφανεν ήμίν. Συστήσασθε έορτήν καί άγαλλόμενοι δεύτε μεγαλύνωμεν Χριστόν μετά βαΐων καί κλάδων.» δεν ξέρεις αν είσαι στη γη ή έχεις αρπαγή με τον Παύλο στον τρί­το ουρανό. Ευλογούνται τα βάγια καί μοιράζονται στους πατέρες. Όλοι θα τα κρατούν στο χέρι μέχρι τέλους της λει­τουργίας. Τα «νικητικά κατά των παθών σύμβολα», κατά τον μεγάλο Αγιορείτη Νικόδημο. . .

Οί Εκκλησιαστικοί, μεγαλοπρεπείς μέσα στους μαύρους μανδύες τους, σκορπίζουν βάγια σ’ όλο το ναό, στη λιτή, στον έξωνάρθηκα. «Εξέλθετε έθνη, εξέλθετε καί λαοί..». Ευωδιά δάφνης ελληνοπρεπούς στα πόδια του Εισερχομένου στην Αγία Πόλι επί πώλου όνου Βασιλέως των όλων… Γίνεται καί χειροτονία Διακόνου. Το καλογέρι των Καρτσωναίων, ό Χρυσόστομος. Στήν τράπεζα συνεχίζεται ή μυσταγωγία. Καμπάνες, διβάμβουλα, κατζία, με τον ποτάμιο μανδύα του ό Άρχιερεύς, τον πορφυρούν καί περίχρυσον, με ανάγνωση πατερική (ή ανάγνωση είναι ή μεγαλύτερη αυθεντία εν Άγίω Όρει: «Το είπε ή άνάγνωσις!…» έλεγαν οι παλαιοί, πού θα πει: Roma locuta,causa finita), με Ύψωση της Παναγίας, με προσφώνηση του Ηγουμένου καί ομιλία του Δεσπότη, Στό τέλος ό Γέροντας του νεοχειροτόνητου μοιράζει σ’ όλους από ένα ρινόμακτρο αντί μπομπονιέρας. Παλαιό αγιορείτικο έθιμο, για νάχουν να σκουπίζουν οί πατέρες τα καρδιοστάλακτα δάκρυα της κατανύξεως και τα γλυκερά καί παραμυθητικά του χαροποιού πένθους… Εν όψει των ήμερων του Πάθους ξεχωριστά χρήσιμο. . .

Ή Ακολουθία του Νυμφίου σεμνή, αργόσυρτη, προσεγμένη, χωρίς μελο­δραματικές εξάρσεις, χωρίς δυτικόφερτα μαύρα καί μενεξελιά χρώματα σε άμφια καί καλύμματα. Το κατά Θεόν πέν­θος, το χαροποιό, είναι διαφορετικό από το κοσμικό. Ούτε από κρέπια εξαρτάται, οϋτε από πλερέζες, οϋτε από χρώματα. Είναι υπόθεση καρδιάς, εσωτερική, μυ­στική. Αλλωστε οί Μοναχοί μια φορά τα φόρεσαν τα μαύρα και δια βίου.

Η Πρωινή ακολουθία της Μεγάλης Δευτέρας. Ώρες καί ατέλειωτα ευαγγε­λικά αναγνώσματα. Το βράδυ πανηγυρι­κός εσπερινός, άνοιξαντάρια, λιτή, αρτοκλασία, ολονύκτια αγρυπνία! Κά­που μπερδεύομαι. Τη Μεγάλη Τρίτη πέ­φτει ή γιορτή του Ευαγγελισμού! Τάχει αυτά το αδιόρθωτο Ιουλιανό ημερολό­γιο. Φέτος (2007) τα πράγματα θάν’ακόμα πιο μπερδεμένα. Ό Ευαγγελι­σμός πέφτει το Μέγα Σάββατο. Στό Αγιον Όρος δεν ισχύει ή ξεκάθαρη πρό­βλεψη του Τυπικού (περίπτωση ΚΓ’, § 69) πού διακελεύεται πώς αν συμπέσει ή εορτή τη Μ. Παρασκευή ή Μ. Σάββατο μετατίθεται για το Πάσχα, αλλά γιορτά­ζεται... ανήμερα! Κουβάρι σωστό, όλο-μπέρδευτο, καί ώδε εστίν ή σοφία των τυπικάρηδων να το ξεμπερδέψουν, χω­ρίς ούτε το πενθηρόν της εις Αδου Κα­θόδου να λυμανθή, αλλά οϋτε καί το χαρμόσυνο καί πανηγυρικό του κεφα­λαίου της σωτηρίας ημών να περιορισθή. Χαίρομαι κατάβαθα πού με το διορ­θωμένο ημερολόγιο δεν μας προκύ­πτουν τέτοιες συμπτώσεις. Καθημερινά οι περισσότερες ώρες περνούν μέσα στο ναό.

Οι ακολουθίες είναι σχοινοτενείς, τα αλλεπάλληλα ευαγγελικά αναγνώσματα ατέλειωτα. Το σώμα κουρασμένο καί από την άλαδία καί μονοφαγία, καταπονείται, αλλά έρχεται ή παράκληση του Παρακλήτου καί ή γλυκύτατη κατάνυξη. Βιώνεται έντονα το «Πόσον την βιοτικήν άποθώμεθα μέρίμναν, ως τον Βασιλέατων όλων ύποδεξόμενοι...». Τη Μεγάλη Πέμπτη ή Ακολουθία των Άχραντων Παθών έχει κάτι το μοναδι­κό. Τα λυρικότατα αντίφωνα ψάλλονται αργά, σεμνά, από νηστεμένα στόματα, καί ή ψυχή τα ρουφά σαν σφουγγάρι. Γλυκά δάκρυα έρχονται σ’ όλους. Κά­ποτε ένας Εβραίος έμπορος Θεσσαλο­νικιός πού εξυπηρετούσε το Μοναστή­ρι, βρέθηκε τέτοιες μέρες εδώ. Ακού­γοντας τους ύμνους πού στηλίτευαν τα κατά του Χριστού ανδραγαθήματα των παλαιών εκείνων Εβραίων έπεσε κάτω ξερός, λιπόθυμος. Όταν τον συνέφε­ραν είδαν κι έπαθαν να του δώσουν να καταλάβη ότι οί ύμνοι δεν γράφτηκαν γι’ αυτόν προσωπικά.

Παλαιότερα στο Όρος δεν λιτανευόταν μετά το πέμπτο ευαγγέλιο της Ακολουθίας των Άχρα­ντων Παθών ό Εσταυρωμένος. Απλού­στατα ό εκκλησιαστικός έφερνε κι έβα­ζε στο προσκυνητάρι την ιερά εικόνα της Σταυρώσεως. Όπως καί δεν γινό­ταν, βέβαια, ή λεγομένη Άποκαθήλωσις (οϋτε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο γί­νεται μέχρι σήμερα). Τώρα, άλλοι παπάδες ήρθανε κι άλλα χαρτιά βα­στούσανε... Ή Μεγάλη Παρασκευή δεν έχει τί­ποτε από το δραματικό στοιχείο καί τις φιοριτούρες πού παρεισέφρυσαν τα τε­λευταία χρόνια οτήν πραξη των ενοριών. Όλα λιτά, δωρικά, μοναχοπρεπή. Ένα απλό τραπέζι στο κέντρο του ναού, χω­ρίς κουβούκλιο, με τον υφασμάτινο επι­τάφιο (αέρα) καί το ιερό Ευαγγέλιο, την «δια χάρτου καί μέλανος» εικόνα του Χριστού καί λίγα άνθη, πού τα μαζέψαμε το πρωί από τη γειτονική ρεματιά, μο­ναχοί μαζί καί προσκυνητές, είναι όλος κι όλος ό Επιτάφιος. Στό νου έρχεται ό ανεπανάληπτος, αριστουργηματικός στην απλότητα του βυζαντινός Επιτά­φιος του Καντακουζηνού (1354) της Μονής Βατοπεδίου. . .

