Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Άγιος Brendan (Μπρένταν) ο πλοηγός


Άγιος Brendan (Μπρένταν) ο πλοηγός 

29 Νοέμβριος  

Ο πατέρας μας άγιος Brendan γεννήθηκε γύρω στο 484 μέσα σε μια Ιρλανδική οικογένεια κοντά στη σημερινή πόλη του Tralee, στην Κομητεία Kerry, στην Ιρλανδία. Σε πολύ νεαρή ηλικία ξεκίνησε την εκπαίδευση του στην ιεροσύνη και σπούδασε υπό την καθοδήγηση της αγίας Ita στο Killeedy. Αργότερα ολοκλήρωσε τις σπουδές του υπό τον άγιο Erc, ο οποίος τον χειροτόνησε το 512. 
Κατά τη διάρκεια των επόμενων 20 χρόνων της ζωής του, ο άγιος Brendan έπλευσε γύρω από όλα τα νησιά που κυκλώνουν την Ιρλανδία, διαδίδοντας τον λόγο του Θεού και ιδρύοντας το ένα μοναστήρι μετά το άλλο. Το ποιο αξιοσημείωτο από αυτά είναι το Clonfert στο Galway, το οποίο ίδρυσε γύρω στο 557 και το οποίο άντεξε μέχρι το 1600. Ο άγιος Brendan κοιμήθηκε γύρω στο 578 και η εορτή του είναι στις 16 Μαΐου. 
Το πρώτο ταξίδι του Brendan τον οδήγησε στα Νησιά Arran, όπου ίδρυσε ένα μοναστήρι και σε πολλά άλλα νησιά τα οποία απλά επισκέφτηκε, συμπεριλαμβανομένου του νησιού Hynba της Σκωτίας όπου λέγεται πως συνάντησε τον άγιο Columba. Σε αυτό το ταξίδι ταξίδεψε και στην Ουαλία και τελικά στην Βρετάνη στην βορειότερη ακτή της Γαλλίας. 
Το γεγονός για το οποίο τιμούν περισσότερο τον άγιο Brendan, είναι το ταξίδι του στην «Γη της Επαγγελίας». Κάποια στιγμή στα πρώτα του ταξίδια, ο άγιος Brendan άκουσε από έναν άλλο μοναχό την ιστορία για μια γη μακριά στη δύση, η οποία όπως υποστήριζαν οι Ιρλανδοί ήταν μια γη αφθονίας. 

 

Αυτός και μια μικρή ομάδα μοναχών που περιλάμβανε, πιθανόν, τον άγιο Machutus νήστεψαν για 40 ημέρες και έπειτα έπλευσαν για αυτή τη γη προκειμένου να ερευνήσουν και να φέρουν στην αληθινή πίστη τους ντόπιους κατοίκους. Όλο το ταξίδι διήρκησε εφτά χρόνια. 
Τον ένατο αιώνα, ένας Ιρλανδός μοναχός έγραψε μια καταγραφή για το ταξίδι με το όνομα «Το Ταξίδι του αγίου Brendan» (Navigatio Sancti Brendani). Αυτό το βιβλίο παρέμεινε ιδιαίτερα γνωστό όλο το Μεσαίωνα και έκανε τον Brendan γνωστό σαν πλοηγό. 

Η καταγραφή χαρακτηρίζεται από μεγάλη λογοτεχνική ελευθερία και περιέχει αναφορές στην κόλαση όπως «φοβεροί δαίμονες εξαπέλυαν κομμάτια από φλεγόμενη λάβα από ένα νησί με ποτάμια από χρυσή φωτιά» και «μεγάλους κρυστάλλινους πυλώνες». Πολλοί σήμερα πιστεύουν πως αυτές είναι αναφορές στις δραστηριότητες των ηφαιστείων γύρω από την Ισλανδία και στα παγόβουνα. 
Μόλις έφτασαν στον προορισμό τους, συνάντησαν έναν οδηγό ο οποίος τους οδήγησε γύρω από εκείνη τη γη. Πήγαν στην ενδοχώρα όμως τους απέτρεψε να πάνε μακρύτερα ένα μεγάλο ποτάμι. Σύντομα μετά από αυτό, ο άγιος Brendan και οι σύντροφοι του έπλευσαν πίσω στην Ιρλανδία. Μόνο λίγοι επιβίωσαν σε αυτό το ταξίδι. 
Στην σύγχρονη εποχή η ιστορία θεωρήθηκε σαν προϊόν φαντασίας, όμως το 1970 ένας άντρας ονόματι Tim Severin ενθουσιάστηκε από την ιστορία και αποφάσισε να κάνει το ταξίδι του αγίου Brendan. Ο Severin έφτιαξε μια βάρκα από δέρμα και ξύλο βελανιδιάς ακριβώς σαν εκείνη που περιγράφεται στο αρχαίο κείμενο. Τα δέρματα ράφτηκαν μεταξύ τους πάνω σε ένα λυγισμένο πλαίσιο από στάχτες ξύλου και οι ραφές σφραγίστηκαν με ζωικό λίπος. Με μια ομάδα εθελοντών έπλευσε για την Αμερική και έφτασε στην νέα γη. Το ταξίδι του καταγράφεται στο έργο «Το Ταξίδι του Brendan: Πέρα από τον Ατλαντικό μέσα σε μια Δερμάτινη Βάρκα». 

Άγιος Σατουρνίνος, πρώτος Επίσκοπος Τουλούζης


Άγιος Σατουρνίνος, πρώτος Επίσκοπος Τουλούζης. 
29 Νοεμβρίου.  
Ο Άγιος Σατουρνίνος (επονομαζόμενος επίσης Σερνίνος), ελληνικής και ευγενούς καταγωγής, ήταν ένας από τους επτά ιεραποστόλους που εστάλησαν από τη Ρώμη για να ευαγγελίσουν τη Γαλατία, επί Δεκίου το 250. Όταν οι Άγιοι έφτασαν στην Αρελάτη, στον Σατουρνίνο ανατέθηκαν οι περιοχές του Λανγκεντόκ, της Γασκώνης (νοτιοδυτική Γαλλία) και η Ισπανική μεθόριος. Μετά τις μεγάλρς επιτυχίες που είχε το κήρυγμά του, ήρθε αντιμέτωπος με τη σκληροκαρδία των ειδωλολατρών της Καρκασόν και φυλακίσθηκε. Ελευθερώθηκε με την παρέμβαση ενός Αγγέλου και συνέχισε την αποστολή του προς την Τουλούζη, όπου συνάντησε ψυχές πιο ευεπίφορες στον λόγο του Θεού και ίδρυσε εκεί ένα ναό. Θεράπευε αρρώστους και λεπρούς με το σημείο του Τιμίου Σταυρού και ενέπνεε με τα λόγια του φλογερή αγάπη για τον Θεό στους ακροατές του. Εν συνεχεία, αφήνοντας τον Άγιο Πάπυλο να συνεχίσει το έργο του, προχώρησε στην Ισπανία και κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Παμπλόνα και στο Τολέδο. 
Επιστρέφοντας στην Τουλούζη μετά το μαρτύριο του Αγίου Παπύλου, ο Άγιος επίσκοπος ακτινοβολούσε σε τέτοιο βαθμό τη Χάρη του Θεού, που τα είδωλα έπαυσαν να δίνους τους απατηλούς χρησμούς τους και σιώπησαν, παρά τις ικεσίες και τις θυσίες των οπαδών τους. Οι ειδωλολάτρες λοιπόν είχαν απελπιστεί και ετοιμάζονταν να θυσιάσουν έναν ταύρο στο Καπιτώλιο, όταν έτυχε να περάσει από εκεί ο Σατουρνίνος πηγαίνοντας σε μια Λειτουργία. Κάποιος από το πλήθος τον αναγνώρισε και φώναξε: 
«Ιδού ο εχθρός της θρησκείας μας, ο αρχηγός του νέου δόγματος, αυτός που διδάσκει ότι πρέπει να καταστρέψουμε τους ναούς μας, αυτός που καταδικάζει τους θεούς μας αποκαλώντας τους δαίμονες, αυτός που με την παρουσία του μας εμποδίζει να λάβουμε τις απαντήσεις όπως άλλοτε. Ας εκδικηθούμε την προσβολή απέναντί μας και απέναντι στους θεούς μας. Να τον αναγκάσουμε να θυσιάσει για να εξευμενίσει τους θεούς, ειδαλλιώς να πεθάνει για να τους ευχαριστήσει με τον θάνατό του!».
Ενώ οι σύντροφοί του τράπηκαν σε φυγή, ο Σατουρνίνος, παραμένοντας γαλήνιος, απάντησε: 
«Δεν γνωρίζω παρά τον μόνο και αληθινό Θεό. Πως θα μπορούσα λοιπόν να φοβηθώ τους φανταστικούς θεούς σας, την ώρα που αυτοί οι ίδιοι τρέμουν εμένα;» 
Με τα λόγια αυτά του επισκόπου, η αναταραχή στο πλήθος μεγάλωσε. Άρπαξαν τον Σατουρνίνο, και με ένα χοντρό σχοινί τον έδεσαν από τα πόδια πίσω από τον άγριο ταύρο, ο οποίος βιαίως κεντριζόμενος, όρμησε μαινόμενος έξω από τον ναό. Το κεφάλι του μάρτυρος συντρίφθηκε αμέσως και τα μυαλά του σκόρπισαν στη γη. Το ζώο συνέχισε την ξέφρενη πορεία του στους δρόμους της πόλεως κομματιάζοντας το σώμα του Αγίου, μέχρι που έσπασε το σχοινί σε ένα μέρος όπου αργότερα κτίσθηκε ναός προς τιμήν του. 
Περιφρονώντας τον κίνδυνο, δύο φτωχές γυναίκες ήλθαν λίγο αργότερα στον τόπο του μαρτυρίου, πήραν το σώμα του Αγίου Σατουρνίνου, το εναπόθεσαν σε ξύλινο κιβώτιο και το έθαψαν εκεί κοντά. Στους αιώνες που ακολούθησαν, πλήθος προσκυνητών έρχονταν στον τάφο του Αποστόλου της Τουλούζης, πάνω στον οποίο είχε ανεγερθεί μεγάλη βασιλική, και η φήμη του απλώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη, εξαιτίας των θαυμάτων που γίνονταν εκεί. Στη Γαλλία, πολλά μέρη φέρουν ακόμη το όνομά του.  
 
Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας,
Τόμος 3ος (Νοέμβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Όσιος Πιτυρούν


Όσιος Πιτυρούν. 
29 Νοεμβρίου.

Τῇ σῇ θελήσει πρὸς σὲ χωρεῖ Χριστέ μου,
σῶν Πιτυροῦν ἐργάτης θελημάτων.

Ο Όσιος Πιτυρούν έκανε μαθητής του Μεγάλου Αντωνίου [17 Ιανουαρίου] και πήρε από τις αρετές και τα χαρίσματα εκείνου, η δε εγκράτεια του εικονίζεται κατά τον αυστηρότατο ασκητισμό. Πολλές φορές έμεινε νηστικός εντελώς, χωρίς καθόλου να ζημιωθεί η υγεία του ή να ελαττωθεί η πνευματική αντοχή του και η προθυμία του. Συχνά έλεγαν οι μοναχοί για οράματα, που εμφανίζονταν σ' αυτούς οι δαίμονες. Εκείνος τότε έλεγε: «εγώ φοβάμαι περισσότερα τα δαιμόνια, πού φωλιάζουν την υπερηφάνεια, τη φιλαργυρία, τη φιληδονία και άλλα παρόμοια πάθη. Αυτά είναι τα πιο επικίνδυνα δαιμόνια και πρέπει μεγάλη προσοχή προς αυτά». Ο όσιος Πιτυρούν απεβίωσε ειρηνικά.

