Ο Άγιος Τρογιέν έζησε τον 6ο αιώνα και ήταν Επίσκοπος Saintes Γαλλίας. Αναφορά στον Άγιο Τρογιέν γίνεται από τον Άγιο Γρηγόριο Τουρώνης στα έργα του. Επίση μας είναι γνωστός από μία του επιστολή προς τον Άγιο Ευμέριο της Nantes. Κοιμήθηκε οσιακά το 530 μ.Χ.
(Από άρθρο του Φώτη Κόντογλου στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ στις 5/12/1954)
Ο κάθε ένας από τους δώδεκα Αποστόλους έχει τον ξεχωριστό του χαρακτήρα. Ο Πέτρος είναι απλός και θερμός, ο Παύλος γοργός στο πνεύμα και στο κορμί, ο Ιωάννης υψιπετής, ο Σίμων ζηλωτής, ο Θωμάς δύσπιστος, ο Ναθαναήλ αγαθός, ο Ανδρέας «πραΰς και ολιγόλογος». Ο Πέτρος, ο αδελφός του Ανδρέα λέγεται «κορυφαίος» και ο Παύλος «σκεύος εκλογής», ο Ιωάννης και ο αδελφός του Ιάκωβος λέγονται «υιοί βροντής», ο Ανδρέας λέγεται Πρωτόκλητος επειδή πρώτων τον εκάλεσε κοντά του ο Χριστός. Ο Ανδρέας και ο Ιωάννης πριν να ακολουθήσουνε το Χριστό ήτανε μαθητές του Ιωάννη του Πρόδρομου.
Ο απόστολος Ανδρέας είχε, όπως και ο Φίλιππος, ελληνικό όνομα κι ίσως, επειδή γνώριζε την ελληνική γλώσσα, ύστερα από πολλή περιπλάνηση ήρθε στο τέλος στην Ελλάδα και μαρτύρησε στην Πάτρα. Είναι ο μόνος από τους δώδεκα Αποστόλους που μαρτύρησε στην Ελλάδα. Οι άλλοι, οι περισσότεροι τελευτήσανε στα μέρη της Ανατολής και στη Μικρά Ασία κι ο Πέτρος κι ο Παύλος μαρτυρήσανε στη Ρώμη. Η Ασία λοιπόν είναι το ιερό κοιμητήριο των Αποστόλων και των Αγίων. Η Ελλάδα άκουσε το αποστολικό κήρυγμα μοναχά από δύο απόστόλους, από τον Ανδρέα τον Πρωτόκλητο και από τον Παύλο. Αλλά από αυτούς μοναχά ο Ανδρέας μαρτύρησε στην Ελλάδα και θάφτηκε στο χώμα της. Για τούτο έχει χρέος η Ελληνική Εκκλησία να τον γιορτάζει με ιδιαίτερη λαμπρότητα.
Τότε που πήγανε οι Έλληνες να δούνε το Χριστό και παρακαλέσανε το Φίλιππο και τον Ανδρέα να μεσολαβήσουνε επειδή ήξεραν ελληνικά, ο Κύριος με τα λόγια του φανέρωσε, πως θα δοξαζότανε με τους Έλληνες, δηλαδή πως οι Έλληνες με τη γλώσσα τους θα διαδίδανε το Ευαγγέλιό του και πως αυτός έπρεπε να σταυρωθεί για να ριζώσει η θρησκεία του με τη θυσία. Υπηρέτες αυτής της θεϊκής αποστολής θα ήτανε οι Απόστολοι κι ανάμεσά τους ο Ανδρέας προορίστηκε να γίνει ο κήρυκας του Ευαγγελίου στην Ελλάδα πριν από τον Απόστολο Παύλο.
Κατά την Πεντηκοστή έγινε η επιφοίτησις του Αγίου Πνεύματος κι ύστερα σκορπίσανε οι Απόστολοι για να διδάξουνε τον κόσμο αφού λάβανε «δύναμιν εξ ύψους». Ο Απόστολος Ανδρέας τράβηξε πέρα, στην ακρογιαλιά της Μαύρης Θάλασσας και κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Αμισσό (Σαμψούντα) και στην Τραπεζούντα. Κατόπιν γύρισε πίσω στην Ιερουσαλήμ για να γιορτάσει το Πάσχα κι ύστερα μαζί με τον Ιωάννη πήγε στην Έφεσο. Εκεί είδε στο όνειρό του το Χριστό που τον πρόσταξε να πάγει να κηρύξει το Ευαγγέλιο στους Σκύθας και στους Βιθυνούς. Αμέσως μίσεψε και έφθασε στη Βιθυνία κι εκεί κάθιζε δυο χρόνια. Έπειτα πήγε πάλι στη Μαύρη Θάλασσα και μετά καιρό γύρισε πάλι στα Ιεροσόλυμα. Από εκεί τράβηξε μέσα από τη Μεσοποταμία και από την Καππαδοκία κι έφθασε στα βορινά ακρογιάλια της Μαύρης Θάλασσας, σε μέρη που κατοικούσανε άνθρωποι άγριοι, οι Σκύθες και τους κήρυξε το Ευαγγέλιο, ώσπου έφτασε στο Κίεβο που ήτανε η ιερή πολιτεία της ειδωλολατρίας, κι εκεί δείχνεται ακόμη το χαμοβούνι που έμπηξε το Σταυρό, λεγόμενο σλαδωνικά «Ανδρεγεφσκαγιά γόρα», δηλαδή βουνό του Αγίου Ανδρέα.
Ύστερα πήγε στον Καύκασο και κήρυξε το Χριστιανισμό, έφθασε κάτω ως τη Σεβάστεια, πού ήτανε τότε η μητρόπολη της Αρμενίας, μετά λένε πως πήγε ως τη Χορασμία της Σογδιανής, το σημερινό Χαρασσάν και τέλος γύρισε πίσω στη Σινώπη κι από εκεί μπαρκάρισε σ’ ένα καράβι και πήγε στο Βυζάντιο που τότε ήτανε ακόμη ένα χωριό κι εκεί σύστησε τη πρώτη χριστιανική κοινότητα από τη οποία άνθισε υστερώτερα η Νέα Σιών, η μητρόπολη της Χριστιανοσύνης, η Κωνσταντινούπολη. Εκεί έχτισε εκκλησία της Παναγίας και χειροτόνησε επίσκοπο τον Άγιο Στάχων, έναν από τους εβδομήντα Αποστόλους .
Από το Βυζάντιο πήγε στη Θράκη, πέρασε τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα, και τέλος κατέβηκε στον Μοριά και καταστάθηκε στην Πάτρα, που ήτανε τότε η σπουδαιότερη πολιτεία της Ελλάδας μαζί με την Κόρινθο και μεγάλο λιμάνι, που είχε μεγάλη δοσοληψία με τη Ιταλία. Αυτή η πολιτεία ήτανε τότε γεμάτοι από Ρωμαίους κι έβραζε από την ακολασία. Είχε ένα πλήθος αμέτρητο από ναούς της ειδωλολατρίας και από αγάλματα ξετσίπωτα. Εκεί λατρευόντανε απάνω απ’ όλους τους ψευτοθεούς η Αφροδίτη κι ο Βάκχος και γινόντανε διάφορες τελετές αδιάντροπες, σαν τα ελεεινά εκείνα Φαλληφόρια, Σόδομα και Γόμορρα!
Ανθύπατος της Αχαΐας ήτανε τότε ένας ντόπιος λεγόμενος Αιγεάτης, σκύλος λυσσασμένος της ειδωλολατρίας. Τη γυναίκα του τη λέγανε Μαξιμίλλα. Ο άγιος Ανδρέας γρήγορα κέρδισε πολλές ψυχές με το κήρυγμά του και με τα θαύματα που έκανε. Βάφτιζε τον κόσμο κοντά σε μια πηγή που τη λέγανε «Πηγή της Δήμητρας» και που τώρα τη λένε «Πηγάδι του Αγίου Ανδρέα». Στο μεταξύ ο Αιγεάτης πήγε στη Ρώμη κατά προσταγή του Νέρωνα και στη θέση του άφησε τον αδελφό του Στρατοκλή. Αυτός είχε έναν υπηρέτη άρρωστο και τον συμβούλεψε η Μαξιμίλλα να τον πάγει να τον γιατρέψει ο Άγιος Ανδρέας, όπως είχε γιατρέψει κι αυτή. Και πράγματι τον γιάτρεψε. Τότε ο Στρατοκλής, μαζί με τη Μαξιμίλλα, τη νύφη του, πιστέψανε στο Χριστό και βαφτισθήκανε.
Σαν γύρισε στη Πάτρα ο Αιγεάτης κι έμαθε πως αλλαξοπιστήσανε η γυναίκα του κι ο αδελφός του, πρόσταξε να πιάσουνε τον Ανδρέα και να τον φυλακίσουνε, Κι επειδή η Μαξιμίλλα δεν γνώριζε τον Αιγεάτη για άνδρα της, αν δεν γινότανε χριστιανός, έδωσε διαταγή να τον σταυρώσουνε. Ο άγιος Ανδρέας δεν ήξερε με τι θάνατο θα τον θανατώνανε. Σαν είδε λοιπόν τον σταυρό χάρηκε πολύ που θα αξιωνότανε να σταυρωθεί σαν τον Κύριό του. Σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό κι έκανε τη προσευχή του, ύστερα ασπάσθηκε τον σταυρό του και βλόγησε τα λαό.
Σταυρώθηκε ο Πρωτόκλητος, ο αγιασμένος κριός, που βάδισε πρώτος μπροστά στην ποίμνη το Χριστού, γέροντας παραπάνω από εβδομήντα χρονών, με ανδρεία θαυμαστή, ο επώνυμος της ανδρείας. Η παράδοση λέγει πως ο σταυρός απάνω στον οποίο παράδωσε τα πνεύμα του ήτανε καμωμένος από δυο κομμάτια ξύλο σε σχήμα Χ και πως παρακάλεσε να τον σταυρώσουνε με το κεφάλι προς τα κάτω, κρίνοντας πως δεν είναι άξιος να σταυρωθεί όρθιος όπως ο Χριστός.
«Σταυρόν κατακεφαλής τριακοστή Ανδρέας έτιλη»
Η σταύρωση του Αγίου Ανδρέα έγινε στις 30 Νοεμβρίου στον τόπο που βρίσκεται σήμερα η εκκλησιά του, κοντά στη θάλασσα. Είναι χτισμένη απάνω στα ερείπια του ναού της Δήμητρας. Μέσα στην εκκλησιά υπάρχει ακόμα ο τάφος του, πλην το ιερό λείψανο του δεν υπάρχει μέσα γιατί το πήγανε στη Ιταλία τ’ αδέρφια του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Το Ταβάνι της εκκλησιάς είναι ζωγραφισμένο από τον Δημήτριο Βυζάντιο, που ήταν αγιογράφος και συγγραφέας κι έχει γραμμένη τη Βαβυλωνία. Αυτά τα έργα είναι μέτρια, καμωμένα κατά τον ιταλικό τρόπο. Αλλά η κιτρινάδα του καιρού τα έκανε σεβάσμια και συμπαθητικά.
