Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΣΤΟΥΣ «ΝΥΜΦΙΟΥΣ»

 

π. Β. Σπηλιόπουλος 
Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΣΤΟΥΣ «ΝΥΜΦΙΟΥΣ» 
Οι ακολουθίες της Μ. Εβδομάδος ξεκινούν στην πραγματικότητα από την ακολουθία του Όρθρου της Μεγάλης Δευτέρας η οποία είθισται, όπως και οι όρθροι της Μ.Τρίτης και της Μ.Τετάρτης, να αποκαλούνται «ακολουθία του νυμφίου» ή απλά «νυμφίος» ακριβώς διότι σε αυτούς ψάλλεται το γνωστό τροπάριο «ιδού ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός». Και αυτή, όμως , η ιερή ακολουθία δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τον έντονο συναισθηματισμό ο οποίος έχει ποτίσει όλο το σύγχρονο ενοριακό, και όχι μόνο, λειτουργικό κύκλο. Το κοσμικό φρόνημα έχει και εδώ επικρατήσει και γίνεται αντιληπτό από συγκεκριμένα στοιχεία της ακολουθία όπως: 
α) Το ωράριο τελέσεως των ακολουθιών. Είθισται ο όρθρος αυτός αλλά και όλοι οι όρθροι της Μεγάλης Εβδομάδος να τελούνται το εσπέρας της προηγουμένης για να μπορεί ο πιστός λαός να συμμετάσχει. Αυτό βέβαια, ως κατ’ οικονομίαν πράξη της Εκκλησίας, δεν αποτελεί το πιο σημαντικό «ολίσθημα» όμως γεννάται εύλογο το ερώτημα: γιατί αυτή η μετάθεση; Γιατί να μην τελείται κανονικά ο όρθρος το πρωί και ο Εσπερινός το απόγευμα αλλά γίνονται εντελώς αντίστροφα; Γιατί ο κόσμος πρέπει να μετάσχει μόνον στον όρθρο και όχι στον Εσπερινό αφού μάλιστα τα τροπάρια και στις δύο περιπτώσεις, τουλάχιστον μέχρι και την Μ. Πέμπτη, είναι τα ίδια; Γιατί να μην έχουν οι πιστοί την ευκαιρία να ακούσουν τα ίδια τροπάρια κατά τον Εσπερινό που είναι συνημμένος με την ακολουθία της προηγιασμένης λειτουργίας που ο πολύς κόσμος παντελώς αγνοεί την ύπαρξη της; 
Βέβαια η οικονομία αυτή και η μετάθεση του ωραρίου προστατεύει από ένα μεγαλύτερο, ίσως, ατόπημα και σφάλμα που θα λάμβανε χώρα αν ο κόσμος δεν αρκούταν στην απλή συμπροσευχή κατά την Εσπερινή προηγιασμένη αλλά προσερχόταν και στο Άγιο Ποτήριο να μεταλάβει ενώ ήταν φαγωμένος. Ούτως ή άλλως όμως αυτό συμβαίνει, κακώς, όλη την διάρκεια της Μ. Τεσσαρακοστής όπου οι πιστοί κοινωνούν σε εσπερινές προηγιασμένες αγνοώντας ότι οι Κανόνες της Εκκλησίας, το Τυπικό και η Ιερά Παράδοση απαιτεί για την συμμετοχή στη Θεία Κοινωνία ΠΛΗΡΗ αποχή από φαΐ και νερό από το μεσονύκτιο της προηγουμένης. Και η ευθύνη μεν για την φοβερή αυτή αταξία βαραίνει εμάς τους κληρικούς που τελούμε εσπερινές προηγιασμένες χωρίς να υπενθυμίζουμε στους πιστούς την περί ασιτίας προϋπόθεση αποδεικνύει δε ότι δεν είναι αυτός ο λόγος της μετάθεσης των ακολουθιών αλλά λόγοι καθαρώς κοσμικοί την επιβάλλουν. 
Ταπεινώς φρονούμε ότι δεν είναι αδύνατη η επιστροφή στην τάξη και μάλιστα θα βοηθούσε πολύ αν οι όρθροι των πρώτων ημερών τελούνταν κανονικά το πρωΐ και οι εσπερινοί το απόγευμα, μαζί με την Προηγιασμένη, ενώ η ακολουθία των Παθών, κατά το τυπικό, αργά το βράδυ της Μ. Πέμπτης, οι Ώρες το πρωί της Μ. Παρασκευής, ο εσπερινός της Αποκαθηλώσεως, χωρίς τα θέατρα και τα δρώμενα φυσικά, το μεσημέρι της Μ. Παρασκευής (όπως ακόμα είθισται να τελείται σε χωριά της πατρίδος μας), ο όρθρος του Μ. Σαββάτου ξημερώματα της ημέρας (όπως ευτυχώς σε μερικά ακόμη μέρη της πατρίδος μας γίνεται), ο εσπερινός του Πάσχα με τη λειτουργία του Μ. Βασιλείου το μεσημέρι του Σαββάτου, γεγονός που θα απέτρεπε, σε συνδυασμό με την απαίτηση για νηστεία, την αθρόα προσέλευση εντελώς απροετοίμαστων ανθρώπων που κοινωνούν για «το καλό», ενώ η παννυχίδα της Αναστάσεως, ο Όρθρος του Πάσχα και η Θεία Λειτουργία τα ξημερώματα της Κυριακής όπως συνέβαινε πριν από μερικά χρόνια σε όλη την επαρχία. 
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι όλη αυτή η καινοφανής τελετή γίνεται κατά παράβασιν ακόμα και του ισχύοντος τυπικού του Βιολάκη το οποίο, όπως έχουμε ξανατονίσει, είναι το πιο ανεκτικό, το πιο «ελαστικό», το πιο «επιεικές» ως προς την τήρηση της ακριβούς τάξεως και το πιο καινοτόμο. Κι όμως ούτε καν αυτό το τυπικό δεν περιλαμβάνει έξοδο νυμφίου και εμείς συνεχίζουμε κανονικά, ή μάλλον αντικανονικά, να την τελούμε τόσο σε ενοριακούς ναούς όσο και αυτό είναι το χειρότερο, και σε Ιερές Μονές. 
Κανένα λοιπόν παλαιό τυπικό, ούτε καν του Βιολάκη, δεν αναφέρεται σε λιτάνευση της εικόνος του νυμφίου. Ας δούμε όμως τι μας λέει και ο π. Δοσίθεος, ηγούμενος της Μονής Παναγίας Τατάρνης και λάτρης της τάξεως της Εκκλησίας, σχετικώς με την εικόνα αυτή του νυμφίου: 
«Τά ἐν τοῖς ἐνοριακοῖς Ναοῖς τελούμενα, καθ’ ἅ ψαλλομένου τοῦ Ἰδού ὁ Νυμφίος, εἰσοδεύει ὁ ἱερεύς κρατῶν εἰκόνα τοῦ „Νυμφίου” ἤ καί ὁλόσωμον „Νυμφίον” φοροῦντα χλαμύδα κοκκίνην, ἔχοντα ἐμπεπαρμένον ἀκάνθινον στέφανον καί βαστάζοντα κάλαμον καί μονονουχί γοερῶς κράζοντα, ξένα ὄντα παντάπασι πρός τήν λογικήν λατρείαν, οὐ δεῖ τελεῖσθαι καί ἐν ταῖς ἱεραῖς Μοναῖς. Οἶμαι δέ οὐδ’ ἐν τοῖς ἐνοριακοῖς Ναοῖς. Ἡ εἰκών αὕτη τοῦ πάθους προέρχεται ἀπό τό Ecce homo τῶν Λατίνων. 
Ἐξ’ ἄλλου τί Ἰδοῦ ὁ νυμφίος ἔρχεται ὀλίγην σχέσιν ἔχει πρός τό πάθος τοῦ Κυρίου. Ἀναφέρεται εἰς τήν παραβολήν τοῦ πιστοῦ καί φρονίμου οἰκονόμου (Λουκᾶ ΙΒ, 35-48) καί προτρέπει εἰς ἐγρήγορσιν τούς πιστούς. Ὡς ἐκ τούτου τό Ἰδοῦ ὁ νυμφίος λέγεται εἰς τά μεσονυκτικά παντός τοῦ ἐνιαυτοῦ καί οὐχί μόνον κατά τάς πρώτας ἡμέρας τῆς Μ. Ἑβδομάδος. Γίνεται οὕτω πως σύγχυσις μεταξύ τοῦ νυμφίου τῆς παραβολῆς καί τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ιε΄ἀντιφώνου τῆς ἀκολουθίας τῶν ἁγίων Παθῶν (ὄρθρος τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Παρασκευῆς). Ὑπάρχει δέ καί ἀνακολουθία. Δεδεμένος καί ἐν πορφύρα καί μετά ἀκανθίνου στεφάνου ὡράθη ὁ Κύριος εἰς τό πραιτώριον τό πρωΐ πρωΐ τῆς Μεγ. Παρσκευῆς καί οὐχί τῆ Μεγ. Δευτέρα. Τότε εἰσήρχετο καί ἐξήρχετο τῆς Ἱερουσαλήμ καταρώμενος ἅμα καί ξηραίνων τήν ἄκαρπον συκῆν. Ὅθεν ξένα ταῦτα καί ἀλλότρια των ἀρχαίων τυπικῶν διατάξεων, ἀλλά γε καί τοῦ πνεύματος τῶν ἡμερῶν» (Τυπικόν τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Σάββα τοῦ ἡγιασμένου, διορθωθέν μέθ’ὅσης ἐπιμελείας καί ὑπομνηματισθέν τό κατά δύναμιν ὑπό ἀρχιμ. Δοσιθέου ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Παναγίας Τατάρνης, ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Παναγίας Τατάρνης, σελ. 380, ὑποσημείωση 4)
β) Η Εικόνα του νυμφίου και η περιφορά της. Γιατί λοιπόν αυτή η μετάθεση; Γιατί αυτή η βαρύτητα στον όρθρο; Μα για να παρακολουθεί ο κόσμος τα νεωτερίστικα εφευρήματα όπως την έξοδο του Εσταυρωμένου και την Αποκαθήλωση ή για να ψάλει τα εγκώμια την Μ. Παρασκευή το βράδυ, να προλάβει να κοινωνήσει το Σάββατο, πριν τα ψώνια του, και να προετοιμαστεί για το ταξίδι του. Και γιατί και ο Όρθρος της Μ. Δευτέρας βράδυ; Μα για να παρακολουθήσουμε την έξοδο του νυμφίου, της εικόνος δηλαδή που είθισται στις ενορίες με στόμφο και καμάρι να περιφέρουμε εντός του Ναού κατά την ψαλμωδία του αντιστοίχου τροπαρίου ή, σε πολλούς πλέον Ναούς, την έξοδο όχι της εικόνος αλλά του ολόσωμου αγαλματιδίου. 
γ) Παράλειψη το Ψαλτηρίου. Ένα λάθος που δεν αφορά βέβαια μόνον την Μεγάλη Εβδομάδα αλλά όλο τον λειτουργικό κύκλο του χρόνου και όλες τις Ιερές ακολουθίες. Το ψαλτήρι, η βάση της λειτουργικής ζωής, έχει πέσει σε πλήρη αχρησία. Ενώ θα έπρεπε να αναγιγνώσκεται κατά την διάρκεια των ιερών ακολουθιών ολόκληρο άπαξ της εβδομάδος τον υπόλοιπό χρόνο, δις της εβδομάδος κατά την Μ. Τεσσαρακοστή και άπαξ την Μ. Εβδομάδα ως και την Τετάρτη οπότε σχολάζει μέχρι την Κυριακή του Θωμά (αυτό το σχολάζει είναι και το μόνο που τηρείται απαρεγκλίτως) βρίσκεται, στην καλύτερη των περιπτώσεων και αν βρίσκεται, ερμητικά κλειστό στα ντουλάπια του αναλογίου. 
Ακόμα και το τυπικό του Βιολάκη το περιλαμβάνει κανονικά και όμως καμιά διάθεση για επαναφορά στην τάξη! Μάλιστα σε υποσημείωση του τυπικού γράφονται τα εξής «Συνήθως παραλείπεται το Ψαλτήριον τῆς ἡμέρας ἐν ταῖς πλείσταις τῶν Ἱερῶν Ἐκκλησιῶν κα΄τα τούς ὄρθρους τούτους, εἴτε χάριν τῆς συντομίας εἴτε καί διότι είσί πέντε Καθίσματα ὡρισμένα καθ’ἑκάστην ταῶν τριῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς Μ. Ἑβδομάδος, καί ἀναγιγνώσκεται ιδιαιτέρως τό πρωΐ ὑπό τοῦ Ἱερέως» (σελ.354-355). Και αφήνοντας ασχολίαστο το κατά πόσο ωφέλιμη αλλά και το κατά πόσο τηρείται η τάξη αυτή, να αναγιγνώσκει δηλαδή μόνος του ο ιερέας το Ψαλτήρι διαβάζουμε παρακάτω μια πολύ εύκολη και διακριτική λύση ώστε τουλάχιστον να μην κατακρημνίζεται ο σκελετός και η όλη διάρθρωση της ακολουθίας του όρθρου γενικώς αλλά και ειδικώς τη Μεγάλη εβδομάδα: 
…ἀλλ’ εὐχῆς ἔργον ἐστίν ἵνα ἀναγινώσκεται μέρος τουλάχιστον τῶν πέντε Καθισμάτων εἰς ἀκρόασιν καί τοῦ λαοῦ, καθ’ὅσον μάλιστα τό Ψαλτήριον ἐθεωρήθη ἀνέκαθεν ἡ βάσις τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡμῶν προσευχῶν καί ἡ ἐπιούσιος πνευματική τροφή ἑκάστου χριστιανοῦ, ὡς ἐσημειώθη ἐν τῆ προθεωρία” (σελ.355). 
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν όλοι να επιστρέψουμε στην ανόθευτη λειτουργική παράδοση που αποτελεί και συνέχεια αλλά και βάση της όλης πνευματικής ζωής. Ας μη νοθεύουμε μα αλλότριο πυρ το καθαρό πυρ της Θεοπατροπαράδοτης Παραδόσεως. Δεν είναι τα καινοτόμα εφευρήματα αυτά που κάτι έχουν να δώσουν στους πιστούς, δεν είναι η γαρνιτούρα αυτή που χορταίνει, αλλά η βίωση της λιτότητος, της απλότητος, της ταπείνωσης.

Μεγάλη εβδομάδα στο Άγιο Όρος-Μονή Γρηγορίου 1977



Μεγάλη εβδομάδα στο Άγιο Όρος-Μονή Γρηγορίου 1977  
Μητροπ. πρ. Ν. Ζηλανδίας Ιωσήφ.