Ή ακολουθία είναι μακρύτερη. Κανένας δε βιάζεται. Ύπνεΐ ή ζωή. Ό Βασιλεύς κεκοίμηται. Κάθε σκίρτημα γήινο, λοιπόν, καταστέλλεται. Μόνο ή καρδιά, γεμάτη χαρμολύπη, αγρυπνεί με αδιάλειπτη προσευχή, κα­θώς ό θείος Έρωτας της καθεύδει. Όταν οί δύο χοροί μαζί με κορυφαίους τον Δαμασκηνό, τον Ύπάτιο καί τον παπα-Μελέτιο ψάλλουν το «Σέ τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερίμάτιον», κι οί πέτρες ραγίζουν. Οί πατέρες δυσκο­λεύονται να κρύψουν τα συναισθήματα τους. Ή περιφορά του Επιταφίου γίνεται γύρω από το Καθολικό, με κηροδοσία, ψαλλομένου του «Τον ήλίον κρύψαντα τάς ιδίας ακτίνας. . . » Φέρεται πάνω στα άσκεπη κεφάλια τεσσάρων σεπτών ιερομόναχων με επικεφαλής τον ηγού­μενο, ό όποιος καί κρατά πάνω στο στήθος του με το δεξί του χέρι το ιερό Ευαγγέλιο. Κατά την επάνοδο στο ναό ό γερο-Δαμιανός ό οικονόμος, κατανενυγμένος σαν παιδί, αυτός ό ζόρικος, ό φωνακλάς Αρβανίτης, με δάκρυα στα μάτια, ραντίζει με ροδόσταμο τους πάντες, ευχόμενος «Καλή Ανάσταση».

Το Μέγα Σάββατο ή Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, με όλα τα Παλαιοδιαθηκικά αναγνώσματα, το «Ανάστα ό Θεός» από τον σεβάσμιο Ηγούμενο Γε­ώργιο πού μας ραίνει με δάφνες, χαρμό­συνη κωδωνοκρουσία, ατμόσφαιρα χα­ρούμενη. ‘Αλάδωτη τράπεζα κι ύστερα διαβάζονται εν τοις κελλίοις οι Πράξεις.

Σεβασμιώτατου Μητροπολίτου πρ. Ν. Ζηλανδίας κ. Ιωσήφ 
Πειραική Εκκλησία 2007

Κυριακή 28 Απριλίου 2024

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ - Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός

 

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ 
ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ 
Τροπάριον τοῦ Νυμφίου
Ἦχος πλ. δ'
(ἐκ τρίτου)
δοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθής, ἵνα μῄ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς, ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.

 

Συνταφέντες σοι διὰ τοῦ Βαπτίσματος, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῇ Ἀναστάσει σου, καὶ ἀνυμνοῦντες κράζομεν· Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.



ΤΡΙΩΔΙΟΝ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

 Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α'
(Δίς)
Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν, πρὸ τοῦ σοῦ Πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον Χριστὲ ὁ Θεός· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ Παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ Νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.

 


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'
(Ἅπαξ) 
Συνταφέντες σοι διὰ τοῦ Βαπτίσματος, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῇ Ἀναστάσει σου, καὶ ἀνυμνοῦντες κράζομεν· Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.


 

Ομιλία εις την αγίαν εορτήν των Βαΐων και εις τον πώλον

 


Αγίου Ευλογίου Αλεξανδρείας: 
Ομιλία εις την αγίαν εορτήν των Βαΐων και εις τον πώλον

ορτάζουμε σήμερα οἱ πιστοὶ ἐπίσκεψι βασιλικὴ ἂς ὑποδεχθοῦμε τὸν Βασιλέα θεοπρεπῶς. Ἦλθε λοιπὸν ἡ ὥρα, ἂς μὴ κοιμώμεθα, ἂς ὑψώσωμε τὸν νοῦ πρὸς τὸν Θεόν, μὴ σβύσωμε τὸ πνεῦμα, ἂς ἀνάψωμε χαρμόσυνες λαμπάδες, ἂς ἀνανεώσωμε τὸν χιτώνα τῆς ψυχῆς, ἂς βαστάσωμε νικηφόρως τὰ βαΐα καὶ ἂς βοήσωμε μαζὶ μὲ τὸν ὄχλον, ἂς ὑμνήσωμε ὅπως τὰ παιδιά, μαζί τους: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».

Ἰδοὺ ὅτι ἦλθεν, ἰδοὺ ἐφανερώθη, ἰδοὺ ἔφθασε. Πάλιν εἰσέρχεται στὴν Ἱερουσαλήμ, πάλι σταυρὸς ἑτοιμάζεται, πάλι σχίζεται τὸ χειρόγραφό του Ἀδάμ, πάλιν ὁ Παράδεισος ἀνοίγεται, πάλι γίνεται ἔνοικός του ὁ ληστής, πάλιν ἡ ἐκκλησία χορεύει, πάλιν ἡ πονηρὰ Συναγωγὴ χηρεύει, πάλιν οἱ δαίμονες αἰσχύνονται, πάλιν οἱ Ἰουδαῖοι μαίνονται, πάλιν οἱ πιστοὶ διασώζονται.

Ὅλα συμμετέχουν στὴν ἑορτή, ὅλα ὑμνοῦν τὸν Δεσπότη, οἱ οὐρανοὶ εὐφραίνονται, τὰ ὅρη ἀγάλλονται. Ποταμοὶ κροτήσετε, προσέλθετε, βοήσετε, βλέποντας τοὺς λόγους τῶν Προφητῶν μας νὰ πραγματοποιοῦνται· τὰ ὅρη ἀλαλάξετε, νήπια ὑμνήσετε, μαθηταὶ κηρύξετε, ἱερεῖς λαλήσετε, ἔθνη συναχθῆτε· τὰ οὐράνια, τὰ ἐπίγεια, τὰ καταχθόνια, κάθε ἡλικία καὶ ἀξίωμα.