Οι Πατρινοί, που στον τόπο τους κήρυξε και μαρτύρησε ο Πρωτόκλητος των Αποστόλων έχουνε χρέος να κάνουνε γι αυτόν μια εκκλησία άξιά του στη θέση του σημερινού κακότεχνου κτίσματος, που κατορθώσανε να κάνουνε γιατί όλοι τους νομίσανε πως είναι ειδικοί και αρχιτέκτονες. Να κάνουνε μια εκκλησία βυζαντινή απάνω σε παλιό σχέδιο του Αγίου Όρους ή της Θεσσαλονίκης, ώστε ερχόμενος κανένας από τη Ευρώπη να βλέπει ένα κτίριο που να φανερώνει πως αντικρίζει πολιτεία ελληνική ορθόδοξη. Ας αφήσουνε τις φραγκοεπιδείξεις κι ας αποφασίσουνε πια να τελειώσει αυτό το ατελείωτο ζήτημα Ας αναθέσουνε σ’ ένα αρχιτέκτονα αυτή τη δουλειά, με τη συμφωνία να δουλέψει απάνω σε παλιά βυζαντινά σχέδια, αντί να μπαλώνει τα αμπάλωτα.
Τω πρό των αιώνων, εκ Πατρός γεννηθέντι αρρεύστως Υιω, και επ' εσχάτων εκ Παρθένου, σαρκωθέντι ασπόρως, Χριστω τω Θεω βοήσωμεν ο ανυψώσας το κέρας ημών, αγιος ει Κύριε.
Ερμηνεία.
Από την προφήτιν Άνναν την Μητέρα Σαμουήλ του Προφήτου και Ποιήτριαν της τρίτης Ωδής, ερανίσθη ο Μελωδός τον παρόντα Ειρμόν εκείνη γάρ είπε τα λόγια ταύτα προς τον Θεόν ευχαριστούσα, διότι στείρα ούσα πρότερον, εγέννησεν ύστερον: ήτοι το «Υψώθη κέρας μου εν Θεω μου»· και το «Ουκ έστιν άγιος πλην σου»(α' Βασιλ. β' 12). "Οθεν τα λόγια ταύτα από εκείνην λαβών ο Ιεράρχης Κοσμάς επιστρέφει εις τον λαόν των Χριστιανών, και με παρακινητικόν σχήμα λέγει προς αυτόν. Τω λαέ των Χριστιανών, έλατε νά φωνάξωμεν προς Χριστόν τόν Θεόν ήμων, ο όποιος εγεννήθη μέν αρρεύστως και απαθώς εκ του αγεννήτου Πατρός πρό πάντων των αιώνων[1], χωρίς κανέν αίτιον τελικόν προς τα έξω κτίσματα καθώς ειπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος «Τό μέν ών (ό Υιός) και φεί ών έκ του φεί όντος (ήτοι του Πατρός) υπέρ αιτίαν και λόγον ουδέ γάρ ήν του Λόγου λόγος ανώτερος»(Λόγ. εις την Χριστού Γέννησιν)· εσαρκώθη δε ο αυτός έκ της Παρθένου χωρίς σποράν ανδρός, δια την Ιδικήν μας σωτηρίαν. Τι δε να φωνάξωμεν προς τον Χριστόν; εκείνα τα ευχαριστήρια λόγια, όπου προτύτερα από ήμας εφώναξεν η στείρα και Προφήτις Αννα: ήγουν εσύ, Κύριε, είσαι άγιος, ο οποιος ύψωσας και εμεγάλυνας το κέρας ημών των ανθρώπων: ήτοι την ιδικήν μας δόξαν και δύναμιν, δια της ιδικής σου ενανθρωπήσεως.
Τροπάριον
Ό της επιπνοίας, μετάσχων της αμείνω Αδάμ χοϊκός, και προς φθοράν κατολισθήσας, γυναικεία απάτη, Χριστόν γυναικός βοά εξορών ο δι εμέ κατ' εμέ γεγονώς, Αγιος ει Κύριε.
Ερμηνεία
Από τον εις την Χριστού Γέννησιν λόγον Γρηγορίου του Θεολόγου ερανίζεται ο Μελωδός το παρόν Τροπάριον λέγει γάρ εκείνος ταύτα περί Χριστού «Δευτέραν κοινωνεί (ο Υιός), δηλαδή πολύ της προτέρας παραδοξοτέραν. Οσω τότε μέν του κρείττονος μετέδωκεν (εις τον Αδάμ δηλ.), νυν δε μεταλαμβάνει του χείρονος»[2]. Ταυτα λοιπόν και ο Ιεράρχης Κοσμάς μελουργών εδώ λέγει, ότι ο Προπάτωρ Αδάμ ο χοϊκός πλασθείς: ήτοι εκ του χοός, ο οποίος ήτον το πλέον λεπτότερον και καθαρώτερον και ευγενέστερον χώμα της γης, καθώς ο Ζωναράς ερμηνεύων το Τροπάριον «Ο χερσίν αχράντοις εκ χοός» λέγει «Το μέν σώμα του ανθρώπου χερσί διαπλάττει και ουδέ από της γης απλώς ως τα θηρία, αλλ' από χοός του λεπτότατου δηλονότι και καθαρωτάτου της γης». Ούτος ο Αδάμ, λέγω, ος τις έλαβε την καλυτέραν έμπνευσιν του Θεού, διά μέσου της οποίας εδημιουργήθη η ψυχή αυτού ζώσα, λογική και αθάνατος ού γάρ το εμφύσημα του Θεού εγένετο ψυχή, καθώς φλυαρούν τινές, αλλ' εκείνο ψυχήν εδημιούργησε κατά τον μέγαν Αθανάσιον [3]«Ενεφύσησε γάρ, φησίν, ο Θεός εις το πρόσωπον του Αδάμ, και εγένετο ο ανθρωπος εις ψυχήν ζώσαν»(Γεν. β' 7)· και ύστερον ο θεόθεν τοιαύτην ψυχήν αθάνατον λαβών έπεσε, φευ εις την φθοράν και τον θάνατον με απάτην της γυναικός του Ευας, βλέπων τώρα τον Χριστόν να γεννάται εκ γυναικός (ίνα γυνή λύση πάλιν την απάτην και το έγκλημα της γυναικός) φωνάζει προς αυτόν «Ω Κύριε, ος τις διά την ιδικήν μου σωτηρίαν έγινες άνθρωπος τέλειος, καθώς εγώ, και το όργανον της απωλείας την γυναίκα απέδειξας εκ του εναντίου όργανον σωτηρίας, σύ είσαι, Κύριε, Αγιος».
Καλυτέραν δε είπε την του Θεού έμπνευσιν, δι ης έλαβε την λογικήν ψυχήν ο Αδάμ, συγκρίνων αυτήν με το ανθρώπινον σώμα όπου έλαβεν ύστερον ο Χριστός, το οποίον είναι χειρότερον: ήτοι κατώτερον από την ψυχήν, ως είπεν ανωτέρω ο Θεολόγος. Λέγει δε ο αυτός καθαρώτερον εν τη προς Κληδόνιον α' επιστολή προτιθείς γαρ έκει το ευαγγελικόν εκείνο «Και ο λόγος σαρξ εγένετο», ούτω φησίν. «Ουκ άλλως ην την του Θεού δηλωθηναι περί ήμας αγάπην, η εκ του μνημονευθήναι την σάρκα, ότι δι ημάς κατέβη και μέχρι του χείρονος σάρκα γαρ είναι ψυχής ευτελέστερον πας των ευφρονούντων ομολογήσει». Αμείνονος δε έπρεπε να γράψη ο Μελωδός, δια να συνταχθη με το, επιπνοίας, και να γένη συμφωνία, επιπνοίας αμείνονος· απεκόπη όμως η νος τελευταία συλλαβή, και η λέξις εχρεώστει να γράφεται δια του ο. ούτω, της αμείνο επειδή δε ουδεμία γενική ισοσυλλαβούσα με την ιδικήν της ονομαστικήν λήγει εις βραχύ φωνήεν, άλλ' εις μακρόν, δια τούτο το νο βραχύ έγινε μακρόν, ως αμείνω. Τοιαύτη είναι και η κλίσις του χείρων χείρονος και κατά αποκοπήν χείρω, και μείζων μείζονος και μείζω. Ου μόνον δε τα εις ων λήγοντα ονόματα εις ω ποιούσι την γενικήν, αλλά και τα εις ως· ως το άλως αλωνος και κατά αποκοπήν αλω ομοίως και το, Μίνως Μίνωνος και Μίνω.
Τροπάριον
Σύμμορφος πήλινης, ευτελούς διαρτίας Χριστέ γεγονώς, και μετοχή σαρκός της χείρω[4], μεταδούς θείας φύτλης, βροτός πεφυκώς και μείνας Θεός, και ανυψώσας το κέρας ημών, άγιος ει Κύριε.
Ερμηνεία.
Το παρόν Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός από τον Παύλον και από τον Θεολόγον Γρηγόριον το μεν γαρ «Σύμμορφος πήλινης ευτελούς διαρτίας» εδανείσθη από την προς Φιλιππησίους του Παύλου επιστολήν, ος τις λέγει «Ος εν μορφή (ήτοι φύσει και ουσία) Θεού υπάρχων, ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεω, άλλ' εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών»(Φιλιπ. β' 6)· το δε «Μετοχή σαρκός της χείρω μεταδούς θείας φύτλης» εδανείσθη από τον Θεολόγον, λέγοντα εν τω εις την Χριστού Γέννησιν λόγω, «Τότε μεν (ότε δηλαδή τον Αδάμ έπλασεν ο Υιός) του κρείττονος (της ψυχής) μετέδωκεν (εις αυτόν τον Αδάμ), νυν δε μεταλαμβάνει του χείρονος» (του ανθρωπίνου σώματος). Όθεν τούτων των δύο τα λόγια ενώσας ο Ιερός Κοσμάς, όμου δε με ταύτα και το της Αννης, ούτω λέγει, «Αγιος είσαι, ώ Κύριε, ος τις έγινες σύμμορφος: ήτοι συγκοινωνός της διαρτίας: τουτέστι της πλάσεως της γήινης και ευτελούς των ανθρώπων». Έρανίσθη δε την λέξιν ταύτην από τον Ιώβ, εν ω γράφεται «Εκ πηλού διήρτισαι συ, ως και εγώ, εκ του αυτού διηρτίμεθα»(Ίω. λγ' 6).«Μεθέξας δε (λέγει ο Μελωδός), από την σάρκα ημών την χείρονα και πολύ κατωτέραν της ψυχής, μετέδωκας εις ημάς από την Θείαν και αθάνατον φύτλην (φύσιν), μείνας μεν Θεός, όπερ ήσουν προ των αιώνων, γενόμενος δε επ' εσχάτων φύσει άνθρωπος, το οποίον δεν ήσουν». Όθεν είπεν ο Θεοφόρος Μάξιμος «Οι εξ αρχής αυτόπται και υπηρέται γενόμενοι του Λόγου έφασαν τον Θεόν Λόγον τέλειον όντα Θεόν, γενέσθαι τέλειον ανθρωπον, μήτε το Θεός είναι άποθέμενον, δια το γενέσθαι ανθρωπον, μήτε κωλυθέντα γενέσθαι, όπερ ουκ ην, άνθρωπον, δια το μεμενηκέναι, όπερ ην, ήγουν Θεόν»(εν τη εκθέσει της Πίστεως παρά τη δογμ. Πανοπλία). Και λοιπόν δια της ενανθρωπήσεως σου, Ιησού Χριστέ, ανύψωσας ημών των ανθρώπων την δόξαν και δύναμιν ταύτα γαρ το κέρας δηλοί.
