Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Αγία Μπέγκου του Χάκνες.


Αγία Μπέγκου του Χάκνες. 
 31 Οκτωβρίου.

Η Αγία Μπέγκου ήταν μοναχή από το Χάκνες, Γιορκσάιρ (Ντέιρα). Υπηρέτησε στο μοναστικό κελί στη μονή του Χάκνες, κοντά στο Σκάρμπόροου, το οποίο χτίστηκε από την Αγία Χίλντα του Γουίτμπυ [17 Νοεμβρίου] λίγο πριν από το θάνατό της.

Η Αγία Μπέγκου ήταν η Αγία εκείνη γυναίκα που είδε την ψυχή της Αγίας Χίλντα να ανεβαίνει στον ουρανό από Αγγέλους, όταν η Αγία Χίλντα κοιμήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 680. Η παράδοση αναφέρει ότι τη στιγμή που η Αγία Χίλντα παρέδωσε την ψυχή της, οι καμπάνες της μονής χτύπησαν μόνες τους. Η Αγία Μπέγκου ξύπνησε για να βρει τις αδελφές στα κελιά τους. Τότε η Αγία Μπέγκου ανέφερε ότι είδε σε όραμα την οροφή του σπιτιού να ανοίγει και η ψυχή της Αγίας Χίλντα να ανεβαίνει στον παράδεισο συνοδεία Αγγέλων. Οι μοναχές ξύπνησαν και προσευχήθηκαν για την ψυχή της Αγίας Χίλντα μέχρι την αυγή, μερικοί μοναχοί έφτασαν να τις πληροφορήσουν για το θάνατό της.

Η Αγία Μπέγκου κοιμήθηκε οσιακά στις 31 Οκτωβρίου 690. Χρόνια μετά το θάνατο της, οι μοναχοί του Γουίτμπυ αναζητούσαν ιερά λείψανα για να αντικαταστήσουν εκείνα της Αγίας Χίλντα, καθώς μεταφέρθηκαν στο Γκλάστονμπερι λόγω των επιδρομών από τους Βίκινγκς τον 10ο αιώνα. Μέσω μιας θείας αποκάλυψης, μια σαρκοφάγος αποκαλύφθηκε στο Χάκνες όπου η Αγία Μπέγκου είχε υπηρετήσει. Έφερε την επιγραφή "Hoc est sepulchrum Begu", δηλαδή "Εδώ είναι ο τάφος της Μπέγκου". Τα ιερά λείψανα μεταφέρθηκαν στο Γουίτμπυ όπου σύντομα αναφέρθηκαν θαύματα.

 

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΤΟΜΟΣ Γ΄

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 

ΕΔΩ

Προτιμώμενο πρόγραμμα για την ανάγνωση των αρχείων 
που είναι σε μορφή djvu  είναι το sumatrapdfreader

Άγιος Ιερομάρτυς Ιωάννης Κοτσούρωφ, ο πρώτος μάρτυρας της νεότερης Ρωσίας.


 

Άγιος Ιερομάρτυς Ιωάννης Κοτσούρωφ, ο πρώτος μάρτυρας της νεότερης Ρωσίας. 
31 Οκτωβρίου.

Ό Ιερομάρτυς άγιος Ιωάννης γεννήθηκε το 1869. Ήταν γιος του ιερέως Αλεξάνδρου Κοτσούροφ. Ό π. Αλέξανδρος - εφη­μέριος στο ναό των Θεοφανείων, στο χωριό Βιγκελτινοσούρκ - ήταν ταπεινός και είχε εμφυσήσει το φόβο του Θεού στα παιδιά του, ιδιαίτερα στον Ιωάννη, πού ήταν το πιο ευαίσθητο. Ό Ιω­άννης το 1891 αποφοίτησε από το Θεολογικό Σεμινάριο της πό­λεως Ριαζάν. Στη συνέχεια ενεγράφη στη Θεολογική Ακαδη­μία, στην Άγια Πετρούπολη. Αποφάσισε ν' αφιερώσει τη ζωή του στην ιεραποστολή. 
Το 1895 στάλθηκε στην Αλάσκα ως ιε­ραπόστολος. Μετά τη χειροτονία του, τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, τοποθετήθηκε εφημέριος στο ναό αγίου Βλαδίμηρου στο Σικάγο, και στους Τρεις Ιεράρχας της πόλεως Στρήτορ. Οι να­οί ήσαν άδειοι. Ομως, αυτό δεν έκαμψε το ζήλο του. Με πολλή προσευχή και πολύ αγώνα, μέσα σέ τρία χρόνια ασκητικής ζωής στο Σικάγο, ό άγιος Βλαδίμηρος απέκτησε ποίμνιο διακοσίων περίπου ψυχών και οι Τρεις Ιεράρχες ενενήντα. Ίδρυσε επίσης και κατηχητικά σχολεία. 
Ό π. Ιωάννης βάπτισε ο ϊδιος τα παι­διά του, μη υπαρχόντων άλλων ιερέων. Τον Ιούλιο του 1907, γύρισε στην Άγια Πετρούπολη, μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο του πεθερού του. Διορίστηκε στη Με­ταμόρφωση του Σωτήρος στην πόλη Νάρδα. Παράλληλα, δίδα­σκε στο γυμνάσιο. Το Νοέμβριο του 1916 έγινε εφημέριος στην αγία Αίκατερίνα στην πόλη Τσάρσκογιε Σελό, οπού βρίσκονταν τα θερινά ανάκτορα των τσάρων. Έδωσε - όπως το έκανε παντού και πάντα - ολόκληρο τον εαυτό του στο έργο του, ως καλός ποιμήν. 
Ύστερ'από τρεις μήνες, ξεκίνησε ή επανάσταση του 1917. Στήν πολίχνη, οπού υπηρετούσε, πήγαν στρατιώτες και περικύκλω­σαν τ' ανάκτορα. Γίνονταν επεισόδια συνεχώς. Ό π. Ιωάννης πάσχιζε να μεταδώσει σε όλους την ειρήνη του Θεού και να τους στηρίξει πνευματικά. Σύντομα ή εξουσία πέρασε στους μπολσε­βίκους. Στό Πέτρογκραντ, ομάδες του κόκκινου στρατού διατά­χθηκαν να φθάσουν στα θερινά ανάκτορα των τσάρων και να χτυπήσουν τους κοζάκους πού τα υπερασπίζονταν. Το πρωί της 30ης Οκτωβρίου, άρχισε ή πολιορκία της πόλεως. Έντρομοι οι κάτοικοι ζήτησαν καταφύγιο στους ναούς. 
Ό π. Ιωάννης, στην Αγία Αικατερίνα, έκανε παράκληση να σταματήσει ό εμφύλιος σπαραγμός. 'Ολοι μαζί οι κληρικοί αποφάσισαν να κάνουν πε­ριφορά των εικόνων. 
Εφημερίδα της Πετρουπόλεως, έγραψε: «Ή λιτάνευση γινόταν με τη συνοδεία πυροβολισμών. Παρά τον άμεσο κίνδυνο της ζωής τους, χιλιάδες λάου συνόδευσαν τις εικό­νες και προσεύχονταν. Ολοι έκλαιγαν, γι' αυτό οι ψαλμωδίες των ιερέων δεν ακούγονταν καθαρά! Ή περιφορά ολοκληρώθη­κε αργά το βράδυ. Ανάψαν κεριά και συνέχισαν τις ικεσίες στον Θεό. Μόλις σκοτείνιασε για καλά, οι κοζάκοι άρχισαν να φεύ­γουν. Περνώντας από τους ιερείς, τους έλεγαν: «Σταματήστε, πα­τέρες, τις δεήσεις και φύγετε. Ή κατάσταση είναι έκρυθμη».
Ό π. Ιωάννης, απάντησε εξ ονόματος όλων των κληρικών: «Δεν θα φύγουμε. Θα εκτελέσουμε το ποιμαντικό καθήκον μας, ως το τέ­λος. Κόκκινοι και λευκοί, όλοι είναι παιδιά του Θεού». Οι κο­ζάκοι έφυγαν, για ν' αποφευχθούν σφαγές.

Μόλις ξημέρωσε, μπήκαν στην πόλη οι πρώτες συντεταγμένες ομάδες μπολσεβί­κων. Αμέσως άρχισαν οι συλλήψεις, οι εκτελέσεις, οι ανακρί­σεις. Από τους πρώτους, συνέλαβαν τους ιερείς, με την κατηγορία ότι ή λιτανεία έγινε για να νικήσουν οι κοζάκοι!.. 
Ό π. Ιω­άννης έλεγε και ξανάλεγε ότι δεν έχουν καμία σχέση με την πο­λιτική και ότι κληρικοί και πιστοί, προσεύχονται να σταματήσει ο εμφύλιος. Οι στρατιώτες, μη δίνοντας σημασία στα λόγια του, άρχισαν να τον χτυπούν στο πρόσωπο άγρια. Με φωνές και σαρ­κασμούς εσχισαν τα ράσα του. Άφού τον ταλαιπώρησαν αρκε­τά, τον πυροβόλισαν. Δεν είχε ξεψυχήσει ακόμη κι άρχισαν να τον βασανίζουν. Γρήγορα όμως ό Θεός πήρε κοντά Του τον ίερομάρτυρα, για να του δώσει τοναμαράντινο της δόξης στέφανο.

Την ώρα πού ξεψυχούσε, οι εκτελεστές τράβηξαν από το στήθος του το σταυρό κι έφυγαν. Την άλλη μέρα οι πιστοί μετέφεραν το Σκήνωμα στο κοιμητήριο. Πολλοί, βλέποντας τον επιστήθιο σταυρό του να λείπει, θυμήθηκαν τα λόγια πού είχε πει δώδεκα χρόνια πριν - στην Αμερική - όταν του δώρησαν το σταυρό αυτό. Είχε πει τότε: 
«Ασπάζομαι τον σταυρό αυτό, ό όποιος θά είναι το στήριγμα μου στις δύσκολες στιγμές. Δεν θα πω μεγάλα λόγια, ότι θα τον έχω δηλαδή και στον τάφο μου. Δεν είναι ή θέση του σταυρού αύτού στον τάφο. Να μείνει σαν ιερό κειμήλιο, μαρτυ­ρία της αγάπης, της αδελφοσύνης και της φιλίας, των πιο ιερών αισθημάτων στη γη!..».
Στις 31 Μαρτίου 1918, στο ναό της Θε­ολογικής Άκαδημίας της Μόσχας, ό πατριάρχης Τυχών τελούσε τα μνημόσυνα των ιερομαρτύρων και μαρτύρων που είχαν χάσει τη ζωή τους, από τους άθεους υλιστές. Ανέπεμψε δέηση «υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των δούλων του Θεού, των υπέρ της ορθοδόξου ημών πίστεως μαρτυρησάντων». Αμέσως μετά το πρώτο όνομα του ίερομάρτυρος Μητροπολίτου Κιέβου Βλαδί­μηρου, μνημονεύθηκε ό πρώτος ιερεύς πού έδωσε τη ζωή του για τα πνευματικά του τέκνα. Ήταν ό πρωθιερεύς Ιωάννης Κοτσούρωφ, ό μαρτυρικός θάνατος του οποίου άνοιξε μια νέα σε­λίδα δόξης των Ρώσων νεομαρτύρων του εικοστού αιώνος.

