Πέμπτη 22 Μαΐου 2025

Ο άγιος νεομάρτυς Παύλος ο Πελοποννήσιος


22 Μαΐου  
Ο άγιος νεομάρτυς Παύλος ο Πελοποννήσιος


Ο άγιος μάρτυς Παύλος γεννήθηκε στο χωριό Σοπωτό κοντά στα Καλάβρυτα της Πελοποννήσου και στο άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Παναγιώτης. Ήταν από φτωχή οικογένεια και νέος ακόμη πήγε στην Πάτρα όπου έμαθε το επάγγελμα του σανδαλοποιού. 
Επιστρέφοντας στην πατρίδα του μετά από δεκατέσσερα χρόνια απουσίας, εγκαταστάθηκε στα Καλάβρυτα. Οι ιδιοκτήτες του εργαστηρίου του ζήτησαν ενοίκιο μεγαλύτερο από το αρχικά συμφωνημένο και εκείνος απάντησε: «Προτιμώ να τουρκέψω, παρά να πληρώσω τέτοιο ποσό!» Κάνοντας τόπο μέσα του στον Πονηρό με τα ασυλλόγιστα αυτά λόγια, άφησε να τον περνάνε για Τούρκο, με σκοπό να μπορεί να διασκεδάζει ελεύθερα, με δύο φίλους του, στα χωριά γύρω από την Τρίπολη. 
Σύντομα όμως ήλθε σε επίγνωση του αμαρτήματός του και πήγε να εξομολογηθεί. Παρά τα λόγια παραμυθίας των πνευματικών του, η τραυματισμένη συνείδησή του δεν μπορούσε να βρει ανάπαυση και απαρνούμενος κάθε δεσμό με τον κόσμο μετέβη στο Άγιον Όρος, στην Μεγίστη Λαύρα. Εκεί τέθηκε υπό την πνευματική καθοδήγηση ενός συμπατριώτη του, του γέροντα Τιμόθεου, και ανέλαβε να διακονεί στο μαγειρείο. 
Εκάρη μοναχός μετά από ενάμιση χρόνο και ακολούθησε τον γέροντά του στην Μονή Αγίου Παντελεήμονος, όπου παρέμεινε τρία χρόνια με νηστεία, αγρυπνίες και προσευχή που συνοδευόταν από αναρίθμητες μετάνοιες. Οι ασκητικοί αυτοί αγώνες άναψαν εντός του την άσβεστη επιθυμία να προσφέρει την ζωή του στο Όνομα του Χριστού, παρά την αντίρρηση του γέροντά του. 
Εκμυστηρεύτηκε το σχέδιό του στον Γέροντα Ανανία της Σκήτης της Αγίας Άννης και εκείνος τον πρόσταξε, για να τον δοκιμάσει, να νηστεύσει αυστηρά και να προσεύχεται αδιάλειπτα επί σαράντα ημέρες. Περνώντας επιτυχώς την δοκιμασία αυτή, ο Παύλος ενεδύθη το Μέγα Σχήμα και έλαβε την ευλογία να προσφέρει τον εαυτό του στο μαρτύριο. 
Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, πέρασε άλλη μία περίοδο σαράντα ημερών στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα. Αφού αξιώθηκε μιας αποκάλυψης της Θεοτόκου που ήλθε προς επίρρωσιν της απόφασής του, μετέβη αρχικά στο Ναύπλιο, προκειμένου να παρακινήσει σε μετάνοια έναν εξάδελφό του που είχε αποστατήσει, προτείνοντάς του να τον συνοδεύσει για να παραστεί μάρτυρας της υπερκόσμιας δύναμης που ο Χριστός χορηγεί στους μάρτυρές του. 
Εν συνεχεία παρουσιάσθηκε στον μουφτή της Τρίπολης, σε μία ημέρα εορτής κατά την οποία είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι πρόκριτοι της περιοχής και ζήτησε να του αποδοθεί δικαιοσύνη γι’ αυτό που είχε χάσει από μιαν ανόητη πράξη της νεότητός του. Όταν ο δικαστής έμαθε ότι επρόκειτο για την πίστη του στον Χριστό, πίεσε τον Παύλο να επιστρέψει στο Ισλάμ που είχε ομολογήσει, υπό την απειλή να τον κάψει ζωντανό. 
Ο άγιος μάρτυς διακήρυξε τότε με δυνατή και καθαρή φωνή το μυστήριο της Σωτηρίας και καταδίκασε την πλάνη του ισλαμισμού. Αφού κάθε προσπάθεια να τον κάνουν να ενδώσει απέβη μάταιη, ο δικαστής διέταξε να τον αποκεφαλίσουν με τρεις σπαθιές. 
Φθάνοντας στον τόπο της θανάτωσης, ο άγιος Παύλος ενεθάρρυνε τον δήμιο να φανεί ανδρείος και το κεφάλι του έπεσε με το πρώτο κτύπημα (22 Μαΐου 1818). 
Την νύχτα ένα φως φάνηκε πάνω από το σκήνωμά του και τρεις ημέρες αργότερα πέταξαν το σώμα του στον κοπρώνα του παλατιού. Δύο ευσεβείς χριστιανοί το βρήκαν εκεί λίγο αργότερα και πήγαν να το θάψουν με τιμή στην Μονή Αγίου Νικολάου την λεγομένη Βάρσαις, σε κοντινή απόσταση από την πόλη.
“Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας” ΊνδικτοςΤόμος ένατος - Μαϊος,

Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

Ο θάνατος του Μεγάλου Αγίου Κωνσταντίνου

 