Τούτο δε όπου λέγει εδώ ο Μελωδός, ότι μετέδωκεν εις ημάς ο Χριστός από την θείαν του φύσιν, είναι εκείνο το ίδιον όπου είπεν ο Κορυφαίος Πέτρος «΄Ινα δια τούτων γένησθε θείας κοινωνοί φύσεως»(β' Πέτ. α' 4). το οποίον δεν νοείται, ότι έχει να μεθέξη τινάς από την του Θεού φύσιν και ουσίαν. άπαγε! τούτο γαρ είναι αδύνατον εις κάθε κτίσμα· και τούτο εστάθη κακόδοξον φρόνημα των Μασσαλιανών πρότερον, και των Βαρλααμιτών και Ακινδυνιαστών ύστερον καθότι η υπερούσιος φύσις και ουσία του Θεού άπειρος ούσα, είναι όχι μόνον πάντη αμέθεκτος, αλλά και αόρατος και ανεπινόητος· όθεν το πεπερασμένον δεν εμπορεί να χωρήση το άπειρον. Φύσις λοιπόν Θεία εδώ εννοείται η φυσική και ουσιώδης χάρις και ενέργεια του Θεού, από την οποίαν μετέχουσιν οι κεκαθαρμένοι, και με την μετοχήν αυτής Θεοί γίνονται κατά χάριν επειδή κατά τους θεολογούντας ομού και φιλοσοφούντας φύσεις λέγονται και τα φυσικά. ΄Ορα και την ερμηνείαν του ανωτέρου ρητού του Κορυφαίου εν τη νεοτυπώτω ερμηνεία των Καθολικών Επιστολών, και εκεί θέλεις εύρη πολλά.
Τροπάριον.
Βηθλεέμ εεφραίνου, Ηγεμόνων Ιούδα Βασίλεια τον Ισραήλ γαρ ο ποιμαίνων, χερουβίμ ο επ΄ ώμων, εκ σου προελθών Χριστός εμφανώς, και ανυψώσας το κέρας ημών, πάντων εβασίλευσεν.
Ερμηνεία.
Το Τροπάριον τούτο ερανίσθη ο Μελωδός από δύο Προφήτας. Πρώτον, από τον Προφήτην Μιχαίαν, ος τις λέγει εν Κεφαλαίω Ε' «Και συ, Βηθλεέμ οίκος του Εφραθά [5], μή ολιγοστός ει του είναι εν χιλιάσιν Ιούδα. εκ σου γαρ μοι εξελεύσεται του είναι εις άρχοντα εν τω Ισραήλ». η (καθώς ανέγνω ο Εύσέβιος και ο Τερτυλιανός)«Εκ σου γαρ μοι εξελεύσεται ηγούμενος». Δεύτερον, από τον Προφήτην Δαβίδ, λέγοντα εν τω οθ' Ψαλμώ «Ο ποιμαίνων τον Ισραήλ πρόσχες· ο οδηγών ωσεί πρόβατον τον Ιωσήφ, ο καθήμενος επί των Χερουβίμ εμφάνηθι». ΄Οθεν ο Ιεράρχης Κοσμάς επιστρέφων τον λόγον του προς την Βηθλεέμ την κατά σάρκα πατρίδα του Κυρίου λέγει. «Συ Βηθλεέμ Βασίλισσα (τούτο γαρ δηλοι το, Βασίλεια κατά την μεταχείρησιν των αρχαίων συγγραφέων) και ανωτέρα ούσα των ηγεμόνων της βασιλικής φυλής του Ιούδα, ευφραίνου· διότι ο Χριστός, ος τις ποιμαίνει τον Ισραήλ, κατά την προρρηθείσαν ρήσιν του Δαβίδ, και κάθηται επάνω εις τους ώμους των δύο χρυσών Χερουβίμ των ευρισκομένων μέσα εις τα ΄Αγια των Αγίων[6], αυτός, λέγω, εκβήκε φανερά από εσέ: ήτοι εγεννήθη κατά σάρκα. ος τις ανυψώσας το κέρας ημών των νέων Ισραηλιτών Χριστιανών των πιστευόντων εις αυτόν, εβασίλευσεν επάνω εις όλα τα ΄Εθνη». Ούτω λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ «Εβασίλευσεν ο Θεός επί τα ΄Εθνη» (Ψαλ. μς' 9).
Σημείωσαι δε, ότι ο μεν Ευφραθά ήτον απόγονος της Ιούδα φυλής, ο δε Βηθλεέμ ήτον Υιός του Ευφραθά, αφ' ων και ωνομάσθη ο τόπος· καθώς γέγραπται εις τα Παραλειπόμενα «Ευφραθά Πατρός Βηθλεέμ»(α' Παραλ. δ' 4). Ο δε Αλεξανδρείας Κύριλλος το ανωτέρω ρητόν του Μιχαίου ερμηνεύων λέγει, «Ποιείται δη ουν τον λόγον προς την Βηθλεέμ: ήτοι τον οίκον του Ευφραθά. και καλείται μεν ο χώρος Ευφραθά, Βηθλεέμ δε το πολίχνιον: ήγουν η εν τη χώρα κώμη, όθεν ην Ιεσσαί και Δαβίδ και αύτη πάλιν η Αγία Παρθένος, η το Θείον ημίν εκτέτοκε βρέφος το παιδίον τον Ιησούν. Ω τοίνυν Βηθλεέμ (φησίν), οίκος Εφραθἀ, ει και ολιγοστός ει του είναι εν χιλιάσιν Ιούδα. τούτ' έστι μυρίαι μέν όσαι λαμπραί και μεγάλαι της Ιουδαίας, αι πόλεις. αλλ' ει και ολίγοι παντελώς οι σε κατοικούντες και νεμόμενοι, συ γενήση τροφός, και κληθήση πόλις του βασιλεύσαντος επί τον Ισραήλ· και ου τι που πάντως των εξ αίματος Ισραήλ, αλλά και των εν επαγγελίαις προεπηγγελμένων τω Αβραάμ (τουτέστι των πιστευσάντων Εθνών)».
[1]Οι αιώνες νοητά κτίσματα εισι κατά τόν Θεσσαλονίκης Γρηγόριον (Κεφάλαιον ξη' των θεολογικών) όθεν είπε και ο Παύλος «δι' ου (του Υιού δηλ.) και τους αιώνας έποίησεν» (ο Πατήρ δηλ.) Περιλαμβάνει δε ο αιών τα άιδια και αθάνατα: ήτοι τους νοερούς Αγγέλους, καθώς και ο χρόνος περιλαμβάνει τα θνητά κτίσματα. Διό είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος «Όπερ ήμιν ο χρόνος Ηλίου φορςί μετρούμενος, τούτο τοις αϊδίοις αιών»(Λόγος εις την Χρίστου Γέννησιν). ο δε Θεός πρό των αιώνων και όπερ τους αιώνας έστιν όθεν ακολούθως προαιώνιος και υπεραιώνιος λέγεται.
[2]Τούτο το ρητόν του Θεολόγου ερμηνεύω ο Ζωναράς εν τω πλ. α΄ ήχω της Οκτωήχου, φέρει ένα παράδειγμα γλαφυρόν «Ουχ’ όμοιον τω τον Βασιλέα την οικεία βασίλειον στολήν (ήτοι το κατ’ εικόνα) ιδιώτη χαρίσασθαι, και το δούλου ράκος αυτόν ενδύσασθαι δια σωτηρίαν των υπηκόων; αλλά πολύ το δεύτερον του προτέρου παραδοξότερον». Ερμηνεύων δε ο αυτός και το «Ο της δόξης Κύριος εν αδοξίας μορφή» Ιωάννου του Δαμασκηνού ρητόν, λέγει «Αδοξίαν τον άνθρωπον εφη γράφει γαρ ο Παύλος περί του Χριστού ότι εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών τι γουν αδοξότερον και ατιμότερον δούλου; Αντί ουν ειπείν δούλου μορφήν, αδοξίαν είπε μορφήν. Και άλλως δε, αδοξία ην τω Θεώ κατά το πρόχειρον, τω υπερ πάσαν ουσίαν, τω αύλω, σάρκα περιβαλέσθαι εκ χοός την σύστασιν έχουσαν παχειάν τε και θνήτην ως γαρ αδοξία αν νομισθεί η Βασιλεί ει ράκος ευτελές περιβάλοιτο, την πορφύραν περικαλύπτων ούτω και τω Κυρίω η σαρξ εις αδοξίαν ην κατά το φαινόμενον».
[3]Τούτο τό ίδιον λέγει και ο Χρυσόστομος «Πολλοί ενόμισαν, ότι το εμφύσημα αυτού (του Θεού δηλ.) ήν η ψυχή, και ότι εκ της ουσίας του Θεού μετεδόθη τω σώματι η ψυχή έστι δε πολλής ού μόνον ανοίας, αλλά και ατοπίας μεστός ο λόγος· ει γάρ έκ της ουσίας του Θεού η ψυχή, ούχ εχρήν αυτω μέν είναι σοφήν, εν άλλω δε μωράν και ασύνετον ουδέ εν τούτω μέν είναι ψυχήν δικαίαν, εν έτέρω δε άδικον η γάρ του Θεού ουσία ού μερίζεται, ουδέ αλλοιούται, αλλ' εστίν αναλλοίωτος... Το εμφύσημα λοιπόν επί Θεού, η του Αγίου Πνεύματος έστιν ενέργεια. "Ωσπερ γαρ ο Σωτήρ ενεφύσησεν εις τα πρόσωπα των Αποστόλων και είπε, λάβετε Πνεύμα Άγιον ούτω το εμφύσημα το θείον ανθρωπίνως ακουόμενον, Πνεύμα έστι το προσκυνητόν και Αγιον. Τούτο το Πνεύμα προελθόν, ούκ αυτό γέγονε ψυχή, αλλά ψυχήν έκτισεν ούκ αυτό εις ψυχήν μετεβλήθη, αλλά ψυχήν εδημιούργησε· δημιουργόν γάρ το Πνεύμα το Άγιον, κοινωνεί τη δημιουργία του σώματος και τη δημιουργία της ψυχής. Πατήρ γάρ και Υιός και Πνεύμα Άγιον τη Θεία δυνάμει δημιουργεί το πλάσμα»(λόγω εις το Πως ο Αδάμ έλαβε την ψυχήν, τόμω ε'). Ορα και εις τας υποσημειώσεις του Τροπαρίου του λέγοντος «Ος ην εν αρχή προς Θεόν Θεός Λόγος», κατά τον Ιαμβικόν Κανόνα της Χριστού Γεννήσεως.
[4]Σημείωσαι, ότι και εδώ η γενική «της χείρω» έγινε κατά αποκοπήν από της «χείρονος» ως είπομεν ανωτέρω και περί της «αμείνω».
[5]Σημείωσαι, ότι, κατά τον Νικήταν ερμηνεύοντα το ψαλμικόν εκείνο «Ιδού ηκούσαμεν αυτήν εν Εφραθά», παρ'Εβραίοις το «Εφραθά» σημαίνει Μαρία, εξ ης εγεννήθη ο Κύριος.
[6]Κατά δε θεωρίαν υψηλοτέραν, ο του Ισραήλ ποιμήν, λέγει ο Ησύχιος, δεν είναι άλλος έξω από τον Χριστόν τον ειπόντα «Εγώ είμι ο ποιμήν ο καλός», ο οποίος ποιμαίνει τον Ισραήλ: τουτέστι τον έχοντα νουν δρώντα τον Θεόν τούτο γαρ δηλοί το όνομα Ισραήλ. Οδηγεί δε και τον Ιωσήφ: ήτοι τους Εθνικούς, οι τίνες κοντά εις τους Ιουδαίους προσετέθησαν Ιωσήφ γαρ πρόσθεσις ερμηνεύεται. Κάθεται δε ο Θεός εις τα Χερουβίμ: ήτοι εις τους Εχοντας πλήθος γνώσεως. τούτο γάρ δηλοί τό Όνομα Χερουβίμ.
