Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ - ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΤΟΜΟΣ Δ΄

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 

ΕΔΩ

Προτιμώμενο πρόγραμμα για την ανάγνωση των αρχείων 
που είναι σε μορφή djvu  είναι το sumatrapdfreader

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ


ΠΗΓΗ:ΕΔΩ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ

Ο Ανδρέας, ο ένδοξος Απόστολος του Χριστού, ήταν γιος του Ιωνά και αδελφός του αγίου Αποστόλου Πέτρου [29 Ιουν.] και καταγόταν από την πόλη Βηθσαϊδά, στην ανατολική όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ. Αντίθετα με τον αδελφό του που ήταν έγγαμος, ο Ανδρέας προτίμησε να φυλάξει την παρθενία και διέμενε στο σπίτι του Πέτρου. Τα δύο αδέλφια ασκούσαν το επάγγελμα του ψαρά και τηρούσαν με ευλάβεια όλες τις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου. Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής και Πρόδρομος [7 Ιαν., 29 Αυγ.] διέτρεχε την Ιουδαία και τις περιοχές του Ιορδάνη ποταμού κηρύττοντας με ιερό σθένος τη μετάνοια προς τον λαό, ο Ανδρέας προσέτρεξε σε αυτόν, εγκατέλειψε ό,τι τον έδενε με τον κόσμο και έγινε μαθητής του. Μια μέρα, αφού είχε βαπτίσει τον Μεσσία Χριστό, ο Τίμιος Πρόδρομος συνομιλούσε με τον Ανδρέα και έναν άλλο του μαθητή και, δείχνοντας τον Σωτήρα Χριστό που περνούσε από εκεί κοντά, τους είπε: «Να, ο Αμνός του Θεού!» (Ιωάν. 1, 35). Ακούγοντας τα λόγια αυτά του διδασκάλου τους που τους έδειχνε Εκείνον, του Οποίου Πρόδρομος και Βαπτιστής είχε ορισθεί υπό του Θεού, οι δύο μαθητές Τον ακολούθησαν για να μάθουν περισσότερα για το πρόσωπό Του. Ο Χριστός στράφηκε προς αυτούς και τους ρώτησε: «Τι ζητάτε;». Εκείνοι απάντησαν με σεβασμό: «Ραββί, πού μένεις;». «Ελάτε και δείτε!», τους είπε ο Κύριος. Πήγαν λοιπόν μαζί Του στο σπίτι όπου έμενε ως ξένος και όλη την ημέρα του έκαναν ερωτήσεις. Δεν καταλάβαιναν ακόμη ότι Αυτός ήταν ο Σωτήρ και Υιός του Θεού, μήτε και επιθυμούσαν να γίνουν μαθητές Του, ένιωθαν όμως μια ανείπωτη έλξη προς Αυτόν.

Από τη συζήτηση αυτή, ο Ανδρέας πείσθηκε ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας που ανέμενε ο λαός Του αιώνες τώρα, ο Λυτρωτής του κόσμου. Μη μπορώντας να συγκρατήσει την άφραστη χαρά του, έτρεξε προς τον αδελφό του τον Σίμωνα και του είπε: «Βρήκαμε τον Μεσσία!» (Ιωάν. 1, 41) και τον οδήγησε προς τον Ιησού Χριστό. Ο Ανδρέας, κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη τον Θεολόγο, ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε τον Χριστό και για τον λόγο αυτό έλαβε την ονομασία «Πρωτόκλητος». Κατά τον άγιο Ευαγγελιστή Μάρκο (1, 14) όπως επίσης και κατά τον Ευαγγελιστή άγιο Ματθαίο (4, 12), η κλήση αυτή των πρώτων Αποστόλων έλαβε χώρα λίγο μετά τη συνάντηση με τον Τίμιο Πρόδρομο· όταν εκείνος είχε συλληφθεί, οι μαθητές του είχαν επιστρέψει πίσω στις εργασίες τους και συνάντησαν τον Χριστό να διδάσκει στις όχθες της λίμνης Γεννησαρέτ.

Ο Ανδρέας εν συνεχεία ακολούθησε τον Κύριο όπου κι αν πήγαινε, σε πόλεις και χωριά, σε όρη και ερήμους, για να αρδεύεται από την πηγή των ζώντων υδάτων των λόγων Του. Ήταν παρών στον θαυμαστό πολλαπλασιασμό των άρτων (Ιωάν. 6) και μεσολάβησε στον Κύριο για να θρέψει με επίγεια τροφή τους πέντε χιλιάδες ανθρώπους. Ο Ανδρέας έτρεφε στενή φιλία με τον άγιο Φίλιππο που καταγόταν κι αυτός από τη Βηθσαϊδά. Όταν ορισμένοι Έλληνες ζήτησαν επίμονα από τον Φίλιππο να δουν τον Χριστό, ο Φίλιππος πήγε να το αναφέρει στον Ανδρέα που είχε μεγαλύτερη οικειότητα με τον Διδάσκαλο (Ιωάν. 12, 20). Μετά τους τρεις Αποστόλους, Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη -μάρτυρες των υψηλότερων αποκαλύψεων της θεότητας του Κυρίου-, ερχόταν λοιπόν στη σειρά ο Ανδρέας, χαίροντας, όχι τόσο μιας αυθεντίας επί των υπολοίπων μαθητών, όσο κάποιας προτεραιότητας έναντι των άλλων.

Έγινε μάρτυς των συνταρακτικών συμβάντων που ακολούθησαν το σωτήριο Πάθος του Κυρίου και παρευρέθηκε μαζί με άλλους στις εμφανίσεις Του μετά την Ανάσταση. Κατά την Πεντηκοστή έλαβε το πλήρωμα της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος και του έπεσε ο κλήρος να ευαγγελίσει τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, τη Βιθυνία, τη Θράκη και την Ελλάδα (Μακεδονία, Θεσσαλία και Αχαΐα). Πιστός στις προτροπές του Κυρίου, δεν πήρε μαζί του «μήτε χρυσό, μήτε αργύριο, μήτε χάλκινο νόμισμα, μήτε σακί για τον δρόμο, μήτε ραβδί» (Ματθ. 10, 10) και πορεύθηκε για να κηρύξει το Ευαγγέλιο της Σωτηρίας. Είναι αδύνατον να αναφέρει κανείς πόσες θλίψεις και πόσους κινδύνους αντιμετώπισε: στερήσεις κάθε είδους, ασθένειες, κινδύνους από ληστές, κακομεταχείριση από Εβραίους και ειδωλολάτρες. Όπου κι αν πήγαινε όμως, τον συνόδευε το Άγιο Πνεύμα, μιλούσε διά του στόματός του, ενεργούσε θαύματα και θεραπείες, του χάριζε την υπομονή και τη χαρά στις δοκιμασίες. Και ήταν ακριβώς η δύναμη αυτή του Θεού, η οποία κατοικούσε μέσα του, που τραβούσε τα πλήθη στην Πίστη. Παντού όπου πήγαινε, αφού φώτιζε με το κήρυγμα τον νου των ανθρώπων, αναγεννούσε τις ψυχές με το λουτρό του αγίου Βαπτίσματος, χειροτονούσε πρεσβυτέρους και επισκόπους επικεφαλής τους, έκτιζε ναούς και οργάνωνε εκεί τη λατρεία του Θεού.

Μετέβη κατ’ αρχήν στην Αμισό, στις ακτές της Μαύρης Θαλάσσης, και μετέστρεψε εκεί πλήθος Εβραίων, θεράπευσε δε με τη δύναμη του Θεού όσους υπέφεραν από διάφορες αρρώστιες. Εν συνεχεία, αφού συνέχισε την αποστολή του στην Τραπεζούντα και στη Λαζική, επέστρεψε για το Πάσχα στην Ιερουσαλήμ. Από εκεί, αναχώρησε με τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο για την Έφεσο και ευαγγέλισε για κάποιο χρονικό διάστημα τις δυτικές περιοχές της Μικράς Ασίας. Αναβαίνοντας ξανά προς την Προποντίδα και κηρύττοντας στις Νίκαια, Νικομήδεια, Χαλκηδόνα, Ηράκλεια του Πόντου, Άμαστρι, αναγκάσθηκε να αντιμετωπίσει επανειλημμένως φανατικούς οπαδούς της ειδωλολατρίας και σοφιστές με απατηλά λογικά επιχειρήματα, αλλά αποστόμωνε και τους μεν και τους δε με τη σοφία και τα θαύματά του. Φθάνοντας στη Σινώπη, ελευθέρωσε με την προσευχή του τον Απόστολο Ματθία από τις αλυσίδες του, αλλά συνελήφθη κι αυτός με τη σειρά του από μαινόμενους ειδωλολάτρες και υποβλήθηκε σε πολλά βασανιστήρια: τον έριξαν καταγής, τον κτυπούσαν όλοι μαζί, του έκοψαν μάλιστα και ένα δάχτυλο με τα δόντια. Σε όλες αυτές τις δοκιμασίες ο άγιος Ανδρέας δεν προσπάθησε μήτε να φύγει, μήτε να αντισταθεί, αλλά τα υπέμεινε όλα μιμούμενος τον Διδάσκαλό του, τον Αμνό του Θεού, ο Οποίος ήλθε στη γη για να υποφέρει και να άρει τις αμαρτίες του κόσμου. Στο θέαμα της σταθερότητάς του, της μακροθυμίας του απέναντι στους δημίους του και βλέποντας το πλήθος των θαυμάτων του, οι κάτοικοι της Σινώπης μετανόησαν, του ζήτησαν συγχώρηση και έλαβαν το άγιο Βάπτισμα.

