Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Σάββατο του Λαζάρου - Συναξάρι Τριωδίου



Σάββατο του Λαζάρου

Συναξάρι Τριωδίου 
Την ημέρα αυτή, Σάββατο προ των Βαΐων, εορτάζουμε την ανάσταση του αγίου και δικαίου φίλου του Χριστού Λαζάρου του τετραημέρου. 
Ο Λάζαρος ήταν Εβραίος, φαρισαίος και, όπως κάπου αναφέρεται, γιος του φαρισαίου Σίμωνα. Καταγόταν από το χωριό Βηθανία και έγινε και αυτός φίλος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. 
Καθώς δηλαδή ο Χριστός συζητούσε συνεχώς με τον Σίμωνα -γιατί και αυτός πίστευε στην ανάσταση των νεκρών- και συχνά πήγαινε στο σπίτι του, ο Λάζαρος έγινε γνήσιος φίλος του Χριστού, και όχι μόνο αυτός, αλλά και οι δύο αδελφές του, η Μάρθα και η Μαρία. 
Όταν πλησίαζε το σωτήριο Πάθος, επειδή ήταν ανάγκη να βεβαιωθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια το μυστήριο της Αναστάσεως, ο Χριστός βρισκόταν στην περιοχή πέρα από τον Ιορδάνη, αφού πρώτα ανέστησε την κόρη του Ιάειρου και τον γιο της χήρας. Και τότε ο φίλος του Λάζαρος αρρώστησε βαριά και πέθανε. 
Ο Ιησούς λοιπόν, αν και δεν ήταν εκεί, είπε στους μαθητές του: «Ο Λάζαρος ο φίλος μας κοιμήθηκε». Και μετά από λίγο είπε: «Ο Λάζαρος πέθανε». 
Άφησε λοιπόν τον Ιορδάνη και ήρθε στη Βηθανία, η οποία απέχει από τα Ιεροσόλυμα περίπου τρία χιλιόμετρα. Τον προϋπάντησαν οι αδελφές τού Λαζάρου λέγοντας: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας· αλλά και τώρα, αν θελήσεις, μπορείς να τον αναστήσεις». 
Ο Χριστός ρώτησε το πλήθος: «Πού τον θάψατε;», και αμέσως όλοι ξεκίνησαν για να του δείξουν το μνήμα. 
Όταν σήκωσαν την πέτρα που σκέπαζε τον τάφο, είπε η Μάρθα: «Κύριε, ήδη μυρίζει άσχημα, επειδή είναι τεσσάρων ημερών νεκρός». 
Ο Ιησούς δάκρυσε για τον νεκρό, στη συνέχεια προσευχήθηκε και φώναξε με δυνατή φωνή: «Λάζαρε, έλα έξω». Και αμέσως ο πεθαμένος βγήκε από τον τάφο, και αφού τον έλυσαν από τα σάβανα πήγε σπίτι του. 
Αυτό το εξαίσιο θαύμα προκάλεσε τον φθόνο του εβραϊκού λαού που μάνιασε εναντίον του Χριστού, ο Ιησούς όμως και πάλι έφυγε. 
Οι αρχιερείς μάλιστα σκέφτηκαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο, επειδή πολλοί βλέποντάς τον πίστευαν στον Χριστό. Ο Λάζαρος όμως το έμαθε και έφυγε για την Κύπρο, όπου αργότερα χειροτονήθηκε από τους αποστόλους επίσκοπος Κιτίου. Και αφού έζησε καλά και θεάρεστα, τριάντα χρόνια μετά την ανάστασή του πέθανε πάλι και θάφτηκε εκεί, αφού έκανε πολλά θαύματα. 
Λέγεται ότι όσα χρόνια έζησε, ποτέ δεν έτρωγε κάτι χωρίς να του βάλει κάτι γλυκό, και ότι το ωμοφόριό του το έφτιαξε η πάναγνη Μητέρα του Θεού με τα χέρια της και του το χάρισε. 
Το τίμιο και άγιο λείψανό του με θεία παρακίνηση ο σοφότατος βασιλιάς Λέων (886-912) το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη και το τοποθέτησε με τιμή στον ναό του Αγίου Λαζάρου, τον οποίο ο ίδιος έκτισε, και εκεί βρισκόταν για πολλά χρόνια και ανέδιδε άρρητη ευωδία. 
Οι άγιοι και θεοφόροι πατέρες μας, ή μάλλον οι άγιοι απόστολοι, όρισαν να εορτάζουμε κατά τη σημερινή μέρα την ανάσταση του Λαζάρου -αφού τελείωσε η νηστεία των σαράντα ημερών, ύστερα από την οποία ακολουθούν τα άγια πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού-, επειδή αυτό το θαύμα περισσότερο απ’ όλα τα άλλα βρήκαν ως αρχή και αιτία της μανίας των Ιουδαίων εναντίον του Χριστού, και γι’ αυτό το έβαλαν εδώ. Το υπερφυσικό αυτό θαύμα μόνο ο ευαγγελιστής Ιωάννης το γράφει, ενώ οι άλλοι ευαγγελιστές το παρέλειψαν, ίσως επειδή τότε ζούσε ακόμη ο Λάζαρος. 
Λέγεται μάλιστα ότι και γι’ αυτό και μόνο το θαύμα ο ευαγγελιστής Ιωάννης συνέγραψε και το υπόλοιπο Ευαγγέλιο, και διότι για την άναρχη γέννηση του Χριστού τίποτε δεν είπαν οι άλλοι τρεις ευαγγελιστές. Διότι το ζητούμενο ήταν να πιστευθεί ο Χριστός ότι είναι Υιός του Θεού και Θεός και ότι αναστήθηκε, και ότι θα γίνει ανάσταση των νεκρών, πράγμα το οποίο αποδεικνύεται περισσότερο από τον Λάζαρο. 
Ο δε Λάζαρος δεν είπε τίποτε σχετικά με τον Άδη· διότι ή δεν του επιτράπηκε να δει τίποτε, ή, αν είδε, προστάχθηκε να σιωπήσει. Από αυτόν λοιπόν και κάθε άνθρωπος που πεθαίνει λέγεται Λάζαρος, και το σαβάνωμα επίσης λέγεται λαζάρωμα, για να θυμόμαστε τον πρώτο εκείνο Λάζαρο. Διότι όπως εκείνος αναστήθηκε με τον λόγο του Χριστού και έζησε ξανά, έτσι και ο νεκρός, αν και πέθανε, στην έσχατη σάλπιγγα θα αναστηθεί και θα ζήσει αιώνια. 
Με τις πρεσβείες του φίλου σου Λαζάρου, Χριστέ, Θεέ μας, ελέησέ μας. Αμήν.

Διασκευή για την Κ.Ο. του κειμένου του Τρωδίου με τη βοήθεια και της μετάφρασης του αγίου Αθανασίου του Παρίου που περιέχεται στο βιβλίο Νέον Λειμωνάριον, Βενετία 1819, σελ. 293
Πηγή : koinoniaorthodoxias.org

Το προοίμιο του Σταυρού: Σάββατο του Λαζάρου


Το προοίμιο του Σταυρού: 
Σάββατο του Λαζάρου
Τὴν ψυχωφελῆ, πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, καὶ τὴν Ἁγίαν Ἑβδομάδα τοῦ πάθους σου, αἰτοῦμεν κατιδεῖν Φιλάνθρωπε… Με αυτά τα λόγια του στιχηρού στον εσπερινό της Παρασκευής, πριν την Κυριακή των Βαΐων, τελειώνει η Μεγάλη Σαρακοστή. Μπαίνουμε πια στην «Αγία Εβδομάδα», στην περίοδο του εορτασμού των παθών του Χριστού, του Θανάτου και της Αναστάσεώς Του. Περίοδος που αρχίζει από το Σάββατο του Λαζάρου. 
Τα γεγονότα της διπλής γιορτής, η ανάσταση του Λαζάρου και η είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, αναφέρονται στα λειτουργικά κείμενα σαν «προοίμιο του Σταυρού». Έτσι, για να καταλάβουμε καλύτερα αυτά τα γεγονότα, θα πρέπει να τα δούμε μέσα στα πλαίσια της Μεγάλης Εβδομάδας.
Το κοινό απολυτίκιο των δύο αυτών ημερών: «τὴν κοινὴν ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός …» μας βεβαιώνει, με κατηγορηματικό τρόπο, για την αλήθεια της κοινής ανάστασης. Είναι πολύ σημαντικό ότι μια από τις μεγάλες γιορτές της Εκκλησίας μας, η θριαμβευτική είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, γίνεται ο οδηγός στην πορεία μας μέσα στο σκοτάδι του Σταυρού. Έτσι το φως και η χαρά λάμπουν όχι μόνο στο τέλος της Μεγάλης Εβδομάδας αλλά και στην αρχή της. Το φως και η χαρά φωτίζουν αυτό το σκοτάδι και αποκαλύπτουν το βαθύ και τελικό νόημα του.
Όλοι όσοι είναι εξοικειωμένοι με την Ορθόδοξη λατρεία γνωρίζουν τον ιδιότυπο, σχεδόν παράδοξο, χαρακτήρα των ακολουθιών του Σαββάτου του Λαζάρου. Είναι, θα λέγαμε, Κυριακή και όχι Σάββατο, δηλαδή έχουμε μέσα στο Σάββατο αναστάσιμη ακολουθία. Ξέρουμε ότι το Σάββατο είναι βασικά αφιερωμένο στους τεθνεώτες και η Θεία Λειτουργία γίνεται στη μνήμη τους. Όμως το Σάββατο του Λαζάρου είναι διαφορετικό. Η χαρά που διαποτίζει τις ακολουθίες αυτής της ημέρας τονίζει ένα κεντρικό θέμα: την επερχόμενη νίκη του Χριστού κατά του Άδη.
Άδης είναι ο βιβλικός όρος που χρησιμοποιείται για να ορίσει το θάνατο με την παγκόσμια δύναμή του, που με τα αδιαπέραστα σκότη και τη φθορά καταπίνει κάθε ζωή και δηλητηριάζει ολόκληρο το σύμπαν. Αλλά τώρα, με την ανάσταση του Λαζάρου, ο «θάνατος αρχίζει να τρέμει». Ακριβώς από δω αρχίζει η αποφασιστική μονομαχία ανάμεσα στη Ζωή και το Θάνατο και μας προσφέρει το κλειδί για μια πλήρη κατανόηση του λειτουργικού μυστηρίου του Πάσχα.
Στην πρώτη Εκκλησία, το Σάββατο του Λαζάρου ονομαζόταν «αναγγελία του Πάσχα». Πραγματικά αυτό το Σάββατο αναγγέλλει, προμηνύει, το υπέροχο φως και τη γαλήνη του επομένου Σαββάτου, του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου, που είναι ημέρα του Ζωηφόρου Τάφου.
Το πρώτο μας βήμα ας είναι η προσπάθεια να καταλάβουμε το εξής: ο Λάζαρος, ο φίλος του Ιησού Χριστού, είναι η προσωποποίηση όλου του ανθρωπίνου γένους και φυσικά κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Η Βηθανία, η πατρίδα του Λαζάρου, είναι το σύμβολο όλου του κόσμου, είναι η πατρίδα του καθενός. Ο καθένας από μας δημιουργήθηκε να είναι φίλος του Θεού και κλήθηκε σ’ αυτή τη θεϊκή Φιλία που είναι η γνώση του Θεού, η κοινωνία μαζί Του, η συμμετοχή στη ζωή Του. «Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων» (Ιω. 1, 4). Και όμως αυτός ο φίλος (ο άνθρωπος), τον οποίο τόσο αγαπάει ο Θεός και τον οποίο μόνο από αγάπη δημιούργησε, δηλαδή τον έφερε στη ζωή, τώρα καταστρέφεται, εκμηδενίζεται από μια δύναμη που δεν τη δημιούργησε ο Θεός: το θάνατο . Ο Θεός συναντάει μέσα στον κόσμο, που Αυτός δημιούργησε, μια δύναμη που καταστρέφει το έργο Του και εκμηδενίζει το σχέδιό Του. Έτσι ο κόσμος δεν είναι πια παρά θρήνος και πόνος, δάκρυα και θάνατος.
Πώς είναι δυνατόν αυτό; Πως συνέβηκε κάτι τέτοιο; Αυτά είναι ερωτήματα που διαφαίνονται στη λεπτομερή διήγηση που κάνει ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιο του για τον Ιησού Χριστό όταν έφτασε στον τάφο του φίλου Του Λαζάρου. «Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; λέγουσι αὐτῷ· Κύριε ἔρχου καὶ ἴδε. Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησούς». (Ιω. 11, 35). Γιατί, αλήθεια, ο Κύριος δακρύζει βλέποντας το νεκρό Λάζαρο αφού γνωρίζει ότι σε λίγα λεπτά ο ίδιος θα του δώσει ζωή; Μερικοί Βυζαντινοί υμνογράφοι βρίσκονται σε αμηχανία σχετικά με το αληθινό νόημα αυτών των δακρύων. Μιλάνε για δάκρυα που χύνει η ανθρώπινη φύση του Χριστού, ενώ η δύναμη της ανάστασης ανήκει στη θεϊκή Του φύση. Η Ορθόδοξη όμως Εκκλησία μας διδάσκει ότι όλες οι πράξεις του Χριστού ήταν «Θεανδρικές», δηλαδή θεϊκές και ανθρώπινες ταυτόχρονα. Οι πράξεις Του είναι πράξεις ενός και του αυτού Θεού-Ανθρώπου, του σαρκωμένου Υιού του θεού. Αυτός, λοιπόν, που δακρύζει δεν είναι μόνο Άνθρωπος αλλά και Θεός, και Αυτός που καλεί το Λάζαρο να βγει από τον τάφο δεν είναι μόνο Θεός αλλά και Άνθρωπος ταυτόχρονα. Επομένως αυτά τα δάκρυα είναι θεία δάκρυα. Ο Ιησούς κλαίει γιατί βλέπει το θρίαμβο του θανάτου και της καταστροφής στον κόσμο το δημιουργημένο από τον Θεό.
«Κύριε, ἤδη ὄζει…», λέει η Μάρθα και μαζί της οι παρεστώτες Ιουδαίοι, προσπαθώντας να εμποδίσουν τον Ιησού να πλησιάσει το νεκρό. Αυτή η φοβερή προειδοποίηση αφορά ολόκληρο τον κόσμο, όλη τη ζωή. Ο Θεός είναι η ζωή και η πηγή της ζωής. Αυτός κάλεσε τον άνθρωπο να ζήσει μέσα στη θεία πραγματικότητα της ζωής και εκείνος τώρα «ὄζει» (μυρίζει άσχημα). Ο κόσμος δημιουργήθηκε να αντανακλά και να φανερώνει τη δόξα του Θεού και εκείνος «ὄζει»
Στον τάφο του Λαζάρου ο Θεός συναντά το Θάνατο, την πραγματικότητα που είναι αντι-ζωή, που είναι διάλυση και απόγνωση. Ο Θεός συναντά τον εχθρό Του, ο οποίος του απέσπασε τον κόσμο Του και έγινε ο ίδιος «ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου». Και όλοι εμείς που ακολουθούμε τον Ιησού Χριστό καθώς πλησιάζει στον τάφο του Λαζάρου, μπαίνουμε μαζί Του στη «δική Του ώρα» («ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα…»)· στην ώρα για την όποια πολύ συχνά είχε μιλήσει και την είχε παρουσιάσει σαν το αποκορύφωμα, το πλήρωμα ολοκλήρου του έργου Του.
Ο Σταυρός, η αναγκαιότητά του και το παγκόσμιο νόημά του αποκαλύπτονται με την πολύ σύντομη φράση του Ευαγγελίου: «καὶ ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησούς…». Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε γιατί δάκρυσε: αγαπούσε το φίλο Του Λάζαρο και γι’ αυτό είχε τη δύναμη να τον φέρει πίσω στη ζωή. Η δύναμη της Ανάστασης δεν είναι απλά μια θεϊκή «δύναμη αυτή καθ’ εαυτή», αλλά είναι δύναμη αγάπης, ή μάλλον η αγάπη είναι δύναμη.
Ο Θεός είναι Αγάπη και η Αγάπη είναι Ζωή. Η Αγάπη δημιουργεί Ζωή… Η Αγάπη, λοιπόν, είναι εκείνη που κλαίει μπροστά στον τάφο και η Αγάπη είναι εκείνη που επαναφέρει τη ζωή. Αυτό είναι το νόημα των θεϊκών δακρύων του Ιησού. Μέσα απ’ αυτά η αγάπη ενεργοποιείται και πάλι – αναδημιουργεί, απολυτρώνει, αποκαθιστά τη σκοτεινή ζωή του ανθρώπου: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω!..» Προσταγή απολύτρωσης. Κάλεσμα στο φως. Ακριβώς γι’ αυτό το Σάββατο του Λαζάρου είναι το προοίμιο και του Σταυρού, σαν τη μέγιστη θυσία της αγάπης, και της Ανάστασης, σαν τον τελικό θρίαμβο της αγάπης. 

