Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

ΤΥΠΙΚΟ ΑΓΙΟΥ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ ΚΩΔΙΚΑΣ 1199 ΜΟΝΗΣ ΒΑΤΟΠΕΔΙΟΥ


ΤΥΠΙΚΟ ΑΓΙΟΥ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ
ΚΩΔΙΚΑΣ 1199 ΜΟΝΗΣ ΒΑΤΟΠΕΔΙΟΥ

ΕΝΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ 1346 ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ
Πηγή: εδώ 
Πέρασαν εκατό τριάντα περίπου χρόνια από τότε που ο Josef Strzygowski ασχολήθηκε, σε δύο θεμελιώδεις εργασίες του, με παραστάσεις των δώδεκα μηνών του έτους στη Βυζαντινή Τέχνη. Είναι ο πρώτος που δημοσίευσε τις προσωποποιήσεις των δώδεκα μηνών του έτους του Κώδικα Βατοπεδίου 1199.

Το χειρόγραφο προέρχεται από την Τραπεζούντα και γράφτηκε το 1346. Πρόκειται για ένα Τυπικό εκκλησιαστικής ακολουθίας που ρυθμίζει την λειτουργία για ολόκληρο το εκκλησιαστικό έτος, από το μήνα Σεπτέμβριο μέχρι το μήνα Αύγουστο. Σύμφωνα με τον κολοφώνα του κώδικα: «Του δούλου δέησις του Θ[εο]υ Προκοπίου. Το παρόν βιβλίον γέγονεν εκ πάσης συνδρομής και εξόδου του κυ[ρίου] προκοπίου του Χαντζάμη· και αφιερώθη εις την ευαγή μοvήν του αγ[ίου] μεγαλομάρτυρος Ευγενίου του θαυματουργ[ου]· ψυχικής ένεκεν σ[ωτη]ρίας αυτού, ένθεν και οφείλει έχειν παρά των εν αυτή ενασκουμένων μοναχών, διηνεκές τό μνημόσυνον· εγράφη δε δια του αργυρού Ιω[άννου]· τελειωθέν κατά μήνα Φεβρ[ουάριον] της ιδ΄ ίνδ. του, ςωνδ' έτους(= 1346).» 
Εκτός από την ολοσέλιδη εικόνα του συγγραφέα, Ιωάννη Αργυρού, στην αρχή του χειρογράφου και μία ολοσέλιδη εικόνα του κτήτορα, Προκοπίου Χαντζάμη, στο τέλος του κειμένου, εμπεριέχει και δώδεκα μικρογραφίες μέσα στο κείμενο, μία για κάθε μήνα, που προηγείται των λειτουργικών διατάξεων του σχείτικού μήνα. Παριστάνουν τους Μήνες και το Ζωδιακό Κύκλο. Πρόκειται για χειρόγραφο μοναδικό, που προφανώς δεν έχει ούτε προηγούμενο ούτε και μιμητές. Η έκδοση του μοναδικού αυτού βιβλίου οφείλεται σε μία σειρά από ιστορικά γεγονότα. 
Η ιδιαιτερότητα του χειρογράφου από άποψη μορφής έγκειται στο εξής: Η σχέση του κειμένου με τις σχετικές μικρογραφίες δεν είναι εμφανής με την πρώτη ματιά. Μιά αχνή χαλαρότατη σύνδεση διακρίνεται μόλις και μετά βίας. Μεταφέροντας τα λόγια του Καθηγητή Belting θα μπορούσαμε και εδώ να μιλήσουμε για "ad hoc διακόσμηση" κειμένου, που στηρίχθηκε σε ατομικές - προσωπικές επιθυμίες του κτήτορα. Είναι όμως πράγματι έτσι; Δεν υπήρξε κατά την επιλογή των μικρογραφιών που διακοσμούν το κείμενο άλλο κριτήριο, πέρα από την επιθυμία του εντολέα να δωρίσει χειρόγραφο κατά το δυνατό πλούσια διακοσμημένο; Η εργασία ερευνά τους λόγους που συνέβαλαν ώστε ένα θρησκευτικό, προορισμένο για λειτουργικές ανάγκες κείμενο, να διακοσμηθεί με παραστάσεις από την κοσμική ζωή, σχετικές με τις χαρακτηριστικές εργασίες κάθε μήνα και ακόμη με τις ειδωλολατρικές παραστάσεις του ζωδιακού κύκλου. 
Σημαντικό ρόλο φαίνεται να έπαιξε το γεγονός ότι ο καλλιτέχνης μπορούσε να χρησιμοποιήσει προγενέστερα πρότυπα, τα οποία προφανώς του ήταν άμεσα προσιτά, στο εργαστήρι του στην Τραπεζούντα. Είναι γνωστό ότι η Μονή του Αγίου Ευγενίου, για την οποία προοριζόταν το χειρόγραφο, διέθετε δικό της Σκριπτόριο. Επίσης γνωρίζουμε ότι τον 14ο αιώνα γινόταν στην Τραπεζούντα συστηματικές έρευνες, σχετικές με την Αστρονομία. Πιθανά λοιπόν πρότυπα για τις μικρογραφίες υπήρξαν οι αρχαίες πραγματείες για την Αστρονομία καθώς και μία σειρά μεσοβυζαντινών θρησκευτικών χειρογράφων, που κατείχε η Μονή σε δικά της αντίτυπα, ή τουλάχιστον ήταν γνωστά στον καλλιτέχνη. 

 

 

ΟΙ ΜΗΝΕΣ 

Σεπτεμβρίου εδώ
Αριστερά εικονίζεται νέος με κοντό ζωστό χιτώνα και κάλυμμα στο κεφάλι. Είναι στραμμένος αριστερά και τρυγά από αμπέλι σταφύλια, τα οποία τοποθετεί σε σάκο κάτω, μπροστά του. Δεξιά παριστάνεται σε γκριζογραφία το σύμβολο του ζωδίου του Ζυγού, που αντιστοιχεί στον μήνα Σεπτέμβριο. Βάθος χρυσό . 
 
Οκτωβρίου εδώ
Παρόμοια μορφή με αυτήν της προηγούμενης παράστασης, χωρίς το κάλυμμα στο κεφάλι, εικονίζεται αριστερά, με αντίθετη κατεύθυνση του σώματος. Πρόκειται για κυνηγό, ο οποίος κρατεί με το αριστερό χέρι ράβδο, απ' όπου κρέμεται λαγός. Δύο σκύλοι, κάτω, συνοδεύουν τον κυνηγό. Στο κέντρο παριστάνεται ψηλό δένδρο και στην άκρη αριστερά χαμηλό δενδρύλλιο. Δεξιά εικονίζεται σε γκριζογραφία το ζώδιο του Σκορπιού, με αντιστοιχία στον μήνα Οκτώβριο. Βάθος χρυσό.
 
 Νοεμβρίου εδώ
Το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης καλύπτει ο γεωργός - μορφή όμοια με τις προηγούμενες, με κάλυμμα στο κεφάλι - που οργώνει με το αλέτρι και τα δύο ζεμένα σ' αυτό βόδια. Στο βάθος διακρίνεται δένδρο. Κάτω δεξιά, σε γκριζογραφία, παριστάνεται το σύμβολο του Τοξότη με τη μορφή Κενταύρου, του οποίου τα δύο μπροστινά πόδια βγαίνουν έξω από το πλαίσιο τής μικρογραφίας. Βάθος χρυσό.
 
Δεκεμβρίου εδώ
Σε φυσικό τοπίο με δένδρα και φυτά εικονίζεται η γνωστή ανδρική μορφή, στραμμένη δεξιά, με το σώμα σκυμμένο εμπρός. Κρατεί στο δεξιό χέρι κλαδευτήρι και κλαδεύει δένδρο στο κέντρο της παράστασης. Στην άκρη δεξιά παριστάνεται με όμοια απόδοση με τα προηγούμενα το σύμβολο του Αιγόκερω, που αντιστοιχεί στον μήνα Δεκέμβριο. Βάθος χρυσό.
 
 Ιανουαρίου εδώ
Στην παράσταση αριστερά εικονίζονται δύο ώριμες ανδρικές μορφές με κοντούς ζωστούς χιτώνες. Ο εικονιζόμενος αριστερά φορεί καπέλο με γείσο και κρατεί δυσδιάκριτο αντικείμενο στο αριστερό του χέρι, ενώ ο εικονιζόμενος δεξιά, με σκυφωτό κάλυμμα στο κεφάλι, κρατεί αγγείο, το οποίο αδειάζει σε μεγάλους πίθους. Στην άκρη δεξιά παριστάνεται το σύμβολο του Υδροχόου: μορφή σε γκριζογραφία αδειάζει από αμφορέα νερό σε κυκλικό πηγάδι με πολυγωνική βάση. Στο βάθος διακρίνεται φυσικό τοπίο. Βάθος χρυσό.
 
 Φεβρουαρίου εδώ
Το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης καλύπτει σκηνή δείπνου με ορθογώνια τράπεζα τοποθετημένη διαγώνια και επάνω σ’ αυτήν εδέσματα. Σε πρώτο επίπεδο δεξιά, εικονίζεται γεροντική ανδρική μορφή με λευκά μαλλιά και διχαλωτό γένι. Φορεί σκυφωτό γούνινο κάλυμμα στο κεφάλι και έχει στους ώμους του χοντρή κάπα. Κάθεται σε χαμηλό κάθισμα με ημικυκλικό ερεισίνωτο και ζεσταίνει τα γυμνά διπλωμένα πόδια του μπροστά από ζωηρή φωτιά. Πίσω από την τράπεζα, στο κέντρο, άλλη ανδρική μορφή σε ώριμη ηλικία φέρει αγγείο (οινοχόη) στην τράπεζα. Στην αριστερή άκρη αποδίδεται το σύμβολο των Ιχθύων και στο βάθος δύο δένδρα. Βάθος χρυσό. 
 
 Μαρτίου εδώ
Στην παράσταση δεσπόζει η μορφή ιππέα - πολεμιστή με το άλογό του σε φυσικό τοπίο. Ο ιππέας έχει κατεύθυνση προς τα δεξιά. Φορεί πολεμική στολή και κρατεί στο αριστερό χέρι ασπίδα και στο δεξιό δόρυ (ίσως πρόκειται για τον θεό Άρη που συνδέεται με το ζώδιο του Κριού). Δεξιά εικονίζεται το σύμβολο του Κριού σε γκριζογραφία. Βάθος χρυσό.
 
