Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

31/07 - Εγκαίνια του εν Βλαχέρναις Ναού, Προεόρτια του τιμίου Σταυρού.



Εγκαίνια του εν Βλαχέρναις Ναού, Προεόρτια του τιμίου Σταυρού.

 31 ΙΟΥΛΙΟΥ

H ανάμνησις των Eγκαινίων του σεβασμίου οίκου της Yπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου του εν Bλαχέρναις, ένθα απόκειται η αγία Σορός, και προεόρτια του τιμίου Σταυρού, ήτοι η από του βασιλικού παλατίου εξέλευσις του τιμίου Σταυρού εις την Πόλιν.

* Oίκου προελθών Σταυρός των βασιλέων,
Oίκοις εορτάς προξενεί τοις εν Πόλει.

*Kατά την ημέραν ταύτην ήτον συνήθεια να ευγαίνη από το παλάτιον του βασιλέως, το τίμιον ξύλον του Σταυρού, και να φέρεται κοντά εις την μεγάλην Eκκλησίαν. Eπροϋπάντα δε αυτό ο δεύτερος από τους Iερείς εκ των κηρουλαρίων, όστις βαστάζων θυμιατόν και θυμιών, πρότερον έφερεν αυτό εις τον μικρόν Bαπτιστήρα, όπου εγίνετο αγιασμός εν τω αργυρώ εξαντληρίω, και έπειτα έμβαζεν αυτόν μέσα εις το Άγιον Bήμα της μεγάλης Eκκλησίας, ήτοι της Aγίας Σοφίας. Aπό δε το Άγιον Bήμα εύγαινεν ο Σταυρός, και περιήρχετο εις όλην την Kωνσταντινούπολιν έως εις την δεκάτην τετάρτην του Aυγούστου. Kαι τότε εγύριζε πάλιν εις το παλάτιον, και απετίθετο εις τον τόπον αυτού από τους διαιταρίους, και από τον μέγαν Παππίαν. Aύτη δε η εξέλευσις και περίοδος των τιμίων ξύλων του Σταυρού εγίνετο, διατί εις τας ερχομένας δεκαπέντε ημέρας του Aυγούστου, ακολουθούν ασθένειαις εις τους ανθρώπους, περισσότερον από τας ημέρας των άλλων μηνών. Όθεν ο τίμιος Σταυρός του Kυρίου περιφερόμενος εις την Πόλιν, αγίαζε τον αέρα με την παρουσίαν του, και τα οσπήτια και τα σωκάκια και τας πλατείας στράτας, και επροξένει υγείαν εις όλους εκείνους, από τους οποίους ήθελε περάση, και εις όσους ήθελε προσεγγίση[1].


ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Σημειούμεν εδώ διά τους φιλολόγους τα αξιοσημείωτα ταύτα, ήγουν ότι το τίμιον και ζωηφόρον ξύλον του Σταυρού, έφερεν ο βασιλεύς Hράκλειος από την Iερουσαλήμ εις την Bασιλεύουσαν. Γράφει δε και Συμεών ο Mεταφραστής εις τον Bίον του Aγίου Aναστασίου του Πέρσου, ότι το τίμιον ξύλον, οπού εφυλάττετο εν τω αγίω Γολγοθά ένδον θήκης εσφραγισμένης, τούτο λέγω το της σωτηρίας ημών τρόπαιον, το λύσαν τα δεσμά του θανάτου, και την δύναμιν της αμαρτίας, όταν αιχμαλωτίσθη από τον βασιλέα της Περσίας, Xοσρόην, τότε έσβεσε την ασέβειαν των Περσών, και την λατρείαν του πυρός κατήργησε. Kαι φαινόμενον αιχμαλωτισμένον, αιχμαλώτισε τας ψυχάς των αυτό αιχμαλωτισάντων. Kαθότι αυτό εφώτισε τους εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένους. Kαι άναψε το εσωτερικόν πυρ, όπερ ήλθεν ο Σωτήρ βαλείν επί της γης, δηλαδή το της αγάπης και πίστεως, το οποίον επρόσταζε ο Θεός επί της Παλαιάς, να μένη αναμμένον πάντοτε εν τω θυσιαστηρίω, ως σύμβολον ον της προς αλλήλους ενώσεως. 
Kαι καθώς όταν οι Φιλισταίοι εσκλάβωσαν την Kιβωτόν της Διαθήκης, τότε κατετροπώθησαν από τους Iσραηλίτας, έτζι και οι Πέρσαι, όταν εσκλάβωσαν τον τίμιον Σταυρόν, τότε ενικήθησαν υπό του Hρακλείου και των Pωμαίων. Όθεν έντρομοι γενόμενοι, έλεγον προς αλλήλους· «Ήλθεν ο Θεός των Xριστιανών εις τους τόπους ημών. Kαι τι άρα έσται περί ημών;» Kαι όρα εις το Συναξάριον του Aγίου Aναστασίου κατά την εικοστήν δευτέραν του Iαννουαρίου. Iστορεί δε και ο Bέδας εις την επιτομήν των αγίων τόπων της Iερουσαλήμ, ότι από τους ρόζους ή κόμβους του ξύλου του Σταυρού, όπερ έφερεν ο Hράκλειος από την Iερουσαλήμ εις την Kωνσταντινούπολιν, έτρεχεν ένα υγρόν ευωδέστατον, το οποίον ιάτρευε κάθε είδος ασθενείας. 
Aλλά και το άγιον έλαιον, οπού άναπτεν εν τη κανδήλα του τιμίου ξύλου του Σταυρού, εποίει θαύματα. Όθεν εκ τούτου ελάμβανον οι Xριστιανοί, και ωνόμαζον αυτό έλαιον του Σταυρού. Διό και ο Mοναχός Kύριλλος γράφει, ότι ο Όσιος Σάββας με τοιούτον έλαιον των κανδηλών των αγίων εικόνων, πολλά εποίησε θαύματα, και πολλά δαιμόνια εξέβαλεν. Aλλά και ο Θεοδώρητος ιστορεί, ότι ο Όσιος Iάκωβος, με το έλαιον της κανδήλας, ήτις άναπτεν έμπροσθεν των εικόνων των Mαρτύρων (όπερ και έλαιον Mαρτύρων επονομάζεται) πολλά πάθη ιάτρευσε. Kαι η Aγία δε Θωμαΐς ιάτρευσεν ένα Mοναχόν πολεμούμενον από την πορνείαν, ευθύς οπού εκείνος εχρίσθη από το έλαιον της κανδήλας της. Ως γράφεται κατά την δεκάτην τετάρτην του Aπριλλίου. (Όρα σελίδι 526 και 535 της Δωδεκαβίβλου.)


Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 

Προεόρτια Προόδου Τιμίου Σταυροῦ




Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸ σωτήριον ὅπλον, δεξώμεθα πιστοί, καθαρὰ διανοία, προέρχεσθαι μέλλει γάρ, θείαν χάριν δωρούμενος, καὶ ἰώμενος, ψυχῶν ὁμοῦ καὶ σωμάτων, τὰ νοσήματα, διὰ ἐνεργείας ἀρρήτου, Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἠμῶν.

Ομιλία εις τους δύο θεραπευθέντας τυφλούς Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς



Κυριακή Ζ’ Ματθαίου: 
Ομιλία εις τους δύο θεραπευθέντας τυφλούς 
Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς


Ομιλία του Αγίου Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά, με θέμα τους τυφλούς οι οποίοι, κατά τον Ευαγγελιστήν Ματθαίον, ανέβλεψαν σε οικία. Και όπου γίνεται αναφορά και στο ότι δεν είναι δυνατόν να έχει κάποιος αληθώς πίστη χωρίς έργα μετανοίας.

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, με το σώμα που έλαβε από εμάς προς χάριν μας, κατά τη συναναστροφή του με τους ανθρώπους, εθεράπευσε πολλούς ως προς το σώμα και ως προς την ψυχή τυφλούς. Ή μάλλον, εάν κανείς σκεφθεί την ανάβλεψη της διανοίας, που είναι η μετάθεση από την απιστία στην πίστη και από την άγνοια στην επίγνωση του Θεού, δεν είναι δυνατόν ούτε καν να απαριθμήσει τυφλούς που ανέβλεψαν με την ενανθρώπηση του Κυρίου. Αυτοί είναι αριθμημένοι μόνον από Εκείνον που έχει αριθμημένες τις τρίχες της κεφαλής μας. Εάν όμως σκεφθούμε την ανάβλεψη των σωματικών οφθαλμών, και ως προς αυτήν θα εύρωμε πολλούς να έχουν θεραπευθεί από τον Χριστό, άλλους με μόνο τον λόγο, άλλους με την αφή. Ορισμένους δε και μόνον με το να προσπέσουν σ’ Αυτόν, και με το να τον πλησιάσουν. Επίσης και μερικούς που έλαβαν την ίαση και με το πτύσμα του ή και με χρίσμα πηλού. 
Πράγματι, όταν, καθώς λέγει ο Ματθαίος, είχε έλθει κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, «προσήλθον αυτώ όχλοι πολλοί, έχοντες μεθ’ εαυτών χωλούς, τυφλούς, κωφούς και άλλους πολλούς», οι οποίοι ερρίφθησαν όλοι στα πόδια του και τους εθεράπευσε, ώστε και οι όχλοι τότε να θαυμάζουν και να τον δοξάζουν, βλέποντας κωφούς να ομιλούν, χωλούς να περπατούν, και τυφλούς να αναβλέπουν. Αλλά και όταν εισήλθε «καθήμενος επί πώλου», κατά την προφητεία, στην Ιερουσαλήμ με τρόπο παράδοξο, υμνούμενος από τα νήπια ως Θεός, εθεράπευσε όλους τους χωλούς και τους τυφλούς που προσήλθαν εκεί, όπως λέγει επίσης ο Ματθαίος. Και όταν ήλθε στη Βηθσαϊδά, «φέρουσιν αυτώ τυφλόν», όπως λέγει ο Μάρκος, «και παρακαλούσιν αυτόν ίνα άψηται αυτού». Ο δε Κύριος, αφού τον έβγαλε έξω από το χωριό, έπτυσε στους οφθαλμούς του, επέθεσε σ’ αυτόν τα χέρια και τον έκαμε να βλέπει αμυδρά. Έπειτα έθεσε πάλι τα χέρια επάνω του και του έδωσε τη δυνατότητα να βλέπει καθαρά. Καθώς δε ήγγιζε στην `Ιεριχώ, όπως λέγει ο Λουκάς, εθεράπευσε μόνο με έναν λόγο του τυφλόν, που είχε καθίσει δίπλα στον δρόμο και επαιτούσε. Μόλις εκείνος του ζήτησε την ίαση τού είπε: «ανάβλεψον». Εξερχόμενος δε από την Ιεριχώ, όπως λέγει επίσης ο Μάρκος, χαρίζει την όραση σε άλλον πάλι τυφλόν, ονομαζόμενον Βαρτιμαίον, υιόν του Τιμαίου, λέγοντας προς αυτόν, όταν του εζήτησε την ανάβλεψη: «κατά την πίστιν σου γενηθήτω σοι». Όταν δε ευρίσκετο στην Ιερουσαλήμ και είδε έναν τυφλόν εκ γενετής, καθώς λέγει ο Ιωάννης, χωρίς καν να του ζητηθεί, αλλά κινούμενος από μόνη του την αγαθότητα, αφού έπτυσε στη γη και έπλασε πηλό, άλειψε τους οφθαλμούς του τυφλού και του είπε: «ύπαγε, νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ». Επήγε λοιπόν και ενίφθη. Όταν δε επανήλθε, είχε αποκτήσει την όρασή του.