«Ἡ πάντων χαρά, Χριστὸς ἡ ἀλήθεια, τὸ φῶς
ἡ ζωή, τοῦ κόσμου ἡ ἀνάστασις
τοῖς ἐν γῇ πεφανέρωται, τῇ αὐτοῦ
ἀγαθότητι· καὶ γέγονε τύπος
τῆς ἀναστάσεως, τοῖς πᾶσι
παρέχων θείαν ἄφεσιν». 
(Κοντάκιο από το Σάββατο του Λαζάρου).  
π. Αλέξανδρος Σμέμαν, 
Μικρό οδοιπορικό της Μεγάλης Εβδομάδος: 
Σύντομη λειτουργική εξήγηση 
των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας, 
μετάφραση Ελένη Γκανούρη, 
2η έκδ., Αθήνα, 
Ακρίτας, 1993.

Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Την Παρασκευή πρό τῶν Βαΐων στο Μικρό Απόδειπνο

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ:
Πρό τῶν Βαΐων
Μικρόν Ἀπόδειπνον.
Μετά τό· «Ἄξιόν ἐστιν...» ὁ Κανών τοῦ Λαζάρου [εδώ]· «ᾨδήν ἐπινίκιον...», μετά τῶν Εἱρμῶν αὐτοῦ μετά στίχου· «Δόξα σοι, ὁ Θεός ἡμῶν, δόξα σοι». Εἰς τό τέλος τοῦ Κανόνος ἐπαναλαμβάνεται ὁ Εἱρμός τῆς θ΄ ᾨδῆς· «Ἐποίησε κράτος, ἐν βραχίονι αὐτοῦ...». 
Τρισάγιον. 
Κοντάκιον: «Ἡ πάντων χαρά...».Καί ἡ λοιπή Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου. 
 
[1] πό σήμερον καί μέχρι τοῦ Σαββάτου τῆς Ἀποδόσεως τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ, οὔτε Μαρτυρικόν, οὔτε τι ἐκ τῆς Παρακλητικῆς ψάλλεται.

Τῌ ΑΥΤῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ ΕΣΠΕΡΑΣ ΕΙΣ ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΝ

 


Τῌ ΑΥΤῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ ΕΣΠΕΡΑΣ

ΕΙΣ ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΝ
Ὁ Κανών, Ποίημα Ἀνδρέου Κρήτης

ᾨδὴ α'
Ἦχος α' Ὁ Εἱρμὸς 
«ᾨδὴν ἐπινίκιον, ᾄσωμεν πάντες, Θεῷ τῷ ποιήσαντι, θαυμαστὰ τέρατα, βραχίονι ὑψηλῷ, καὶ σώσαντι τὸν Ἰσραήλ, ὅτι δεδόξασται».

Νεκρὸν τετραήμερον ἐξαναστήσας, Σωτήρ μου τὸν Λάζαρον, τῆς φθορᾶς ἀπήλλαξας, βραχίονι ὑψηλῷ, καὶ ἔδειξας ὡς δυνατός, τὴν ἐξουσίαν σου.

Φωνήσας τὸν Λάζαρον ἐκ τοῦ μνημείου, εὐθὺς ἐξανέστησας, ἀλλ' ὁ ᾍδης κάτωθεν, πικρῶς ὠδύρετο, καὶ στένων ἔτρεμε Σωτήρ, τὴν ἐξουσίαν σου.

δάκρυσας Κύριε ἐπὶ Λαζάρῳ, δεικνύων τὴν σάρκωσιν, τῆς οἰκονομίας σου, καὶ ὅτι φύσει Θεός, ὑπάρχων, φύσει καθ' ἡμᾶς, γέγονας ἄνθρωπος.

Τῆς Μάρθας τὰ δάκρυα καὶ τῆς Μαρίας, κατέπαυσας Κύριε, ἐκ νεκρῶν τὸν Λάζαρον, ἐξαναστήσας Σωτήρ, καὶ δείξας ἔμπνουν τὸν νεκρόν, τῇ ἐξουσίᾳ σου.

Τῷ νόμῳ τῆς φύσεως τῆς ἀνθρωπίνης, ἠρώτησας Δέσποτα, ποῦ τέθειται Λάζαρος; δεικνύων πᾶσι Σωτήρ, ἀνόθευτον τὴν πρὸς ἡμᾶς, οἰκονομίαν σου.

Τὰ κλεῖθρα συνέτριψας τότε τοῦ ᾍδου, φωνήσας τὸν Λάζαρον, καὶ τὸ κράτος ἔσεισας, τοῦ πολεμήτορος, καὶ ἔπεισας πρὸ τοῦ Σταυροῦ, τρέμειν σε μόνε Σωτήρ.

Δεσμώτην τὸν Λάζαρον ὑπὸ τοῦ ᾍδου, κρατούμενον Δέσποτα, ὡς Θεὸς προέφθασας, καὶ ἔλυσας τῶν δεσμῶν· τῷ σῷ γὰρ πάντα Δυνατέ, ἥκει προστάγματι. 
Δόξα...
Πατέρα δοξάσωμεν, Υἱὸν καὶ Πνεῦμα, Τριάδα ἀχώριστον, ἐν Μονάδι φύσεως, καὶ σὺν Ἀγγέλοις αὐτήν, ὡς ἕνα ἄκτιστον Θεόν, δοξολογήσωμεν. 
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
τρέπτως ἐκύησας Παρθενομῆτορ, τὸν Κτίστην τῆς φύσεως ἐξ ἁγίου Πνεύματος, κατ΄ εὐδοκίαν Πατρός, γενόμενον ὅπερ ἑσμέν, δίχα τροπῆς καὶ φυρμοῦ.

ᾨδὴ β'
Ἦχος α' Ὁ Εἱρμὸς 
«Πρόσεχε, οὐρανὲ καὶ λαλήσω, καὶ ἀνυμνήσω Χριστόν, τὸν Σωτῆρα τοῦ Κόσμου, τὸν μόνον φιλάνθρωπον».

Δόξα σοι, τῷ φωνήσαντι μόνον, καὶ ἐκ τοῦ τάφου, νεκρὸν τεταρταῖον, τὸν φίλον ἐγείραντι Λάζαρον.

κουσε, τῆς φωνῆς σου ὁ ἄπνους, καὶ ψυχωθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἐξανέστη εὐθέως, δοξάζων σε Κύριε.

Πρόσταγμα, ζωηφόρου φωνῆς σου, δεξάμενος ὀδωδῶς, ἐξηγέρθη τοῦ τάφου, Σωτήρ μου ὁ Λάζαρος.

δάκρυσας, ἐπὶ φίλῳ Σωτήρ μου, πιστούμενος τοῦτον τὴν ἡμῶν, ὡς ἐφόρεσας φύσιν, καὶ ἀνέστησας.

τρόμαξεν, ὡς κατεῖδεν ὁ ᾍδης, παλινδρομοῦντα εὐθύς, τὸν δεδεμένον κειρίαις, φωνὴ πρὸς τὴν ὧδε ζωήν.
Δόξα...
ξέστησαν, τῶν Ἑβραίων οἱ δῆμοι, ὅτε φωνήσας Σωτήρ, ἐξανέστησας λόγῳ, ὀδωδότα τὸν Λάζαρον.
Καὶ νῦν...
σείσθησαν, τὰ ταμεῖα τοῦ ᾍδου, ὡς ἐψυχοῦτο εὐθύς, κάτω Λάζαρος, τότε τῇ φωνῇ, τοῦ ζωώσαντος.

