Τρίτη 21 Μαΐου 2024

"The way of a Pilgrim" Oι περιπέτειες ενός προσκυνητή

 

"The way of a Pilgrim" 
Oι περιπέτειες ενός προσκυνητού

Ποιος είναι τελικά ο συγγραφέας του γνωστού βιβλίου «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητή»;

Η απάντηση εδώ  

ΑΓΙΟΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ

ΑΓΙΟΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ

Οι θεόστεπτοι Βασιλείς και Ισαπόστολοι

πηγή:εδώ 

Ο άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας, ο πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας, ο οποίος με τη χάρη του Θεού έγινε «Απόστολος του Κυρίου μεταξύ των βασιλέων» [1], ήταν γιος του λαμπρού στρατηγού Κωνστάντιου του Χλωρού και της αγίας Ελένης. Γεννήθηκε στη Ναϊσσό (Νίσα), περί του 286, και μεγάλωσε στα πεδία των μαχών, μαθαίνοντας από τον πατέρα του, όχι μόνο την τέχνη του πολέμου, αλλά και τη σοφή διακυβέρνηση των υπηκόων του, όπως και την επιείκεια έναντι των χριστιανών. 
Μετά την αναγόρευσή του (286), ο Διοκλητιανός, αναγκασμένος να διοικήσει μια υπερβολικά μεγάλη αυτοκρατορία, που απειλείτο πανταχόθεν από τους βαρβάρους και κλυδωνιζόταν από συνεχείς συνωμοσίες, εμπιστεύθηκε στον φίλο του Μαξιμιανό τη διακυβέρνηση της Δύσεως και, λίγα χρόνια μετά (293), τοποθέτησε δύο καίσαρες, ως συμβοηθούς των δύο αυγούστων: τον Μαξιμιανό Γαλέριο στην Ανατολή και τον Κωνστάντιο Χλωρό στη Δύση, με δικαιοδοσία επί της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλατίας και της Ισπανίας. Για να εξασφαλίσει την αφοσίωση εκείνου, τον υποχρέωσε να αποπέμψει την αγία Ελένη και να νυμφευθεί τη θυγατέρα του Μαξιμιανού, κράτησε δε τον νεαρό Κωνσταντίνο ως όμηρο στη Νικομήδεια, την πρωτεύουσά του. Έτσι ο Κωνσταντίνος πέρασε τη νεότητά του μέσα σε ειδωλολατρικά ήθη, στην αυλή του Διοκλητιανού και κατόπιν του Γαλέριου, όπου διακρίθηκε για τη μεγαλοπρέπεια στο παρουσιαστικό και στους τρόπους και την ανδρεία του στις μάχες, πρωτίστως όμως για την ηθική ευθύτητα και την καλοσύνη που κέρδιζαν τη συμπάθεια όλων όσοι τον πλησίαζαν. Διέλαμπε με τις αληθινές βασιλικές αρετές της αγνότητας και της επιείκειας που τον ανύψωναν υπεράνω των δολοπλοκιών και των χαμερπών συνηθειών που ενδημούν στους αυλικούς κύκλους. Τα προτερήματα αυτά, ωστόσο, γεννούσαν τον φθόνο, ιδιαιτέρως από τη μεριά του Γαλέριου, ο οποίος τον έστελνε διαρκώς σε επικίνδυνες εκστρατείες, από τις οποίες ο Κωνσταντίνος έβγαινε πάντα νικηφόρος και αποκομίζοντας στο τέλος περισσότερη δόξα. 
Μετά την παραίτηση του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού, οι δύο καίσαρες, Γαλέριος και Κωνστάντιος Χλωρός, ανήλθαν στο αξίωμα του αυγούστου. Ειδοποιημένος για τις ραδιουργίες που εξυφαίνονταν κατά του γιου του, ο Κωνστάντιος, που ήταν άρρωστος και γερνούσε, ζήτησε από τον Κωνσταντίνο να πάει να τον επισκεφθεί. Μόλις κατάφερε να διαφύγει από τους άνδρες που στάλθηκαν να τον σταματήσουν, ο Κωνσταντίνος έσπευσε στη Βουλώνη, όπου είχε τη μεγάλη χαρά να ξαναδεί τον πατέρα του, ο οποίος ετοιμαζόταν να περάσει στη Μεγάλη Βρετανία εκστρατεύοντας κατά των Πικτών. Ο Κωνστάντιος τού εμπιστεύθηκε τη διαδοχή στην αυτοκρατορία της Δύσεως και τον συμβούλευσε να βοηθήσει και να υπερασπιστεί τους χριστιανούς που διώκονταν απηνώς από τα διατάγματα του Διοκλητιανού. Μετά τον θάνατό του στο Εβόρακο (Γιορκ), ο Κωνσταντίνος αναγορεύθηκε αυτοκράτορας από τον στρατό (25 Ιουλίου 306). Εν τω μεταξύ, όμως, ο Γαλέριος, που θεωρούσε τον εαυτό του πρώτο αυτοκράτορα, είχε ορίσει δύο καίσαρες: τον Μαξιμίνο Δάια στην Ανατολή και τον Σεβήρο στη Δύση, με πρωτεύουσα τη Ρώμη. 
Όταν πέθανε ο Κωνστάντιος Χλωρός, αναβίβασε στο αξίωμα του αυγούστου τον Σεβήρο, ο τελευταίος όμως ανατράπηκε μετά από εξέγερση του λαού, υποκινημένη από την πραιτωριανή φρουρά, και αντικαταστάθηκε από τον Μαξέντιο, τον γιο του Μαξιμιανού, ο οποίος σύντομα επέβαλε στη Ρώμη μια αιματηρή και διεφθαρμένη τυραννία. Ο Μαξέντιος έκλεισε συμφωνία με τον Κωνσταντίνο, στον οποίο άφηνε την εξουσία επί των δυτικότερων περιοχών, με πρωτεύουσα την Αρελάτη (Αρλ). Ο Κωνσταντίνος σεβόμενους τους όρους αυτούς, κυβέρνησε το τμήμα που του αναλογούσε με δικαιοσύνη και καλοσύνη. Ήταν αγαπητός στον λαό και φόβητρο για τους Γερμανούς, όπως και για τις άλλες βαρβαρικές φυλές. Η κατάσταση αυτή, όμως, δεν κράτησε πολύ, διότι ο Μαξέντιος ήλθε σύντομα σε προστριβή με τον πατέρα του, με τον οποίο μοιραζόταν την εξουσία. Ο Μαξιμιανός κατέφυγε στο βασίλειο του Κωνσταντίνου, αλλά σύντομα επιχείρησε να καταλάβει την εξουσία χάρη στη συνενοχή της θυγατέρας του Φαύστας, δεύτερης συζύγου του Κωνσταντίνου, μιας πανούργας και δολοπλόκου γυναικός που στάθηκε στη συνέχεια η αιτία για πολλές από τις συμφορές του ευσεβούς αυτοκράτορα. Η συνωμοσία αποκαλύφθηκε και ο Μαξιμιανός αναγκάσθηκε να βάλει τέλος στη ζωή του (310). 
Ο Γαλέριος, μαθαίνοντας τα γεγονότα που βασάνιζαν την αυτοκρατορία της Δύσεως και επιθυμώντας να συγκεντρώσει στα χέρια του όλες τις εξουσίες, όρισε τον Λικίνιο καίσαρα στη Δύση και βάδισε προς τη Ρώμη με ισχυρό στρατό. Ηττηθείς από τον Μαξέντιο, υποχώρησε ατάκτως και στράφηκε κατά του Κωνσταντίνου. Υπέστη τότε ολοκληρωτική ήττα και πέθανε με άθλιο τρόπο, αφού εξέδωσε διάταγμα που μετρίαζε τον γενικό διωγμό που μαινόταν στην Ανατολή (311). Ο Μαξιμίνος Δάιας, φανατικός ειδωλολάτρης και απηνής διώκτης των χριστιανών, έλαβε τότε τον τίτλο του αυγούστου της ανατολικής αυτοκρατορίας και ο Μαξέντιος, μένοντας μόνος στη Ρώμη, ανέλαβε εκστρατεία κατά του Κωνσταντίνου, με σκοπό να σφετερισθεί σύνολη την αυτοκρατορία της Δύσεως. Οι κάτοικοι της Ρώμης, που υπέφεραν κάτω από την τυραννία του Μαξέντιου, κάλεσαν σε άμεση βοήθεια τον Κωνσταντίνο, ο οποίος συγκέντρωσε τον στρατό, πέρασε τις Άλπεις (Σεπτέμβριος 312) και, καταλαμβάνοντας εύκολα τις πόλεις της βόρειας Ιταλίας, έφθασε μέχρι τα περίχωρα της Ρώμης, όπου ο Μαξέντιος είχε συγκεντρώσει τις κατά πολύ υπέρτερες δυνάμεις του. 
Ανεβασμένος σε ένα ύψωμα, ο Κωνσταντίνος κοίταζε αμήχανος και σκεπτικός την εξόφθαλμη υπεροχή των αντιπάλων του, όταν αίφνης, κατά το καταμεσήμερο, εμφανίσθηκε στον ουρανό ένας πελώριος Σταυρός, συνιστάμενος από άστρα, γύρω από τον οποίο ήταν γραμμένο στα Ελληνικά: «Ἐν τούτῳ νίκα». Τη νύχτα, εμφανίσθηκε ο Ίδιος ο Χριστός στον αυτοκράτορα και του έδωσε εντολή να φτιάξει έναν Σταυρό παρόμοιο με εκείνον που του είχε αποκαλυφθεί στο όραμά του και να τον τοποθετήσει ως λάβαρο επικεφαλής του στρατού του. Το σημείο της νίκης έλαμψε τότε ξανά στον ουρανό και ο Κωνσταντίνος πίστεψε ολόψυχα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Θεός· ο πανάγαθος και φιλάνθρωπος Δημιουργός του ουρανού και της γης, που δίνει τη νίκη στους βασιλείς και οδηγεί κάθε πράγμα στο τέλος του που Αυτός έχει προβλέψει προ καταβολής κόσμου. 
Μόλις ξημέρωσε, διέταξε να κατασκευάσουν το λάβαρο και έδωσε εντολή να τοποθετηθεί στην κεφαλή των στρατευμάτων του, στη θέση των αυτοκρατορικών αετών, ως «σημείο νίκης επί του θανάτου και τρόπαιον αθανασίας». Συνίστατο σε ένα μακρύ, επίχρυσο δόρυ με σταυροειδή απόληξη, το οποίο επέστεφε στέφανος από χρυσό και πολύτιμους λίθους, στο κέντρο του οποίου διακρινόταν το σύμβολο του Σωτήρος (μονόγραμμα αποτελούμενο από τα δύο πρώτα γράμματα του Χριστού: «ΧΡ»). Από την οριζόντια κεραία του σταυρού ήταν κρεμασμένο βασιλικό ύφασμα στολισμένο με πολύτιμους λίθους που άστραφταν με φωτεινές ανταύγειες, σαν τις ακτίνες του ήλιου. Στην κρίσιμη μάχη της Μιλβίας γέφυρας, στις 28 Οκτωβρίου 312, ο Σταυρός ήταν εκείνος που έδωσε τη νίκη. Ο Μαξέντιος τράπηκε σε φυγή· και προσπαθώντας να περάσει από την πλωτή γέφυρα που είχε κατασκευάσει, η γέφυρα κατάρρευσε με πάταγο και ο τύραννος καταποντίστηκε μαζί με όλους τους αξιωματικούς του στα νερά, όπως άλλοτε ο Φαραώ και τα άρματά του στην Ερυθρά θάλασσα (Έξ. 15). 
Απευθύνοντας ευχαριστία στον Θεό για τη νίκη αυτή που εγκαινίαζε μια νέα εποχή στην ανθρώπινη ιστορία, ο Κωνσταντίνος έκανε θριαμβευτική είσοδο στη Ρώμη που τον χαιρέτησε ως ελευθερωτή, σωτήρα και ευεργέτη. Σύντομα έλαβε μέριμνα να αναρτηθεί το σημείο του Σταυρού σε όλα τα μείζονα μνημεία της πόλης, ανεγέρθη δε ένα άγαλμα του αυτοκράτορα που κρατούσε στο χέρι του τον Σταυρό, ως σημείο νίκης και έμβλημα εξουσίας που έλαβε από τον Χριστό. Από τη στιγμή εκείνη ο Κωνσταντίνος άρχισε να καταρτίζεται στο χριστιανικό δόγμα και επιδόθηκε με επιμέλεια στην ανάγνωση των ιερών βιβλίων [2]. Έλαβε μέριμνα να επιστραφούν τα δημευμένα αγαθά, ανακάλεσε τους εξόριστους, ελευθέρωσε τους αιχμαλώτους και φρόντισε να αναζητηθούν τα ιερά λείψανα των μαρτύρων που ήσαν θύματα του μεγάλου και ανελέητου διωγμού. Με τη νίκη αυτή επί του Μαξέντιου, η χριστιανική θρησκεία ή μάλλον η θεόσδοτη αποκάλυψη, επί μακρόν προπηλακισμένη και διωγμένη, μπόρεσε να βγει από τη σκιά και να απολαύσει την εύνοια και την προστασία του αγαθού ηγεμόνα.  
Παραμένοντας διακριτή εν σχέσει με την πολιτική εξουσία, η Εκκλησία, ήταν έκτοτε σε θέση να εμπνέει δυναμικά τους κυβερνώντες και να μετασχηματίζει σε βάθος τη ζωή των ανθρώπων και των κρατών, εμφυσώντας στις ανθρώπινες καρδιές τις ευαγγελικές αρετές. Λίγους μήνες αργότερα (313), ο άγιος Κωνσταντίνος συνάντησε τον Λικίνιο στα Μεδιόλανα (σημ. Μιλάνο), και οι δύο αυτοκράτορες που εφεξής θα μοιράζονταν τον κόσμο, υπέγραψαν διάταγμα που έθεσε τέλος στον διωγμό και επέτρεπε στους χριστιανούς να ασκούν ελεύθερα τη θρησκεία τους σε όλη την αυτοκρατορία. Ο Κωνσταντίνος αναγορεύθηκε τότε πρώτος αύγουστος και έγιναν οι γάμοι της αδελφής του Κωνσταντίας με τον Λικίνιο. 
Φωτισμένος από τη χάρη του Θεού, ο άγιος αυτοκράτορας δεν παραχώρησε μόνο γενική ελευθερία, αλλά ενεθάρρυνε επίσης την ανάπτυξη της χριστιανικής λατρείας. Επιδότησε την ανέγερση ναών και τον αντάξιο στολισμό των τάφων των μαρτύρων, επέστρεψε τα δημευθέντα από το κράτος αγαθά των ομολογητών και μαρτύρων και τα παραχώρησε στην Εκκλησία, εφόσον οι μεταστάντες δεν είχαν αφήσει κληρονόμους. Τιμούσε τους επισκόπους, τους οποίους δεχόταν στο τραπέζι του και παρευρισκόταν στις τοπικές συνόδους φροντίζοντας να επικρατεί ειρήνη και ομόνοια. 
Ενώ στη Δύση έλαμπε έτσι το φως της αλήθειας, στην Ανατολή εξακολουθούσε να επικρατεί το σκότος της ειδωλολατρίας και της τυραννίας από τον Μαξιμίνο Δάια, ο οποίος κήρυξε τον πόλεμο στον Λικίνιο. Αυτός τον νίκησε στη Θράκη (313) και, μένοντας κύριος της αυτοκρατορίας της Ανατολής, ενέτεινε τον διωγμό. Επέβαλε περιορισμούς στους επισκόπους [3], έκλεισε ναούς, εξόρισε χριστιανούς και δήμευσε τις περιουσίες τους, ενώ τιμωρούσε σκληρά όσους βοηθούσαν τους φυλακισμένους. Ανάγκασε τους αξιωματούχους να προσφέρουν θυσίες, και σε όλους τους τομείς της διοικήσεως επί των ημερών του βασίλευσε η αδικία, η πονηρία και η βία. Μαθαίνοντας τα τυραννικά αυτά μέτρα που επιβλήθηκαν στην Ανατολή εναντίον των χριστιανών, ο άγιος Κωνσταντίνος συγκέντρωσε ισχυρό στρατό, υπό την αιγίδα του σημείου του νικηφόρου Σταυρού, και κατά την εκστρατεία του εναντίον των βαρβάρων της Παννονίας εισέδυσε στην επικράτεια του Λικίνιου (322). Μετά από μια πρώτη ήττα στην Ανδριανούπολη, ο τύραννος αναδιπλώθηκε στο Βυζάντιο και εν συνεχεία ηττήθηκε οριστικά στη μάχη της Χρυσούπολης (18 Σεπτεμβρίου 324). Ο Κωνσταντίνος θριαμβεύοντας στο όνομα του Χριστού και της Αληθείας, ανέλαβε έκτοτε να προσφέρει την επανενωθείσα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως δώρο προς τον Βασιλέα των βασιλέων και ως νέος Απόστολος εργάστηκε για να διαδοθεί μέχρι τις εσχατιές της Ανατολής και της Δύσεως, από τη Μεσοποταμία έως τη Μεγάλη Βρετανία, η Πίστη στον ένα και μόνο Θεό και στον Υιό Του που έλαβε σάρκα για τη δική μας Σωτηρία. 