Αλλά και όταν είχε αναστήσει την αποθαμμένη θυγατέρα του αρχισυναγώγου Ιαείρου, μετά από λίγο, όπως θα ακούσουμε να ευαγγελίζεται σήμερα ο Ματθαίος, καθώς περνούσε ο Ιησούς, τον ακολούθησαν δύο τυφλοί κράζοντες και λέγοντες, «ελέησον ημάς, υιέ Δαβίδ». Αυτός εισήλθε μαζί τους στην οικία και αφού ήγγισε τους οφθαλμούς των και είπε προς αυτούς: «κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν», τους εθεράπευσε. Εκτός λοιπόν από αυτούς που δεν έχουν αναφερθεί, οι τυφλοί είναι έξι. Και νομίζω ότι κανείς από τους τυφλούς που ευρίσκοντο τότε στην Ιουδαία ή και στις γειτονικές περιοχές δεν έμεινε αφώτιστος. Γι’ αυτό και ο Ησαΐας, ως εκπρόσωπος του Χριστού, προείπε περί αυτού, ότι απεστάλη από τον Πατέρα και το Πνεύμα «κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλούς ανάβλεψιν». Αλλά πώς δεν είπε ο Προφήτης ότι απεστάλη για να δώσει, αλλά για να κηρύξει στους τυφλούς ανάβλεψιν; Ακριβώς, διότι ο Κύριος δεν ήλθε στη γη πρωτίστως για να ανοίξει τους σωματικούς οφθαλμούς, αλλά τους της ψυχής, οι οποίοι οφθαλμοί αποκτούν την ανάβλεψη δια του ευαγγελικού κηρύγματος. Ευλόγως, λοιπόν, η προφητεία λέγει ότι ο Κύριος θα κηρύξει στους τυφλούς ανάβλεψη. 
Όπως δε ο ίδιος ο Κύριος μάς παραγγέλλει να ζητούμε τα πνευματικά, λέγοντας «εργάζεσθε μη την βρώσιν την απολλυμένην, αλλά βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον», και υπόσχεται να μας προσθέσει και τα σωματικά, εάν εμείς ζητούμε τα ψυχωφελή, λέγοντας «ζητείτε την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν», έτσι κάμνει και με τους οφθαλμούς μας. Διότι αφού έκλινε τους ουρανούς και κατήλθε στη γη από φιλανθρωπία, για να διανοίξει με το Ευαγγελικό κήρυγμα τους οφθαλμούς της ψυχής μας, και να μας χαρίσει τη νοητή ανάβλεψη, προσέθετε και τη θεραπεία όσων αισθητών οφθαλμών δεν έβλεπαν. Γι’ αυτό και υπάρχει πολλή αντιστοιχία μεταξύ των δύο αναβλέψεων, εννοώ του σώματος και της ψυχής. Όπως δηλαδή από τους σωματικώς τυφλούς, άλλοι μεν απέκτησαν αμέσως την ανάβλεψη, όπως εκείνος που άκουσε «ανάβλεψον», και την ίδια στιγμή εθεραπεύθη, άλλοι δε βαθμιαίως, όπως εκείνος που πριν λάβει τελείως την ίαση είπε ότι βλέπει τους ανθρώπους σαν δένδρα να περπατούν. Έτσι και όσοι διά της πίστεως εδέχθησαν την ίαση των νοητών οφθαλμών, άλλοι μεν την βρήκαν αμέσως, όπως αυτός που από τελώνης ευθύς ανεδείχθη ευαγγελιστής, ενώ άλλοι βαθμιαίως, όπως ο πάντοτε νυκτερινός μαθητής Νικόδημος.

Και όπως ακριβώς από τους σωματικώς τυφλούς, άλλοι μεν επέτυχαν την ίαση μόνο με λόγον, όπως ο Βαρτιμαίος, άλλοι δε και με έργον, (διότι μέσα στους οφθαλμούς εκείνου, που ήταν κοντά στη Βηθσαϊδά, έβαλε και από το πτύσμα του, επειδή, καθώς φαίνεται, αυτός είχε μεν βλέφαρα, αλλά κενά, αφού είχαν αδειάσει από το υγρό των οφθαλμών, το οποίο και ανεπληρώθη τότε με το θείον πτύσμα, ενώ ο εκ γενετής τυφλός ούτε βλέφαρα είχε, γι’ αυτό και εχρειάσθη αυτό το χωμάτινο μίγμα, το οποίον και εδέχθη από τα δάκτυλα του Κυρίου υπό μορφήν ζυμωμένου πηλού). Καθώς λοιπόν από τους κατά το σώμα τυφλούς, άλλοι μεν, όπως είπα, έλαβαν μόνο με λόγον την ίαση, άλλοι δε και με πράξη, έτσι και εκείνων που έλαβαν την ίαση των οφθαλμών της ψυχής, η οποία είναι, όπως είπαμε, η μετάθεση από την απιστία στην πίστη: ορισμένοι χρειάσθηκαν και θαύματα για να πιστεύσουν, όπως συνέβη και σ’ εκείνους που απεστάλησαν από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο για να ερωτήσουν «συ ει ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν;», ενώ άλλοι έλαβαν με μόνον τον λόγο, πιστεύοντας από μόνον την ακοή, όπως και ο εκατόνταρχος, για τον οποίο ο Κύριος διεκήρυξε ότι υπερέχει των Ισραηλιτών κατά την πίστη. 
Τέτοιοι είναι και εκείνοι, που σύμφωνα με όσα μας ευαγγελίζεται σήμερα ο Ματθαίος, έλαβαν από τον Χριστόν τη σωματική ανάβλεψη. Διότι είναι φανερό ότι είχαν πιστεύσει και πριν τη θεραπεία, επειδή όμως ήσαν τυφλοί, βεβαίως εξ ακοής επίστευσαν. Διότι λέγει ότι καθώς περνούσε ο Ιησούς από εκεί, τον ακολούθησαν δύο τυφλοί, κράζοντες και λέγοντες: «ελέησον ημάς υιέ Δαβίδ». Πώς λοιπόν θα ακολουθούσαν και πώς ακολουθώντας θα ζητούσαν, και μάλιστα με κραυγές, τόσο μεγάλη ελεημοσύνη, την ανάβλεψη των οφθαλμών τους, εάν δεν είχαν πιστεύσει;

Αλλά την πίστη των τυφλών τη φανερώνουν και τα ακόλουθα: «Καθώς περνούσε ο Ιησούς από εκεί», Από πού από εκεί;, και για ποιο λόγο το αναφέρει αυτό ο Ευαγγελιστής, και όχι μόνον εδώ αλλά και λίγο παραπάνω, όταν λέγει: «Παράγων (δηλαδή περνώντας) ο Ιησούς εκείθεν, είδεν άνθρωπον καθήμενον επί το τελώνιον, Ματθαίον λεγόμενον», αυτόν τον Ευαγγελιστή, τον οποίον εκείνη την ώρα, και με μόνον τον λόγον μετεμόρφωσε. Εγώ λοιπόν θεωρώ ότι ο Ευαγγελιστής το λέγει αυτό για να δώσει αφορμή στους συνετούς ακροατές να εκλαμβάνουν και αναγωγικώς τα εξιστορούμενα. Εάν δηλαδή κανείς τα εξετάσει επακριβώς, είναι δυνατόν να ιδεί ότι η ιστορία αυτή περιγράφει συνοπτικώς και ανακηρύττει θαυμασίως όλη την δια της ενσαρκώσεως οικονομίαν του Δεσπότου. 
Πράγματι, ο Κύριος κατοικία είχε την Καπερναούμ. Διότι λέγει «ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ την παραθαλασσίαν», και η πρόσκαιρος αυτή κατοικία οπωσδήποτε ήταν τύπος του ουρανού, αφού έφερε μέσα της Εκείνον ο οποίος κατοικεί στους ουρανούς. Γι’ αυτό και ο Κύριος σε άλλο σημείο λέγει: «και συ Καπερναούμ η έως του ουρανού υψωθείσα». Ο Κύριος, λοιπόν, δια της ενανθρωπήσεως εξήλθεν από τον ουρανόν, όπως από την οικίαν εκείνη «και παράγων εκείθεν», διήλθε δηλαδή από εκεί. Εάν μεν εννοήσεις την έξοδον από τον ουρανό, θα εύρεις ότι και τους Αποστόλους εξέλεξε και την τάση της φύσεώς μας προς ακαθαρσίαν εθεράπευσε. Εάν δε εννοήσεις ότι διήρχετο από την οικία της Καπερναούμ, θα τον εύρεις ότι εφανέρωσε τα προλεχθέντα με έργα. Διότι και τον Ματθαίο μετέτρεψε τότε από τελώνη σε Απόστολο και την αιμορροούσα εθεράπευσε διερχόμενος από εκεί. Αλλά και αφού ήλθε μέχρι τη θυγατέρα του Ιαείρου, που είχε αποθάνει, και με τη ζωοποίησή της ανέδειξε τον εαυτό του νικητή του θανάτου, επανέρχεται εκεί από όπου εξήλθε. Επανερχόμενος λοιπόν και διερχόμενος πάλι από εκεί, ανοίγει τους οφθαλμούς των τυφλών αυτών, οι οποίοι τον ακολούθησαν. Έπραξε δηλαδή όπως τότε που διήνοιξε το νου των μαθητών του, ώστε να κατανοούν τις Γραφές: αφού κατέβη ο ίδιος μέχρι τον θάνατο και με την Ανάστασή του κατήργησε την εξουσία του θανάτου, επανήλθε και διήρχετο από εκεί. Εκείνοι δε εξήλθαν και τον εκήρυξαν σε όλη τη γη, όπως λέγει ο Ευαγγελιστής και για τους τυφλούς, οι οποίοι τώρα ανέβλεψαν, ότι «εξελθόντες διεφήμισαν αυτόν εν όλη τη γη εκείνη». Βλέπετε με πόση σαφήνεια διαγράφεται όλη σχεδόν η θεανδρική οικονομία στην ιστορία αυτή. Γι’ αυτό και το «παράγων εκείθεν» ελέχθη δύο φορές, για να κατανοήσουμε και την έξοδο και την επάνοδό του. Και μάλιστα κατά μίμηση αυτής της εξόδου και επανόδου, και ο ιερεύς, αφού εξέλθει από το Άγιον Βήμα και κατεβεί μέχρι το χαμηλότερο σημείο, επανέρχεται πάλι και αποκαθίσταται εκεί από όπου εξήλθε.

Καθώς λοιπόν ο Κύριος διήρχετο κατά την επάνοδο, τον ηκολούθησαν δύο τυφλοί, οι οποίοι υποτύπωναν τους δύο λαούς, των Ιουδαίων και των Εθνικών. Και έκραζαν λέγοντας «ελέησον υιέ Δαυίδ», δεικνύοντας ότι αυτός είναι ο προφητευόμενος και προσδοκώμενος. Ο δε Κύριος εκπληρώνοντας και την υποτύπωση της οικονομίας, και δοκιμάζοντας αλλά και φανερώνοντας την πίστη των τυφλών, τους προσπερνά σιωπηλός μέχρι να εισέλθει στην οικία από την οποία είχε εξέλθει στην αρχή. Έπειτα λέγει προς αυτούς: «πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι;». Και αυτοί του απαντούν «ναι, Κύριε». Και δεν ερωτά επειδή αγνοεί, αλλά για να φανερώσει σε όσους αγνοούν την πίστη των τυφλών. Γι’ αυτό και αφού έψαυσε τους οφθαλμούς των, προσέθεσε «κατά την πίστιν ημών γενηθήτω υμίν», και ανοίχθησαν οι οφθαλμοί τους, μαρτυρώντας και ότι εκείνοι τον είχαν πιστεύσει, αλλά και ότι αυτός ήταν όπως τον επίστευσαν, Θεός δηλαδή μαζί και άνθρωπος. Διότι ως άνθρωπος μεν ήταν υιός του Δαυίδ και με τα ίδια του τα χέρια έψαυσε τους οφθαλμούς των και αισθητώς ομίλησε. Ως Θεός δε και Δημιουργός εφώτισε τους σκοτεινούς οφθαλμούς. Επειδή όμως δεν ήταν ακόμη καιρός να γίνει φανερός σε όλους, διότι αυτό επεφυλάσσετο για μετά το Πάθος και την εκ νεκρών Ανάστασή Του, τους επιτίμησε λέγων, «οράτε μηδείς γινωσκέτω» προστάζοντάς τους με πολλή σφοδρότητα να αποσιωπήσουν το γεγονός. «Οι δε εξελθόντες», λέγει, «διεφήμησαν αυτόν εν όλη τη γη εκείνη». Όπως φαίνεται, εάν δεν τους είχε παραγγείλει να σιωπήσουν, θα γίνονταν και παγκόσμιοι κήρυκες της δυνάμεώς του. Επειδή όμως διετάχθησαν, απέφυγαν μεν να πορευθούν μακριά, δεν βάσταξαν όμως να μην κηρύξουν στους πλησίον χώρους. Ώστε οι τυφλοί που ηκολούθησαν τον Χριστόν, εφωτίσθησαν τελείως όχι μόνον κατά το σώμα αλλά και κατά την ψυχή.