Βίος Αγίου Φιλουμένου

 

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΦΙΛΟΥΜΕΝΟ εδώ 

Βίος Αγίου Φιλουμένου (1913-1979)

Ο Άγιος Φιλούμενος, κατά κόσμον Σοφοκλής Ορουντιώτης, ήταν γέννημα και θρέμμα της αγιοτόκου νήσου Κύπρου. Γεννήθηκε στις 15 του Οκτώβρη του έτους 1913 στην ενορία του Αγίου Σάββα στη Λευκωσία. Η καταγωγή του όμως ήταν από το χωριό της επισκοπής Μόρφου, Ορούντα. Γόνος ευλαβών γονέων -του Γεωργίου και της Μαγδαληνής Χασάπη- και «υποτακτικός» της ευλογημένης γιαγιάς του Αλεξάνδρας, ο Άγιος Φιλούμενος μυήθηκε από πολύ νωρίς σ’ ένα μοναχικό τυπικό ζωής. 
Παιδιόθεν έμαθε να προσεύχεται, να νηστεύει, να εκκλησιάζεται και να μελετά την Αγία Γραφή και τα συναξάρια με τους βίους των Αγίων. Ιδιαίτερα του άρεσε να διαβάζει το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου, του οποίου η βιοτή τόσο τον είχε θέλξει, ώστε άναψε μέσα του έντονη η επιθυμία να αναχωρήσει εκ του κόσμου για να ζήσει την κατά Θεό μοναχική ζωή. 
Έτσι, το Καλοκαίρι του 1927 εγκατέλειψε, μαζί με τον αδελφό του Αλέξανδρο (τον μετέπειτα ιερομόναχο Ελπίδιο), το πατρικό του σπίτι και πήγε στο Σταυροβούνι όπου παρέμεινε για 5 χρόνια υποτασσόμενος «εν παντί» στον τότε ηγούμενο, μοναχό Βαρνάβα. 
Το 1934 -Θεού τη νεύση- αναχώρησε, μαζί με τον αδελφό του, από τη Μονή του Σταυροβουνιού και μετέβη στα Ιεροσόλυμα για να εγγραφεί στο Γυμνάσιο του εκεί Πατριαρχείου. Στον τρίτο χρόνο φοίτησής του στο Γυμνάσιο εκάρη μοναχός, από τον τότε Πατριάρχη Τιμόθεο Θέμελη και λίγους μήνες μετά χειροτονήθηκε διάκονος. Το 1943 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και έξι χρόνια αργότερα έλαβε και το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη. 
Αποφοιτώντας από τη Σχολή του Πατριαρχείου ο Άγιος Φιλούμενος, παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα όπου υπηρέτησε, ως μέλος της Αγιοταφικής αδελφότητας, για 45 συνεχή χρόνια. Σ’ αυτά τα χρόνια διορίστηκε ως ηγούμενος σε διάφορα προσκυνήματα -στην Τιβεριάδα, στην Ιόππη, στη Μονή του Αρχαγγέλου, στη Ραμάλλα, στον Αββά Θεοδόσιο, στον Προφήτη Ηλία, στο Φρέαρ του Ιακώβ- απ’ όπου διακόνησε με πολλή αγάπη και πόνο το εκάστοτε ποίμνιό του. 
Ο κόσμος, και κυρίως οι απλοί άνθρωποι με τους οποίους συναναστρεφόταν καθημερινά, στηρίζοντάς τους πνευματικά και υλικά, τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Πολλοί μάλιστα τον ευλαβούνταν από τον καιρό που ήταν εν ζωή, αφού από πολύ νωρίς απέκτησε τη φήμη ενός εξαιρετικού ιερομονάχου και πνευματικού. 
Η ζωή του ήταν απλή και ταπεινή -σύμφωνη, όσο ήταν δυνατόν, με το αυστηρό μοναχικό τυπικό που ως παρακαταθήκη παρέλαβε από τους πρώτους πνευματικούς του πατέρες στο Σταυροβούνι. Ο ίδιος ήταν πολύ αυστηρός νηστευτής -συνήθως έτρωγε ελάχιστα και χωρίς να έχει απαιτήσεις για το είδος του φαγητού. Το ίδιο αυστηρός ήταν και στο θέμα της προσευχής και της τέλεσης των ακολουθιών (Στις ακολουθίες ήθελε το τυπικό και η εκκλησιαστική τάξη να τηρείται με πολλή ακρίβεια). 
Αγαπούσε τη μελέτη -γι’ αυτό και ήταν καλά καταρτισμένος θεολογικά- και του άρεσε να διηγείται κομμάτια από τα βιβλία που διάβαζε στους προσκυνητές που τον επισκέπτονταν. Πολλές φορές του είχαν προτείνει να φύγει από τα Ιεροσόλυμα για να σπουδάσει και επιστρέφοντας να ανεβεί σε μια ψηλότερη εκκλησιαστική τάξη. Ο Άγιος όμως πάντοτε αρνιόταν, αφού η μόνη του φιλοδοξία ήταν να αντιπροσωπεύει καλά το Μοναστήρι στα ηγουμενεία που διοριζόταν, όντας ένας σωστός μοναχός. 
Το τελευταίο προσκύνημα στο οποίο διορίστηκε ήταν στο Φρέαρ του Ιακώβ. Εκεί είχε να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες γιατί συχνά τον επισκέπτονταν φανατικοί Σιωνιστές απαιτώντας να αφαιρέσει τις εικόνες και το Σταυρό από το ναό. Πολλές φορές μάλιστα τον απειλούσαν ότι θα τον σκότωναν αν δεν έφευγε από το προσκύνημα, αλλά αυτός είχε πάρει την απόφαση να παραμείνει εκεί ό,τι και αν συνέβαινε. 
Το απόγευμα της 29ης Νοεμβρίου του 1979, μέρα που η εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου μάρτυρος Φιλουμένου -του εν Αγκύρα μαρτυρήσαντος εν έτη 270- «άγνωστοι» εισήλθαν στο Φρέαρ του Ιακώβ και επιτέθηκαν στον Άγιο. Τον σκότωσαν κτυπώντας τον με τσεκούρι στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια. Στη συνέχεια βεβήλωσαν την εκκλησία, ενώ φεύγοντας έριξαν και μια χειροβομβίδα καταστρέφοντας το χώρο σχεδόν ολοσχερώς. 
Το σκήνωμα του Αγίου μεταφέρθηκε για νεκροψία στο Τελ Αβίβ και παρόλο που οι αρχές το έδωσαν στους πατέρες του Πατριαρχείου μετά από 5 μέρες, δεν παρουσίαζε νεκρική ακαμψία αλλά ήταν μαλακό και ευλύγιστο σαν να ήταν εν ζωή. 
Η κηδεία έγινε στο ναό της Αγίας Θέκλας (στις 4 Δεκεμβρίου του 1979), παρόντων των Αγιοταφιτών πατέρων, συγγενών του Αγίου και πλήθους κόσμου, όχι μόνο ορθοδόξων αλλά και ετεροδόξων και μουσουλμάνων. Λίγο αργότερα έγινε και η ταφή του μάρτυρος στο κοιμητήριο της Αγιοταφικής αδελφότητας στην Αγία Σιών.

Τέσσερα περίπου χρόνια μετά το θάνατο του Αγίου Φιλουμένου, στις 30 Νοεμβρίου του 1983, πάρθηκε η απόφαση από το Πατριαρχείο να γίνει η ανακομιδή των οστών του. Όσοι ήταν παρόντες όμως βρέθηκαν μπροστά σε ένα θαυμαστό γεγονός: όταν ανοίχτηκε ο τάφος το σώμα του μάρτυρος ήταν άφθορο και ευωδιάζων, ως άνωθεν επισφράγιση της ένταξής του «εν σκηναίς Αγίων». Στη συνέχεια ξανακλείστηκε ο τάφος και άνοιξε ξανά στις 26 Δεκεμβρίου του 1984. Το σκήνωμά του Αγίου βρέθηκε και πάλι να ευωδιάζει και να διατηρεί μερική αφθαρσία. Τότε, οι Αγιοταφίτες το τοποθέτησαν στο Ιερό Βήμα του ναού της Αγίας Σιών. Στις μέρες μας έχει ολοκληρωθεί στον τόπο μαρτυρίου του Αγίου περικαλλής τρίκλιτος ναός, του οποίου το ένα κλίτος είναι αφιερωμένο στον Άγιο Φιλούμενο. Εκεί μεταφέρθηκε το 2008 και το σκήνωμά του. Σ’ αυτό προστρέχουν και πολλοί που ευλαβούνται τον Άγιο -όχι μόνο ορθόδοξοι αλλά και άραβες ακόμη και ετερόδοξοι- ζητώντας τις προς τον Κύριο πρεσβείες του. Στις 29 Νοεμβρίου του 2009 έχει γίνει από τη Σύνοδο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων η επίσημη Αγιοκατάταξη του Αγίου.

Πηγή: 
«Ο Άγιος Νέος Ιερομάρτυς Φιλούμενος ο Κύπριος», έκδ. Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Ορούντας, Ορούντα - Κύπρος 2007.

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

Ο όσιος Θεοδόσιος Τιρνόβου


 

