Σάββατο 30 Απριλίου 2022

Ομιλία εις την Νέα Κυριακή και εις τον Απόστολο Θωμά


Ομιλία εις την Νέα Κυριακή και εις τον Απόστολο Θωμά 
Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος


Έρχομαι επειγόντως να καταβάλω την οφειλή μου. Διότι, αν και είμαι πτωχός, βιάζομαι να αποσπάσω οπωσδήποτε την ευγνωμοσύνη σας. Είχα δώσει υπόσχεση να φανερώσω την απιστία του Θωμά, και τώρα έρχομαι να την εκπληρώσω.

Η πρόθεσίς μου είναι να εξοφλώ πρώτα τις παλαιότερες οφειλές, για να μη με πιέζουν οι τόκοι που συγκεντρώνονται. Συνεργασθείτε μαζί μου στην καταβολή του χρέους, και ικετεύσετε τον Θωμά να ευλογήση τα χείλη μου με την αγία δεξιά του, με την οποίαν ήγγισε την πλευρά του Δεσπότου, ώστε να νευρώση την γλώσσα μου, για να σας εξηγήσω αυτά που ποθείτε. Και εγώ, ενθαρρυνόμενος με τις πρεσβείες του Αποστόλου και μάρτυρος Θωμά, διακηρύττω την αρχικήν αμφιβολία και την τελικήν ομολογία του, η οποία έγινε κρηπίς και Θεμέλιο της Εκκλησίας μας.

Όταν εισήλθε ο Σωτήρ κεκλεισμένων των θυρών εκεί όπου είχαν συγκεντρωθή οι μαθηταί του και εξήλθε πάλι με τον ίδιο τρόπο, απουσίαζε μόνον ο Θωμάς. Ήταν κι αυτό έργο της θείας οικονομίας, ώστε η απουσία του μαθητού να γίνη πρόξενος περισσοτέρας ασφαλείας και βεβαιότητος. Διότι, εάν παρευρίσκετο ο Θωμάς, δεν θα αμφέβαλλε. Και αν δεν αμφέβαλλε, δεν θα ζητούσε να περιεργασθή. Εάν δεν ζητούσε, δεν θα ψηλαφούσε. Και εάν δεν ψηλαφούσε, δεν θα ανεκήρυττε τον Χριστό Κύριον και Θεόν. Εάν δεν τον είχε αποκαλέσει Κύριον και Θεόν, εμείς δεν θα είχαμε διδαχθή να τον δοξολογούμε με τον τρόπον αυτόν. Ώστε και με την απουσία του ο Θωμάς μας ποδηγέτησε προς την αλήθεια και με την παρουσία του ύστερα μας εβεβαίωσε περισσότερο στην πίστη. 
Έλεγαν λοιπόν οι μαθηταί, όταν ήλθε αργοπορημένος: «Εωράκαμεν τον Κύριον», είδαμε αυτόν που είπε: «εγώ ειμί το φως του κόσμου». Είδαμε αυτόν που είπε: «εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή και η αλήθεια». Είδαμε την αλήθεια των λόγων να λάμπη μέσα στα γεγονότα. Είδαμε αυτόν που είπε: «μετά τρεις ημέρας εγείρομαι», και βλέποντας την ανάσταση, επροσκυνήσαμε τον αναστάντα. Τον ακούσαμε που μας είπε: «ειρήνη υμίν», και μεταστρέψαμε την ζάλη της λύπης σε γαλήνια ευφροσύνη.

Αντικρίσαμε τα χέρια του που εδέχθησαν τις αιχμές των καρφιών, τα χέρια που κατηγορούν την λύσσα των θεομάχων θηρίων. Αντικρίσαμε τα χέρια που μας ύφαναν την αφθαρσία, αντικρίσαμε και την πλευράν που φανερώνει λαμπρότερα από κάθε κήρυκα την ευσπλαχνία του πληγωμένου. Αυτήν την πλευρά την οποίαν υμνούν οι άγγελοι και ευλαβούνται οι πιστοί και φρίττουν οι δαίμονες. Υποδεχθήκαμε και εμφύσημα θείον από το θείον στόμα του, εμφύσημα πνευματικόν, εμφύσημα που σκορπίζει κάθε χάρη.

Εχειροτονηθήκαμε από τον Κύριο, κύριοι της αφέσεως των πλημμελημάτων. Αποκτήσαμε και το δικαίωμα να κρίνωμε τους αμαρτωλούς, αφού μας έδωσε αυτήν την εντολή: «αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς. Αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται». Τέτοια λόγια είχαμε την βαθειά χαρά να ακούσωμε από τον Σωτήρα, τέτοιες δωρεές απολαύσαμε. Διότι δεν ήταν δυνατόν να μην πλουτήσωμε, αφού ευρήκαμε πλούσιον Δεσπότη. Αλλά μόνο συ έμεινες πτωχός, αφού απουσίαζες.

Και τι τους είπεν ο Θωμάς; Είδατε τον Κύριο; Καλώς. Αυτόν λοιπόν που είδατε, να τον σέβεσθε περισσότερο. Αυτόν που παρατηρήσατε, μην παύσετε να τον κηρύττετε. Εγώ όμως «εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω». Και σεις δεν θα είχατε πιστεύσει εάν πρώτα δεν εβλέπατε. Έτσι κι εγώ, εάν δεν ίδω, δεν θα πιστεύσω.

Μείνε, Θωμά, σταθερός στον πόθο σου αυτόν, διατήρησε τον ζήλο σου, ώστε βλέποντας εσύ να βεβαιωθή η ψυχή μου. Ζήτησε με επιμονή αυτόν που είπε: «Ζητείτε και ευρήσετε». Μην παύσης να ερευνάς ειλικρινώς, εάν δεν εύρης τον θησαυρό που ζητείς. Μην παύσης να κρούης την θύρα της αναντιρρήτου γνώσεως, μέχρι να σου την ανοίξη αυτός που είπε: «κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν». Αγαπώ τον διχασμό των λογισμών σου, επειδή αναιρεί κάθε διχασμό.

Αγαπώ την φιλομάθειά σου επειδή καταλύει κάθε φιλονεικία. Χαίρομαι να σε ακούω πολλές φορές να λέγης: «εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, ου μη πιστεύσω». Διότι με το να απιστής εσύ, εγώ μαθαίνω να πιστεύω. Σκάπτοντας εσύ με την δικέλλα της γλώσσης το θείον σώμα, εγώ ακόπως θερίζω τον καρπό και τον συλλέγω για μένα. 
Εάν δεν ιδώ με τα ίδια μου τα μάτια τις πληγές τις οποίες άνοιξαν οι ασεβείς στα άγιά του χέρια, δεν πρόκειται να συγκατατεθώ στους λόγους σας. Εάν δεν βάλω το ίδιο μου το δάκτυλο στα κοιλώματα των καρφιών, δεν θα δεχθώ την καλή σας αγγελία. Εάν δεν κρατήσω με το χέρι μου το ίδιο την πλευρά του ευρισκομένου πέραν από κάθε υποψία μάρτυρος της Αναστάσεως, δεν ημπορώ να πιστεύσω στο δόγμα σας. Διότι κάθε λόγος γίνεται ισχυρός και βέβαιος, αν δεχθή την συνηγορία από τα γεγονότα. Και κάθε λόγος που στερείται την από τα έργα μαρτυρία, εξαφανίζεται στον αέρα. Έχω να κηρύξω στους ανθρώπους τα θαύματα του Διδασκάλου. 
Πώς λοιπόν θα διηγηθώ με λόγια εκείνα που δεν παρέλαβα με τους οφθαλμούς μου; Πώς θα πείσω τους απίστους να πιστεύσουν αυτά τα οποία ούτε εγώ έχω παρακολουθήσει; Να ειπώ στους Ιουδαίους και στους Έλληνες ότι είδα τον Κύριό μου να σταυρώνεται, δεν τον είδα όμως αναστημένο, παρά μόνον ήκουσα; Και ποίος δεν θα περιπαίξη τα λόγια μου; Ποίος δεν θα περιφρονήση το κήρυγμά μου; Άλλο είναι η απαγγελία λόγων, και άλλο η εμπειρία των πραγμάτων. 
Αυτούς τους αμφιβόλους λογισμούς είχεν ο Θωμάς, όταν μετά από οκτώ ημέρες επαρουσιάσθη πάλιν ο Κύριος στους συνηθροισμένους μαθητάς του. Άφησε πρώτα τον Θωμά, κατά τις ημέρες που παρεμβάλλονται, να κατηχηθή από τους συμμαθητάς του, παραχωρώντας έτσι να αναφλεγή από την δίψα της συναντήσεώς του. Και όταν η ψυχή του άναψε από τον σφοδρό πόθο της θέας, τότε, την κατάλληλη στιγμή, ο ποθούμενος απεκαλύφθη σ’ αυτόν που τον ποθούσε. 
Και το έκανε αυτό με τον ίδιον τρόπον, όπως πριν, κεκλεισμένων των θυρών, και πάλι, όπως την πρώτη φορά, τους είπε: «ειρήνη υμίν», για να ταυτισθή το γεγονός με το θαύμα, για να βεβαιώση την αναγγελία των Αποστόλων και για να παραστήση την ακρίβεια της δευτέρας επισκέψεώς του. «Είτα λέγει τω Θωμά. Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε, και ίδε τας χείρας μου». Ω ύψος απεράντου φιλανθρωπίας! Ω πέλαγος αμετρήτου συγκαταβάσεως! Δεν επερίμενε την προσέλευση του μαθητού, δεν ανέμεινε να προσέλθη αυτός που είχε ανάγκη, να παρακαλέση και να επιτύχη αυτό που ήθελε. 
Δεν τον εστέρησε ούτε για λίγο από την εκπλήρωση της επιθυμίας, αλλά αυτός ο ίδιος ο ποθούμενος προσείλκυσε κοντά του δια της βίας τον εραστήν, ο ίδιος έσυρε με την φωνή, στην πληγή το δάκτυλο αυτού που την ποθούσε, ο ίδιος με την Δεσποτική του γλώσσα ετράβηξε το δουλικό χέρι λέγοντας σ’ αυτόν: «φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείρας μου». Ήκουσα, Θωμά, απών ως άνθρωπος, παρών όμως ως Θεός, αυτά τα οποία είπες στους αδελφούς σου. 
Ήμουν μαζί σας κατά την θεότητα, αν και αποχωρισμένος κατά την ανθρωπότητα. Θέλεις να σου υπενθυμίσω τα λόγια σου; Δεν είπες: «έαν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω»; Από τα χείλη σου δεν εξήλθαν τα λόγια αυτά; Αυτά τα λόγια δεν εκφράζουν τους λογισμούς σου; Γι’ αυτά λοιπόν ήλθα πάλι, για τα οποία αμφιβάλλεις. Γι’ αυτό ήλθα πάλι κοντά σας, είμαι εδώ γι’ αυτά ακριβώς που επιθυμείς. 
Για σε τον ένα ήλθα και τώρα κοντά σου, εγώ που κατήλθα από τους ουρανούς για το πλανώμενο πρόβατο, χωρίς να εγκαταλείψω τους ουρανούς. Μη λοιπόν διστάσης να μάθης αυτά που ποθείς, μην εντραπής να περιεργασθής αυτά που επιζητείς. Μην αποφύγης να βάλης το δάκτυλό σου επάνω στα ίδια μου τα χέρια. Ανέχομαι και τα περίεργα δάκτυλα, όπως ανέχθηκα και τα καρφιά. Υπομένω την περιέργεια του φίλου, όπως υπέμεινα την επίθεση των εχθρών. 
Όταν εσταυρώθηκα από τους εχθρούς, δεν ηγανάκτησα, και δεν θα υποφέρω την δική σου έρευνα; «Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείρας μου», που ετραυματίσθησαν για σας, για να θεραπευθούν τα τραύματα των ψυχών σας. «Ίδε τας χείρας μου» και αναλογίσου αν είμαι εκείνος ο οποίος εκουσίως εσταυρώθη ή μήπως κάποιος άλλος; «Ίδε τας χείρας μου», που άφησα να διατηρήσουν τα σύμβολα της ιουδαϊκής μανίας, ώστε όταν με την συνηθισμένη αναίδειά τους οι Ιουδαίοι κατά την ημέρα της κρίσεως, μου ειπούν ότι εμείς, Κύριε, δεν σε εσταυρώσαμε, τότε θα δείξω σ’ αυτούς που με επολέμησαν τα χέρια μου με τα αποτυπώματα των πληγών, και θα εντροπιάσω τους Ιουδαίους μόλις με αντικρύσουν. Κοίτα τα χέρια μου και μη νομίσης ότι η αλήθεια της Αναστάσεως είναι φαντασία. Κράτα τα χέρια αυτά ως ομήρους της ιδικής σας αναγεννήσεως. 
Κράτα τα χέρια αυτά ως άγκυρα που ανειλκύσθη από τον βυθό του Άδου. Μη φοβηθής κανένα βιοτικόν χειμώνα, καμμία ζάλη κοσμική μη σε τρομάξη, μη φοβηθής τους αντιθέτους ανέμους, μη φροντίσης καθόλου για τις καταιγίδες και τους σκοπέλους της θαλάσσης των εχθρών. Πλεύσε με θάρρος το πέλαγος του βίου, πλεύσε κρατώντας δυνατά την άγκυρα του πνεύματος, πλεύσε προσέχοντας στον ουρανό σαν σε λιμάνι, πλεύσε φοβούμενος μόνο της ιδικής μου αρνήσεως το ναυάγιο. 
Περιγέλασε τον θάνατον ως νεκρό, περίπαιξε την φθοράν ως ανίσχυρη, χαιρέτισε τον υπέρ εμού θάνατον ως αρχήν εσωτερικής ζωής και «φέρε την χείρά σου, και βάλε εις την πλευράν μου…». Άντλησε με το χέρι σου από την κρήνην αυτήν της ζωής το νάμα που ποθείς και παρηγόρησε την δίψα σου. «Φέρε την χαρά σου, και βάλε εις την πλευράν μου», τοποθέτησε το χέρι σου μέσα στο ιατρείο της φύσεως και απόβαλε το δηλητήριο της προαιρέσεώς σου. 
Ανέχομαι άγγιγμα χεριού που με αγαπά, εγώ που εδέχθην την πληγή της λόγχης. «Φέρε την χείρά σου, και βάλε εις την πλευράν μου», ώστε να ημπορής να λέγης σε όσους αντιστέκονται στην αλήθεια, ότι μετά την Ανάσταση με είδες και με εξέτασες και με εψηλάφησες με ακρίβεια. «Φέρε την χείρα σου, και βάλε εις την πλευράν μου», διότι για σε την διετήρησα έτσι, εγώ ο οποίος εθεράπευσα τα σώματα και τις ψυχές των άλλων, προγνωρίζοντας ως Θεός ότι θα θελήσεις να την ιδής σ’ αυτήν την κατάσταση, ώστε βλέποντας συ τα ίχνη του πάθους της σαρκός μου, να θεραπεύσης το πάθος της ψυχής σου.