Ας ακολουθήσουμε λοιπόν και εμείς αδελφοί μου, το φως, που φωτίζει και ψυχή και σώμα. Ας βαδίσουμε προς τη λάμψη του και «ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν». Ας Τον δοξάσωμε με έργα αγαθά και ας βοηθήσουμε όσους μας βλέπουν να Τον δοξάζουν και αυτοί. Ας απομακρυνθούμε από το αντίθετο σκότος, που είναι η αμαρτία και ο προστάτης της αμαρτίας διάβολος. Εκείνο το φως, ως ήλιος που είναι της καθολικής δικαιοσύνης, σωφροσύνης, ειρήνης, συμπαθείας, ανεξικακίας, αγάπης και γενικώς κάθε αρετής, καθιστά μετόχους αυτού όσους τον ποθούν. Ενώ το αντίθετο σκότος, ως σκότος κακίας που είναι, καθιστά όσους το πλησιάζουν, πόρνους, μοιχούς, μνησίκακους, άσπλαχνους, ατάκτους, άρπαγες και γενικώς πλήρεις κάθε κακίας. Διότι ειπέ μου, από πού θα διακρίνουμε τον πιστό από τον άπιστο, τον φωτισμένο από τον αφώτιστο, με άλλα λόγια, τον βαπτισμένο κατά Χριστόν και συντεταγμένο με τον Χριστό από τον αβάπτιστο και συντεταγμένο με τον διάβολο; Όχι από τους λόγους, όχι από τα έργα, όχι από τους τρόπους; 
Εάν λοιπόν κάποιος εξομοιώνεται σ’ αυτά με τους αφώτιστους, αν και λέγει ότι είναι βαπτισμένος κατά Χριστόν, είναι σαφές ότι δεν έχει πάψει να ανήκει στην συμμορία εκείνων για τους οποίους ο Απόστολος λέγει: «Θεόν ομολογούσιν ειδέναι (ότι τον γνωρίζουν δηλαδή), τοις δε έργοις αρνούνται, βδελυκτοί όντες και απειθείς, και προς παν έργον αγαθόν αδόκιμοι». Πού λοιπόν, ειπέ μου, θα κατατάξουμε αυτούς που ομολογούν και συγχρόνως αρνούνται τον Θεό; Με τους πιστούς; Με τα έργα όμως τον αρνούνται. Με τους απίστους; Αλλά με τη γλώσσα τον ομολογούν. Όντως πρόκειται για ένα διπρόσωπο τέρας που είναι δύσκολο να το κατατάξεις κάπου. Ο ψαλμωδός Προφήτης όμως έχει ήδη λύσει αυτή την απορία λέγοντας: «αποδώσει Κύριος εκάστω κατά τα έργα αυτού». Και ο ίδιος ο Κύριος απεφάνθη ότι αυτός που ακούει τους λόγους του και δεν τους εκτελεί, είναι μωρός. Ο δε Παύλος, ο Απόστολος που εκλήθη από τον ουρανό, λέγει: «αποδώσει ο Κύριος τοις μεν καθ’ υπομονήν έργου αγαθού δόξαν και τιμήν και αφθαρσίαν ζητούσι, ζωήν αιώνιον. …οργή δε και θυμός και θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν». Και πάλιν «ουχ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεώ, αλλά οι ποιηταί του νόμου δικαιωθήσονται», και «ος εν νόμω καυχάσαι, δια της παραβάσεως του νόμου τον Θεόν ατιμάζεις;» Όπως δε ακριβώς, αδελφοί, ο ίδιος ο Παύλος έλεγε προς τους Ιουδαίους ότι «περιτομή ωφελεί εάν νόμον πράττης, εάν δε παραβάτης νόμου ης, η περιτομή σου ακροβυστία γέγονεν (σαν να μην είχες δηλαδή περιτμηθεί)», έτσι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο να σας ειπώ ότι η πίστις ωφελεί εάν κανείς πολιτεύεται κατά συνείδησιν και καθαίρει συνεχώς τον εαυτό του με εξομολόγηση και μετάνοια, και μετατρέπει σε έργο τις συνθήκες του Αγίου Βαπτίσματος. Αν όμως δεν υπακούσει στη συνείδησή του και αθετεί τις συνθήκες, η πίστη του γίνεται απιστία.

Διότι πώς πιστεύσαμε ότι αφού έχουμε βαπτισθεί θα σωθούμε; Επειδή βεβαίως ακούσαμε τον Κύριο που είπε: ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται. Επειδή λοιπόν και τα δύο αυτά τα είπε Εκείνος, η αυτοαλήθεια, το να πιστεύσουμε και το να βαπτισθούμε, είναι αδύνατον να σωθεί όποιος δεν θέλει να βαπτισθεί, έστω και αν λέγει ότι δήθεν πιστεύει, όπως και αυτός που δεν πιστεύει, έστω και αν έχει βαπτισθεί. Αλλά κάθε βαπτισμένος θα ειπεί ότι πιστεύει. Θα ακούσει όμως από τον Απόστολο: «δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου». Γι’ αυτό και ο Κύριος συνδέει την πίστη με το Θείον Βάπτισμα, συνάπτοντας την τήρηση των εντολών του με το Βάπτισμα, δια της πίστεως. Διότι αφού είπε προηγουμένως: «πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα, κυρήξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει», έπειτα προσέθεσε «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Τι λοιπόν λέγει στο Ευαγγέλιο που εκηρύχθη από τους απεσταλμένους του, και τι πρέπει να πιστεύομε ότι είναι απαραίτητο να κάνουν οι υπήκοοι του; Οπωσδήποτε ότι όποιος έχει τις εντολές τού Χριστού και τις πράττει και τις τηρεί, εκείνος είναι που τον αγαπά, και ότι με την υπομονή και τη στενή και τεθλιμμένη ζωή είναι δυνατόν να επιτύχουμε τη σωτηρία. Και «εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη (η αρετή δηλαδή) ημών πλείον των Γραμματέων και Φαρισαίων, ου μη εισέλθωμεν εις την βασιλείαν των ουρανών». Διότι αυτά ακριβώς είναι που τους πρόσταξε να κηρύττουν δια του Ευαγγελίου.

Όποιος λοιπόν αγωνίζεται να τηρεί τις Θείες Εντολές, εκείνος είναι που πιστεύει. Ενώ όποιος δεν αγωνίζεται να τις πράττει και να τις τηρεί, και δεν θεωρεί ζημία το να μην τις τηρεί, ούτε επαναφέρει τον εαυτό του με τη μετάνοια στην τήρηση των Θείων Εντολών, δεν θα σταθεί ούτε μαζί με τους βαπτισμένους, έστω και αν λέγει ότι έχει βαπτισθεί. Διότι λέγει «διχοτομήσει αυτόν, και το μέρος αυτού μετά των απίστων θήσει». Αλλά αυτό για εμάς μεν αποτελεί μόνον απειλή, επειδή ο Δεσπότης αναμένει φιλανθρώπως τη μετάνοιά μας. Ενώ τους Ιουδαίους τους διχοτόμησε από εδώ, προς σωφρονισμό ιδικόν μας, και τους απαλλοτρίωσε από την προς Αυτόν και τον Αβραάμ συγγένεια, λέγοντας προς αυτούς: «υμείς εκ του πατρός υμών, του διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας αυτού θέλετε ποιείν». Και πάλιν: «ει τέκνα του Αβραάμ ήτε, τα έργα του Αβραάμ εποιείτε αν». Ότι δε αυτοί ήσαν από το γένος του Αβραάμ, ποίος δεν το γνωρίζει; Εάν λοιπόν η διαφοροποίηση των έργων και των τρόπων καταργεί και την κατά σάρκα συγγένεια, και απομακρύνει και τους εξ αίματος υιούς από την υιότητα, πώς η δια των έργων και των τρόπων μας ανομοιότης προς Αυτόν δεν θα αποξενώσει από την Θείαν υιοθεσίαν, εμάς που δεν μπορούμε να αναγάγωμε ούτε την κατά σάρκα γενεαλογία μας στον Χριστό, και δεν θα καταλήξει να μας συντάξει μαζί με το νοητό εχθρό;

Αυτά όμως και ο Κύριος από φιλανθρωπία κατηξίωσε να τα ειπεί, και τολμούμε να τα λέγωμε προς εσάς και εμείς, οι οποίοι υποκείμεθα στα ίδια πάθη, ώστε να μην τα πράττουμε. Να μην τα πάθουμε, Για να μην καταστήσουμε τους εαυτούς μας υπεύθυνους για την καταδίκη εκείνων που οριστικώς θα αποβληθούν. Διότι είναι δυνατόν εδώ, όχι μόνον να αποφύγουμε αυτά με τη μετάνοια, αλλά και διά των καρπών της μετανοίας να σταθούμε και να αφομοιωθούμε με τον Υιό του Θεού, ο οποίος ημπορεί να «εξάγει αξίους εξ αναξίων», και να τους υιοποιεί δια του εαυτού του με τον ύψιστον Πατέρα, και να τους καθιστά κληρονόμους και συγκληρονόμους της δόξης και της Βασιλείας Αυτού του ιδίου και του Πατρός. Αμήν.

 

13ος -14ος Αιών - ΕΠΕ Αγ. Γρηγορίου Παλαμά τομ. 10, σελ. 250, Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 193 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς

Πηγή ηλ. κειμένου: "Ορθόδοξη Πορεία"

Αρέσκεται ο Θεός στον τρόπο που ζω;



Αρέσκεται ο Θεός στον τρόπο που ζω;

Έτυχε να έρθουν εδώ τρεις κύριοι, αρκετά σπουδαίοι. Κάθισαν εκεί, λοιπόν, κι εγώ καθόμουν σε αυτό το παγκάκι και περίμενα να πουν κάτι, επειδή άκουσα από κάποιον το εξής ρητό: Δεν είναι καλό για έναν ανόητο ν' ανοίγει το στόμα του μπροστά σ' έναν έξυπνο, γιατί μπορεί να στεναχωρήσει τον έξυπνο. Και περίμενα να μιλήσουν και ήμουν έτοιμος ν' απαντήσω στην ερώτησή τους. Όμως δεν έλεγαν τίποτα και απλώς με κοιτούσαν. 
Βλέποντας ότι η ώρα περνάει και ξέροντας ότι κάποιος άλλος περιμένει έξω, τελικά, τους μίλησα: 
-Κύριοί μου, να ξέρετε ότι αν πεθάνω τώρα, θα με πάρει ο Διάβολος. Δεν μου αρέσει ο τρόπος που ζω. Ούτε στον Θεό αρέσει το πώς ζω.
Ένας κύριος βρέθηκε σε σύγχυση:
- Αλίμονό μου, αλίμονο, να ξέρετε ότι μ' έχετε απογοητεύσει. Αν λέτε ότι ο Διάβολος θα σας πάρει στην Κόλαση, τότε τι μένει σ' εμάς να κάνουμε;
Και του απάντησα:
- Είναι δική σας υπόθεση και δικό σας θέλημα. Είσαστε έξυπνοι άνθρωποι. Ενώ ένας ανόητος πάντα αποβλέπει στο να πέσει σ' ένα χαντάκι, επειδή μόνο αυτό μπορεί. Γιατί ν' απαιτούμε από αυτόν κάτι, που δεν μπορεί να εκπληρώσει; Επομένως, για εσάς είναι πιο εύκολο να υπερβείτε τη δυσκολία. Έτσι.
Επίσης συμπλήρωσα:
- Αν ήμουν στη θέση σας, θα πήγαινα σ' έναν καλό πνευματικό για εξομολόγηση. Αυτός θα σας δίδασκε πώς να συγχωρείτε τον πλησίον σας και, ταυτόχρονα, πώς να πηγαίνετε στην εκκλησία. Και, φτάνοντας στην εκκλησία, θα έβλεπα τους άλλους καλύτερους από μένα και τον εαυτό μου τον πιο αμαρτωλό, λέγοντας μέσα μου: «Θεέ, δέξου με τον μετανοούμενο».
Τι ακούω στην εκκλησία; Το «Πάτερ ημών!». Ενώ, βγαίνοντας έξω από την εκκλησία, ξαφνικά συναντάω έναν άνθρωπο, που κάποτε μου έκανε κακό. Κι αισθάνομαι ότι τον σιχαίνομαι. Εκείνην τη στιγμή συνειδητοποιώ ότι ξέχασα πως μόλις τώρα έλεγα την προσευχή «Πάτερ ημών». Αλίμονό μου, επειδή στην προσευχή λέγεται: «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Του τ' άφησα άραγε; Είχα άσχημες σκέψεις για τον άνθρωπο, που μου έκανε κακό. Αυτό είναι το τέλος για μένα. Έτσι.

Στη συνέχεια πρόσθεσα το εξής:
- Κύριοί μου, επειδή ήρθατε εδώ, να ξέρετε ότι θα σας πω και κάτι χαρμόσυνο. Εάν θέλετε να σωθείτε, να προσέχετε μόνο ένα πράγμα: Να μην κάνετε στον άλλον αυτό, που δεν το θέλετε για τον εαυτό σας.
Ένας απ’ αυτούς δεν μπορούσε να κατανοήσει αυτά που τους έλεγα και τότε είπα:
- Ρωτάω επίσης και τη συνείδησή μου: «Συνείδηση, πες μου την αλήθεια. Αν πεθάνω τώρα, ο Θεός θα με σώσει; Ο Θεός αρέσκεται στον τρόπο της ζωής μου;». Και η συνείδηση θ' αρχίσει να με πείθει ότι πρέπει να διορθώσω τη ζωή μου, με τη βοήθεια της εξομολόγησης, της προσευχής. Τη νύχτα, μετά από δυο ώρες ύπνου, να σταθώ για προσευχή και να κλάψω λιγάκι με όλη μου την καρδιά. Επίσης, είναι σημαντικό, όταν προσεύχομαι, να μην κρατώ τίποτα κακό σε κανέναν. Πράττοντας έτσι, το Άγιο Πνεύμα δεν θα σας εγκαταλείψει. Να έχετε την βοήθεια του Κυρίου!
Μετέφρασε από τα Ρουμανικά στα Ρωσικά η Ζηναϊδα Πεϊκόβα
Μετέφρασε από τα Ρωσικά στα Ελληνικά η Κατερίνα Πολονέιτσικ

Pravoslavie.ru
7/15/2022

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ



ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ 
Φέρε μου μάνα να χαρείς 
τα σκολιανά μου ρούχα 
και πανηγύρι γίνεται 
κι όμορφο χοροστάσι  
κι η λύρα παίζει τσοι σκοπούς 
κι όλους τσ’ αναμαζώνει 
κοπέλια, νέους, κοπελιές, 
γέρους, μεσοκαιρίτες 
και τούτη την ανελωμή 
δεν μ-πρέπει να τη χάσω …

 

Θε’ μου την ν-τόση-ν ομορφιά 
που χουν ν-τα πανηγύρια, 
που ‘ναι με αγάπη και χαρά 
γεμάτα τα ποτήρια, 
που σμίγουν-ε οι χωριανοί 
με τσοι ξενιτεμένους 
και με συντέκνους ακριβούς 
και φίλους μπιστεμένους,  
 
θωρείς παππούδες τση πρεπιάς 
κι άρχοντες πατεράδες, 
για χάρη τση πατούλιας τος 
να δίνουν-ε παράδες 
κι η πιο ερωντική στιγμή 
που τη βραδιά ομορφίζει, ε 
ίναι που η κάθε κοπελιά 
βγαίνει και στραταρίζει

 

κι ο νιος με το μαντήλι ν-του 
την-ε κρατεί στα ζάλα 
και στου σεβντά αντιστέκεται 
τα πάθη τα μεγάλα 
κι ετσά διαβαίνει η βραδιά 
και του γλεντιού το νάμι 
κι έρχεται ο ήλιος το πρωί 
το πάσο ν-του να κάμει

 

και να ‘πομείνει η βραδιά 
στη σκέψη των ανθρώπω’ 
και να δοξάζουν ν-το’ Θεό 
και τούτον-ε τον ν-τόπο  

 

Χαρώ σε πανηγύρι μου 
με τσ’ όμορφες εικόνες, 
που δε χαλά η λάμψη σου 
κι ας φεύγουν οι αιώνες .

