Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ
Ο άγιος και ένδοξος μάρτυς του Χριστού Παντελεήμων γεννήθηκε στη Νικομήδεια από πατέρα ειδωλολάτρη, τον Ευστόργιο, που είχε το αξίωμα του συγκλητικού, και από μητέρα χριστιανή, την Ευβούλη, οι οποίοι του έδωσαν το όνομα Παντολέων. Τη μόρφωσή του εμπιστεύθηκαν σε έναν φημισμένο ιατρό, τον Ευστόργιο, και σε λίγο χρόνο ο Παντολέων απέκτησε τέλεια γνώση της ιατρικής επιστήμης σε σημείο μάλιστα που ο αυτοκράτορας Μαξιμιανός Γαλέριος, μαθαίνοντας για τις ικανότητές του, σχεδίαζε να τον προσλάβει στο παλάτι ως προσωπικό του ιατρό. Καθημερινά ο νεαρός Παντολέων περνούσε μπροστά από το σπίτι όπου κρυβόταν ο άγιος Ερμόλαος [26 Ιουλ.], και ο όσιος ιερέας διακρίνοντας στην όψη του το ποιόν της ψυχής του, τον προσκάλεσε μια μέρα να εισέλθει στο σπίτι και άρχισε να του διδάσκει ότι η ιατρική επιστήμη δεν μπορεί να προσφέρει παρά αδύναμη ανακούφιση στη βαθειά πάσχουσα φύση μας, την υποκείμενη στον θάνατο, και ότι μονάχα ο Χριστός, ο μόνος αληθινός Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας, ήλθε να μας χαρίσει τη Σωτηρία, δίχως φάρμακα και εντελώς δωρεάν. Η καρδιά του Παντολέοντος γέμισε χαρά ακούγοντας τα λόγια αυτά, και έτσι ο νέος άρχισε να συχνάζει στο σπίτι του Ερμολάου, από τον οποίο κατηχήθηκε στο μεγάλο Μυστήριο της Πίστεως. Μια μέρα, επιστρέφοντας από τον Ευφρόσυνο, βρήκε στον δρόμο ένα παιδί νεκρό από δάγκωμα οχιάς. Κρίνοντας μέσα του πως είχε ήδη έλθει η ώρα να δοκιμάσει την αλήθεια των επαγγελιών του Ερμολάου, ο Παντολέων επικαλέσθηκε το Όνομα του Χριστού και αμέσως το παιδί αναστήθηκε ενώ το φίδι ψόφησε. Έτρεξε στον Ερμόλαο γεμάτος χαρά και ζήτησε να λάβει δίχως χρονοτριβή το άγιο Βάπτισμα. Έμεινε κατόπιν κοντά στον άγιο γέροντα για να χαρεί ως νεοφώτιστος τις ουράνιες διδαχές του και επέστρεψε στο σπίτι του την όγδοη ημέρα. Στις ερωτήσεις του ανήσυχου πατέρα του, απάντησε ότι είχε μείνει στο παλάτι ασχολούμενος με τη νοσηλεία ενός ανθρώπου του αυτοκράτορα. Κρατώντας ακόμη μυστικό το γεγονός της μεταστροφής του, προσπάθησε εν τούτοις με μεγάλο ζήλο να πείσει τον Ευστόργιο για τη ψυχόλεθρη πλάνη και ματαιότητα της λατρείας των ειδώλων.

Λίγο αργότερα, έφεραν στον συγκλητικό έναν τυφλό που παρακάλεσε τον Παντολέοντα να τον θεραπεύσει, γιατί είχε αναλώσει χωρίς αποτέλεσμα την περιουσία του σε άλλους γιατρούς. Έχοντας την εμπιστοσύνη του στον Χριστό που ενοικούσε πλέον μέσα του με δύναμη, ο νέος διαβεβαίωσε τον έκπληκτο πατέρα του ότι θα τον θεράπευε με τη χάρη του Διδασκάλου του. Σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τα μάτια του τυφλού, επικαλούμενος τον Χριστό, και αμέσως ο άνθρωπος βρήκε το φως όχι μόνο των σωματικών οφθαλμών του, αλλά και εκείνων της ψυχής, γιατί αναγνώρισε πως ο Χριστός τον είχε θεραπεύσει. Βαπτίσθηκε από τον άγιο Ερμόλαο μαζί με τον Ευστόργιο, ο οποίος εκοιμήθη εν ειρήνη λίγο αργότερα.