Ή ένταξη του ίερομάρτυρος Ιωάννου Κοτσούρωφ στο εορτο­λόγιο της ρωσικής Εκκλησίας, πραγματοποιήθηκε το χειμώνα του 1994/95.

Η μνήμη του τιμάται στις 31 Οκτωβρίου.

 

Πηγή: https://proskynitis.blogspot.com/2012/10/31-1917.html?m=1

Όσιοι Σπυρίδων και Νικόδημος οι Προσφοράρηδες, «οι εν τω σπηλαίω».

Όσιοι Σπυρίδων και Νικόδημος οι Προσφοράρηδες, «οι εν τω σπηλαίω» 
28 Σεπτεμβρίου και 31 Οκτωβρίου. 
Ό μακάριος Σπυρίδων καταγόταν από φτωχή καί άσημη οικο­γένεια. Ήταν εντελώς αγράμματος καί τραχύς στους τρόπους, άλλ' αυθόρμητος καί ανεπιτήδευτος. Ένας «χωριάτης» για τους αριστο­κράτες, ένας «άγροΐκος» για τους μεγαλωμένους στα σαλόνια, ένας «μωρός» για τους σοφούς του κόσμου τούτου. 
Κι όμως ό όσιος ξεπέρασε σε αξία καί τους σοφούς καί τους ίσχυρούς καί τους ευγενείς, με την ανώτερη πνευματική του ζωή, με τα θεάρεστα έργα της αρετής του, με την ασκητική βία, με το φόβο του Θεού, πού είναι ή αρχή καί ή πηγή της πραγματικής σοφίας. 
Ό όσιος Σπυρίδων ήρθε στη μονή των Σπηλαίων καί άρχισε την τραχεία ασκητική του ζωή στα 1139. Ήταν ήδη σε ώριμη ηλι­κία, αλλά δεν ήξερε γράμματα, Γι αυτό καί δεν μπορούσε να μελε­τά τα ίερά Βιβλία. Αυτό τον γέμιζε θλίψη. Προσευχήθηκε ολόκαρ­δα στον Κύριο να του δώση φωτισμό καί δύναμη για να μάθη ανά­γνωση. Πράγματι, με σκληρή προσπάθεια, σε πολύ λίγο χρόνο έ­μαθε να διαβάζη. Ήταν απερίγραπτη ή χαρά του πού μπορούσε πια να μελετά τα θεϊα λόγια του Κυρίου καί τα θεόπνευστα έργατων αγίων. Έμαθε άπ' έξω ολόκληρο το Ψαλτήρι καί το έλεγε μ' ευλάβεια καί ψυχική μέθεξη κάθε μέρα, την ώρα πού εργαζόταν με υπομονή καί επιμέλεια στα διακονήματα του μοναστηρίου. 
Ηγούμενος τα χρόνια εκείνα ήταν ένας μεγάλος νηστευτής καί αγωνιστής ιερομόναχος, ό μακάριος Ποιμήν. Βλέποντας την καθα­ρότητα, την ακακία, την ευσέβεια καί τη φιλοπονία του υποτακτικού του Σπυρίδωνος, του ανέθεσε το ευλογημένο διακόνημα του προσφοράρη. Ό όσιος θα έφτιαχνε τα πρόσφορα για το μεγάλο μυστή­ριο της Θείας Ευχαριστίας, καί γι' αυτό ήταν όλόχαρος καί συγκινη­μένος βαθιά. 
Με ψαλμούς, με ύμνους, με ωδές πνευματικές και με την αδιά­λειπτη ευχή του Ίησοΰ εκτελούσε τη θεοφιλή διακονία του ό δί­καιος Σπυρίδων: Έκοβε ξύλα, έκαιγε το φούρνο, κοσκίνιζε το α­λεύρι, έπλαθε το ζυμάρι.

 

Κάποια μέρα, εκτελώντας τη συνήθη εργασία του, ό όσιος άνα­ψε φωτιά στο φούρνο, για να ψήση τα πρόσφορα πού είχε ετοιμά­σει. Ξαφνικά όμως μια σπίθα πήδησε μέσ' από τίς φλόγες καί πε­τάχτηκε μέχρι το καλαμένιο ταβάνι, πού άρπαξε αμέσως φωτιά. Α­μέσως ό δούλος του Θεού έβγαλε το μανδύα του κι έκλεισε μ' αυ­τόν βιαστικά το άνοιγμα του φούρνου. Έπειτα έβγαλε καί το τρίχινο πουκάμισο του, έδεσε τα μανίκια μεταξύ τους, έτρεξε στο κοντινόπηγάδι καί το γέμισε νερό! Επιστρέφοντας γοργά φώναξε: 
- Αδελφοί! Βοήθεια! Φωτιά! Τρέξτε! 
Έτρεξαν οι αδελφοί με κουβάδες, αλλά τί να δουν! Ό μαν­δύας, με τον όποιο ό όσιος είχε κλείσει τον αναμμένο φούρνο, ή­ταν εντελώς απείραχτος από τη φωτιά. Καί το δεμένο πουκάμισο ή­ταν γεμάτο νερό, σαν ασκί στεγανό, καί δεν άφηνε ούτε μια στα­γόνα να χυθή! Με το νερό εκείνο έσβησε ό μακάριος τη φωτιά, χω­ρίς να χρειαστή τη βοήθεια των αδελφών. Κι αυτοί δόξασαν το Θεό, πού ή χάρη Του ολοφάνερα επισκίαζε καί βοηθούσε τονπνευματοφόρο αδελφό τους. 
Βοηθός του οσίου Σπυρίδωνος στο προσφορειό ήταν ό μονα­χός Νικόδημος. Ευλαβέστατος καί υπάκουος, αληθινά νεκρός για τόν κόσμο, τη σάρκα καί το σαρκικό θέλημα, προσπαθούσε πάντο­τε με ζήλο κι επιμέλεια να μιμήται τον ευλογημένο Σπυρίδωνα τόσο στους χειρωνακτικούς κόπους όσο καί στο θεάρεστο ήθος, στην α­διάλειπτη προσευχή, στον ενάρετο βίο. 
Έφτασε έτσι σε μεγάλα μέ­τρα αρετής καί αγιότητας. 
Οι δύο όσιοι, αφού διακόνησαν θεοφιλώς το μοναστήρι τους τριάντα χρόνια σαν προσφοράρηδες, έκοιμήθησαν ειρηνικά εν Κυρίω σε βαθύ γήρας, καί πήγαν να συναντήσουν τον ποθούμενο Ίησού, τον "Αρτο της Ζωής, «τον έσθιόμενον καί μηδέποτε δαπανώμενον».

 
Ο Γερμανός διοικητής και το θαύμα στην Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου.  
Όταν κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου οι Γερμανοί κατέλαβαν το Κίεβο, ο Γερμανός διοικητής της πόλης ήθελε να επισκεφτεί τα παγκοσμίου φήμης Σπήλαια της Λαύρας Κίεβο - Πέχερσκ. Για να γίνει αυτό, βρήκε έναν οδηγό - έναν μοναχό, πρώην κάτοικο αυτού του μοναστηριού. 
Ο μοναχός προχώρησε με ένα αναμμένο κερί, ακολουθούμενος από Γερμανούς με φακούς. Ο επικεφαλής κρατούσε ένα περίστροφο στο χέρι του. Κοντά στην λειψανοθήκη του Αγίου Σπυρίδωνα του Προσφοράρη, ο οποίος εκοιμήθη πριν από 800 χρόνια, σταμάτησε και ρώτησε τι είναι όλα αυτά τα σώματα Ο μοναχός άρχισε να εξηγεί ότι αυτά είναι τα σώματα ανθρώπων, που ο Θεός για την άγια βιοτή τους τούς τίμησε με την αφθαρσια . Ο διοικητής με τη λαβή του περιστροφου άρχισε να χτυπάει το χέρι του Αγίου Σπυρίδωνα. Και τότε συνέβη το ανεξήγητο: Ξηρό, σκοτεινό από τους αιώνες, το σημείο που χτυπήθηκε άρχισε να τρέχει αίμα (σημάδια που είναι ορατά και σήμερα στο χέρι του αγίου). Ο διοικητής έφυγε από τη σπηλιά με τρόμο και πίσω του ολόκληρο το επιτελείο του. 
Την επόμενη μέρα, στο ραδιόφωνο της πόλης το γραφείο του γερμανικού διοικητή ανακοίνωσε ότι άνοιξε η Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου και όσοι το επιθυμούσαν θα μπορούσαν να εγκατασταθούν σε αυτό. Παρόμοιες ανακοινώσεις εμφανίστηκαν σε όλη την πόλη σε πυλώνες
 και περιφράξεις.

Ο Χιλιανός Νεομάρτυς του Χριστού Άγιος Χοσέ (Ιωσήφ) Μουνιόθ - Κορτέζ.


Ο Χιλιανός Νεομάρτυς του Χριστού Άγιος Χοσέ (Ιωσήφ) Μουνιόθ - Κορτέζ.