 Απριλίου εδώ
Προς το κέντρο της παράστασης εικονίζεται νεαρή ανδρική μορφή κατά μέτωπο με κοντό ζωστό χιτώνα και χλαμύδα που πορπώνεται στον δεξιό ώμο. Η μορφή κρατεί στο υψωμένο δεξί χέρι στεφάνι και στο αριστερό μικρό ζώο. Δεξιά, με τα πόδια και την ούρα έξω από τη μικρογραφία, παριστάνεται το σύμβολο του ζωδίου, ο Ταύρος. Βάθος χρυσό.
 
 Μαΐου εδώ
Ανάμεσα σε φυσικό τοπίο με δένδρα και άνθη προβάλλεται νεαρή ανδρική μορφή κατά μέτωπο. Φορεί κοντό ζωστό χιτώνα, άνθινο στεφάνι στο κεφάλι και κρατεί στα χέρια ύφασμα με ποικίλα λουλούδια, χαρακτηριστικό του μήνα Μαΐου. Δεξιά παριστάνεται σε γκριζογραφία το ζώδιο αυτού του μήνα, οι Δίδυμοι. Βάθος χρυσό.
 
 Ιουνίου εδώ
Στο κέντρο της μικρογραφίας εικονίζεται ανδρική νεαρή μορφή κατά μέτωπο με κοντό, ζωστό χειριδωτό χιτώνα και σκυφωτό κάλυμμα στο κεφάλι. Κρατεί στο δεξί χέρι ανθοδέσμη και στο αριστερό καλάθι με άνθη. Δεξιά παριστάνεται ο Καρκίνος, το σύμβολο του ζωδίου του μήνα Ιουνίου. Βάθος χρυσό.

 Ιουλίου εδώ
Αριστερά εικονίζεται νέος, με έντονη κίνηση δεξιά, μέσα σε χωράφι με σιτάρι. Κρατεί στο δεξί του χέρι δρεπάνι και θερίζει δέσμη σιταριού. Δεξιά παριστάνεται ο Λέων, το σύμβολο του ζωδίου του μήνα Ιουλίου. Βάθος χρυσό.

 

 Αυγούστου εδώ
Αριστερά εικονίζεται ανδρική γεροντική μορφή με ετερομάσχαλο χιτώνα, ξαπλωμένη σε στρωμνή με προσκεφάλαιο. Με το αριστερό χέρι κρατεί το κάλυμμα, ενώ με το δεξί στηρίζει το κεφάλι, που είναι στραμμένο σε νέον άνδρα κοντά του με μακρύ ζωστό χιτώνα. Ο νέος κρατεί στο αριστερό χέρι δυσδιάκριτο αντικείμενο και στο δεξιό υδρία. Δεξιά παριστάνεται ή ζωδιακή μορφή της Παρθένου, που αντιστοιχεί στον μήνα Αύγουστο. Βάθος χρυσό. 
Παραπομπές 
Η φωτογραφία του Αγίου Ευγενίου στην εισαγωγή είναι από το βιβλίο του Μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθου, 1933, Η εκκλησία Τραπεζούντος, Αθήνα: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών. 
Το κείμενο της εισαγωγής είναι από την περίληψη της εισήγησης της Στέφαν-Καΐση Χριστίνα, 1989, «Ένα Τραπεζούντιο χειρόγραφο του 1346», στο Ένατο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Αθήνα: Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, σ. 76-77 και από το βιβλίο του Ioannis Spatharakis, 1976, The portrait in Byzantine illuminated manuscripts, Leiden: E.J. Brill, σ. 206-207. 
Στις καρτέλες των μηνών, οι εικόνες και τα κείμενα που τις συνοδεύουν προέρχονται από το Συλλογικό, 1990, Οι θησαυροί του Αγίου Όρους - Εικονογραφημένα Χειρόγραφα, τ. 4, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σ. 166-167, 322-324 
Τα σκίτσα των εικόνων κάθε καρτέλας προέρχονται από το Strzygowski, Josef, 1890, «Eine trapezuntische Bilderhandschrift vom Jahre 1346», Repertorium für Kunstwissenschaft, τ. 13, σ. 241-263.

ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟΝ ΗΧΟΣ Β΄ ΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ


ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟΝ
ΗΧΟΣ Β΄

ΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ.

ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ.

ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ.

Ὡς ὁρᾶται ἐν τοῖς ὑστέροις Θεοτοκίοις.

ᾨδὴ α΄. ἦχος β΄. Δεῦτε λαοί.
Δόξα τῇ σῇ, κυοφορίᾳ Πανάμωμε· τοῖς ἐξ ᾿Αδάμ γάρ λύτρωσιν εὐηγγελίσατο, καί νεκροῖς αἰωνίοις, τήν τῆς ἀθανασίας ὁδόν ἐκαίνισεν.

Σύ τό χρυσοῦν, θυμιατήριον Δέσποινα, ἐν ᾧ περ τό χειρόγραφον τό τοῦ Προπάτορος, κατεκαύθη τῷ θείῳ, πυρί προσομιλῆσαν τοῦ ἐν σοί ἄνθρακος.

Χαῖρε χρυσῇ, στάμνε τοῦ Μάννα διάδοχε· χαῖρε πηγῇ ἀκένωτε τοῦ ζῶντος ὕδατος, Θεοτόκε Παρθένε, ζωοῦσα καί δροσίζουσα. τούς ὑμνοῦντας σε.

Γνῶσιν Θεοῦ, ἅπαντες κατεπλουτίσθημεν, οἱ ἐπιγνόντες Δέσποινα, σέ Θεομήτορα και Κυρίαν ἁπάντων, τοῖς πράγμασι τούς λόγους ἐπισφραγίζοντες.

ᾨδὴ γ’. Ἐν πέτρᾳ με τῆς πίστεως.
Τ
ήν μόνην παρθενεύουσιν μετά τόκον, Μαρίαν τῶν ἁγίων ἁγιωτέραν, τήν ὄντως ἀπειρόγαμον Θεοτόκον· δεῦτε ὑμνήσωμεν πιστοί κραυγάζοντες· Χαῖρε Κόσμου Δέσποινα Θεοχαρίτωτε.

Σέ βάτος ἀκατάφλεκτος προετύπου, τήν ἔμψυχον καί ἔμπνουν καί ζῶσαν βάτον· το πῦρ γάρ τῆς Θεότητος συλλαβοῦσα, ἄφλεκτος ἔμεινας, Θεογεννήτρια, διό τοῦ ἀσβέστου με πυρός ἐξάρπασον.

Δαβίδ ὁ σός προπάτωρ καί Θεοπάτωρ, καλεῖ σε θυγατέρα καί βασιλίδα, ἡμεῖς δέ σέ Παρθένον καί Θεοτόκον· τό ξένον ἄκουσμα τῆς οἰκουμένης Ἁγνῇ, καί τό μέγα καύχημα, τῶν τιμώντων σε.

Εὑρών σε τῶν Ἀγγέλων καθαρωτέραν, ὑπέδυ τήν γαστέραν σου τήν ἁγίαν, ὁ φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον Θεοτόκε, καί ὤφθη ἄνθρωπος, ἐκ σοῦ σαρκούμενος, ἐν δυσί ταῖς φύσεσι γνωριζόμενος.

ᾨδὴ δ΄. Εἰσακήκοα Κύριε τήν ἀκοήν.
μνολογοῦντες Ἄχραντε, τόν ἐν γαστρί τῇ σῇ σωματωθέντα, σέ δοξολογοῦμεν ὡς θεομήτορα.

Λελυτρωμένοι Πάναγνε, τῶν ζοφερῶν τοῦ ᾄδου κενεώνων, τῷ θείῳ σου τόκῳ σέ μακαρίζομεν.

ῦσαι πάσης κακώσεως, τοῦ δυσμενοῦς Παρθένε τούς εἰδότας, ἀληθῶς Θεοῦ σε Μητέρα Πάναγνον.

ς λιμένα σε ἔχοντες, καί ἀσφαλῆ τοῦ Κόσμου σωτηρίαν, Θεοτόκε ἅπαντες σοί προστρέχομεν.

ᾨδὴ ς΄. Ὁ φωτισμός.
Τήν ὀφειλήν, τῆς προμήτορος Εὔας σύ Θεομῆτορ, ἀπέτισας σάρκα ἠμφιεσμένον, ἐκ σοῦ τεκοῦσα, τόν Σωτῆρα τοῦ Κόσμου, ὅθεν πάντες σε μακαρίζομεν, Κεχαριτωμένῃ Μαρίᾳ Πανάμωμε.

πέρ ἡμῶν, τόν ἐκ, σοῦ σαρκωθέντα, Παρθενομῆτορ, πάντοτε δυσώπει τῶν σέ ὑμνούντων, τοῦ λυτρωθῆναι ἐκ παθῶν, καί κινδύνων, ψυχοφθόρων κακῶν καί θλίψεων, καί αἰωνιζούσης φλογός καί κολάσεως.

Αἴγλη τῇ σῇ, Θεομῆτορ τόν νοῦν μοῦ καταυγασθῆναι, τόν ἐσκοτισμένον τῇ ἁμαρτίᾳ νεῦσον Παρθένε, τῆς ἁγνείας τόν ζόφον καί πταισμάτων ἐξαφανίζουσα· ἄλλην γάρ ἐκτός σοῦ φρουρόν οὑκ ἐπίσταμαι.

άβδῳ τῆς σής, ἀντιλήψεως δείξασα τήν πώρωσιν μου, δάκρυα πηγάζειν ἀξιῶσον με, τήν φοινικῆν δέ τῶν παθῶν μοῦ πλημμύραν, ὥσπερ ἄλλην θάλασσαν, τεμοῦσα ἐρυθράν πρός γῆν ἀπαθείας, τόν νοῦν μου ὁδήγησον.

ᾨδὴ ς΄. Ἐν ἀβύσσῳ πταισμάτων.
Σωματοῦται ὁ λόγος ἐν μήτρᾳ σου, καί δί εὐσπλαγχνίαν γνωρίζεται ἄνθρωπος· ἵνα Θεόν τόν ἄνθρωπον, ἀπεργάσηται Κόρη Πανάμωμε.