Ο Παντολέων μοίρασε τότε την κληρονομία του στους πτωχούς, ελευθέρωσε τους δούλους του και επιδόθηκε με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο στη φροντίδα των ασθενών, από τους οποίους ζητούσε αντί άλλης αμοιβής να πιστέψουν στον Χριστό που είχε έλθει στον κόσμο να μας θεραπεύσει από όλες τις αρρώστιες μας. Οι άλλοι γιατροί της Νικομήδειας άρχισαν να τον φθονούν και, καθώς είχε φροντίσει έναν ασθενή που μόλις είχε βασανισθεί με εντολή του αυτοκράτορα, άδραξαν τότε την ευκαιρία για να τον καταδώσουν στον Μαξιμιανό. Ακούγοντας με λύπη την κατάθεση κατά του προστατευομένου του, ο αυτοκράτορας κάλεσε τον πρώην τυφλό και τον ανέκρινε σχετικά με τα μέσα που χρησιμοποίησε ο Παντολέων για να του δώσει το φως του. Όπως ο εκ γενετής τυφλός του Ευαγγελίου, έτσι και ο άνθρωπος αυτός αποκρίθηκε με απλότητα ότι τον είχε θεραπεύσει ο Παντολέων επικαλούμενος το Όνομα του Χριστού και ότι το θαύμα αυτό του είχε χαρίσει το αληθινό φως της Πίστεως. Εξοργισμένος ο αυτοκράτορας, πρόσταξε να τον αποκεφαλίσουν και έστειλε τους ανθρώπους του να αναζητήσουν τον Παντολέοντα. Όταν ο άγιος βρέθηκε ενώπιόν του, τον έμεμψε ότι είχε προδώσει την εμπιστοσύνη του και τον κατηγόρησε για ύβρη κατά του Ασκληπιού και των άλλων θεών με την πίστη του στον Χριστό, έναν άνθρωπο που πέθανε μόνος και σταυρωμένος. Ο άγιος τού απάντησε ότι η πίστη και η ευσέβεια απέναντι στον αληθινό Θεό είναι ανώτερες από τα πλούτη και από όλες τις τιμές του μάταιου τούτου κόσμου και, για του λόγου το ασφαλές, πρότεινε στον Μαξιμιανό να τον δοκιμάσει. Έφεραν λοιπόν έναν παραλυτικό, υπέρ του οποίου ανέπεμψαν κατ’ αρχήν δέηση οι ιερείς των ειδώλων, υπό τη χλεύη του αγίου, χωρίς να φέρουν όμως κανένα αποτέλεσμα. Ο Παντολέων τότε ανέπεμψε την προσευχή του στον Κύριο και παίρνοντας το χέρι τον παραλυτικό τον θεράπευσε στο Όνομα του Χριστού. Πολλοί ειδωλολάτρες βλέποντας τον άνθρωπο να βαδίζει περιχαρής πίστεψαν στον Θεό, ενώ οι εθνικοί ιερείς πίεσαν τον αυτοκράτορα να θανατώσει τον επικίνδυνο αυτόν ανταγωνιστή.

Καθώς ο Μαξιμιανός τού υπενθύμισε τα μαρτύρια στα οποία είχε υποβληθεί ο άγιος Άνθιμος, αρχιεπίσκοπος της Νικομηδείας [3 Σεπτ.], ο Παντολέων αποκρίθηκε ότι εάν ένας γέρος άνθρωπος είχε επιδείξει τόσο θάρρος, πολύ περισσότερο οι νέοι θα έπρεπε να αποδειχθούν ανδρείοι μπροστά σε κάθε δοκιμασία. Αφού ούτε οι κολακείες ούτε οι απειλές δεν μπόρεσαν να τον κάνουν να ενδώσει, ο τύραννος τον παρέδωσε στα βασανιστήρια. Τον έδεσαν σε έναν στύλο και του ξέσχισαν τα πλευρά με σιδερένια νύχια, ενώ εν συνεχεία έκαυσαν τις πληγές με δαυλούς. Ο Χριστός όμως, εμφανιζόμενος στον άγιο με τη μορφή του πνευματικού του πατρός, του Ερμολάου, του είπε: «Μη φοβάσαι τίποτε, τέκνο μου, γιατί Εγώ είμαι μαζί σου και θα έχεις την αρωγή Μου σε ό,τι κι αν πάθεις για Μένα!». Αμέσως οι δαυλοί έσβησαν και οι πληγές του αγίου θεραπεύθηκαν. Από τη στιγμή εκείνη, ο Κύριος τον συνόδευε και τον κρατούσε αβλαβή σε όλες τις δοκιμασίες, είτε όταν τον έριξαν σε λιωμένο μολύβι είτε όταν τον πέταξαν στη θάλασσα δεμένο με μια βαριά πέτρα. Εν συνεχεία τον παρέδωσαν στα θηρία, αλλά κι εκεί ο Χριστός τον προστάτευσε και τα ζώα έρχονταν να κυλιστούν στα πόδια του γλείφοντάς τα τρυφερά σαν να ήταν κατοικίδια. Ο τύραννος όμως, παραμένοντας πιο άγριος και από τα άλογα ζώα, διέταξε να δέσουν τον άγιο σε έναν τροχό εφοδιασμένο με κοφτερές λάμες που τον άφησαν να κυλήσει από υψηλό τόπο μπροστά σε όλη την πόλη που είχε συγκεντρωθεί για το θέαμα. Πάλι ο Κύριος παρενέβη θαυματουργικά, λύοντας τον δούλο Του από τα δεσμά του, ενώ ο τροχός στο σαρωτικό πέρασμά του συνέτριψε πλήθος ειδωλολατρών.