Διότι ἔρχεται ὅλους νὰ τοὺς εὐεργετήση· ἐφανερώθη γιὰ νὰ τοὺς ἐλεήση ὅλους, γιὰ νὰ χαρίση σὲ ὅλους τὴν ἀγαλλίασι. Ἐνῶ εἶναι Θεός, ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ «ἐπὶ τῆς γῆς ὄφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη»· μαζὶ μὲ τοὺς δούλους ὁ Δεσπότης, μὲ τοὺς χρεωφειλέτες ὁ πληρωτής, μὲ τοὺς ἀσώτους ἡ σωτηρία, μὲ τοὺς καταδίκους ὁ ἐλευθερωτής, μὲ τοὺς ἀπεγνωσμένους ἡ ἐλπίς, μὲ τοὺς κατακειμένους ἡ ἀνάστασις, μὲ τοὺς ἀγνώμονες ὁ ἐλεήμων, μὲ τοὺς δραπέτες ὁ δίκαιος, μὲ τοὺς ὑπευθύνους ὁ ἀνεύθυνος, μὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὁ ἀναμάρτητος, μὲ τοὺς ἀχαρίστους αὐτὸς ποὺ πάντα χαρίζει ἀφθόνως. 



«Ὁμιλία εἰς τήν Βαϊοφόρον. ἐλέχθη εἰς τὴν λιτὴν ἐν τῇ πόλει Μεσσίνη



Θεοφάνους Κεραμέως
«Ὁμιλία εἰς τήν Βαϊοφόρον.
ἐλέχθη εἰς τὴν λιτὴν ἐν τῇ πόλει Μεσσίνη
(ἐκδοθέν ὑπό Stefano Carouso)

(Ἐκ τῆς Ἐπετηρίδος τῆς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν τ. ΜΑ΄, Ἀθῆναι 1974 σσ. 121-123)
Πάλιν ἡμῖν ἡ τῆς βασιλίδος τῶν ἑορτῶν ἑορτὴ προεόρτιος ἐπεδήμησε, καὶ πάλιν ὁ τοῦ Θεοῦ κλῆρος ἅγιος, ἡ ἐξ ἐθνῶν ἐκκλησία, τὴν τοῦ θανάτου βλέπων κατάλυσιν καὶ τὴν εἰς τὰ κρείττω ἐπάνοδον, πανηγυρίζει καὶ γέγηθε, κλάδους νικητικοῦς ἐπιφερόμενος. Ἡ μὲν οὖν πανήγυρις, οὕτω λαμπρά, καὶ μεγάλου δεομένη τοῦ κήρυκος, ἐγὼ δὲ πένης καὶ νοῦν καὶ διάνοιαν ἀπορίᾳ τοίνυν σωνέχομαι, μὴ ἐξισχύων εἰπεῖν λόγον τῇ πανηγύρει κατάλληλον. Ἀλλ’ τοῖς ἀσόφοις γνῶσιν διδοὺς καὶ λόγον παρέχων ἐν ἀνοίξει τοῦ στόματος ἐπιβραβεύσει κἀμοὶ τὴν ἐξ ὕψους βοήθειαν πρὸς τὴν τῶν ἀκουόντων ὠφέλειαν, ὡς ἄν καὶ αὐτὸς μετὰ Ἠσαΐου ἐρῶ «Τότε ἁλεῖται ὡσεὶ ἔλαφος ὁ χωλὸς καὶ τρανὴ ἔσται γλῶσσα μογγιλάλων». Φέρε οὖν αὐτὰς τὰς ἱερὰς τοῦ Εὐαγγελίου φωνάς, ὡς δυνατὸν ἡμῖν, ἀναπτύξωμεν ταῖς ὑμετέραις ἀκοαῖς, ὦ θεοσύλλεκτον ἄθροιομα, ἃς ἀρτίως ὁ τῶν φρικτῶν μυστηρίων διάκονος ἐξεφώνησε, τὸ τῆς ὥρας ἐπάναγκες καταστοχαζόμενος.

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὅτε ἤγγισεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ἦλθεν εἰς Βηθφαγὴ καὶ Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν, τότε ἀπέστειλε δύο μαθητὰς αὐτοῦ λέγων αὐτοῖς- Πορευθέντες εἰς τὴν κώμην τὴν ἀπέναντι ἡμῶν καὶ εὐθέως εἰσπορευόμενοι εὑρήσετε ὄνον δεδεμένην καὶ πῶλον μετ’ αὐτῆς λύσαντες ἀγάγετέ μοι». Πολλάκις εἰς Ἱερουσαλὴμ εἰσελθὼν ὁ Σωτὴρ μετὰ τῆς εἰωθυίας αὐτῷ ταπεινώσεως πεζῇ τὴν πορείαν ἐποιεῖτο περιφανεστέραν ποιεῖται νυνὶ τὴν εἰσέλευσιν. ᾿Επειδὴ γὰρ ὁ τοῦ πάθους ἐνέστη καιρός, ἄρτι δὲ τοῦ θεανθρώπου Λόγου τό παράδοξον ἐκεῖνο τελέσαντος θαυματούργημα καὶ τὸν ὀδωδότα καὶ τετραήμερον ὡς ἔμμυχον τοῦ θανάτου ἐκπηδῆσαι κατασκευάσαντος τῆς τοῦ Ἅιδου γαστρὸς καὶ τὸν ἀδελφὸν τῇ Μάρθα καὶ Μαρίᾳ ἀποδώσαντος, καὶ στερροτέραν ἐκ τῆς τοῦ θαύματος μεγαλουργίας τὴν πρὸς αὐτὸν ἐκείνων διάθεσιν ἐξεγείραντος, καὶ τοὺς μαθητὰς τῇ ἀνακλάσει τοῦ ἄρτου βεβαιοώσαντος τὰ τῆς ἀναστάσεως , ἡ τῶν Ἰουδαίων βουλὴ ἐξηρτύετο καὶ ὁ σταυρὸς ἐπὶ θύραις ἦν, πληροῖ λοιπὸν τὸ περὶ ἑαυτοῦ τεθεσπισμένα καὶ μετὰ τοιαύτης δορυφορίας εἰσέρχεται.

Στέλλει οὖν δύο τῶν μαθητῶν, δεσποτικῶς ὑποτάττων κομίζειν τὰ ὑποζύγια καὶ θεϊκῶς προμηνύιον τὰ μὴν ἑπόμενα τὸ γὰρ «εὑρήσετε ὄνον καὶ πῶλον δεδεμένα ἐν τῷ ἀμφόδῳ» προγνώσεως ἦν θεϊκῆς, τὸ δὲ λύσαντες ἀγάγετέ μοι» δεσποτικὸν ἦν ἐπίταγμα. Σκόπει δέ μοι τῶν μαθητῶν τὸ εὐπειθὲς καὶ εὐήκοον οὔτε γὰρ ἀντεῖπον οὐτ᾽ ἐδυσχέραινον, εἰς ἀγνώστους ἀνθρώπους στελλόμενοι καὶ ξένα κομίζειν ὑποζύγια κελευόμενοι, ἀλλὰ θαρρήσαντες τῇ δυνάμει τοῦ ἐπιτάξαντος ἐποίησαν ὡς προσετάγησαν