«Φέρε την χείρα σου, και βάλε εις την πλευράν μου» την οποίαν εφύλαξα έτσι όπως την βλέπεις, ώστε, όταν επανέλθω από τους ουρανούς και καθίσω Κριτής ζώντων και νεκρών, να ιδούν οι Ιουδαίοι ενώπιον των οφθαλμών τους να φανερώνωνται τα έργα της κακής εργασίας τους, και να γίνουν αυτοκατάκριτοι. «Και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός». Είναι κακόν η απιστία. Βυθίζει τον νουν. Η πίστις τον εξυψώνει στον ουρανό. Η απιστία τυφλώνει την ψυχή η πίστις φωτίζει τους λογισμούς. Η απιστία και τα αόρατα τα βλέπει καθαρά. Ο άπιστος έχει πλήρη άγνοια. «Μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός». 
Αποδίωξε το νέφος της απιστίας και κοίτα τις καθαρές ακτίνες της πίστεως. Πάρε όλα τα εφόδια για να γίνης άξιος Απόστολος της θεότητός μου. Γίνε όπως πρέπει να είναι εκείνος που συνανεστράφη μαζί μου, και είχε τις εμπειρίες που είχες εσύ. Ομοίως με τους άλλους Αποστόλους εκλήθης, ομοίως με αυτούς ετιμήθης, ομοίως με αυτούς εξοπλίσου. Τα ίδια με εκείνους είδες και συ, σου ενεπιστεύθην σαν φίλο όλο μου το μυστήριο, όπως και σ’ αυτούς. 
Ομοίως με αυτούς κήρυττε την δύναμή μου. Μην ειπής πάλι για δευτέρα φορά: «εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, ου μη πιστεύσω». Όσον είμαι μαζί σας, όπως θέλης ημπορείς να με περιεργασθής. 
Όσον έχεις κοντά σου το ουράνιον κλήμα, εξερεύνησε όλους τους κλάδους και τα σταφύλια του. Θα ανεβώ στους ουρανούς από όπου ήλθα στην γη, θα ανέλθω εκεί όπου είμαι, θα ανέλθω ως προς την ανθρωπίνη μου φύσιν εκεί από όπου συγκατέβην για χάρη σας ως προς την θεότητα. 
Θα ανέλθω με τούτο το σώμα, εγώ που χωρίς αυτό έχω εκδημήσει από εκεί, αλλά δεν έπαψα να παραμένω εκεί. Θα ανέλθω με την ιδική σας φύση προς τον πατρικόν κόλπο, εγώ που ευρίσκομαι στους κόλπους του Πατρός. Διότι εξεπλήρωσα το έργο για το οποίον έκαμα όλον αυτόν τον δρόμο. 
Αφού λοιπόν ο Θωμάς ήγγισε τα δεσποτικά χέρια και την θεία πλευρά, και εκυριεύθη από δειλία και χαρά με την θέα αυτών που επεθύμησε, κινεί ευθύς την γλώσσα προς υμνωδίαν αναφωνώντας προς τον Κύριον: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Συ είσαι ο Κύριος και Θεός, συ είσαι και άνθρωπος και φιλάνθρωπος, συ είσαι αξιοθαύμαστος και παράδοξος ιατρός της φύσεως. Δεν αποκόπτεις με νυστέρι τα παθήματα, δεν καυτηριάζεις με φωτιά τις πληγές, δεν αντλείς από τα βότανα την ισχύ των φαρμάκων, δεν επιδένεις με επιδέσμους ορατούς τα πάσχοντα τραύματα. 
Διαθέτεις αοράτους επιδέσμους ευσπλαχνίας, οι οποίοι αοράτως τονώνουν τα καταπονημένα μέλη. Έχεις λόγον οξύτερον από το μαχαίρι, έχεις διδασκαλία πιο δυνατή από την φωτιά, έχεις βλέμμα πιο προσιτό από βάλσαμο. Ως δημιουργός, χωρίς δαπάνη και αντίτιμο, αγιάζεις το δημιούργημά σου. Ως πλάστης, χωρίς να κοπιάσης, μεταπλάττεις τα πλάσματά σου. 
Συ εκαθάρισες λεπρούς με το θέλημά σου, συ έκαμες χωλούς να τρέχουν, συ έδωσες στους παραλύτους να σηκώσουν τα κρεβάτια τους, συ επρόσταξες εκ γενετής τυφλούς να ξεπλύνουν το σκοτεινό τους κάλύμμα, συ εξώρισες τους δαίμονες από τα πλάσματά σου, συ συνελήφθης με την θέλησή σου από τους εχθρούς, συ έπαθες τα πάντα από τους Εβραίους εκουσίως προς χάριν μου. «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Ανεγνώρισα τον Δεσπότη μου, ανεγνώρισα τον αλιέα μου και φύλακα, τον Βασιλέα και Κύριό μου. «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Πιστεύω, Κύριε, στην οικονομία σου, πιστεύω στην συγκατάβασή σου, πιστεύω στην πρόσληψη της φύσεώς μου, πιστεύω στον προσκυνητόν Σταυρόν σου, πιστεύω στα Πάθη της σαρκός σου, πιστεύω στον τριήμερόν σου θάνατο, πιστεύω στην Ανάστασίν σου. 
Πλέον δεν εξετάζω. Πιστεύω, δεν φιλολογώ. Πιστεύω, δεν ζυγίζω. Πιστεύω, δεν περιεργάζομαι. Πιστεύω στους οφθαλμούς μου και στα χέρια μου. Αυτά που είδα με εδίδαξαν να μη φιλολογώ. Έμαθα από αυτά τα οποία εψηλάφησα να προσκυνώ και όχι να συγκρίνω με ανθρώπινα μέτρα και σταθμά. Έναν Κύριον και Θεόν γνωρίζω μόνον, τον Δεσπότην Χριστό, ω η δόξα και το Κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

Ερμηνεία εις τον Κανόνα ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ - Ωδή η’

 

Του Οσίου πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου
Ερμηνεία εις τον Κανόνα 
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ  
Ήτοι της λαμπροφόρου Αναστάσεως του Κυρίου

Ποίημα όντα Ιωάννου του Δαμασκηνού 

 

Ωδή η’. Ο Ειρμός
Αύτη η κλητή, και αγία ημέρα, η μία των σαββάτων, η βασιλίς και κυρία εορτών εορτή, και πανήγυρίς εστι πανηγύρεων, εν η ευλογούμεν, Χριστόν εις τους αιώνας.
Ερμηνεία.
Με πολλά και υψηλά και ένδομα ονόματα και επίθετα ονομάζεται εν τω Τροπαρίω τούτω υπό του Μελωδού η λαμπροφόρος ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου, η και αγία καλουμένη Κυριακή. λέγεται γαρ αύτη κλητή και αγία από τον Μωϋσήν κατά δύο προνόμια. ένα μεν, καθό και ογδόη και τύπος του μέλλοντος αιώνος, και άλλο, καθό είναι ημέρα του Πάσχα. δια το πρώτον μεν λέγει ο Μωϋσής ούτω. «Και η ημέρα η ογδόη κλητή αγία έσται υμίν»(Λευτ. κγ’ 36) . δια το δεύτερον δε λέγει ο αυτός Μωϋσής ταύτα. «Αύται αι εορταί τω Κυρίω κληταί άγιαι, ας καλέσετε αυτάς εν τοις καιροίς αυτών, εν τω πρώτω μηνί εν τη τεσσαρεσκαιδεκάτη ημέρα του μηνός, αναμέσον των εσπερινών Πάσχα τω Κυρίω» (Λευτ. κγ’), ομοίως και η εορτή της Πεντηκοστής, και η εορτη΄της Σκηνοπηγίας (αυτόθι). Τώρα, αν η εορτή του τυπικού Πάσχα ονομάζεται κλητή και αγία, πόσω μάλλον κλητή και αγία πρέπει να ονομάζεται η λαμπροφόρος Κυριακή, ή το αληθινόν και πραγματικόν Πάσχα τον Δεσπότην Χριστόν αναστάντα φέρουσα; Κατά τούτους λοιπόν τους λόγους ωνόμασεν ο Μελωδός κλητήν και αγίαν την λαμπροφόρον ταύτην Κυριακήν του Πάσχα[1].

Ονομάζει δε την Κυριακήν ταύτην ημέραν του Πάσχα και μίαν των Σαββάτων. διότι το Μίαν εδώ Πρώτην δηλοί, καθώς και εν τη Γενέσει ούτως ονομάζεται. «Και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωΐ ημέρα μία» (Γεν. α’ 5). Διατί δε μία αύτη ωνομάσθη και ουχί πρώτη; Διότι αυτή η ημέρα, η Κυριακή δηλαδή, τώρα μεν είναι τύπος του μέλλοντος αιώνος. τότε δε έχει να είναι αυτός εκείνος ο όγδοος αιών, ο ανέσπερον και αδιάδοχον έχων το φως, και μία ημέρα ατελεύτητος ων. όθεν ο μέγας Βασίλειος απορήσας διατί ωνόμασεν αυτήν ο Μωϋσής μίαν και ουχί πρώτην, λέγει. «Ιν’ ουν προς την μέλλουσαν ζωήν την έννοιαν ημών απαγάγη, μίαν ωνόμασε του αιώνος την εικόνα, την απαρχήν των ημερών, την ομήλικα του φωτός, την αγίαν Κυριακήν, την τη αναστάσει του Κυρίου τετιμημένην» . λέγει δε συμφώνως και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος. «Η Κυριακή των ημερών ουκ ογδόη μόνον εστίν από των προ αυτής αριθμουμένη, αλλά και των μετ’ αυτήν εστί πρώτη, ως είναι ταύτην αυτήν εκείνην εκ περιτροπής την καινήν και πρώτην απασών ημέραν, ην ημείς μεν Κυριακήν καλούμεν, ο δε Μωϋσής ου πρώτην, αλλά μίαν προσηγόρευσεν, ως των άλλων υπεξηρημένην και προοίμιον ούσαν της του μέλλοντος αιώνος μιας και ανεσπέρου ημέρας» (Λόγος εις την Καινήν Κυριακήν). Πρώτη ουν είναι η Κυριακή αύτη των άλλων ημερών της εβδομάδος, αι οποία όλαι παρονομάζονται Σάββατα από της κυρίας ημέρα του Σαββάτου. πρώτη λέγεται και των άλλων εορτών των παρά τη Γραφή Σάββατα ονομαζομένην η Κυριακή του Πάσχα, ως εορτάζουσα την εκ νεκρών Ανάστασιν του Κυρίου επί δι’ αυτής όλου του ανθρωπίνου γένους.