Χρησιμοποιώντας επιείκεια απέναντι στους αιχμαλώτους του αντίπαλου στρατού, φρόντισε ώστε να εφαρμοστούν και στην Ανατολή τα ίδια μέτρα υπέρ της Εκκλησίας που είχε θεσπίσει προηγουμένως στη Δύση. Με διάταγμα που απευθύνθηκε σε όλη την Αυτοκρατορία, ανήγγειλε ότι ο Θεός και μόνο θα πρέπει να θεωρείται η αιτία για τις νίκες του και ότι είχε επιλεγεί από τη θεία Πρόνοια για να τεθεί στην υπηρεσία του καλού και της αλήθειας. Τοποθέτησε νέους άρχοντες στην επαρχία, στους οποίους απαγόρευσε να προσφέρουν ειδωλολατρικές θυσίες και έστειλε σε όλες τις περιοχές της επικρατείας του επιστολές που καταδίκαζαν την ειδωλολατρία και ενεθάρρυναν τη μεταστροφή. Παρότρυνε όλους τους υπηκόους του να ακολουθήσουν το δικό του παράδειγμα, χωρίς, ωστόσο, να εξαναγκάζει κανέναν. Έτσι, η Αυτοκρατορία, διοικούμενη από έναν και μόνον αυτοκράτορα, παρουσίαζε μία προεικόνιση της Βασιλείας του Θεού, παρούσα ήδη στη γη, όπου όλοι οι άνθρωποι μπορούσαν συμφιλιωμένοι να απολαύσουν τα αγαθά της ειρήνης και να αναπέμπουν ακατάπαυστα στον Θεό ευχαριστηρίους ύμνους. 
Στη νέα αυτή χριστιανική Αυτοκρατορία, η οποία επρόκειτο να ζήσει μία χιλιετία, άρμοζε να δοθεί μία καινούργια πρωτεύουσα, με καλύτερη γεωγραφική θέση και απαλλαγμένη από τις μνήμες της ειδωλολατρίας και της τυραννίας. Εμπνευσμένος από θεόσταλτο σημείο, ο Κωνσταντίνος επέλεξε την πολίχνη του Βυζαντίου, της οποίας η τοποθεσία αποτελούσε γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Οδηγημένος από άγγελο, χάραξε ο ίδιος τα όρια της νέας πόλης και έδωσε εντολή στον επικεφαλής των έργων Ευφρατά να μην υπολογίσει τα έξοδα, προκειμένου η πόλη να διαθέτει μνημεία και δημόσιους δρόμους που να ξεπερνούν σε μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα όλες τις άλλες πόλεις του κόσμου. Κατά τη θεμελίωση της πόλης, στις 8 Νοεμβρίου του 324, το Βυζάντιο έλαβε την ονομασία «Νέα Ρώμη» και αφιερώθηκε κατόπιν στην Θεοτόκο. Στο κέντρο του παλατιού υψώθηκε πελώριος Σταυρός στολισμένος με πολύτιμους λίθους και στον φόρο (αγορά) τοποθετήθηκε στην κορυφή μιας στήλης από πορφυρίτη το άγαλμα του Κωνσταντίνου, μέσα στο οποίο κατατέθηκαν ιερά λείψανα, στη δε βάση της στήλης τοποθετήθηκαν τα κοφίνια που είχαν χρησιμεύσει στο θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων [4]. Οι εργασίες προχώρησαν πολύ γρήγορα· και κατά την 25η επέτειο της βασιλείας του αυτοκράτορα (11 Αυγ. 330), τελέσθηκαν με μεγαλοπρέπεια τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας. 
Αμέσως μετά τη νίκη του επί του Λικίνιου, πρώτιστο μέλημα του αγίου Κωνσταντίνου ήταν η αποκατάσταση και στερέωση της ενότητας της Εκκλησίας που απειλούνταν σοβαρά από την αίρεση του Αρείου [5], η οποία ξεκινώντας από την Αίγυπτο είχε διαδοθεί σε διάφορες περιοχές, χάρη σε ένα διάταγμα του Λικίνιου που απαγόρευε τη σύγκλιση τοπικών συνόδων. Αφού έστειλε μέσω του αγίου Οσίου της Κορδούης [27 Αυγ.], παραινετικές επιστολές προς τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας, Αλέξανδρο [29 Μαΐου], και προς τον Άρειο, στις οποίες εξέφραζε τον πόνο του για τη διχοστασία, ο αυτοκράτορας συγκάλεσε όλους τους επισκόπους της οικουμένης στη Νίκαια, για την πρώτη μεγάλη και αγία Οικουμενική Σύνοδο (325) [6]. Αυτή η πρώτη μεγάλη σύναξη επισκόπων που έφθασαν από κάθε άκρη της οικουμένης ήταν μια τέλεια έκφραση του πληρώματος της Εκκλησίας και της ενότητας της χριστιανικής Αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας παρακάθονταν μεταξύ των επισκόπων, λάμποντας μέσα στην κεκοσμημένη με πετράδια εσθήτα του. Κήρυξε την έναρξη στις συνεδριάσεις απευθύνοντας ευχαριστία προς τον Θεό για τη συγκέντρωση αυτή και προέτρεψε τους συμμετέχοντες να λύσουν ειρηνικά τις διαφορές που έσπειρε ο δαίμονας στον Οίκο του Θεού. Συμμετείχε στις συζητήσεις και, με την πραότητα και ισορροπία που επέδειξε, κατάφερε να συμφιλιώσει τους αντιπάλους. Η Σύνοδος προχώρησε κατόπιν στην καταδίκη του Αρείου και των οπαδών του [7], ελήφθη δε η απόφαση να εορτάζεται το Πάσχα παντού την ίδια ημερομηνία, σε ένδειξη της ενότητας της Πίστεως. Οι εργασίες της Συνόδου έκλεισαν με ένα μεγάλο συμπόσιο που παρέθεσε ο άγιος Κωνσταντίνος σε όλους τους επισκόπους επ’ ευκαιρία της 20ης επετείου της βασιλείας του, το οποίο αποτέλεσε μια πλούσια προτύπωση της Βασιλείας του Θεού, και κατόπιν τους απέστειλε εν ειρήνη στις επισκοπές τους, αφού τους χάρισε πλούσια δώρα. 
Τον επόμενο χρόνο (326), η αυτοκράτειρα Ελένη, που μόλις είχε βαπτισθεί, ανέλαβε προσκύνημα στην Παλαιστίνη [8], κατά τη διάρκεια του οποίου ανακάλυψε την τοποθεσία του Γολγοθά και, χάρη σε θαυματουργική αποκάλυψη, τον Σταυρό του Κυρίου, θαμμένο στο χώμα [14 Σεπτ.]. Ο άγιος Κωνσταντίνος έδωσε τότε εντολή να ανεγερθεί στο μέρος εκείνο λαμπρή βασιλική αφιερωμένη στην Ανάσταση, η οποία εγκαινιάσθηκε το 335, επ’ ευκαιρία της 30ης επετείου της βασιλείας του. Η αγία Ελένη επισκέφθηκε επίσης και άλλες τοποθεσίες στους Αγίους Τόπους και φρόντισε να κτισθούν βασιλικές στη Βηθλεέμ και στο Όρος των Ελαιών. Ελευθέρωσε, εξάλλου, αιχμαλώτους και έκανε μεγάλες αγαθοεργίες σε όλη την Ανατολή. Λέγεται πως έτρεφε τέτοιο θαυμασμό για αφιερωμένες παρθένους, ώστε συγκάλεσε όλες τις αφιερωμένες στον Θεό γυναίκες και τις διακόνησε στο τραπέζι ως τραπεζοκόμος, μένοντας η ίδια νηστική [9]. Στο τέλος του προσκυνήματος αυτού παρέδωσε ειρηνικά τη ψυχή της στον Θεό σε ηλικία ογδόντα ετών. Η κηδεία της έγινε στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια η σορός της μεταφέρθηκε στη Ρώμη [10]. 
Αφού πέτυχε την ασφάλεια των συνόρων με μια επιδέξια τακτική συμμαχιών ώστε οι βάρβαροι να μεταστρέψουν «τα ξίφη τους σε άροτρα και τις λόγχες τους σε δρεπάνια» (Ησ. 2, 4), ο ευσεβής ηγεμόνας μπόρεσε να περάσει ειρηνικά το υπόλοιπο της βασιλείας του και ασχολήθηκε με τη στερέωση των βάσεων και των θεσμών της νέας χριστιανικής Αυτοκρατορίας. Ενεθάρρυνε όλα τα μέσα διαδόσεως του χριστιανισμού και τροποποίησε ταυτόχρονα σε βάθος όλους τους ρωμαϊκούς νόμους, προκειμένου να είναι σύμφωνοι προς την ευαγγελική αγάπη και χρηστότητα. Ήδη από την ανάρρησή του στον θρόνο, είχε επιβάλει με διάταγμα την αργία της Κυριακής σε όλη την Αυτοκρατορία, κατάργησε την ποινή του σταυρικού θανάτου, απαγόρευσε τις μονομαχίες και επέβαλε αυστηρές τιμωρίες για αρπαγές νεανίδων και προσβολές της αιδούς. Στη συνέχεια, ενεθάρρυνε τον θεσμό της οικογένειας, ως θεμέλιο του κοινωνικού οικοδομήματος, περιορίζοντας τα διαζύγια, καταδικάζοντας τη μοιχεία και θεσπίζοντας νόμους για τα κληρονομικά δικαιώματα. Κατάργησε επιπλέον τους νόμους που υπήρχαν παλιά κατά των ατέκνων, με σκοπό να ενθαρρύνει τον μοναχισμό, ο οποίος γνώρισε έκτοτε μεγάλη ανάπτυξη· έκανε επίσης ο Κωνσταντίνος μεγάλες δωρεές στις αφιερωμένες στον Θεό παρθένους, τις οποίες σεβόταν μέχρι λατρείας. Όταν η έδρα της διοίκησης μεταφέρθηκε οριστικά στην Κωνσταντινούπολη (330), ο αυτοκράτορας απαγόρευσε εκεί την τέλεση ειδωλολατρικών εορτών και απέκλεισε τους ειδωλολάτρες από τα κρατικά αξιώματα. Θεωρώντας τον εαυτό του «επίσκοπο των έξω πραγμάτων» [11], εμφανιζόταν σε όλη τη διακυβέρνησή του ως ζώσα εικόνα του Θεού που μοιράζει σε όλους τις αγαθοεργίες Του. Ελεούσε αφειδώς όσους είχαν ανάγκη, χριστιανούς και μη, στήριζε τις χήρες και γινόταν πατέρας για τα ορφανά. Προστάτευε τους πτωχούς από τις αυθαιρεσίες των ισχυρών και ευνοούσε την ευημερία των υπηκόων του ελαφρύνοντας κατά ένα τέταρτο τον ετήσιο φόρο και αναπροσαρμόζοντας τις αξίες των ιδιοκτησιών με σκοπό την ανακατανομή των φορολογικών βαρών. 
 Ήρεμος, μειλίχιος, κύριος των παθών που τυραννούν εν γένει τους ισχυρούς, παριστανόταν στα νομίσματα όρθιος, με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό, επιβεβαιώνοντας κατά τον τρόπο αυτό ότι ο ηγεμόνας πρέπει να είναι ένας άνθρωπος της προσευχής που μεσιτεύει υπέρ της ειρήνης και της ομονοίας του βασιλείου του. Στο παλάτι του διέθετε ιδιαίτερη αίθουσα, όπου απομονωνόταν καθημερινά για να προσευχηθεί και να μελετήσει τις ιερές Γραφές και περνούσε συχνά τη νύχτα συντάσσοντας ομιλίες, στις οποίες προέτρεπε με τη ζωή του τον λαό προς την πρακτική οδό της αλήθειας και της αρετής. Μαθαίνοντας μία ημέρα ότι κάποιος είχε πετάξει μια πέτρα σε ένα από τα ομοιώματά του, ο αυτοκράτορας, στην πρόταση που του έγινε να τιμωρήσει παραδειγματικά τον ένοχο, απάντησε περνώντας το χέρι του πάνω από το πρόσωπό του και χαμογελώντας: «Δεν νιώθω κανένα τραύμα και είμαι υγιέστατος!». Άφησε δε τον άνθρωπο τελείως απείραχτο και ελεύθερο. Όποιος τον πλησίαζε για να ζητήσει κάποια χάρη, ήταν εκ των προτέρων σίγουρος ότι αυτή θα ικανοποιούνταν· και, έτσι, σε όλα τα χρόνια εκείνα, γενική και ακλόνητη ήταν η πεποίθηση ότι ο Θεός βασίλευε πραγματικά μεταξύ των ανθρώπων. 
Λίγο μετά την 30η επέτειο της βασιλείας που εορτάστηκε μεγαλοπρεπώς (335), ο βασιλιάς της Περσίας Σαβώριος Β΄ εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών του βασιλείου του και στη συνέχεια καταστρατηγώντας τη συμμαχία του με τον Κωνσταντίνο, εισέβαλε στην Αρμενία. Ο θεοσεβής αυτοκράτορας συγκέντρωσε τότε ισχυρό στρατό, με σκοπό να εκστρατεύσει προς άμυνα των χριστιανών και αποφάσισε να συμμετάσχει αυτοπροσώπως στην εκστρατεία. Στην Ελληνούπολη, όμως, αρρώστησε και μεταφέρθηκε εσπευσμένα μέχρι τα περίχωρα της Νικομήδειας, όπου έλαβε το άγιο Βάπτισμα, το οποίο από βαθύ σεβασμό είχε καθυστερήσει τόσα χρόνια. Αρνούμενος να ξαναφορέσει την αυτοκρατορική πορφύρα, παρέδωσε τη ψυχή του στον Βασιλέα των ουρανών και της γης, ανήμερα της Πεντηκοστής του έτους 337, ενδεδυμένος ακόμη με τη λευκή εσθήτα των νεοφωτίστων. Αφού ανέπεμψε ευχαριστήρια προσευχή, τα τελευταία του λόγια ήσαν τα εξής: «Τώρα γνωρίζω ότι είμαι αληθινά μακάριος, τώρα γνωρίζω ότι αξιώθηκα την αιώνια ζωή, τώρα γνωρίζω ότι μετέχω του θείου Φωτός!» [12]. Η σορός του μεταφέρθηκε αμέσως στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετά τη μεγαλοπρεπή κηδεία, παρουσία όλου του λαού, κατατέθηκε στον ναό των Αγίων Αποστόλων, εν μέσω των κενών σαρκοφάγων των δώδεκα Αποστόλων του Κυρίου. Αυτός, που μεταστραφείς από μία αποκάλυψη, παρόμοια με εκείνη του Αποστόλου των Εθνών, Παύλου, υπέταξε με το κολοσσιαίο έργο του τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο δόγμα του Χριστού, δοξάσθηκε έτσι υπεράνω όλων των αυτοκρατόρων και δικαίως τιμάται και μεγαλύνεται έκτοτε ως θεόστεπτος μέγας Ισαπόστολος Χριστού [13].

— Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ —
[1]Η μνήμη του αγίου Κωνσταντίνου μάς δίνει την ευκαιρία να υπενθυμίσουμε ότι ο «Συναξαριστής» τοποθετείται σε επίπεδο τελείως διαφορετικό από εκείνο της πολιτικής ιστορίας. Η τιμή του αγίου Κωνσταντίνου του Μεγάλου, όπως και όλα τα «κωνσταντίνεια» στοιχεία που διατηρήθηκαν στην ορθόδοξη λατρεία, αποβλέπουν στην οικοδομή της Εκκλησίας και στη στερέωση της εσχατολογικής της διάστασης. Η δόξα της Αυτοκρατορίας δεν είναι παρά το σύμβολο και η προεικόνιση της άφθαρτης δόξας της Βασιλείας του Θεού. Με τον τρόπο αυτό και όχι ως μια στείρα αυτοκρατορική νοσταλγία, οι πιστοί τιμούν τους αγίους αυτοκράτορες και προσεύχονται, ακόμη και σήμερα, στην εποχή των εκκοσμικευμένων δημοκρατιών, για τη στερέωση της «Βασιλείας». 
[2]Ορισμένα Συναξάρια αλλά και η Ακολουθία της ημέρας αυτής (βλ. το Δοξαστικό του Εσπερινού) αναφέρουν εσφαλμένα ότι ο άγιος Κωνσταντίνος βαπτίσθηκε από τον άγιο Σίλβεστρο [2 Ιαν.], κατά την είσοδό του στη Ρώμη. Στην πραγματικότητα όμως, ο αυτοκράτορας παρέμεινε σε όλη του τη ζωή κατηχούμενος, όπως συνέβαινε αρκετά συχνά τότε, και έλαβε το άγιο Βάπτισμα μόλις λίγο πριν πεθάνει. 
[3]Τότε μαρτύρησε ο άγιος Βασίλειος Αμασείας [26 Απρ.]. 
[4]βλ. Ματθ. 14, 13-21· Μάρκ. 6, 30-44· Λουκ. 9, 10-17 και Ιωάν. 6, 1-15. 
[5]Βλ. μνήμη αγίου Αθανασίου [18 Ιαν.]. 
[6]Η μνήμη της Συνόδου αυτής τελείται την Κυριακή μεταξύ της Αναλήψεως και της Πεντηκοστής· πιο συγκεκριμένα, την Ζ΄ Κυριακή από του Πάσχα. 
[7]Δυστυχώς, μετά τη Σύνοδο, οι δολοπλοκίες της Κωνσταντίας, αδελφής του αυτοκράτορα, κατέληξαν στην ανάκληση του αρειανού Ευσεβίου Νικομηδείας, στην εκθρόνιση του Ευσταθίου Αντιοχείας και στην εξορία του αγίου Αθανασίου. Ο αρειανισμός και οι διάφορες παραλλαγές του τάραξαν την ειρήνη της Εκκλησίας για πολλά χρόνια, σχεδόν μέχρι τη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο (381) [Α΄ Κυριακή του Ιουνίου], η οποία σηματοδότησε και τον οριστικό θρίαμβο της Ορθοδοξίας. 
[8]Φαίνεται πως η αγία Ελένη πραγματοποίησε το προσκύνημα αυτό ως εξιλέωση για τη διπλή θανάτωση που σκίασε τη βασιλεία του γιου της. Ο Κρίσπος, γιος της πρώτης συζύγου του Κωνσταντίνου, είχε κατηγορηθεί για συνωμοσία εναντίον του πατέρα του. Λίγο μετά τη θανάτωσή του, ο αυτοκράτορας κατάλαβε ότι επρόκειτο για ψεύτικη κατηγορία που είχε υποκινήσει η Φαύστα, επιθυμώντας να εξασφαλίσει τη διαδοχή προς όφελος των τριών γιων της, και τη θανάτωσε. Τα τραγικά αυτά συμβάντα είναι η βασική αιτία που οι ιστορικοί θέτουν σε αμφιβολία την προσωπική αγιότητα του Κωνσταντίνου. Πρέπει, ωστόσο, να επανατοποθετήσουμε τις ενέργειες αυτές μέσα στις συνθήκες της εποχής, όπου ο μονάρχης συγκέντρωνε στα χέρια του όλη τη δικαστική εξουσία και ως εκ τούτου είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου επί των υπηκόων του. Οι ιστορικοί αυτοί, παραλείπουν, εξάλλου, να σημειώσουν τα σημεία μετανοίας του αυτοκράτορα, τα οποία επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι η μετέπειτα διαγωγή και διακυβέρνησή του εμπνέονταν ανελλιπώς από τις ευαγγελικές αρχές. 
[9]Θεοδώρητος Κύρου, «Εκκλ. Ιστ. Α΄», 18. 
[10]Η σαρκοφάγος της φυλάσσεται στο μουσείο του Βατικανού. 
[11]Ευσέβιος Καισαρείας, «Βίοι Μ. Κωνσταντίνου Δ΄», 24, PG 20, 1172.
[12]Ευσέβιος Καισαρείας, «Βίοι Μ. Κωνσταντίνου Δ΄», 24, PG 20, 1217. 
[13]«Η Εκκλησία δεν αναγνωρίζει τους αγίους της με μέτρα ατομικής ηθικής τελειότητας… Η ατομική αρετή δεν συνιστά αγιότητα, αν δεν υπηρετεί τη φανέρωση και μαρτυρία της αληθείας της Εκκλησίας. Μόνον αυτή η σύνδεση της αγιότητος με την αλήθεια της Εκκλησίας, και όχι με την ατομική αρετή, μπορεί να μας οδηγήσει σε μια σωστή κατανόηση του γεγονότος της αγιοποίησης του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αν στα πρόσωπα των Αποστόλων είδε η Εκκλησία τους “θεμελίους” της θείας οικοδομής της, “ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ”, τους θεμελιωτές της φανέρωσης-βασιλείας του Θεού πάνω στη γη, στο πρόσωπο του Μεγάλου Κωνσταντίνου είδε τον Ισαπόστολο, τον θεμελιωτή της ορατής καθολικότητας και οικουμενικότητας της Εκκλησίας… Στο πρόσωπο, λοιπόν, του Μεγάλου Κωνσταντίνου και στην αναγνώρισή της από την πολιτεία είδε η Εκκλησία να παίρνει συγκεκριμένες ιστορικές διαστάσεις η αλήθεια της καθολικότητας της φύσεώς της: η πρόσληψη του συνόλου κόσμου και η μεταμόρφωσή του σε Βασιλεία του Θεού» (βλ. Χρήστος Γιανναράς: «Αλήθεια και Ενότητα της Εκκλησίας», Αθήνα 1977, σσ. 121 και 124).
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 9ος (Μάιος),
σελ. 237–247.