Ο όσιος Θεοδόσιος Τιρνόβου 
27 Νοεμβρίου 

Ο όσιος Θεοδόσιος γεννήθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα στην περιοχή του Τιρνόβου και έγινε μοναχός από νεαρή ηλικία σε μονή του Αρτσάρ (κοντά στο Βιδίνιο), όπου διακρίθηκε για την ταπεινοφροσύνη του. Μετά τον θάνατο του πνευματικού του πατέρα, πέρασε από πολλά μοναστήρια αναζητώντας έναν καινούργιο εν Χριστώ πατέρα και τόπο πρόσφορο για ησυχία και προσευχή. 
Ευρισκόμενος σε μια ομάδα μοναχών που έμεναν στο δάσος κοντά στο Σλίβεν, άκουσε να γίνεται λόγος για την πρόσφατη άφιξη στην Παρορία, στα σύνορα Βουλγαρίας και βυζαντινής αυτοκρατορίας, του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου [6 Απρ.] και των μαθητών του που είχαν έρθει από το Άγιον Όρος για να ξεφύγουν από τις επιδρομές Τούρκων πειρατών. Αμέσως έσπευσε να συναριθμηθεί μεταξύ αυτών και απεδείχθη υπόδειγμα υπακοής και ζηλωτής της νοεράς προσευχής. Εκεί συνδέθηκε με στενή πνευματική φιλία με τον όσιο Ρωμύλο [18 Σεπτ.]. 
Χάρη στην παρέμβασή του, η αδελφότητα μπόρεσε να επωφεληθεί της προστασίας του Βούλγαρου βασιλέα Ιωάννη Αλεξάνδρου (1331-1371), μεγάλου θαυμαστού των μοναχών και του βυζαντινού πολιτισμού, και να εφοδιασθεί με μέσα άμυνας κατά των συχνών επιθέσεων των Τούρκων. 
Όταν εκοιμήθη ο όσιος Γρηγόριος, στα 1346, οι αδελφοί θέλησαν να κάνουν ηγούμενό τους τον Θεοδόσιο, εκείνος όμως αρνήθηκε και αναχώρησε με τον Ρωμύλο για το Σλίβεν πρώτα, κατόπιν δε για το Άγιον Όρος. Εκεί όμως δεν μπόρεσαν να βρουν την ησυχία εξαιτίας των Τούρκων και συνέχισαν την περιοδεία τους προς τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια και εν συνεχεία την Κωνσταντινούπολη. Τέλος, ο Θεοδόσιος επέστρεψε στη γενέτειρά του και ίδρυσε ένα μοναστήρι στο όρος Κελιφάρεβο (ή Κεφαλάρεβο) –πλησίον του σημερινού Μπουργκάς στη Μαύρη Θάλασσα – χάρη στην πρόθυμη βοήθεια του βασιλέα. 
Στη μονή εφαρμόσθηκαν αυστηρά οι πνευματικές αρχές που δίδασκε ο Γρηγόριος ο Σιναΐτης και σύντομα βρέθηκαν εκεί συγκεντρωμένοι πενήντα περίπου μοναχοί, αφιερωμένοι εν ησυχία και ευταξία στη νοερά προσευχή, στην αντιγραφή χειρογράφων και στη μετάφραση στα σλαβονικά των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας. 
Χάρη στην ακτινοβολία της αγιότητας του Θεοδοσίου και στη θεολογική αυτή δραστηριότητα, το μοναστήρι αυτό έγινε το κέντρο απ’ όπου διαδόθηκε ο ησυχασμός σε όλη τη Βουλγαρία και ο φάρος της Ορθοδοξίας κατά των αιρέσεων (Βογόμιλοι και Ιουδαΐζοντες). Μαθητές συνέρρεαν εκεί για να φωτισθούν από τη διδαχή του οσίου Θεοδοσίου από όλα τα μέρη: τη Σερβία, την Ουγγαρία, τη Βλαχία. 
Οι επιδρομές ωστόσο των Τούρκων που συνεχίζονταν, ανάγκασαν τον όσιο να αποσυρθεί σε μια σπηλιά για να βρει την ησυχία, την απαραίτητη για την προσευχή. Τρία χρόνια αργότερα αρρώστησε, βρήκε εντούτοις τις δυνάμεις να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να συζητήσει με τον συμμαθητή και βιογράφο του, τον πατριάρχη άγιο Κάλλιστο Α’ [20 Ιουν.], εκκλησιαστικά προβλήματα που απειλούσαν την εποχή εκείνη τις σχέσεις της βουλγαρικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Εκοιμήθη στη Μονή του Αγίου Μάμαντος, στις 27 Νοεμβρίου 1363, και ετάφη με μεγάλες τιμές. 
Ο όσιος Θεοδόσιος ήταν αυτός που διέδωσε στη Βουλγαρία την πνευματική διδασκαλία, την οποία είχε εισαγάγει στο Άγιον Όρος ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Μέχρι τα τέλη του αιώνα, ο οποίος υπήρξε η χρυσή εποχή της βουλγαρικής Εκκλησίας, οι πιο διακεκριμένες μορφές της εκκλησιαστικής ζωής ήταν μαθητές του, ιδιαίτερα δε ο άγιος Ευθύμιος, πατριάρχης Τιρνόβου [20 Ιαν.], και ο άγιος Κυπριανός, μητροπολίτης Κιέβου [16 Σεπτ.]. 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 3ος, Νοέμβριος
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

 

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

Όσιος Ακάκιος «ὁ ἐν τῇ Κλίμακι».

 
Όσιος Ακάκιος «ὁ ἐν τῇ Κλίμακι».  
26 Νοεμβρίου. 
Κακὸν φυγὼν πᾶν Ἀκάκιος ἐν βίῳ.
Καλοῖς ἀπείροις ἐντρυφᾷ λιπὼν βίον. 
Ο Όσιος Ακάκιος αναφέρεται από τον Άγιο Ιωάννη, που συνέγραψε την Κλίμακα [ 30 Μαρτίου] γι' αυτό και ονομάζεται «ὁ ἐν τῇ Κλίμακι». 
Μόνασε στη Μικρά Ασία (στο Μοναστήρι Κελλιβάρα του όρους Λάτρου) και διακρίθηκε για την ανεξάντλητη υπομονή του. Έλεγε μάλιστα: «πλανώνται όσοι νομίζουν ότι δεν θυμώνω ποτέ. Θυμώνω, αλλά κατά των δύο μεγαλυτέρων εχθρών. Ο ένας είναι ο Σατανάς, τον άλλο περιττό να σας τον πω» και έδειχνε τον εαυτό του. 
Στο Μοναστήρι είχε πολύ δύστροπο προϊστάμενο, αλλά απέναντι του ο Ακάκιος δεν έλεγε το παραμικρό. Ο ηγούμενος τον κακοποιούσε και ο Ακάκιος τον αγαπούσε, όμως τον έθλιβε το γεγονός ότι κινδύνευε η σωτηρία του ηγουμένου του από την όλη διαγωγή του. 
Ο Ακάκιος πέθανε νέος, έχοντας παροιμιώδη υπομονή και ζωντανή ελπίδα στον Θεό. 
Ακολουθία του Οσίου συνέγραψε ο σοφολογιότατος διδάσκαλος Xριστοφόρος Προδρομίτης.

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στον συναξαριστή του, μας πληροφορεί ότι το τίμιο λείψανο του Αγίου έμεινε άφθορο και σώο για πολλά χρόνια. Μας διηγείται δε και την εξής ιστορία: 
«Συνέβη δε μίαν φοράν να εύγουν οι μοναχοί του Mοναστηρίου εκείνου διά να θερίσουν. Eπειδή εις τούτο τους εκάλει ο του θέρους καιρός. Δύω δε μόνον αδελφοί έμειναν εις το Mοναστήριον. O ένας μεν, διά να το φυλάττη, ο δε άλλος, διατί ήτον ασθενής. Hκολούθησε λοιπόν και απέθανεν ο ασθενής. O δε άλλος αδελφός, μόνος ώντας, δεν εδύνετο να σκάψη τάφον, και τα άλλα να κάμη τα εις ταφήν επιτήδεια. Όθεν ανοίξας τον έτοιμον τάφον του Aγίου Aκακίου, εκεί έβαλε τον αποθανόντα ομού με τον Άγιον. 
Kατά την αυρινήν δε ημέραν πηγαίνωντας εις τον τάφον, ευρήκεν ερριμμένον έξω του τάφου τον αποθανόντα αδελφόν. Kαι πάλιν έβαλεν αυτόν μέσα εις τον τάφον του Aγίου. Eπειδή δε πάλιν εύρεν αυτόν έξω ερριμμένον, επαραπονείτο προς τον Άγιον, δικαιολογούμενος και λέγων. Ήκουσα, Άγιε Aκάκιε, ότι κανένας άλλος δεν επρόκοψεν εις την υπακοήν καθώς εσύ. Aλλά τώρα, ως βλέπω, έγινες παρήκοος και υπερήφανος τόσον, ώστε οπού δεν δέχεσαι τον αδελφόν μέσα εις τον τάφον σου, αλλά τον ρίπτεις έξω. Λοιπόν ή άφες αυτόν να ευρίσκεται μαζί σου εις ένα τάφον, ή ανίσως πάλιν ρίψης αυτόν έξω, πλέον δεν θέλω σε υποφέρω, αλλά θέλω σε εκβάλω από τον τάφον. Όθεν έβαλε τον αδελφόν πάλιν εις τον τάφον του Aγίου και ανεχώρησε. Tην αυρινήν δε ημέραν πηγαίνωντας πάλιν, τον μεν αποθανόντα αδελφόν, εύρε κείμενον εις τον τάφον, τον δε Άγιον Aκάκιον δεν ευρήκεν. Όθεν έως της σήμερον βλέπεται ο τάφος άδειος, έχων την επωνυμίαν του Aγίου Aκακίου».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
ώας ἐξήστραψας, ὥσπερ ἀστὴρ φαεινός, καὶ πάντας ἐφαίδρυνας τῶν μονοτρόπων χορούς, Ἀκάκιε ὅσιε, αἴγλη τῶν ἀρετῶν σου, καὶ διήγειρας τούτους, ἄνθεσιν ἐγκωμίων, καταστέφειν σὺν πόθῳ, τὴν σὴν φαιδρὰν καὶ σεπτήν, καὶ πάντιμον μνήμην.

Ο άγιος νεομάρτυς Γεώργιος ο Χίος


Ο άγιος νεομάρτυς Γεώργιος ο Χίος 

26 Νοέμβριος  

Ο άγιος Γεώργιος γεννήθηκε στη Χίο από χριστιανούς γονείς και μικρός ακόμη μπήκε μαθητευόμενος σε έναν ικανό ξυλογλύπτη. Κάποτε που είχαν πάει στα Ψαρά για να φτιάξουν εικονοστάσια, έφυγε μια μέρα από το σπίτι του αφεντικού του παρέα με άλλους νεαρούς για την Καβάλα και τους έπιασαν σε ένα μποστάνι να κλέβουν πεπόνια. Τον παρέδωσαν στον Τούρκο καδή και φοβούμενος τις τιμωρίες δέχθηκε να γίνει μουσουλμάνος, με το όνομα Αχμέντ. 
Όταν έγινε δέκα χρονών, μετέβη πάλι στη Χίο και επέστρεψε στο πατρικό σπίτι κλαίγοντας και θρηνώντας για την αποστασία του. Ο πατέρας του τότε τον εμπιστεύθηκε στις φροντίδες ενός καλού χριστιανού στις Κυδωνίες για να μην τον βρουν οι Τούρκοι. Εν συνεχεία τον υιοθέτησε μια γηραιά κυρία, η οποία τον στερέωσε στην πίστη. 
Σε ηλικία είκοσι έξι ετών, αρραβωνιάσθηκε με μια νέα του χωριού. Λίγο αργότερα όμως, μετά από μια διένεξη με τον αδελφό της, ο μέλλων γαμπρός του τον κατέδωσε στις τουρκικές αρχές ως αποστάτη. 
Ο Γεώργιος φυλακίσθηκε και βασανίσθηκε, οι δοκιμασίες όμως αυτές καθώς και μία συζήτηση που είχε με έναν άλλο ομολογητή της πίστεως είχαν ως αποτέλεσμα να ενδυναμώσουν την αγάπη του για τον Χριστό και να τον κάνουν να λάβει την απόφαση να θυσιάσει τη ζωή του για Εκείνον. 
Τη νύκτα της 24ης Νοεμβρίου 1807 εκοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων και προετοιμάσθηκε γαλήνια για τον θάνατο. Την επομένη αποφασίσθηκε η εκτέλεσή του και οι ιερείς της πόλεως συγκέντρωσαν όλους τους πιστούς φίλους των μαρτύρων για να τελέσουν ολονυκτία και να παρακαλέσουν τον Θεό να δώσει θάρρος και υπομονή στον μέλλοντα μάρτυρα την ώρα της δοκιμασίας. 
Οι ψαλμωδίες και οι δοξαστικοί ύμνοι συνεχίζονταν ακόμη στην εκκλησία, όταν το χάραμα ο Γεώργιος οδηγήθηκε στον τόπο της εκτελέσεως επαναλαμβάνοντας αδιάκοπα το όνομα του Ιησού και εκείνο της Υπεραγίας Θεοτόκου. 
Αφού δήλωσε εκ νέου ότι ήταν χριστιανός και ήθελε να πεθάνει χριστιανός, τουφεκίσθηκε. Δεν πέθανε όμως, και καθώς παρέμενε γονατιστός και ασάλευτος, ο δήμιος τον διέταξε να σκύψει τον αυχένα και αφού τον άφησε για λίγο εν αναμονή, πήρε το ξίφος και τον έπληξε βίαια δύο φορές. 
Ο άγιος, ωστόσο, δεν έπαυε να επαναλαμβάνει το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Έξαλλος τότε ο δήμιος τον έριξε κατά γης και τον έσφαξε σαν αρνί. Καθώς το αίμα του έτρεχε κατά κύματα και μέχρι την τελευταία του πνοή, ο άγιος δεν έπαψε να εκφέρει το όνομα του Κυρίου.

Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας,
Τόμος 3ος (Νοέμβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Άγιος Βασόλος ο Ερημίτης στο Verzy της Γαλλίας


Άγιος Βασόλος ο Ερημίτης στο Verzy της Γαλλίας.  
26 Νοεμβρίου. 
Ο Άγιος Βασόλος γεννήθηκε το 555 μ.Χ. κοντά στην Λιμόζ. Εκάρη μοναχός κοντα στο Verzy και έζησε ως ερημίτης για 40 χρόνια σε ένα λόφο κοντά στη Ρημών (Ρεμς). Ο Άγιος μετά από πολλούς αγώνες, νηστεία, προσευχή και επιτελώντας πολλά θαύματα σε όσους ζητούσαν τη βοήθειά του, παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό το 620 μ.Χ.

Ἅγιος Νίκων ὁ «Μετανοεῖτε»


Φώτης Κόντογλου  
Ἅγιος Νίκων ὁ «Μετανοεῖτε»

(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)

Αὔριο Δευτέρα, 26 Νοεμβρίου, γιορτάζεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Νίκωνος «τοῦ Μετανοεῖτε». Τὸν εἴπανε «Μετανοεῖτε», ἐπειδὴ ἔλεγε συχνὰ στοὺς ἀνθρώπους νὰ μετανοήσουνε, ὅπως ἔκανε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. 
Πατρίδα τοῦ ἤτανε κάποια χώρα τοῦ Πόντου ποὺ τὴ λέγανε Πονεμωνιακή. Γεννήθηκε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς. Οἱ γονιοί του ἤτανε πλούσιοι, μὰ ὄχι μοναχὰ στὰ ὑλικὰ πλούτη μὰ καὶ στὰ πνευματικά. Γιὰ τοῦτο τὸν ἀναθρέψανε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου». Καὶ ἐνῶ τὰ ἄλλα τὰ ἀδέρφια του καὶ οἱ φίλοι τοῦ ἤτανε παραδομένοι στὶς διασκεδάσεις καὶ στὰ ἱπποδρόμια, ὁ Νίκων ἀγαποῦσε τὴ θρησκεία, κ᾿ ἤτανε ταπεινὸς καὶ φρόνιμος σὲ ὅλα, λιγόφαγος, ἁπλὸς στοὺς τρόπους, σεμνολόγος, φυλάγοντας τὰ μάτια του νὰ μὴν μπεῖ μέσα του ὁ σαρκικὸς πειρασμὸς ποὺ χαλᾶ τὴν ἁγνότητα τῆς νεότητος. Μιὰ μέρα τὸν ἔστειλε ὁ πατέρας του, ποὺ εἶχε πολλὰ κτήματα, νὰ ἐπιστατήσει ἀπάνω στοὺς ἐργάτες ποὺ δουλεύανε σ᾿ αὐτά, καὶ σὰν εἶδε τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρώτα ποὺ χύνανε αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, τόσο λυπήθηκε ἡ ψυχή του, ποὺ παράτησε παρευθὺς καὶ τὰ κτήματά του καὶ τοὺς γονιούς του καὶ τὴν πατρίδα τοῦ κ᾿ ἔφυγε χωρὶς νὰ γνωρίζει ποὺ πηγαίνει, ἀφοῦ γι᾿ αὐτὸν ὅλη ἡ οἰκουμένη ἤτανε τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ λόγο ποὺ λέγει «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς». Ἀφοῦ πέρασε πολλοὺς τόπους ποὺ δὲν τὸν ἤξερε κανένας, ἔφταξε σ᾿ ἕνα βουνὸ ποὺ ἤτανε τὸ σύνορο ἀνάμεσα στὸν Πόντο καὶ στὴν Παφλαγονία καὶ ποὺ εἶχε κ᾿ ἕνα μοναστήρι λεγόμενο Χρυσὴ Πέτρα. Σὰν εἶδε τὸ μοναστήρι ὁ Νικήτας, ἔνοιωσε μεγάλη χαρά. Κι᾿ ὁ Θεὸς φώτισε τὸ γέροντα ἡγούμενο, ποὺ ἤτανε ἅγιος ἄνθρωπος, καὶ βγῆκε στὴν πόρτα καὶ καλωσόρισε τὸν Νικήτα καὶ τὸν ἀγκάλιασε σὰν πατέρας τὸ γυιό του καὶ τὸν κάλεσε μὲ τὄνομά του. Ὁ Νικήτας σὰν ἄκουσε τὸ γέροντα νὰ τὸν φωνάζει μὲ τὄνομά του χωρὶς νὰ τὸν ἔχει δεῖ ποτέ, φτεροκόπησε ἡ καρδιά του καὶ μπῆκε μαζὶ μὲ τὸν ἡγούμενο στὴν ἐκκλησία, καὶ τὴν ἴδια ὥρα τὸν κούρεψε μοναχὸ μὲ τὄνομα Νίκων. Ἀπὸ κείνη τὴν ἡμέρα ξέχασε ὁλότελα πιὰ πὼς ζεῖ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Τὴ μέρα δούλευε στὴν ὑπηρεσία ποὺ τὸν ἔβαλε ὁ γέροντάς του, καὶ τὴ νύχτα δὲν κοιμότανε, ἀλλὰ ἀγρυπνοῦσε μὲ προσευχὴ καὶ μὲ δάκρυα, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει νὰ μολευθεῖ ἡ νεανικὴ ψυχή του ἀπὸ κανέναν ἄσχημο διαλογισμὸ κι᾿ ἀπὸ τὴν πονηριὰ ποὺ μπαίνει τόσο εὔκολα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἄλλοι ἀδελφοὶ τῆς μονῆς τὸν ἀγαπήσανε πολύ, γιατὶ ἤτανε ἀπερηφάνευτος, πρᾷος καὶ καλοκάγαθος. Δώδεκα χρόνια ἔζησε μέσα στὸ μοναστήρι τῆς Χρυσῆς Πέτρας. Στὸ μεταξὺ ὁ πατέρας του χάλασε τὸν κόσμο γιὰ νὰ τὸν βρεῖ, πλὴν μάταια κοπίασε. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἔπαψε νὰ τὸν ψάχνει, ὁ ἅγιος παρακάλεσε τὸ γέροντά του νὰ τὸν ἀφήσει νὰ φύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ὅπως κ᾿ ἔγινε. Μὰ σὰν πέρασε τὸ ποτάμι Παρθένι, γύρισε κ᾿ εἶδε στὴν ἀντικρινὴ ἀκροποταμιὰ τὸν πατέρα του μὲ τὰ ἄλλα παιδιά του καὶ μὲ τὴ συνοδεία του, καὶ σὰν τὸν γνώρισε ὁ γέρος, ἄρχισε νὰ κλαίγει καὶ νὰ φωνάζει στὸν Νικήτα νὰ τὸν λυπηθεῖ καὶ νὰ γυρίσει στὸ σπίτι τους, κ᾿ ἤθελε νὰ πέσει στὸ ποτάμι. Μὰ τὸν μποδίσανε οἱ δικοί του, γιατὶ εἶχε φουσκώσει τὸ ρεῦμα του ἀπὸ τὰ πολλὰ νερὰ ποὺ κατέβασε. Κι᾿ ὁ μακάριος Νίκων, σφίγγοντας τὴν καρδιά του, γύρισε κατὰ τὸν πατέρα του καὶ γονάτισε καὶ τὸν προσκύνησε, κ᾿ ὕστερα ἔστριψε πάλι καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του. Πέρασε ἀπὸ βουνὰ ἔρημα, ἀπὸ κρεμνοὺς καὶ καταβόθρες. Τὰ ροῦχα του ἤτανε λερὰ καὶ τριμμένα, τὰ πόδια του ξυπόλητα. Βαστοῦσε μοναχὰ ἕνα ραβδὶ κ᾿ ἕνα σταυρό. Τρία χρόνια γυροβολοῦσε ἔτσι στὰ βουνὰ ποὺ ἤτανε λημέρια τῶν ληστῶν, κ᾿ ἔτρωγε χορτάρια. Πολλὲς φορὲς τὸν συναπαντούσανε αὐτοὶ οἱ φονηάδες καὶ τὸν κλωτσούσανε. Μὰ σὰν εἴδανε πὼς στὴν κακία τοὺς ἀποκρινότανε μὲ ἀγάπη καὶ μὲ ταπείνωση, τὸν ἀγαπήσανε κι᾿ αὐτοὶ καὶ τὸν τιμούσανε σὰν ἅγιο. Σὰν περάσανε τρία χρόνια ποὺ ἔζησε ἀπάνω στὰ βουνά, ἀποφάσισε νὰ κατέβει στὶς πολιτεῖες καὶ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴ μετάνοια. Ἤτανε τότε ὡς 36 χρονῶν, κατὰ τὰ 959 μ.X. Ἀφοῦ πέρασε βιαστικὰ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς, μπαρκάρησε σ᾿ ἕνα καράβι γιὰ νὰ πάγη στὴν Κρήτη, στὰ 961 μ.X., ἐπειδὴ οἱ Ἄραβες εἴχανε ἀλλαξοπιστήσει τοὺς χριστιανοὺς μὲ τὸ σπαθί. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ μπόρεσε καὶ τοὺς γύρισε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ ὕστερα ἀπὸ ἑφτὰ χρόνια ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ πῆγε στὴν Ἐπίδαυρο στὰ μέρη τοῦ Δαμαλᾶ, κ᾿ ἐκεῖ κήρυξε τὴ μετάνοια κ᾿ ἔσωσε ψυχές. Ἀπὸ τὸν Δαμαλᾶ μπῆκε σ᾿ ἕνα καΐκι γιὰ νὰ πάγη στὴν Ἀθήνα. Μαζὶ μὲ τὸ καΐκι ποὺ μπῆκε ὁ ἅγιος, ταξίδευε κ᾿ ἕνα ἄλλο γιὰ τὴν Ἀθήνα, καὶ περνώντας ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα βγήκανε οἱ ναῦτες νὰ πάρουνε νερό. Αὐτὸ τὸ νησὶ ἤτανε ἔρημο ἀπὸ τοὺς κουρσάρους. Ὁ ἅγιος εἶπε στοὺς καπετάνιους νὰ μὴ φύγουνε ἀκόμα ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα, γιατὶ θὰ πάθουνε. Ὁ ἕνας καπετάνιος ποὖχε τἄλλο τὸ καΐκι δὲν τὸν ἄκουσε κ᾿ ἔφυγε, μὰ κεῖνος ποὖχε μέσα τὸν ἅγιο ἀπόμεινε. Μὰ τὸ καΐκι ποὺ ἔκανε πανιὰ τὸ πιάσανε οἱ κουρσάροι πρὶν φτάξει στὴν Ἀθήνα. Σὰν ἔφτασε ὁ ἅγιος σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀρχαία πολιτεία, ποὺ ἦταν ἄλλη φορὰ φημισμένη στὸν κόσμο πλὴν τότε ἤτανε καταντημένη ἕνα χωριό, ἄρχισε τὸ κήρυγμα κ᾿ ἔφερε πολὺν καρπό, γιατὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἤτανε θεοφοβούμενοι. Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα πῆγε στὴν Εὔβοια, καὶ μαζεύθηκε κόσμος πολὺς νὰ τὸν ἀκούσει. Καὶ μὲ τὴν ὀχλοβοή, ἕνα παιδὶ ποὺ εἶχε ἀνεβεῖ στὸ κάστρο μαζὶ μὲ τὸν ἄλλον κόσμο, παραπάτησε κ᾿ ἔπεσε, καὶ βάλανε τὶς φωνὲς κ᾿ ἔγινε μεγάλη σύγχυση κ᾿ οἱ γονιοὶ τοῦ παιδιοῦ καταριόντανε τὸν ἅγιο. Μὰ ἐκεῖνος δὲν ταράχθηκε, ἀλλὰ τοὺς εἶπε ἥσυχα: «Τὸ παιδὶ ζεῖ, δὲν πέθανε». Κι᾿ ἀλήθεια τὸ παιδὶ σηκώθηκε ἀπάνω γελαστὸ σὰν νὰ πήδηξε ἀπὸ τὸ μπιντένι, κι᾿ οἱ γονιοί του κι᾿ ὅλος ὁ κόσμος πέσανε καὶ προσκυνούσανε τὸν ἅγιο, καὶ τὸ παιδὶ τοὺς ἔλεγε πὼς σὰν γλύστρησε καὶ βρέθηκε στὸν ἀγέρα, εἶδε ἐκεῖνον τὸν καλόγερο ποὺ φώναζε «Μετανοεῖτε» νὰ πετᾶ καὶ νὰ τὸ πιάνει στὴν ἀγκαλιά του ὡς ποὺ τὸ κατέβασε μαλακὰ στὴ γῆ. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Εὔριπο, πῆγε στὶς Θῆβες, κι᾿ ἀπὸ κεῖ στὸ βουνὸ Κιθαιρῶνα, ποὺ τὸ λέγανε τότε ὄρος τῆς Μυουπόλεως, κ᾿ ἐκεῖ ἀσκήτεψε μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο, κοντὰ στὸ μέρος ποὺ βρίσκεται τὸ μοναστήρι, ποὺ ἔχτισε ὁ ὅσιος Μελέτιος ὕστερα ἀπὸ χρόνια, κι᾿ αὐτὸς Ἀνατολίτης. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Κόρινθο, στὸ Ἄργος, στὸ Ναύπλιο, κι᾿ ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσε ἄναβε στὶς καρδιὲς τὸν πόθο τῆς θρησκείας κ᾿ ἔκανε πολλὰ θαύματα, προπάντων ἔγιαινε ἀρρώστους ἀνθρώπους. 
Ἀφοῦ πέρασε ὅλον τὸν Μοριᾶ, κ᾿ ἔφταξε ὡς τὴ Μάνη, πῆρε πάλι τὸ δρόμο γιὰ νὰ γυρίσει στὴ Σπάρτη, ἀπ᾿ ὅπου εἶχε περάσει. Μὰ πρὶν πάγει στὴ Σπάρτη, μπῆκε σ᾿ ἕνα σπήλαιο ποὺ βρισκότανε σὲ κάποιο ἔρημο μέρος ποὺ τὸ λέγανε «Μῶρον» καὶ κειτότανε ἄρρωστος καὶ θερμιασμένος. Σὲ λίγες μέρες μαθεύτηκε τὸ καταφύγιό του καὶ μαζεύθηκε κόσμος πολύς σὲ κεῖνο τὸ σπήλαιο γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐλογία του, καὶ πολλοὶ ἄρρωστοι περιμένανε τὴ γιατρειά τους ἀπὸ τὸν ἄρρωστον. Σὰν σηκώθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, πῆγε στὸ Ἀμύκλι, κ᾿ ἐπειδὴ ἐκείνη ὅλη τὴν περιφέρεια τὴ ρήμαξε τὸ θανατικὸ ἀπὸ λοιμικὴ ἀρρώστια κ᾿ εἶχε πιάσει τὸν κόσμο φόβος καὶ τρόμος, μαζεύθηκε πολὺς λαὸς καὶ πήγανε καὶ τὸν παρακαλέσανε νὰ πάγει στὴ Σπάρτη. Ὁ ἅγιος τοὺς εἶπε πὼς θὰ παρακαλέσει τὸ Θεὸ νὰ πάψει τὴν ὀργή του, καὶ πὼς θὰ καθίσει στὴ Σπάρτη ὡς ποὺ νὰ πεθάνει. Σηκώθηκε λοιπὸν καὶ πῆγε στὴ Σπάρτη, καὶ σὰν ἐμπῆκε στὴν πολιτεία, πὼς σὰν φανερωθεῖ ὁ ἥλιος σκορπᾶ καὶ χάνεται ἡ ἀντάρα, ἔτσι καὶ σὰν φάνηκε ὁ ἅγιος ἔπαψε τὸ θανατικό, κι᾿ ὁ κόσμος ξεκουράσθηκε ἀπὸ τὴν ἀγωνία καὶ ἔπεσε σὲ μετάνοια. Ἀπὸ τότε δὲν ἔφυγε πιὰ ἀπὸ τὴ Σπάρτη ὁ ἅγιος, κ᾿ ἡ πολιτεία τούτη ἔγινε ἡ δεύτερη πατρίδα του. Ἔχτισε μία μεγάλη ἐκκλησία στὄνομα τοῦ Σωτῆρος, ποὺ βρεθήκανε τὰ θεμέλιά της κοντὰ στὸ κάστρο τῆς ἀρχαίας Σπάρτης, κι᾿ αὐτὴ ἡ διαβόητη πολιτεία ποὺ ἤτανε ξακουσμένη στὸν κόσμο γιὰ τὴν παλληκαριά της, καταστάθηκε ἡ καθέδρα τῆς Χριστιανοσύνης μὲ ἄρχοντά της τὸν πράον κ᾿ ἥμερον μαθητὴ τοῦ Κυρίου ποὺ δίδαξε στὸν κόσμο τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ τὴν εἰρήνη. Στὸ μεταξὺ βαφτιζόντανε οἱ Ἑβραῖοι, ποὺ ὑπήρχανε πολλοὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ μέρη, καὶ πλήθαινε ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ. 
Ἀλλὰ ἦρθε καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Νίκωνα ἡ μέρα νὰ πληρώσει, σὰν ἄνθρωπος κι᾿ αὐτός, τὸ «κοινὸν χρέος τοῦ θανάτου», κι᾿ ἀρρώστησε. Μάζεψε λοιπὸν γύρω στὸ κλινάρι του τὰ πνευματικὰ τέκνα του, καὶ τὰ εὐλόγησε καὶ τοὺς εἶπε πὼς σιμώνει τὸ τέλος του, κι᾿ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε πολλὲς συμβουλὲς καὶ τοὺς στερέωσε στὴν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ, εἶπε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός, εἰς χεῖρας σου παρατίθημι τὸ πνεῦμα μου» καὶ παρέδωσε τὴν καθαρὴ ψυχή του σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ γι᾿ αὐτὸν ὑπόφερε τόσους κόπους. Κοιμήθηκε στὰ 998 μ.X., στὶς 26 Νοεμβρίου, σὲ ἡλικία 75 χρονῶν. 
Τὸ σκήνωμα γίνηκε προσκύνημα. Ὁ λαὸς τὸ τριγύρισε καὶ βούιζε ὅπως κάνουνε οἱ μέλισσες γύρω στὸ κουβέλι. Ὅλοι θέλανε νὰ πᾶνε κοντὰ στὸ λείψανο, καὶ πολλοὶ παίρνανε ἀπὸ εὐλάβεια κάποιο πρᾶγμα ἀπὸ πάνω του, ἄλλος ἕνα κομμάτι ροῦχο, ἄλλος λίγες τρίχες, ἄλλος ἔκοβε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴ ζώνη του νὰ τἄχουνε γιὰ φυλαχτό. Ὁ δεσπότης μὲ ὅλο τὸ ἱερατεῖο κηδέψανε τὸ τίμιο σκῆνος, ποὺ ἤτανε βαλμένο μέσα σὲ θήκη ἀκριβὴ κι᾿ ἀνάβρυσε ἅγιο μύρο, καὶ πολλοὶ ἄρρωστοι γιάνανε, τυφλοί, στηθικοί, ὑδρωπικοί, παράλυτοι κι᾿ ἄλλοι ποὺ βασανιζόντανε ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἀπολυτίκιό του λέγει: 
«Χαίρει ἔχουσα ἡ Λακεδαίμων
θείαν λάρνακα τῶν Σῶν λειψάνων
ἀναβρύουσαν πηγᾶς τῶν ἰάσεων
καὶ διασώζουσαν πάντας ἐκ θλίψεως
τοὺς Σοὶ προστρέχοντας, Πάτερ ἐκ Πίστεως.
Νίκων ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε
δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος». 
 