Στις ερωτήσεις του Μαξιμιανού, που ήθελε να μάθει από ποιον είχε τη δύναμη αυτή και πώς οδηγήθηκε στη χριστιανική Πίστη, ο Παντολέων υπέδειξε το μέρος όπου κρυβόταν ο Ερμόλαος, διότι ο Θεός τού είχε αποκαλύψει ότι είχε φθάσει πια ο καιρός, εκείνος και ο διδάσκαλός του, να ομολογήσουν και να τελειωθούν διά του μαρτυρίου. Μετά τον ένδοξο θάνατο του αγίου Ερμολάου και των συν αυτώ, ο τύραννος κάλεσε εκ νέου τον Παντολέοντα και, υποκρινόμενος ότι οι μάρτυρες είχαν δήθεν λυγίσει, προσπάθησε να τον πείσει να θυσιάσει. Αντί για όποια άλλη απάντηση, ο άγιος ζήτησε να τους δει. Ο ηγεμόνας απάντησε ότι τους είχε στείλει σε άλλη πόλη και ο Παντολέων είπε προς αυτόν: «Είπες την αλήθεια χωρίς να το θέλεις, ψεύτη, γιατί αυτοί τώρα βρίσκονται στην Άνω Ιερουσαλήμ!». Βλέποντας ότι δεν μπορούσε να νικήσει την αποφασιστικότητά του, ο Μαξιμιανός διέταξε να τον αποκεφαλίσουν και να κάψουν το σώμα του.

Ο άγιος έφθασε περιχαρής στον τόπο της θανάτωσής του έξω από την πόλη, αλλά τη στιγμή που ο δήμιος ύψωσε το ξίφος του, το ξίφος έλιωσε όπως ακριβώς το κερί στη φωτιά. Μπροστά στο θαύμα αυτό, οι στρατιώτες που ήσαν εκεί ομολόγησαν το Όνομα του Χριστού. Ο Παντολέων τούς παρότρυνε ωστόσο να εκπληρώσουν το έργο τους και ανέπεμψε μια τελευταία προσευχή. Μια φωνή εξ ουρανού τού απάντησε: «Δούλε πιστέ, η επιθυμία σου θα εκπληρωθεί, οι πύλες του Ουρανού είναι ανοικτές για σένα, ο στέφανός σου έτοιμος. Θα υπάρξεις εφεξής ως καταφυγή των απεγνωσμένων, αρωγή των δοκιμαζομένων, ιατρός των ασθενών και τρόμος των δαιμόνων, γι’ αυτό και το όνομά σου δεν θα είναι πια Παντολέων, αλλά Παντελεήμων». Έκλινε τότε τον αυχένα και, όταν έπεσε η κεφαλή του, γάλα έτρεξε από τον λαιμό του, το σώμα του έγινε λευκό σαν το χιόνι και η ξερή ελιά στην οποία ήταν δεμένος πρασίνισε αίφνης και έδωσε πλούσιο καρπό. Οι στρατιώτες, που είχαν διαταχθεί να κάψουν το λείψανο του αγίου, τελικά το παρέδωσαν σε πιστούς που το έθαψαν με τιμή στο κτήμα του Αδαμαντίνου του Σχολαστικού και πήγαν να διαδώσουν το Καλό Άγγελμα σε άλλους τόπους. Έκτοτε τα τίμια λείψανα του αγίου Παντελεήμονος δεν έπαυσαν να χαρίζουν την ίαση και τη Χάρη του Χριστού, του μόνου Ιατρού των ψυχών και των σωμάτων, σε όσους τα ασπάζονται με πίστη και ευλάβεια.