Δί ἐμέ κατ᾽ ἐμέ ἐχρημάτισε, βρέφος ὁ παντέλειος ἀνακαινίζων με, παλαιωθέντα, πάθεσι, διά σοῦ Παναγίᾳ Θεόνυμφε.

Καλυφθεῖσαν δεινῶς τήν καρδίαν μου, τοῖς τῶν ἀπορρήτων πταισμάτων μου κύμασι, τῆ πανσθενεῖ πρεσβείᾳ σου, Παναγίᾳ Παρθένε διάσωσον.

Γηγενεῖς τόν σόν τόκον γεραίρουσι, καί δοξολογοῦσιν Ἀγγέλων τά τάγματα, καί σέ Θεογεννήτριαν, Ἀειπάρθενον Κόρη δοξάζουσιν.

Κάθισμα. Τά ἄνω ζητῶν.
κ πόθου ψυχῆς, προστρέχω νῦν τῇ σκέπη σου, αἰτούμενος ἁγνή τήν λύσιν τῶν πταισμάτων μου· μή ἀπώσῃ ἄχραντε, ἀλλ᾽ εὐσπλάγχνως πρόσδεξαι με κράζοντα. ᾿Η Θεόν σαρκωθέντα, κυήσασα, νοσοῦσαν τήν ψυχήν μου θεράπευσον.

ᾨδὴ ζ΄. Εἰκόνος χρυσῆς.
Θεοῦ καθαρόν, οἰκητήριον καί ἄσπιλον Παρθένε, ναόν μέ ποίησον τοῦ Πνεύματος, τοῦ Παναγίου γενόμενον, σπήλαιον λῃστῶν ἀκαθάρτων· ἵνα πόθῳ κραυγάζῳ σοι· εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς σῆς κοιλίας ἁγνή.

λώδη εὑρών, τήν καρδίαν ὁ ἐχθρός ἐνέκρωσε μου· ἀλλά με σθένος θεῖον ἔνδυσον, καί ἐκνικῆσαι ἀξίωσον, τοῦτον· Ἀειπάρθενε Κόρη· ἵνα πίστει κραυγάζω σοι· εὐλογημένῃ ἤ Θεόν σαρκί κυήσασα.

πάλαι τούς τρεῖς, νεανίας ἐκ καμίνου καιομένης, Χριστέ μου λόγε λυτρωσάμενος· αὐτός κάμε ταῖς δεήσεσι, τῆς ἀπειρογάμου Μητρός σου, τῆς φλογός ἧς ἐξέκαυσα, τῶν ἀμετρήτων μου κακῶν ῥῦσαι καί σῶσον με.

δού σε Ἁγνῇ, πᾶσα φύσις γηγενῶν δοξολογοῦσιν, ὑπερθαυμάζοντες τό μυστήριον, τῆς σῆς κυήσεως ἄχραντε, καί χαρμονικῶς ἐκβοῶντες, τῷ ἐκ σοῦ ἀνατείλαντι. Εὐλογητός ὁ Θεός ὁ τῶν.

ᾨδὴ η΄. Τόν ἐν καμίνῳ τοῦ πυρός.
Τήν πανάγιαν κιβωτόν, τήν ὑπέρτιμον σκηνήν τήν θείαν στάμναν· τήν λυχνίαν την πλάκᾳ, τόν φωτοφόρον ναόν, τόν θρόνον τοῦ Θεοῦ τόν ἔνδοξον, τήν ἁγνήν Παρθένον ὑμνήσωμεν συμφώνως.

δού γεγέννηται ἐκ σοῦ, ᾿Ησαΐας ἐμφανῶς Ἁγνῇ ἐβόα· ὁ υἱός τοῦ ὑψίστου, καί σός ὁρᾶται υἱός, Παρθένε υἱούς ἐργαζόμενος, τοῦ ἐπουρανίου Πατρός τούς σέ ὑμνοῦντας.

Μή διαλίπῃς ἐκτενῶς, τόν υἱόν σου καί Θεόν καθικετεύειν, ὑπέρ τῶν προσκυνούντων καί ἀνυμνούντων πιστῶς, τήν χάριν τήν σήν Θεονύμφευτε, μόνη Παναγίᾳ, ὑπερευλογημένῃ.

λος ἐσκότισμαι τόν νοῦν ὅλος δαίμοσιν αἰσχροῖς κατεδουλώθην, ἀλλά σοῦ καταφεύγω τῇ σκέπη τῇ κραταιᾷ, Παρθένε καί βοῶ σοι σῶσον με, τῇ σῇ μεσιτείᾳ ἡ Κεχαριτωμένῃ.

Αἰνοῦμεν ὁ Εἱρμός.
Τόν ἐν καμίνῳ τοῦ πυρός, τῶν Ἑβραίων τοῖς παισί συγκαταβάντα, καί τήν φλόγα εἰς δρόσον μεταβαλόντα Θεόν, ὑμνεῖτε τά ἔργα ὡς Κύριον, καί ὑπερυψοῦτε.

ᾨδὴ θ΄. Ἀπορεῖ πᾶσα γλῶσσα.
Σέ εὐλογοῦσην ἄγω, τάξεις τῶν ἀσωμάτων. καί ἀνυμνοῦσιν ἅπαντα Πανύμνητε, ἀνθρώπων πλήθη, κάτω, γῆ καί οὐρανός καί θάλασσα, κοινῆ χορείᾳ, παναρμονίῳ μέλει, παγκόσμιον ᾠδήν, Χαῖρε σοι χαρμοσύνως βοῶντα Θεογεννήτρια.

Χαῖρε ἔμψυχε βάτε, καί Πανάγιον Ὄρος· Χαῖρε πάγχρυσε στάμνε καί θεία, τράπεζα, Παντάνασσα, Μαρία· Χαῖρε μυστικῇ νεφέλῃ καί πύρινε στῦλε· Χαῖρε γέφυρα, Κόσμου καί κλῖμαξ οὐρανοῦ· Χαῖρε καταφυγῇ καί προστάτις τῶν μελῳδούντων σε.

Πᾶσαν ὑπερεκπλήττει, ἀκοήν καί νοῦν ὅλως, τό ὑπέρ φύσιν ἄχραντε μυστήριον, τοῦ τόκου σου πῶς Μήτηρ, ἄμα, καί Παρθένος γέγονας, καί μετά τόκον πάλιν Παρθένος μένεις ἀπείρανδος Ἁγνή! Ὅθεν σε Θεοτόκον, κυρίως πάντες δοξάζομεν.

μνον ἔνϑεον Κόρη, τόν παρόντα προσδέχου, ἀντιδοῦσα χάριν τοῖς εἰς σέ, πεποιθόσι Καί εἰρήνην, αἴτησαι ταῖς Ἐκκλησίαις ἀεί παρασχεθήναι· τοῖς βασιλεῦσι νίκας καί τρόπαια, πιστοῖς· ἵνα Χριστιανῶν πᾶσα, γλῶσσα, σέ μεγαλύνωμεν.

Προσόμοιαν. 

Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σε νεκρόν.
Χαῖρε πᾶσα Κτίσις σοι βοᾷ· Χαῖρε Παναγία Παρθένε Χαῖρε, τό σκῆπτρον Δαβίδ· Χαῖρε ἡ βλαστήσασα, βότρυν τόν πέπειρον· Χαῖρε πύλη οὐράνιε· καί ἄφλεκτε βάτε· Χαῖρε φῶς παγκόσμιον· Χαῖρε ᾿Αγγέλον χαρά· Χαῖρε Ἀποστόλων τό κλέος· Χαῖρε τῶν Μαρτύρων ἀνδρεία· καί τῶν ἀσκητῶν θεῖον ἐντρύφημα.

Χαῖρε ὄρος ὄντως ὑψηλόν· ὄρος ἀλατόμητον χαῖρε· ὄρος κατάσκιον χαῖρε τό πιότατον ὄρος ὡς ψάλλει Δαβίδ· Χαῖρε ὅλης τῆς κτίσεως, Κυρία Παρθένε· Χαῖρε ὅπλον ἄμαχον κατά βαρβάρων ἐχθρῶν· Χαῖρε ἀμυντήριον θεῖον, πάσης ἐπηρείας δαιμόνων· Χαῖρε καταφύγιον τῶν δούλων σου.

Χαῖρε τῆς ἀγάπης τῆς διπλῆς, πλάτος ἀδιόριστον Κόρη, καί βάθος ἄπειρον, τῆς θείας σαρκώσεως θεολογίας τε, ὕψος ἀπερινόητον, προορισμοῦ θείου, μῆκος προαιώνιον Ὑπεραγίᾳ σεμνῇ· Χαῖρε ἀκρωτήριον ὄντως, τῆς καλῇς ἐλπίδος Παρθένε, τοῖς ὠκεανόν τοῦ βίου πλέουσιν.

Στῆσον πεπτωκότα με δεινῶς· καί κατεῤῥαγμένον εἴς χάος καί βυθιζόμενον· πρόφθασον καί ῥῦσαι με τῆς κακώσεως, Παναγίᾳ Πανύμνητε, καί μή καταισχύνῃς, μηδέ ἀπορρίψῃς με ἀπό προσώπου τοῦ σοῦ. Ποῦ γάρ ἐφευρήσω ὁ τάλας, ἄλλην προστασίαν ἐκτός σοῦ; Δέσποινα τοῦ κόσμου μή παρίδῃς με.


 

Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟΝ ΗΧΟΣ Β΄ ΤΗ ΤΡΙΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ.

ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟΝ

  ΗΧΟΣ Β΄

ΤΗ ΤΡΙΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ.

ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ.

ΠΟΙΗΜΑ ΘΕΚΛΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ.

Ὡς ὁρᾶται ἐν τῇ ὀγδόη καί ἐνάτη ᾠδή.

ᾨδή α΄. ἦχος β΄. Τῷ Τήν ἄβατον.
γκωμίων σοι, ἀειθαλές διάδημα, νῦν ἐξυφαίνει Πάναγνε, ἡ ᾿Εκκλησία Πνεύματι, καί προσάγει εὐλαβῶς, σύν τῷ Ἀρχαγγέλῳ σοι, νυμφαγωγῷ Γαβριήλ, τό χαῖρε ᾄδουσα, καί σέ σεπτῶς γεραίρουσα.