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

«Η κατάθλιψη είναι πνευματικός σταυρός»

 

 
«Η κατάθλιψη είναι πνευματικός σταυρός», 
του είπε η μάτουσκα. 
«Την επιτρέπει ο Θεός για να βοηθήσει εκείνους πού θέλουν μα δεν ξέρουν πώς να μετανοήσουν, εκείνους δηλαδή πού, αφού μετανοήσουν, ξαναγυρίζουν πάλι στις παλιές αμαρτίες τους… Την τρομερή αυτή ψυχική δοκιμασία μόνο δύο φάρμακα μπορούν να την θεραπεύσουν: είτε πρέπει να μάθει να μετανοεί σωστά κανείς και να προσφέρει έργα μετανοίας, ή να υπομένει τον πνευματικό σταυρό, την κατάθλιψη, με ταπείνωση, πραότητα, υπομονή κι ευγνωμοσύνη στον Κύριο. Να γνωρίζεις πώς τον σταυρό αυτόν ο Κύριος θα τον λογαριάσει ως καρπό μετανοίας... Έπειτα, σκέψου πόσο μεγάλη παρηγοριά είναι να συνειδητοποιείς πώς η δοκιμασία σου είναι ο κρυφός καρπός της μετάνοιας, ένας ανεπίγνωστος αυτοκολασμός λόγω της απουσίας απαραίτητων έργων… Με τη σκέψη αυτή πρέπει ο άνθρωπος να φτάσει στη συντριβή. Και τότε η κατάθλιψη σιγά σιγά υποχωρεί κι οι αληθινοί καρποί μετανοίας θ’ αναπτυχθούν…»


 Αγία Νεομάρτυς Μαρία της Γκάτσινα - ΕΔΩ 

 

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2022

«ΤΙ ’Ν’ ΟΛ’ ΑΥΤΑ ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΑ;»

 «ΤΙ ’Ν’ ΟΛ’ ΑΥΤΑ ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΑ;»

Κάποτε, στο ασκητικό σώμα του Γερο - Θεοφύλακτου [εδώ]  εκδηλώθηκε και διαγνώστηκε καρκίνος. Για το λόγο αυτό, ετοιμάσθηκε από τους πατέρες ο παππούς και μετέβη κάτω στην Αθήνα. Εκεί φιλοξενήθηκε από την ανιψιά του, την Θεώνη, η οποία ανέλαβε και όλα τα ζητήματα της ασθενείας του. Η ίδια εκμυστηρεύθηκε στους πατέρες ότι οι γιατροί τού έδωσαν όλο κι όλο είκοσι μέρες ζωή. Κατόπιν, με τη συμφωνία των πατέρων, έμενε στην Καλύβη των «Αβραμαίων» για να του δοθεί η καλύτερη περιποίηση για όσο διάστημα ζήσει. Του άρχισαν τη θεραπεία με τα φάρμακα κατά του καρκίνου, αλλά ο ίδιος δεν ήθελε με τίποτα να τα πάρει. «Πονάω!», έλεγε, «δεν θέλω να τα πάρω!... Αφήστε με!..». Κι έτσι οι πατέρες, κάνοντας υπακοή σε αυτή του την επιθυμία, δεν του δίνανε καθόλου φάρμακα γνωρίζοντας τα αποκαρδιωτικά προγνωστικά των γιατρών.

Όταν πέρασε ο καιρός, ο παππούς ζήτησε να πάει και πάλι στους γιατρούς. Οι Γεροντάδες, όμως, δεν ήθελαν να τον αφήσουν να πάει για να μην καταταλαιπωρηθεί. Ο νεαρός, τότε, π. Ανδρέας των «Αβραμαίων» γυρίζει και του λέει απροκάλυπτα: 
- Παππού, έχεις καρκίνο και σε λίγες μέρες θα πεθάνεις! Τι θες, πάλι, τους γιατρούς;... 
Τότε, χωρίς να δείξει την παραμικρή ανησυχία γι’ αυτό, γιατί προφανώς το ήξερε, λέει: 
- Παιδί μου, θαύμα!... Μεγάλο θαύμα!... 
Και σταυροκοπήθηκε. 
Και με μεγάλη κατάνυξη άρχισε να διηγείται: 
- Όταν ήμουν στο νοσοκομείο μπήκαν μέσα στο θάλαμο τρεις νέοι άνδρες· και ο ένας απ’ αυτούς φαινόταν σαν «αρχηγός» τους, πιο ισχυρός. 
Με ρώτησε: 
- Τι έχεις; 

Κι εγώ του είπα: 
- Παιδί μου, δεν μπορώ!...  

Τότε, μ’ έπιασε τον καρπό του χεριού, σαν να μου μέτραγε το σφυγμό, και μου είπε: 
- Καλά πάμε! 

Κι έφυγε, αφήνοντάς μου μια αγαλλίαση εσωτερική. Όταν ήλθα πίσω στη Σκήτη, ακούω έξω μια «οχλαγωγία» και βλέπω όλους τους είκοσι αγίους Αναργύρους και τον προεξάρχοντα ηγέτη τους, «το χρυσό μου το παλικάρι» - έτσι αποκαλούσε τον άγιο Παντελεήμονα - να έρχεται κοντά στο κρεβάτι μου και να μου λέει:  
- Τί ’ν’ όλ’ αυτά τα φάρμακα; Άφησέ τα, αυτά!...  

Και τά ’ριξε κάτω στο πάτωμα κι άφησε μόνο δύο απ’ αυτά, λέγοντάς μου: 
- Απ’ αυτά θα πάρεις μόνο! 

Κι από τότε, είμαι καλά!... 
Γι’ αυτό δεν ήθελε να πάρει πλέον τα φάρμακα! Γιατί «το χρυσό του το παλικάρι» τού τα πέταξε κάτω από το τραπέζι και τον είχε ήδη θεραπεύσει! Ο παππούς ο Γερο - Θεοφύλακτος μετά απ’ αυτό το θαύμα έζησε όχι για είκοσι μέρες, όπως διέγνωσαν αρχικά οι γιατροί, αλλά τουλάχιστον για έξι χρόνια ακόμη. Έπειτα, επέτρεψε ο Θεός τον καρκίνο που εμφανίστηκε και πάλι κι έφυγε πραγματικά σαν πουλάκι!...
 
Ἕτερον ἀπολυτίκιον
ὅλων τῶν Εἴκοσι ἁγίων Ἀναργύρων
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν εἰκοσάριθμον, 
ἔνθεον φάλαγγα,
τὴν ἐξαστράπτουσαν, 
χάριν οὐράνιον,
τῶν Ἀναργύρων τῶν λαμπρῶν,
τὸ στίφος ἀνευφημοῦμεν·
οὗτοι γὰρ κατέβαλον
τοῦ βελίαρ τὴν δύναμιν,
πάντων τὰ νοσήματα
συμπαθῶς ἐξιώμενοι,
τῶν μετ’ εὐλαβείας βοώντων·
δόξα Θεῷ τῷ ἐν Τριάδι.
Ιερομονάχου Προδρόμου:
«Ο Γέρων Θεοφύλακτος ο Νεοσκητιώτης»
(Το ευωδέστατον άνθος της Χάριτος),
Έκδοσις Ιερά Καλύβη
«Σύναξις των Αγίων Αναργύρων»,
Νέα Σκήτη – Άγιον Όρος, 2007.


Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

Τότε που στη Μεσαρά έκανα λιτανείες για να βρέξει. Μία λιτανεία στην Πόμπια.



Τότε που στη Μεσαρά έκανα λιτανείες για να βρέξει. 
Μία λιτανεία στην Πόμπια.

Από παλιά είχαμε προβλήματα με τις λίγες βροχές στην Πόμπια και γενικά στη Μεσαρά. 
Μία χρονιά δεν είχαμε νερό ούτε για να πιούμε. Ας είναι καλά η παλιά βρύση που δεν στέρεψε ποτέ και τα πηγάδια του χωριού. 
Πόσα; 
Αμέτρητα! 
Εγώ ήμουν ο νερουλάς του σπιτιού και του καφενείου. Έφερνα νερό από το πηγάδι του Μαγλινού. Ήταν ψηλά πάνω από το σπίτι των Κανακάκηδων πετρόκτιστο και σκεπαστό. 
Μόνο εμένα άφηνε Ευαγγελία να παίρνω.
Είμαστε δικαιολογία έλεγε.
 
Δεν έχω πιεί πιο καθαρό, νόστιμο και κρύο νερό. 
Για την λάτρα του σπιτιού, έπαιρναν νερό από της Χατζίνας και την τουλούμπα του Μύρω του Φραγκάκη από το περιβόλι του. 
Στον κάμπο οι ποταμίδες είχανε μπόλικο νερό και χέλια. Η γριά Αμάτα  έβγαζε άφθονο νερό αλλά  στη ρίζα τα πράγματα ήταν αλλιώς. 
Οι λίγες ελιές είχαν στρέψει τα φύλλα τους και στα σπαρμένα τα άδεια χωράφια δεν είχαν ψηλώσει καθόλου. 
Μα αφού δεν έβρεξε ο ευλογημένος τι να σου κάνουνε τα κακορίζικα. 
Ένα ποδάρι θα πομείνουνε. 
Την Κυριακή μετά το τέλος της λειτουργίας ο παπάς δεν πάει στην πύλη να μοιράζει αντίδωρο… 
Πάει στο Δεσποτικό θρόνο και λέει:   
-Χριστιανοί η εκκλησία του Χριστού συμμερίζεται την αγωνία και τον πόνο των χωριανών μας που λόγω της ανομβρίας κινδυνεύουν να χάσουν τη σοδειά τους. Θα δεήσουμε στον Ύψιστο να δώσει  βροχή να γλιτώσει η σοδιά.  Θα κάνουμε λιτανεία. Πηγαίνετε στα σπίτια σας, κάντε τις δουλειές σας και στις 2:00 ελάτε εδώ να αρχίσουμε. 
Με τις παροτρύνσεις των ηλικιωμένων και από περιέργεια πήγα μαζί με τον Κωστή τον Ζαφειράκη. 
Ο Κωστής ο Γιρβαλάκης,  ο Βοριάς λέει: 
 -Ο παπα Κωσταντής όταν έκανε λιτανεία πάντοτε έβρεχε μέσα σε 2-3 ημέρες, αλλά ήταν παπάς, όχι ψευτιές.  Όταν κρατούσε το δισκοπότηρο και έλεγε τα «σα εκ των  σων» έτρεμε  σαν το ψάρι το χέρι του και έπεφτε ο ιδρώτας από το κούτελο του σαν τις ρώγες. 
Μαζευτήκαμε στον Άη Γιώργη στην αυλή. το Γιωργιώ τον Μπαστάκη «Πετειναρακη» μοιράζει τα εξαπτέρυγα. 
Πάει να μου δώσει ένα και κάνω πως κοιτάζω αλλού και το δίνει στον Κωστή του Ζαφείρη. Παραμιλούσε συνέχεια που ξέστριψα εγώ και πήρε αυτός το εξαπτέρυγο. 
Παίρνει ο παπάς το θυμιατό και το Γιωργιώ ο καντηλανάφτης το σταυρό και ξεκινάμε.
Προς τον Άγιο Στυλιανό.
 