 

31 Οκτωβρίου.
Ο Νεομάρτυρας Χοσέ Μουνιόθ - Κορτέζ γεννήθηκε 13 Μαΐου 1948 στη Χιλή της Νότιας Αμερικής. Η οικογένειά του ήταν βαθιά θρησκευόμενη αλλά ανήκε στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα. Σε ηλικία 12 ετών γνώρισε τον Ορθόδοξο Επίσκοπο Χιλής Λεόντιο, ο οποίος τον έπεισε να βαπτιστεί Ορθόδοξος δύο χρόνια αργότερα. 
Τον εντυπωσίαζε ο τρόπος ζωής των μοναχών και παρότι ζούσε μέσα στην πόλη, προσπαθούσε να εφαρμόζει όσα έκαναν η μοναχοί. Επιδόθηκε σε νηστείες, προσευχή, αγρυπνίες. 
Κάποια στιγμή, έφυγε από τη Χιλή και μετακόμισε στον Καναδά. Εκεί εργάστηκε ως δάσκαλος ζωγραφικής στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ. Παράλληλα ο ίδιος θέλησε να μάθει Βυζαντινή Αγιογραφία. 
Το 1982 ο Χοσέ επισκέφθηκε το Άγιον Όρος. Εκεί μελέτησε πολλές βυζαντινές εικόνες στα πλαίσια των αγιογραφικών του σπουδών. Ιδιαίτερη εντύπωση του έκανε ένα αντίγραφο της Παναγίας της Πορταΐτισσας, που υπήρχε σε μία σκήτη. 
Ο Χοσέ θέλησε να την αγοράσει, αλλά στεναχωρήθηκε όταν έμαθε ότι δεν ήταν προς πώληση. Καθώς έφευγε όμως, ο Δικαίος της Σκήτης του χάρισε την εικόνα. Ο ευλαβής προσκυνητής απέδωσε το γεγονός σε θαύμα της Θεοτόκου. 
Επιστρέφοντας στο Μόντρεαλ, ο Χοσέ διάβαζε κάθε βράδυ τους Χαιρετισμούς της Παναγίας μπροστά στην εικόνα. Μετά από κάποιες εβδομάδες στο δωμάτιο όπου είχε την εικόνα άρχισε να ευωδιάζει μια ευχάριστη και έντονη μυρωδιά. Τότε παρατήρησε ότι η εικόνα έβγαζε μύρο από τα χέρια της Θεοτόκου. Για τα επόμενα 15 χρόνια η εικόνα εξακολουθούσε να μυροβλύζει. Ο Χοσέ γύρισε σχεδόν όλο τον κόσμο με την εικόνα για να δείξει το θαύμα στους ανθρώπους και να δοξαστεί το όνομα της Παναγίας. 
Στις 31 Οκτωβρίου 1997 και ενώ βρισκόταν στην Αθήνα για να παρουσιάσει το θαύμα, δολοφονήθηκε από σατανιστές, αφού πρώτα βασανίστηκε φρικαλέα μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου διέμενε. Οι εχθροί της Πίστεως δεν άντεχαν να τον βλέπουν να βροντοφωνάζει σε όλο τον κόσμο το θαύμα, δοξάζοντας το Χριστό και την Παναγία.

Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Τό θαῦμα ἐκραύγασας τῆς Θεοτόκου τρανῶς, τήν Πάνσεπτον εἰκόνα της ἀσπαζόμενος θερμῶς, Ίωσήφ Νεομάρτυρα. Διά τήν ὁμολογίαν ἐφονεύθης παμμάκαρ· διό παρακαλοῦμεν καί ἐκτενῶς σοι βοώμεν· πρεύσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθήναι τάς ψυχᾶς ἡμῶν.

Ο άγιος νεομάρτυρας Νικόλαος ο Χιοπολίτης

Ο άγιος νεομάρτυρας Νικόλαος ο Χιοπολίτης 
31 Οκτωβρίου 

Ο άγιος Νικόλαος ήταν γόνος ευλαβούς οικογενείας της νήσου Χίου και από μικρό παιδί είχε επιδείξει διαγωγή υποδειγματική και πλήρη όλων των ευαγγελικών αρετών. Έμεινε ορφανός και σε ηλικία είκοσι ετών έφυγε μαζί μ’ έναν σύντροφό του για να κερδίσει το ψωμί του ως κτίστης στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Εκεί όμως, μετά από ένα δυστύχημα έχασε τελείως τα λογικά του· η απλότητα και η εκ φύσεως πραότητά του μετετράπησαν σε ευήθεια, καθιστώντας τον ανίκανο να καταλάβει τι έκανε. 
Οι Τούρκοι του τόπου εκείνου θέλησαν να εκμεταλλευθούν την άθλια κατάσταση του νέου και τον πήγαν στις αρχές ελπίζοντας να τον κάνουν να αλλαξοπιστήσει. Καθώς ο Νικόλαος ήταν ανίκανος να αρθρώσει λέξη τον έστειλαν πίσω στην πατρίδα του χωρίς να του κάνουν περιτομή. 
Στη Χίο τον περιέθαλψε η αδελφή του. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν δημόσια στο χωριό μετέφεραν διαστρεβλωμένα τα γεγονότα της Μαγνησίας· ο κόσμος πίστευε ότι ο Νικόλαος είχε αρνηθεί την πίστη του και τον υποχρέωσαν να αλλάξει το όνομά του και να ζει ως μουσουλμάνος. 
Μία ημέρα εκεί που έβγαλε τα κοπάδια του να βοσκήσουν, συνάντησε τον Κύριλλο, έναν ιερομόναχο ο οποίος σπλαχνίσθηκε τον νέο και αποφάσισε να κάνει ό, τι μπορούσε για να τον ξαναφέρει στα λογικά του. Μετά από αρκετό καιρό, την ώρα που κοιμόταν σ’ ένα ερημοκλήσι, ο Νικόλαος είδε σε ενύπνιο μια πανέμορφη κόρη η οποία του ανήγγειλε την ίασή του. 
Έχοντας ξαναβρεί τα λογικά του, ο Νικόλαος κατηχήθηκε από τον ιερομόναχο Κύριλλο και παρ’ ότι αθώος, η καρδιά του φλεγόταν από τον πόθο να μετανοήσει. Δίχως διόλου να φροντίζει για το σώμα του, ο μακάριος αγωνιστής επιδόθηκε με ζήλο στη νηστεία, στην προσευχή, στις αγρυπνίες, στις αναρίθμητες μετάνοιες, σε βαθμό που οι τριγύρω του τρόμαζαν με την αυστηρότητά του. 
Μία ημέρα καθώς προσκυνούσε την εικόνα της αποτομής της τίμιας κάρας του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, πυρώθηκε από τον πόθο να ολοκληρώσει τη μετάνοιά του διά του μαρτυρίου. Προσκύνησε την εικόνα χύνοντας άφθονα δάκρυα και παρακαλώντας τον άγιο να τον αξιώσει ν’ ακολουθήσει τον δρόμο αυτό για την αγάπη του Χριστού. 
Μία ημέρα, την ώρα που έμπαινε στην εκκλησία οι χριστιανοί τον έδιωξαν ανελέητα νομίζοντας ότι επρόκειτο για τον ηλίθιο που τούρκευσε. Ο Νικόλαος επέστρεψε στο σπίτι του κλαίγοντας πικρά και μετά από λίγο τον συνέλαβαν ως ληστή οι κάτοικοι του χωριού και τον οδήγησαν ενώπιον του Τούρκου δικαστή για να τον δικάσει. 
Ο δικαστής τον ανέκρινε και ο Νικόλαος μετά παρρησίας διακήρυξε: «Χριστιανός γεννήθηκα, χριστιανός μεγάλωσα, ποτέ δεν αρνήθηκα τον Χριστό για την πίστη των μουσουλμάνων, ποτέ δεν θα τον αρνηθώ και χριστιανός θε’ να πεθάνω». Καθώς η σοφία και η ευφυΐα των απαντήσεών του έφερε τους Τούρκους σε αμηχανία, τον υπέβαλαν στα πιο ωμά και θηριώδη βασανιστήρια. 
Μαζί του φυλάκισαν και κάποιους συγχωριανούς του. Δεν τους υπέβαλαν σε βασανιστήρια αλλά οι χωριανοί φοβόντουσαν για τη ζωή τους. Μεταξύ τους ήταν ο εφημέριος της ενορίας, άνθρωπος δειλός και ανάξιος της ιερωσύνης, ο οποίος φώναξε προς τον καταματωμένο μάρτυρα: «Ως πότε, τέλος πάντων θα μας τυραννάς; Γίνε Τούρκος και θα σε αποφυλακίσουν και σένα κι εμάς! Ν’ αλλάξει ένας άνθρωπος την πίστη του δεν πρόκειται δα να βλάψει ή να εξασθενήσει τη χριστιανική πίστη!» 
Ο Νικόλαος τον καταφρόνησε και τον χτύπησε στο πρόσωπο λέγοντας: «Εσύ, λειτουργός του Υψίστου, με σπρώχνεις ν’ αρνηθώ την πίστη μου αντί να με προτρέπεις να την διαφυλάξω μέχρι θανάτου!» 
Τις επόμενες ημέρες οι διώκτες του εμόχθησαν να βρουν τα πιο οδυνηρά βασανιστήρια για να κάμψουν το φρόνημα του νέου, η χάρη όμως του Θεού τον γέμιζε και τον έκανε να υποφέρει τα πάντα με χαρά. Ημιθανή τον έριξαν στους στάβλους για να τον ποδοπατήσουν τα άλογα. Όπως όμως συνέβη με τον προφήτη Δανιήλ στον λάκκο των λεόντων (Δαν. 6), τα άλογα ζώα έδειξαν περισσότερη ευσπλαχνία απ’ ό,τι οι άνθρωποι και δεν άγγιξαν τον άγιο. 
Καθ’ όλη τη διάρκεια των μαρτυρίων ο άγιος δεν έπαυσε στιγμή τη νηστεία εξασφαλίζοντας έτσι όλα τα τρόπαια του καλλίνικου αγώνα, τόσο του μαρτυρίου όσο και της ασκήσεως. 
Μετά από τριάντα ημέρες μαρτυρίων, νηστείας και αδιάλειπτου αγώνα του αγίου, οι αρχές αποφάσισαν να τον αποκεφαλίσουν. Όταν όμως έφθασε στον τόπο της εκτελέσεως, είτε από θηριωδία είπε ελπίζοντας ότι την τελευταία στιγμή θ’ άλλαζε γνώμη ο Νικόλαος, ο δήμιος δεν τον θανάτωσε αμέσως. Τον έβαλε να λυγίσει τα γόνατα και να σκύψει και τον μαχαίρωσε στη ράχη, ρωτώντας τον ταυτόχρονα αν ο επικείμενος θάνατος τον έκανε ν’ αλλάξει γνώμη. Η πρόγευση αυτή όμως έδωσε στον αθλητή τού Χριστού περισσότερη επιθυμία για ένα ένδοξο τέλος του αγώνα. 
Δεύτερη φορά ο δήμιος τον έβαλε να γονατίσει και του χάραξε ελαφρά τον αυχένα δίχως πάλι να τον πείσει. Του κατάφερε τέλος το τελικό πλήγμα χωρίς ωστόσο να μπορεί να του κόψει την κεφαλή. Δύο φορές ξαναπροσπάθησε και μετά τραβώντας τον από τα μαλλιά τον έσφαξε ωσάν αρνί. 
Σκότος μέγα σκέπασε τότε το νησί της Χίου, σπέρνοντας τρόμο στους κατοίκους. Μόνον το πρόσωπο του νεκρού μάρτυρος έλαμπε απαστράπτον και ακτινοβολούσε. Οι Τούρκοι έκαψαν τότε το τίμιο λείψανο για να κρύψουν το θαύμα, προς μεγάλη σύγχυσή τους όμως, το σώμα ανέδιδε μια υπέροχη ευωδία αποκαλύπτοντας σε όλους την αιώνια δόξα την οποία επιφυλάσσει ο Θεός σε όσους μέχρι τέλους αγωνίζονται τον καλλίνικο αγώνα της πίστεως. 
Ο άγιος ετελειώθη το έτος 1754.


Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος 2ος, Οκτώβριος. Ίνδικτος, 

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2023

Άγιος Στέφανος ΣΤ΄ Μιλούτιν Βασιλιάς της Σερβίας

  Άγιος Στέφανος ΣΤ΄ Μιλούτιν Βασιλιάς της Σερβίας 

Γιος τού Ούρεση Α' και της αγίας βασιλίσσης Ελένης, ό Μιλούτιν ανήλθε στον θρόνο όταν παραιτήθηκε ο πρωτότοκος αδελφός του Δραγούτιν για να καρεί μοναχός. Κήρυξε τον πόλεμο κατά τού αυτοκράτορος τού Βυζαντίου Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου (1259-1282), ο οποίος είχε αποδεχθεί την εκκλησιαστική και πολιτική ένωση με τη Ρώμη και υποχρέωνε τούς λαούς των Βαλκανίων καθώς και τούς Αγιορείτες μοναχούς να πράξουν το ίδιο. Η εκστρατεία του στέφθηκε από επιτυχία διότι απαύστως προσευχόταν και εναπέθετε την ελπίδα του στον Θεό μόνον. Όταν ανήλθε στον θρόνο, υποσχέθηκε να ανεγείρει τόσες εκκλησίες όσα και τα χρόνια πού θα διαρκούσε η βασιλεία του. Βασίλευσε επί σαράντα δύο χρόνια και έκτισε σαράντα δύο εκκλησίες, όχι μόνον στην πατρίδα του (Γκρατσάνιτσα, Στουντένιτσα, Στάρο Ναγκορίτσινο) αλλά επίσης στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στη Σόφια, στα Ιεροσόλυμα, στο Όρος Σινά και στο Αγιον Ορος. Δίπλα σε κάποιες από τις εκκλησίες αυτές, στη Θεσσαλονίκη και στην Κωνσταντινούπολη, ίδρυσε πτωχοκομεία. Παρ’ ότι πλούσιος και πανίσχυρος, ο βασιλεύς Μιλούτιν ζούσε ταπεινά και οικογενειακά. Συχνά περιερχόταν την πόλη κατά τη νύκτα, ενδεδυμένος πτωχικά ενδύματα και συνοδευόμενος από δύο ή τρεις υπηρέτες μόνον, για να πληροφορηθεί ιδίοις ώσί και όμμασι πώς περνούσαν οι υπήκοοί του και τι ανάγκες είχαν ώστε αμέσως να τούς συνδράμει. Κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 29 Οκτωβρίου 1321. Το λείψανό του έμεινε άφθορο, και πολύ γρήγορα άρχισε να επιτελεί θαύματα. Βρίσκεται κατατεθειμένο στη Σόφια, μέχρι τις ημέρες μας.
                             

 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 2ος (Οκτώβριος),

Εκδόσεις «Ίνδικτος»· 

Άγιος Δραγούτιν βασιλιάς της Σερβίας


Άγιος Δραγούτιν βασιλιάς της Σερβίας

Υπό την επήρεια τού πεθερού του βασιλέως των Ούγγρων, ο Δραγούτιν, πρωτότοκος γιος τού βασιλέα Ούρεση Α', κίνησε πόλεμο κατά τού πατρός του, κατέλαβε τον σέρβικο θρόνο το 1276 και υποχρέωσε τον πατέρα του να αποσυρθεί σε μοναστήρι. Ή αποδοκιμασία της μητρός του αγίας 'Ελένης, και μία πτώση του από το άλογο, τον έκαναν να αντιληφτεί το ανόμημα του• ζήτησε συγγνώμη από τη μητέρα του και κάλεσε τον αδελφό του Μιλούτιν για να τού παραχωρήσει τον θρόνο, θεωρώντας ότι ήταν ανάξιος τού υπάτου αξιώματος. ’Αποσύρθηκε στα κτήματά του στη Βοσνία, διάγοντας βίο οικογενειακό αφιερωμένος στη μετάνοια και στα θεάρεστα έργα. Έχοντας ανταλλάξει τη βασιλική πορφύρα με τα κουρέλια τού πένητου ο μεταμεληθείς βασιλέας έσκαψε έναν τάφο, τον γέμισε αγκάθια και αιχμηρές πέτρες και ξάπλωνε εκεί κατά τη διάρκεια των ολονύκτιων αγρυπνιών του θρηνώντας για τις αμαρτίες του. Έκανε γενναίες δωρεές όχι μόνον στη Σερβία, αλλά και στη Ρωσία, στους 'Αγίους Τόπους και στο Όρος Σινά. Είχε αλληλογραφία με πνευματικούς πατέρες της Παλαιστίνης, ιδίως με έναν ασκητή πού λεγόταν Γαλακτίων και τούς ζητούσε να τού θέσουν επιτίμια για να εξιλεωθεί για τις αμαρτίες του. Συνέβαλε δυναμικά στη μεταστροφή προς την ορθή πίστη των αιρετικών Βογομίλων πού βρίσκονταν στην περιοχή εκείνη της Βοσνίας. 'Όταν προσβλήθηκε από σοβαρή ασθένεια, έγραψε επιστολή προς τους επισκόπους και τους ηγουμένους των μονών της περιοχής του, ζητώντας τους να προσευχηθούν γι’ αυτόν. Ένεδύθη το μοναχικό Σχήμα, λαμβάνοντας το όνομα Θεόκτιστος και παρέδωσε ευλαβώς την ψυχή του στον Κύριο, στις 12 Μαρτίου 1316.

  

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 2ος (Οκτώβριος),

Εκδόσεις «Ίνδικτος»· 

 


Αγία Ελένη βασίλισσα της Σερβίας



Αγία Ελένη βασίλισσα της Σερβίας

Η αγία Ελένη καταγόταν από την επιφανή γαλλική οικογένεια των Άνζού και μεγάλωσε στη γαλήνια και ήμερη κοιλάδα του Λίγηρος ποταμού. Ό γάμος της με τον βασιλέα της Σερβίας Στέφανο Ούρεση Α' (1243-1276) σκόπευε στην εδραίωση της συμμαχίας μεταξύ εκείνου και τού πατέρα της, Καρόλου Α' Άνζού, βασιλέως της Σικελίας. Αξιώθηκε να αποκτήσει δύο υιούς πού έγιναν άγιοι: τούς βασιλείς Δραγούτιν (ο όποιος εκάρει μοναχός και έλαβε το όνομα Θεόκτιστος) και Μιλούτιν. Και ή ίδια, ως βασίλισσα της Σερβίας, επέδειξε υποδειγματική σύνεση και ευσέβεια. 
Ευφυής, διορατική, με στέρεα λογική και ενεργητικότητα, αυστηρή στα λόγια αλλά καλόκαρδη, μετά τον θάνατο τού συζύγου της Ούρεση, ο οποίος πριν αποβιώσει ασπάστηκε τον μοναχικό βίο και έλαβε το όνομα Συμεών, η βασίλισσα Ελένη, αφιερώθηκε πλήρως στα έργα της ευσεβείας. Προστάτευε τα ορφανά, ανήγειρε ναούς και μοναστήρια., επεδίωξε να βασιλεύει αγάπη και ομόνοια μεταξύ των υιών της, αναλώθηκε στην υπεράσπιση και στη μόρφωση τού λαού της. Ζούσε εφαρμόζοντας αυστηρή εγκράτεια- δεν αμελούσε τούς πεινώντες και μετά την προσευχή, κύριο μέλημά της ήταν πώς να τούς συνδράμει. 
Φθάνοντας σε προχωρημένη ηλικία και αισθανόμενη ότι πλησίαζε το τέλος της, ενεδύθει το μοναχικό Σχήμα λαμβάνοντας το όνομα Ελισάβετ. Λίγο αργότερα εκοιμήθει εν ειρήνη στο παλάτι της. Στον γιό της Δραγούτιν έδωσε την έξης συμβουλή: «Ποτέ μην λησμονείς ότι η ματαία ύπαρξή μας εδώ στη γη δεν είναι ζωή αλλά αμείλικτος θάνατος. Διότι σήμερα είσαι εδώ και αύριο δεν ξέρεις πού, σήμερα βασιλεύς και αύριο δούλος, σήμερα πλούσιος και αύριο πένης, σήμερα κριτής και αύριο κρινόμενος». 
Τρία χρόνια μετά την εκδημία της, το τίμιο λείψανό της άνευρέθει εντελώς άφθορο μετά τη θαυματουργό εμφάνιση της βασιλίσσης στον επίσκοπο Παύλο τού Ράς, ο οποίος το κατέθεσε στο καθολικό της Μονής Γκράντατς, όπου με ευλάβεια το προσκυνούν έκτοτε οι πιστοί.

 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 2ος (Οκτώβριος),

Εκδόσεις «Ίνδικτος»· 

Άγιος Ιερομάρτυς Μιαρκιανός, Επίσκοπος Συρακουσών και μαθητής του Αποστόλου Πέτρου.


Άγιος Ιερομάρτυς Μιαρκιανός, Επίσκοπος Συρακουσών και μαθητής του Αποστόλου Πέτρου. 
 30 Οκτωβρίου.

Χριστοῦ τὸν εὔνουν Μαρκιανὸν οἰκέτην,
Διὰ βρόχου κτείνουσιν οἱ Χριστοκτόνοι.

Ο Άγιος ιερομάρτυρας Μαρκιανός χειροτονήθηκε επίσκοπος από τον Απόστολο Πέτρο και στάλθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας. Εκεί ο Άγιος με την προσευχή του κατέστρεψε τους ναούς των ειδώλων. Και δεν έκανε μόνο αυτό, πραγματοποίησε πολλά θαύματα, με αποτέλεσμα να πιστέψουν πολλοί ειδωλολάτρες. Όμως την παρρησία του Αγίου δεν μπορούσαν να την υποφέρουν οι φθονεροί και χριστοκτόνοι Ιουδαίοι και τον θανάτωσαν με βίαιο θάνατο.

Άγιος Ταλαρικάν/Talarican, Επίσκοπος Sodor Σκωτίας.


Άγιος Ταλαρικάν/Talarican, Επίσκοπος Sodor Σκωτίας. 
30 Οκτωβρίου. 
Άγιος Ταλαρικάν/Talarican ήταν Σκώτος Επίσκοπος Sodor ή αλλιώς Επίσκοπος Νήσων (μιας μητρόπολη που περιελάμβάνε τα δυτικά νησιά της Σκωτίας) και έζησε τον 8ο αιώνα.