Γεωργήσασα, τήν ζωηφόρον ἄμπελον, Μῆτερ Θεοῦ Πανύμνητε Χριστόν τόν Κύριον, γῆ ἁγία τοῦ Πατρός, ὤφθης ὑπέρ ἔννοιαν· Θεοχαρίτωτε, καί πόμα θείας ζωῆς, κόσμον Ἁγνῇ ἐπότισας.

Κυματούμενον δεινῶς τοῖς παραπτώμασι, πάντα τόν κόσμον ἄχραντε, καί κινδυνεύοντα, σύ κυήσασα, Χριστόν, τόν κυβερνήτην καί σωτῆρα Κύριον, λιμήν ὡς εὔδιος, ζάλης πικρᾶς διέσωσας.

Καταφύγιον, καί Σωτηρίου πόλιν σε, πάντες πιστοί γινώσκοντες, Μαρίᾳ Μῆτερ Χριστοῦ, σοῦ δεόμεθα θερμῶς, δέξαι δεήσεις, τῶν σῶν πιστῶν οἰκετῶν, καί λῦσον ἅπαντας, πταισμάτων κατακρίσεως.

ᾨδὴ γ’. Στερέωσον ἡμᾶς ἐν σοί.
ρχή ἀποστροφῆς Θεοῦ ἐγένετο, τῆς Εὔας ἡ πλάνη ἀπό ἀνθρώπων· ἡ ἀγίᾳ Θεοτόκος δέ, πάλιν τόν Θεόν πρός ἡμᾶς ἐπεσπάσατο.

Ζωῆς σε θησαυρόν γεννᾷ Πανύμνητε, τῷ κόσμῳ καί χαίρει τῇ εὐπαιδείᾳ, ὁ πατήρ σου ἐν σοί Πάναγνε, ἐξ αὐτοῦ προελθούσῃ χαρᾷ ἅπασιν.

ξ Ἄννης ἡ χαρά τοῦ γένους ἤνθησας, καί τίκτεις Παρθένε τόν βασιλέα, καί συγχαίρουσι τῷ τόκῳ σου, αἱ γυναῖκες ἀρᾷς τῆς πρίν λυόμεναι.

βάτος ἐν Σινᾶ προδιετύπου σου, Παρθένε παράδοξον τό τοῦ τόκου· σύ γάρ πῦρ το τῆς Θεότητος, δεξαμένη τήν μήτραν σου οὑκ ἔφλεξας.

ᾨδὴ δ΄. Εἰσακήκοα Κύριε τήν ἀκοήν.
ακώβ σε ὡς κλίμακα θεοπρεπῶς προέβλεπε Παρθένε· ἧς ἐπί τό ἄκρον, Θεός ἐπεστήρικτο.

Τῶν Ἀγγέλων ἡ κάθοδος, τήν πρός ἡμᾶς τοῦ λόγου παρουσίαν, διά σοῦ Πανύμνητε προυπέφαινεν.

γαστήρ σου ἡ ἄχραντος, καί οἱ μαστοί μακάριοι Παρθένε· δί αὐτῶν γάρ ζωήν πάντες εὑράμεθα.

Μυστικῶς ἀνυμνοῦμεν σε, Μῆτερ Θεοῦ φωναῖς ὀρθοδοξίας· ἥν τῇ Ἐκκλησίᾳ συντήρει πρεσβείαις σου.

ᾨδὴ ἕ’. Φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου.
Νόμου σε τιμιωτέραν, τῆς κιβωτοῦ ἀνυμνοῦμεν· τόν γάρ πάντων Κτίστην καί Θεόν, οὐ πλάκας ἐβάστασας, Πανύμνητε Θεοτόκε Μαρίᾳ.

Θρόνον σε Θεοῦ τοῦ λόγου, κηρύττομεν Θεοτόκε, ἐν ὦ ὡς βροτός ὁ Θεός, καθήμενος ὦπται μοι. δεικνύων σε Χερουβείμ, ὑπερτέραν.

λυσας πικρᾶς δουλείας, τό γένος ἅπαν Παρθένε, καί ἐλευθερίᾳ Χριστοῦ, τήν φύσιν τοῦ θήλεος ἐτήμησας, ἐν τῷ θείῳ σου τόκῳ.

τεκεν υἱόν Παρθένος, καί εὐτολμοῦσι γυναῖκες, κατά τοῦ ἐχθροῦ ἐμφανῶς· καί ταύτῃ ἀκολουθοῦσι νεάνιδες, παρθενίαν ἀσκοῦσαι.

ᾨδὴ ς΄. Ἐκ ἀβύσσῳ πταισμάτων.
τοῦ κόσμου χαρά ἀειπάρθενε, χαῖρε σοι κραυγάζοντας σύν τῷ Ἀγγέλῳ πιστῶς, τῆς σῆς χαρᾶς ἀξίωσον, καί τήν λύπην ἑμῶν διασκέδασον.

Οὐρανός οὐρανῶν ὑψηλότερος, ὤφθης Θεονύμφευτε τῇ θείᾳ δόξῃ σου, ἐν σοί γάρ ὁ Θεός ἡμῶν, ὁλικῶς ἐποχούμενος ὤφθη μοι.

Τῆς χαρᾶς τῆς ἀλήκτου χωρίον σε, Μῆτερ ἀειπάρθενε σαφῶς γινώσκοντες, τό χαῖρε σοι κραυγάζομεν· σοί γάρ πρέπει τό χαίρειν μόνη Πάναγνε.

Νῦν ἡ φύσις τοῦ θήλεος γέγηθε· νῦν ἡ λύπη πέπαυται χαρά δέ ἤνθησεν, ὅτι Μαρίᾳ ἔτεκε, τήν χαράν τόν Σωτῆρα καί Κύριον.

Κάθισμα. 

Εὐσπλαγχνίας ὑπάρχουσα.
αθυμίαν ψυχῆς μου τήν χαλεπήν, καί καρδίας μου πώρωσιν Μῆτερ Θεοῦ, ἐπινεύσασα, ἴασαι ταῖς πρεσβείαις σου, καί σῳζομένων μερίδος καταξίωσον, λυτρουμένῃ παντοίας με κολάσεως, ἡ μόνη ἐλπίς μου καί παράκλησις.

ᾨδὴ ζ’. Εἰκόνος χρυσῆς.
πόκος ποτέ, Γεδεών τήν ἐπί σοί τοῦ Θεοῦ λόγου, προεζωγράφει θείαν κάθοδον· ὥσπερ γάρ δρόσον τήν σύλληψιν, ἄφθορε Παρθένε, ἐδέξω· διό πάντες σοι κράζωμεν· εὐλογημένος ὁ καρπός, τῆς σῆς κοιλίας ἁγνή.

Καινά καί φρικτά, καί πιστά καί ἀληθῇ τά σά μυστήρια. Μαρίᾳ μῆτερ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ὅτι ἐν σοί κατηλλάγημεν, πάντες τῷ Θεῷ καί Δεσπότῃ, καί Ἀγγέλοις συμψάλλομεν· εὐλογημένος ὁ καρπός, τῆς σῆς κοιλίας Ἁγνῇ.

πρίν Γεδεών, προμηνύων σοῦ σαφῶς τόν θεῖον τόκον, λεκάνην φέρει πλήρη, ὕδατος, τήν τοῦ ἐρίου ἐκπίεσιν· ὅλη γάρ ἐν σοί ἡ Θεότης, κατεσκήνωσεν ἄχραντε· εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς σῆς κοιλίας ἁγνή.

Τεκοῦσα Θεόν, τόν Σωτῆρα τοῦ παντός γέγονας Κόρη, τῶν πεπτωκότων ἐπανόρθωσις, ἁμαρτωλῶν ἀνακαίνισις· τῶν ἀπηλπισμένων ἐλπίς τε, καί ψαλλόντων βοήθεια· εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς σῆς κοιλίας ἁγνή.

ᾨδὴ η΄. Τόν ἐν καμίνῳ τοῦ πυρός.
Νέος Παράδεισος ἡμῖν, ἀνεδείχθης Παναγίᾳ Θεοτόκε, οὐ θανάτου τό ξύλον, ἀλλά ζωῆς τό φυτόν, ἀσπόρως βλαστήσασα Κύριον· οὗ τῆς ἀθανάτου, ζωῆς τρυφῶμεν πάντες.

Οὐδείς ἀπώλετο Ἁγνῇ, τάς τῆς πίστεως ἐλπίδας κεκτημένος, ἐπί σοί Ὀρθοδόξων, Μαρίᾳ μῆτερ Θεοῦ· μόνοι δέ οἱ φθόνῳ ἀρνούμενοι, σοῦ μή προσκυνεῖν τῆς μορφῆς τόν χαρακτῆρα.

Θέλγεται πᾶσα ἡ Χριστοῦ, Ἐκκλησίᾳ Θεοτόκε τῷ σῷ τόκῳ, ὅτι σῴζονται πάντες ἁμαρτωλοί καί πτωχοί, οἱ πόθῳ ἐν σοί καταφεύγοντες· ἦλθε γάρ Θεός, διά σοῦ ἀνθρώπους σῶσαι.

λευθεροῦται διά σοῦ ἡ προμήτωρ Θεοτόκε καταδίκης· καί ἰδού νῦν γυναῖκες, ὑπεραθλοῦσι Χριστοῦ, καί χαίρει ἡ φύσις τοῦ θήλεος· ὡς βεβαιοῖ ἔργῳ, ἡ πρωτομάρτυς Θέκλα.

Ὁ Εἱρμός.
Τόν ἐν καμίνῳ τοῦ πυρός τῶν Ἑβραίων τοῖς παισί συγκαταβάντα, καί τήν φλόγα εἰς δρόσον μεταβαλόντα Θεόν, ὑμνεῖτε τά ἔργα ὡς Κύριον, καί ὑπερυψοῦται εἰς πάντας τούς αἰῶνας.

ᾨδὴ θ’. Ἤ τόν πρό ἡλίου φωστῆρα.
Κλῖνον μοι τό οὖς σοῦ Παρθένε ἀνυμνούσῃ ὑπερύμνητε, δί’ ἐγκωμίων λόγων τόν τόκον σου, καί ὡς δῶρα χηριακά, τούς ὕμνους τῶν χειλέων μου, προσδεξαμένῃ αἴτησαι, ἅμαρτιῶν μοι τήν συγχώρησιν.