Κάθε λίγο στέκεται και ο παπάς και κάνει δέηση στον ουρανό. 
Δεν μπήκαμε μέσα στον Άγιο Στυλιανό. Μόνο ο παπάς μπήκε. 
Μόλις έρχεται μας λέει: 
  - Στην Αγία Σοφία τώρα… 
Είναι κάτω από το δημοτικό σχολείο από τα χωράφια… 
Πάμε πίσω από το μνημείο «δεν ήταν ακόμα νεκροταφείο» μέσα από τα χωράφια. 
Κάθε λίγο γονυκλισίες ο παπάς. 
Πρέπει να μάτωσα τα γόνατά του. 
Άρχισα να παίρνω στα σοβαρά τη λιτανεία. 
Είχε ένα στενό χωματόδρομο ανάμεσα από κάτι αλώνια και ξαφνικά από δυτικά  σηκώνονται δύο σύννεφα. 
-Μπα, μου λέει ένας ειδήμων. Αυτά δεν είναι νέφελα «σύννεφα» βροχής. Ας βρέξει Αυτός και ας βρέξει και αύριο. 
Εγώ πήγαινα από τα χωράφια, πρόσεχα μόνο τις πέτρες να μην στραμπουλίξω κανένα αστράγαλο. 
Είπαμε και ένα τροπάριο του Αγίου Γεωργίου «ο των αιχμαλώτων ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής» άλλο ένα τροπάριο του Αγίου Κωνσταντίνου και σαν άρχισε να δροσίζει! 
Πέφτουν οι πρώτες ψιχάλες χοντρές, χοντρές και κάνει μία μπόρα άνευ προηγουμένου. 
Αλαλαγμοί χαράς και ζητωκραυγές και ο παπάς γονατιστός να συνεχίσει να ψέλνει αλλιώτικα. Σαν να κλαίει. 
Σηκώνεται αργά-αργά βγάζει το καλυμμαύκι του να βραχεί και το κεφάλι… 
«Δόξα την Ανάσταση Ιησού Χριστέ» και έλαμψε το πρόσωπό του… 
 -Πάμε παιδιά μου, γιατί η βροχή δυναμώνει.
Ο κυρ Μιχάλης Χανιωτάκης είναι συνταξιούχος γιατρός από την Πόμπια το γεγονός που περιγράφει συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του 50, ο ιερέας που έκανε την λιτανεία ονομαζόταν Αδαμάντιος Τζουγανάκης και ήταν και δάσκαλος στο Πέρι.


Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

Γρηγορίου του Θεολόγου: Προτρεπτικός στην Ολυμπιάδα



Παιδί μου, 

Σου στέλνω την επιστολή μου αυτή σαν δώρο αγαθό, εγώ ο Γρηγόριος. Η πατρική παραίνεση είναι η καλύτερη. 
 
Το χρυσάφι και οι πολύτιμοι λίθοι δεν στολί­ζουν τις ευγενικές γυναίκες, Ολυμπιάδα. Και το βάψιμο, σε πρόσωπο αρχοντικό γίνεται μάσκα, πού κρύβει την αληθινή όψη. Τα πορφυρά και χρυσοΰφαντα λεπτά φορέματα σε άλλες άφησέ τα. Σε όσες δεν διαθέτουν βίο καθαρό, κρυστάλλινο. Εσύ να συνεχίσεις να φροντίζεις τη σωφροσύνη και το κάλλος, πού βλέπουν κι οι τυφλοί ακόμα. Το ήθος είναι άνθος μόνιμο και σταθερό στην καλόφημη γυναίκα. Πρώτα να σέβεσαι τον Θεό κι έπειτα τον άντρα σου. Αυτόν μόνο ν’ αγαπάς και να ζητάς, μόνο σ’ αυτόν ν’ αρέσεις. Κι όσο τελειότερα εκείνος σ’ αγαπά, τόσο πιο δυνατή κι ασίγαστη ας είναι για κείνον η στοργή σου. Έχε θάρρος διακριτικό, όχι όσο παρακινεί ο πόθος του αγαπημένου σου· διότι σε όλα υπάρχει χορτασμός, σε όλα, μα στην αγάπη δεν πρέπει να υπάρχει.  
Μη σηκώσεις ποτέ στον άντρα σου το ανάστημα σου. Να μη μιλάς για τη γενιά σου, ούτε για τα φορέματα σου να κομπάζεις, ή να περηφανεύεσαι, για το μυαλό σου. Σοφία εξάλλου είναι να κάνεις ο, τι απαιτεί ο γάμος. Σε σάς τούς δύο όλα τα έκανε κοινά ο δεσμός του. Να υποχωρείς, όταν θυμώνει ο άντρας σου, κι όταν κουράζεται να τον παρηγορείς με λόγια τρυφερά και συμβουλές καλές. Κι ο δαμαστής των λιονταριών δεν ησυχάζει βίαια το θηρίο, όταν αυτό βρυχάται με θυμό. Με λόγια μαλακά και χάδια το δαμάζει. 
Ποτέ να μην προσβάλλεις για κάποια ζημιά τον άντρα σου, ακόμα κι αν από θυμό φουσκώσεις. Ωφέλεια θα σου δώσει η αυτοσυγκράτηση. Μην τον μαλώσεις γι’ άστοχες ενέργειες, σωστό δεν είναι. Ξέρεις, πολλές φορές ο δαίμονας τα καλά έργα ματαιώνει. Κι ως αδρανή μην τον κατηγορήσεις. 
Όποιον δεν συμπαθεί ο άντρας σου, μην τον παινεύεις για να τον κάνεις φίλο του με πονηριά. Στους ευγενικούς άντρες ταιριάζει η ευθύτητα, μα ιδιαίτερα στις ευγενικές γυναίκες. Να έχετε κοινές χαρές και λύπες, έτσι πορεύεται μπροστά η γαμήλια αγάπη. Να λες τη γνώμη σου, αλλά ν’ αφήνεις την απόφαση σ’ εκείνον. Όταν στενοχωριέται να συμπάσχεις. Βάλσαμο είναι στον πόνο μας η συμπαράσταση του φίλου. Γρήγορα όμως να δείχνεις όψη χαρούμενη και δίχως αγωνία. Υπήνεμο λιμάνι στο λυπημένο σύζυγο είναι η γυναίκα του. Οι φροντίδες του νοικοκυριού να συνοδεύονται από σκέψεις ιερές. Πίσω σου την πόρτα του σπιτιού μη κλείνεις, ούτε να πηγαίνεις σε δημόσιες διασκεδά­σεις. Εκεί σμίγουν τα μάτια με τα μάτια και η συνήθεια διώχνει τη ντροπή, και η απώλεια της ντροπής γίνεται όλων των κακών μητέρα. Να πηγαίνεις σε καλές συναντήσεις, όπου καλλιεργείται κι ενισχύεται η φιλία με τούς συνετούς, κι όπου στο νου σου θα χαραχτούν λόγοι καλοί. Να κάνεις παρέα με τούς φρόνιμους από τούς συγγενείς σου, με Ιερείς και με τούς σοβαρούς νέους ή γέρους. Με αλαζονικές γυναίκες, πού έχουν όψη δημίου, μην πηγαί­νεις, μα ούτε και με ευσεβείς, πού ο άντρας σου δεν συμπαθεί, κι ας τις εκτιμάς εσύ. Τι σημαντικότερο υπάρχει από τον άντρα σου πού τόσο αγάπησες; Υψηλά φρονήματα να έχεις, μα όχι υψηλοφροσύνη. Τις άγνωστες στους άνδρες γυναίκες εκτιμώ. Μη σπεύδεις να πηγαίνεις στα γλέντια των γάμων και των γενεθλίων. Εκεί τα γέλια κυριαρχούν, τα χοροπηδήματα και τα άτοπα αστεία. Όλων αυτών τα θέλγητρα και οι ευχαριστήσεις λιώνουν τη σω­φροσύνη καθώς ο ήλιος το κερί. Μήτε στο σπίτι σου να κάνεις άμετρα συμπόσια παρόντος ή απόντος τού συζύγου σου. Η περιορισμένη κοιλιά είναι των παθών κυρίαρχη, την απύλωτη φοβάμαι, όπως κι ο σύζυγος... Να μη μορφάζεις από θυμό, όσο κι αν είσαι οργισμένη. Όνειδος είναι τούτο στους αν­θρώπους γενικά, στις γυναίκες είναι κι ασχήμια.
Στ’ αυτιά, καλά ακούσματα κι όχι μαργαριτά­ρια, κι ο νους να κλείνει απ’ έξω τα κακά. Έτσι, κλειστά ή ανοιχτά, η ακοή θα μένει αγνή. Να στάζει από τα βλέφαρά σου παρθενική ντροπή κι αγνότη­τα μπροστά στο σύζυγό σου, κι όσοι σε βλέπουν να σε σέβονται.
Αν έχεις γλώσσα αχαλίνωτη, πάντα δυσάρεστη στον άντρα σου θα είσαι. Η άσκεφτη γλώσσα έβλα­ψε συχνά και τούς αθώους. Προτιμότερη η σιωπή και όταν πρέπει να μιλήσεις, παρά να το κάνεις την ώρα της σιωπής... Βήμα αλαζονικό τη σωφρο­σύνη διαψεύδει και στο περπάτημα ακόμα μπορεί να υπάρχει ακολασία. Άκουσε και τούτο: Να μην αφήνεσαι αχαλίνωτη στην ερωτική ορμή και πάντα να μη χαρίζεσαι στον άντρα σου. Πείσε τον σιγά-σιγά να σέβεται τις ιερές ημέρες. Η εικόνα τού Θεού πρέπει να υποτάσσεται στους θείους νόμους, αν και ο άσαρκος Υιός τού Πατρός έδωσε το γάμο στο πλάσμα του για να το βοηθήσει. Με τούς απερχόμενους κι ερχόμενους ωσάν τα κύματα στέκεται η ζωή πού ρέει. 
Αλλά γιατί να στα προσφέρω αυτά εγώ ιδιαίτερα; Ξέρω παραίνεση πολύ ανώτερη από τη δική μου, αφού έχεις, χαριτωμένη μου, το θείο δώρο, τη Θεοδοσία. Αυτή τη θηλυκή Χειρωνίδα έχε τώρα, στην αρχή του γάμου σου, σύμβουλο σε κάθε λόγο ή έργο σου. Σε παρέλαβε από τον πατέρα σου και σε διαμόρφωσε με ήθη χρηστά. Αυτή, η αδελφή του αγιότατου αρχιερέα Αμφιλόχιου, πού έστειλε ο Θεός μαζί με την αγνή Θέκλα, την μεγαλόφωνη κήρυκα της αλήθειας και δική μου δόξα. Κι αν έλαβες από εμέ τον γέροντα κάποιο λόγο καλό, φύλαξε τον στα φυλλοκάρδια σου μαζί με τον εξαίρετο σύζυγό σου, πού την περηφάνια του για σένα ξεπερνά η ηθική σου ανωτερότητα.
Αυτό το δώρο τώρα σου προσφέρω. Αν θέλεις και καλύτερο, σου εύχομαι να γίνεις σαν πολύκαρπη άμπελος, για να δοξάζεται ο Θεός από περισ­σότερους, αφού βέβαια ερχόμαστε στον κόσμο από Εκείνον και σ’ Εκείνον επιστρέφουμε.

 

Άννας Κωστάκου - Μαρίνης, ΟΙΝΟΝ ΟΥΚ ΕΧΟΥΣΙ, η πιο όμορφη ιστορία αγάπης, εκδοτική παραγωγή: Επτάλοφος, 2013 σελ, 71-76

Τί θρηνεῖς καί τί κτυπιέσαι; Γιατί ἐπιβάλλεις στόν ἑαυτό σου τόσες τιμωρίες ὅσες οὔτε καί οἱ ἐχθροί σου δέν μπόρεσαν ὥς τώρα νά σοῦ καταφέρουν;