Ο Ανδρέας, ο ένδοξος Απόστολος του Χριστού, ήταν γιος του Ιωνά και αδελφός του αγίου Αποστόλου Πέτρου [29 Ιουν.] και καταγόταν από την πόλη Βηθσαϊδά, στην ανατολική όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ. Αντίθετα με τον αδελφό του που ήταν έγγαμος, ο Ανδρέας προτίμησε να φυλάξει την παρθενία και διέμενε στο σπίτι του Πέτρου. Τα δύο αδέλφια ασκούσαν το επάγγελμα του ψαρά και τηρούσαν με ευλάβεια όλες τις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου. Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής και Πρόδρομος [7 Ιαν., 29 Αυγ.] διέτρεχε την Ιουδαία και τις περιοχές του Ιορδάνη ποταμού κηρύττοντας με ιερό σθένος τη μετάνοια προς τον λαό, ο Ανδρέας προσέτρεξε σε αυτόν, εγκατέλειψε ό,τι τον έδενε με τον κόσμο και έγινε μαθητής του. Μια μέρα, αφού είχε βαπτίσει τον Μεσσία Χριστό, ο Τίμιος Πρόδρομος συνομιλούσε με τον Ανδρέα και έναν άλλο του μαθητή και, δείχνοντας τον Σωτήρα Χριστό που περνούσε από εκεί κοντά, τους είπε: «Να, ο Αμνός του Θεού!»(Ιωάν. 1, 35). Ακούγοντας τα λόγια αυτά του διδασκάλου τους που τους έδειχνε Εκείνον, του Οποίου Πρόδρομος και Βαπτιστής είχε ορισθεί υπό του Θεού, οι δύο μαθητές Τον ακολούθησαν για να μάθουν περισσότερα για το πρόσωπό Του. Ο Χριστός στράφηκε προς αυτούς και τους ρώτησε: «Τι ζητάτε;». Εκείνοι απάντησαν με σεβασμό: «Ραββί, πού μένεις;».«Ελάτε και δείτε!», τους είπε ο Κύριος. Πήγαν λοιπόν μαζί Του στο σπίτι όπου έμενε ως ξένος και όλη την ημέρα του έκαναν ερωτήσεις. Δεν καταλάβαιναν ακόμη ότι Αυτός ήταν ο Σωτήρ και Υιός του Θεού, μήτε και επιθυμούσαν να γίνουν μαθητές Του, ένιωθαν όμως μια ανείπωτη έλξη προς Αυτόν.
Από τη συζήτηση αυτή, ο Ανδρέας πείσθηκε ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας που ανέμενε ο λαός Του αιώνες τώρα, ο Λυτρωτής του κόσμου. Μη μπορώντας να συγκρατήσει την άφραστη χαρά του, έτρεξε προς τον αδελφό του τον Σίμωνα και του είπε: «Βρήκαμε τον Μεσσία!»(Ιωάν. 1, 41) και τον οδήγησε προς τον Ιησού Χριστό. Ο Ανδρέας, κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη τον Θεολόγο, ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε τον Χριστό και για τον λόγο αυτό έλαβε την ονομασία «Πρωτόκλητος». Κατά τον άγιο Ευαγγελιστή Μάρκο (1, 14) όπως επίσης και κατά τον Ευαγγελιστή άγιο Ματθαίο (4, 12), η κλήση αυτή των πρώτων Αποστόλων έλαβε χώρα λίγο μετά τη συνάντηση με τον Τίμιο Πρόδρομο· όταν εκείνος είχε συλληφθεί, οι μαθητές του είχαν επιστρέψει πίσω στις εργασίες τους και συνάντησαν τον Χριστό να διδάσκει στις όχθες της λίμνης Γεννησαρέτ.
Ο Ανδρέας εν συνεχεία ακολούθησε τον Κύριο όπου κι αν πήγαινε, σε πόλεις και χωριά, σε όρη και ερήμους, για να αρδεύεται από την πηγή των ζώντων υδάτων των λόγων Του. Ήταν παρών στον θαυμαστό πολλαπλασιασμό των άρτων (Ιωάν. 6) και μεσολάβησε στον Κύριο για να θρέψει με επίγεια τροφή τους πέντε χιλιάδες ανθρώπους. Ο Ανδρέας έτρεφε στενή φιλία με τον άγιο Φίλιππο που καταγόταν κι αυτός από τη Βηθσαϊδά. Όταν ορισμένοι Έλληνες ζήτησαν επίμονα από τον Φίλιππο να δουν τον Χριστό, ο Φίλιππος πήγε να το αναφέρει στον Ανδρέα που είχε μεγαλύτερη οικειότητα με τον Διδάσκαλο (Ιωάν. 12, 20). Μετά τους τρεις Αποστόλους, Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη -μάρτυρες των υψηλότερων αποκαλύψεων της θεότητας του Κυρίου-, ερχόταν λοιπόν στη σειρά ο Ανδρέας, χαίροντας, όχι τόσο μιας αυθεντίας επί των υπολοίπων μαθητών, όσο κάποιας προτεραιότητας έναντι των άλλων.
Έγινε μάρτυς των συνταρακτικών συμβάντων που ακολούθησαν το σωτήριο Πάθος του Κυρίου και παρευρέθηκε μαζί με άλλους στις εμφανίσεις Του μετά την Ανάσταση. Κατά την Πεντηκοστή έλαβε το πλήρωμα της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος και του έπεσε ο κλήρος να ευαγγελίσει τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, τη Βιθυνία, τη Θράκη και την Ελλάδα (Μακεδονία, Θεσσαλία και Αχαΐα). Πιστός στις προτροπές του Κυρίου, δεν πήρε μαζί του «μήτε χρυσό, μήτε αργύριο, μήτε χάλκινο νόμισμα, μήτε σακί για τον δρόμο, μήτε ραβδί»(Ματθ. 10, 10) και πορεύθηκε για να κηρύξει το Ευαγγέλιο της Σωτηρίας. Είναι αδύνατον να αναφέρει κανείς πόσες θλίψεις και πόσους κινδύνους αντιμετώπισε: στερήσεις κάθε είδους, ασθένειες, κινδύνους από ληστές, κακομεταχείριση από Εβραίους και ειδωλολάτρες. Όπου κι αν πήγαινε όμως, τον συνόδευε το Άγιο Πνεύμα, μιλούσε διά του στόματός του, ενεργούσε θαύματα και θεραπείες, του χάριζε την υπομονή και τη χαρά στις δοκιμασίες. Και ήταν ακριβώς η δύναμη αυτή του Θεού, η οποία κατοικούσε μέσα του, που τραβούσε τα πλήθη στην Πίστη. Παντού όπου πήγαινε, αφού φώτιζε με το κήρυγμα τον νου των ανθρώπων, αναγεννούσε τις ψυχές με το λουτρό του αγίου Βαπτίσματος, χειροτονούσε πρεσβυτέρους και επισκόπους επικεφαλής τους, έκτιζε ναούς και οργάνωνε εκεί τη λατρεία του Θεού.
Μετέβη κατ’ αρχήν στην Αμισό, στις ακτές της Μαύρης Θαλάσσης, και μετέστρεψε εκεί πλήθος Εβραίων, θεράπευσε δε με τη δύναμη του Θεού όσους υπέφεραν από διάφορες αρρώστιες. Εν συνεχεία, αφού συνέχισε την αποστολή του στην Τραπεζούντα και στη Λαζική, επέστρεψε για το Πάσχα στην Ιερουσαλήμ. Από εκεί, αναχώρησε με τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο για την Έφεσο και ευαγγέλισε για κάποιο χρονικό διάστημα τις δυτικές περιοχές της Μικράς Ασίας. Αναβαίνοντας ξανά προς την Προποντίδα και κηρύττοντας στις Νίκαια, Νικομήδεια, Χαλκηδόνα, Ηράκλεια του Πόντου, Άμαστρι, αναγκάσθηκε να αντιμετωπίσει επανειλημμένως φανατικούς οπαδούς της ειδωλολατρίας και σοφιστές με απατηλά λογικά επιχειρήματα, αλλά αποστόμωνε και τους μεν και τους δε με τη σοφία και τα θαύματά του. Φθάνοντας στη Σινώπη, ελευθέρωσε με την προσευχή του τον Απόστολο Ματθία από τις αλυσίδες του, αλλά συνελήφθη κι αυτός με τη σειρά του από μαινόμενους ειδωλολάτρες και υποβλήθηκε σε πολλά βασανιστήρια: τον έριξαν καταγής, τον κτυπούσαν όλοι μαζί, του έκοψαν μάλιστα και ένα δάχτυλο με τα δόντια. Σε όλες αυτές τις δοκιμασίες ο άγιος Ανδρέας δεν προσπάθησε μήτε να φύγει, μήτε να αντισταθεί, αλλά τα υπέμεινε όλα μιμούμενος τον Διδάσκαλό του, τον Αμνό του Θεού, ο Οποίος ήλθε στη γη για να υποφέρει και να άρει τις αμαρτίες του κόσμου. Στο θέαμα της σταθερότητάς του, της μακροθυμίας του απέναντι στους δημίους του και βλέποντας το πλήθος των θαυμάτων του, οι κάτοικοι της Σινώπης μετανόησαν, του ζήτησαν συγχώρηση και έλαβαν το άγιο Βάπτισμα.
Αφού εγκατέστησε επίσκοπο και πρεσβυτέρους στη Σινώπη, ο Απόστολος αναχώρησε για τις πόλεις του Πόντου, τις οποίες είχε ήδη ευαγγελίσει, για να στερεώσει την πίστη και το φρόνημά τους. Συνέχισε το κήρυγμά του και αντέκρουσε τους φιλοσόφους ειδωλολάτρες στη Νεοκαισάρεια και τα Σαμόσατα, κατόπιν δε, πήγε ξανά στην Ιερουσαλήμ για τη Σύνοδο των Αποστόλων που συνεκλήθη για το θέμα του τρόπου εισδοχής των πρώην ειδωλολατρών στην Εκκλησία (Πράξ. 15, 6).
Μετά την εορτή του Πάσχα, συνόδευσε για κάποιο διάστημα τον Ματθία και τον Θαδδαίο προς τις εσχατιές της Μεσοποταμίας και ξεκίνησε να κηρύξει το Ευαγγέλιο στις βαρβαρικές περιοχές ανατολικά της Μαύρης Θαλάσσης, νοτίως της σημερινής Ρωσίας (Κριμαία και Ουκρανία). Κατόπιν, κατέβηκε πάλι προς τη Θράκη και φώτισε με το κήρυγμά του τις καρδιές των κατοίκων της μικρής, τότε, πόλεως του Βυζαντίου. Έκτισε εκεί έναν ναό αφιερωμένο στην Κυρία Θεοτόκο και άφησε ως επίσκοπο τον άγιο Στάχυ [31 Οκτ.], έναν από τους Εβδομήκοντα μαθητές. Συνέχισε την ακάματη περιοδεία του σε Θράκη, Μακεδονία και Θεσσαλία και έφθασε μέχρι την Πάτρα, την Πελοπόννησο.