Λάμπει σου τό θεῖον κάλλος· ἀστράπτει τῆς ἁγνείας. ἡ λαμπρότης· καί ὑπερστίλβει, τούτων σου ἡ γέννησις. Θεός γάρ ὁ καί ποιητής, ἡλίου καί τῆς κτίσεως, οὗτος ἐκ σοῦ, γεγέννηται, διό σε πάντες μεγαλύνομεν.

μεῖς ὡς ἄνθος ἁγνείας, καί ῥάβδον Παρθενίας σε, καί Μητέρα· Θεοῦ, ἐν ὕμνοις ἐκθειάζουσαι, Θεοτόκε μετά φωνῇς, αἰνέσεως δεόμεθα, ἐν παρθενίᾳ, στηρίξων καί ἐν ἁγνείᾳ, ἡμᾶς φύλαξον.

Σῶμα καί ψυχήν σου Παρθένε, διατηρούσης ἀμόλυντον, ὁ βασιλεύς Χριστός ἠράσθη τοῦ κάλλους σου, καί Μαρίᾳ τῆς ἑαυτοῦ, σαρκώσεως ἀνέδειξε, Μαρίᾳ ὑπερένδοξε, οἰκονομῶν τήν σωτηρίαν μου.

Προσόμοιαν. 

Οἰκός τοῦ Εὐφραθά.
Χαῖρε θρόνε Θεοῦ, Παντάνασσα Μαρίᾳ· χριστιανῶν ἡ δόξα· καύχημα τῶν παρθένων· νύμφη ἡλιοστάλακτε.

Χαῖρε ἡ τήν χαράν, πηγάσασα τῷ κόσμῳ Ὑπεραγίᾳ Κόρη, βροτῶν τε καί Ἀγγέλων, το ἔξοχον ἀγλάϊσμα.

Χαῖρε σκεῦος Ἁγνῇ, τοῦ οὐρανίου μύρου, ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας· Χαῖρε ῥόδον καί κρῖνον, εὐωδιάζων ἅπαντας.

Παντάναξ Ἰησοῦ, εἰρήνευσον τόν κόσμον, πρεσβείαις τῆς Μητρός σου, Παρθένου Παντανάσσης, καί πάντων τῶν ἁγίων σου.


 

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟΝ ΗΧΟΣ Β΄ ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΣΠΕΡΑΣ.

ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟΝ

  ΗΧΟΣ Β΄

  

ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΣΠΕΡΑΣ.

ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ.

ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΡΗΤΗΣ.

Οὗ ἡ ἀκροστιχίς.
Θρηνῶδες ὥσμα δεύτερον τῇ Παρθένῳ· Φωτίου.

ᾨδὴ α΄. ἦχος β΄. Δεῦτε λαοί.
Θρήνου καιρός, πάρεστιν ὦ παναθλίᾳ ψυχή, τό τῆς παρούσης στάδιον ζωῆς ὅ τρέχο· μέν καί καθεύδομεν οἴμοι! λοιπόν διεγερθῶμεν νῦν καί θρηνήσωμεν.

οῦς ποταμοῦ, σκιά, καπνός καί ἐνύπνιον, καί ἄνθος χόρτου πέφυκε τό μαραινόμενον, ἤ παροῦσα. Τερπνότης· λοιπόν τῇ Θεοτόκῳ ψυχῇ προσπέσωμεν.

 τήν ζωήν, μόνη τεκοῦσα Θεόνυμφε, νεκρόν με χρηματίσαντα, καί κατακείμενον, ἁμαρτίας τῷ βέλει, ἀνάστησον φαρμάκῳ τῷ τού ἐλέους σου.

Νοῦν καί ψυχήν, καί τάς αἰσθήσεις ἐμόλυνα, ἐπιτελῶν τά ἄτοπα Θεοχαρίτωτε· ἀλλά σοῦ τῷ πελάγει, προσπίπτω τοῦ ἐλέους καί μή ἀπώσῃ με.

ᾨδὴ γ’. Στερέωσον ἡμᾶς.
ς ἄλλον με λῃσταί τοῦ βίου στάδιον, ὁδίτην ὁδεύοντα συλλαβόντες, τήν ψυχήν κατετραυμάτισαν· ἀλλά σύ Θεομῆτορ ἀνακάλεσαι.

Δουλώσας τῆς ψυχῆς τό αὐτεξούσιον, ἐτρώθην τοῖς πάθεσι μή ζηλώσας, Ἰωσήφ ἀλλ᾽ ἐλευθέρωσον, Θεομῆτορ τῆς τούτων δεσποτείας με.

ν σοί τῶν ἡδονῶν θαρρῶν Δέσποινα, τό μέγα, καί ἄρρηκτον χαλκοῦν τεῖχος, ὑπερβαίην καί ῥυσθείην τε, ἀπό πειρατηρίου δεινοῦ δαίμονος.

Σταγόνες μοῦ δακρύων ἐξηράνθησαν, Παρθένε τῷ ὕπνῳ βεῤαρημένου· ἀλλ᾽ ἐγρήγορσιν μοί δώρησαι, καί δακρύων πηγήν καί στάσιν πάννυχον.

ᾨδὴ δ΄. Ὑμνῶ σε ἀκοήν γάρ Κύριε.
πᾴσῃς ἁμαρτίας αἴτιον, φιλαυτίᾳ φιλαργυρίᾳ· ἅς ἐχ ψυχῆς πάναγνε ἐπόθησα, καί πᾶσαν πρᾶξιν αἰσχράν, αὐθαιρέτως ἐξετέλεσα· ἀλλ᾽ οὖν ἐν γήρᾳ, σῶσον μές τόν ἄθλιον.

Στολήν μέ πού σεπτοῦ βαπτίσματος, ἀπεξέδυσεν ὁ βελίαρ, καί τό τραχύ Πάναγνε και δυσαχθές, τῆς ἁμαρτίας αὐτός περιέθετο τριβώνιον· ὅ δυσωπῶ σξ, Κόρῃ με ἀπόδυσον.

Μαρίᾳ Θεοτόκε Δέσποινα, εὐφροσύνῃ μου καί σωτηρίᾳ, ἐν κλίνῃ κειμένου ἀείποτε τῆς ἀμελείας, τῷ θείῳ φωτί σου διασκέδασον, τῆς ταπεινῆς ψυχῆς μου τήν σκοτόμαιναν.

Αἰγύπτου Μωυσῆς ἐξήγαγε, τῆς δουλείας Ἰσραηλίτας· ἐμέ δέ τίς Πάναγνε, ἐξάξει τῆς πικρᾶς δουλείας παθῶν; εἰ μή σύ πρός τόν Δεσπότην μου, καί σόν υἱόν πρεσβεύσῃς ἡ φιλεύσπλαγχννος.

ᾨδὴ ἕ’. Ὁ τοῦ φωτός χορηγός.
Διά νηστείας ποτέ, προκαθαρθείς ὁ Μωυσῆς ἤκουσε, θείας φωνῆς, καί σοῦ Θεομῆτορ κατεῖδε τόν τύπον. Ἐγώ δέ ἀσωτεύων, πῶς ἴδω φῴς τῆς γνώσεως;

ν τῇ ἐρήμῳ Σινᾶ, Μάννα, Θεός τῷ ᾿Ισραήλ ἔβρεξε· σύ δέ ψυχή εἰ βούλει, τοῦ Μάννα τυχεῖν τοῦ νοητοῦ, πρόσελθε τῇ τούτου Μητρί καί ἐκθρέψει σε.

ψηγορίᾳ δεινή, ὥσπερ Δαθάν καί Ἀβειρών κέχρημαι, κατά Θεοῦ οὐ κατά Μώσεως, καί πίπτω ὑπό γῆν· σύ δέ με Θεομῆτορ ἀνάστησον δέομαι.

Τῆς ἀθλίας μου ψυχῆς, πράϊνον κύματα αἰσχρά Δέσποινα, καί τῆς σαρκός παῦσον τάς ὀδύνας, ἡ μόνῃ τεκοῦσα, ἄνευθεν ὠδίνων Θεόν σωματούμενον.

ᾨδή ς΄. Ἄβυσσος ἁμαρτημάτων.
κχεον τῆς εὐσπλαγχνίας, τῆς σῆς τόν ἔλεον Κόρῃ, ἐπ’ τήν ταπείνωσιν ἡμῶν, καί ἵλεως ἵλεως γενήθητι, τοῖς σοῖς δούλοις Παρθένε.

έουσιν εὐεργεσίας, τῆς σῆς ἀέναα ῥεῖθρα, καί τάς ξηρανθείσας ἐκ, παθῶν, ψυχάς καταρδεύουσι· μεθ᾿ ὧν ἁγνή ἄρδευσόν με.

σιον οὐδέν ἐν βίῳ, διεπραξάμην ὁ τάλας, μᾶλλον δέ πληθύν ἁμαρτιῶν· ἀλλ᾽ ἔκτεινον Δέσποινα τήν χεῖρα σου, καί γεέννης με ῥῦσαι.

Νύμφη Θεοῦ Παναγίᾳ, ἡ σκέπη μου καί ἡ δόξα· σύ μοι ἐν ἐξόδου τῷ καιρῷ παράστηθι, σῴζουσα καί ἄγουσα, πρός μονάς αἰωνίους.

Κάθισμα. Τά ἄνω ζητῶν.
Μετάνοιαν δός, γνησίαν μοι Πανάμωμε, τῶν ἐκ βρεφικῆς, πταισμάτων ἡλικίας μου, καί πάντων συγχώρησιν, τελείαν τούτων παράσχου μοι, καί τῆς ἐνθέου πολιτείας Ἁγνῇ, ἐπιλαβέσθαι προθύμως ἀξίωσον.

ᾨδὴ ζ΄. Εἰκόνος χρυσῆς.
Τραχεῖαν ὁδόν, καί στενήν τῆς ἀρετῆς Θεοκυῆτορ, αἱ τῶν ἁγίων ἐκδιδάσκουσι, βίβλοι καί πᾶς λόγος ἔνθεος· ἦν μι διανύειν προθύμως, τῇ δυνάμει σου ἴσχυσον, τάς ἐφ’ ἑκάτερα τροπάς ἀεί ἐκκλίνοντα.

