Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Κάθε στροφή προς τον εαυτό μας μειώνει ή και παύει τη διαμονή στο φως της θεότητας

"Κάθε στροφή προς τον εαυτό μας μειώνει ή και παύει τη διαμονή στο φως της θεότητας και γι' αυτό όποιος γνώρισε την αγάπη του Θεού και συγχρόνως την πίκρα για την απώλεια αυτή αποστρέφεται με οργή καθετί που οδηγεί στην απώλεια αυτή."



πηγή video : Διδαχές Αγίων 

Ομιλούντες περί του πληρώματος της πανανθρωπίνης πείρας, είμεθα πεπεισμένοι ότι είναι εφικτή εις τον άνθρωπον υπό οιασδήποτε συνθήκας· ούτω και ο μοναχισμός ως τοιούτος δεν αποτελεί εξαίρεσιν της γενικής καταστάσεως. Εις έκαστον εξ ημών εδόθη η ιδία εντολή· εν άλλοις λόγοις, ουδείς εξ ημών είναι ηδικημένος ενώπιον του Θεού, αλλά πάντες τιμώνται κατ’ ίσον μέτρον. Εις  έκαστον εξ ημών εδόθη και το αυτό «ποσόν», εάν δυνάμεθα να εκφρασθώμεν ούτως, δια του οποίου αποκτάται η εσχάτη εφικτή εις τον άνθρωπον τελειότης της αγάπης, το τίμημα της οποίας δια πάντας και δι’ έκαστον είναι το αυτό: να μη φεισθή εαυτού εις τέλος. Τούτο δεν σημαίνει μόνον να «ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου και παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσωμαι» (Α’ Κορ. ιγ’ 3), αλλά να αποταχθώ «πάσι τοις εμαυτού υπάρχουσιν» (πρβλ. Λουκ. ιδ’ 33) εν τοις ορίοις του κτιστού μου είναι, εν τω χωρισμώ αυτού από του Θεού, εν τη εγωϊστική μονώσει και αντιθέσει αυτού προς τον πλησίον, τον συνάνθρωπον. 
Ίσως είπη τις: Δεν είναι άραγε υπερβολική αξίωσις να λέγωμεν ότι η χριστιανική πείρα εξαντλεί το πλήρωμα της πανανθρωπίνης υπάρξεως; Δεν είναι και η πείρα αύτη, ως και αι άλλαι, απλώς μία εκ των πολλών πλευρών της ατελευτήτως πλουσίας κοσμικής υπάρξεως, ήτις συναποτελείται εκ πολλών σφαιρών πραγματικοτήτων, εφικτών εις το έν ή το άλλο είδος πείρας, επί παραδείγματι, η μία εις την επιστήμην, η άλλη εις την τέχνην, η τρίτη εις την φιλοσοφίαν, η τετάρτη εις τον πανθεϊσμόν, η πέμπτη εις τον χριστιανισμόν κ.ο.κ.; Πραγματευόμενοι περί της εξαντλήσεως των δυνατοτήτων της ανθρωπίνης υπάρξεως, στηριζόμεθα επί της θέσεως ότι η ύπαρξις παντός λογικού κτιστού όντος κινείται μεταξύ δύο ορίων: το έν, η προς τον Θεόν αγάπη έως του καθ’ εαυτού μίσους· το άλλο, η προς εαυτόν αγάπη έως του κατά του Θεού μίσους. Ουδέν των λογικών όντων δύναται να εξέλθη των ορίων τούτων, εν ουδεμιά των πράξεων αυτού. Παν ό,τι τελείται εν τη προσωπική ημών υπάρξει προέρχεται εκ της πνευματικής ημών αυτοδιαθέσεως, ακριβώς εντός των ορίων αυτών, ασχέτως αν αντιλαμβανώμεθα τούτο δια του λογικού, ή αν η αυτοδιάθεσις αύτη τελήται εν τω ακαθορίστω εκείνω βάθει του πνεύματος ημών, οπόθεν εκπηγάζει και αυτή αύτη η λογική ημών σκέψις. Εις τον καθορισμόν και των δύο άλλων ορίων βλέπομεν τας αυτάς λέξεις  -αγάπη και μίσος- αλλ’ εις διάφορον λογικήν ακολουθίαν, εις διάφορον συσχετισμόν. Η διαφορά όμως ενταύθα δεν έγκειται μόνον εις της ακολουθίαν, αλλά και εις την βαθείαν σημασίαν αυτών των λέξεων. Εν τη πρώτη περιπτώσει, η αγία και τελεία αγάπη, και το άγιον και τέλειον μίσος. Εν τη δευτέρα, η αμαρτωλός φιλαυτία και το αμαρτωλόν μίσος. Το πρώτον μίσος είναι αποτέλεσμα του πληρώματος της προς τον Θεόν αγάπης, της πλήρους συγκεντρώσεως πασών των δυνάμεων του είναι ημών εις τον Θεόν, μέχρι λήθης εαυτού, μέχρις απροθυμίας στροφής προς εαυτόν. Η απροθυμία αύτη της προς εαυτόν στροφής λαμβάνει κατηγορηματικόν χαρακτήρα, και τότε ορίζεται ως «οργή», είτε ως «μίσος» καθ’ εαυτού. Πάσα προς εαυτόν στροφή μειοί ή και παύει την διαμονήν εις το φως της Θεότητος, και δια τούτο ο γνωρίσας την αγάπην του Θεού και συγχρόνως την πικρίαν της απωλείας αυτής αποστρέφεται εν οργή παν ό,τι οδηγεί εις την απώλειαν ταύτην. Εντελώς διαφόρως δέον όπως ομιλώμεν περί του κατά του Θεού μίσους. Οι αγαπώντες εαυτούς έως του κατά του Θεού μίσους είναι εκείνοι οίτινες «ηγάπησαν μάλλον το σκότος ή το φως» (Ιωάν. γ’ 19). 
Το θέμα τούτο υπερβαίνει τας δυνάμεις ημών, και δια τούτο διακόπτομεν τον περί αυτού λόγον. 

ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ
Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ
Αγίου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)


Η ΑΓΙΑ FRIDESWIDE ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΤΗΣ ΟΞΦΟΡΔΗΣ

Η ΑΓΙΑ FRIDESWIDE

ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΤΗΣ ΟΞΦΟΡΔΗΣ 
Οι βρετανικές νήσοι από απαρχής της χριστιανικής πίστεως έχουν τιμηθεί με ιδιαίτερες πνευματικές μορφές αγίων ανδρών και γυναικών, με αξιολογότατη προσφορά. Αν και μετά από είκοσι περίπου αιώνες, και με το Σχίσμα των Εκκλησιών (11ος αι.) να έχει σφραγίσει την μετέπειτα πορεία αυτού του τόπου, και τα ιστορικά στοιχεία αυτών των μορφών έχουν υποστεί την αλλοίωση του χρόνου, ωστόσο ακόμη και σήμερα η πνευματική τους παράδοση παραμένει ζωντανή και είναι αλήστου μνήμης. Καθώς δε η τοπική Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Θυατείρων και Μεγάλης Βρεταννίας, κάτω από την πνευματική καθοδήγηση και πατρότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως συμπληρώνει αυτό το έτος έναν αιώνα ιστορίας και προσφοράς (1922 - 2022), είναι ιστορική και συνάμα πνευματική υποχρέωση όλων μας να αναδείξουμε αυτές τις άγιες μορφές των πρώτων χριστιανικών αιώνων που για δέκα σχεδόν αιώνες μοιράστηκαν μαζί μας την ίδια πίστη της «Μίας Αγίας και Καθολικής Εκκλησίας του Χριστού». Είναι αυτές οι μορφές οι οποίες είτε με το μαρτύριό τους είτε με τα έργα και την διδασκαλία τους ρίζωσαν και κάρπισαν στον τόπο αυτό την Ορθόδοξη πίστη, κάτι που με μυστικό τρόπο αγιάζει αυτήν την γη έως σήμερα, αγγίζοντας και όλους εμάς με κάποια αδιόρατη δύναμη. 
Μεταξύ των αγίων μορφών αυτών ξεχωρίζει η αγία Φράιτζγουαϊντ (Frideswide, αρχαιότερη ονομασία Frithuswith, εξ ού και η παράφραση στα ελληνικά Φρεισγουΐδη) με την επωνυμία προστάτης (patron) της πόλεως της Οξφόρδης. Έζησε στον 7ο και 8ο αιώνα στην περιοχή της Οξφόρδης (ακριβέστερα, c.650 – 727 μ.Χ., σύμφωνα με το Oxford Dictionary of National Biography). Η μνήμη της συνδέεται όπως θα δούμε με τον περίφημο Καθεδρικό ναό της Οξφόρδης και το Κολλέγιο του Χριστού (Christ College) όπου ακόμη και σήμερα στο αριστερό βόρειο κλίτος πιστεύεται ότι εναποτίθενται τα οστά της σε μεγαλοπρεπή λάρνακα. 
Η Αγία Φράιτζγουαϊντ έζησε σε μία εποχή όπου όχι μόνον η χριστιανική πίστη είχε μεταλαμπαδευθεί και στερεωθεί στις βρετανικές νήσους αλλά και οι καταβολές του μοναχισμού επίσης είχαν ήδη δρέψει καρπούς στον τόπο αυτό, με την ίδρυση μονών και μονυδρίων. Αυτό συνέβη μετά την σταθεροποίηση της χριστιανικής πίστης με την ενοποίηση των Κελτικών και Αγγλοσαξωνικών τοπικών εκκλησιών και την εισαγωγή ενός ενιαίου εκκλησιαστικού συστήματος διοίκησης, κάτι που πραγματοποίησε ο Έλληνας μοναχός Θεόδωρος εκ Ταρσού της Κιλικίας, ο οποίος και χειροτονήθηκε το 669 μ.Χ. επίσκοπος Καντουαρίας (Canterbury) υπό του τότε ορθοδόξου Πάπα Ρώμης Βιτάλιου. Οι επόμενοι μάλιστα αιώνες έμειναν στην βρεταννική χριστιανική ιστορία ως αιώνες ιεραποστολής βρεταννών ιεραποστόλων στις ευρωπαϊκές χώρες. Οι ιεραπόστολοι αυτοί έδρασαν κυρίως στον χώρο της κεντρικής Ευρώπης και Γερμανίας, όπως ο Wilfrid (633–709) ο οποίος εκπαιδεύθηκε στο φημισμένο κέντρο της Βορείου Αγγλίας Lindisfarne (Northumberland), ο Willibrond (658- 739), μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Ουτρέχτης το 695, και κυρίως ο Βονιφάτιος (Boniface 675-754), ο οποίος θεωρείται σήμερα ως ο απόστολος της Γερμανίας. 
Αργότερα, όπως θα δούμε, τα ιστορικά στοιχεία γύρω από μεταθανάτια ζωή της και τις περιπέτειες του σκηνώματός της Αγίας Φρεισγουίδης, συνδεδεμένου με ταραγμένες περιόδους της χριστιανικής πίστης στον ίδιο χώρο και την σύγκρουση του Καθολικισμού με την επίσημη Αγγλικανική εκκλησία, μαρτυρεί ίσως και την συμμετοχή της στην διαχρονική περιπέτεια της αρχικά ενοποιημένης «Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας» και της Ορθόδοξης πίστης στις βρετανικές νήσους. Ο βίος της, σύμφωνα με τον καθηγητή της Οξφόρδης John Blair, βασίζεται βασικά σε μία αρχική καταγραφή από τον William of Balmesbury (1125). Ενας πληρέστερος βίος, ο Βίος Α´, είναι κείμενο εκτενέστερο από το πρώτο βίο, που περιλαμβάνει ιστορίες θαυμάτων, καταγεγραμμένος σε χειρόγραφο του 1130. Επίσης έχουμε και μία κομψότερη επεξεργασία αυτού του κειμένου, τον Βίο Β´, γραμμένο από τον Robert of Cricklade μεταξύ 1140 και 1170, ηγούμενο του ανδρικού τότε κοινοβίου της Αγίας Φράιτζγουαϊντ. Είναι ευτύχημα ότι πέρα από τις αρχικές πηγές στα λατινικά, έχουμε σήμερα και αξιόλογες μελέτες κυρίως του John Blair, ο οποίος και εξέδωσε τον βίο της Αγίας στα αγγλικά, καθώς και μετάφραση αυτού του βίου στα ελληνικά, από το ζεύγος Ελένης και Θανάση Παπαθανασίου (βλ. βιβλιογραφία).

Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ 
Σε μία ευλογημένη λοιπόν για την χριστιανική πίστη και ενότητα των πρώτων χριστιανών περίοδο της αγγλικής ιστορίας (μέσα του 7ου αιώνος) γεννήθηκε και έδρασε η αγία Φράιτζγουαϊντ. Ήταν γόνος βασιλικής γενιάς, του Σάξωνος ηγεμόνος Didan of Eynsham και της ευσεβούς συζύγου του Safrida, της περιοχής Mercia, στην δυτική περιοχή της Οξφόρδης που έφθανε έως τα νερά του ποταμού Τάμεση. Ανατράφηκε με ιδιαίτερη φροντίδα. Αφιερώθηκε τόσο πολύ στις σπουδές της, ώστε σε νεαρή ηλικία είχε αποστηθίσει όλο το βιβλίο των Ψαλμών, το λεγόμενο Ψαλτήρι. Μετά την κοίμηση της μητέρας της, η νεαρή βασιλοπούλα πόθησε να αφιερωθεί στον Θεό και να ιδρύσει την δική της μονή. Ο ίδιος ο βασιλιάς Didan είδε την κλήση της κόρης του και κάλεσε τον τότε επίσκοπο Orgar του Lincoln, ο οποίος έδωσε το μοναχικό σχήμα στην Αγία και σε άλλες κοπέλες που την ακολουθούσαν στα πνευματική γυμνάσματα, ενώ την βοήθησε oίδιος να κτίσει και το μοναστήρι. Η Αγία δόθηκε στον Κύριο μέρα και νύχτα, με αγρυπνίες, νηστείες και θερμές προσευχές, ενώ μοίρασε όλα τα υπάρχοντά της στους φτωχούς. 
Εντωμεταξύ, η φήμη της διαδίδεται στις γύρω περιοχές. Ο τότε βασιλιάς του Leicester Algar (Æthelbald of Mercia) επιζητεί να την νυμφευθεί. Όταν αυτή αρνείται, οι απεσταλμένοι απειλούν να την απαγάγουν και να την κλείσουν σε οίκο ανοχής. Μάλιστα η παράδοση αναφέρει ότι η Αγία αρνήθηκε ενώπιων των απεσταλμένων του βασιλιά με σθένος κι ενώ εκείνοι επέμεναν οργισμένοι, ξαφνικά έχασαν το φως τους! Τότε οι κάτοικοι της Οξφόρδης παρακάλεσαν την Αγία να προσευχηθεί στον Θεό να ξαναβρούν την όρασή τους, και πράγματι αυτό έγινε. Ο Algar την αναζητεί και πάλι στην πόλη της, αλλά οι άνθρωποι εκεί αρνούνται να του μαρτυρήσουν τον τόπο στον οποίο κατέφυγε η Αγία. Τότε πληροφορημένη από τον Θεό στην καρδιά της η Αγία εγκαταλείπει την πόλη και από θεία Πρόνοια βρίσκει κάποιο πλοιάριο που την οδηγεί στο Bampton, στην περιοχή Oxfordshire. Στην βάρκα αυτή καθόταν ένας νεαρός με ακτινοβόλο και αγγελικό πρόσωπο, που όταν έφθασαν στον προορισμό τους χάθηκε από τα μάτια τους. Στις σχετικές αναπαραστάσεις του βίου της ο βαρκάρης απεικονίζεται ως άγγελος Θεού. Λίγο αργότερο ο ο βασιλιάς Algar επιχείρησε να εισέλθει στην πόλη, αλλά έχασε κι αυτός το φως του, επέστρεψε δε ταπεινωμένος στον τόπο του. Μάλιστα λέγεται ότι έκτοτε οι βασιλιάδες δεν μπαίνουν ποτέ στην Οξφόρδη. 
Η Αγία έζησε για λίγο καιρό στην περιοχή του Bampton, όπου αναφέρεται και η θεραπεία μιας τυφλής κόρης, ύστερη από όνειρο που είδε, με την προτροπή να επισκεφθεί την Αγία έξω από την πόλη. Η τυφλή κόρη είπε το όνειρο στον πατέρα της ο οποίος επισκέφθηκε την Αγία την στιγμή που έπλενε τα χέρια της στον ποταμό, και με το νερό αυτό άγγιξε τα μάτια της κόρης του που θεραπεύθηκε. 
Η αγία Φράιτζγουαϊντ αργότερα βρίσκει μεγαλύτερη ανάπαυση στην περιοχή του Binsey, Oxfordshire. Για να αποφεύγει την μετάβασή της στον Τάμεση για πόσιμο νερό, κάτι που επισύρει κινδύνους και γι᾽ αυτήν και για τις μονάζουσες που την ακολουθούν, προσεύχεται στον Θεό για να εύρει στην γύρω περιοχή νερό. Μία πηγή αναδύεται με την προσευχή της, η οποία έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Πολλοί άνθρωποι καταφεύγουν στο αγίασμα για θεραπεία. Στον τόπο αυτό η Αγία, σύμφωνα με τις καταγραφές του βίου της, επιτελεί διάφορα θαύματα, όπως την θεραπεία ενός ξεραμένου χεριού σε εργάτη που έκοβε ξύλα ημέρα Κυριακή, καθώς και την θεραπεία ενός δαιμονισμένου ψαρά. Το αγίασμα αργότερα ανακατασκευάζεται τον 19ο αιώνα και σώζεται έως σήμερα έξω από τον ναό της αγίας Μαργαρίτας (St Margaret’s well, Binsey)
H αγία Φράιτζγουαϊντ μετά από παρέλευση ετών επιστρέφει στην Οξφόρδη με την συνοδεία της, όπου γίνεται δεκτή με τιμές, αλλά αυτή προτιμά να συνεχίσει την ζωή της στο μονύδριό της. Η παράδοση αναφέρει ότι κατά την είσοδό της στην πόλη θεραπεύει ένα λεπρό ο οποίος της ζητά να τον φιλήσει στο όνομα του Χριστού για να θεραπευθεί, όπερ και εγένετο. Τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής της η Αγία τον πέρασε με προσευχές και στην φροντίδα και θεραπεία αρρώστων που εύρισκαν παρηγοριά κοντά της. Μία βδομάδα προ του θανάτου της έλαβε μήνυμα από άγγελο Κυρίου ότι θα αναχωρήσει για την άλλη ζωή, και στις 19 Οκτωβρίου του 727 όντως έλαβε τον στέφανο της αιώνιας Ζωής και αναπαύθηκε εν Κυρίω. Τάφηκε στην δική της μονή, που αργότερα επανδρώνεται από μοναχούς, ενώ τελικά ενσωματώνεται στον κεντρικό καθεδρικό της πόλης και στο περίφημο Κολλέγιο του Χριστού (Christ College). Στον τάφο της συνεχίζουν να βρίσκουν παρηγοριά και θεραπεία πολλοί άνθρωποι, αιώνες μετά τον θανατό της. Η αγία Φράιτζγουαϊντ πολύ αργότερα ανακηρύχθηκε προστάτης της πόλεως της Οξφόρδης, και επίσης όλου του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, από τον Αρχιεπίσκοπο Καντουαρίας, Henry Chichele, το 1440.

ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ

Γνωρίζουμε σήμερα ότι το μονύδριο της Αγίας (St Frideswide's Priory) ήταν ένα μεσαιωνικό μεγάλο συγκρότημα (medieval Augustinian house) κάποια από τα οικοδομήματά του τελικά ενσωματώθηκαν στην Εκκλησία του Χριστού (Christ Church, Oxford) κάτι που ακολούθησε την διάλυση των μοναστηριών κατά τον 16ο αιώνα από τον Henry VIII. Αρχικά το μονύδριο διατήρησε την αξία του ως τόπος ταφής του αγίου σκηνώματος της Αγίας. Σύμφωνα με τον Βίο Α´ η Αγία τάφηκε στα νότια του Ναού, αλλά μετά από την φωτιά του 1002 ο Βασιλέας Ethelred επέκτεινε τον ναό ώστε ο τάφος να βρεθεί στο κέντρο του. Κατά τον 12οαιώνα ανοικοδομήθηκε ως Μονή που ακολουθούσε τον κανόνα του αγίου Αυγουστίνου. Το 1180 ο Αρχιεπίσκοπος Καντουαρίας Richard of Dover μαζί με τον ηγούμενο της Μονής Philip μετέφερε τα λείψανά της σε ένα νέο τάφο, σε μία επίσημη τελετή που παρακολούθησε και ο τότε βασιλέας της Αγγλίας Henry II.Τότε ο τάφος ανέδωσε ευωδία και πολλά θαύματα έλαβαν χώρα στην συνέχεια. Τα οστά της Αγίας μεταφέρθηκαν σε μία νέα λάρνακα το 1289, όμως στην συνέχεια η προσκύνηση λειψάνων δεν διατηρήθηκε ως παράδοση στην αγγλική γη, υπό την πίεση των μεταρρυθμίσεων και της αλλαγής του εκκλησιαστικού ήθους. 
H βασίλισσα Catherine of Aragon (Catalina de Aragón; 1485-1536), πρώτη σύζυγος του Henry VIII λέγεται ότι επισκέφθηκε τον τάφο της Αγίας κατά την διάρκεια της τελευταίας της εγκυμοσύνης. Κατά την διάρκεια της λεγόμενης «Διάλυσης των Μοναστηριών» (Dissolution of the Monasteries) τον 16ο αιώνα το μοναστήρι της Αγίας υπέστη πολλαπλούς βανδαλισμούς. Ωστόσο το 1546 ο κεντρικός ναός της μονής μετετράπη στον Καθεδρικό ναό της Επισκοπής της Οξφόρδης, που παραμένει έως σήμερα. Το σκήνωμά της βεβηλώθηκε από τον καλβινιστή James Calfhill (1530 - 1570) που αντιστάθηκε σθεναρά στην διατήρηση της παράδοσης της Αγίας. Ως αποτέλεσμα, τα οστά της απομακρύνθηκαν ή, κατά άλλες πηγές, αναμίχθηκαν με εκείνα της Catherine Dammartin, συζύγου του μεταρρυθμιστού Peter Martyr Vermigli. Τότε στον τάφο της ετέθη η επιγραφή, «Hic jacet religio and superstitio» (ενθάδε κείται θρησκεία και δισεδαιμονία). Και πάλι ο τάφος αναστηλώθηκε από την καθολική βασίλισσα Mary Stuart το 1558, ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές, η βασίλισσα Elizabeth Α´ το 1662 διέταξε τα οστά της συζύγου του μεταρρυθμιστού να επανατοποθετηθούν στην θέση τους χωρίς να πειραχτούν τα οστά της Αγίας. 
Σήμερα, μετά από πολλές περιπέτειες των λειψάνων της, γνωρίζουμε ότι μεγάλο μέρος της αρχικής λάρνακας της Αγίας από τον 13ο αι. ανακαλύφθηκε σε ένα πηγάδι κατά το 1875 και επανατοποθετήθηκε στον Καθεδρικό Ναό της Οξφόρδης. Το 2002 όλα τα σωζόμενα κομμάτια από μία άλλη ανασκαφή του 1985, στην οποία ανευρέθησαν πολλά οστά, επίσης συντηρήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στην ανακατασκευή της αρχικής λάρνακας στην νέα θέση του λατινικού Παρεκκλησίου, όπου παραμένουν ως σήμερα στον μεγάλο τάφο στο βόρειο τμήμα Καθεδρικού Christ Church, στο ομώνυμο Κολλέγιο της Οξφόρδης. Αυτό είναι και το πιο κοντινό σημείο στην αρχική λάρνακα της Αγίας στα τέλη του μεσαίωνα, μπροστά από το εξαίσιο βιτρώ του Bern Jones, με στιγμιότυπα από την ζωή της Αγίας Φράιτζγουαϊντ, γύρω από την οποία αναπτύχθηκε η πόλη και το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. 
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ 
Τον ανακατασκευασμένο, μετά από τις πολλές ιστορικές περιπέτειες που αναλύθηκαν παραπάνω, τάφο της Αγίας ο επισκέπτης προσκυνητής μπορεί σήμερα να το εντοπίσει στο βορειοανατολικό τμήμα του Καθεδρικού της Οξφόρδης, στο Christ Church College. Επίσης, ένας μεγάλος ναός από τον 19ο αιώνα είναι αφιερωμένος στο όνομά της (St Frideswide’s Church), στα νότια της οδού Botley Road, New Osney, στην ίδια πόλη. Η αγγλικανική παράδοση διατηρεί έντονα την μνήμη της Αγίας καθώς, την ημέρα της εορτής της 19 Οκτωβρίου, οργανώνεται προσκύνημα στο πηγάδι-αγίασμα στο Binsey, εκδηλώσεις στον Ναό της και με κατάληξη στον τάφο της στον Καθεδρικό Ναό του Χριστού. Στον ναό αυτόν κάποιος μπορεί να θαυμάσει την ζωή της απεικονισμένη στις περίφημες υαλογραφίες (stained–glass) που κοσμούν τα τεράστια παράθυρα γύρω από τον τάφο της. Μάλιστα μία εικόνα της Αγίας βυζαντινού τύπου κοσμεί τον χώρο και υπενθυμίζει διακριτικά την ορθόδοξη καταβολή της. Σε αυτόν τον επιβλητικό ναό, μυστικά o πιστός, μέσα στην καρδιά του, μπορεί να εύρει την προστασία και την αγάπη της Αγίας, όπως και χιλιάδες προσκυνητές που ελκύει διαχρονικά η χάρη της.

Η παράδοσης της Αγίας έως σήμερα είναι ζωντανή. Αναφορές για την ζωή τους υπάρχουν σε αρκετά σύγχρονα βιβλία και ιστοσελίδες (βλ. βιβλιογραφία). Η μεν Αγγλικανική Εκκλησία διατηρεί ζωντανή την μνήμη της και όπως αναφέρθηκε τελεί διάφορες πνευματικές εκδηλώσεις στην Οξφόρδη κατά την ημέρα της μνήμης της, ωστόσο υπάρχει αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για την ζωή της Αγίας και στην σύγχρονη Ορθόδοξη τοπική παράδοση και εκκλησιαστική ζωή. Στον ναό των Αγίων Αναργύρων Λονδίνου θησαυρίζεται σήμερα μία εξαίρετη εικόνα της αγίας, η οποία αγιογραφήθηκε το 2018 με έξοδα και φροντίδα της Συντροφιάς νέων του Ναού από την αγιογράφο πρεσβυτέρα Χριστίνα Παπαθέου. Η αγία απεικονίζεται με έντονη πνευματική προσωπικότητα, κρατώντας στα χέρια της ως κτίτορας τον καθεδρικό Ναό του Κολλεγίου του Χριστού. Στα πλάγια της εικόνας απεικονίσθηκε η θαυμαστή διάσωσή της από τους διώκτες της, μέσω του ποταμού, όπως και η πόλη της Οξφόρδης, κάτι που παραπέμπει στο γεγονός ότι ακόμη και σήμερα η χάρη της Αγίας σκεπάζει αυτήν την ξακουστή πόλη. Άλλωστε είναι η ένδοξη προστάτης και έφορος της ιστορικής αυτής πόλης, η «κυρά της Οξφόρδης». Επίσης, με ενέργειες του ίδίου Ναού εντοπίσθηκε σύγχρονη Ασματική ακολουθία της Αγίας Φρεισγουίδης (παράφραση από το αρχικό της όνομα) μελοποιημένη από τον Αρχιμανδρίτη Ιωαννίκιο Ζαμπέλη, η οποία και τελικώς έλαβε την έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς χρήση στους Ορθόδοξους ναούς, μετά από σχετική αίτηση του Αρχιεπισκόπου μας κ. Νικήτα μόλις τον Σεπτέμβριο του 2020. Έχουν ήδη τελεσθεί λειτουργίες στην μέρα της μνήμης της στο παρεκκλήσιο της Αρχιεπισκοπής Θυατείρων και στον Ναό των Αγίων Αναργύρων στο Λονδίνο. Έτσι αναβιώνεται όχι μόνον η σεβαστή μνήμη της Αγίας αλλά και η αρχική ενότητα των Εκκλησιών αυτού του τόπου, για την οποία οφείλουμε, ως πνευματική πρόκληση, να προσευχόμεθα και να αγωνιζόμεθα εν Πνεύματι προς επανάκτησή της είς το μέλλον. 
Αξίζει ακόμη να αναφερθεί ότι το Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019, η νεανική συντροφιά του Ναού των Αγίων Αναργύρων Λονδίνου πραγματοποίησε προσκύνημα στην Οξφόρδη, τόπο βιοτής της Αγιας, αρχίζοντας από το αγίασμα της Αγίας (St Margaret᾽s well, Binsey), εξω από την πόλη της Οξφόρδης, όπου κατά παράδοση μόνασε, και κατόπιν στο κολλέγιο Christ Church. Μετείχε στις εκδηλώσεις και ακολουθίες που πραγματοποιήθηκαν εντός του Καθεδρικού ναού του κολλεγίου από ευσεβείς χριστιανούς άλλων ομολογιών, και με αυτόν τον τρόπο πλούτισε με Ορθόδοξο χαρακτήρα τον εορτασμό και τιμή της Αγίας. 
Οι Άγιοι των Βρετανικών Νησιών, όπως η αγία Φράιτζγουαϊντ, αποτελούν απόδειξη της προ του Σχίσματος κοινής διαδρομής της Ορθοδόξου Αποστολικής Εκκλησίας με τις μετέπειτα διαφορετικές χριστιανικές ομολογίες και αναζωπυρώνουν την ελπίδα για την «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία» όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως. Ταυτόχρονα σηματοδοτούν την ανάγκη να αναδειχθεί η αξία της παρουσίας τους στο σήμερα. Οι Άγιοι δεν αποτελούν πρόσωπα νοσταλγίας, ξεχασμένου παρελθόντος, ή μουσειακού θαυμασμού, αλλά με τη ζωντανή παρουσία και μεσιτεία τους, εδώ και τώρα, στο τώρα του καθενός, συνοδοιπορούν και συν-κοινωνούν τη συνάντησή μας με το Χριστό. 
Ζώντας λοιπόν στην ευλογημένη αγγλική γη, ευκολότερα πλέον μπορούμε να αναλογισθούμε τα αγιασμένα χώματα αυτού του τόπου από το αίμα Μαρτύρων, την αγία βιοτή ανδρών και γυναικών και άλλων χαρισματικών μορφών. Όλοι αυτοί οι Άγιοι είναι παρόντες στις θείες λειτουργίες που τελούνται σε αυτόν τον τόπο και συνοδοιπορούν μαζί μας στον πνευματικό αγώνα, συμπάσχουν με τις δυσκολίες μας και μας στηρίζουν μυστικά. Ας προσευχόμαστε και επικαλούμαστε λοιπόν συχνότερα τους τοπικούς Αγίους, διότι βρίσκονται τόσο κοντά μας! Αγία του Θεού Φράιτζγουαϊντ, κυρά της Οξφόρδης, πρέσβευε υπέρ ημών!
Αρχιμ. Χρυσόστομος Τύμπας, Εφημέριος Ναού Αγίων Αναργύρων Λονδίνου
ΠΗΓΕΣ 
Blair, John, "Frithuswith [St Frithuswith, Frideswide] (d. 727)", Oxford Dictionary of National Biography (online ed.). Oxford University Press. doi:10.1093/ref:odnb/10183.