Ο θάνατος του Μεγάλου Αγίου Κωνσταντίνου 
Κωνσταντίνου Καραστάθη 
Η βάπτιση έδωσε πολύ μεγάλη χαρά στο νεοφώτιστο Κων/νο. Υψώνοντας τη φωνή του απηύθυνε ευχαριστήρια στο Θεό: «Τώρα, δηλαδή, σύμφωνα με το λόγο της αλήθειας, είπε, ξέρω ότι είμαι μακάριος. Τώρα έχω γίνει άξιος της αθανάτου ζωής. Τώρα έχω πιστέψει πως έλαβα το θείον φως. «Νυν αληθή λόγω μακάριον οίδ’ εμαυτόν, νυν της αθανάτου ζωής πεφάνθαι άξιον, νυν του θείου μετειληφέναι φωτός πεπίστευκα.» 
Τα λόγια αυτά, λόγια ήρεμης συνείδησης, αλλά και βεβαιότητας για τα επερχόμενα μετά το θάνατο ενός αγωνιστή της πίστεως, θυμίζουν τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «Εγώ γαρ ήδη σπένδομαι, και ο καιρός της εμής αναλύσεως εφέστηκε. Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστην τετήρηκα, λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος» (Τιμόθ. β’. δ’. 6-8). 
Ο Κων/νος ένιωθε ότι από το μυστήριο αναγεννήθηκε τελειωμένος και αξιωμένος με τη θεία σφραγίδα, και αισθανόταν ψυχική αγαλλίαση και φωτισμό με το θείο φως. Μετά τη βάπτισή του φόρεσε το λευκό χιτώνα του βαπτίσματος, αρνήθηκε να ξαναφορέσει την αυτοκρατορική πορφύρα του και υποσχέθηκε να ζήσει στο εξής αντάξια προς έναν απόστολο του Χριστού, βιώνοντας έτσι την ταπεινοφροσύνη μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του. 
Ήταν τόση η χαρά, που πλημμύριζε εκείνες τις ώρες την ψυχή του, ώστε εξέφρασε τον οίκτο του για όσους ήταν ξένοι σε τέτοιες ευλογίες. Και σαν είδε τους στρατηγούς του συγκινημένους να κλαίνε εν όψει του πένθους τους, να προσεύχονται για την παράταση της ζωής του, τους διαβεβαίωσε ότι θα ανησυχούσε μάλλον από την αναβολή, παρά από την επίσπευση της αναχώρησής του στο Θεό. 
Στο νεκροκρέββατό του προχώρησε στην τελική ρύθμιση κάποιων υποθέσεών του. Κληροδότησε μια ετήσια δωρεά στους κατοίκους της Ρώμης και διένειμε την αυτοκρατορία, μεταξύ των τριών αγοριών του, όπως θα ιδούμε παρακάτω. Επίσης εξέφρασε την επιθυμία ν’ αποκαταστήσει στο θρόνο του το Μέγα Αθανάσιο και την επιθυμία του αυτή πραγματοποίησε, όπως παραπάνω είδαμε, ο μεγάλος του γυιός Κωνσταντίνος Β’, καίσαρας των δυτικών επαρχιών. 
Ο Μέγας Κων/νος πέθανε ήρεμα και ειρηνικά. Σύμφωνα με τα γραφόμενα του Σέξτου Αυρήλιου Βίκτωρος την τελευταία του πνοή άφησε στο προάστειο Αγκυρώνα της Νικομήδειας. Κατά τον Ευτρόπιο πέθανε σε μια βίλλα της εν λόγω περιοχής. 
«Ο θάνατος του Κων/νου προβλέφτηκε από ένα αστέρι με ουρά, εξαιρετικού μεγέθους, που έλαμψε για πολύ και που οι Έλληνες αποκαλούν κομήτη», γράφει ο δωδεκαθεϊστής ιστορικός Ευτρόπιος, και καταλήγει με μια βαδύγδουπη πληροφορία: «Εγγράφηκε επάξια μεταξύ των θεών του Ολύμπου»! Πράγματι, η πιστή στο Δωδεκάθεο, πλην αποδυναμωμένη και ξεδοντιασμένη σύγκλητος της Ρώμης, πέραν των τελετουργικών καθηκόντων της, είχε εκείνη την εποχή και αυτήν ακόμα τη «δυνατότητα», και την αξιοποίησε ταχύτατα: Ενέγραψε το Μέγα Κων/νο μεταξύ των θεών!.. 
Ο Μέγας Κων/νος έφυγε νιώθοντας ευτυχισμένος από την αγάπη του λαού. Πόση αντίθεση προς τους άλλους αυτοκράτορες, ιδίως εκείνους, που κήρυξαν διωγμούς εναντίον των χριστιανών και που είχαν ένα πικρό τέλος, όπως ο ίδιος είχε διαπιστώσει και καταγράψει στους λόγους του!… Μετέστη προς την αιωνιότητα στις 21 Μαΐου 337 μ. Χ., ανήμερα της Πεντηκοστής, μεσημέρι, σε ηλικία 63 ετών, αφού βασίλευσε τριάντα ένα χρόνια. 
Ο Ευσέβιος περιγράφει τις σπαρακτικές σκηνές που ακολούθησαν: «Αμέσως τότε οι δορυφόροι και οι σωματοφύλακες έσχισαν τα ενδύματά τους πέφτοντας στο έδαφος, χτυπούσαν τα κεφάλια τους και, βγάζοντας θρήνους, οιμωγές και κραυγές, ανακαλούσαν το δεσπότη, τον κύριο, τον βασιλέα, όχι ως δεσπότη, άλλ’ όπως τα παιδιά φωνάζουν τον πατέρα τους. οι μεν ταξίαρχοι και οι λοχαγοί έκλαιγαν το σωτήρα, το φύλακα, τον ευεργέτη, οι δε λοιποί στρατιωτικοί εξέφραζαν τον πόνο τους με την πρέπουσα τάξη, όπως τα κοπάδια τον αγαθό ποιμένα τους. Ο λαός επίσης περιέτρεχε όλη την πόλη εκδηλώνοντας με κραυγές και βοές τον ενδόμυχο άλγος της ψυχής, άλλοι δε με την κατήφειά τους έμοιαζαν με σαστισμένους. Και καθένας θεωρούσε το πένθος ως δικό του και θρηνούσε για λόγου του, ωσάν να αφαιρέθηκε από τη ζωή του το κοινό αγαθό όλων». 
Κανένα από τα παιδιά του δε βρισκότανε κοντά του εκείνες τις ώρες, γιατί, όντας καίσαρες και οι τρεις τους, βρίσκονταν στις έδρες τους. Έφτασε όμως ο Κωνστάντιος λίγες μέρες αργότερα και συνόδευσε τον πατέρα του στην τελευταία του κατοικία. 
Το ιερό σκήνωμά του τοποθετήθηκε σε χρυσή λάρνακα και, κατ’ επιθυμία του, μεταφέρθηκε στην Κων/πολη και ενταφιάστηκε με μεγάλες τιμές και υπό το γενικό θρήνο λαού και στρατού στο Ναό των αγίων Αποστόλων, στον οποίο είχε σχεδιάσει να ενταφιάσει τα λείψανα των δώδεκα αποστόλων. 
Κατ’ άλλες μαρτυρίες ενταφιάστηκε προσωρινά στο ναό του Αγίου Ακακίου, επειδή η ανέγερση του ναού των αγίων Δώδεκα αποστόλων δεν είχε αποπερατωθεί, και αργότερα, όταν ο ναός τελειοποιήθηκε, ο γυιός του Μεγάλου Κων/νου καίσαρας Κωνστάντιος Β’ μετέφερε τα λείψανά του εκεί. Στο ναό αυτόν τελικά συγκεντρώθηκαν τα λείψανα μονάχα του αποστόλου Ανδρέα από την Πάτρα, του Ευαγγελιστή Λουκά από την Θήβα και του αγίου Τιμοθέου από την Έφεσο. Τα αναφερόμενα από τον Ευσέβιο για έξι λάρνακες από την μια πλευρά του ναού, άλλες έξι από την άλλη και στη μέση εκείνου του Μ. Κων/νου ήταν σχέδια μάλλον που τελικά δεν εφαρμόστηκαν. 
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει σχετικά τα εξής στο «Συναξαριστή» του: «Ο θείος Χρυσόστομος λέγει ότι ο Μέγας Κων/νος ενταφιάσθηκε εις τον νάρθηκα του ναού των αγίων Αποστόλων, τον οποίον έκτισεν ο ίδιος ο Κων/νος και βασιλεύς, ήτον τρόπον τινά θυρωρός και πορτιέρης των αλιέων, ούτω γαρ φασί». 
Μέγας Κωνσταντίνος : Κατηγορίες και αλήθεια, του Κωνσταντίνου Καραστάθη. Αθήναι, Απρίλιος του 2012 Εκδόσεις «ΑΘΩΣ».

Τὰς αἰσθήσεις ἐκτείνας πρὸς οὐρανόν, καὶ τῶν ἄστρων μανθάνων τὴν καλλονήν...

 


 Κάθισμα τῶν Ἁγίων

Ἦχος πλ. δ'
Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον 
Τὰς αἰσθήσεις ἐκτείνας πρὸς οὐρανόν, καὶ τῶν ἄστρων μανθάνων τὴν καλλονήν, ἐκ τούτων μεμύησαι, τῶν ἁπάντων τὸν Κύριον, τοῦ Σταυροῦ δὲ τὸ ὅπλον, ἐν μέσῳ ἀνέλαμψε, διαγράφον ἐν τούτῳ, νικᾶν καὶ κρατύνεσθαι· ὅθεν τῆς ψυχῆς σου, ἐπανοίξας τὸ ὄμμα, τὸ γράμμα ἀνέγνωκας, καὶ τὸν τρόπον μεμάθηκας, Κωνσταντῖνε πανσέβαστε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

 