Πιθανότατα ήταν από την φυλή των Πικτών, αν και άλλες πληροφορίες λένε ότι γεννήθηκε στην Ιρλανδία. Στο Breviarium (βιβλίο το οποίο περιέχει όλα τα λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας) αναφέρει ότι χειροτονήθηκε, και ανέβηκε στον επικοπικό θρόνο από τον Πάπα Γρηγόριo Β’ και το Βασιλικό Ημερολόγιο του Adam (King's Kalendar - 1558) αναφέρει ότι ο Άγιος Ταλαρικάν ήταν Επίσκοπος και Ομολογητής στη Σκωτία την περίοδο της βασιλείας του βασιλιά Σολβάθιου. 
Σύμφωνα με τα Χρονικά των βασιλιάδων της Νταλ Ριάτα. Το Νταλ Ριάτα (Dál Riata) ή Νταλ Ριάντα (Dál Riada, επίσης Νταλριάντα, Dalriada) ήταν σύμπλεγμα γαελικών βασιλείων που περιλάμβανε μέρη της δυτικής Σκωτίας και της βορειοανατολικής Ιρλανδίας, σε κάθε πλευρά της Βόρειας Μάγχης. Κατά την περίοδο της ακμής του στα τέλη του 6ου με αρχές του 7ου αιώνα, εμπεριείχε περίπου το σύγχρονο Αργκάιλ στη Σκωτία και μέρος της Κομητείας Άντριμ στην ιρλανδική επαρχία του Όλστερ τοποθετούν τη βασιλεία του Selvach από το 706 έως το 726 και πως ο Άγιος Γρηγόριος Β’ ήταν πάπας από το 715 έως το 731, έτσι καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο Άγιος Ταλαρικάν έγινε επίσκοπος περίπου το 720. Τελούσε την Θεία Λειτουργία καθημερινά και ήταν γνωστός για τον ζήλο του και την ταπείνωσή του. Οδήγησε πολλούς ειδωλολάτρες των βορείων ακτών της Σκωτίας μέσω του κηρύγματος και του παραδείγματός του στην Χριστιανική πίστη. Κοιμήθηκε οσιακά στο νησί Lismore.

Άγιος Βαρνάβας, επίσκοπος Χβόσνο, ο ομολογητής



Άγιος Βαρνάβας, επίσκοπος Χβόσνο, ο ομολογητής

30 Οκτώβριος  

Γεννημένος στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1914, από ευσεβή οικογένεια Σέρβων μεταναστών, ο άγιος Βαρνάβας, ονομαζόμενος Βοϊασλάβ Νάστιτς, έκανε τις γυμνασιακές σπουδές του στο Σεράγιεβο. Με την ευλογία του επισκόπου Νικολάου της Αχρίδος [5 Μαρτ.] έκανε λαμπρές σπουδές στην θεολογία στο Βελιγράδι και επέδειξε ήθος άξιο μοναχού. Παίρνοντας το πτυχίο του το 1937, επέστρεψε στο Σαράγιεβο και διορίστηκε σε δύο εκπαιδευτικά ιδρύματα. 
Με την διδασκαλία του και περισσότερο ακόμη με τον εν προσευχή βίο του κατέκτησε τις καρδιές των μαθητών του και άναψε μέσα τους την φλόγα του θείου Έρωτα. Έχοντας κληρονομήσει ένα εστιατόριο έτρεφε δωρεάν τους πένητες ανεξαρτήτως καταγωγής. Ακολουθώντας την επιθυμία του να παραδοθεί «εκατό τοις εκατό στον Χριστό», εκάρη μοναχός το 1940 στην Μονή του Μιλέσεβο, από τον άγιο ιερομάρτυρα Πέτρο, μητροπολίτη του Σαράγιεβο [15 Ιουν.]. 
Κατά την φοβερή περίοδο των διωγμών που πέρασε την εποχή εκείνη η Σερβική Εκκλησία, ο νεαρός διάκονος Βαρνάβας κλήθηκε από τον δικτάτορα Άντε Πάβελιτς, ο οποίος ήθελε να τον χειροτονήσει επίσκοπο για την «Κροατική ορθόδοξη Εκκλησία», μία σχισματική οντότητα που είχε δημιουργήσει. Ο άγιος Βαρνάβας αρνήθηκε ξεκάθαρα, όπως αρνήθηκε και μετέπειτα να συνεργαστεί με τους κομμουνιστές παρτιζάνους. 
Χειροτονημένος ιερέας στο τέλος του πολέμου, έλαβε ως παράδειγμα τους αγίους ομολογητές της Πίστεως, για να αντισταθεί χωρίς συμβιβασμούς στην άθεη προπαγάνδα. Ενώ του ετοίμαζαν ένα φάκελο για να τον καταδικάσουν, χειροτονήθηκε επισκοπικός τοποτηρητής από τον πατριάρχη Γαβριήλ, ο οποίος επέστρεψε από το Νταχάου (1947). 
Με την ευκαιρία αυτή ο άγιος Βαρνάβας έκανε μία ομιλία στην οποία επικαλέστηκε την κλήση προς την θυσία που χαρακτηρίζει όλους τους αποστόλους και διαδόχους τους: 
«Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι θα ανέβω με χαρά τον Γολγοθά και ότι δεν θα εκχωρήσω ποτέ την τιμή αυτή εις αντάλλαγμα μιας άλλης υπό τον ήλιο του Θεού! Ο επίσκοπος δεν έχει προσωπικές απολαύσεις, ούτε και προσωπικούς πόνους άλλωστε. Η χαρά της Εκκλησίας είναι και προσωπική του χαρά, και η δυστυχία της Εκκλησίας είναι και δική του δυστυχία … Κάθε βλασφημία κατά του Θεού επιπίπτει κατά του επισκόπου ως προσωπική βλασφημία … Ναι, η επισκοπεία είναι ένας Γολγοθάς, διότι ο επίσκοπος πρέπει να θέτει την αλήθεια υπεράνω της ζωής του και γνωρίζουμε ότι πολλές φορές στην ιστορία, το να λες την αλήθεια σήμαινε να χάνεις την ζωή σου».
Μόλις έφθασε στο Σαράγιεβο, ο επίσκοπος Βαρνάβας έγινε στόχος της πολιτικής αστυνομίας και καθώς ο καθολικός αρχιεπίσκοπος του Ζάγκρεμπ είχε καταδικαστεί από το καθεστώς, οι κομμουνιστές ένιωθαν υποχρεωμένοι να ενεργήσουν με τον ίδιο τρόπο απέναντι στους Ορθοδόξους. Έτσι, πέντε μήνες μόλις μετά την χειροτονία του, ο επίσκοπος Βαρνάβας συνελήφθη και την 1η Μαρτίου 1948 καταδικάστηκε σε ένδεκα χρόνια καταναγκαστικά έργα με το πρόσχημα ότι στον λόγο της ενθρόνισής του είχε διαπράξει δημεγερσία κατά της εξουσίας. 
Αφού κρατήθηκε σε ένα σκοτεινό και υγρό υπόγειο μεταφέρθηκε στην Ζένικα, όπου του αφαιρέθηκε το ράσο και του ξύρισαν το κεφάλι και τα γένια. Στην φυλακή, παρά τις ταπεινωτικές εργασίες στις οποίες υποχρεώθηκε, παρέμενε γαλήνιος ενώ στους υβρισμούς των φυλάκων του απαντούσε ψάλλοντας τροπάρια και προσευχές. 
Του απαγορεύτηκε να μεταλαμβάνει της θείας Κοινωνίας και να προσεύχεται μεγαλοφώνως, κατόπιν δε, μη ξέροντας τι να κάνει έναν τόσο ενοχλητικό κρατούμενο, η διεύθυνση αποφάσισε να τον μεταφέρει στην Στρέμσκα Μιτροβίτσα το 1951. 
Με τα χέρια δεμένα με σύρμα τοποθετήθηκε όλως περιέργως από κοινού με άλλους κρατουμένους σε ένα απομονωμένο βαγόνι στις γραμμές του αμαξοστασίου. Κατά τα μεσάνυχτα μία σιδηροδρομική μηχανή έπεσε πάνω στο βαγόνι ολοταχώς, εκσφενδονίζοντας έξω τον επίσκοπο με σπασμένα χέρια και πόδια. Από όλους τους κρατουμένους στο βαγόνι αυτό του θανάτου, ένδεκα μόνο επέζησαν. 
Ο άγιος Βαρνάβας μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου και παρέμεινε επτά μήνες, ενώ λίγο μετά την μεταγωγή του στις φυλακές αποφυλακίστηκε χάρις στην παρέμβαση ενός αμερικανού γερουσιαστή. Αφέθηκε ελεύθερος υπό περιορισμό με τον όρο να ζητήσει την απόσυρσή του και εγκαταστάθηκε στην Μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου στο Βελιγράδι, όπου δεχόταν πολλούς επισκέπτες. Έτσι οι Αρχές αποφάσισαν να τον μεταφέρουν στην Μονή Γκομιόνικα, στην επισκοπή της Μπάνια Λούκα της Βοσνίας. Πέρασε εκεί πέντε χρόνια υπό διαρκή αστυνομική επιτήρηση. 
Το 1959, με πρόσκληση του επισκόπου του Σρεμ εγκαταστάθηκε στην Μονή του Κρούσεντολ και εν συνεχεία, το 1963, στην Μονή του Μπεοχτίν της Βοϊβοδίνας, όπου παρακολουθούνταν πάντα από μυστικούς αστυνομικούς που τον ακολουθούσαν σε όλες τις μετακινήσεις του. 
Πολλές φορές ο άγιος ιεράρχης παρεκάλεσε την Σύνοδο να του επιτρέψει να αναλάβει εκ νέου τις επισκοπικές δραστηριότητές του, αλλά δίχως επιτυχία εξαιτίας της αντίθεσης των κομμουνιστικών αρχών. Σε όλη αυτή την περίοδο εγκλεισμού εντατικοποίησε την ασκητική πολιτεία του και την προσευχή. Δεν έτρωγε τίποτε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, και μόνο το Σάββατο και την Κυριακή έστεργε λάδι στην τροφή του. 
Ποτέ του δεν παραπονιόταν για την τύχη του, συγχωρούσε τους εχθρούς του και ποτέ δεν ακούστηκε να προφέρει λόγο οργισμένο, ούτε είδε κανείς στο πρόσωπό του μία κατηφή έκφραση. Επαναλάμβανε συχνά τα λόγια του Αποστόλου: «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε» (Φιλ. 4:4). Στις επιστολές του - οι περισσότερες εκ των οποίων καταστράφηκαν - παρηγορούσε, ανακούφιζε και έδειχνε την πατρική έγνοια του σε όλους εκείνους που απευθύνονταν σ’ αυτόν. 
Το 1963, επειδή το κληρικο-λαϊκό συνέδριο της Σερβικής Εκκλησίας στις Ηνωμένες Πολιτείες ζήτησε να μετατεθεί ο επίσκοπος Βαρνάβας στην Αμερική, η επιτήρηση ενισχύθηκε, παρά τα μάταια διαβήματα του πατριάρχη στις Αρχές, οι οποίες φοβούνταν την δράση ενός τέτοιου ομολογητή της Πίστεως στο εξωτερικό. 
Στις 12 Νοεμβρίου 1964 ο άγιος επίσκοπος υπέκυψε ξαφνικά σε καρδιακή προσβολή. Κυκλοφόρησε στην συνέχεια η φήμη ότι είχε ίσως δηλητηριαστεί, αλλά το γεγονός δεν αποδείχθηκε. Η κηδεία του έγινε δύο ημέρες αργότερα χοροστατούντων τριών επισκόπων, παρουσία του πατριάρχη. 
Για ολόκληρα χρόνια, μέχρι την πτώση του κομμουνισμού, το παραμικρό δεν αναφέρθηκε ποτέ για την οδό του μαρτυρίου του αγίου ομολογητή, αλλά μετά την επίσημη αναγνώρισή του από την Σερβική Εκκλησία (το 2004) το φως το κρυμμένο υπό τον μόδιον μπόρεσε έκτοτε να λάμψει στα μάτια των ανθρώπων.