Μονή Γρηγορίου, Σάββατο του Λαζάρου 1977, απόγευμα. Πάστρα στο Μοναστήρι. Σκούπες, φασίνες, νερά, χέρια γρήγορα, προσεχτικά, ορεξάτα. Καθολικό, αυλές, τράπεζα, αρχονταρίκι, συνοδικό, όλα λάμπουν. Και μυρτιές άφθονες. -Ευλογείτε!. . . -Ό Κύριος!. . . Καλή αγρυπνία!. . . Από απόψε καί όλες τίς μέρες, μέχρι την «κλητή καί αγία ήμερα, τή μία τών Σαββάτων», κάθε βράδυ αγρυπνία! Ή Εβδομάδα είναι μεγάλη από κάθε έποψη. . . Υπάρχει καί Δεσπότης στο Μονα­στήρι. Ό Πισιδίας Ιεζεκιήλ, ό από Αυστραλίας, άνθρωπος της προσευχής καί της αγάπης, καλογηρικός, ταπεινός, άξιόθεος. Συναγωνισμός ανάμεσα στα παλαιότερα γεροντάκια, ποιος να κρα­τήσει την ώα του μανδύα του. Υποχω­ρούν όλοι στον αγιασμένο γερο-Ήσύχιο. Σ’ όλη την αγρυπνία ό ηλικιωμένος Επί­σκοπος στέκεται όρθιος στο Δεσποτικό, ήσυχος, πράος καί βλογημένος, Πανη­γυρική κωδωνοκρουσία σε τρεις στά­σεις. «Δόξα τη αγία καί Όμοουσίφ καί Ζωοποιώ καί Άδιαιρέτω Τριάδι. . . ». Αρχί­ζει ή Αγρυπνία.

Αρχίζει ή μεγάλη πορεία της Μεγάλης Εβδομάδος. Ευφρόσυνα, χαρούμενα, πανηγυρικά. Αρχίζει καί ή εναγώνια ευθύνη καί αναμφισβήτητη εξουσία του Τυπικάρη, στον οποίο υπο­χρεούνται να υποτάσσονται, κάνοντας αδιάκριτη υπακοή, όλοι, από τους ψάλ­τες, κανονάρχους, διάκους, παπάδες, ηγούμενο, μέχρι και τον Αρχιερέα. Ό Τι­μόθεος θα τα καταφέρει περίφημα μέχρι τέλους. Είναι δήλιος κολυμβητής στις θάλασσες του μοναστηριακού τυπικού. . . Στό δεξιό χορό ό καλλικέλαδος παπα-Παντελεήμων ό Κάρτσωνας, το άηδονάκι της Αγίας Αννας. Στήν ενάτη έδωσε τον καλλίτερο εαυτό του. Ακούγοντας το «Θεός, Κύριος καί έπέφανεν ήμίν. Συστήσασθε έορτήν καί άγαλλόμενοι δεύτε μεγαλύνωμεν Χριστόν μετά βαΐων καί κλάδων.» δεν ξέρεις αν είσαι στη γη ή έχεις αρπαγή με τον Παύλο στον τρί­το ουρανό. Ευλογούνται τα βάγια καί μοιράζονται στους πατέρες. Όλοι θα τα κρατούν στο χέρι μέχρι τέλους της λει­τουργίας. Τα «νικητικά κατά των παθών σύμβολα», κατά τον μεγάλο Αγιορείτη Νικόδημο. . .

Οί Εκκλησιαστικοί, μεγαλοπρεπείς μέσα στους μαύρους μανδύες τους, σκορπίζουν βάγια σ’ όλο το ναό, στη λιτή, στον έξωνάρθηκα. «Εξέλθετε έθνη, εξέλθετε καί λαοί..». Ευωδιά δάφνης ελληνοπρεπούς στα πόδια του Εισερχομένου στην Αγία Πόλι επί πώλου όνου Βασιλέως των όλων… Γίνεται καί χειροτονία Διακόνου. Το καλογέρι των Καρτσωναίων, ό Χρυσόστομος. Στήν τράπεζα συνεχίζεται ή μυσταγωγία. Καμπάνες, διβάμβουλα, κατζία, με τον ποτάμιο μανδύα του ό Άρχιερεύς, τον πορφυρούν καί περίχρυσον, με ανάγνωση πατερική (ή ανάγνωση είναι ή μεγαλύτερη αυθεντία εν Άγίω Όρει: «Το είπε ή άνάγνωσις!…» έλεγαν οι παλαιοί, πού θα πει: Roma locuta,causa finita), με Ύψωση της Παναγίας, με προσφώνηση του Ηγουμένου καί ομιλία του Δεσπότη, Στό τέλος ό Γέροντας του νεοχειροτόνητου μοιράζει σ’ όλους από ένα ρινόμακτρο αντί μπομπονιέρας. Παλαιό αγιορείτικο έθιμο, για νάχουν να σκουπίζουν οί πατέρες τα καρδιοστάλακτα δάκρυα της κατανύξεως και τα γλυκερά καί παραμυθητικά του χαροποιού πένθους… Εν όψει των ήμερων του Πάθους ξεχωριστά χρήσιμο. . .

Ή Ακολουθία του Νυμφίου σεμνή, αργόσυρτη, προσεγμένη, χωρίς μελο­δραματικές εξάρσεις, χωρίς δυτικόφερτα μαύρα καί μενεξελιά χρώματα σε άμφια καί καλύμματα. Το κατά Θεόν πέν­θος, το χαροποιό, είναι διαφορετικό από το κοσμικό. Ούτε από κρέπια εξαρτάται, οϋτε από πλερέζες, οϋτε από χρώματα. Είναι υπόθεση καρδιάς, εσωτερική, μυ­στική. Αλλωστε οί Μοναχοί μια φορά τα φόρεσαν τα μαύρα και δια βίου.

Η Πρωινή ακολουθία της Μεγάλης Δευτέρας. Ώρες καί ατέλειωτα ευαγγε­λικά αναγνώσματα. Το βράδυ πανηγυρι­κός εσπερινός, άνοιξαντάρια, λιτή, αρτοκλασία, ολονύκτια αγρυπνία! Κά­που μπερδεύομαι. Τη Μεγάλη Τρίτη πέ­φτει ή γιορτή του Ευαγγελισμού! Τάχει αυτά το αδιόρθωτο Ιουλιανό ημερολό­γιο. Φέτος (2007) τα πράγματα θάν’ακόμα πιο μπερδεμένα. Ό Ευαγγελι­σμός πέφτει το Μέγα Σάββατο. Στό Αγιον Όρος δεν ισχύει ή ξεκάθαρη πρό­βλεψη του Τυπικού (περίπτωση ΚΓ’, § 69) πού διακελεύεται πώς αν συμπέσει ή εορτή τη Μ. Παρασκευή ή Μ. Σάββατο μετατίθεται για το Πάσχα, αλλά γιορτά­ζεται... ανήμερα! Κουβάρι σωστό, όλο-μπέρδευτο, καί ώδε εστίν ή σοφία των τυπικάρηδων να το ξεμπερδέψουν, χω­ρίς ούτε το πενθηρόν της εις Αδου Κα­θόδου να λυμανθή, αλλά οϋτε καί το χαρμόσυνο καί πανηγυρικό του κεφα­λαίου της σωτηρίας ημών να περιορισθή. Χαίρομαι κατάβαθα πού με το διορ­θωμένο ημερολόγιο δεν μας προκύ­πτουν τέτοιες συμπτώσεις. Καθημερινά οι περισσότερες ώρες περνούν μέσα στο ναό.

Οι ακολουθίες είναι σχοινοτενείς, τα αλλεπάλληλα ευαγγελικά αναγνώσματα ατέλειωτα. Το σώμα κουρασμένο καί από την άλαδία καί μονοφαγία, καταπονείται, αλλά έρχεται ή παράκληση του Παρακλήτου καί ή γλυκύτατη κατάνυξη. Βιώνεται έντονα το «Πόσον την βιοτικήν άποθώμεθα μέρίμναν, ως τον Βασιλέατων όλων ύποδεξόμενοι...». Τη Μεγάλη Πέμπτη ή Ακολουθία των Άχραντων Παθών έχει κάτι το μοναδι­κό. Τα λυρικότατα αντίφωνα ψάλλονται αργά, σεμνά, από νηστεμένα στόματα, καί ή ψυχή τα ρουφά σαν σφουγγάρι. Γλυκά δάκρυα έρχονται σ’ όλους. Κά­ποτε ένας Εβραίος έμπορος Θεσσαλο­νικιός πού εξυπηρετούσε το Μοναστή­ρι, βρέθηκε τέτοιες μέρες εδώ. Ακού­γοντας τους ύμνους πού στηλίτευαν τα κατά του Χριστού ανδραγαθήματα των παλαιών εκείνων Εβραίων έπεσε κάτω ξερός, λιπόθυμος. Όταν τον συνέφε­ραν είδαν κι έπαθαν να του δώσουν να καταλάβη ότι οί ύμνοι δεν γράφτηκαν γι’ αυτόν προσωπικά.

Παλαιότερα στο Όρος δεν λιτανευόταν μετά το πέμπτο ευαγγέλιο της Ακολουθίας των Άχρα­ντων Παθών ό Εσταυρωμένος. Απλού­στατα ό εκκλησιαστικός έφερνε κι έβα­ζε στο προσκυνητάρι την ιερά εικόνα της Σταυρώσεως. Όπως καί δεν γινό­ταν, βέβαια, ή λεγομένη Άποκαθήλωσις (οϋτε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο γί­νεται μέχρι σήμερα). Τώρα, άλλοι παπάδες ήρθανε κι άλλα χαρτιά βα­στούσανε... Ή Μεγάλη Παρασκευή δεν έχει τί­ποτε από το δραματικό στοιχείο καί τις φιοριτούρες πού παρεισέφρυσαν τα τε­λευταία χρόνια οτήν πραξη των ενοριών. Όλα λιτά, δωρικά, μοναχοπρεπή. Ένα απλό τραπέζι στο κέντρο του ναού, χω­ρίς κουβούκλιο, με τον υφασμάτινο επι­τάφιο (αέρα) καί το ιερό Ευαγγέλιο, την «δια χάρτου καί μέλανος» εικόνα του Χριστού καί λίγα άνθη, πού τα μαζέψαμε το πρωί από τη γειτονική ρεματιά, μο­ναχοί μαζί καί προσκυνητές, είναι όλος κι όλος ό Επιτάφιος. Στό νου έρχεται ό ανεπανάληπτος, αριστουργηματικός στην απλότητα του βυζαντινός Επιτά­φιος του Καντακουζηνού (1354) της Μονής Βατοπεδίου. . .

Ή ακολουθία είναι μακρύτερη. Κανένας δε βιάζεται. Ύπνεΐ ή ζωή. Ό Βασιλεύς κεκοίμηται. Κάθε σκίρτημα γήινο, λοιπόν, καταστέλλεται. Μόνο ή καρδιά, γεμάτη χαρμολύπη, αγρυπνεί με αδιάλειπτη προσευχή, κα­θώς ό θείος Έρωτας της καθεύδει. Όταν οί δύο χοροί μαζί με κορυφαίους τον Δαμασκηνό, τον Ύπάτιο καί τον παπα-Μελέτιο ψάλλουν το «Σέ τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερίμάτιον», κι οί πέτρες ραγίζουν. Οί πατέρες δυσκο­λεύονται να κρύψουν τα συναισθήματα τους. Ή περιφορά του Επιταφίου γίνεται γύρω από το Καθολικό, με κηροδοσία, ψαλλομένου του «Τον ήλίον κρύψαντα τάς ιδίας ακτίνας. . . » Φέρεται πάνω στα άσκεπη κεφάλια τεσσάρων σεπτών ιερομόναχων με επικεφαλής τον ηγού­μενο, ό όποιος καί κρατά πάνω στο στήθος του με το δεξί του χέρι το ιερό Ευαγγέλιο. Κατά την επάνοδο στο ναό ό γερο-Δαμιανός ό οικονόμος, κατανενυγμένος σαν παιδί, αυτός ό ζόρικος, ό φωνακλάς Αρβανίτης, με δάκρυα στα μάτια, ραντίζει με ροδόσταμο τους πάντες, ευχόμενος «Καλή Ανάσταση».

Το Μέγα Σάββατο ή Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, με όλα τα Παλαιοδιαθηκικά αναγνώσματα, το «Ανάστα ό Θεός» από τον σεβάσμιο Ηγούμενο Γε­ώργιο πού μας ραίνει με δάφνες, χαρμό­συνη κωδωνοκρουσία, ατμόσφαιρα χα­ρούμενη. ‘Αλάδωτη τράπεζα κι ύστερα διαβάζονται εν τοις κελλίοις οι Πράξεις.