Τοιγαροῦν τὰ τῆς ἱστορίας ἀφέντες, ὧς δῆλα πᾶσι τυγχάνοντα, ἐπὶ τὰ μυστικώτερα ἀναδράμωμεν. Κώμη τοιγαροῦν ἐστιν ὁ κόσμος οὗτος, ὁ ἀπεναντίας γενόμενος τοῦ Θεοῦ διὰ τὸ τοῦ ἀνθρώπου ὀλίσθημα. Ὥσπερ οὖν ἐν ἐκείνῃ τῇ κώμῃ Πέτρος καὶ Ἰωάννης ἐστάλησαν τὴν ὄνον καὶ τὸν πῶλον ἀπαγαγεῖν κομίζοντες, οὕτως ἐν τῷδε τῷ κόσμῳ προφῆται πέμπονται καὶ ἀπόστολοι τὸν ἐξ Ἰουδαίων λαόν καί τὸν ἐξ ἐθνῶν προσαγάγειν τῷ Θεῷ διὰ πίστεως ἡ μὲν γὰρ ὄνος, ἅτε ἀχθηφοροῦσα καὶ ὑποτεταγμένη, τοὺς ἐκ περιτομῆς προειόνιζεν ὁ δὲ πῶλος, μήπω χαλινῷ δαμασθείς, μηδὲ ἄχθος ἐν τοῖς νώτοις δεξάμενος, ἀλλ᾽ ἀτάκτοις πηδήμασιν ἐφαλλόμενος, τοὺς ἐξ ἐθνῶν προϋπέγραφεν. ᾿΄Αμφοδος δὲ νοοῖτο ἡ ὁδὸς τῆς παρούσης ζωῆς. ᾿Εδέδετο δὲ ὁ μὲν Ἰουδαϊκὸς λαὸς ταῖς νομικαῖς ἐντολαῖς καὶ τοῖς δι’ αἰνιγμάτων παρατηρήμασιν, ὁ δὲ λαὸς τῶν ἐθνῶν τῇ ἀσεβείᾳ καθάπερ δεσμῷ συνεσφίγγετο, ἀλλ’ ἡ εὐαγγελικὴ διδασκαλία τῶν δεσμῶν ἀμφοτέρους ἀπέλυσε καὶ πρὸς ὑπακοὴν Χριστοῦ καθωδήγησεν.

Ὑποστρωννύουσι πρότερον οἱ μαθηταὶ τὰ ἱμάτια αὐτῶν καὶ οὕτω Χριστὸς ἐπικάθηται, τί δηλοῦντος τοῦ πράγματος; . Ὡς εἰ μὴ τῇ πίστει καὶ τῷ εὐσχήμονι βίῳ τὰς ψυχὰς ὑποστρώσωμεν, οὐ δυνάμεθα τὸν Κύριον ὑποδέξασθαι. Ὑμνοῦσι δέ τόν Κύριον οἱ προαγόντες καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες – οἱ γὰρ πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως αὐτοῦ πατριάρχαι καὶ προφῆται καὶ δίκαιοι, καὶ οἱ ἀκολουθήσαντες ὕστερον ἀπόστολοι καὶ μάρτυρες καὶ διδάσκαλοι διὰ τῆς ἑαυτῶν θεαρέστου πολιτείας ὑμνοῦσι τὸν Κύριον - καὶ παῖδες αὐτὸν δαυϊτικαῖς ὕμνοις γεραίρουσι φωναῖς αἱ καθαραὶ δηλονότι ψυχαί, αἱ νηπιάζουσαι τῇ ἀκακίᾳ καὶ τῇ ἁπλότητι καὶ κλάδους αὐτῷ ἐπισείουσιν, ὡς νικητῇ τοῦ θανάτου προεικονίζοντες.

Ὑποδεξώμεθα οὖν καὶ ἡμεῖς τὸν Κύριον ἐν ταῖς ἡμετέραις ψυχαῖς, μιμησώμεθα τοὺς ἱεροὺς αὐτοῦ μαθητάς, ὑποστρώσωμεν ὡς ἱμάτια ἕκαστος τὸ ἴδιον σῶμα δι᾿ ἐναρέτων πράξεων, ἱν᾿ ἐμπεριπατῇ καὶ ἐν ἡμῖν ὁ Λόγος καὶ διὰ θεωρίας καὶ πράξεως τὸν θυμὸν καὶ τὴν ἐπιθυμίαν ἄξωμεν εἰς ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ - καλὸν ὑποζύγιον θυμὸς καὶ ἐπιθυμία, ὅταν ἀπρεπῶς μὴ ἐφάλλονται -, ὑπαντήσωμεν τῷ Χριστῷ ὡς εἰς ὄρος ᾿Ελαιῶν, γενόμενοι ἐν τῷ ὄρει τῶν ἀρετῶν, ὥς φησι Δαβίδ «᾿Εγὼ δὲ ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ». Ὁρᾶτε τούτους τοὺς φοίνικας καὶ τὰ βάϊα, ἅ ταῖς χερσὶν ἐπιφέρομεν τῆς κατὰ τοῦ διαβόλου νίκης ὑπάρχουσι σύμβολα, προτρέπουσί γε μὴν ἡμᾶς καὶ πρὸς ἀρετήν, ἵνα γενώμεθα ὡς ἐλαία κατάκαρπος καὶ ὡς φοίνικες ἀνθήσωμεν, ἔργοις κομῶντες ἀγαθοῖς.

Πρὸς τούτοις δὲ διὰ παντὸς ὑπερευξώμεθα ὑπὲρ τοῦ, εὐσεβοῦς ἡμῶν βασιλέως, τοῦ κραταιοτάτου ῥηγὸς Γουλιέλμου, τοῦ φυλάττεσθαι τὸ κράτος αὐτοῦ ἐν τοῖς χρόνοις μακραίωσι καὶ ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ' ταπεινοῦσθαι τοὺς ἐναντιουμένους αὐτῷ, ἡμᾶς δὲ ἀκατακρίτους προφθάσαι τὴν λαμπροφόρον καὶ ζωηφόρον ἀνάστασιν, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας.


 

Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Σήμερον ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡμᾶς συνήγαγε, καὶ πάντες αἴροντες, τὸν Σταυρόν σου λέγομεν· Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου, Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις.

ΤΡΙΩΔΙΟΝ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

Τῼ ΣΑΒΒΑΤῼ 
Τῼ ΜΕΓΑΛῼ ΕΣΠΕΡΙΝῼ

Στιχηρὰ Ἰδιόμελα
Ἦχος πλ. β'
Σήμερον ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡμᾶς συνήγαγε, καὶ πάντες αἴροντες, τὸν Σταυρόν σου λέγομεν· Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου, Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις.

Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Τῌ ΑΥΤῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ ΕΣΠΕΡΑΣ ΕΙΣ ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΝ

 


Τῌ ΑΥΤῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ ΕΣΠΕΡΑΣ

ΕΙΣ ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΝ
Ὁ Κανών, Ποίημα Ἀνδρέου Κρήτης

ᾨδὴ α'
Ἦχος α' Ὁ Εἱρμὸς 
«ᾨδὴν ἐπινίκιον, ᾄσωμεν πάντες, Θεῷ τῷ ποιήσαντι, θαυμαστὰ τέρατα, βραχίονι ὑψηλῷ, καὶ σώσαντι τὸν Ἰσραήλ, ὅτι δεδόξασται».

Νεκρὸν τετραήμερον ἐξαναστήσας, Σωτήρ μου τὸν Λάζαρον, τῆς φθορᾶς ἀπήλλαξας, βραχίονι ὑψηλῷ, καὶ ἔδειξας ὡς δυνατός, τὴν ἐξουσίαν σου.