Blair, John (1987) 'Saint Frideswide Reconsidered', Oxoniensia, 52: 71–127.

Blair, John, Saint Frideswide, Patron of Oxford, The Earliest Texts, Edited and Introduced by John Blair, The Perpetua Press, Oxford 1988 (2nd 2004).

Κομμοδάτου, Χριστοφόρου-Κωνσταντίνου (Επισκόπου Τελμησσού), Οι Άγιοι των Βρεττανικών νήσων, Αθήναι 1985.

Μπλαίρ, Τζών, Ἁγία Φράιτζγουάιντ, Ἡ κυρὰ τῆς Ὀξφόρδης, μτφρ. Ελένη Ταμαρέση-Παπαθανασίου, σχόλια Θανάσης. Ν. Παπαθανασίου, Ἐν Πλῶ, Ἀθήνα 2006.


ΟΣΙΑ ΜΑΤΡΩΝΑ ΧΙΟΠΟΛΙΤΙΔΑ



ΟΣΙΑ ΜΑΤΡΩΝΑ ΧΙΟΠΟΛΙΤΙΔΑ 
Η οσία Ματρώνα έζησε κατά το 15ο αιώνα στη Βολισσό της νήσου Χίου, προερχόμενη από γονείς ευλαβείς και προύχοντες του χωριού. Από τη νεότητά της φλεγόταν από θείο έρωτα και απέκτησε γρήγορα ευρεία μόρφωση σχετικά με τα ιερά μυστήρια. Για τον λόγο αυτό, μόλις βρήκε ευκαιρία, εγκατέλειψε κρυφά πατρίδα, γονείς και υπάρχοντα και έγινε ξένη ως προς όλα, μιμούμενη Εκείνον, ο Οποίος έγινε «ξένος» για τη σωτηρία μας. Από την κληρονομιά της, ένα μέρος το μοίρασε στους πτωχούς και ένα άλλο το αφιέρωσε την οικοδομή ενός ναϋδρίου, αφιερωμένο στον Άγιο Αρτέμιο, στο μικρό μοναστήρι όπου είχε πάει. Κατά τη διάρκεια όμως της εκσκαφής για την κατασκευή των θεμελίων του ναού βρέθηκε θησαυρός κρυμμένος στη γη. Φοβούμενη τότε η οσία μήπως επρόκειτο για τέχνασμα του μισοκάλου διαβόλου, άρχισε να προσεύχεται και ευθύς ο χρυσός έγινε κάρβουνα. 
Μετά την αποπεράτωση του ναού, αφού πέρασε λίγος χρόνος, απεβίωσε η γερόντισσά της· και οι συνασκούμενες αδελφές παρακάλεσαν θερμά την Ματρώνα να αναλάβει την πνευματική καθοδήγηση της μικρής αδελφότητας. Παρά τις αντιρρήσεις της, η οσία έγινε τελικά ηγουμένη, χωρίς όμως να μειώσει τον ασκητικό αγώνα που ματαμαραίνει το φρόνημα της σαρκός. Κύριο μέλημά της ήταν η νηστεία, η εύρυθμη ψαλμωδία, η αδιάλειπτη προσευχή και τα δάκρυα, που δίνουν αναψυχή σε κάθε καρδιά που φλέγεται από θείο έρωτα. Έτσι, το πνεύμα της κατέστη όλο μετάρσιο, η διάνοιά της ήταν συνεχώς προσκολλημένη στον Θεό, και από τον Θεό ελάμβανε το άρρητο φως της θείας Χάριτος που ακτινοβολούσε στο πρόσωπό της. 
Την εποχή εκείνη που οι Γενοβέζοι εξουσίαζαν τη Χίο, άνθρωποι βάρβαροι και άγριοι κατέκτησαν το νησί και σκόρπισαν παντού τον τρόμο και τη δυστυχία. Ένας από αυτούς μπήκε μία ημέρα στη μονή της αγίας και επιτέθηκε σε μία μοναχή. Η οργή όμως του Θεού ευθύς τον κεραυνοβόλησε και ο βάρβαρος έπεσε κάτω νεκρός. Βλέποντάς τον η οσία Ματρώνα, τον λυπήθηκε και απέπεμψε ευχή προς τον Κύριο, παρακαλώντας να τον αναστήσει για να του δώσει την ευκαιρία να μετανοήσει. Αμέσως τότε ο νεκρός σηκώθηκε, σαν να κοιμόταν και αποφάσισε στο εξής να ζήσει εν μετανοία. Από το θαύμα αυτό ωφελήθηκε όλο το νησί, γιατί, όταν το πληροφορήθηκαν οι άλλοι βάρβαροι, φοβήθηκαν και δεν κακοποιούσαν πλέον τους χριστιανούς. 
Και αφού η οσία Ματρώνα ολοκλήρωσε έτσι την επίγεια πορεία της, εκοιμήθη εν ειρήνη και άφησε στους ορθοδόξους το τίμιο σκήνωμά της, θησαυρό και ταμείο θαυμάτων και ιάσεων για όσους το πλησιάζουν με πίστη.

Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος 2ος, Οκτώβριος. Ίνδικτος, 

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΛΟΥΚΑΣ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΛΟΥΚΑΣ 

18 Οκτωβρίου  

Ο απόστολος Λουκάς καταγόταν από την πόλη της Αντιόχειας και, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν γόνος οικογενείας εθνικών. Από νεαρή ηλικία αφιερώθηκε στην αναζήτηση της σοφίας, στη μελέτη των επιστημών και των τεχνών. Αυτή η δίψα του για γνώση τον έκανε να ταξιδεύσει ανά τον κόσμο και να διαπρέψει στην ιατρική επιστήμη και την τέχνη της ζωγραφικής. Εκτός από την ελληνική γλώσσα, την οποία χειριζόταν θαυμάσια, όπως μαρτυρεί το Ευαγγέλιό του, γνώριζε επίσης την εβραϊκή και την αραμαϊκή. 

Σύμφωνα με μια εκκλησιαστική παράδοση, συγκαταλεγόταν μεταξύ των Εβδομήκοντα Αποστόλους, τους οποίους απέστειλε ανά δύο ο Κύριος να κηρύξουν τον λόγο της σωτηρίας στις πόλεις και στα χωριά της Παλαιστίνης [1]. Κατά τη διάρκεια του ζωηφόρου θείου Πάθους, ο άγιος Λουκάς βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα· και το πρωί του Πάσχα περπατούσε μαζί με τον Κλεόπα [30 Οκτ.] προς το χωριό Εμμαούς, θλιμμένος και εξουθενωμένος για την απώλεια του Διδασκάλου. Η θλίψη του όμως μετατράπηκε σε άφατη χαρά, όταν ο Χριστός, ο Οποίος τους παρουσιάσθηκε «κατά το κομμάτιασμα του άρτου», μαρτυρώντας έτσι την εκ νεκρών τριήμερη έγερσή Του (Λουκ. 24, 35). Εν συνεχεία, μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, ο Λουκάς έμεινε για κάποιο διάστημα στα Ιεροσόλυμα μαζί με τους άλλους Αποστόλους και κατόπιν επέστρεψε στην Αντιόχεια, όπου βρισκόταν ήδη κάποιοι από τους μαθητές. Ορισμένοι όμως αναφέρουν ότι ο άγιος Απόστολος έμεινε στη Σεβάστεια της Σαμαρείας για λίγο, για να κηρύξει τον λόγο του Θεού, και εκεί απέκτησε το λείψανο της δεξιάς χειρός του Τιμίου Προδρόμου, το οποίο μετέφερε στην πατρίδα του ως πολύτιμο τρόπαιο. Επιστρέφοντας στην Αντιόχεια, πρέπει να συνάντησε τον Απόστολο Παύλο, κατά τη διάρκεια της δεύτερης αποστολικής περιοδείας του (περί το 50), και από εκεί να ξεκίνησε μαζί του, συνοδεύοντάς τον στην Ελλάδα, με σκοπό να κηρύξει το Ευαγγέλιο της σωτηρίας. 

Αλλά μια άλλη παράδοση [2] αναφέρει ότι ο Λουκάς δεν είχε γνωρίσει τον Κύριο κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής Του, και ότι συνάντησε τον απόστολο Παύλο στη Θήβα της Βοιωτίας -επί βασιλείας Κλαυδίου (περί το 42)-, όπου ο ίδιος φρόντιζε και περιέθαλπε τους ασθενείς. Οι πύρινοι λόγοι του Αποστόλου των εθνών τον έπεισαν για την αλήθεια, την οποία ματαίως αναζητούσε επί τόσα χρόνια στην ανθρώπινη σοφία. Αμέσως και χωρίς δισταγμούς, εγκατέλειψε τα υπάρχοντά του και την ιατρική του σώματος, για να γίνει μαζί με τον απόστολο Παύλο ιατρός των ψυχών. 