ᾨδὴ γ'
Ἦχος α' Ὁ Εἱρμὸς 
«Λίθον, ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγεννήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας, αὐτός ἐστιν ἡ πέτρα, ἐν ᾗ ἐστερέωσε, τὴν Ἐκκλησίαν ὁ Χριστός, ἣν ἐξ ἐθνῶν ἐξηγοράσατο». (Δίς)

Θαῦμα, ξένον καὶ παράδοξον! πῶς ὁ Κτίστης πάντων, ὅπερ οὐκ ἠγνόει, ὡς ἀγνοῶν ἠρώτα. Ποῦ κεῖται ὃν θρηνεῖτε; ποῦ τέθαπται Λάζαρος, ὃν μετ' ὀλίγον ἐκ νεκρῶν, ζώντα ὑμῖν ἐξαναστήσω ἐγώ;

Λίθον, ὃν σοι προσεκύλισαν, οἱ κηδεύσαντές σε, τοῦτον συγκινῆσαι, ὁ Ἰησοῦς προστάξας, εὐθὺς ἀνέστησέ σε, φωνήσας σοι Λάζαρε· Ἀνάστα δεῦρο πρός με, ἵνα τήν σὴν ὁ ᾍδης πτήξῃ φωνήν.

Μάρθα, καὶ Μαρία Κύριε, ὀδυρμοῖς ἐβόων· Ἴδε ὃν ἐφίλεις, τεταρταῖος ὄζει, εἰ ἧς ὧδε τότε, οὐκ ἔθνῃσκε Λάζαρος.Ἀλλ' ὡς ἀχώριστος παντί, τοῦτον εὐθὺς φωνήσας ἤγειρας.

άνας, ἐπὶ φίλῳ δάκρυα, δι' οἰκονομίαν, ἔδειξας τὴν σάρκα, τὴν ἐξ ἡμῶν ληφθεῖσαν, οὐσίᾳ οὐ δοκήσει, Σωτὴρ ἑνωθεῖσάν σοι, καὶ ὡς φιλάνθρωπος Θεός, τοῦτον εὐθὺς φωνήσας ἤγειρας.

Οἴμοι, ὄντως νῦν ἀπόλωλα! ἐκβοῶν ὁ ᾍδης, οὕτω προσεφώνει, τῷ θανάτῳ λέγων· Ἰδοὺ ὁ Ναζωραῖος, τὰ κάτω συνέσεισε, καὶ τὴν γαστέρα μου τεμών, ἄπνουν νεκρόν φωνήσας ἤγειρε.

Ποῦ ἡ τῶν Ἑβραίων ἄνοια; ποῦ ἡ ἀπιστία; ἕως πότε πλάνοι; ἕως πότε νόθοι; ὁρᾶτε τὸν θανέντα, φωνὴ ἐξαλλόμενον, καὶ ἀπιστεῖτε τῷ Χριστῷ; ὄντως υἱοὶ τοῦ σκότους πάντες ὑμεῖς!
Δόξα...
να τῆς Τριάδος οἶδά σε, εἰ καὶ ἐσαρκώθης, ἕνα καὶ δοξάζω, Υἱὸν σεσαρκωμένον, τὸν ἐκ τῆς Θεοτόκου, ἀσπόρως βλαστήσαντα, καὶ σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι, ἕνα Υἱὸν δοξολογούμενον. 
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
Ξένον, καὶ φρικτὸν τὸ ὅραμα, ἐξ οἰκονομίας, ὅπερ προεώρων, οἱ ἀψευδεῖς Προφῆται, Παρθένον Θεοτόκον, ἀσπόρως μὲν κύουσαν, ἀφθόρως τίκτουσαν Θεόν, μένουσαν δὲ μετὰ τὸν τόκον ἁγνήν.

ᾨδὴ δ'
Ἦχος α' Ὁ Εἱρμὸς 
«Ἐπήρθη ὁ ἥλιος, καὶ ἡ σελήνη, ἔστη ἐν τῇ τάξει αὐτῆς, ὑψώθης Μακρόθυμε, ἐπὶ τοῦ Ξύλου, καὶ ἔπηξας ἐν αὐτῷ, τὴν Ἐκκλησίανσου».

δάκρυσας Κύριε, ἐπὶ Λαζάρῳ, δείξας ὅτι ἄνθρωπος εἶ, καὶ ἤγειρας Δέσποτα, τὸν τεθνεῶτα, καὶ ἔδειξας τοῖς λαοῖς, ὅτι Υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ.

ἄπνους ἤκουσε, τὸ πρόσταγμά σου· Δεῦρο ἔξω Λάζαρε, δρομαῖος ἀνίστατο σὺν τοῖς σπαργάνοις, καὶ ἥλατο Ἀγαθέ, δεικνὺς τὸ κράτος σου.

Τῆς Μάρθας τὰ δάκρυα, καὶ τῆς Μαρίας, κατέπαυσας Χριστὲ ὁ Θεός, φωνήσας τὸν Λάζαρον, αὐτεξουσίως, συνήγειρας τῇ φωνῇ, καὶ προσεκύνησέ σοι.

Δακρύσας ὡς ἄνθρωπος, ἐπὶ Λαζάρῳ, ἐξήγειρας αὐτὸν ὡς Θεός, ἠρώτας· Ποῦ τέθαπται, ὁ τεταρταῖος; πιστούμενος Ἀγαθέ, τὴν ἐνανθρώπησίν σου.

Τοῦ Πάθους τὰ σύμβολα, καὶ τοῦ Σταυροῦ σου, γνωρίσαι βουληθεὶς Ἀγαθέ τοῦ ᾍδου τὴν ἄπληστον, γαστέρα ῥήξας, ἀνέστησας ὡς Θεός, τὸν τετραήμερον.

Τίς οἶδε, τίς ἤκουσεν, ὅτι ἀνέστη, ἄνθρωπος νεκρὸς ὀδωδώς; Ἠλίας μὲν ἤγειρε, καὶ Ἐλισσαῖος, ἀλλ' οὐκ ἐκ μνήματος, ἀλλ' οὐδὲ τεταρταῖον.

μνοῦμέν σου Κύριε, τὴν δυναστείαν, ὑμνοῦμεν καὶ τὰ Πάθη Χριστέ· τῇ μὲν γὰρ ὡς εὔσπλαγχνος, ἐθαυματούργεις, τὰ δὲ οἰκονομικῶς, εἵλου ὡς ἄνθρωπος.

Θεὸς εἶ καὶ ἄνθρωπος, ἐπαληθεύων, τοῖς πράγμασι τὰ ὀνόματα, ἐπέστης τῷ μνήματι, σαρκὶ ὁ Λόγος, καὶ ἤγειρας ὡς Θεός, τὸν τετραήμερον.

ξέστησαν Δέσποτα, Ἑβραίων δῆμοι, ὡς εἶδον ἀναστάντα νεκρόν, ἐκ τάφου Λάζαρον, σὺν τῇ φωνῇ σου, καὶ ἔμειναν ἀπειθεῖς, τῶν θαυμασίων σου.
Δόξα...
νάρχως ἐξέλαμψας, ἐκ τοῦ Πατρός σου, ὡς εἷς τῆς Τριάδος Σωτήρ, ἐν χρόνῳ, ἐκ Πνεύματος, παρθενικῶν σὺ προῆλθες αἱμάτων, σάρκα λαβὼν ὁ ὑπερούσιος.
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
σύλληψις ἄσπορος τῆς Θεοτόκου, ὁ τόκος ἄνευ πάθους φθορᾶς· Θεὸς γὰρ ἀμφότερα, θαυματουργήσας, ἐκένωσεν ἑαυτόν, ἵνα ἡμῖν ἑνωθῇ.

ᾨδὴ ε'
Ἦχος α' Ὁ Εἱρμὸς 
«Τὴν σὴν εἰρήνην δὸς ἡμῖν Υἱὲ τοῦ Θεοῦ· ἄλλον γὰρ ἐκτός σου, Θεὸν οὐ γινώσκομεν, τὸ ὄνομά σου ὀνομάζομεν, ὅτι Θεὸς ζώντων, καὶ τῶν νεκρῶν ὑπάρχεις». (Δίς)

Ζωὴ ὑπάρχων Κύριε, καὶ φῶς ἀληθινόν, Λάζαρον νεκρὸν φωνήσας ἀνέστησας· ὡς δυνατὸς γὰρ πᾶσιν ἔδειξας, ὅτι Θεὸς ζώντων, καὶ τῶν νεκρῶν ὑπάρχεις.

Τὴν ἄστεκτόν σου πρόσταξιν, μὴ φέρων Ἰησοῦ, ᾍδης ὁ πολλοὺς δεξάμενος ἔπτηξε, καὶ τεταρταῖον ὄντα Λάζαρον, σὺν τῇ φωνῇ ζῶντα, καὶ οὐ νεκρὸν ἐδίδου.

Τὸν χοῦν συνάψας πνεύματι, ὁ πάλαι τὸν πηλόν, πνεύματι ψυχώσας, ζωῆς Λόγε λόγῳ σου, καὶ νῦν δὲ λόγῳ ἐξανέστησας, ἐκ τῆς φθορᾶς φίλον, καὶ τῶν καταχθονίων.

Τῷ νεύματί σου Κύριε ἀνθέστηκεν οὐδείς· ὅτε γὰρ νεκρόν, ἐφώνεις τὸν Λάζαρον, εὐθὺς ὁ ἄπνους ἐξανίστατο, καὶ τὰ δεσμὰ φέρων, ποσὶ περιεπάτει.

Ἰουδαίων ἄνοια! ὢ πώρωσις ἐχθρῶν! τίς οἶδε νεκρὸν ἐκ τάφου ἐγείραντα; Ἠλίας πάλαι ἐξανέστησεν, ἀλλ' οὐκ ἐκ μνήματος, ἀλλ' οὐδὲ τεταρταῖον.

νείκαστε μακρόθυμε, ὁ πάντα δι' ἡμᾶς, πράττων ὡς Θεός, καὶ πάσχων ὡς ἄνθρωπος, πάντας μετόχους ἡμᾶς ποίησον, τῆς σῆς βασιλείας πρεσβείαις τοῦ Λαζάρου.
Δόξα...
Προάναρχε, συνάναρχε, ὁμότιμε Τριάς, Πάτερ παντοκράτορ, Υἱέ, Πνεῦμα ἅγιον, Μονὰς ἁγία τρισυπόστατε, τοὺς ἐξ Ἀδὰμ σῷζε, πιστῶς σε ἀνυμνοῦντας.
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
Τὴν ἄχραντον γαστέρα σου, ἡγίασεν Ἁγνή, σάρκα ἐξ αὐτῆς, λαβὼν ὁ ὑπέρθεος, ὁ ἐν Τριάδι προσκυνούμενος, ὁ ἐκ Πατρὸς Λόγος, καὶ σὺν τῷ Πνεύματι Θεός.

ᾨδὴ ς'
Ἦχος α' Ὁ Εἱρμὸς 
«Ἀπέρριψάς με, εἰς βάθη καρδίας θαλάσσης, καὶ ἔσωσάς με Σωτήρ, δουλείας θανάτου, καὶ ἔλυσας τὸν δεσμόν, τῶν ἀνομιῶν μου». (Δίς)

ρώτησας· Ποῦ εἰμι, ὁ πάντα γινώσκων, ἐδάκρυσάς με Σωτήρ, ὡς ἄνθρωπος φύσει, καὶ ἤγειράς με νεκρόν, τῷ προστάγματί σου.

φώνησάς με ἐξ ᾍδου, Σωτὴρ κατωτάτου, βοᾷ Λάζαρος, πρὸς σὲ τὸν λύτην τοῦ ᾍδου, καὶ ἤγειράς με νεκρόν, τῷ προστάγματί σου.

νέδυσάς με Σωτήρ, τὸ πήλινον σῶμα, καὶ ἔπνευσάς μοι ζωήν, καὶ εἶδον τὸ φῶς σου, καὶ ἤγειράς με νεκρόν, τῷ προστάγματί σου.

ψύχωσας σύ, τὴν ἄπνουν μορφὴν τῆς σαρκός μου, συνέσφιγξάς με Σωτήρ, ὀστέοις καὶ νεύροις, καὶ ἤγειράς με νεκρόν, τῷ προστάγματί σου.