«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος, Ιούλιος, 
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,


Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

Γιατί, πάτερ, ενοχλείτε τον Κύριο, με τις καθημερινές προσευχές σας, για τον αδελφό Συνέσιο;

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ  

Στο Γεροντικό του Αγίου Όρους διαβάζουμε:

Από το χωριό «Αγία Παρασκευή» της Χαλκιδικής, πριν από πολλά χρόνια (το 1860) στην ιερά Μονή Δοχειαρίου, μόναζε, ένας περίφημος και πολύ καλλίφωνος ψάλτης με το όνομα Συνέσιος.

Ο Μοναχός αυτός ιδιαίτερη ευλάβεια είχε στην Αγία Παρασκευή και πάντοτε μετά από τον καθορισμένο κανόνα της προσευχής του -μετάνοιες και κομβοσχοίνια- που ήταν υποχρεωμένος να κάνει, απαραίτητα έκανε και ιδιαίτερη προσευχή στην Αγία Παρασκευή. Στην προσευχή του αυτή παρακαλούσε την Αγία να τον βοηθήσει, για να σώσει την ψυχή του, κι αν σαν άνθρωπος έχει επάνω του κάτι που είναι εμπόδιο για την ψυχική του σωτηρία, να του το αφαιρέσει με όποιο τρόπο γνωρίζει εκείνη.

Πολλά χρόνια συνέχιζε να λέει αυτή την προσευχή και ένα πρωί, μετά την πανηγυρική ιερή Ακολουθία και τη θεία Λειτουργία, στην μνήμη του μαρτυρίου της Αγίας Παρασκευής [26 Ιουλίου] αισθάνθηκε λίγο μία μικρή ενόχληση στο λαρύγγι του, κι από την ενόχληση αυτή λίγο λίγο άρχισε η φωνή του να γίνεται βραχνή.

Από τότε έκανε πολλές προσπάθειες, για να καθαρίσει τη φωνή του, αλλά βελτίωση και θεραπεία δεν υπήρχε, απεναντίας όσο πήγαινε και χειροτέρευε η βραχνάδα στη φωνή του.

Επειδή ήταν καλός μουσικός και περίφημος ψάλτης λυπήθηκε ο ίδιος κι όλοι οι αδελφοί της Μονής αυτής, αλλά και όλοι οι πατέρες που τον γνώριζαν σ’ ολόκληρο το Άγιον Όρος.

Έκαναν όλοι θερμή προσευχή στο Θεό, για την θεραπεία του αδελφού αυτού Συνεσίου, οπόταν μετά από ικανό διάστημα, φανερώθηκε στον ύπνο του ηγουμένου της Μονής η αγία Παρασκευή και του είπε: «Γιατί, πάτερ, ενοχλείτε τον Κύριο, με τις καθημερινές προσευχές σας, για τον αδελφό Συνέσιο; Και γιατί παραπονείστε, εφ’ όσον ο ίδιος με παρακαλούσε τώρα και πολλά χρόνια να του αφαιρέσω εκείνο που είναι εμπόδιο στην ψυχική του σωτηρία;».

Ο ηγούμενος κάλεσε τον αδελφό Συνέσιο και τον ρώτησε, για ποιο πράγμα παρακαλούσε την Αγία Παρασκευή; Ο π. Συνέσιος είπε πως παρακαλούσε την Αγία να του αφαιρέσει ό,τι πράγμα εμποδίζει την σωτηρία της ψυχής του και πρόσθεσε στον ηγούμενο πως, όταν έψαλε, αισθάνονταν μία ιδιαίτερη ευχαρίστηση και γλυκαίνονταν επάνω στην μελωδική φωνή του τόσο, που ξεχνιόταν ο νους του και ξέφευγε από την έννοια των θείων λόγων και αντί να δοξολογεί, με τους θείους ύμνους αυτούς τον Ύψιστον, όπως ο Ψαλμός του Δαυίδ λέγει: «Ηδυνθείη αυτώ η διαλογή μου, εγώ δε ευφρανθήσομαι επί τω Κυρίω» (Ψαλμ. ΡΓ’ 103) αυτός γλυκαινόταν για την φωνή του που ήταν γλυκιά και μελωδική, κι έμπαινε μέσα στην ψυχή του, στο λογισμό του ένα είδος κρυφής υπερηφάνειας και με τον τρόπο αυτόν, κατάφερνε ο δαίμων της υπερηφάνειας, να χάνη αυτός την επαφή των ψαλλομένων και την ένωση του νου του με το Θεό, σαν ψάλτης, και έτσι μετατρεπόταν η προσευχή του σε αμαρτία, όπως και πάλι λέγει το Πνεύμα το Άγιον «και η προσευχή αυτού γενέσθω εις αμαρτίαν…» (Ψαλμ. ΡΗ 7).