Συνόδευσε επίσης στις περιοδείες από την Τρωάδα έως τους Φιλίππους τον Απόστολο των εθνών, και τον εγκατέστησε εκεί για να εδραιώσει τη νεοσύστατη εκκλησιαστική κοινότητα. Ο Λουκάς έμεινε πολλά χρόνια στη Μακεδονία. Όταν ο Παύλος την ξαναεπισκέφθηκε κατά τη διάρκεια της τρίτης περιοδείας του (38), τον έστειλε στην Κόρινθο, για να παραλάβει τα χρήματα (τη αναφερόμενη ως «λογία») που είχαν συγκεντρώσει οι πιστοί υπέρ των πτωχών των Ιεροσολύμων. Εν συνεχεία, μετέβησαν μαζί στην Αγία Πόλη, ενισχύοντας τις Εκκλησίες που συναντούσαν στον δρόμο τους. Όταν ο απόστολος Παύλος συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, ο Λουκάς δεν τον εγκατέλειψε, αλλά τον ακολούθησε μέχρι τη Ρώμη, όπου παρουσιάσθηκε ενώπιον του δικαστηρίου του Καίσαρα. Ως πιστός μαθητής, αντιμετώπισε μαζί του όλα τα δεινά και τις περιπέτειες του ταξιδιού, τις οποίες περιγράφει στο τέλος των «Πράξεων των Αποστόλων» (27-28).
Στη Ρώμη, υπό την καθοδήγηση του αποστόλου Παύλου, ο Λουκάς συνέγραψε το Ευαγγέλιό του και τις «Πράξεις των Αποστόλων». Και τα δύο αυτά έργα του τα αφιέρωσε στον ηγεμόνα της Αχαΐας, στον «κράτιστο» Θεόφιλο, ο οποίος ασπάσθηκε τον χριστιανισμό [3]. Προσθέτοντας στο Ευαγγέλιό του λεπτομέρειες που δεν τις βρίσκουμε στα δύο πρώτα Ευαγγέλια, διηγείται τον Βίο του Σωτήρος Χριστού, υπογραμμίζοντας τη φιλευσπλαχνία και τη φιλανθρωπία Του προς το αμαρτωλό γένος των ανθρώπων, το οποίο ήλθε να βοηθήσει ως Ιατρός. Στις δε «Πράξεις», αφού αναφερθεί στα γεγονότα που συνόδευσαν την ίδρυση της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, υπογραμμίζει ιδιαιτέρως το αποστολικό έργο του διδασκάλου του Παύλου, ο οποίος εργάσθηκε για τη διάδοση του ευαγγελικού λόγου περισσότερο από τους άλλους Αποστόλους.
 

Ο απόστολος Παύλος έμεινε στη φυλακή δύο χρόνια. Όταν αποφυλακίσθηκε, ξανάρχισε αμέσως τις αποστολικές περιοδείες του, έχοντας μαζί του τον πιστό μαθητή του Λουκά. Λίγο αργότερα όμως, ο Νέρων εξαπέλυσε ανελέητο διωγμό κατά των χριστιανών της Ρώμης. Ριψοκινδυνεύοντας τότε ο Παύλος και την ίδια του τη ζωή, επέστρεψε στην πρωτεύουσα για να στηρίξει τους πιστούς. Εκεί συνελήφθη και κλείστηκε πάλι στη φυλακή, σε συνθήκες χειρότερες από τις προηγούμενες φορές. Ο Λουκάς παρέμεινε κοντά του πιστός, ενώ άλλοι τον εγκατέλειψαν (Β΄ Τιμ. 4, 11), και πιθανόν να παραβρέθηκε στο μαρτύριό του, χωρίς ωστόσο να μας αφήσει γραπτή μαρτυρία. 

Μετά τον ένδοξο θάνατο του Αποστόλου των εθνών, ο Λουκάς πήρε τον δρόμο της επιστροφής, κηρύττοντας το Ευαγγέλιο της σωτηρίας στην Ιταλία, τη Δαλματία, καθώς και στη Μακεδονία, από όπου πέρασε για να φθάσει στην Αχαΐα. Αναφέρεται ότι στα γεράματά του πήγε στην Αίγυπτο, για να ευαγγελισθεί τους εκεί ειδωλολάτρες, και υπέστη μεγάλες ταλαιπωρίες, και ότι έφθασε μέχρι τη μακρινή Θηβαΐδα, όπου χειροτόνησε τον άγιο Άβιλο δεύτερο επίσκοπο Αλεξανδρείας [4]. 

Εν συνεχεία, επιστρέφοντας ο Λουκάς στην Ελλάδα, έγινε επίσκοπος των Θηβών της Βοιωτίας. Χειροτόνησε τότε πρεσβυτέρους και διακόνους, ανήγειρε ναούς και με την προσευχή του θεράπευσε τους ψυχικά και σωματικά ασθενείς. Εκεί, σε ηλικία ογδόντα τεσσάρων ετών, τον συνέλαβαν οι ειδωλολάτρες, τον έγδαραν ζωντανό, τον σταύρωσαν σε μια ελιά [5], και έτσι μαρτυρικά παρέδωσε τη ψυχή του στον Κύριο. Αργότερα επιτέλεσε πολυάριθμα θαύματα, χάρη σε ένα θαυματουργικό υγρό το οποίο ανέβλυζε από τον τάφο του και θεράπευε κάθε ασθένεια, ιδίως τις ασθένειες των οφθαλμών σε όποιον με πίστη χριόταν με αυτό. 

Μετά από πολλά χρόνια, στις 3 Μαρτίου του 357, ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος, ο γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, απέστειλε τον ηγεμόνα της Αιγύπτου άγιο Αρτέμιο [20 Οκτ.] στις Θήβες, για να προβεί στην ανακομιδή και μετακομιδή των τιμίων λειψάνων του αποστόλου Λουκά στον ναό των Αγίων Αποστόλων της Βασιλεύουσας· τα κατέθεσε τότε κάτω από την αγία Τράπεζα, μαζί μ’ εκείνα των αγίων Αποστόλων Ανδρέου και Τιμοθέου. 

Η παράδοση της Εκκλησίας αναφέρει επίσης ότι ο άγιος Λουκάς υπήρξε ο πρώτος αγιογράφος και ότι φιλοτέχνησε εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου, ενώ ακόμη ζούσε. Η Παναγία δέχθηκε με χαρά την εικόνα και είπε: «Ἡ χάρις τοῦ παρ’ ἐμοῦ Τεχθέντος, εἴη μετ’ αὐτῆς!» [6]. Εν συνεχεία, ο άγιος ιστόρησε και άλλες εικόνες της Παναγίας και των αγίων Αποστόλων και έτσι μετέδωσε στην Εκκλησία την ιερή και ευλαβή παράδοση της τιμής των εικόνων του Χριστού και των αγίων. Για τον λόγο αυτό τιμάται εξαιρέτως ως προστάτης των αγιογράφων. 

-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-
[1] Ο Λουκάς είναι ο μόνος Ευαγγελιστής ο οποίος αναφέρει την από του Κυρίου αποστολή των Εβδομήντα μαθητών. Αυτή η μαρτυρία επιβεβαιώνει μάλλον την άποψη ότι συγκαταλεγόταν μεταξύ τους. 

[2] Την οποία μνημονεύει το Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ την προηγούμενη αναφέρει ο άγιος Συμεών ο Μεταφραστής, στηριζόμενος στους αρχαίους συγγραφείς Ωριγένη, Κλήμη Αλεξανδρείας και Ευσέβιο Καισαρείας. 

[3] Κατ’ άλλους, τις συνέγραψε στα Ιεροσόλυμα. Ο πρόλογος του κατά Λουκάν Ευαγγελίου φαίνεται να επιβεβαιώνει την άποψη ότι δεν υπήρξε ο ίδιος αυτόπτης μάρτυς του Βίου του Κυρίου, αφού γράφει: «όπως μας τα παρέδωσαν εκείνοι που από την αρχή ήταν αυτόπτες μάρτυρες και υπηρέτες του λόγου, αφού ερεύνησα όλα τα γεγονότα από την αρχή με ακρίβεια, θεώρησα κι εγώ καλό να σου τα γράψω με τη σειρά…» (Λουκ. 1, 2). 

[4] Την παράδοση αυτή μνημονεύει μόνο ο άγιος Συμεών ο Μεταφραστής. 

[5] Ο μαρτυρικός του θάνατος μνημονεύεται από τους πλέον πρώιμους χριστιανούς συγγραφείς (από το άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο κυρίως), μόνο όμως ο Νικηφόρος ο Κάλλιστος (14ος αι.) αναφέρει τον σταυρικό θάνατο. Κατ’ άλλους (Ηλίας ο Κρης, Νικηφόρος Γρηγοράς), ο άγιος Απόστολος ανεπαύθη εν ειρήνη. 

[6] Η εικόνα αυτή της Θεοτόκου, η πασίγνωση «Οδηγήτρια» που κρατεί ευθυτενώς το Θείο Βρέφος, εστάλη από την Παλαιστίνη στην Κωνσταντινούπολη από την αυτοκράτειρα Ευδοκία, ως δώρο στην αδελφή του συζύγου της Πουλχερία, και αυτή την κατέθεσε στη Μονή των Οδηγών, της οποίας ήταν κτιτόρισσα (βλ. Θεοδώρου Αναγνώστου· «Εκκλησιαστική Ιστορία», εκδ. G.C.Hansen, Βερολίνο 1971, σελ. 100). Η εικόνα επιτέλεσε αναρίθμητα θαύματα, ιδίως κατά τη λιτάνευσή της επί των επάλξεων για την απώθηση των Αράβων που πολιορκούσαν τη Βασιλεύουσα (717). Καταστράφηκε από τους Τούρκους κατά τη φρικτή άλωση. Άλλες εικόνες που αγιογράφησε ο απόστολος Λουκάς, βρίσκονται η μία στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου στην Πελοπόννησο, μία άλλη στη Μονή Κύκκου στην Κύπρο, και η τρίτη στη Μονή Παναγίας Σουμελά του Πόντου. Και αλλού απαντώνται και άλλες εικόνες, οι οποίες μόνο κατά την παράδοση αποδίδονται στον άγιο Απόστολο και Ευαγγελιστή. Ο άγιος Ανδρέας ο Κρης μνημονεύει επίσης (PG 97, 1304) δύο εικόνες του αγίου Λουκά, μία του Χριστού και μία της Θεοτόκου, τις οποίες μπορούσε κανείς να προσκυνήσει στη Ρώμη και στα Ιεροσόλυμα.


Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος 2ος, Οκτώβριος. Ίνδικτος, 

 

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΛΟΓΓΙΝΟΣ Ο ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ



ΠΗΓΗ:ΕΔΩ

ΑΓΙΟΣ ΛΟΓΓΙΝΟΣ Ο ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ


Ο άγιος Λογγίνος καταγόταν από την Καππαδοκία και υπηρετούσε στον ρωμαϊκό στρατό ως εκατόνταρχος την εποχή του Τιβέριου (15-34), υπό τις διαταγές του Πόντιου Πιλάτου, ηγεμόνα της Ιουδαίας (26-37). Λόγω της ιδιότητάς του, έλαβε διαταγή να εκτελέσει μαζί με τους άνδρες του την απόφαση του Πιλάτου, που οδήγησε τον Κύριο στο άγιο Πάθος και να φυλάξουν τον Τάφο, από φόβο μήπως οι Μαθητές κλέψουν το σώμα και διαδώσουν ότι ο Χριστός αναστήθηκε. Ως αυτόπτης μάρτυς, λοιπόν, ο Λογγίνος είδε όλα τα θαυμαστά σημεία που συνόδευσαν το Πάθος του Κυρίου: την γη που σείσθηκε, το σκοτάδι που κάλυψε όλη την γη και την οικουμένη, το πελώριο καταπέτασμα του Ναού που σχίσθηκε στα δύο από πάνω μέχρι κάτω, τα μνημεία που «ανεώχθησαν» και τα πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων που αναστήθηκαν και εμφανίσθηκαν σε πολλούς (βλ. Ματθ. 27, 51-53· Μάρκ. 15, 38· Λουκ. 23, 44-46). Βλέποντας αυτά τα εξαίσια και συγκλονιστικά ο εκατόνταρχος, άνοιξαν οι οφθαλμοί της αγαθής του καρδιάς και φώναξε με δυνατή φωνή: «Στ’ αλήθεια, Υιός του Θεού ήταν Αυτός!» (βλ. Ματθ. 27, 54· Μαρκ. 15, 39· Λουκ. 23, 48). 
Όταν την τρίτη ημέρα της ταφής του Κυρίου οι φύλακες του μνημείου έγιναν μάρτυρες της εμφανίσεως του Αγγέλου στις Μυροφόρες γυναίκες, τους κατέλαβε φόβος και τρόμος και έμειναν σαν νεκροί. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς πήγαν στους αρχιερείς και ανέφεραν τα γεγονότα. Τότε οι αρχιερείς συνεδρίασαν με τους πρεσβυτέρους και αποφάσισαν να δώσουν στον Λογγίνο και τους στρατιώτες του αδρή αμοιβή για να διαδώσουν ότι οι Μαθητές του Κυρίου ήλθαν την νύκτα και, ενώ οι φύλακες κοιμούνταν, έκλεψαν το σώμα Του. Ο εκατόνταρχος όμως και δύο στρατιώτες φωτίσθηκαν από το φως της Αναστάσεως του Κυρίου και αρνήθηκαν τα αργύρια του δόλου και της θεοφθονίας. Ο Λογγίνος παραιτήθηκε από το αξίωμα του εκατόνταρχου και από τον στρατό και επέστρεψε στην πατρίδα του την Καππαδοκία, όπου κήρυττε τον Χριστό και το Ευαγγέλιο της σωτηρίας, μιμούμενος έτσι τους αγίους Αποστόλους. 
Μόλις το πληροφορήθηκε αυτό ο Πιλάτος, παρακινημένος από τα αργύρια και τα δώρα των Ιουδαίων, που διψούσαν μανιωδώς για εκδίκηση, έστειλε στον αυτοκράτορα Τιβέριο επιστολή καταγγέλλοντας τον Λογγίνο.

Κατά θεία πρόνοια, οι στρατιώτες που έστειλε ο Τιβέριος στην Καππαδοκία για να βρουν τον πρώην εκατόνταρχο, χωρίς να το ξέρουν σταμάτησαν στο σπίτι όπου είχε καταλύσει ο Λογγίνος. Μόλις τον συνάντησαν, του ζήτησαν να τους παράσχει κατάλυμα και πληροφορίες για τον καταζητούμενο εκατόνταρχο, τον οποίον δεν είχαν δει ποτέ τους. Ο άγιος τούς υποδέχθηκε με πολύ αγαθή και φιλόξενη διάθεση, κάτι που διακρίνει όλους διαχρονικά τους μαθητές του Χριστού. Κατά την διάρκεια όμως της συζητήσεως τού φανέρωσαν τον πραγματικό τους σκοπό. Μαθαίνοντας ο Λογγίνος το νέο, ένιωσε άφατη χαρά και περιποιήθηκε περισσότερο τους φιλοξενούμενούς του. Τους τακτοποίησε άνετα στο σπίτι και γαλήνιος πήγε να ετοιμάσει τον τάφο και όλα τα αναγκαία για την ταφή του. Εν συνεχεία, βρήκε τους δύο συντρόφους του, που είχαν φύγει μαζί του από την Παλαιστίνη, και τους έπεισε να προσέλθουν από κοινού στο μαρτύριο. Επέστρεψε κατόπιν στους φιλοξενούμενούς του και τους αποκάλυψε πως ο ίδιος ήταν ο Λογγίνος που ζητούσαν να θανατώσουν.

Οι απεσταλμένοι του αυτοκράτορα έμειναν άναυδοι μπροστά στο θάρρος του αγίου και, σκεπτόμενοι ότι θα έπρεπε να θανατώσουν εκείνον, ο οποίος τους φιλοξένησε τόσο πλουσιοπάροχα, ένιωσαν βαθύτατη θλίψη και απερίγραπτη αθυμία και αμηχανία. Ο άγιος όμως τους ικέτευσε να μη χρονοτριβήσουν, αλλά να πράξουν το εντεταλμένο καθήκον τους, ώστε ο ίδιος και οι σύντροφοί του να συναντήσουν μια ώρα νωρίτερα τον Κύριο και Θεό τους για να συνευφραίνονται μαζί Του αιώνια. Με βαριά καρδιά οι απεσταλμένοι του αυτοκράτορα αποκεφάλισαν τους τρεις μαθητές του Χριστού και έστειλαν την κεφαλή του Λογγίνου στα Ιεροσόλυμα, με σκοπό ο Πιλάτος και οι Ιουδαίοι να βεβαιωθούν για την θανάτωσή του. Αλλά την κάρα του αγίου, με διαταγή του Πιλάτου, την έριξαν μέσα σ’ έναν λάκκο με κοπριά κάπου στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ.

 Πολλά χρόνια αργότερα, μια πλούσια αρχόντισσα από την Καππαδοκία, η οποία έχασε την όρασή της, συνοδευόμενη από τον μονάκριβο γιο της, πήγε στην Αγία Πόλη να προσκυνήσει και να προσευχηθεί με την ελπίδα να ξαναβρεί το πολύτιμο φως της. Μόλις όμως έφθασε στα Ιεροσόλυμα, ο γιος της πέθανε ξαφνικά και η δυστυχία της ταλαίπωρης γυναίκας έγινε μεγαλύτερη. Μέσα σ’ αυτή την αβάσταχτη δοκιμασία, της εμφανίσθηκε μια νύχτα ο άγιος Λογγίνος στο όνειρό της και της φανέρωσε το μέρος όπου βρισκόταν η τίμια κάρα του, διαβεβαιώνοντάς της ότι το λείψανό του θα της παρείχε την πολυπόθητη θεραπεία των οφθαλμών της. Τότε, με μεγάλη προθυμία έψαξε η ευσεβής και πονεμένη γυναίκα, βρήκε τελικά την κάρα του αγίου Μάρτυρος και με την χάρη που εξέπεμπε το τίμιο λείψανο ανέκτησε το φως της. Όμως δεν άνοιξαν μόνο οι σωματικοί της οφθαλμοί· ο Θεός τής έδωσε και το χάρισμα να δει έκπληκτη με τους οφθαλμούς της ψυχής της τον άγιο Λογγίνο να κρατά στην αγκάλη του, σαν να ήταν παιδί του, τον μονάκριβο γιο της, ο οποίος φορούσε πλούσια νυμφικά ενδύματα και ήταν γεμάτος από χαρά. Με ανακούφιση και ευγνωμοσύνη προς τον Θεό, ο Οποίος ανταποδίδει εκατονταπλάσια έναντι της όποιας δοκιμασίας διερχόμαστε σ’ αυτόν τον σύντομο επίγειο βίο μας, η ευλαβής γυναίκα τοποθέτησε την τίμια κάρα του αγίου Μάρτυρος μαζί με το σώμα του γιου της σε μια θήκη, όπως ακριβώς την νουθέτησε ο άγιος· την μετέφερε στην Καππαδοκία και την κατέθεσε στον ναό που ανήγειρε προς τιμήν του, η όποια με την χάρη του αγίου Μάρτυρος Λογγίνου του Εκατοντάρχου, του επί του Σταυρού, επιτελούσε πάμπολλα θαύματα και ιάσεις εις δόξαν Θεού αλλά και μεγάλη ενίσχυση των πιστών.
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 2ος (Οκτώβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·

 

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Παρακλητικός Κανών εις την Όσία Παρασκευή την Επιβατηνή



Παρακλητικός Κανών εις την Όσία Παρασκευή την Επιβατηνή

†Εορτάζεται στις 14 Οκτωβρίου

Εὐλογήσαντος τοῦ ίερέως άρχόμεθα άναγινώσκοντες τον

 

ΡΜΒ’ (142) Ψαλμόν. 
Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ Σου, εἰσάκουσον μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου καὶ μὴ εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου Σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν Σου, πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου. Ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς, ὡς νεκρούς αἰῶνος καὶ ἠκηδίασεν ἐπ’ ἐμέ τό πνεῦμα μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις Σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν Σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρός Σέ τάς χείρας μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός Σοι. Ταχύ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμα μου. Μὴ ἀποστρέψης τό πρόσωπόν Σου ἀπ’ ἐμοῦ καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστὸν ποίησόν μου τό πρωΐ τό ἔλεός Σου, ὅτι ἐπὶ Σοί ἤλπισα. Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν ἐν ἧ πορεύσομαι, ὅτι πρός Σέ ἦρα τὴν ψυχήν μου. Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρός Σέ κατέφυγον, δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημά Σου, ὅτι Σύ εἶ ὁ Θεός μου. Τό Πνεῦμα Σου τό ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου, Κύριε, ζήσεις με. Ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου καὶ ἐν τῷ ἐλέει Σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου. Καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλος Σου εἰμί.

Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος ἅ΄. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίω, καί ἐπικαλεῖσθε τό ὄνομα τό ἅγιον αὐτοῦ.
Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. β’. Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με καὶ τό ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. γ’. Παρά Κυρίου ἐγένετο αὕτη καὶ ἔστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. 
Εἶτα τά Τροπάρια. 
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ σταυρῷ.
Παρασκευὴν τὴν πανσεβάσμιον νύμφην, τοῦ Οὐρανίου καὶ ἀφθάρτου Νυμφίου, περιχαρῶς συνδράμωμεν ὑμνῆσαι οἱ πιστοί· αὕτη γὰρ ὑπέρμαχος ἐκ Θεοῦ ἐδωρήθη, πᾶσι τοῖς δοξάζουσι, τὴν αὐτῆς πολιτείαν, καὶ ἰαμάτων βρύει ποταμούς, τοῖς μετὰ πόθου τὰ λείψανα σέβουσι.

Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Οὐ σιωπήσομεν πότε, Θεοτόκε, τὰς δυναστείας Σου λαλεῖν, οἱ ἀνάξιοι. Εἰ μὴ γὰρ Σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἡμᾶς ἐῤῥύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; Τίς δὲ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ Σοῦ· Σοὺς γὰρ δούλους σῴζεις ἀεὶ ἐκ παντοίων δεινῶν.

Εἶτα ὁ Ν’ (50) Ψαλμός. 
λέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου, ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου. Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καί ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διά παντός. Σοί μόνῳ ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα, ὅπως ἄν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις Σου καί νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί Σε. Ἰδοὺ γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καί τὰ κρύφια τῆς σοφίας Σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τό πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός καί πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου καί τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου Σου καί πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς Σου καί ἀσεβεῖς ἐπὶ σέ ἐπιστρέψουσιν. Ῥῦσαι με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσα μου τήν δικαιοσύνην Σου. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν Σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσίᾳ τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ Σου τήν Σιών καί οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καί ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τό θυσιαστήριόν Σου μόσχους.

Καὶ ὃ Κανὼν.

ᾨδὴ α΄. Ἦχος πλ. δ΄. Ὑγρὰν διοδεύσας.
Ἀμέσως τῷ θρόνῳ τοῦ Παντουργοῦ, Μῆτερ παρεστῶσα, ἱκεσίαις ὑπὲρ ἡμῶν, προσάγαγε Τούτῳ ἵνα πᾶσι, τοῖς τῶν πταισμάτων δωρήσῃ συγχώρησιν.

Ἰὸν τὸν τοῦ ὄφεως πεπτωκώς, θανάτου ταῖς πύλαις, προσπελάσας τε ἀληθῶς, πηγὴ τῆς ζωῆς ἡ ἐντρυφῶσα, σαῖς ἱκεσίαις μὲ ζώωσον ἔνδοξε.

Νοός μου Ὁσία τὰς ἐκτροπάς, καὶ τὰς καταιγίδας, τῶν ἀτόπων μου λογισμῶν, στῆσον σῶσον ταῖς λιταῖς σου, ἵνα μὴ μὲ εἰς ᾍδην καθελκύσωσι.

Θεοτοκίον.
Ὁ βίος μου ἅπας ἐν ἡδοναῖς, καὶ ἐν πονηρίαις μεματαίωται ἀληθῶς· Σὺ δὲ ἡ τεκοῦσα τὸν Σωτῆρα, πρὸ τῆς ἐξόδου μου σῶσον πρεσβείαις Σου.

ᾨδὴ γ΄. Οὐρανίας ἁψίδος.
Νοσημάτων παντοίων καὶ ἀλγεινῶν θλίψεων, κύματα δεινῶς ὑψωθέντα, καταποντίζουσι, τὴν ἀθλίαν ψυχήν μου εἰς βάραθρον ᾍδου, Μῆτερ ταῖς πρεσβείαις σου, χεῖρας μοι ὄρεξον.

Δακρυῤῥόους λιβάδας ἀπέπνιξον χάριν μοι, ἐκ τῆς καρδίας βαθέως, δίδου πρεσβείαις σου, δι’ ὧν ἀπόπλυνόν μου τὰ δυσωδέστατα πάθη, ψυχῆς τε καὶ σώματος, Μῆτερ ἀείμνηστε.

Ἐμαυτῷ τὰ πολλά μου ὡς συνειδὼς πταίσματα, ἄνευ κατηγόρων κατάκριτος καὶ πρὸ κρίσεως, εἰμὶ ὁ ἄθλιος, σὺ ὁ Σωτὴρ τῶν ἁπάντων φεῖσαί μου, δεήσεσι Παρασκευῆς τῆς σεμνῆς.

Θεοτοκίον.
Χαριτώνυμε Κόρη, ἡ τὴν χαρὰν τέξασα, τὴν ἀναφαιρέτως δοθεῖσαν, παντὶ τῷ πλάσματι, ζόφωσιν τῆς λύπης, ἥν ὁ ἐχθρός μου ἐπάγει, ἵνα ἀπωλέσῃ με, σκέδασον τάχιστα.

Ἀπάλλαξον, ἐξ ἐπηρείας δαιμονικῆς τοὺς σοὺς δούλους· ὁ γὰρ Κτίστης σὲ ἀνεδέξατο καλλιπάρθενε, ὑπέρμαχον καὶ προστάτιν σῆς ποίμνης.

Ἐπίσκεψαι, ἡμῶν τὰς νόσους ἱλέῳ ὄμματί σου, καὶ γὰρ τὴν προστασίαν σου, ὄντως ἔχομεν Ὁσία, σωτήριον φάρμακον.

Αἲτησις καὶ τὸ Κάθισμα.
Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή.
Πρεσβείᾳ τῇ σῇ χρωμένη πρὸς τὸν Κύριον, τὰς νόσους ἡμῶν ἰάτρευσον ἀείμνηστε, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, καὶ κινδύνων πάντων ἀπάλλαξον, ῥυομένη τοὺς ἱκέτας σου σεμνή, ἀνάγκης καὶ λοιμώδους φθορᾶς.

ᾨδὴ δ΄. Εἰσακήκοα Κύριε.
Θρηνωδίας με λύτρωσαι, τῆς αἰωνιζούσης τῇ μεσιτείᾳ σου, καλλιπάρθενε τὸν δοῦλόν σου, τῶν δακρύων ἄξια ἐργασάμενον.

Ἡ Θεὸν ἀγαπήσασα, ἐξ ὅλης καρδίας σου μισηθέντα με, ὑπ’ Αὐτοῦ διὰ τὰ ἔργα μου, ταῖς λιταῖς σου πάλιν σὺ κατάλλαξον.

Τετραυμάτισμαι βέλεσι, δεινοῖς ἰοβόλοις τοῦ πολεμήτορος, καὶ δακρύων τὸν οἰκτρότατον, τῆς ψυχῆς μου μύρον Χριστὲ σῶσόν με.

Θεοτοκίον.
Ἰατρὸν ἡ κυήσασα, ὅς τὸ μέγα τραῦμα βροτῶν ἰάσατο, μὴ παρίδῃς τὴν καρδίαν μου, δειναῖς ἀῤῥωστίαις κινδυνεύουσαν.

ᾨδὴ ε΄. Φώτισον ἡμᾶς.
Ὄλισθον δεινῶς, ἀσωτείας εἰς τὸ βάραθρον, καὶ κατακείμενος εἰς βάθος κακῶν, σοὶ βοῷ Μῆτερ μὴ ἐάσῃς ἀπωλέσθαι με.

Ἡ περικαλλής, τοῦ Χριστοῦ νύμφη ἡ ἄσπιλος, ἐμὲ τὸν κατάστικτον πληγαῖς, ἡδονῶν λιταῖς σου σῶσον, ἡ ἐξαλείψασα τὰ αἴσχη μου.

Μὴ μὲ Ἰησοῦ, ἀποῤῥίψης τοῦ προσώπου Σου, διὰ τὸ μέγεθος τῶν Σῶν οἰκτιρμῶν, δωρεάν σῶσον ἱκεσίαις τῆς Ὁσίας Σου.

Θεοτοκίον.
Ἴασαι Ἁγνή, τῆς ψυχῆς μου τὴν ἀσθένειαν, ἐπισκοπῆς Σου ἀξιώσασα, καὶ τὴν ὑγείαν, ταῖς πρεσβείαις Σου παράσχου μοι.

ᾨδὴ στ΄. Τὴν δέησιν ἐκχεῶ.
Ἐγένετο, ὡς γῆ ἄνυδρος ὄντως, ἡ ταλαίπωρος ψυχή μου μηδόλως, καλὸν καρπόν, ἐξισχύουσα δοῦναι, ἀλλ’ ἡ ῥανὶς τοῦ Σοῦ αἵματος Κύριε, ἐνστάξασα πάσης αὐτήν, ἀπαλλάξῃ σκληρότητος Δέσποτα.

Ῥυπώσαντες, ὦ ψυχὴ τὸ ἔνδυμα, τοῦ γάμου πῶς τολμήσωμεν εἰσιέναι, σὺν τοῖς καλοῖς, διαιτυμόσιν ἀφρόνως, εἰς τὸν νυμφῶνα Χριστοῦ τὸν οὐράνιον; Πῶς μὴ ῥιφθῶμεν ἐκ Θεοῦ; Ὦ Ὁσία πρεσβείαις σου σῶσόν με.