Τρίτη 20 Μαΐου 2025

ΑΓΙΟΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ

ΑΓΙΟΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ

Οι θεόστεπτοι Βασιλείς και Ισαπόστολοι

πηγή:εδώ 

Ο άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας, ο πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας, ο οποίος με τη χάρη του Θεού έγινε «Απόστολος του Κυρίου μεταξύ των βασιλέων» [1], ήταν γιος του λαμπρού στρατηγού Κωνστάντιου του Χλωρού και της αγίας Ελένης. Γεννήθηκε στη Ναϊσσό (Νίσα), περί του 286, και μεγάλωσε στα πεδία των μαχών, μαθαίνοντας από τον πατέρα του, όχι μόνο την τέχνη του πολέμου, αλλά και τη σοφή διακυβέρνηση των υπηκόων του, όπως και την επιείκεια έναντι των χριστιανών. 
Μετά την αναγόρευσή του (286), ο Διοκλητιανός, αναγκασμένος να διοικήσει μια υπερβολικά μεγάλη αυτοκρατορία, που απειλείτο πανταχόθεν από τους βαρβάρους και κλυδωνιζόταν από συνεχείς συνωμοσίες, εμπιστεύθηκε στον φίλο του Μαξιμιανό τη διακυβέρνηση της Δύσεως και, λίγα χρόνια μετά (293), τοποθέτησε δύο καίσαρες, ως συμβοηθούς των δύο αυγούστων: τον Μαξιμιανό Γαλέριο στην Ανατολή και τον Κωνστάντιο Χλωρό στη Δύση, με δικαιοδοσία επί της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλατίας και της Ισπανίας. Για να εξασφαλίσει την αφοσίωση εκείνου, τον υποχρέωσε να αποπέμψει την αγία Ελένη και να νυμφευθεί τη θυγατέρα του Μαξιμιανού, κράτησε δε τον νεαρό Κωνσταντίνο ως όμηρο στη Νικομήδεια, την πρωτεύουσά του. Έτσι ο Κωνσταντίνος πέρασε τη νεότητά του μέσα σε ειδωλολατρικά ήθη, στην αυλή του Διοκλητιανού και κατόπιν του Γαλέριου, όπου διακρίθηκε για τη μεγαλοπρέπεια στο παρουσιαστικό και στους τρόπους και την ανδρεία του στις μάχες, πρωτίστως όμως για την ηθική ευθύτητα και την καλοσύνη που κέρδιζαν τη συμπάθεια όλων όσοι τον πλησίαζαν. Διέλαμπε με τις αληθινές βασιλικές αρετές της αγνότητας και της επιείκειας που τον ανύψωναν υπεράνω των δολοπλοκιών και των χαμερπών συνηθειών που ενδημούν στους αυλικούς κύκλους. Τα προτερήματα αυτά, ωστόσο, γεννούσαν τον φθόνο, ιδιαιτέρως από τη μεριά του Γαλέριου, ο οποίος τον έστελνε διαρκώς σε επικίνδυνες εκστρατείες, από τις οποίες ο Κωνσταντίνος έβγαινε πάντα νικηφόρος και αποκομίζοντας στο τέλος περισσότερη δόξα. 
Μετά την παραίτηση του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού, οι δύο καίσαρες, Γαλέριος και Κωνστάντιος Χλωρός, ανήλθαν στο αξίωμα του αυγούστου. Ειδοποιημένος για τις ραδιουργίες που εξυφαίνονταν κατά του γιου του, ο Κωνστάντιος, που ήταν άρρωστος και γερνούσε, ζήτησε από τον Κωνσταντίνο να πάει να τον επισκεφθεί. Μόλις κατάφερε να διαφύγει από τους άνδρες που στάλθηκαν να τον σταματήσουν, ο Κωνσταντίνος έσπευσε στη Βουλώνη, όπου είχε τη μεγάλη χαρά να ξαναδεί τον πατέρα του, ο οποίος ετοιμαζόταν να περάσει στη Μεγάλη Βρετανία εκστρατεύοντας κατά των Πικτών. Ο Κωνστάντιος τού εμπιστεύθηκε τη διαδοχή στην αυτοκρατορία της Δύσεως και τον συμβούλευσε να βοηθήσει και να υπερασπιστεί τους χριστιανούς που διώκονταν απηνώς από τα διατάγματα του Διοκλητιανού. Μετά τον θάνατό του στο Εβόρακο (Γιορκ), ο Κωνσταντίνος αναγορεύθηκε αυτοκράτορας από τον στρατό (25 Ιουλίου 306). Εν τω μεταξύ, όμως, ο Γαλέριος, που θεωρούσε τον εαυτό του πρώτο αυτοκράτορα, είχε ορίσει δύο καίσαρες: τον Μαξιμίνο Δάια στην Ανατολή και τον Σεβήρο στη Δύση, με πρωτεύουσα τη Ρώμη. 
Όταν πέθανε ο Κωνστάντιος Χλωρός, αναβίβασε στο αξίωμα του αυγούστου τον Σεβήρο, ο τελευταίος όμως ανατράπηκε μετά από εξέγερση του λαού, υποκινημένη από την πραιτωριανή φρουρά, και αντικαταστάθηκε από τον Μαξέντιο, τον γιο του Μαξιμιανού, ο οποίος σύντομα επέβαλε στη Ρώμη μια αιματηρή και διεφθαρμένη τυραννία. Ο Μαξέντιος έκλεισε συμφωνία με τον Κωνσταντίνο, στον οποίο άφηνε την εξουσία επί των δυτικότερων περιοχών, με πρωτεύουσα την Αρελάτη (Αρλ). Ο Κωνσταντίνος σεβόμενους τους όρους αυτούς, κυβέρνησε το τμήμα που του αναλογούσε με δικαιοσύνη και καλοσύνη. Ήταν αγαπητός στον λαό και φόβητρο για τους Γερμανούς, όπως και για τις άλλες βαρβαρικές φυλές. Η κατάσταση αυτή, όμως, δεν κράτησε πολύ, διότι ο Μαξέντιος ήλθε σύντομα σε προστριβή με τον πατέρα του, με τον οποίο μοιραζόταν την εξουσία. Ο Μαξιμιανός κατέφυγε στο βασίλειο του Κωνσταντίνου, αλλά σύντομα επιχείρησε να καταλάβει την εξουσία χάρη στη συνενοχή της θυγατέρας του Φαύστας, δεύτερης συζύγου του Κωνσταντίνου, μιας πανούργας και δολοπλόκου γυναικός που στάθηκε στη συνέχεια η αιτία για πολλές από τις συμφορές του ευσεβούς αυτοκράτορα. Η συνωμοσία αποκαλύφθηκε και ο Μαξιμιανός αναγκάσθηκε να βάλει τέλος στη ζωή του (310). 
Ο Γαλέριος, μαθαίνοντας τα γεγονότα που βασάνιζαν την αυτοκρατορία της Δύσεως και επιθυμώντας να συγκεντρώσει στα χέρια του όλες τις εξουσίες, όρισε τον Λικίνιο καίσαρα στη Δύση και βάδισε προς τη Ρώμη με ισχυρό στρατό. Ηττηθείς από τον Μαξέντιο, υποχώρησε ατάκτως και στράφηκε κατά του Κωνσταντίνου. Υπέστη τότε ολοκληρωτική ήττα και πέθανε με άθλιο τρόπο, αφού εξέδωσε διάταγμα που μετρίαζε τον γενικό διωγμό που μαινόταν στην Ανατολή (311). Ο Μαξιμίνος Δάιας, φανατικός ειδωλολάτρης και απηνής διώκτης των χριστιανών, έλαβε τότε τον τίτλο του αυγούστου της ανατολικής αυτοκρατορίας και ο Μαξέντιος, μένοντας μόνος στη Ρώμη, ανέλαβε εκστρατεία κατά του Κωνσταντίνου, με σκοπό να σφετερισθεί σύνολη την αυτοκρατορία της Δύσεως. Οι κάτοικοι της Ρώμης, που υπέφεραν κάτω από την τυραννία του Μαξέντιου, κάλεσαν σε άμεση βοήθεια τον Κωνσταντίνο, ο οποίος συγκέντρωσε τον στρατό, πέρασε τις Άλπεις (Σεπτέμβριος 312) και, καταλαμβάνοντας εύκολα τις πόλεις της βόρειας Ιταλίας, έφθασε μέχρι τα περίχωρα της Ρώμης, όπου ο Μαξέντιος είχε συγκεντρώσει τις κατά πολύ υπέρτερες δυνάμεις του. 
Ανεβασμένος σε ένα ύψωμα, ο Κωνσταντίνος κοίταζε αμήχανος και σκεπτικός την εξόφθαλμη υπεροχή των αντιπάλων του, όταν αίφνης, κατά το καταμεσήμερο, εμφανίσθηκε στον ουρανό ένας πελώριος Σταυρός, συνιστάμενος από άστρα, γύρω από τον οποίο ήταν γραμμένο στα Ελληνικά: «Ἐν τούτῳ νίκα». Τη νύχτα, εμφανίσθηκε ο Ίδιος ο Χριστός στον αυτοκράτορα και του έδωσε εντολή να φτιάξει έναν Σταυρό παρόμοιο με εκείνον που του είχε αποκαλυφθεί στο όραμά του και να τον τοποθετήσει ως λάβαρο επικεφαλής του στρατού του. Το σημείο της νίκης έλαμψε τότε ξανά στον ουρανό και ο Κωνσταντίνος πίστεψε ολόψυχα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Θεός· ο πανάγαθος και φιλάνθρωπος Δημιουργός του ουρανού και της γης, που δίνει τη νίκη στους βασιλείς και οδηγεί κάθε πράγμα στο τέλος του που Αυτός έχει προβλέψει προ καταβολής κόσμου. 
Μόλις ξημέρωσε, διέταξε να κατασκευάσουν το λάβαρο και έδωσε εντολή να τοποθετηθεί στην κεφαλή των στρατευμάτων του, στη θέση των αυτοκρατορικών αετών, ως «σημείο νίκης επί του θανάτου και τρόπαιον αθανασίας». Συνίστατο σε ένα μακρύ, επίχρυσο δόρυ με σταυροειδή απόληξη, το οποίο επέστεφε στέφανος από χρυσό και πολύτιμους λίθους, στο κέντρο του οποίου διακρινόταν το σύμβολο του Σωτήρος (μονόγραμμα αποτελούμενο από τα δύο πρώτα γράμματα του Χριστού: «ΧΡ»). Από την οριζόντια κεραία του σταυρού ήταν κρεμασμένο βασιλικό ύφασμα στολισμένο με πολύτιμους λίθους που άστραφταν με φωτεινές ανταύγειες, σαν τις ακτίνες του ήλιου. Στην κρίσιμη μάχη της Μιλβίας γέφυρας, στις 28 Οκτωβρίου 312, ο Σταυρός ήταν εκείνος που έδωσε τη νίκη. Ο Μαξέντιος τράπηκε σε φυγή· και προσπαθώντας να περάσει από την πλωτή γέφυρα που είχε κατασκευάσει, η γέφυρα κατάρρευσε με πάταγο και ο τύραννος καταποντίστηκε μαζί με όλους τους αξιωματικούς του στα νερά, όπως άλλοτε ο Φαραώ και τα άρματά του στην Ερυθρά θάλασσα (Έξ. 15). 