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ


 

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Παρακλητικός κανόνας Αγίας  Παρασκευής : εδώ 

Η αγία μεγαλομάρτυς Παρασκευή γεννήθηκε σε χωριό κοντά στην Ρώμη κατά τους χρόνους του Αδριανού (117-138) από γονείς χριστιανούς, τον Αγάθωνα και την Πολιτεία, οι οποίοι παρακαλούσαν χρόνια τον Κύριο να τους δώσει τέκνο. Ο Θεός, που ικανοποιεί πάντα την επιθυμία των φοβουμένων Αυτόν (πρβλ. Ψαλμ. 144, 19), τους χάρισε μια θυγατέρα, την οποία ονόμασαν Παρασκευή λόγω της ημέρας της γεννήσεώς της και από ευλάβεια προς το ζωοποιό Πάθος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Από την πιο τρυφερή ηλικία της αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στα θεάρεστα έργα. Δεν ένιωθε καμία έλξη για τα θορυβώδη παιγνίδια της ηλικίας της, αλλά περνούσε τον καιρό της είτε στην εκκλησία, παρακολουθώντας τις ιερές Ακολουθίες, είτε στο σπίτι, καταγινόμενη στην μελέτη του Λόγου του Θεού και την προσευχή. Όταν πέθαναν οι γονείς, ενώ ήταν δώδεκα ετών, κατ’ άλλους είκοσι ετών, διαμοίρασε τα μεγάλα πλούτη της στους πτωχούς και κατόπιν αποσύρθηκε σε μονή, όπου ενεδύθη το μοναχικό Σχήμα. Αφού πέρασε κάποιο διάστημα με πλήρη υποταγή στην ηγουμένη της, διψώντας να κάνει και τους άλλους ανθρώπους κοινωνούς του θησαυρού της Πίστεως, εγκατέλειψε την μονή για να κηρύξει το Όνομα του Χριστού στα χωριά και στην ύπαιθρο. Έφερε σε θεογνωσία πλήθος ειδωλολατρών, προκαλώντας τον φθόνο και το μίσος των Εβραίων, που την κατήγγειλαν στον βασιλέα της περιοχής στην οποία βρισκόταν (σύμφωνα με τις νεώτερες εκδοχές του Μαρτυρίου, στον νέο αυτοκράτορα Αντώνιο τον Ευσεβή [περί το 140]). Ο ηγεμόνας πρόσταξε να συλλάβουν την ευγενή χριστιανή και να την οδηγήσουν ενώπιόν του. Όταν την είδε, έμεινε έκθαμβος μπροστά στο κάλλος της, κατόπιν δε προσπάθησε να την προσελκύσει με κολακείες λέγοντας: «Αν πεισθείς στα λόγια μου και θυσιάσεις στους θεούς, θα λάβεις πολλά αγαθά· αν όμως επιμείνεις, να ξέρεις ότι θα υποστείς τρομερά βασανιστήρια». Η τρυφερή κόρη τού αποκρίθηκε με ανδρείο φρόνημα: «Ποτέ δεν πρόκειται να αρνηθώ τον γλυκύτατό μου Ιησού Χριστό και κανένα μαρτύριο δεν μπορεί να με χωρίσει από την αγάπη Του. Εκείνος είναι που είπε: “Εγώ είμαι το φως του κόσμου· όποιος Με ακολουθεί δεν θα πλανιέται στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το φως της ζωής” (Ιωάν. 8, 12). Όσο για τους θεούς σας, “αυτούς που δεν έφταιξαν μήτε τον ουρανό μήτε την γη, να χαθούν από προσώπου γης και να καταποντισθούν κάτω απ’ αυτό τον ουρανό” (Ιερ. 10, 11)».