Κυριακή 19 Μαΐου 2024

Καταξιωθεῖτε, ἀδειάζοντας τοὺς τάφους...


Απόσπασμα από την Ράδιοπαράγκα που έγινε την ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ του 1995 .
σε μορφή mp3 εδώ 
π.Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος

 

Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων  
Καὶ ἐκεῖνες ἤρθαν στὸν τάφο. 
Καὶ στὸν τάφο ποῦ ἤρθανε, βρήκανε μέσα τὸν ἄγγελο. Καὶ ὁ ἄγγελος τοὺς εἶπε, πώς ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν οὐκ ἔστιν ὧδε. Καὶ τίς κατέλαβε τρόμος καὶ ἔκστασις καὶ βγῆκαν ἔξω. Ἐφοβοῦντο γάρ
Τί φοβοῦντο ἄραγε; 
Τί φοβήθηκαν, ἐνῶ πρὶν, δὲν ἦταν φοβισμένες; 
Ἀπὸ ὅτι φαίνεται, φοβήθηκαν τὰ μεγάλα. 
Ἀντιμετώπισαν ἄδειο τὸν τάφο. 
Τί φόβος ἦταν αὐτός; 
Ἕνας φόβος ἀγαπητικός, ἕνας φόβος ἀληθινός. 
Τίς κατέλαβε τρόμος καὶ ἔκστασις καὶ αὐτὲς οἱ γυναῖκες βγῆκαν πιὰ καὶ μίλησαν γιὰ τὸ Χριστό. 
Ὅταν ἀντιμετώπισαν τὴν Ἀνάστασή Του.
Ἐδῶ, δὲν γίνονται δρόμος, γιὰ τίς γυναῖκες, αὐτὲς οἱ μυροφόρες; 
Ἔτσι ὅμως -αὐτὴ τὴ στιγμή- μέσα ἀπὸ τὴν συνάντηση ποὺ εἶχαν, μὲ τὸν ἄδειο τὸν τάφο. 
Κάτι σημαίνει αὐτό! 
Ἄν οἱ γυναῖκες μας, δὲν σταθοῦν ἔτσι μπροστὰ στὸ Χριστό, ὅλες οἱ ἀναζητήσεις τους, οἱ φεμινιστικές, οἱ νομοθετικὲς, θὰ πέφτουν στὸ κενό. 
Τίποτε, τίποτε. Οὔτε ὁ φόβος τους, οὔτε ἡ τόλμη τους. Τίποτε, τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὴ γυναῖκα, γυναῖκα πραγματική, ἂν δὲν σταθεῖ ὅπως οἱ μυροφόρες, μὲ τὸν τρόμο καὶ τὴν ἔκσταση τοῦ ἄδειου του τάφου, ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. 
Καὶ ἔτσι οἱ γυναῖκες μας δὲ δένονται μὲ τοὺς τόπους τους, ἀλλὰ ἀγαποῦν τοὺς τόπους τους καὶ λειτουργοῦν τοὺς τόπους τοὺς. Παίρνουν τοὺς τόπους τους, ποὺ φαίνονται τάφοι καὶ τοὺς κάνουνε τόπους Ἀναστάσιμους καὶ ὁ τάφος φεύγει καὶ φαίνεται - γίνεται- ἄδειος καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτε μέσα καὶ ὅλα εἶναι ἀναστάσιμα. 
Οἱ γυναῖκες μας, ποὺ θέλουν νὰ ἀνοιχτοῦν σὲ καινούργιους ὁρίζοντες, νὰ βγοῦν καὶ νὰ καταξιωθοῦν στὴ ζωή... ξέχασαν τοὺς τάφους τους, νὰ τοὺς κάνουν πραγματικοὺς, ἀναστάσιμους. 
Ἐκεῖ ποὺ λειτουργοῦν τὰ μεγάλα πράγματα. 
Καὶ ἐκεῖ μέσα θὰ ὑπάρχει σίγουρα ὁ Ἄγγελος ποὺ θὰ λέει,  Ἰδοὺ ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. 
Μὴ φοβᾶσαι, ὁ τόπος εἶναι τόπος ἀληθινὸς καὶ ἐδῶ θὰ λειτουργήσει στὰ μεγάλα τῆς ζωῆς. 
Μήνυμα ἁπλὸ πρός τις  γυναῖκες μέσα ἀπὸ τίς μυροφόρες. 
Μὴν πᾶτε νὰ καταξιωθεῖτε μέσα ἀπὸ τὰ μεγάλα, ὅπως τὰ λέει ὁ κόσμος. 
Καταξιωθεῖτε, ἀδειάζοντας τοὺς τάφους, ποὺ εἶναι μικροί, μικροὶ τόποι ποὺ λειτουργεῖτε τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. 
Αὐτὸ μᾶς στέλνει σὰν μήνυμα ἡ σημερινὴ μέρα.

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ - π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ  

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία
τοῦ π. Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακή 28 Απριλίου του 1996   

Πανάγαθος Θεὸς ὅτι ἔφτιαξε τὸ ἔφτιασε πλούσιο σὲ ἐκφράσεις καὶ ποικιλόμορφο. Κοιτᾶξτε γύρῳ σας τὴ φύση, πόσο ποικιλόμορφη εἶναι καὶ πλούσια σὲ ἐκφράσεις καὶ σὲ δυνατότητες ζωῆς.

Τὸ ἴδιο πρᾶγμα, τὸ ἴδιο ὑπόδειγμα, τὸ χρησιμοποίησε, φτιάχνοντας καὶ τὸν ἄνθρωπο.