Φωνήσας τὸν Λάζαρον ἐκ τοῦ μνημείου, εὐθὺς ἐξανέστησας, ἀλλ' ὁ ᾍδης κάτωθεν, πικρῶς ὠδύρετο, καὶ στένων ἔτρεμε Σωτήρ, τὴν ἐξουσίαν σου.

δάκρυσας Κύριε ἐπὶ Λαζάρῳ, δεικνύων τὴν σάρκωσιν, τῆς οἰκονομίας σου, καὶ ὅτι φύσει Θεός, ὑπάρχων, φύσει καθ' ἡμᾶς, γέγονας ἄνθρωπος.

Τῆς Μάρθας τὰ δάκρυα καὶ τῆς Μαρίας, κατέπαυσας Κύριε, ἐκ νεκρῶν τὸν Λάζαρον, ἐξαναστήσας Σωτήρ, καὶ δείξας ἔμπνουν τὸν νεκρόν, τῇ ἐξουσίᾳ σου.

Τῷ νόμῳ τῆς φύσεως τῆς ἀνθρωπίνης, ἠρώτησας Δέσποτα, ποῦ τέθειται Λάζαρος; δεικνύων πᾶσι Σωτήρ, ἀνόθευτον τὴν πρὸς ἡμᾶς, οἰκονομίαν σου.

Τὰ κλεῖθρα συνέτριψας τότε τοῦ ᾍδου, φωνήσας τὸν Λάζαρον, καὶ τὸ κράτος ἔσεισας, τοῦ πολεμήτορος, καὶ ἔπεισας πρὸ τοῦ Σταυροῦ, τρέμειν σε μόνε Σωτήρ.

Δεσμώτην τὸν Λάζαρον ὑπὸ τοῦ ᾍδου, κρατούμενον Δέσποτα, ὡς Θεὸς προέφθασας, καὶ ἔλυσας τῶν δεσμῶν· τῷ σῷ γὰρ πάντα Δυνατέ, ἥκει προστάγματι. 
Δόξα...
Πατέρα δοξάσωμεν, Υἱὸν καὶ Πνεῦμα, Τριάδα ἀχώριστον, ἐν Μονάδι φύσεως, καὶ σὺν Ἀγγέλοις αὐτήν, ὡς ἕνα ἄκτιστον Θεόν, δοξολογήσωμεν. 
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
τρέπτως ἐκύησας Παρθενομῆτορ, τὸν Κτίστην τῆς φύσεως ἐξ ἁγίου Πνεύματος, κατ΄ εὐδοκίαν Πατρός, γενόμενον ὅπερ ἑσμέν, δίχα τροπῆς καὶ φυρμοῦ.

ᾨδὴ β'
Ἦχος α' Ὁ Εἱρμὸς 
«Πρόσεχε, οὐρανὲ καὶ λαλήσω, καὶ ἀνυμνήσω Χριστόν, τὸν Σωτῆρα τοῦ Κόσμου, τὸν μόνον φιλάνθρωπον».

Δόξα σοι, τῷ φωνήσαντι μόνον, καὶ ἐκ τοῦ τάφου, νεκρὸν τεταρταῖον, τὸν φίλον ἐγείραντι Λάζαρον.

κουσε, τῆς φωνῆς σου ὁ ἄπνους, καὶ ψυχωθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἐξανέστη εὐθέως, δοξάζων σε Κύριε.

Πρόσταγμα, ζωηφόρου φωνῆς σου, δεξάμενος ὀδωδῶς, ἐξηγέρθη τοῦ τάφου, Σωτήρ μου ὁ Λάζαρος.

δάκρυσας, ἐπὶ φίλῳ Σωτήρ μου, πιστούμενος τοῦτον τὴν ἡμῶν, ὡς ἐφόρεσας φύσιν, καὶ ἀνέστησας.

τρόμαξεν, ὡς κατεῖδεν ὁ ᾍδης, παλινδρομοῦντα εὐθύς, τὸν δεδεμένον κειρίαις, φωνὴ πρὸς τὴν ὧδε ζωήν.
Δόξα...
ξέστησαν, τῶν Ἑβραίων οἱ δῆμοι, ὅτε φωνήσας Σωτήρ, ἐξανέστησας λόγῳ, ὀδωδότα τὸν Λάζαρον.
Καὶ νῦν...
σείσθησαν, τὰ ταμεῖα τοῦ ᾍδου, ὡς ἐψυχοῦτο εὐθύς, κάτω Λάζαρος, τότε τῇ φωνῇ, τοῦ ζωώσαντος.

ᾨδὴ γ'
Ἦχος α' Ὁ Εἱρμὸς 
«Λίθον, ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγεννήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας, αὐτός ἐστιν ἡ πέτρα, ἐν ᾗ ἐστερέωσε, τὴν Ἐκκλησίαν ὁ Χριστός, ἣν ἐξ ἐθνῶν ἐξηγοράσατο». (Δίς)

Θαῦμα, ξένον καὶ παράδοξον! πῶς ὁ Κτίστης πάντων, ὅπερ οὐκ ἠγνόει, ὡς ἀγνοῶν ἠρώτα. Ποῦ κεῖται ὃν θρηνεῖτε; ποῦ τέθαπται Λάζαρος, ὃν μετ' ὀλίγον ἐκ νεκρῶν, ζώντα ὑμῖν ἐξαναστήσω ἐγώ;

Λίθον, ὃν σοι προσεκύλισαν, οἱ κηδεύσαντές σε, τοῦτον συγκινῆσαι, ὁ Ἰησοῦς προστάξας, εὐθὺς ἀνέστησέ σε, φωνήσας σοι Λάζαρε· Ἀνάστα δεῦρο πρός με, ἵνα τήν σὴν ὁ ᾍδης πτήξῃ φωνήν.

Μάρθα, καὶ Μαρία Κύριε, ὀδυρμοῖς ἐβόων· Ἴδε ὃν ἐφίλεις, τεταρταῖος ὄζει, εἰ ἧς ὧδε τότε, οὐκ ἔθνῃσκε Λάζαρος.Ἀλλ' ὡς ἀχώριστος παντί, τοῦτον εὐθὺς φωνήσας ἤγειρας.

άνας, ἐπὶ φίλῳ δάκρυα, δι' οἰκονομίαν, ἔδειξας τὴν σάρκα, τὴν ἐξ ἡμῶν ληφθεῖσαν, οὐσίᾳ οὐ δοκήσει, Σωτὴρ ἑνωθεῖσάν σοι, καὶ ὡς φιλάνθρωπος Θεός, τοῦτον εὐθὺς φωνήσας ἤγειρας.

Οἴμοι, ὄντως νῦν ἀπόλωλα! ἐκβοῶν ὁ ᾍδης, οὕτω προσεφώνει, τῷ θανάτῳ λέγων· Ἰδοὺ ὁ Ναζωραῖος, τὰ κάτω συνέσεισε, καὶ τὴν γαστέρα μου τεμών, ἄπνουν νεκρόν φωνήσας ἤγειρε.