Ονομάζει δε την λαμπροφόρον ταύτην Κυριακήν και Βασιλίδα ο Μελωδός, ερανιζόμενος το όνομα τούτο από τον Θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα. «Η βασίλισσα των ωρών (ήτοι η άνοιξις) τη βασιλίδι των ημερών πομπεύει και δωροφορεί παρ’ εαυτής παν ό,τι κάλλιστον και τερπνότατον (Λόγος εις την Καινήν Κυριακήν)» . καθώς γαρ ο Ήλιος λεγεται ότι είναι Βασιλεύς των άλλων αστέρων, και ο νους των άλλων δυνάμεων της ψυχής, και η άνοιξις, των άλλων τριών καιρών του ενιαυτού, και το ρόδον των άλλων ανθέων, και ο άνθραξ των λοιπών πολυτίμων λίθων, και ο αετός των άλλων πετεινών, και ο λέων των άλλων τετραπόδων. ούτω και η αναστάσιμος και λαμπροφόρος αύτη του Κυρίου ημέρα είναι και λέγεται Βασιλίς όλων των άλλων ημερών του ενιαυτού. Καλεί δε την λαμπροφόρον ταύτην, και εορτήν εορτών, και πανήγυριν πανηγύρεων, εκ του εις το Πάσχα λόγου Γρηγορίου του Θεολόγου ταύτα ερανισάμενος. εκεί γαρ ούτος λέγει. «Αύτη εορτών ημίν εορτή και πανήγυρις απνηγύρεων, τοσούτον υπεραίρουσα πάσας, ου τας ανθρωπικάς μόνον και χαμαί ερχομένας (γενέθλια δηλαδή και κουρόσυνα και γαμήλια και όσα όμοια), αλλ’ ήδη και τας του Χριστού και επ’ αυτώ τελουμκένας, όσον αστέρας Ήλιος», Εορτών δε εορτή και πανήγυρις απνηγύρεων λέγεται η αναστάσιμος, ίνα δια της αναδιπλώσεως παραταθή η υπεροχή όπου έχει αύτη εις τας λοιπάς εορτάς, καθώς δηλαδή και το Άσμα των Ασμάτων, και τα Άγια των Αγίων ονομάζονται με σχήμα αναδιπλώσεως δια την υπεροχήν. Συνάγει λοιπόν ότι ουδεμία άλλη ημέρα είναι εορτών εορτή και πανήγυρις πανηγύρεων, ει μη μόνη αύτη η λαμπροφόρος ημέρα, εις την οοίαν υμνούμεν το αναστάντα Χριστόν εις τους αιώνας.

Διατί δε ο Μελωδός είπεν αυτήν Κυρίαν; Δια δύο αίτια. πρώτον και καθαυτό, διότι ούτως ωνομάσθη από του Κυρίου, καθότι εν αυτή, και ουχί εν άλλη ημέρα ανέστη ο Κύριος. όθεν από του Κυρίου ωνομάσθη Κυριακή παρωνύμως. διό αύτη υπέρ τας άλλας ημέρας της εβδομάδος τω Κυρίω είναι καθιερωμένη. Και αν ο Ευσέβιος είπε περί των Κυριακών ναών ότι ούτως ωνομάσθησαν από του Κυρίου, εις το οποίον αφιερώνοντο «Ιερά τεμένη τω πάντων Βασιλεί Θεώ τω δη και των όλων Δεσπότη καθιερώσθαι ένθεν και της του Δεσπότου προσηγορίας ηξίωται τα καθιερωμένα ουκ εξ ανθρώπων τυχόντα της επικλήσεως, εξ αυτου δε του τωνν όλων Κυρίου, παρ’ ό και Κυριακών ηξίωντια των επωνυμιών» (εν τοις επαίνοις του Κωνσταντίνου) αν, λέγω, ο Ευσέβιος είπε ταύτα περί των Κυριακών ναών, με περισσότερον δίκαιον πρέπει να λέγωνται τα αυτά περί της Κυριακής ημέρας, ήτις ουκ εξ ανθρώπων, αλλ’ εκ του Κυρίου των όλων έλαβε την επωνυμίαν. Δεύτερον λέγεται αύτη Κυρία ως άρχουσα και υπερέχουσα των άλλων απασών της εβδομάδος ημερών. Ίδετε προνόμια υψηλά και μεγάλα της αγίας Κυριακής;

Τροπάριον.
Δεύτε του καινού της αμπέλου γεννήματος, της θείας ευφροσύνης, εν τη ευσήμω ημέρα της εγέρσεως, Βασιλείας τε[2] Χριστού κοινωνήσωμεν, υμνούντες αυτόν, ως Θεόν εις τους αιώνας.
Ερμηνεία.
Τρία πράγματα συνειθίζουν να γίνωται κοντά εις τους Χριστιανούς εν τη λαμπροφόρω ημέρα της Αναστάσεως. πρώτον το να σηκώνονται ταχύτερον να υμνολογούν τον αναστάντα Χριστόν, και να γεραίνουν την τούτου Ανάστασιν με θεοπρεπείς δοξολογίας και άσματα. δεύτερον το να ανάπτουν κηρία και λαμπάδας και φώτα δια να προϋπαντούν νοητώς με αυτά τον αναστάντα Δεσπότην, τον δείξαντα εις όλους το φως της εαυτού Αναστάσεως. και τρίτον το να μεταλαμβάνουν τα θεία και άχραντα Μυστήρια του εγερθέντος Σωτήρος όσοι δεν έχουν κανένα εμπόδιον από τους ιερούς Κανόνας, και όσοι είναι προετοιμασμένοι.

Εις ταύτην λοιπόν την τρίτην κανονική και αγιωτάτην συνήθειαν των Χριστιανών: ήτοι εις την Μετάληψιν των αχράντων Μυστηρίων, παρακινεί ημάς ο χαριτώνυμος Ιωάννης δια του παρόντος Τροπαρίου. όθεν ερανιζόμενος το λόγιον εκείνο του Κυρίου, όπερ είπε προς τους Μαθητάς του, «Ου μη πιώ απάρτι εκ τούτουυ τουυ γεννήματος της αμπέλου, έως της ημέρας εκείνης, όταν αυτό πίω μεθ’ υμών καινόν εν τη Βασιλεία του Πατρός μου» (Ματθ. κστ’ 29) (βασιλεία δε του Πατρός ονομάζεται η ανάστασις, κατά τον Χρυσορρήμονα και Θεοφύλακτον), τούτο, λέγω, ερανιζόμενος ο Μελωδός, ούτ λέγει. Ιδού ω Χριστιανοί, ήλθεν η εύσημος και λαμπρά ημέρα της Αναστάσεως και της Βασιλείας του Χριστού, κατά την οποίαν υπεσχέθη να μας δώση την καινήν πόσιν και το γέννημα της αμπέλου. Ελάτε λοιπόν σήμερον, αδελφοί, εν τη επισήμω ταύτη ημέρα, ας πιώμεν από την θεία ευφροσύνην του καινούργιου πόματος της αμπέλου. Θείαν μεν ευφροσύνην είπε, διότι ο πνευματικός αυτός οίνος: ήτοι το μυστικό αίμα του Κυρίου μας, ευφραίνει νοητώς τας καρδίας ημών των κοινωνούντων, κατ’ εκείνο το ψαλμικόν «Και οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου» (Ψαλ. ργ’ 15), καινούργιον δε πόσμα είπε αυτό, διότι αναγκαινίζει και αφθαρτίζει την ημών παλαιότητα και φθοράν. Ελάτε να μεταλάβωμεν των αχράντων Μυστηρίων, ίαν πιόντες από αυτό το καινόν πόμα, εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν, υμνούντες εις τους αιώνας τον χαρισάμενον τούτο εις ημάς Χριστόν τον Θεάνθρωπον[3].

Τροπάριον.
Άρον κύκλω, τους οφθαλμούς σου Σιών, και ίδε. ιδού γαρ ήκασί σοι θεοφεγγείς ως φωστήρες, εκ δυσμών και βορρά, και θαλάσσης, και εώας τα τέκνα σου, εν σοι ευλογούντα, Χριστόν εις τους αιώνας.

Ερμηνεία.
Ο Προφήτης Ησαΐας δίδει την ύλην και την υπόθεσιν του Τροπαρίου τούτου. λέγει γαρ ούτω. «Άρον κύκλω τους οφθαλμούς σου, Σιών, και ίδε συνηγμένα τα τέκνα σου. ήσκασι πάντες οι Υιοί σου μακρόθεν, και αι Θυγατέρες σου επ’ ώμων αρθήσονται» (Ησ. ξ’ 4) και πάλιν. «Ιδού ούτοι πόρρωθεν ήξουσιν. ούτοι από Βορρά και Θαλάσσης, άλλοι δε εκ γης Περσών» (Ησ. μθ’ 12). Ταύτα λοιπόν τα ρητά μελουργών ο θεσπέσιος Ιώαννης, αποτείνεται προς την νέαν Σιών την καθολικήν Εκκλησίαν, κατ’ εξοχήν δε προς την εν Ιερουσαλήμ Εκκλησίαν την Μητέρα των Εκκλησιών, και λέγει ούτως. Ω Νέα Σιών και θεία των ορθοδόξων Εκκλησία, μη βλέπε κάτω πλέον, κατά το σχήμα των πενθούντνω και λυπουμένων, (οι γαρ λυπούμενοι κάτω έχουσι τους οφθαλμούς των. όθεν και κατηφείς λέγονται παρά το, Κάτω φάη: ήτοι τους οφθαλμούς) αλλά σήκωσε επάνω τα ομμάτιά σου και θεώρησον τριγύρω. διότι να ήλθον εις εσέ τα πνευματικά τέκνα σου, των οποίων εγένου Μήτηρ πνευματική δια του αγίου Βαπτίσματος. θεώρησον, λέγω, αυτά πως εσυνάχθησαν από τα τέσσερα μέρη της Οικουμένης, από την Δύσιν, από τον Βορράν, από την Ανατολήν και από την Θάλασσαν, ήγουν από τον Νότον. καθότι από το Νότιον μέρος της Ιερουσαλήμ θάλασσα ευρίσκεται. εσυνάχθησαν δε όλοι οι πνευματικοί Υιοί σου λαμπροί και φωτοφανείς, λάμποντες αληθώς ως φωστήρες θεοφεγγείς, επειδή εδικαιώθησαν δια της Πίστεως του Χριστού, και δια του αγίου Βαπτίσματος.

Ει δε εδικαιώθησαν, άρα είναι γεμάτοι και από φως άρρητον, καθώς είπεν ο Κυριος. «Τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο Ήλιος εν τη δόξη του Πατρός αυτών» (Ματθ. ιγ’ 13) και καθώς λέγει ο Απόστος. «Εν οις φαίνεσθε ως φωστήρες εν Κόσμω, λόγον ζωής επέχοντες», (Φιλιπ. β’ 15). Τουτέστι Ζωτική τοις άλλοις χρηματίζοντες δύναμις, καθώς αυτό ερμηνεύει ο Θεολόγος Γρηγόριος (Λόγος εις το Βάπτισμα) . ο γαρ της δικαιοσύνης Ήλιος Χριστός, ανατείλας από τον τάφον, όχι μόνον εδίωξε το σκότος από τους εις αυτόν πιστέυοντας, αλλά μεταδούς εις αυτούς και από τον θεϊκόν αυτού φως, φωστήερας θεοφεγγείς και άλλους ηλίους αυτούς απειργάσατο. όθεν είπε και ο Νύσσης Γρηγόριος. «Άθλον αρετής Θεόν γενέσθαι και τω ακραιφνεστάτω φωτί καταστράπτεσθαι, της ημέρας εκείνης Υιόν γενόμενον ήτις ου διακόπτεται ζόφω. άλλος γαρ ταύτην ποιεί Ήλιος, ο το αληθινόν φως απατράπτων» (Εν τη επιγραφή του στ’ ψαλμού υπέρ της ογδόης). Όρα και εις το ανωτέρω ρητόν του Ησαΐου ερμηνεύων του Αλεξανδρείας Κυρίλλου εν τω Τροπαίω της πέμπτης Ωδής του Κανόνος των Βαΐων τω λέγοντι. «Σιών Θεού Όρος το άγιον, και Ιερουσαλήμ κύκλω τους οφθαλμούς σου άρον».