σύχῳ τῷ νῷ, καί γαλήνῃ λογισμῶν τοῦ Παρακλήτου, ἡ θεία χάρις ἐπισέρχεται, ἐν τῇ καρδίᾳ Θεόνυμφε· ἥν μοι καταπέμψαι δυσώπει, τόν υἱόν σου καί Κύριον, τῷ τῆς καρδίας συντριμμῷ καί ταπεινώσει ψυχῆς.

Πολλῶν πειρασμῶν, φλογοφόρων καί πικρῶν λῦσον τό νέφος, τῶν συνεχόντων καί θλιβόντων με, καί ἀκράτως μαστιζόντων με, μόνη προστασία, τοῦ κόσμου, καί συνέτισον ψάλλοντα· εὐλογητός εἶ ὁ Θεός ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν.

γρίοις θηρσί, παρεδόϑην τῶν ποθῶν τοῖς ἐπιστάταις, ὡς ἕν ἐρήμῳ οἱ γογγύσαντες, καί ἀφανῶς ἐκκεντοῦσι με, ὥσπερ καί ἐκείνους οἱ ὄφεις· ἄλλα Κόρη Θεόνυμφε, τῇ σῇ πρεσβείᾳ δυσωπῶ, δός μοι τήν ἴασιν.

ᾨδὴ η΄. Τόν ἐν καμίνῳ τοῦ πυρός.
ᾳδιουργίαις ὁ ἐχθρός, ἐνεδρεύων ἀφανῶς ἐξαπατᾷ με, λογισμοῖς ὑποσύρων, εἰς ἡδονῆς τούς κρημνούς· ἀλλά σύ Θεοτόκε φρούρει με, μόνη προστασίᾳ, τῶν καταπονουμένων.

Θέλων ὑπείκω τῷ ἐχθοῷ, προσβολαῖς τῶν λογισμῶν ἐπιθεμένῳ, ἀλλ᾽ ἀνίσχυρον τούτου τήν μηχανήν ἀγαθή, δεῖξον καί μάτην φρυαττόμενον, περιποιουμένῃ, ἐμέ τόν σόν οἰκέτην.

νώπιον σου ἐκχεῶ, ἐν κλαυθμῷ καί στεναγμῷ τήν δέησιν μου, τῆς ψυχῆς μου τήν θλῖψιν ἀπαγγελῶ σοι Ἁγνῇ· ἰδού γάρ σηπεδόνι θλίψεων, καταδαπανῶμαι, μή βλέπων σε τό φῶς μου.

Νηστείαν ἄσκησον ψυχή, ἀγρυπνίαν καί κλαυθμόν καί ψαλμῳδίαν, καί τήν ἀΰλων στάσιν ἐν ὁλονύκτοις εὐχαῖς· καντεῦθεν Θεός σοι ἱλάσεται, ταῖς τῆς Θεοτόκου, πρεσβείᾳ εὐσπροσδέκτοις.

Ὀ Εἱρμός.
Τόν ἐν καμίνῳ τοῦ πυρός, τῶν Ἑβραίων τοῖς παισί συγκαταβάντα, καί τήν φλόγα εἰς δρόσον μεταβαλόντα Θεόν, ὑμνεῖτε τά ἔργα ὡς Κύριον, καί ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας

ᾨδὴ θ’. Τόν ἐκ Θεοῦ Θεόν λόγον.
ς συμπαθῇς οὖσα Κόρη, συμπαθέστατον λόγον, ἐκύησας ἡμῖν μετά σαρκός· τοῦτον ἀεί ἐκδυσώπησον, τοῦ ῥυσθῆναι κινδύνων, καί θλίψεων καί ἄλλων πειρασμῶν, τούς Ἁγνῇ Θεοτόκον, ἐν πίστει σε δοξάζοντας.

Τοῦ Ἀαρών πρίν ἡ ῥάβδος, καί ἡ στάμνος τοῦ Μάννα, λυχνία καί ἡ χρυσῇ κιβωτός, σε προετύπουν Θεόνυμφε· ὧν ἡυεῖς τάς ἐκβάσεις, ἀρτίως καθορῶντες τηλαυγῶς, Θεοτόκον κυρίως, ἐν πίστει σε δοξάζομεν.

Κρήνην προχέουσαν νᾶμα, τοῖς πιστοῖς σωτηρίας, Πανάχραντε καλοῦμεν σε ἁγνή· οἴ γάρ τακέντες τῷ καύσωνι, τῶν ἀπείοων πταισμάτων, εὑρήκαμεν πολλήν ἀναψυχήν, τοῦ υἱοῦ σου τό αἷμα· δι’ οὗ ἡμᾶς ἀνέπλασεν.

Τῆς γεηρᾶς μέν οὐσίας, τοῦ ᾿Αδάμ, ἀνεφύης, ὡς κλάδος Θεομῆτορ ἤ Μαριάμ· ἄνθος δε μόνη τόν Κύριον, ἐξανέτειλας ἄνευ, χειρός καί γεωργίου γηγενοῦς· διά τοῦτο σε πάντες, ἐν ὕμνοις μεγαλύνομεν.

Προσόμοια. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σε.
Χαῖρε Πλατυτέρᾳ οὐρανῶν· Χαῖρε ὑπερτέρᾳ τῶν ἄνω Κόρη Δυνάμεων· Χαῖρε πάσης Δέσποινα, τῆς οἰκουμένης Ἁγνῇ· Χαῖρε ἅγιον τέμενος, Θεοῦ τοῦ ὑψίστου, Χαῖρε θείᾳ γέφυρα, θνητούς μετάγουσα, μόνη πρός ζωήν τήν ἀγήρω· Χαῖρε τό διάσωσμα Κόσμου· Χαῖρε τῶν πιστῶν ἁπάντων καύχημα.

Χαῖρε ἥ παγκόσμιος χαρά· Χαῖρε χελιδών γλυκυτάτῃ ἔαρ εὐφρόσυνον, πᾶσιν ἀνατείλασα, τοῖς ἐν χειμῶνι κακῶν, λαμπάς χαῖρε ἄσβεστος, τοῖς πλάνης ἐν σκότει φῶς τῆς θείας γνώσεως ἡ ἀπαστράψασα· Χαῖρε βασιλέων τό κράτος· Χαῖρε κραταιᾷ προστασίᾳ, τῶν εἰλικρινῶς μακαριζόντων σε.

Χαῖρε ἡ μεγάλῃ καί λαμπρᾷ, ἄρκτος ἡ ἑπτάστερος Κόρη, τοῦ νοητοῦ οὐρανοῦ, τοῖς ἑπτά χαρίσμασιν, ἡ ἐξαστράπτουσα· ἀκινήτῳ πρεσβείᾳ σου, ὥσπερ ἄλλῳ Πόλῳ, τούς νυκτί πλέοντας, τήν βίου θάλασσαν, θεῖον ὁδηγοῦσα πρός ὅρμον, τῆς τῶν οὐρανῶν βασιλείας, καί γλυκεῖ φωτί σου καταλάμπουσα.

Δέξαι τήν ἱκέσιον ᾠδήν· δέξαι μου τόν θρῆνον Παρθένε· δέξαι τήν δέησιν· δέξαι μου τά δάκρυα, καί στεναγμόν τῆς ψυχῆς, καί τόν θρῆνον ἀφάνισον· τά δάκρυα παῦσον· πάντα μεταῤῥύθμησον τά λυπηρᾷ εἰς χαράν· δίδου τῷ τήν σήν ἐκζητοῦντι, θείαν προστασίαν καί σκέπην, ὁλοψύχῳ νεύσει Θεονύμφευτε.

 

Όσιος Κύριλλος ο Φιλεώτης. Περί εγκρατείας.


Όσιος Κύριλλος ο Φιλεώτης. 
Περί εγκρατείας.

Εγκράτεια εἶναι τὸ νὰ δαμάζεις τὴν σωματικὴ ἡδονή. Τὴν φωτιὰ φουντώνει ὁ ἄνεμος καὶ τὸν ἔρωτα ἡ συνήθεια. Γι᾿ αὐτὸ, ἄς μὴ θελήσουμε νὰ διαθέσουμε τὰ μέλη μας ὡς ὅπλα γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἡδυπάθεια· ἀλλὰ καλύτερα ὡς ἀναστηθέντες ἐκ νεκρῶν, νὰ κάνουμε τὰ μέλη μας ὅπλα δικαιοσύνης καὶ ἁγιασμοῦ, διότι ὁ Θεὸς εἶναι ῞Αγιος καὶ εὐχαριστεῖται σέ ῾Αγίους.

῞Αγιος εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι καθαρὸς ἀπὸ κακία καὶ ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τίς ἁμαρτίες. Κανένα κακὸ δὲν φυτρώνει στὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἔβαλε θεμέλια τῆς σοφίας τὴν σωφροσύνη καὶ τὴν ἁγνεία.

῾Η σωφροσύνη εἶναι δύναμη τῆς ψυχῆς, διότι σὰν φῶς φωτίζει τὴν ἀπαθῆ ψυχή. Εἶναι ἀδύνατον νὰ εἶναι ἐλεύθερος αὐτὸς ποὺ ὑποδουλώνεται στὰ πάθη καὶ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὰ πάθη. Πιὸ φοβερὸ εἶναι νὰ εἶσαι ὑπόδουλος σε πάθη παρὰ σε τυράννους…

Δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε τὸ ὕψος τῆς ἐγκρατείας, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ φοβηθούμε τὸ χάος τῆς ἀκρατείας.

᾿Εγκράτεια εἶναι χαλινάρι, ποὺ συγκρατεῖ τὴν ὁρμὴ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ γιὰ τροφές ἤ χρήματα ἤ δόξα.