Ἕνας εὐσεβὴς ἄρχοντας, λεγόμενος Μαλακηνός, τόσον ἀγαποῦσε τὸν ἅγιο Νίκωνα, ποὺ δὲν ἤθελε νὰ ζήσει χωρὶς νὰ βλέπει τὴν ὄψη του. Φώναξε λοιπὸν ἕνα ζωγράφο καὶ τοῦ παράγγειλε νὰ ζωγραφίσει τὸν ἅγιο, μὰ ἐπειδὴ ὁ ζωγράφος δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτέ, ὁ Μαλακηνὸς ἱστόρησε μὲ λόγια ὅσο μποροῦσε στὸ ζωγράφο τί λογῆς ἤτανε ἡ φυσιογνωμία του. Ὁ ζωγράφος πῆγε στὸ ἐργαστήρι του κ᾿ ἔπιασε νὰ κάνει τὴν εἰκόνα, ἀλλὰ κοπίασε πολὺ χωρὶς νὰ μπορέσει νὰ τὸν ἐπιτύχει τὸν ἅγιο ὅπως ἤτανε. Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ καθότανε στενοχωρημένος, βλέπει νὰ μπαίνει ἕνας καλόγερος κοντός, νηστεμένος, μὲ μαλλιὰ μαῦρα κι᾿ ἀνακατεμένα, μὲ μαῦρα ἀχτένιστα γένια, μ᾿ ἕνα κουρελιασμένο παλιόρασο καὶ νὰ βαστᾶ ἕνα ραβδὶ μ᾿ ἕνα σταυρὸ στὴν ἄκρη, ποὺ τὸν ἔδωσε στὸ ζωγράφο νὰ τὸν φιλήσει. Ὕστερα τὸν ρώτησε γιατί εἶναι στενοχωρημένος. Σὰν τοῦ εἶπε ὁ ζωγράφος τὴν αἰτία, τοῦ λέγει ὁ καλόγερος: 
«Κοίταξέ με, ἀδελφέ, καὶ ζωγράφισε τὴν εἰκόνα, γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἱστορίζεις μοιάζει μὲ μένα σὲ ὅλα». 
Σὰν τὸν κοίταξε καλὰ ὁ ζωγράφος ἀπόρησε, ἐπειδὴ ἤτανε ἴδιος ὅπως τὸν εἶχε περιγράψει ὁ Μαλακηνός. Γύρισε λοιπὸν τὸ πρόσωπό του κατὰ τὸ σανίδι ποὺ ζωγράφιζε νὰ δεῖ ἂν μοιάζει μὲ τὸ πρόσωπο, ποὺ ἔκανε, καὶ βλέπει πὼς εἶχε τυπωθεῖ ὁ καλόγερος ποὺ τοῦ μιλοῦσε. Τὸν ἔπιασε φόβος καὶ φώναξε «Κύριε ἐλέησον», καὶ σὰν γύρισε νὰ τὸν ξαναδεῖ, δὲν εἶδε τίποτα. 
Ὅπως τὸν εἶδε ὁ ζωγράφος, ἔτσι εἶναι ζωγραφισμένος ὁ ἅγιος Νίκων στὶς εἰκόνες ποὺ βρεθήκανε κανωμένες ἀπὸ παλιοὺς ἁγιογράφους. Ἡ πιὸ παλιὰ εἰκόνα του βρίσκεται στὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ τῆς Λειβαδιᾶς ἱστορημένη μὲ ψηφιά, μὰ τὸν παριστάνει μὲ μαλλιὰ χτενισμένα. Φαίνεται ὅμως πὼς πιὸ σωστὰ παραστήσανε τὴ φυσιογνωμία του οἱ ζωγράφοι ποὺ τὸν ζωγραφίσανε σὲ ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται κοντὰ στὰ μέρη τῆς Σπάρτης, ὅπως εἶναι στὸ Παληομονάστηρο τῆς Κρίτσοβας, ζωγραφισμένος στὰ 1267, στὴν Παναγία τὴ Χρυσαφίτισσα στὰ Χρύσαφα, στὸν ἅγιο Νικόλαο τῆς Ἀναβρυτῆς, στὴν ἐκκλησιὰ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στὸ χωριὸ Πέρπαινη, κι᾿ ἀλλοῦ. Μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ παλαιὲς καὶ μαστορικὲς εἰκόνες του εἶναι καὶ κείνη ποὺ βρῆκα στὴν Περίβλεπτο τοῦ Μυστρᾶ τὸν καιρὸ ποὺ δούλευα γιὰ νὰ καθαρίσω καὶ νὰ στερεώσω τὶς παλιὲς τοιχογραφίες. Βρίσκεται κοντὰ στὴ μικρὴ τὴν πόρτα ποὺ μπαίνει κανένας στὴν ἐκκλησιά. Ὁ ἅγιος εἶναι ζωγραφισμένος ὅπως τὸν ἱστορίζει τὸ συναξάρι του, μὲ βουλιασμένα τὰ μάγουλά του ἀπὸ τὴν κακοπάθηση, μὲ ζωηρὰ μάτια, μὲ μαῦρα μαλλιὰ ἀνακατεμένα κι᾿ ἀχτένιστα καὶ μὲ μαῦρα γένια. Ἔτσι τὸν γράφει κι᾿ ὁ Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ στὴν «Ἑρμηνεία τῶν ζωγράφων»: «Νέος στρογγυλογένης, μακρότριχος, ἔχων τὰς τρίχας ἠγριωμένας». Λέγοντας «νέος» θέλει νὰ πεῖ μαυρομάλλης.