Καὶ δὲν τὸν ἔκανε τὸν ἄνθρωπο μονότονο, τὸν ἔκανε πλούσιο σὲ ἐκφράσεις. Αὐτὸ τὸ καταλαβαίνουμε πολλὲς φορές, ἀναμετρούμενοι μὲ τὸν συναισθηματικό μας κόσμο. Βλέπουμε πὼς ἐκφράσεις λύπης, χαρᾶς ἢ ποικίλων ἐνδιαμέσων καταστάσεων περνᾶμε πολλὲς φορές, τὴν ἴδια μέρα.

Αὐτὸ ἐδῶ τὸ κείμενο, ποὺ ἀκούσαμε πρὶν ἀπὸ λίγο, ἔρχεται μὲ ἕναν τρόπο πραγματικὰ καθοριστικό, ἀλλὰ μυστικὸ, νὰ καθορίσει τὸ γεγονὸς αὐτό. Τὸ πὼς χαλιναγωγοῦνται, οἱ ποικιλόμορφες ἐκφράσεις, τοῦ ἐσωτερικοῦ μας, συναισθηματικοῦ κόσμου.

Τὸ κείμενο μέν, ὁμιλεῖ γιὰ τὴν πορεία τῶν μυροφόρων πρὸς τὸ Χριστό, ἀλλὰ παίρνει ἕνα ἀποκορύφωμα, στὸ τέλος του, μὲ τίς ἑξῆς φράσεις, ποὺ εἶναι καταστάσεις τίς ὁποῖες περνοῦν οἱ μυροφόρες.

"Ἐξεθαμβήθησαν, εἶχαν τρόμο καὶ ἔκσταση καὶ ἐφοβοῦντο".

Μέσα σὲ πολὺ λίγο κείμενο, περιγράφει τέσσερις καταστάσεις, ποὺ οὔτε λίγο οὔτε πολύ, εἶναι ὁριακὲς συναισθηματικές. Καὶ τὸ κείμενο κάτι θέλει νὰ πεῖ, ἀκριβῶς γι' αὐτὸ τὸ θέμα. Τὸ πὼς οἱ ποικιλόμορφες ἐκφράσεις τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου, τοῦ συναισθηματικοῦ μας, ὅπως λέμε κόσμου, μποροῦν νὰ χαλιναγωγηθούν.

Γιατί ὅπως ἡ φύσις εἶναι ποικιλόμορφη καὶ ἂν ἀφεθεῖ ἀνερμάτιστη, μπορεῖ νὰ φέρει καταστροφή, καὶ θὰ ὑπάρχει ἔλλειψη ἁρμονίας καὶ ἀνισορροπεία. Ἔτσι καὶ ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Ἄν δὲν λειτουργεῖ ἁρμονικά, κάτω ἀπὸ ἕνα συνεκτικὸ ἑνωτικὸ δεσμό, μπορεῖ νὰ δημιουργήσει μέσα ἀπὸ τίς ποικιλόμορφες καταστάσεις, ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐπέτρεψε νὰ ἔχουμε στὴν ψυχή μας. Νὰ δημιουργηθεῖ μεγάλη δυσαρμονία καὶ ταραχὴ ἐσωτερικὴ καὶ πίσω ἀπὸ αὐτό, μπορεῖ πολλὲς φορὲς νὰ ἐκφράζεται, ἡ βαθιά μας ἐσωτερικὴ ἀγωνία, ἀποτυχία καὶ μελαγχολία.

Νὰ δοῦμε λίγο αὐτὲς τίς τέσσερις λέξεις, ποὺ εἶναι καταστάσεις συναισθηματικές, ἀπὸ τίς ὁποῖες περνοῦνε οἱ γυναῖκες, οἱ Μυροφόρες.

Προσέξτε! Τὴν ὥρα ποὺ πλησιάζουν τὸν τάφο, τὸ κείμενο λέει, "ἐξεθαμβήθησαν", εἶναι μιὰ ἰδιότυπη λέξη αὐτὴ ἡ λέξη, ἐξεθαμβήθησαν, ἡ ὁποία ὅμως πολλὲς φορὲς χρησιμοποιεῖται στὸ λόγο τὸν πατερικὸ καὶ πολλὰ τροπάρια μιλοῦν γιὰ τὸ θάμβος τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς Δόξης τοῦ Θεοῦ.

Πότε ἐξεθαμβήθησαν; 

Ὅταν βλέπουν τοὺς ἀγγέλους καθεζομένους ἕν τὸ τάφο καὶ μάλιστα, μιὰ πολὺ μικρὴ λεπτομέρεια, ποὺ φαίνεται πολὺ μεταβατική, ὅτι βλέπουν τοὺς ἀγγέλους, νὰ εἶναι ντυμένοι στὰ λευκά.

Κοιτᾶξτε! 

Οἱ ἄγγελοι εἶναι πέρα ἀπὸ ροῦχα, πέρα ἀπὸ χρῶμα, δὲν ἔχουν αὐτὴ τὴν κατάσταση τὴ φυσική, ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς, νὰ φοροῦν ροῦχα σὰν καὶ ἐμᾶς. Τὸ κείμενο κάτι θέλει νὰ πεῖ, ανθρωπὁμορφικά.

Τὸ λευκὸ δηλώνει, τὴν παρουσία, κάτι ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τίς δυνατότητες νὰ τὸ καταλάβουμε. Εἶναι ἕνα φῶς, τὸ ὁποῖο εἶναι πέρα ἀπὸ τὸ φῶς, καὶ αὐτὸ τὸ φῶς εἶναι τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ φῶς ποὺ βλέπουν - αὐτὸ εἶναι τὸ λευκό. Καὶ περνοῦν αὐτὸ τὸ θάμβος.

Δηλαδὴ, οἱ γυναῖκες, τὴν ὥρα ποὺ πλησιάζουν τὸν Τάφο, ἔρχονται νὰ μποῦνε σὲ ἕνα χῶρο ποὺ ἔχει μιὰ ἄλλη κατάσταση ζωῆς, αὐτὸ εἶναι τὸ θάμβος.

Ὅποιος πλησιάζει τη χάρη τοῦ Θεοῦ, μπαίνει σὲ αὐτὸ τὸ θάμβος. Ἐμεῖς αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ φτιάξουμε ό, τί καὶ νὰ κάνουμε γιὰ νὰ φτιαχτοῦμε -ἂς τὸ πῶ ἔτσι μὲ τὴ λέξη ποὺ λέμε- δὲν γίνεται τίποτε. Εἶναι αὐτὸ τὸ θάμβος, εἶναι αὐτὸ τὸ λευκὸ τοῦ πέρα ἀπὸ τοῦ λευκοῦ, τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ὅπου ἔρχεσαι καὶ ἐξεθαμβῆσε, προσέξτε τὴν παθητικὴ φωνὴ καὶ ἐξεθαμβήθησαν.

Γίνεται κάτι πάνω τους καὶ μετέχουν σὲ ἕνα χῶρο, αὐτὸς ὁ χῶρος πιὰ τοῦ φωτός, ἀρχίζει νὰ προσδιορίζει καὶ νὰ ὁρίζει, τίς συναισθηματικὲς καταστάσεις ποὺ θὰ περάσουνε.

Ἄν ἐμεῖς θέλουμε νὰ εἴμαστε χαρούμενοι ἢ  λυπημένοι, περνοῦμε σὲ μιὰ καταστροφή. Εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο καθορίζει πέρα ἀπό μας, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.

Καὶ τότε ἡ χαρὰ καὶ ἡ λύπη μας, ἐπειδὴ μπῆκε μέσα στὸ θάμβος τοῦ Θεοῦ χαλιναγωγεῖται καὶ ἡ χαρὰ εἶναι εὐλογημένοι καὶ ἡ λύπη εἶναι εὐλογημένη. Χωρὶς αὐτὸ καὶ τὰ δυὸ εἶναι καταστάσεις ψυχασθενείας.

Ἐξεθαμβήθησαν λοιπόν.

Καὶ ἡ συνέχεια τοῦ θάμβους στὸ ὁποῖο μετέχουνε εἶναι, προσέξτε τὴν πανέμορφη ἰσορροπία, τὴ λεκτικὴ τοῦ κειμένου.

"Εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκταση".

Δὲν λέει τὸ κείμενο ὅτι εἶχαν τρόμο καὶ ἔκσταση. Εἶχε δέ, κατεῖχε αὐτές, τρόμος καὶ ἔκστασης. Εἶναι πανέμορφο τὸ κείμενο, ἀφοῦ μπῆκαν σὲ αὐτὸ τὸ θάμβος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀρχίζουν ὅλες οἱ καταστάσεις οἱ συναισθηματικὲς καὶ χαλιναγωγοῦνται, ἔρχεται τὸ πρῶτο βῆμα ποὺ δίνεται ὼς ὤθηση σὲ αὐτές, εἶναι νὰ ἔχουν τρόμο. Τί εἶναι αὐτὸς ὁ τρόμος;

Καταλαβαίνετε πόσο ἀπέχουν αὐτές -ὡς κατάσταση ζωῆς- ἀπὸ αὐτὸ τὸν κόσμο ποὺ τοὺς παρουσιάζουν οἱ ἄγγελοι.

Καὶ μπαίνουν σὲ ἕνα τρόμο. Ποὺ αὐτὸς ὁ τρόμος, δὲν εἶναι τρόμος ὁ ὁποῖος ἀρρωσταίνει. Καταλαβαίνεις πόσο ἀπέχεις καὶ γιατί ὁ Θεὸς τὸ ἐπιτρέπει νὰ καταλάβεις; Ἀκριβῶς -γιὰ νὰ μὴν ἀπέχεις- γιὰ νὰ πλησιάσεις.

Εἶναι ἕνας τρόμος εὐλογημένος. Θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ, εἶναι ὁ μόνος τρόμος ὁ ὁποῖος ἔχει νόημα νὰ ὑπάρχει σὲ αὐτὴ τὴ ζωή. Ὅλα τὰ ἄλλα, τὰ στοιχεῖα τοῦ τρόμου εἶναι δαιμονικά. Αὐτὸς ὁ τρόμος πραγματικὰ ἔχει δυνατότητα νὰ ὑπάρχει πάνω μας καὶ πρέπει νὰ ὑπάρχει.

Καταλαβαίνεις λοιπὸν τὴν ἀπόσταση, ἀπὸ αὐτὸ τὸ θάμβος ποὺ σοῦ παρουσιάζεται.

Καὶ πᾷς νὰ μπεῖς σ΄ αὐτὴ τὴν ἱστορία καὶ μπαίνουνε οἱ μυροφόρες ἔχουνε τὸν τρόμο γιὰ τὴν ἀπόσταση ζωῆς.

Πόσο ἀπέχουν ἀπὸ αὐτὸ τὸν κόσμο καὶ μπαίνουν στὸ χῶρο ἐκστάσεως. Προσέξτε, παίρνουν μιὰ ἄλλη στάση ζωῆς καὶ αὐτὸ εἶναι πρόκληση γιά μας.