Τροπάριον.
Πάτερ παντοκράτορ, και Λόγε και Πνεύμα, τρισίν ενιζομένη εν υποστάσεσι φύσις, υπερούσιε και υπέρθεε, εις σε βεβαπτίσμεθα, και σε ευλογούξμεν, εις πάντας τους αιώνας.
Ερμηνεία.
Άξιον απορίας και ζητήσεως είναι, διατί εις την ημέραν της Αναστάσεως του Κυρίου αναφέρει ο Μελωδός το όνομα του Βαπτίσματος και λέγει «Πάτερ Παντοκράτορ και Λόγε και Πνεύμα, εις Σε βεβαπτίσμεθα»; Εις λύσιν της απορίας λοιπόν λέγομεν ότι ο Κύριος μετά την Ανάστασιν, φανείς εις τους Μαθητάς του εν τω Όρει της Γαλιλαίας, απέστειλεν αυτούς εις το κήρυγμα, παραγγελίας να μαθητεύσουν πρώτον τα Έθνη τα άπιστα και πεπλανημένα, και έπειτα να βαπτίζουν αυτά εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, ούτως ειπών. «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα Έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη’ 19). Δια τούτο και η του Χριστού Εκλκησία συνειθίζει κατά την νύκτα τάυτην της λαμπροφόρου ημέρας να βαπτίζη τους κατηχουμένους. όθεν οι θείοι Απόστολοι εις τας διαταγάς των (Βιβλίο ε’ κεφ. ιθ’) διορίζουν ταύτα. «Εν τη διανυκτερεύσει υμών αναγινώσκοντες τον Νόμον μέχρις αλεκτρυόνων κραυγής, και βαπτίσαντες υμών τους κατηχουμένους, και αναγνώσαντες το Ευαγγέλιον, και προσλαλήσαντες τω λαώ, παύσασθε του πένθους υμών. διό και εν τη ιερά λειτουργία αντί Τρισαγίου ψάλλεται το «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε».

Ταύτα λοιπόν ηξεύρων ο θείος Ιωάννης, και επιστρέφων προς την Αγίαν Τριάδα, ως εκ μέρους όλων κοινώς των βεβαπτισμένων Χριστιανών, και μάλιστα των τότε νεοφωτίστων, ούτω λέγει. Ω Αγία Τριάς, Πάτερ Παντοκράτορ και Λόγε και Πνεύμα, ω φύσις υπερούσιε και υπέρθεε[4], η εν τρισίν υποστάσεσι και προσώποις ενιζομένη κατά το ταυτόν της ουσίας, κατά την μοναρχίαν της εξουσίας, και κατά την ισοτιμίαν της Θεότητος, ημείς όλοι οι Χριστιανοί εβαπτίσθημεν εις το ιδικόν σου όνομα. ημείς όλοι είμεθα ιδικοί σου. ημείς όλοι εσέ λατρεύομεν. και ημείς όλοι εσέ ευλογούμεν εις τους αιώνας. Ταύτα δε λέγει ο Ασματογράφος, όχι ότι η Αγίας Τριάς δεν ηξεύρει ότι εβαπτίσθημεν εις το όνομά της, αλλά τα λέγει δια να τραβίξωμεν εις τον εαυτόν μας πλουσιωτέραν την χάριν και βοήθειαν της Αγίας Τριάδος. ούτω γαρ και ο Προφήτης Δαβίδ, μέλλων να ζητήση σωτηρίαν από τον Θεόν, προλαμβάνει και λέγει εις αυτόν. «Σός ειμί εγώ, σώσόν με» (Ψαλ. ριη’ 94), έχουσι γαρ φυσικόν ιδίωμα οι δεσπόται να γίνωνται ημερώτεροι και ευσπλαγχνικώτεροι προς τους δούλους των, όταν ακούσωσι να λέγουν αυτοί τοιαύτα ταπεινά και συντετριμμένα λόγια.

[1]Όθεν και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος Λόγω εις την Καινήν Κυριακήν λέγει«Οπέρ εστιν η Παρασκευή προς τον Σάββατον, τούτο το Σάββατον προς την Κυριακήν, υπερέχουσαν τούτου σαφώς, καθ’ όσον αρχής και τύπου και σκιάς η τελειότης και η αλήθειατοσούτο τη Κυριακή το περιόν και βάσμιον, δια το κατ’ αυτήν υπερευλογημένον τέλος, και την ελπιζομένην κατ’ αυυτήν κοινήν των απάντων ανάστασιν, και τελείαν των αξίων εισέλευσιν εις την θείαν κατάπαυσιν και την παντός του Κόσμου αναστοιχείωσιν… Φανερώς δε είπεν ο Μωϋσής ότι και η ημέρα η ογδόη κλητή αγία έσται υμίν, προκαταγγέλλων το της Κυριακής θείον οίον και πανευκλεές και σεβάσμιον, μετά την πάροδον των νομικών απάντων εσόμενον».  Λέγεται δε η Κυριακή ογδόη κατά τον αυτόν θείον Γρηγόριον, όχι μόνον διότι μετά την εβδόμην αριθμείται, αλλά και διότι η εν τη Κυριακή γενομένη ανάστασις του Κυρίου ογδόη είναι, αριθμουμένη μετά τας επτά αναστάσεις των εκ του αιώνος γενομένων νεκρώντρεις γαρ αναστάσεις έγιναν εν τη Παλαία: μία παρά του Ηλιού, και δύο παρά του Ελισσαίουτέσσερες δε αναστάσεις έγιναν εν τη Νέω υπό του Κυρίου: η της θυγατρός του Ιαείρου, η του Υιού της χήρας, η του Λαζάρου και η ενν τη μεγάλη Παρασκευή γενομένη ανάστασις πολλών αγίων, ογδόη δε ανάστασις είναι η του Κυρίου.  «Ώστε (κατά τον αυτόν ειπείν Γρηγόριον) την ανάστασιν του Κυρίου μη μόνον εν τη ογδόη τελεσθήναι των ημερών, αλλά και ογδόην είναι ταύτην την προ τας προς αυτής αριθμουμένην, την αυτήν δε και πρώτην προς την ελπιζομένην κοινήν των κατά Χριστόν απάντων ανάστασιν, μάλλον δε εξανάστασιν, (ανάστασις μεν είναι των αναστηθέντων και πάλιν αποθανόντων, ως η των ανωτέρωεξανάστασεις δε κυρίως είναι η των αναστηθέντων και μηδέποτε αποθνησκόντων, ως η του Κυρίου και των επί συντελεία ανστηθησομένων) δι’ ην και ο Χριστός απαρχή των κεκοιμημένων και πρωτότοκος εκ των νεκρών ανυμνείται».  Λέγεται και τρίτον ογδόη η Κυριακή κατά τον αυτόν Γρηγόριον, καθό ο Χριστός φανείς εις τους Αποστόλους τη Κυριακή του Πάσχα, μετά οκτώ ημέρας εφάνη πάλιν εις αυτούς, ότε εψηλάφησεν αυτόν ο Θωμάς.  Ούτως η Εκκλησία του Χριστού εκείθεν λαβούσα την αφορμήν, εις κάθε οκτώ ημέρας εορτάζει την Κυριακήν, και αι άλλαι μεν εορταί εορτάζονται μίαν φοράν τον χρόνον, μόνη δε η Κυριακή εορτάζεται σαραντατρεις φοραίς τον χρόνον.

[2]Εν άλλοις δε γράφεται «Βασιλείας του Χριστού» . ουκ ορθώςορθότερον γαρ είναι να γράφεται «Βασιλείας τε» κατά τον ανώνυμον ερμηνευτήν.

[3]Όλα λοιπόν οι Χριστιανοί πρέπει να υπακούωσιν εις την παραγγελίαν ταύτην όπου τους κάμνει ο χαριτώνυμος Ιωάννης, και να μεταλαμβάνουν σήμερον τα θεία Μυστήρια, αν και εμετάλαβαν την μεγάλην Πέμπτην, ή το μέγα Σάββατονδιότι εκείνος όπου σήμερον μεταλαμβάνει, αυτός αληθώς και κυρίως κάμνει Πάσχαεπειδή το αληθινόν Πάσχα των Χριστιανών είναι ο Χριστός ο εν τοις Μυστηρίοις μεταλαμβανόμενος, καθώς ο Παύλος το βεβαιοί«Και γαρ το Πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη Χριστός» (α’Κορ.ε’7) και ο Χρυσόστομος«Πάσχα γαρ ου νηστεία εστίν, αλλ’ η προσφορά και η θυσία η καθ’ εκάστην γινομένη σύναξιν» (Λόγω εις τους τα πρώτα Πάσχα νυστεύοντας τομ. στ’).  Όσοι δε σήμερον δεν μεταλάβουν χωρίς να έχουν εμπόδιον, αυτοί δεν κάμνουσι Πάσχα αληθινόν, αλλά κοσμικόν, με τα Πασχαλινά δηλαδή φαγητά όπου τρώγουν, και με τα καλλωπισμένα φορέματα όπου φορούναλλά και όσοι είναι Πνευματικοί, και αυτοί πρέπει να υπακούουν εις την παραγγελίαν ταύτην του θεοφόρου και πνευματοφόρου τούτου Πατρός, και να μη εμποδίζουν, αλλά μάλιστα και να παρακινούν τα πνευματικά αυτών τέκνα τα μη έχοντα κώλυμα κανονικόν εις το να μεταλαμβάνουν εν τη λαμπροφόρω ταύτη ημέρα, ακούοντες μάλιστα τον θείον Χρυσόστομον όστις φωνάζει εν τω Κατηχητικώ αυτού λόγω, και παρακινεί τους Χριστιανούς εις την μετάληψιν των αχράντων Μυστηρίων, ούτω λέγων«Η τράπεζα γέμει (των θείων Μυστηρίων δηλαδή), τρυφήσατε πάντεςο Μόσχος πούς (ήτοι ο Χριστός ο επί της αγίας τραπέζης προσκείμενος), μηδείς εξέλθη πεινών.  Πάντες απολαύσατε του συμποσίου της χάριτος».  Όποιος δε Πνευματικός εμποδίση σήμερον από τα Μυστήρια τους μη έχοντας εμπόδιον, ούτος παραβάτης εστίν ιερών Κανόνων των θείων Πατέρων, και δια τούτο δικαίως εστίν αξιοκατάκριτος ως ανθρωπάρεσκος, και ως ακολουθών εις την ενωτέρανκαι παράνομον συνήθειαν τινών νομιζομένων Διακριτικών παρά τοις πολλοίς.  Όποιος θέλει, ας ιδή τον ΞΣΤ’ Κανόνα της αγίας και οικουμενικής έκτης Συνόδου, δι α να μάθη ότι οι Χριστιανοί πρέπει να λείπουν μεν από τα θέατρα και παιγνίδια όλην την δικαινήσιμον εβδομάδα, να ευρίσκωνται δε εις τας εκκλησίας, να δοξολογούν τον αναστάντα Χριστόν, να ακούουν τας θείας Γραφάς, και να μεταλαμβάνουν τα θεία Μυστήρια.  Ω αγιωτάτη συνήθεια των παλαιών Χριστιανών, που αφήκες την δυστυχή γενεάν των τωρινών Χριστιανών και ανεχώρησες;

[4]Όρα την περί της Υπέρθεος λέξεως θεολογικήν υποσημείωσιν εν τω Τροπαρίω εκείνω των Θεοφανείων τω λέγοντι«Τριάδος η φανέρωσις εν Ιορδάνη γέγονεναύτη γαρ υπέρθεος φύσις», κατά τν ογδόην Ωδήν.

 

Η πασχαλινή καμπάνα


 

Η πασχαλινή καμπάνα 
ΠΗΓΗ:ΕΔΩ
Μετά την εύρεση της παλιάς εκκλησίας του Τιμίου Προδρόμου,(*) ο Γέροντας Βησσαρίων Διονυσιάτης μου διηγήθηκε και ένα άλλο θαυμαστό γεγονός:

- Προτού να κτίσω την εκκλησία, κατά την εορτή του Πάσχα, τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου προς την Κυριακή, ήμουν στο Μετόχι και με πολλή μου λύπη έπεσα να κοιμηθώ μέσα στην ερημιά. Μακριά από την εκκλησία και τον πανηγυρισμό τέτοιας χαρμόσυνης ημέρας!