Αφού εγκατέστησε επίσκοπο και πρεσβυτέρους στη Σινώπη, ο Απόστολος αναχώρησε για τις πόλεις του Πόντου, τις οποίες είχε ήδη ευαγγελίσει, για να στερεώσει την πίστη και το φρόνημά τους. Συνέχισε το κήρυγμά του και αντέκρουσε τους φιλοσόφους ειδωλολάτρες στη Νεοκαισάρεια και τα Σαμόσατα, κατόπιν δε, πήγε ξανά στην Ιερουσαλήμ για τη Σύνοδο των Αποστόλων που συνεκλήθη για το θέμα του τρόπου εισδοχής των πρώην ειδωλολατρών στην Εκκλησία (Πράξ. 15, 6).

Μετά την εορτή του Πάσχα, συνόδευσε για κάποιο διάστημα τον Ματθία και τον Θαδδαίο προς τις εσχατιές της Μεσοποταμίας και ξεκίνησε να κηρύξει το Ευαγγέλιο στις βαρβαρικές περιοχές ανατολικά της Μαύρης Θαλάσσης, νοτίως της σημερινής Ρωσίας (Κριμαία και Ουκρανία). Κατόπιν, κατέβηκε πάλι προς τη Θράκη και φώτισε με το κήρυγμά του τις καρδιές των κατοίκων της μικρής, τότε, πόλεως του Βυζαντίου. Έκτισε εκεί έναν ναό αφιερωμένο στην Κυρία Θεοτόκο και άφησε ως επίσκοπο τον άγιο Στάχυ [31 Οκτ.], έναν από τους Εβδομήκοντα μαθητές. Συνέχισε την ακάματη περιοδεία του σε Θράκη, Μακεδονία και Θεσσαλία και έφθασε μέχρι την Πάτρα, την Πελοπόννησο.

Στην Πάτρα, ο άγιος Απόστολος μετέτρεψε την ίδια τη σύζυγο του Ρωμαίου ανθύπατου, τη Μαξιμίλα, θεραπεύοντάς την από ανίατη ασθένεια. Επιδαψίλευσε τις αγαθοεργίες του και στους άλλους κατοίκους και συγκρότησε γρήγορα μια κοινότητα μαθητών του Χριστού. Κατά την απουσία του ανθύπατου Αιγεάτη, μετέτρεψε επίσης και τον αδελφό και αντικαταστάτη του, Στρατοκλή. Ο Αιγεάτης επέστρεψε εξοργισμένος με την πρόοδο του χριστιανισμού που είχε φθάσει μέσα στο ίδιο του το σπίτι και διέταξε να συλληφθεί ο Απόστολος. Από τη φυλακή του ο Ανδρέας, συνέχισε το κήρυγμά του και χειροτόνησε τον Στρατοκλή επίσκοπο Πατρών. Λίγες ημέρες αργότερα εξεδόθη η καταδικαστική απόφαση δίχως δίκη, και ο άγιος σταυρώθηκε ανάποδα δεμένος με σχοινιά σ’ έναν σταυρό, ώστε να παρατείνεται το μαρτύριό του. Ας σημειωθεί ότι σε μερικές παραλλαγές του μαρτυρίου του, πιθανόν υπό την επίδραση του μαρτυρίου του Αποστόλου Πέτρου, αναφέρεται ότι ο άγιος Ανδρέας σταυρώθηκε χιαστί. Με πόση χαρά όμως δέχθηκε να μιμηθεί τον Χριστό, ακόμη και στον τρόπο θανάτου υπέρ Αυτού! Αφού συγκράτησε τους φίλους του που ήθελαν να τον σώσουν, ο Απόστολος Ανδρέας ευλόγησε για τελευταία φορά τους πιστούς και παρέδωσε το πνεύμα. Σύντομα ο ανθύπατος υπέστη βίαιο θάνατο ως τιμωρία για την ανομία του, ενώ ο νέος επίσκοπος Στρατοκλής, αφού μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς, ανήγειρε καθεδρικό ναό στον τόπο όπου μαρτύρησε ο σεπτός Απόστολος.

Πολλά χρόνια μετά, στις 3 Μαρτίου του 357, τα τίμια λείψανα του αγίου μετέφερε από την Πάτρα στην Κωνσταντινούπολη ο άγιος Αρτέμιος [20 Οκτ.], με διαταγή του Κωνσταντίου, γιου του αγίου Κωνσταντίνου. Εναποτέθηκαν μαζί με εκείνα του αγίου Λουκά [18 Οκτ.] και του αγίου Τιμοθέου [22 Ιαν.] στη νεόκτιστη τότε εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Πέντε αιώνες αργότερα, επέστρεψαν στην Πάτρα, σταλμένα από τον Βασίλειο Α΄ τον Μακεδόνα (867-886). Εν συνεχεία, μπροστά στην απειλή της τουρκικής εισβολής στην Πελοπόνησσο, προσφέρθηκαν στον πάπα της Ρώμης Πίο Β΄ (1458-1464) από τον δεσπότη του Μωρέως Θωμά Παλαιολόγο (1409-1465), το 1460. Η κάρα του αγίου επέστρεψε, τέλος, στις 26 Σεπτεμβρίου 1964, προς χαρά και παρηγορία όλων των πιστών ορθοδόξων.

Σύμφωνα με μια σλαβική παράδοση, ο άγιος Ανδρέας φέρεται να έφθασε μέχρι τη Ρωσία, γεγονός που θα προσέφερε στη ρωσική Εκκλησία μια εξίσου μακρινή, αποστολική καταβολή με εκείνη του Βυζαντίου. Όπως και να έχει, αυτή όντως ανήκει στον κλάδο που προέρχεται από τον άγιο Ανδρέα, αφού μετά τη μεταστροφή της, υπαγόταν για πολλούς αιώνες στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως.

Στη δυτική παράδοση, ο άγιος τιμάται ιδιαιτέρως ως προστάτης της Σκωτίας. Κατά τον μεσαίωνα υπήρχαν εκεί περισσότερες από 800 εκκλησίες αφιερωμένες στον Πρωτόκλητο. 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 3ος (Νοέμβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

Ο πρώτος που αφοσιώθηκε στον Κύριο - ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ



Άγιος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος
Ο πρώτος που αφοσιώθηκε στον Κύριο

 ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 

(Από άρθρο του Φώτη Κόντογλου στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ στις 5/12/1954)

 

