Τρίτη 28 Μαΐου 2024

Γραφείσα προς τινα αδελφόν αγαπώντα την ησυχίαν.


Επιστολή Α΄ 
Γραφείσα προς τινα αδελφόν αγαπώντα την ησυχίαν.
Διότι γνωρίζω σε αγαπώντα την ησυχίαν και συμπλέκει σε ο διάβολος εν πολλοίς, προφάσει του αγαθού, ότι γνωρίζει το θέλημα της διανοίας σου, έως αν διασκέ­δαση σε και εμποδίση εκ της αρετής της περιεκτικής των πολλών τρόπων των αγαθών, ώ αδελφέ αγαθέ, ώσπερ μέλος προς το ομόζυγον αυτού αντιλαβέσθαι του πόθου σου του αγαθού εν τω λόγω της ωφελείας, εμερίμνησα ποιήσαι α παρά των σο­φών ανδρών εν τη αρετή και από των γραφών και παρά των πατέρων και εκ της πείρας εκτησάμην αυτά. 
Εαν γαρ μη καταφρονήση άνθρωπος των τιμών και των ατιμιών και υπομείνη υπέρ της ησυχίας όνειδος και μυκτηρισμόν και ζημίαν, έως και τυπτήματα, και γένηται κατάγελως και νομισθή μωρός και λήρος παρά των θεωρουντων αύτον, ου δύναται υπομείναι εν τω αγαθώ της ησυχίας σκοπώ. Διότι, εάν προσάπαξ ανοίξη την θύραν ταίς αιτίαις ο άνθρωπος, ουχ ησυχάζει ο διάβολος επάγων αυτώ τινας δια πολλών προ­φάσεων μετά συνεχών απαντήσεων των αναριθμήτων. 
Δια τούτο, ώ αδελφέ, εάν αγαπάς εν ακριβεία την αρετήν της ησυχίας, της μη εχούσης διασκεδασμόν και εκπηδασμόν και διακοπήν εν μέσω αυτής, εν η ενίκησαν οι αρχαίοι, ούτως ευρήσεις τελειώσαι την επιθυμίαν σου την επαινουμένην, ηνίκα ομοιώθης τοις πατράσι σου και λάβης εν τη διανοία σου την δήλωσιν του βίου αυτών, οίτινες ηγάπησαν την τελείαν ησυχίαν και ουκ εμερίμνησαν στήσαι την αγάπην των ιδίων αυ­τών ή εζήτησαν απλώσαι εαυτούς προς ανάπαυσιν αυτών, ουδέ ηδέσθησαν φυγείν εκ της απαντήσεως των οιομένων είναι τιμίων. 
Και ούτοι ούτως ήσαν οδεύοντες και ουχ ως καταφρονούντες των αδελφών παρά τοις σοφοίς και γνωστικοίς εκρίνοντο, ουδέ ως περιφρονούντες ή αμελούντες ή υστερούντες εν διακρίσει. Καθάπερ ερρέθη τινι αυτών απολογία τιμώντι την ησυχίαν και την υποχώρησιν μάλλον της απαντήσεως των ανθρώπων Άνθρωπος, φησίν, ός μανθάνει εν πείρα την γλυκύ­τητα της ησυχίας εν τω κελλίω αυτού, ουχ ως καταφρονών του πλησίον φεύγει την απάντησιν αυτού, αλλά δια τον καρπόν, όν τρυγά εκ της ησυχίας. 
Πως έφευγεν ο αββάς, φησίν, Αρσένιος και ουκ ανεπαύετο απαντήσαί τινι, ο δε αββάς Θεόδωρος υπήντα μεν, αλλ’ ως ρομφαία ην η απάντησις αυτού; Όμως ουδέ ασπασμόν ησπάζετο τίνα, όταν ηυρίσκετο έξωθεν του κελλίου αυτού. Ο δε άγιος Αρσένιος ουδέ τον ερχόμενον προς αυτόν προς ασπα­σμόν ησπάζετο. Εν καιρώ γαρ τις των πατέρων απήλθε θεάσασθαι τον αββάν Αρσένιον και ήνοιξεν γέρων δοκών, ότι αυτός εστίν ο διακονητής αυτού και ότε εθεάσατο αυτόν τις εστίν, έρριψεν εαυτόν επί πρόσωπον και πολλά παρακληθείς υπ’ αυτού αναστήναι και ευλογηθήναι υπ’ αυτού και απελθείν, παρητήσατο ο άγιος λέγων, ου μη αναστώ, έως αν απέλθης. Και ουκ ανέστη, έως ου απήλθε. Και τούτο εποίει ο μακάριος, ίνα μη δω αυτοίς προσάπαξ χείρα και πάλιν στραφώσι προς αυτόν. 
Όρα το ακόλουθον του λόγου, ίνα μη είπης, ίσως δια την ελαχιστίαν αυτού κατεφρόνησεν αυτού ή τινος άλλου, και άλλον δια την τιμήν αυτού επροσωπολήπτει και συνωμίλει αυτώ, άλλ’ εξ ίσης εκτήσατο φυγήν από πάντων των μικρών και των μεγάλων. Έν είχεν εν τοις οφθαλμοίς αυτού, καταφρονείν της απαντήσεως αυτών όπερ της ησυχίας, τον μέγαν τε και τον μικρόν, και βαστάσαι την μέμψιν αυτών επάνω αυτού εκ πάντων, υπέρ της τιμής της ησυχίας και της σιωπής. 
Επιστάμεθα γαρ, ως απήλθε προς αυτόν ο μακάριος Θεόφιλος ο αρχιεπίσκοπος, έχων μεθ’ εαυτού και τον κριτήν της χώρας προς τιμήν και προς επιθυμίαν της θεωρίας του αγίου. Ότε δε εκάθισε προς αυτούς, ουδέ προς λόγον μικρόν ανέπαυσεν αυτούς δια την τιμήν αυτών, καίπερ επιθυμούντας πλείστα ακούσαι του λόγου αυτού. Και ότε παρεκάλεσεν αυτόν ο αρχιεπίσκοπος περί τούτου, ησύχασε μικρόν ο καλόγηρος, και μετά τούτο λέγει’ Και εάν είπω υμίν, φυλάττετε; Και ωμολόγησαν λέγοντες, Ναί, Και είπεν αυτοίς ο γέρων Όπου ακούσετε, ότι εστίν ο Αρσένιος, μη εγγίσητε εκείσε. Είδες το θαυμαστόν του γέροντος; είδες καταφρόνησιν της συντυχίας των ανθρώπων; Ούτος ο τρυγήσας τον καρπόν της ησυ­χίας. Και ουκ ελογίσατο ο μακάριος, ότι ανήρ εστί καθολικός και κεφαλή της Εκκλησίας, αλλά τούτο διενοήσατο, ότι εγώ προσάπαξ απέθανον τω κόσμω. Τι ωφελεί ο νεκρός τους ζώντας; Και εμέμψατο αυτόν ο αββάς Μακάριος μέμψιν πεπληρωμένην αγάπης, λέγων ‘Τί φεύγεις εξ ημών;’ Και απελογίσατο ο γέρων απολογίαν θαυμαστήν και αξιέπαινον, λέγων. 
Ό Θεός οίδεν, ότι αγαπώ υμάς, άλλ’ ου δύναμαι είναι μετά του Θεού και μετά των ανθρώπων. Και την γνώσιν ταύτην την θαυμαστήν, ουχ ετέρωθεν, άλλ’ εκτης θεϊκής φωνής εξέμαθεν Αρσένιε*, γαρ φησι, φεύγε τους ανθρώπους, και σώζη’. 
Μηδείς άνθρωπος των αργών και αγαπώντων τάς συντυχίας αναιδευθή και αναλύση ταύτα εν τη καταστροφή των λόγων αυτού και λαλήση κατέναντι τούτων, ότι ανθρώπινον εύρημα εστίν εν τη αφορμή της ησυχίας ευρεθέν διότι διδαχή εστίν ουράνιος. Και ίνα μη νομίσωμεν, ότι τούτο ερρέθη αυτώτου φυγείν και εξελθείν εκ του κόσμου, αλλά μη εξίσης και εκτων αδελφών φυγείν, μετά το καταλιπείν αυτόν τον κόσμον καιελθείν και οικήσαι την λαύραν, πάλιν ηύξατο τω Θεώ, πώς κα­λώς ζήσαι δυνηθή, Κύριε, φησίν, οδήγησον με πώς σωθώ. 
Και εδόκει, ότι άλλο τι μέλλει ακούσαι. Και φωνής δεσποτικής πάλιν ήκουσεν εκ δευτέρου της αυτής Αρσένιε, φεύγε, σιώπα, ησύχαζε. Και εάν, φησί, πολύ ωφελή η θέα και η ομιλία των αδελφών, αλλ’ ούτως ουκ ωφελεί σοι το συντυχείν αυτοίς, ως το φυγείν εξ αυτών. 
Και ως εδέξατο ταύτα ο μακάριος Αρσένιος εν αποκαλύψει τη θεϊκή, ως ην εν τω κόσμω και επετράπη φυγείν και μετά των αδελφών δε πάλιν γενομένω το αυτό ερρέθη αυτώ, τότε εβεβαίωσε και έγνω, ότι ουκ αρκεί αυτώ εις κτήσιν ζωής αγαθής το φυγείν μόνον από των κοσμικών, άλλ’ επίσης εκ πάντων. Μη γαρ δύναται τις αντιστήναι και ειπείν προς την θείαν φωνήν; 
Και τω θείω δε Αντωνίω ερρέθη εν αποκαλύψει «Εάν θέλης»’, φησίν, «ησυχάσαι, ουχί μόνον εις Θηβαΐδα απέλθης, αλλά και εις την εσωτέραν έρημον». Εάν ουν ο Θεός επιτρέπη ημίν φυγείν εκ πάντων, και ούτως αγαπά την ησυχίαν, οπόταν υπομείνωσιν εν αυτή οι αγαπώντες αυτόν, τις εστίν ο προφασιζόμενος προφάσεις, παραμένειν τη συντυχία και τω πλησιασμώ των ανθρώπων; Εάν δε τω Αντωνίω και τω Αρσενίω ωφέλιμος η φυγή και η φυλακή, πόσω μάλλον τοις ασθενέσι; Και εάν τούτους, ων ο κόσμος όλος έχρηζε και του λόγου και της θέας και της βοηθείας αυτών, ετίμησεν ο Θεός του είναι αυτούς εν ησυχία, πλέον της αντιλήψεως πάσης της αδελφότητος, μάλλον δε της ανθρωπότητος, πόσω μάλλον τω μη δυναμένω εαυτόν φυλάξαι καλώς; 
Οίδαμεν και άλλον τινά των αγίων, ότι ο αδελφός αυτού ησθένει και ην κεκλεισμένος εν άλλω κελλίω και ότε κατεκράτησε την συμπάθειαν αυτού εν όλη τη αρρωστία αυτού και ουκ εξήλθε θεάσασθαι αυτόν, εν τω καιρώ της εξόδου αυτού εκ του βίου έπεμψε, λέγων αυτώ Ει και ουκ ήλθες προς με έως άρτι, αλλά νυν ελθέ, και ιδώ σε προ του εξελθείν με του κόσμου, ή καν εν νυκτί, όπως ασπάσωμαι σε και αναπαύσωμαι. Και ουκ επείσθη ο μακάριος ουδέ εν τη ώρα εκείνη, εν η είωθεν η φύσις συμπάσχειν αλλήλοις και υπερβαίνειν τον όρον του θελήματος, αλλ’ είπεν, εάν εξέλθω, ου καθαρισθήσομαι εν τη καρδία μου ενώπιον του Θεού, ότι τους πνευματικούς αδελφούς ημέλησα επισκέψασθαι, την φύσιν δε ετίμησα πλέον του Χριστού. Και απέθανεν ο αδελφός αυτού και ουκ είδεν αυτόν. 
Μηδείς ουν εν ραθυμία των λογισμών προφασίσηται, ως αδύνατα είναι και κατάλυση αυτά και κατάργηση την ησυχίαν αυτού, αθετήσας την περί αυτόν του Θεού πρόνοιαν. Και εάν την φύσιν την ούτως ισχυράν ενίκησαν οι άγιοι, και ο Χριστός ηνίκα τα τέκνα αυτού αμελούνται, αγαπά ότε τιμάται η ησυχία, ποία ανάγκη άλλη δύναται γενέσθαι σοι, μη δυναμένη καταφρονηθήναι υπό σου, ηνίκα εμπέσης εν αυτή; Η εντολή εκείνη η λέγουσα, «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου, πλέον όλου του κόσμου και της φύσεως και των αυ­τής», ούτω πληρούται, ηνίκα υπομείνεις εν τη ησυχία σου. Και η εντολή η λέγουσα περί της αγάπης του πλησίον έσωθεν ταύτης εστί κεκλεισμένη, θέλεις κτήσασθαι την αγάπην του πλησίον κατά την ευαγγελικήν εντολήν εντός της ψυχής σου; 
Μάκρυνον εαυτόν εξ αυτού, και τότε κατακαίεται εν σοι η έκκαυσις της αγάπης αυτού, και χαρήση επί τη θέα αυτού, ώσπερ επί αγγέλου φωτός, θέλεις πάλιν ίνα διψήσωσί σε οι αγαπώντες σε; Ωρισμέναις ημέραις θέασαι τάς όψεις αυτών. Ως αλη­θώς η πείρα διδάσκαλος πάντων. Γίνου υγιής. 
Τω δε Θεώ ημών χάρις και δόξα εις τους αιώνας τωναιώνων. Αμήν.
Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: Ασκητικά

ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ


28 Μάϊου 

ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 
Παρακλητικός Κανών εις τον Όσιο - ΕΔΩ 
Ο όσιος πατήρ ημών Ανδρέας ήταν σκλάβος σκυθικής (σλαβικής) καταγωγής που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη στην υπηρεσία ενός πρωτοσπαθαρίου (αξιωματικού της αυτοκρατορικής φρουράς) [1]. Πρόκοψε γρήγορα στα ιερά και θύραθεν γράμματα και προκαλούσε τον θαυμασμό του περίγυρού του με τις γνώσεις του. Μια νύχτα, ενώ προσευχόταν, είδε με τρόμο έναν στρατό Αιθιόπων έτοιμο να αντιμετωπίσει μία ομάδα λευκών ανθρώπων. Ο ίδιος κλήθηκε να μονομαχήσει με το πρωτοπαλίκαρο των βαρβάρων και, αφού τον νίκησε, σε ανταμοιβή έλαβε από έναν άγγελο τρεις «αχράντους στεφάνους», ενώ ο Χριστός, παρουσιαζόμενος με τη μορφή ενός νέου άνδρα, του έλεγε: «Τρέχε τον καλόν αγώνα γυμνός και γίνε σαλός για Μένα, ώστε να αξιωθείς τη Βασιλεία των Ουρανών!». Με το πρώτο φως της ημέρας, υπακούοντας στη θεία εντολή, ο Ανδρέας ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του διά Χριστόν Σαλού καταξεσχίζοντας με ένα μαχαίρι τον χιτώνα του και βγάζοντας κραυγές που κατατρόμαξαν το σπίτι. Ο αφέντης του, θεωρώντας τον κυριολεκτικά δαιμονισμένο, πρόσταξε να τον πάνε στον ναό της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας [22 Δεκ.] και να τον αλυσοδέσουν εκεί. Περνούσε τις μέρες του στον τόπο εκείνο υποκρινόμενος τον παράφρονα με κάθε είδους εκκεντρικότητες και μυστικά προσευχόταν όλη νύχτα, στερεωμένος στην οδό αυτή με ένα όραμα από την αγία Αναστασία. Μια νύχτα, δέχθηκε την επίθεση πλήθους δαιμόνων. Μόλις όμως επικαλέστηκε την αρωγή του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, ο άγιος φανερώθηκε μέσα σε βροντή, διασκόρπισε τους δαίμονες με την αλυσίδα που τον κρατούσε δεμένο και του υποσχέθηκε τη βοήθειά του στους αγώνες που τον περίμεναν.

Σε ένα άλλο νυχτερινό όραμά του κλήθηκε να υπηρετήσει έναν βασιλιά στο παλάτι του, όπου του έδωσαν να φάει χιόνι το οποίο μεταμορφώθηκε σε ουράνια ευωδία. Κατόπιν, του προσέφεραν πικρούς καρπούς –σύμβολα της στενής οδού που επρόκειτο να ακολουθήσει– και στη συνέχεια του δόθηκε μια εξαίσια τροφή που του χάρισε θεία έκσταση.

Αφού έμεινε τέσσερα χρόνια δέσμιος στην εκκλησία, ο Ανδρέας ελευθερώθηκε και άρχισε να συμπεριφέρεται δημόσια μιμούμενος τον άγιο Συμεών τον Σαλό [2]. Ενώ, όμως, ο Συμεών χρησιμοποιούσε τη σαλότητα υπό μορφή ειρωνείας και χλευασμού με σκοπό να αφυπνίσει τους αμαρτωλούς και να τους αποσπάσει από τις μάταιες ηδονές του κόσμου, ο όσιος Ανδρέας, «παίζων» και «εμπαίζων», προσφερόταν μάλλον αυταπαρνητικά στην περιφρόνηση και στην κακομεταχείριση του σκληρού και πονηρού κόσμου, μιμούμενος κατά πάντα τον Χριστό, προκειμένου να αποκαλύψει το μεγαλείο και την υπεροχή της σοφίας του Σταυρού έναντι της εφάμαρτης μωρίας της άθεης και υποκριτικής κοινωνίας των αφώτιστων ανθρώπων (Α΄ Κορ. 1, 18). Εφαρμόζοντας κατά γράμμα τα λόγια του Αποστόλου που λέει: «Εμείς γίναμε μωροί και ανόητοι για τον Χριστό» (Α΄ Κορ. 4, 10), προσφερόταν ολόθυμα με τη θέλησή του στη χλεύη και τα κτυπήματα του όχλου και γινόταν «στα μάτια όλων ένα ελεεινό κάθαρμα και σκουπίδι του κόσμου, ένα ακάθαρτο απόβρασμα της κοινωνίας» (πρβλ. Α΄ Κορ. 4, 13), με σκοπό να κερδίσει τη Βασιλεία των Ουρανών αλλά ταυτόχρονα και να ελκύσει εκεί με την ένθεη σαλότητά του και τους άλλους.

Μπαίνοντας μια μέρα σε έναν οίκο ανοχής, παρέμεινε απαθής, υπό την προστασία της θείας Χάριτος, απέναντι στις προκλήσεις των πόρνων γυναικών, οι οποίες στο τέλος τού αφαίρεσαν τα ρούχα και τον έδιωξαν τυλιγμένο σε μια παλιόψαθα, η οποία έκτοτε έγινε η συνήθης ενδυμασία του. Περιπλανιόταν στους δρόμους άστεγος και μοίραζε στους φτωχούς τις ελεημοσύνες που λάβαινε. Δεν ζητούσε ποτέ τροφή, αρκούμενος σε ένα ξεροκόμματο τη μέρα κι έμενε νηστικός για ολόκληρες εβδομάδες. Για να σβήσει τη δίψα του έπινε από στάσιμα και βορβορώδη νερά και, μπροστά στο θέαμα αυτό, οι περαστικοί αγανακτισμένοι τον ξυλοκοπούσαν και τον έβριζαν. Τη νύχτα πήγαινε να ξαπλώσει μαζί με τα αδέσποτα σκυλιά. Μια χειμωνιάτικη νύχτα, καθώς προσπαθούσε να ζαρώσει κολλητά σε ένα από αυτά για να ζεσταθεί, το ζώο απομακρύνθηκε με περιφρόνηση. Το να προσφέρεται στην πλήρη εγκατάλειψη ήταν για τον μακάριο αγωνιστή του Θεού πηγή αγαλλίασης. Αλλά ποτέ η προσευχή δεν εγκατέλειπε τα χείλη του και κάθε στιγμή μπορούσε να διακρίνει κανείς έναν ψιθυρισμό στο στόμα του, όπως συνέβαινε με τους Αποστόλους την ημέρα της Πεντηκοστής. Όταν προσευχόταν τη νύχτα, υψωνόταν ενίοτε πάνω από τη γη και το πνεύμα του μεταρσιωνόταν σε ανεκλάλητες εκστάσεις και θεωρίες. Μια τέτοια νύχτα, που ακόμη και τα σκυλιά τον είχαν αποδιώξει, ο Θεός τον μετέφερε μέσα σε έκσταση, απαλλαγμένο από το βάρος και το άλγος της σαρκός, ενδεδυμένο με φωτεινό χιτώνα και εστεμμένο ως βασιλιά, σε έναν εξαίσιο κήπο γεμάτο υπερκόσμια φυτά και χρυσά πουλιά, στη μέση του οποίου απλωνόταν πέρα ως πέρα μια μεγάλη αμπελικιά με υπερμεγέθη σταφύλια. Από ’κει, ένας άγγελος τον οδήγησε υπεράνω του στερεώματος, σε τόπο ανείπωτης ομορφιάς, όπου είδε τον Σταυρό περιβαλλόμενο από τέσσερα καταπετάσματα. Ένας άλλος άγγελος τον έφερε κατόπιν σε έναν υψηλότερο τόπο, όπου είδε δύο σταυρούς παρόμοιους με τον προηγούμενο. Εν συνεχεία, βρέθηκε στον τρίτο ουρανό –που μόνο ο Απόστολος Παύλος κρίθηκε άξιος να δει πριν από αυτόν– κι εκεί είδε τρεις σταυρούς απαστράπτοντες περιβαλλόμενους από ουράνια στρατιά που δοξολογούσε τον Θεό. Πέρασε τότε ένα καταπέτασμα από λίνο και πορφύρα και έφθασε σε ένα μέρος, πολύ πιο λαμπρότερο ακόμη, όπου βρισκόταν συγκεντρωμένο αναρίθμητο πλήθος νέων φωτεινότερων και από τον ήλιο. Ένας άγγελος παραμέρισε το τελευταίο καταπέτασμα και ο Ανδρέας μπόρεσε να θεωρήσει τον Θρόνο του Θεού, μετέωρο, δίχως βάση, απ’ όπου έβγαινε φλόγα λευκή. Ο Χριστός ήταν εκεί καθισμένος και κάπως μετρίασε λίγο τη Δόξα Του, ώστε να επιτρέψει τον Ανδρέα να απολαύσει για μια υπέρχρονη στιγμή τη λαμπρότητα της Θεανθρωπότητός Του, και κατόπιν έγινε αόρατος. Μια φωνή γλυκύτερη από μέλι πρόφερε τότε τρεις φορές τρία θεία, άρρητα και μυστικά Ονόματα και παρευθύς ο άγιος οδηγήθηκε πίσω στον κήπο, όπου συνάντησε έναν ολόφωτο άνδρα ο οποίος κρατούσε σταυρό και τον ευλόγησε λέγοντας: «Μακάριοι, εσείς οι σαλοί, γιατί κατέχετε μεγάλη σοφία! Η χάρις του Σταυρωθέντος Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!». Κατόπιν, τον απέστειλε με την εντολή να παλαίψει και να ανατρέψει τον Άρχοντα του κόσμου τούτου, προσλαμβάνοντας αυτοβούλως την ανυποληψία, την υποτίμηση, την κοροϊδία, τη χλεύη, την απόρριψη και τον διωγμό των ανθρώπων.

Ξαναρχίζοντας το «παιγνίδι» του με αναπτερωμένη πλέον τόλμη, ο Ανδρέας έκανε τη γνωριμία του Επιφανίου, ενός δεκαοκτάχρονου νέου ευγενικής καταγωγής, αγνού και εξαιρετικής γλυκύτητας, ο οποίος έγινε προστάτης του και πνευματικός γιος του και στον οποίο ο Ανδρέας προφήτευσε ότι μελλοντικά θα γινόταν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως [3]. Φιλοξενούμενος στην κατοικία του Επιφανίου, ο άγιος χρησιμοποιούσε παραβολές για να επιτιμήσει τα αμαρτήματα των υπηρετών διαφορετικών εθνοτήτων, στην ίδια τους τη γλώσσα. Είχε αρνηθεί την κλίνη που του προσέφερε ο Επιφάνιος για ξεκούραση και περνούσε τις νύχτες του έξω, σαν ένας ασυμμάζευτος παράφρων επάνω στην κοπριά. Δεν άργησε, όμως, να επιστρέψει κανονικά στον ακατανόητο πλάνητα βίο του, προσφερόμενος πλήρως στα απάνθρωπα παιγνίδια των παιδιών και στην κακομεταχείριση των ανάλγητων περαστικών. Απευθυνόμενος στους ανθρώπους τούς αποκαλούσε πάντα «σαλούς» ή «μωρούς», αλλά παράλληλα καταδίκαζε διαρκώς τον εαυτό του με τη μεγαλύτερη και βαθύτερη ταπεινοφροσύνη.

Σε ένα νέο όραμα είδε τον Πονηρό και τα πλήθη των δαιμόνων του, ο οποίος τον κατηγορούσε ότι οδηγούσε στη μετάνοια τους ανθρώπους που είχε υπό την κατοχή του, αποκαλύπτοντας σε αυτούς τις αμαρτίες τους με τις προφητικές ενέργειές του, και ο Ανδρέας άρχισε μία βίαιη λογομαχία με τον Άρχοντα του σκότους. Τούτος όμως δεν είχε καμία εξουσία πάνω στον άνθρωπο του Θεού, αφού αυτός είχε γυμνώσει τον εαυτό του από κάθε γήινη αδυναμία, έξη και προσκόλληση. Μια νύχτα, με δαιμονική ενέργεια έπεσε σε έναν λάκκο, μόλις όμως ο όσιος επικαλέσθηκε τους αγίους Πέτρο και Παύλο, οι δύο Απόστολοι του Χριστού εμφανίσθηκαν, τον ανέσυραν από τη λάσπη κι ένας φωτεινός σταυρός ήλθε να φωτίζει τον υπόλοιπο δρόμο του.

Κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου λοιμού που ενέσκηψε στη Βασιλεύουσα, παρά τις κοροϊδίες των αργόσχολων, ο άγιος περιέτρεχε τους δρόμους και τις πλατείες κλαίγοντας και μεσιτεύοντας υπέρ της πόλεως και ζητώντας από τον Θεό να συγχωρέσει τις αμαρτίες του λαού. Καθώς προσευχόταν, μεταφέρθηκε στον Ανάπλου επί του Βοσπόρου, όπου είδε τον όσιο Δανιήλ τον Στυλίτη [11 Δεκ.], ο οποίος τον κάλεσε να ενώσουν τις προσευχές τους υπέρ της σωτηρίας της πόλεως. Τότε ένα πυρ κατέβηκε από τον ουρανό και εξεδίωξε τον δαίμονα που είχε προκαλέσει την επιδημία. 
Ο όσιος Ανδρέας δεν κουραζόταν να ψέγει τους αμαρτωλούς, είτε με προειδοποιήσεις, είτε με προφητείες για την επικείμενη τιμωρία τους, οι οποίες δεν αργούσαν ποτέ να εκπληρωθούν. Περνώντας μια μέρα μπροστά από πολυτελή εμπορεύματα που εκτίθεντο στην αγορά, φώναξε: «Άχυρα και σκουπίδια!». Μιαν άλλη φορά, μετά από κακόβουλη υποκίνηση κάποιων αργόσχολων που ήθελαν να διασκεδάσουν, βάλθηκε να τρώει λαίμαργα τα ωραία φρέσκα σύκα που εκτίθεντο στο γυάλινο δοχείο ενός οπωροπώλη, ο οποίος εκείνη την ώρα ξεκουραζόταν. Ξυπνώντας ο μικροπωλητής, όρμησε κατά του οσίου και παίρνοντας ένα μπαστούνι τον ξυλοφόρτωσε άγρια. Ο Ανδρέας με τη δύναμη της πραότητας του  Χριστού αφέθηκε πλήρως στα χτυπήματα δίχως αντίσταση και αργότερα αποκάλυψε ότι αν αυτός ξυλοκοπήθηκε εξαιτίας της γαστριμαργίας του, πόσω μάλλον θα τιμωρηθούν από τον Θεό αιωνίως οι αμετανόητοι αμαρτωλοί. Έχοντας λάβει το χάρισμα της διοράσεως, κατήγγελλε την υποκριτική ευσέβεια εκείνων που στέκονταν μέσα στην εκκλησία τρέφοντας μέσα τους φαύλες και διάφορες εμπαθείς σκέψεις ή έψαλλαν από ματαιοδοξία και επίδειξη και διέκρινε τους δαίμονες της αδιαφορίας, του χασμουρητού και της ακηδίας που υπέβαλλαν στα θύματά τους τη σκέψη να εγκαταλείψουν τον ναό πριν το τέλος της Λειτουργίας. Στο τέλος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ξεχώριζε την πνευματική κατάσταση του καθενός: βλέποντας τους ενάρετους στεφανωμένους με λεπτό λίνο και τους αμαρτωλούς με ακάθαρτα ζωύφια να κρέμονται από τα ενδύματά τους.

Μεριμνούσε, όμως, όλως ιδιαιτέρως για τον πνευματικό καταρτισμό του Επιφανίου, που ήταν ο μόνος με τον οποίο μιλούσε σοφά, συνετά και λογικά. Με την επιστήμη του Πνεύματος τον διαφώτιζε για τον αγώνα εναντίον των δαιμόνων και τον άφηνε ενίοτε να πειράζεται από αυτούς, προκειμένου να αποκτήσει την υπομονή και, αφού ψηθεί στη φωτιά των δοκιμασιών, να γίνει άξιος άρτος του Χριστού. Τον εισήγαγε, επίσης, στα μυστήρια της δημιουργίας, στον πνευματικό κόσμο και κυρίως του αποκάλυπτε, με πλήθος άγνωστες λεπτομέρειες της Γραφής, ό,τι έμελλε να επέλθει στη συντέλεια των αιώνων, όταν μετά από τρομερές δοκιμασίες, εισβολές και φυσικές καταστροφές, ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων θα επιθέσει ξανά το στέμμα του πάνω στον Σταυρό, στα Ιεροσόλυμα, και κατόπιν ένας άγγελος θα τον μεταφέρει στον ουρανό. Έτσι θα ολοκληρωθεί η περίοδος της Χριστιανικής Αυτοκρατορίας που εγκαθίδρυσε ο άγιος Κωνσταντίνος. Λίγο αργότερα, η Κωνσταντινούπολη – την οποία οι Βυζαντινοί της εποχής εκείνης θεωρούσαν συχνά αιώνια – θα καταποντισθεί στη θάλασσα, όπως και η ονομαστή Βαβυλώνα (Αποκ. 18, 21), και η εβραϊκή βασιλεία θα αποκατασταθεί στην Ιερουσαλήμ. Όλοι θα πιστέψουν στον Αντίχριστο που θα βασιλεύσει ως μοναδικός μονάρχης επί της γης και θα καταδιώξει τους χριστιανούς. Ο Χριστός θα παρουσιασθεί κατόπιν για να διεξαγάγει τον μεγάλο αγώνα κατά του Αντίχριστου και, όταν θα τον έχει νικήσει, θα τον οδηγήσει μαζί με τους δαίμονές του ενώπιον του βήματος του Θεού, ενώ θα αντηχήσει η σάλπιγγα εξ ουρανού αναγγέλλοντας την ανάσταση των νεκρών. Μετά την Κρίση, τέσσερεις άγγελοι θα σταθούν στα τέσσαρα πέρατα της γης και θα την τυλίξουν με διαταγή του Κυρίου. Όλη η κτίση τότε θα ανακαινισθεί, καινοί ουρανοί και γη καινή θα φανερωθούν, ώστε όλα να είναι σύμμορφα με τα άφθαρτα σώματα των αναστημένων ανθρώπων. Τα πάντα τότε θα είναι άφθαρτα και αιώνια και μία άφατη ευωδία θα πληρώσει το ανακαισμένο σύμπαν που θα το φωτίζει ακατάπαυστα το φως το ανέσπερο της Βασιλείας του Χριστού.

Μια μέρα που ο Ανδρέας και ο Επιφάνιος είχαν μεταβεί στον ναό των Βλαχερνών για την αγρυπνία που τελούνταν εκεί κάθε εβδομάδα, είδαν την Παναγία Θεοτόκο να προβάλλει από την Ωραία Πύλη, συνοδευόμενη από πλήθος αγίων, μεταξύ των οποίων ήσαν ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Ιωάννης ο Θεολόγος, και να σκέπει με το μαφόριό της τον λαό [4]. 
Μια άλλη φορά, καθώς ο Ανδρέας διάβαζε στον μαθητή του ένα κείμενο του Μεγάλου Βασιλείου, μια ουράνια ευωδία απλώθηκε γύρω τους. Στην ερώτηση του Επιφανίου ο άγιος απάντησε ότι την ευοσμία αυτή τη λαμβάνουν οι άγγελοι από τον Θρόνο του Θεού για να θυμιάσουν και να τιμήσουν τους ανθρώπους σε τρεις περιπτώσεις: όταν προσεύχονται, όταν αναγιγνώσκουν τα ιερά βιβλία και όταν υπομένουν καρτερικά από αγάπη για τον Θεό.

Λίγο μετά τις αποκαλύψεις του για τη συντέλεια των αιώνων, ο όσιος Ανδρέας ανήγγειλε στον Επιφάνιο την επικείμενη τελευτή του. Του απαγόρευσε, όμως, να τιμά τη μνήμη του ή να φυλάξει τα λείψανά του, διότι είχε κάνει τάμα ενώπιον του Θεού να μη δοξασθεί ποτέ στη γη. Του ανανέωσε την πρόβλεψή του για την εκλογή του στο πατριαρχικό αξίωμα και του υποσχέθηκε να τον βοηθά πάντα, υπό τον όρο να επιδεικνύει άοκνα μέριμνα αγάπης για τους πτωχούς, τις χήρες, τα ορφανά και για όσους δοκιμάζονται. Κατόπιν μετέβη στον Ιππόδρομο, στη στοά, όπου συνήθιζαν να στέκονται οι πόρνες, κι εκεί προσευχήθηκε όλη τη νύχτα υπέρ του σύμπαντος κόσμου. Τελειώνοντας την προσευχή του, ο μακάριος ξάπλωσε στη γη και, κοιτάζοντας με ένα χαμόγελο το πλήθος των αγίων που εμφανίσθηκαν για να του παρασταθούν, παρέδωσε την πολύαθλη ψυχή του στον Θεό μετά από εξήντα έξι χρόνια ασκητικών αγώνων, κρυμμένων κάτω από το πέπλο του μυστηρίου της σαλότητας. Μια έντονη ευωδία θυμιάματος προσείλκυσε μια φτωχή γυναίκα που έμενε εκεί κοντά, η οποία προσέτρεξε και ανακάλυψε το σώμα του. Όταν όμως το πλήθος, ειδοποιημένο από εκείνη, έσπευσε προς το σκήνωμα του οσίου, εκείνο είχε γίνει άφαντο, μεταφερμένο από τον Θεό σε άγνωστο τόπο. Τη νύχτα εκείνη ο Επιφάνιος είδε τη ψυχή του πνευματικού πατέρα του, επτά φορές φωτεινότερη από τον ήλιο, να υψώνεται στους ουρανούς με την παρουσία μυριάδων αγγέλων που έχαιραν και δοξολογούσαν τον Θεό για την ένθεη πολιτεία του οσίου Ανδρέα και για τα τόσα επί γης θαυμαστά του κατορθώματα.

 ~ Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ ~
[1]  Ο βιογράφος του Νικηφόρος που έγραψε τον Βίο του, μεταξύ 920 και 956, τον τοποθετεί αναχρονιστικά στους χρόνους του Λέοντα Α΄ (457-474). Θα έπρεπε μάλλον να μετατεθεί κατά τη βασιλεία του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού (886-911). Κυκλοφορούν διάφορες εκδόσεις του Βίου με νεοελληνική μετάφραση, π.χ. Νικηφόρος Πρεσβύτερος, «Βίος και Πολιτεία του Οσίου Πατρός ημών Ανδρέου του διά Χριστόν Σαλού», Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1984, και Ι. Ησυχαστηρίου των Δανιηλαίων, Άγιον Όρος 2002.
[2]  Ο άγιος Συμεών [6ος αι., βλ. 21 Ιουλ.] είναι ο βασικός και ο πιο χαρακτηριστικός αντιπρόσωπος αυτού του είδους εξαιρετικής αγιότητος, την οποία γενικά δεν συμβουλεύουν οι Πατέρες. Στην Ελληνική Εκκλησία τιμώνται επίσης η αγία Ισιδώρα Ταβεννησίου [1 Μαΐου] και οι άγιοι: Παύλος Κορίνθου [6 Νοεμ.], Σάββας ο Βατοπαιδινός [5 Οκτ.], Νικόδημος ο Νέος [24 Νοεμ.], καθώς και άλλοι που υιοθέτησαν προσωρινά τη σαλότητα, όπως ο άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης [13 Ιαν.] ή ο όσιος νεομάρτυς Γεδεών ο Καρακαλληνός [30 Δεκ.]. Κυρίως όμως στη Ρωσία γνώρισε, η μορφή αυτή αγιότητας, μεγάλη άνθιση. Η Εκκλησία αναγνώρισε εκεί τριάντα επτά «Σαλούς». Συγκεκριμένα τους αγίους: Ιωάννη τον Δασύτριχο του Ροστώφ [3 Σεπτ.], Κυπριανό του Σουζντάλ [2 Οκτ.], Συμεών του Γιούριεβιτς [4 Νοεμ.], Μάξιμο Μόσχας [11 Νοεμ.], Προκόπιο του Βυάτκα [21 Δεκ.], Μιχαήλ του Κλοπς [11 Ιαν.], Γαλακτίωνα [12 Ιαν.] και Θεόδωρο του Νόβγκοροντ [19 Ιαν.], Ξενία της Αγίας Πετρούπολης [11 Σεπτ. και 24 Ιαν.], Νικόλαο [28 Φεβρ.], Ισίδωρο του Ροστώφ [4 Μαΐου], Ιωάννη [29 Μαΐου] και Προκόπιο του Ουστιούγκ [8 Ιουλ.], κ.α. Στη Ρωσία, πριν την Επανάσταση, δεν υπήρχε χωριό που να μην είχε τον δικό του «Γιουροντίβι» (Σαλό). Βλ. σχετικά: Ε. Γκοραΐνωφ, «Οι διά Χριστόν Σαλοί», εκδ. «Τήνος», Αθήνα 1993.
[3]  Θα μπορούσε, λοιπόν, να πρόκειται για τον άγιο Πολύευκτο (956-970) [5 Φεβρ.] ή για τον άγιο Αντώνιο Γ΄ (974-980) [12 Φεβρ.].
[4]  Διακριτό από το σύνηθες θαύμα που επιτελούνταν κάθε Παρασκευή στον ναό αυτό, κατά τη διάρκεια του οποίου το μαφόριο που κάλυπτε την εικόνα της Θεοτόκου ανυψωνόταν από μόνο του και έμενε μετέωρο, το θαύμα αυτό προσέφερε το θέμα της εορτής της αγίας Σκέπης της Θεοτόκου [1 Οκτ. και αργότερα 28 Οκτ.], η οποία, καθώς φαίνεται, καθιερώθηκε στη Ρωσία τον 12ο αι. και από ’κει διαθόθηκε στην Ελλάδα κατά τον 19ο αι.
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 9ος (Μάιος),