Τὴν παμφάγον διαρρήξας, γαστέρα τοῦ ᾍδου, ἐξήρπασάς με Σωτήρ, τῇ σῇ δυναστείᾳ, καὶ ἤγειράς με νεκρόν, τῷ προστάγματί σου.

φόρεσάς μου Σωτήρ, τὸ φύραμα ὅλον, ἐφύλαξας δὲ ἁγνήν, τὴν ἄχραντον μήτραν, ἐξ ἧς προῆλθες σαρκωθείς, εἷς ὢν τῆς Τριάδος.
Δόξα...
Τριὰς ἁγία δοξάζω, τὴν σὴν εὐσπλαγχνίαν, καὶ σὺν Ἀγγέλοις ὑμνῶ, τὸν τρισάγιον Ὕμνον, ἐλέησον τὰς ψυχὰς ἡμῶν, τῶν σὲ ἀνυμνούντων.
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
Τὴν ἄχραντόν σου νηδύν, ὑπέδυ ὁ Λόγος, ἐτήρησε δὲ αὖθις, μετὰ γέννησιν ταύτην, ἁγνὴν Θεογεννῆτορ, θαῦμα ὄντως παράδοξον!

ᾨδὴ ζ'
Ἦχος α' Ὁ Εἱρμὸς 
«Τοὺς ἐν καμίνῳ Παῖδάς σου Σωτήρ, οὐχ ἥψατο, οὐδὲ παρηνώχλησε τὸ πῦρ, τότε οἱ Τρεῖς, ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος, ὕμνουν καὶ ηὐλόγουν λέγοντες· Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν».

πὶ νεκρῷ ἐδάκρυσας Σωτήρ, φιλάνθρωπε, ἵνα δείξῃς πᾶσι τοῖς λαοῖς, ὅτι Θεὸς ὢν, δι' ἡμᾶς ἄνθρωπος ὤφθης, καὶ ἑκὼν ἐδάκρυσας, τύπους ἡμῖν προτιθείς, ἐνδιαθέτου στοργῆς.

τεταρταῖος Λάζαρος Σωτήρ, ὡς ἤκουσε, κάτω τῆς φωνῆς σου ἀναστάς, ἀνύμνησέ σε, καὶ γεγηθὼς οὕτως ἐβόα· Σὺ Θεὸς καὶ Κτίστης μου, σὲ προσκυνῶ καὶ ὑμνῶ, τόν ἀναστήσαντά με.

Εἰ καὶ δεσμὰ περίκειμαι Σωτήρ, ὁ Λάζαρος, κάτωθεν ἐβόα Λυτρωτά, ἀλλ' οὐδαμῶς, ἐν τῇ γαστρὶ μενῶ τοῦ ᾍδου, ἐὰν μόνον κράξῃς με· Λάζαρε δεῦρο ἔξω· σὺ γάρ μου φῶς καὶ ζωή.

Παρακαλῶ σε Λάζαρε, φησίν, ἀνάστηθι, ἔξελθε τῶν κλείθρων μου ταχύ, ἄπιθι οὖν· καλόν μοι γὰρ ἕνα θρηνῆσαι, πικρῶς ἀφαιρούμενον, παρὰ πάντας οὓς πρίν, πεινῶν κατέπιον.

Καὶ τί βραδύνεις Λάζαρε; φησίν, ὁ φίλος σου, δεῦρο ἔξω κράζει ἑστηκώς· ἔξελθε οὖν, ἵνα κᾀγὼ ἄνεσιν λάβω· ἀφ' οὗ γάρ σε ἔφαγον, εἰς ἐμετὸν ἡ τροφή, ἀντικατέστη μοι.

Τί οὐκ ἐγείρῃ Λάζαρε ταχὺ; ἀνέκραζε, κάτωθεν ὁ ᾍδης θρηνωδῶν, τί οὐκ εὐθύς, ἐξαναστὰς τρέχεις τῶν ὧδε; ἵνα μὴ καὶ ἄλλους μοι, αἰχμαλωτίσῃ Χριστὸς ἐξαναστήσας σε.

θαυμαστώθης Δέσποτα Χριστέ, ἐξαίσια, τότε ἐργασάμενος πολλά· φῶς γὰρ τυφλοῖς, κωφῶν δὲ ὦτα, ἤνοιξας λόγῳ, καὶ τὸν φίλον Λάζαρον, ἐκ τῶν νεκρῶν ὡς Θεός, φωνήσας ἥγειρας.
Δόξα...
Τριαδικὴν ὑμνήσωμεν ᾠδήν, δοξάζοντες, ἄναρχον Πατέρα, καὶ Υἱόν, Πνεῦμα εὐθές, μοναδικὴν μίαν οὐσίαν, ἣν τρισσῶς ὑμνήσωμεν· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ἡ Τριάς.
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
ς τῆς Τριάδος ἕνα σε Χριστέ, δοξάζομεν, ὅτι ἐκ Παρθένου σαρκωθεὶς δίχα τροπῆς, ἀνθρωπικῶς πάντα ἠνέσχου, μὴ ἐκστὰς τῆς φύσεως, τῆς πατρικῆς Ἰησοῦ, εἰ καὶ ἡνώθης ἡμῖν.

ᾨδὴ η'
Ἦχος α' Ὁ Εἱρμὸς 
«Οἱ οὐρανοὶ τῶν οὐρανῶν, καὶ τὸ ὕδωρ, τὸ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν, εὐλογεῖτε, ὑμνεῖτε, τὸν Κύριον».

Ποιητὴς καὶ συνοχεὺς τῶν ἁπάντων, δι΄ εὐσπλαγχνίαν, ἐν Βηθανίᾳ ἐπέστη, ἐγείρων τὸν Λάζαρον.

τεταρταῖος ὀδωδώς, καὶ κειρίαις συνειλημμένος, ἥλατο ἔμπνους ὁ ἄπνους, φωνοῦντός σου Κύριε.

Τῶν Ἰουδαίων ὁ λαός, ὡς ἑώρα τὸν τεθνεῶτα, τῇ σῇ φωνῇ ἀναστάντα, Χριστὲ διεπρίετο.

Οἱ σκοτεινοὶ περὶ τὸ φῶς, Ἰουδαῖοι, τί ἀπιστεῖτε, τῇ τοῦ Λαζάρου ἐγέρσει; Χριστοῦ τὸ ἐγχείρημα.

γαλλιάσθω ἡ Σιών, καὶ ὑμνείτω τὸν Ζωοδότην, τὸν ἀναστήσαντα λόγῳ, ἐκ τάφου τὸν Λάζαρον.

Αἱ Στρατιαὶ τῶν οὐρανῶν, καὶ τὸ γένος, τῶν γηγενῶν σε ὕμνησεν, ὅτι Σωτήρ μου, τὸν Λάζαρον ἤγειρας.
Δόξα...
Σὺν τῷ Πατρί, καὶ τῷ Υἱῷ, καὶ τὸ Πνεῦμα δοξολογῶ, καὶ ὑμνῶν ἀσιγήτως βοῶ, Τρισάγιε δόξα σοι.
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
Σὲ εὐλογῶ καὶ προσκυνῶ, τὸν τεχθέντα ἐκ τῆς Παρθένου, μὴ χωρισθέντα τοῦ θρόνου, τῆς ἁγίας δόξης σου.

ᾨδὴ θ'
Ἦχος α' Ὁ Εἱρμὸς
«Ἐποίησε κράτος, ἐν βραχίονι αὐτοῦ· καθεῖλε γὰρ δυνάστας ἀπὸ θρόνων, καὶ ὕψωσε ταπεινούς, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ἐν οἷς ἐπεσκέψατο ἡμᾶς, Ἀνατολὴ ἐξ ὕψους, καὶ κατεύθυνεν ἡμᾶς, εἰς ὁδὸν εἰρήνης».

μνείτω τὸ θαῦμα, Βηθανία σὺν ἡμῖν· ἐν ταύτῃ γὰρ ἐδάκρυσεν ὁ Κτίστης, τὸν Λάζαρον ἀνιστῶν, νόμῳ φύσεως σαρκός, καὶ Μάρθας τὰ δάκρυα λιπών, καὶ τὸν κλαυθμόν Μαρίας, εἰς χαρὰν μεταβαλών, τὸν νεκρὸν ἐγείρει.

Πιστούμενος Λόγε, τὴν Ἀνάστασιν τὴν σήν, ἐκάλεσας τὸν Λάζαρον ἐκ τάφου, καὶ ἥγειρας ὡς Θεός, ἵνα δείξῃς τοῖς λαοῖς, Θεόν σε, καὶ ἄνθρωπον ὁμοῦ, ἐν ἀληθείᾳ ὄντα, καὶ ἐγείραντα Ναόν, τὸν τοῦ σώματός σου.

Συνέσεισας πύλας, καὶ μοχλοὺς τοὺς σιδηρούς, ἐφόβησας τὸν ᾍδην τῇ φωνῇ σου, καὶ ἔπτηξε σὺν αὐτῷ, καὶ ὁ θάνατος εὐθύς, ὡς εἶδον τὸν Λάζαρον Σωτήρ, τὸν παρ΄ αὐτοῖς δεσμώτην, ψυχωθέντα τῇ φωνῇ, καὶ ἐξαναστάντα.

ξέστησαν πάντες, ὡς ἑώρων σε Σωτήρ, δακρύοντα, τὸν Λάζαρον θανέντα, καὶ ἔλεγον οἱ δεινοί. Ἴδε πῶς αὐτὸν φιλεῖ, εὐθὺς οὖν ἐφώνησας αὐτόν, καὶ ἀναστὰς ὁ ἄπνους, ἀφῃρεῖτο τὴν φθοράν, τῷ προστάγματί σου.

σείσθησαν πύλαι, συνετρίβησαν μοχλοί, ἐλύθησαν δεσμὰ τοῦ τεθνεῶτος· ὁ ᾍδης δὲ τῇ φωνῇ, τῆς δυνάμεως Χριστοῦ, πικρῶς ἀνεστέναξε, καὶ ἀνεβόα· Οἴμοι! Τίς καὶ πόθεν ἡ φωνή, ἡ νεκροὺς ζωοῦσα;

νάστα ἐντεῦθεν, ὑπακούσας τῆς φωνῆς· ὁ φίλος σου γὰρ ἔξω προσφωνεῖ σε· οὗτός ἐστιν, ὁ τὸ πρὶν ἀναστήσας τοὺς νεκρούς· Ἠλίας μὲν ἤγειρε νεκρόν, καὶ Ἐλισσαῖος ἅμα, ἀλλ' αὐτὸς ἦν δι' αὐτῶν, καὶ λαλῶν καὶ πράττων.

μνοῦμέν σου, Λόγε, τὴν ἀνείκαστον ἰσχύν· ὀστέοις γὰρ καὶ νεύροις τὸν θανέντα, ἥγειρας λόγῳ τῷ σῷ, ὡς τῶν ὅλων πλαστουργός, καὶ τοῦτον ἀνέστησας Σωτήρ, ἐκ τῶν καταχθονίων, ὡς τῆς χήρας τὸν υἱόν, τὸν ἐπὶ τῆς κλίνης.
Δόξα...
Τριὰς παναγία, Πάτερ ἄναρχε Θεέ, συνάναρχε Υἱέ, καὶ θεῖε Λόγε, Παράκλητε ἀγαθέ, Πνεῦμα ἅγιον Θεοῦ, τὸ ἓν καὶ τρισήλιον φάος, ἡ συμφυὴς οὐσία· εἷς Θεὸς καὶ Κύριος, οἴκτειρον τὸν Κόσμον.
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
πάντα ποιήσας, ἐν σοφίᾳ Ἰησοῦ καὶ ὅλον με φορέσας ἐκ Παρθένου, καὶ ὅλος μένων ἀεί, ἐν τοῖς κόλποις τοῦ Πατρός, τὸ ἅγιόν σου Πνεῦμα Χριστέ, ἐπὶ τὸ ποίμνιόν σου, καταπέμψας ὡς Θεός, ἐπισκίασον ἡμᾶς.