Πρός τήν Διακόνισσα Ὀλυμπιάδα 
Ἐπιστολή 9η
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Τί θρηνεῖς καί τί κτυπιέσαι; Γιατί ἐπιβάλλεις στόν ἑαυτό σου τόσες τιμωρίες ὅσες οὔτε καί οἱ ἐχθροί σου δέν μπόρεσαν ὥς τώρα νά σοῦ καταφέρουν; Γιατί παραδίδεις τόσο πολύ τήν ψυχή σου στήν τυραννία τῆς ἀθυμίας; Τά γράμματα πού μοῦ ἔστειλες μέ τόν Πατρίκιο μοῦ φανέρωσαν αὐτά τά ψυχικά σου τραύματα. Ἔχω μεγάλο πόνο μέ ἐσένα. Γιατί ἐνῶ θά ἔπρεπε νά κάνεις τά πάντα, ὥστε νά διώξεις ἀπό τήν ψυχή σου τήν ἀθυμία, ἐσύ γυρίζεις συνεχῶς γύρω ἀπό τά ἴδια θέματα καί καταγίνεσαι μέ ὀδυνηρούς λογισμούς - πλάθοντας μάλιστα φανταστικές ἱστορίες - ξεσχίζοντας ἔτσι καί καταστρέφοντας τόν ἑαυτό σου ἄσκοπα καί μάταια. 
Γιατί στενοχωριέσαι πού δέν μπόρεσες νά κάνεις κάτι, ὥστε νά φύγω ἀπό τήν Κουκουσό; Αὐτό τό ἔκανες ἤδη μέ τήν προαίρεση καί μέ τίς διάφορες ἐνέργειες πρός τούς ὑπεύθυνους παράγοντες, κινητοποιώντας τούς πάντες καί τά πάντα. Ἄν τελικά, δέν εὐοδόθηκε ὁ σκοπός αὐτῶν τῶν κινητοποιήσεων, ἐσύ γιατί θά πρέπει νά λυπᾶσαι καί νά πονᾶς; Μπορεῖ ὁ Θεός νά θέλει νά διανύσω διπλό δρόμο, ὥστε νά μέ ἀμείψει περισσότερο. Γιατί λοιπόν πονᾶς γιά ἐκεῖνα πού μέ ἀνακηρύττουν νικητή; Ἐσύ θά ἔπρεπε νά σκιρτᾶς γι’ αὐτά καί νά χορεύεις φορώντας στεφάνια. Κι αὐτό γιατί καταξιώθηκα νά δεχθῶ τέτοια τιμή ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τήν ἀξία μου. 
Σέ λυπεῖ μήπως ἡ ἐρημιά πού ἐπικρατεῖ ἐδῶ; Καί τί εἶναι γλυκύτερο ἀπό τήν ἐδῶ διαμονή; Ἐδῶ εἶναι ἡσυχία, γαλήνη, πολλή ἀμεριμνία καί ὑγιεινό κλῖμα. Ἄν ὁ τόπος δέν ἔχει καταστήματα καί ἀγορά, ἐμένα τί μέ ἀπασχολεῖ αὐτό; Στήν πραγματικότητα μοῦ ἔρχονται τά πάντα σάν νά βρισκόμουν καί νά ψώνιζα σέ μεγάλα καταστήματα. Ἐδῶ ἔχω δικό μου ἄνθρωπο, τόν ἐπίσκοπο καί τόν Διόσκουρο πού κάνει τά πάντα γιά νά μέ ἀναπαύσει. Θά σοῦ μιλήσει γι’ αὐτό τό θέμα καί ὁ καλός μας Πατρίκιος. Αὐτός θά σοῦ περιγράψει τό πόσο εὐχάριστα ζῶ ἐδῶ, μέ πόση ἀνάπαυση καί εὐκολία. 
Ἄν βέβαια θρηνεῖς γιά ὅσα συνέβησαν στήν Καισάρεια αὐτό δέν σέ τιμᾶ. Διότι καί ἐκεῖ πάλι πλέχθηκαν γιά μένα λαμπρά στεφάνια, ὥστε ὅλοι νά μέ ἐξυμνοῦν, νά μέ θαυμάζουν καί νά ἀποροῦν, μή ἐννοώντας τούς λόγους γιά τούς ὁποίους βρέθηκα στήν ἐξορία καί σέ τόσο μεγάλη κακοπάθεια. Αὐτά ὅμως νά μήν τά πεῖς σέ κανέναν, ἄν καί πολλοί τά συζητοῦν ἤδη καί τά διαδίδουν. Πράγματι, ὁ ἀγαπητός μου Παιάνιος μοῦ εἶπε ὅτι οἱ πρεσβύτεροι τοῦ ἐπισκόπου Φαρετρίου πού βρίσκονται ἐδῶ διαδίδουν ὅτι ἔχουν κοινωνία μέ ἐμένα καί ὅτι δέν συμμερίζονται τίς ἀπόψεις τῶν ἀντιθέτων, δέν ἔχουν καμιά σχέση καί πολύ περισσότερο, καμιά κοινωνία μαζί τους. Γιά νά μή ξεσηκωθοῦν λοιπόν καί ἀρχίσουν νά μᾶς ἐπιτίθενται ἀνοικτά, κράτησε σιωπή σχετικά μέ ὅ,τι σοῦ λέω. 
Αὐτά πού μᾶς συνέβησαν εἶναι πραγματικά πολύ θλιβερά. Ἀκόμα κι ἄν δέν μοῦ εἶχε συμβεῖ τίποτα ἄλλο κακό, θά ἀρκοῦσαν ὅσα συνέβηκαν ἐκεῖ γιά νά μοῦ ἐξασφαλίσουν πλούσια βραβεῖα. Τόσο πολύ κινδύνευσα, ὥστε ἔφθασα μέχρι τό θάνατο. Παρακαλῶ ὅμως αὐτά νά τά κρατήσεις μόνο γιά τόν ἑαυτό σου. Θά σοῦ τά διηγηθῶ ὅλα σύντομα, ὄχι γιά νά σέ λυπήσω, ἀλλά γιά νά σέ εὐφράνω. Γιατί αὐτά εἶναι τά ἀντικείμενα τοῦ ἐμπορίου μου, αὐτός εἶναι ὁ πλοῦτος μου, αὐτά εἶναι πού θά μοῦ σβήσουν τίς ἁμαρτίες μου. Ἐννοῶ τό νά βαδίζω συνεχῶς ἀνάμεσα σέ τέτοιους πειρασμούς καί ἀναπάντεχα, νά ξεπηδοῦν προβλήματα ἀπό ἐκεῖ πού δέν τό φανταζόμουνα. 
Ἐπρόκειτο νά μποῦμε στήν Καππαδοκία, ἀφοῦ εἴχαμε πλέον γλυτώσει ἀπό τά χέρια τοῦ ἐπισκόπου τῆς Γαλατίας, ὁ ὁποῖος μᾶς εἶχε ἀπειλήσει μέ θάνατο. Τότε μᾶς συνάντησαν πολλοί ἄνθρωποι, λέγοντας: “Ὁ Φαρέτριος σέ περιμένει μέ ἀγωνία καί πηγαινοέρχεται ἀνησυχώντας μήπως προσπεράσετε καί δέν καταφέρει νά σέ συναντήσει. Ἔχει ξεσηκώσει μάλιστα γιά τήν ὑποδοχή σου καί ὅλα τά μοναστήρια, ἀνδρικά καί γυναικεῖα καί κάνει τά πάντα, ὥστε νά σέ δεῖ, νά σέ ἀσπασθεῖ καί νά σοῦ δείξει ὅλη τήν ἀγάπη του”. Ἐγώ βέβαια, τά ἄκουγα ὅλα αὐτά, ἀλλά στήν πραγματικότητα δέν πίστευα τίποτα ἀπό τά λεγόμενά τους. Τό μόνο πού σκεπτόμουν ἦταν ὅτι ἀσφαλῶς μέ περίμεναν ἀκριβῶς τά ἀντίθετα. Δέν ἔλεγα ὅμως τίποτα ἀπ’ αὐτά πού εἶχα μέσα μου σ’ ἐκείνους πού μοῦ τά μετέφεραν. 
Ὅταν τελικά φθάσαμε στήν Καισάρεια, ἀναμμένος ἀπό τή φλόγα τοῦ πολύ ὑψηλοῦ πυρετοῦ, ἀποκαμωμένος καί ὑποφέροντας μέχρι θανάτου, βρῆκα ἐπιτέλους ἕνα κατάλυμμα στήν ἄκρη τῆς πόλης. Ἀμέσως μετά, φρόντισα νά βρῶ κανένα γιατρό γιά νά μέ βοηθήσει νά σβήσω τό καμίνι τοῦ πυρετοῦ πού μέ κατέκαιε. Ἦταν τό κορύφωμα τοῦ τριταίου πυρετοῦ, τόν ὁποῖο ἐπιβάρυνε ἡ ταλαιπωρία τῆς ὁδοιπορίας, ἡ κόπωση, ἡ συντριβή, ἡ ἀπουσία ἀνθρώπων πού νά μέ διακονοῦν, ἡ ἔλλειψη τῶν ἀναγκαίων, ἡ ἔλλειψη ἰατρικῆς παρακολούθησης, ἡ καταπόνηση ἀπό τή ζέστη καί τίς ἀγρυπνίες. 
Ἔτσι, ἔφθασα στήν πόλη σχεδόν νεκρός. Τότε ὅμως ἦλθαν κοντά μου ὅλος ὁ κλῆρος, ὁ λαός, οἱ μοναχοί, οἱ μοναχές καί οἱ γιατροί. Ὅλοι αὐτοί μέ περιποιήθηκαν πολύ καί μέ διακόνησαν ὑποδειγματικά, μέ πολλή ἐπιμέλεια καί σεβασμό. Ὁ ὑψηλός πυρετός μέ εἶχε βέβαια τελείως ἐξαντλήσει, ἀλλά λίγο - λίγο ἡ ἀρρώστια σταμάτησε καί λούφαξε. 
Ὁ Φαρέτριος ὅμως δέν φαινόταν πουθενά, ἀλλά σιωποῦσε - δέν ξέρω μέ ποιά σκέψη - περιμένοντας νά φύγουμε ἀπό τήν πόλη.  
Ὅταν τελικά διεπίστωσα ὅτι τό κακό ὑποχώρησε ἤρεμα, σκεπτόμουν νά ἀναχωρήσω καί νά πορευθῶ πρός τήν Κουκουσό, ὥστε νά ἀναπαυθῶ λίγο ἀπό τίς συμφορές πού μέ εἶχαν βρεῖ κατά τή διάρκεια τῆς ὁδοιπορίας. Ἐνῶ λοιπόν βρισκόμουν σ’ αὐτή τήν κατάσταση, μᾶς εἶπαν ὅτι ξαφνικά, εἶχε ἐμφανισθεῖ πλῆθος Ἰσαύρων πού εἶχαν κυριεύσει ὅλη τήν περιοχή τῆς Καισάρειας. Εἶχαν πυρπολήσει ἤδη ἕνα χωριό καί προχωροῦσαν καταστρέφοντας ὅ,τι εὕρισκαν μπροστά τους. Ὁ ὑπεύθυνος ἀξιωματικός πού ἦταν ἐπικεφαλῆς μιᾶς ἰσχυρῆς στρατιωτικῆς μονάδας τῆς περιοχῆς, ἀποφάσισε ἀμέσως νά βγοῦν γιά νά τούς ἀναχαιτήσουν. Ἀνησυχοῦσαν τόσο, μήπως αὐτοί ἐπιτεθοῦν καί στήν πόλη καί γι’ αὐτό ἦταν φοβισμένοι καί ἀγωνιοῦσαν γιά τή ζωή καί τόν τόπο τους, ὤστε ἐπιστρατεύθηκαν γιά τή φύλαξη τῶν τειχῶν ἀκόμα καί οἱ γέροντες. 
‘Ενῶ βρισκόμαστασταν σ’ αὐτή τήν κατάσταση ξαφνικά, τά ξημερώματα ὅρμησε στό κατάλυμμά μου μιά μανιασμένη ὁμάδα μοναχῶν, ἀπειλώντας μας καί λέγοντας ὅτι ἄν δέν ἔβγαινα ἔξω, θά ἔκαιγαν κι ἐμᾶς καί τό σπίτι πού μέναμε. Δέν μποροῦσε νά τούς ἠμερέψει τίποτα, οὔτε ὁ φόβος τῶν Ἰσαύρων, οὔτε ἡ κατάστασή μου ἀπό τήν ἀρρώστια πού τόσο πολύ μέ ταλαιπωροῦσε, οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἀντίθετα, ἐπέμεναν μέ τόση ὀργή στήν ἀπειλή τους. ὥστε φοβήθηκαν κι αὐτοί ἀκόμα οἱ ντόπιοι φρουροί μας. Γιατί κι αὐτούς ἀκόμα τούς ἀπειλοῦσαν λέγοντας, ὅτι εἶχαν ἤδη κτυπήσει θανάσιμα πολλούς τοπικούς φρουρούς. 