Σεβασμιώτατου Μητροπολίτου πρ. Ν. Ζηλανδίας κ. Ιωσήφ 
Πειραική Εκκλησία 2007

Μ. Δευτέρα, Μ. Τρίτη, Μ. Τετάρτη


Μ. Δευτέρα, Μ. Τρίτη, Μ. Τετάρτη 
Schmemann Alexander
Protopresbyter (1921-1983) 
Αὐτὲς οἱ τρεῖς ἡμέρες, τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει Μεγάλες καὶ Ἅγιες, ἔχουν, μέσα στὸν λειτουργικὸ κύκλο τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, ἕναν καθοριστικὸ σκοπό. Τοποθετοῦν ὅλες τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες στὴν προοπτική τοῦ Τέλους· μᾶς ὑπενθυμίζουν τὸ ἐσχατολογικὸ νόημα τοῦ Πάσχα. 
Συχνὰ, ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα χαρακτηρίζεται σὰν περίοδος γεμάτη μὲ «ὡραιότατες παραδόσεις» καὶ «ἔθιμα», σὰν ξεχωριστὸ τμῆμα τοῦ ἑορτολογίου μας. Τὰ ζοῦμε ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὴν παιδική μας ἡλικία, σὰν ἕνα ἐλπιδοφόρο γεγονὸς ποὺ γιορτάζουμε κάθε χρόνο, θαυμάζουμε τὴν ὀμορφιὰ τῶν ἀκολουθιῶν, τὶς ἐπιβλητικὲς πομπὲς καὶ προσβλέπουμε μὲ κάποια ἀνυπομονησία στὸ Πασχαλινὸ τραπέζι… Καὶ ὕστερα, ὅταν ὅλα αὐτὰ τελειώσουν, ξαναρχίζουμε τὴν κανονική μας ζωή. 
Ἀλλὰ, ἄραγε, καταλαβαίνουμε πὼς, ὅταν ὁ κόσμος ἀρνήθηκε τὸν Σωτήρα του, ὅταν ὁ Ἰησοῦς «ἤρξατο ἀδημονεῖν» καὶ ἔλεγε: «περίλυπος ἐστὶν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» καὶ ὅταν πέθανε στὸ Σταυρό, τότε ἡ «κανονικὴ ζωή» σταμάτησε; Δὲν εἶναι πιὰ δυνατὸν νὰ ὑπάρξει «κανονικὴ ζωή», γιατί ἀκριβῶς, αὐτοὶ ποὺ φώναζαν «Σταὺρωσον Αὐτόν!», αὐτοὶ ποὺ Τὸν ἔφτυναν καὶ Τὸν κάρφωναν στὸ Σταυρὸ, ἦταν… «κανονικοὶ ἄνθρωποι». Τὸν μισοῦσαν καὶ Τὸν σκότωσαν, ἀκριβῶς γιατί τοὺς τάραξε, τοὺς χάλασε τὴν «κανονική» ζωή τους. Καὶ ἦταν, πραγματικὰ, ἕνας τέλεια «κανονικός» κόσμος, αὐτὸς ποὺ προτίμησε τὸ σκοτάδι καὶ τὸ θάνατο ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὴ ζωή… Μὲ τὸ θάνατο, ὅμως, τοῦ Χριστοῦ, ὁ «κανονικός» κόσμος καὶ ἡ «κανονικὴ» ζωὴ καταδικάστηκαν ἀμετάκλητα. Ἢ μᾶλλον, θὰ λέγαμε, ὅτι ἀποκαλύφθηκε ἡ ἀληθινή, ἡ ἀνώμαλη φύση τους, ἡ ἀνικανότητά τους νὰ δεχθοῦν τὸ Φῶς· ἀποκαλύφθηκε ἡ τρομερὴ δύναμη τοῦ κακοῦ μέσα τους. «Νῦν κρίσις ἐστὶν τοῦ κόσμου τούτου· νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω» (Ἰω. 12, 31). 
Τὸ Πάσχα σημαίνει τὸ τέλος «αὐτοῦ τοῦ κόσμου». Μὲ τὸ Θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ συντελέστηκε αὐτὸ τὸ τέλος, ποὺ μπορεῖ νὰ διαρκέσει ἑκατοντάδες αἰῶνες, χωρὶς νὰ ἀλλοιώνει τὴ φύση τοῦ χρόνου, τὸν ὁποῖο ζοῦμε σὰν «ἔσχατο καιρό». «Καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι· παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» (Α΄ Κορ. 7, 31). 
Ἡ λέξη Πάσχα σημαίνει πέρασμα, διάβαση. Ἡ γιορτὴ τῆς Διάβασης (Πάσχα) ἦταν γιὰ τοὺς Ἑβραίους ἡ ἐτήσια ἀνάμνηση ὅλης τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας τους· τῆς σωτηρίας σὰν πέρασμα ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῶν Αἰγυπτίων στὴν ἐλευθερία, ἀπὸ τὴν ἐξορία στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἦταν, ἐπίσης, ἡ προσδοκία τῆς τελικῆς διάβασης στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἔγινε ἡ ἐκπλήρωση αὐτοῦ τοῦ Πάσχα, ἔγινε τὸ Πέρασμα. Αὐτὸς πραγματοποίησε τὴν τελικὴ διάβαση ἀπὸ τὸ θάνατο στὴ ζωὴ, ἀπὸ τοῦτο τὸν «παλαιὸ κόσμο» στὸν «καινὸ κόσμο», στὸν «καινὸ χρόνο» τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς ἔδωσε καὶ σέ μᾶς τὴ δυνατότητα γιὰ μία τέτοια διάβαση. Ζώντας «ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ», μποροῦμε ταυτόχρονα νὰ μὴν εἴμαστε «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», δηλαδὴ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ στὸ θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ συμμετέχουμε στὸν «ἐπερχόμενο αἰῶνα». Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ, θὰ πρέπει καὶ ἐμεῖς ἐπίσης νὰ πραγματοποιήσουμε τὴ δική μας, τὴν προσωπικὴ διάβαση · νὰ καταδικάσουμε τὸν παλαιὸ Ἀδὰμ μέσα μας, νὰ «ἐνδυθοῦμε» τὸν Χριστὸ - αὐτὸ δηλαδὴ, ποὺ γίνεται στὸ βάπτισμα μὲ τὴν τριπλῆ κατάδυση καὶ ποὺ εἶναι σύμβολο θανάτου - καὶ νὰ ζήσουμε τὴν ἀληθινὴ ζωὴ ἐν Θεῷ… 
Μόνον ἔτσι, τὸ Πάσχα δὲν γίνεται μία ἐτήσια ἀνάμνηση - ἱεροπρεπὴς καὶ ὡραῖα - γεγονότων τοῦ παρελθόντος. Ἀλλὰ εἶναι τὸ Γεγονὸς, πού μᾶς προσφέρθηκε καὶ ἀποτελεσματικά μᾶς ἀποκαλύπτει, ὅτι ὁ παρὼν κόσμος μας, ὁ χρόνος μας, ἡ ζωή μας ἔφτασαν στὸ Τέλος τους καὶ ταυτόχρονα μᾶς ἀναγγέλλει τὴν Ἀρχὴ τῆς νέας ζωῆς… 
Οἱ τρεῖς, λοιπόν, πρῶτες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἔχουν σὰν σκοπὸ νὰ μᾶς παρουσιάσουν, σὰν πρόκληση, αὐτὸ τὸ ἐσχατολογικὸ νόημα τοῦ Πάσχα καὶ νὰ μᾶς προετοιμάσουν νὰ τὸ καταλάβουμε καὶ νὰ τὸ ἀποδεχτοῦμε.Ἡ ἐσχατολογικὴ αὐτὴ πρόκληση ἀποκαλύπτεται πρῶτα-πρῶτα μὲ τὸ κοινὸ, καὶ γιὰ τὶς τρεῖς ἡμέρες, τροπάριο: 
«Ἰδοὺ, ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτὸς καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὅν εὐρήσει γρηγορούντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὅν εὐρήσει ραθυμούντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἴνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς καὶ τῆς Βασιλείας ἔξω κλεισθῇς · ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς»
Τὸ «μέσον τῆς νυκτός» (μεσονύκτιο) εἶναι ἡ στιγμὴ, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἡμέρα φτάνει στὸ τέλος της καὶ μία νέα ἡμέρα ἀρχίζει. Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ, τὸ μεσονύκτιο γίνεται τὸ σύμβολο τοῦ χρόνου, στὸν ὁποῖο ζοῦμε σὰν χριστιανοί. Γιατί ἡ Ἐκκλησία, ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ, ζεῖ μέσα σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, συμμετέχοντας στὶς ἀδυναμίες του καὶ σ’ ὅλες τὶς τραγωδίες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ, ἡ ἀληθινή της ὕπαρξη δὲν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», γιατί εἶναι ἡ Νύμφη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀποστολὴ της εἶναι νὰ ἀναγγείλει καὶ νὰ ἀποκαλύψει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν «καινὴ ἡμέρα». Ἡ ζωὴ της εἶναι μία αἰώνια ἀναμονή, μία συνεχὴς καὶ ἄγρυπνη προσδοκία αὐτῆς τῆς νέας Ἡμέρας… Ἀλλὰ ἐμεῖς ξέρουμε πολὺ καλὰ, πόσο ἰσχυρὸς εἶναι ὁ δεσμός μας μὲ τὴν «παλαιὰ ἡμέρα», μὲ τὸν κόσμο, μὲ τὰ πάθη του καὶ τὶς ἁμαρτίες. Ξέρουμε, πόσο βαθιὰ ἀκόμα ἀνήκουμε στὸν «κόσμο τοῦτο». Εἴδαμε τὸ φῶς, γνωρίσαμε τὸν Χριστό, ἀκούσαμε γιὰ τὴν εἰρήνη, τὴ χαρά, τὴ νέα «ἐν Χριστῷ ζωή» καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ κόσμος μᾶς κρατάει σκλάβους του. Αὐτὴ ἡ ἀδυναμία, αὐτὴ ἡ συνεχὴς προδοσία τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ ἡ ἀνικανότητα νὰ δώσουμε ὁλόκληρη τὴν ἀγάπη μας στὸ μόνο πραγματικὸ ἀντικείμενο ἀγάπης, ἐκφράζονται τέλεια στὸ ἐξαποστειλάριο τῶν τριῶν αὐτῶν ἡμερῶν: 
«Τὸν νυμφῶνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἴνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ, λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα, καὶ σῶσον με» Τὸ ἴδιο θέμα παρουσιάζεται στὰ Εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα αὐτῶν τῶν ἡμερῶν. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ὁλόκληρο τὸ κείμενο τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων (ὡς τὸ Ἰω. 13, 31) διαβάζεται στὶς Ὧρες (πρώτη, τρίτη, ἕκτη καὶ ἐννάτη). Αὐτὴ ἡ ἀνακεφαλαίωση δείχνει, ὅτι ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ζωῆς καὶ τῆς διακονίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δίνει τὸ κλειδὶ γιὰ τὴ βαθύτερη κατανόηση αὐτῆς τῆς ζωῆς. Καθετὶ στὸ Εὐαγγέλιο ὁδηγεῖ σ’ αὐτὴ τὴν ἔσχατη ὧρα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ὅλα γίνονται κατανοητὰ μέσα σ’ αὐτὸ τὸ φῶς. Γι’ αὐτὸ, κάθε ἀκολουθία αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ἔχει εἰδικὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα: 
Μεγάλη Δευτέρα 
Στὸν Ὄρθρο, διαβάζεται ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου (21, 18- 43) ἡ ἱστορία τῆς «ξηρανθείσης συκῆς». Ἡ συκιὰ ἐδῶ εἶναι τὸ σύμβολο τοῦ κόσμου, ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ φέρει πνευματικοὺς καρποὺς καὶ ἀπέτυχε ν’ ἀνταποκριθεῖ στὸ Δημιουργό του. 
Στὴν Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, διαβάζονται ἀπὸ τὸ 24ο κεφάλαιο τοῦ Ματθαίου οἱ στίχοι 3-35, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στὰ σημεῖα τῆς ἔλευσης τοῦ Κυρίου καὶ τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου. Εἶναι μία ἐσχατολογικὴ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν ἐρώτηση τῶν μαθητῶν Του καὶ προαναγγέλλει τὸ Τέλος, τὰ Ἔσχατα. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι…». 
Μεγάλη Τρίτη 
Στὸν Ὄρθρο, διαβάζεται ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου (22,15-23,39) ἡ καταδίκη τῶν Φαρισαίων. Τὰ πολλὰ «οὐαί» γιὰ τὴν τυφλὴ καὶ ὑποκριτικὴ θρησκεία αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι νομίζουν, ὅτι εἶναι ἀρχηγοὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου ἀλλὰ στὴν οὐσία «κλείουν τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων…». 
Στὴν Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, συνεχίζεται ἡ ἀνάγνωση ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, στὰ κεφάλαια 24 (36) 25 καὶ 26 (2). Καὶ ἐδῶ πάλι, γίνεται λόγος γιὰ τὰ Ἔσχατα, γιὰ τὸ Τέλος. Γι’ αὐτὸ μιλοῦν καὶ οἱ παραβολὲς, ποὺ χαρακτηρίζονται «παραβολὲς τῶν Ἐσχάτων». Εἶναι ἡ παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων. «Πέντε ἐξ αὐτῶν ἦσαν φρόνιμοι» καὶ εἶχαν πάρει μαζὶ μὲ τὶς λαμπάδες τους καὶ ἀρκετὸ λάδι, «πέντε ἦσαν μωραί», οἱ λαμπάδες τους ἔσβυσαν καὶ δὲν ἔγιναν δεκτὲς στὸ γαμήλιο δεῖπνο. Ἡ ἄλλη παραβολὴ εἶναι τῶν ταλάντων. Δὲν χρησιμοποιοῦνται τὰ τάλαντα, ποὺ ἔδωσε στὸν καθένα ὁ Κύριος. «…Γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὧραν ἐν ᾗ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται». Καὶ τέλος, διαβάζουμε γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς μέλλουσας κρίσης. 
Μεγάλη Τετάρτη 
Στὸν Ὄρθρο, τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἀπὸ τὸν Ἰωάννη (12, 17-50). Ἀναφέρεται σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀρνήθηκαν τὸν Χριστὸ καὶ κάνει τὴν ἐσχατολογικὴ προειδοποίηση: «Νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου… Ὁ ἀθετῶν ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ρήματά μου, ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτὸν· ὁ λόγος ὅν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρίνει αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ». 
Στὴν Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, διαβάζεται στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου (26, 6-16) ἡ ἱστορία τῆς γυναίκας, ποὺ μὲ πολύτιμα μύρα ἔλουσε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ γυναίκα, μὲ τούτη τὴν πράξη της, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς μετάνοιας, μοναδικὰ μέσα γιὰ τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Χριστό.Τὰ Εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα βρίσκουν τέλεια ἑρμηνεία καὶ ἀνάπτυξη στὴν ὑμνολογία αὐτῶν τῶν ἡμερῶν. Τὰ στιχηρὰ καὶ τὰ τριώδια (σύντομοι κανόνες ἀπὸ τρεῖς ὠδὲς, ποὺ ψάλλονται στὸν Ὄρθρο) ἀναλύουν τὰ Εὐαγγελικὰ νοήματα. Μία προειδοποίηση, προτροπὴ, διατρέχει ὅλους αὐτοὺς τοὺς ὕμνους: τὸ τέλος, ἡ κρίση ἔρχεται… ἂς προετοιμαστοῦμε ἀνάλογα… 
«Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρὸς τὸ ἑκούσιον Πάθος, τοῖς ἀποστόλοις ἔλεγεν ἐν τῇ ὁδῷ· ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ παραδοθήσεται ὁ Υἱὸς τοῦ ἄνθρωπου, καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ. Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν καὶ νεκρωθῶμεν δι’ αὐτὸν ταῖς τοῦ βίου ἠδοναῖς· ἴνα καὶ συζήσωμεν αὐτῷ καὶ ἀκούσωμεν βοῶντος αὐτοῦ· Οὐκέτι εἰς τὴν ἐπίγειον Ἱερουσαλήμ, διὰ τὸ παθεῖν, ἀλλὰ ἀναβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ Πατέρα ὑμῶν καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν. Καὶ συνανυψῶ ὑμᾶς εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν Οὐρανῶν 
(Στιχηρὸ ἀπὸ τοὺς Αἴνους τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Δευτέρας).
«Ἰδοὺ σοὶ τὸ τάλαντον ὁ Δεσπότης ἐμπιστεύει, ψυχή μου· φόβῳ δέξαι τὸ χάρισμα, δάνεισαι τῷ δεδωκότι, διάδος πτωχοῖς καὶ κτῆσαι φίλον τὸν Κύριον, ἴνα στῇς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, ὅταν ἔλθῃ ἐν δόξῃ καὶ ἀκούσῃς μακαρίας φωνῆς · Εἴσελθε, δοῦλε, εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου. Αὐτῆς ἀξίωσόν με, Σωτήρ, τὸν πλανηθέντα, διὰ τὸ μέγα σου ἔλεος»
(Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων στὸν Ὄρθρο τῆς Μεγάλης Τρίτης). 
Στὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, τὰ δυὸ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ διαβάζονται στοὺς Ἑσπερινοὺς εἶναι ἡ Γένεση καὶ οἱ Παροιμίες. Μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, ἀντὶ γι’ αὐτὰ, ἔχουμε τὰ βιβλία «Ἔξοδος» καὶ «Ἰώβ», πάλι ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ Ἔξοδος εἶναι ἡ ἱστορία τῆς σωτηρίας τοῦ Ἰσραήλ, τῆς ἐλευθερίας του ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῶν Αἰγυπτίων, ἡ ἱστορία δηλαδὴ τῆς Διάβασης τῶν Ἑβραίων. Αὐτὴ ἡ ἱστορία προετοιμάζει καὶ μᾶς νὰ κατανοήσουμε τὴν ἔξοδο τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Πατέρα Του, τὴν ὁλοκλήρωση δηλαδὴ τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας μας. Ὁ Ἰώβ, ὁ πολύπαθος, εἶναι ἡ προεικόνιση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Αὐτὰ τὰ ἀναγνώσματα, ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰὼβ, προαναγγέλλουν τὸ μεγάλο μυστήριο τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς θυσίας Του. 
Ἡ λειτουργικὴ πορεία αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ἔχει ἀκόμα τὸ ρυθμὸ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Λέγεται, ἀκόμα, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας, μὴ μοὶ δῶς. Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναὶ, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμά πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου· ὅτι εὐλογητὸς εἶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν» καὶ γίνονται οἱ ἀνάλογες μετάνοιες. Ἐπίσης, ἔχουμε ἐκτεταμένα ἀναγνώσματα ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι καὶ, βέβαια, κάθε πρωὶ τὴν Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμὲνων Δώρων, μὲ τοὺς ὕμνους τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Βρισκόμαστε ἀκόμα στὴν περίοδο τῆς μετανοίας, γιατί μόνο ἡ μετάνοια μᾶς ἐξασφαλίζει τὴ συμμετοχή μας στὸ Πάσχα τοῦ Κυρίου μας καὶ μᾶς ἀνοίγει τὶς θύρες στὸ Πασχάλιο δεῖπνο. 
Τελικὰ, τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τετάρτη, ὅταν ἡ τελευταία πιὰ Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων φτάνει στὸ τέλος, ἀφοῦ τὰ Τίμια Δῶρα ἔχουν μεταφερθεῖ ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ὁ ἱερέας λέει, γιὰ τελευταῖα φορᾶ, τὴν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ. Σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο, ἡ προετοιμασία φτάνει στὸ τέλος. Ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ τώρα στὸ τελευταῖο Του δεῖπνο.

ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ - ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΡΙΩΔΙΟΥ


ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ  

ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΡΙΩΔΙΟΥ

Την αγία και μεγάλη Δευτέρα θυμόμαστε τον μακάριο και πάγκαλο Ιωσήφ και τη συκιά που την καταράστηκε ο Κύριος και ξεράθηκε.

Από σήμερα αρχίζουν τα άγια Πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του οποίου προεικόνιση ήταν ο Ιωσήφ και γι’ αυτό παρουσιάζεται πρώτος.

Αυτός ήταν τελευταίος γιος του Ιακώβ από την Ραχήλ· τα ίδια του τα αδέλφια τον φθόνησαν εξαιτίας κάποιων ονείρων που είδε, και πρώτα τον έβαλαν σε ένα λάκκο, και με το ματωμένο ρούχο του εξαπάτησαν τον πατέρα τους ότι τάχα φαγώθηκε από κάποιο θηρίο.

Στη συνέχεια τον πούλησαν στους Ισμαηλίτες για τριάντα αργύρια, και αυτοί πάλι τον πούλησαν στον Πετεφρή, τον αρχιευνούχο του Φαραώ, του βασιλιά της Αιγύπτου.

Η κυρία του, κυριευμένη από παράφορη επιθυμία, επιβουλεύθηκε τη σωφροσύνη τού νέου, όμως εκείνος δεν θέλησε να κάνει την αμαρτία αλλά άφησε τον χιτώνα του στα χέρια της και έφυγε. Εκείνη τον διέβαλε τότε στον κύριό του και ο Ιωσήφ οδηγήθηκε δέσμιος σε σκοτεινή φυλακή.

Αργότερα, αφού εξήγησε τα όνειρα κάποιων βασιλικών καταδίκων, τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον παρουσίασαν στον βασιλιά και έγινε κύριος όλης της Αιγύπτου.

Στη συνέχεια με τη διανομή του σιταριού φανερώθηκε στα αδέλφια του, και αφού έζησε ως το τέλος με τρόπο άριστο, πέθανε στην Αίγυπτο, μένοντας, κοντά σε όλα τα άλλα του καλά, ονομαστός για τη σωφροσύνη του.

Αυτός λοιπόν ο Ιωσήφ θεωρείται προεικόνιση του Χριστού, διότι και ο Χριστός φθονείται από τους ομόφυλους Ιουδαίους, και πωλείται από τον μαθητή του για τριάντα αργύρια, και κλείνεται στον μαύρο και σκοτεινό λάκκο, τον τάφο.

Και αφού αναστήθηκε από εκεί αυτεξουσίως, βασιλεύει της Αιγύπτου, δηλαδή εναντίον όλης της αμαρτίας, και τη νικάει κατά κράτος, και γίνεται Κύριος όλου του κόσμου, και μας εξαγοράζει από φιλανθρωπία με τη μυστική σιτοδοσία, καθώς έδωσε τον εαυτό του για χάρη μας και μας τρέφει με ουράνιο άρτο, δηλαδή με τη ζωηφόρο σάρκα του.

Γι’ αυτό λοιπόν τον λόγο παρουσιάζεται σήμερα ο πάγκαλος Ιωσήφ.

Παράλληλα θυμόμαστε την ξεραμένη συκιά, επειδή οι θείοι ευαγγελιστές, ο Ματθαίος και ο Μάρκος, μετά τη διήγηση των Βαΐων μιλάνε γι’ αυτήν.

Ο Μάρκος λέει: «Την επόμενη μέρα, όταν βγήκαν από τη Βηθανία, ο Κύριος πείνασε. Και βλέποντας από μακριά μια συκιά που είχε φύλλα, πλησίασε μήπως βρει τίποτε σ’ αυτήν. Όταν όμως έφτασε κοντά της, δεν βρήκε τίποτε παρά μόνο φύλλα· γιατί δεν ήταν ο καιρός των σύκων. Απευθύνθηκε τότε σ’ αυτήν και της είπε· “Ποτέ πια να μη φάει κανείς καρπό από σένα”» (Μαρκ. 11:12-14).

Και ο Ματθαίος λέει: «Ξαναπηγαίνοντας ο Ιησούς το πρωί στην πόλη, πείνασε. Βλέποντας στον δρόμο μια συκιά, ήρθε κοντά της, αλλά δεν βρήκε τίποτε σ’ αυτή, παρά μόνο φύλλα· και της λέει· “Ποτέ πια να μην ξαναβγάλεις καρπό”. Και αμέσως ξεράθηκε η συκιά» (Ματθ. 21:18-19).

Συκιά λοιπόν είναι η συναγωγή των Ιουδαίων, στην οποία ο Σωτήρας, επειδή δεν βρήκε τον πρέποντα καρπό, παρά μόνο τη σκιά του νόμου, και αυτή την αφαίρεσε από αυτούς και την άφησε εντελώς άχρηστη.

Αν τώρα κάποιος θα ρωτούσε, γιατί το άψυχο δένδρο, που δεν έφταιξε σε τίποτα, έλαβε την κατάρα και ξεράθηκε, ας μάθει αυτός ότι οι Ιουδαίοι, βλέποντας ότι ο Χριστός πάντοτε έκανε ευεργεσίες και ποτέ δεν έκανε σε κανέναν το παραμικρό κακό, νόμιζαν ότι μόνο ευεργετική δύναμη έχει αλλά όχι και τιμωρητική.

Ο Κύριος, καθώς είναι φιλάνθρωπος, δεν θέλησε να δείξει πάνω σε άνθρωπο ότι και αυτό το μπορεί. Για να πείσει λοιπόν τον αχάριστο λαό ότι έχει δύναμη και να τιμωρεί, αλλά ως αγαθός δεν θέλει, τιμώρησε κάτι άψυχο και αναίσθητο.

Υπάρχει όμως και άλλος λόγος, απόκρυφος, που έφτασε σε μας από σοφούς γέροντες, όπως λέει ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, ότι το δένδρο της παρακοής των πρωτοπλάστων ήταν συκιά, τα φύλλα της οποίας οι παραβάτες τα χρησιμοποίησαν για να σκεπάσουν τη γυμνότητά τους. Γι’ αυτό και ο Χριστός την καταράστηκε να μην κάνει ποτέ πια καρπό που θα είναι αιτία αμαρτίας.

Και είναι φανερό ότι η αμαρτία έχει κάποια ομοιότητα με τη συκιά, διότι όπως ο καρπός της είναι γλυκός και κολλάει και προκαλεί τραχύτητα και τσούξιμο, έτσι και η αμαρτία έχει την ηδονή, την κολλητικότητα και έπειτα τις τύψεις της συνειδήσεως.

Ωστόσο οι άγιοι πατέρες έβαλαν εδώ την ιστορία της συκιάς για κατάνυξη, όπως έβαλαν και τον Ιωσήφ επειδή είναι προτύπωση του Χριστού.

Και συκιά είναι κάθε ψυχή που δεν έχει κανέναν πνευματικό καρπό· στην οποία ο Κύριος το πρωί, δηλαδή στην παρούσα ζωή, δεν βρίσκει ανάπαυση, και έτσι την καταριέται και την ξεραίνει και την στέλνει στην αιώνια φωτιά.

Με τις πρεσβείες του παγκάλου Ιωσήφ, Χριστέ, Θεέ μας, ελέησέ μας. Αμήν.

Διασκευή για την Κ.Ο. του κειμένου του Τρωδίου με τη βοήθεια και της μετάφρασης του αγίου Αθανασίου του Παρίου που περιέχεται στο βιβλίο Νέον Λειμωνάριον, Βενετία 1819, σελ. 295.

Κυριακή 28 Απριλίου 2024

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ - Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός

 

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ 
ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ 
Τροπάριον τοῦ Νυμφίου
Ἦχος πλ. δ'
(ἐκ τρίτου)
δοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθής, ἵνα μῄ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς, ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.

 

Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ ΕΙΣ ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΝ



ΤΡΙΩΔΙΟΝ 
Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ ΕΣΠΕΡΑΣ 
ΕΙΣ ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΝ 
Ὁ Κανών, Ποίημα Ἀνδρέου Κρήτης

ᾨδὴ α'

Ἦχος πλ. δ'
Τῷ συντρίψαντι 
ωσὴφ τὴν σωφροσύνην, μιμησώμεθα πιστοί, γνῶμεν τὸν τιμήσαντα, τὴν τῶν ἀνθρώπων λογικὴν οὐσίαν, πάσῃ φυλακῇ πολιτευσάμενοι, δι' ἀρετῆς πρακτικῆς.

Τῶν καλῶν ἡ ἀπραξία, ὡμοιώθη τῇ συκῇ· ταύτην οὖν ἐκκλίνωμεν, μὴ ξηρανθῶμεν ὡς ἐκείνη τότε, τὴν συναγωγὴν φύλλοις πυκάζουσαν, προϋπογράφουσα.

Τὴν εἰκόνα τοῦ Δεσπότου, ὑπογράφων Ἰωσήφ, λάκκῳ κατατίθεται, ἀπεμπολεῖται ὑπὸ τῶν συγγόνων, πάντα ὑπομένει ὁ ἀοίδιμος, εἰς τύπον ὄντως Χριστοῦ.

Τῆς συκῆς τὴν ἀκαρπίαν, ἐκφυγόντες ἀδελφοί, γνῶμεν τὸ ὑπόδειγμα, μὴ ξηρανθῶμεν ὡς ἐκείνη τότε, ὅτε ἐπανάγων ὁ φιλάνθρωπος, ἦλθε πεινῶν ἐπ' αὐτήν.

ησοῦς ὑπὲρ τοῦ Κόσμου, ἐπειγόμενος παθεῖν, θέλων συνανέρχεται, τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐπὶ τὴν πόλιν Ἱερουσαλήμ, πρὸς τὸ ἑκούσιον, Πάθος, ὃ ἦλθε παθεῖν.

Κολληθέντες τῷ Κυρίῳ, πάντα σπεύδοντι παθεῖν, ἕτοιμοι γενώμεθα, πρὸς ἐμπαιγμόν, πρὸς ἐμπτυσμούς, πρὸς χλεύην, ὅπως τοῖς ἀχράντοις αὐτοῦ Πάθεσι, συνδοξασθῶμεν πιστοί.

Πάθη πάθεσιν ἰᾶται, ὁ παθὼν ὑπὲρ ἡμῶν· θέλων γὰρ προσίεται, τῇ καθ' ἡμᾶς ἀνθρωπίνῃ οὐσίᾳ, τὰ ζωοποιὰ αὐτοῦ Παθήματα, ἵνα σωθῶμεν ἡμεῖς.
Δόξα...
Τρία ἄναρχα δοξάζω, τρία ἅγια ὑμνῶ, τρία συναΐδια, ἐν οὐσιότητι μιᾷ κηρύττω· εἷς γὰρ ἐν Πατρὶ Υἱῷ καὶ Πνεύματι, δοξολογεῖται Θεός.
Καὶ νῦν ... Θεοτοκίον
μὲν ῥάβδος Μωϋσέως, καὶ ἡ ῥάβδος Ἀαρών, ξένην μεταποίησιν, καὶ ὑπὲρ νοῦν οἰκονομίαν ἔσχον, σοῦ δὲ ἡ νηδὺς Θεογεννήτρια, τόκον καινίζει καινόν.

Κάθισμα
Ἦχος δ'
Ἐπεφάνης σήμερον 
Τῆς συκῆς τὸ ἔγκλημα, μή σε προφθάσῃ, ἀλλ' εὐκάρπους σπούδασον, καρδίας αὔλαξι ψυχή, τῷ ποιητῇ σου Χριστῷ ἀγαγεῖν, ἐν μετανοίᾳ αὐτῷ προσκομίζουσα.

ᾨδὴ η'
Ἦχος πλ. δ'
Τὸν ἐν Ὄρει, ἁγίῳ δοξασθέντα 
Σωφροσύνῃ, κοσμήσαντες τὸν βίον, καὶ φρονήσει, φυλάξαντες τὴν πίστιν, δικαιοσύνης τρόπους πορισώμεθα, ἵνα ἐν ἀνδρείᾳ, συνακολουθοῦντες, Χριστῷ συσταυρωθῶμεν.

λλην Εὔαν, εὑρὼν τὴν Αἰγυπτίαν, οὐκ ἐκλάπη, πρὸς ἀνοσιουργίαν, ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ, ἀλλ' ἕστηκεν, ὥσπερ τις ἀδάμας, ὑπὸ τῶν παθῶν, μὴ ἁλοὺς τῆς ἁμαρτίας.

Παροδεύων, τοῦ βίου τὰς πορείας, ὁ Σωτήρ μου, ἐπείνασας βουλήσει, τὴν σωτηρίαν πάντων ἐφιέμενος· τοῦτο γὰρ ἐπείνας, τὴν ἐπιστροφήν, τῶν ἐκ σοῦ ἀποσφαλέντων.