Αἰσθητὴ ἐγκράτεια εἶναι ἡ ἀποφυγὴ ὅλων τῶν παραλόγων πράξεων, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς σάρκας. Νοητὴ δὲ ἐγκράτεια εἶναι ἡ ἀποφυγὴ τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν ἡδονή, ποὺ γεννοῦν αἱ ἐμπαθεῖς σκέψεις. Δὲν μπορεῖ νὰ κατορθώσει κανεὶς τὴν αἰσθητὴ ἐγκράτεια, ἐὰν δὲν ὑπάρχει διαρκῶς στὴν ψυχή του ἡ μελέτη καὶ ἡ τήρηση τῆς δεύτερης, ἐπειδὴ συνυπάρχουν ἀχώριστα στὴν ψυχή.

Πρέπει λοιπὸν νὰ μὴ φοβόμαστε τὴν ἐγκράτεια, διότι κανεὶς δὲν ἀπορρίπτει τὰ ἀγαθὰ ἀπὸ τὸν φόβο τῆς στερήσεως τους. Τίποτα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα δὲν θὰ εἶχαν πραγματοποιηθεῖ, ἄν γιά ὅσα προγραμματίζουμε, σκεπτόμαστε τίς ἀποτυχίες. Διότι κοντὰ στὸν μόχθο τοῦ γεωργοῦ παραστέκει ἡ ἀφορία, κοντὰ στοὺς κόπους τοῦ ἐμπορίου τὰ ναυάγια, κοντὰ στοὺς γάμους αἱ χηρεῖες, κοντὰ στὸ μεγάλωμα τῶν παιδιῶν οἱ στερήσεις τῶν τέκνων.

Παρὰ ταῦτα ὅμως ἐπιχειροῦμε τὰ διάφορα ἔργα, στηριζόμενοι στίς καλυτέρες ἐλπίδες καὶ ἐμπιστευόμενοι τὴν ἐπιτυχία αὐτῶν ποὺ ἐλπίσαμε στὸν Θεό, ὁ ῾Οποῖος φροντίζει γιά μᾶς. Σὺ φρόντιζε πάρα πολὺ νὰ ἀποσύρεις τὸ βλέμμα σου ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, διότι ἀπ᾿ αὐτὴν ἀναδίδεται καπνός, ποὺ θολώνει τὴν ψυχή…

῎Ελεγε δὲ καὶ τοῦτο ἀκόμα ὁ ῞Οσιος· «῾Η γυναίκα συμβολίζει τὴν πρακτικὴ ψυχή, τὴν ὁποία νυμφεύεται ὁ νοῦς καὶ γεννᾶ τίς ἀρετές». ῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος λέει· «Νὰ ἀποκτήσεις σύζυγο ἀχώριστο τὴν μελέτη τοῦ θανάτου· ἄς εἶναι δὲ ἀγαπημένα παιδιά σου, οἱ στεναγμοὶ τῆς καρδιάς· νὰ ἀποκτήσεις δοῦλο τὸ σῶμα σου· νὰ κάνεις φίλους τίς ἅγιες δυνάμεις, ποὺ μποροῦν νὰ σὲ ὠφελήσουν, ὅταν θὰ βγαίνει ἡ ψυχή σου, ἄν σοῦ γίνουν φίλοι. Αὐτὴ εἶναι ἡ γενεὰ αὐτῶν, ποὺ ἀναζητοῦν τὸν Κύριο».

Βλέπεις συζυγία καὶ οἰκογένεια πνευματική; ῾Η σάρκα καὶ τὸ αἷμα δὲν θὰ κληρονομήσουν, κατὰ τὸν ᾿Απόστολο, βασιλεία Θεοῦ [ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα βασιλείαν Θεοῦ κληρονομῆσαι οὐ δύνανται] (Α´ Κορ. 15, 50). Διότι μία μόνο φορὰ ἄν κυριευτεῖ ἡ άνθρώπινη φύση ἀπὸ τὴν φιληδονία, μετὰ δυσκολίας ἀποδέχεται πλέον τοὺς κόπους τῆς ἀρετῆς.

Νὰ προτιμᾶς τὸν ἄριστο βίο· διότι ἡ συνήθεια θὰ τὸν κάνει εὐχάριστο. ῞Οπως καὶ τὸ κάθε πάθος, ὅταν ὁ ἄνθρωπος τὸ ἀντιληφθῆ ἀμέσως, μπορεῖ εὔκολα νὰ τὸ θεραπεύσει, ἐνῶ ἐκεῖνο ποὺ χρονίζει, παραμένει, σχεδόν, ἀνίατο.

Περιοδικό Άγιος Κυπριανός. Αριθμός 347, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2008, σελ. 280.
Βίος καὶ Διδαχαὶ ῾Οσίου Κυρίλλου τοῦ Φιλεώτου, σελ. 27-28, Οἰνόης Ματθαίου Λαγγῆ, ἔκδ. πρώτη, ᾿Αθῆναι 1987.

Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟΝ ΗΧΟΣ Β΄ ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΣΠΕΡΑΣ.

 

ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟΝ

ΗΧΟΣ Β΄ 

ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΣΠΕΡΑΣ.

ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ.

ΠΟΙΗΜΑ ΙΩΔΑΝΝΟΥ ΕΥΧΑΙΤΩΝ.

ᾨδὴ α΄. 

ἦχος β΄. Ἐν βυθῷ κατέστρωσε πότε.
‘Ὑπέρ πᾶσαν φύσιν λογικήν, τόν ἐξαμαρτήσαντα, ἡ ὑπερβᾶσα Ἀγγέλων τάγματα, ἐν ἁγιωσύνη τε καί σεμνότητι. καί νόος καθαρότητι, σῶσον με Παρθένε, ἵνα σε γεραίρω τήν Πανύμνητον,

δονῶν ὁ κλύδων ὁ σφοδρός, αὔραις κυμαινόμενος, τῶν τῆς κακίας πνευμάτων χειμάζει με, Κόρη ἀπειρόγαμε, μετανοίας με πηδαλίῳ ἰθύνασα, ποός τούς ἀπαθείας, ὅρμους τούς γαληνιῶντας ὅρμισον.

Λεπρωθέντα νοῦν καί τήν ψυχήν, κάθαρόν με Δέσποινα, ὡς τόν λεπρόν ὁ υἱός σοῦ ἐκάθηρε· θέλω καθαρίσθητι, ἐπειποῦσα μοι· καί γάρ πάντα. τῷ λόγῳ σου, πείθεται τεκούσης, λόγον τοῦ Πατρός τόν ὁμοούσιον.

λοτόμος Δέσποινα γενοῦ, τήν ὑλομανοῦσαν μου, καί χερσωθεῖσαν καρδίαν καθαίρουσα, καί προρρίζους τίλλουσα καί ἐκτέμνουσα, καί πυρί θείῳ καίουσα, τάς ἀκανθηφόρους, καί θανατηφόρους ἁμαρτίας μου.

ᾨδὴ γ’. Ἐν πέτρᾳ με τῆς πίστεως.
Ανϑρώπων σωτηρίας ἡ ζῶσα, πύλη, ὑπάνοιξόν μοι πύλας δικαιοσύνης, καί θύραν μετανοίας ὡς ἄν ἐν ταύταις, ἐξομολόγησιν καί ἐξαγόρευσιν, εἰσελθών προσάξαιμι τῷ Κυρίῳ μου.

Σφραγῖδι με σημείωσον καί τῷ τύπῳ, τῆς σκέπης σοῦ ψυχῆς μου ἐν τῷ μετώπῳ, ὡς ἄν ἀπό προσώπου φύγοιμι τόξου, τοῦ ὀλοθρεύοντος, μή ὡς ἀσήμαντον, Θεοτόκε πρόβατον.

Εἰκόνα τοῦ υἱοῦ σου τήν κεχωσμένην, δραχμήν βασιλικήν τήν ἀπολωλυῖαν, ζητήσασα, Παρθένε καί ἐφευροῦσα, τόν ἐπικείμενον χοῦν ἐν αὐτῇ τῶν παθῶν, καί τήν κόνιν τίναξον καί ἀπόσμιηξον.

ομφαίᾳ με τόν τρώσαντα ἁμαρτίας, ἀντίτρωσον ἐκχέασα τήν ῥομφαίαν, πλευράν τήν διατρήσασαν τοῦ υἱοῦ σου, Θεογεννήτρια, καί καταδίωξον, καί εἰς τέλος σύντριψον καί κατάσφαξον.

ᾨδὴ δ΄. Ἐλήλυθας ἐκ Παρθένου.
ν θλίψεσι σέ πλουτοῦμεν Παρθένε παράκλησιν· ἐν λύπαις ἀνάψυξιν· ἐν πειρασμοῖς παραμύθιον, πρόμαχον καί σύμμαχον, καί σωτηρίαν ἑτοίμην καί ἀντίληψιν.

τέξασα θελητήν τού ἐλέους μή θέλοντα, ἁμαρτωλῶν θάνατον, τῇ μετανοίᾳ, ὅς μάλιστα, τούτου ἡδυνόμενον, πρός μετανοίας ὁδούς με χειραγώγησον.

ώμενος τῆς προμήτορος Εὔας τό σύντριμμα, ἐκ τῆς Θεομήτορος Κόρης ἡμῶν ἐπεδήμησας, Δέσποτα φιλάνθρωπε· δέ ἧς κάμε συντριβέντα λόγῳ ἴασαι.

Στενάζοντα, ἐν νυκτί καί ἡμέρᾳ ἑκάστοτε, καί θρήνοις κοπτόμενον, καί ῥαντιζόμενον δάκρυσιν, οἴκτειρόν με Δέσποινα, καί ἀοράτῳ ῥοπῇ σου παρακάλεσον.

ᾨδὴ ε’. Ὀ φωτισμός.
ποταμός, τῶν Θεοῦ χαρισμάτων τούς ὀφθαλμούς μου, ἔμπλησον δακρύων καί τῆς ψυχῆς μου, Θεοκυῆτορ τάς ἀνύδρους ἀρούρας, καί αὐχμώσας μέθυσον αὔλακας, ἵνα, πληθυνθῶσιν αὐτῆς τά γεννήματα.

ν ταῖς χερσί, σοῦ Παρθένε οἱ κλῆροι οἱ τῆς ψυχῆς μου· ῥῦσαι ἐκ χειρός μέ νῦν τῶν ἐχθρῶν μου· ἐπίφανόν τε σοῦ τό πρόσωπον Κόρη, Παναγίᾳ ἐπί τόν δοῦλον σου· σῶσον με τῷ θείῳ ἐλέει σου Δέσποινα.