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023

ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΣ

ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΣ 

πηγή: Το Ειλητάριον

Καταγόμενος από την Επαρχία Ασίας (δυτική Μικρά Ασία) και από πατέρα Σκύθη που είχε μεταστραφεί κρυφά στον χριστιανισμό, ονόματι Γορδιανός, ο άγιος αθλητής του Χριστού Μερκούριος υπηρετούσε στον ρωμαϊκό στρατό επί βασιλείας Δεκίου και Βαλεριανού (249-260). Βρισκόταν σε εκστρατεία κατά των βαρβάρων, όταν μία ημέρα τού παρουσιάσθηκε ένας λαμπρός άγγελος και του έδωσε ένα ξίφος και την εντολή να ορμήσει στη μάχη, έχοντας εμπιστοσύνη στη βοήθεια του Δεσπότη Χριστού. Γεμάτος θάρρος από το όραμα αυτό, ο νέος ξεχύθηκε μέσα στη συμπλοκή, προχώρησε μόνος μέσα στις εχθρικές γραμμές, ανοίγοντας δρόμο με το ουράνιο σπαθί του και έφθασε μέχρι τον στρατηγό των βαρβάρων Ρήγα, τον οποίο και σκότωσε σε μονομαχία. Τα βαρβαρικά στρατεύματα, μαθαίνοντας τον θάνατο του αρχηγού τους, πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε άτακτη φυγή. 
Όταν ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε τη γενναία πράξη του Μερκουρίου, τον κάλεσε κοντά του, τον έβαλε να καθίσει στο τραπέζι του και τον τίμησε με τον τίτλο του στρατηγού παρά το νεαρόν της ηλικίας του. Θαμπωμένος από τις τιμές και τις απολαύσεις της αυλής, ο νεαρός χριστιανός λησμόνησε προς στιγμήν τα καθήκοντά του απέναντι στον μόνο αληθινό Βασιλέα. Του φανερώθηκε όμως τη νύκτα ο ίδιος άγγελος πάλι και του υπενθύμισε ότι το ξίφος εκείνο με το οποίο είχε νικήσει, είχε δοθεί σε αυτόν από τον Χριστό ως σημείο του αγώνα του μαρτυρίου που θα χρειαζόταν να δώσει. Ο Μερκούριος αφυπνίσθηκε τότε από τον ύπνο της αμελείας και την επομένη, ενώ ο αυτοκράτορας τον είχε καλέσει να προσφέρει θυσία στην Αρτέμιδα, εκείνος αρνήθηκε να παρουσιασθεί. Όταν κλήθηκε από τον ηγεμόνα, ομολόγησε την πίστη του με ζήλο και πέταξε κάτω τα στρατιωτικά του διάσημα, με σκοπό να δείξει ότι ήταν έκτοτε αποφασισμένος να εγκαταλείψει κάθε είδους επίγεια δόξα και να αντιμετωπίσει τον θάνατο για τον Χριστό. 
Ρίχθηκε αμέσως στη φυλακή και υποβλήθηκε σε σκληρά βασανιστήρια. Όλα τα υπέμεινε με ιλαρότητα, αφού ο ίδιος εκείνος άγγελος τού είχε φανερωθεί στο κελλί του για να του δώσει θάρρος και ελπίδα. Αρχικά, τον έδεσαν σε τέσσερα παλούκια υπομένοντας πολλές μαχαιριές· έπειτα, κρεμασμένος πάνω από ένα μαγκάλι, δέχθηκε αφόρητους σπαθισμούς από παντού και το αίμα του κυλούσε τόσο άφθονο που έσβησε τελικά τη φωτιά. Τον κρέμασαν κατόπιν ανάποδα έχοντας δέσει ταυτόχρονα μια βαρύτατη πέτρα στην κεφαλή του και τον μαστίγωσαν με μαστίγιο με τέσσερις χάλκινες λωρίδες. Τέλος, τον μετέφεραν στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και αποκεφαλίσθηκε με διαταγή του αυτοκράτορα. Ο άγιος Μερκούριος ήταν μεγαλόσωμος και ωραίος στην όψη, έχοντας ξανθά τα μαλλιά και, σύμφωνα με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, εμφανισιακά τον στόλιζε και ένα φυσικό κοκκινάδι που έλαμπε στις νεανικές παρειές του. Μαρτύρησε σε ηλικία μόλις εικοσιπέντε ετών, αλλά κληρονόμησε αιώνια και άφθαρτη δόξα στην ουράνια στρατιά των αγίων Μαρτύρων του Ιησού Χριστού. 
Η αγιολογική παράδοση, παρά το διάβα του χρόνου, στηριζόμενη ακλόνητα στην πύρινη προσευχή αλλά και σε ένα αποκαλυπτικό όραμα του αγίου επισκόπου της Καισαρείας της Καππαδοκίας, του Μεγάλου Βασιλείου [1 Ιαν.], θέλει και θεωρεί τον άγιο Μερκούριο, περίπου εκατό χρόνια μετά τη μαρτυρική του τελείωση, ως αιφνίδιο πλην όμως θεόσταλτο καθαιρέτη του Ιουλιανού του Παραβάτη (βλ. Ιωάννου Μαλάλα ή Μαλέλα [491-578] σ. 333-334 και «Πασχάλιον Χρονικόν» [10ος αι. – «Baticanus 1941»] σ. 552, εκδ. Βόννης)· γεγονός που επέφερε την οριστική παύση του σκληρού διωγμού εκ μέρους του παγανιστή και χριστομάχου ηγεμόνα. Αυτό ακριβώς υπαινίσσεται εξάλλου και το δίστιχο (ενός Χριστοδούλου) προς τον άγιο: «καὶ νεκρὸς ἐχθρὸν σὺ πατάσσεις Κυρίου». 
Αλλά, τι ακριβώς είχε συμβεί; 
Τον καιρό που ζούσε ο Μέγας Βασίλειος (330-379), ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (330-26 Ιουνίου 363), αυτός ο ασεβής και ειδωλολάτρης βασιλιάς, θέλοντας να εκστρατεύσει εναντίον της Περσίας, κατά την πορεία του προσέγγισε και σταμάτησε έξω από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο Μέγας Βασίλειος γνώριζε τον Ιουλιανό από τότε που φοιτούσε στην Αθήνα έχοντάς τον συσπουδαστή. Πρόλαβε και ενημέρωσε έγκαιρα τον λαό της Καισαρείας και τον σύναξε για να προϋπαντήσουν τον αυτοκράτορα. Μην έχοντας ο άγιος άλλο δώρο, που απαιτούσε να προσφέρει προς αυτόν ο αγέρωχος ηγεμόνας, του έδωσε μονάχα τρεις κρίθινους άρτους, από τους οποίους έτρωγε κι αυτός. Όταν ο βασιλιάς είδε αυτό το ευτελές δώρημα του φτωχού και ασκητή επισκόπου, θίχτηκε η αλαζονεία του και διέταξε τους υπηρέτες του να δώσουν περιφρονητικά στον άγιο Βασίλειο ξερό χόρτο από το λιβάδι. Βλέποντας αυτή την καταφανή καταφρόνηση ο ανδρειόφρων επίσκοπος της Καισαρείας είπε προς τον βασιλιά: «Εμείς, βασιλιά μου, σου δώσαμε απ’ αυτό που τρώμε κι εμείς στο τραπέζι μας και σου προσφέραμε κάτι, έστω ελάχιστο, όπως το περίμενες. Η βασιλεία σου, όμως, αντάμειψε αυτή μας την προσφορά από εκείνο που εσύ τρως!». Θύμωσε τότε πολύ ο Παραβάτης και λέει προς τον άγιο Βασίλειο: «Δέξου τώρα το δώρο που σου δίνω εγώ κι όταν επιστρέψω από την Περσία νικητής, έχω να κάψω την πόλη σου, να αιχμαλωτίσω και τούτον τον μωρό και ασύνετο λαό που εξαπατάς, γιατί τους θεούς που εγώ προσκυνώ όλοι αυτοί τους ατιμάζουν εξαιτίας σου, οπότε κι εσύ, τότε που θα γυρίσω, θα λάβεις την πρέπουσα τιμωρία από μένα!». Με τέτοιες βαριές απειλές άφησε ο Ιουλιανός τον Μέγα Βασίλειο κι έφυγε για την Περσία. 
Κάλεσε εκ νέου ο Μέγας Βασίλειος τον λαό της Καισαρείας και τους απηύθυνε τις εξής συμβουλές: «Μη λυπηθείτε, αδελφοί μου χριστιανοί, τα χρήματά σας, μονάχα φροντίστε για τη ζωή σας. Φέρτε ό,τι χρήματα έχει ο καθένας, να τα μαζέψουμε σ’ ένα μέρος, κι όταν ακούσουμε ότι επιστρέφει πίσω ο βασιλιάς, θα τα ρίξουμε όλα σωρούς κάτω στο δρόμο απ’ όπου θα περάσει, ώστε βλέποντάς τα αυτός, σαν φιλοχρήματος που είναι, να κατευναστεί ο θυμός του και να μην πραγματοποιήσει τίποτα απ’ όσα σκέφτεται να κάνει εναντίον μας». Ο λαός έκανε πρόθυμα αυτό που του είπε ο άγιός του. Σύναξαν άπειρο πλούτο, χρυσάφι, ασήμι, πολύτιμους λίθους και τα τοποθέτησαν όλα στο Σκευοφυλάκιο για να φυλάσσονται εκεί, αφού πρώτα έγραψε ο κάθε κάτοικος της Καισαρείας τ’ όνομά του επάνω σε αυτό που προσέφερε. 
Όταν έμαθε ο Άγιος ότι σε λίγο επιστρέφει ο Παραβάτης βασιλιάς, σύναξε όλο το πλήθος των χριστιανών, συν γυναιξί και τέκνοις, προστάζοντάς τους να νηστεύσουν όλοι μαζί για τρεις συνεχείς ημέρες. Κατόπιν, ανέβηκαν όλοι τους επάνω σ’ ένα όρος της Κασαρείας που λεγόταν «Δίδυμον», πάνω στο οποίο ήταν κτισμένος ένας ναός προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου. Έμειναν όλη τη νύχτα άγρυπνοι σ’ αυτόν τον ναό προσευχόμενοι, κλήρος και λαός, και με συντετριμμένη καρδιά παρακαλούσαν τον πολυεύσπλαχνο Σωτήρα Χριστό και την πανάχραντη Μητέρα Του να μεταλλάξουν την κακοποιό βουλή του ασεβέστατου βασιλιά. Στέκοντας σε πύρινη προσευχή ο άγιος Βασίλειος, εκεί στο μέσον του λαού του Θεού, είδε σαν σε όραμα ένα πλήθος στρατιάς των αγγέλων να περικυκλώνουν το όρος και εν μέσω αυτής της στρατιάς έναν μεγαλοπρεπή θρόνο όπου καθόταν μια υπερένδοξη γυναίκα, η οποία είπε προς τους παραστεκούμενους αγγέλους: «Φωνάξτε μου τον Μερκούριο, προκειμένου να μεταβεί και να καθαιρέσει τον εχθρό του Υιού μου, τον Ιουλιανό!». Φάνηκε τότε στον Μέγα Βασίλειο ότι παρουσιάσθηκε ο άγιος Μερκούριος κι αφού έλαβε αυτοπροσώπως την προσταγή αυτής της Κυρίας, η οποία δεν ήταν άλλη εκτός από την Παναγία, έφυγε τάχιστα για την αποστολή που του ανατέθηκε. 
Όταν είδε ο άγιος Βασίλειος αυτή την οπτασία, κατέβηκε μαζί με τους κληρικούς του στην πόλη της Καισαρείας, όπου ήταν κτισμένος ένας ναός του αγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, μέσα στον οποίο βρισκόταν το ιερό του λείψανο μαζί με τα στρατιωτικά του όπλα, τα οποία τιμούσαν με σεβασμό και δέος οι χριστιανοί. Η Καισάρεια ήταν ο τόπος της μαρτυρικής τελευτής του αγίου Μερκουρίου και θεωρούνταν ως ο τρανός της πολιούχος. Όταν μπήκε στον ναό του Μάρτυρος ο Μέγας Βασίλειος, είδε να απουσιάζει από εκεί το λείψανό του καθώς και τα όπλα του. Ρώτησε αμέσως τον σκευοφύλακα για ποιο λόγο και πώς λείπουν τα μαρτυρικά αγιάσματα, μα εκείνος δεν γνώριζε απολύτως τίποτα. Τότε ήταν που κατάλαβε ο Μέγας Βασίλειος ότι ήταν πέρα για πέρα αληθινό το όραμα που είδε, αγρυπνών και προσευχόμενος, επάνω στο «Δίδυμον» όρος και εννόησε, επίσης, ότι εκείνη τη νύχτα αποτελειώθηκε ο ασεβής ο Ιουλιανός, ο όντως Αποστάτης και Παραβάτης, ο άσπονδος εχθρός του Χριστού και σκληρός πολέμιος της Εκκλησίας. 
Μόλις έμαθε ο κόσμος τα παράδοξα τούτα γεγονότα, φώναξε με μια φωνή: «Σκεφτήκαμε να δώσουμε τα πλούτη μας στον ασεβή βασιλιά για να σώσουμε τη ζωή μας· τώρα, να μη τα προσφέρουμε στον Βασιλιά του ουρανού και της γης, που μας έσωσε και μας χάρισε τη ζωή;». Ο άγιος Βασίλειος, ο αγαθός και φωτισμένος ποιμένας της Καισαρείας, επαίνεσε την προαίρεσή τους και, αφού πρώτα τους προέτρεψε να πάρουν ό,τι ήθελε ο καθένας, στο τέλος μοιράστηκαν όλα τα εναπομείναντα πλούτη σε πτωχοκομεία, νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία κ.α., αποκλειστικά για την ανακούφιση των αναγκεμένων και πονεμένων αδελφών. 
Η κάρα του αγίου Μερκουρίου ευρέθη, όπως λέγεται, στο Ocnele της Βλαχίας και μεταφέρθηκε στην επισκοπή του Ramnicu-Vilcea από τον επίσκοπο Ιωσήφ το 1766. Από εκεί μεταφέρθηκε στη Ρωσία, απ’ όπου επεστράφη στη Ρουμανία το 1956. Σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο των Τεχνών στο Βουκουρέστι. 