 

Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος 2ος, Οκτώβριος. Ίνδικτος, 

Όσιος Γρηγόριος ο ασκήσας παρά τον ποταμό Πέλσμα


Όσιος Γρηγόριος ο ασκήσας παρά τον ποταμό Πέλσμα 
30 Σεπτεμβρίου 
Ο όσιος Γρηγόριος κατήγετο από την πριγκιπική οικογένεια Λοποτώφ του Γκάλιτς, της περιφερείας Κοστρομά. Η ματαιότητα της κοσμικής ζωής του περιβάλλοντός του με τα αξιώματα και τις εθιμοτυπίες τον κούραζε από μικρό και την αποστρεφόταν αναζητώντας την ησυχία.

Συχνά του άρεσε να μελετά το Ευαγγέλιο και ιδιαίτερα το εδάφιο: «Πας ος αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ένεκεν του ονόματός μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. 19:29). 
Σε ηλικία δεκαπέντε ετών οι γονείς του θέλησαν να τον νυμφεύσουν, αν και ο ίδιος δεν επιθυμούσε τον έγγαμο βίο. Από θεία όμως βούληση πέθαναν και οι δύο προτού τελεσθεί ο γάμος και ο δούλος του Θεού Γρηγόριος, αδέσμευτος πλέον, διεμοίρασε την περιουσία του στους πτωχούς, απελευθέρωσε τους δούλους του και έσπευσε σε μοναστήρι της πόλεως. 
Ο τρόπος της ζωής του σύντομα τον ανέδειξε τύπο του μοναχικού βίου. Απέσπασε την εκτίμηση και τον σεβασμό όλων και οι αδελφοί της μονής θέλησαν να τον ψηφίσουν ηγούμενό τους. Αλλά αυτός, αποφεύγοντας το αξίωμα, κατέφυγε στο Ροστώφ, χωρίς ωστόσο να επιτύχει το ποθούμενο. 
Εκεί έμελλε να χειροτονηθεί αρχιμανδρίτης και να ανακαινίσει την μονή του Σωτήρος. Αναζητώντας όμως πάντα την ησυχία, την αφάνεια και την αμεριμνία της υπακοής, άφησε και το μοναστήρι αυτό και μετέβη προς τον όσιο Διονύσιο, στην Γλουσίτσα [1 Ιουν.], για να ζήσει ως μαθητής εκείνου. 
Οι δύο ασκητές συνδέθηκαν με στενή πνευματική αγάπη. Ο όσιος Διονύσιος προέτρεπε τον Γρηγόριο στην άσκηση με την διδαχή: «Εξάσκησε τον νου σου με πολλή επιμέλεια να αναζητά μόνον τον Θεό και με ζήλο να επιμένεις στην προσευχή· όταν όμως η ανάγκη το απαιτεί, τότε να βοηθάς τους πτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά· όσο έχεις καιρό, πράττε το καλό γύρω σου». Και ο Γρηγόριος, ακολουθώντας την πιστά, επέτυχε να εξαλείψει κάθε ίχνος πάθους και εφάμαρτου λογισμού από την καρδιά του. 
Όταν έφθασε σε ηλικία εκατόν τεσσάρων ετών, ο όσιος Διονύσιος του έδωσε επιτέλους ευλογία να ζήσει ως ερημίτης κοντά στον ποταμό Πέλσμα. Ο Γρηγόριος έκτισε μόνος του το κελλί του και σύντομα κοντά του συναθροίσθηκαν και άλλοι εραστές της ησυχίας, οι οποίοι συγκρότησαν ένα νέο μοναστήρι. 
Όταν ο πρίγκιπας Γιούρι (Γεώργιος) Δημητρίεβιτς σφετερίσθηκε τον θρόνο του ανεψιού του Βασιλείου Β’, ο ερημίτης όσιος μετέβη στην Μόσχα και τον έπεισε να αποδώσει την εξουσία και να αρκεσθεί στην δικαιοδοσία του, στην Γαλικία. 
Ήλεγξε επίσης τον πρίγκιπα Δημήτριο Σεμιάκ, υιό του Γιούρι, που κατέλαβε την πόλη Βόλογκντα προξενώντας πολλές καταστροφές. Ερεθισμένος ο Σεμιάκ από τους ελέγχους, διέταξε να ρίξουν τον άγιο από μια γέφυρα σε βαθειά χαράδρα, απ’ όπου όμως ο Γρηγόριος εξήλθε αβλαβής. 
Μολονότι είχε αφιερώσει την ζωή του στην προσευχή και στην αντιγραφή λειτουργικών βιβλίων, με πολλή προθυμία δεχόταν τους πτωχούς και πεινασμένους, που κατέφευγαν στην μονή του για βοήθεια και μάλιστα σε καιρούς πείνας. 
Σε ηλικία εκατόν είκοσι επτά ετών (1441 ή 1451) ο όσιος Γρηγόριος προαισθάνθηκε την κοίμησή του και έδωσε εντολή να πεταχθεί το σώμα του σε βάλτο της περιοχής. Οι μαθητές του όμως ενεταφίασαν το ευωδιάζον και θαυματουργό λείψανό του με μεγάλες τιμές. 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 5ος, Ιανουάριος,
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Παρακλητικός Κανών εις την Αγία Ὀσιομάρτυρα Αναστασία την Ρωμαίαν


Παρακλητικός Κανών εις την Αγία Ὀσιομάρτυρα Αναστασία την Ρωμαίαν

Εορτάζετε στις 29 Οκτωβρίου

Εΰλογήσαντος τοῦ ίερέως άρχόμεθα άναγινώσκοντες τον 
ΡΜΒ’ (142) Ψαλμόν.
Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ Σου, εἰσάκουσον μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου καὶ μὴ εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου Σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν Σου, πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου. Ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς, ὡς νεκρούς αἰῶνος καὶ ἠκηδίασεν ἐπ’ ἐμέ τό πνεῦμα μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις Σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν Σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρός Σέ τάς χείρας μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός Σοι. Ταχύ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμα μου. Μὴ ἀποστρέψης τό πρόσωπόν Σου ἀπ’ ἐμοῦ καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστὸν ποίησόν μου τό πρωΐ τό ἔλεός Σου, ὅτι ἐπὶ Σοί ἤλπισα. Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν ἐν ἧ πορεύσομαι, ὅτι πρός Σέ ἦρα τὴν ψυχήν μου. Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρός Σέ κατέφυγον, δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημά Σου, ὅτι Σύ εἶ ὁ Θεός μου. Τό Πνεῦμα Σου τό ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου, Κύριε, ζήσεις με. Ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου καὶ ἐν τῷ ἐλέει Σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου. Καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλος Σου εἰμί.

Καί εὐθύς ψάλλεται τετράκις ἐξ’ ὑπαμοιβῆς, μετά τῶν οἰκείων στίχων:
Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος ἅ΄. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίω, καί ἐπικαλεῖσθε τό ὄνομα τό ἅγιον αὐτοῦ.
Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. β’. Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με καὶ τό ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. γ’. Παρά Κυρίου ἐγένετο αὕτη καὶ ἔστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Εἴτα τά παρόντα Τροπάρια.

Ἦχος δ΄. 
Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
π’ ἀμετρήτων ἀναγκῶν καὶ κακώσεων, καὶ ἀφορήτων πειρασμῶν οἱ στενούμενοι, ἐν μετανοία σπεύσωμεν, βοῶντες θερμῶς• Μάρτυς ἀξιάγαστε, ἀθληφόρε Κυρίου, σπεῦσον ἐξανάστησον, ἐκ παθῶν ἡμᾶς πάντας, ἑξαιτουμένους τὴν σὴν ἀρωγήν, Ἀναστασία, τῆς Ρώμης τὸ βλάστημα.

Δόξα.
π’ ἀμετρήτων ἀναγκῶν καὶ κακώσεων, καὶ ἀφορήτων πειρασμῶν οἱ στενούμενοι, ἐν μετανοία σπεύσωμεν, βοῶντες θερμῶς• Μάρτυς ἀξιάγαστε, ἀθληφόρε Κυρίου, σπεῦσον ἐξανάστησον, ἐκ παθῶν ἡμᾶς πάντας, ἑξαιτουμένους τὴν σὴν ἀρωγήν, Ἀναστασία, τῆς Ρώμης τὸ βλάστημα.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Οὐ σιωπήσομεν ποτὲ Θεοτόκε, τὰς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι. Εἰ μὴ γὰρ σὺ προίστασο πρεσβεύουσα, τὶς ἡμᾶς ἐρρύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; Τὶς δὲ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστῶμεν Δέσποινα ἐκ σοὺ σοὺς γὰρ δούλους σώζεις ἀεὶ ἐκ παντοίων δεινῶν.

Ὁ Ν΄ (50) Ψαλμός.
λέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου, ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου. Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καί ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διά παντός. Σοί μόνῳ ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα, ὅπως ἄν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις Σου καί νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί Σε. Ἰδοὺ γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καί τὰ κρύφια τῆς σοφίας Σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τό πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός καί πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου καί τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου Σου καί πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς Σου καί ἀσεβεῖς ἐπὶ σέ ἐπιστρέψουσιν. Ῥῦσαι με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσα μου τήν δικαιοσύνην Σου. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν Σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσίᾳ τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ Σου τήν Σιών καί οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καί ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τό θυσιαστήριόν Σου μόσχους.

Καὶ ἀρχόμεθα τοῦ κανόνος, οὐ ἡ ἀκροστιχίς•
ΔΙΑΣΩΣΟΝ ΜΕ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ.

Ὠδὴ α’. 
Ἦχος πλ. δ’. Ὑγράν διοδεύσας.
Δειναῖς χειμαζόμενος προσβολαῖς, πρὸς σὲ ἀνατρέχω, ἐκζητῶν τὴν ἀναψυχὴν ὢ μάρτυς Χριστοῦ Ἀναστασία, ἐξ ὀμιχλώδους θυέλλης με λύτρωσαι.

άσεων χάριν παντοδαπῶν, καὶ δύναμιν πάσαν, διασώζειν ἐκ συμφορῶν, λαβοῦσα Σεμνὴ παρὰ Κυρίου, ἐκ τῆς διττῆς ἀσθενείας με ἴασαι.