 

Σάββατο του Λαζάρου


ΤΡΙΩΔΙΟΝ
ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

ΕΝ Τῼ ΕΣΠΕΡΙΝῼ 

Στιχηρὰ Ἰδιόμελα τοῦ Ἁγίου Λαζάρου 
Ἦχος πλ. β'
Ποίημα Λέοντος τοῦ Βασιλέως
Κύριε, Λαζάρου θέλων τάφον ἰδεῖν, ὁ μέλλων γνώμῃ τάφον οἰκεῖν, ἐπηρώτας· Ποῦ τεθείκατε αὐτόν, μαθὼν δὲ ὃ οὐκ ἠγνόεις, ἐφώνεις ὃν ἐπόθεις· Λάζαρε δεῦρο ἔξω, καὶ ἐπήκουσεν ὁ ἄπνους, τῷ πνοὴν αὐτῷ διδόντι, σοὶ τῷ Σωτῆρι τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Ἦχος πλ. β'
Κύριε, Λαζάρου θέλων τάφον ἰδεῖν, ὁ μέλλων γνώμῃ τάφον οἰκεῖν, ἐπηρώτας· Ποῦ τεθείκατε αὐτόν, μαθὼν δὲ ὃ οὐκ ἠγνόεις, ἐφώνεις ὃν ἐπόθεις· Λάζαρε δεῦρο ἔξω, καὶ ἐπήκουσεν ὁ ἄπνους, τῷ πνοὴν αὐτῷ διδόντι, σοὶ τῷ Σωτῆρι τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Ἦχος πλ. β'
Κύριε, ἐπὶ τὸν τάφον τοῦ τετραημέρου, ἐπὶ τὸ μνῆμα ἦλθες Λαζάρου, καὶ ἐπὶ φίλῳ δάκρυα ῥάνας, νεκρὸν τετραήμερον ἤγειρας, ὁ στάχυς τῆς ζωῆς· διὸ θάνατος ἐδέθη φωνῇ, τὰ σπάργανα ἐλύθη χερσί· τότε χαρᾶς ἐπληροῦτο, τὸ στῖφος τῶν Μαθητῶν, καὶ μία παρὰ πάντων, ἐλειτουργεῖτο συμφωνία· Εὐλογημένος εἶ Σωτήρ, ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἦχος πλ. β'
Κύριε, ἐπὶ τὸν τάφον τοῦ τετραημέρου, ἐπὶ τὸ μνῆμα ἦλθες Λαζάρου, καὶ ἐπὶ φίλῳ δάκρυα ῥάνας, νεκρὸν τετραήμερον ἤγειρας, ὁ στάχυς τῆς ζωῆς· διὸ θάνατος ἐδέθη φωνῇ, τὰ σπάργανα ἐλύθη χερσί· τότε χαρᾶς ἐπληροῦτο, τὸ στῖφος τῶν Μαθητῶν, καὶ μία παρὰ πάντων, ἐλειτουργεῖτο συμφωνία· Εὐλογημένος εἶ Σωτήρ, ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἦχος πλ. β'
Κύριε, ἡ φωνή σου κατέλυσε, τοῦ ᾍδου τὰ βασίλεια, καὶ ὁ λόγος τῆς ἐξουσίας σου, ἤγειρεν ἐκ τάφου τετραήμερον, καὶ γέγονεν ὁ Λάζαρος, τῆς παλιγγενεσίας, προοίμιον σωτήριον. Πάντα δυνατά σοι Δέσποτα, τῷ πάντων Βασιλεῖ, δώρησαι τοῖς δούλοις σου, ἱλασμὸν καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
Ἦχος πλ. β'
Κύριε, πιστῶσαι θέλων τοὺς Μαθητάς σου, τὴν ἐκ νεκρῶν σου Ἔγερσιν, ἐν τῷ μνήματι Λαζάρου παραγέγονας, καὶ φωνήσαντός σου τοῦτον, ὁ ᾍδης ἐσκυλεύθη, καὶ ἀπέλυσε τὸν τετραήμερον, βοῶντά σοι· Εὐλογημένε Κύριε δόξα σοι.
Ἦχος πλ. β'
Κύριε, παραλαμβάνων τοὺς Μαθητάς σου, ἐν Βηθανίᾳ παρεγένου, ἵνα ἐγείρῃς τὸν Λάζαρον, καὶ δακρύσας ἐπ αὐτόν, νόμῳ φύσεως ἀνθρωπίνης, ὡς Θεός, τοῦτον τετραήμερον ἥγειρας, καὶ ἐβόα σοι Σωτήρ· Εὐλογημένε Κύριε δόξα σοι.
 
Δόξα...
Ἦχος πλ. δ'
Ἰδιόμελον
Ἐπιστὰς τῷ μνήματι Λαζάρου ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, καὶ φωνήσας τὸν νεκρόν, ὡς ἐξ ὕπνου ἐξανέστησας, ἀπεσείσατο τὴν φθορὰν τῆς ἀφθαρσίας τῷ πνεύματι, καὶ συνεξῆλθε τῷ λόγῳ, δεδεμένος κειρίαις. Πάντα δύνασαι, πάντα σοι δουλεύει Φιλάνθρωπε, πάντα σοι ὑποτέτακται, Σωτὴρ ἡμῶν δόξα σοι.
 
Καὶ νῦν...Ἕτερον Ἰδιόμελον
Ἦχος πλ. δ'
Ἀνδρέου Τυφλοῦ
Τὴν ψυχωφελῆ πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, βοήσωμεν· Χαίροις πόλις Βηθανία, πατρὶς ἡ τοῦ Λαζάρου, χαίρετε Μάρθα καὶ Μαρία, αἱ τούτου ἀδελφαί, αὔριον Χριστός παραγίνεται, ζωῶσαι ῥήματι, τὸν τεθνεῶτα ἀδελφόν· οὗ φωνῆς ἀκούσας, ὁ πικρὸς καὶ ἀκόρεστος ᾍδης, φόβῳ τρομάξας, καὶ μέγα στενάξας, ἀπολύσει Λάζαρον, κειρίαις ἐσφιγμένον, οὗ τῷ θαύματι, δῆμος Ἑβραίων ἐκπλαγείς, μετὰ βαΐων καὶ κλάδων, αὐτῷ προσυπαντήσουσι, καὶ ὀφθήσονται εὐφημοῦντες παῖδες, ὃν φθονοῦσι πατέρες. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου, Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ.

Τὴν ψυχωφελῆ, πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν,


ΤΡΙΩΔΙΟΝ
ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

ΕΝ Τῼ ΕΣΠΕΡΙΝῼ

Στιχηρὸν Ἰδιόμελον τοῦ Τριῳδίου
Ἦχος πλ. δ'
Τὴν ψυχωφελῆ, πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, καὶ τὴν ἁγίαν ἑβδομάδα τοῦ Πάθους σου, αἰτοῦμεν κατιδεῖν Φιλάνθρωπε, τοῦ δοξάσαι ἐν αὐτῇ τὰ μεγαλεῖά σου, καὶ τήν ἄφατον δι΄ ημᾶς οἰκονομίαν σου, ὁμοφρόνως μελῳδοῦντες, Κύριε δόξα σοι.

 

Ο όσιος Ρικχάριος της Πικαρδίας



26 Απριλίου 
Ο όσιος Ρικχάριος της Πικαρδίας 
Γόνος αρχοντικής οικογένειας της Πικαρδίας (βόρεια Γαλλία), ο νεαρός Ρικχάριος φιλοξένησε κάποτε δύο Ιρλανδούς ιεραπόστολους που τους είχαν κακομεταχειριστεί οι κάτοικοι της περιοχής αυτής γύρω από τις εκβολές του ποταμού Σομ, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό ήσαν ακόμη ειδωλολάτρες. Όλη την νύχτα άκουγε τα όσα έλεγαν οι δύο θεοφόροι άνδρες, τους εξομολογήθηκε τις αμαρτίες του και αποφάσισε τότε να αφιερώσει τον βίο του στο κήρυγμα του Ευαγγελίου. Απελευθέρωσε τους δούλους του και άρχισε να περιοδεύει ανά την χώρα, κηρύττοντας το Ευαγγέλιο της Σωτηρίας, διαμοιράζοντας σε ελεημοσύνες κάθε τι που του πρόσφεραν. 
Σκληραγωγούσε τον εαυτό του -η μόνη τροφή του ήταν λίγο κριθαρένιο ψωμί βρεγμένο στο νερό- αλλά αντιμετώπιζε όλους τους άλλους με μεγάλη ευσπλαχνία, ενώ ασθενείς και δεινοπαθούντες προσέτρεχαν στον Ρικχάριο για να βρουν ίαση σώματος και ψυχής. Περιόδευσε σε επαρχίες του βορρά και έφτασε μέχρι την Αγγλία, φέροντας στην πίστη του Χριστού μεγάλο αριθμό αμαρτωλών και ειδωλολατρών και απελευθέρωσε πολλούς αιχμαλώτους, χριστιανούς και ειδωλολάτρες. 
Καθώς πολλοί μαθητές ζητούσαν να υποταγούν στην πνευματική του καθοδήγηση, ο Ρικχάριος ίδρυσε κοντά στην γενέτειρά του, Κεντούλη, ναό και μονύδριο, όπου αρεσκόταν να αποσύρεται ο ίδιος. 
Μια ημέρα τον επισκέφθηκε ο βασιλέας Δαγοβέρτος (629-639). Ο όσιος τον ευλόγησε και με πραότητα τον νουθέτησε για το πώς πρέπει να εξασκεί την εξουσία του ένας χριστιανός ηγεμόνας: χωρίς να υπερηφανεύεται για την ισχύ του ή να ελπίζει στις κολακείες και τα παροδικά πλούτη, αλλά δοξάζοντας τον Θεό, τον μόνο Βασιλέα του ουρανού και της γης, έναντι του οποίου είναι υπόλογος για την διακυβέρνησή του. Ο βασιλέας άκουσε με σεβασμό τις νουθεσίες και έδειξε αργότερα μεγάλη εκτίμηση για τον άνθρωπο του Θεού. 
Όταν ο Ρικχάριος έφθασε σε μεγάλη ηλικία, θέλησε να αποσυρθεί σε απόλυτη ησυχία ώστε να προετοιμαστεί για την εκδημία του. Ο βασιλέας και οι άρχοντες τού τόπου του πρόσφεραν τοποθεσία κατάλληλη στο δάσος του Κρεσύ, όπου εγκαταστάθηκε ο όσιος με συνοδεία μόνο έναν μαθητή, ώστε να αφοσιωθεί πλήρως στην θεωρία των αγαθών που επαγγέλλονται στον ουρανό για τους άξιους δούλους του Θεού. 
Ο όσιος πολλαπλασίασε τους ασκητικούς αγώνες και απέκτησε μεγάλη εξουσία επάνω στην φύση και τα άγρια θηρία. Σύντομα όμως το ερημητήριό του έγινε γνωστό και άρχισαν να πηγαίνουν πτωχοί, ασθενείς, αλλά και οι ισχυροί του κόσμου. «Όλοι εκείνοι για τους οποίους προσευχόταν ο όσιος», γράφει ο βιογράφος του, «αμέσως διά της αγαθότητος του Χριστού αποκτούσαν ό,τι ζητούσαν». 
Όταν ο Ρικχάριος διαισθάνθηκε ότι πλησίαζε η στιγμή που θα τελείωνε ο επίγειος βίος του, είπε στον μαθητή του να φτιάξει ένα φέρετρο σ’ έναν κορμό δένδρου και, ολοκληρώνοντας την ύστατη δέησή του, είπε: «Είθε ο Σωτήρ του κόσμου να είναι εύσπλαγχνος έναντι εμού, και έχοντας υπάρξει η παρηγορία μου στην παρούσα ζωή, να καταστεί ανταμοιβή μου στην άλλη!» 
Ο όσιος Ρικχάριος εκοιμήθη εν ειρήνη στις 26 Απριλίου 645. Λίγο αργότερα, μαθητές του πήραν το τίμιο λείψανο, το οποίο ενταφίασαν στην Κεντούλη, όπου κατέστη πηγή θαυμάτων. Ανεγέρθηκε κατόπιν μεγάλος ναός για την μονή, η οποία ανεδείχθη σε μια από τις λαμπρότερες του Μεσαίωνα στην Δύση.

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμος 8ος, ΑΠΡΙΛΙΟΣ
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·

 

Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

His Only Son (2023) - ΤΑΙΝΙΑ

 


ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ - ΕΔΩ

ΠΗΓΗ -  christianikocinema

θὰ ἤθελα νὰ ρωτήσω καὶ γιὰ τὸν ἐγωϊσμό, γιὰ τὴ λεπτὴ διάκρισι ἀνάμεσα στὴν ταπείνωσι καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια.

Αρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης, Προηγούμενος Ι. Μ. Ιβήρων Αγίου Όρους

Πατέρα Βασίλειε, θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ρωτήσω μιὰ προσωπική μου ἀπορία. Μιλήσατε γιὰ τὴν ταπείνωσι σ' ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ζωῆς ἑνὸς ἀνθρώπου, εἴτε εἶναι μοναχὸς εἴτε ὄχι, καὶ θὰ ἤθελα νὰ ρωτήσω καὶ γιὰ τὸν ἐγωϊσμό, γιὰ τὴ λεπτὴ διάκρισι ἀνάμεσα στὴν ταπείνωσι καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια. Γιατὶ πολλὲς φορὲς τὰ συγχέουμε αὐτὰ τὰ πράγματα. Προσπαθοῦμε νὰ φανοῦμε ταπεινοί, καὶ κάπου ἐγὼ προσωπικὰ μπερδεύομαι σ' αὐτό. 
π. Βασίλειος: Νομίζω ὅτι ἕνας ταπεινὸς εἶναι φύσει ἀξιοπρεπής. Καὶ πάλι τὸ λέει ὁ ᾽Αββᾶς ᾽Ισαάκ: Οἱ δὲ «ταπεινόφρονες καὶ νοήμονες» ἐνεργοῦν ἔτσι. ῾Ο ταπεινόφρων εἶναι νοήμων. ῾Ο ὑπερήφανος εἶναι κουφιοκεφαλάκης. ∆ὲν τὸ καταλαβαίνουμε; Μά, νομίζω ὅτι αὐτὰ τὰ πράγματα τὰ ψηλαφοῦμε. Πολλοὶ μιλοῦν γιὰ τὴν ταπείνωσι, ἀλλὰ νομίζω ὅτι ὁ μέγας μυσταγωγὸς στὸ μυστήριο τῆς ταπεινώσεως εἶναι ὁ ἀββᾶς ᾽Ισαάκ. Καὶ λέει: «Ὅταν πάω νὰ μιλήσω γιὰ ταπείνωσι, φοβᾶμαι μιὰ καὶ πάω νὰ μιλήσω γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, γιατὶ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, γενόμενος ἄνθρωπος, τὴν ταπείνωσι ἐνεδύθη ὡς ἱμάτιον». Καὶ ἡ ταπείνωσι μᾶς κάνει κατὰ χάριν υἱοὺς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ ταπείνωσι φέρνει τὴν πρώτη χάρι τῆς υἱοθεσίας, καὶ νοιώθει μετὰ ὁ καθένας ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄγρια θηρία, ὅτι ἐδῶ πέρα ἔχουν διὰ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ταπεινοῦ τὴ φανέρωσι τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ. Καὶ παίρνει ὁ καθένας ἄνθρωπος πονεμένος καὶ πληγωμένος (ὁ καθένας μας ἔχει τὸ πλήγωμά του μέσα του) μιὰ παρηγοριὰ καὶ μιὰ δύναμι. 
Νομίζω ὅτι αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ᾽Εκκλησία. Τὸ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ᾽Εκκλησία, ὅπως εἴπαμε, μὲ τὴ γνῶσι στὶς τρεῖς βαθμίδες της, ποὺ ἀρχίζει ἡ μὲ σωματικὸ καὶ ψυχικὸ τρόπο ἄσκησι τῆς ἀρετῆς, καὶ μετὰ φτάνει στὴν ἀνάπαυσι, ποὺ εἶναι ἡ πρόγευσι τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ βασιλείας. Τὸ νὰ μποῦμε λοιπὸν μέσα στὴ ζωὴ τῆς ᾽Εκκλησίας εἶναι ἕνα πράγμα σωματικὸ καὶ ψυχικό. ῾Ο Χριστός, ὡς τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων. 
Γι᾽ αὐτό, νομίζω, ἔχει σημασία νὰ ζῶ στὸν φυσιολογικὸ χῶρο. ∆ηλαδή, ἂν τυχὸν θέλω νὰ γίνω μοναχός, δὲν μπορῶ νὰ μὴν πάω στὸ ῞Αγιο ῎Ορος. ∆ηλαδὴ πρέπει νὰ πάω στὸ μοναστήρι. ∆ὲν μπορῶ νὰ μένω σ' ἕνα διαμέρισμα τῆς ὁδοῦ Πατησίων. Τὸ ῞Αγιον ῎Ορος, μὲ τὶς ἀκολουθίες, μὲ τὶς εἰκόνες, μὲ βοηθάει. Καὶ ἔτσι νοιώθω ὅτι, ὅταν εἶμαι στὸ κελλί μου, στὸν κῆπο, βρίσκομαι μέσα στὴ χάρι τῆς Παναγίας, μέσα στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, ὅπως ἐδῶ πέρα εἶναι μεγάλη εὐλογία, καὶ τὄχω πῆ ἔτσι τόσες φορές, ὅτι δὲν ὑπῆρχε καλύτερος τόπος γιὰ νὰ γίνη αὐτὴ ἡ συνάντησι τὸν 'Ιούλιο τοῦ 1989, παρά, ὅπως εἰπώθηκε στὴν ἀρχή, ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς Παναγίας. ῾Υπάρχει αὐτὸ τὸ περιβάλλον ποὺ μᾶς βοηθάει νὰ πετύχουμε τὴ συνάντησι καὶ τὴν ἐπικοινωνία ποὺ ἐπιδιώκει τὸ συνέδριο. Τὸ ῎Ορος λοιπὸν βοηθάει. 
'Αλλὰ λές: Γιατὶ νὰ εἶμαι ἐγὼ ἐδῶ πέρα, καὶ νὰ βασανίζωνται οἱ ἄλλοι; Νὰ σᾶς πῶ ποιὸ λυπήθηκα; Λυπήθηκα τὸ παιδὶ τῆς Λίνδου. Εἶχα πάει ἕνα χειμώνα στὴ Ρόδο, καὶ μὲ πῆγαν στὴ Λίνδο. Τὸ χωριὸ στὴν πλαγιὰ τοῦ λόφου. Στὴν κορυφὴ ὁ ἀρχαῖος ναὸς καὶ τὰ ἐρείπια. Κάτω τὸ στρογγυλὸ λιμανάκι. ῞Ενα πράμα σὰν ζωγραφιά. Τὰ σπίτια ὄμορφα, λιθόστρωτοι οἱ δρόμοι, ἡ δὲ ἐκκλησία πανάγια. Μιὰ βασιλικὴ κατάγραφη, μὲ ἕνα δάπεδο ἀπὸ βότσαλα τὰ ὁποῖα ἔχουν μὲ τὸν χρόνο πάρει ἕνα κυματισμό. Τὸ τέμπλο ξύλινο, καλοδουλεμένο, μὲ εἰκόνες ἀνάλογες.῾Οπότε, λές: Νὰ γεννηθοῦν παιδιὰ ἐδῶ πέρα, νὰ παίξουν, νὰ γυρίσουν (σὰν τὸν Παναγιώτη, τὸν Λευτέρη καὶ τὴ Μαρίνα). Νὰ τρέξουνε στὴν πλατεία, νὰ πᾶνε στὸ λιμανάκι, νὰ βγοῦνε στὴν κορυφή, νὰ παρακολουθήσουν τὴ Μεγάλη ῾Εβδομάδα στὸν ναὸ αὐτό. Τέλεια. ∆ὲν χρειάζονται καὶ πολλὲς διδασκαλίες. ῎Ηδη αὐτὸ τὸ περιβάλλον εἶναι μιὰ μήτρα θεουργικὴ ποὺ πλάθει σωστὰ τὸν ἄνθρωπο. 
῾Η παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ λέει ὅτι ὁ νεώτερος υἱὸς ἔκανε ἐπανάστασι, ζήτησε καὶ πῆρε ἀπὸ τὸν πατέρα «τὸ ἐπιβάλλον μέρος» τῆς περιουσίας του καὶ ἀπεδήμησε σὲ χώρα μακρινή. 
Μὲ τὸ παιδὶ τῆς Λίνδου, τώρα, τί ἔγινε; ∆ὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἀλλὰ ἡ χώρα ἡ μακρινὴ ἦρθε στὸ σπίτι καὶ κατέκτησε τὸ σπίτι. Καὶ οἱ δρόμοι γέμισαν ἀπὸ γυμνοὺς καὶ γυμνές, ἀπὸ ἀνοήτους. Καὶ ἔχουμε ἕνα συνωστισμό, σὰν τὴν ὥρα αἰχμῆς στὸ λεωφορεῖο, ποὺ δὲν μπορεῖ ἄνθρωπος νὰ μπῆ μέσα.῾Οπότε, λέει τὸ παιδί: Τί θὰ κάνω ἐγὼ ἐδῶ πέρα; Ποῦ εἶναι ἡ Λειτουργία, ποῦ εἶναι ἡ ᾽Εκκλησία, ποῦ εἶναι τὸ παιχνίδι, ποῦ εἶναι ἡ θάλασσα; Χάθηκαν ὅλα. ῾Οπότε, γιὰ νὰ μείνης στὸ σπίτι σου, πρέπει νὰ βγῆς ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι σου. Αὐτὴ εἶναι ἡ κατάστασι ἡ σημερινή. 
᾽Αλλὰ ἐγὼ δὲν θέλω νὰ μιλήσω γι' αὐτά, πρὶν μιλήσω γιὰ τὴ δύναμι ποὺ ὑπάρχει μέσα στὴν ᾽Ορθοδοξία καὶ δίδει τὴ λύσι. ῾Ο ἄνθρωπος εἶναι ἔτσι ποὺ τὸν ἔπλασε ὁ Θεὸς καὶ θέλει, ὄχι ἁπλῶς τὴν καλοσύνη, ἀλλὰ νὰ φθάση στὴ θέωσι. Καὶ μεῖς εἴμαστε ἀνίκανοι καὶ γιὰ τὴν καλοσύνη. ∆ὲν τὸ ξέρετε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε οὔτε καλοί; Καὶ τότε, γιατὶ μιλᾶμε γιὰ τὴ θέωσι; ∆ιότι τὸ ἐπιθυμοῦμε, τὸ ζητᾶμε αὐτό, καὶ μᾶς τὸ δίδει ὁ Θεὸς χάρισμα, ὅταν κάνουμε ὑπομονή. Καὶ οἱ Ἅγιοι ποὺ τὸ πέτυχαν, τὸ πέτυχαν καὶ γιὰ χάρι μας. Αὐτοὶ εἶναι μιὰ εὐλογία γιὰ μᾶς, καὶ ἐλπίζουμε στὶς πρεσβεῖες τους. 
῾Οπότε, δὲν πρέπει νὰ ἀπογοητευώμαστε, καὶ ὅλα τὰ προβλήματα θὰ λυθοῦν μὲ τὴν ᾽Ορθοδοξία. Καὶ θὰ σωθοῦμε μὲ τὴν ᾽Ορθοδοξία. Πῶς; Μὲ τὸ νὰ κάνη ὁ καθένας τὸ διακόνημά του σωστά. Καὶ νομίζω ὅτι αὐτὸ τὸ λίγο ποὺ γίνεται τώρα, μὲ τὴ συνάντησι αὐτή, εἶναι ἕνα βῆμα. Τὰ περισσότερα θὰ γίνουν μόνα τους, ἂν τυχὸν ἔχουμε αὐτιὰ καὶ ἀκούσουμε τὴν κλῆσι τοῦ Θεοῦ. Πάντως ἐγὼ πάλι θέλω νὰ ἐπαναλάβω τὴν εὐχαριστία ἐκ μέρους ὅλων μας γιὰ τὴν ὁμάδα τῆς Σύρου ποὺ ἔκανε αὐτὴ τὴ μικρὴ συνάντησι, αὐτὲς τὶς μικρὲς συναντήσεις· καί, ἐπειδὴ εἶναι μικρές, εἶναι σημαντικὲς καὶ μεγάλες. 

 Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ∆Ε∆ΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΗΘΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ




H έκτη και τελευταία εβδομάδα της Mεγ. Σαρακοστής ονομάζεται «Εβδομάδα των Βαϊων». Για έξι μέρες πριν το Σάββατο του Λαζάρου και την Κυριακή των Βαΐων η λατρεία της Εκκλησίας μας ωθεί ν’ ακολουθήσουμε το Χριστό καθώς πρώτος αναγγείλει το θάνατο του φίλου Του και κατόπιν αρχίζει το ταξίδι Του στη Βηθανία και στην Ιερουσαλήμ. Το θέμα και ο τόνος αυτής της εβδομάδας δίνονται την Κυριακή το απόγευμα στον Εσπερινό: 
Την έκτην των σεπτών Νηστειών Εβδομάδα, προθύμως απαρχόμενοι, Κυρίω προεόρτιον ύμνον των Βαίων άσωμεν πιστοί, ερχομένω εν δόξη δυνάμει Θεότητος, επί την Iερουσαλήμ, νεκρώσαι τον θάνατον...
Στο κέντρο της προσοχής είναι ο Λάζαρος - η αρρώστεια του, ο θάνατός του, ο θρήνος των συγγενών του και η αντίδραση του Χριστού σ' όλα αυτά.
Έτσι τη Δευτέρα ακούμε:
Σήμερον Χριστῷ δηλοῦται, πέραν Ἰορδάνου διατρίβοντι, ἡ νόσος τοῦ Λαζάρου, καὶ ὡς προγνώστης λέγει· Ἡ ἀσθένεια αὕτη, οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον.
Την Τρίτη:
Χθὲς καὶ σήμερον, ἡ νόσος ἡ τοῦ Λαζάρου· ταύτην γὰρ Χριστῷ δηλοῦσιν αἱ σύγγονοι, ἐν χαρᾷ ἡ Βηθανία προευτρεπίζου, τὸν Δεσπότην ξεναγωγῆσαι καὶ Βασιλέα, σὺν ἡμῖν βοῆσαι, Κύριε δόξα σοι.
Την Τετάρτη:
Σήμερον Λάζαρος, θανὼν ἐνθάπτεται, καὶ θρῆνον ᾄδουσιν, αἱ τούτου σύγγονοι, ὡς δὲ προγνώστης καὶ Θεός, τὸ πάθος προηγόρευσας, Λάζαρος κεκοίμηται, τοῖς Μαθηταῖς προφθεγγόμενος· ἀλλὰ νῦν ἀπέρχομαι, ἀναστῆσαι ὃν ἔπλασα. Διό σοι πάντες βοῶμεν· Δόξα τῷ κράτει τῆς ἰσχύος σου.
Την Πέμπτη:
Δισημερεύει Λάζαρος ἐν τῷ τάφῳ, τοὺς ἀπ' αἰῶνος βλέπει θανέντας· ἐκεῖ τεθέαται δείματα ξένα, πληθὺν ἀναρίθμητον, ᾍδου κρατουμένην τοῖς δεσμοῖς· διὸ αἱ σύγγονοι θρηνοῦσι πικρῶς προσβλέπουσαι τὸν τάφον αὐτοῦ, Χριστὸς δὲ ἥκει ζωῶσαι τὸν φίλον τὸν ἑαυτοῦ, τοῦ μίαν παρὰ πάντων ἐπιτελεῖσθαι συμφωνίαν. Εὐλογημένος εἶ Σωτήρ, ἐλέησον ἡμᾶς
Τέλος την Παρασκευή:
Ἔρχεται ὁ Κύριος, ἄνοιξόν σου τὰς πύλας, Βηθανία πρόσδεξαι, ἐν πίστει τὸν Δεσπότην· καὶ γὰρ ἥκει ἐξαναστῆσαι ἐκ τάφου, Λάζαρον ὡς μόνος παντοδύναμος.
H τελευταία εβδομάδα δηλαδή περνάει με πνευματική περισυλλογή πάνω στην ερχόμενη συνάντηση του Χριστού με το θάνατο - πρώτα στο πρόσωπο του φίλου Του Λαζάρου, έπειτα στο θάνατο του ίδιου του Χριστού. Πλησιάζει η «ώρα του Χριστού» για την οποία τόσο συχνά μιλούσε και προς αυτήν προσανατολιζόταν όλη η επίγεια διακονία Του. Θα πρέπει να ρωτήσουμε: ποιά είναι η θέση και ποιο το νόημα αυτών των πνευματικών σκέψεων πάνω στη Μεγάλη Σαρακοστή; Πώς συνδέονται με την όλη μας προσπάθεια της περιόδου αυτής; Αυτές οι ερωτήσεις προϋποθέτουν μια άλλη ερώτηση με την οποία θα πρέπει τώρα ν’ ασχοληθούμε με κάποια συντομία. Σε κάθε ανάμνηση γεγονότων από τη ζωή του Χριστού η Εκκλησία πολύ συχνά - αν όχι πάντοτε - μεταφέρει το παρελθόν στο παρόν. Έτσι τη μέρα των Χριστουγέννων ψέλνουμε: «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου...», την Κυριακή των Βαϊων λέμε: «Σήμερον εισέρχεται εις τα Ιεροσόλυμα...», τη Μεγάλη Παρασκευή: «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου...». H ερώτηση λοιπόν είναι: ποιο είναι το νόημα αυτής της χρονικής μεταφοράς; ποια είναι η σημασία αυτού του λειτουργικού «σήμερον»;
Οι περισσότεροι από τους εκκλησιαζόμενους πιθανόν το θεωρούν αυτό σαν μια ρητορική μεταφορά, σαν ποιητικό «σχήμα λόγου». H δική μας, η σύγχρονη προσέγγιση της λατρείας γίνεται με δυο τρόπους: ή με τη λογική ή με το συναίσθημα. Η λογική προσέγγιση περιορίζει τη λειτουργική τελετουργία σε ιδέες. Βρίσκεται δε στις ρίζες της «Δυτικίζουσας» θεολογίας η οποία αναπτύχτηκε στην Ορθόδοξη Ανατολή αφού απομακρύνθηκε από την πατερική εποχή και για την οποία η θεία Λειτουργία είναι, στην καλύτερη περίπτωση ένα ακατέργαστο υλικό για καθαρούς διανοητικούς ορισμούς και θεωρήματα. Ότι δε στη λατρεία δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια διανοητική αλήθεια επιγράφεται «ποίηση» - δηλαδή κάτι που δεν μπορεί κανείς να το πάρει στα σοβαρά. Και εφ' όσον είναι ολοφάνερο ότι τα γεγονότα που μνημονεύονται από την Εκκλησία ανήκουν στο παρελθόν, το λειτουργικό «σήμερον» δεν μπορεί να έχει κάποιο σοβαρό νόημα. Όσο δε αφορά τη «συναισθηματική» προσέγγιση, αυτή είναι το αποτέλεσμα μιας ατομικιστικής και εγωκεντρικής ευσέβειας που είναι, κατά πολλούς τρόπους, το συμπλήρωμα της διανοητικής θεολογίας. Γι' αυτού του είδους την ευσέβεια, η λατρεία, πάνω από καθετί άλλο, είναι ένα χρήσιμο πλαίσιο για προσωπική προσευχή, είναι φόντο για έμπνευση που σκοπός του είναι να «θερμάνει» την καρδιά μας και να τη στρέψει προς το Θεό. Το περιεχόμενο και το νόημα στις ακολουθίες, στα λειτουργικά κείμενα, στις ιεροτελεστίες έχουν, στην περίπτωση αυτή, δευτερεύουσα σημασία· όλα τούτα είναι χρήσιμα και ικανοποιητικά μόνον εφ' όσον με βοηθούν να προσεύχομαι! Και έτσι το λειτουργικό «σήμερον» σβήνει, όπως εξάλλου και όλα τα άλλα λειτουργικά κείμενα, μέσα σ’ ένα είδος ξεχωριστής κατανυκτικής και εμπνευσμένης «προσευχής». 
Εξαιτίας της πόλωσης στην εκκλησιαστική νοοτροπία όσον αφορά τους δυο τρόπους προσέγγισης της λατρείας, είναι πολύ δύσκολο σήμερα να δείξουμε ότι η αληθινή λειτουργία της Εκκλησίας δεν μπορεί να περιοριστεί ούτε στις «ιδέες» ούτε στην «προσευχή». Δεν εορτάζει κανείς τις ιδέες! Όσο για την ατομική προσευχή δεν λέει το Ευαγγέλιο ότι όταν θέλουμε να προσευχηθούμε να μπαίνουμε στο «ταμείον» μας και να έχουμε προσωπική επικοινωνία με το Θεό; (Ματθ. 6,6). Η σωστή αντίληψη της γιορτής προϋποθέτει και τα δυο, και το γεγονός και την κοινωνική ή ομαδική συμμετοχή σ’ αυτό. Μια γιορτή, ένα πανηγύρι, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο όταν οι άνθρωποι συναντιώνται όλοι μαζί, ξεπερνώντας το φυσικό χωρισμό και την απομόνωση, δρουν όλοι μαζί σαν ένα σώμα, πραγματικά σαν ένα πρόσωπο μπροστά σ’ ένα γεγονός (γάμος, κηδεία, νίκη κλπ.). Και το πιο φυσικό θαύμα σε όλες τις γιορτές είναι ακριβώς το ότι ξεπερνιέται, έστω και προσωρινά, το επίπεδο των ιδεών και αυτής ακόμα της ατομικότητας. Χάνει πραγματικά κανείς τον εαυτό του μέσα σε μια γιορτή, και συναντάει τους άλλους κατά ένα μοναδικό τρόπο. Aλλά τότε ποιο ακριβώς είναι το νόημα αυτού του λειτουργικού «σήμερον» με το οποίο η Εκκλησία εγκαινιάζει όλες τις γιορτές της; Με ποια έννοια γεγονότα από το παρελθόν γιορτάζονται «σήμερον»; 
Θα μπορούσε κανείς να πει χωρίς να υπερβάλει, ότι όλη η ζωή της Εκκλησίας είναι μια συνεχής ανάμνηση και αναφορά. Στο τέλος κάθε ακολουθίας αναφερόμαστε στους αγίους:«... ων την μνήμην επιτελούμεν...»· αλλά πέρα απ' όλες τις άλλες μνήμες η Εκκλησία είναι μια ατέλειωτη ανάμνηση του Χριστού. 
Από καθαρά φυσιολογική πλευρά η μνήμη είναι μια διφορούμενη λειτουργία. Έτσι το να θυμόμαστε κάποιον που αγαπάμε και πού τον χάσαμε σημαίνει δυο πράγματα. Από τη μια πλευρά η μνήμη είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλή γνώση του παρελθόντος. Όταν θυμάμαι τον μακαριστό πατέρα μου, τον βλέπω· είναι παρών στη μνήμη μου όχι σαν ένα συνολικό άθροισμα όλων όσων γνωρίζω γι' αυτόν αλλά με όλη τη ζωντανή του πραγματικότητα. Aλλά από την άλλη πλευρά, αυτή η παρουσία με κάνει να συνειδητοποιώ ότι δεν είναι πια εδώ, ότι ποτέ δεν θα ξαναείναι σ’ αυτόν τον κόσμο και σ’ αυτή τη ζωή, ούτε θα αγγίξω το χέρι που τόσο ζωντανά βλέπω με τη φαντασία μου. Η μνήμη λοιπόν είναι η πιο θαυμάσια και ταυτόχρονα η πιο τραγική απ’ όλες τις ανθρώπινες λειτουργίες, γιατί τίποτε άλλο δεν αποκαλύπτει καλύτερα την σπασμένη φύση της ζωής μας. την ανικανότητα του ανθρώπου να διατηρήσει κάτι πραγματικά, να το κατέχει αληθινά σ’ αυτόν τον κόσμο. H μνήμη μας φανερώνει ότι ο «χρόνος και ο θάνατος βασιλεύουν στη γη». Aλλά ακριβώς γι’ αυτό η μοναδικά ανθρώπινη αυτή λειτουργία της μνήμης γίνεται το κέντρο του Χριστιανισμού, γιατί μ’ αυτή τελεί την ανάμνηση ενός Aνθρώπου, ενός Γεγονότος. μιας Νύχτας, μέσα στο βαθύ σκοτάδι της οποίας ακούμε τα λόγια: «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν...» Και να, το θαύμα γίνεται! Τον θυμόμαστε και Εκείνος είναι εδώ - όχι σαν μια νοσταλγική εικόνα από το παρελθόν, όχι σαν ένα θλιβερό «ποτέ πια...» αλλά με μια τέτοια έντονη παρουσία που η Εκκλησία μπορεί αιώνια να επαναλαμβάνει τα λόγια που είπαν οι μαθητές μετά τη συνάντηση στην Εμμαούς «...ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν...;»(Λουκ. 24,32). 