Ξεχείλισε τότε η οργή του ηγεμόνα και έδωσε εντολή στους στρατιώτες να φορέσουν στο κεφάλι της αγίας πυρακτωμένη περικεφαλαία. Η αγία Παρασκευή όμως, λουσμένη στην θεϊκή δρόσο, όπως οι Τρεις Παίδες εν τη καμίνω, δεν ένιωσε κανέναν πόνο. Αφού ξερίζωσαν τα στήθη της, την έριξαν στην φυλακή με μία ασήκωτη πέτρα πάνω στο στήθος· άγγελος όμως Κυρίου επεφάνη μέσα σε μεγάλο σεισμό και θεράπευσε την αγία κόρη. Μπροστά στο θαύμα αυτό, εβδομήντα στρατιώτες της φρουράς πίστεψαν στον Χριστό και αμέσως εκτελέσθηκαν με εντολή του τυράννου, ο οποίος κάλεσε εκ νέου την Παρασκευή ενώπιόν του. Όταν εκείνη επανέλαβε την φλογερή ομολογία της, έκαυσαν καζάνι γεμάτο λάδι και πίσσα και την έβαλαν μέσα. Αλλά κι εκεί ακόμη, καθώς το σώμα της είχε λάβει με την άσκηση και την αγνεία τον αρραβώνα της μελλούσης αφθαρσίας, η αγία παρέμεινε αβλαβής. Θεωρώντας πως το μείγμα δεν ήταν αρκετά καυτό, ο τύραννος πλησίασε και, κατά τις νεώτερες εκδοχές, τυφλώθηκε από το μείγμα λαδιού και πίσσας που του έριξε η Παρασκευή. Υπό την επίδραση του πόνου ήλθε σε επίγνωση του αμαρτήματός του και άρχισε να φωνάζει: «Λυπήσου με, δούλη του αληθινού Θεού, και δώσε μου πίσω το φως μου κι εγώ θα πιστέψω στον Θεό που κηρύττεις». Με την προσευχή της αγίας, όχι μόνο ξαναβρήκε το φως των ματιών του, αλλά έλαβε και το φως της Πίστεως και, κατόπιν αιτήματός του, βαπτίσθηκε στο όνομα της Αγίας Τριάδος μαζί με όλους τους σωματοφύλακές του.

Η αγία Παρασκευή αφέθηκε ελεύθερη για να συνεχίσει την αποστολή της. Βρισκόταν σε πόλη που διοικούσε κάποιος Ασκληπιός και κήρυττε εκεί τον Χριστό, όταν συνελήφθη και οδηγήθηκε στο δικαστήριο. Ο Ασκληπιός τής ζήτησε να δηλώσει την ταυτότητά της και η αγία σφράγισε τον εαυτό της με το σημείο του Σταυρού και δήλωσε ότι ήταν δούλη του Θεού ο Οποίος δημιούργησε τον ουρανό και την γη, προσφέρθηκε στον Σταυρό και στον θάνατο για την Σωτηρία μας και θα επιστρέψει εν δόξη για να κρίνει ζώντας και νεκρούς. Ο τύραννος πρόσταξε να ραβδισθεί, αλλά η αγία συνέχιζε να δοξάζει τον Θεό με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό, ενώ όταν ο Ασκληπιός διέκοψε τους δημίους για να της προτείνει να θυσιάσει, τον έφτυσε περιφρονητικά στο πρόσωπο. Έξαλλος εκείνος διέταξε να μαστιγωθεί μέχρις οστέων. Μετά από μία νύκτα όμως που πέρασε στο κελλί της, οι στρατιώτες την βρήκαν το πρωί σώα και αβλαβή. Η Παρασκευή ζήτησε από τον βασιλέα να μεταβεί στον ναό του Απόλλωνος και όλοι οι εθνικοί χάρηκαν πιστεύοντας ότι θα θυσίαζε. Αφού προσευχήθηκε επί μακρόν, η αγία έκανε το σημείο του Σταυρού και τα είδωλα γκρεμίσθηκαν με μεγάλο πάταγο κάνοντας τον λαό να αναφωνήσει: «Μέγας είναι ο Θεός των χριστιανών!». Οι ιερείς των ειδώλων μαινόμενοι απαίτησαν από τον βασιλιά να τελειώνει μαζί της και έριξαν την Παρασκευή σε λάκκο, όπου θανάτωσε με την προσευχή της τον δράκο και τα ερπετά που βρίσκονταν εκεί μέσα.