Κυριακή 26 Μαΐου 2024

Κυριακή του Παραλύτου Συναξάρι Πεντηκοσταρίου

Κυριακή του Παραλύτου 
Συναξάρι Πεντηκοσταρίου 
Την τέταρτη Κυριακή από το Πάσχα τελούμε τη μνήμη τού Παραλύτου και όπως ταιριάζει εορτάζουμε αυτό το μεγάλο θαύμα. 
Το θαύμα αυτό τοποθετήθηκε σ’ αυτή την ημέρα γιατί ο Χριστός το έκανε κατά τον καιρό που οι Εβραίοι εόρταζαν τη δική τους Πεντηκοστή. 
Όταν δηλαδή ο Κύριος ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα για την εορτή αυτή, πήγε στην Κολυμβήθρα που είχε πέντε καμάρες, και που την είχε κτίσει ο Σολομών. Αυτή ονομαζόταν Προβατική, διότι εκεί έπλεναν τα εντόσθια των προβάτων που θυσιάζονταν στον Ναό· ή πιθανόν (από το πρώτος - βαίνω) επειδή ο πρώτος που έμπαινε σ’ αυτήν όταν ο άγγελος, μια φορά το χρόνο, ανατάραζε το νερό, γινόταν υγιής. 
Βρήκε λοιπόν εκεί ο Κύριος έναν άνθρωπο κατάκοιτο τριάντα οκτώ χρόνια επειδή δεν είχε ποιον να τον βάλει στο νερό. (Από αυτό μαθαίνουμε πόσο καλό είναι η καρτερία και η υπομονή). Και επειδή έμελλε να δοθεί το Βάπτισμα που καθαρίζει κάθε αμαρτία, ο Θεός οικονόμησε στην Παλαιά Διαθήκη να γίνονται με νερό θαύματα, ώστε όταν έρθει το βάπτισμα, να γίνει εύκολα δεκτό. 
Πλησίασε λοιπόν ο Ιησούς αυτόν τον παράλυτο, που λεγόταν Ίαρος, και τον ρώτησε, και πήρε την απάντηση ότι δεν έχει κάποιο βοηθό. Και ο Χριστός, ξέροντας ότι είχε λιώσει τόσα χρόνια στην αρρώστια, του είπε: «Σήκωσε το κρεβάτι σου και περπάτα». 
Και αμέσως ο παράλυτος βρέθηκε υγιής, σήκωσε στους ώμους το κρεβάτι του –για να μη νομιστεί φαντασία το θαύμα– και πήγαινε στο σπίτι του. Ήταν όμως Σάββατο, και οι Ιουδαίοι τον εμπόδιζαν να περπατά, αλλ’ αυτός αποκρίθηκε ότι έτσι τον πρόσταξε εκείνος που τον θεράπευσε - γιατί δεν Τον γνώριζε, επειδή ο Ιησούς, καθώς μαζεύτηκε κόσμος, έφυγε και κρύφτηκε. 
Αργότερα ο Χριστός τον βρήκε στον Ναό και του είπε: «Πρόσεξε, έγινες υγιής, μην αμαρτάνεις πια, για να μην πάθεις τίποτε χειρότερο». 
Αυτό -λένε κάποιοι, αλλά όχι ορθά- το είπε ο Χριστός επειδή αυτός έμελλε να του δώσει ράπισμα μπροστά στον αρχιερέα Καϊάφα και να κληρονομήσει χειρότερο πειρασμό, να βασανίζεται στην αιώνια φωτιά όχι τριάντα οκτώ χρόνια αλλά για πάντα. Μάλλον όμως ο Κύριος με τα λόγια αυτά του έδειξε ότι από τις αμαρτίες του έπαθε την ασθένεια της παραλυσίας. 
(Ωστόσο οι αρρώστιες δεν προέρχονται όλες από αμαρτίες, αλλά και από φυσικά αίτια και από πολυφαγία και απροσεξία και πολλά άλλα). 
Όταν ο παράλυτος έμαθε ότι ο Ιησούς είναι αυτός που τόν θεράπευσε, το είπε στους Ιουδαίους, και εκείνοι για εκδίκηση ζητούσαν να θανατώσουν τον Χριστό διότι δήθεν κατέλυσε το Σάββατο. Αυτός τους έλεγε πολλά εξηγώντας ότι είναι θεάρεστο το να κάνει κανείς το καλό και κατά το Σάββατο, και ότι Αυτός είναι που έδωσε την εντολή του Σαββάτου, και είναι ίσος με τον Πατέρα, και όπως Εκείνος εργάζεται, έτσι και Αυτός εργάζεται. 
Το θαύμα του παραλύτου εορτάζεται αυτή την περίοδο διότι και αυτό έγινε την Πεντηκοστή, όπως και το της Σαμαρείτιδος και του τυφλού. Διότι τον Θωμά και τις Μυροφόρες τους εορτάζουμε προς βεβαίωση της Αναστάσεως του Χριστού, ενώ τα άλλα μέχρι την Ανάληψη διότι έγιναν τον καιρό της εβραϊκής Πεντηκοστής και τα μνημόνευσε ο ευαγγελιστής Ιωάννης. 
Με το άπειρο έλεός Σου, Χριστέ ο Θεός, ελέησέ μας. Αμήν.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος - Περὶ μουσικῆς καὶ χοροῦ



Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος 
 Περὶ μουσικῆς καὶ χοροῦ

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Gregorius Nazianzenus Theol. : Contra Julianum imperatorem 2 (orat. 5) : Volume 35, page 709, line 34

ναλάβωμεν ὕμνους ἀντὶ τυμπάνων, ψαλμῳδίαν ἀντὶ τῶν αἰσχρῶν λυγισμάτων τε καὶ ᾀσμάτων, κρότον εὐχαριστήριον ἀντὶ κρότων θεατρικῶν, καὶ χειρῶν πρᾶξιν εὔηχον, σύννοιαν ἀντὶ γέλωτος, ἀντὶ μέθης ἔμφρονα λόγον, ἀντὶ θρύψεως σεμνοπρέπειαν. Εἰ καὶ ὀρχήσασθαι δεῖ σε, ὡς πανηγυριστὴν καὶ φιλέορτον, ὄρχησαι μὲν, ἀλλὰ μὴ τὴν Ἡρῳδιάδος ὄρχησιν τῆς ἀσχήμονος, ἧς ἔργον Βαπτιστοῦ θάνατος· ἀλλὰ τὴν Δαβὶδ ἐπὶ τῇ καταπαύσει τῆς κιβωτοῦ, ἣν ἡγοῦμαι τῆς εὐκινήτου καὶ πολυστρόφου κατὰ Θεὸν πορείας εἶναι μυστήριον. Πρῶτον μὲν δὴ τοῦτο καὶ μέγιστον τῆς ἐμῆς παραινέσεως.

Τρίτη 21 Μαΐου 2024

"The way of a Pilgrim" Oι περιπέτειες ενός προσκυνητή

 

"The way of a Pilgrim" 
Oι περιπέτειες ενός προσκυνητού

Ποιος είναι τελικά ο συγγραφέας του γνωστού βιβλίου «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητή»;

Η απάντηση εδώ  

Σάββατο 18 Μαΐου 2024

Μιλάμε με το στόμα μας (όταν προσευχόμαστε), αλλά με το μυαλό μας είμαστε πολύ μακριά.

 
Μιλάμε με το στόμα μας (όταν προσευχόμαστε), αλλά με το μυαλό μας είμαστε πολύ μακριά. Και ο Ιησούς Χριστός μας παραπονέθηκε λέγοντας στους συγχρόνους Του, και το οποίο ακόμα και σήμερα που το ακούμε μας πληγώνει: «Αυτοί οι άνθρωποι Με τιμούν με το στόμα τους μόνο, αλλά με τις καρδιές τους είναι μακριά από εμένα». Και επειδή Αυτός είναι μακριά, Αυτός περιμένει Εμείς είμαστε αυτοί που θα υποφέρουμε! 
Προσευχόμαστε, τις συνηθισμένες προσευχές, και φεύγουμε από την εκκλησία, ή το μέρος που προσευχόμαστε, και είμαστε ακόμα τόσο κακοί όσο όταν ξεκινήσαμε! 
Γιατί; 
Επειδή δεν είχαμε επαφή με το Πνεύμα που μπορεί να μας δίνει ειρήνη, που μπορεί να μας εμπνεύσει, που μπορεί να μας δώσει δύναμη, ζήλο για το Θεό, για αγαθότητα, για ομορφιά, για καλές πράξεις, για αγάπη για τους άλλους! Είμαστε πάντα κακόκεφοι, δηλητηριασμένοι, νευρικοί, πολύ ευαίσθητοι! Κάποιος μας προσβάλει με μια ακατάλληλη λέξη, αυτό ήταν! Είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε με βία! Επειδή αυτό είναι μέσα μας που αυτή η αναταραχή υπάρχει. Και γι΄ αυτό λέω τώρα ότι χρειαζόμαστε αυτή τη νηφαλιότητα, αυτό τον εσωτερικό εξαγνισμό. Αυτό είναι μια μάχη, πρέπει να είναι η συνεχής αγωνία μας, παρόμοια με το να θέλουμε να ανάψουμε μια λάμπα σε ένα δωμάτιο: κάποιος πρέπει να έχει μια πρίζα, ώστε να φωτίσει αμέσως. Ωστόσο, συχνά όταν προσευχόμαστε, δεν έχουμε το ρεύμα, για να μιλήσουμε. Δεν μπορούμε να έχουμε καμία ένωση με την Πηγή του φωτός, της αγάπης και της δύναμης. Παραμένουμε στη σκιά, στο σκοτάδι. 
Μετάφραση-ἀπὸδοση στὰ ἑλληνικά ἀπὸ www.agiazoni.gr

Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ [1]