Τη νύχτα, αδελφέ μου, ακούω μία καμπάνα και κτυπούσε! Μα πώς να σου την παραστήσω; Μα τι γλυκιά φωνή που είχε! Μα τι μελωδία που έκαμε! Μα τι ευωδία χυνόταν! Ξυπνώ επάνω όρθιος, τρίβω τα μάτια μου, απορώ, μα όνειρο είναι ή αλήθεια; Η καμπάνα τη δουλειά της. Γέμισε η καρδιά μου ευωδία, μα τι να σου πω, πάτερ Λάζαρε. Αχ! Ας αισθανθώ ακόμη μία φορά τέτοια ευωδία κι ας πεθάνω. Δεν ήθελες, δεν ήθελες ούτε να φας, ούτε να πιεις, αλλά μόνο ν’ ακροάζεσαι τη μελωδία της καμπάνας και να χορταίνεις από εκείνης την ευωδία που αναδιδόταν.

Σκέπτομαι καλά, πως εδώ στην ερημιά καμπάνα δεν υπάρχει. Τούτο είναι μεγάλο θαύμα! Αποφασίζω να βγω έξω. Ανοίγω την πόρτα του κελλιού μου, προχωρώ.

Αλλά όσο έβγαινα προς τα έξω, η φωνή της καμπάνας λιγόστευε. Ανοίγω την έξω θύρα, βγαίνω στην αυλή, αλλά τίποτε δεν άκουσα πλέον!

Γύρισα στο κελλί μου και δεν το φανέρωσα αυτό σε άλλον. Την άλλη μέρα, εκεί που μιλούσαμε με τον Δημοσθένη, μου λέει: «Γερο-Βησσαρίων, άκουσες απόψε μια καμπάνα που κτυπούσε;»

Εγώ έκανα τον αδιάφορο, τάχα πως δεν άκουσα τίποτε, και τον μάλωνα μάλιστα να μη λέει τέτοια λόγια, μήπως μας πάρουν οι κοσμικοί στην κοροϊδία. Το πιο σπουδαίο είναι ότι την καμπάνα την άκουσε και ο κοσμικός που τον είχαμε ως εργάτη στο Μετόχι μας, στα Μαριανά Χαλκιδικής.

Εμείς τελικά το αποσιωπήσαμε, τάχα πως δεν το ακούσαμε, για να μη διαδοθεί και μας γελούν οι χωριάτες ως ονειροπαρμένους και φαντασιοκόπους.


Από το περιοδικό 
“Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, 
Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 12 (1987), άρθρο: Διονυσιατικές διηγήσεις Γ’, σελ. 65.

ὁ ῞Αγιος δὲν ἤθελε χρήματα μὲ ἐπιτόκιο...


ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ - ΕΔΩ

 ὁ ῞Αγιος δὲν ἤθελε χρήματα μὲ ἐπιτόκιο...

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 
Θὰ σᾶς ἀναφέρω ἕνα γεγονὸς ποὺ συνέβη πρὶν ἀπὸ δέκα χρόνια καὶ δείχνει τὴ βαθιὰ εὐλάβεια ἀλλὰ καὶ οἰκειότητα τοῦ λαοῦ πρὸς τοὺς ῾Αγίους του.

῞Ενας καημένος φτωχὸς ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ζήσει στὰ βουνὰ τοῦ Μαυροβουνίου θέλησε νὰ πάει στὴν ᾿Αμερική, ἀλλὰ δὲν εἶχε τὰ χρήματα γιὰ τὸ εἰσιτήριο. ῏Ηρθε λοιπὸν στὸν ῞Αγιο Βασίλειο, στάθηκε μπροστὰ στὴ λάρνακα ὅπου εἶναι τὸ σῶμα του καὶ εἶπε: 
“῞Αγιέ μου, θὰ πάρω ἀπὸ σένα χρήματα γιὰ νὰ πληρώσω τὸ πλοῖο μέχρι τὴν ᾿Αμερικὴ καὶ θὰ σοῦ τὰ ἐπιστρέψω διπλάσια”. 
῎Εβαλε τὸ χέρι του στὸ κιβώτιο ποὺ ἦταν τὰ χρήματα καὶ πῆρε… Τὰ πῆρε μὲ τὴ συμφωνία τοῦ ῾Αγίου, ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τὰ ἐπιστρέψει. Τὸ κιβώτιο εἶναι ἀνοιχτὸ καὶ ὁ λαὸς ἀφήνει μέσα τὰ χρήματα ποὺ θέλει. Τὰ πῆρε ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ ῾Αγίου… 
Λοιπὸν σὲ δυὸ χρόνια ἔστειλε τὰ χρήματα στὸν κουμπάρο του, ποὺ δὲν ἤξερε τίποτα, γράφοντάς του: 
“Νὰ πᾶς νὰ τὰ βάλεις στὸ κιβώτιο τοῦ ῾Αγίου Βασιλείου”. 
Πῆγε ὁ κουμπάρος νὰ τὰ βάλει στὸ κιβώτιο, ἀλλὰ μόλις τὰ ᾿βαλε, τὰ μισὰ ἔπεσαν κάτω. Τὰ ξανάβαλε καὶ ξανάπεσαν, καὶ πάλι τὸ ἴδιο. Τρόμαξε, τὸ εἶπε στὸν καλόγερο ποὺ ἦταν ἐκεῖ, καὶ ἐκεῖνος τοῦ λέει: “Κάτι συμβαίνει, ὁ ῞Αγιος δὲν θέλει τὰ χρήματά σου”. ῾Ο ἄνθρωπος τοῦ διηγήθηκε τὴν περίπτωση, καὶ ὁ καλόγερος τὸν συμβούλεψε νὰ γράψει στὸν κουμπάρο του στὴν ᾿Αμερικὴ καὶ νὰ τὸν ρωτήσει τὶ συνέβη. ῎Ετσι μαθεύτηκε τὸ γεγονός, καὶ φάνηκε ὅτι ὁ ῞Αγιος δὲν ἤθελε χρήματα μὲ ἐπιτόκιο»!…

ΣΗΜΕΡΑ, ὅπως ἐδῶ καὶ 300 περίπου χρόνια, κάθε χρόνο τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς του, ἡ λειψανοθήκη τοῦ ῾Αγίου Βασιλείου ἀνοίγεται καὶ τὰ ὑποδήματά του ἀλλάζονται. Καὶ ὅπως πάντα, αὐτὰ βρίσκονται σχεδὸν λειωμένα! ᾿Ακόμη καὶ σὲ αὐτὴν τὴν ἄθεο γενεὰ τῆς συνεχοῦς ἀπομακρύνσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ᾿Αλήθεια Του, ὁ ῞Αγιος ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπιτελῆ πολλὰ θαύματα. ᾿Εν μέρει ὁ ῞Αγιος Βασίλειος τοῦ ῎Οστρογκ μπορεῖ νὰ ἀποκληθῆ ἕνας Σέρβος ῞Αγιος Νικόλαος Θαυματουργός

Πέμπτη 28 Απριλίου 2022

Πώς θα αλλάξουν τα αναστημένα σώματα κατά την Δευτέρα Παρουσία; Αγ. Συμεών o Νέος Θεολόγος


 

Πώς θα αλλάξουν τα αναστημένα σώματα κατά την Δευτέρα Παρουσία; 
Αγ. Συμεών o Νέος Θεολόγος

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 

Μαρτυρία του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, στον οποίον ο Θεός αποκάλυψε πώς θα αλλάξουν τα υλικά σώμάτα και θα αφθαρτοποιηθούν κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Ιησού Χριστού! Το κείμενο λήφθηκε από το βιβλίο: "Άγιος Συμεών Ο Νέος Θεολόγος", ο βίος του Αγίου, από τον Νικήτα Στηθάτο, κριτική έκδοση του Αρχιμ Συμεών Κούτσα, Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ, σελ. 189-193.

Μια μέρα, καθώς προσευχόταν [ο Αγιος Συμεών] με καθαρότητα και συνομιλούσε με τον Θεό, είδε πως ο αέρας άρχισε να φωτίζει το νου του, και ενώ ήταν μέσα στο κελί του, νόμιζε ότι βρισκόταν έξω, σ’ ανοιχτό χώρο. Ήταν νύχτα, που μόλις είχε ξεκινήσει. Τότε άρχισε να φέγγει από ψηλά όπως το πρωινό ροδοχάραμα - ω των φρικτών οπτασιών του ανδρός! -, και το οίκημα κι όλα τ’ άλλα εξαφανίστηκαν, και νόμιζε ότι δεν ήταν καθόλου σε οίκημα. Τον συνέπαιρνε ολότελα θεία έκσταση αντιλαμβανόμενος καλά με τον νου του το φως εκείνο που του εμφανιζόταν. Αυτό μεγάλωνε λίγο - λίγο κι έκανε τον αέρα να φαίνεται πιο λαμπερός κι αισθανόταν τον εαυτό του μ’ ολόκληρο το σώμα του να βρίσκεται έξω από τα γήινα. 
Αλλά επειδή εξακολουθούσε να λάμπει ακόμη περισσότερο εκείνο το φως και του φαινόταν σαν ήλιος που μεσουρανώντας έλαμπε από ψηλά, αισθανόταν σαν να στέκεται στο μέσο του φωτός και ότι ολόκληρος ο εαυτός του μαζί με το σώμα του ήταν γεμάτος από χαρά και δάκρυα λόγω της γλυκύτητας που του προξενούσε η παρουσία του. Παράλληλα έβλεπε ότι το ίδιο φως κατά τρόπο θαυμαστό ήρθε σε επαφή με το σώμα του και σιγά-σιγά διαπερνούσε τα μέλη του. Η έκπληξη αυτής της οπτασίας τον απομάκρυνε από την προηγούμενη θεωρία και τον έκανε να αισθάνεται μόνο αυτό το εξαίσιο πράγμα που συνέβαινε μέσα του. Έβλεπε, λοιπόν, ότι το φως εκείνο σιγά - σιγά εισχωρούσε σ’ ολόκληρο το σώμα του, την καρδιά και τα έγκατά του και τον έκανε ολόκληρο σαν φωτιά και φως. Και όπως προηγουμένως το οίκημα, έτσι και τώρα τον έκανε να χάσει την αίσθηση του σχήματος, της θέσεως, του βάρους και την μορφής του σώματος και σταμάτησε κα κλαίει. Τότε ακούει μια φωνή από το φως να του λέει: «Κατά τον ίδιο τρόπο είναι αποφασισμένο ν’ αλλάξουν οι Άγιοι που θα ζουν και θα βρίσκονται ακόμη εδώ κατά την ώρα της έσχατης σάλπιγγας, κι έτσι μεταμορφωμένοι θ’ αρπαγούν, όπως λέει και ο απόστολος Παύλος». 
Για πολλές ώρες όντας ο μακάριος σ’ αυτήν την κατάσταση, ανυμνώντας μυστικά και ακατάπαυστα το Θεό και κατανοώντας τη δόξα που τον περιέβαλλε και την αιώνια μακαριότητα που πρόκειται να δοθεί στου Αγίους, άρχισε να σκέφτεται και να μονολογεί μέσα του: «Άραγε θα ξαναγυρίσω πάλι στην προηγούμενη κατάσταση του σώματος μου ή θα ζήσω έτσι συνέχεια;» Μόλις έκανε τη σκέψη αυτή, αμέσως αισθάνθηκε να περιφέρει το σώμα του σαν σκιά ή σαν πνεύμα. Καταλάβαινε ότι είχε γίνει, όπως είπαμε, ολόκληρος με το σώμα του φως χωρίς μορφή, χωρίς σχήμα και άυλο. Και το μεν σώμα του το αισθανόταν ότι υπάρχει, πλην όμως χωρίς υλικές διαστάσεις και σαν πνευματικό. Αισθανόταν δηλαδή να μην έχει καθόλου βάρος ή όγκο κι απορούσε βλέποντας τον εαυτό του που είχε σώμα να είναι σαν ασώματος. Και το φως που λαλούσε μέσα του, όπως και προηγουμένως, του έλεγε και πάλι: «Τέτοιοι θα είναι μετά την ανάσταση στον μέλλοντα αιώνα όλοι οι άγιοι περιβλημένοι ασωμάτως με σώματα πνευματικά ή ελαφρότερα και λεπτότερα και πιο αιθέρια ή παχύτερα και βαρύτερα και πιο γεώδη, από τα οποία θα καθορισθεί για τον καθένα η στάση και η τάξη και η οικείωση με το Θεό». 
Αυτά όταν άκουσε ο θεοπτικότατος και θεόληπτος Συμεών κι αφού είδε το ανέκφραστο θεϊκό φως κι ευχαρίστησε τον Θεό, που δόξασε το γένος μας και το έκανε μέτοχο της θεότητας και της βασιλείας Του, ξαναγύρισε πάλι στον εαυτό του και βρέθηκε ξανά μες στο κελί του στην προηγούμενη ανθρώπινη φυσική κατάσταση. Όμως με όρκους διαβεβαίωνε εκείνους με τους οποίους είχε θάρρος και φανέρωνε τα μυστικά του, ότι «για πολλές ημέρες αισθανόμουν αυτή την ελαφρότητα του σώματος χωρίς να καταλαβαίνω καθόλου ούτε κόπο, ούτε πείνα, ούτε δίψα». 
Επειδή, λοιπόν, με αυτά ενωνόταν μόνο με το Πνεύμα κι ήταν γεμάτος από τα θεϊκά χαρίσματά Του- και φυσικά είχε καθαρίσει και ο ίδιος πλήρως το νου του-, έβλεπε οπτασίες και φρικτές αποκαλύψεις του Κυρίου όπως παλαιά οι Προφήτες. Έτσι, έχοντας αποστολική διάνοια, επειδή την ύπαρξή του κατηύθυνε και κινούσε το θείο Πνεύμα, είχε και το χάρισμα του λόγου που έβγαινε από τα χείλη του και, ενώ ήταν όπως κι εκείνοι αγράμματος, θεολόγησε και με τα θεόπνευστα συγγράμματα του διδάσκει τους πιστούς την ακρίβεια της ευσεβούς ζωής. Έχοντας ανέλθει σ’ ένα τέτοιο πνευματικό επίπεδο, αρχίζει να συγγράφει ασκητικούς λόγους κατά κεφάλαια για τις διάφορες αρετές και τα πάθη που αντίκεινται σ’ αυτές, από όσα αυτός έμαθε από την προσωπική του ασκητική ζωή και τη θεία γνώση που του δόθηκε, και περιγράφει με ακρίβεια τη μοναχική ζωή για όσους την ασκούν και έτσι γίνεται για τον ισραηλιτικό λαό των μοναχών ποταμός Θεού γεμάτος πνευματικά νερά. 