 


(1)«Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Τόμ. 3ος (Νοέμβριος), Εκδόσεις «Ίνδικτος»· 
(2)Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου: «Συναξαριστής των ΙΒ΄ μηνών Ενιαυτού»· Τόμος Α΄, Εκδόσεις «Δόμος»·

(3)«Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια»· Τόμος 8ος (άρθρο του Β. Ν. Γιαννόπουλου)· Αθήναι, 1966. 
(4)Σωφρόνιου Ευστρατιάδου (Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως): «Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,  Έκδοση της «Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος»·
(5)Ματθαίου Λαγγή: «Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας»· i. Τόμος 1ος,  ii. Τόμος 11ος, 

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2023

Όσιος Γεώργιος εκ Ροσσάνο της Καλαβρίας


Όσιος Γεώργιος εκ Ροσσάνο της Καλαβρίας, μαθητής του Οσίου Νείλου του Νέου του Καλαβρού. 
 24 Νοεμβρίου.

Όταν κάποτε ο Όσιος Νείλος έστειλε τον μαθητή του Άγιο Στέφανο στο Ροσσάνο [26 Σεπτεμβρίου] για να αγοράσει μία περγαμηνή, αυτός επέστρεψε συνοδευόμενος από ένα ηλικιωμένο άνδρα, ο οποίος ήταν ένας από τους μεγάλους άνδρες της πόλεως. Το όνομά του ήταν Γεώργιος. 
Αυτός είπε στον Όσιο πως επιθυμεί να γίνει μοναχός εξ’ αιτίας ενός οράματος που είχε δει, όπου ο Κύριος του υπέδειξε να πάει στον Όσιο Νείλο να τον κείρει μοναχό. Ο Όσιος είπε στον άνθρωπο να πάει σε κοινόβιο, όπου θα βρει ανάπαυση ψυχής και σώματος. Την επόμενη Κυριακή μάλιστα τον οδήγησε στο κοινοβιακό μοναστήρι του Καστελάνου, για να τον αφήσει εκεί, μα ο Γεώργιος δεν αποδέχθηκε αυτό το γεγονός, λέγοντας στον Όσιο πως δεν είναι σωστό αυτό που κάνει, καθ' ότι εκεί πού πηγαίνει ο δάσκαλος, εκεί πρέπει να πηγαίνει και ο μαθητής του. Έτσι επέστρεψαν μαζί στο σπήλαιο. Εκεί, ο Γεώργιος αφηγήθηκε ολόκληρη τη ζωή του, αναφέροντας στον Όσιο πως έχει γνωρίσει εξ’ ίσου την αφθονία και την υστέρηση και πως ούτε η νηστεία ούτε η εργασία τον τρομάζουν, καθ' ότι τα έχει γνωρίσει και τα δύο, κατά τη διάρκεια των πολλών ταξιδιών του ανά τον κόσμο. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται μία βαθιά πνευματική σχέση, και ο Γεώργιος προοδευτικά αποδέχεται την τραχιά και ασκητική ζωή που διάγει ο Όσιος Νείλος.


Ακολουθεί ο θάνατος του Γεωργίου και ο Βίος, αφού σημειώνει πως εξελίχθηκε σε τέλειο μοναχό, τον υμνεί για την υπακοή, τη νέκρωση, τον ασκητισμό και την καταφρόνηση του ιδίου θελήματος, που όλα συνιστούν πραγματικά μαρτυρική ζωή.

Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2023

Ὅσιος Θεόδωρος Στουδίτης ὁ Ὁμολογητής - Επιστολή στον Πατριάρχη Νικηφόρο



Ὅσιος Θεόδωρος Στουδίτης ὁ Ὁμολογητής 
 Επιστολή στον Πατριάρχη Νικηφόρο 
Χρησιμοποιώντας το ασήμαντο γραμματάκι μας σαν προπέτασμα, από ντροπή του αγγέλου της μακαριότητος σου, παρουσιάζουμε τούς εαυτούς μας εμείς οι ταπεινοί στην ιερότατη κορυφή της από ανάγκη. Ήδη προς το παρόν μας ανέφερε ο σύνδουλος και μαθητής μας Ιωάννης ότι όταν αξιώθηκε να προσκυνήσει τη σε-βασμιότητα σου, άκουσε από αυτήν κάποια παράξενα απευκταία πράγματα. Είπε δηλαδή ότι διασπάτε την Εκκλησία. Πόση λύπη φυσικό ήταν, μακαριότατε, να αισθανθεί η ψυχή μας γι’ αυτά; Πώς λοιπόν να μη απαντήσουμε απολογητικά στην αγιοσύνη σου και να μη επικυρώσουμε την κατηγορία με τη σιωπή μας; Εγώ όμως πριν από την απολογία θα αναφέρω επιπλέον με σεβασμό και τούτο, ότι δεν πρέπει να ανοίγουμε τα αυτιά στον καθένα πού θέλει να πει κάτι εναντίον κάποιου, ούτε και να εκφράζουμε τη γνώμη μας απερίσκεπτα για το συκοφαντούμενο πρόσωπο. Μήπως δηλαδή «ο νόμος σας», λέγει, «καταδικάζει τον άνθρωπο χωρίς προηγουμένως να ακούσει και να μάθει από αυτόν τι έκανε», ώστε να ακούσει η μακαριότητα σου αυτό το βαρύ και ελεεινό για την ευτέλεια μας; Γιατί τι μεγαλύτερο κακό υπάρχει από την απόσχιση της Εκκλησίας και από το να χάσει το πρόβατο τον αρχιποίμενα ή συμποίμενα; Υπάρχει δηλαδή, έστω και χωρίς να το αξίζουμε, δοσμένο και σε μας τούς αμαρτωλούς από τον ποιμένα Θεό χρίσμα και όνομα, τολμώ να πω, να προσάγουμε, να ανακρίνουμε και να νουθετούμε, άλλοτε ιδιαιτέρως, άλλοτε πάλι δημοσίως  σύμφωνα με τη διδασκαλία πού υπαγορεύεται από τον Κύριο, ανάμεσα σε σένα και σ’ αυτόν μόνο, ή μαζί με άλλους δύο, κι έπειτα, εάν επιμένει, όπως λέγει ο ίδιος, τότε να τον θεωρείς ως εθνικό και τελώνη. Εμείς όμως μέχρι τώρα ούτε με απεσταλμένο, ούτε με αυτοπρόσωπη εξέταση ακούσαμε κάτι τέτοιο για την άγια σου ψυχή, ούτε και δεχθήκαμε κάποια υπόδειξη, ώστε έτσι να βγάλουμε απόφαση. Ας εξετάσει η τελειότητα σου, εάν προξενήθηκε λύπη στα τέκνα σου χωρίς να το αξίζουμε. 
Ας έρθουμε λοιπόν στην ίδια την απολογία, απολογούμενοι στον Θεό πού τα εποπτεύει όλα, και στην αρχιεροσύνη σου. Δεν είμαστε σχισματικοί άγια κορυφή της Εκκλησίας του Θεού, και είθε να μη το πάθουμε αυτό ποτέ. Αλλά, έστω και αν είμαστε ένοχοι για άλλα πολλά αμαρτήματα, όμως είμαστε ορθόδοξοι και τρόφιμοι της καθολικής Εκκλησίας απορρίπτοντας κάθε αίρεση, και αποδεχόμενοι κάθε οικουμενική και τοπική σύνοδο, και όχι μόνο, αλλά και τις κανονικές διατάξεις πού διατυπώθηκαν από αυτές. Ούτε ο ορθόδοξος βέβαια είναι τέλειος, αλλά κατά το ήμισυ, αυτός πού νομίζει ότι κρατά την ορθόδοξη πίστη, αλλά δεν ακολουθεί τούς θείους κανόνες. Και την μακαριότητα σου, όταν κατηγορήθηκε, την αποδεχθήκαμε, όπως απολογηθήκαμε ενώπιον σου, και από τότε και μέχρι τώρα κατά τη λειτουργία την μνημονεύουμε, όπως πρέπει. Και μάρτυρας ο Θεός, εάν και την ημέρα αυτή μας ζητούσε να μας κοινωνήσει, θα κοινωνούσαμε μαζί της χωρίς διάκριση, επειδή από την αρχή είναι σε μας αγαπητή. Για ποιο λόγο όμως διαδίδεται αυτό πού λέγεται για τον οικονόμο, τον όποιο καθήρεσε η ίδια η αλήθεια, επειδή παρέβη πολλούς κανόνες; Γιατί και πριν από τη φανερή μοιχεία, ενώ ο προηγούμενος βασιλιάς διέπραττε μοιχεία με διάφορα πρόσωπα, όχι μόνο λειτουργούσε και τον κοινωνούσε και έτρωγε μαζί του, αλλά ήταν και με το μέρος του, γι’ αυτό και έγινε ολοφάνερα πρόθυμος στην ασέλγεια, περιφρονώντας τον Θεό και τις θείες εντολές του. Και για να γίνει πιο φανερό αυτό πού λέμε, όχι προς διδασκαλία, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά μόνο προς υπενθύμιση, εάν εγκρίνει η μακαριότητα σας, ας εξετάσει εκ νέου αυτήν την ιερή μυσταγωγία του στεφανώματος και θα διαπιστώσει πόσο παροργισμός του άγιου Πνεύματος μπορεί να προξενηθεί από αυτά εξαιτίας αυτών των αντιφάσεων. Γιατί οπωσδήποτε όσα τελεί ο ιερεύς, αυτά υπόσχεται ότι τα επικυρώνει και ο Θεός, σύμφωνα με τον μέγα Διονύσιο. Γι’ αυτό ακριβώς παρακαλούμε την τελειότητά σου, αυτόν πού είναι καθηρημένος από τούς κανόνες και από τον προκάτοχο της αγιοσύνης σου, και εμποδίστηκε επί εννιά ολόκληρα χρόνια, να τον παύσει από την Ιερουργία στην όποια εισήλθε κατά παράλογο τρόπο. 
Ανοίξαμε βέβαια το ταπεινό στόμα μας τώρα, όταν κατηγορηθήκαμε. Γιατί, όταν είχε γίνει η μικρή εκείνη συνέλευση, και δεν ξέρω ποια να πω, μόλις είχα βγει από τη φυλακή, και επειδή έβλεπα συγκεντρωμένους εκείνους πού προηγουμένως είχαν αποδεχθεί τη μοιχεία να αποδέχονται τον νυμφευμένο μοιχό, θυμήθηκα εκείνο το προφητικό «Αυτός πού καταλαβαίνει, τον καιρό εκείνο θα σωπάσει, γιατί ο καιρός είναι πονηρός». Επειδή όμως ο ίδιος λέγει, «Σιώπησα, αλλά μήπως θα σιω­πώ πάντοτε;», γι’ αυτό στον κατάλληλο καιρό, όταν συκοφαντήθηκα, ανέφερα αυτά πού είχαν συμβεί, γιατί, όσο εξαρτιόταν από μένα, στα δύο αυτά χρόνια φυλάχτηκα με κάθε τρόπο, για να μη γίνει φανερή η υπόθεση, λέγοντας στον εαυτό μου το έξης· Αφού δεν είμαι επίσκοπος, ώστε να έχω το δικαίωμα να μπορώ να ελέγχω, μου είναι αρκετή η φυλακή μου και το να μη παίρνω μέρος στην κοινωνία εκείνου και αυτών πού εν γνώσει τους λειτουργούν μαζί του, μέχρι πού να εξαλειφθεί το σκάνδαλο .Αυτό λοιπόν παρακαλούμε και ικετεύουμε, να καμφθεί η άγια ψυχή σου και να παύσει τον άνδρα, για να μη κατηγορείται η άμεμπτη οσιότητα σου, ούτε να μολύνεται το θείο θυσιαστήριο με τη λειτουργία καθηρημένου, ούτε να είναι αιτία πολλών σχισμάτων. Γιατί, ας γνωρίζει η μακαριότητα σου ειλικρινά και καθαρά, ότι, αν δεν γίνει αυτό με τη συγκατάθεση της φιλόθεης ψυχής και των ευσεβέστατων και ένδοξων βασιλέ­ων μας (γιατί είναι ζηλωτές), όσων αφορά εμάς το πώς θα εκδηλωθεί η ένσταση μας είναι γνωστό στον Θεό, θα γίνει όμως μεγάλο σχίσμα στην Εκκλησία μας, με μάρτυρα τον Θεό και τούς εκλεκτούς αγγέλους. Αλλά δείξε το έλεος σου, συ ο καλός ποιμένας, βοήθησε συ ο επιστήμονας γιατρός την ποίμνη σου, τα πρόβατά σου, τις εκκλησίες σου, με τις μεθόδους της σοφίας σου, με τα λόγια της σύνεσης σου, με τα ιατρικά φάρμακο σου εμπόδισε το ένα πρόβατο μόνο από την ιερουργία, και κέρδισε όλα τα άλλα, για να μη μολυνθεί από την ψώρα του ενός η Εκκλησία «την όποια απέκτησε με το πολύτιμο αίμα του» ο Κύριος και Θεός μας.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ 
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ των νηπτικών πατέρων, 
Θεοδώρου Στουδίτου Επιστολές 18Β, σελ. 118-125 



Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023

ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ - ΔΙΔΑΧEΣ ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ



ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ - ΔΙΔΑΧEΣ 
Θεία Λειτουργία 
Οἱ ἄνθρωποι, παιδί μου, εἶναι τυφλοὶ καὶ δὲν βλέπουν τὸ τί γίνεται μέσα στὸν ναὸ στὴ Θεία Λειτουργία … Τί γίνεται μέσα στὸ Ἱερὸ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας!!! Μερικὲς φορὲς δὲν μπορῶ ν’ ἀντέξω, καὶ κάθομαι στὴν καρέκλα, ὁπότε ὁρισμένοι συλλειτουργοὶ νομίζουν ὅτι κάτι δὲν πάει καλὰ μὲ τὴν ὑγεία μου, ἀλλὰ δὲν ξέρουν τί βλέπω καὶ τί ἀκούω. Τί φτερούγισμα, παιδί μου, οἱ Ἄγγελοι! Μόλις ὁ Ἱερέας πεῖ τὸ Δι’ εὐχῶν”, φεύγουν οἱ Οὐράνιες Δυνάμεις καὶ μέσα στὸ Ἱερὸ ἔχουμε ἀπόλυτη ἡσυχία”. “Ὅταν προσκομίζω, βλέπω τὶς ψυχὲς ποὺ περνοῦν ἀπὸ μπροστά μου καὶ μὲ παρακαλοῦν νὰ τὶς μνημονεύσω. Καὶ νὰ θέλω νὰ τὶς ξεχάσω δὲν μπορῶ”. “Ὅταν ὁ Ἱερεὺς βγάζει μερίδες καὶ μνημονεύει τὰ ὀνόματα τῶν πιστῶν στὴν Ἱερὰ Πρόθεση κατεβαίνει Ἄγγελος Κυρίου καὶ παίρνει τὴ μνημόνευση αὐτὴ καὶ τὴν πηγαίνει καὶ τὴν ἐναποθέτει στὸ Θρόνο τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ὡς προσευχὴ γι’ αὐτοὺς ποὺ μνημονεύθηκαν. Σκεφθεῖτε λοιπὸν τί ἀξία ἔχει νὰ σᾶς μνημονεύουν στὴν Ἁγία Πρόθεση”. “Ὅταν κοινωνῶ τοὺς ἀνθρώπους ποτὲ δὲν βλέπω τὸ πρόσωπό τους, ἀλλὰ καμιὰ φορὰ μοῦ λέει ὁ λογισμὸς νὰ κοιτάξω τὸ πρόσωπο τῶν προσερχομένων στὴ Θεία Μετάληψη. Τότε βλέπω τὸ πρόσωπό τοῦ ἑνὸς νὰ εἶναι ὄχι πρόσωπο ἀνθρώπου, ἀλλὰ νὰ ἔχει μορφὴ σκύλου, ἄλλου νὰ εἶναι σὰν μαϊμοῦς, ἄλλων νὰ ἔχουν διάφορες μορφὲς ζώων, φοβερὲς μορφές! Θεέ μου, λέω, ἀφοῦ εἶναι ἄνθρωποι πῶς ἔχουν πρόσωπα ζώων; Εἶναι καὶ μερικοὶ ποὺ ἔρχονται νὰ κοινωνήσουν μὲ πρόσωπο ἤρεμο καὶ ἰλαρὸ καὶ μόλις κοινωνήσουν λάμπει τὸ πρόσωπο τους σὰν τὸν ἥλιο”. 
Ἀνατροφὴ παιδιῶν 
Τόνιζε ὅτι μεγάλη σημασία στὴν πνευματικὴ ἐξέλιξη τῶν ἀπογόνων ἔχει ἡ πνευματικὴ κατάσταση καὶ ἡ βιοτὴ τῶν γονιῶν καὶ γενικὰ τῶν προγόνων τους. Συνιστοῦσε στοὺς γονεῖς νὰ προσέχουν τὴ ζωή τους, ὅσο τὸ δυνατόν, καὶ νὰ συμβουλεύουν τὰ παιδιά τους νὰ συναναστρέφονται καὶ νὰ συνάπτουν σχέσεις μὲ παιδιὰ ἐναρέτων οἰκογενειῶν. “Ἔχει μεγάλη σημασία ἡ ρίζα”, ἔλεγε. Στοὺς γονεῖς ποὺ ρωτοῦσαν “τί νὰ κάνουμε τὰ παιδιά μας, ὅταν δὲν ἀκοῦνε” τοὺς ἔλεγε: “Προσευχὴ θὰ κάνετε μὲ πίστη, θὰ τὰ νουθετήσετε κι ὅσο μπορεῖτε μὲ τὴν ἀγάπη, μὲ τὸν καλὸ τρόπο. Γιατί, μὲ συγχωρεῖτε, μὲ τὸ αὐστηρὸ δὲν πάει. Γιατὶ σοῦ λέει σηκώνομαι καὶ φεύγω καὶ πάει … κι εἶναι Σόδομα καὶ Γόμορρα καὶ κάτι χειρότερα”. 
Φροντίδα γιὰ τὴν ψυχὴ 
Βλέπω καθημερινῶς τὸν τάφο, ὅτι εἶμαι θνητὸς ἄνθρωπος. Ἀλλὰ μέσα σ’ αὐτὸ τὸ θνητὸ σαρκίο κατοικεῖ ψυχὴ ἀθάνατος. Φροντίζω γιὰ τὴν ψυχή μου ποὺ εἶναι πρᾶγμα ἀθάνατο. Γι’ αὐτό, παιδιά μου, κι ἐσεῖς νὰ φροντίζετε γιὰ τὴν ψυχή σας κοντὰ στοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας”.

 

ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΑΠ. ΑΝΔΡΕΟΥ (ΧΑΡΑΚΗ) ΛΕΜΕΣΟΥ ΛΕΜΕΣΟΣ 2018 
ΒΙΟΣ - ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ - ΘΑΥΜΑΤΑ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 

Δημοφιλείς αναρτήσεις