 
Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ
ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ [1]
«Πεθαμένη τέχνη» και πεθαμένοι άνθρωποι που την κρίνουν 
Άρθρο του Φώτη Κόντογλου στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 28/11/1948 ΠΗΓΗ ΕΔΩ 
Για την καρδιά μου, η μονάχη αληθινή τέχνη, είναι η βυζαντινή τέχνη. Και δεν μου κακοφαίνεται επειδή τη λένε παλιά, ξεπεσμένη, δογματική, ασκητική, άτεχνη κ.λ.π., αλλά λυπάμαι, γιατί πολλού άνθρωποι δεν γεύουνται τη γλυκύτητά της, παρασυρμένοι από κάποιους που μιλούν περιφρονητικά για την άγια τούτη τέχνη, με θεωρίες και με κούφια λόγια, που τα μάθανε τάχα στη Ευρώπη, στην πηγή της σοφίας. Μα υπάρχει και κάποια άλλη σοφία, πιο αληθινή και υπάρχουνε και αισθήματα πιο αγνά, πιο θρεφτικά για την ψυχή από την έρημο Σαχάρα της ανάλυσης και της αντικειμενικής αισθητικής, όπως τη λένε δα αυτοί οι σοφοί, που είναι και στη φάτσα και στην ψυχή τους σαν χημικοί, να πούμε, της τέχνης.
Τώρα τελευταία στη Ελλάδα δουλεύουμε όλο με θεωρίες. Κι οι θεωρίες είναι σκιάχτρα που φοβερίζουνε τον καϋμένο τον κόσμο να υποταχθεί. Κάποιος σοφός της Ευρώπης είπε πως δεν υπάρχει ουτοπία, που να μην την έκανε ο Ευρωπαίος θεωρία. Θεωρία του Φαλμεράγιερ, θεωρία του Ταΐν, θεωρία του Αϊνστάϊν, θεωρία της τέταρτης διάστασης, θεωρία του Φρόϋντ, θεωρία του Υπαρξισμού κ.λ.π. Τι φοβερά τελώνια. Κι ο φουκαράς ο άνθρωπος που θέλει να γλιτώσει απ’ αυτές τις Ερινύες καταφεύγει, για να ξεκουραστεί το πνεύμα του, στην τέχνη, που τη νομίζει για αθώα και βρίσκει ο δυστυχής πάλι θεωρίες κι εκεί πέρα. Ο κάθε ζωγράφος έχει και μια θεωρία. Κι όλες στηρίζονται πάνω σε μια βελόνα, που στέκεται απάνω σ’ ένα αυγό (κατά τον Ναστρατίν Χότζα) και κηρύττουνε όλες με λύσσα την «εξέλιξη», «το σύγχρονο πνεύμα» και το «νεωτερισμό». Στράγγιξε λοιπόν ολότελα το αίμα από την καρδιά των ανθρώπων και το πήρε το μυαλό και το ‘κανε έμπυο και φαρμακώνεται η ανθρωπότητα.
Σ’ ένα βιβλίο έχω γραμμένο :
«Είναι ολότελα έξω από τις δυνάμεις του ανθρώπου να δημιουργήσει μέσα σε μια ψυχή κάτι τι, που δεν υπάρχει από πριν μέσα σε τούτη την ψυχή. Απλά με τα λόγια του δίνει αφορμή για να ξυπνήσουνε πράγματα που κοιμούνται μέσα μας και που ο Θεός ξέρει μοναχά από που κρατάνε». Και σημείωσε πως τότε που τα έγραφα αυτά είχα κι εγώ τη μανία να πείσω τον άλλον, αν και σιχαινόμουνα ανέκαθεν τα θεωρίες, ενώ τώρα, μ΄ αυτά που γράφω, θέλω μοναχά να φυλάξω όσο μπορώ τους αθώους απ’ αυτή τη δυστυχία της επιστημονικής γνώσης της τέχνης. Κι επειδή όσοι τη διδάσκουνε μεταχειρίζονται για εργαλείο το μυαλό, θα το μεταχειριστώ κι εγώ λίγο πολύ αυτό το εργαλείο, μ’ όλο που είναι σκουριασμένο από την αχρηστία που το έχω αφήσει. 
Τσαμπουνάνε λοιπόν αυτοί οι αναλυτικοί μέρα νύχτα, για να μην το ξεχάσουμε, πως ο τεχνίτης «πρέπει» (διαταγή) να αντιπροσωπεύει την εποχή του και αν δεν την αντιπροσωπεύει είναι για πέταμα. Ποια είναι η εποχή μας κι από που θα φανεί πως την αντιπροσωπεύουμε; Η κάθε εποχή δεν είναι ένα πράγμα. Στη ίδια εποχή και στη ίδια χώρα ζήσανε ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Βαλαωρίτης, ο Βηλαράς, ο Κολοκοτρώνης κ.λ.π. Ποιος εξέφρασε τη εποχή του; Αν δεν ήξερες την ιστορία, θα’ νοιωθες πως όλοι τούτοι ζήσανε τον ίδιο καιρό; Ή θα ‘λεγες πως ο Κάλβος έζησε εκατό χρόνια πρωτύτερα; Γιατί δηλαδή ο Κάλβος να μην είχε ζήσει στα 1700 ή στα 1500 ή στα 1300; Μίλα ίσια! Άσε τις φιλοσοφίες. Γιατί τάχα ο Παπαδιαμάντης να μην έχει ζήσει πριν από το Βηλαρά κι ο Κολοκοτρώνης ύστερα από τον Καβάφη; 
Μπορείς να βρεις άκρη στα φανερώματα της ζωής; Μα εσύ θέλεις να τα καταστρέψεις όλα, θέλεις να κάνεις σύστημα. Και τι κερδίζεις μ’ αυτό; Έχεις έναν φτωχοεγωϊσμό, που σου λέγει πως κάνεις κάτι μ’ αυτές τις κατατάξεις. Κι τι ανάγκη έχει ο ζωγράφος π.χ. από αυτά τα καθήκοντα, να αντιπροσωπεύει δηλαδή την εποχή του; Την εποχή τους την εκφράζουνε με τον εξωτερικό τρόπο που εννοείς εσύ, οι μέτριοι τεχνίτες. Την εποχή του Παπαδιαμάντη λ.χ. την εκφράζει (εξωτερικά) περισσότερο ο Ασμοδαίος, ο Κλεάνθης Τριαναταφύλλου, το ημερολόγιον το Ασωπίου, οι λογής λογής φημερίδες παρά ο Παπαδιαμάντης. Αυτός μπορεί να εκφράζει τον ελληνισμό από τα χρόνια του Νικηφόρου Φωκά ίσαμε σήμερα. 
Αν μου πεις πως εκφράζουνε εσωτερικά την εποχή τους, θα σου απαντήσω πως ναι, την εκφράζουνε, γιατί δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Την εκφράζουνε χωρίς να το θέλουν, αβίαστα, συχνά χωρίς να το γνωρίζουνε. Γιατί ο άνθρωπος που έχει «ζωήν εν εαυτώ» είναι σε αρμονία με την γύρω του ζωή. Κι ό,τι κάνει είναι δικαιωμένο. Αλλά αν εννοείς τούτη την εσωτερική, τούτη τη βαθύτερη αντιπροσώπευση, που γίνεται απροσπάθητα από κάθε αληθινόν άνθρωπο σε ό,τι έργο κάνει, γιατί ανησυχείς κι ολοένα θυμίζεις στους άλλους, πως πρέπει να αντιπροσωπεύουνε την εποχή τους; 
Αγαπητέ μου ‘το πνεύμα «όπου θέλει ποιεί» και δεν ρωτά την σοφή κεφαλή τη δική σου ή την δική μου τι πρέπει να κάνει και πως πρέπει να το κάνει. Άμα ο τεχνίτης είναι αληθινός, άμα είναι ζωή μέσα του, όπου θέλει πηγαίνει και στα πιο παλιά και στα πιο λησμονημένα, κι ό,τι κάνει θα’ χει την πνοή (θα ακολουθήσει το δεύτερο μέρος του άρθρου).

Πέμπτη 16 Μαΐου 2024

ΜΟΝΑΧΟΣ ΘΗΚΑΡΑΣ - ΠΡΩΤΗ ΩΡΑ

ΜΟΝΑΧΟΣ ΘΗΚΑΡΑΣ 
ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΤΟΥ 14 ΑΙΩΝΑ ΠΡΩΤΗ ΩΡΑ 
ΠΗΓΗ-ΕΔΩ


ΠΡΩΤΗ ΩΡΑ

Ἀρξάμενος λέγειν τὴν πρώτην Ωραν, λέγε πρῶτον· Βασιλεῦ οὐράνιε, τὸ Τρισάγιον, τὸ Κύριε ἐλέησον (ιβ΄). Δόξα. Καὶ νῦν. Εἶτα τὸν Ὕμνον τοῦτον·

Ὕμνος εἰς τὴν πρώτην Ωραν 
Δόξα τῇ παντοκρατορικῇ δυναστείᾳ σου, Παναγία Τριάς, ὁμοούσιε Θεὲ τρισυπόστατε καὶ συναΐδιε· τὸ ἄσχετον κράτος· τὸ προαιώνιον· τὸ ὑπεράρχιον· ἡ ἀδιαίρε-τος βασιλεία καὶ ἀκατάληπτος. 
Δόξα τῇ παντοκρατορικῇ δυναστείᾳ σου· ἡ ὑπερούσιος οὐσία, καὶ ἀγαθότης ἡ ὑπεράγαθος· ἡ ὑπέρσοφος σοφία, καὶ ζωὴ ἡ ὑπέρζωος· ἡ θεοποιὸς θεαρχία καὶ φωταρχία καὶ κυριαρχία. 
Δόξα τῇ παντοκρατορικῇ δυναστείᾳ σου· ἡ γενεσιουργὸς αἰτία τοῦ σύμπαντος· ἡ ἀνεκλάλητος καλλονὴ καὶ ἐπέραστος· τὸ ὄντως ἀγαθόν, τὸ ὄντως καλόν· τὸ ζωογόνον κῦρος καὶ ζωῆς ἁπάσης παρεκτικόν· τὸ πάντων ἐφετῶν τὸ ἀκρότατον. 
Δόξα τῇ παντοκρατορικῇ δυναστείᾳ σου· ἡ παντοδύναμος καὶ ἄρρητος δύναμις· ἡ πάντα σοφῶς καὶ ἀρίστως δημιουργήσασα καὶ πᾶσαν λογικήν σου δημιουργίαν σοφίζουσα· ἡ ὑπεράπειρος κυριότης, ἡ συνέχουσα καὶ συντηροῦσα καὶ προνοοῦσα τοῦδε τοῦ παντός· ἐξ ἧς αἱ πρῶται καὶ πρεσβύταται δυνάμεις, καὶ τὸ εἶναι ἔχουσι καὶ πρῶται εἰσί. 
Δόξα τῇ παντοκρατορικῇ δυναστείᾳ σου, ὁ Πατὴρ ὁβἀγέννητος· ἡ μόνη πηγαία θεότης, ἡ τελεταρχική· τὸ κυρίως καὶ πρώτως αἴτιον τῆς δυνάμεως καὶ τῆς σοφίας· ἡ ἄναρχος ἀρχὴ καὶ ἀπέραντος τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ ἀγαθοῦ. 
Δόξα τῇ παντοκρατορικῇ δυναστείᾳ σου, ὁ Υἱὸς ὁ γεννητός· τὸ ἐκ τοῦ ἀϊδίου φωτὸς ἀΐδιον φῶς· ὁ τοῦ Πατρὸς χαρακτὴρ καὶ εἰκὼν φυσικὴ ἀπαράλλακτος· ὁ μονοτρόπως ἐκ τοῦ Πατρὸς εἷς Υἱὸς ὡς μονογενής. 
Δόξα τῇ παντοκρατορικῇ δυναστείᾳ σου, τὸ πανάγιον Πνεῦμα· τὸ πανσθενές· τὸ μόνον καὶ μόνως ἐκπορευόμενον ἐξ ἑνὸς καὶ μόνου τοῦ θεογόνου Πατρός· τὸ ἐκ τοῦ ὑπερουσίου φωτὸς τοῦ Πατρὸς ὁμοούσιον φῶς καὶ ἀπρόσιτον. 
Δόξα τῇ παντοκρατορικῇ δυναστείᾳ σου· ἡ μία ἐκ τῆς μιᾶς θεότητος ἔλλαμψις ἑνικῶς διαιρουμένη, καὶ συνα-λπτομένη διαιρετῶς· ἡ ὑπερβάλλουσα ἀμέρεια τῆς τριφαοῦς ἑνότητος· ἐν ᾗ πάντα συνῆπται καὶ πρόσεστιν ἀρρήτως καὶ ὑπερήνωται.
Δόξα τῇ παντοκρατορικῇ δυναστείᾳ σου· ὁ ἐν τρισὶν ἰσουργοῖς· ὑποστάσεσιν εἷς καὶ μόνος Θεός· ὁ μόνος δυνάστης· ὁ μόνος κραταιός· ὁ μόνος ἀγαθός.

Εὐχὴ
Σπλαγχνίσθητι ἐπ᾿ ἐμοὶ τῷ βεβήλῳ καὶ ἀναξίῳ δούλῳ σου ὑπεράγιε Δέσποτα, καὶ πᾶσαν περίελέ μου τὴν αἰσχρουργίαν καὶ μυσαρότητα.

Φώτισόν μου τὴν ἐξοφωμένην διάνοιαν τὰ ἄνω καὶ ἐπιθυμεῖν καὶ ἀεὶ περὶ τούτων ἀναστρέφεσθαι.
Ἐνίσχυσόν με τοῦ ποιεῖν ἀόκνως καὶ ἀρρᾳθύμως τὰ τῆς σῆς βασιλείας σωστικὰ προστάγματα, ἵνα ὀρθῶς φρονῶν, ὀρθῶς βιοτεύων, τὸν τρισάγιον ὕμνον ὁ ἀχρεῖος ἐγὼ καὶ ἀνάξιος, μετὰ παρρησίας ἀκατακρίτως προσάγω τῇ βασιλείᾳ σου οὕτω βοῶν· Ἅγιος ὁ Θεός, ὁ Πατὴρ ὁ προάναρχος· Ἅγιος Ἰσχυρός, ὁ Υἱὸς ὁ συνάναρχος· Ἅγιος Αθάνατος, τὸ Πνεῦμα τὸ συναΐδιον. 
Τριὰς ἁγία ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ· καὶ οἷς ἐπίστασαι κρίμασι, σῶσον με τὸν ἀνάξιον δοῦλον σου. 
Πρεσβείαις τῆς παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ πάντων σου τῶν Ἁγίων, ὅτι εὐλογητὸς εἶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 
[Καὶ εὐθύς· Δεῦτε προσκυνήσωμεν (γ΄), μετανοίας (γ΄), καὶ ἄρξον τοὺς ψαλμούς· Τὰ ῥήματά μου ἐνώτισαι, Κύριε καὶ τὰ λοιπὰ τῆς πρώτης Ωρας· ὅταν δὲ ἡ Ασκητικὴ Ἀκολουθία λέγεται, οὐ λέγουσι Δεῦτε προσκυνήσωμεν, ἀλλ᾽ εὐθὺς τὴν Προοιμιακὴν Εὐχὴν τῆς πρώτης Ωρας (βλ. σελ. 304) καὶ τὰ λοιπά].