νατολῆς, τῆς ἐξ ὕψους φανείσης ἐδείχθη πύλη· θρόνος ἐπηρμένος τοῦ βασιλέως οὐρανομήκης καί μετάρσιος κλῖμαξ· δί ἧς ἐπέβη Χριστός πανάχραντε, καί τοῖς ἀπωσμένοις βροτοῖς προσωμίλησεν.

ὑψηλός, καί περίβλεπτος θρόνος τοῦ βασιλέως, τῶν βασιλευόντων ἡ θεία, κλίνη ἡ θεοδόχος· ὁ πανάγιος οἶκος, τό ἀβέβηλον ἱλαστήριον· ἡ Θεογεννήτωρ Μαρίᾳ, ὑμνείσθω μοι.

ᾨδὴ ς’. Ἐν ἀβύσσῳ πταισμάτων.
Ψαλμικῶς εὐφημοῦντες βοῶμεν σοι· Χαῖρε τό πιώτατον ὅρος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅ κατοικεῖν ηὐδόκησε, δί ἡμῶν σωτηρίαν Θεόνυμφε.

Χαῖρε πύλη Θεοῦ ἀδιόδευτε· Χαῖρε τῆς ἀπάτης τήν κάμινον σβέσασα· Χαῖρε δί ἧς μοι δέδωκεν, ἡ φλογίνη ῥομφαία, τήν εἴσοδον.

μβροφόρε νεφέλη θεόδροσε, τήν κατεψυγμένην ψυχήν μου τῷ καύσωνι, τῆς ἁμαρτίας δρόσισον, καί χειμάρρῳ τρυφῇς αὐτήν πότισον.

υπαροί λογισμοί με μολύνουσι· φαῦλαι καί αἰσχραί ἐνθυμήσεις μιαίνουσι, τήν ταπεινήν καρδίαν μου, Παναγίᾳ Παρθένε βοήθει μοι.

Κάθισμα. 

Τά ἄνω ζητῶν.
Τῷ θείῳ φωτί τό σκότος τῆς καρδίας μου, μακράν ἀγαθῇ ἀπέλασον διδοῦσα μοι, ὀχετούς εἰς ἔκπλυνσιν τῶν κακῶν μου δι’ ὧν ἐλύπησα τόν ὑπεράγαθον Κύριον ἐν σοί γάρ μοι μόνῃ ἡ παράκλησις.

ᾨδὴ ζ’. Εἰκόνος χρυσῆς.
Τόν βίον ψυχή, ὡς πανήγυριν σαφῶς ἐπισταμένῃ, καλῶς ἐντεῦθεν πραγματεύθητι, ὡς ἄν κερδήσεις τά μέγιστα, τήν τῶν οὐρανῶν Βασιλείαν, καί τήν δόξαν τήν ἄρρητον, εἰ γάρ παρέλθῃ πρός μικρόν, ἄλλον οὐχ ἕξεις καιρόν.

δόν τῆς ζωῆς, ἡ τεκοῦσα τόν Χριστόν σύ με ὁδήγησον, ὁδόν εἰς εὐθεῖαν τήν ἀπάγουσαν εἰς Παραδείσου σκηνώματα, καί πρός τάς ἐκεῖ καταπαύσεις, τήν ὁδόν κατευθύνουσα, καί τῆς ψυχῆς μου ἀγαθῇ τά διαδήματα.

ός τήν ἰσχύν, ἁμαρτίας χαλεπῆς ἐκδαπανᾷ μου· ἀλλ᾽ ἐπινεύσει φιλευσπλάγχνῳ σου, τῇ σῇ παλάμη τῆς χάριτος, πρόφθασον ἀπάντλησον τοῦτον, ὡς τοῦ κόσμου τόν αἴροντα, τάς ἁμαρτίας ἐπί γῆς μόνη κυήσασα.

Υἱόν τοῦ Θεοῦ διά σπλάγχνα οἰκτιρμῶν υἱόν ἀνθρώπου, γεγεννημένον ἡ γεννήσασα, υἱόν φωτός καί ἡμέρας με, τόν νυκτός τε καί σκότους, ὑπεράμωμε ποίησον, καί οὐρανίου Πατρός ἄξιον δεῖξον υἱόν.

ᾨδὴ η’. Τόν ἐν καμίνῳ.
Χαλδαϊκήν πυρκαϊάν, καί πυρφόρον μοι παθῶν ἄσπετον φλόγα, ὁ Ναβουχοδονόσορ ὁ νοητός καί δεινήν, ἀνῆψε παφλάζουσαν κάμινον· ἥν τῶν πρεσβειῶν σου, δρόσῳ σβέσον Παρθένε.

Νοῦν κεκτημένος, ἐμπαθῆ, καί ἀτόποις λογισμοῖς κεκοινωμένον, ἐπί σέ καταφεύγω τό καθαρόν τοῦ Θεοῦ, εὐῶδες παλάτιον Δέσποινα, κάθαρόν με πάσης, γηίνης δυσωδίας.

Χριστοῦ σε βίβλον ἱεράν, ἐν τῷ Πνεύματι Θεοῦ ἐσφραγισμένην, ἐπιστάμενος Κόρη παγκάλων δυσωπῶ, τῇ βίβλῳ τῶν ζώντων ἐγγράψαι με, καί τῆς ἀνολέθρου ζωῆς καταξιῶσαι.

προστασίᾳ, τῶν πιστῶν, ἡ ἐλπίς καί χαρᾷ τῶν θλιβομένων, εἰς χαράν ἐμήν στρέψον τόν κοπετόν μοῦ ἁγνῇ· καί δός μοι ἀνθ’ ὧν νῦν οὐ βλέπω σε, τῷ αἰῶνι τούτῳ, βλέπειν σε ἐν ἐκείνῳ.

Αἰνοῦμεν εὐλογοῦμεν. ὁ Εἱρμός.
Τόν ἐν καμίνῳ τοῦ πυρός, τῶν Ἑβραίων τοῖς παισί συγκαταβάντα, καί τήν φλόγα εἰς δρόσον μεταβαλόντα, Θεόν ὑμνεῖτε.

ᾨδὴ θ’. Τόν ἐκ Θεοῦ Θεόν λόγον.
γιωτέρᾳ, Ἀγγέλων, Χερουβείμ ὑπερτέρᾳ, πυρίνων ἀνωτέρᾳ, Σεραφείμ,, καί νοερᾶς πάσης τάξεως, ὤφθης τιμιωτέρᾳ, καί δόξῃ ἀσυγκρίτῳ καί τιμή, ὑπερενδοξοτέρᾳ, Μαρίᾳ Κόρη Δέσποινα.

Νύμφη Θεοῦ Παναγία, θησαυρέ σωτηρίας, λιμήν τῶν ἐν πελάγει συμφορῶν, σκέπη ψυχῶν καί ἀντίληψις, σωτηρία, γενοῦ μοι, καί πλοῦτος καί πανεύδιος λιμήν, τήν ψυχήν μου ῥιγῶσαν, σκεπάζουσα, καί θάλπουσα.

ἀγεώργητος χώρα, γεωργόν ἡ τεκοῦσα, ἡ ἄρουρα τόν στάχυν τῆς ζωῆς, ἡ ἀνηρώτως βλαστήσασα, τῶν καλῶν ἀφθονίαν, καί πάντων εὐθηνίαν ἀγαθῶν, τῷ λιμῷ τετηκότα, διάθρεψόν με Δέσποινα.

Σοί τῇ τεκούσῃ τόν πάντων, ποιητήν καί σωτῆρα, ὅ πένης καί πτωχός καί ἐνδεής, τι προσαγάγω ἐπάξιον; ὁ,τιοῦν μέν οὐχ ἄλλο, διάπυρον δε πίστιν καί στοργήν, καί ἀγάπην γνησίαν, ἐν αἷς με σῶσον Δέσποινα.

Προσόμοια. 

Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σε.
Χαίροις ὁ πανάγιος ναός· Χαῖρε Βασιλέως καθέδρᾳ· Χαῖρε πυρίμορφε, θρόνε τοῦ Παντάνακτος· Χαῖρε Ἀγγέλων χαρά. Τοῦ ᾿Αδάμ, χαῖρε ἔγερσις, τοῦ παραπεσόντος· Χαῖρε τό κατάκριμα, τῆς Εὔας λύσασα· Χαῖρε ὀρθοδόξων τό κλέος· τῶν ἁμαρτωλῶν ἡ προστάτις καί ἀδικουμένων ἡ βοήθεια.

Χαῖρε ἡ λαβίς ἡ ἡ μυστικῇ, ἦν περ Ἠσαΐας προεῖδεν, ἄνθρακα φέρουσα, ῥύπου ἐκκαθαίροντα, τήν κτίσιν ἅπασαν· Χαῖρε βάτε πυρίφλεκτε, καί μή καιομένῃ· Χαῖρε στῦλε πύρινε δί οὗ εἰσήχθημεν, πάντες εἰς κατάπαυσιν θείαν· Χαῖρε τοῦ ἐλέους ἡ θύρα, καί ἁμαρτανόντων ἡ συγχώρησις.

Χαῖρε ἡ πολύαστρος ἁγνῇ, σφαίρᾳ, οὐρανοῦ ἡ ἀστέρας, πλάνητας ἅπαντας, καί ἀπλανεῖς φέρουσα, καί ὑπερλάμπουσα· Χαῖρε κύκλε λαμπρότατε, δώδεκα ζῳδίων, δι’ οὗ μέσον ὥδευσε Χριστός ὁ ἥλιος, καί οἰκονομίαις ἐνσάρκου, ὑπέρ σωτηρίας ἀνθρώπων, πᾶσαν τήν περίοδον ἐπλήρωσεν.

Μόνῃ τόν ἀχώρητον Θεόν, ἀστενοχωρήτως ἐν μήτρα, ἐκυφόρησας, ἄνθρωπον γενόμενον δί ἀγαθότητα, Παναγία, θεόνυμφε· Διό δυσωπῶ σε. τῶν στενοχωρούντων με παθῶν ἀπάλλαξον· ὅπως τήν στενήν εὐθυπόρως, τρίβον διοδεύσας εἰς πλάτος, φθάσω τῆς ἐκεῖ Μακαριότητος.


Δημοφιλείς αναρτήσεις