Πηγή ηλ. κειμενου: oodegr.com

Ερμηνεία εις τον Κανόνα ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ - Ωδή θ’

Του Οσίου πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου
Ερμηνεία εις τον Κανόνα 
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ  
Ήτοι της λαμπροφόρου Αναστάσεως του Κυρίου
Ποίημα όντα Ιωάννου του Δαμασκηνού

 

Ωδή θ’. Ο Ειρμος.
Φωτίζου φωτίζου η νέα Ιερουσαλήμ, η γαρ δόξα Κυρίου επί σε ανέτειλε. Χόρευε νυν, και αγάλλου Σιών, συ δε αγνή, τέρπου Θεοτόκε, εν τη εγέρσει του τόκου σου.
Ερμηνεία.
Ακούσας ο θεσπέσιος ούτος τον Προφήτην Ησαΐαν να λέγη «Αντλήσατε ύδωρ εκ των πηγών του Σωτηρίου» (Ησ. ιβ’ 3) (πηγαί δε σωτηρίου νοούνται αι θείαι Γραφαί κατά τους ερμηνευτάς), δια τούτο και αυτός ανάλησε μεν έως τώρα πολλά νοήματα εκ των θείων Γραφών, και επότισε με αυτά τους πνευματικούς κήπους των ασματικών του Κανόνων, αντλεί δε και τώρα από τον ίδιον Προφήτην το ρητόν εκείνο το λέγον. «Φωτίζου φωτίζου Ιερουσαλήμ. ήκει γαρ σου το φως, και η δόξα Κυρίου επί σε ανατέταλκεν» (Ησ. ξ’ 1) και τούτο μελουργεί εις τον παρόντα Ειρμόν, ολίγον υπαλλάξας αυτό, και λέγει. Ω Νέα Ιερουσαλήμ καθολική του Χριστού Εκκλησία, φωτίζου φωτίζου. Διπλασιάζει το ρήμα τούτο ο ποιητής ένα μεν δια το βέβαιον του φωτισμού, και άλλο δια την υπερβολήν της χαράς. συνειθίζουν γαρ τόσον οι βεβαιώνοντες ένα πράγμα, όσον και οι υπερβολικώς χαίροντες να διπλασιάζουν τον αυτόν λόγον. όθεν είπε και ο μέγας Γρηγόριος. «Εγκαίνια εγκαίνια η πανήγυρις, αδελφοί. λεγέσθθω γαρ πολλάκις υφ’ ηδονής» (Λόγω εις την Καινήν Κυριακήν). Φωτίζου, λέγω, διότι εις εσέ ανέτειλεν η δόξα του Κυρίου. δόξα δε Κυρίου, κατά μεν τον Θεόδωρον, είναι ο Σταυρός του Χριστού. «Νυν γαρ, φησίν, εδοξάσθη ο Υιός του ανθρώπου» (Ιω. ιγ’ 31) . κατά δε τον Θεολόγον Γρηγόριον, είναι η Θεότης του Χριστού, ως είπεν ο Παύλος. «Ο Πατήρ της δόξης» (Εφ. α’ 17) ήτοι της Θεότητος. ή κατ’ άλλους δόξα Κυρίου είναι το θείον φως και η λαμπρότης του προσώπου αυτού, κατά το «Και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς (τους ποιμένας δηλ.)» (Λουκ. β’ 9). και τα τρία γαρ ταύτα ανέτειλαν εις εσέ, ω εξ Εθνών Εκκλησία.

Ίνα οι Ιουδαίοι μεν οι φαινόμενοι ότι βλέπουν ου μη ίδωσι, κατά την προφητείαν του Ησαΐου, ο δε λαός ο καθήμενος εν σκότει (ήτοι ο Εθνικός) ιδή το μέγα της θεογνωσίας φως. εις εκείνους μεν γαρ τους Ιουδαίους εκρύβη μάλλον ο της δικαιοσύνης Ήλιος Χριστός δια την απιστίαν αυτών, επειδή από εκείνους θανατωθείς, εκρύβη και εβασίλευσεν υποκάτω εις την δύσιν του τάφου και Άδου. εις ημάς δε τους εξ Εθνών πιτεύοντες ανέτειλε, διοτι εγνωρίσαμεν την ανατολήν της Θεότητός του, και ελλάμφθημεν με το φως της ευσεβείας και αρετής. Λέγει δε ο Μελωδός προς την Νέαν Σιών και να χορεύη πνευματικώς και να αγάλλεται δια την ανάστασιν του Νυμφίου της Χριστού, επειδή η του Χριστού χαρά και αγαλλίασις είναι και ιδική της. Είτα και προς την Θεοτόκον επιτρέφει τον λόγον, ου ματαίως ουδέ παρέργως τούτο ποιών, αλλά δια να δείξη ότι ο Ειρμός ούτος είανι της εννάτης Ωδής, της οποίας Μελουργός και αρχηηγός και ποιήτρια εστάθη η Κυρία Θεοτόκος, και δια τούτο λέγει προς αυτήν. Και συ, Θεοτόκε, τέρπου και χαίρε δια την ανάστασιν του Υιού σου. καθως γαρ πρότερον εμβήκε ρομφαία λύπης εις την καρδίαν σου δια το πάθος και τον θάνατον του Υιού σου, κατά την προφητείαν του Συμεών. ούτω και τώρα είναι δίκαιον να χαίρης και να τέρπεσαι εσύ πρώτη περισσότερον από τους άλλους δια την ανάστασιν του αυτού Υιού σου, καθώς και προεφήτευσας εις την Ωδήν σου λέγουσα. «Ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρί μου» (Λουκ. α’ 47)[1].

Τροπάριον.
Ω θείας, ω φίλης, ω γλυκυτάτης σου φωνής μεθ’ ημών αψευδώς γαρ, επηγγείλω έσεσθαι, μέχρι τερμάτων αιώνος Χριστέ. ην οι πιστοί άγκυραν ελπίδος, κατέχοντες αγαλλόμεθα.

Ερμηνεία.
Και τούτο το Τροπάριον ερανίζεται ο Μελωδός από τον χαροποιόν και τελευταίον εκέινον λόγον όπου είπεν ο Κύριος μετά την ανάστασιν εις τους Μαθητάς του εν τω Όρει της Γαλιλαίας. «Και ιδού εγώ μεθ’ υμών είμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν» (Ματθ. κη’ 20). Τούτο λοιπόν τον λόγον με σχήμα θαυμαστικόν ομού και ευχαριστικόν προφέρει ο χαριτώνυμος Ιωάννης, ούτω λέγων. Ω τι φωνή θεία ήτον εκείνη, Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, όπου εξεφώνησες εις τους αγίους σου Αποστόλους! Και πως δεν ήτον θεία, η οποία εκβήκεν από τα θεϊκά εκείνα και προσκυνητά και πανάγια χείλη σου; Ω τι φωνή φιλτάτη ήτον εκείνη όπου ελάλησας εις τους φίλους σου Μαθητάς! Και πως δεν ήτον φιλτάτη ή τόσον άκρας φιλίας της προς ημάς ζωντανή ούσα απόδειξις; Ω τι γλυκυτάτη ήτον εκείνη η φωνή ήτις προήλθεν από το γλυκυτάτη και χαριεστάτη η τοσούτων αγαθών γενομένη πρόξενος; Συ γαρ, ημέτερε Σωτήρ, υπεσχέθης αψευδέστατα να μένης πάντοτε με τους Ιερούς Αποστόλους σου, και δι’ αυτών να μένης και με ημάς τους εκείνων μεν μαθητάς, ιδικούς σου δε δούλους, οίτινες πιστεύομεν και λατρεύομέν σοι. και το θαυμασιώτερον, ότι υπεσχέθης να μη χωρισθής ουδέ εις ολίγον διάστημα καιρού, ούτε από αυτούς, ούτε από ημάς, έως της συντελείας του παρόντος αιώνος.

Ταύτην λοιπόν την θείαν και φίλην και γλυκυτάτην φωνήν σου, ω Δεσπότα, και την αψευδή σου υπόσχεσιν ημείς οι Χριστιανοί κρατούμεν άγκουραν ασφαλεστάτην ελπίδος. όθεν όταν πνεώσιν εναντίον μας οι άνεμοι των πειρασμών, και όταν σηκώνονται κατά του ημετέρου πλοίου τα κύματα της του βίου θαλάσης, ρίπτομεν ως άγκυραν μεγάλην την θείαν ταύτην υπόσχεσίν σου, και ευθύς ελευθερωνόμεθα από την φουρτούναν και καταποντισμόν της νοητής θαλάσσης. γνωρίζει γαρ την φωνήν σου ταύτην και η αισθητή και η νοητή θάλασσα, διότι πολλάκις την επετίμησες, και ησύχασε. και ευθύς όπου ακούση να λέγωμεν «Ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος», ευθύς παεύει τα κύματα της, και γίνεται γαλήνη μεγάλη. Ημείς εις ταύτην σου την φίλην υπόσχεσιν αγαλλόμεθα, Κύριε. όθεν, καν τύραννοι φοβερίζουν να κάμουν εις ημάς δεινότερα Δεινίου και κύντερα Κυντόρου κατά την παροιμίαν, ημείς δεν φοβούμεθα. καν μας βασανίζουν ασεβείς και διώκται με με διάφορα κολαστήρια, ημείς δενν τα ψηφούμεν. καν πτωχεία μας στενοχωρή, δεν μας μέλει. καν ασθένειαι μας ενοχλούσιν, ημείς δεν καταπίπτομεν. και απλώς ειπείν, καν οποιαδήποτε θλίψεις και δυστυχίαι μας εύρουν, είτε εκ Δαιμόνων, είτε ξε ανθρώπων, ημείς ταύτην μόνην την γλυκυτάτην σου φωνήν και επαγγελίαν ενθυμούμενοι, ευθύς παρηγορούμεθα, ευθύς ευφραινόμεθα, και ευθύς κάθε μας λύπη εις χαράν μεταβάλλεται. φανταζόμεθα γαρ ότι είσαι παρών εις ημάς αοράτως και μυστικώς συ ο παμφίλτατος και γλυκύτατος ημών Δεσπότης, και μας ενδυναμώνεις εις τας ασθενείας μας, μας παρηγορείς εις τας θλίψεις και περιστάσεις μας, και μας λέγεις εις την καρδίαν τρόπον τινά. Μη φοβείσθε. εγώ είμαι με εσάς. «Ιδού εγώ ειμί μεθ’ υμών πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος».