Ποῦ ἡ τῶν Ἑβραίων ἄνοια; ποῦ ἡ ἀπιστία; ἕως πότε πλάνοι; ἕως πότε νόθοι; ὁρᾶτε τὸν θανέντα, φωνὴ ἐξαλλόμενον, καὶ ἀπιστεῖτε τῷ Χριστῷ; ὄντως υἱοὶ τοῦ σκότους πάντες ὑμεῖς!
Δόξα...
να τῆς Τριάδος οἶδά σε, εἰ καὶ ἐσαρκώθης, ἕνα καὶ δοξάζω, Υἱὸν σεσαρκωμένον, τὸν ἐκ τῆς Θεοτόκου, ἀσπόρως βλαστήσαντα, καὶ σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι, ἕνα Υἱὸν δοξολογούμενον. 
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
Ξένον, καὶ φρικτὸν τὸ ὅραμα, ἐξ οἰκονομίας, ὅπερ προεώρων, οἱ ἀψευδεῖς Προφῆται, Παρθένον Θεοτόκον, ἀσπόρως μὲν κύουσαν, ἀφθόρως τίκτουσαν Θεόν, μένουσαν δὲ μετὰ τὸν τόκον ἁγνήν.

ᾨδὴ δ'
Ἦχος α' Ὁ Εἱρμὸς 
«Ἐπήρθη ὁ ἥλιος, καὶ ἡ σελήνη, ἔστη ἐν τῇ τάξει αὐτῆς, ὑψώθης Μακρόθυμε, ἐπὶ τοῦ Ξύλου, καὶ ἔπηξας ἐν αὐτῷ, τὴν Ἐκκλησίανσου».

δάκρυσας Κύριε, ἐπὶ Λαζάρῳ, δείξας ὅτι ἄνθρωπος εἶ, καὶ ἤγειρας Δέσποτα, τὸν τεθνεῶτα, καὶ ἔδειξας τοῖς λαοῖς, ὅτι Υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ.

ἄπνους ἤκουσε, τὸ πρόσταγμά σου· Δεῦρο ἔξω Λάζαρε, δρομαῖος ἀνίστατο σὺν τοῖς σπαργάνοις, καὶ ἥλατο Ἀγαθέ, δεικνὺς τὸ κράτος σου.

Τῆς Μάρθας τὰ δάκρυα, καὶ τῆς Μαρίας, κατέπαυσας Χριστὲ ὁ Θεός, φωνήσας τὸν Λάζαρον, αὐτεξουσίως, συνήγειρας τῇ φωνῇ, καὶ προσεκύνησέ σοι.

Δακρύσας ὡς ἄνθρωπος, ἐπὶ Λαζάρῳ, ἐξήγειρας αὐτὸν ὡς Θεός, ἠρώτας· Ποῦ τέθαπται, ὁ τεταρταῖος; πιστούμενος Ἀγαθέ, τὴν ἐνανθρώπησίν σου.

Τοῦ Πάθους τὰ σύμβολα, καὶ τοῦ Σταυροῦ σου, γνωρίσαι βουληθεὶς Ἀγαθέ τοῦ ᾍδου τὴν ἄπληστον, γαστέρα ῥήξας, ἀνέστησας ὡς Θεός, τὸν τετραήμερον.

Τίς οἶδε, τίς ἤκουσεν, ὅτι ἀνέστη, ἄνθρωπος νεκρὸς ὀδωδώς; Ἠλίας μὲν ἤγειρε, καὶ Ἐλισσαῖος, ἀλλ' οὐκ ἐκ μνήματος, ἀλλ' οὐδὲ τεταρταῖον.

μνοῦμέν σου Κύριε, τὴν δυναστείαν, ὑμνοῦμεν καὶ τὰ Πάθη Χριστέ· τῇ μὲν γὰρ ὡς εὔσπλαγχνος, ἐθαυματούργεις, τὰ δὲ οἰκονομικῶς, εἵλου ὡς ἄνθρωπος.

Θεὸς εἶ καὶ ἄνθρωπος, ἐπαληθεύων, τοῖς πράγμασι τὰ ὀνόματα, ἐπέστης τῷ μνήματι, σαρκὶ ὁ Λόγος, καὶ ἤγειρας ὡς Θεός, τὸν τετραήμερον.

ξέστησαν Δέσποτα, Ἑβραίων δῆμοι, ὡς εἶδον ἀναστάντα νεκρόν, ἐκ τάφου Λάζαρον, σὺν τῇ φωνῇ σου, καὶ ἔμειναν ἀπειθεῖς, τῶν θαυμασίων σου.
Δόξα...
νάρχως ἐξέλαμψας, ἐκ τοῦ Πατρός σου, ὡς εἷς τῆς Τριάδος Σωτήρ, ἐν χρόνῳ, ἐκ Πνεύματος, παρθενικῶν σὺ προῆλθες αἱμάτων, σάρκα λαβὼν ὁ ὑπερούσιος.
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
σύλληψις ἄσπορος τῆς Θεοτόκου, ὁ τόκος ἄνευ πάθους φθορᾶς· Θεὸς γὰρ ἀμφότερα, θαυματουργήσας, ἐκένωσεν ἑαυτόν, ἵνα ἡμῖν ἑνωθῇ.

ᾨδὴ ε'
Ἦχος α' Ὁ Εἱρμὸς 
«Τὴν σὴν εἰρήνην δὸς ἡμῖν Υἱὲ τοῦ Θεοῦ· ἄλλον γὰρ ἐκτός σου, Θεὸν οὐ γινώσκομεν, τὸ ὄνομά σου ὀνομάζομεν, ὅτι Θεὸς ζώντων, καὶ τῶν νεκρῶν ὑπάρχεις». (Δίς)

Ζωὴ ὑπάρχων Κύριε, καὶ φῶς ἀληθινόν, Λάζαρον νεκρὸν φωνήσας ἀνέστησας· ὡς δυνατὸς γὰρ πᾶσιν ἔδειξας, ὅτι Θεὸς ζώντων, καὶ τῶν νεκρῶν ὑπάρχεις.

Τὴν ἄστεκτόν σου πρόσταξιν, μὴ φέρων Ἰησοῦ, ᾍδης ὁ πολλοὺς δεξάμενος ἔπτηξε, καὶ τεταρταῖον ὄντα Λάζαρον, σὺν τῇ φωνῇ ζῶντα, καὶ οὐ νεκρὸν ἐδίδου.

Τὸν χοῦν συνάψας πνεύματι, ὁ πάλαι τὸν πηλόν, πνεύματι ψυχώσας, ζωῆς Λόγε λόγῳ σου, καὶ νῦν δὲ λόγῳ ἐξανέστησας, ἐκ τῆς φθορᾶς φίλον, καὶ τῶν καταχθονίων.

Τῷ νεύματί σου Κύριε ἀνθέστηκεν οὐδείς· ὅτε γὰρ νεκρόν, ἐφώνεις τὸν Λάζαρον, εὐθὺς ὁ ἄπνους ἐξανίστατο, καὶ τὰ δεσμὰ φέρων, ποσὶ περιεπάτει.

Ἰουδαίων ἄνοια! ὢ πώρωσις ἐχθρῶν! τίς οἶδε νεκρὸν ἐκ τάφου ἐγείραντα; Ἠλίας πάλαι ἐξανέστησεν, ἀλλ' οὐκ ἐκ μνήματος, ἀλλ' οὐδὲ τεταρταῖον.