Προπάτωρ, γευσάμενος τοῦ ξύλου, ὡς ἐγνώσθη, γυμνὸς κατῃσχυμμένος, φύλλα συκῆς λαβὼν περιεζώσατο· τὴν συναγωγὴν γάρ, ἀπογυμνωθεῖσαν, Χριστοῦ προδιετύπου.

τοιμάζου, ψυχὴ πρὸ τῆς ἐξόδου, εὐτρεπίζου, πρὸς τὸν ἐκεῖθεν βίον, καὶ τῷ Χριστῷ παθεῖν διὰ σὲ σπεύδοντι, ἵνα σὲ δοξάσῃ, σπεῦσον συμπαθεῖν, καὶ θανεῖν καὶ σταυρωθῆναι.

Πῶς μὴ φρίξῃ, ὁ θάνατος Σωτήρ μου; πῶς μὴ πτήξῃ, ὁ ᾍδης συναντῶν σοι, κατ εὐδοκίαν πρὸς τὸ Πάθος σπεύδοντι, καὶ ὑπὲρ ἀδίκων, δίκαιον ὁρῶν σε, παθεῖν ἐληλυθότα;

Τοῦ Λαζάρου, τὴν ἔγερσιν ὁρῶντες, Ἰουδαῖοι, Ἱερεῖς καὶ Λευΐται, συνωμοσίαν φθόνῳ συσκευάσαντες, δόλῳ προδοσίας, τὸν Χριστὸν προδίδουν, εἰς θάνατον Πιλάτῳ.

Ἀμνάς σου, καὶ δούλη καὶ Παρθένος, πρὸς τὸ Πάθος, ὁρμῶντά σε ὁρῶσα, καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὲρ ἡμῶν προθέμενον, τὸν καλὸν Ποιμένα, σπλάγχνοις μητρικοῖς, ἐπὶ σοὶ προσωδυνᾶτο.
Δόξα...
ς Μονάδα, τῇ οὐσίᾳ ὑμνῶ σε, ὡς Τριάδα, τοῖς προσώποις σε σέβω, Πάτερ Υἱέ, καὶ Πνεῦμα τὸ πανάγιον, ἄναρχον τὸ κράτος, τῆς σῆς Βασιλείας, δοξάζω εἰς αἰῶνας.
Καὶ νῦν ... Θεοτοκίον
Δυσωπεῖ σε, Χριστὲ ἡ, Θεοτόκος, ἱκετεύει, τῶν Μαθητῶν ὁ δῆμος. Τὴν σὴν εἰρήνην δώρησαι τῷ Κόσμω σου, καὶ τοὺς οἰκτιρμούς σου, χάρισαι πλουσίως, ἡμῖν εἰς τοὺς αἰῶνας.

ᾨδὴ θ'
Ἦχος πλ. δ'
Ἀλλότριον τῶν μητέρων 
λλότριον τῶν ἀσέμνων ἡ σωφροσύνη καὶ ξένον τοῖς δικαίοις ἡ παρανομία. Ἰωσὴφ δὲ ὁ μέγας, ἐξέκλινε τὴν ἁμαρτίαν, καὶ σωφροσύνης ἐχρημάτισεν εἰκών, καὶ τύπος ὄντως Χριστοῦ.

λλότριον τῶν ἀνόμων ἡ εὐνομία, καὶ ξένον τοῖς ἀπίστοις ἡ θεογνωσία, Ἰουδαῖοι δὲ ταῦτα, ἀπώσαντο δι' ἀνομίαν· διὸ καὶ μόνοι ἐκληρώσαντο, καθάπερ ἡ συκῆ τὴν ἀράν.

πείνασε τῶν ἀνθρώπων τὴν σωτηρίαν, ζωῆς ὑπάρχων ἄρτος, ὁ Χριστὸς καὶ Θεός, μου, ὡς συκῆν δὲ προφθάσας, τὴν ἄκαρπον συναγωγήν, φύλλοις κομῶσαν νομικοῖς αὐτήν, ὡς εἶδε κατηράσατο.

Τὴν νομικὴν ἀκαρπίαν προκατηράσω, ὡς φύλλα ἐξανθοῦσαν, τοῦ γράμματος τὴν γνώμην, τοὺς καρποὺς δὲ τῶν ἔργων οὐκ ἔχουσαν δι' ἀνομίαν, ἡμᾶς δὲ πάντας τούς τῆς χάριτος, υἱοὺς Σωτὴρ εὐλόγησον.

ῥάβδος μὲν Μωϋσέως τὸ πρὶν εἰς ὄφιν, ἡ Ἀαρὼν δὲ ῥάβδος, εἰς χλωρὸν μετεβλήθη, καὶ ἐξήνθησε φύλλα, ἡ ἄκαρπος καὶ ξηρανθεῖσα, συναγωγὴ δὲ ἡ παράνομος, εἰς ἄκαρπον μετήχθη συκῆν.

τοίμαζε Ἰουδαία τοὺς Ἱερεῖς σου, εὐτρέπιζε τὰς χεῖρας πρὸς θεοκτονίαν. Ἰδοὺ γὰρ ἦλθε πραΰς, καὶ ἥσυχος ἐπὶ τὸ Πάθος, ἀμνὸς ὑπάρχων καὶ ποιμὴν ἡμῶν, Χριστός ὁ Βασιλεὺς Ἰσραήλ.

πόδεξαι Ἰουδαία τὸν Βασιλέα· ἰδοὺ γὰρ πρὸς τὸ Πάθος, ἔρχεται ἑκουσίως, ἵνα πάθῃ καὶ σώσῃ, τοὺς κράζοντας ἀκαταπαύστως· Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, Σταυρῷ σῶσαι τὰ σύμπαντα.

Μετέστρεψεν Ἰουδαία τὰς ἑορτάς σου, εἰς πένθος ὁ Δεσπότης, κατὰ τὴν προφητείαν· θεοκτόνος γὰρ ὤφθης, τοῦ στρέψαντος ποτὲ τὴν πέτραν, καὶ τὴν ἀκρότομον εἰς ὕδατα, καὶ λίμνας καθὼς ψάλλει Δαυΐδ.
Δόξα...
λλότριον τοῖς ἀνόμοις ἐστὶ δοξάζειν, τὴν ἄναρχον Τριάδα, Πατέρα καὶ Υἱόν τε, καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴν ἄκτιστον παγκρατορίαν, δι᾿ ἧς ὁ σύμπας κόσμος ἥδρασται, τῷ νεύματι τοῦ κράτους αὐτῆς.
Καὶ νῦν ... Θεοτοκίον
Προσάγομεν εἰς πρεσβείαν τὴν Θεοτόκον, αὐτῆς ταὶς ἱκεσίαις καὶ τῶν σῶν Ἀποστόλων, κοινωνοὺς ἡμᾶς ποίησον, Δέσποτα τῶν ἀγαθῶν σου, καὶ τῆς λαμπρότητος ἀξίωσον, Σωτὴρ τῆς Ἀναστάσεώς.

 

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒ∆ΟΜΑ∆Α - Αρχ. Βασίλειος Γοντικάκης,


 

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒ∆ΟΜΑ∆Α  
Αρχ. Βασίλειος Γοντικάκης, 
Προηγούμενος Ιεράς Μονής Ιβήρων 

ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΤΗΝ ΑΚΟΥΣΕΤΕ ΕΔΩ  

Σεβασμιώτατε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, 
Ὅταν ἄκουσα ὅτι "εἶναι δύσκολο νὰ παρουσιάση κανεὶς ἕνα μοναχὸ σὲ κοσμικούς", ἐγὼ ἤθελα νὰ πῶ, ὅτι εἴμαστε ὅλοι ἀδελφοί. Ἐπίσης, νοιώθω ὅτι ἐπειδὴ εἶστε Ἕλληνες ποὺ μένετε στὸ ἐξωτερικό, εἶστε ἄνθρωποι ποὺ μένετε στὸ σπίτι σας. 
Καὶ αὐτὸ ποὺ ἤθελα νἄλεγα σήμερα, ἦταν ἁπλῶς μερικὲς σκέψεις γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἡ παράδοσί μας, θἄλεγα ἑλληνική, μεταμορφωμένη στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μᾶς δίδει αὐτὴ τὴ δυνατότητα νὰ νοιώθουμε ὅτι εἴμαστε στὸ σπίτι μας, "ἐν παντὶ τόπῳ καὶ καιρῷ" . 
Καὶ γιὰ νὰ τὸ κάνωμε αὐτὸ πιὸ συγκεκριμένο, θἄθελα νὰ λέγαμε δυὸ λόγια γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα· τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα πῶς τὴ ζοῦμε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στὴν Ἑλλάδα καί, θἄλεγα, πῶς τὴ ζοῦμε ὅλως ἰδιαίτερα στὸ Ἅγιο Ὄρος. 
Γιατὶ, ἂν ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα σφραγίζη τὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδος, ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα στὸ Ἅγιο Ὄρος εἶναι κάτι ἀκόμα μεγαλύτερο. Θυμᾶμαι ποὺ ὅταν παρακολουθοῦσα στὴν Κρήτη τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, κάποια τροπάρια τὰ παρέλειπαν. Στὸ Ὄρος ὅλα λέγονται, πολλὰ δυὸ φορές, τρεῖς ἢ τέσσερις φορές, καὶ δὲν εἶναι ὅτι πᾶμε τὸ βράδυ στὴν ἀκολουθία, ἀλλὰ ὅλο τὸ ἡμερονύχτιο εἶναι ἀφιερωμένο στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. 
Κι ἔτσι, ἔχομε τὴν τιμή, ἀλλὰ καὶ φορτωνόμαστε μὲ τὸ χρέος αὐτό· νὰ παρακολουθοῦμε αὐτὴ τὴ θεία μυσταγωγία. 
Τώρα, αὐτὴ ἡ θεία μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος μᾶς παρουσιάζει τὸ πάθος καὶ τὴν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καὶ μᾶς τὸ παρουσιάζει ὅπως τὸ ζῆ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. 
Καὶ νομίζω ὅτι εἶναι κάτι τὸ τελείως ἰδιαίτερο, καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶναι δημιούργημα τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Κι ὅταν λέω "ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία", ἐννοῶ ὅτι ὅλη ἡ παράδοσι, καὶ ἡ προχριστιανική, ὅλος ὁ πόνος καὶ ἡ ἀναζήτησι βρίσκονται μέσα ἐκεῖ μεταμορφωμένα. 
Καὶ πλησιάζομε τὸ μυστήριο, ὄχι μὲ τὴ λογική, ὄχι μὲ τὸ ν᾿ ἀκοῦμε κάποιον νὰ μᾶς λέη κάτι, ἀλλὰ μπαίνομε ὁλόκληροι μέσα στὸ μυστήριο, βαπτιζόμαστε. Καὶ νομίζω ὅτι μποροῦμε νὰ ποῦμε τὸ ἑξῆς, ὅτι ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα πλάθεται, δημιουργεῖται ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, τότε ποὺ στὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω δὲν ὑπάρχει ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ ἔβαλε ὁ Πιλᾶτος, "Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων", ποὺ εἶναι μιὰ ἱστορικὴ πραγματικότης, ἀλλὰ ὑπάρχει κάποια ἄλλη ἐπιγραφὴ ποὺ λέει: "Ἰησοῦς ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης". Εἶναι ὁ Βασιλεὺς τῆς ∆όξης, ὁ γυμνός, ὁ νεκρὸς κι ὁ ἐμπτυσμένος.  
Καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μᾶς δέχεται στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, σ' ἕναν χῶρο κάλλους, μέλους, θάλπους καὶ στοργῆς πνευματικῆς. Καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς μεταφέρουν αὐτὴ τὴ στοργή. Καί, ἐνῶ ἀρχίζομε τὴ Μεγάλη ∆ευτέρα (στὸν κόσμο, Κυριακὴ βράδυ τῶν Βαΐων), νὰ μπαίνωμε στὸ μυστήριο τῶν Παθῶν, μπαίνομε σ' ἕνα μυστήριο, σὲ μιὰ ζωή, ἡ ὁποία εἶναι σίγουρο ὅτι θὰ μᾶς ὁδηγήση στὴν Ἀνάστασι· σ' ἕναν πόνο ποὺ εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἀγαλλίασι· σ' ἕνα κάλλος καὶ σὲ μιὰ μεταμόρφωσι τῶν πάντων. Κι ἐδῶ πέρα νομίζω ὅτι μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἔχομε τὴ μεταμόρφωσι τοῦ κάλλους, τὴ μεταμόρφωσι τοῦ μέλους καὶ τὴ μεταμόρφωσι τῆς ἀρχαίας τραγωδίας. 
Βλέπετε, ὁ Χριστὸς πορευόμενος πρὸς τὸ Πάθος ... 
Νὰ ποῦμε μερικοὺς νεωτερισμοὺς τῶν Πατέρων, ὅπως εἶναι νεωτερισμὸς ὅτι ἐπάνω στὸν Σταυρὸ βλέπουμε τὸν Χριστὸ Βασιλέα τῆς ∆όξης, καὶ ὄχι βασιλέα τῶν Ἰουδαίων. 
Ὁ Χριστὸς πορευόμενος πρὸς τὸ Πάθος παρουσιάζεται ὡς νυμφίος, ὄχι ὡς μέλλων γιὰ καταδίκη, ἀλλὰ ὡς νυμφίος, καὶ τὸ Πάθος παρουσιάζεται ὡς νυμφών. Γι' αὐτό, λέμε: "Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένον, καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ". Στὴ συνέχεια, τὸ μέλος τὸ ἀργό, "Ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται", καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀργὸ "Ἀλληλούϊα. Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς", καὶ ἀρχίζει τὸ Ἀλληλούϊα τρεῖς φορές, τὸ Ἀλληλούϊα, τὸ γνωστό, ποὺ ξέρουμε ὅλοι. 
Στὸ Ἅγιο Ὄρος, πρὶν ἀπὸ τὸ γνωστό, ψάλλεται τὸ ἀργὸ Ἀλληλούϊα· καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ γνωστὸ "'Ιδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται", ψάλλεται τὸ ἀργὸ "'Ιδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται". Καὶ τὴν τελευταία φορὰ ποὺ στὸ Ἅγιον Ὄρος ἡ ἐκτέλεσις ἦταν πάρα πολὺ καλή, ἔνοιωσα σὰν νὰ βρισκώμαστε στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας, ὅπου "πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος" καὶ τοῦ χάους καὶ ἔδινε μορφὴ στὴ γῆ . 
Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀργὸ μέλος πᾶμε στὸ πιὸ σύντομο, ποὺ εἶναι μορφοποιημένο καὶ σαφὲς τὸ μοτίβο. Καὶ νοιώθεις ὅτι γιὰ νὰ γίνη αὐτό, ἔχει προηγηθῆ μιὰ μεγάλη παράδοσι. Ἔχω νοιώσει τὸ "∆όξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι", στὰ Ἀνοιξαντάρια, ποὺ λέγεται στὶς ἀγρυπνίες, γιὰ νὰ μελοποιηθῆ, γιὰ νὰ φθάσωμε σ' αὐτὸν τὸν ρυθμό, πρέπει νἄχουν περάσει χιλιετίες. Ἔχομε κάτι κλασικό. 
Καὶ νοιώθουμε ὅτι αὐτὸ τὸ Ἀλληλούϊα τὸ ἀργό, ποιητικά, μουσικά, μᾶς βάζει μέσα στὸ κλῖμα καὶ στὸ ἦθος καὶ στὸν χαρακτήρα τῆς Μεγάλης 'Εβδομάδος. Κι αὐτὸ εἶναι μιὰ πιστοποίησι τῆς ἀλήθειας. ∆ηλαδή, αὐτὸ ποὺ μᾶς λέει ὁ λόγος, μᾶς λέει ἡ εἰκόνα, μᾶς λέει τὸ μέλος. Καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι κουρασμένος, καὶ ὁ ἄνθρωπος θέλει μιὰ στοργή, ὁ ἄνθρωπος θέλει μιὰ κατανόησι. Γι' αὐτό, δὲν τοῦ γίνεται διδασκαλία, ἀλλὰ μπαίνει μέσα στὸν Παράδεισο, κι ἔτσι προχωροῦν τὰ πράγματα. 
Μετά, τὸ ἄλλο εἶναι, ὅτι παρακολουθοῦμε τὶς προτυπώσεις τῆς Παλαιᾶς ∆ιαθήκης. Τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα διαβάζονται. Τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα ἀπὸ τοὺς Πατέρας ἀνασυντίθενται. Γίνονται ἕνα ἀνάγνωσμα, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖται ἀπὸ τρεῖς, τέσσερις Εὐαγγελιστάς· ἔρχεται ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας καὶ πλάθει ὅλα αὐτὰ τὰ γεγονότα· καὶ νοιώθεις στὴ συνέχεια ὅτι εἶναι παρόντες οἱ Προφῆτες. Ὁ Προφήτης Ἠσαΐας τὰ βλέπει καλύτερα ἀπ᾿ ὅ,τι τὰ ἔβλεπαν αὐτοὶ ποὺ ἦταν παρόντες τὴ στιγμὴ ποὺ σταυρωνόταν ὁ Χριστός. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐν Πνεύματι τὰ νοιώθουν καλύτερα ἀπ᾿ ὅ,τι οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι· κι ὁ καθένας πιστὸς μπορεῖ νὰ γίνη κοινωνὸς αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου, αὐτῆς τῆς θείας Οἰκονομίας. 
Γι' αὐτό, λέμε: Καὶ οἱ Πατέρες τῆς 'Εκκλησίας εἶναι "οἱ μελωδήσαντες ἐν μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας μέλος ἐναρμόνιον θεολογίας" . Ἡ θεολογία δὲν εἶναι μιὰ φιλοσοφία. ∆ὲν εἶναι ἕνας σχολαστικισμὸς ποὺ σοῦ πονᾶ τὸ κεφάλι, ἀλλὰ εἶναι ἕνα μέλος ποὺ σὲ μαγεύει καὶ μιὰ μουσικὴ ποὺ οἱ φθόγγοι της μεταδίδουν μηνύματα καὶ οὐσία θεολογική. 
Μετά, στὴ συνέχεια, βλέπουμε πῶς ὁ Κύριος θέλει νὰ ἑτοιμάση τοὺς Μαθητάς. Γι' αὐτό, ἔχουμε τὸ παράδειγμα, τὴν προτύπωσι τοῦ Ἰησοῦ, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Παγκάλου. Γι’ αὐτό, ἔχομε τὸ εὐαγγέλιο τῶν δέκα παρθένων, τῶν μωρῶν καὶ φρονίμων. Γι’ αὐτό, παρουσιάζεται ὁ Κύριος ὡς νυμφίος, ποὺ ἔρχεται "ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός". Γι’ αὐτό, χρειάζεται νὰ ὑπάρχη μιὰ ἐγρήγορσι γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν νυμφίο. 
Γι’ αὐτό, λέει ὁ Κύριος στοὺς μαθητάς Του, προσπαθώντας νὰ τοὺς μυήση εἰς "τὰ τελεώτατα φρονεῖν", νὰ φρονοῦν σωστά, λέει ὅτι ἂν κάποιος θέλη νἆναι πρῶτος, πρέπει νἆναι ἔσχατος, "καὶ ὁ ἄρχων ὡς ὁ διάκονος", γιατὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦλθε γιὰ νὰ διακονηθῆ, ἀλλὰ νὰ διακονήση καὶ νὰ δώση τὴν ψυχή Του "λύτρον ἀντὶ πολλῶν"  . Τὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ τὸ παίρνουν οἱ ὑμνωδοὶ καὶ τὸ λένε μὲ τὴ μελωδία καὶ μὲ τὴν ποίησι τὴν ἐκκλησιαστική. 
Μετά, στὴ συνέχεια, λέει ὁ Κύριος ὅτι θὰ παρουσιαστοῦν πολλοὶ ψευδοπροφῆτες, πολλοὶ ψευδόχριστοι, οἱ ὁποῖοι θὰ θέλουν νὰ σᾶς βασανίσουν καὶ θὰ θέλουν νὰ ἐντοπίσουν τὸν Χριστό. Νὰ ποῦν "ὧδε, ἰδοὺ ἐκεῖ". ∆ὲν εἶναι. Μὴν πιστέψετε. Ἂν σᾶς ποῦν "ἰδοὺ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐστί, μὴ ἐξέλθητε. Ἰδοὺ ἐν τοῖς ταμείοις, μὴ πιστεύσητε". Γιατὶ ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου θἆναι σὰν τὴν ἀστραπὴ ποὺ ἀνάβει καὶ φωτίζει τὴν ὑπ' οὐρανόν. Καὶ ἀμέσως λέει: "Ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῖ συναχθήσονται οἱ ἀετοί". 
∆ὲν ὑπάρχει ἐντοπισμὸς λογικός. ∆ὲν ὑπάρχει ἐντοπισμὸς γεωγραφικός. Ὑπάρχει μιὰ ἀστραπὴ ποὺ φωτίζει τὴν ὑπ' οὐρανόν. Μιὰ ἀστραπὴ κι ἕνα πτῶμα. Ἕνα πτῶμα πού, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Νικόλαος Καβάσιλας, τρέφει τοὺς ἀετούς . Καὶ εἶναι αὐτὸ μιὰ ἄλλη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ προσφέρεται σὰν πτῶμα, γιὰ  νὰ τραφοῦν οἱ ἄλλοι, νὰ τραφοῦν οἱ ἀετοί, νὰ ζήσουν οἱ ἀετοί, νὰ ζήσουν οἱ ἄνθρωποι. 
Ὁπότε, ἔχουμε μιὰ ἀστραπὴ κι ἕνα πτῶμα. 
Παρουσιάζονται μετὰ τὰ ἄλλα γεγονότα, ὅπως εἶναι ἡ πόρνη, ἡ ὁποία μετενόησε, ἡ ὁποία δὲν ἔκανε αὐτὴ τὴν πρᾶξι, νὰ ἀλείψη τοὺς πόδας τοῦ Κυρίου μὲ μῦρο, τὶς μέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος· ἀλλὰ τὸ βάζουν οἱ Πατέρες, γιατὶ τοὺς ταιριάζει· ἂν θέλετε, γιὰ νὰ ποῦν συγκεκριμένα αὐτὸ ποὺ θέλουν νὰ ποῦν. 
Τονίζεται τὸ γεγονὸς ὅλων τῶν ἄλλων Μαθητῶν, ἡ συμπεριφορά των. Στὰ δώδεκα εὐαγγέλια, ἰδιαίτερα στὸ πρῶτο εὐαγγέλιο, τὸ κατὰ Ἰωάννην, νομίζω ὅτι ἔχομε αὐτὸ τὸ εὐαγγέλιο τῆς ∆ιαθήκης , παρουσιάζονται κύματα, κύματα ἀτελεύτητα θεολογίας τῆς καινῆς ζωῆς, τῆς καινῆς ἐντολῆς, τῆς ἀγάπης. Πάει νὰ διδάξη ὁ Κύριος, ἀλλὰ κάθε φορὰ ποὺ πᾶνε νὰ μιλήσουν οἱ Μαθητές, μιὰ κουβέντα καὶ μία γκάφα. Συνέχεια πέφτουν ἔξω. 