Ὅταν οἱ φρουροί ἄκουσαν ὅλα αὐτά, ἄρχισαν νά μέ παρακαλοῦν ἐπίμονα λέγοντας: “Προτιμοῦμε νά πέσουμε στά χέρια τῶν Ἰσαύρων, παρά σ’ αὐτά τά θηρία”. Ὁ τοπικός διοικητής ἄκουσε τά συμβάντα καί ἀμέσως ἔτρεξε νά μᾶς βρεῖ, ἐπειδή ἀγωνιοῦσε γιά μᾶς καί τή ζωή μας καί ἤθελε πολύ νά μᾶς βοηθήσει. Οἱ μοναχοί ὅμως δέν δέχθηκαν οὔτε ἐκείνου τίς παρακλήσεις καί ἔτσι ἀποδείχθηκε κι αὐτός ἀνίσχυρος ὑπερασπιστής μας. Βλέποντας λοιπόν ὁ διοικητής ὅτι τά πράγματα βρίσκονταν σέ πλῆρες ἀδιέξοδο - καί μή μπορώντας νά μᾶς συμβουλεύσει νά φύγουμε καί ἔτσι νά ἐκτεθοῦμε σέ βέβαιο θάνατο, ἀλλά οὔτε καί νά παραμείνουμε στήν πόλη κάτω ἀπό τέτοια ἀπειλή - ἔστειλε ἀνθρώπους καί παρακάλεσε τό Φαρέτριο νά μᾶς ἐπιτρέψει νά μείνουμε λίγο ἀκόμη στήν πόλη λόγῳ τῆς ἀπειλῆς τῶν Ἰσαύρων. Δέν κατάφερε ὅμως καί πάλι τίποτα. Ἔτσι τήν ἑπόμενη ἡμέρα οἱ ἴδιοι μοναχοί ὅρμησαν κατεπάνω μας πιό ὀργισμένοι, ὥστε φοβήθηκαν ὅλοι καί κανένας ἀπό τούς πρεσβυτέρους δέν τολμοῦσε νά μᾶς παρασταθεῖ καί νά μᾶς βοηθήσει. Κι αὐτό γιατί ἐκεῖνοι ντρέπονταν, ἐπειδή πίστευαν ὅτι ὅλα αὐτά γίνονταν κατ’ ἐντολήν τοῦ Φαρέτριου, καί γι’αὐτό κρύβονταν ἀπό μᾶς καί ὅταν τούς καλούσαμε σέ συμπαράσταση, δέν ὑπάκουαν. 
Τί χρειάζεται νά πῶ περισσότερα ἐπάνω σ’ αὐτό τό θέμα; Κάτω ἀπό τή σοβαρή αὐτή ἀπειλή τῆς ζωῆς μας καί ἀπό τήν τυραννία τοῦ πυρετοῦ, πού δέν μέ εἶχε ἀκόμα ἀφήσει, ἀποφάσισα καί ἔπεσα στό φορεῖο καί τό μεσημέρι μέ ἔβγαλαν ἀπό τό σπίτι, ἐνῶ ὁ λαός γόγγυζε, κραύγαζε καί καταριόταν αὐτόν πού προκάλεσε τά τόσα δεινά καί ὅλοι μᾶς ἀποχαιρετοῦσαν, κλαίγοντας καί θρηνώντας. 
Ὅταν βγήκαμε πιά ἀπό τήν πόλη ἐμφανίστηκαν ἀθόρυβα μερικοί κληρικοί καί μᾶς προέπεμψαν κλαίγοντας. Ἄκουσα κάποιους νά λένε: 
“Ποῦ τόν πᾶτε; Τόν ὁδηγεῖτε σέ σίγουρο θάνατο”. Κάποιος ἄλλος ἀπό ἐκείνους πού ἰδιαίτερα μέ σέβονται καί μέ ἀγαποῦν μοῦ ἔλεγε: “Πήγαινε, νά γλυτώσεις ἀπό μᾶς. Εἶναι καλύτερα νά πέσεις στά χέρια τῶν Ἰσαύρων παρά νά μείνεις κοντά μας. Ὅπου κι ἄν πέσεις θά εἶσαι πιό ἀσφαλής ἀπό τά δικά μας χέρια”. 
Ἀκούγοντας καί βλέποντας ὅλα αὐτά ἡ καλή Σελευκεία, ἡ σύζυγος τοῦ Ρουφίνου - ὁ ὁποῖος πολύ μᾶς συμπαραστάθηκε - ἔστειλε ἀνθρώπους καί μέ παρακέλεσε ἱκετεύοντας, νά καταλύσω στό ἀγρόκτημά τους, πού βρισκόταν λίγο μακρύτερα ἀπό τήν ἔξοδο τῆς πόλης. Δέχθηκα τήν πρόσκληση καί πήραμε τό δρόμο γιά ἐκεῖ. 
Οὔτε ὅμως ἐκεῖ μ’ ἄφησαν οἱ διῶκτες μου ἥσυχο. Μόλις ἔμαθε ὁ Φαρέτριος ὅτι εἶχα καταλύσει ἐκεῖ, τούς ἀπείλησε πολύ ἄγρια, ὅπως ἔλεγε ἡ Σελεύκεια. Ὅταν βέβαια, ἐγώ εἶχα ἀποδεχθεῖ τήν πρόσκλησή τους, δέν γνώριζα τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά. Ἡ Σελευκεία τά εἶχε κρατήσει ὅλα μυστικά καί μόνον στόν ἐπιστάτη τους εἶχε δώσει ἐντολή νά μᾶς προσφέρει κάθε ἀνάπαυση. Τόν εἶχε ἐπιπλέον προειδοποιήσει λέγοντάς του, ὅτι ἄν ἔλθουν οἱ μοναχοί καί θελήσουν νά μᾶς προσβάλουν ἤ νά μᾶς κάνουν κακό νά συγκεντρώσει τούς ἐργάτες καί ἀπό τά ἄλλα κτήματά τους καί νά τούς ἀποκρούσουν. Μέ παρακάλεσε ἐπίσης, ἄν βρεθῶ σέ δυσκολία, νά μή δυσκολευθῶ νά καταφύγω στό σπίτι τους πού εἶχε ἀπόρθητο πύργο, καί ἔτσι νά γλιτώσω ἀπό τά χέρια τοῦ ἐπισκόπου καί τῶν μοναχῶν. 
Δέν δέχθηκα βέβαια, αὐτή τήν πρόταση καί ἔμεινα στό κτῆμα, χωρίς νά ὑποψιάζομαι τίποτα ἀπό ἐκεῖνα πού μέ περίμεναν. Ὁ Φαρέτριος τήν ἀπειλοῦσε συνεχῶς καί τήν πίεζε νά μέ διώξει ἀπό τό κτῆμα τους. Ἡ Σελευκεία, μή ὑποφέροντας αὐτές τίς πιέσεις καί ἀπό τό φόβο πού τῆς εἶχε ἐμπνεύσει ὁ Φαρέτριος, - ἐνῶ ἐγώ τά ἀγνοοῦσα ὅλα αὐτά - μέ εἰδοποίησε τά μεσάνυχτα ὅτι εἶχαν ἐμφανισθεῖ στήν περιοχή βάρβαροι. Τό εἶπε βέβαια αὐτό, ἐπειδή ντρεπόταν νά μοῦ πεῖ τό τί περνοῦσε ἀπό τό Φαρέτριο, γιά τή φιλοξενία πού μοῦ παρεῖχε στό ἀγρόκτημά τους. 
Ἦρθε λοιπόν, μέσα στό σκοτάδι τῆς νύκτας ὁ πρεσβύτερος Εὐήθιος καί σχεδόν φωνάζοντας μοῦ εἶπε νά σηκωθῶ γιά νά φύγουμε, ἐπειδή εἶχαν φθάσει οἱ βάρβαροι. 
Σκέψου σέ ποιά κατάσταση βρέθηκα, ἀκούγοντας αὐτά. Στήν πόλη, καθώς μοῦ εἶπε ὁ πρεσβύτερος, δέν μπορούσαμε νά καταφύγουμε, μήπως παθαίναμε ἀπό τούς διῶκτες μας χειρότερα, ἀπό ἐκεῖνα πού θά μᾶς ἔκαναν οἱ Ἴσαυροι. Ἔτσι σηκωθήκαμε καί φύγαμε. 
Ἦταν μεσάνυκτα. Ἡ νύκτα ἦταν χωρίς φεγγάρι, μαύρη καί σκοτεινή καί γι’ αὐτό δυσκολευόμαστε πιό πολύ. Δέν μᾶς παράστεκε κανείς ὡς βοηθός καί συνοδός στήν πορεία. Ὅλοι μᾶς εἶχαν ἐγκαταλείψει. Ἤμουν σχεδόν σίγουρος ὅτι τό τέλος μου πλησίαζε. Τούς εἶπα κάποια στιγμή νά ἀνάψουν λαμπάδες γιά νά βλέπουμε, ἀλλά ὁ πρεσβύτερος εἶπε ὄχι, γιατί φοβόταν ὅτι ἔτσι θά μᾶς ἐντόπιζαν οἱ βάρβαροι πιό εὔκολα. Ἔτσι προχωρούσαμε ὅσπου ὁ ἡμίονος πού μετέφερε τό φορεῖο μου, γονάτισε ἀπότομα ‒ ἐπειδή ὁ δρόμος ἦταν κακοτράχαλος καί ἀνηφορικός - καί μέ πέταξε κάτω. Λίγο ἀκόμα καί θά μέ σκότωνε. Ἔβαλα ἔπειτα ὅσες δυνάμεις μοῦ εἶχαν ἀπομείνει, καί μέ τή βοήθεια τοῦ πρεσβυτέρου Εὐηθίου βάδιζα ἤ καλύτερα συρόμουν, γιατί πῶς μποροῦσε κανείς νά περπατήσει σέ τόσο δύσβατη καί ὀρεινή περιοχή καί μέσα στήν ἀσέληνη νύκτα. 
Σκέψου τί θά μποροῦσα νά πάθω, ἀφοῦ τόσο ὑπέφερα καί ἐνῶ ὁ πυρετός ἐξακολουθοῦσε νά μέ κατακαίει. Ἀπό ὅλες αὐτές τίς σκευωρίες δέν γνώριζα τίποτα, ἀλλά εἶχα στρέψει τήν προσοχή μου στούς βαρβάρους καί φοβόμουν ὅτι θά ἔπεφτα τελικά στά χέρια τους. Πῶς τό βλέπεις; Δέν θά ἀρκοῦσαν καί μόνο αὐτά τά παθήματα νά ἐξαλείψουν τίς ἁμαρτίες μου καί νά μοῦ χαρίσουν πνευματική προκοπή; 
Αὐτά ὅλα τά ἔπαθα, καθώς νομίζω, ἐξαιτίας τῆς ζήλειας τοῦ Φαρέτριου. Γιατί, ὅταν ἐκεῖνος εἶδε ὅτι μέ τό πού ἔφθασα στήν Καισάρεια δέχθηκα τόσες τιμές καί περιποιήσεις ἀπό τούς τοπικούς παράγοντες, ἀπό τούς λογίους καί ἀπό σύσσωμο τό λαό τῆς περιοχῆς πού μέ φρόντιζε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, μέ φθόνησε. Δέν τό λέω βέβαια αὐτό μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα, ἀλλά ἔτσι ἔδειξαν τά πράγματα. Τί ἄλλο θά μποροῦσε κανείς νά προσθέσει γιά τίς τόσες περιπέτειες κατά τό διάστημα τῆς πορείας, γιά τούς φόβους καί τούς κινδύνους πού περάσαμε; 
Καθώς τώρα τά ξαναφέρνω ὅλα αὐτά στό λογισμό μου, πετῶ ἀπό τή χαρά μου καί εὐφραίνομαι σάν νά ‘χω ἀποθηκευμένο μεγάλο θησαυρό. Πράγματι ἔτσι αἰσθάνομαι καί αὐτή τή διάθεση ἔχω. Γι’ αὐτό σέ παρακαλῶ, νά χαίρεσαι κι ἐσύ μαζί μου καί νά εὐφραίνεσαι, δοξάζοντας τόν Θεό πού μέ ἀξίωσε νά ὑποστῶ τέτοια παθήματα. Νά μήν τά πεῖς ὅμως αὐτά σέ κανέναν, ἄν καί οἱ ὑπεύθυνοι συνοδοί μου εἶναι ἕτοιμοι νά γεμίσουν μέ τά λόγια τους ὁλόκληρη τήν πόλη, ἀφοῦ κι αὐτοί κινδύνευσαν μαζί μου. Ἀπό ἐσένα πάντως νά μήν ἀκουστεῖ τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά καί μάλιστα νά σταματᾶς ὅποιον ἀρχίζει μιά τέτοια κουβέντα. 
Ἄν πάλι στενοχωριέσαι γιά τά κατάλοιπα πού ἄφησε ἐπάνω μου ὅλη αὐτή ἡ ταλαιπωρία, μάθε ὅτι ὄχι μόνον δέν παρέμεινε ἀπό αὐτά τίποτα, ἀλλά ὅτι τώρα εἶμαι πολύ καλύτερα ἀπό τότε πού βρισκόμουν ἐκεῖ. Τό κρύο νά μήν τό φοβᾶσαι. Ἔχουν κατασκευαστεῖ ἐδῶ καταλύμματα γιά νά κλύπτουν τίς ἀνάγκες μας καί ὁ Διόσκορος κάνει τά πάντα, ὥστε νά εἴμαστε τελείως προφυλαγμένοι ἀπό αὐτό. Καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά - ἄν μπορῶ νά ἀντιληφθῶ σωστά ἀπό τήν πρώτη κιόλας ἡμέρα- κατάλαβα ὅτι ὁ ἀέρας ἐδῶ εἶναι ἀνατολικός, ζεστός καί ἀνάλαφρος καί ἴδιος σχεδόν μ’ ἐκεῖνον πού ἔχει ἡ Ἀντιόχεια. 
Πολύ μέ λύπησες πού εἶπες ὅτι ἴσως νά εἶμαι δυσαρεστημένος, ἐπειδή ἀμελήσατε καί δέν ἐνεργήσατε ὥστε νά μετακινηθῶ ἀπό ἐδῶ πού βρίσκομαι. Καί ὅμως πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες ἐγώ σοῦ ἔγραψα καί σέ παρακάλεσα γιά ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Νά μήν μέ μετακινήσετε δηλαδή, ἀπό ἐδῶ. Νομίζω ὅτι χρειάζεται νά μετανοήσεις πολύ γι’ αὐτό πού εἶπες. Ἴσως βέβαια, νά ἔκανες μιά προσπάθεια ἀπολογίας, ὅταν εἶπες ὅτι, ἁπλά, τό σκέπτεσαι αὐτό γιά νά φορτώνεσαι μέ περισσσότερη θλίψη. Καί αὐτό ὅμως, ὅτι δηλαδή καλλιεργεῖς μέσα σου ἐπώδυνους λογισμούς, εἶναι βαριά ἁμαρτία. Ἐνῶ θά ἔπρεπε νά κάνεις τά πάντα γιά νά ξεφεύγεις ἀπό αὐτές τίς καταστάσεις, ἐσύ κάνεις τό χατήρι τοῦ διαβόλου καί μεγαλώνεις τόν πόνο καί τήν ἀθυμία σου.