ρρήτων χαρίτων καὶ δωρεῶν, τυχεῖν ἠξιώθης, ἐκ χειρὸς παγκρατορικῆς• διό ἐκ τῆς πλάνης καὶ τοῦ δόλου, τοῦ Ἀρχεκάκου ταχὺ με ἑξάρπασον.

Θεοτοκίον
Σωτῆρα τεκοῦσα καὶ ποιητήν, Ἀνύμφευτε Νύμφη, ὑπερήρθης τῶν οὐρανῶν διό δυσωπῶ σὲ τῶν παγίδων, καὶ τῶν τοῦ κόσμου κακῶν με ἁπάλλαξον.

Ὠδὴ γ’. 
Οὐρανίας ἁψίδος.
ς θερμὴν προστασίαν, καὶ ἀκλινῆ πρόμαχον, ὡς καταφυγὴν τῶν νοσούντων καὶ ἐπανόρθωσιν, ἀεὶ τιμῶντες σε, Ἀναστασία παρθένε, νῦν ἐπικαλούμεθα τὴν σὴν ἀντίληψιν.

Σὺ ἐδέξω Ἁγία, πρὸ τοῦ σεπτοῦ τέλους σου, ἄνωθεν φωνὴν βεβαιοῦσαν, σοὶ τὸ αἰτούμενον, τὸ θεραπεύειν δή, παντοίας νόσους πασχόντων, ὅθεν νῦν ἐνέργησον τὸ ἐν σοί χάρισμα.

μηγύρεις ἀζύγων, ἀθωνικὸν σύστημα, καὶ πληθὺς πιστῶν ἐκ περάτων, πάντες προστρέχουσιν, ὡς ἀνυμνήσοντες ἐν τῇ Μονῇ Γρηγορίου, τὰ λαμπρά σου θαύματα καὶ ἀγωνίσματα.

Θεοτοκίον
Νοσημάτων ποικίλων, καὶ πειρασμῶν ἔφοδος, καὶ ἀλλεπαλλήλων κυμάτων, μέγα κλυδώνιον, ἀναχαιτίζεται, ταῖς κραταιαῖς μεσιτείαις, καὶ ταῖς παρακλήσεσι τῆς θεομήτορος.

Διάσωσον, ὁσιομάρτυς παρθένε Ἀναστασία, τοὺς σοὺς δούλους ἐκ συμφορῶν, παθῶν τε καὶ θλίψεων, ὡς ἄληκτος κρήνη τῶν Ἰαμάτων.

πίβλεψον, ἐν εὐμενεία Πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπήν τοῦ σώματος κάκωσιν, καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος.

Αἴτησις καὶ τὸ Κάθισμα.
Ἦχος β’. 
Τὰ ἄνω ζητῶν.
Πηγὴ δωρεῶν, ὑγείαν ἀναβρύουσα, αἰτία καλῶν, ψυχῶν θεραπευτήριος, συμπαθῶς ἐπίβλεψον Ἀναστασία τοῖς ἰκέταις σου, σαῖς μεσιτείαις ἄγουσα ἡμᾶς, εἰς θεῖον νυμφώνα καθαρότητας.

Ὠδὴ δ’. 
Εἰσακήκοα Κύριε.
Μεγαλύνω τὰ πάθη σου, ἄπερ καθυπέστης διὰ τὸν Κύριον ἑξανάστησόν με δέομαι, Μάρτυς Ἀναστάσεως ἐπώνυμε.

πανέγειρον Πάνσεμνε, κλίνης ὀδυνῶν μου πίκρας τε θλίψεως, κατευθύνουσα τὸν βίον μου, ἐκ τῆς ἀκηδίας πρὸς τὰ κρείττονα.

Οἰδημάτων νοσήματα, ψύξεις, αἱματώσεις, κῆλαι, ἐγκαύματα, ἀσθενούντων δεομένων σου, τῇ σῇ ἐπικλήσει θεραπεύονται.

Θεοτοκίον
Συμμαχία ὑπέρμαχος, συμπόνος καὶ συμπλοῦς τῶδε τῷ βίω μου, συνεργὸς καὶ συνεπίκουρος, στήθι μοὶ Μαρία Ἀειπάρθενε.

Ὠδὴ ε’. 
Φώτισον ἡμᾶς.
λιγγος δεινός, πυρετός, καρδιοπάθεια, νοσώδεις καὶ λοιμώδεις ἐπιφοραί, τῇ σῇ προνοία, Ἀθληφόρε ἀπελαύνονται.

γκοι φοβεροί, λευχαιμία, νεφροπάθεια, αἱμορραγίαι, ἀρθρίτις καὶ πληγαί, τῇ σῇ φροντίδι καὶ ἀγάπη θεραπεύονται.

Μόλυνσις ψυχῆς, τῇ μολύνσει νοῦ καὶ σώματος, συνῆλθε ἐν ἐμοὶ τῷ ρυπαρῶ Ἀναστασία, σαῖς λιταῖς ὅλον με κάθαρον.

Θεοτοκίον
γνισον Ἁγνή, λεπρωθείσαν τὴν καρδίαν μου, τῷ πλήθει τῶν ἀμέτρων μου κακιῶν, ὀδοποιοῦσα, πρὸς τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως.

Ὠδὴ στ’. 
Τὴν δέησιν.
ωννύμενος, ἐκ πολλῶν κακώσεων, καὶ ἁλλόμενος ὡς ἔλαφος ψάλλω, ἀνευφήμων ποσαπλὼς σοῦς ἀγῶνας, καὶ ἀνύμνων σὰ λαμπρὰ κατορθώματα, προσπίπτω δὲ καὶ προσκυνῶ, τὴν παμπόθητον θείαν εἰκόνα σου.

Τὸ σῶμά σου, ἠξιώθης Πάνσεμνε, τῷ Νυμφίῳ παραστήσαι θυσίαν, καὶ δι’ ἐλαίου φρονίμων παρθένων, συνεισελθεῖν εἰς νυμφῶνα οὐράνιον, κακεῖθεν οἵα συμπαθής, καταπέμπειν ἀφθόνως δωρήματα.

πήκοος, ἕως τέλους γέγονας, τῇ σεμνῇ σοῦ διδασκάλῳ Σοφίᾳ οὐκ ἐδειλίασας γὰρ τοὺς τυράννους, καὶ τὸ δριμὺ τῶν βασάνων ὑπήνεγκας• διὸ ἀπείληφας τρανώς, τὸν τῆς δόξῃς ἀμάραντον στέφανον.

Θεοτοκίον
Συνέλαβες, ἀπορρήτως Δέσποινα, τόν τοῦ κόσμου συνοχέα καὶ Κτίστην, ἀποκυήσασα τοῦτον ἀφράστως, καὶ μετὰ τόκον ὡς πρὶν διαμείνασα διὸ τιμῶμεν εὐλαβῶς, σὲ τὴν μόνην Ἁγνὴν Ἀειπάρθενον.

Διάσωσον, ὀσιομάρτυς παρθένε Ἀναστασία, τοὺς σοῦς δούλους ἐκ συμφορῶν, παθῶν τε καὶ θλίψεων, ὡς ἄληκτος κρήνη τῶν ἰαμάτων.

χραντε ἡ διὰ λόγου τὸν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ΄ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκούσα δυσώπησον, ὡς ἔχουσα μητρικὴν παρρησίαν.

Αἴτησις καί τό Κοντάκιον.
Ἦχος β’. 
Προστασία τῶν Χριστιανῶν.
Προστασία τῶν χειμαζόμενων ἀκράδαντε, ἱκεσία πρὸς τὸν Πλαστουργὸν ἀμετάσειστε, μὴ βραδύνης ἀνενεγκεὶν θεῷ λιτὰς ἡμῶν, ἀλλὰ πλήρωσον ὡς συμπαθής, τὸ δεδομένον ἐξ Αὐτοῦ, τοῖς πιστῶς εὐφημούσι σὲ τάχυνον ἐν ἀνάγκῃ, καὶ σπεῦσον πρὸς θεραπείαν, ἡ ἰατρεύουσα ἡμᾶς, Ἀναστάσεως φερώνυμε.

Καὶ εὐθὺς Τὸ Προκείμενον.
πομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι, καὶ εἱσήκουσε τῆς δεήσεώς μου.
Στίχ: Καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου, καὶ κατηύθυνε τὰ διαβήματά μου.

Εὐαγγελίον. 
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον. (Κεφ. κε’, 1-13.)
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην, ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέκα παρθένοις, αἵτινες λαβοῦσαι τάς λαμπάδας αὐτῶν, ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ Νυμφίου. Πέντε δὲ ἦσαν ἐξ αὐτῶν φρόνιμοι καὶ αἱ πέντε μωραί. Αἵτινες μωραὶ λαβοῦσαι τάς λαμπάδας ἑαυτῶν, οὐκ ἔλαβον μεθ’ ἑαυτῶν ἔλαιον αἱ δὲ φρόνιμοι ἔλαβον ἔλαιον ἐν τοῖς ἀγγείοις αὐτῶν μετὰ τῶν λαμπάδων αὐτῶν. Χρονίζοντος δὲ τοῦ Νυμφίου ἐνύσταξαν πᾶσαι καὶ ἐκάθευδον. Μέσης δὲ νυκτὸς κραυγὴ γέγονεν ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται, ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ. Τότε ἠγέρθησαν πᾶσαι αἱ παρθένοι ἐκεῖναι καὶ ἐκόσμησαν τάς λαμπάδας αὐτῶν. Αἱ δὲ μωραὶ ταῖς φρονίμοις εἶπον δότε ἡμῖν ἐκ τοῦ ἐλαίου ὑμῶν, ὅτι αἱ λαμπάδες ἡμῶν σβέννυνται. Ἀπεκρίθησαν δὲ αἱ φρόνιμοι λέγουσαι• μήποτε οὐκ ἀρκέσει ἡμῖν καὶ ὑμῖν πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράσατε ἑαυταῖς. Ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν ἀγοράσαι, ἦλθεν ὁ Νυμφίος, καὶ αἱ ἕτοιμοι εἰσῆλθον μετ’ αὐτοῦ εἰς τοὺς γάμους, καὶ ἐκλείσθη ἡ θύρα. Ὕστερον δὲ ἔρχονται καὶ αἱ λοιπαὶ παρθένοι λέγουσαι• Κύριε, Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς. Γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν, ἐν ἡ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται.

Δόξα.
Ταῖς τῆς Ἀθληφόρου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη, τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Καὶ νῦν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη, τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Στίχ. Ἐλεῆμον, ἐλέησον μέ ὁ Θεός
Προσόμοιον. 
Ἦχος πλ. β΄. 
Ὅλην ἀποθέμενοι.
λη εἰ πλησίον μου, περικαλλὴς καὶ ὡραία, μῶμός σοι οὐκ ἐνεστί, λέγει σοὶ ὁ Κύριος, Ὀσιόαθλε ἄσπιλον κόσμον γάρ, περιβεβλημένη, παρεὶ νῦν ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, πεποικιλμένη δέ, τὰ τροπαιοφόρα μαρτύρια ταῦτα δὴ ταῦτα πρότεινον, ἅπερ δι’ Αὐτὸν καθυπέμεινας, ὅπως ἐξιλάση Αὐτὸν κινοῦσα σπλάγχνα οἰκτιρμῶν, τοῦ συγχωρήσαι καὶ σώσαι μέ, ὅταν μέλλω κρίνεσθαι.