Λέει: "Ἐκεῖ ποὺ πάω τώρα δὲν μπορεῖτε νὰ ἀκολουθήσετε. Θὰ ἀκολουθήσετε μετά". Λέει ὁ Πέτρος: "Γιατί δὲν μπορῶ; ἐγὼ θὰ σὲ ἀκολουθήσω". "-Ἔ, θὰ μ᾿ ἀκολουθήσης... Ἀκολούθησέ με". Μετὰ λέει· "Καὶ ὅπου ἐγὼ ὑπάγω οἴδατε καὶ τὴν ὁδὸν οἴδατε". Καὶ ὁ Θωμᾶς λέει: "καὶ ποῦ ξέρομε τὴν ὁδό, ἐφ᾿ ὅσον δὲν ξέρομε ποῦ πᾶς;" -Μά, λέει, δὲν ξέρεις ὅτι "ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή;" Λέει ὁ Φίλιππος παρακάτω: "∆εῖξον ὑμῖν τὸν Πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν". ∆εῖξε μας τὸν Πατέρα σου, καὶ μᾶς εἶναι ἀρκετό. Λέει ὁ Κύριος: "Τοσοῦτον χρόνον μεθ' ὑμῶν εἰμι καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε;" ∆ὲν μὲ ξέρεις; "Ὁ ἑωρακὼς ἐμέ, ἑώρακε τὸν Πατέρα. Ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους". Αὐτὴ εἶναι ἡ καινὴ ἐντολή. 
Εἴπαμε ὅτι ὑπάρχει μιὰ σχέσι μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ζωὴ καὶ ἀναζήτησι καὶ τὰ μυστήρια. Καὶ εἶναι ἐδῶ πέρα ὅλα, ἀλλὰ κεκαθαρμένα. Καὶ λέγεται ὅτι ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας ζήταγε, προσπαθοῦσε νἆταν μουσικός, ἐρωτικὸς καὶ φιλόσοφος. Καὶ ἐδῶ πέρα βρίσκουμε τὴν ἀληθινὴ μουσική, τὴν ἀγάπη καὶ τὴ φιλοσοφία. 
"Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων" . Κανεὶς δὲν ἔχει μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπὸ αὐτήν, τὸ νὰ θυσιάση κανεὶς τὴν ψυχή του γιὰ τοὺς φίλους του. Καὶ λέει ὁ Ἰωάννης ὁ ∆αμασκηνὸς ὅτι, ὅταν λέη "φίλους Του", δὲν ἐννοεῖ αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἀγαποῦν, ἀλλὰ αὐτοὺς ποὺ Αὐτὸς ἀγαπᾶ . Καὶ ἀγαπᾶ ὅλους. Καὶ ἂν ἀγαπᾶ ὅλους, ἂν ἀγαπᾶ τοὺς μαθητάς Του, πιὸ πολὺ ἀγαπᾶ αὐτοὺς ποὺ δὲν Τὸν ἀγαποῦν, καὶ πιὸ πολὺ σέβεται αὐτοὺς ποὺ Τὸν βρίζουν καὶ πιὸ πολὺ φροντίζει γι' αὐτοὺς ποὺ Τὸν σταυρώνουν. 
Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς, ἐπάνω στὸν Σταυρό, ὅταν εἶναι κρεμασμένος, κι ὅταν εἶναι ἐμπτυσμένος, καὶ αὐτοὶ ποὺ Τὸν σταύρωσαν δὲν εἶχαν καμιὰ δικαιολογία, αὐτὸς βρίσκει δικαιολογία καὶ λέει: "Πάτερ, συγχώρεσέ τους, γιατὶ δὲν ξέρουν τί κάνουν" 
Προσπαθεῖ ὁ Κύριος νὰ διδάξη τοὺς Μαθητὰς "τὰ τελεώτατα φρονεῖν". Προσπαθεῖ νὰ τοὺς πείση ὅτι εἶναι βασιλεὺς ἄλλης βασιλείας· μεταφέρει ἕναν καινούργιο τρόπο ὑπάρξεως, ἕναν καινούργιο τρόπο ἐπιβολῆς, ἀλλὰ δὲν τὸ καταλαβαίνουν. Γι’ αὐτό, ὁ Κύριος "αὐτὸς ἑαυτὸν ἱερούργει". Ὅπως λέει καὶ τὸ Εὐαγγέλιο: "Ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτὸν ἵνα ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ" . Ἐγώ, λέει ὁ Κύριος, θυσιάζω τὸν ἑαυτό μου, σταυρώνομαι, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἁγιασθοῦν, νὰ ζήσουν οἱ ἄλλοι. 
Καὶ μετὰ παρακολουθοῦμε τὸ πάθος τοῦ Κυρίου, τὴ Γεθσημανῆ. Ὑπάρχουν μερικὰ πράγματα τὰ ὁποῖα ἁπλῶς τὰ παρακολουθεῖ κανεὶς καὶ δὲν τὰ σχολιάζει. Ὁ Κύριος εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. ∆ὲν εἶναι ὑπεράνθρωπος. Εἶναι ἄνθρωπος, καὶ δὲν εἶναι Θεός, ὅπως γνωρίστηκε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, σὰν ἕνα ἀνώτερο Ὄν. Οὔτε εἶναι κάποιος, ἂν θέλετε, παντοδύναμος, ὁ ὁποῖος ἀντιμετωπίζει σὰν παιχνίδια τὰ πάθη καὶ τὶς δυσκολίες. ∆ὲν τὰ ἀντιμετωπίζει ἀπάνθρωπα, στωϊκά, ἀλλὰ τὰ ἀντιμετωπίζει πολὺ σὰν ἄνθρωπος. 
Γι’ αὐτό, βλέπομε στὴ Γεθσημανῆ νὰ ζητᾶ ἀπὸ τοὺς Μαθητὰς νὰ ἀγρυπνήσουν μαζί Του. Ἤθελε αὐτό. Οἱ Μαθηταὶ δὲν μπόρεσαν. Μετά, εἶπε ὁ Κύριος τὸν λογισμό του στὸν Πατέρα: "Πάτερ, εἰ δυνατὸν παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο". Ζήτησε ἀπὸ τοὺς Μαθητὰς νὰ ἀγρυπνήσουν, οἱ Μαθηταὶ κοιμόνταν, καὶ ἐπέστρεψε τρεῖς φορὲς "τὸν αὐτὸν λόγον εἰπών" , καὶ ἐγένετο ἡ ἀγωνία αὐτοῦ μεγάλη, ὥστε "ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ" νὰ πέφτη "ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος... ἐπὶ τὴν γῆν". Καὶ πάλι εἶπε: "Πάτερ, σῶσον με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης, ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην, πάτερ, δόξασόν σου τὸ ὄνομα". Καὶ ὅταν φτάνη ἐκεῖ, τελειώνει ὁ ἀγώνας. 
Ἤθελα νἄλεγα δύο λόγια γιὰ τὸ θέμα τῆς ὥρας ... "Πάτερ σῶσον με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης". Ὑπάρχει μιὰ ὥρα δύσκολη. Καὶ ὅλοι ζοῦμε, γιὰ νὰ φτάσουμε σὲ μιὰ ὥρα. Καὶ ὅλοι ζοῦμε, γιὰ νὰ φθάσωμε σὲ μιὰ Γεθσημανῆ προσωπική. Ἂν διαρκέση πολὺ ἢ λίγο, δὲν ἔχει σημασία. Θὰ περάσωμε μιὰ τέτοια δοκιμασία. Κι ὅταν θέλησαν νὰ κάνουν τὸν Κύριο βασιλέα, αὐτὸς ἔφυγε, γιατὶ δὲν ἦλθε ἡ ὥρα Του, οὔτε ἦλθε νὰ κάνη τὸν ψεύτικο βασιλέα τῶν Ἰουδαίων. 
Καὶ ὅταν ἦλθαν νὰ Τὸν λιθοβολήσουν, πάλι ἔφυγε, γιατὶ δὲν ἦλθε ἡ ὥρα Του. Ἀλλά, ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα Του, προχωρεῖ πρὸς τὸ Πάθος. Καὶ ὅταν προχωρῆ πρὸς τὸ Πάθος, πάλι λυγίζει σὰν ἄνθρωπος. Καὶ νομίζω ὅτι αὐτὸ ποὺ σὲ βοηθεῖ καὶ σὲ πλησιάζει καὶ σὲ σφάζει, εἶναι ἡ ἀδυναμία τοῦ Κυρίου, ὄχι ἡ παντοδυναμία. Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἡ δύναμις ἡ ὁποία "ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται". Ὁπότε, λέει τὸν λογισμό Του: "Ἂν εἶναι δυνατόν, νὰ μὴν πιῶ αὐτὸ τὸ πικρὸ ποτήριο τοῦ θανάτου· ἂν εἶναι δυνατόν, νὰ παρέλθη ἡ ὥρα. Ἀλλά", λέει, "ἐὰν τυχὸν δὲν γίνεται ἄλλως, ἐὰν μὴ αὐτὸ πίω, γενηθήτω τὸ θέλημά σου" 
Καὶ ὅταν μετὰ ἀπὸ τὴν ἀγωνία λέη "γενηθήτω τὸ θέλημά σου", τέλειωσε ὁ ἀγώνας, "ἐγείρεσθε ἄγωμεν ἐντεῦθεν", προχωρεῖ. Εἶναι ἕτοιμος νὰ δείξη τὸν καινούργιο τρόπο ἐπιβολῆς. ∆ὲν ἔχει μαχαίρια, σὰν τὸν Πέτρο, νὰ κόψη αὐτιά. ∆ὲν ἔχει ὅπλα, σὰν κι αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται νὰ Τὸν συλλάβουν. Ἔχει πῆ ἕνα πράγμα, νὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν ἔρχωνται οἱ ἄλλοι νὰ Τὸν συλλάβουν, τοὺς λέει: "Ἐὰν ἐμένα θέλετε νὰ συλλάβετε, συλλάβετέ με. Ἀφῆστε τοὺς ἄλλους νὰ φύγουν. Ἀφῆστε τους ἐλεύθερους". Καὶ λέει "ἐγώ εἰμι, καὶ ἔπεσον χαμαί". Ἔπεσον χαμαί, γιατὶ ὁμολόγησε Αὐτὸς ὅτι "ἐγὼ εἶμαι, ποὺ εἶπα: μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω". 
Καὶ βλέπομε ὅτι πάνοπλος εἶναι ὁ γυμνὸς καὶ ὁ ἀπροστάτευτος, καὶ δὲν ἔρχεται νὰ χτυπήση κανένα. Καὶ λέει στὸν Πέτρο: Κοίταξε, Πέτρο, ἐὰν ἤθελα, θὰ παρακαλοῦσα τὸν Πατέρα μου νὰ στείλη δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλους, νὰ τοὺς συντρίψουμε, ἀλλὰ τὸ θέμα δὲν εἶναι νὰ συντρίψουμε κανένα, ἀλλὰ νὰ συντρίψουμε τὴν ἔχθρα· "τὴν ἔχθραν κτείνας ὑπερέχουσαν πάντα νοῦν εἰρήνην χαρίζεται".
Καὶ θυσιάζεται Αὐτός, γιὰ νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄλλοι. Καὶ ἐκείνη τὴ στιγμὴ νοιώθει κανεὶς ὅτι κάτι γίνεται στὸν κόσμο. "Νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου... κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν", λέει ὁ Κύριος. Μά, πῶς εἶναι κρίσις τοῦ κόσμου; Εἶναι κρίσις τοῦ κόσμου, γιατὶ ὁ Κύριος δὲν μᾶς κρίνει. Λέει: "Ἐὰν τίς μου ἀκούσῃ τῶν ῥημάτων καὶ οὐ πιστεύσῃ, ἐγὼ οὐ κρίνω αὐτόν· ...ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ". 
Ἐμεῖς θὰ θέλαμε νὰ μᾶς ἔκρινε, γιὰ νὰ ἀρχίσουμε τὸν διαπληκτισμό. Ἐκεῖνος δὲν μᾶς κρίνει, κι ἔτσι μᾶς κατακρίνει. Κι εἶναι κρίσις τοῦ κόσμου, ἀκριβῶς γιατὶ σέβεται ὅλους καὶ ἀφήνει τὸν καθένα ἐλεύθερο. 
Καὶ λέω τὸ ἑξῆς, ὅτι, ἐάν, πρῶτον, δοῦμε τὸν Κύριο καὶ τὴ συμπεριφορά Του· δεύτερον, τὴ συμπεριφορὰ ὅλων τῶν προσώπων τὰ ὁποῖα περιβάλλουν τὸν Κύριο στὸ Πάθος, βλέπουμε ὅτι πράγματι εἶναι μιὰ κρίσις τοῦ κόσμου, πράγματι παρουσιάζεται ἡ τραγωδία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας. ∆ὲν ὑπάρχει δαιμόνιο ποὺ νὰ μὴν ξυπνᾶ καὶ πάθος ποὺ νὰ μὴ δαιμονίζεται. "Καὶ συνήγαγον ἐπ' αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν"· θἄλεγε κανείς, ὅλη τὴν κακότητα τῆς ἱστορίας. "Καὶ ἐνέπτυσαν καὶ ἐκολάφησαν καὶ ἐνέπαιξαν καὶ ἐσταύρωσαν", καὶ τὸ δέχεται. Καὶ "αὐτὸς διὰ τὸ κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ", λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας. Καὶ τότε νοιώθεις ὅτι θέλει προσοχὴ τὸ πράγμα. 
Καὶ ἂν δῆς τὸν Πέτρο, ποὺ εἶναι συμπαθής, λέει: "Ἂν ὅλοι σὲ ἐγκαταλείψουν, ἐγὼ δὲν πρόκειται νὰ σὲ ἐγκαταλείψω"· κι εἶναι αὐτὸς ποὺ λέει "ἀνάθεμα, ἂν τὸν ξέρω" μετὰ ἀπὸ λίγο. Ἀλλὰ πάλι, ἐκεῖ ποὺ βρίσκομε τὸν ἑαυτό μας στὸν Πέτρο, ὁ Πέτρος, σὰν ἄνθρωπος, "ἐξελθὼν ἔκλαυσε πικρῶς", ἔκλαψε, καὶ μόνο τὸ κλάμα σὲ μιὰ γωνιὰ ἔγινε ἀκουστὸ ἀπὸ τὸν σταυρωμένο καὶ τὸ πρόβλημα λύθηκε. 
Ὑπάρχει ὁ ληστής, ὁ ὁποῖος εἶναι ληστὴς καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ λέει "μνήσθητί μου Κύριε" καὶ μπαίνει στὸν Παράδεισο. Τώρα, λέει κανείς, πρὶν ἀπὸ δύο χρόνια, ἕνα χρόνο, ἂν ἔβλεπε κανεὶς τὸν ληστὴ καὶ τοὺς Μαθητάς, ὁ ληστὴς ἦταν ληστής, καὶ οἱ Μαθηταὶ Μαθηταί. Καὶ καταλήγει ὁ ἕνας νὰ πῆ "ἀνάθεμα, ἂν Τὸν ξέρω" καὶ ὁ ἄλλος νὰ Τὸν πουλήση τὸν Χριστό, καὶ ὁ ληστὴς νὰ μπῆ πρῶτος στὸν Παράδεισο. Λές: Τώρα, τί εἶναι καλύτερα, νἆσαι ληστὴς ἢ Μαθητής; 
Μετά, τὸ δράμα τοῦ Ἰούδα ... 
Ὑπάρχει ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, "ὁ ὑπερκάλλως πληρώσας πᾶσαν τὴν ἡμῶν σωτηρίαν διὰ τῆς θείας οἰκονομίας" . "Ὑπερκάλλως"... Ἔτσι λέει ἡ εὐχὴ τῆς Πεντηκοστῆς. 
Καὶ ὑπάρχει καὶ ὁ διάβολος. Καὶ δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἔννοια τοῦ κακοῦ. Ὑπάρχει ὁ διάβολος. Καὶ παρουσιάζεται τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα νὰ πειράζη τὸν Ἰώβ. Καὶ ἀρχίζει ἡ ἱστορία τοῦ Ἰὼβ ἀπὸ τὴ Μεγάλη ∆ευτέρα καὶ τελειώνει τὸ Μέγα Σάββατο, μετὰ τὴν Ἀποκαθήλωσι, τότε ποὺ λέμε ὅτι "ὁ δὲ Κύριος εὐλόγησε τὰ ἔσχατα Ἰὼβ ἢ τὰ ἔμπροσθεν". Ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος ζητᾶ, καὶ ἀφήνει ὁ Θεὸς νὰ πειράξη τὸν Ἰώβ. 
Καὶ ὑπάρχει καὶ ὁ διάβολος ὁ ὁποῖος λέει ὁ Κύριος ὅτι "ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ σινιάσαι ἕως τὸν σῖτον"· λέει στὸν Πέτρο. 
Καὶ ὑπάρχει καὶ ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος, λέει στὸ Εὐαγγέλιο, εἰσῆλθε "εἰς τὴν καρδίαν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτου". Καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνη. Καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι δέσμιος αὐτοῦ τοῦ πονηροῦ πνεύματος καὶ πουλᾶ τὴν ἀγάπη, τὴ φιλία, τὸν δάσκαλο, τὸν Θεό, ὅ,τι πολύτιμο ὑπάρχει. 
Τὸ ἄλλο ποὺ βλέπομε εἶναι ὅτι τὸν πουλᾶς αὐτὸν τὸν πολύτιμο θησαυρό, ἀλλὰ ἀμέσως νοιώθεις ὅτι τὰ χρήματα δὲν μποροῦν νὰ ἀξιοποιηθοῦν. Καὶ μεταμελεῖται. Ἀλλὰ δὲν ἔκλαυσε πικρῶς, σὰν τὸν Πέτρο· ἀλλά, "μεταμεληθείς", ἔκανε τὸ δεύτερο λάθος, τὸ φοβερότερο. Ξαναγύρισε σ' αὐτοὺς ποὺ εἶχε πουλήσει τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς εἶπε, ὁ ταλαίπωρος ὁ Ἰούδας, ἀνθρώπινα, "ἥμαρτον". Ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν ξέρουν ἀπὸ "ἥμαρτον"! Αὐτοὶ σὲ σπρώχνουν ὅσο εἶναι παρακάτω. Τοῦ λένε:"Τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει". Τί ἦλθες, ἂς ποῦμε; φεύγα ἀπὸ δῶ πέρα. Καὶ "ἀπελθὼν ἀπήγξατο"· πνίγηκε. 
Καὶ ὑπάρχει καὶ ὁ ἑκατόνταρχος, πού, ἀφοῦ εἶδε "τὰ γενόμενα", ἐπίστευσε καὶ ἔνοιωσε ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Αὐτός. 