Βλέπεις τὴ διαφορά, τρομάζεις ἀπὸ τὴ διαφορὰ, εὐλογημένος τρόμος καὶ ἔχεις πιὰ μιὰ ἔκσταση. Παίρνεις μιὰ ἄλλη στάση ἀπὸ τὴ στάση ποὺ ἔπαιρνες μέχρι τώρα. Βγαίνεις ἀπὸ τὴ στάση ποὺ εἶχες, βγαίνεις ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ὁ κόσμος ἀντιμετωπίζει τὰ πράγματα, γιατί ἂν δὲν τὸ κάνεις, ἂν δὲν κάνεις αὐτὴ τὴν ἔκσταση, ὅλες οἱ καταστάσεις, οἱ ὁρίζοντες τοῦ κόσμου, χαρὰ μελαγχολία, θλίψῃ, λύπη -ὅλα αὐτὰ ποὺ λέμε κάθε μέρα- θὰ μᾶς καθηλώσουνε, σὲ καταστάσεις ποὺ θὰ μᾶς ἀρρωσταίνουν. Καὶ τότε μέσα σὲ αὐτὸ τὸ τρόμο τῆς ἀποστάσεως παίρνει μιὰ ἄλλη στάση ζωῆς καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ στάση πιὰ ζωῆς ποὺ λές, ἐδῶ εἶναι ἕνας ἄλλος κόσμος. Πρέπει σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο νὰ μετέχω.

Καὶ καταλήγει, ὅλη αὐτὴ ἡ πορεία τῶν ἐναλλασσόμενων ψυχολογικῶν συναισθηματικῶν καταστάσεων τῶν μυροφόρων, στὸ ἐφοβοῦντο γὰρ, οὐδεν οὐδὲν εἶπον λέει ἐφοβοῦντο .

Καὶ βλέπετε θὰ πεῖτε ὅλη αὐτὴ ἱστορία καταλήγει στὸ φόβο; Ναί, τὸ λέω ἀκριβῶς, οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον ἐφοβοῦντο γὰρ ὅν. Τί εἶναι φόβος, φόβος εἶναι πιὰ ὅτι ἀποδέχεσαι αὐτὸ τὸ γεγονὸς καὶ τὸ κάνεις ζωή σου. Δὲν μπορεῖς νὰ τὸ ἑρμηνεύσεις, δὲν μπορεῖς νὰ τὸ περιγράψεις, δὲν μπορεῖς νὰ τὸ μεταδώσεις. Ὁ φόβος εἶναι αὐτὴ ἡ ἀποδοχὴ ἑνὸς γεγονότος ποὺ τὸ ζεῖς βιωματικὰ κοντὰ στὸ Χριστό.

Καὶ ξέρεις ὅτι εἶναι μιὰ κατάσταση ἄλλη; Αὐτὸς εἶναι ὁ φόβος; Ἡ πλήρης ἀποδοχὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ τότε μέσα σ' αὐτὴ τὴν πλήρη ἀποδοχὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ξέρεις πῶ ὅτι καὶ νὰ πεῖς εἶναι λίγο, ξέρεις ὅτι δὲ φοβᾶσαι πιὰ τίποτε, ξέρεις πὼς καμιὰ κατάσταση ἐναλλασσόμενων ψυχολογικῶν συναισθηματικῶν δεδομένων, μπορεῖ νά σε ταράξει καὶ τότε οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον ἐφοβοῦντο γὰρ εἶναι πέρα ἀπὸ τὸ λένε καὶ λένε. 

Καὶ ἔρχεται ὅλος ὁ κόσμος, αὐτὸς ὁ πλούσιος τοῦ ἀνθρώπου, ὁ συναισθηματικῶς -καὶ μάλιστα γυναῖκες εἶναι ἐδῶ- νὰ χαλιναγωγηθεί, νὰ μπεῖς σὲ ἕνα δρόμο, τοῦ θάμβους, τῆς ἄλλης ἀντιμετωπίσεως καὶ τὸ φοβοῦντο ποὺ ξέρουν ποὺ δῶ πέρα ἀποδέχονται τὰ πάντα καὶ ἔτσι πᾶνε νὰ ζήσουνε καὶ ἐκεῖ νοηματοδοτεῖται πιὰ ἡ στάση τῶν μυροφόρων ποὺ ἔχουν μιὰ στάση σιωπηλή.  Ὅλα αὐτὰ μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ κείμενο μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ συναπάντημα τῶν γυναικῶν αὐτῶν μὲ τὸ Χριστό.

Καὶ ἔρχεται πραγματικὰ αὐτὸ τὸ κείμενο πεῖ κάτι ὁριστικὸ γιὰ τὴ ζωή μας, τὴν καθημερινὴ ζωή, δὲν εἶναι ἕνα κείμενο μακρινὸ ποὺ κάποιοι κάποτε συνάντησαν τὸν Χριστό.

Εἶναι τὸ σήμερα μᾶς, γιατί σήμερα, τὸ ζεῖτε ὅλοι δὲν χρειάζεται νὰ τὸ πῶ καὶ νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσω, ζοῦμε δεκάδες ἐναλλασσόμενες συναισθηματικὲς καταστάσεις κάθε μέρα ποὺ μᾶς ἀρρωσταίνουν, μᾶς διαλύουν, μᾶς κάνουν νὰ χτυπιόμαστε κάτω καὶ ἐδῶ εἶναι  ἀπάντηση, εἶναι μοναδικὴ Ἀπάντηση.

Μπαίνεις στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, καταλαβαίνεις τὴν ἀπόσταση, ἀλλάζεις στάση ζωῆς καὶ μετὰ δὲν ξέρεις τίποτε παρὰ ἕνα πρᾶγμα ποὺ ἔχεις ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ καὶ στὸ τί κάνει γιὰ ἐσένα.

Καὶ ὅλες οἱ κατάσταση καὶ ὁ πλοῦτος παίρνουνε φῶς καὶ ἡ χαρά μας γίνεται, οὐράνια καὶ ἢ λύπη μας γίνεται οὐράνια, γιατί εἶναι λύπη μετανοιάς.

Ὅλα γίνονται οὐράνια.

Ἔτσι νὰ εὐχηθοῦμε πολὺ ἁπλᾶ, ἐμεῖς ποὺ κάθε μέρα μέσα ἀπὸ αὐτὲς τίς παλίνδρομες καταστάσεις, τίς ψυχολογικὲς συναισθηματικὲς χτυπιόμαστε κάτω. Νὰ καταλάβουμε τὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ κειμένου καὶ νὰ κάνουμε καὶ ἐμεῖς ἕνα ξεπέρασμα, μία ἔκσταση ζωῆς. 

Γιὰ νὰ μποροῦμε ὅλα αὐτὰ τὰ πραγματικὰ εὐλογημένα, ἐναλλασσόμενα τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου, νὰ τὰ χαλιναγωγήσουμε μέσα ἀπό τη χάρη Τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ χαρά μας καὶ λύπη μας νὰ μπορεῖ νὰ γίνει οὐράνια.



Ο άγιος Ντάνσταν αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας

19 Μαΐου  
Ο άγιος Ντάνσταν αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας 
Ο άγιος Ντάνσταν (Dunstan) γεννήθηκε περί το 924 στο Μπάλτονσμπόρω, κοντά στο Γκλάστονμπέρυ. Ο πατέρας του, Χέορσταν, ήταν ευγενής Σάξονας από τη Δύση και η μητέρα του, Σύνεθριθ, που διήγε βίο αγίας, έλαβε θαυματουργικά την πρόρρηση της δόξας στην οποία εκλήθη ο γιος της. 
Η εκπαίδευση του παιδιού ανατέθηκε σε ιρλανδούς μοναχούς που διέμεναν στο Γκλάστονμπέρυ. Το παιδί έδειξε αγάπη για τη μάθηση σε όλους τους τομείς της γνώσης, κυρίως όμως μια φλογερή ευσέβεια. Αφού χειροτονήθηκε στους κατώτερους βαθμούς της ιερωσύνης, εισήλθε στην υπηρεσία του θείου του, Έθελχελμ, αρχιεπισκόπου Καντερβουρίας, και κατόπιν στην αυλή του βασιλιά Έθελσταν. Κάποιοι αυλικοί, φθονώντας τις εύνοιες των οποίων έχαιρε ο νέος κληρικός, τον κατηγόρησαν ότι μελετούσε την ειδωλολατρική γραμματεία και τη μαγεία, έτσι εγκατέλειψε την αυλή και κατέφυγε στο Γουίντσεστερ, κοντά στον επίσκοπο Έλφεγκε, με τον οποίο είχε συγγένεια. 
Υπό την επίδραση του τελευταίου, ο Ντάνσταν έγινε μοναχός και χειροτονήθηκε ιερέας. Αποσύρθηκε τότε στον Γκλάστονμπέρυ, για να ζήσει ως ερημίτης, κοντά στο μοναστήρι που ήταν τότε ερειπωμένο. Η αγιότητα του βίου του άρχισε να ακτινοβολεί στην περιοχή και η Έθελφλαντ, ανεψιά του βασιλιά, ο οποίος πεθαίνοντας της άφησε τη μεγάλη περιουσία του, λάβαινε αφειδώς τις συμβουλές του. 
Μετά τον θάνατο του Έθελσταν, ο νέος ηγεμόνας Εδμόνδος Α’ (939-946) κάλεσε τον ερημίτη για να τον κάνει ένα από τους προσωπικούς του συμβούλους. Η εύνοια αυτή γέννησε εκ νέου συκοφαντίες που κατέληξαν στην απομάκρυνσή του. Μετά από ένα ατύχημα στο κυνήγι, από το οποίο σώθηκε εκ θαύματος, ο βασιλιάς, συνειδοτοποιώντας ότι αιτία ήταν η άδικη έξωση του Ντάνσταν, τον τοποθέτησε ηγούμενο στο μοναστήρι του Γκλάστονμπέρυ, το οποίο ανακαίνισε και ίδρυσε στο εσωτερικό του μία σχολή (943). 