Ο κάθε ένας από τους δώδεκα Αποστόλους έχει τον ξεχωριστό του χαρακτήρα. Ο Πέτρος είναι απλός και θερμός, ο Παύλος γοργός στο πνεύμα και στο κορμί, ο Ιωάννης υψιπετής, ο Σίμων ζηλωτής, ο Θωμάς δύσπιστος, ο Ναθαναήλ αγαθός, ο Ανδρέας «πραΰς και ολιγόλογος». Ο Πέτρος, ο αδελφός του Ανδρέα λέγεται «κορυφαίος» και ο Παύλος «σκεύος εκλογής», ο Ιωάννης και ο αδελφός του Ιάκωβος λέγονται «υιοί βροντής», ο Ανδρέας λέγεται Πρωτόκλητος επειδή πρώτων τον εκάλεσε κοντά του ο Χριστός. Ο Ανδρέας και ο Ιωάννης πριν να ακολουθήσουνε το Χριστό ήτανε μαθητές του Ιωάννη του Πρόδρομου. 
Ο απόστολος Ανδρέας είχε, όπως και ο Φίλιππος, ελληνικό όνομα κι ίσως, επειδή γνώριζε την ελληνική γλώσσα, ύστερα από πολλή περιπλάνηση ήρθε στο τέλος στην Ελλάδα και μαρτύρησε στην Πάτρα. Είναι ο μόνος από τους δώδεκα Αποστόλους που μαρτύρησε στην Ελλάδα. Οι άλλοι, οι περισσότεροι τελευτήσανε στα μέρη της Ανατολής και στη Μικρά Ασία κι ο Πέτρος κι ο Παύλος μαρτυρήσανε στη Ρώμη. Η Ασία λοιπόν είναι το ιερό κοιμητήριο των Αποστόλων και των Αγίων. Η Ελλάδα άκουσε το αποστολικό κήρυγμα μοναχά από δύο απόστόλους, από τον Ανδρέα τον Πρωτόκλητο και από τον Παύλο. Αλλά από αυτούς μοναχά ο Ανδρέας μαρτύρησε στην Ελλάδα και θάφτηκε στο χώμα της. Για τούτο έχει χρέος η Ελληνική Εκκλησία να τον γιορτάζει με ιδιαίτερη λαμπρότητα. 
Τότε που πήγανε οι Έλληνες να δούνε το Χριστό και παρακαλέσανε το Φίλιππο και τον Ανδρέα να μεσολαβήσουνε επειδή ήξεραν ελληνικά, ο Κύριος με τα λόγια του φανέρωσε, πως θα δοξαζότανε με τους Έλληνες, δηλαδή πως οι Έλληνες με τη γλώσσα τους θα διαδίδανε το Ευαγγέλιό του και πως αυτός έπρεπε να σταυρωθεί για να ριζώσει η θρησκεία του με τη θυσία. Υπηρέτες αυτής της θεϊκής αποστολής θα ήτανε οι Απόστολοι κι ανάμεσά τους ο Ανδρέας προορίστηκε να γίνει ο κήρυκας του Ευαγγελίου στην Ελλάδα πριν από τον Απόστολο Παύλο. 
Κατά την Πεντηκοστή έγινε η επιφοίτησις του Αγίου Πνεύματος κι ύστερα σκορπίσανε οι Απόστολοι για να διδάξουνε τον κόσμο αφού λάβανε «δύναμιν εξ ύψους». Ο Απόστολος Ανδρέας τράβηξε πέρα, στην ακρογιαλιά της Μαύρης Θάλασσας και κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Αμισσό (Σαμψούντα) και στην Τραπεζούντα. Κατόπιν γύρισε πίσω στην Ιερουσαλήμ για να γιορτάσει το Πάσχα κι ύστερα μαζί με τον Ιωάννη πήγε στην Έφεσο. Εκεί είδε στο όνειρό του το Χριστό που τον πρόσταξε να πάγει να κηρύξει το Ευαγγέλιο στους Σκύθας και στους Βιθυνούς. Αμέσως μίσεψε και έφθασε στη Βιθυνία κι εκεί κάθιζε δυο χρόνια. Έπειτα πήγε πάλι στη Μαύρη Θάλασσα και μετά καιρό γύρισε πάλι στα Ιεροσόλυμα. Από εκεί τράβηξε μέσα από τη Μεσοποταμία και από την Καππαδοκία κι έφθασε στα βορινά ακρογιάλια της Μαύρης Θάλασσας, σε μέρη που κατοικούσανε άνθρωποι άγριοι, οι Σκύθες και τους κήρυξε το Ευαγγέλιο, ώσπου έφτασε στο Κίεβο που ήτανε η ιερή πολιτεία της ειδωλολατρίας, κι εκεί δείχνεται ακόμη το χαμοβούνι που έμπηξε το Σταυρό, λεγόμενο σλαδωνικά «Ανδρεγεφσκαγιά γόρα», δηλαδή βουνό του Αγίου Ανδρέα. 
Ύστερα πήγε στον Καύκασο και κήρυξε το Χριστιανισμό, έφθασε κάτω ως τη Σεβάστεια, πού ήτανε τότε η μητρόπολη της Αρμενίας, μετά λένε πως πήγε ως τη Χορασμία της Σογδιανής, το σημερινό Χαρασσάν και τέλος γύρισε πίσω στη Σινώπη κι από εκεί μπαρκάρισε σ’ ένα καράβι και πήγε στο Βυζάντιο που τότε ήτανε ακόμη ένα χωριό κι εκεί σύστησε τη πρώτη χριστιανική κοινότητα από τη οποία άνθισε υστερώτερα η Νέα Σιών, η μητρόπολη της Χριστιανοσύνης, η Κωνσταντινούπολη. Εκεί έχτισε εκκλησία της Παναγίας και χειροτόνησε επίσκοπο τον Άγιο Στάχων, έναν από τους εβδομήντα Αποστόλους . 
Από το Βυζάντιο πήγε στη Θράκη, πέρασε τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα, και τέλος κατέβηκε στον Μοριά και καταστάθηκε στην Πάτρα, που ήτανε τότε η σπουδαιότερη πολιτεία της Ελλάδας μαζί με την Κόρινθο και μεγάλο λιμάνι, που είχε μεγάλη δοσοληψία με τη Ιταλία. Αυτή η πολιτεία ήτανε τότε γεμάτοι από Ρωμαίους κι έβραζε από την ακολασία. Είχε ένα πλήθος αμέτρητο από ναούς της ειδωλολατρίας και από αγάλματα ξετσίπωτα. Εκεί λατρευόντανε απάνω απ’ όλους τους ψευτοθεούς η Αφροδίτη κι ο Βάκχος και γινόντανε διάφορες τελετές αδιάντροπες, σαν τα ελεεινά εκείνα Φαλληφόρια, Σόδομα και Γόμορρα! 
Ανθύπατος της Αχαΐας ήτανε τότε ένας ντόπιος λεγόμενος Αιγεάτης, σκύλος λυσσασμένος της ειδωλολατρίας. Τη γυναίκα του τη λέγανε Μαξιμίλλα. Ο άγιος Ανδρέας γρήγορα κέρδισε πολλές ψυχές με το κήρυγμά του και με τα θαύματα που έκανε. Βάφτιζε τον κόσμο κοντά σε μια πηγή που τη λέγανε «Πηγή της Δήμητρας» και που τώρα τη λένε «Πηγάδι του Αγίου Ανδρέα». Στο μεταξύ ο Αιγεάτης πήγε στη Ρώμη κατά προσταγή του Νέρωνα και στη θέση του άφησε τον αδελφό του Στρατοκλή. Αυτός είχε έναν υπηρέτη άρρωστο και τον συμβούλεψε η Μαξιμίλλα να τον πάγει να τον γιατρέψει ο Άγιος Ανδρέας, όπως είχε γιατρέψει κι αυτή. Και πράγματι τον γιάτρεψε. Τότε ο Στρατοκλής, μαζί με τη Μαξιμίλλα, τη νύφη του, πιστέψανε στο Χριστό και βαφτισθήκανε. 
Σαν γύρισε στη Πάτρα ο Αιγεάτης κι έμαθε πως αλλαξοπιστήσανε η γυναίκα του κι ο αδελφός του, πρόσταξε να πιάσουνε τον Ανδρέα και να τον φυλακίσουνε, Κι επειδή η Μαξιμίλλα δεν γνώριζε τον Αιγεάτη για άνδρα της, αν δεν γινότανε χριστιανός, έδωσε διαταγή να τον σταυρώσουνε. Ο άγιος Ανδρέας δεν ήξερε με τι θάνατο θα τον θανατώνανε. Σαν είδε λοιπόν τον σταυρό χάρηκε πολύ που θα αξιωνότανε να σταυρωθεί σαν τον Κύριό του. Σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό κι έκανε τη προσευχή του, ύστερα ασπάσθηκε τον σταυρό του και βλόγησε τα λαό. 
Σταυρώθηκε ο Πρωτόκλητος, ο αγιασμένος κριός, που βάδισε πρώτος μπροστά στην ποίμνη το Χριστού, γέροντας παραπάνω από εβδομήντα χρονών, με ανδρεία θαυμαστή, ο επώνυμος της ανδρείας. Η παράδοση λέγει πως ο σταυρός απάνω στον οποίο παράδωσε τα πνεύμα του ήτανε καμωμένος από δυο κομμάτια ξύλο σε σχήμα Χ και πως παρακάλεσε να τον σταυρώσουνε με το κεφάλι προς τα κάτω, κρίνοντας πως δεν είναι άξιος να σταυρωθεί όρθιος όπως ο Χριστός. 
«Σταυρόν κατακεφαλής τριακοστή Ανδρέας έτιλη» 
Η σταύρωση του Αγίου Ανδρέα έγινε στις 30 Νοεμβρίου στον τόπο που βρίσκεται σήμερα η εκκλησιά του, κοντά στη θάλασσα. Είναι χτισμένη απάνω στα ερείπια του ναού της Δήμητρας. Μέσα στην εκκλησιά υπάρχει ακόμα ο τάφος του, πλην το ιερό λείψανο του δεν υπάρχει μέσα γιατί το πήγανε στη Ιταλία τ’ αδέρφια του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Το Ταβάνι της εκκλησιάς είναι ζωγραφισμένο από τον Δημήτριο Βυζάντιο, που ήταν αγιογράφος και συγγραφέας κι έχει γραμμένη τη Βαβυλωνία. Αυτά τα έργα είναι μέτρια, καμωμένα κατά τον ιταλικό τρόπο. Αλλά η κιτρινάδα του καιρού τα έκανε σεβάσμια και συμπαθητικά. 
Οι Πατρινοί, που στον τόπο τους κήρυξε και μαρτύρησε ο Πρωτόκλητος των Αποστόλων έχουνε χρέος να κάνουνε γι αυτόν μια εκκλησία άξιά του στη θέση του σημερινού κακότεχνου κτίσματος, που κατορθώσανε να κάνουνε γιατί όλοι τους νομίσανε πως είναι ειδικοί και αρχιτέκτονες. Να κάνουνε μια εκκλησία βυζαντινή απάνω σε παλιό σχέδιο του Αγίου Όρους ή της Θεσσαλονίκης, ώστε ερχόμενος κανένας από τη Ευρώπη να βλέπει ένα κτίριο που να φανερώνει πως αντικρίζει πολιτεία ελληνική ορθόδοξη. Ας αφήσουνε τις φραγκοεπιδείξεις κι ας αποφασίσουνε πια να τελειώσει αυτό το ατελείωτο ζήτημα Ας αναθέσουνε σ’ ένα αρχιτέκτονα αυτή τη δουλειά, με τη συμφωνία να δουλέψει απάνω σε παλιά βυζαντινά σχέδια, αντί να μπαλώνει τα αμπάλωτα.

