Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Ζαχαρίας Κεφ 11. Αλληγορία για τους δύο βοσκούς



 
Αλληγορία για τους δύο βοσκούς

 Ο Κύριος ο Θεός μου, μου είπε: «Φρόντι­σε τα πρόβατα που είναι για σφάξιμο, που οι ιδιοκτήτες τους τα σφάζουν χωρίς να νιώ­θουν καμιά ενοχή. Τα πουλάνε και λένε: “δόξα το Θεώ, τα οικονομήσαμε!” Κι ούτε οι βοσκοί τους δεν τα λυπούνται».

Ο Κύριος λέει: «Ούτε κι εγώ θα λυπηθώ πια τους κατοίκους της γης. θα παραδώσω τον καθένα στην αυθαιρεσία του γείτονά του και του βασιλιά του. Ας καταστρέψουν τη γη οι βασιλιάδες εγώ δεν πρόκειται να γλιτώ­σω τους λαούς από την εξουσία τους».

Ανέλαβα, λοιπόν, τη φροντίδα των προ­βάτων που οι ζωέμποροι τα είχανε για σφάξι­μο. Πήρα δυο γκλίτσες: τη μία την ονόμασα, «καλοσύνη» και την άλλη «ομόνοια», και φρόντισα μ’ αυτές τα πρόβατα. Εξαφάνισα τους τρεις κακούς βοσκούς τους σ’ ένα μήνα. Βαρέθηκα όμως τα πρόβατα, γιατί αυ­τά αδιαφορούσαν για μένα. Τότε είπα: «Δε σας φροντίζω πια! Όποιο είναι να πεθάνει ας πεθάνει' όποιο θέλει να χαθεί ας χαθεί και τα υπόλοιπα ας φάει το ένα το άλλο». Μετά πήρα τη γκλίτσα μου την «καλοσύνη» και την έσπασα, για να ακυρώσω την ανακωχή που ο Κύριος είχε κάνει για χάρη του Ισραήλ με ό­λους τους λαούς. Έτσι διαλύθηκε η ανακω­χή εκείνη την ημέρα, και οι ζωέμποροι που με παρατηρούσαν κατάλαβαν ότι είχα ενερ­γήσει έτσι με εντολή του Κυρίου.

Τότε τους είπα: «Αν σας φαίνεται καλό, δώστε μου το μισθό μου' αν όμως όχι, κρα­τήστε τον». Μου μέτρησαν λοιπόν το μισθό μου, τριάντα αργύρια.

Και μου είπε ο Κύ­ριος: «Εύγε! Ρίξ’ τα στο χυτήριο τόσο με ε­κτίμησαν».

Πήγα λοιπόν στο ναό και πέταξα τα τριάντα αργύρια στον άνθρωπο που λιώ­νει στο χυτήριο το χρυσάφι και το ασήμι του ναού.

Μετά έσπασα και την άλλη γκλίτσα μου, την «ομόνοια», για να διαλύσω τον α­δερφικό δεσμό ανάμεσα στο λαό του Ιούδα και στο λαό του Ισραήλ

 Επίσης ο Κύριος μου είπε: «Προετοιμά­σου πάλι να υποδυθείς τώρα τον κακό βο­σκό.

Πράγματι, εγώ θ' αναδείξω έναν άλλο βοσκό στη χώρα. Αυτός το χαμένο πρόβατο δεν θα το φροντίζει, το παραπλανημένο δεν θα το αναζητεί, το τραυματισμένο δεν θα το γιατρεύει και το άρρωστο δεν θα το φροντί­ζει. θα σκίζει μάλιστα το δίχειλο νύχι τους, για να μην μπορούν να φύγουν και τα καλύ­τερα απ’ αυτά θα τα τρώει ο ίδιος. Αλίμονο στον άχρηστο αυτό βοσκό, που εγκαταλείπει το κοπάδι! Να του κοπεί το χέρι με το ξίφος και να του βγει το μάτι το δεξί! Το χέρι του να ξεραθεί τελείως και το μάτι του να σβή­σει!»

Δημοφιλείς αναρτήσεις