Απευθύνοντας ευχαριστία στον Θεό για τη νίκη αυτή που εγκαινίαζε μια νέα εποχή στην ανθρώπινη ιστορία, ο Κωνσταντίνος έκανε θριαμβευτική είσοδο στη Ρώμη που τον χαιρέτησε ως ελευθερωτή, σωτήρα και ευεργέτη. Σύντομα έλαβε μέριμνα να αναρτηθεί το σημείο του Σταυρού σε όλα τα μείζονα μνημεία της πόλης, ανεγέρθη δε ένα άγαλμα του αυτοκράτορα που κρατούσε στο χέρι του τον Σταυρό, ως σημείο νίκης και έμβλημα εξουσίας που έλαβε από τον Χριστό. Από τη στιγμή εκείνη ο Κωνσταντίνος άρχισε να καταρτίζεται στο χριστιανικό δόγμα και επιδόθηκε με επιμέλεια στην ανάγνωση των ιερών βιβλίων [2]. Έλαβε μέριμνα να επιστραφούν τα δημευμένα αγαθά, ανακάλεσε τους εξόριστους, ελευθέρωσε τους αιχμαλώτους και φρόντισε να αναζητηθούν τα ιερά λείψανα των μαρτύρων που ήσαν θύματα του μεγάλου και ανελέητου διωγμού. Με τη νίκη αυτή επί του Μαξέντιου, η χριστιανική θρησκεία ή μάλλον η θεόσδοτη αποκάλυψη, επί μακρόν προπηλακισμένη και διωγμένη, μπόρεσε να βγει από τη σκιά και να απολαύσει την εύνοια και την προστασία του αγαθού ηγεμόνα.  
Παραμένοντας διακριτή εν σχέσει με την πολιτική εξουσία, η Εκκλησία, ήταν έκτοτε σε θέση να εμπνέει δυναμικά τους κυβερνώντες και να μετασχηματίζει σε βάθος τη ζωή των ανθρώπων και των κρατών, εμφυσώντας στις ανθρώπινες καρδιές τις ευαγγελικές αρετές. Λίγους μήνες αργότερα (313), ο άγιος Κωνσταντίνος συνάντησε τον Λικίνιο στα Μεδιόλανα (σημ. Μιλάνο), και οι δύο αυτοκράτορες που εφεξής θα μοιράζονταν τον κόσμο, υπέγραψαν διάταγμα που έθεσε τέλος στον διωγμό και επέτρεπε στους χριστιανούς να ασκούν ελεύθερα τη θρησκεία τους σε όλη την αυτοκρατορία. Ο Κωνσταντίνος αναγορεύθηκε τότε πρώτος αύγουστος και έγιναν οι γάμοι της αδελφής του Κωνσταντίας με τον Λικίνιο. 
Φωτισμένος από τη χάρη του Θεού, ο άγιος αυτοκράτορας δεν παραχώρησε μόνο γενική ελευθερία, αλλά ενεθάρρυνε επίσης την ανάπτυξη της χριστιανικής λατρείας. Επιδότησε την ανέγερση ναών και τον αντάξιο στολισμό των τάφων των μαρτύρων, επέστρεψε τα δημευθέντα από το κράτος αγαθά των ομολογητών και μαρτύρων και τα παραχώρησε στην Εκκλησία, εφόσον οι μεταστάντες δεν είχαν αφήσει κληρονόμους. Τιμούσε τους επισκόπους, τους οποίους δεχόταν στο τραπέζι του και παρευρισκόταν στις τοπικές συνόδους φροντίζοντας να επικρατεί ειρήνη και ομόνοια. 
Ενώ στη Δύση έλαμπε έτσι το φως της αλήθειας, στην Ανατολή εξακολουθούσε να επικρατεί το σκότος της ειδωλολατρίας και της τυραννίας από τον Μαξιμίνο Δάια, ο οποίος κήρυξε τον πόλεμο στον Λικίνιο. Αυτός τον νίκησε στη Θράκη (313) και, μένοντας κύριος της αυτοκρατορίας της Ανατολής, ενέτεινε τον διωγμό. Επέβαλε περιορισμούς στους επισκόπους [3], έκλεισε ναούς, εξόρισε χριστιανούς και δήμευσε τις περιουσίες τους, ενώ τιμωρούσε σκληρά όσους βοηθούσαν τους φυλακισμένους. Ανάγκασε τους αξιωματούχους να προσφέρουν θυσίες, και σε όλους τους τομείς της διοικήσεως επί των ημερών του βασίλευσε η αδικία, η πονηρία και η βία. Μαθαίνοντας τα τυραννικά αυτά μέτρα που επιβλήθηκαν στην Ανατολή εναντίον των χριστιανών, ο άγιος Κωνσταντίνος συγκέντρωσε ισχυρό στρατό, υπό την αιγίδα του σημείου του νικηφόρου Σταυρού, και κατά την εκστρατεία του εναντίον των βαρβάρων της Παννονίας εισέδυσε στην επικράτεια του Λικίνιου (322). Μετά από μια πρώτη ήττα στην Ανδριανούπολη, ο τύραννος αναδιπλώθηκε στο Βυζάντιο και εν συνεχεία ηττήθηκε οριστικά στη μάχη της Χρυσούπολης (18 Σεπτεμβρίου 324). Ο Κωνσταντίνος θριαμβεύοντας στο όνομα του Χριστού και της Αληθείας, ανέλαβε έκτοτε να προσφέρει την επανενωθείσα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως δώρο προς τον Βασιλέα των βασιλέων και ως νέος Απόστολος εργάστηκε για να διαδοθεί μέχρι τις εσχατιές της Ανατολής και της Δύσεως, από τη Μεσοποταμία έως τη Μεγάλη Βρετανία, η Πίστη στον ένα και μόνο Θεό και στον Υιό Του που έλαβε σάρκα για τη δική μας Σωτηρία. 
Χρησιμοποιώντας επιείκεια απέναντι στους αιχμαλώτους του αντίπαλου στρατού, φρόντισε ώστε να εφαρμοστούν και στην Ανατολή τα ίδια μέτρα υπέρ της Εκκλησίας που είχε θεσπίσει προηγουμένως στη Δύση. Με διάταγμα που απευθύνθηκε σε όλη την Αυτοκρατορία, ανήγγειλε ότι ο Θεός και μόνο θα πρέπει να θεωρείται η αιτία για τις νίκες του και ότι είχε επιλεγεί από τη θεία Πρόνοια για να τεθεί στην υπηρεσία του καλού και της αλήθειας. Τοποθέτησε νέους άρχοντες στην επαρχία, στους οποίους απαγόρευσε να προσφέρουν ειδωλολατρικές θυσίες και έστειλε σε όλες τις περιοχές της επικρατείας του επιστολές που καταδίκαζαν την ειδωλολατρία και ενεθάρρυναν τη μεταστροφή. Παρότρυνε όλους τους υπηκόους του να ακολουθήσουν το δικό του παράδειγμα, χωρίς, ωστόσο, να εξαναγκάζει κανέναν. Έτσι, η Αυτοκρατορία, διοικούμενη από έναν και μόνον αυτοκράτορα, παρουσίαζε μία προεικόνιση της Βασιλείας του Θεού, παρούσα ήδη στη γη, όπου όλοι οι άνθρωποι μπορούσαν συμφιλιωμένοι να απολαύσουν τα αγαθά της ειρήνης και να αναπέμπουν ακατάπαυστα στον Θεό ευχαριστηρίους ύμνους. 
Στη νέα αυτή χριστιανική Αυτοκρατορία, η οποία επρόκειτο να ζήσει μία χιλιετία, άρμοζε να δοθεί μία καινούργια πρωτεύουσα, με καλύτερη γεωγραφική θέση και απαλλαγμένη από τις μνήμες της ειδωλολατρίας και της τυραννίας. Εμπνευσμένος από θεόσταλτο σημείο, ο Κωνσταντίνος επέλεξε την πολίχνη του Βυζαντίου, της οποίας η τοποθεσία αποτελούσε γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Οδηγημένος από άγγελο, χάραξε ο ίδιος τα όρια της νέας πόλης και έδωσε εντολή στον επικεφαλής των έργων Ευφρατά να μην υπολογίσει τα έξοδα, προκειμένου η πόλη να διαθέτει μνημεία και δημόσιους δρόμους που να ξεπερνούν σε μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα όλες τις άλλες πόλεις του κόσμου. Κατά τη θεμελίωση της πόλης, στις 8 Νοεμβρίου του 324, το Βυζάντιο έλαβε την ονομασία «Νέα Ρώμη» και αφιερώθηκε κατόπιν στην Θεοτόκο. Στο κέντρο του παλατιού υψώθηκε πελώριος Σταυρός στολισμένος με πολύτιμους λίθους και στον φόρο (αγορά) τοποθετήθηκε στην κορυφή μιας στήλης από πορφυρίτη το άγαλμα του Κωνσταντίνου, μέσα στο οποίο κατατέθηκαν ιερά λείψανα, στη δε βάση της στήλης τοποθετήθηκαν τα κοφίνια που είχαν χρησιμεύσει στο θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων [4]. Οι εργασίες προχώρησαν πολύ γρήγορα· και κατά την 25η επέτειο της βασιλείας του αυτοκράτορα (11 Αυγ. 330), τελέσθηκαν με μεγαλοπρέπεια τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας. 