Βλέποντας ότι όλα τα μέσα απέβαιναν άκαρπα, ο Ασκληπιός έστειλε την δούλη του Θεού σε άλλο βασίλειο, που το κυβερνούσε ο σκληρός Ταράσιος. Στον τόπο εκείνο θεράπευσε, επικαλούμενη το Όνομα του Χριστού, όλους τους ασθενείς που της έφεραν, αλλά όταν ο βασιλέας το πληροφορήθηκε, πρόσταξε να την οδηγήσουν στο δικαστήριο και, κατηγορώντας την ότι έκανε μάγια, διέταξε να την ρίξουν σε δυσώδη λάκκο με δηλητηριώδη ζώα. Με το σημείο του Σταυρού ο κόπρος αυτός ομοιώθηκε με ευωδιαστό ανοιξιάτικο λιβάδι και υπό την προστασία αγγέλου η αγία εξήλθε αβλαβής από όλα τα βασανιστήρια στα οποία την υπέβαλαν. Ανίκανος πλέον να συγκρατήσει το μένος του, ο βασιλέας διέταξε τους δημίους να την αποκεφαλίσουν. Πέφτοντας στα γόνατα, η Παρασκευή προσευχήθηκε με δάκρυα, εμπιστευόμενη την γενναία ψυχή της στον Χριστό, τον Νυμφίο της, ζητώντας Του να συγχωρέσει τις αμαρτίες εκείνων που θα τιμούσαν την μνήμη της. Όταν το κεφάλι της έπεσε κάτω από το ξίφος, ακούστηκε ουράνια φωνή που την καλωσόριζε στην Βασιλεία των Ουρανών, την έλευση της οποίας είχε αναγγείλει με τους λόγους και τα έργα της. Έκτοτε τα διεσπαρμένα σε ιερούς ναούς τεμάχια από τα τίμια λείψανά της δεν έπαυσαν να επιτελούν πλήθος ιάσεων, ιδιαιτέρως σε όσους πάσχουν από παθήσεις των ματιών.
 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος, Ιούλιος,
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024