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Άγιος Brendan (Μπρένταν) ο πλοηγός


Άγιος Brendan (Μπρένταν) ο πλοηγός 

29 Νοέμβριος  

Ο πατέρας μας άγιος Brendan γεννήθηκε γύρω στο 484 μέσα σε μια Ιρλανδική οικογένεια κοντά στη σημερινή πόλη του Tralee, στην Κομητεία Kerry, στην Ιρλανδία. Σε πολύ νεαρή ηλικία ξεκίνησε την εκπαίδευση του στην ιεροσύνη και σπούδασε υπό την καθοδήγηση της αγίας Ita στο Killeedy. Αργότερα ολοκλήρωσε τις σπουδές του υπό τον άγιο Erc, ο οποίος τον χειροτόνησε το 512. 
Κατά τη διάρκεια των επόμενων 20 χρόνων της ζωής του, ο άγιος Brendan έπλευσε γύρω από όλα τα νησιά που κυκλώνουν την Ιρλανδία, διαδίδοντας τον λόγο του Θεού και ιδρύοντας το ένα μοναστήρι μετά το άλλο. Το ποιο αξιοσημείωτο από αυτά είναι το Clonfert στο Galway, το οποίο ίδρυσε γύρω στο 557 και το οποίο άντεξε μέχρι το 1600. Ο άγιος Brendan κοιμήθηκε γύρω στο 578 και η εορτή του είναι στις 16 Μαΐου. 
Το πρώτο ταξίδι του Brendan τον οδήγησε στα Νησιά Arran, όπου ίδρυσε ένα μοναστήρι και σε πολλά άλλα νησιά τα οποία απλά επισκέφτηκε, συμπεριλαμβανομένου του νησιού Hynba της Σκωτίας όπου λέγεται πως συνάντησε τον άγιο Columba. Σε αυτό το ταξίδι ταξίδεψε και στην Ουαλία και τελικά στην Βρετάνη στην βορειότερη ακτή της Γαλλίας. 
Το γεγονός για το οποίο τιμούν περισσότερο τον άγιο Brendan, είναι το ταξίδι του στην «Γη της Επαγγελίας». Κάποια στιγμή στα πρώτα του ταξίδια, ο άγιος Brendan άκουσε από έναν άλλο μοναχό την ιστορία για μια γη μακριά στη δύση, η οποία όπως υποστήριζαν οι Ιρλανδοί ήταν μια γη αφθονίας. 

 

Αυτός και μια μικρή ομάδα μοναχών που περιλάμβανε, πιθανόν, τον άγιο Machutus νήστεψαν για 40 ημέρες και έπειτα έπλευσαν για αυτή τη γη προκειμένου να ερευνήσουν και να φέρουν στην αληθινή πίστη τους ντόπιους κατοίκους. Όλο το ταξίδι διήρκησε εφτά χρόνια. 
Τον ένατο αιώνα, ένας Ιρλανδός μοναχός έγραψε μια καταγραφή για το ταξίδι με το όνομα «Το Ταξίδι του αγίου Brendan» (Navigatio Sancti Brendani). Αυτό το βιβλίο παρέμεινε ιδιαίτερα γνωστό όλο το Μεσαίωνα και έκανε τον Brendan γνωστό σαν πλοηγό. 

Η καταγραφή χαρακτηρίζεται από μεγάλη λογοτεχνική ελευθερία και περιέχει αναφορές στην κόλαση όπως «φοβεροί δαίμονες εξαπέλυαν κομμάτια από φλεγόμενη λάβα από ένα νησί με ποτάμια από χρυσή φωτιά» και «μεγάλους κρυστάλλινους πυλώνες». Πολλοί σήμερα πιστεύουν πως αυτές είναι αναφορές στις δραστηριότητες των ηφαιστείων γύρω από την Ισλανδία και στα παγόβουνα. 
Μόλις έφτασαν στον προορισμό τους, συνάντησαν έναν οδηγό ο οποίος τους οδήγησε γύρω από εκείνη τη γη. Πήγαν στην ενδοχώρα όμως τους απέτρεψε να πάνε μακρύτερα ένα μεγάλο ποτάμι. Σύντομα μετά από αυτό, ο άγιος Brendan και οι σύντροφοι του έπλευσαν πίσω στην Ιρλανδία. Μόνο λίγοι επιβίωσαν σε αυτό το ταξίδι. 
Στην σύγχρονη εποχή η ιστορία θεωρήθηκε σαν προϊόν φαντασίας, όμως το 1970 ένας άντρας ονόματι Tim Severin ενθουσιάστηκε από την ιστορία και αποφάσισε να κάνει το ταξίδι του αγίου Brendan. Ο Severin έφτιαξε μια βάρκα από δέρμα και ξύλο βελανιδιάς ακριβώς σαν εκείνη που περιγράφεται στο αρχαίο κείμενο. Τα δέρματα ράφτηκαν μεταξύ τους πάνω σε ένα λυγισμένο πλαίσιο από στάχτες ξύλου και οι ραφές σφραγίστηκαν με ζωικό λίπος. Με μια ομάδα εθελοντών έπλευσε για την Αμερική και έφτασε στην νέα γη. Το ταξίδι του καταγράφεται στο έργο «Το Ταξίδι του Brendan: Πέρα από τον Ατλαντικό μέσα σε μια Δερμάτινη Βάρκα». 

Άγιος Σατουρνίνος, πρώτος Επίσκοπος Τουλούζης


Άγιος Σατουρνίνος, πρώτος Επίσκοπος Τουλούζης. 
29 Νοεμβρίου.  
Ο Άγιος Σατουρνίνος (επονομαζόμενος επίσης Σερνίνος), ελληνικής και ευγενούς καταγωγής, ήταν ένας από τους επτά ιεραποστόλους που εστάλησαν από τη Ρώμη για να ευαγγελίσουν τη Γαλατία, επί Δεκίου το 250. Όταν οι Άγιοι έφτασαν στην Αρελάτη, στον Σατουρνίνο ανατέθηκαν οι περιοχές του Λανγκεντόκ, της Γασκώνης (νοτιοδυτική Γαλλία) και η Ισπανική μεθόριος. Μετά τις μεγάλρς επιτυχίες που είχε το κήρυγμά του, ήρθε αντιμέτωπος με τη σκληροκαρδία των ειδωλολατρών της Καρκασόν και φυλακίσθηκε. Ελευθερώθηκε με την παρέμβαση ενός Αγγέλου και συνέχισε την αποστολή του προς την Τουλούζη, όπου συνάντησε ψυχές πιο ευεπίφορες στον λόγο του Θεού και ίδρυσε εκεί ένα ναό. Θεράπευε αρρώστους και λεπρούς με το σημείο του Τιμίου Σταυρού και ενέπνεε με τα λόγια του φλογερή αγάπη για τον Θεό στους ακροατές του. Εν συνεχεία, αφήνοντας τον Άγιο Πάπυλο να συνεχίσει το έργο του, προχώρησε στην Ισπανία και κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Παμπλόνα και στο Τολέδο. 
Επιστρέφοντας στην Τουλούζη μετά το μαρτύριο του Αγίου Παπύλου, ο Άγιος επίσκοπος ακτινοβολούσε σε τέτοιο βαθμό τη Χάρη του Θεού, που τα είδωλα έπαυσαν να δίνους τους απατηλούς χρησμούς τους και σιώπησαν, παρά τις ικεσίες και τις θυσίες των οπαδών τους. Οι ειδωλολάτρες λοιπόν είχαν απελπιστεί και ετοιμάζονταν να θυσιάσουν έναν ταύρο στο Καπιτώλιο, όταν έτυχε να περάσει από εκεί ο Σατουρνίνος πηγαίνοντας σε μια Λειτουργία. Κάποιος από το πλήθος τον αναγνώρισε και φώναξε: 
«Ιδού ο εχθρός της θρησκείας μας, ο αρχηγός του νέου δόγματος, αυτός που διδάσκει ότι πρέπει να καταστρέψουμε τους ναούς μας, αυτός που καταδικάζει τους θεούς μας αποκαλώντας τους δαίμονες, αυτός που με την παρουσία του μας εμποδίζει να λάβουμε τις απαντήσεις όπως άλλοτε. Ας εκδικηθούμε την προσβολή απέναντί μας και απέναντι στους θεούς μας. Να τον αναγκάσουμε να θυσιάσει για να εξευμενίσει τους θεούς, ειδαλλιώς να πεθάνει για να τους ευχαριστήσει με τον θάνατό του!».
Ενώ οι σύντροφοί του τράπηκαν σε φυγή, ο Σατουρνίνος, παραμένοντας γαλήνιος, απάντησε: 
«Δεν γνωρίζω παρά τον μόνο και αληθινό Θεό. Πως θα μπορούσα λοιπόν να φοβηθώ τους φανταστικούς θεούς σας, την ώρα που αυτοί οι ίδιοι τρέμουν εμένα;» 
Με τα λόγια αυτά του επισκόπου, η αναταραχή στο πλήθος μεγάλωσε. Άρπαξαν τον Σατουρνίνο, και με ένα χοντρό σχοινί τον έδεσαν από τα πόδια πίσω από τον άγριο ταύρο, ο οποίος βιαίως κεντριζόμενος, όρμησε μαινόμενος έξω από τον ναό. Το κεφάλι του μάρτυρος συντρίφθηκε αμέσως και τα μυαλά του σκόρπισαν στη γη. Το ζώο συνέχισε την ξέφρενη πορεία του στους δρόμους της πόλεως κομματιάζοντας το σώμα του Αγίου, μέχρι που έσπασε το σχοινί σε ένα μέρος όπου αργότερα κτίσθηκε ναός προς τιμήν του. 
Περιφρονώντας τον κίνδυνο, δύο φτωχές γυναίκες ήλθαν λίγο αργότερα στον τόπο του μαρτυρίου, πήραν το σώμα του Αγίου Σατουρνίνου, το εναπόθεσαν σε ξύλινο κιβώτιο και το έθαψαν εκεί κοντά. Στους αιώνες που ακολούθησαν, πλήθος προσκυνητών έρχονταν στον τάφο του Αποστόλου της Τουλούζης, πάνω στον οποίο είχε ανεγερθεί μεγάλη βασιλική, και η φήμη του απλώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη, εξαιτίας των θαυμάτων που γίνονταν εκεί. Στη Γαλλία, πολλά μέρη φέρουν ακόμη το όνομά του.  
 
Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας,
Τόμος 3ος (Νοέμβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Όσιος Πιτυρούν


Όσιος Πιτυρούν. 
29 Νοεμβρίου.

Τῇ σῇ θελήσει πρὸς σὲ χωρεῖ Χριστέ μου,
σῶν Πιτυροῦν ἐργάτης θελημάτων.

Ο Όσιος Πιτυρούν έκανε μαθητής του Μεγάλου Αντωνίου [17 Ιανουαρίου] και πήρε από τις αρετές και τα χαρίσματα εκείνου, η δε εγκράτεια του εικονίζεται κατά τον αυστηρότατο ασκητισμό. Πολλές φορές έμεινε νηστικός εντελώς, χωρίς καθόλου να ζημιωθεί η υγεία του ή να ελαττωθεί η πνευματική αντοχή του και η προθυμία του. Συχνά έλεγαν οι μοναχοί για οράματα, που εμφανίζονταν σ' αυτούς οι δαίμονες. Εκείνος τότε έλεγε: «εγώ φοβάμαι περισσότερα τα δαιμόνια, πού φωλιάζουν την υπερηφάνεια, τη φιλαργυρία, τη φιληδονία και άλλα παρόμοια πάθη. Αυτά είναι τα πιο επικίνδυνα δαιμόνια και πρέπει μεγάλη προσοχή προς αυτά». Ο όσιος Πιτυρούν απεβίωσε ειρηνικά.

Βίος Αγίου Φιλουμένου

 

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΦΙΛΟΥΜΕΝΟ εδώ 

Βίος Αγίου Φιλουμένου (1913-1979)

Ο Άγιος Φιλούμενος, κατά κόσμον Σοφοκλής Ορουντιώτης, ήταν γέννημα και θρέμμα της αγιοτόκου νήσου Κύπρου. Γεννήθηκε στις 15 του Οκτώβρη του έτους 1913 στην ενορία του Αγίου Σάββα στη Λευκωσία. Η καταγωγή του όμως ήταν από το χωριό της επισκοπής Μόρφου, Ορούντα. Γόνος ευλαβών γονέων -του Γεωργίου και της Μαγδαληνής Χασάπη- και «υποτακτικός» της ευλογημένης γιαγιάς του Αλεξάνδρας, ο Άγιος Φιλούμενος μυήθηκε από πολύ νωρίς σ’ ένα μοναχικό τυπικό ζωής. 
Παιδιόθεν έμαθε να προσεύχεται, να νηστεύει, να εκκλησιάζεται και να μελετά την Αγία Γραφή και τα συναξάρια με τους βίους των Αγίων. Ιδιαίτερα του άρεσε να διαβάζει το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου, του οποίου η βιοτή τόσο τον είχε θέλξει, ώστε άναψε μέσα του έντονη η επιθυμία να αναχωρήσει εκ του κόσμου για να ζήσει την κατά Θεό μοναχική ζωή. 
Έτσι, το Καλοκαίρι του 1927 εγκατέλειψε, μαζί με τον αδελφό του Αλέξανδρο (τον μετέπειτα ιερομόναχο Ελπίδιο), το πατρικό του σπίτι και πήγε στο Σταυροβούνι όπου παρέμεινε για 5 χρόνια υποτασσόμενος «εν παντί» στον τότε ηγούμενο, μοναχό Βαρνάβα. 
Το 1934 -Θεού τη νεύση- αναχώρησε, μαζί με τον αδελφό του, από τη Μονή του Σταυροβουνιού και μετέβη στα Ιεροσόλυμα για να εγγραφεί στο Γυμνάσιο του εκεί Πατριαρχείου. Στον τρίτο χρόνο φοίτησής του στο Γυμνάσιο εκάρη μοναχός, από τον τότε Πατριάρχη Τιμόθεο Θέμελη και λίγους μήνες μετά χειροτονήθηκε διάκονος. Το 1943 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και έξι χρόνια αργότερα έλαβε και το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη. 
Αποφοιτώντας από τη Σχολή του Πατριαρχείου ο Άγιος Φιλούμενος, παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα όπου υπηρέτησε, ως μέλος της Αγιοταφικής αδελφότητας, για 45 συνεχή χρόνια. Σ’ αυτά τα χρόνια διορίστηκε ως ηγούμενος σε διάφορα προσκυνήματα -στην Τιβεριάδα, στην Ιόππη, στη Μονή του Αρχαγγέλου, στη Ραμάλλα, στον Αββά Θεοδόσιο, στον Προφήτη Ηλία, στο Φρέαρ του Ιακώβ- απ’ όπου διακόνησε με πολλή αγάπη και πόνο το εκάστοτε ποίμνιό του. 
Ο κόσμος, και κυρίως οι απλοί άνθρωποι με τους οποίους συναναστρεφόταν καθημερινά, στηρίζοντάς τους πνευματικά και υλικά, τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Πολλοί μάλιστα τον ευλαβούνταν από τον καιρό που ήταν εν ζωή, αφού από πολύ νωρίς απέκτησε τη φήμη ενός εξαιρετικού ιερομονάχου και πνευματικού. 
Η ζωή του ήταν απλή και ταπεινή -σύμφωνη, όσο ήταν δυνατόν, με το αυστηρό μοναχικό τυπικό που ως παρακαταθήκη παρέλαβε από τους πρώτους πνευματικούς του πατέρες στο Σταυροβούνι. Ο ίδιος ήταν πολύ αυστηρός νηστευτής -συνήθως έτρωγε ελάχιστα και χωρίς να έχει απαιτήσεις για το είδος του φαγητού. Το ίδιο αυστηρός ήταν και στο θέμα της προσευχής και της τέλεσης των ακολουθιών (Στις ακολουθίες ήθελε το τυπικό και η εκκλησιαστική τάξη να τηρείται με πολλή ακρίβεια). 
Αγαπούσε τη μελέτη -γι’ αυτό και ήταν καλά καταρτισμένος θεολογικά- και του άρεσε να διηγείται κομμάτια από τα βιβλία που διάβαζε στους προσκυνητές που τον επισκέπτονταν. Πολλές φορές του είχαν προτείνει να φύγει από τα Ιεροσόλυμα για να σπουδάσει και επιστρέφοντας να ανεβεί σε μια ψηλότερη εκκλησιαστική τάξη. Ο Άγιος όμως πάντοτε αρνιόταν, αφού η μόνη του φιλοδοξία ήταν να αντιπροσωπεύει καλά το Μοναστήρι στα ηγουμενεία που διοριζόταν, όντας ένας σωστός μοναχός. 
Το τελευταίο προσκύνημα στο οποίο διορίστηκε ήταν στο Φρέαρ του Ιακώβ. Εκεί είχε να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες γιατί συχνά τον επισκέπτονταν φανατικοί Σιωνιστές απαιτώντας να αφαιρέσει τις εικόνες και το Σταυρό από το ναό. Πολλές φορές μάλιστα τον απειλούσαν ότι θα τον σκότωναν αν δεν έφευγε από το προσκύνημα, αλλά αυτός είχε πάρει την απόφαση να παραμείνει εκεί ό,τι και αν συνέβαινε. 
Το απόγευμα της 29ης Νοεμβρίου του 1979, μέρα που η εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου μάρτυρος Φιλουμένου -του εν Αγκύρα μαρτυρήσαντος εν έτη 270- «άγνωστοι» εισήλθαν στο Φρέαρ του Ιακώβ και επιτέθηκαν στον Άγιο. Τον σκότωσαν κτυπώντας τον με τσεκούρι στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια. Στη συνέχεια βεβήλωσαν την εκκλησία, ενώ φεύγοντας έριξαν και μια χειροβομβίδα καταστρέφοντας το χώρο σχεδόν ολοσχερώς. 
Το σκήνωμα του Αγίου μεταφέρθηκε για νεκροψία στο Τελ Αβίβ και παρόλο που οι αρχές το έδωσαν στους πατέρες του Πατριαρχείου μετά από 5 μέρες, δεν παρουσίαζε νεκρική ακαμψία αλλά ήταν μαλακό και ευλύγιστο σαν να ήταν εν ζωή. 
Η κηδεία έγινε στο ναό της Αγίας Θέκλας (στις 4 Δεκεμβρίου του 1979), παρόντων των Αγιοταφιτών πατέρων, συγγενών του Αγίου και πλήθους κόσμου, όχι μόνο ορθοδόξων αλλά και ετεροδόξων και μουσουλμάνων. Λίγο αργότερα έγινε και η ταφή του μάρτυρος στο κοιμητήριο της Αγιοταφικής αδελφότητας στην Αγία Σιών.

Τέσσερα περίπου χρόνια μετά το θάνατο του Αγίου Φιλουμένου, στις 30 Νοεμβρίου του 1983, πάρθηκε η απόφαση από το Πατριαρχείο να γίνει η ανακομιδή των οστών του. Όσοι ήταν παρόντες όμως βρέθηκαν μπροστά σε ένα θαυμαστό γεγονός: όταν ανοίχτηκε ο τάφος το σώμα του μάρτυρος ήταν άφθορο και ευωδιάζων, ως άνωθεν επισφράγιση της ένταξής του «εν σκηναίς Αγίων». Στη συνέχεια ξανακλείστηκε ο τάφος και άνοιξε ξανά στις 26 Δεκεμβρίου του 1984. Το σκήνωμά του Αγίου βρέθηκε και πάλι να ευωδιάζει και να διατηρεί μερική αφθαρσία. Τότε, οι Αγιοταφίτες το τοποθέτησαν στο Ιερό Βήμα του ναού της Αγίας Σιών. Στις μέρες μας έχει ολοκληρωθεί στον τόπο μαρτυρίου του Αγίου περικαλλής τρίκλιτος ναός, του οποίου το ένα κλίτος είναι αφιερωμένο στον Άγιο Φιλούμενο. Εκεί μεταφέρθηκε το 2008 και το σκήνωμά του. Σ’ αυτό προστρέχουν και πολλοί που ευλαβούνται τον Άγιο -όχι μόνο ορθόδοξοι αλλά και άραβες ακόμη και ετερόδοξοι- ζητώντας τις προς τον Κύριο πρεσβείες του. Στις 29 Νοεμβρίου του 2009 έχει γίνει από τη Σύνοδο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων η επίσημη Αγιοκατάταξη του Αγίου.