 

Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

Προσευχὴ πρὸ τοῦ ὕπνου

Προσευχὴ πρὸ τοῦ ὕπνου

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μας, σὺ ποὺ ἀνέδειξες τὴν ἁγίαν σου Μητέρα τιμιωτέρα ὅλων τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων, Σὺ Πανάγαθε, μὲ τὶς πρεσβεῖες της καὶ ὅλων σου τῶν ἁγίων, συγχώρησέ μου τὸν ἀνάξιο δοῦλο σου σ᾿ ὅ,τι ἁμάρτησα σήμερα σὰν ἄνθρωπος, τὰ θεληματικὰ καὶ τὰ ἀθέλητα σφάλματά μου, αὐτὰ ποὺ ἤξερα πὼς εἶναι ἁμαρτία κι αὐτὰ ποὺ δὲν ἤξερα, αὐτὰ ποὺ ἔκανα ἀπὸσυναρπαγὴ καὶ ἀπροσεξία καὶ ἀμέλεια, εἴτε ὁρκίστηκα στὸ ἅγιο Ὄνομά σου, εἴτε δὲ τήρησα τὸν ὅρκο μου, εἴτε βλασφήμησα μέσα μου, ἢ ἔκλεψα, ἢ εἶπα ψέματα, ἢ κάτι μου ζήτησε ἕνας φίλος μου καὶ ἐγὼ δὲν τὸν πρόσεξα, ἢ ἔθλιψα καὶ πίκρανα κάποιο ἀδελφό, ἢ ὅταν στεκόμουν νὰ προσευχηθῶ καὶ νὰ ψάλω ὁ νοῦς μου γύριζε σὲ πονηρὰ καὶ βιωτικά, ἢ παρὰ τὸ πρέπον ἀπόλαυσα, ἢ μίλησα ἀπρόσεκτα, ἢ γέλασα χωρὶς φρόνηση, ἢ κενοδόξησα, ἢ περηφανεύτηκα, ἢ εἶδα μάταιη ὀμορφιὰ καὶ τράβηξε τὸ νοῦ μου, ἢ ἐφλυάρησα, ἢ περιεργάστηκα μὲ διάθεση κατακρίσεως τὸ ἐλάττωμα τοῦ ἀδελφοῦ μου καὶ τὸν κατέκρινα, παραβλέποντας τὰ δικά μου ἀναρίθμητα σφάλματα, εἴτε ἀμέλησα τὴν προσευχή μου, εἴτε ἄλλο πονηρὸ σκέφθηκα. Ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα ποὺ ἔκανα καὶ δὲν θυμᾶμαι συγχώρησέ τα, Χριστέ μου, καὶ ἐλέησέ με, γιατὶ εἶσαι ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, ὥστε νὰ κοιμηθῶ εἰρηνικὰ καὶ νὰ σὲ δοξάζω, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ μου, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιό σου Πνεῦμα καὶ τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


 

Ὁ κόσμος ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο



Ὁ κόσμος ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο 
Στανιλοάε Δημήτριος
Πρεσβύτερος (+) 
Μέσα στὴν μυστηριακὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀνακαλύπτει κανεὶς ξανὰ τὴν μυστηριακὴ δομὴ τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος δὲν ἔχει ἔννοια, παρὰ μόνο ἂν τὸν ἀποδεχτοῦμε σὰν δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Ὁ κόσμος εἶναι ἡ ἄμπελος ποὺ δόθηκε στοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ κόσμος ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν κόσμο, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (18 ὄμ. εἰς Ρωμαίους). Ὅλα εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἄμπελος τῆς ἀγάπης του. Μ’ ὅλα ἐπιβεβαιώνεται καὶ μᾶς μεταδίδεται ἡ πλημμύρα τῆς θείας ἀγάπης, ἡ εὐδοκία καὶ ἡ χάρη Του. Κατὰ συνέπεια, ὅλα εἶναι μυστήριο, ὅπως καὶ κάθε δῶρο πού μᾶς κάνει καθένας ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας, εἶναι δεῖγμα καὶ φορέας τῆς ἀγάπης του γιὰ μᾶς.
Ὅμως τὸ δῶρο ἀπαιτεῖ μία ἀπάντηση πάλι μὲ δῶρο, γιὰ νὰ μπορέσει ἔτσι νὰ πραγματοποιηθεῖ τὸ κύκλωμα τῆς ἀγάπης. Γιὰ τὸν λόγο, ὅμως, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ δώσει τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ τοῦ ἔχει δοθεῖ γιὰ τὶς ἀνάγκες του, τὸ δῶρο του εἶναι θυσία ποὺ τὴν προσφέρει στὸν Θεό, ὡς ἐκδήλωση ἀναγνώρισης. Τὸ δῶρο λοιπὸν τῶν ἀνθρώπων στὸν Θεὸ εἶναι θυσία καὶ εὐχαριστία. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἔτσι ἕνας ἱερέας ποὺ προσφέρει τὴν εὐχαριστία του στὸν Θεό. «Ἐν Χριστῷ», συγκεφαλαιώνονται οἱ μεγαλύτερες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἁγιότερη εὐχαριστία τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ «μέγας ἀρχιερεύς», ὁ ὕψιστος θύτης. Καὶ στὸ φῶς του καταλαβαίνουμε τὸν κόσμο ὁλόκληρο ὡς δῶρο, κι ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ τὸν προσφέρουμε στὸ Θεὸ ἁγνὴ εὐχαριστία. 
Προσφέροντας ὅμως στὸν Θεὸ εἶτε δῶρα εἶτε θυσία, βάζουμε στὸν κόσμο τὴν σφραγίδα τῆς ἐργασίας μας, τὴν σφραγίδα ἐκείνη ποὺ δείχνει τὸ Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο κατανοοῦμε τὸν κόσμο, τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας μας, τὴν ἀνύψωσή μας πρὸς τὸν Θεό. Κατὰ τὸ μέτρο, λοιπὸν, ποὺ καταλαβαίνουμε τὴν ἀξία καὶ τὴν πολλαπλότητα αὐτοῦ τοῦ θείου δώρου καὶ ἀναπτύσσουμε καλλιεργώντας τὶς ἀρετές μας, ὅσο περισσότερο δηλαδὴ πολλαπλασιάζουμε τὰ ταλέντα πού μᾶς ἔχουν δοθεῖ, ἄλλο τόσο ὑμνοῦμε τὸν Θεὸ καὶ τὸν γιορτάζουμε περισσότερο, ἀποδείχνοντας ἔτσι, ὅτι εἴμαστε σύντροφοι ἐνεργητικοὶ στὸν διάλογο τῆς ἀγάπης μαζί του. 
Οἱ καρποὶ λοιπὸν αὐτοὶ ποὺ προσφέρουμε στὸν Θεό, ἀποτελοῦν τὴν σύνθεση ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ τῶν δώρων τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τοῦ τρόπου, μὲ τὸν ὁποῖον κατανοοῦμε τὸν κόσμο, καὶ τὴν ἐργασία μας πάνω σ’ αὐτόν. Κι ἐνῶ τοὺς προσφέρουμε στὸν Θεό, μᾶς ξαναδίνονται ἐμπλουτισμένοι μὲ μία καινούργια εὐλογία, μὲ μία καινούργια πλημμύρα ἀγάπης. 
Τὸ θεϊκὸ μυστήριο ἀκολουθεῖ ἡ δική μας εὐχαριστία, κι αὐτὴν πάλι διαδέχεται ξανὰ τὸ θεϊκὸ μυστήριο. Αὐτὸ τὸ κύκλωμα ἀγάπης αὐξάνει χωρὶς διακοπῆ, μεταμορφώνοντάς μας καὶ ταυτόχρονα ἐξανθρωπίζοντας καὶ πνευματοποιώντας τὸν κόσμο. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀντιμετωπίζει τὸν κόσμο σὰν ἕνα ἀντικείμενο χωρὶς νόημα ἢ μὲ μία ἔννοια μονάχα χρησιμοθηρική. Ἀλλ’ ὁ κόσμος τοποθετεῖται στὸν χῶρο τῆς προσωπικῆς σχέσης, ἀναπτύσσοντας κι ἐξελίσσοντας συνεχῶς αὐτὴ τὴν σχέση ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. 
Ὅμως, ὁ κόσμος ὡς δῶρο στὸν ἄνθρωπο πρέπει νὰ διατηρεῖ αὐτὴ του τὴν ἰδιότητα καὶ στὶς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τοὺς συνανθρώπους του. Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Μιμησώμεθα νόμον Θεοῦ τὸν ἀνωτάτω καὶ πρώτον, ὃς βρέχει μὲν ἐπὶ δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς, ἀνατέλλει δὲ πᾶσιν ὁμοίως τὸν ἥλιον… ἀλλὰ καὶ κοινὰς τὰς αὐτὰς καὶ πλουσίας καὶ οὐδὲν παρὰ τοῦτο ἐνδεεστέρας προέθηκεν τὸ τὲ φύσεως ὁμότιμον ἰσότητι τῆς δωρεᾶς ἡμῶν…» (Περὶ φιλοπτωχίας, Migne P.G. 35, 888c). 
Ὁ κόσμος δὲν δόθηκε μόνο ὡς ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ διακηρύξει τὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους. Ὁ σύνδεσμος τῶν δυὸ εἰδῶν ἀγάπης, τῆς χρησιμοποίησης, δηλαδή, τοῦ κόσμου ὡς δώρου τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ τῶν ἀνθρώπων μεταξὺ των φανερώνεται στὴν ὀρθόδοξη εὐσέβεια μὲ τὸ γεγονός, ὅτι ὅλοι οἱ καρποὶ ποὺ προσφέρονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους στὸν Θεό, στὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ πρῶτα εὐλογηθοῦν, δὲν καταναλίσκονται μονάχα ἀπὸ τὸν δότη ἀλλ’, ἀντίθετα, μοιράζονται καὶ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, κάθε δῶρο ποὺ γίνεται ἀπὸ ἕναν πιστὸ σ’ ἕναν φτωχό, εἶναι σὰν νὰ γίνεται στὸν ἴδιο τὸν Θεό, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου (Μάτθ. 25, 34- 41). 
Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ κόσμος εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἔχει ὡς συνέπεια τὸ καθῆκον τοῦ ἀνθρώπου νὰ τὸν χαρίζει συνεχῶς στὸν συνάνθρωπό του. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ χρήση μεταμορφώνει τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ πνευματικά, γκρεμίζει τὰ μεσότοιχα, παύει κάθε εἴδους φιλονικία, παραμερίζει τὴν πάλη καὶ τὸν ἐγωισμὸ καὶ ἀνοίγει τοὺς δρόμους τῆς ἀγάπης, τῆς κοινωνίας καὶ τῆς καθολικότητας. 
Μία τέτοια μόνο θεώρηση τῶν πραγμάτων, ποὺ εἶναι ριζικὰ διάφορη ἀπὸ τὴν ἀτομικιστική, μπορεῖ νὰ λύσει τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα.

πηγή :εδώ 

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΘΩΜΑ

ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΘΩΜΑ

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Untitled-1

ρχομαι νά καταβάλλω χωρίς ἄλλο τήν ὀφειλή μου. Γιατί κι ἄν εἶμαι φτωχός ὅμως θέλω νά ἀποσπάσω βίαια τήν εὐγνωμοσύνη σας. ῎Εδωσα τήν ὑπόσχεση νά σᾶς φανερώσω τήν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ καί τώρα ἔρχομαι νά τήν ἐκπληρώσω. Τίς πρῶτες ὀφειλές πρῶτα βιάζομαι νά ἐξοφλῶ, γιά νά μή μέ πνίξουν οἱ τόκοι πού μαζεύονται. Συνεργαστῆτε καί σεῖς στήν καταβολή τοῦ χρέους μου καί ἱκετέψετε τό Θωμᾶ, νά βάλη στά χείλη μου τό ἅγιο χέρι του, πού ἄγγιξε τήν πλευρά τοῦ Κυρίου, νά νευρώση τή γλῶσσα μου, γιά νά σᾶς ἐξηγήση ὅσα ποθῆτε. Κι ἐγώ παίρνοντας θάρρος ἀπό τίς πρεσβεῖες τοῦ ἀποστόλου καί μάρτυρα Θωμᾶ διαλαλῶ τήν πρώτη του ἀπιστία καί τήν ὕστερη ὁμολογία, πού εἶναι τῆς ᾿Εκκλησίας κρηπῖδα καί θεμέλιο.