Ἔτσι ποὺ ἀναφέρονται τὰ γεγονότα ὅλα, νοιώθει κανεὶς ὅτι βρίσκεται μέσα στὴ ζωὴ αὐτή. Μιὰ στιγμὴ μιλᾶ ὁ Κύριος σὲ πρῶτο πρόσωπο, ἡ Παναγία, οἱ πιστοί. Ἄλλοτε, ὅλοι μαζί, ἐμεῖς ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου. Ἄλλοτε στὸ πρῶτο ἑνικὸ πρόσωπο, καὶ νοιώθει κανεὶς ὅτι ζῆ μέσα ἐκεῖ. 
Τώρα, αὐτὸ ποὺ σὲ ἀναπαύει εἶναι ὅτι ἔρχεται μιὰ σωτηρία γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, γιὰ ὅλο τὸν ἄνθρωπο. ∆ὲν εἶναι ὅτι σωθήκαμε ἐμεῖς καὶ τοὺς φάγαμε τοὺς ἄλλους. ∆ὲν φάγαμε κανένα. Φαγωθήκαμε ἐμεῖς, γιὰ νὰ σωθοῦνε ὅλοι. Ἔ, αὐτὸ εἶναι τὸ ἰδιαίτερο ποὺ ὑπάρχει μέσα ἐδῶ· καὶ αὐτὸ βιοῦται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γι' αὐτό, βλέπετε ὅτι ἔχομε τοὺς Προφήτας, ἔχομε τὴν Παλαιὰ ∆ιαθήκη, τὸν Νόμο. Ἔχομε τὶς προτυπώσεις, τὸ Εὐαγγέλιο, ἔχομε τοὺς μελωδοὺς τῆς Ἐκκλησίας "τοὺς μελωδήσαντας μέλος ἐναρμόνιον θεολογίας". Ἔχομε τὸ Τριώδιο. Βλέπετε, τὸ βιβλίο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς λέγεται Τριώδιο· καὶ αὐτό, μουσικὸς τίτλος. Κι ἔχομε τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. 
Καὶ στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα τὰ διαβάζομε ὅλα αὐτά. Τὰ ψάλλομε, καὶ διαβάζομε καὶ λόγους τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ μοῦ ἔχει κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωσι ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν προδοσία. (Θυμᾶστε ὅλοι τὸν λόγο τὸν κατηχητικὸ ποὺ διαβάζομε τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα: "Εἴ τις εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως"). Ἀλλὰ ἐξ ἴσου τολμηρὸς καὶ πανάγιος, σὰν ἀστραπή, εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸ Πάθος. Λέει ὅτι ὁ Κύριος ἔπαθε "οὐκ ἐπικειμένης στέγης, ἀλλ᾿ ἐπικειμένου οὐρανοῦ", "ἔξω τῆς πόλεως καὶ τῶν τειχῶν, ἔξω τοῦ ναοῦ". Γιατί; Γιὰ νὰ ἁγιάση τὴν οἰκουμένη. 
Καὶ παρουσιάζεται ἐδῶ πέρα ὅτι δὲν εἶναι μερικὸς ὁ καθαρισμός, ἀλλὰ εἶναι καθολικὸς ὁ καθαρισμὸς καὶ γενικὴ ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Ἔπαθε "ἐφ᾿ ὑψηλοῦ ἰκρίου", ἐπάνω στὸν Σταυρό, γιὰ νὰ ἁγιασθῆ ὁ ἀέρας, γιὰ νὰ ἁγιασθῆ ἡ γῆ. Κι ὅλη ἡ γῆ ἔγινε "ἁγία τῶν παλαιῶν ἁγίων ἁγιωτέρα", ὅλη ἡ γῆ. Κι ἔτσι, ὁ Κύριος μᾶς χαρίζει "τὴν ἀρχαίαν πατρίδα, τὴν πατρῴαν πόλιν", τὴν οἰκείαν. Σὲ ποιοὺς τὴ χαρίζει; "Τῇ κοινῇ τῶν ἀνθρώπων φύσει", στὴ φύσι τῶν ἀνθρώπων τὴν κοινή. Καὶ τότε ἀναπαύεσαι. Τότε λές: "Ἐν τάξει". 
Καὶ τότε νοιώθεις τί εἶναι ἄνθρωπος καὶ τί παίρνεις μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ γιατὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία λέμε ὅτι εἶναι "μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία". Γιατὶ συνειδητὰ στοιχίζοντάς την καὶ στοιχίζοντας τὸν καθένα, δὲν ἀντιπροσωπεύει ἕνα τμῆμα, ἀλλὰ τὸ ὅλον. Καὶ δὲν φροντίζει γιὰ τὴ σωτηρία κάποιων, ἀλλὰ τῆς οἰκουμένης. Καὶ δὲν φροντίζει γιὰ μερικὸ καθαρισμό, ἀλλὰ γιὰ τὸν γενικὸ καθαρισμὸ ὅλης τῆς δημιουργίας, ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος. 
Ἔτσι, προχωροῦμε καὶ φτάνουμε στὴν Παρασκευή, μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀποκαθήλωσι, καὶ διαβάζουμε τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὴν πρὸς Κορινθίους, ποὺ παρουσιάζει ἐκεῖ πέρα αὐτὸ ποὺ εἴπαμε. 
Ὑπάρχει μιὰ παράδοσι ἑλληνικὴ καὶ ὑπάρχει μιὰ παράδοσι ἰουδαϊκή. Οἱ "Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν". Ὁπότε, "ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω", πᾶμε πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά. ∆ηλαδή, φεύγουμε ἀπὸ τὴ μανία καὶ τὰ ὄργια τὰ δαιμονικὰ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ πᾶμε στὸ "ἐν ἁγνότητι" τοῦ Παύλου. 
Αὐτὰ τὰ ὄργια τὰ ἀρχαιοελληνικά, εἶχαν μιὰ δύναμι, μιὰ ἐπιθυμία ἀνθρώπινη νὰ σωθῆ ὁ ἄνθρωπος. Ξέρετε τί ἔλεγε ὁ Ἡράκλειτος; ὅτι αὐτὰ τὰ ἀναιδέστατα ποὺ πράττουν αὐτοὶ ποὺ τελοῦν τὰ διονυσιακὰ μυστήρια, κάπως δικαιολογεῖται, γιατὶ ὁ θεός, ὁ ∆ιόνυσος, ποὺ λατρεύουν δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἅδη, ἀπὸ τὸν θάνατο. Καὶ ἐπειδὴ ὁ ∆ιόνυσος εἶναι ὁ θάνατος, γι’ αὐτό, κάτι γίνεται. Κι ἐδῶ πέρα ἐρχόμαστε κι ἔχουμε τὰ πανάγια ὄργια, τὰ "ἐν ἁγνότητι", καὶ ξεπερνιέται, ἐπίσης, ἡ κατάρα τοῦ νόμου τῆς Παλαιᾶς ∆ιαθήκης καὶ μπαίνομε στὴν καινὴ κτίσι. Καὶ ἔτσι, μποροῦμε ὅλοι νὰ ζήσωμε. 
Καὶ στὸ τέλος βλέπουμε ὅτι φτάνουμε στὸ Μέγα Σάββατο, στὸν μέγα σαββατισμό, ποὺ ὁ Κύριος κατεβαίνει καὶ στὸν Ἅδη καὶ ἐλευθερώνει ὅλες τὶς σειρὲς τῶν πεπεδημένων. Καί, ὅπως λέει ἡ ὑμνολογία, "ὁ Ἅδης στένων βοᾷ· κατελύθη μου ἡ ἐξουσία". Μιλᾶ ὁ Ἅδης: Ἦταν καλύτερα νὰ μὴν πάρω μέσα μου τὸν ἐκ Μαρίας, γιατὶ βλέπω τώρα Αὐτὸς ἐλευθερώνει ὅλους. 
Καὶ φτάνουμε στὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, καὶ ὁ Κύριος ἀνασταίνεται καὶ ἀνιστάμενος, ὅπως λέει τὸ συναξάρι, "συνανιστᾶ τὸ ἀνθρώπινον σύμπαν". Καὶ λέει τὸ συναξάρι: "Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πάλην Ἅδου μόνος, λαβὼν ἀνῆλθεν πολλὰ τῆς νίκης σκῦλα". Ὁ Χριστὸς κατέβηκε μόνος πρὸς πάλην Ἅδου καὶ νίκησε μόνος τὸν Ἅδη καὶ τὸν θάνατο· καὶ ἀνιστάμενος εἶχε πολλὰ σκῦλα, πολλὰ λάφυρα, καὶ συνανέστησε τὸν ἄνθρωπο, καὶ συνανέστησε τὴν οἰκουμένη. 
Καὶ μοῦ κάνει ἐντύπωσι, καὶ γεμίζεις ἀπὸ χαρά, ὅταν τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα ψάλλουμε τὸ "Χριστὸς ἀνέστη" τὸ ἀργό, τὸ ὁποῖο εἶναι πένθιμο. Ἔτσι φαίνεται ἐξωτερικά. Εἶναι πένθιμο, γιατὶ εἶναι γεμάτο ἀπὸ ἀνέκφραστη χαρά. Κι εἶναι πένθιμο, δηλαδή, σεμνό, γιὰ νὰ μὴν πληγώση κανέναν πληγωμένο, ὅπως καὶ τὸ μέλος τοῦ Ἀλληλούϊα καὶ ὅλα τὰ μέλη τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶναι γεμάτα ἀπὸ παρηγοριὰ θεία, ποὺ σοῦ λένε: Κοίταξε, θὰ φτάσουμε στὸν γενικὸ καθαρισμό, στὸν καθαρμὸ "τῇ κοινῇ τῶν ἀνθρώπων φύσει". Θὰ ἀναστηθῆ ἡ ζωή μας· κι αὐτὸ ποὺ ὁ  ἄνθρωπος ἤθελε, νὰ ἀναληφθῆ καὶ νὰ νικήση τὸν θάνατο, ἔγινε καὶ γίνεται, καὶ τὸ ζῆς. 
Καὶ τώρα λές: Κοίταξε τώρα τί γίνεται: Ὅπως ὁ Χριστὸς ἔρχεται ὡς νυμφίος ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, ἔτσι ἔρχεται ὡς νυμφίος ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, σὰν φῶς, σὰν ἀστραπή, ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Πῶς λέει τὴ Μεγάλη ∆ευτέρα "τὰ πάθη τὰ σεπτὰ ἡ παροῦσα ἡμέρα, ὡς φῶτα σωστικά, ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ"; Φῶτα σωστικὰ ἀνατέλλουν. Νυμφίος ὁ Κύριος, "πορευόμενος πρὸς τὸ πάθος διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν". Φῶτα σωστικὰ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ παρηγοριὰ γιὰ ὅλους. Καὶ δὲν ξέρεις τώρα τί γίνεται. Ἑρμηνεύεται ἡ Παλαιὰ ∆ιαθήκη, ἡ Καινή, ἡ Ἐκκλησία ἢ ἑρμηνεύεται ἡ ζωή σου, ἡ προσωπικὴ ζωή; 
Καὶ νοιώθουμε ὅτι ὅλη ἡ ζωή μας εἶναι μιὰ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Καὶ θἄλεγα κι ὅτι ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου, ἂν παρακολουθήσωμε καλά, ἂν δὲν βιαστοῦμε, θὰ δοῦμε ὅτι εἶναι ὅλη μιὰ Μεγάλη Ἑβδομάδα. 
Καὶ γύρω ἀπὸ τὸν Κύριο παίζεται τὸ ἴδιο παιχνίδι, καὶ εἶναι ὅλοι οἱ τύποι ποὺ παρήλασαν γύρω ἀπὸ τὸν Κύριο: Καὶ ὁ Πέτρος καὶ οἱ Μαθηταὶ καὶ ὁ ὄχλος καὶ οἱ παραπορευόμενοι, οἱ ὁποῖοι ἐβλασφήμουν Αὐτόν, καὶ ὁ Πιλᾶτος, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν ἐντύπωσι ὅτι ἡ ἐξουσία του ἡ κοσμικὴ κάτι ἦταν, αὐτὸς ποὺ εἶπε στὸν Κύριο ὅτι σὲ μένα δὲν μιλᾶς, δὲν ξέρεις ὅτι ἐξουσίαν ἔχω νὰ σὲ ἀπολύσω ἢ νὰ σὲ σταυρώσω; Ὁ δὲ Κύριος "οὐδὲν ἀπεκρίνατο, ὥστε θαυμάζειν τὸν ἡγεμόνα λίαν". Καὶ ὅταν ἔγινε αὐτὴ ἡ παρωδία τῆς δίκης καὶ εἶπε ὁ Πιλᾶτος "ποιὸν θέλετε νὰ ἀπολύσω, τὸν Βαρραβᾶ ἢ τὸν Ἰησοῦ;", αὐτοὶ εἶπον: "Βαρραβᾶν". "-Τί οὖν ποιήσω Ἰησοῦν;" Καὶ ἅπαντες φώναξαν "σταυρωθήτω". Καὶ ὁ Πιλᾶτος ρώτησε: "Τί κακὸν ἐποίησεν; Οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον λέγοντες, σταυρωθήτω"· δὲν ὑπάρχει συζήτησι. Καὶ μετὰ λέει ἐκεῖνος: "Ἀθῶός εἰμι τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου". 
Καὶ ἐγὼ λέω: Κανεὶς δὲν εἶναι ἀθῶος. Καὶ κανεὶς δὲν ἔχει μεγάλη ἐξουσία, καὶ κανεὶς δὲν πρέπει νἄχη ἐμπιστοσύνη ὅτι εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, σὰν τὸν Πέτρο. Καὶ κανεὶς νὰ μὴ νομίση ὅτι δὲν κρίνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ἐπειδὴ βάζει τὸν ἑαυτό του ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἱστορία. Γιατὶ "οὐκ ἔστιν ὃς ἀποκρυβήσεται τῆς θέρμης" τῆς ἀγάπης αὐτῆς, τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου, ποὺ θυσιάζεται γιὰ ὅλους. Ὁπότε, "νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου". Κρινόμαστε μακαρίως, καὶ συνεχίζεται ἡ κρίσις καὶ ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος νομίζω πὼς εἶναι μιὰ Μεγάλη Ἑβδομάδα. 
Καὶ δὲν ξέρω ἂν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ σώση τὴν ἀνθρωπότητα, αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ δώση τὴ χάρι ἡ ὁποία νικᾶ τὸν θάνατο εἶναι ὁ ἀδύνατος κι εἶναι ὁ ἐλάχιστος κι εἶναι καινὴ λογικὴ κι εἶναι καινὴ βασιλεία κι εἶναι καινὴ κτίσις κι εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Αὐτὴ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅλοι, γιὰ λόγους ποὺ εἶναι τελείως δικαιολογημένοι γιὰ ὅλους μας, ὅλοι τὴν κτυπᾶμε. 
Καὶ δέστε, σεῖς, ποὺ ξέρετε καλύτερα ἀπὸ μένα τί γίνεται. Καὶ νομίζω ὅτι ξέρετε τί γίνεται: Ὁ διάβολος, ὅλα τὰ συγχωρεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ ἑτεροδοξίας, ὑπάρχει μιὰ ἐλάχιστη διαφορά· καὶ ἡ ἐλάχιστη εἶναι μέγιστη. Καὶ γι' αὐτό, ὅταν δῆ αὐτὴ τὴν ἀδυναμία, τὴ δύναμι ἡ ὁποία "ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται", αὐτὴ τὴ δύναμι ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο, αὐτὴ ἡ ὁποία ἐπαναφέρει στὸ ἀρχαῖον κάλλος τὸν ἄνθρωπο, στὸ ἀρχαῖο μεγαλεῖο, στὴν ἀρχαία ἐλευθερία... 
Καὶ ὁ καθένας δὲν εἶναι οὔτε ἕνα ἀνδράποδο ἑνὸς δικτατορικοῦ καθεστῶτος οὔτε κἂν πολίτης δημοκρατικοῦ πολιτεύματος - ποὺ καὶ αὐτὸ εἶναι ἀνεπαρκές. Ἀλλὰ ὁ καθένας εἶναι κατ' εἰκόνα Θεοῦ πλασμένος καὶ διαστέλλεται κατὰ χάριν καὶ γίνεται κατὰ χάριν χώρα τοῦ Ἀχωρήτου. Καὶ καθένας ἀνακεφαλαιώνει τὸ σύνολο· καί, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ καθένας εἶναι "ἐν σμικρῷ ἐκκλησία". Αὐτὴ ἡ σωτηρία ποὺ κάνει τὸν ἐλάχιστο μέγιστο, αὐτὴ εἶναι ἀπαράδεκτη γιὰ τὸν διάβολο. Γι’ αὐτό, χτυπιέται αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο, τὸ περιφρονημένο, ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. 
Γι’ αὐτό, λέω: Ἐσεῖς ποὺ εἶστε ἐδῶ, Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι, εἶστε στὸ σπίτι σας, εἶστε στὴν πατρίδα σας, εἶστε στὸν τόπο σας, γιατὶ "πᾶς τόπος γέγονε θυσιαστήριον", καὶ πρέπει ἀσυζητητὶ νὰ δοθῆ αὐτὴ ἡ μαρτυρία.
σως σᾶς κούρασα. Νὰ σταματήσω καί, ἂν θέλετε, νὰ πῆτε ἐσεῖς τὰ δικά σας, καὶ νὰ δοῦμε ποῦ θὰ φτάσουμε.

Αρχ. Βασίλειος Γοντικάκης, 
Προηγούμενος Ιεράς Μονής Ιβήρων 
Αγίου Όρους 

Δημοφιλείς αναρτήσεις