νείκαστε μακρόθυμε, ὁ πάντα δι' ἡμᾶς, πράττων ὡς Θεός, καὶ πάσχων ὡς ἄνθρωπος, πάντας μετόχους ἡμᾶς ποίησον, τῆς σῆς βασιλείας πρεσβείαις τοῦ Λαζάρου.
Δόξα...
Προάναρχε, συνάναρχε, ὁμότιμε Τριάς, Πάτερ παντοκράτορ, Υἱέ, Πνεῦμα ἅγιον, Μονὰς ἁγία τρισυπόστατε, τοὺς ἐξ Ἀδὰμ σῷζε, πιστῶς σε ἀνυμνοῦντας.
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
Τὴν ἄχραντον γαστέρα σου, ἡγίασεν Ἁγνή, σάρκα ἐξ αὐτῆς, λαβὼν ὁ ὑπέρθεος, ὁ ἐν Τριάδι προσκυνούμενος, ὁ ἐκ Πατρὸς Λόγος, καὶ σὺν τῷ Πνεύματι Θεός.

ᾨδὴ ς'
Ἦχος α' Ὁ Εἱρμὸς 
«Ἀπέρριψάς με, εἰς βάθη καρδίας θαλάσσης, καὶ ἔσωσάς με Σωτήρ, δουλείας θανάτου, καὶ ἔλυσας τὸν δεσμόν, τῶν ἀνομιῶν μου». (Δίς)

ρώτησας· Ποῦ εἰμι, ὁ πάντα γινώσκων, ἐδάκρυσάς με Σωτήρ, ὡς ἄνθρωπος φύσει, καὶ ἤγειράς με νεκρόν, τῷ προστάγματί σου.

φώνησάς με ἐξ ᾍδου, Σωτὴρ κατωτάτου, βοᾷ Λάζαρος, πρὸς σὲ τὸν λύτην τοῦ ᾍδου, καὶ ἤγειράς με νεκρόν, τῷ προστάγματί σου.

νέδυσάς με Σωτήρ, τὸ πήλινον σῶμα, καὶ ἔπνευσάς μοι ζωήν, καὶ εἶδον τὸ φῶς σου, καὶ ἤγειράς με νεκρόν, τῷ προστάγματί σου.

ψύχωσας σύ, τὴν ἄπνουν μορφὴν τῆς σαρκός μου, συνέσφιγξάς με Σωτήρ, ὀστέοις καὶ νεύροις, καὶ ἤγειράς με νεκρόν, τῷ προστάγματί σου.

Τὴν παμφάγον διαρρήξας, γαστέρα τοῦ ᾍδου, ἐξήρπασάς με Σωτήρ, τῇ σῇ δυναστείᾳ, καὶ ἤγειράς με νεκρόν, τῷ προστάγματί σου.

φόρεσάς μου Σωτήρ, τὸ φύραμα ὅλον, ἐφύλαξας δὲ ἁγνήν, τὴν ἄχραντον μήτραν, ἐξ ἧς προῆλθες σαρκωθείς, εἷς ὢν τῆς Τριάδος.
Δόξα...
Τριὰς ἁγία δοξάζω, τὴν σὴν εὐσπλαγχνίαν, καὶ σὺν Ἀγγέλοις ὑμνῶ, τὸν τρισάγιον Ὕμνον, ἐλέησον τὰς ψυχὰς ἡμῶν, τῶν σὲ ἀνυμνούντων.
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
Τὴν ἄχραντόν σου νηδύν, ὑπέδυ ὁ Λόγος, ἐτήρησε δὲ αὖθις, μετὰ γέννησιν ταύτην, ἁγνὴν Θεογεννῆτορ, θαῦμα ὄντως παράδοξον!

ᾨδὴ ζ'
Ἦχος α' Ὁ Εἱρμὸς 
«Τοὺς ἐν καμίνῳ Παῖδάς σου Σωτήρ, οὐχ ἥψατο, οὐδὲ παρηνώχλησε τὸ πῦρ, τότε οἱ Τρεῖς, ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος, ὕμνουν καὶ ηὐλόγουν λέγοντες· Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν».

πὶ νεκρῷ ἐδάκρυσας Σωτήρ, φιλάνθρωπε, ἵνα δείξῃς πᾶσι τοῖς λαοῖς, ὅτι Θεὸς ὢν, δι' ἡμᾶς ἄνθρωπος ὤφθης, καὶ ἑκὼν ἐδάκρυσας, τύπους ἡμῖν προτιθείς, ἐνδιαθέτου στοργῆς.

τεταρταῖος Λάζαρος Σωτήρ, ὡς ἤκουσε, κάτω τῆς φωνῆς σου ἀναστάς, ἀνύμνησέ σε, καὶ γεγηθὼς οὕτως ἐβόα· Σὺ Θεὸς καὶ Κτίστης μου, σὲ προσκυνῶ καὶ ὑμνῶ, τόν ἀναστήσαντά με.

Εἰ καὶ δεσμὰ περίκειμαι Σωτήρ, ὁ Λάζαρος, κάτωθεν ἐβόα Λυτρωτά, ἀλλ' οὐδαμῶς, ἐν τῇ γαστρὶ μενῶ τοῦ ᾍδου, ἐὰν μόνον κράξῃς με· Λάζαρε δεῦρο ἔξω· σὺ γάρ μου φῶς καὶ ζωή.

Παρακαλῶ σε Λάζαρε, φησίν, ἀνάστηθι, ἔξελθε τῶν κλείθρων μου ταχύ, ἄπιθι οὖν· καλόν μοι γὰρ ἕνα θρηνῆσαι, πικρῶς ἀφαιρούμενον, παρὰ πάντας οὓς πρίν, πεινῶν κατέπιον.

Καὶ τί βραδύνεις Λάζαρε; φησίν, ὁ φίλος σου, δεῦρο ἔξω κράζει ἑστηκώς· ἔξελθε οὖν, ἵνα κᾀγὼ ἄνεσιν λάβω· ἀφ' οὗ γάρ σε ἔφαγον, εἰς ἐμετὸν ἡ τροφή, ἀντικατέστη μοι.

Τί οὐκ ἐγείρῃ Λάζαρε ταχὺ; ἀνέκραζε, κάτωθεν ὁ ᾍδης θρηνωδῶν, τί οὐκ εὐθύς, ἐξαναστὰς τρέχεις τῶν ὧδε; ἵνα μὴ καὶ ἄλλους μοι, αἰχμαλωτίσῃ Χριστὸς ἐξαναστήσας σε.

θαυμαστώθης Δέσποτα Χριστέ, ἐξαίσια, τότε ἐργασάμενος πολλά· φῶς γὰρ τυφλοῖς, κωφῶν δὲ ὦτα, ἤνοιξας λόγῳ, καὶ τὸν φίλον Λάζαρον, ἐκ τῶν νεκρῶν ὡς Θεός, φωνήσας ἥγειρας.
Δόξα...
Τριαδικὴν ὑμνήσωμεν ᾠδήν, δοξάζοντες, ἄναρχον Πατέρα, καὶ Υἱόν, Πνεῦμα εὐθές, μοναδικὴν μίαν οὐσίαν, ἣν τρισσῶς ὑμνήσωμεν· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ἡ Τριάς.
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
ς τῆς Τριάδος ἕνα σε Χριστέ, δοξάζομεν, ὅτι ἐκ Παρθένου σαρκωθεὶς δίχα τροπῆς, ἀνθρωπικῶς πάντα ἠνέσχου, μὴ ἐκστὰς τῆς φύσεως, τῆς πατρικῆς Ἰησοῦ, εἰ καὶ ἡνώθης ἡμῖν.