Θαυμαστά δε ενταυτώ και κοινωφελέστατα είναι τα λόγια του θεοφόρου Πατρός ημών Γρηγορίου του Θεσσαλονίκης, με τα οποία ερμηνεύει τους ανωτέρω λόγους του Κυρίου. φησί γάρ. Ο Ευαγγελιστής ουκ είπε «Τρίτον ήδη τούτο προς αυτούς ήλθεν επί της Τιβεριάδος», αλλ’ «Εφανερώθη», δεικνύς ότι παρήν αυτοίς και μη αισθητώς ορώμενος. παρείχε δε τούτοις αυτόν οράν ηνίκα εβούλετο. τοιαύτη γαρ των αθανάτων σωμάτων η δύναμις. Πάρεστιν ουν και ημών εκάστω, αδελφοί, καν μη οράται παρ’ ημών. διό και προς τους Αποστόλους είπεν αναλαμβανόμενος. «Ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος». Ουκούν ως παρόντα τούτον εκάστης ημέρας αιδώμεθα, και τα αρεστά ενώπιον αυτού ποιώμεν. Ει δε και τοις του σώματος οφθαλμοίς ου έχομεν αυτόν αρτίως οράν, αλλά και μεγάλα εντεύθεν καρπούσθαι τα αγαθά. αύτη γαρ η θέα πάσης αμαρτίας εστίν αναίρεσις, πονηρού παντός πάθους εστί καθαίρεσις, παντός κακού εστίν αλλοτρίωσις. αύτη η θέα πάσης αρετής υπάρχει ποιητική, καθαρότητος και απαθείας γεννητική, ζωής αιωνίου και βασιλείας απεράντου παρεκτική. ταύτης της τερπνής θέας επιμελόμενοι, και ως εις παρόντα τον Χριστόν νοερώς ατενίζοντες, ερεί και ημών έκαστος ως ο Δαβίδ. «Εάν παρατάξηται επ’ εμέ παρεμβολή, ου φοβηθήσεται η καρδία μου. εάν επαναστή επ’ εμέ πόλεμος, εν ταύτη εγώ ελπίζω» (Ομιλία εις το δέκατον Εωθινόν).

Τροπάριον.
Ω Πάσχ το μέγα, και ιερώτατον, Χριστέ. ω σοφία και Λόγε, του Θεού και δύναμις, δίδου ημίν εκτυπώτερον, σου μετασχείν, εν τη ανεσπέρω ημέρα της βασιλείας σου.

Ερμηνεία.
Τούτο το τελευταίον και επιλόγου τόπον έχον Τροπάριον εν τω παρόντι Κανόνι ερανίσθη ο Ασματογράφος από τον επίλογον του εις το Πάσχα λόγου Γρηγορίου του Θεολόγου. ούτω γαρ και εκείνος λέγει εκεί. «Αλλ’ ω Πάσχα το μέγα και ιερόν και παντός του Κόσμου καθάρσιον, ω γαρ εμψύψω σοι διαλέξομαι. ω Λόγε Θεού, και Φως και Ζωή και Σοφία και Δύναμις. χαίρω γαρ πάσι σου τοις ονόμασι». Καθώς λοιπόν εκείνος είπεν εκεί, ούτως αυτολεξεί σχεδόν λέγει και ο Μελωδός ούτος εδώ. πλην ο μεν Θεολόγος διαλέγεται προς το Πάσχ το άψυχον, κατά προσωποποιΐαν ρητορικήν. ο δε Ιωάννης εδώ διαλέγεται προς το έμψυχον Πάσχα τον Χριστόν. ήκουσε γαρ τον Απόστολον Παύλον να λέγη. «Και γαρ το Πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη Χριστός» (α’ Κορ. ε’ 7). Λέγει λοιπόν ούτω. Ω Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, όστις είσαι το αληθινόν και μέγα Πάσχα και ιερώτατον, ω Σοφία και Λόγε του Θεού και Δύναμις. Σοφία μεν ουν λέγεται ο Χριστός, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον, «Ως επιστήμη θείων τε και ανθρωπίνων πραγμάτων. πως γαρ οιόν τε τον πεποιηκότα τους λόγους αγνοείν ων πεποίηκε;». Λόγος δε λέγεται κατά τον αυτόν Θεολόγον, ότι «Ούτως έει προς τον Πατέρα, ως προς νουν λόγος. και ου μόνον δια το απαθές της γεννήσεως, αλλά και δια το συναφές και εξαγγελτικόν. τάχα δ’ αν είποι τις ότι και ως όρος προς το οριζόμενον, επειδή και τούτο λέγεται λόγος. ο γαρ νενοηκώς, φησί, τον Υιόν (τούτο γαρ έστι το, Εωρακώς) νενόηκε τον Πατέρα. και σύντομος απόδειξις και ραδία της του Πατρός φύσεως ο Υιός. γέννημα γαρ άπαν του γεγεννηκότος σιωπών Λόγος. ει δε και δια το ενυπάρχειν τοις ούσι λέγοι τις, ουχ αμαρτήσεται του λόγου. τι γαρ έστιν, ο μη λόγω συνέστηκεν; Δύναμις δε, ως συντηρητικός των γενομένων, και την του συνέχεσθαι ταύτα χορηγών δύναμιν» (Λόγος β’ περί Υιού).

Αλλά και ο Χρυυσορρήμων ούτως επαινεί την εορτήν του Πάσχα. «Ω Πάσχα θείον απ’ Ουρανών οδεύσαν μέχρι γης, και από γης πάλιν αναβαίνον εις Ουρανούς. ω καινόν των όλων εόρτασμα, κοσμικόν πανηγύρισμα. ω του παντός χαρά και τιμή και τροφή και τρυφή, δι’ ης ο μεν σκοτεινός θάνατος κατελύθη, η δε ζωή τοις όλοις εφηπλώθη, και ανεώχθησαν πύλαι Ουρανών, και Θεός άνθρωπος εφάνη, και άνθρωπος Θεός ανέβη. δι’ ον ερράγησαν άδου πύλαι, και κλείθρα ελύθησαν αδαμάντινα» (Λόγος ζ’ εκ των οκτώ εις το Πάσχα).

Σημείωσαι ότι ο Θεολόγος αναγωγικώτερον εκλαμβάνει την του Πάσχα μετάληψιν, και ερμηνεύων τι είναι το καινόν πόμα της αμπέλου, το οποίον έχει να πίνη μεθ’ ημών ο Θεός Λόγος εν τη βασιλεία του Πατρός, λέγει ότι είναι «Ημών μεν το μαθείν, εκείνου δε το διδάξαι και κοινώσασθαι τοις εαυτού Μαθηταίς τον λόγον. τροφή γαρ έστιν η δίδαξις και του λέγοντος» (Λογ. εις το Πάσχα). Ο αυτός δε Γρηγόριος εις τρία διαιρεί το Πάσχα, εις το νομικόν, εις το της χάριτος, και εις το του μέλλοντος αιώνος, και λέγει. «Μεταληψόμεθα του Πάσχα νυν μεν τυπικώς έτι, και ει του παλαιού γυμνότερον. το γαρ νομικόν Πάσχα, τολμώ και λέγω, τύπου τύπος ην αμυδρότερος. μικρόν δε ύστερον, τελεώτερόν τε και καθαρώτερον, ηνίκα αν αυτό πίνη καινόν μεθ’ ημών ο Λόγος εν τη Βασιλεία του Πατρός, αποκαλύπτων και διδάσκων α νυν μετρίως παρέδειξε» (Λόγος εις το Πάσχα)[2].

Όθεν επειδή ούτως ο Θεολόγος αλληγόρησεν εις την γνώσιν και θεωρίαν του νοός την του Πάσχα μετάληψιν, δια τούτο και ο θείος Ιωάννης ακολουθών αυτώ λέγει. Συ, Χριστέ, όπου είσαι το αληθινόν Πάσχα, αξίωσον ημάς να σε απολαύσωμεν δια γνώσεως και θεωρίας εις την ανέσπερον εκείνην ημέραν της βασιλείας σου, ήγουν την μη έχουσαν εσπέραν και νύκτα. όχι καθώς σε απολαύσαμεν εν τη παρούση ζωή, αλλά εκτυπώτερον, ήγουν έξω από κάθε τύπον και επιπρόσθημα, κατά τον Θεόδωρον, ή καθαρώτερόν και τελεώτερον, κατά τον Θεολόγον. Επειδή δε, ως είπομεν, τριπλούν είναι το Πάσχα, νομικόν, ευαγγελικόν, και το μέλλον, δια τούτο κατά την διαίρεσιν αυτού τρεις είναι και αι γνώσεις και θεωρίαι, εις τας οποίας αυτό το Πάσχα αλληγορείται: η εν νόμω και παλαιά, (η οποία είναι σκιώδης και αμυδρά) η νέα και ευαγγελική, (ήτις λαμπροτέρα μεν είναι της νομικής, της δε μελλούσης αμυδρότερα) και η μέλλουσα εκείνη (ήτις το παν έχει της δυνατής καταλήψεως) . καθώς και ο Παύλος περί τούτων λέγει. «Βλέπομεν άρτι δι’εσόπτρου και εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον. άρτι γινώσκων εκ μέρους, τότε δε γνώσομαι καθώς και επεγνώσθην» (Α’ Κορ. ιγ’ 12). Παρακαλεί λοιπόν ο θεσπέσιος Ιωάννης τον Δεσπότην Χριστόν να απολαύσωμεν τότε της τελεωτέρας και καθαρωτέρας γνώσεως και θεωρίας, κατά την οποίαν έχομεν να γνωρίσωμεν τον Θεόν, καθώς και εγνωρίσθημεν παρ’ αυτού. επειδή τώρα εν τη παρούση ζωή να απολαύσωμεν αυτήν δεν δυνάμεθα δια το πήλινον τούτο σώμα όπου φορούμεν.

Ανέσπερον δε είπε την ημέραν εκείνη της του Χριστού βασιλείας. διότι, κατά τον μέγα Βασίλειον, «Την ημέρα Κυρίου την μεγάλην ουχί ο αισθητός ούτος ήλιος ποιήσει, αλλ’ ανατολή του της δικαιοσύνης Ηλίου καταφωτίσει, ήτις μία έσται και διηνεκής, διάδοχον νύκτα μη έχουσα, αλλά τω αιώνι παντί σμπαρεκτεινομένη» (Τόμω και Λόγος β’ εις τον Ησαΐαν), και πάλιν. «Και υψωθήσεται Κύριος μόνος εν τη ημέρα εκείνη τη εσχάτη πασών ημερών, ην ούτε νυξ διακόπτει, ου χρόνος περιορίζει, ου σωματικόν φως αρχήν αυτή παρέχει και τέλος, αλλά μία εστίν ομοία προς εαυτόν, ακίνητος, ανέσπερος, αδιάδεκτος» (Τόμος τω αυτώ εις τον Ησαΐαν οράσει β’). Αλλ’ ας είπωμεν και ένα γλαφυρόν. δια τούτο ο Μελωδός παρακαλεί να απολαύσωμεν καθαρώτερον τον Χριστόν εν τη μελλούση ημέρα, διότι καθώς η ανάστασις του Χριστού έγινεν εν Κυριακή, ούτω και η μέλλουσα παρουσία του εν Κυριακή θέλει γένη. μάλλον δε, αυτή εκείνη η ανέσπερος ημέρα της Βασιλείας του Χριστού Κυριακή θέλει είναι, ήτις έσται μία ημέρα ανέσπερος και αδιάδοχος. όθεν είπε πάλιν ο ανωτέρω θείος Βασίλειος. «Ανέσπερον και αδιάδοχον και ατελεύτητον την ημέρα εκείνην οίδεν ο λόγος, ην και ογδόην ο ψαλμωδός προσηγόρευσε δια το έξω κείσθαι του εβδοματικού τούτου χρόνου. Είτε ουν ημέρα η κατάστασις εκείνη λέγοιτο, μία εστί και ου πολλαί. είτε αιών προσαγορεύοιτο, μοναχός αν είη και ου πολλοστός. Ίνα ουν προς την μέλλουσαν ζωήν την έννοιαν ημών απαγάγη, (ο Μωϋσης δηλ.) μίαν ωνόμασε του αιώνος την εικόνα, την απαρχήν των ημερών, την ομήλικα του φωτός, την αγίαν Κυριακήν, την τη αναστάσει του Κυρίου τετιμημένην» (Ομιλία β’ εις την εξαήμερον, προκειμενου ρητού «Και εγένετο εσπέρα, και εγένετο πρωί, ημέρα μία»). Και σημείωσαι ότι κατά τα λόγια του αγίου η Κυριακή τώρα μεν είναι εικών του μέλλοντος αιώνος, τότε δε έσται αυτός ο μέλλων αιών. Ίδετε πόσον είανι μεγάλα; ίδετε πόσον είναι θαυμαστά και υψηλά τα της αναστάσεως και της αγίας Κυριακής προνόμια;