Μὴ Δέσποτα, μετ’ ἐμοῦ τοῦ δούλου Σου, εἰσελθεῖν καταξιώσῃς εἰς κρίσιν· εἰ γὰρ οὐδεὶς ζῶν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, δικαιωθήσεται σοῦ κατενώπιον, ἐγὼ ὁ πάντας ὑπερβάς, ἀσωτείᾳ πολλῇ, πῶς ὀφθήσωμαι;

Θεοτοκίον.
Ἐξέλιπεν, ἡ ζωή μου Δέσποινα, ἐν ὁδύνῃ καὶ τὰ ἔτη μου πάντα, ἐν στεναγμοῖς, ἡ ἰσχὺς δέ μου Κόρη, ἐν ἀπορίᾳ πολλῇ ἐξησθένησε, παρώργισα γὰρ τὸν Θεόν, Ὅν μου ταῖς πρεσβείαις ἱλέωσαι.

Ἀπάλλαξον, ἐξ ἐπηρείας δαιμονικῆς τοὺς σοὺς δούλους· ὁ γὰρ Κτίστης σὲ ἀνεδέξατο καλλιπάρθενε, ὑπέρμαχον καὶ προστάτιν σῆς ποίμνης.

Ἐπίσκεψαι, ἡμῶν τὰς νόσους ἱλέῳ ὄμματί σου, καὶ γὰρ τὴν προστασίαν σου, ὄντως ἔχομεν Ὁσία, σωτήριον φάρμακον.

Αἲτησις καὶ τὸ Κοντάκιον.
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Νηστείαις πολλαῖς τὸ σῶμα κατατήξασα, τὸν νοῦν πρὸς Θεὸν, ἀνύψωσας μετάρσιον, καὶ ζωὴν ἀσώματον, μετὰ σώματος ἔζης ἀείμνηστε, λιποῦσα τῆς ὕλης τὸν τάραχον· διὸ νῦν ἀγάλλῃ σὺν Ἀγγέλων χοροῖς.

Προκείμενον.
Ὑπομένων, ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς φωνῆς τῆς δεήσεως μου.
Στίχ. Καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου καὶ κατηύθυνε τὰ διαβήματά μου.

Εὐαγγέλιον, 
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον (Κεφ. ια΄ 27-30).
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς· πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ Πατρός μου καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν Υἱόν, εἰ μὴ ὁ Πατήρ· οὐδὲ τὸν Πατέρα τὶς ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ Υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλύψαι. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν. Ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστός, καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν.

Δόξα.
Ταῖς τῆς Σῆς Ὁσίαςπρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Καὶ Νῦν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Στίχ. Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με ὁ Θεός…
Προσόμοιον.
Ἦχος πλ. β΄. Ὅλην ἀποθέμενοι.
Εἰς σὲ καλλιπάρθενε Παρασκευή τὰς δεήσεις, ἐκχέω ἐπάκουσον, καὶ ταύτας προσάγαγε τῷ ποιήσαντι· τόλμη γὰρ ἅπασα ἐξ ἐμοῦ πέφευγε, συνειδότος τὴν αἰσχρότητα, τῶν ἐπαράτων μου, ἔργων καὶ δεινῶν ἐνθυμήσεων, καὶ λόγων ἐξ ὧν πάντοθεν, Τούτου τὰ ἐλέη παρώξυνα· καὶ νῦν βοηθείας δεόμενος Αὐτοῦ τῆς κραταιᾶς, δέδοικα ὅλως αἰτήσασθαι, σὺ σεμνὴ μεσίτευσον.

Σῶσον ὀ Θεός τὸν λαό σου…

ᾨδὴ ζ΄. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.
Λελόγισταί σοι Μῆτερ σταθερότητα γνώμης, ὥσπερ πηλὸς ὁ χρυσός, διό μου τὴν καρδίαν, κλῖνον ταῖς εὐχαῖς σου, εἰς τοῦ Θεοῦ τὰ μαρτύρια, καὶ μὴ εἰς βάθος δεινόν, τὸ τῆς πλεονεξίας.

Ἐν φόβῳ τοῦ Κυρίου περιτείχισον Μῆτερ τὸ φρόνημα, τῆς σαρκὸς σκιρτῶν οἷά περ πῶλος, ἀτάκτως τε βαδίζον, καὶ βυθὸν ἐξωθεῖσαί μου, τὴν ταπεινὴν καὶ οἰκτράν, ψυχὴν Ὁσία.

Τίς μὲ ἀπολυτρώσει πυρὸς τοῦ τῆς γεέννης, καὶ σκότους τοῦ ἀφεγγοῦς τὸν ἄξιον, παντοίας ἁμαρτίας ἡμαρτηκότα, εἰ μὴ σὺ ἡ προστάτις μου; Ῥῦσαι Ὁσία Χριστοῦ, ψυχὴν ἠπορημένην.

Θεοτοκίον.
Ἰσχύϊ Σου Παρθένε δεινῶς τὴν παρειμένην, ταλαίπωρόν μου ψυχὴν περίσφιγξον· καὶ γάρ με κατέλιπε ἰσχύς μου, μηκέτι ποδηγοῦσα, εἰς τρίβους τοῦ Κυρίου.

ᾨδὴ η΄. Τὸν Βασιλέα.
Ὁ τῶν Ὁσίων, κατακοσμῶν τὰς χορείας, ἀγγελικαῖς ἀγλαΐαις Σωτήρ μου, δέξαι καὶ τὰς τούτων, ὑπὲρ ἡμῶν ἐντεύξεις.

Ὑλομανοῦσαν, τῶν ἡδονῶν ταῖς ἀκάνθαις, τὴν ψυχήν μου ἔμπλησον Ὁσία, πόθῳ τοῦ Δεσπότου, καὶ δεῖξον καρποφόρον.

Κακοδοξίαν, αἱρετικῶν τὴν σὴν πόλιν, καὶ ἐθνῶν ἀλλοφύλων μανίας φύλαττε, Ὁσία λιταῖς σου εἰς αἰῶνας.

Θεοτοκίον.
Ῥαθυμοτάτους, ἐκ τῆς ψυχῆς μου φροντίδας, ἀποκρύβει πάντοτε Παρθένε, ἵνα Σὸν τόκον, ἐν προθυμίᾳ μέλπω.

ᾨδὴ θ΄. Κυρίως Θεοτόκον.
Ἡμάρτηκα Σωτήρ μου, καὶ ἀνόμως ἅπαν τὸ τῆς ζωῆς μου διέδραμον, στάδιον ὁμολογῶ· ἀλλὰ φεῖσαι Χριστὲ τοῦ δούλου Σου.

Τοὺς πίστεως προμάχους, ἡμῶν Ἡγεμόνας, καὶ Ἱερέων τὸν στέφανον φύλαττε, Παρασκευὴ ἐν εἰρήνῃ καὶ λαόν σου ἅπαντα.

Εἰς Σὲ Τριὰς Ἁγία, πίστει προσκυνοῦντες, μοναδικῇ ἐν οὐσίᾳ θεότητος, καὶ διαιρέσει προσώπων ἀεὶ σωθείημεν.

Θεοτοκίον.
Σωτῆρα τετοκυῖα, σῶσόν με Παρθένε, τὸν ἐν ἀσώτοις βιώσαντα πράξεσι, καὶ σωτηρίας ἐλπίδα μὴ ἔχοντα.

Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν Σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον καὶ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον Σέ μεγαλύνομεν.

Καὶ τὰ παρόντα Μεγαλυνάρια,
Τὸν τῆς ἐγκρατείας ὑπογραμμόν, καὶ τῆς Ἐκκλησίας τὸν ἀένναον ποταμόν, τὴν βρύουσαν κρήνην, ἰάσεων πελάγη, Παρασκευὴ τὴν θείαν σεπτῶς τιμήσωμεν.

Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες μετὰ τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.

Τὸ Τρισάγιον
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. (Τρίς). 
Δόξα Πατρί, καί Υἱῶ, καί ἁγίῳ Πνεύματι,
καί νῦν, καί ἀεί, καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς· Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. Δέσποτα, συγχώρησον τάς ἀνομίας ἡμῖν· Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἡμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου. 
Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον.
Δόξα Πατρί…

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τό θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καί ἐπί τῆς γῆς. Τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον· καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν· καί μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ.

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καί ἡ δύναμις καί ἡ δόξα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

καί τά Τροπάρια ταῦτα. 
Ἦχος πλ. β΄.
Ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, πάσης γάρ ἀπολογίας ἀποροῦντες, ταύτην Σοι τήν ἱκεσίαν, ὡς Δεσπότῃ, οἱ ἁμαρτωλοί προσφέρομεν, ἐλέησον ἡμᾶς.

Δόξα.
Κύριε ἐλέησον ἡμᾶς, ἐπί Σοί γάρ πεποίθαμεν. Μή ὀργισθῆς ἡμῖν σφόδρα, μηδέ μνησθῆς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν. Ἀλλ’ ἐπίβλεψον καί νῦν ὡς εὔσπλαχνος καί λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. Σύ γάρ εἶ Θεός ἡμῶν καί ἡμεῖς λαός Σου, πάντες ἔργα χειρῶν Σου καί τό ὄνομά Σου ἐπικεκλήμεθα.

Καί νῦν.
Τῆς εὐσπλαχνίας τήν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἐλπίζοντες εἰς Σέ μή ἀστοχήσομεν, ῥυσθείημεν διά Σοῦ τῶν περιστάσεων· Σύ γάρ ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν Χριστιανῶν.

Ἐκτενὴς καὶ Ἀπόλυσις, μεθ’ ἣν ψάλλομεν τα ἑξῆς·

Ἦχος β΄. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Πὰντων τῶν νοσούντων ἰατρός, καὶ παρθενευόντων ὑπάρχεις, ἔφορος ἄριστος, καὶ πιστῶν τὸ στήριγμα Παρασκευή πάνσεμνε∙ τῇ ῥομφαίᾳ τῆς χάριτος, λοιμώδη κατάραν, τὰχος ἐξηφάνισας ἐκ κατωδὺνου λαοῦ∙ ὅθεν καί πυρίναις εὐχαῖς σου, τῶν αἰρετιζὸντων τὴν λύμην, στῆσον καὶ ὀλόθρευσον ἀοίδιμε.

Δέσποινα πρόσδεξαι τὰς δεήσεις τῶν δούλων Σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.

Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς Σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην Σου.

Δί’ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἠμῶν,
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἠμᾶς. 
Ἀμήν.



Δημοφιλείς αναρτήσεις