῞Οταν μπῆκε ὁ Χριστός στούς μαθητάς του, ἐνῶ οἱ πόρτες ἦσαν κλεισμένες καί βγῆκε πάλι μέ τόν ἴδιο τρόπο, ὁ Θωμᾶς ἔλειπε μονάχα. ῏Ηταν κι αὐτό ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας.ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ μαθητοῦ νά προξενήση περισσότερη ἀσφάλεια καί βεβαιότητα. Γιατί ἄν ἦταν μαζί ὁ Θωμᾶς, δέ θά εἶχε βέβαια ἀμφιβολία. κι ἄν δέν εἶχε ἀμφιβολία, δέν θά ζητοῦσε μ᾿ ἐπιμονή.καί ἄν δέν ζητοῦσε, δέ θά ψηλαφοῦσε.ἄν ὅμως δέν ψηλαφοῦσε, δέ θά ὡμολογοῦσε τόν Κύριο καί Θεό κι ἄν δέν ὡμολογοῦσε Κύριο καί Θεό, τό Χριστό, δέ θά εἴχαμε ἐμεῖς διδαχθῆ νά τόν δοξολογοῦμε μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο. ῞Ωστε μέ τήν ἀπιστία του ὁ Θωμᾶς μᾶς ποδηγέτησε πρός τήν ἀλήθεια καί ὅταν ἦρθε ὕστερα σταθεροποίησε τήν πίστη μας. ῎Ελεγαν λοιπόν οἱ μαθηταί στό Θωμᾶ ὅταν ἦρθε.

῎Εχουμε δεῖ τόν Κύριο, ἔχομε δεῖ αὐτόν πού εἶπε.ἐγώ εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου.ἔχομε δεῖ αὐτόν πού εἶπε ἐγώ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καί ἡ ζωή καί ἡ ἀλήθεια.καί βρήκαμε τήν ἀλήθεια τῶν λόγων νά λάμπη μέσα στά πράγματα. ῎Εχομε δεῖ αὐτόν πού εἶπε.σέ τρεῖς ἡμέρες σηκώνομαι, κι ἀφοῦ εἴδαμε μέ τά μάτια μας τήν ἀνάσταση προσκυνήσαμε αὐτόν πού ἀναστήθηκε. Τόν ἀκούσαμε νά μᾶς λέη “εἰρήνη σ᾿ ἐσᾶς”, κι ἀλλάξαμε τό σκοτισμό τῆς λύπης σέ γαλήνια χαρά.

Εἴδαμε τά χέρια του πού δέχτηκαν τίς αἰχμές τῶν καρφιῶν, εἴδαμε τά χέρια πού κατηγοροῦν τή λύσσα τῶν θεομάχων σκυλιῶν, εἴδαμε τά χέρια πού ὕφαναν τήν ἀφθαρσία μας. Εἴδαμε καί τήν πλευρά πού κραυγάζει καθαρώτερα ἀπό κάθε κήρυκα τήν καλωσύνη τοῦ πληγωμένου. Εἴδαμε τήν ἴδια τήν πλευρά, πού οἱ ἄγγελοι ὑμνοῦν καί οἱ πιστοί σέβονται καί οἱ δαίμονες τρέμουν. Δεχτήκαμε καί τή θεϊκή πνοή ἀπό τό θεϊκό στόμα του, φύσημα πνευματικό, φύσημα πού σκορπίζει κάθε χάρη. ῾Ο ἐξουσιαστής ἔδωσε καί σ᾿ ἐμᾶς ἐξουσία νά συγχωροῦμε τά σφάλματα. ᾿Αποκτήσαμε τό δικαίωμα νά κρίνωμε τούς ἁμαρτωλούς, ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε τέτοια ἐντολή. ῎Αν ἀφήσετε τίς ἁμαρτίες μερικῶν, ἀφήνονται.ἄν μερικῶν τίς κρατήσετε, κρατοῦνται. Τέτοια βαθειά χαρά πήραμε ἀπ᾿ τό Σωτῆρα, τέτοια δῶρα ἀπολαύσαμε.

᾿Αδύνατο νά μήν πλουτίσωμε, ἀφοῦ μᾶς ἔτυχε τέτοιος Κύριος. ῎Εμεινε φτωχός μόνο αὐτός πού δέ βρέθηκε μαζί μας. Κι ὁ Θωμᾶς τί τούς εἶπε.“῎Εχετε δεῖ τόν Κύριο; Καλά. Αὐτόν πού εἴδατε λοιπόν νά τόν σέβεστε πιό πολύ. Αὐτόν πού παρατηρήσατε, νά τόν κηρύττετε ἀδιάκοπα. ᾿Εγώ ὅμως, ἄν δέ δῶ μέσα στίς παλάμες του τά ἴχνη τῶν καρφιῶν καί δέ βάλω τό δάχτυλό μου στό σημάδι ἀπ᾿ τά καρφιά καί δέ βάλω τό χέρι μου στήν πλευρά του, δέ θά πιστέψω.

Κι ἐσεῖς δέ θά πιστεύατε, ἄν δέν βλέπατε πρῶτα.ἔτσι κι ἐγώ ἄν δέν ἰδῶ δέ θά πιστέψω”. Μεῖνε, Θωμᾶ, σταθερός στόν πόθο σου αὐτόν, μεῖνε σταθερός μέ ἐπιμονή, γιά νά δῆς ἐσύ καί νά βεβαιωθῆ ἡ ψυχή μου. Μεῖνε σταθερός, ζητώντας αὐτόν πού εἶπε, “Ζητᾶτε καί θά βρῆτε”. Μήν προσπεράσης ἁπλῶς, ἐρευνῶντας, ἄν δέν εὕρης τό θησαυρό πού ζητᾶς, χτύπα μ᾿ ἐπιμονή τήν πόρτα τῆς ἀναντίρρητης γνώσης, ὥσπου νά σοῦ τήν ἀνοίξη αὐτός πού εἶπε “χτυπᾶτε καί θά σᾶς ἀνοίξω”. ᾿Αγαπῶ τό διχασμό τῶν λογισμῶν σου, γιατί κόβει κάθε διχασμό. ᾿Αγαπῶ τή φιλομάθειά σου, γιατί κόβει σύρριζα κάθε φιλονεικία. Μέ χαρά ἀκούω πολλές φορές τά λόγια σου: “ἄν δέ δῶ στά χέρια του τό σημάδι ἀπ᾿ τά καρφιά, δέ θά πιστέψω”. Γιατί σύ ἀπιστεῖς κι ἐγώ μαθαίνω νά πιστεύω. ᾿Εσύ σκάβεις μέ τό δικέλλι τῆς γλώσσας τό θεῖο σῶμα, κι ἐγώ θερίζω ἄκοπα τόν καρπό καί τόν μαζεύω γιά μένα.

῎Αν δέν ἰδῶ μ᾿ αὐτά μου τά μάτια μέσα στ᾿ ἅγια του χέρια, τ᾿ αὐλάκια πού σάν μέ ἀλέτρι χάραξαν οἱ ἀσεβεῖς, μέ κανένα τρόπο δέ θά συμφωνήσω μέ τά λόγια σας. ῎Αν δέ βάλω αὐτό μου τό δάχτυλο στίς λακοῦβες τῶν καρφιῶν, δέ θά δεχτῶ τό καλό μήνυμά σας. ῎Αν δέν κρατήσω μ᾿ αὐτό μου τό χέρι τήν πλευρά ἐκείνη, πού ἀνύποπτη μαρτυρεῖ τήν ἀνάσταση, δέν μπορῶ νά πιστέψω τή γνώμη σας. Γιατί κάθε λόγος εἶναι ἰσχυρός καί βέβαιος, ἄν δεχτῆ τή συνηγορία ὅλων τῶν πραγμάτων. Καί κάθε λόγος πού δέν ἔχει τή μαρτυρία τῶν ἔργων εἶναι χωρίς σημασία καί ἀπό τό στόμα στόν ἀέρα χάνεται. Θά κηρύξω στούς ἀνθρώπους τά θαύματα τοῦ Δασκάλου. Πῶς λοιπόν μέ τά λόγια νά πῶ αὐτά πού δέν ἀντιλήφθηκα μέ τά μάτια μου; Πῶς θά κάνω τούς ἄπιστους νά πιστέψουν, αὐτά πού μήτε ἐγώ δέν τἄχω παρακολουθήσει; Νά πῶ στούς ᾿Ιουδαίους καί στούς ῞Ελληνες ὅτι ἔχω δεῖ τόν Κύριό μου νά τόν σταυρώνουν. Δέν τόν εἶδα ὅμως νά ἔχει ἀναστηθῆ ἀλλά μόνο ἄκουσα. Καί ποιός δέν θά περιπαίξη τά λόγια μου; Ποιός δέ θά δείξη περιφρόνηση στό κήρυγμά μου; ῎Αλλο πρᾶγμα εἶναι ν᾿ ἀκούσης κάτι καί ἄλλο νά τό δῆς, ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἀφήγηση λόγων κι ἄλλο ἡ θέα καί ἡ ἐμπειρία τῶν πραγμάτων.

῎Ετσι ἐπειδή ὁ Θωμᾶς εἶχε ἀμφίβολη γνώση, σέ ὀχτώ μέρες ὁ Δεσπότης ξαναῆρθε πάλι στούς μαθητάς του πού ἦταν συγκεντρωμένοι ὅλοι μαζί. ῎Αφησε πρῶτα νά κατηχηθῆ ὁ Θωμᾶς ἀπό τούς συμμαθητάς του στίς ἐνδιάμεσες μέρες. Παραχώρησε νά φλογιστῆ ἀπό τή δίψα νά τόν ἀντικρύση.κι ὅταν ἡ ψυχή του ἄναψε ἀπό τόν σφοδρό πόθο τῆς θέας του, τότε στήν ὥρα πάνω ὁ ποθητός βρῆκε αὐτόν, πού τόν ποθοῦσε. ῞Ομοια, ὅπως καί πρῶτα, μέ κλεισμένες τίς πόρτες τό ἔκανε αὐτό καί ξανά, ὅπως καί πρῶτα, τούς εἶπε.“εἰρήνη σ᾿ ἐσᾶς”, γιά νά ταυτιστῆ τό πρᾶγμα μέ τό θαῦμα καί γιά νά βεβαιώση τό λόγο τῶν ἀποστόλων καί γιά νά παραστήση τήν ἀκρίβεια τοῦ δεύτερου ἐρχομοῦ του. ῎Επειτα εἶπε στό Θωμᾶ. Βάλε τό δάχτυλό σου ἐδῶ καί ἰδές τά χέρια μου.

Τί ὕψος ἀπέραντης φιλανθρωπίας! Τί πέλαγος ἀμέτρητης συγκαταβάσεως! Δέν περίμενε τήν προσέλευση τοῦ μαθητοῦ, δέν περίμενε νά πλησιάση αὐτός πού εἶχε ἀνάγκη, νά παρακαλέση καί νά ἐπιτύχη ὅ,τι ἤθελε. Μήτε γιά λίγο δέν τόν στέρησε ἀπό τήν ἐπιθυμία, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ ἀγαπημένος αὐτόν πού τόν ἀγαποῦσε μέ τή βία τραβοῦσε κοντά του, ὁ ἴδιος ἔσυρε στήν πληγή τό δάχτυλο ἐκείνου πού εἶχε τόν πόθο, ὁ ἴδιος μέ τή δεσποτική γλῶσσα του, τράβηξε τό δουλικό χέρι λέγοντας σ᾿ αὐτόν. Βάλε τό δάχτυλό σου ἐδῶ καί ἰδές τά χέρια μου. ῎Ακουσα, Θωμᾶ, ἀπών σάν ἄνθρωπος ἀλλά παρών σάν Θεός, ὅ,τι εἶπες στούς ἀδελφούς σου.

῎Ημουν κοντά σας μέ τή θεϊκότητά μου καί χώρια σας μέ τήν ἀνθρωπίνη φύση μου. Θέλεις νά σοῦ ὑπενθυμίσω τά λόγια πού εἶπες προηγούμενα; Δέν εἶπες, ἄν δέ δῶ μέσα στά χέρια του τά σημάδια τῶν καρφιῶν καί δέ βάλω τό δάχτυλό μου στά σημάδια τῶν καρφιῶν καί δέ βάλω τό χέρι μου στήν πλευρά του, δέ θά πιστέψω; Δέ βγῆκαν ἀπό τά χείλη σου τά λόγια αὐτά; Τά λόγια αὐτά δέ ἀνταποκρίνονται στούς λογισμούς σου; Γι᾿ αὐτό ξαναῆλθα.γιά νά μήν ἀμφιβάλλης. Γι᾿ αὐτό εἶμαι κοντά σας δεύτερη φορά, γι᾿ αὐτά πού ἐπιθυμεῖς ἔχω φτάσει καί τώρα ἦρθα γιά σένα, τόν ἕνα, ἐγώ πού γιά τό χαμένο πρόβατο κατέβηκα ἀπό τούς οὐρανούς χωρίς ἐν τούτοις νά τούς ἀφήσω.