Άμποτε λοιπόν όλοι, και οι ψάλλοντες και οι αναγινώσκοντες και οι ακούοντες τον παρόντα κοσμοχαρμόσυνον και λαμπρόν της λαμπροφόρου ημέρας Κανόνα,να μη ήμεθα μόνο ψάλται και αναγνώσται και ακροαταί των εν τω Κανόνιτούτο περιεχομένων νοημάτων τε και παραγγελμάτων, αλλά να ήμεθα τούτων και ποιηταί δια των έργων. Ημείς συνανέστημεν με τον αναστάντα Χριστόν και δια της πίστεως, και δια του αγίου Βαπτίσματος, του εις τύπον γενομένου της ταφής και της αναστάσεως του Κυρίου. Άμποτε λοιπόν να ζήσωμεν μίαν καινούριαν πολιτείαν, ήτις πρέπει εις τους συναναστηθέντας με τον Δεσπότην Χριστόν, καθώς μα παραγγέλει ο Παύλος. «Ίνα, ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ’ 4). Ημείς εμάθομεν σήμερον από τον αναστάντα μίαν καινούριαν ζωήν. Λοιπόν άμποτε να φυλάττωμεν αυτήν μέχρι τέλους, έχοντες καινούριους συλλογισμούς, λαλούντες καινούρια λόγια, και πράττοντες καινούρια έργα, άξια της του Χριστού καινής αναστάσεως, ουχί τρυφώντες με συμπόσια και ξεφαντώματα, ουχί τραγωδούντες με εισχρά και διαβολικά τραγώδια, ουχί παίζοντες και χορεύοντες, ουχί καταγινόμενοι εις φιληδονίας και φιλοδοξίας, εις μέθας και ασωτίας, εις φιλαργυρίας και άλλας αμαρτίας. διότι αυτά είναι έργα της φθαρτής ζωής του παλαιού ανθρώπου, τον οποίον εκδύθημεν εις το άγιον Βάπτισμα. και όποιος ταύτα εργάζεται, έχει να αποθάνη τον της ψυχής αθάνατον θάνατον, ως λέγει ο Απόστολος. «Ει κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε αποθνήσκειν» (Ρωμ. η’ 13)[3].

Ας παρακαλέσωμεν, αγαπητοί, τον αναστάντα Χριστόν να νεκρώση μεν τους εν τη καρδία μας παρακαθημένοςυ εμπαθείς λογισμούς και Δαίμονας, να ανασθηθή δε αυτός μέσα μας, υπερβαίνων ως σφραγίδας τους εν τη ψυχή μας ευρισκομένους εμπαθείς τύπους και προλήψεις της αμαρτίας, ως λέγει ο θεοφόρος Μάξιμος. «Ο Κύριος ανίσταται, ωσεί νεκρούς μεν ποιών τους υπο Δαιμόνων τη καδία παρακαθημένους εμπαθείς λογισμούς, τους διαμεριζομένοςυ εν τοις πειρασμοίς ώσπερ ιμάτια τους τρόπους της ηθικής ευπρεπείας, και υπερβαίνων ώσπερ σφραγίδας τους επικειμένους τη ψυχή τύπους των κατά πρόληψιν αμαρτημάτων» (Κεφ. ξγ’ της α’ εκατοντάδος των Θεολογικών).

Αλλά αν τινές άνθρωποι υπερήφανοι από τον φθόνον των πολεμούσι την υπό των θεοφιλών ανδρών λαλουμένην αλήθειαν, και διαβάλλουσιν αυτούς ψευδώς, ήξευρε, αγαπητέ, ότι από τους τοιούτους σταυρούται και θάπτεται ο Κύριος, και με σφραγίδας φυλάττεται. αλλ’ όμως ο Δεσπότης Χριστός γυρίζει τον πόλεμον εναντίον των, και ανασταίνεται, φαινόμενος περισσότερον λαμπρότερος με τον πόλεμον, επειδή είναι δυνατώτερος από όλους ως αλήθεια, κατά τον αυτόν Μάξιμον λέγοντα. «Όταν ίδης τινάς υπερηφάνους μη φέροντας επαινείσθαι τους κρείττονας, ακήρυκτόν τε μηχανωμένους ποιείν την λαλουμένην αλήθειαν, μυρίοις αυτήν απείργοντας πειρασμοίς και αθεμίτοις διαβολαίς, νόει μοι πάλιν υπό τούτων σταυρούσθαι τον Κύριον και θάπτεσθαι, και στρατιώταις και σφραγίσι φυλάττεσθαι, ους εαυτοίς περιτρέπων ο Λόγος ανίσταται, πλέον τω πολεμείσθαι διαφαινόμενος, ως προς απάθειαν δια των παθημάτων στομούμενος. πάντων γαρ έστιν ισχυρώτερος, ως αλήθεια και ων και καλούμενος» (Κεφ. ξε’ της α’ εκατοντάδος των Θεολογικών).

Εάν ουν ημείς θεοφιλώς και καινώς πολιτευώμεθα, αδελφοί, ως άνωθεν είπομεν, θέλομεν γνωρίσει μέσα εις τον εαυτόν μας την θαυμαστήν δύναμιν της Αναστάσεως του Κυρίου, ήτις είναι ο προηγούμενος σκοπός, δια τον οποίον ο Θεός τα πάντα εποίησε, κατά τον αυτόν θείον Μάξιμον λέγοντα. «Ο δε της Αναστάσεως μυηθείς την απόρρητον δύναμιν, έγνω τον εφ’ ω τα πάντα προηγουμένως ο Θεός υπεστήσατο σκοπόν» (Κεφ. ξς’ της α’ εκατοντάδος των Θεολογικών) και ακολούθως θέλομεν αξιωθή να εορτάζωμεν το Άγιον Πάσχα του Κυρίου εν τη παρούση μεν ζωή με χαράν πνευματικήν και αγαλλίασιν της καρδίας μας, εν δε τη μελλούση να ερτάζωμεν αυτό εκτυπώτερον τε και καθαρώτερον, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών των εκ νεκρών αναστάντι. ω η δόξα και το κράτος συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας. Αμήν. 

[1] Είναι δε και άλλα αίτια, δια τα οποία πρέπει η Θεοτόκος να χαίρη σήμερον περισσότερον και από τους Αποστόλους, και από τας άλλας Μυροφόρους.  Πρώτον, διότι αυτή από όλους τους ανθρώπους προτύτερα έλαβε το ευαγγέλιον της αναστάσεως του Υιού τηςδεύτερον, διότι αυτή προτύτερα από όλους είδεν αναστάντα τον Υιόν της και ωμίλησε με αυτόν, και των αχράντων αυτού ποδών ήψατοτρίτον, επειδή δι’ αυτήν ανοίχθη ο τάφοςκαι τέταρτον, διότι ευηγγέλισεν εις αυτήν την ανάστασιν του Κυρίου ο συνήθης αυτή και ευαγγελιστής Αρχάγγελος Γαβριηλ.  Ταύτα δε πάντα αποδεικνύει και βεβαιοί ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος εν τη Κυραική των Μυροφόρων, ούτω λέγων«Έτσι δη τι συνεσκιασμένως παρά των Ευαγγελιστών απαγγελλόμενον, όπερ ανακαλύψω προς την υμετέραν αγάπηντο γαρ της του Κυρίου αναστάσεως ευαγγέλιον πρώτη πάντων ανθρώπων καθάπερ και προσήκον υπήρχε και δίκαιον η Θεοτόκος παρά του Αγγέλου εδέξατο, και αύτη τούτον αναστάντα προ πάντων είδε, καιτης αυτού θείας ομιλίας απήλαυσε, και ουκ είδε οφθαλμοίς μόνον αυτόν, και αυτήκοος αυτού γέγονεν, αλλά και χερσίν ήψατο πρώτη και μόνη των αχράντων εκείνου πόδων, καν οι Ευαγγελισταί ταύτα πάντα φανερώς ου λέγωσι, μη θέλοντες την Μητέρα προφέριν εις μαρτυρίαν, ίνα μη τοις απίστοις υποψίας αφορμήν δώσινεπεί δε νυν ημίν χάριτι του αναστάντος προς πιστούς ο λόγος… λόγον διδόντος του ειπόντος «Ουδέν κρυπτόν, ο ου φανερόν γενήσεται, και τούτο φανερωθήσεται». Καθεξής δε ο Άγιος αποδεικνύει δια πολλών, συμβιβάζων τους θείους Ευαγγελιστάς, τους περί των Μυροφόρων διαλαμβάνοντας, ότι η Θεοτόκος πρώτη ηξιώθη τα ανωτέρωέπειτα λέγει και ταύτα «Εμοί δε δοκεί και δι’ αυτήν πρώτην (την Θεοτόκον) τον ζωηφόρον εκείνον ανοιγήναι τάφονδι’ αυτήν γαρ πρώτην και δι’ αυτής πάντα ημίν ανέωκται, όσα επί του Ουρανού άνω, και όσα επί της γης κάτω και δι’ αυτήν τον Άγγελον ούτς αστράπτειν, ως και της ώρας έτι σκότω κατεχομένης υπό δαψιλεί ταύτην τω του Αγγέλου φωτί μη το τάφον κενόν ιδείν μόνον, αλλά και τα εντάφια, κατά κόσμον τε κείμενα και πολυειδώς μαρτυρούντα τω ενταφιασθέντι την έγερσινην δ’ άρα και ο Ευαγγελιστής Άγγελος, αυτός εκείνος ο Γαβριήλ».  Συμφώνως λέγει και Νικηφόρος ο Κάλλιστος εν τω Συναξαρίω της Κυριακής του Πάσχα«Και πρώτον μεν η ανάστασις τη του Θεού Μητρί γνώριμος γίνεται, απεναντίας καθημένη του τάφου, ως φησιν ο Ματθαίος, συν τη Μαγδαληνήαλλ’ ίνα μη η ανάστασις αμφιβάλοιτο δια τν προς την Μητέραν οικείωσιν, οι Ευαγγελισταί φασι πρώτον φαίνεσθαι τη Μαγδαληνή Μαρία».

[2] Την εορτήν του Πάσχα τόσον ετίμων και ευλαβούντο οι παλαιοί Βασιλείς, ώστε όχι μόνον ηλευθέρωναν από τας φυλακάς τους εν αυτίας ευρισκομένους δια χρέος ή δια άλλας αιτίας εις τας πόλεις όπου αυτοί εβασίλευον, αλλά και εις μακρυνούς τόπους έστελλον επιστολάς να ελευθερώσουν οι εκεί τους φυλακωμένουςκαι μάλιστα ο μέγας Θεοδόσιος.  Τι λέγω; Και αυτοί οι άπιστοι και ασεβείς ευλαβούνται την εορτήν του Πάσχα, καθώς και τα δύο ταύτα βεβαιώνει ο Χρυσορρήμων λέγων«Την παρόυσαν εορτήν (του Πάσχα), ην και άπιστοι αιδούνται σχεδόν πάντες, ην και αυτός ούτος ο Θεοφιλής Βασιλεύς (ο Θεοδόσιος ο μέγας) ούτως ηδέσθη και ετίμησαν, ως άπαντας τους προ αυτού μετ’ ευσεβείας κρατήσαντας υπερβαλέσθαι Βασιλέας.  Εν ταύταις γουν ταις ημέραις πέμψας επιστολήν, εις τιμήν της εοργής τους το δεσμωτήριον οικούντας σχεδόν αφήκεν άπαντας» (Αδριάντος Γ’).  Τούτον πρέπει να μιμούνται και οι τωρινοί Χριστιανοί, και μάλιστα οι πλούσιοι, και να ελευθερώνουν τους εν φυλακαίς ευρισκομένοςυ κατά την εορτήν του Πάσχα.

[3] Όθεν είπε και ο Χρυσορρήμων«Πας ο γινώσκων το τεθυμένον υπέρ αυτού Πάσχα αρχήν εαυτώ ζωής υποτιθέσθω ταύτην, αφ’ ου τέθυται Χριστός υπέρ αυτούτέθυται δε υπέρ αυτού τότε, ηνίκα αν επιγνώ την χάριν, και συνή την δια της θυσίας εκείνης ζωήνκαι τούτο γινώσκων, της νεαράς ορεγέσθω ζωής λαμβάνειν την αρχήν, και μηκέτι ανατρεχέτω προς την παλαιάν, ης επί τέλος έφθασεν» (Λόγος α’ εις το Πάσχα, ου η αρχή «Πάσχα μεν γήϊνον» Τομ. Ε’).

Δημοφιλείς αναρτήσεις