Πάντως νά μήν ἀνησυχεῖς γιά τούς Ἰσαύρους καί νά μήν τούς φοβᾶσαι, γιατί αὐτοί γύρισαν πίσω στήν πατρίδα τους. Ὁ κυβερνήτης τοῦ τόπου ἀγωνίστηκε πολύ καί ἔτσι τώρα ἔχουμε περισσότερη ἀσφάλεια ἀπό ἐκείνη πού εἴχαμε ὅταν βρισκόμασταν στήν Καισάρεια.
Πραγματικά, κανένα δέν ἔχω φοβηθεῖ τόσο, ὅσο τούς ἐπισκόπους, ἐκτός ἀπό λίγους. 
Γιά τούς Ἰσαύρους λοιπόν νά μή φοβᾶσαι καθόλου. Γιατί ἔφυγαν πίσω καί ἐπειδή ἄρχισε ὁ χειμώνας κλείστηκαν στά σπίτια τους. Ἄν ἀποφασίσουν νά ξαναβγοῦν, αὐτό θά γίνει μετά τήν Πεντηκοστή. 
Γιατί λές ὅτι δέν ἔχεις τή χαρά νά παίρνεις γράμματα; Σοῦ ἔχω ἤδη στείλει τρεῖς μακροσκελεῖς ἐπιστολές, τή μιά μέ τούς ἐπαρχιακούς ὑπαλλήλους, τήν ἄλλη μέ τόν Ἀντώνιο καί τήν ἄλλη μέ τόν Ἀνατόλιο τόν ὑπηρέτη σας. Οἱ δύο μάλιστα ἀπό αὐτές εἶναι φάρμακο σωτήριο, ἱκανό νά ἀναζωογονήσει καί κάνει εὔθυμο καθένα πού εἶναι λυπημένος ἤ πού σκανδαλίζεται. Ὅταν λοιπόν λάβεις αὐτές τίς ἐπιστολές φρόντισε νά τίς διαβάζεις συνεχῶς καί θά δεῖς τή δύναμή τους. Τότε θά μέ ἐνημερώσεις γιά τίς θεραπευτικές ἰδιότητες πού αὐτές ἔχουν καί θά μοῦ περιγράψεις τήν μεγάλη ὠφέλεια πού ἔλαβες ἀπό τή μελέτη τους. Ἔχω ἕτοιμη καί μιά ἀκόμα ἐπιστολή, ἀλλά δέν θέλησα νά τήν στείλω, ἐπειδή λυπήθηκα πολύ ἀπό αὐτό πού εἶπες γιά τόν ἑαυτό σου. Ὅτι δηλαδή, σκέπτεσαι συνεχῶς τά ἴδια λυπηρά πράγματα καί φτιάχνεις μέ τό νοῦ σου ἀνύπαρκτες ἱστορίες. Αὐτά πού λές δέν σέ τιμοῦν καί μέ κάνουν νά κρύβω ἀπό ντροπή τό πρόσωπό μου. 
Διάβασε λοιπόν αὐτές τίς ἐπιστολές καί δέν θά μπορέσεις νά ξαναπεῖς τά ἴδια λόγια, ἀκόμα κι ἄν τό μυαλό σου ἔχει κολλήσει ἐκεῖ ἤ ἀγωνίζεσαι νά κρατήσεις μόνιμη τήν ἀθυμία. 
Γιά τό θέμα τοῦ Ἡρακλείδη ἔχω τή γνώμη ὅτι μπορεῖ αὐτός, ἄν θέλει, νά ὑποβάλει τήν παραίτησή του, ὥστε νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό ὅλα αὐτά. Δέν ὑπάρχει ἄλλη λύση. Ἐγώ βέβαια, παρόλο πού δέν πέτυχα γι’ αὐτόν κάτι σπουδαῖο, προσπάθησα νά τόν βοηθήσω μέσω τῆς Διακόνισσας Πενταδίας, τήν ὁποία παρακάλεσα νά κάνει ὅ,τι μπορεῖ γι’ αὐτό τό θέμα. 
Μοῦ εἶπες ἐπίσης, ὅτι τόλμησες νά μοῦ μιλήσεις γιά τίς θλίψεις τοῦ Ἡρακλείδη, ἐπειδή ὁ ἴδιος σοῦ τό ζήτησε. Μά τί λόγια εἶναι αὐτά; Σοῦ λέω καί σοῦ ἐπαναλαμβάνω ὅτι τό μόνο γιά τό ὁποῖο πρέπει νά λυπόμαστε εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι σκόνη καί καπνός. Πράγματι, πόσο βαρύ εἶναι τό νά ἁλυσσοδεθεῖ κανείς καί νά ριχθεῖ στή φυλακή; Πόσο βαρύ εἶναι τό νά κακοπαθεῖ κανείς, ὅταν ἡ κακοπάθεια τοῦ ἀποφέρει τόσο μεγάλο κέρδος; Πόσο βαρύ πράγμα εἶναι ἡ ἐξορία ἤ ἡ δήμευση τῶν ὑπαρχόντων του; Αὐτά δέν εἶναι λυπηρά οὔτε στενόχωρα πράγματα. Ἄν μιλήσεις γιά θάνατο, μιλᾶς γιά τό κοινό ἀνθρώπινο χρέος, τό ὁποῖο κανείς δέν μᾶς τό ἐπιβάλλει, καθένας μας ὅμως πρέπει νά τό ὑπομείνει. Ἄν πεῖς γιά τήν ἐξορία, δέν τίποτα ἄλλο ἀπό τό νά ἀπολαμβάνει κανείς τήν ὕπαιθρο καί τήν ἐπίσκεψη σέ διάφορους τόπους. Ἄν μιλήσεις πάλι, γιά δήμευση τῶν ὑπαρχόντων, τότε ἐγκωμιάζεις τή λύτρωση καί τήν ἐλευθερία. 
Μήν παύσεις, παρακαλῶ, νά φροντίζεις τόν ἐπίσκοπο Μαρουθᾶ, ὥστε νά τόν ἀνασύρεις ἀπό τό βάραθρο. Διότι εἶναι ἀπαραίτητος γιά τό ἔργο πού γίνεται στήν Περσία. Πληροφορήσου, ἄν εἶναι δυνατόν ἀπό τόν ἴδιο, πῶς ἐργάζεται σέ ἐκεῖνα τά μέρη καί μάθε γιά ποιόν λόγο γύρισε πίσω. Ἐνημέρωσέ με ἐπίσης, γιά τό κατά πόσον τοῦ παρέδωσες τίς δυό ἐπιστολές πού τοῦ ἔστειλα. Ἄν θελήσει ὁ ἴδιος νά μοῦ γράψει καλῶς ἔχει Ἄν ὅμως δέν τό κάνει, νά ἐνημερώσει τοὐλάχιστον ἐσένα γιά τό πῶς ἐργάσθηκε ἐκεῖ κάτω καί τί προγραμματίζει νά κάνει κατά τήν ἐπιστροφή του. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος πού προσπάθησα νά ἔλθω σέ ἐπαφή μαζί του. Πάντως ἐσύ νά κάνεις τό καθῆκον σου, ἔστω κι ἄν ὅλοι πέφτουν μέ τό κεφάλι στό γκρεμό. Ἐσύ νά συνεχίσεις τή διακονία σου καί ὁ μισθός θά εἶναι ἀντίστοιχος τῆς προσφορᾶς σου. Νά συμφιλιωθεῖς λοιπόν μαζί του, ὅσο βέβαια, ἐξαρτᾶται ἀπό ἐσένα.
Πρόσεξε παρακαλῶ, πολύ αὐτό πού θέλω τώρα νά σοῦ πῶ καί κάνε γι’ αὐτό ὅ,τι περνάει ἀπό τό χέρι σου: Οἱ μοναχοί Μαρσεῖς, οἱ Γότθοι - ὅπου κρυβόταν πάντοτε ὁ ἐπίσκοπος Σεραπίων - μέ πληροφόρησαν ὅτι ὁ διάκονος Μαδουάριος ἦλθε γιά νά τούς ἀναγγείλει τό θάνατο τοῦ θαυμάσιου ἐκείνου καί τόσο δραστήριου ἐπισκόπου Οὐνία. Ἐννοῶ ἐκεῖνον πού χειροτόνησα καί ἔστειλα στή Γοτθία. Ὁ Μοδουάριος ἔχει ἔλθει προσκομίζοντας ἐπιστολές τοῦ βασιλιᾶ τῶν Γότθων, ὁ ὁποῖος ζητάει νά τούς σταλεῖ ἐπίσκοπος. ‘Επειδή λοιπόν, δέν βλέπω ὅτι κάτι ἄλλο θά προλάβει τήν καταστροφή πού πρόκειται νά ξεσπάσει, φρόντισε ὥστε νά ὑπάρξει κάποια καθυστέρηση ἤ μιά ἀναβολή. 
Γιατί, ὅπως καί νά ἔχει τό πράγμα, τώρα δέν μποροῦν νά διαπλεύσουν τό Βόσπορο ἐξαιτίας τῆς χειμερινῆς κακοκαιρίας. Πρόσεξε μήν τό ἀμελήσεις αὐτό, γιατί πρόκειται γιά μεγάλο κατόρθωμα. 
Δυό πράγματα θά μέ λυποῦσαν πάρα πολύ. Τό νά γίνει ἐκλογή νέου ἐπισκόπου, ἀπό ἐκείνους πού δέν τούς ἐπιτρέπεται κάτι τέτοιο καί οἱ ὁποῖο διαπράττουν τόσα κακά καί τό νά γίνει χειροτονία ἀκατάλληλου προσώπου. Γνωρίζεις βέβαια, πολύ καλά ὅτι δέν πρόκειται αὐτοί νά ἐκλέξουν κάποιο ἄξιο καί κατάλληλο πρόσωπο. Εἴθε νά μήν γίνει κάτι τέτοιο γιατί ἀντιλαμβάνεσαι πολύ καλά τή συνέχεια τοῦ πράγματος. Γιά νά προληφθοῦν λοιπόν ὅλα αὐτά φρόντισε νά ἐνεργήσεις ἀθόρυβα. Ἄν μάλιστα θά μποροῦσε ὁ Μοδουάριος νά ταξίδευε πρός τά ἐδῶ κρυφά, αὐτό θά ἦταν πολύ χρήσιμο. Ἄν ὅμως αὐτό εἶναι ἀδύνατον κάνετε τοὐλάχιστον ἀπό ἐκεῖ ὅ,τι μπορεῖτε. 
Στά θέματα αὐτά συμβαίνει ὅ,τι καί μέ τά χρήματα, ὅπως ἔγινε καί μέ τή χήρα τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅπως δηλαδή αὐτή ἀπεδείχθη ἀνώτερη, μεταξύ ἐκείνων πού κατέβαλαν μεγάλα ποσά, ἔτσι καί ὅσοι καταβάλουν ὅλες τους τίς δυνάμεις στήν προσπάθεια νά διευθετήσουν ἐκκλησιαστικές ὑποθέσεις ξεπληρώνουν τό χρέος τους καί ,ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἀποτέλεσμα τῶν ἐνεργειῶν τους, δικαιοῦνται ὁλόκληρη τήν ἀμοιβή τους. 
Στόν ἐπίσκοπο Ἱλάριο χρεωστῶ πολλή εὐγνωμοσύνη. Μοῦ ἔγραψε γιά νά πάρει τήν εὐλογία μου ὥστε νά ξαναγυρίσει στήν ἕδρα του γιά νά τακτοποιοήσει διάφορες ἐκκρεμότητες καί μετά νά ἐπανέλθει. Ἐπειδή λοιπόν ἡ παρουσία του εἶναι πολλή ὠφέλιμη - γιατί εἶναι εὐλαβής, σταθερός καί ζηλωτής - τόν παρεκάλεσα νά μεταβεῖ ἐκεῖ κατά τήν ἐπιθυμία του, ἀλλά νά γυρίσει τό συντομότερο δυνατόν. Φρόντισε λοιπόν, νά μήν παραπέσει ἡ ἐπιστολή, ἀλλά νά φθάσει στά χέρια του σίγουρα καί γρήγορα. 
Μερίμνησε μέ ἰδιαίτερη προσοχή τό θέμα τῶν ἐπιστολῶν μου. Ἄν ὁ προσβύτερος Ἑλλάδιος δέν φανεῖ ἀπό ἐκεῖ, τότε φρόντισε ὥστε αὐτές νά ἐπιδοθοῦν στούς φίλους μας, μέ κάποιον ἄλλο συνετό καί ὑπεύθυνο ἄνθρωπο.

Ἀπό τό βιβλίο:
«Ὁ πορισμός τῶν θλίψεων»
Ἔκδοσις ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ,
Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέα


Δημοφιλείς αναρτήσεις