Στην Πάτρα, ο άγιος Απόστολος μετέτρεψε την ίδια τη σύζυγο του Ρωμαίου ανθύπατου, τη Μαξιμίλα, θεραπεύοντάς την από ανίατη ασθένεια. Επιδαψίλευσε τις αγαθοεργίες του και στους άλλους κατοίκους και συγκρότησε γρήγορα μια κοινότητα μαθητών του Χριστού. Κατά την απουσία του ανθύπατου Αιγεάτη, μετέτρεψε επίσης και τον αδελφό και αντικαταστάτη του, Στρατοκλή. Ο Αιγεάτης επέστρεψε εξοργισμένος με την πρόοδο του χριστιανισμού που είχε φθάσει μέσα στο ίδιο του το σπίτι και διέταξε να συλληφθεί ο Απόστολος. Από τη φυλακή του ο Ανδρέας, συνέχισε το κήρυγμά του και χειροτόνησε τον Στρατοκλή επίσκοπο Πατρών. Λίγες ημέρες αργότερα εξεδόθη η καταδικαστική απόφαση δίχως δίκη, και ο άγιος σταυρώθηκε ανάποδα δεμένος με σχοινιά σ’ έναν σταυρό, ώστε να παρατείνεται το μαρτύριό του. Ας σημειωθεί ότι σε μερικές παραλλαγές του μαρτυρίου του, πιθανόν υπό την επίδραση του μαρτυρίου του Αποστόλου Πέτρου, αναφέρεται ότι ο άγιος Ανδρέας σταυρώθηκε χιαστί. Με πόση χαρά όμως δέχθηκε να μιμηθεί τον Χριστό, ακόμη και στον τρόπο θανάτου υπέρ Αυτού! Αφού συγκράτησε τους φίλους του που ήθελαν να τον σώσουν, ο Απόστολος Ανδρέας ευλόγησε για τελευταία φορά τους πιστούς και παρέδωσε το πνεύμα. Σύντομα ο ανθύπατος υπέστη βίαιο θάνατο ως τιμωρία για την ανομία του, ενώ ο νέος επίσκοπος Στρατοκλής, αφού μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς, ανήγειρε καθεδρικό ναό στον τόπο όπου μαρτύρησε ο σεπτός Απόστολος.
Πολλά χρόνια μετά, στις 3 Μαρτίου του 357, τα τίμια λείψανα του αγίου μετέφερε από την Πάτρα στην Κωνσταντινούπολη ο άγιος Αρτέμιος [20 Οκτ.], με διαταγή του Κωνσταντίου, γιου του αγίου Κωνσταντίνου. Εναποτέθηκαν μαζί με εκείνα του αγίου Λουκά [18 Οκτ.] και του αγίου Τιμοθέου [22 Ιαν.] στη νεόκτιστη τότε εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Πέντε αιώνες αργότερα, επέστρεψαν στην Πάτρα, σταλμένα από τον Βασίλειο Α΄ τον Μακεδόνα (867-886). Εν συνεχεία, μπροστά στην απειλή της τουρκικής εισβολής στην Πελοπόνησσο, προσφέρθηκαν στον πάπα της Ρώμης Πίο Β΄ (1458-1464) από τον δεσπότη του Μωρέως Θωμά Παλαιολόγο (1409-1465), το 1460. Η κάρα του αγίου επέστρεψε, τέλος, στις 26 Σεπτεμβρίου 1964, προς χαρά και παρηγορία όλων των πιστών ορθοδόξων.
Σύμφωνα με μια σλαβική παράδοση, ο άγιος Ανδρέας φέρεται να έφθασε μέχρι τη Ρωσία, γεγονός που θα προσέφερε στη ρωσική Εκκλησία μια εξίσου μακρινή, αποστολική καταβολή με εκείνη του Βυζαντίου. Όπως και να έχει, αυτή όντως ανήκει στον κλάδο που προέρχεται από τον άγιο Ανδρέα, αφού μετά τη μεταστροφή της, υπαγόταν για πολλούς αιώνες στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως.
Στη δυτική παράδοση, ο άγιος τιμάται ιδιαιτέρως ως προστάτης της Σκωτίας. Κατά τον μεσαίωνα υπήρχαν εκεί περισσότερες από 800 εκκλησίες αφιερωμένες στον Πρωτόκλητο.
Η ενορία των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου Γιαννιτσών γιορτάζει τα 50 χρόνια από τα εγκαίνια του Ιερού Ναού της και διοργανώνει διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις, εκκλησιαστικές και πολιτιστικές, μεταξύ των οποίων και την ταινία «Ο Σαλός του Θεού», που αναφέρεται σ' έναν σύγχρονο διά Χριστόν σαλό και είναι βασισμένη στο δίτομο βιβλίο του θεολόγου - δημοσιογράφου Διονυσίου Μακρή: Ο ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ.
Αποτελεί παραγωγή της Κινηματογραφικής Ομάδας των Κατηχητικών Συνάξεων της ενορίας μας. Μπορείτε να παρακολουθήσετε τις προηγούμενες ταινίες της Κινηματογραφικής Ομάδας στο κανάλι του Ιερού Ναού: https://www.youtube.com/channel/UC6d2...
Κάποιος επίσκοπος από την τάξη των μοναχών, έχοντας μεγάλη εμπιστοσύνη στους γέροντες, έστειλε να ρωτήσει τον μεγάλο Γέροντα, αν πρέπει να εγκαταλείψει τον κόσμο και να επανέλθει στον μοναχικό βίο, ζητώντας συγχρόνως από αυτόν την προσευχή του, την ευλογία και τη βοήθεια του.
Απόκριση Βαρσανουφίου
Είναι κατάλληλη στιγμή να πω τον λόγο του Αποστόλου που λέγει, «έγινα άφρονας, εσείς με αναγκάσατε». Επειδή όμως αυτά που λέγονται είναι σύμφωνα με τον Θεό και όχι σύμφωνα με τον άνθρωπο, θα μπορούσα να πω σ' αυτόν εκείνο που λέχθηκε από τον υπηρέτη του Θεού Μωϋσή «η εισήγαγε μαζί με μένα στην αιώνια ζωή αυτόν πού ονομάσθηκε πνευματικός μου υιός, ή σβήσε και μένα από τη βίβλο σου» και είθε να μη αξιωθώ να δω το πρόσωπο του Ιακώβ, του Πατέρα του Ιωσήφ, χωρίς να έχω τον Βενιαμίν μαζί μου. Αλλά πιστεύω στο άγιο όνομά του, ότι δεν θα αθετήσει το αίτημά μου, διότι η χαρά της αγίας Τριάδας και η χαρά των αγίων αγγέλων είναι η σωτηρία των σωζομένων. Δεν θα σταματήσω λοιπόν να παρακαλώ τον Θεό, ως που να με χαροποιήσει με τη δική σου σωτηρία, αλλά πρόσεχε, να μη χαυνώσουν αυτά τον λογισμό σου και σε οδηγήσουν σε ραθυμία.
Μαζί με όλα αυτά θυμήσου ότι ο κόσμος περνά, η δόξα του είναι πρόσκαιρη και η απόλαυσή του φθαρτή. Διάλεξε για τον αυτό σου να υποστεί κακουχίες μαζί με τον λαό του Θεού, παρά να έχει πρόσκαιρη απόλαυση της αμαρτίας. Επίσης να θυμάσαι ότι θα εγκαταλείψομε τον κόσμο χωρίς τη θέλησή μας και ότι ή ζωή μας δεν είναι μεγάλη. Τι είναι δηλαδή η ζωή του ανθρώπου; Από το πρωί μέχρι το βράδυ, όταν βέβαια δεν έχομε πεποίθηση ζωής μέσα σ' αυτόν τον κόσμο. Ας εγκαταλείψομε με τη θέλησή μας τα πράγματα, για να έχομε την αντιμισθία. Ας διαλέξομε την αμεριμνησία για τα γήινα πράγματα όσοι ποθούμε να δούμε το πρόσωπο του Θεού, για να πούμε με παρρησία• «βγάλε έξω την ψυχή μου από την φυλακή, για να εξομολογηθώ στο όνομά σου». Βιάσου, τρέξε, όσο είναι μέρα, πριν φθάσει ή νύχτα, κατά την οποία πενθούν εκείνοι που ραθυμούν και οι οκνηροί, μετανοώντας τότε μάταια. Μάθε, ότι δεν μένει ο καιρός και αν φθάσει η ώρα, ο υπηρέτης δεν βρίσκει ευσπλαχνία. Διότι ποιος τον παρακάλεσε γι' αυτόν και εισακούσθηκε; Είναι αληθινός δούλος του αληθινού Δεσπότη, πού πραγματοποιεί γνήσια τα προστάγματά του.
Ας φοβηθούμε την φρικωδέστατη εκείνη ήμερα και ώρα, κατά την οποία δεν θα προΐσταται αδελφός ή συγγενής μας ούτε αρχή ή εξουσία ούτε πλούτος και δόξα, αλλά να, ο άνθρωπος και το έργο του. Ας πουλήσομε τα φθαρτά πράγματα, που μας σύρουν στην άβυσσο της απώλειας και αφού αγοράσομε για τον εαυτό μας ένδυμα γάμου, να φθάσομε σε τελειότητα. Διότι, αν φθάσομε σε τελειότητα, φθάνομε την τελειότητα της τέλειας κατά Θεόν αγάπης που διώχνει τον φόβο, και ψάλλομε με χαρά μαζί με τον Απόστολο Παύλο «η αγάπη δεν εκπίπτει ποτέ». Γνήσιο τέκνο μου, είθε να σε δω στη βασιλεία του Θεού, με τη βοήθεια του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Σε ασπάζομαι στο όνομα του Κυρίου του Θεού, σε ασπάζομαι στο όνομα του Ιησού Χριστού, σε ασπάζομαι στο όνομα του αγίου Πνεύματος, τιμιότατε.
Χριστός γεννάται δοξάσατε. Χριστός έξ Ουρανών απαντήσατε. Χριστός επί γής· ύψώθητε. Ασατε τω Κυρίω πάσα η γη, και εν ευφροσύνη ανυμνήσατε λαοί ότι δεδόξασται.
Από ποίον άλλον πρέπει να ζητούν άρτους οι χρείαν έχοντες τούτων, πάρεξ από τον αρτοπωλητήν; η από ποίον πρέπει να λαμβάνουν οίνον οι εστερημένοι τούτου, πάρεξ από τον οινοπώλην; αλλά και οι χρείαν έχοντες νομίσματος χρυσού και αργυρού, από ποιον άλλον πρέπει να ζητούν τούτο, ει μη από τιν αργυραμοιβόν; (σαράφην) Ούτω παρομοίως και οι θέλοντες να πανηγυρίζουν και να εγκωμιάζουν τας του Χριστού εορτάς, από ποίον άλλον πρέπει να ζητούν λόγους πανηγυρικούς και εγκώμια, πάρεξ από τον τούτων πανηγυριστήν και εγκωμιαστήν, τον μέγαν λέγω εν Θεολογία Γρηγόριον;
Διότι ούτος ο κατ' εξοχήν λεγόμενος Τριαδικός Θεολόγος, όχι μόνον εστόλισε τας Δεσποτικάς εορτάς με τους ιδικούς του λόγους και τα εγκώμια, αλλ' έδωκεν άδειαν και εις τους μεταγενεστέρους να κλέπτουν τα ιδικά του λόγια και ποιήματα με μίαν κλεψίαν επαινετήν και ακατηγόρητον την οποίαν όποιος εργάζεται, όχι μόνον δεν εντρέπεται, ως οι κλέπται των άλλων πραγμάτων, άλλ' εξεναντίας με την κλεψίαν αυτήν καλλωπίζεται. Τι λέγω; ο Γρηγόριος ούτος νους της Θεολογίας δεν έδωκε μόνον άδειαν εις τους μεταγενεστέρους να κλέπτουν τους ιδικούς του λόγους, αλλά και ακόμη τους προσκαλεί μέ φιλαδελφίαν ανεκδιήγητον εις το να φάγουν ακόρεστα τον νοητόν άρτον της σοφίας του, τον στηρίζοντα την ψυχήν, και να πιουν τον γνωστικόν αυτού οίνον, τον ευφραίνοντα την καρδίαν, φωνάζων με υψηλήν φωνήν τώρα μεν εκείνα τα της Σοφίας «Έλθετε φάγετε τον εμόν άρτον, και πίετε οίνον, ον κεκέρακα υμιν»(Παρ. θ' 5)· τώρα δε εκείνα τα της Ασματιζούσης νύμφης «Φάγετε πλήσιοι, και πίετε και μεθύσθητε αδελφοί»(Ασμ. ε' 1) και άλλοτε εκείνα τα του Ήσαίου «Οι διψώντες πορεύεσθε εφ ΰδωρ, και όσοι μη έχετε αργύριον βαδίσαντες αγοράσατε και φάγετε άνευ αργυρίου και τιμής οίνον και στέαρ» (Ήσ. νε' 1).