Αμέσως μετά τη νίκη του επί του Λικίνιου, πρώτιστο μέλημα του αγίου Κωνσταντίνου ήταν η αποκατάσταση και στερέωση της ενότητας της Εκκλησίας που απειλούνταν σοβαρά από την αίρεση του Αρείου [5], η οποία ξεκινώντας από την Αίγυπτο είχε διαδοθεί σε διάφορες περιοχές, χάρη σε ένα διάταγμα του Λικίνιου που απαγόρευε τη σύγκλιση τοπικών συνόδων. Αφού έστειλε μέσω του αγίου Οσίου της Κορδούης [27 Αυγ.], παραινετικές επιστολές προς τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας, Αλέξανδρο [29 Μαΐου], και προς τον Άρειο, στις οποίες εξέφραζε τον πόνο του για τη διχοστασία, ο αυτοκράτορας συγκάλεσε όλους τους επισκόπους της οικουμένης στη Νίκαια, για την πρώτη μεγάλη και αγία Οικουμενική Σύνοδο (325) [6]. Αυτή η πρώτη μεγάλη σύναξη επισκόπων που έφθασαν από κάθε άκρη της οικουμένης ήταν μια τέλεια έκφραση του πληρώματος της Εκκλησίας και της ενότητας της χριστιανικής Αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας παρακάθονταν μεταξύ των επισκόπων, λάμποντας μέσα στην κεκοσμημένη με πετράδια εσθήτα του. Κήρυξε την έναρξη στις συνεδριάσεις απευθύνοντας ευχαριστία προς τον Θεό για τη συγκέντρωση αυτή και προέτρεψε τους συμμετέχοντες να λύσουν ειρηνικά τις διαφορές που έσπειρε ο δαίμονας στον Οίκο του Θεού. Συμμετείχε στις συζητήσεις και, με την πραότητα και ισορροπία που επέδειξε, κατάφερε να συμφιλιώσει τους αντιπάλους. Η Σύνοδος προχώρησε κατόπιν στην καταδίκη του Αρείου και των οπαδών του [7], ελήφθη δε η απόφαση να εορτάζεται το Πάσχα παντού την ίδια ημερομηνία, σε ένδειξη της ενότητας της Πίστεως. Οι εργασίες της Συνόδου έκλεισαν με ένα μεγάλο συμπόσιο που παρέθεσε ο άγιος Κωνσταντίνος σε όλους τους επισκόπους επ’ ευκαιρία της 20ης επετείου της βασιλείας του, το οποίο αποτέλεσε μια πλούσια προτύπωση της Βασιλείας του Θεού, και κατόπιν τους απέστειλε εν ειρήνη στις επισκοπές τους, αφού τους χάρισε πλούσια δώρα. 
Τον επόμενο χρόνο (326), η αυτοκράτειρα Ελένη, που μόλις είχε βαπτισθεί, ανέλαβε προσκύνημα στην Παλαιστίνη [8], κατά τη διάρκεια του οποίου ανακάλυψε την τοποθεσία του Γολγοθά και, χάρη σε θαυματουργική αποκάλυψη, τον Σταυρό του Κυρίου, θαμμένο στο χώμα [14 Σεπτ.]. Ο άγιος Κωνσταντίνος έδωσε τότε εντολή να ανεγερθεί στο μέρος εκείνο λαμπρή βασιλική αφιερωμένη στην Ανάσταση, η οποία εγκαινιάσθηκε το 335, επ’ ευκαιρία της 30ης επετείου της βασιλείας του. Η αγία Ελένη επισκέφθηκε επίσης και άλλες τοποθεσίες στους Αγίους Τόπους και φρόντισε να κτισθούν βασιλικές στη Βηθλεέμ και στο Όρος των Ελαιών. Ελευθέρωσε, εξάλλου, αιχμαλώτους και έκανε μεγάλες αγαθοεργίες σε όλη την Ανατολή. Λέγεται πως έτρεφε τέτοιο θαυμασμό για αφιερωμένες παρθένους, ώστε συγκάλεσε όλες τις αφιερωμένες στον Θεό γυναίκες και τις διακόνησε στο τραπέζι ως τραπεζοκόμος, μένοντας η ίδια νηστική [9]. Στο τέλος του προσκυνήματος αυτού παρέδωσε ειρηνικά τη ψυχή της στον Θεό σε ηλικία ογδόντα ετών. Η κηδεία της έγινε στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια η σορός της μεταφέρθηκε στη Ρώμη [10]. 
Αφού πέτυχε την ασφάλεια των συνόρων με μια επιδέξια τακτική συμμαχιών ώστε οι βάρβαροι να μεταστρέψουν «τα ξίφη τους σε άροτρα και τις λόγχες τους σε δρεπάνια» (Ησ. 2, 4), ο ευσεβής ηγεμόνας μπόρεσε να περάσει ειρηνικά το υπόλοιπο της βασιλείας του και ασχολήθηκε με τη στερέωση των βάσεων και των θεσμών της νέας χριστιανικής Αυτοκρατορίας. Ενεθάρρυνε όλα τα μέσα διαδόσεως του χριστιανισμού και τροποποίησε ταυτόχρονα σε βάθος όλους τους ρωμαϊκούς νόμους, προκειμένου να είναι σύμφωνοι προς την ευαγγελική αγάπη και χρηστότητα. Ήδη από την ανάρρησή του στον θρόνο, είχε επιβάλει με διάταγμα την αργία της Κυριακής σε όλη την Αυτοκρατορία, κατάργησε την ποινή του σταυρικού θανάτου, απαγόρευσε τις μονομαχίες και επέβαλε αυστηρές τιμωρίες για αρπαγές νεανίδων και προσβολές της αιδούς. Στη συνέχεια, ενεθάρρυνε τον θεσμό της οικογένειας, ως θεμέλιο του κοινωνικού οικοδομήματος, περιορίζοντας τα διαζύγια, καταδικάζοντας τη μοιχεία και θεσπίζοντας νόμους για τα κληρονομικά δικαιώματα. Κατάργησε επιπλέον τους νόμους που υπήρχαν παλιά κατά των ατέκνων, με σκοπό να ενθαρρύνει τον μοναχισμό, ο οποίος γνώρισε έκτοτε μεγάλη ανάπτυξη· έκανε επίσης ο Κωνσταντίνος μεγάλες δωρεές στις αφιερωμένες στον Θεό παρθένους, τις οποίες σεβόταν μέχρι λατρείας. Όταν η έδρα της διοίκησης μεταφέρθηκε οριστικά στην Κωνσταντινούπολη (330), ο αυτοκράτορας απαγόρευσε εκεί την τέλεση ειδωλολατρικών εορτών και απέκλεισε τους ειδωλολάτρες από τα κρατικά αξιώματα. Θεωρώντας τον εαυτό του «επίσκοπο των έξω πραγμάτων» [11], εμφανιζόταν σε όλη τη διακυβέρνησή του ως ζώσα εικόνα του Θεού που μοιράζει σε όλους τις αγαθοεργίες Του. Ελεούσε αφειδώς όσους είχαν ανάγκη, χριστιανούς και μη, στήριζε τις χήρες και γινόταν πατέρας για τα ορφανά. Προστάτευε τους πτωχούς από τις αυθαιρεσίες των ισχυρών και ευνοούσε την ευημερία των υπηκόων του ελαφρύνοντας κατά ένα τέταρτο τον ετήσιο φόρο και αναπροσαρμόζοντας τις αξίες των ιδιοκτησιών με σκοπό την ανακατανομή των φορολογικών βαρών. 
 Ήρεμος, μειλίχιος, κύριος των παθών που τυραννούν εν γένει τους ισχυρούς, παριστανόταν στα νομίσματα όρθιος, με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό, επιβεβαιώνοντας κατά τον τρόπο αυτό ότι ο ηγεμόνας πρέπει να είναι ένας άνθρωπος της προσευχής που μεσιτεύει υπέρ της ειρήνης και της ομονοίας του βασιλείου του. Στο παλάτι του διέθετε ιδιαίτερη αίθουσα, όπου απομονωνόταν καθημερινά για να προσευχηθεί και να μελετήσει τις ιερές Γραφές και περνούσε συχνά τη νύχτα συντάσσοντας ομιλίες, στις οποίες προέτρεπε με τη ζωή του τον λαό προς την πρακτική οδό της αλήθειας και της αρετής. Μαθαίνοντας μία ημέρα ότι κάποιος είχε πετάξει μια πέτρα σε ένα από τα ομοιώματά του, ο αυτοκράτορας, στην πρόταση που του έγινε να τιμωρήσει παραδειγματικά τον ένοχο, απάντησε περνώντας το χέρι του πάνω από το πρόσωπό του και χαμογελώντας: «Δεν νιώθω κανένα τραύμα και είμαι υγιέστατος!». Άφησε δε τον άνθρωπο τελείως απείραχτο και ελεύθερο. Όποιος τον πλησίαζε για να ζητήσει κάποια χάρη, ήταν εκ των προτέρων σίγουρος ότι αυτή θα ικανοποιούνταν· και, έτσι, σε όλα τα χρόνια εκείνα, γενική και ακλόνητη ήταν η πεποίθηση ότι ο Θεός βασίλευε πραγματικά μεταξύ των ανθρώπων. 
Λίγο μετά την 30η επέτειο της βασιλείας που εορτάστηκε μεγαλοπρεπώς (335), ο βασιλιάς της Περσίας Σαβώριος Β΄ εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών του βασιλείου του και στη συνέχεια καταστρατηγώντας τη συμμαχία του με τον Κωνσταντίνο, εισέβαλε στην Αρμενία. Ο θεοσεβής αυτοκράτορας συγκέντρωσε τότε ισχυρό στρατό, με σκοπό να εκστρατεύσει προς άμυνα των χριστιανών και αποφάσισε να συμμετάσχει αυτοπροσώπως στην εκστρατεία. Στην Ελληνούπολη, όμως, αρρώστησε και μεταφέρθηκε εσπευσμένα μέχρι τα περίχωρα της Νικομήδειας, όπου έλαβε το άγιο Βάπτισμα, το οποίο από βαθύ σεβασμό είχε καθυστερήσει τόσα χρόνια. Αρνούμενος να ξαναφορέσει την αυτοκρατορική πορφύρα, παρέδωσε τη ψυχή του στον Βασιλέα των ουρανών και της γης, ανήμερα της Πεντηκοστής του έτους 337, ενδεδυμένος ακόμη με τη λευκή εσθήτα των νεοφωτίστων. Αφού ανέπεμψε ευχαριστήρια προσευχή, τα τελευταία του λόγια ήσαν τα εξής: «Τώρα γνωρίζω ότι είμαι αληθινά μακάριος, τώρα γνωρίζω ότι αξιώθηκα την αιώνια ζωή, τώρα γνωρίζω ότι μετέχω του θείου Φωτός!» [12]. Η σορός του μεταφέρθηκε αμέσως στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετά τη μεγαλοπρεπή κηδεία, παρουσία όλου του λαού, κατατέθηκε στον ναό των Αγίων Αποστόλων, εν μέσω των κενών σαρκοφάγων των δώδεκα Αποστόλων του Κυρίου. Αυτός, που μεταστραφείς από μία αποκάλυψη, παρόμοια με εκείνη του Αποστόλου των Εθνών, Παύλου, υπέταξε με το κολοσσιαίο έργο του τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο δόγμα του Χριστού, δοξάσθηκε έτσι υπεράνω όλων των αυτοκρατόρων και δικαίως τιμάται και μεγαλύνεται έκτοτε ως θεόστεπτος μέγας Ισαπόστολος Χριστού [13].

— Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ —
[1]Η μνήμη του αγίου Κωνσταντίνου μάς δίνει την ευκαιρία να υπενθυμίσουμε ότι ο «Συναξαριστής» τοποθετείται σε επίπεδο τελείως διαφορετικό από εκείνο της πολιτικής ιστορίας. Η τιμή του αγίου Κωνσταντίνου του Μεγάλου, όπως και όλα τα «κωνσταντίνεια» στοιχεία που διατηρήθηκαν στην ορθόδοξη λατρεία, αποβλέπουν στην οικοδομή της Εκκλησίας και στη στερέωση της εσχατολογικής της διάστασης. Η δόξα της Αυτοκρατορίας δεν είναι παρά το σύμβολο και η προεικόνιση της άφθαρτης δόξας της Βασιλείας του Θεού. Με τον τρόπο αυτό και όχι ως μια στείρα αυτοκρατορική νοσταλγία, οι πιστοί τιμούν τους αγίους αυτοκράτορες και προσεύχονται, ακόμη και σήμερα, στην εποχή των εκκοσμικευμένων δημοκρατιών, για τη στερέωση της «Βασιλείας». 
[2]Ορισμένα Συναξάρια αλλά και η Ακολουθία της ημέρας αυτής (βλ. το Δοξαστικό του Εσπερινού) αναφέρουν εσφαλμένα ότι ο άγιος Κωνσταντίνος βαπτίσθηκε από τον άγιο Σίλβεστρο [2 Ιαν.], κατά την είσοδό του στη Ρώμη. Στην πραγματικότητα όμως, ο αυτοκράτορας παρέμεινε σε όλη του τη ζωή κατηχούμενος, όπως συνέβαινε αρκετά συχνά τότε, και έλαβε το άγιο Βάπτισμα μόλις λίγο πριν πεθάνει. 
[3]Τότε μαρτύρησε ο άγιος Βασίλειος Αμασείας [26 Απρ.]. 
[4]βλ. Ματθ. 14, 13-21· Μάρκ. 6, 30-44· Λουκ. 9, 10-17 και Ιωάν. 6, 1-15. 
[5]Βλ. μνήμη αγίου Αθανασίου [18 Ιαν.]. 
[6]Η μνήμη της Συνόδου αυτής τελείται την Κυριακή μεταξύ της Αναλήψεως και της Πεντηκοστής· πιο συγκεκριμένα, την Ζ΄ Κυριακή από του Πάσχα. 
[7]Δυστυχώς, μετά τη Σύνοδο, οι δολοπλοκίες της Κωνσταντίας, αδελφής του αυτοκράτορα, κατέληξαν στην ανάκληση του αρειανού Ευσεβίου Νικομηδείας, στην εκθρόνιση του Ευσταθίου Αντιοχείας και στην εξορία του αγίου Αθανασίου. Ο αρειανισμός και οι διάφορες παραλλαγές του τάραξαν την ειρήνη της Εκκλησίας για πολλά χρόνια, σχεδόν μέχρι τη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο (381) [Α΄ Κυριακή του Ιουνίου], η οποία σηματοδότησε και τον οριστικό θρίαμβο της Ορθοδοξίας. 
[8]Φαίνεται πως η αγία Ελένη πραγματοποίησε το προσκύνημα αυτό ως εξιλέωση για τη διπλή θανάτωση που σκίασε τη βασιλεία του γιου της. Ο Κρίσπος, γιος της πρώτης συζύγου του Κωνσταντίνου, είχε κατηγορηθεί για συνωμοσία εναντίον του πατέρα του. Λίγο μετά τη θανάτωσή του, ο αυτοκράτορας κατάλαβε ότι επρόκειτο για ψεύτικη κατηγορία που είχε υποκινήσει η Φαύστα, επιθυμώντας να εξασφαλίσει τη διαδοχή προς όφελος των τριών γιων της, και τη θανάτωσε. Τα τραγικά αυτά συμβάντα είναι η βασική αιτία που οι ιστορικοί θέτουν σε αμφιβολία την προσωπική αγιότητα του Κωνσταντίνου. Πρέπει, ωστόσο, να επανατοποθετήσουμε τις ενέργειες αυτές μέσα στις συνθήκες της εποχής, όπου ο μονάρχης συγκέντρωνε στα χέρια του όλη τη δικαστική εξουσία και ως εκ τούτου είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου επί των υπηκόων του. Οι ιστορικοί αυτοί, παραλείπουν, εξάλλου, να σημειώσουν τα σημεία μετανοίας του αυτοκράτορα, τα οποία επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι η μετέπειτα διαγωγή και διακυβέρνησή του εμπνέονταν ανελλιπώς από τις ευαγγελικές αρχές. 
[9]Θεοδώρητος Κύρου, «Εκκλ. Ιστ. Α΄», 18. 
[10]Η σαρκοφάγος της φυλάσσεται στο μουσείο του Βατικανού. 
[11]Ευσέβιος Καισαρείας, «Βίοι Μ. Κωνσταντίνου Δ΄», 24, PG 20, 1172.
[12]Ευσέβιος Καισαρείας, «Βίοι Μ. Κωνσταντίνου Δ΄», 24, PG 20, 1217. 
[13]«Η Εκκλησία δεν αναγνωρίζει τους αγίους της με μέτρα ατομικής ηθικής τελειότητας… Η ατομική αρετή δεν συνιστά αγιότητα, αν δεν υπηρετεί τη φανέρωση και μαρτυρία της αληθείας της Εκκλησίας. Μόνον αυτή η σύνδεση της αγιότητος με την αλήθεια της Εκκλησίας, και όχι με την ατομική αρετή, μπορεί να μας οδηγήσει σε μια σωστή κατανόηση του γεγονότος της αγιοποίησης του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αν στα πρόσωπα των Αποστόλων είδε η Εκκλησία τους “θεμελίους” της θείας οικοδομής της, “ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ”, τους θεμελιωτές της φανέρωσης-βασιλείας του Θεού πάνω στη γη, στο πρόσωπο του Μεγάλου Κωνσταντίνου είδε τον Ισαπόστολο, τον θεμελιωτή της ορατής καθολικότητας και οικουμενικότητας της Εκκλησίας… Στο πρόσωπο, λοιπόν, του Μεγάλου Κωνσταντίνου και στην αναγνώρισή της από την πολιτεία είδε η Εκκλησία να παίρνει συγκεκριμένες ιστορικές διαστάσεις η αλήθεια της καθολικότητας της φύσεώς της: η πρόσληψη του συνόλου κόσμου και η μεταμόρφωσή του σε Βασιλεία του Θεού» (βλ. Χρήστος Γιανναράς: «Αλήθεια και Ενότητα της Εκκλησίας», Αθήνα 1977, σσ. 121 και 124).
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 9ος (Μάιος),
σελ. 237–247.

Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

Ο άγιος Ντάνσταν αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας

19 Μαΐου  
Ο άγιος Ντάνσταν αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας 
Ο άγιος Ντάνσταν (Dunstan) γεννήθηκε περί το 924 στο Μπάλτονσμπόρω, κοντά στο Γκλάστονμπέρυ. Ο πατέρας του, Χέορσταν, ήταν ευγενής Σάξονας από τη Δύση και η μητέρα του, Σύνεθριθ, που διήγε βίο αγίας, έλαβε θαυματουργικά την πρόρρηση της δόξας στην οποία εκλήθη ο γιος της. 
Η εκπαίδευση του παιδιού ανατέθηκε σε ιρλανδούς μοναχούς που διέμεναν στο Γκλάστονμπέρυ. Το παιδί έδειξε αγάπη για τη μάθηση σε όλους τους τομείς της γνώσης, κυρίως όμως μια φλογερή ευσέβεια. Αφού χειροτονήθηκε στους κατώτερους βαθμούς της ιερωσύνης, εισήλθε στην υπηρεσία του θείου του, Έθελχελμ, αρχιεπισκόπου Καντερβουρίας, και κατόπιν στην αυλή του βασιλιά Έθελσταν. Κάποιοι αυλικοί, φθονώντας τις εύνοιες των οποίων έχαιρε ο νέος κληρικός, τον κατηγόρησαν ότι μελετούσε την ειδωλολατρική γραμματεία και τη μαγεία, έτσι εγκατέλειψε την αυλή και κατέφυγε στο Γουίντσεστερ, κοντά στον επίσκοπο Έλφεγκε, με τον οποίο είχε συγγένεια. 
Υπό την επίδραση του τελευταίου, ο Ντάνσταν έγινε μοναχός και χειροτονήθηκε ιερέας. Αποσύρθηκε τότε στον Γκλάστονμπέρυ, για να ζήσει ως ερημίτης, κοντά στο μοναστήρι που ήταν τότε ερειπωμένο. Η αγιότητα του βίου του άρχισε να ακτινοβολεί στην περιοχή και η Έθελφλαντ, ανεψιά του βασιλιά, ο οποίος πεθαίνοντας της άφησε τη μεγάλη περιουσία του, λάβαινε αφειδώς τις συμβουλές του. 
Μετά τον θάνατο του Έθελσταν, ο νέος ηγεμόνας Εδμόνδος Α’ (939-946) κάλεσε τον ερημίτη για να τον κάνει ένα από τους προσωπικούς του συμβούλους. Η εύνοια αυτή γέννησε εκ νέου συκοφαντίες που κατέληξαν στην απομάκρυνσή του. Μετά από ένα ατύχημα στο κυνήγι, από το οποίο σώθηκε εκ θαύματος, ο βασιλιάς, συνειδοτοποιώντας ότι αιτία ήταν η άδικη έξωση του Ντάνσταν, τον τοποθέτησε ηγούμενο στο μοναστήρι του Γκλάστονμπέρυ, το οποίο ανακαίνισε και ίδρυσε στο εσωτερικό του μία σχολή (943). 



 

Ο άγιος Ντάνσταν οργάνωσε τη μονή ακολουθώντας αυστηρά τον Κανόνα του αγίου Βενεδίκτου και φρόντισε να ανεγερθούν μία εκκλησία και τα μοναστικά οικήματα. Όμως δύο μόλις χρόνια αργότερα, ο Εδμόνδος δολοφονήθηκε και ο διάδοχός του Έντρεντ ανακάλεσε τον άγιο για να τον κάνει πρωθυπουργό του. Επιδεικνύοντας στο αξίωμα αυτό μία βαθιά επίγνωση του χριστιανικού προορισμού του βασιλείου, ο Ντάνσταν εμπέδωσε τη βασιλική αυθεντία, εκρίζωσε τα κατάλοιπα του παγανισμού, ανοικοδόμησε κατεστραμμένες από τις εισβολές εκκλησίες και ενέπνευσε την αυστηρή τήρηση των ιερών Κανόνων σε εκκλησιαστικά ζητήματα. 
Κατά τη διάρκεια των εννέα χρόνων διακυβέρνησής του, αρνήθηκε δύο φορές να γίνει αρχιεπίσκοπος, θεωρώντας ότι όφειλε να ολοκληρώσει το έργο του. Τούτο, ωστόσο, διακόπηκε από τον θάνατο του βασιλιά Έντρεντ (955) και την ανάρρηση στον θρόνο του Έντβιγκ, ενός ανθρώπου διεφθαρμένου και πολέμιου των μεταρρυθμίσεων που είχε θεσπίσει ο άγιος. Κυνηγημένος από τη μνησικακία μιας από τις ερωμένες του βασιλιά, ο άγιος ηγούμενος αναγκάστηκε να καταφύγει στη Φλάνδρα, στη μονή Μπλαντίνιουμ, κοντά στη Γάνδη, όπου είχε τον χρόνο να μελετήσει σε βάθος τη μοναστική κίνηση που προήλθε από το Κλυνύ. 
Η εξορία αυτή, ωστόσο, είχε σύντομη διάρκεια. Περί τα τέλη του 957, οι Μέρκιοι και Νορθάμβριοι, απηυδισμένοι από τις παρεκτροπές του Έντβιγκ, τον εξεδίωξαν και τοποθέτησαν επικεφαλής του βόρειου βασιλείου τον αδελφό του Έντγκαρ. Ο τελευταίος φρόντισε να χειροτονηθεί επίσκοπος του Γουόρτσεστερ ο Ντάνσταν και τον επόμενο χρόνο τού προσάρτησε την επισκοπική έδρα του Λονδίνου (959). 
Όταν ο Έντγκαρ έμεινε μονάρχης μετά τον θάνατο του Έντβιγκ, τοποθέτησε χωρίς χρονοτριβή τον άγιο αρχιεπίσκοπο Καντερβουρίας και πρωθιερχάρχη του βασιλείου της Αγγλίας (21 Οκτ. 960/961). Αφού έλαβε στη Ρώμη το πάλλιον από τον πάπα Ιωάννη ΙΑ’, ο οποίος τον έκανε λεγάτο του, ο Ντάνσταν τοποθέτησε ικανούς επισκόπους και καθηγουμένους επικεφαλής επισκοπών και μονών, μεταξύ των οποίων ανακαίνισε ένα μεγάλο αριθμό, μερίμνησε να εφαρμόζονται δίκαιοι νόμοι και οργάνωσε ιεραποστολές στη Σκανδιναβία. 
Παρά την έντονη αυτή δραστηριότητα, δεν μειώθηκε καθόλου το ενδιαφέρον του για την αντιγραφή χειρογράφων και για όλα τα είδη των τεχνών, έτσι που θεωρείται προστάτης πολλών τεχνών και επαγγελμάτων (σιδηρουργών, χρυσοχόων, κοσμηματοπωλών, μουσικών κλπ.). 
Η πολιτική αυτή δραστηριότητα σφραγίστηκε με την επίσημη στέψη του βασιλιά Έντγκαρ στο Μπαθ το 973. Δύο χρόνια αργότερα, ο βασιλιάς πέθανε και με την επιρροή του αγίου Ντάνσταν ανήλθε στον θρόνο ο πρωτότοκος γιος του Εδουάρδος. Όταν ο τελευταίος έπεσε θύμα συνομωσίας (976), ο άγιος Ντάνσταν αποσύρθηκε στην Καντερβουρία, και μόνο σπάνια έβγαινε από εκεί, όπως κατά την ανακομιδή των λειψάνων του αγίου Εδουάρδου στο αββαείο του Σέιφτσμπουρυ. Πέρασε τα τελευταία χρόνια του στην προσευχή, ενθαρρύνοντας την ίδρυση σχολείων και μοναστηριών και διδάσκοντας ο ίδιος στην Καθεδρική Σχολή, όταν δεν ήταν απασχολημένος στην κατασκευή καμπανών ή στην αντιγραφή χειρογράφων. Προειδοποιημένος από το όραμα ενός αγγέλου, παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό την Κυριακή 19 Μαΐου του 988. 
Η τιμή του αγίου αυτού που είχε κυριαρχήσει στην εκκλησιαστική και πολιτική ζωή του 10ου αιώνα διαδόθηκε γρήγορα στον λαό και ο τάφος του στο Καντέρμπουρυ έγινε εθνικός τόπος προσκυνήματος, μέχρι την καταστροφή του στα 1508.

“Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”εκδ. Ίνδικτος Τόμος 9ος - Μαϊος

Σάββατο 17 Μαΐου 2025

Κυριακή της Σαμαρείτιδος Συναξάρι Πεντηκοσταρίου


Κυριακή της Σαμαρείτιδος
Συναξάρι Πεντηκοσταρίου
Την πέμπτη Κυριακή από το Πάσχα εορτάζουμε την εορτή της Σαμαρείτιδος.
Επειδή σ’ αυτήν ο Χριστός ολοφάνερα είπε τον εαυτό Του Μεσσία -στα ελληνικά Χριστό, δηλαδή χρισμένο ή αλειμμένο-, γι’ αυτό νομίζω ότι η παρούσα εορτή τοποθετήθηκε στην εβδομάδα της Μεσοπεντηκοστής· επίσης, επειδή την προηγούμενη Κυριακή θαυματούργησε στην Κολυμβήθρα, και σ’ αυτήν, στο πηγάδι του Ιακώβ.

Ο τόπος αυτός ήταν εξαίρετος, και επειδή ήταν κοντά το όρος Σομώρ, υπήρχαν πολλές πόλεις Σαμαρειτών. Ο Χριστός πήγε σε μια απ’ αυτές, τη Σιχάρ, στην οποία είχε κατοικήσει ο πατριάρχης Ιακώβ, όπου και άνοιξε αυτό το πηγάδι και το χάρισε στον γιο του Ιωσήφ.

(Παλιά στο όρος αυτό δεν κατοικούσαν Σαμαρείτες αλλά Ισραηλίτες. Επειδή όμως έσφαλαν στον Θεό, ήρθαν και τους κατέκτησαν οι Ασσύριοι. Ο βασιλιάς των Ασσυρίων αργότερα τους έστειλε στη Βαβυλώνα και στον τόπο εκείνο εγκατέστησε διάφορα έθνη. Ο Θεός όμως έστειλε λιοντάρια σ’ εκείνους τους αλλόφυλους. Όταν το έμαθε ο βασιλιάς, τους έστειλε έναν ιερέα από τους αιχμάλωτους Ιουδαίους να τους διδάξει, και αυτοί αμέσως εγκατέλειψαν τα είδωλα, αλλά δέχτηκαν μόνο τα βιβλία του Μωυσή απορρίπτοντας τα των προφητών και τα υπόλοιπα της Γραφής. Ονομάζονταν Σαμαρείτες, από το όρος Σομώρ, και οι Εβραίοι που γύρισαν από την αιχμαλωσία τούς αποστρέφονταν ως κατά το ήμισυ Ιουδαίους και δεν συνέτρωγαν με αυτούς.)

Ήρθε λοιπόν ο Χριστός στη Σιχάρ, στο πηγάδι, και κάθισε, κουρασμένος από την οδοιπορία, ενώ οι μαθητές πήγαν στην πόλη για να αγοράσουν τρόφιμα. Ήρθε τότε μια γυναίκα από τη Σαμάρεια, για να πάρει νερό, και ο Ιησούς της ζήτησε να Του δώσει νερό να πιεί. Εκείνη, καταλαβαίνοντας από την ομιλία και την ενδυμασία Του ότι είναι Ιουδαίος, Του θύμισε ότι οι Ιουδαίοι αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τους Σαμαρείτες.

Ο Ιησούς της μίλησε τότε υψηλότερα λέγοντας για το πνευματικό νερό, που είναι άφθονο και καθαρτικό -διότι το Πνεύμα πάντοτε μοιάζει με το νερό και με τη φωτιά.

Η γυναίκα τον ρώτησε πώς έχει τέτοιο νερό, αφού δεν έχει δοχείο για άντληση και το πηγάδι είναι βαθύ, και ανέφερε τον προπάτορα Ιακώβ που άνοιξε το πηγάδι και ήπιε από αυτό και ο ίδιος και τα ζωντανά του.

Ο Χριστός, αποφεύγοντας να πει ότι είναι ανώτερος από τον Ιακώβ, για να μη τη φοβίσει, της λέει πάλι για το νερό δείχνοντας τον υπερφυσικό του χαρακτήρα, αφού όποιος πίνει από αυτό δεν διψά καθόλου.

Η γυναίκα τού ζητά αυτό τό νερό, και ο Χριστός της λέει να φωνάξει τόν άντρα της. «Δεν έχω άντρα», απαντά εκείνη, και ο Παντογνώστης της λέει: «Σωστά είπες· διότι πέντε άντρες πήρες, όπως λέει ο Νόμος, και ο έκτος που έχεις τώρα, κατά παράβαση του Νόμου, δεν είναι άντρας σου».

(Μερικοί νόμισαν ότι “πέντε άντρες” είναι η Πεντάτευχος του Μωυσή, την οποία δέχονταν οι Σαμαρείτες, και “έκτος” τα λόγια του Χριστού, τα οποία δεν ήταν ακόμη δικά της, επειδή δεν είχε ακόμη ξεχυθεί η χάρη. Άλλοι, τους πέντε νόμους που έδωσε ο Θεός: στον Παράδεισο, μετά την εξορία, στον Νώε, στον Αβραάμ και στον Μωυσή· έκτο το Ευαγγέλιο, το οποίο αυτή ακόμη δεν είχε. Είναι και κάποιοι που λένε τις πέντε αισθήσεις.)

Του αποκρίνεται η γυναίκα ότι τον θεωρεί προφήτη και τον ρωτά, πού πρέπει να προσκυνούν τον Θεό, στο δικό τους όρος ή στα Ιεροσόλυμα - διότι οι Σαμαρείτες ως ατελείς δεν πίστευαν ότι ο Θεός είναι παντού αλλά μόνο εκεί που Τον προσκυνούσαν, δηλαδή στο όρος Γαριζίν· οι Ιουδαίοι πάλι έλεγαν ότι μόνο στα Ιεροσόλυμα πρέπει να προσκυνούν τον Θεό, και γι’ αυτό στις εορτές μαζεύονταν εκεί από όλα τα μέρη.

Ο Χριστός αποκρίνεται ότι οι σωτηρία του κόσμου είναι από τους Ιουδαίους· πλην όμως ο Θεός είναι άυλος και αυτοί που θα αξιωθούν να Τον προσκυνούν, πολύ σύντομα θα Τον προσκυνήσουν όχι με θυσίες αλλά «εν Πνεύματι και αληθεία». Δηλαδή θα γνωρίσουν τον Θεό όχι μόνο Του αλλά με το άγιο Πνεύμα και τον Υιό· διότι αυτός είναι η αλήθεια.

Η γυναίκα συνέχισε: «Ακούμε από τις Γραφές ότι θα έρθει ο Μεσσίας, δηλαδή ο Χριστός». «Εγώ είμαι», λέει ο Ιησούς, γνωρίζοντας την καλή προαίρεση της γυναίκας· διότι και οι Σαμαρείτες ήξεραν για τον Μεσσία από τα βιβλία του Μωυσή, και κυρίως από τη φράση «Ο Κύριος ο Θεός θα αναδείξει σε σας έναν Προφήτη» (Δευτ. 18:15).

Όταν ολοκληρώθηκε η συνομιλία ήρθαν και οι Μαθητές και θαύμασαν την άκρα συγκατάβαση του Κυρίου που συνομιλούσε με γυναίκα. Έπειτα τον παρακαλούσαν να φάει, και επειδή ήταν κουρασμένος και επειδή έκανε ζέστη, Αυτός όμως τους μίλησε για την αιώνια τροφή, δηλαδή τη σωτηρία των ανθρώπων, και ότι αυτοί πρέπει να θερίσουν τους κόπους των προφητών.

Στο μεταξύ η γυναίκα πήγε στην πόλη και τα διηγήθηκε στους κατοίκους, οι οποίοι όλοι σηκώθηκαν και πήγαν στον Χριστό, διότι πείσθηκαν ότι η γυναίκα δεν θα έλεγε πράγματα που την εξέθεταν αν δεν είχε συμβεί κάτι σπουδαίο. Τον παρακάλεσαν λοιπόν και τον έπεισαν να μείνει κοντά τους δυο μέρες, κατά τις οποίες έκανε πάμπολλα θαύματα που δεν τα έγραψαν οι ευαγγελιστές λόγω του πλήθους τους.

Αυτή τη Σαμαρείτιδα ο Χριστός την ονόμασε αργότερα Φωτεινή, η οποία και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου στον καιρό του Νέρωνα (54-68) μαζί με τους επτά γιούς της μετά από πολλά και διάφορα σκληρά βασανιστήρια.

Το στόμιο του πηγαδιού εκείνου ο βασιλιάς Ιουστινιανός το μετέφερε με τιμή από εκεί στο ανάκτορο του Θεού Λόγου, εννοώ τον μεγάλο ναό της Αγίας Σοφίας, και το έβαλε πάνω στο πηγάδι που ήταν μπροστά από τον νάρθηκα. Ακόμη έφερε και τον λίθο εκείνο, πάνω στον οποίο κάθισε ο Χριστός και συζήτησε με τη Σαμαρείτιδα. Και τα δύο είναι εκεί μέχρι τώρα και θεραπεύουν κάθε λογής ασθένεια, και μάλιστα πυρετούς και ρίγη. 

Με τις πρεσβείες της μάρτυρός Σου Φωτεινής, Χριστέ ο Θεός, ελέησέ μας. Αμήν.

Δημοφιλείς αναρτήσεις