Μή διστάσης λοιπόν νά μάθης ὅ,τι ποθεῖς, μήν ντρέπεσαι νά κοιτάξης καλά ὅ,τι θέλεις. Μήν ἀποφύγης νά βάλης τό δάχτυλό σου στά ἴδια τά χέρια μου. ᾿Ανέχομαι καί τά περίεργα δάχτυλα, ὅπως ἀνέχτηκα τά καρφιά. ῾Υπομένω τήν περιέργεια τοῦ φίλου, ὅπως ὑπόμεινα τήν κακία τῶν ἐχθρῶν. Μέ σταύρωσαν οἱ ἐχθροί μου καί δέν ἀγανάκτησα καί δέ θά ὑποφέρω τήν δική σου ἐξέταση; Βάλε τό δάχτυλό σου ἐδῶ καί ἰδές τά χέρια μου, πού τραυματίστηκαν γιά σᾶς, γιά νά θεραπεύουν τά χτυπήματα τῶν δικῶν σας ψυχῶν. ᾿Ιδές τά χέρια μου καί συλλογίσου ἄν εἶμαι ἐκεῖνος πού θεληματικά σταυρώθηκε ἤ κάποιος ἄλλος. ᾿Ιδές τά χέρια μου, πού ἄφησα νά διατηροῦν τά σύμβολα τῆς ῾Εβραϊκῆς μανίας κι ὅταν μέ τή συνηθισμένη ἀναίδειά τους μοῦ ποῦν οἱ ῾Εβραῖοι κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως ὅτι ἐμεῖς Κύριε, δέ σέ σταυρώσαμε, τότε θά δείξω σ᾿ αὐτούς πού μέ πολέμησαν, τά χέρια μου μ᾿ αὐτή τή μορφή καί θά ντροπιάσω τούς ῾Εβραίους μόλις τ᾿ ἀντικρύσουν. ᾿Ιδές τά χέρια μου, καί τό ἀληθινό γεγονός τῆς ἀναστάσεως μου μή νομίσης πώς εἶναι μιά φαντασία.

Κράτησε αὐτά τά χέρια, σάν ὁμήρους γιά τόν ξαναγεννημό σας. Κράτησε αὐτά τά χέρια, σάν ἐνέχυρα γιά τήν ἀνάστασή σας μέσα ἀπό τόν τάφο. Κράτησε αὐτά τά χέρια, σάν ἄγκυρα πού ἔπεσε στό βυθό τοῦ ῞Αδη. Καμμιά χειμωνιά τῆς ζωῆς μή φοβηθῆς, καμμιά ζάλη τοῦ κόσμου ἄς μή σέ ζαλίση. Μή φοβηθῆς τό φύσημα τῶν ἀντιθέτων ἀνέμων, ἄς μή σέ ἀνησυχήσουν οἱ καταιγίδες κι οἱ σκόπελοι τῆς θάλασσας τῶν ἐχθρῶν. Πέρνα μέ θάρρος τό πέλαγος τῆς ζωῆς, ταξίδευε κρατῶντας τήν ἄγκυρα τοῦ πνεύματος, ταξίδευε ἔχοντας μπροστά σου σάν λιμάνι τόν οὐρανό.

Ταξίδευε καί νά φοβᾶσαι μόνο τῆς ἀρνήσεώς μου τό ναυάγιο. Περιγέλα τό θάνατο σά νεκρό, περίπαιζε τή φθορά σάν ἀνίσχυρη. ᾿Αποδέχου γιά χάρη μου τό τέλος τῆς ζωῆς σάν ἀρχή μιᾶς πιό ἐσωτερικῆς ζωῆς καί φέρε τό χέρι σου καί βάλτο στήν πλευρά μου. ῎Αντλησε μέ τό χέρι σου ἀπό τή βρύση αὐτή τῆς ζωῆς τό νᾶμα πού ποθεῖς, τή δίψα σου ἀνακούφισε.

Φέρε τό χέρι σου καί βάλτο στήν πλευρά μου. Βάλε τό χέρι στό ἰατρεῖο τῆς πλάσης καί βγάλε τό φάρμακο τῆς ἐπιθυμίας σου. Δέχομαι ἄγγιγμα χεριοῦ πού μ᾿ ἀγαπᾶ. ‘Εγώ πού δέχτηκα τήν πληγή τῆς λόγχης. Φέρε τό χέρι σου καί βάλτο στήν πλευρά μου, γιά νά μπορεῖς ν᾿ ἀγωνίζεσαι γι᾿ αὐτήν, γιά νά μπορεῖς ν᾿ ἀποκριθῆς σ᾿ αὐτούς πού πολεμοῦν τήν ἀλήθεια, ὅτι μέ εἶδες μετά τήν ᾿Ανάσταση καί μ᾿ ἀναγνώρισες καί μέ ψηλάφησες προσεκτικά. Φέρε τό χέρι σου καί βάλτο στήν πλευρά μου. Γιά σένα τήν ἄφησα ἔτσι ἐγώ πού θεράπευσα τά σώματα καί τίς ψυχές τῶν ἄλλων. Πρόβλεψα σάν Θεός ὅτι θά θελήσης νά τή δῆς ἔτσι καί βλέποντας τ᾿ ἀχνάρια τοῦ πάθους στήν σάρκα μου θέλησα νά θεραπεύσης τό πάθος τῆς ψυχῆς σου. Φέρε τό χέρι σου, καί βάλτο στήν πλευρά μου πού τή φύλαξα ἔτσι μέ κάποιο σκοπό.

῞Οταν γυρίσω πάλι ἀπό τούς οὐρανούς καί καθίσω σέ θρόνο κριτής ζωντανῶν καί νεκρῶν νά ἰδοῦν οἱ ῾Εβραῖοι κατάματα τά ἔργα τῆς κακίας τους καί μόνοι τους ν᾿ αὐτοδικαστοῦν – καί μή φανῆς ἄπιστος ἀλλά πιστός. Κακό ἡ ἀπιστία, κάνει τόν νοῦ νά βουλιάξη. ῾Η πίστη τόν ἀναρπάζει στόν οὐρανό. ῾Η ἀπιστία τυφλώνει τήν ψυχή.ἡ πίστη σκορπᾶ τό φῶς της στούς λογισμούς. Ἡ πίστη καί τά ἀόρατα κατακάθαρα βλέπει, ὁ ἄπιστος εἶναι σ᾿ ἄγνοια ὁλοκληρωτική. Μή γίνης ἄπιστος ἀλλά πιστός. Παραμέρισε τό νέφος τῆς ἀπιστίας καί κοίταξε τίς καθαρές ἀκτῖνες τῆς πίστης. Γίνου μέσα σέ ὅλους ἄξιος ἀπόστολος τῆς θεότητάς μου. Γίνου τέτοιος ὅπως πρέπει νά εἶναι αὐτός πού μέ συνάντησε καί εἶδε τέτοια ὅπως ἐσύ. ῞Ομοια μέ τούς ἄλλους ἀποστόλους σέ κάλεσα, ὅμοια μ᾿ αὐτούς σέ τίμησα, ὅμοια μ᾿ αὐτούς ὁπλίσου.

῞Ομοια μ᾿ αὐτούς εἶδες ὅ,τι εἶδαν, ὅμοια μ᾿ αὐτούς σοῦ ἐμπιστεύθηκα σά φίλο, ὅλο μου τό μυστήριο, ὅμοια μ᾿ αὐτούς κήρυξε τή δύναμή μου. Μήν πῆς πάλι, ἀφοῦ μέ εἶδες μιά φορά.῎Αν δέ δῶ πάλι στά χέρια του τά σημάδια τῶν καρφιῶν δέ θά πιστέψω. ῞Οσο εἶμαι μαζί σας ἄφησε ἐλεύθερη , ὅπως θέλεις, τήν περιέργειά σου. ῞Οσο ἔχεις δίπλα σου τό οὐράνιο κλῆμα ὅλα τά κλαδιά καί τά σταφύλια του ἐρεύνησε. Θ᾿ ἀνεβῶ στούς οὐρανούς, ἀπ᾿ ὅπου ἦρθα στή γῆ, θ᾿ ἀνεβῶ, ὅπου εἶμαι. Θ᾿ ἀνεβῶ μέ τήν ἀνθρωπίνη φύση μου ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου γιά χάρη σας κατέβηκα μέ τή θεία μου φύση. Θ᾿ ἀνεβῶ μ᾿ αὐτό μου τό σῶμα, ἄν καί χωρίς αὐτό ἦρθα ἀπό κεῖ κι ἔμεινα ἐκεῖ πέρα. Θ᾿ ἀνεβῶ στούς κόλπους τούς πατρικούς μέ τή δική σας φύση, ἄν καί εἶμαι στούς κόλπους τοῦ πατέρα. Τελείωσα τό ἔργο μου γιά χάρη του ἔκανα αὐτή τήν πορεία.

᾿Αφοῦ ἄγγιξε λοιπόν ὁ Θωμᾶς τά χέρια τοῦ Κυρίου καί τή θεία πλευρά γέμισε ἀπό δειλία καί ἀπό χαρά μαζί βλέποντας αὐτά πού ἐπιθύμησε καί ἀμέσως ξεσπᾶ σέ ὕμνο τοῦ Κυρίου κραυγάζοντας. Κύριέ μου καί Θεέ μου. Σύ εἶσαι ὁ Κύριος καί ὁ Θεός. Σύ εἶσαι ὁ ἄνθρωπος καί ὁ φιλάνθρωπος. Σύ εἶσαι ξενόφερτος καί παράξενος γιατρός τῆς πλάσης. Δέν κόβεις μέ τό νυστέρι τ᾿ ἄρρωστα μέλη, δέν καῖς μέ τή φωτά τίς πληγές, δέν μαζεύεις ἀπ᾿ τά βοτάνια τήν δύναμη τῶν φαρμάκων σου, δέ δένεις μέ ὁρατούς ἐπιδέσμους τίς πληγές πού μᾶς ἀφανίζουν. Διαθέτεις ἀόρατους ἐπιδέσμους ἀγάπης, πού ἀόρατα τονώνουν τά καταπονημένα μέλη. ῎Εχεις λόγο πού εἶναι πιό κοφτερός ἀπό τό μαχαίρι. Ἔχεις λόγο πιό δυνατό ἀπ᾿ τή φωτιά. Ἔχεις βλέμμα ἀπ᾿ τό φάρμακο πιό ἁπαλό. Σάν δημιουργός ἁγιάζεις χωρίς κόπο τό δημιούργημά σου, σάν πλάστης χωρίς νά κουραστῆς μεταπλάθεις τά πλάσματά σου. Σύ κατά τό θέλημά σου τούς λεπρούς καθάρισες, τούς κουτσούς τούς ἔκανες νά τρέχουν, τούς παράλυτους νά σηκώνουν τά κρεβάτια τους, τούς γεννημένους τυφλούς τούς προστάζεις νά πετάξουν μέ νίψιμο τό σκοτάδι. ᾿Εξώρισες τούς δαίμονες ἀπ᾿ τά δημιουργήματά σου, μέ θέλημά σου πιάστηκες ἀπ᾿ τούς ἐχθρούς καί ἀπ᾿ τούς ῾Εβραίους, τά πάντα δέχτηκες γιά μένα στό σῶμα σου.

῏Ω Κύριε καί Θεέ μου. ᾿Αναγνώρισα τόν Κύριό μου, ἀναγνώρισα τόν ἁλιέα καί φύλακά μου, ἀναγνώρισα τό βασιλιά καί Κύριό μου. ῏Ω Κύριέ μου καί Θεέ μου. Πιστεύω Κύριε στήν οἰκονομία σου, πιστεύω στήν συγκατάβασή σου, πιστεύω στήν ἀνάληψη ἀπό μέρους σου τῆς φροντίδας μου, πιστεύω στόν προσκυνητό σου σταυρό, πιστεύω στά παθήματα τῆς σάρκας σου, πιστεύω στόν τριήμερο θάνατό σου, πιστεύω στήν ἀνάστασή σου. Λοιπόν δέν ἔχω πιά περιέργεια. Πιστεύω, δέν κάνω πιά ἔλεγχο.πιστεύω, δέν στήνω πιά τή ζυγαριά τοῦ νοῦ. Πιστεύω, δέν ἔχω πιά περιέργεια. Πιστεύω στά μάτια μου καί στά χέρια μου. Μέ δίδαξαν αὐτά πού εἶδα νά μήν κάνω ἔλεγχο. Ψηλάφησα κι ἔμαθα νά προσκυνῶ ὄχι νά φιλονικῶ. ῞Ενα Κύριο καί Θεό γνωρίζω, τόν Κύριό μου Χριστό. ῎Ας εἶναι δεδοξασμένος καί δυνατός στούς αἰῶνες. ᾿Αμήν

Δημοφιλείς αναρτήσεις