Διά τούτο και ο θεσπέσιος Κοσμάς, ο των Ιερών εορτών Ασματογράφος και Μουσηγέτης, μέλλων να πανηγυρίση τα σωτήρια Γενέθλια του Κυρίου, αυτολεξεί εδανείσθη όλον τον παρόντα Ειρμόν από τον ρηθέντα μέγαν πανηγυριστήν και εγκωμιαστήν των εορτών Θεολόγον. Ούτω γάρ εκείνος προοιμοιάζει εν τω εις την Χριστού Γέννησιν έγκωμίω αυτού «Χριστός γεννάται, δοξάσατε Χριστός έξ Ουρανών, απαντήσατε Χριστός επί γης, υψώθητε· άσατε τω Κυρίω πασα η γη». Πρέπει δε να ηξεύρωμεν, ότι κατά τον Δαμασκηνόν Ιωάννην και τον σχολιαστήν του Θεολόγου Νικήταν και τον Πτωχόν Πρόδρομον τον έξηγητήν των Κανόνων, το όνομα Χριστός δηλοί κυρίως το συναμφότερον: ήτοι τον Θεόν ομου και άνθρωπον[1] καταχρηστικώς δε, ποτέ μεν αυτό δηλοί την Θεότητα μόνον του Χριστού, ποτέ δε την ανθρωπότητα αυτού διά γάρ την άκραν και καθ' υπόστασιν των δύο φύσεων ένωσιν, με εν και το αυτό όνομα: ήτοι το, Χριστός, και αι δύο ονομάζονται φύσεις. Οταν λοιπόν ο Θεολόγος και ο Ιερός Κοσμάς λέγουν εδώ «Χριστός γεννάται, και Χριστός επί γης», τότε τό, Χριστός δηλοί το, Θεάνθρωπος· επειδή Θεός και άνθρωπος εγεννήθη από την Παρθένον[2], και Θεός και άνθρωπος εφάνη επί γης όταν δε λέγουν «Χριστός εξ Ουρανών», τότε το Χριστός, δηλοί μόνον τον Θεόν, ουχί δε και τον άνθρωπον καθότι ο Κύριος δεν κατέβη από τους Ουρανούς φορών την ανθρωπίνην φύσιν, καθώς φλυαρούσιν οι φρενοβλαβείς Απολιναρισταί, κατά των οποίων ειπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος «Ει τις λέγοι την σάρκα έξ Ουρανού κατεληλυθέναι, αλλά μη εντεύθεν είναι και παρ' ημών, ανάθεμα έστω» (Επιστολή α' προς Κληδόνιον)· αλλά κατέβη μέ γυμνήν την Θεότητα, και ούτως εκ των καθαρών αιμάτων της Άει παρθένου Μαρίας την άνθρωπίνην φύσιν προσέλαβε, και την ήνωσεν εν τη εαυτού υποστάσει, γενόμενος τέλειος άνθρωπος.
Ό Χριστός λοιπόν, λέγει, γεννάται σήμερον. "Οθεν εσείς οι Άγγελοι (προς αυτούς γάρ στρέφει τον λόγον) οι εν τη Γεννήσει του Κυρίου αινούντες τον Θεόν και λέγοντες «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη» (Λουκ. β' 14), δοξάσατε: ήτοι δοξολογήσατε και τώρα τον Θεόν. Λέγει δε το, δοξάσατε και προς τους μεταχειριζομένους αγγελικήν ζωήν εν ανθρωπίνω και υλικω σώματι, παρακινών νά δοξολογήσουν και αυτοί τον γεννηθέντα Δεσπότην. Ο Χριστός: ήτοι ο Θεός ήλθεν η κατέβη από τους Ουρανούς. Λοιπόν εσείς οι δίκαιοι (προς τούτους γάρ επιστρέφει τον λόγον) προϋπαντήσατε αυτόν, μιμούμενοι τον δίκαιον Συμεών, τον υπαντήσαντα τον Κύριον, όταν εις τον ναόν επροσφέρετο διότι ίδιον αχαρίστων δούλων είναι, το να μη εκβαίνουν εις προϋπάντησιν του ιδικού των αυθέντου, όταν αυτός έρχεται εις αυτούς διά να τους εύεργετήση. Έδανείσθη δε τούτο ο Θεολόγος και ο Μελωδός από τον Αποστολικόν εκείνο λόγιον το λέγον «Τότε και ημείς αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις, εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα» (α' Θεσσ. δ' 7). Είτα λέγει, ότι ο Χριστός: ήτοι ο Θεάνθρωπος εφάνη επάνω εις την γήν. Λοιπόν εσείς οι εν τη γη άνθρωποι υψωθήτε από τα γήινα, φρονούντες τα υψηλά και μετεωριζόμενοι μέ τα πτερά της Πράξεως και της Θεωρίας διά τούτο γάρ κατέβη ο Θεός εις την γην, ίνα οι εν τη γη αναβώσιν εις τους Ουρανούς. Επειδή κατά άλλον τρόπον δεν έδύνετο να γένη Ενωσις Θεού και ανθρώπων, αν δεν κατέβαινε μέν ο Θεός ολίγον τι από το ιδικόν του ύψος, δεν ανέβαινε δε ο άνθρωπος επάνω από την ιδικήν του ταπεινότητα. Οθεν είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος «Το μέν, καταβήναι δει Θεόν προς ήμας, το δέ, ημάς αναβήναι, και ούτω γενέσθαι κοινωνίαν Θεού προς ανθρώπους, της αξίας συγκιρναμένης. "Εως δ' αν εκάτερον επί της ιδίας μένη, το μέν, περιωπής, το δέ, ταπεινώσεως, άμικτος η άγαθότης και το φιλάνθρωπον άκοινώνητον»(Λόγ. εις την Πεντηκοστήν). Εφη δε συμφώνως και ο Θεοφόρος Μάξιμος «Ουδέποτε ψυχή δύναται προς γνώσιν εκτανθήναι Θεού, ει μη αυτός ο Θεός συγκαταβάσει χρησάμενος αψηται αυτής και αναγάγη προς εαυτόν ού γάρ αν τοσούτον ίσχυσεν αναδραμείν ανθρώπινος νους, ώς άντιλαβέσθαι της θείας ελλάμψεως, ει μή αυτός ο Θεός ανέσπασεν αυτόν, ως δυνατόν ην άνθρωπον ανασπασθήναι, και ταις θείαις αυγαίς κατεφώτισεν»(Κεφ. λα' της α' έκατοντ. των Θεολογικών). Πλην αν και ο Θεός συγκαταβαίνη διά να ενωθη με τον ανθρωπον υπό φιλανθρωπίας, όμως και α άνθρωπος πρέπει να βιάζη τον εαυτόν του διά να αναβαίνη προς τον Θεόν. Οθεν ο αυτός θείος Μάξιμος λέγει «Αλλήλων ειναι φασι παραδείγματα τον Θεόν και τον ανθρωπον και τοσούτον τω ανθρώπω τον Θεόν διά φιλανθρωπίαν ανθρωπίζεσθαι, όσον ο άνθρωπος εαυτόν τω Θεω δι΄ αγάπης δυνηθείς απεθέωσε και τοσούτον υπό Θεού τον ανθρωπον κατά νουν αρπάζεσθαι προς το γνωστόν, όσον ο άνθρωπος τον αόρατον φύσει Θεόν διά των αρετών εφανέρωσε»(Κεφ. οδ' της ζ' έκατοντ. των Θεολογικών). και πάλιν «Ό χωρίς αμαρτίας γενόμενος άνθρωπος, δήλον ότι χωρίς της εις Θεότητα μεταβολής την φύσιν θεοποιήσει, και τοσούτον αναβιβάσει δι’ εαυτόν, όσον αυτός διά ανθρωπον εαυτόν κατεβίβασε»(Κεφ. ξβ' της γ' έκατοντ. τών Θεολογικών).
Το δε «Ασατε τω Κυρίω πάσα η γη» έδανείσθη ο Θεολόγος και ο Μελωδός από τον ψε' Ψαλμόν του Δαβίδ, Στίχ. β' ούτω γάρ αυτολεξεί εκεί γέγραπται. Προσαρμόζεται δε το ρητόν τούτο και εις τον παρόντα Ειρμόν, διά νά φανερωθη, ότι αυτός είναι της πρώτης Ωδής, της οποίας η αρχή είναι «Ασωμεν τω Κυρίω ένδόξως γάρ δεδόξασται». Οθεν κατά την Ωδήν ταύτην, "Ασατε, λέγει και ο Μελωδός, εις τον γεννηθέντα Χριστόν όλη η γη: ήτοι όλοι οι εν τη γη κατοικούντες άνθρωποι. Αλλά και εσείς οι διάφοροι λαοί τών Εθνικών υμνήσατε αυτόν, όχι μέ οκνηρίαν και λύπην ψυχής, αλλά με προθυμίαν και ευφροσύνην καρδίας διότι αυτός είναι δεδοξασμένος.
Δια τι δε είπεν, ότι ο Χριστός γεννάται και ουχί εγεννήθη; ού γάρ καθ΄ έκαστον χρόνον γεννάται, άλλ' άπαξ έγεννήθη. και αποκρινόμεθα με τον Πτωχόν Πρόδρομον, ότι οι ρήτορες συνειθίζουν να προφέρουν τα περασμένα πράγματα εις χρόνον ενεστώτα, δια να δείξουν αυτά ως παρόντα εις τα ομμάτια των ακροατών, και ακολούθως νά κάμουν αυτούς περισσότερον θεατάς, παρά άκροατάς. "Η, κατά τόν Νικήταν, είπεν, δτι γεννάται ο Χριστός κατά την σήμερον ημέραν επειδή την ιδίαν εκείνην ημέραν, κατά την οποίαν εγεννήθη ο Χριστός, επαναφέρει ο ήλιος εις κάθε έτος διά της κυκλοφορίας του.
Αλλά και συ, αδελφέ, μη παύσης δοξολογών τον γεννηθέντα Χριστόν, όχι μόνον με λόγια, αλλά πολλώ μάλλον με τα έργα. Πρόλαβε δε και να τον απάντησης έξ Ούρανου κατερχόμενον διά της προς αυτόν Θεωρίας ύψώθητι από της γης και των γήινων διά την αγάπην του διά σε επί γης κατελθόντος· άδε έις αυτόν άσμα καινόν, καθώς σε παρακινεί ο Δαβίδ άδε όμως πολλά και ακόρεστα άσματα, και μη χόρταινε άδων. Εάν ούτως άδης, θέλει σε ενθυμηθή ο Κύριος, προς ον άδεις, και έχει να σε ελεήση, καθώς σε βεβαιώνει ο Ησαίας «Πολλά άσον, ίνα σου μνεία γένηται»(ΓΗσ. κγ' 16).