Πηγή: 
«Ο Άγιος Νέος Ιερομάρτυς Φιλούμενος ο Κύπριος», έκδ. Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Ορούντας, Ορούντα - Κύπρος 2007.

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

Ο άγιος Θεόδωρος αρχιεπίσκοπος Ροστώφ


Ο άγιος Θεόδωρος αρχιεπίσκοπος Ροστώφ 
28 Νοεμβρίου  
Ο Στέφανος, πατέρας του αγίου Θεοδώρου, ήταν μεγαλύτερος αδελφός του αγίου Σεργίου Ραντονέζ [25 Σεπτ.]. Όταν εκοιμήθη η γυναίκα του, έγινε μοναχός στη Μονή Χότκοβο, εν συνεχεία ασκήτευσε για λίγο με τον αδελφό του Σέργιο στα δάση του Ραντονέζ και κατόπιν εγκαταστάθηκε στη Μονή των Θεοφανείων στη Μόσχα, όπου έγινε ο πνευματικός πατέρας του μεγάλου ηγεμόνα. 
Ο μικρός γιος του τον ακολουθούσε παντού και όταν έγινε δώδεκα χρόνων, ο πατέρας του τον εμπιστεύθηκε στην πνευματική καθοδήγηση του αγίου Σεργίου. Ενδυθείς αμέσως το αγγελικό Σχήμα, ο Θεόδωρος κέρδισε τον θαυμασμό των μοναχών του Ραντονέζ με τον ζήλο του για την προσευχή, την πραότητά του και κυρίως με την προθυμία του να εξομολογείται κάθε του λογισμό στον πνευματικό του πατέρα. 
Φθάνοντας σε κανονική ηλικία, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Προόδευσε τόσο σε όλες τις άγιες αρετές και στη θεωρία, που ορισμένοι μοναχοί είδαν αγγέλους να συλλειτουργούν μαζί του κατά την τέλεση της θείας Λειτουργίας. 
Μια ημέρα, καθώς προσευχόταν, άκουσε μια φωνή από ψηλά να του δίνει εντολή να αναχωρήσει για την έρημο, με σκοπό να ιδρύσει ένα κοινόβιο που θα συγκέντρωνε πλήθος διψασμένων για τον Θεό ψυχών. Μετά από πολύ καιρό, έλαβε την ευλογία του αγίου Σεργίου και ίδρυσε ένα πρώτο μοναστήρι σε έναν τόπο που ονομαζόταν Σιμονώφ, στις όχθες του ποταμού Μόσχοβα. 
Αργότερα όμως εγκαταστάθηκε λίγο πιο μακριά, στο Νέο Σιμονώφ, όπου αφιέρωσε ένα δεύτερο μοναστήρι στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Η μονή, την οποία επισκεπτόταν συχνά ο άγιος Σέργιος, απέκτησε μεγάλη πνευματική αίγλη και ο άγιος Θεόδωρος εστάλη σε δύο επίσημες αποστολές στην Κωνσταντινούπολη (1383, 1388). 
Κατά την πρώτη του παραμονή στη Βασιλεύουσα, ο πατριάρχης Νείλος (1380-1388) του έδωσε το αξίωμα του αρχιμανδρίτου, και λίγα χρόνια μετά τη δεύτερη αποστολή του, ο μέγας ηγεμών, άγιος Δημήτριος Ντονσκόι [19 Μαΐου] –του οποίου ο άγιος ήταν ο πνευματικός πατέρας– τον πρότεινε για επίσκοπο του Ροστώφ (1392). 
Ως φιλεύσπλαχνος ποιμένας αγαπήθηκε πολύ από τον λαό του Ροστώφ, που έκλαψε απαρηγόρητα όταν ο άγιος Θεόδωρος παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, την 28η Νοεμβρίου 1395.


 «Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 3ος, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

Ο όσιος Διόδωρος, κτίτορας της Μονής του όρους Αγίου Γεωργίου


 

Ο όσιος Διόδωρος, κτίτορας της Μονής του όρους Αγίου Γεωργίου
 27 Νοεμβρίου
Ο όσιος Διόδωρος γεννήθηκε στα τέλη του 16ου αιώνα στην περιοχή της λίμνης Ονέγκα, στη βόρειο Ρωσία. Σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι για να επισκεφθεί τη Μονή Σολόφκι και ζήτησε να γίνει δεκτός εκεί. 
Για τρία χρόνια επέδειξε τέτοιο ζήλο στα διακονήματα και τέτοια τελειότητα στις άγιες αρετές, που ο ηγούμενος δέχθηκε να τον ενδύσει με το άγιο αγγελικό Σχήμα και εμπιστεύθηκε την πνευματική του καθοδήγηση σε έναν άγιο άνθρωπο, τον Ιωσήφ. Αυτός ήταν μέγας θαυμαστής των άθλων των γερόντων αναχωρητών. Ενέπνευσε στον νέο τον έρωτα της ησυχαστικής πολιτείας και του γνώρισε ορισμένους ερημίτες που ζούσαν τότε στα δάση γύρω από το μοναστήρι, σε συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες, λόγω της τραχύτητας του βορείου κλίματος. 
Ο Διόδωρος (Δαμιανός) συνήθιζε να τους επισκέπτεται για να τους πηγαίνει μερικά τρόφιμα και να συνομιλεί μαζί τους. Κατέληξε μάλιστα να περνά όλο τον χρόνο του σχεδόν στο δάσος οδηγώντας και άλλους μοναχούς προς τον ερημητικό βίο. 
Η υπόλοιπη αδελφότητα παραπονέθηκε στον ηγούμενο και εκείνος ανάγκασε τον Δαμιανό και τους συντρόφους του να επιστρέψουν στη μονή. Ο όσιος κλείσθηκε για πεντέμισι μήνες στο νοσοκομείο της μονής ως τιμωρία. Όταν τελείωσε ο περιορισμός του, έφυγε κρυφά από το μοναστήρι και παίρνοντας το καράβι έπλευσε τον ποταμό Ονέγκα αναζητώντας πρόσφορο τόπο. 
Εγκαταστάθηκε σε ένα κελλί στις όχθες της λίμνης Κένο, αλλά μετά από λίγο εκδιώχθηκε από τους χωρικούς της περιοχής αφού τον ξυλοφόρτωσαν. Από εκεί μετέβη κοντά στη λίμνη Βοδλά και έκτισε κελλί σε έναν τόπο τόσο άγριο, που έμεινε εκεί για επτά χρόνια σε απόλυτη ησυχία. Εν συνεχεία, ένας άλλος εραστής της ερήμου, ο Πρόχορος, ήλθε να τον συναντήσει και μαζί συνέχισαν τους αγώνες τους μέχρι που μετά από ένα όραμα ανέλαβαν την ίδρυση μιας μεγάλης μονής αφιερωμένης στην Αγία Τριάδα, στο όρος Αγίου Γεωργίου (Γιούρυ). 
Ο όσιος εύκολα εξασφάλισε την άδεια του τσάρου Μιχαήλ Φεδώροβιτς και έλαβε σημαντική δωρεά από τη μητέρα του τσάρου – η οποία έγινε μοναχή με το όνομα Μάρθα († 1645) –, από πλούσιους εμπόρους και από τη Λαύρα του Αγίου Σεργίου. Παρά το πλήθος των δοκιμασιών και των πειρασμών εκ μέρους των δαιμόνων κατόρθωσε να κτίσει τρεις μεγάλες εκκλησίες και μεγάλο αριθμό κελλίων (1626). Έχοντας αναλάβει το θεάρεστο τούτο έργο με μόνον τον συνασκητή του Πρόχορο, ο όσιος αναλάμβανε τις πλέον ταπεινωτικές εργασίες και συνέχισε να τις εκτελεί ακόμα κι όταν αυξήθηκε η αδελφότητα. 
Μία ημέρα, ένας φθονερός μοναχός, ο Θεοδόσιος, επιτέθηκε στον όσιο και τον άφησε σχεδόν νεκρό στο δάσος. Ο Διόδωρος κατάφερε παραταύτα να φθάσει στο κελλί του. Μόλις ο Θεοδόσιος τον είδε μπροστά του έπεσε κλαίγοντας στα πόδια του ζητώντας του να τον συγχωρήσει και να μην αποκαλύψει στους αδελφούς την κακή πράξη του. Ο όσιος, ανίκανος για οποιαδήποτε μνησικακία, τον συγχώρεσε. 
Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για τον Θεοδόσιο. Καταπιάστηκε να στρέψει εναντίον του οσίου τους δοκίμους και λίγο αργότερα έφυγε από το μοναστήρι με δεκαεπτά από αυτούς παίρνοντας μαζί του το ταμείο της αδελφότητας. Ο Διόδωρος δεν τους κράτησε κακία και έμεινε αδιάφορος απέναντι στην οικονομική απώλεια. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η απώλεια της ψυχής των δύστυχων αυτών και προσευχόταν θερμά υπέρ αυτών. Μέσα σε τούτες τις δοκιμασίες, ευχαριστούσε τον Θεό και εγκαρτερούσε με απέραντη υπομονή. 
Η μονή ευημερούσε χάρη στις προσευχές και στις θεόπνευστες διδαχές του οσίου Διοδώρου. Την παραμονή ενός ταξιδιού του για υποθέσεις του μοναστηριού, συγκέντρωσε γύρω του τους πιο κοντινούς μαθητές του, τους προείπε το επικείμενο τέλος του, όρισε διάδοχό του και τους άφησε τις τελευταίες παραινέσεις του για τη σωτηρία των ψυχών. 
Εκοιμήθη ταξιδεύοντας προς το Καργοπόλ, στις 27 Νοεμβρίου 1633. Τα τίμια λείψανά του μεταφέρθηκαν στη μονή και επιτελούν πολλά θαύματα.