 

Ο άγιος Ντάνσταν οργάνωσε τη μονή ακολουθώντας αυστηρά τον Κανόνα του αγίου Βενεδίκτου και φρόντισε να ανεγερθούν μία εκκλησία και τα μοναστικά οικήματα. Όμως δύο μόλις χρόνια αργότερα, ο Εδμόνδος δολοφονήθηκε και ο διάδοχός του Έντρεντ ανακάλεσε τον άγιο για να τον κάνει πρωθυπουργό του. Επιδεικνύοντας στο αξίωμα αυτό μία βαθιά επίγνωση του χριστιανικού προορισμού του βασιλείου, ο Ντάνσταν εμπέδωσε τη βασιλική αυθεντία, εκρίζωσε τα κατάλοιπα του παγανισμού, ανοικοδόμησε κατεστραμμένες από τις εισβολές εκκλησίες και ενέπνευσε την αυστηρή τήρηση των ιερών Κανόνων σε εκκλησιαστικά ζητήματα. 
Κατά τη διάρκεια των εννέα χρόνων διακυβέρνησής του, αρνήθηκε δύο φορές να γίνει αρχιεπίσκοπος, θεωρώντας ότι όφειλε να ολοκληρώσει το έργο του. Τούτο, ωστόσο, διακόπηκε από τον θάνατο του βασιλιά Έντρεντ (955) και την ανάρρηση στον θρόνο του Έντβιγκ, ενός ανθρώπου διεφθαρμένου και πολέμιου των μεταρρυθμίσεων που είχε θεσπίσει ο άγιος. Κυνηγημένος από τη μνησικακία μιας από τις ερωμένες του βασιλιά, ο άγιος ηγούμενος αναγκάστηκε να καταφύγει στη Φλάνδρα, στη μονή Μπλαντίνιουμ, κοντά στη Γάνδη, όπου είχε τον χρόνο να μελετήσει σε βάθος τη μοναστική κίνηση που προήλθε από το Κλυνύ. 
Η εξορία αυτή, ωστόσο, είχε σύντομη διάρκεια. Περί τα τέλη του 957, οι Μέρκιοι και Νορθάμβριοι, απηυδισμένοι από τις παρεκτροπές του Έντβιγκ, τον εξεδίωξαν και τοποθέτησαν επικεφαλής του βόρειου βασιλείου τον αδελφό του Έντγκαρ. Ο τελευταίος φρόντισε να χειροτονηθεί επίσκοπος του Γουόρτσεστερ ο Ντάνσταν και τον επόμενο χρόνο τού προσάρτησε την επισκοπική έδρα του Λονδίνου (959). 
Όταν ο Έντγκαρ έμεινε μονάρχης μετά τον θάνατο του Έντβιγκ, τοποθέτησε χωρίς χρονοτριβή τον άγιο αρχιεπίσκοπο Καντερβουρίας και πρωθιερχάρχη του βασιλείου της Αγγλίας (21 Οκτ. 960/961). Αφού έλαβε στη Ρώμη το πάλλιον από τον πάπα Ιωάννη ΙΑ’, ο οποίος τον έκανε λεγάτο του, ο Ντάνσταν τοποθέτησε ικανούς επισκόπους και καθηγουμένους επικεφαλής επισκοπών και μονών, μεταξύ των οποίων ανακαίνισε ένα μεγάλο αριθμό, μερίμνησε να εφαρμόζονται δίκαιοι νόμοι και οργάνωσε ιεραποστολές στη Σκανδιναβία. 
Παρά την έντονη αυτή δραστηριότητα, δεν μειώθηκε καθόλου το ενδιαφέρον του για την αντιγραφή χειρογράφων και για όλα τα είδη των τεχνών, έτσι που θεωρείται προστάτης πολλών τεχνών και επαγγελμάτων (σιδηρουργών, χρυσοχόων, κοσμηματοπωλών, μουσικών κλπ.). 
Η πολιτική αυτή δραστηριότητα σφραγίστηκε με την επίσημη στέψη του βασιλιά Έντγκαρ στο Μπαθ το 973. Δύο χρόνια αργότερα, ο βασιλιάς πέθανε και με την επιρροή του αγίου Ντάνσταν ανήλθε στον θρόνο ο πρωτότοκος γιος του Εδουάρδος. Όταν ο τελευταίος έπεσε θύμα συνομωσίας (976), ο άγιος Ντάνσταν αποσύρθηκε στην Καντερβουρία, και μόνο σπάνια έβγαινε από εκεί, όπως κατά την ανακομιδή των λειψάνων του αγίου Εδουάρδου στο αββαείο του Σέιφτσμπουρυ. Πέρασε τα τελευταία χρόνια του στην προσευχή, ενθαρρύνοντας την ίδρυση σχολείων και μοναστηριών και διδάσκοντας ο ίδιος στην Καθεδρική Σχολή, όταν δεν ήταν απασχολημένος στην κατασκευή καμπανών ή στην αντιγραφή χειρογράφων. Προειδοποιημένος από το όραμα ενός αγγέλου, παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό την Κυριακή 19 Μαΐου του 988. 
Η τιμή του αγίου αυτού που είχε κυριαρχήσει στην εκκλησιαστική και πολιτική ζωή του 10ου αιώνα διαδόθηκε γρήγορα στον λαό και ο τάφος του στο Καντέρμπουρυ έγινε εθνικός τόπος προσκυνήματος, μέχρι την καταστροφή του στα 1508.

“Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”εκδ. Ίνδικτος Τόμος 9ος - Μαϊος

Σάββατο 18 Μαΐου 2024

Κυριακή των Μυροφόρων - Συναξάρι Πεντηκοσταρίου

Κυριακή των Μυροφόρων

Συναξάρι Πεντηκοσταρίου 

Την τρίτη Κυριακή μετά το Πάσχα εορτάζουμε τις άγιες Μυροφόρες γυναίκες, και μνημονεύουμε τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία, ο οποίος ήταν μαθητής κρυφός, όπως επίσης και τον νυκτερινό μαθητή Νικόδημο.

Οι γυναίκες αυτές είναι οι πρώτες αψευδείς μάρτυρες της Αναστάσεως, ενώ ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος της ταφής του Κυρίου, τα οποία -ταφή και ανάσταση- είναι τα πιο κύρια και συνεκτικά στοιχεία της πίστεώς μας. (*) 
Ο Νικόδημος στη συνέχεια έγινε αποσυνάγωγος, γιατί δεν θέλησε να συμφωνεί με τους Ιουδαίους, ενώ τον Ιωσήφ, αφού ενταφίασε το σώμα του Κυρίου, οι Ιουδαίοι τον έριξαν μέσα σ’ ένα βαθύ λάκκο, απ’ όπου αρπάχθηκε με θεία δύναμη και διασώθηκε στην Αριμαθαία, την πατρίδα του. Και ο Χριστός, αφού αναστήθηκε, του εμφανίστηκε ενώ αυτός ακόμη έφερε τα δεσμά, πιστοποιώντας του έτσι ακόμη περισσότερο το μυστήριο της Αναστάσεως. Και ενώ πάθαινε πολλά από τους Ιουδαίους, δεν δεχόταν να αποσιωπήσει το μυστήριο, αλλά με παρρησία έλεγε σε όλους αυτά που είχαν γίνει. 
Λέγεται μάλιστα ότι ο Νικόδημος αυτός πρώτος κατέγραψε με λεπτομέρειες σε σύγγραμμα τα σχετικά με το πάθος και την ανάσταση, γιατί καθώς ήταν μέλος της συναγωγής ήξερε με ακρίβεια και τις αποφάσεις και τους λόγους των Ιουδαίων, ήξερε με λίγα λόγια τα πάντα. 
Γι’ αυτό τον λόγο, όπως είπαμε, μαζί με τις Μυροφόρες που είδαν την Ανάσταση, τάχθηκαν καί αυτοί ως αψευδείς μάρτυρες της ταφής του Κυρίου, μετά την Κυριακή του Θωμά -η οποία προηγήθηκε, επειδή ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέει ότι τα σχετικά με τον Θωμά συνέβησαν μετά από οκτώ μέρες. 
Αυτές λοιπόν οι γυναίκες πρώτες είδαν την Ανάσταση και έφεραν στους Μαθητές το χαρμόσυνο μήνυμα. Διότι έπρεπε, το γυναικείο γένος που πρώτο αμάρτησε και κληρονόμησε την κατάρα, αυτό πρώτο να δει και την Ανάσταση, και αυτό που άκουσε: «Με λύπες θα γεννάς τα παιδιά σου» πρώτο να ακούσει τη χαρά. 
Μυροφόρες ονομάστηκαν για τον εξής λόγο. Ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος, επειδή βιάζονταν μην τους προφτάσει η νύχτα του Σαββάτου, άλειψαν το σώμα του Κυρίου όχι όπως έπρεπε, αλλά μόνο με αλόη και σμύρνα, και αφού το τύλιξαν με το σεντόνι, το έβαλαν μέσα στον τάφο. Γι’ αυτό αυτές, επειδή ως μαθήτριες είχαν διάπυρη αγάπη στον Χριστό, την Παρασκευή αγόρασαν πολύτιμα μύρα, και μετά το Σάββατο πήγαν νύχτα, από τη μια για τον φόβο των Ιουδαίων, καί από την άλλη για να κλάψουν από τα χαράματα καί να αλείψουν με μύρα το σώμα, αναπληρώνοντας τότε την έλλειψη που οφειλόταν στη βιασύνη. 
Όταν έφτασαν εκεί, είδαν διάφορες οπτασίες: τους αστράπτοντες δύο αγγέλους στο εσωτερικό του μνημείου καί εκείνον που καθόταν πάνω στον λίθο. Ύστερα είδαν και τον ίδιο τον Χριστό και Τον προσκύνησαν, καί η Μαγδαληνή Τον είδε και νομίζοντάς Τον κηπουρό Τον ρωτούσε. 
Οι Μυροφόρες ήταν πολλές αλλά οι Ευαγγελιστές αναφέρουν μόνο τις πιο γνωστές. Και αυτές ήταν: 
Πρώτη απ’ όλες η Μαρία η Μαγδαληνή, από την οποία ο Χριστός έβγαλε επτά δαιμόνια. Αυτή μετά την Ανάληψη του Χριστού πήγε στη Ρώμη, όπως λέγεται, και ανέφερε στον Καίσαρα Τιβέριο την υπόθεση του Χριστού, πετυχαίνοντας την καταδίκη σε θάνατο του Πιλάτου και των αρχιερέων. Μετά πήγε στην Έφεσο, όπου και πέθανε και κηδεύτηκε από τον Ιωάννη τον Θεολόγο. Αργότερα ο βασιλιάς Λέων ο ΣΤ’ ο Σοφός (886-912) μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη το άγιο της λείψανο. 
Δεύτερη ήταν η Σαλώμη, που ήταν θυγατέρα του Ιωσήφ του Μνήστορος, σύζυγος του Ζεβεδαίου καί μητέρα του ευαγγελιστή Ιωάννη καί του Ιακώβου. Γιατί ο Ιωσήφ απέκτησε τέσσερις γιούς, τον Ιάκωβο που λεγόταν μικρός, τον Ιωσή, τον Σίμωνα και τον Ιούδα, και τρεις θυγατέρες, την Εσθήρ, τη Θάμαρ και τη Σαλώμη. Ώστε όταν ακούσεις στο Ευαγγέλιο για Μαρία τη μητέρα Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή, να ξέρεις ότι είναι η Θεοτόκος, γιατί αυτή λογιζόταν ως μητέρα των παιδιών του Ιωσήφ. Και από εδώ συνεπάγεται ότι ο ευαγγελιστής Ιωάννης ήταν ανιψιός του Χριστού, ως παιδί τής νομιζόμενης αδελφής του. 
Τρίτη Μυροφόρος ήταν η Ιωάννα, η γυναίκα του Χουζά, ο οποίος ήταν επίτροπος και οικονόμος της οικίας του βασιλιά Ηρώδη. Τέταρτη και πέμπτη οι αδελφές του Λαζάρου, Μαρία και Μάρθα. Έκτη η Μαρία του Κλωπά, τον οποίο κάποιοι ονομάζουν και Κλεόπα. Έβδομη η Σωσσάνα. 
Ήταν ακόμη καί άλλες πολλές που, όπως μας ιστορεί ο θείος Λουκάς, υπηρετούσαν τον Χριστό και τους μαθητές Του από τα υπάρχοντά τους. 
Επειδή λοιπόν αυτές πρώτες κήρυξαν στους μαθητές την Ανάσταση καί πολύ συνετέλεσαν στην πιστοποίηση καί τη βεβαίωσή της, η Εκκλησία του Θεού παρέλαβε, μετά τον Θωμά, να εορτάζει καί αυτές, επειδή είδαν πρώτες αναστημένο τον Χριστό καί ανήγγειλαν σ’ όλους το σωτήριο κήρυγμα καί έζησαν την κατά Χριστόν ζωή άριστα καί όπως έπρεπε σε μαθήτριες του Χριστού.