Τροπάριον
Ρεύσαντα έκ παραβάσεως, Θεού τον κατ’ εικόνα γενόμενον, όλον της φθοράς υπάρξαντα, κρείττονος επταικότα θείας ζωής, αύθις αναπλάττει, ο σοφός Δημιουργός ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Θέλων νά δείξη ο Ιερός Μελωδός την αναγέννησιν και ανάπλασιν, όπου έγινεν εις το ανθρώπινον γένος από την άρρητον ενανθρώπησιν του Θεού Λόγου, τούτο εμελούργησε το Τροπάριον. Διο και λέγει, ότι ο σοφός Δημιουργός του Παντός πάλιν ανεκαίνισε και ανέπλασε τον άνθρωπον. «Εδει γάρ ως αληθώς έδει, λέγει ο θεοφόρος Μάξιμος, σοφόν και δίκαιον και δυνατόν όντα κατά φύσιν τον Κύριον, ως μεν σοφόν μη αγνοήσαι τον τρόπον της Ιατρείας (του ανθρώπου), ως δίκαιον δε μη τυραννικήν ποιήσασθαι του κατειλημμένου κατά γνώμην υπό της αμαρτίας ανθρώπου την σωτηρίαν, ως δε πάντα δυνάμενον, μη ατονησαι προς την της αμαρτίας εκπλήρωσιν»(Κεφ. μ' της ς' έκατοντ. των Θεολογικών).
Με αυτά λοιπόν τα τρία ομού και με την αγαθότητα ανέπλασεν ο Χριστός τον άνθρωπον, ος τις έγινε μέν κατ’ εικόνα Θεού διά τον νουν, λόγον και πνεύμα, με τα όποια εκοσμήθη εις εικόνα της Αγίας Τριάδος. Εξέπεσε δε (τούτο γάρ δηλοί το, επταικότα) από την εν τω Παραδείσω καλυτέραν και θείαν ζωήν, και έρρευσε φευ! διά την παράβασιν της του Θεού εντολής εις τον πυθμένα του θανάτου, γενόμενος όλος της φθοράς: ήτοι δούλος και υποκείμενος εις την φθοράν. Και καθώς τα νερά, τα οποια ρέουν από υψηλά μέρη εις τον κατήφορον, δεν στέκουν τελείως έως ότου να φθάσουν εις αυτά τα έσχατα και κατώτατα μέρη της γης· τοιουτοτρόπως έπαθε και ο ταλαίπωρος άνθρωπος, γενόμενος όλος διόλου οικείος και δούλος της φθοράς έφθάρη γάρ όχι μόνον κατά την ψυχήν, αλλά και κατά το σώμα κατά την ψυχήν μέν, διότι με αυτήν εδέχθη την φθοροποιάν του Διαβόλου συμβουλήν κατά το σώμα δέ, διότι με αυτό υπηρέτησεν, έως ότου έφερεν εις πράξιν και τέλος την πονηράν εκείνην συμβουλήν. Έρανίσθη δε ο Μελωδός έκ των του Θεολόγου ρημάτων και τό Τροπάριον τοϋτο, καθώς και τόν ΕΙρμόν λέγει γάρ εκείνος εν τω εις την Χριστού Γέννησιν λόγω αυτού «Ίνα ρεύσαντας ημάς από του εύ είναι διά κακίαν, εις αυτό πάλιν επαναγάγη διά σαρκώσεως[3]».
Τροπάριον
Ίδών ο Κτίστης ολλύμενον, τον άνθρωπον χερσίν ον έποίσε, κλίνας ουρανούς κατέρχεται τούτον δε έκ Παρθένου, θείας αγνής, ολον ουσιούται, αληθεία σαρκωθείς· ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία
Αν ο κεραμίδας η τσουκαλάς δεν υποφέρη να βλέπη τσακισμένον το πήλινον σκεύος όπου εκατασκεύασεν, αλλά πασχίζει να το ανάπλαση δεύτερον ομοίως και ο οικοδόμος δεν υποφέρη να βλέπη κρημνισμένον το οσπίτιον όπου οικοδόμησεν, αλλά αγωνίζεται να κτίση πάλιν αυτό· πώς ήτον δίκαιον ο Κτίστης και Δημιουργός του Παντός νά Ιδη τον άνθρωπον όπου έπλασε με τας Ιδίας του χείρας, ότι έφθάρθη και εσυντρίφθη, και να μη φροντίση διά να αναπλάση πάλιν αυτόν; Τούτο βέβαια δεν ήτον της αυτού αγαθότητος και φιλανθρωπίας άξιον. Διά τούτο λοιπόν βλέπων τον παρ' αυτού πλασθέντα άνθρωπον, ότι εκατήντησεν εις αυτόν τον πυθμένα της θοράς, έκλινε τους Ουρανούς: ήτοι αφήκεν εις ολίγον τους Ουρανούς: τουτέστι την εν Ουρανοίς δόξαν, και ταπεινώσας το ύψος της Θεότητός του, (το οποίον κένωσιν μέν ωνόμασεν ο Παύλος, ύφεσιν δε της Θεότητός ο Θεολόγος Γρηγόριος) ούτω κατέβη εις την γήν, και έκ της φειπαρθένου Μαρίας δλον τόν Αδάμ ούσιοϋται: ήτοι ολόκληρον αυτόν αναλαμβάνει και ενώνει ουσιωδώς εις την υπόστασιν της Θεότητας του.
Επειδή δεν έλαβε μόνον το άνθρώπινον σώμα, την δε ψυχήν ούκ έλαβε, καθώς έλεγον οι Αρειανοί ουδέ έλαβε την ψυχήν, τον δε νουν ούκ έλαβε, της Θεότητος αντί ψυχής και νοός εν αύτφ ενεργούσης, καθώς έβλασφήμει ο ανους Άπολινάριος[4], άπαγε! αλλά ουσιώθη όλον τον άνθρωπον τέλειον τον έκ σώματος και ψυχής και νου συναπαρτιζόμενον, και ήνωσεν αυτόν τη εαυτού υπερθέω υποστάσει ίνα με τό όμοιον σώση το όμοιον: ήτοι με το σώμα όπου προσέλαβε, σώση τό ιδικόν μας σώμα με την ψυχήν την εαυτού, σώση την ιδικήν μας ψυχήν και με τον έαυτού νουν, σώση τον ιδικόν μας νουν. Διότι αν ο Κύριος δεν έπροσλάμβανε ψυχήν και νουν, ήθελαν μείνη βέβαια ανιάτρευτα, η ιδική μας ψυχή, και ο νους· «Το γαρ απρόσληπτον αθεράπευτον ο δε ήνωται τω Θεω, τούτο και σώζεται»· θεολογεί Γρηγόριος ο Θεολόγος εν τη προς Κληδόνιον πρώτη επιστολή, και ο έκ Δαμασκού Ιωάννης ο παρά του Θεολόγου τούτο ερανισάμενος. Πάντα λοιπόν τα φυσικά Ιδιώματα και συστατικά της ανθρωπίνης φύσεως ο Κύριος έλαβε χωρίς μόνης αμαρτίας αύτη γάρ ού συστατική έστι της ανθρωπινής φύσεως, αλλά φθαρτική, ώς παρά φύσιν ούσα και αληθώς και πραγματικώς εγένετο τέλειος άνθρωπος, και ουχί κατά φαντασίαν. "Οθεν ας κρημνισθοϋν και ας καταισχύνονται οι τούτο φλυαρούντες Θεομάχοι Παίδες του Μάνεντος πρότερον, και οι Μονοφυσίται ύστερον[5].
Αγνήν δε Παρθένον ωνόμασε την Θεοτόκον κατά τον Ίωάννην τον Ζωναράν διότι όχι μόνον ήτον Παρθένος κατά τό σώμα, ως μη γνούσα πείραν ανδρός, αλλ' ήτον ακόμη αγνή και καθαρά και κατά τον λογισμόν, χωρίς να δεχθη καμμίαν προσβολήν λογισμού ρυπαρού εις την παναγίαν ψυχήν της. Πολλαί γάρ γυναίκες είναι μέν Παρθένοι κατά το σώμα, δεν είναι όμως και αγναί κατά τον λογισμόν καθότι αύταί δέχονται λογισμούς αισχρούς και ρυπαρούς εις την ψυχήν αυτών και τον νουν, και ποιούσι συνδυασμούς και συγκαταθέσεις· όθεν είναι κατά την ψυχήν πόρναι και ακάθαρτοι ενώπιον του Θεού. Η δε Κυρία Θεοτόκος ήτον και κατά τα δύο καθαρά και αμόλυντος: και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν, και κατά την πραξιν και κατά τον λογισμόν. "Οθεν ο Ιεζεκιήλ αινιγματωδώς είπε περί αυτής «Και ιδού δόξα Θεού Ισραήλ ήρχετο κατά την οδόν την προς ανατολάς (ήτοι εις την ψυχήν της Παρθένου), και η γη (ήτοι το σώμα της Παρθένου) έξέλαμπεν ως φέγγος από της δόξης κυκλόθεν»(Ίεζ. μγ' 2).
Ιδού και τα λόγια του Ζωναρά ερμηνεύοντος το Θεοτοκίον του β' ήχου της οκτωήχου, το λέγον «Αγίων Άγίαν σε κατανοούμεν,... αμόλυντε Παρθένε». «Και τούτο δε ως εξαίρετον της Θεομήτορος έφη ο Μελωδός Παρθένοι μεν γάρ πολλαί γεγόνασι και εισίν, αλλ' ουδεμία αυτών κληθείη άν αμόλυντος· ότι καν την κατ’ ενέργειαν διαφεύγωσιν αμαρτίαν, αλλά την κατά νουν ούκ άν τις δύναιτο διαφεύξασθαν η γάρ των λογισμών προσβολή ούκ έφ' ήμιν προσβαλλουσών δε τών ακαθάρτων εννοιών, προσπαλαίει ταύταις ο νους. και ει μέν η ορθή νικήσει κρίσις, απορραπίζεται το ενθύμιον ει δε μη, εις συγκατάθεσιν εξολισθαίνει ο λογισμός. Και αυτη δε αμαρτία εστίν η καλούμενη κατά διάνοιαν καν γάρ υπό της θείας χάριτος φυλαχθη ο συγκαταθέμενος και την πραξιν εκφύγη, αλλά δια την συγκατάθεσιν ήμαρτεν. η δε του Κυρίου Μήτηρ μηδέ κατά τον νουν μολυνθηναί ποτέ πιστεύεται· διο και αμόλυντος κέκληται». Αγνή δε και αμόλυντος το αυτό είναι σχεδόν.
Τροπάριον.