 «Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 3ος, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

Ο όσιος Θεοδόσιος Τιρνόβου


 

Ο όσιος Θεοδόσιος Τιρνόβου 
27 Νοεμβρίου 

Ο όσιος Θεοδόσιος γεννήθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα στην περιοχή του Τιρνόβου και έγινε μοναχός από νεαρή ηλικία σε μονή του Αρτσάρ (κοντά στο Βιδίνιο), όπου διακρίθηκε για την ταπεινοφροσύνη του. Μετά τον θάνατο του πνευματικού του πατέρα, πέρασε από πολλά μοναστήρια αναζητώντας έναν καινούργιο εν Χριστώ πατέρα και τόπο πρόσφορο για ησυχία και προσευχή. 
Ευρισκόμενος σε μια ομάδα μοναχών που έμεναν στο δάσος κοντά στο Σλίβεν, άκουσε να γίνεται λόγος για την πρόσφατη άφιξη στην Παρορία, στα σύνορα Βουλγαρίας και βυζαντινής αυτοκρατορίας, του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου [6 Απρ.] και των μαθητών του που είχαν έρθει από το Άγιον Όρος για να ξεφύγουν από τις επιδρομές Τούρκων πειρατών. Αμέσως έσπευσε να συναριθμηθεί μεταξύ αυτών και απεδείχθη υπόδειγμα υπακοής και ζηλωτής της νοεράς προσευχής. Εκεί συνδέθηκε με στενή πνευματική φιλία με τον όσιο Ρωμύλο [18 Σεπτ.]. 
Χάρη στην παρέμβασή του, η αδελφότητα μπόρεσε να επωφεληθεί της προστασίας του Βούλγαρου βασιλέα Ιωάννη Αλεξάνδρου (1331-1371), μεγάλου θαυμαστού των μοναχών και του βυζαντινού πολιτισμού, και να εφοδιασθεί με μέσα άμυνας κατά των συχνών επιθέσεων των Τούρκων. 
Όταν εκοιμήθη ο όσιος Γρηγόριος, στα 1346, οι αδελφοί θέλησαν να κάνουν ηγούμενό τους τον Θεοδόσιο, εκείνος όμως αρνήθηκε και αναχώρησε με τον Ρωμύλο για το Σλίβεν πρώτα, κατόπιν δε για το Άγιον Όρος. Εκεί όμως δεν μπόρεσαν να βρουν την ησυχία εξαιτίας των Τούρκων και συνέχισαν την περιοδεία τους προς τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια και εν συνεχεία την Κωνσταντινούπολη. Τέλος, ο Θεοδόσιος επέστρεψε στη γενέτειρά του και ίδρυσε ένα μοναστήρι στο όρος Κελιφάρεβο (ή Κεφαλάρεβο) –πλησίον του σημερινού Μπουργκάς στη Μαύρη Θάλασσα – χάρη στην πρόθυμη βοήθεια του βασιλέα. 
Στη μονή εφαρμόσθηκαν αυστηρά οι πνευματικές αρχές που δίδασκε ο Γρηγόριος ο Σιναΐτης και σύντομα βρέθηκαν εκεί συγκεντρωμένοι πενήντα περίπου μοναχοί, αφιερωμένοι εν ησυχία και ευταξία στη νοερά προσευχή, στην αντιγραφή χειρογράφων και στη μετάφραση στα σλαβονικά των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας. 
Χάρη στην ακτινοβολία της αγιότητας του Θεοδοσίου και στη θεολογική αυτή δραστηριότητα, το μοναστήρι αυτό έγινε το κέντρο απ’ όπου διαδόθηκε ο ησυχασμός σε όλη τη Βουλγαρία και ο φάρος της Ορθοδοξίας κατά των αιρέσεων (Βογόμιλοι και Ιουδαΐζοντες). Μαθητές συνέρρεαν εκεί για να φωτισθούν από τη διδαχή του οσίου Θεοδοσίου από όλα τα μέρη: τη Σερβία, την Ουγγαρία, τη Βλαχία. 
Οι επιδρομές ωστόσο των Τούρκων που συνεχίζονταν, ανάγκασαν τον όσιο να αποσυρθεί σε μια σπηλιά για να βρει την ησυχία, την απαραίτητη για την προσευχή. Τρία χρόνια αργότερα αρρώστησε, βρήκε εντούτοις τις δυνάμεις να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να συζητήσει με τον συμμαθητή και βιογράφο του, τον πατριάρχη άγιο Κάλλιστο Α’ [20 Ιουν.], εκκλησιαστικά προβλήματα που απειλούσαν την εποχή εκείνη τις σχέσεις της βουλγαρικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Εκοιμήθη στη Μονή του Αγίου Μάμαντος, στις 27 Νοεμβρίου 1363, και ετάφη με μεγάλες τιμές. 
Ο όσιος Θεοδόσιος ήταν αυτός που διέδωσε στη Βουλγαρία την πνευματική διδασκαλία, την οποία είχε εισαγάγει στο Άγιον Όρος ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Μέχρι τα τέλη του αιώνα, ο οποίος υπήρξε η χρυσή εποχή της βουλγαρικής Εκκλησίας, οι πιο διακεκριμένες μορφές της εκκλησιαστικής ζωής ήταν μαθητές του, ιδιαίτερα δε ο άγιος Ευθύμιος, πατριάρχης Τιρνόβου [20 Ιαν.], και ο άγιος Κυπριανός, μητροπολίτης Κιέβου [16 Σεπτ.]. 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 3ος, Νοέμβριος
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

 

ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΠΕΡΣΗΣ



ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΠΕΡΣΗΣ

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ  

27 Νοεμβρίου 

Ο ένδοξος αθλητής του Χριστού Ιάκωβος καταγόταν από το Μπεΐτ-Λαπάντ, κοντά στα Σούσα της Περσίας. Ήταν γόνος ευγενούς και πλούσιας οικογενείας και έγινε έμπιστος του βασιλέα της Περσίας Βαχράμ Ε΄ (420-438), γιου του Ισδιγέργη Α΄ (399-425), ο οποίος του προσέφερε τιμές και προνόμια στην αυλή του. Τυφλωμένος από την εύνοια αυτή του ηγεμόνα, τις κολακείες και τις μάταιες ηδονές του κόσμου τούτου, ο Ιάκωβος, που είχε λάβει χριστιανική ανατροφή από τους γονείς του, αρνήθηκε τον Χριστό και ασπάσθηκε την ειδωλολατρική θρησκεία του βασιλέα. Όταν το έμαθαν αυτό η μητέρα και η γυναίκα του, του έστειλαν μία επιστολή με την οποία τον πληροφορούσαν ότι δεν τους συνέδεε πια τίποτε μαζί του, αφού αυτός είχε προτιμήσει την πρόσκαιρη δόξα από την αγάπη του Χριστού και την επαγγελία των αιωνίων αγαθών. Τα λόγια αυτά συντάραξαν βαθιά τον Ιάκωβο και, συνερχόμενος όπως από μέθη, έκλαυσε πικρά για το αμάρτημά του και άλλαξε ριζικά στάση απέναντι στον βασιλέα. Ομολόγησε δημοσίως το σφάλμα του και διακήρυξε παντού ότι ήταν μαθητής του Σωτήρος Χριστού που σταυρώθηκε για τη σωτηρία μας. Δεν είχε πια παρά μόνον μία επιθυμία: να συμμερισθεί τον ζωοποιό τούτο θάνατο για να βρει μια θέση πλησίον του Θεού. 
Στο θέαμα αυτό ο ηγεμόνας έγινε έξω φρενών και αφού έβαλε να συλλάβουν τον άγιο διέταξε να τον υποβάλουν σε τρομερά βασανιστήρια. Η τόλμη του μάρτυρα αυξανόταν διαρκώς με τους πόνους και ενέπαιζε τον βασιλέα και τους δημίους του για την ανημποριά τους. Ο τύραννος τότε μηχανεύθηκε ένα τρομερό μαρτύριο και κάλεσε όλη την πόλη για να το παρακολουθήσει. Αφού έδεσαν τον άγιο, άρχισαν να του κόβουν μεθοδικά τα μέλη του, κομμάτι-κομμάτι, αρχίζοντας από τα χέρια και τα πόδια. Μία θεία δύναμη τον περιέβαλε τότε, καθιστώντας τον τελείως απαθή και ξένο στον αφόρητο πόνο. Τέλος αποκεφαλίσθηκε και, όχι μόνον έλαβε συγχώρεση για το σφάλμα του, αλλά αξιώθηκε και τις αιώνιες απολαύσεις που προορίζονται για τους γενναίους και μακάριους αθλητές του Χριστού. 



«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 3ος, Νοέμβριος
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ


ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ

Ελάχιστα και πενιχρά τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας για τον βίο του αγίου Στυλιανού. Επιλεγμένος εκ κοιλίας μητρός από Θεού ο όσιος Στυλιανός, απαλλάχθηκε από την απάτη και ματαιότητα του κόσμου τούτου καθώς μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και ασπάσθηκε τον μοναχικό βίο. Υπερείχε όλων των άλλων μοναχών κατά τη σκληραγωγία και την επίπονη άσκηση. Διέπρεψε για την ανδρεία του στους ασκητικούς αγώνες και, μετά από μερικά χρόνια κοινοβιακής ζωής, αναχώρησε για να διαγάγει την ησυχαστική πολιτεία μέσα σε μια απόκοσμη σπηλιά. Εκεί λάβαινε την τροφή του από το χέρι ενός αγγέλου και σύντομα ανέλαβε να μεσιτεύει λυσιτελώς στον Θεό για την ανακούφιση των ασθενών και ιδιαιτέρως για τη θεραπεία των παιδικών ασθενειών και των στείρων γυναικών.

Έτσι, πολλές άτεκνες γυναίκες που επικαλούνταν με πίστη τ’ όνομά του και ιστορούσαν κατόπιν την αγία του εικόνα με ευλάβεια ψυχής, αξιώνονταν να γίνουν μητέρες· αλλά και τα άρρωστα νήπια λυτρώνονταν ταχέως από την ασθένειά τους με τη χάρη του. Γι’ αυτό και η παράδοση της λαϊκής ευσέβειας θέλει τον όσιο Στυλιανό να προστατεύει, να θάλπει και να «στυλώνει» με τη χάρη του τα νήπια και γενικά όλα τα παιδιά. Στις περιπτώσεις αυτές η μεσιτεία του οσίου έχει αποτελέσματα ακόμη και στις μέρες μας για όσους τον επικαλούνται με πίστη.

Αυτή η πολύ ιδιαίτερη χάρη του αγίου στα παιδιά αποτυπώθηκε και παγιώθηκε στην εικονογραφική απόδοση της οσιακής μορφής του. Σε βυζαντινές και κυρίως στις μεταβυζαντινές εικόνες παρουσιάζεται σαν ένας ιλαρός γέροντας που από το ένα χέρι βαστάζει στοργικά ένα σπαργανωμένο βρέφος και από το άλλο ένα ανοικτό ειλητάριο, στο οποίο αναγράφεται η εξής φράση αναφορικά με το χάρισμα που έλαβε από τον Θεό: «Παίδων φύλαξ πέφυκα, ἀλλὰ Θεοῦ τὸ δῶρον» («Είμαι φύλακας των παιδιών, αλλά αυτό είναι δώρο που έλαβα απ’ τον Θεό»).

Η κάρα του αγίου βρίσκεται στη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος. Αποτμήματα του ιερού λειψάνου του βρίσκονται επίσης και στις Μονές: Δαμάστας Φθιώτιδος, Λειμώνος Λέσβου, Δαδίου Φθιώτιδος και Κάτω Ξενιάς Αλμυρού Μαγνησίας.



 Αγίου Νικοδήμου:
«Συναξαριστής
των ΙΒ΄ μηνών του ενιαυτού»·
Τόμ. Α΄, σελ. 559,
Εκδόσεις «Δόμος»,

 Ιερομονάχου Μακαρίου:
«Νέος Συναξαριστής»·
Τόμ. 3ος, σελ. 263,
Εκδόσεις «Ίνδικτος»


Ἀπό σήμερον καί μέχρι τῆς 24ης Δεκεμβρίου, ἐάν ἑορτάζηται Ἅγιος, τό Κοντάκιον· «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν προαιώνιον Λόγον...».


 

26η Νοεμβρίου 
ΚΥΡΙΑΚΗ: 
ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ. 
Τῶν Ὁσίων Πατέρων ἡμῶν Ἀλυπίου τοῦ Κιονίτου, Νίκωνος τοῦ Μετανοεῖτε καί Στυλιανοῦ τοῦ Παφλαγόνος.


Σημείωσις: πό σήμερον καί μέχρι τῆς 24ης Δεκεμβρίου, ἐάν ἑορτάζηται Ἅγιος, τό Κοντάκιον· «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν προαιώνιον Λόγον...».

Όσιος Ακάκιος «ὁ ἐν τῇ Κλίμακι».

 
Όσιος Ακάκιος «ὁ ἐν τῇ Κλίμακι».  
26 Νοεμβρίου. 
Κακὸν φυγὼν πᾶν Ἀκάκιος ἐν βίῳ.
Καλοῖς ἀπείροις ἐντρυφᾷ λιπὼν βίον. 
Ο Όσιος Ακάκιος αναφέρεται από τον Άγιο Ιωάννη, που συνέγραψε την Κλίμακα [ 30 Μαρτίου] γι' αυτό και ονομάζεται «ὁ ἐν τῇ Κλίμακι». 
Μόνασε στη Μικρά Ασία (στο Μοναστήρι Κελλιβάρα του όρους Λάτρου) και διακρίθηκε για την ανεξάντλητη υπομονή του. Έλεγε μάλιστα: «πλανώνται όσοι νομίζουν ότι δεν θυμώνω ποτέ. Θυμώνω, αλλά κατά των δύο μεγαλυτέρων εχθρών. Ο ένας είναι ο Σατανάς, τον άλλο περιττό να σας τον πω» και έδειχνε τον εαυτό του. 
Στο Μοναστήρι είχε πολύ δύστροπο προϊστάμενο, αλλά απέναντι του ο Ακάκιος δεν έλεγε το παραμικρό. Ο ηγούμενος τον κακοποιούσε και ο Ακάκιος τον αγαπούσε, όμως τον έθλιβε το γεγονός ότι κινδύνευε η σωτηρία του ηγουμένου του από την όλη διαγωγή του. 
Ο Ακάκιος πέθανε νέος, έχοντας παροιμιώδη υπομονή και ζωντανή ελπίδα στον Θεό. 
Ακολουθία του Οσίου συνέγραψε ο σοφολογιότατος διδάσκαλος Xριστοφόρος Προδρομίτης.

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στον συναξαριστή του, μας πληροφορεί ότι το τίμιο λείψανο του Αγίου έμεινε άφθορο και σώο για πολλά χρόνια. Μας διηγείται δε και την εξής ιστορία: 
«Συνέβη δε μίαν φοράν να εύγουν οι μοναχοί του Mοναστηρίου εκείνου διά να θερίσουν. Eπειδή εις τούτο τους εκάλει ο του θέρους καιρός. Δύω δε μόνον αδελφοί έμειναν εις το Mοναστήριον. O ένας μεν, διά να το φυλάττη, ο δε άλλος, διατί ήτον ασθενής. Hκολούθησε λοιπόν και απέθανεν ο ασθενής. O δε άλλος αδελφός, μόνος ώντας, δεν εδύνετο να σκάψη τάφον, και τα άλλα να κάμη τα εις ταφήν επιτήδεια. Όθεν ανοίξας τον έτοιμον τάφον του Aγίου Aκακίου, εκεί έβαλε τον αποθανόντα ομού με τον Άγιον. 
Kατά την αυρινήν δε ημέραν πηγαίνωντας εις τον τάφον, ευρήκεν ερριμμένον έξω του τάφου τον αποθανόντα αδελφόν. Kαι πάλιν έβαλεν αυτόν μέσα εις τον τάφον του Aγίου. Eπειδή δε πάλιν εύρεν αυτόν έξω ερριμμένον, επαραπονείτο προς τον Άγιον, δικαιολογούμενος και λέγων. Ήκουσα, Άγιε Aκάκιε, ότι κανένας άλλος δεν επρόκοψεν εις την υπακοήν καθώς εσύ. Aλλά τώρα, ως βλέπω, έγινες παρήκοος και υπερήφανος τόσον, ώστε οπού δεν δέχεσαι τον αδελφόν μέσα εις τον τάφον σου, αλλά τον ρίπτεις έξω. Λοιπόν ή άφες αυτόν να ευρίσκεται μαζί σου εις ένα τάφον, ή ανίσως πάλιν ρίψης αυτόν έξω, πλέον δεν θέλω σε υποφέρω, αλλά θέλω σε εκβάλω από τον τάφον. Όθεν έβαλε τον αδελφόν πάλιν εις τον τάφον του Aγίου και ανεχώρησε. Tην αυρινήν δε ημέραν πηγαίνωντας πάλιν, τον μεν αποθανόντα αδελφόν, εύρε κείμενον εις τον τάφον, τον δε Άγιον Aκάκιον δεν ευρήκεν. Όθεν έως της σήμερον βλέπεται ο τάφος άδειος, έχων την επωνυμίαν του Aγίου Aκακίου».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
ώας ἐξήστραψας, ὥσπερ ἀστὴρ φαεινός, καὶ πάντας ἐφαίδρυνας τῶν μονοτρόπων χορούς, Ἀκάκιε ὅσιε, αἴγλη τῶν ἀρετῶν σου, καὶ διήγειρας τούτους, ἄνθεσιν ἐγκωμίων, καταστέφειν σὺν πόθῳ, τὴν σὴν φαιδρὰν καὶ σεπτήν, καὶ πάντιμον μνήμην.

Δημοφιλείς αναρτήσεις