Με τις πρεσβείες των αγίων Μυροφόρων, Θεέ μας, ελέησέ μας. Αμήν. 
(*)Διότι αποδεικνύουν αντίστοιχα την ανθρωπότητα και τη θεότητα του Κυρίου. 
 
Διασκευή για την Κ.Ο. του κειμένου του Πεντηκοσταρίου.

Μιλάμε με το στόμα μας (όταν προσευχόμαστε), αλλά με το μυαλό μας είμαστε πολύ μακριά.

 
Μιλάμε με το στόμα μας (όταν προσευχόμαστε), αλλά με το μυαλό μας είμαστε πολύ μακριά. Και ο Ιησούς Χριστός μας παραπονέθηκε λέγοντας στους συγχρόνους Του, και το οποίο ακόμα και σήμερα που το ακούμε μας πληγώνει: «Αυτοί οι άνθρωποι Με τιμούν με το στόμα τους μόνο, αλλά με τις καρδιές τους είναι μακριά από εμένα». Και επειδή Αυτός είναι μακριά, Αυτός περιμένει Εμείς είμαστε αυτοί που θα υποφέρουμε! 
Προσευχόμαστε, τις συνηθισμένες προσευχές, και φεύγουμε από την εκκλησία, ή το μέρος που προσευχόμαστε, και είμαστε ακόμα τόσο κακοί όσο όταν ξεκινήσαμε! 
Γιατί; 
Επειδή δεν είχαμε επαφή με το Πνεύμα που μπορεί να μας δίνει ειρήνη, που μπορεί να μας εμπνεύσει, που μπορεί να μας δώσει δύναμη, ζήλο για το Θεό, για αγαθότητα, για ομορφιά, για καλές πράξεις, για αγάπη για τους άλλους! Είμαστε πάντα κακόκεφοι, δηλητηριασμένοι, νευρικοί, πολύ ευαίσθητοι! Κάποιος μας προσβάλει με μια ακατάλληλη λέξη, αυτό ήταν! Είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε με βία! Επειδή αυτό είναι μέσα μας που αυτή η αναταραχή υπάρχει. Και γι΄ αυτό λέω τώρα ότι χρειαζόμαστε αυτή τη νηφαλιότητα, αυτό τον εσωτερικό εξαγνισμό. Αυτό είναι μια μάχη, πρέπει να είναι η συνεχής αγωνία μας, παρόμοια με το να θέλουμε να ανάψουμε μια λάμπα σε ένα δωμάτιο: κάποιος πρέπει να έχει μια πρίζα, ώστε να φωτίσει αμέσως. Ωστόσο, συχνά όταν προσευχόμαστε, δεν έχουμε το ρεύμα, για να μιλήσουμε. Δεν μπορούμε να έχουμε καμία ένωση με την Πηγή του φωτός, της αγάπης και της δύναμης. Παραμένουμε στη σκιά, στο σκοτάδι. 
Μετάφραση-ἀπὸδοση στὰ ἑλληνικά ἀπὸ www.agiazoni.gr

Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ [1]

 
Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ
ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ [1]
«Πεθαμένη τέχνη» και πεθαμένοι άνθρωποι που την κρίνουν 
Άρθρο του Φώτη Κόντογλου στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 28/11/1948 ΠΗΓΗ ΕΔΩ 
Για την καρδιά μου, η μονάχη αληθινή τέχνη, είναι η βυζαντινή τέχνη. Και δεν μου κακοφαίνεται επειδή τη λένε παλιά, ξεπεσμένη, δογματική, ασκητική, άτεχνη κ.λ.π., αλλά λυπάμαι, γιατί πολλού άνθρωποι δεν γεύουνται τη γλυκύτητά της, παρασυρμένοι από κάποιους που μιλούν περιφρονητικά για την άγια τούτη τέχνη, με θεωρίες και με κούφια λόγια, που τα μάθανε τάχα στη Ευρώπη, στην πηγή της σοφίας. Μα υπάρχει και κάποια άλλη σοφία, πιο αληθινή και υπάρχουνε και αισθήματα πιο αγνά, πιο θρεφτικά για την ψυχή από την έρημο Σαχάρα της ανάλυσης και της αντικειμενικής αισθητικής, όπως τη λένε δα αυτοί οι σοφοί, που είναι και στη φάτσα και στην ψυχή τους σαν χημικοί, να πούμε, της τέχνης.
Τώρα τελευταία στη Ελλάδα δουλεύουμε όλο με θεωρίες. Κι οι θεωρίες είναι σκιάχτρα που φοβερίζουνε τον καϋμένο τον κόσμο να υποταχθεί. Κάποιος σοφός της Ευρώπης είπε πως δεν υπάρχει ουτοπία, που να μην την έκανε ο Ευρωπαίος θεωρία. Θεωρία του Φαλμεράγιερ, θεωρία του Ταΐν, θεωρία του Αϊνστάϊν, θεωρία της τέταρτης διάστασης, θεωρία του Φρόϋντ, θεωρία του Υπαρξισμού κ.λ.π. Τι φοβερά τελώνια. Κι ο φουκαράς ο άνθρωπος που θέλει να γλιτώσει απ’ αυτές τις Ερινύες καταφεύγει, για να ξεκουραστεί το πνεύμα του, στην τέχνη, που τη νομίζει για αθώα και βρίσκει ο δυστυχής πάλι θεωρίες κι εκεί πέρα. Ο κάθε ζωγράφος έχει και μια θεωρία. Κι όλες στηρίζονται πάνω σε μια βελόνα, που στέκεται απάνω σ’ ένα αυγό (κατά τον Ναστρατίν Χότζα) και κηρύττουνε όλες με λύσσα την «εξέλιξη», «το σύγχρονο πνεύμα» και το «νεωτερισμό». Στράγγιξε λοιπόν ολότελα το αίμα από την καρδιά των ανθρώπων και το πήρε το μυαλό και το ‘κανε έμπυο και φαρμακώνεται η ανθρωπότητα.
Σ’ ένα βιβλίο έχω γραμμένο :
«Είναι ολότελα έξω από τις δυνάμεις του ανθρώπου να δημιουργήσει μέσα σε μια ψυχή κάτι τι, που δεν υπάρχει από πριν μέσα σε τούτη την ψυχή. Απλά με τα λόγια του δίνει αφορμή για να ξυπνήσουνε πράγματα που κοιμούνται μέσα μας και που ο Θεός ξέρει μοναχά από που κρατάνε». Και σημείωσε πως τότε που τα έγραφα αυτά είχα κι εγώ τη μανία να πείσω τον άλλον, αν και σιχαινόμουνα ανέκαθεν τα θεωρίες, ενώ τώρα, μ΄ αυτά που γράφω, θέλω μοναχά να φυλάξω όσο μπορώ τους αθώους απ’ αυτή τη δυστυχία της επιστημονικής γνώσης της τέχνης. Κι επειδή όσοι τη διδάσκουνε μεταχειρίζονται για εργαλείο το μυαλό, θα το μεταχειριστώ κι εγώ λίγο πολύ αυτό το εργαλείο, μ’ όλο που είναι σκουριασμένο από την αχρηστία που το έχω αφήσει. 
Τσαμπουνάνε λοιπόν αυτοί οι αναλυτικοί μέρα νύχτα, για να μην το ξεχάσουμε, πως ο τεχνίτης «πρέπει» (διαταγή) να αντιπροσωπεύει την εποχή του και αν δεν την αντιπροσωπεύει είναι για πέταμα. Ποια είναι η εποχή μας κι από που θα φανεί πως την αντιπροσωπεύουμε; Η κάθε εποχή δεν είναι ένα πράγμα. Στη ίδια εποχή και στη ίδια χώρα ζήσανε ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Βαλαωρίτης, ο Βηλαράς, ο Κολοκοτρώνης κ.λ.π. Ποιος εξέφρασε τη εποχή του; Αν δεν ήξερες την ιστορία, θα’ νοιωθες πως όλοι τούτοι ζήσανε τον ίδιο καιρό; Ή θα ‘λεγες πως ο Κάλβος έζησε εκατό χρόνια πρωτύτερα; Γιατί δηλαδή ο Κάλβος να μην είχε ζήσει στα 1700 ή στα 1500 ή στα 1300; Μίλα ίσια! Άσε τις φιλοσοφίες. Γιατί τάχα ο Παπαδιαμάντης να μην έχει ζήσει πριν από το Βηλαρά κι ο Κολοκοτρώνης ύστερα από τον Καβάφη; 
Μπορείς να βρεις άκρη στα φανερώματα της ζωής; Μα εσύ θέλεις να τα καταστρέψεις όλα, θέλεις να κάνεις σύστημα. Και τι κερδίζεις μ’ αυτό; Έχεις έναν φτωχοεγωϊσμό, που σου λέγει πως κάνεις κάτι μ’ αυτές τις κατατάξεις. Κι τι ανάγκη έχει ο ζωγράφος π.χ. από αυτά τα καθήκοντα, να αντιπροσωπεύει δηλαδή την εποχή του; Την εποχή τους την εκφράζουνε με τον εξωτερικό τρόπο που εννοείς εσύ, οι μέτριοι τεχνίτες. Την εποχή του Παπαδιαμάντη λ.χ. την εκφράζει (εξωτερικά) περισσότερο ο Ασμοδαίος, ο Κλεάνθης Τριαναταφύλλου, το ημερολόγιον το Ασωπίου, οι λογής λογής φημερίδες παρά ο Παπαδιαμάντης. Αυτός μπορεί να εκφράζει τον ελληνισμό από τα χρόνια του Νικηφόρου Φωκά ίσαμε σήμερα. 
Αν μου πεις πως εκφράζουνε εσωτερικά την εποχή τους, θα σου απαντήσω πως ναι, την εκφράζουνε, γιατί δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Την εκφράζουνε χωρίς να το θέλουν, αβίαστα, συχνά χωρίς να το γνωρίζουνε. Γιατί ο άνθρωπος που έχει «ζωήν εν εαυτώ» είναι σε αρμονία με την γύρω του ζωή. Κι ό,τι κάνει είναι δικαιωμένο. Αλλά αν εννοείς τούτη την εσωτερική, τούτη τη βαθύτερη αντιπροσώπευση, που γίνεται απροσπάθητα από κάθε αληθινόν άνθρωπο σε ό,τι έργο κάνει, γιατί ανησυχείς κι ολοένα θυμίζεις στους άλλους, πως πρέπει να αντιπροσωπεύουνε την εποχή τους; 
Αγαπητέ μου ‘το πνεύμα «όπου θέλει ποιεί» και δεν ρωτά την σοφή κεφαλή τη δική σου ή την δική μου τι πρέπει να κάνει και πως πρέπει να το κάνει. Άμα ο τεχνίτης είναι αληθινός, άμα είναι ζωή μέσα του, όπου θέλει πηγαίνει και στα πιο παλιά και στα πιο λησμονημένα, κι ό,τι κάνει θα’ χει την πνοή (θα ακολουθήσει το δεύτερο μέρος του άρθρου).

Δημοφιλείς αναρτήσεις