ᾨδὴ η'
Ἦχος α' Ὁ Εἱρμὸς 
«Οἱ οὐρανοὶ τῶν οὐρανῶν, καὶ τὸ ὕδωρ, τὸ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν, εὐλογεῖτε, ὑμνεῖτε, τὸν Κύριον».

Ποιητὴς καὶ συνοχεὺς τῶν ἁπάντων, δι΄ εὐσπλαγχνίαν, ἐν Βηθανίᾳ ἐπέστη, ἐγείρων τὸν Λάζαρον.

τεταρταῖος ὀδωδώς, καὶ κειρίαις συνειλημμένος, ἥλατο ἔμπνους ὁ ἄπνους, φωνοῦντός σου Κύριε.

Τῶν Ἰουδαίων ὁ λαός, ὡς ἑώρα τὸν τεθνεῶτα, τῇ σῇ φωνῇ ἀναστάντα, Χριστὲ διεπρίετο.

Οἱ σκοτεινοὶ περὶ τὸ φῶς, Ἰουδαῖοι, τί ἀπιστεῖτε, τῇ τοῦ Λαζάρου ἐγέρσει; Χριστοῦ τὸ ἐγχείρημα.

γαλλιάσθω ἡ Σιών, καὶ ὑμνείτω τὸν Ζωοδότην, τὸν ἀναστήσαντα λόγῳ, ἐκ τάφου τὸν Λάζαρον.

Αἱ Στρατιαὶ τῶν οὐρανῶν, καὶ τὸ γένος, τῶν γηγενῶν σε ὕμνησεν, ὅτι Σωτήρ μου, τὸν Λάζαρον ἤγειρας.
Δόξα...
Σὺν τῷ Πατρί, καὶ τῷ Υἱῷ, καὶ τὸ Πνεῦμα δοξολογῶ, καὶ ὑμνῶν ἀσιγήτως βοῶ, Τρισάγιε δόξα σοι.
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
Σὲ εὐλογῶ καὶ προσκυνῶ, τὸν τεχθέντα ἐκ τῆς Παρθένου, μὴ χωρισθέντα τοῦ θρόνου, τῆς ἁγίας δόξης σου.

ᾨδὴ θ'
Ἦχος α' Ὁ Εἱρμὸς
«Ἐποίησε κράτος, ἐν βραχίονι αὐτοῦ· καθεῖλε γὰρ δυνάστας ἀπὸ θρόνων, καὶ ὕψωσε ταπεινούς, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ἐν οἷς ἐπεσκέψατο ἡμᾶς, Ἀνατολὴ ἐξ ὕψους, καὶ κατεύθυνεν ἡμᾶς, εἰς ὁδὸν εἰρήνης».

μνείτω τὸ θαῦμα, Βηθανία σὺν ἡμῖν· ἐν ταύτῃ γὰρ ἐδάκρυσεν ὁ Κτίστης, τὸν Λάζαρον ἀνιστῶν, νόμῳ φύσεως σαρκός, καὶ Μάρθας τὰ δάκρυα λιπών, καὶ τὸν κλαυθμόν Μαρίας, εἰς χαρὰν μεταβαλών, τὸν νεκρὸν ἐγείρει.

Πιστούμενος Λόγε, τὴν Ἀνάστασιν τὴν σήν, ἐκάλεσας τὸν Λάζαρον ἐκ τάφου, καὶ ἥγειρας ὡς Θεός, ἵνα δείξῃς τοῖς λαοῖς, Θεόν σε, καὶ ἄνθρωπον ὁμοῦ, ἐν ἀληθείᾳ ὄντα, καὶ ἐγείραντα Ναόν, τὸν τοῦ σώματός σου.

Συνέσεισας πύλας, καὶ μοχλοὺς τοὺς σιδηρούς, ἐφόβησας τὸν ᾍδην τῇ φωνῇ σου, καὶ ἔπτηξε σὺν αὐτῷ, καὶ ὁ θάνατος εὐθύς, ὡς εἶδον τὸν Λάζαρον Σωτήρ, τὸν παρ΄ αὐτοῖς δεσμώτην, ψυχωθέντα τῇ φωνῇ, καὶ ἐξαναστάντα.

ξέστησαν πάντες, ὡς ἑώρων σε Σωτήρ, δακρύοντα, τὸν Λάζαρον θανέντα, καὶ ἔλεγον οἱ δεινοί. Ἴδε πῶς αὐτὸν φιλεῖ, εὐθὺς οὖν ἐφώνησας αὐτόν, καὶ ἀναστὰς ὁ ἄπνους, ἀφῃρεῖτο τὴν φθοράν, τῷ προστάγματί σου.

σείσθησαν πύλαι, συνετρίβησαν μοχλοί, ἐλύθησαν δεσμὰ τοῦ τεθνεῶτος· ὁ ᾍδης δὲ τῇ φωνῇ, τῆς δυνάμεως Χριστοῦ, πικρῶς ἀνεστέναξε, καὶ ἀνεβόα· Οἴμοι! Τίς καὶ πόθεν ἡ φωνή, ἡ νεκροὺς ζωοῦσα;

νάστα ἐντεῦθεν, ὑπακούσας τῆς φωνῆς· ὁ φίλος σου γὰρ ἔξω προσφωνεῖ σε· οὗτός ἐστιν, ὁ τὸ πρὶν ἀναστήσας τοὺς νεκρούς· Ἠλίας μὲν ἤγειρε νεκρόν, καὶ Ἐλισσαῖος ἅμα, ἀλλ' αὐτὸς ἦν δι' αὐτῶν, καὶ λαλῶν καὶ πράττων.

μνοῦμέν σου, Λόγε, τὴν ἀνείκαστον ἰσχύν· ὀστέοις γὰρ καὶ νεύροις τὸν θανέντα, ἥγειρας λόγῳ τῷ σῷ, ὡς τῶν ὅλων πλαστουργός, καὶ τοῦτον ἀνέστησας Σωτήρ, ἐκ τῶν καταχθονίων, ὡς τῆς χήρας τὸν υἱόν, τὸν ἐπὶ τῆς κλίνης.
Δόξα...
Τριὰς παναγία, Πάτερ ἄναρχε Θεέ, συνάναρχε Υἱέ, καὶ θεῖε Λόγε, Παράκλητε ἀγαθέ, Πνεῦμα ἅγιον Θεοῦ, τὸ ἓν καὶ τρισήλιον φάος, ἡ συμφυὴς οὐσία· εἷς Θεὸς καὶ Κύριος, οἴκτειρον τὸν Κόσμον.
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
πάντα ποιήσας, ἐν σοφίᾳ Ἰησοῦ καὶ ὅλον με φορέσας ἐκ Παρθένου, καὶ ὅλος μένων ἀεί, ἐν τοῖς κόλποις τοῦ Πατρός, τὸ ἅγιόν σου Πνεῦμα Χριστέ, ἐπὶ τὸ ποίμνιόν σου, καταπέμψας ὡς Θεός, ἐπισκίασον ἡμᾶς.

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις