Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Από τη διήγηση των θαυμάτων των αγίων αναργύρων Κύρου και Ιωάννη



Από τη διήγηση των θαυμάτων των αγίων αναργύρων Κύρου και Ιωάννη 
'Αγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Για τον Γέσιο, τον ιατροφιλόσοφο

Ο Γέσιος δεν ήταν φημισμένος λόγω του ότι φορούσε τον φιλοσοφικό τρίβωνα, αλλά κυρίως επειδή διακρινόταν στην ιατρική του τέχνη, και ήταν και αναγνωρισμένος ως άριστος διδάσκαλος της ιατρικής για όσους ήθελαν να μάθουν την τέχνη εκείνη την εποχή. Όμως ο Γέσιος, αν και είχε υψηλό φρόνημα και εξαίρετη φήμη, που απολάμβανε μεταξύ των γιατρών της Αλεξάνδρειας, δεν είχε απαλλαγεί από την ειδωλολατρικές πλάνες, όπως έλεγαν αυτοί που τον γνώριζαν από κοντά, αλλά διέδιδε παντού ότι δέχθηκε να βαπτισθεί φοβούμενος τις κυρώσεις, μάλιστα όταν βγήκε από το βαπτιστήριο, λένε ότι είπε μια βλάσφημη φράση απ’ τα ομηρικά έπη για το πνίξιμο του Αίαντα. (*)

Αυτή η ασέβεια υποκρύπτονταν μέσα του, αν και είχε λάβει το βάπτισμα, και εξ αιτίας της κορόιδευε και διακωμωδούσε τους χριστιανούς, ότι δήθεν παραλογότατα σέβονται τον Χριστό, και διακωμωδούσε τους αγίους Κύρο και Ιωάννη, ισχυριζόμενος ότι θεραπεύουν με την ιατρική τέχνη και όχι από κάποια θεία και υπέρτατη δύναμη τους ασθενείς. Ρωτώντας δε για τα φάρμακα, που οι άγιοι πρότειναν στους άρρωστους να χρησιμοποιήσουν για να λάβουν την ίαση, υποστήριζε ότι αυτά επακριβώς τα διδάσκουν και οι γιατροί της αρχαιότητας και έλεγε ότι αυτό είναι του Γαληνού, εκείνο του Ιπποκράτη, αυτό το έμπλαστρο είναι από τον Δημόκριτο, και γενικά διατείνονταν ότι όλα αυτά είναι γιατροσόφια των φημισμένων γιατρών και παρέπεμπε και στα συγγράμματά τους, όπου αυτά αναφέρονταν όπως έλεγε, και ότι με φυσικό άρα τρόπο θεραπεύονταν οι άρρωστοι που προσέρχονταν στους μάρτυρες.

Αλλά ότι αυτά ήταν φληναφήματα και ανοησίες του Γέσιου αποδεικνύεται και από τα πράγματα, αλλά και από τον ίδιο ακόμη τον Γέσιο που τα δημιούργησε, γιατί αρρώστησε ο ίδιος ο παράφρονας Γέσιος στις ωμοπλάτες, στους ώμους και το λαιμό, που έμειναν παράλυτα και καθόλου δεν κουνιούνταν. Αυτός όμως αγνοώντας την αιτία των πόνων, μάταια αγωνιζόταν να θεραπεύσει τον εαυτό του, όπως θεράπευε και τους άλλους, και χρησιμοποιούσε παντός είδους αλοιφές και διάφορα καθάρσια και ζεστά φαγητά και δύσκολες δίαιτες, γιατί πίστευε ότι είχε πάθει ψύξη και ότι δήθεν είχε συγκέντρωση ύδατος.

Δοκίμασε λοιπόν όλα όσα του έμαθαν ο Γαληνός και ο Ιπποκράτης και οι άλλοι γιατροί και αφού είδε και αποείδε ότι δεν μπορούσε να θεραπευθεί από μόνος του, κάλεσε όλους του γιατρούς της πόλης, οι οποίοι, όταν ό,τι του συνέστησαν, τους διαβεβαίωσε ότι το είχε ήδη εφαρμόσει από μόνος του, έχασαν τη φωνή τους και ομολογώντας ότι μόνο πια ο Θεός μπορεί να τον κάνει καλά, του συνέστησαν φιλικά να απευθυνθεί στους μάρτυρες Κύρο και Ιωάννη.

Όταν δε ο Γέσιος επιμένοντας στη πλάνη του τους είπε ότι όλα αυτά οι άγιοι τα κάνουν με ιατρικό τρόπο και ότι δεν υπάρχει τίποτα το νέο, αλλά όλες οι συνταγές των αγίων μαρτύρων βρίσκονταν στα παλαιά βιβλία, τότε οι σοφοί αυτοί γιατροί του ανέφεραν περιπτώσεις θεραπειών και τα αντίστοιχα φάρμακα, που ήταν είτε απλά είτε άσχετα με την κλασσική ιατρική και μη μπορώντας να δώσει εξήγηση τον αποστόμωσαν.

Παρ’ όλα αυτά και αν και δεν πείστηκε παντελώς, τον έπεισαν τελικά οι ισχυροί πόνοι που τον ταλαιπωρούσαν και έτσι προσήλθε τελικά στους μάρτυρες και τους θερμοπαρακαλούσε να τον θεραπεύσουν.

Οι δε άγιοι εμφανιζόμενοι στον ύπνο του, του έδωσαν ένα φάρμακο για την αρρώστια του, που συγχρόνως θα λειτουργούσε και σαν θεραπεία της ασθένειας, αλλά και σαν τιμωρία του πάσχοντος, επειδή, αν και θεωρούσε ότι ήταν σοφός, αποδείχθηκε μωρός και τελείως ανόητος. «Φέρε», του είπαν, «ένα σαμάρι και φόρα το στους ώμους, στον τράχηλο και το λαιμό που πάσχουνε και όπου είναι το πρόβλημα, και το μεσημέρι να γυρνάς το τέμενος γύρω γύρω φωνάζοντας “Ω! πόσο μωρός είμαι και τελείως ανόητος!” και θα βρεις αμέσως την υγειά σου». Αυτός όμως πιστεύοντας ότι είναι αποκύημα της φαντασίας του, δεν έκανε τίποτε από αυτά που τον πρόσταξαν οι άγιοι.

Όμως, όταν άρχισε και πάλι να καθικετεύει τους μάρτυρες, τα ίδια τον συμβούλεψαν να κάνει και χειρότερα, καθώς, αφού ήρθαν και πάλι στον ύπνο του, τον πρόσταξαν, μαζί με το σαμάρι, να κρεμάσει απ’ το λαιμό του και ένα μεγάλο κουδούνι και μ’ αυτά να τριγυρίζει μέσα στον ναό κράζοντας και κραυγάζοντας «Είμαι βλάκας!!!». Αλλά κι αυτό το αθέτησε ερμηνεύοντάς το ως φαντασιοπληξία, γιατί δεν μπορούσε να εξηγήσει τι σχέση θα μπορούσε να έχει το σαμάρι και το κουδούνι με τη μέθοδο θεραπείας της αρρώστιας του, και παρακαλούσε τον Χριστό να τον θεραπεύσει από την ασθένεια και να τον γλυτώσει συγχρόνως και από τις φαντασίες του…

Τότε και πάλι του εμφανίστηκαν οι άγιοι και του επέμεναν να κάνει όλα τα προηγούμενα, αλλά με την… προσθήκη, να φορέσει χαλινάρι σαν τα άλογα και κάποιος υπηρέτης του να τον σέρνει από το χαλινάρι, ενώ αυτός θα απαγγέλλει καθαρά και με σαφήνεια τη φράση «Είμαι βλάκας!!!». Όχι βέβαια διορθώνοντας τους εαυτούς τους με την προσθήκη του χαλιναριού και του κουδουνιού, αλλά για να κάνουν πιο φανερή την ανοησία του Γέσιου με τη μεγαλύτερη ντροπή και την πιο καυστική γελοιοποίησή του να κτυπήσουν τη μεγάλη αφροσύνη του και να τον κάνουν να συνέλθει, να τον φέρουν στα σύγκαλά του.

Αυτή τη φορά ο Γέσιος δίσταζε να το θεωρήσει το πράγμα και πάλι ως φαντασιοπληξία, και για να μη προκαλέσει την οργή των αγίων, αποφάσισε με βαριά καρδιά να κάνει υπακοή στα προσταχθέντα. Τοποθέτησε λοιπόν το σαμάρι στους ώμους του, κρέμασε στο λαιμό του το κουδούνι και βάζοντας και ένα χαλινάρι στο στόμα του, είχε έναν υπηρέτη που τον τραβούσε και κατ’ αυτόν τον τρόπο τον οδηγούσε μέσα στον ναό περνώντας τον και από τις δέκα στοές, ενώ εκείνος κραύγαζε συνεχώς «Είμαι βλάκας!». Κι αφού εκπλήρωσε την εντολή των αγίων, έγιανε και απήλαυσε την υγειά του, που πάντα αγαπά να υπακούει στα προστάγματα των αγίων.

Όταν νύχτωσε και πάλι του εμφανίστηκαν στον ύπνο του οι μάρτυρες λέγοντάς του: «Επειδή θεωρείς ότι τα φάρμακα που δίνουμε στους άρρωστους είναι εφευρήματα της ιατρικής, πες μας σε ποιο χειρόγραφο έγραψε ο Ιπποκράτης ή ο Γαληνός, που θαυμάζεις, τα βοηθήματα αυτά για την αρρώστια τη δικιά σου και πού λέει γι’ αυτά ο Δημόκριτος ή κάποιος άλλος γιατρός που να τα έχει αναφέρει. Αν αυτά τα βρεις να τα λένε, τότε επαληθεύεσαι και για τ’ άλλα που ισχυρίζεσαι, αλλά επειδή είναι βέβαιο ότι τίποτε από αυτά δεν είπαν, μάθε ότι και για τα άλλα, όσα λες, ψεύδεσαι!».

Μ’ αυτόν τον τρόπο οι άγιοι μάρτυρες, αφού στηλίτευσαν τον συκοφάντη, έλυσαν το όνειρο. Αυτός δε ακόμη και στον ύπνο του δεν είχε τίποτα να αντιτάξει στους μάρτυρες και ξύπνησε έκθαμβος από τον σοφότατο έλεγχο των αγίων, και αφού εξύμνησε τη δύναμή τους και αναγνώρισε ότι με τη χάρη τους και μόνο και όχι με γιατροσόφια θεραπεύουνε τους άρρωστους, που προσέρχονται σ’ αυτούς, αναχώρησε θεραπευμένος από το τέμενος.

(*) «Αίας δ’ εξαπόλωλεν, επεί πίεν αλμυρόν ύδωρ» Οδυσ. Δ 511. 
 
Αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Αββάκυρος. Ο ισάγγελος βίος και τα παράδοξα θαύματα των Αγίων Άμπακίρ (Κύρου) και Αμπαγιοχάνα (Ιωάννου).
Εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια από τον Γιάννη Φουρτούνα, Θεολόγο. Εκδόσεις ΚΕ.Π.Ε., Αθήνα, σελ. 165

Από τη διήγηση των θαυμάτων των αγίων αναργύρων Κύρου και Ιωάννη



Από τη διήγηση των θαυμάτων των αγίων αναργύρων Κύρου και Ιωάννη 
Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων


Για τη Μαρτυρία, που από επήρεια έπασχε στα σπλάχνα της

Ας παρακολουθήσουμε την ασθένεια της Μαρτυρίας, αλλά και ας μη παραβλέψουμε και τη θεραπεία της, ώστε όχι μόνον να στυγνάζουμε για το πάθος, αλλά και να χαρούμε μαθαίνοντας την ίαση.

Δεινή ήταν η αρρώστια της και απερίγραπτη, γιατί δεν ήταν από φυσική αιτία, όπως όλες οι άλλες αρρώστιες, που συμβαίνουν από τη κράση και από την κίνηση των υγρών του σώματος, αλλά από εκείνες που γίνονται από επήρεια ή από φθόνο και από τη μοχθηρία ανθρώπων, που είναι χωρίς Θεό μέσα τους και που έχουν βάλει στόχο να αφανίσουν τους συνανθρώπους τους. Εάν λοιπόν η πάσχουσα έπασχε από κάποιο δηλητήριο, είτε από βλαπτικές των δαιμόνων επιθέσεις και μάστιγες, το αγνοούμε σαν άνθρωποι, και μόνον ο Θεός το ξέρει που γνωρίζει οτιδήποτε προτού ακόμη αυτό γίνει.

Φώναζε δε η γυναίκα ότι πάσχει στα σπλάχνα της και κόπτονταν και σπαράσσονταν, όμως τους ερωτώντες δεν διαφώτιζε για την αιτία της ασθένειας. Συρρέοντας και πάλι οι άριστοι από τους γιατρούς, ούτε το πάθος κατενόησαν ποιο είναι, ούτε την αιτία της αρρώστιας διέγνωσαν, ούτε καν μπόρεσαν να προσφέρουν ένα φάρμακο, αλλά χωρίς να μπορούν να ωφελήσουν και σαν να μην είχαν καν φανεί, έκαμαν πίσω. Αυτό μαθαίνοντας οι κοντινοί της συγγενείς, προς τον Κύρο και τον Ιωάννη τους μάρτυρες την φέρνουν, μη αγνοώντας τη θεία δύναμη που έχουν, με την οποία θεραπεύουν αυτούς που προσέρχονται και κάνουν τις θαυμάσιες και σωτήριες επεμβάσεις.

Οι οποίοι και τώρα κατοικτίρανε τη Μαρτυρία, που την έβλεπαν έτσι να σπαράσσεται και με πελώριες φωνές να κραυγάζει, την έφεραν σε ύπνο και την ετοίμασαν να δει ένα όνειρο, αυτοί δε ήταν μαζί και οι παρέχοντες το όραμα και οι εμφανιζόμενοι σ’ αυτό! Γιατί έβλεπε δύο άντρες με τα ιμάτιά τους να απαστράπτουνε και με πράο και μειλίχιο βλέμμα να έρχονται προς αυτή λέγοντες: «Γιατί έτσι φωνασκείς και δεν αφήνεις να κοιμηθούν όλοι αυτοί εδώ, πού χουν αρρώστιες κι έχουν έρθει για τη θεραπεία τους;» Αυτή δε τους απάντησε ότι πονούν τα σπλάχνα της κι οι άγιοι ανταπαντώντας: «Και συ μόνο», είπαν, «από όλους αυτούς έχει αφόρητο πόνο;»

Και μόλις είπαν αυτό κράτησαν κι οι δύο τη κεφαλή της και ανοίγοντας το στόμα της ο μεγαλύτερος από τους δύο, δηλαδή ο Κύρος, φύσηξε μέσα σ’ αυτό τρεις φορές· κι αφού το ‘καναν αυτό μετά αναχώρησαν, εκείνη δε σηκώθηκε από τον ύπνο της και είδε ότι μετρίασαν οι πόνοι και ήθελε να κάνει την ανάγκη της, όταν όμως κάθισε να αφοδεύσει έβγαλε απ’ τη κοιλιά της ένα πελώριο σκώληκα, που κρυφά κατέτρωγε τα σπλάχνα της και τον οποίον ως κόπρο απέβαλε.

Κι έτσι πέτυχε η Μαρτυρία να απαλλαγεί από αυτό το τρομερό πάθος και να ελεηθεί με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Χριστού και Θεού μας και με τη θεία δωρεά των σεπτών Αναργύρων. 

Από το βιβλίο: Αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Αββάκυρος. Ο ισάγγελος βίος και τα παράδοξα θαύματα των Αγίων Αμπακίρ (Κύρου) και Αμπαγιοχάνα (Ιωάννου). Εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια από τον Γιάννη Φουρτούνα, Θεολόγο. Εκδόσεις ΚΕ.Π.Ε., Αθήνα, σελ. 132.

Εκείνος που νικά τον εαυτό του μένει αήττητος




Εκείνος που νικά τον εαυτό του
μένει αήττητος

Όλοι μας πρέπει να περάσουμε μέσα από δοκιμασίες κάθε είδους, μέχρις ότου γεμίσει η ψυχή μας με τη γνώση των παθημάτων εκείνων που υπομένουν οι γενιές η μία μετά την άλλη. Η γνώση αυτή είναι πολύτιμη για μας, αν την δεχόμαστε όπως πρέπει, χωρίς μεμψιμοιρία, χωρίς απόγνωση για τον εαυτό μας, αλλά με ευγνωμοσύνη για τη δωρεά του Θεού που μας αποκαλύπτει την άβυσσο του Άδη και έτσι μας δίνει τη δύναμη για την προσευχή υπέρ όλου του κόσμου. Η αυθεντική Σωτηρία δεν συνίσταται στο να βρεθούμε σε κάποιο χώρο προστατευμένο από κάθε είδους δυσάρεστα πράγματα, αλλά στο να νικήσουμε τον Άδη με τη δύναμη της αγάπης μας προς τον Χριστό και να μην τον ατενίζουμε με το φόβο των δούλων, αλλά με την ηρεμία εκείνων που κυριαρχούν επάνω του. Ένα από τα ονόματα του Θεού μας είναι Κύριος. Εφόσον δημιουργηθήκαμε κατ’ εικόνα του Θεού μας, πρέπει και εμείς να αποκτήσουμε κυριότητα, να γίνουμε κύριοι εν το μόνο Κυρίω. Η οδός προς την απελευθέρωσή μας περνά μέσα από την αποταγή των πολλών επιθυμιών μας, που γεννούν η αμαρτία και τα πάθη. Αν δηλαδή υστερούμε κάτι, αν κάποιος με εγκαταλείπει, αν δεν με αγαπούν, αν δεν θέλουν να με βλέπουν και τα παρόμοια, τίποτα από όλα αυτά δεν πρέπει να με «σκοτώνει». Αυτό βέβαια κατορθώνεται με την πράξη της αποταγής. Όχι μόνο οι μοναχοί, αλλά και όλοι όσοι αγαπούν τον Χριστό και θέλουν να Τον ακολουθήσουν, μετέρχονται στην άσκηση αυτή. Μπορούμε τότε πράγματι να πούμε ότι, όποιος νικά τον εαυτό του γίνεται αήττητος. Όλοι μας συχνά «εις θάνατον παραδιδόμεθα». Ο σωματικός όμως θάνατος, η αποχώρηση δηλαδή από αυτόν τον κόσμο, συνήθως δεν έρχεται αμέσως. Πεθαίνουμε χίλιους θανάτους κάθε ημέρα σε κάθε μία από τις μικρές αποταγές μας και, κατά το μέτρο που αυξάνει σε εμάς η ελευθερία από τα πάθη και τη δουλεία σε οποιοδήποτε, το πνεύμα μας ελευθερώνεται για τον άλλο κόσμο, για άλλο επίπεδο του Είναι. Όλα αυτά είναι τόσο πολύ απλά και πολύ προσωπικά και πολύ προσιτά ακόμη και στα παιδιά. Όταν όμως ο Θεός μας δώσει να γευτούμε λίγη από τη χαρά αυτής της ανώτερης ελευθερίας, τότε άνθρωποι που διψούν για τον Θεό θα έρθουν σε μας, «αναγνωρίζοντας» μας μία εσωτερική διαίσθηση. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο έρχεται τότε και σε μας η χαρά της αγάπης, η χαρά της δυνατότητας να βοηθούμε τους ανθρώπους, όπως κάποιος νωρίτερα βοήθησε και εμάς το ίδιο έργο, δηλαδή στην πορεία της αναζήτησης του Θεού.



 

 ΑΓΙΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου 
Έσσεξ Αγγλίας


Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2022

Εὐχὴ ἑωθινή. Γρηγορίου Θεολόγου




Είναι πρωί και δίνω υπόσχεση στο Θεό,
τίποτα σκοτεινό ούτε να πράξω ούτε να επικροτήσω,
μα όσο μπορώ καλύτερα θα σου αφιερώσω τη μέρα, 
μένοντας ακλόνητος και κυριαρχόντας στα πάθη μου.
Ντρέπομαι τα γηρατειά, αν είμαι κακός,
και την τράπεζα που εγώ είμαι παραστάτης της.
Πόθος μου είναι αυτά, Χριστέ μου. Σύ ευόδωσε τα.

***

Ὄρθρος δίδωμι τῶι Θεῶι μου δεξιὰς,
Μηδὲν σκοτῶδες ἢ δράσειν ἢ αἰνέσειν,
Ἀλλ᾽ ὡς μάλιστά σοι θύσειν τὴν ἡμέραν,
Μένων ἄσειστος, καὶ παθῶν αὐτοκράτωρ.
Αἰσχύνομαι τὸ γῆρας, ἂν κάκιστος ὦ,
Καὶ τὴν τράπεζαν ἧς παραστάτης ἐγώ.
Ὁρμὴ μὲν αὕτη, Χριστέ μου· σὺ δ᾽ εὐόδου.
























Να καταστώ αληθινά και συνεχώς να καθίσταμαι αληθής ακηλίδωτος καθρέπτης του Θεού και των ουρανίων....



Τίποτα δεν ποθούσα περισσότερο από το να κλείσω τη θύρα των αισθήσεων, να εξέλθω της σαρκός και του κόσμου, να συγκεντρωθώ εις εαυτόν, διακόπτοντας κάθε δεσμό με τα ανθρώπινα, πέρα από τα απολύτως αναγκαία, να συνδιαλεχθώ με τον εαυτό μου και μετά του Θεού, ώστε να ζήσω υπεράνω των ορατών, με τρόπο ώστε να φέρω επάνω μου τις θεϊκές εμφάσεις, χωρίς αλλοίωση ή ανάμειξη με τις παγιωμένες μορφές του ενθάδε. Να καταστώ αληθινά και συνεχώς να καθίσταμαι αληθής ακηλίδωτος καθρέπτης του Θεού και των ουρανίων, προσθέτοντας φως στο φως, υποκαθιστώντας την ασάφεια με την ευκρίνεια, απολαμβάνοντας ήδη από τον παρόντα βίο την ελπίδα των αγαθών της μέλλουσας ζωής, ώστε να συνοδοιπορήσω μετά των Αγγέλων, παραμένοντας στη γη, την οποία προηγουμένως άφησα και ανήλθα εις τα άνω διά του Αγίου Πνεύματος. Αν κάποιος από εσάς κατέχεται από αυτόν τον πόθο, γνωρίζει τι θέλω να πω και θα μου συγχωρήσει αυτό που ένιωσα τότε...»
(«Λόγοι» 2, 7· PG 35, 413C-416A· ΕΠΕ 1, 83).
Ζʹ. Οὐδὲν γὰρ ἐδόκει μοι τοιοῦτον οἷον μύσαντα τὰς αἰσθήσεις, ἔξω σαρκὸς καὶ κόσμου γενόμενον, εἰς ἑαυτὸν συστραφέντα, μηδενὸς τῶν ἀνθρωπίνων προσαπτόμενον, ὅτι μὴ πᾶσα ἀνάγκη, ἑαυτῷ προσλαλοῦντα καὶ τῷ Θεῷ, ζῇν ὑπὲρ τὰ ὁρώμενα, καὶ τὰς θείας ἐμφάσεις ἀεὶ καθαρὰς ἐν ἑαυτῷ φέρειν ἀμιγεῖς τῶν κάτω χαρακτήρων καὶ πλανωμένων, ὄντως ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον Θεοῦ καὶ τῶν θείων καὶ ὂν καὶ ἀεὶ  γινόμενον, φωτὶ προσλαμβάνοντα φῶς, καὶ ἀμαυροτέρῳ τρανότερον, ἤδη τὸ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἀγαθὸν ταῖς ἐλπίσι καρπούμενον, καὶ συμπεριπολεῖν ἀγγέλοις, ἔτι ὑπὲρ γῆς ὄντα καταλιπόντα τὴν γῆν, καὶ ὑπὸ τοῦ πνεύματος ἄνω τιθέμενον. Εἴ τις ὑμῶν τούτῳ τῷ ἔρωτι κάτοχος, οἶδεν ὃ λέγω, καὶ τῷ τότε πάθει συγγνώσεται·

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

Η δυσκολότερη και κρισιμότερη Ομιλία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Όταν ήρθε η ώρα να μιλήσει για το Άγιο Πνεύμα.


Η δυσκολότερη και κρισιμότερη Ομιλία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Όταν ήρθε η ώρα να μιλήσει για το Άγιο Πνεύμα.

Ετοιμάζεται να μιλήσει για το Άγιο Πνεύμα

Όλες τις μέρες τούτες, θέμα κύριο στις συζητήσεις των χριστιανών στην Πόλη ήταν αυτά που ανέπτυξε ο Γρηγόριος. Η επιτυχία ολοφάνερη. Λουφάξανε οι αρειανοί λογάδες, μασάγανε τα λόγια τους. Οι ορθόδοξοι πλέον κυκλοφορούσανε με το αίσθημα του νικητή. Ο αετός της θεολογίας τους είχε απαλλάξει από την καταφρόνια των αντιπάλων και από κάποιο δικό τους αίσθημα μειονεκτικότητας.
Ο Γρηγόριος -και το ξέρανε οι ακροατές του- δεν είχε τελειώσει τον κύκλο των ομιλιών τούτων, που μείνανε στην ιστορία με την ονομασία «Θεολογικοί Λόγοι», ένεκα της απόλυτης θεολογικής αξίας τους. Δε βιάστηκε. Άφησε να περάσουνε λίγες ημέρες, ν’ ανασάνει ο ίδιος. Να χωνέψουνε και οι χριστιανοί αυτά που άκουσαν τις ημέρες που πέρασαν. Προπαντός ήθελε να συναχτεί πάλι και πάλι στον εαυτό του. Εκεί ήλπιζε να ζήσει κάτι περισσότερο από την αλήθεια, για την οποία θα μίλαγε. 
Ήτανε η ώρα του Αγίου Πνεύματος. Φόβος και τρόμος να μιλήσεις γι’ αυτό. Και περίμενε υπομονετικά. Συνέχεια στο κελί του, νύχτα και μέρα. Ικέτευε το Πνεύμα και μελετούσε. Οι μετάνοιές του δεν είχανε τελειωμό. Τις νύχτες περισσότερο, οι εκ βαθέων κραυγές του προς το Άγιο Πνεύμα ακούγονταν απ’ όσους περνούσαν έξω από το κελί. Στο κρεβάτι δεν ξάπλωσε ούτε στιγμή. Πολύ λίγο ξεκουραζότανε κατάχαμα. Η νηστεία πιο αυστηρή. Μέχρι που εν’ απομεσήμερο, είπε στους ανθρώπους του, στον Ευάγριο και τους άλλους: 
- Αύριο, το δειλινό θα μιλήσω. Ειδοποιείστε τον κόσμο. Πέρασε ο καιρός και δεν ξέρουμε τι μας βρίσκει, θα κάνω ό,τι μπορώ. Πώς ακριβώς θα τα πω, δεν ξέρω. Ελπίζω να με φωτίσει το Άγιο Πνεύμα κι έπειτα κάποια λόγια θα βρω. Οι λέξεις έρχονται, αρκεί να φτάσει πρώτα το Πνεύμα. Κι αν φτάσει, τότε σίγουρα με τον φτωχό εμένα θα δοξαστεί ο Θεός. Αυτό είναι το μεγαλείο μας, αδελφοί, μ’ εμάς τους τιποτένιους, τους υλικούς και αμαρτωλούς, να δοξάζεται ο τέλειος και άναρχος. Μέγα τ’ όνομά σου Κύριε! Λοιπόν, καθώς είπαμε, αύριο το δειλινό. 
Ήταν μέσα του Νοέμβρη. Από το πρωί ψύχρα. Οι άνθρωποι των επτά λόφων, της Πόλης, νιώθανε το χειμώνα στο κόκκαλό τους. Από το μεσημέρι, κάτι μαύρα σύννεφα πήρανε τον κατήφορο από τα θρακικά βουνά. Αργοκίνητα κατεβαίνανε προς το Βόσπορο. Δεν έβρεξε στην Πόλη. Περάσανε μόνο πάνω από τους επτά λόφους και κάπως υποχώρησε το κρύο. Πέρα μακριά, η θάλασσα χώρεσε όλο το φορτίο τους. 
Οι πιστοί αρχίσανε να μπαίνουνε στην αυλή του Αβλαβίου. Προχωρούσανε λίγο και φτάνανε στην Αναστασία. Εκεί μέσα οι ορθόδοξοι νιώθανε τόση ζεστασιά, τόση θαλπωρή, που δε θα την αλλάζανε με τίποτα. Την αγαπήσανε πιο πολύ κι από τη μάνα τους. Γι’ αυτό, δε λέγανε ψέματα πριν λίγους μήνες, όταν ορκίζονταν, ότι είν’ έτοιμοι να πεθάνουνε για το Γρηγόριο και την Αναστασία τους. 
Στην ορισμένη ώρα καρφίτσα δε χώραγε στο ναό. Ακόμα κι έξω από το ναό, στριμώχνονταν μήπως ακούσουνε από την πόρτα και τα παράθυρα τη φωνή του Γρηγορίου. 
Εκείνος από νωρίς είχε μπει στο Ιερό και προσευχότανε. Ώρες πολέμαγε με το φοβερό και πολυπόθητο του Άγιο Πνεύμα. Η αίσθηση της ώρας δεν τον παρακολουθούσε. Οι εμπειρίες του δεν είχανε σχέση με τον κόσμο τούτο, αλλά με τον άκτιστο κόσμο της θείας αλήθειας. 
Οι πιστοί περίμεναν υπομονετικά. Οι περισσότεροι φυσικά όρθιοι. Πολλοί συζητούσανε μεταξύ τους, έτσι για να βεβαιώσουνε τις απορίες και τις αμφιβολίες τους. Επειδή όμως η ώρα περνούσε, ο Ευάγριος κινήθηκε για κάποια πρωτοβουλία, μα κανείς δεν αποφάσιζε να ενοχλήσει το Γρηγόριο, στην κατάνυξη που βρισκότανε. Δε γινότανε όμως.

Πιέσανε τον πιο αγαπημένο του διάκο, το Θεόδουλο:
- Πήγαινε μέσα, Θεόδουλε, και με τρόπο θύμησέ του. Πέρασε η ώρα. Ο κόσμος ανυπομονεί, στέκονται όρθιοι.
Ο διάκος μπήκε μετά φόβου, πλησίασε τον ιερό άνδρα, που ήτανε γονατισμένος, του ψιθύρισε ό,τι έπρεπε. Ο Γρηγόριος άργησε να καταλάβει. Γύρισε σιγά - σιγά το κεφάλι του, κοίταξε με απορία. Σε λίγο έδειξε να προσγειώνεται. Στηρίχτηκε στην Αγία Τράπεζα, όρθωσε το κορμί του, έκανε το σημείο του Σταυρού και στράφηκε στην Ωραία πύλη. Ο Θεόδουλος έπιασε ανεπαίσθητο νεύμα, κινήθηκε, τράβηξε το βήλο. Με τρία αβέβαια βήματα στήθηκε στα πεινασμένα μάτια του εκκλησιάσματος. Είχε μιαν ηρεμία θεία. Το πρόσωπό του είχε γίνει απαύγασμα ιερού φωτός. 
Μπήκε αμέσως στο θέμα του. Υπενθύμισε αυτά που τους είπε πριν λίγες ημέρες για τον Υιό. Υπογράμμισε τη δυσκολία που έχει ο λόγος για το Άγιο Πνεύμα. Κατηγόρησε αυτούς που απαράσκευοι θεολογούνε γι’ αυτό, υποσχέθηκε να δείξει τι λένε οι Γραφές για το Πνεύμα και μπροστά σε όλους επικαλέστηκε το φωτισμό του Πνεύματος. 
Αμέσως άρχισε να τους εξηγεί, ότι αυτά που ισχύουν για τον Πατέρα και τον Υιό ισχύουν και για το Πνεύμα, όπως τα δυο πρόσωπα είναι Θεός και φως αληθινό και ομοούσια έτσι και το Άγιο Πνεύμα. Και τα τρία θεια πρόσωπα έχουνε μία κοινή φύση. Ιδιαίτερο μόνο έχουνε τον τρόπο που υπάρχουν: ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννητός και το Πνεύμα εκπορευτό. Κι ενώ μας αποκαλύφτηκε ο τρόπος που υπάρχουνε, δεν μπορούμε ν’ αναλύσουμε περισσότερο τον τρόπο αυτό. Μπορούμε όμως με διάφορα παραδείγματα να τον προσεγγίσουμε. 
Αναγκάζεται να χρησιμοποιεί λέξεις κι εκφράσεις που δεν υπάρχουνε στη Γραφή 
Ήξερε απ’ όσα του είχανε πει, το βλέπε τώρα και στα μάτια πολλών ακροατών, πως το μεγάλο τους πρόβλημα είναι τα «άγραφα». Εκείνα που τους εξηγεί είναι «άγραφα». Η Γραφή δηλαδή δε λέει πουθενά ότι το Πνεύμα είναι ομοούσιο και αληθινός Θεός. Ούτε λίγο ούτε πολύ κατηγορούσανε το Γρηγόριο οι αρειανοί ότι: 
- Εισάγεις στην πίστη ένα Θεό, που είναι «ξένος» στη Γραφή και «παρέγγραπτος», άγραφος. 
Σε πολλές ευκαιρίες τους είχε αναφέρει ο Γρηγόριος τις «μαρτυρίες» της Γραφής, τα πολλά χωρία της που μιλάνε για το Άγιο Πνεύμα. Θα τις αναφέρει και τώρα πιο συστηματικά, γιατί όσα υποστήριζε συνάγονται όλα από τη Γραφή. Θα κάνει όμως και κάτι άλλο, που φοβότανε ως τώρα να κάνει. Φοβότανε ότι δε θα τον καταλαβαίνανε και θα τον παρεξηγούσανε. Αλλά έφτασε ο κόμπος στο χτένι. Δε γινότανε κι αλλιώς, από τη στιγμή που κάποιος από το ακροατήριο φώναξε τη λέξη «άγραφο» για το Άγιο Πνεύμα. Ο μεγάλος θεολόγος ξαφνικά ελευθερώθηκε από τους δισταγμούς και αφέθηκε να φανερώσει τα τρίσβαθα της θεολογίας.

Με φωτισμό προχωρεί πέρα από το γράμμα της Γραφής
- «Άγραφα» και «άγραφα» λες και ξαναλές. Λάθος μεγάλο, αγαπητέ μου. Η Γραφή αναφέρει -και πολύ μάλιστα- όσα λέω για το Πνεύμα. Μόνο που τα καταλαβαίνουν εκείνοι που τη μελετάνε πολύ και με προσευχή. Εκείνοι, που δε στέκονται μόνο στο γράμμα της. 
Αυτοί, που χαριτωθήκανε να διασχίσουνε το γράμμα της Γραφής, να σκύψουνε στο βάθος το άπειρο της αλήθειας, που δηλώνει το γράμμα. Αυτοί, αδελφοί μου, που καταυγάζονται από το θείο φως αξιώνονται να δούνε κάτω από το γράμμα «το απόθετο κάλλος», την ωραιότητα της αλήθειας, τον ίδιο δηλαδή το Θεό. Να ποιοι μπορούνε να μιλήσουνε γνήσια και ορθά για το Πνεύμα. Να τι σημαίνει να μελετάς και να ερμηνεύεις τη Γραφή. Να προχωράς πέρα και κάτω από το γράμμα. Το γράμμα δηλώνει την αλήθεια. Αυτή όμως είναι άπειρη και δεν μπορεί να χωρέσει σε καμία λέξη, σε καμία γλώσσα, σε κανένα σχήμα. Και μακάρι να μην είχαμε κακοδοξίες κι αιρέσεις. Θα μας αρκούσαν όσα λέγονται κι εξηγούνται στη Γραφή. Μπορούσαμε να ζήσουμε και να σωθούμε μ’ αυτά. Δε μας αφήνουν όμως οι κακοδοξίες. Και πρέπει γι’ αυτό να εξηγήσουμε ευρύτερα την αλήθεια, περισσότερο απ’ όσο εξηγείται με το γράμμα της Γραφής. Και το κάνουμε αυτό διασχίζοντας το γράμμα και πηγαίνοντας βαθύτερα στην αλήθεια, αλλά στην ίδια πάντοτε αλήθεια. Πρόκειται πάντοτε για την ίδια αλήθεια, τη δηλωμένη στη Γραφή αλήθεια. Και η διάσχιση του γράμματος, η αναζήτηση του βάθους, γίνεται μόνο με την καθοδήγηση του ίδιου του Αγίου Πνεύματος. 
Με τα λόγια τούτα περίμενε πως θα καθησυχάσει τους ακροατές του. Έγινε το αντίθετο. Δε μιλούσανε, μα ο Γρηγόριος είδε στα μάτια τους χίλια ερωτηματικά: 
- Πώς δεν αρκεί για μας η Γραφή; Ποιος μας λέει ότι το Άγιο Πνεύμα φωτίζει τον άνθρωπο να προχωράει πέρα από το γράμμα; Ότι μπορεί να πει κάτι για την αλήθεια, που δε δηλώνεται ρητά με το γράμμα της Γραφής; Και, επιτέλους, γιατί δεν τα είπε όλα ο Κύριος όσο ήτανε στη γη; 
Θέλοντας και μη έπρεπε να δώσει απάντηση που δεν ήταν εύκολη. Χρειαζότανε και πολλές εξηγήσεις. Πίεσε τον εαυτό του και προσπάθησε να βάλει σε τάξη τα πρέποντα και να τα δώσει με συντομία. Έπρεπε να πάρει το θέμα από την αρχή: 
- Πολύ παραξενευτήκατε με όσα είπα. Όφειλα όμως να τα πω. Κρίσιμο το θέμα, κρίσιμη εποχή, βαθιά και η θεολογία. Τέτοιες ώρες σε τέτοια θέματα δεν αρκούν οι προτροπές και οι εύκολες εξηγήσεις. Προσέξτε με τώρα πάλι. Θα σας οδηγήσω πιο βαθιά. Θα βρούμε το θεμέλιο, πάνω στο όποιο στηρίζονται όσα είπα. Εκείνα δηλαδή για το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, με τον οποίο προχωράει ο χαρισματούχος θεολόγος πέρα και κάτω από το γράμμα της Γραφής. Που αποκτά εμπειρία της αλήθειας ευρύτερη από κείνη που έχουνε οι άλλοι.
Ο Θεός αποκαλύπτει σταδιακά

Το ενδιαφέρον, ιδιαίτερα των μορφωμένων, έγινε πιο έντονο. Μαθημένοι γενικά στην προσκόλληση στο γράμμα της Γραφής, είχανε καταντήσει σαν τους Ιουδαίους. Αυτοί λατρεύανε το γράμμα κι ούτε καν υποπτεύονταν το πνεύμα της Γραφής. Τώρα ο Γρηγόριος δοκιμάζει να τους ανοίξει τα μάτια, να δούνε καθαρά την πορεία της θείας οικονομίας και ιδιαίτερα τη δράση του Αγίου Πνεύματος:
- Δύο ριζικές αλλαγές γίνανε στον κόσμο. Έπειτα ήρθε και τρίτη. Όλες μοιάζουνε με σεισμούς που ταρακούνησαν και μεταμόρφωσαν τον κόσμο. Φυσικά, του Θεού και οι τρεις. Ποιες είναι; Οι δύο Διαθήκες και η δράση του Αγίου Πνεύματος από την Πεντηκοστή και μετά. Γιατί τις λέω αλλαγές, «μεταθέσεις» και «σεισμούς»; Διότι στην πρώτη, διδάχτηκε ο κόσμος για τον ένα Θεό κι έτσι άφησε τα είδωλα. Δηλαδή με την Παλαιά Διαθήκη αφαιρούνται τα είδωλα, οι ειδωλολάτρες γίνανε ιουδαίοι, λατρέψανε τον αληθινό Θεό. Κρατήσανε όμως τις θυσίες ζώων. Στη δεύτερη, ενανθρώπηση ο Κύριος, δίδαξε για τον εαυτό του και υποσχέθηκε να στείλει το Άγιο Πνεύμα. Αυτά γίνανε στην Καινή Διαθήκη, που με τη σειρά της αφαίρεσε κάτι· κατάργησε τις θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης. Τώρα πια το στάδιο της θείας οικονομίας είναι τέλειο. Ό,τι έδωσε ο Κύριος με την Καινή Διαθήκη είναι οριστικό και αμετάβλητο. Αυτό που θα ’ρθει μετά, με τη δράση του Αγίου Πνεύματος, δε θα ’χει αφαίρεση κάποιου στοιχείου από την Καινή Διαθήκη, ούτε, θα είναι αλήθεια νέα, άγνωστη και αντίθετη στην αποκάλυψη του Κυρίου. Στους δυο, λοιπόν, σεισμούς είχαμε και αφαιρέσεις, καταργήσεις. Η Παλαιά Διαθήκη δηλαδή κατάργησε τα είδωλα και η Καινή Διαθήκη κατάργησε τις θυσίες ζώων.
Οι πιο θερμόαιμοι δεν είχανε υπομονή και είπανε φωναχτά τις απορίες τους: 
- Γιατί ο Θεός δεν έκανε την αλλαγή μια και καλή; Κι αφού με την Πεντηκοστή δεν έχουμε αφαιρέσεις και καταργήσεις, τι έχουμε;
Από το σημείο τούτο γινότανε ακόμη πιο δύσκολη η θεολογία. Ο Γρηγόριος, παρά τους δισταγμούς του, προχώρησε. Άλλοι θα καταλάβαιναν κι άλλοι όχι. Αυτός έπρεπε να δώσει λόγο, να κοινοποιήσει τη γνώση που έλαβε από το Άγιο Πνεύμα: 
- Έχουμε από το Θεό την τακτική αυτή, δηλαδή τη σταδιακή αποκάλυψη και φανέρωση της αλήθειας, γιατί ο άνθρωπος είναι και αδύνατος και ελεύθερος. Με μιας δεν μπορούσε να τα καταλάβει και να τ’ αφομοιώσει όλα. Θα πάθαινε πνευματικό κορεσμό, θα βαρυστομάχιαζε. Δε θ’ αφομοίωνε, δηλαδή, δε θα συνειδητοποιούσε την αποκαλυμμένη αλήθεια. Και ως ελεύθερος πάλι, χρειαζότανε χρόνο, προετοιμασία για να δεχτεί ελεύθερα, με τη θέλησή του, όσα του αποκαλύπτονταν σταδιακά. Ο Θεός δεν εξαναγκάζει.
Έπρεπε όμως να τους εξηγήσει και τη διαδικασία, που ακολουθείται από την Πεντηκοστή και μετά: Προσπάθησε όσο γίνεται ν’ απλουστεύσει: 
- Είπαμε, ότι στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη έχουμε αφαιρέσεις, καταργήσεις. Εδώ, αντίθετα, έχουμε «προσθήκες». Από την Πεντηκοστή και μετά η σταδιακή πορεία της θείας οικονομίας προχωρεί με προσθήκες, όχι πλέον αφαιρέσεις. Διότι όσα έχουμε στην Καινή είναι γνήσια και οριστικά. Και για να καταλάβετε την τακτική των προσθηκών, σας επισημαίνω τούτο: 
Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός Πατέρας αποκαλύφτηκε με σαφήνεια, «φανερώς», ενώ ο Υιός αμυδρά, ελάχιστα. Η Καινή φανέρωσε τον Υιό και μόνο «υπέδειξε» τη θεότητα του Πνεύματος. Τώρα όμως το Πνεύμα, που πλέον ενεργεί σε μας, δηλαδή στην Εκκλησία, φανερώνει σαφέστατα ό,τι για το ίδιο το Πνεύμα λέχθηκε στην Καινή, χωρίς ν’ αλλάζει κάτι από αυτά που λεχθήκανε κει. Βλέπετε πώς το φως της Αγίας Τριάδας καταυγάζει την ανθρωπότητα σταδιακά; Με τις προσθήκες έχουμε «προόδους» και «προκοπή» στη θεία δόξα. Αυτό ισχύει και για τους μαθητές του Κυρίου. Σταδιακά δεχτήκανε το φωτισμό και προοδευτικά καταλάβανε την αλήθεια. 
Σε άλλους τα λόγια τούτα φανήκανε λογικά και σε άλλους περίεργα. Δεν είχε και ο Γρηγόριος αυταπάτες. Ανάγκη πάσα να στηρίξει όλ’ αυτά στη Γραφή. Και το έκανε με σαφήνεια μοναδική, που δεν είχε ξαναγίνει στην Εκκλησία:
- Μην αμφιβάλλετε, αγαπητοί μου. Τις προσθήκες, για τις οποίες μίλησα, τις υποσχέθηκε ο ίδιος ο Κύριος. Θυμηθείτε μόνο τι έλεγε στους Αποστόλους, όταν πια έφτανε η ώρα των Αγίων παθών του. Και τι ακριβώς τους υποσχέθηκε; Ότι, όταν φύγει από τη Γη, θα τους στείλει τον Παράκλητο, το Άγιο Πνεύμα. Γιατί; Για να τους ενισχύει, να τους παρηγορεί. Μα και για έναν ακόμη λόγο, πολύ σπουδαίο. Ο Κύριος τους είπε, ότι έχω κι άλλα πολλά να σας διδάξω, άλλα τώρα δεν μπορείτε να τα καταλάβετε. Το Άγιο Πνεύμα που θα στείλω, αυτό θα σας διδάξει και θα σας φωτίσει. Και θα σας εξηγήσει όλα όσα εγώ σας είπα. Αυτό θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια (βλέπε Ίωάν. 14, 25-26 και 16, 12-14). Προσέξτε καλά τους λόγους του Κυρίου. Άφησε τους Αποστόλους να καταλάβουνε ότι το Άγιο Πνεύμα θα συνεχίσει το έργο του Κυρίου. Δε θα παρουσιάσει όμως διδασκαλία αντίθετη από του Κυρίου. Θα συνεχίσει στην ίδια γραμμή. Θα διαφωτίσει εκείνα που λέγονται και αποκαλύπτονται στην Καινή Διαθήκη. Μια, λοιπόν, από τις διδασκαλίες - αλήθειες, που ο Κύριος δεν είπε - επεξήγησε στους Αποστόλους-, είναι η περί της θεότητας του Αγίου Πνεύματος. Αυτήν μας τη δίνει τώρα με το φωτισμό του το ίδιο το Άγιο Πνεύμα. Μπορεί πρόσφατα και άλλοι να φωτίστηκαν για τη θεότητα του Πνεύματος, μα εγώ θα την ομολογώ πάντα και είμ’ έτοιμος να θυσιαστώ γι’ αυτήν, διότι την έχω κυριολεκτικά με «έλλαμψιν» του Αγίου Πνεύματος. Αυτό με οδήγησε κει, αυτό μου φανέρωσε τη θεότητά του. Γι’ αυτό, αδελφοί μου, κρατώ τη διδασκαλία τούτη ως δώρο θείο. Μ’ αυτήν ζω και μ’ αυτήν θα πεθάνω, δοξάζοντας και προσκυνώντας τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, που έχουν μια κοινή θεότητα.
Τέλειωσε και την ομιλία του για το Άγιο Πνεύμα. Έκανε με το παραπάνω το καθήκον του ως διδάσκαλος. Ηρέμησε. Δυο - τρεις ημέρες περάσανε γαλήνιες. Κάτι συνέβη όμως, που δεν το γνωρίζουμε. Κάποιες συζητήσεις, κάτι αντιρρήσεις. Και την επόμενη Κυριακή έκρινε ότι πρέπει να επανέλθει στο θέμα της θεολογίας. Ποιος πρέπει να θεολογεί και πότε να θεολογεί (Λόγος Κ'). 
Έτσι, ξανατόνισε στο ναό της Αναστασίας: 
- Αλίμονο σ’ όποιον θεολογεί χωρίς καθαρότητα και άσκηση. Προσπαθώ, κι επιθυμία μου είναι να γίνω μέσα μου πεντακάθαρος καθρέφτης, για να καθρεφτιστεί εκεί ο Θεός, η αλήθεια. 
Κι επειδή έβλεπε στο ακροατήριο κάποιον ζηλωτή, που χωρίς φόβο μίλαγε για οποιοδήποτε σημείο της αλήθειας, σταμάτησε το λόγο και του είπε: 
- Θες κάποτε και εσύ να γίνεις θεολόγος; φύλαγε τις θείες εντολές, πορέψου εφαρμόζοντας τα προστάγματα του Κυρίου. Και μην ξεχνάς ποτέ, για να ζήσεις τη θεωρία, θα περάσεις από την πράξη. Πρώτα η άσκηση κι έπειτα έρχεται η θεοπτία. 


Στυλιανού Παπαδόπουλου, Ο πληγωμένος αετός, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 214-222

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2022

Η συνάντηση Αγίου Μάξιμου του Γραικού με τον τσάρο Ιβάν τον Τρομερό

 ΕΥΣΕΒΕΙΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΟΛΗΨΙΑ

Η συνάντηση Αγίου Μάξιμου του Γραικού
με τον τσάρο Ιβάν τον Τρομερό

Ο μεγάλος Έλληνας φωτιστής των Ρώσων, όσιος Μάξιμος ο Γραικός (1470-1556) [21 Ιαν.] παρέμεινε τα τελευταία πέντε έτη της ζωής του στη Λαύρα της Αγίας Τριάδος, που ίδρυσε ο όσιος Σέργιος του Ραντονέζ (1314-1392) [25 Σεπτ.].

Εκεί τον επισκέφθηκε ο τσάρος Ιβάν ο Τρομερός (1530-1584), καθώς πήγαινε με την τσαρίνα Αναστασία και τον μικρό τσάρεβιτς Δημήτριο, σε προσκύνημα του οσίου Κυρίλλου στο Μπελοζέρσκ.

Ο όσιος Μάξιμος προσπάθησε, χωρίς τελικά να το πετύχει, με πολλή επιμονή και με κίνδυνο της ζωής του, να πείσει τον θρησκόληπτο ηγεμόνα, αντί να κάνει άσκοπα προσκυνήματα, να βοηθήσει τις φτωχές γυναίκες και τα απροστάτευτα ορφανά, θύματα του πολέμου για την απελευθέρωση του Καζάν από τους Τούρκους.

Τον υποδέχτηκε στο κελλί του με τα εξής θωπευτικά λόγια για χάρη της διακρίσεως: 
- Ευχαριστώ τον μεγαλοδύναμο Θεό, τσάρε Ιβάν, που μ’ αξίωσε να σε δω με τα ίδια μου μάτια πριν έρθει η ώρα τους να κλείσουν. Ας σε συνοδεύει η θεία προστασία, μεγάλε βασιλιά της Ορθοδοξίας! Κι αν σου είναι αρεστό, έχε και τη δική μου ταπεινή ευλογία.
-Για τούτο με βλέπεις εδώ, γέροντα, απάντησε ο τσάρος. Επειδή θέλω να έχω την ευλογία σου. Κι εγώ και η τσαρίνα κι ο μικρός τσάρεβιτς, που δεν χρόνισε ακόμη.
-Έμαθα, τσάρε μου, πως σκέφτεσαι να κάνεις μεγάλο ταξίδι. Έτσι είναι όπως το λένε;…  
-Έτσι! απάντησε ο Ιβάν. Πηγαίνω στο Μπελοζέρσκ να προσκυνήσω τον όσιο Κύριλλο. Τέτοιο είναι το τάμα μου. 
-Όταν ήσουν, είπε τότε ο όσιος, βαριά άρρωστος, προσευχήθηκα σε όλους τους αγίους. Προσευχήθηκα ακόμη και στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Βατοπεδινής. Αλλά δεν πήγα στο Βατοπέδι! Από ’δω μέσα την παρακάλεσα για σένα, μέσ’ από το κελλί μου. Κι η Παναγία μ’ άκουσε…
Ο τσάρος απόρησε. Δεν ήταν τόσο τα λόγια, όσο η φωνή του οσίου, που δεν του άρεσε. Παρατηρητικός ο Ιβάν, κατάλαβε ότι αυτά που άκουσε, έπρεπε να τα «ξετυλίξει», να τα ψάξει και να βρει γρήγορα την έννοιά τους. 
     Τον ρώτησε:
- Και δεν είναι καλό που πάω να κάνω το τάμα μου; 
-Δεν είναι καλό! του δόθηκε δίχως δισταγμό η απάντηση. 
 -Μα, πάω να προσκυνήσω τον όσιο Κύριλλο στην ίδια τη μονή του! 
-Τσάρε Ιβάν! Όταν έχεις να κάνεις ένα μεγάλο καλό, και δεν το κάνεις, και αντί για το μεγάλο καλό κάνεις άλλο, μικρότερο, τότε λογάριαζε πως δεν κάνεις καλό, παρά κακό!... Λογάριαζε ότι οφείλεις πέντε και δίνεις ένα. Μα, τότε η οφειλή σου μένει.
-Και ποια είναι εκείνα που δεν δίνω; Ποιο είναι το «μεγάλο καλό» που δεν κάνω; 
-Οι προσευχές των λόγων είναι πάρα πολλές, μα πάνω απ’ όλες, τσάρε Ιβάν, είναι η προσευχή των έργων. Ο Κύριος είπε: «Μη Μου λέτε “Κύριε! Κύριε!”, αλλά να πράττετε τα όσα σας λέω» (βλ. Ματθ. 7, 21). Κι εσύ τώρα, αντί για έργα, πηγαίνεις να πεις λόγια. Να, το κακό που κάνεις!... 
Ο Ιβάν έμεινε σιωπηλός. Δεν σκεφτόταν τίποτε. Ένιωθε μόνο μέσα του μεγάλο θυμό για τα λόγια του οσίου.
-Και τι μου λες να κάνω; 
-Πήρες πέρσι το Καζάν από τους απίστους και πολλοί γενναίοι χριστιανοί πολεμιστές έπεσαν μπροστά στα κάστρα… Άφησαν χήρες γυναίκες, παιδιά, ορφανά, μάνες χαροκαμένες κι απροστάτευτες. Ε, αυτούς να σκεφτείς τώρα. Γύρισε πίσω στη Μόσχα και κάθισε να σκεφτείς πώς θα ελαφρύνεις τον πόνο τους.
Βάζοντας ο όσιος την παλάμη στην καρδιά του, πρόσθεσε με ανείπωτη ικεσία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του:
-Κάμε όπως σου λέω, και θα προσεύχομαι για σένα νύχτα και μέρα, μέχρι τον θάνατό μου, ακόμη και μετά τον θάνατό μου. Δείξε στους πάσχοντες την ευσπλαχνία σου. Καλύτερη προσευχή από αυτό δεν υπάρχει!... Και να είσαι βέβαιος, τσάρε μου, ότι ο Κύριος θα την ακούσει μια τέτοια προσευχή, θα δοξάσει το όνομά σου στον αιώνα τον άπαντα!
     Γύρισε και του είπε ο Ιβάν ο Τρομερός:
 -Γέροντα, μπορεί να γίνει και τούτο που λες εσύ κι εκείνο που λογαριάζω εγώ. Το ένα δεν εμποδίζει τ’ άλλο!
-Εμποδίζει! φώναξε ο όσιος με ιερή έξαψη. Εμποδίζει, τσάρε, πάρα πολύ. Σε ικετεύω, άκουσέ με: Δεν είναι μόνο που θ’ ανακουφίσεις τις χήρες, τους φτωχούς και τους άλλους πονεμένους. Ακόμη πιο σπουδαίο είναι το Παράδειγμα! Όσα σου λέω εγώ τούτη τη στιγμή, δεν τα λέω με τη δική μου φτωχή φώτιση. Άκουσέ με καλά. Κάνε εσύ την αρχή, μάθε τους ανθρώπους, εσύ ο τσάρος, ν’ αφήσουν τα λόγια και να δώσουν αξία στις πράξεις. Τούτο θέλει από εμάς ο Κύριος και τίποτε άλλο. Και να την, τσάρε Ιβάν, η στιγμή! Τώρα που δυνάμωσε το βασίλειό σου κι έγινε ακατανίκητο, τώρα σήμανε η εποχή, επί της δικής σου βασιλείας, να γίνει επιτέλους ο χριστιανισμός θρησκεία των έργων.
     Ο τσάρος τον διέκοψε απερίσκεπτα:
-Κι αν συνεχίσω το ταξίδι, γέροντα, όπως το ξεκίνησα; 
-Αν το συνεχίσεις, θα κάνεις μεγάλο κακό! Και ανάλογος θα είναι και ο πόνος που θα δοκιμάσεις… Αλλά κι εσύ προσωπικά θα πάθεις μεγάλο κακό! Και μάλιστα πολύ σύντομα…
-Για ποιο κακό μού λες; ρώτησε οργισμένος ο τσάρος. 
-Εκεί που τώρα πας, θα χάσεις τον τσάρεβιτς! απάντησε ευθαρσώς ο όσιος έχοντας άμεση θεία πληροφορία. 
Ο Ιβάν έγινε κατακίτρινος. Φοβήθηκε τούτο τον δυσάρεστο προφητικό λόγο, μα δυνατότερη κι από τον φόβο ένιωθε μέσα του την ακράτητη οργή. 
 -Τι; Με φοβερίζεις; Πώς τολμάς εσύ, ένας θνητός, να μου λες πράγματα που μόνον ο Θεός τ’ αποφασίζει; Πάρε πίσω τα όσα είπες για τον τσάρεβιτς!
Στα μάτια του ο όσιος του Θεού είδε τον τρόμο για την επαλήθευση της προφητείας. Μέσα στον τρόμο του τσάρου θαμπόφεγγε η μοναδική ελπίδα.

-Βοήθα, Χριστέ μου! έκανε τον σταυρό του. 
     Και πλησιάζοντας τον Ιβάν, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια:  
-Τσάρε Ιβάν! του είπε. Αν δεν ακούσεις τα λόγια μου, το παιδί θα το χάσεις!...
Έξαλλος ο Ιβάν, μούγκρισε σαν θηρίο ανήμερο, χτύπησε κάτω στο δάπεδο με φοβερή δύναμη το πόδι του και όρμησε προς την πόρτα. 
Το ταξίδι πραγματοποιήθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο. Ο ισχυρός τσάρος περιφρόνησε την έκκληση φιλανθρωπίας του Έλληνα οσίου Μαξίμου, η οποία θα ήταν αφορμή για μια γενικότερη αλλαγή νοοτροπίας σε πολλούς θρησκόληπτους. Σύμφωνα όμως με την πρόρρηση, ο τσάρεβιτς Δημήτριος, πρωτότοκος γιος του Ιβάν του Τρομερού, δεν άντεξε στις κακουχίες του προσκυνηματικού ταξιδιού και πέθανε στον δρόμο.

«Χαρίσματα και Χαρισματούχοι»,
Τόμος 3ος, Κεφ. Ι΄, §4,
Ενότ. 5η, σελ. 74–78.
Έκδοση
Ιεράς Μονής Παρακλήτου·
Ωρωπός Αττικής, 1997.

Πόσες και πώς είναι οι κινήσεις τής ψυχής



Πόσες και πώς είναι οι κινήσεις τής ψυχής

 Απάντηση σε απορίες

Αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού

Αυτοί που φωτίσθηκαν από τη Χάρη διδάχθηκαν ότι η ψυχή έχει τρεις καθολικές κινήσεις που συνάγονται σε μία: 
Την νοερή κίνηση, τη λογική κίνηση και την κίνηση κατ’ αίσθηση. 
Και η πρώτη είναι απλή και ανερμήνευτη, κατά την οποία, κινούμενη η ψυχή ανεπίγνωστα γύρω από το Θεό, με κανένα τρόπο κι’ από κανένα από τα όντα δεν τον γνωρίζει εξαιτίας τής υπεροχής του. 
Η άλλη γίνεται σύμφωνα με την αιτία που ορίζει το άγνωστο· στην κίνηση αυτή η ψυχή κινούμενη φυσικά, όλους τους φυσικούς λόγους τής κίνησης αυτής που διαμορφώνουν τη γνώση μας αιτιακά μόνο επιβάλλει στον εαυτό της με επιστημονική ενέργεια. 
Και τρίτη τη σύνθετη· με αυτή την κίνηση έρχεται σ’ επαφή με τον εκτός κόσμο και σαν από κάποια σύμβολα αποτυπώνει στον εαυτό της τους λόγους τών ορατών. Με αυτούς με τρόπο μεγαλοφυή σύμφωνα με τον αληθινό και αλάθητο τρόπο τής φυσικής κίνησης διάβηκαν την παρούσα ζωή τών αγώνων και την αίσθηση που είχε απλούς τους πνευματικούς λόγους μόνο τών αισθητών δια μέσου τού λόγου την ανέβασαν στο νου, ενώ το λόγο ενιαία με μια απλή κι’ αδιαίρετη σύνεση τον ένωσαν με το νου που είχε τους λόγους τών όντων. 
Το νου πάλι που απαλλάχθηκε κι’ έγινε καθαρός από την κίνησή του γύρω από όλα τα όντα και που ηρεμούσε κι’ από αυτήν την ίδια του τη φυσική κίνηση, τον πρόσφεραν στο Θεό. Και με το νου, αφού ολικά συνάχθηκαν μέσα στο Θεό, αξιώθηκαν να γίνουν μέσω τού Πνεύματος ένα κράμα όλοι αυτοί με όλο το Θεό, αφού φόρεσαν όσο είναι δυνατό στους ανθρώπους όλη την εικόνα τού επουράνιου Πατέρα, και αφού τόσο μέρος απέσπασαν από τη θεία ανταύγεια, (αν επιτρέπεται να το πω αυτό), όσο αποσπάσθηκαν κι’ αυτοί, ενώθηκαν με το Θεό. Γιατί λένε ο Θεός και ο άνθρωπος είναι παραδείγματα ο ένας τού άλλου και σε τόσο βαθμό ο Θεός από φιλανθρωπία γίνεται άνθρωπος, όσο μπόρεσε ο άνθρωπος από αγάπη να θεοποιήσει τον εαυτό του, και τόσο ο άνθρωπος αρπάζεται κατά το νου από το Θεό για να γνωριστεί από αυτόν, όσο ο άνθρωπος φανέρωσε τον αόρατο από τη φύση του Θεό με τις αρετές του. 
Από αυτή λοιπόν τη φιλοσοφία που συνίσταται από λόγο και θεωρία, σύμφωνα με την οποία εξευγενίζεται αναγκαστικά και η φύση του σώματος, πληγωμένοι οι Άγιοι από τον θείο πόθο, έφθασαν αλάθευτα κι άξια στον Θεό με τις υπάρχουσες μέσα τους θείες ανταύγειες, διασχίζοντας αγωνιστικά το σώμα και τον κόσμο, και βλέποντας αυτά τα δύο να περιέχονται το ένα μέσα στο άλλο, τον κόσμο με τη φύση, το σώμα με την αίσθηση, και το ένα να γλιστράει στο άλλο, με κάποια αμοιβαία εναλλακτική ιδιότητα του ενός προς το άλλο. 
Κι επειδή κανένα από αυτά δεν είναι σύμφωνα με τον ατομικό του λόγο ελεύθερο από περιγραφή κι επειδή θεώρησαν ντροπή ν’ αφήσουν την αθάνατη και αεικίνητη ψυχή να φθείρεται και να περιγράφεται από τα θνητά και περιγραπτά, δέσμευσαν τον εαυτό τους με αδιάλυτον δεσμό μόνο με τον αθάνατον Θεό και ανώτερο από κάθε απεραντοσύνη, χωρίς να ενδίδουν καθόλου στις αντίθετες έξεις τού κόσμου και της σάρκας, πράγμα που είναι συμπλήρωμα κάθε αρετής και κάθε γνώσης και νομίζω και τέλος. 
Αλλά κι αν ακόμα κάποτε οι Άγιοι ασχολήθηκαν με τα θεάματα των όντων, δεν ασχολήθηκαν για να θεαθούν αυτά τα ίδια και να τα γνωρίσουν ολικά σύμφωνα με τη φύση μας, αλλά για να υμνολογήσουν με πολλούς τρόπους τον Θεό που διαμέσου όλων και μέσα σε όλα και είναι και φανερώνεται, και να συγκεντρώσουν μέσα τους πολλή δύναμη θαυμασμού και αφορμή δοξολογίας. 
Γιατί, έχοντας λάβει από τον Θεό ψυχή που έχει νου και λόγο και αίσθηση εκτός από τη νοητή και την αίσθηση την αισθητή, όπως επίσης εκτός από τον ενδιάθετο και λόγο προφορικό, κι εκτός από το νου που νοεί και νου παθητικό (αυτό το νου τον καλούν φαντασία τού ζώου, με τον οποίο και τα λοιπά ζώα και το ένα το άλλο κι εμάς και τους τόπους που πέρασαν αναγνωρίζουν, και σ’ αυτό, λένε οι σοφοί σ’ αυτά τα θέματα, συνίσταται η αίσθηση, όντας όργανο για την αντίληψη όσων η φαντασία συλλαμβάνει), νόμισαν ότι έπρεπε τις ενέργειες αυτών όλων να προσφέρουν δικαιολογημένα όχι στον εαυτό τους, αλλά στον Θεό που τους τις έδωσε, που χάρη σ’ αυτόν κι από αυτόν είναι τα πάντα. 
Γιατί έμαθαν από τη λεπτομερειακή μελέτη των όντων πως είναι τρεις οι γενικοί τρόποι, ανάλογα με τις δυνατότητες των ανθρώπων, και σύμφωνα μ’ αυτούς ο Θεός δημιούργησε τα πάντα (για να έχομε το είναι, το μακάριο είναι, και το παντοτινό είναι μας έδωσε ουσία και υπόσταση)· και οι δύο από αυτούς τους τρόπους είναι ακραίοι και είναι τού Θεού μόνου, επειδή αυτός είναι αίτιο, ενώ ο άλλος είναι ενδιάμεσος και εξαρτημένος από τη δική μας βούληση και κίνηση, και είναι αυτός που παρέχει στους ακραίους την κυριολεκτική σημασία τους και που όταν αυτός δεν υπάρχει τους γίνεται άχρηστη αυτή η προσηγορία τους, επειδή δεν έχουν συνημμένο μαζί τους το καλό. Και σκέφθηκαν ότι δεν μπορούν αλλιώς ν’ αποκτήσουν και να διαφυλάξουν την αλήθεια των ακραίων, την οποία από τη φύση του ενεργεί το μακάριο είναι που από τη μέση όπου βρίσκεται σμίγει τα ακραία, παρά με την αεικινησία προς τον Θεό. Επιτείνοντας λοιπόν από δω την οπτική δύναμη της ψυχής μαζί με το φυσικό λόγο κι ακούγοντας το λόγο να φωνάζει ολοφάνερα ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε αντίστροφα τις φυσικές ενέργειες για τη φθορά που σημαδεύει αναγκαστικά τις φυσικές δυνάμεις από τον τρόπο της παράχρησης, σύμφωνα με τον αρμόζοντα λόγο της φύσης διδάχθηκαν να φέρονται ομαλά προς τον αίτιο της φύσης, για να υποδεχθούν κάποτε και το όντως είναι, αφού προστεθεί αυτό από εκεί απ’ όπου έχουν και το απλώς είναι. 
Ποιο κέρδος θα έχει αυτός που δεν είναι αίτιος του είναι του, ίσως συλλογίστηκαν και είπαν μέσα τους, κινούμενος γύρω από τον εαυτό του η γύρω από κάτι άλλο εκτός από τον Θεό, οπότε στο λόγο του "είναι" δεν θα μπορέσει να προσθέσει τίποτε ο ίδιος από τον εαυτό του ή κάποιος άλλος εκτός από τον Θεό; 
Γι' αυτό δίδαξαν, ο νους να σκέπτεται μόνο τον Θεό και τις αρετές του και να προσεγγίζει ανεπίγνωστα την άρρητη δόξα της μακαριότητάς του, ο λόγος να γίνεται ερμηνευτής και υμνωδός όσων έχουν νοηθεί και να συζητεί ορθά τους τρόπους που τα ενοποιούν, η αίσθηση εξευγενισμένη από το λόγο (λογική), φανταζόμενη τις διάφορες δυνάμεις και ενέργειες να διακηρύττει όσο είναι δυνατό στην ψυχή τις διάφορες δυνάμεις του παντός, και με το νου και το λόγο κατευθύνοντας με σοφία, σα να ήταν πλοίο, την ψυχή, πέρασαν αυτόν τον υγρό και άστατο, που άλλοτε αλλιώς συμπεριφέρεται και κατακλύζει την αίσθηση, δρόμο της ζωής με πατήματα που δεν έσβησε το νερό.

Μαξίμου τού Ομολογητού 
Προς Ιωάννην Αρχιεπ. Κυζίκου,
περί διαφόρων αποριών".
Κεφ. Η΄.
ΕΠΕ Φιλ. Νηπτικών Τόμ. 14 Δ.

Επιστολή προς μοναχή, για να μην στενoχωρείται για τους κεκοιμημένους



ΛΟΓΟΣ ΜΑ΄  

Επιστολή προς μοναχή, για να μην στενoχωρείται για τους κεκοιμημένους 

Όπως και ο ίδιος κατέχομαι από θλίψη και λύπη του σώματος και της ψυχής μου, έτσι ακούω και για σένα, ότι υπέστης τις ίδιες στενοχώριες και στενοχωρείσαι πολύ και ζητάς από όλους παρηγοριά. Πως να βοηθήσω τον εαυτό μου και να γλυτώσω από την στενοχώρια, το ξέρω και μπορώ να το κάμω, επειδή εξαρτάται από την βούλησή μου και το καλό και το κακό, και έχω την εξουσία να κατευθυνθώ και δεξιά και αριστερά. Κανείς δεν μπορεί να με εμποδίσει στην σωστή μου απόφαση, όσο έχω εκ δεξιών μου τον επιβλέποντα τις σκέψεις και τις πράξεις μου Ιησού Χριστό, όπως με διδάσκει ο θείος προφήτης που λέγει: «Προωρώμην τον Κύριον διαπαντός, ότι εκ δεξιών μου εστιν, ίνα μη σαλευθώ» [1]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, παρηγορώ και βοηθώ τον εαυτό μου στην στενοχώρια μου.

Την αγία όμως ψυχή σου, που βρίσκεται σε μεγάλη θλίψη, πως αλλιώς μπορώ να την παρηγορήσω και να την απελευθερώσω από την μεγάλη πίκρα που την θλίβει, παρά με τα λόγια του αποστόλου Παύλου, που παρηγορώντας μας δίνει την εξής εντολή: «Ου θέλομεν δε υμάς αγνοείν, αδελφοί, περί των κεκοιμημένων, ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα. Ει γαρ πιστεύομεν ότι Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας διά του Ιησού άξει συν αυτώ» [2]. Αυτά είναι τα αξιο­σέβαστα λόγια του αποστόλου. Η σημασία τους έχει ως εξής. Το μυστήριο της ορθόδοξης πίστεως σε σχέση με μας τους ευσεβείς συνίσταται κυρίως στα τρία πιο βασικά δόγματα. Πρώτον, στην εν σαρκί γέννηση του μονογενούς Υιού του Θεού, ο οποίος, ενώ είναι ασώματος, αόρατος και ακατάληπτος Θεός, ευδόκησε από την πολλή αγαθότητά Του να ενδυθεί την ανθρωπίνη σάρκα και να γίνει ορατός, καταληπτός και απτός άνθρωπος. Δεύτερον, αφού έγινε άνθρωπος, πέθανε ως άνθρωπος, για να χαρίσει διά του θανάτου Του την αιωνία ζωή σε όλους αυτούς που βαπτίζονται στο όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, κατά την εντολή Του που λέγει, «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται» [3]. Δηλαδή θα ζει αιώνια την αγγελική ζωή, αφού γλυτώσει από τα αιώνια βάσανα που αναμένουν τους αμαρτωλούς. Και έπειτα προσθέτει: «και όσοι δεν έχουν πίστη, θα καταδικαστούν»[4] μαζί με τα ασεβή δαιμόνια. Τρίτον, αφού ενσαρκώθηκε και δέχθηκε τον θάνατο ως άνθρωπος, Αυτός κατά την τρίτη ημέρα ανέστη εκ νεκρών και νίκησε τον θάνατο.

Εμείς, που πιστέψαμε στον Χριστό και βαπτιστήκαμε στο όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ελπίζουμε με αυτήν την πίστη να γίνουμε άξιοι της εκ νεκρών αναστάσεως και της αιωνίας ζωής. Αν όμως πενθούμε πολύ και οδυρόμαστε για την έξοδο των δικών μας με δάκρυα, αμαρτάνουμε με αυτά, διότι δηλώνουμε την πίστη μας στον Χριστό και την ελπίδα μας σε Αυτόν μόνο με τα λόγια και όχι με όλη την καρδιά και την σταθερή σκέψη μας, όπως λέγει ο θείος προφήτης: «Πιστεύω του ιδείν τα αγαθά Κυρίου εν γη ζώντων» [5]. Ο θείος Παύλος μας διδάσκει ποια είναι αυτά τα αγαθά και πόσο θαυμάσια είναι λέγοντας: «Α οφθαλμός ουκ είδε και ούς ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» [6].

Αν όμως τα θεία αγαθά είναι εντελώς άρρητα και ακατάληπτα, τότε με ποιόν τρόπο ο βασιλέας Δαυίδ μπόρεσε και απέκτησε τόσο δυνατή πίστη σε αυτά; Μόνο με την τελεία αγάπη, με την οποία αγάπησε, με όλη την ψυχή, με όλη την καρδιά και με όλη την σκέψη και την δύναμή του, τον Δημιουργό των όλων, όπως λέγει ο ίδιος: «Αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου. Κύριος στερέωμά μου και καταφυγή μου και ρύστης μου. Ο Θεός μου βοηθός μου, ελπιώ επ’ αυτόν, υπερασπιστής μου και κέρας σωτηρίας μου» [7]. Και πάλι λέγει: «Ως αγαπητά τα σκηνώματά σου, Κύριε των δυνάμεων. Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου» [8]. Και δείχνοντας την μέγιστη αγάπη του και την επιθυμία του Θεού το δηλώνει με το παράδειγμα λέγοντας: «Ον τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σε, ο Θεός. Εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν τον ζώντα» [9]. Και έπειτα, σαν να θρηνεί για την μακρόχρονη διαμονή του σε αυτήν την προσ­ωρινή ζωή, προσθέτει: «Πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού; Εγενήθη τα δάκρυά μου εμοί άρτος ημέρας και νυκτός εν τω λέγεσθαί μοι καθ’ εκάστην ημέραν· που εστιν ο Θεός σου;» [10]. Όπως ο πεινασμένος άνθρωπος επιθυμεί πολύ τον άρτο, έτσι και εγώ, λέγει, από την ακατάπαυστη επιθυμία μου με πολλά δάκρυα ελπίζω να γίνω άξιος της γλυκυτάτης θέας του Θεού μου και της απολαύσεως της θείας ομορφιάς Του, όπως το λέγει σε άλλο χωρίο: «Μίαν ητησάμην παρά Κυρίου, ταύτην εκζητήσω· του κατοικείν με εν οίκω Κυρίου πάσας τας ημέρας της ζωής μου, του θεωρείν με την τερπνότητα Κυρίου και επισκέπτεσθαι τον ναόν τον άγιον αυτού» [11].

Όποιος ομιλεί έτσι και προσεύχεται με τόση θέρμη, έχει ίσως απομακρύνει τον εαυτό του από όλες τις άλλες προσωρινές και ψυχοφθόρες ομορφιές της πλάνης αυτού του αιώνος και με όλη την σκέψη του έχει στερεωθεί στην επιθυμία του απροσίτου και στην αγάπη για την απόλαυση της αγαθότητας της θείας χάριτος. Και μολονότι αυτός ήταν γνωστός βασιλέας περιβεβλημένος με διάφορες απολαύσεις και βασιλική δόξα, τίποτα από αυτά δεν μπόρεσε να τον αποσπάσει από την αγάπη προς τον Θεό και την επιθυμία των αιωνίων αγαθών. Γι’ αυτό και λέγει, «κρείσσων ημέρα μία εν ταίς αυλαίς σου υπέρ χιλιάδας· εξελεξάμην παραρριπτείσθαι εν τω οίκω του Θεού μου μάλλον η οικείν με εν σκηνώμασιν αμαρτωλών» [12]. Ποια άλλα σκηνώματα αμαρτωλών εννοεί, αν όχι τα μεγαλοπρεπή κτίρια και τις τεράστιες οικοδομές εκείνων, που ύστερα από αυτόν βασίλεψαν άνομα και θεομίσητα στα Ιεροσόλυμα και την Σαμάρεια και σε όλη την Ιουδαία; Αυτός ο μακάριος βασιλέας, διαθέτοντας την προφητική ικανότητα, προέβλεψε όλη αυτήν την ασέβεια, στην οποία έπεσαν ύστερα από αυτόν όλοι οι ασεβείς βασιλείς, από τους οποίους ο πιο ασεβής ήταν εκείνος, ο οποίος είχε υπερβεί με την ασέβειά του όσους ασεβούσαν προηγουμένως και έπειτα δοξάστηκε με την μετάνοιά του, ο Μανασσής, που για πενήντα δύο ολόκληρα χρόνια αδιαφορούσε για τον νόμο του Θεού και μόλυνε τον ναό του Θεού με θυσίες στα είδωλα [13]. Αλλά αρκετά γι’ αυτά.

Εμείς όμως έχοντας στην Αγία Γραφή αυτές τις νουθεσίες, τις παρηγορίες και τα παραδείγματα του θεαρέστου βίου, ας απομακρύνουμε από την σκέψη μας κάθε θλίψη, ραθυμία και κάθε άλλη αφοσίωση στις προσωρινές και άχρηστες ομορφιές αυτής της μάταιης ζωής, γιατί αυτές μας αποτρέπουν από την απόλαυση των αρρήτων αιωνίων αγαθών. Ας αγαπήσουμε την δόξα, την τιμή και τον έπαινο, που έχει ετοιμάσει για μας στους ουρανούς ο Θεός, και όχι αυτά που προβάλλονται από τους ανθρώπους και τα κυνηγούμε με κάθε τρόπο από την μεγάλη ανοησία μας, εξευτελίζοντας τον εαυτό μας, κολακεύοντας τον καθένα που βρίσκεται στην εξουσία και αποσιωπώντας τις αδικίες του. Αν όμως δεν τον ντρεπόμασταν, θα μπορούσαμε να τύχουμε επαίνου από τον Θεό και συνάμα να αποτρέψουμε και εκείνον από κάθε κακό και κάθε αδικία, νουθετώντας τον και υπενθυμίζοντάς του την φοβερή δικαιοσύνη του αδέκαστου Κριτή, του Ιησού Χριστού, όταν ανοίξει «απ’ ουρανού οργή Θεού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων» [14]. Φοβερός είναι αυτός ο λόγος, αγία μητέρα, και άξιος κάθε τηρήσεως για όλους τους ανθρώπους, και ιδιαίτερα για μας τους ευσεβείς, που δεχθήκαμε να ακολουθήσουμε τον τέλειο νόμο του Σωτήρος Χριστού, που μας διατάζει: «Εισέλθετε διά της στενής πύλης» [15], δηλαδή με την τιμία ζωή και την θεάρεστη παρουσία την στολισμένη με την εκούσια παραίτηση από τα αγαθά του βίου. Αυτήν αγάπησαν με όλη την ψυχή τους και την εφάρμοσαν με τον λόγο και την πράξη όχι μόνο οι πολλοί όσιοι και θεοφόροι άνδρες, που έζησαν σε απόμακρες ερήμους, αλλά και οι πολλές ευγενείς και έντιμες γυναίκες. Αυτές μάλιστα περιφρόνησαν κάθε ομορφιά της ζωής και την αφθονία της περιουσίας τους, τον πλούτο και την δόξα, τους γονείς, τους συγγενείς και τους φίλους, την πατρίδα και την ίδια την νεότητά τους, και με όλη την ψυχή και όλη την καρδιά τους ακολούθησαν τον αθάνατο και πάναγνο Νυμφίο τους. Προηγουμένως μοίρασαν όλα τα πλούτη τους και όλα τα υπάρχοντά τους σε πτωχούς και ορφανούς σύμφωνα με την σωτήρια εντολή του Νυμφίου τους, ο οποίος είπε στον γνωστό πλούσιο νέο: «Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ και δεύρο ακολούθει μοι» [16]. Αυτήν την σωτήρια εντολή τήρησαν πολλές ευγενείς γυναίκες, όπως η αείμνηστη Συγκλητική [17], η Μελάνη [18], και η Διονυσία [19], τις οποίες μιμήθηκες διαλέγον­τας τον ίδιο δρόμο.

Εύχομαι να σε αξιώσει ο Κύριος να διάγεις μέχρι τέλους, με οσιότητα, αλήθεια και ελεημοσύνη για τους ενδεείς, ώστε να δεχθείς και εσύ στους ουρανούς από τον Νυμφίο σου Χριστό, ανάλογη με αυτές δόξα και στέφανο. Αμήν.

Παραπομπές
1. Ψαλμ. 15, 8.
2. Α΄ Θεσσ. 4, 13-14.
3. Μαρκ. 16,16.
4. Μαρκ. 16,16.
5. Ψαλμ. 26, 13.
6. Α΄ Κορ. 2, 9.
7. Ψαλμ. 17, 2-3.
8. Ψαλμ. 83, 2-3.
9. Ψαλμ. 41, 2-3.
10. Ψαλμ. 41, 3-4.
11. Ψαλμ. 26, 4.
12. Ψαλμ. 83, 11.
13. Βλ. Δ´ Βασ. 21,1-18. Β´ Παρ. 33,1-20.
14. Ρωμ. 1,18.
15. Ματθ. 7, 13.
16. Ματθ. 19, 21.
17. Για τον βίο της αγίας Συγκλητικής βλ. ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Βίος και πολιτεία της αγίας και μακαρίας και διδασκάλου Συγκλητικής, PG 28,1488-1557. Εκδόσεις του βίου της κ.α. βλ. στού FR. HALKIN, Bibliotheca Hagiographica Graeca [Subsidia Hagiographica 8a], τ.ΙΙ, Bruxelles 19533, σ. 261, αριθμ. 1694, 1694a.
18. Για την αγία Μελάνη η Μελανία βλ. ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΕΛΕΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Η προς Λαύσον ιστορία περιέχουσα βίους οσίων πατέρων, PG 34,1225Α-1228D, H. DELEHAYE, «S. Melaniae iunioris. Acta graeca – Βίος της οσίας Μελάνης», Analecta Bollandiana 22 (1903) 7-49. M. RAMPOLLA DEL TINDARO, Santa Melania Giuniore sematrice Romana, Roma 1905. ΣΥΜΕΩΝ ΛΟΓΟΘΕΤΟΥ, ΤΟύ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΟΥ, Βίος και πολιτεία της οσίας Μελάνης της Ρωμαίας, PG 116, 753-793.
19. Η Διονυσία υπήρξε διακόνισσα στην αρχαία Εκκλησία. Το ονομά της δεν περιλαμβάνεται στα Συναξάρια και Αγιολόγια της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. σχετικά Svjataja Olimpiada i drugie diakonissy drevnej Gerkvi (αγία Ολυμπιάδα και οι άλλες διακόνισσες της αρχαίας Εκκλησίας), εκδ. Μετοχίου της Λαύρας του Αγίου Σεργίου στην Μόσχα, Μόσχα 2010.

Δημοφιλείς αναρτήσεις