H φυσιολογική μνήμη είναι πρώτα απ’ όλα μια «παρουσία του απόντος» έτσι ώστε όσο περισσότερο παρών είναι αυτός πού θυμόμαστε τόσο πιο οξύς είναι ο πόνος από την απουσία του. Aλλά «εν Χριστώ» η μνήμη ξανάγινε η δύναμη που γεμίζει το διασπασμένο χρόνο, διασπασμένο από την αμαρτία και το θάνατο, από το μίσος και τη λησμοσύνη. Αυτή λοιπόν η νέα μνήμη, η μνήμη σαν δύναμη πάνω από το χρόνο και την καταστροφή του, αποτελεί την καρδιά της λειτουργικής γιορτής και του λειτουργικού «σήμερον». Σίγουρα η Παρθένος δεν γεννάει σήμερα, ούτε κάποιος «ουσιαστικά» στέκεται μπροστά στο Σταυρό· και σαν γεγονότα τούτες oι πράξεις ανήκουν στο παρελθόν. Aλλά «σήμερον» μπορούμε να θυμόμαστε αυτές τις πράξεις και η Εκκλησία είναι βασικά το δώρο και η δύναμη αυτής της ανάμνησης που μεταβάλλει πράξεις από το παρελθόν σε αιώνια σημαντικά γεγονότα. 
H λειτουργική γιορτή λοιπόν είναι μια νέα είσοδος της Εκκλησίας στο γεγονός και αυτό σημαίνει είσοδο όχι μόνο στις «ιδέες» του γεγονότος αλλά στη χαρά του, στη λύπη, στη ζωή του και στη συγκεκριμένη πραγματικότητά του. Ένα πράγμα πρέπει να ξέρουμε, ότι με την κραυγή «...Θεέ μου, Θεέ μου ίνα τι με εγκατέλιπες» ο Σταυρωμένος Χριστός φανέρωσε την «κένωση» Του και την ταπείνωση Του. Είναι όμως πολύ διαφορετικό πράγμα να γιορτάζουμε κάθε χρόνο αυτό που έγινε εκείνη τη μοναδική Παρασκευή· οπότε χωρίς καμιά λογικοποίηση ξέρουμε με πλήρη βεβαιότητα ότι αυτά τα λόγια, που ακούστηκαν μια μόνο φορά παραμένουν αιώνια αληθινά και τίποτε, ούτε η νίκη, ούτε η δόξα μπορούν ποτέ να τα εξαλείψουν. Αυτό που πρέπει να εξηγήσουμε είναι ότι η ανάσταση του Λαζάρου έγινε για να βεβαιωθούμε για «την κοινήν ανάστασιν» (τροπάριο της ημέρας). Είναι κάτι το συναρπαστικό να γιορτάζουμε κάθε μέρα για μια ολόκληρη εβδομάδα αυτή τη συνάντηση ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, που αργά αργά πλησιάζει, να γινόμαστε μέρος της, να βλέπουμε με τα μάτια μας και να νιώθουμε με όλο το είναι μας αυτό πού υπονοεί ο Ιωάννης με τα λόγια του: «Ιησούς ουν ως είδεν αυτήν κλαίουσαν και τους συνελθόντας...ενεβριμήσατο τω πνεύματι και ετάραξεν εαυτόν... και εδάκρυσεν» (Iωάν. 11,33-35). Για μας και σε μας όλα αυτά συμβαίνουν «σήμερον». Δεν ήμασταν τότε εκεί, στη Βηθανία κοντά στον τάφο με τις αδερφές που θρηνούσαν. Μόνο από το Ευαγγέλιο ξέρουμε όλα όσα έγιναν εκεί. Aλλά μέσα στην Εκκλησία με τη γιορτή της σήμερα, ένα ιστορικό γεγονός γίνεται ένα γεγονός και για μας, για μένα, γίνεται μια δύναμη στη ζωή μου, μια ανάμνηση, μια χαρά. Η θεολογία δεν μπορεί να πάει πέρα από την «ιδέα». Καί όσον αφορά την Ιδεολογική πλευρά, άραγε έχουμε ανάγκη αυτές, τις πέντε συνεχείς μέρες εφ' όσον είναι κάτι τόσο απλό να λέμε: «την κοινήν ανάστασιν... πιστούμενοι»; Aλλά το όλο θέμα είναι ότι η πρόταση αυτή καθ' αυτή δεν βεβαιώνει τίποτε. H αληθινή επιβεβαίωση πηγάζει από τη γιορτή και συγκεκριμένα απ' αυτές τις πέντε μέρες οπότε διακηρύττουμε την αρχή της φοβερής μάχης ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, και αρχίζουμε όχι τόσο πολύ να καταλαβαίνουμε όσο να μαρτυρούμε ότι ο Χριστός πρόκειται να θανατώσει το θάνατο. 
H ανάσταση του Λαζάρου, η υπέροχη γιορτή αυτού του μοναδικού Σαββάτου, είναι πέρα από τη Μεγάλη Σαρακοστή. Την Παρασκευή, παραμονή του Σαββάτου, σ’ ένα ιδιόμελο λέμε: «την ψυχωφελή πληρώσαντες Τεσσαρακόστην, την αγίαν εβδομάδα του Πάθους Σου, αιτούμεν κατιδείν». Μέσα στη λειτουργική ορολογία, το Σάββατο του Λαζάρου και η Κυριακή των Βαϊων είναι η «έναρξη του Σταυρού». Aλλά η τελευταία εβδομάδα της Σαρακοστής, η προεόρτια αυτών των ημερών, είναι η τελική αποκάλυψη του νοήματος της Μεγάλης Σαρακοστής. 
Από την αρχή είπαμε ότι η Σαρακοστή είναι προετοιμασία για το Πάσχα· στην πραγματικότητα όμως η καθημερινή εμπειρία, που έχει μέχρι τώρα γίνει παράδοση, βεβαιώνει ότι αυτή η προετοιμασία παραμένει αφηρημένη και κατ' όνομα μόνο. H Σαρακοστή και το Πάσχα είναι βαλμένα πλάι πλάι αλλά χωρίς καμιά ουσιαστική κατανόηση της σχέσης τους και της αλληλοεξάρτησης. Ακόμα και όταν δεν παίρνουμε τη Σαρακοστή μόνο σαν μια περίοδο για να πραγματοποιήσουμε την ετήσια εξομολόγηση και τη θεία Κοινωνία, συνήθως τη σκεπτόμαστε σαν μια περίοδο για ατομική προσπάθεια και έτσι παραμένει εγωκεντρική. Με άλλα λόγια, εκείνο που ουσιαστικά λείπει από το βίωμα της Σαρακοστής είναι: η σωματική και πνευματική προσπάθειά μας να σκοπεύουν στη συμμετοχή μας στο «σήμερον» της Ανάστασης του Χριστού, όχι σαν μια αφηρημένη ηθικότητα, ούτε σαν μια ηθική πρόοδο μας η σαν έναν αυστηρότερο έλεγχο στα πάθη, ούτε ακόμα σαν μια προσωπική τελείωση, αλλά σαν πλήρη συμμετοχή (συμμετοχή που περικλείει τα πάντα) στο τελικό «σήμερον». H χριστιανική πνευματικότητα που δεν έχει αυτόν το σκοπό κινδυνεύει να γίνει ψευτο-χριστιανική γιατί σε τελευταία ανάλυση μια τέτοια πνευματικότητα παρακινείται από το «εγώ» και όχι από το Χριστό. O κίνδυνος εδώ είναι ότι, όταν η καρδιά εξαγνιστεί, καθαριστεί και ελευθερωθεί από το δαίμονα που την κατοικούσε, παραμένει άδεια και ο δαίμονας ξαναγυρίζει σ’ αυτή «και παραλαμβάνει επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού, και εισελθόντα κατοικεί εκεί και γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων» (Λουκ. 11.26). 
Στον κόσμο τούτο το καθετί - ακόμα και η «πνευματικότητα» - μπορεί να γίνει δαιμονική. Έτσι είναι πάρα πολύ σημαντικό να ξαναβρούμε το νόημα και το ρυθμό της Μεγάλης Σαρακοστής σαν γνήσιας προετοιμασίας για το μεγάλο «σήμερον» του Πάσχα. 
Είδαμε μέχρι τώρα ότι η Σαρακοστή έχει δυο μέρη. Πριν από την Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης η Εκκλησία μας προτρέπει να αυτοσυγκεντρωθούμε, να πολεμήσουμε τη σάρκα και τα πάθη, το πονηρό και κάθε άλλη αμαρτία. Aλλά και όταν τα κάνουμε όλα αυτά μας παρακινεί συνέχεια να κοιτάζουμε μπροστά, να εξετάζουμε την προσπάθειά μας και να την υποκινούμε για «κάτι καλύτερο» που είναι προετοιμασμένο για μας. Μετά από την Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης το μυστήριο του Πάθους του Κυρίου, του Σταυρού Του και του θανάτου γίνεται το κέντρο σε όλες τις ιεροτελεστίες της Σαρακοστής, γίνεται κέντρο το «απέλθομεν εις Ιεροσόλυμα...». 
Τελικά, στη διάρκεια αυτής της προπαρασκευαστικής εβδομάδας, αρχίζει η ανάμνηση του μυστηρίου. H όλη προσπάθεια της Σαρακοστής μας έκανε ικανούς να παραβλέψουμε όλα εκείνα που, συνήθως καθημερινά, επισκιάζουν το κεντρικό αντικείμενο της πίστης, της ελπίδας και της χαράς μας. O χρόνος, όπως τον ξέραμε, τέλειωσε πια. Τώρα μετριέται όχι όπως συνήθως με τις απασχολήσεις και τις φροντίδες μας, αλλά με ό,τι συμβαίνει στο δρόμο για τη Βηθανία, και πέρα απ’ αυτή, για τα Ιεροσόλυμα. Και, ακόμα μια φορά λέμε, πως όλα αυτά δεν είναι ρητορικά σχήματα. Για όποιον έχει γευτεί την αληθινή λειτουργική ζωή - έστω και μια μόνο φορά, ακόμα και με ατέλειες, - είναι σχεδόν ολοφάνερο ότι από τη στιγμή που ακούμε: «Χαίροις πόλις Βηθανία, πατρίς η του Λαζάρου..., αύριον Χριστός παραγίνεται...», ο εξωτερικός κόσμος γίνεται κάπως εξωπραγματικός και σχεδόν νιώθει κανείς πόνο όταν από ανάγκη έρχεται καθημερινά σε επαφή μ’ αυτόν. H πραγματικότητα βρίσκεται σ’ αυτά που συμβαίνουν στην Εκκλησία, σ’ αυτή την ανάμνηση που μέρα με τη μέρα μας κάνει ν’ αναγνωρίσουμε τι σημαίνει να περιμένεις, και γιατί ο Χριστιανισμός είναι πάνω από κάθε άλλη προσδοκία και προετοιμασία. Έτσι όταν φτάνει ο Εσπερινός της Παρασκευής και ψέλνουμε: «την ψυχωφελή, πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν...» δεν έχουμε μόνο εκπληρώσει μια ετήσια χριστιανική «υποχρέωση», αλλά είμαστε έτοιμοι να κάνουμε δικά μας τα λόγια του ύμνου που ψέλνουμε την επόμενη μέρα: 
Διὰ Λαζάρου σε Χριστός, ἤδη σκυλεύει θάνατε, καὶ ποῦ σου ᾍδου τὸ νῖκος; τῆς Βηθανίας ὁ κλαυθμός, νῦν ἐπὶ σὲ μεθίσταται, πάντες κλάδους τῆς νίκης, αὐτῷ ἐπισείωμεν.

Απόσπασμα 
από το βιβλίο του 
π. Αλέξανδρου Σμέμαν
Μεγάλη Σαρακοστή. 
Πορεία προς το Πάσχα
Ακρίτας

Δημοφιλείς αναρτήσεις