Σοφία Λόγος και Δύναμις, Υιός ων του Πατρός και απαύγασμα, Χριστός ο Θεός Δυνάμεις λαθών, όσας υπερκοσμίους, όσας εν γη, και ενανθρωπήσας ανεκτήσατο ημάς ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Από διάφορα μέρη των θείων Γραφών ερανίζεται το Τροπάριον τούτο ο Ιερός Μελωδός έκ μεν γάρ της προς Κορινθίους πρώτης του Παύλου επιστολής ερανίσθη το «σοφία και δύναμις» γράφει γάρ εκείνος «Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεου σοφίαν»(α' Κορ. α' 24). Φανερώνει δε με τα λόγια ταύτα ο Παύλος, ότι ο Χριστός καθό Θεός είναι δύναμις και σοφία του Πατρός σοφία όμως και δύναμις ουχί ανυπόστατος, καθώς είναι αα αλλαι επί Θεού ενέργειαι, αι οποίαι αν και είναι ουσιώδεις και φυσικαί, δεν είναι όμως και ενυπόστατοι: ήτοι δεν έχουν ιδίαν υπόστασιν, καθώς έχει ιδίαν υπόστασιν ο Πατήρ, ο Υιός, και το Πνεύμα το "Αγιον αλλ' είναι ο Υιός σοφία και δύναμις του Πατρός ενυπόστατος και τελείαν έχων υπόστασιν διό και πρέπει πάντοτε να προστίθεται εις αυτά το, ενυπόστατος κατά τον Θεσσαλονίκης μέγαν Γρηγόριον[6]. Το δέ, Λόγος εδανείσθη από τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην λέγοντα «Έν αρχη ήν ο Λόγος»(Ιωάν. α' 1). Λόγος όμως ζών και ένυπόστατος, δι ού τα πάντα εγένετο κατά τον αυτόν Ίωάννην, και δι' ού οι ουρανοί έστερεώθησαν κατά τον Δαβίδ, και ουχί λόγος ανυπόστατος και εις αέρα χεόμενος. Το δε Υιός ερανίσθη από τον Ματθαίον και από τους άλλους Ευαγγελιστάς· «Ουτός έστιν ο Υιός μου ο αγαπητός»(Ματθ. γ' 17). Το δε απαύγασμα ερανίσθη από την προς Εβραίους επιστολήν, εν η γράφει ο Παύλος «Ος ών απαύγασμα της δόξης»(Έβρ. α' 3) ίνα διά τούτου δείξη την προς το αναρχον και πρώτον Φως, τον Πατέρα δηλαδή, φυσικήν οικειότητα.
Ούτος λοιπόν, λέγει, ο Χριστός και Θεός, η του Θεού σοφία η ακατάληπτος, ο Λόγος ο ένυπόστατος, η άπειρος δύναμις, ο αγαπητός Υιός, και το της Πατρικής δόξης απαύγασμα, λανθάσας όλας τας Δυνάμεις, τόσον τας υπερκοσμίους των αγίων Αγγέλων, όσον και τας των επιγείων Δαιμόνων η Ανθρώπων άγνωστον γάρ ήτον και Άγγέλοις και ανθρώποις το της ενανθρωπήσεως Μυστήριον διο και ο Χριστός Αγγελος της μεγάλης και απόκρυφου βουλής της περί της ενσάρκου ταύτης Οικονομίας λέγεται. Ταύτας, λέγω, τας Δυνάμεις λανθάσας, και από αυτάς κρύψας τον τρόπον του Μυστηρίου[7] Εγινε τέλειος άνθρωπος, και ούτως άνεκτήσατο πάλιν τώρα και άνέπλασεν ήμδς τους ανθρώπους, τους οποίους έκτήσατο και έπλασε πρότερον.
[1]Οθεν έφη και ο Θεολόγος Γρηγόριος «Χριστός διά την Θεότητα (ώνομάσθη δηλ.) χρίσις γάρ αύτη της ανθρωπότητος, ούκ ενεργεία κατά τους άλλους χριστούς αγιάζουσα, παρουσία δε όλου του χρίοντος· ής έργον άνθρωπον άκουσαι το χρίον και Θεού τό χριόμενον»(Λόγος β' περί Υιού)
[2] Όθεν ου καλώς κατηγορούσι τινές το Θεοτοκίον εκείνο τό λέγον «Ίθυνε προς ταύτην δε, ο έκ σου σαρκωθείς Θεός και Άνθρωπος», ώς ού καλώς είρημένον το γάρ σαρκωθείς χρόνου ον περασμένου δηλοί, ότι ο έκ σου γεννηθείς ήτον Θεός όμοΰ και "Ανθρωπος, και ου Θεός γυμνός, καθώς έλεγον οί κατά φαντασίαν τόν Χριστόν επιδημούντα φρονούντες: ήτοι οι Μανιχαίοι ουδέ "Ανθρωπος ψιλός, καθώς ελεγεν ο Νεστόριος.Ούτω και ο θειος Ιωάννης ο Δαμασκηνός είπεν «Ού Θεόν άσώματον, ουδέ πάλιν άνθρωπον ψιλόν προήγαγεν (ήτοι έγέννησεν) η αγνή Κόρη και σεμνή, άλλ' άνθρωπον τέλειον και άψευδή, τέλειονΘεόν». Έπεξηγηματικόν δε του, σαρκωθείς είναι τό, Θεός και "Ανθρωπος: ήγουν δς τις είναι Θεός και "Ανθρωπος. Μερικοί δε κατηγορούν τό Θεοτοκίον αυτό κατά την σύνταξιν καθότι η μετοχή ρεύσαντα δέν έπρεπε νά συνταχθη μέ την αΐτιατικήν τόν 'Αδάμ, ώς πόρρω ούσαν, αλλά μέ την δοτικήν τη Εΰα, ώς προσεχεστέραν, και να είπη ρευσάση ζωής άλλ' ίσως είπε ρεύσαντα διά τό μέλος.
[3] Συμφώνως με τα ανωτέρω λέγει και ο έκ Δαμασκού Ιωάννης βιβλίο γ' κεφ. μη' του Θεολογικού «Επειδή Θεότητός ελπίδι ο εχθρός δελεάζει τον "Ανθρωπον, σαρκός προβλήματι δελεάζεται. Και δείκνυται άμα τό αγαθόν και το σοφόν, το δίκαιον τε και το δυνατόν του Θεού το μέν αγαθόν, ότι ού παρεϊδε του οικείου πλάσματος την ασθένειαν, άλλ' έσπλαγχνίσθη έπ’ αύτω πεσόντι, και χείρα ώρεξε· το δίκαιον, ότι ανθρώπου ήττηθέντος, ούχ έτερον ποιεί νικήσαι τόν τύραννον, ουδέ βία έξαρπάζει του θανάτου τον ανθρωπον, αλλ’ ον πάλαι διά της αμαρτίας καταδουλούται ο θάνατος, τούτον ο αγαθός και δίκαιος νικητήν πάλιν πεποίηκε, και τω ομοίω το όμοιον άνεσώσατο, όπερ απορον ήν το δε σοφόν, ότι εύρε του απόρου λύσιν ευπρεπέστατην την δε δύναμιν, ότι Θεός ών τέλειος, άνθρωπος τέλειος γίνεται, δι ου η άπειρος του Θεού εμφανίζεται δύναμις τί γάρ μείζον του γενέσθαι τον Θεόν ανθρωπον».
[4]Ορα εις την α' Έπιστολήν προς Κληδόνιον Γρηγορίου του Θεολόγου.
[5]"Ακουσον δε πως ερμηνεύει τό «Κλίνας Ουρανούς κατέρχεται» ο έκ Δαμάσκου Ιωάννης βιβλίω γ' Κεφάλαιον μη' τοϋ Θεολογικού. «Ό εν μορφή Θεού υπάρχων, κλίνας Ουρανούς κατέρχεται: τουτέστι τό άταπείνωτον αύτού ΰψος άταπεινώτως ταπεινώσας συγκατάβασιν αφραστόν τε και άκατάληπτον συγκατέβη· (τούτο γάρ δηλοί η κατάβασις) και Θεός ών τέλειος, άνθρωπος τέλειος γίνεται, και επιτελείται τό πάντων καινών καινότατον, τό μόνον καινόν Οπό τόν "Ηλιον, δι* ού η άπειρος τοϋ Θεοΰ εμφανίζεται δύναμις τί γάρ μείζον τοϋ γενέσθαι τόν Θεόν ανθρωπον»
[6]Ο δε "Αγιος Μάρκος ο Εφέσου οΰτω Θεολογεί κερί τούτων. «Ούχ' ούτω σοφία και δύναμις τοϋ Πατρός εστίν Ο Υίός, ώς Υιός η Λόγος Υιός μέν γάρ και Λόγος οΟτως εστί του Πατρός, ώς μή δντος αότου (τοϋ Πατρός δηλ.) Υιού, μηδέ λόγου· σοφία δε και δύναμις ο Υιός οϋτως εστί του Πατρός, ώς και αύτοϋ σοφίας και δυνάμεως δντος, και ού σοφοϋ και δυνατού μόνον σοφία γάρ εστίν έκ σοφίας, και δύναμις έκ δυνάμεως, ώσπερ Θεός έκ Θεου και φως έκ φωτός. Λέγεται δε του Πατρός σοφία και δύναμις ο Υιός, ώς δλην αύτοϋ την σοφίαν και δύναμιν έχων, ώς αν εΐκών αρχετύπου. Άλλα και τό Πνεύμα τό Αγιον ουδέν ήττον σοφία εστί και δύναμις» (Κεφάλαιον λδ'). "Ορα και τό ρητόν τοϋ Θεσσαλονίκης Γρηγορίου εν τη ερμηνεία τοΰ ΕΊρμοϋ της Τρίτης 'φδής τοϋ Κανόνος της Κοιμήσεως, τοΰ λέγοντος «Ή δημιουργική και συνεκτική των απάντων Θεοϋ σοφία και δύναμις».
[7]Ειπον δε ότι ο Κύριος έκρυψε τον τρόπον του Μυστηρίου από τας Αγγελικάς Δυνάμεις, ακολουθών τω φερωνύμως καλουμένω Μαξίμω (Μάξιμος γάρ λατινιστί μέγιστος ερμηνεύεται), ο όποιος εν τη μβ' ερωτήσει, «Πώς λαθεϊν λέγεται τας Ουράνιους Δυνάμεις η του Κυρίου ενανθρώπησις, οπόταν εύρίσκωμεν, ότι και αι Προφητείαι αι πρό του Κυρίου δι Αγγέλων γεγόνασι, και την σύλληψιν της Παρθένου ο Γαβριήλ ευαγγελίζεται; και τους Ποιμένας Αγγελοι μυσταγωγουσιν» αποκρίνεται ούτως ο Άγιος. «Οτι μέν ήδεισαν οι Αγγελοι την μέλλουσαν εσεσθαι επί σωτηρία των ανθρώπων του Κυρίου ενανθρώπησιν, ου δει αμφιβάλλειν εκείνο δε ελαθεν αυτούς: η ακατάληπτος του Κυρίου σύλληψις και ο τρόπος, πως όλος εν τω Πατρί ών, και όλος ών εν πασι και πάντα πληρών, όλος ην εν τη γαστρί της Παρθένου». Σημείωσαι ότι το «Δυνάμεις λαθών» έδανείσθη ο Μελωδός από τον εις τον Ευαγγελισμόν λόγον τον επιγραφόμενον τω Χρυσοστόμω, ου η αρχή «Πάλιν χαράς ευαγγέλια» εκεί γάρ ο Χρυσορρήμων εισάγει τον Πατέρα λέγοντα προς τον Γαβριήλ «Σοι μόνω θαρρώ το Μυστήριον λαθείν δε θέλω πάσας τας εν Ούρανω Δυνάμεις». Τούτο βέβαιοι και το Τροπάριον του πρώτου ήχου το λέγον «Ύπερκοσμίους γαρ λαθών και ταξιαρχίας επί σε ο ών καταβέβηκεν». Αλλά και αυτός ο Γαβριήλ ερωτηθείς παρά της Παρθένου ζητούσης να μάθη τόν τρόπον του Μυστηρίου, δεν εδυνήθη να φανέρωση αυτόν, αλλά επί το Αγιον Πνεύμα κατέφυγεν ως μόνον είδος αυτόν. «Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ού γινώσκω; και αποκριθείς ο Αγγελος είπε Πνεύμα Αγιον έπιλεύσεται έπί σέ»(Λουκ. α' 3435). "Ορα και την ερμηνείαν του «Ζητείς παρ' έμού γνώναι Παρθένε» της Γ' 'Ωδής του Ευαγγελισμού.