Σῶσον, ὁ Θεὸς τὸν λαόν σου …

Ὠδὴ ζ’. 
Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.
νεγείρεις πεσόντας, νουθετεῖς τοὺς πιστούς, καὶ νεύροις τοὺς κάμνοντας, ὑψοῖς ἡμῶν τὸ κέρας, εὐφραίνεις τοὺς ὑμνούντας, ἐκ καρδίας καὶ μέλποντας• ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν, θεὸς εὐλογητὸς εἰ.

Νοεραῖς ταῖς ἀκτῖσιν, ἐλαμπρύνθης Παμμάκαρ ψυχὴ καὶ σώματι• διὸ ἡ μυροθήκη, τῶν θείων σοῦ λειψάνων, θεραπεύει τοὺς ψάλλοντας• ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν, θεὸς εὐλογητὸς εἰ.

γαπῶσα τὸν Κτίστην, τὴν διττὴν ἐντολὴν Μάρτυς ἐξεπλήρωσας, ἐπεὶ καὶ τὸν πλησίον, ἠγάπησας ὡς ἔδει, ἐν τῇ πράξει διδάσκουσα ὁ τῶν Πατέρων θεός, ὄντως ἐστὶν Ἀγάπη.

Θεοτοκίον
Στάμνος ὄντως ἐφάνης, συλλα-βοῦσα Χριστὸν μάννα τὸ οὐράνιον, καὶ τοῦτον ἐκτεκοῦσα, τροφὴν ἀθανασίας, καὶ τρυφὴν ἠμῶν ἄρρητον, τὸν τῶν Πατέρων ἠμῶν, θεὸν εὐλογημένον.

Ὠδὴ η’. 
Τὸν βασιλέα.
Τὶς μὲ χωρίσει, ἀπὸ ἀγάπης Κυρίου; οὐ λιμός, οὐ γυμνότης, οὐ θλῖψις• Αὐτῶ ποθῶ συνεῖναι, ἔφης εἰς τοὺς αἰῶνας.

νακουφίζεις, παραμυθεῖς ἀσθενοῦντας, ἀναψύχεις καταπονουμένους• πάντα δρᾶς εἰς δόξαν, Χριστοῦ τοῦ ἀναστάντος.

Συμπαθέστατη καὶ φιλανθρώπῳ προνοίᾳ, συμπαρίστασαι τοῖς ἐνδεέσι, καὶ εὐγνωμονούσι, σὲ Κόρη εἰς αἰῶνας.

Θεοτοκίον
λαρωτάτη, καὶ ἀγαθὴ διαθέσει, ἀσφαλίζεις παντοίων ἐκ κινδύνων, τοὺς ὑπερυψούντας σε μόνη Θεοτόκε.

Ὠδὴ θ’. 
Κυρίως θεοτόκον.
Αἱμάτων σου ἐκχύσεις, κάλλος παρθενίας, καὶ ἀκλινεῖς μεσιτείαί σου Πάνσεμνε, ἀποκαθαίρουσι πάθη, πληγὰς καὶ τραύματα.

μόλυντον νυμφῶνα, Κόρη ἐκληρώσω, εἰς οὐρανίους θαλάμους χορεύουσα, τοὺς εὐσεβῶς σὲ τιμῶντας ἐπιβραβεύουσα.

οαῖς τῶν σῶν αἱμάτων, μύροις δὲ λειψάνων, ἐν ἐπικλήσει σεπτού σου ὀνόματος, Ἀναστασία πηγάζεις, ἄφθιτα νάματα.

Θεοτοκίον
Τρυφὴ πιστῶν Παρθένε, δόξα σύ Μαρτύρων, Ἱεραρχῶν τὸ σεπτὸν ἐγκαλλώπισμα, Ἀθωνιτὼν δὲ Πατέρων στερρὸν προτείχισμα.

ξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σέ τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἠμῶν. Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ, τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν τήν ὄντως Θεοτόκον σέ μεγαλύνομεν.

Καί τά παρόντα Μεγαλυνάρια,
νυχας, ὀδόντας τε καὶ μαστούς, χεῖράς τε καὶ πόδας, ἐκκοπεῖσα ἀνηλεῶς, ὄνυξιν ἐξέσθης, πυρὶ καταφλεχθεῖσα, Ἀναστασία μάρτυς ὀσιοπάρθενε.

Δόξῃς ἀκηράτου κατατρυφάν, κατηξιωμένη, ἐν ταῖς ἄνῳ διαμοναῖς, πρόσδεξαι δεήσεις, λαοῦ ἡμαρτηκότος, καὶ σαῖς πρεσβείαις ῥῦσαί, πάντας κολάσεως.

Τρεῖς λαμπροὺς στεφάνους ἀπολαβεῖν, Μάκαρ ἠξιώθης, ἐκ χειρὸς τοῦ Δημιουργοῦ τὸν τῆς παρθενίας, καὶ τόν του μαρτυρίου, τὸν τῆς ὑπακοῆς δέ, ἐν τῇ ἀσκήσει σου.

φθονα Ἰάματα παρασχεῖν, νῦν μὴ κατοκνήσῃς, μηδὲ πέμψῃς ἡμᾶς κενούς• ὢ Ἀναστασία, τὸ δύνασθαι γὰρ ἔχεις, ὡς φέρουσα τὴν χάριν τοῦ Παντοκράτορας.

Ζῇ ἡ σὴ ψυχὴ ἐν χειρὶ θεοῦ, ἄνευθεν βασάνων, ἐν εἰρήνῃ διηνεκεῖ χαίρει δὲ πλουτοῦσα, Μονὴ τοῦ Γρηγορίου, τὰ θεία λείψανά σου, κόσμον ὡς ἄφθαρτον.

λαιον ἀγάπης παρθενικῆς, νήψεως ἐν πᾶσι, ἐγρηγόρσεως μυστικῆς, ἔσχες ἐν λαμπάδι, τῇ σὴ Ἀναστασία, διὸ νῦν ἐμβατεύεις εἰς τὰ οὐράνια.

λαιον ἐπίσταξον ἐπ’ ἐμέ, τὸν κεναῖς ἀπάταις, δουλωθέντα καὶ ἡδοναῖς, φώτισον τὸν νοῦν μου, ψυχήν τε καὶ καρδίαν, χριόμενα ἐλαίῳ ἀγαλλιάσεως.

Δίδαξον μὲ Μάρτυς ἐπιτελεῖν, τὴν ἁγιωσύνην, ἐν τῷ φόβῳ τῷ πρὸς θέον, καὶ τῇ σῇ πρεσβείᾳ καθήλωσον τάς σάρκας, καὶ πρὸς τὸν Ἰησοῦν μου, στρέψον τὴν ἔφεσιν.

ς ἀπολαβοῦσα δόξῃς τρισσώς, τὸ λογιστικόν μου, σὺν τῷ ἐπιθυμητικῷ, καὶ θυμοειδεῖ μου καταύγασαν φωτί σου, καὶ τῆς θεώσεως μὲ ποίησον ἄξιον.

Πᾶσαι τῶν ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες, μετὰ τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.

Τὸ Τρισάγιον
γιος ὁ Θεός, γιος Ἰσχυρός, γιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. (Τρίς). 
Δόξα Πατρί, καί Υἱῶ, καί ἁγίῳ Πνεύματι,
καί νῦν, καί ἀεί, καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 
Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς· Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. Δέσποτα, συγχώρησον τάς ἀνομίας ἡμῖν· Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἡμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.

Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον. 
Δόξα Πατρί… 
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τό θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καί ἐπί τῆς γῆς. Τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον· καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν· καί μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ.

τι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καί ἡ δύναμις καί ἡ δόξα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

καί τά Τροπάρια ταῦτα. 
Ἦχος πλ. β΄.
λέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, πάσης γάρ ἀπολογίας ἀποροῦντες, ταύτην Σοι τήν ἱκεσίαν, ὡς Δεσπότῃ, οἱ ἁμαρτωλοί προσφέρομεν, ἐλέησον ἡμᾶς.

Δόξα.
Κύριε ἐλέησον ἡμᾶς, ἐπί Σοί γάρ πεποίθαμεν. Μή ὀργισθῆς ἡμῖν σφόδρα, μηδέ μνησθῆς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν. Ἀλλ’ ἐπίβλεψον καί νῦν ὡς εὔσπλαχνος καί λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. Σύ γάρ εἶ Θεός ἡμῶν καί ἡμεῖς λαός Σου, πάντες ἔργα χειρῶν Σου καί τό ὄνομά Σου ἐπικεκλήμεθα.

Καί νῦν.
Τῆς εὐσπλαχνίας τήν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἐλπίζοντες εἰς Σέ μή ἀστοχήσομεν, ῥυσθείημεν διά Σοῦ τῶν περιστάσεων· Σύ γάρ ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν Χριστιανῶν.

Καἰ τὸ Ἀπολυτίκιον. 
Ἦχος γ’. 
Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν ὀσιόαθλον καὶ καλλιπάρθενον, Ῥώμης τὸ βλάστημα, καὶ μέγα καύχημα, τῆς ἀναστάσεως Χριστοῦ, ἀξίως τὴν ἐπώνυμον, δεῦτε εὐφημήσωμεν, Ἀναστασίαν τὴν πάνσεμνον, βρύει γὰρ ἰάσεων, ἀκεσώδυνα φάρμακα, τοῖς τῶν λειψάνων αὐτῆς τὴν θήκην, προσπτυσσομένοις μετὰ πίστεως.

Ἐκτενὴς καὶ Ἀπόλυσις, μεθ’ ἣν ψάλλομεν τα ἑξῆς

Ἦχος β’. 
Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Πάντες οἱ ἐν νόσοις χαλεπαῖς, καὶ ταῖς τρικυμίαις τοῦ βίου, ἐκταρασσόμενοι νῦν, δεῦτε δὴ προσδράμωμεν καὶ προσκυνήσωμεν, τὴν εἰκόνα τὴν πάντιμον, τῆς Ἀναστασίας, ταύτην ἱκετεύοντες ἐν κατανύξει πολλῇ• σπεῦσον, ἐξεγέρθητι ὅπως πάντας ἐκ παθὼν ἀναστήσῃς, Μάρτυς Ἀναστάσεως φερώνυμε.

Δέσποινα πρόσδεξαι τὰς δεήσεις τῶν δούλων Σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.

Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς Σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην Σου.

Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν,
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς,
Ἀμήν.


Δημοφιλείς αναρτήσεις