ΑΓΙΑ ΟΛΥMΠΙΑΣ, Η ΔΙΑΚΟΝΙΣΣΑ



ΑΓΙΑ ΟΛΥMΠΙΑΣ, Η ΔΙΑΚΟΝΙΣΣΑ 
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου : Πρός τήν Διακόνισσα Ὀλυμπιάδα Ἐπιστολή 9η 
Γρηγορίου του Θεολόγου: Προτρεπτικός στην Ολυμπιάδα  
Πηγή: ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟΝ 
Η τρισόλβια Ολυμπιάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη (μεταξύ 361 και 368) από οικογένεια της ανώτερης αριστοκρατίας. Ο πατέρας της, ο κόμης Σέλευκος, και η μητέρα της πέθαναν όταν εκείνη ήταν ακόμη παιδί και την κηδεμονία της ανέλαβε ένας συγγενής της, ο Προκόπιος, διοικητής της Βασιλεύουσας, ο οποίος εμπιστεύθηκε τη μόρφωσή της στη Θεοδοσία, την αδελφή του αγίου Αμφιλοχίου Ικονίου [23 Νοεμ.]. Μέσω αυτής, η Ολυμπιάς διατηρούσε σχέσεις φιλικές και οικείες με τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο [25 Ιαν.], τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης [11 Ιαν.] (ο οποίος, μάλιστα, της αφιέρωσε το υπόμνημά του στο «Άσμα Ασμάτων») και άλλους επιφανείς ανθρώπους της Εκκλησίας. Όταν ενηλικιώθηκε, διέλαμπε τόσο με το σωματικό κάλλος της όσο και με τη σοφία και ευσέβειά της. Το 386 παντρεύτηκε τον Νεβρίδιο, έπαρχο της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος πέθανε σχεδόν αμέσως πριν έλθει σε κοινωνία μαζί της. Αποφάσισε τότε να αφιερώσει τον υπόλοιπο βίο της στον Κύριο, ως χήρα και παρθένος, και να θέσει την τεράστια περιουσία της στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Μετά την άρνησή της να συνάψει δεύτερο γάμο με τον Ελπίδιο, συγγενή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, το Κράτος δήμευσε τα υπάρχοντά της και την εμπόδισαν να συναναστρέφεται τους ανθρώπους της Εκκλησίας όσο αυτή δεν συναινούσε. Επιστρέφοντας όμως μετά από μία εκστρατεία του κατά του Μαξίμου (388) ο αυτοκράτορας, θαυμάζοντας τον ζήλο της για την άσκηση και την αρετή της, της αποκατέστησε την περιουσία της. Άρχισε όμως και πάλι η οσία του Θεού να μοιράζει τα τεράστια πλούτη της σε ελεημοσύνες και αγαθοεργίες. Πούλησε τα κτήματα που είχε στη Θράκη, στη Γαλατία, την Καππαδοκία και τη Βιθυνία, καθώς και πολυτελή οικήματά της στην Κωνσταντινούπολη για να κτίσει παντού ξενώνες για τους ταξιδιώτες, νοσοκομεία, εκκλησίες και ένα μοναστήρι που εφάπτετο στη νότια στοά της Αγίας Σοφίας, το οποίο στέγασε περισσότερες από διακόσιες πενήντα μονάστριες: αρχικά θεραπαινίδες και συγγενείς της οσίας, στις οποίες ήλθαν να προστεθούν άλλες γυναίκες της υψηλής κοινωνίας. 
Ντυμένη με ενδύματα φτωχικά και ανεπιτήδευτα, με το πρόσωπό της άβαφο, το σώμα της ανάλαφρο από τις συνεχείς αγρυπνίες και τις προσευχές που είχε για βρώση και πόση, την καρδιά ειρηνευμένη και το πνεύμα ξένο προς κάθε κοσμική περιέργεια, η οσία ήταν για όλους μία τέλεια εικόνα της κατά Χριστόν αρετής. Παρά τις αλλεπάλληλες δοκιμασίες που χρειάστηκε να υποστεί, ποτέ δεν βγήκε από το στόμα της λέξη αγανάκτησης και η αγάπη της απλωνόταν στους πάντες, άξιους και ανάξιους. Πέρασε τον βίο της στην αδιάλειπτη μυστική θεωρία του Χριστού, απερίσπαστη, με τους οφθαλμούς λουσμένους από δάκρυα κατανύξεως. Τόση ήταν η φήμη της, ώστε σε ηλικία τριάντα μόλις ετών χειροτονήθηκε διακόνισσα από τον αρχιεπίσκοπο Νεκτάριο [11 Οκτ.], έγινε δε η σύμβουλός του επί πολλών εκκλησιαστικών υποθέσεων. 
Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος [13 Νοεμ.] διαδέχθηκε τον Νεκτάριο (398), η Ολυμπιάς βρήκε στο σεπτό πρόσωπό του, όχι μόνο τον πνευματικό πατέρα που επιθυμούσε, τη σπάνια αυθεντία σε ζητήματα απλανούς ερμηνείας των Γραφών, τον ένθεο ποιμένα που μεριμνούσε περισσότερο για όλη την Εκκλησία παρά για το ίδιο το ασκητικό σώμα του, αλλά το πνευματικό αποκούμπι, την πολύτιμη έμφιλη βακτηρία, τόσο σε αίσιους καιρούς όσο και σε καιρούς θλίψεων, χάριν της αλήθειας και υπέρ της ακεραιότητας του ήθους. Τέθηκε στην υπηρεσία του με ζήλο, φροντίζοντας για όλες τις υλικές ανάγκες του αγίου, μοιράζοντας γενναιόδωρα ελεημοσύνες σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες του. Ο μόνος άνδρας που γινόταν δεκτός εντός της μονής της Ολυμπιάδος, ήταν ο άγιος επίσκοπος, ο οποίος ερχόταν συχνά εκεί για να κατηχήσει τις μοναχές χειροτονώντας διακόνισσες πολλές από τις μαθήτριές της. 
Ας σημειωθεί σχετικά με τον θεσμό των διακονισσών, ότι ήταν επιλεγμένες μεταξύ παρθένων και χηρών προχωρημένης ηλικίας (60 ετών αρχικά και 40 μετέπειτα), χειροτονούνταν διά της επιθέσεως των χειρών και είχαν ακώλυτη πρόσβαση στο Ιερό, αλλά δεν θεωρούνταν ότι αποτελούσαν αυτό καθεαυτό μέρος του Κλήρου. Το ιδιαίτερο λειτούργημά τους συνίστατο κυρίως στη βοήθεια κατά την τελετή του Βαπτίσματος των κατηχουμένων και νεοφώτιστων γυναικών, στην επίσκεψη ασθενών και σε ορισμένα επικουρικά καθήκοντα, αλλά δεν μπορούσαν να διδάσκουν δημόσια ούτε να βαπτίζουν από μόνες τους (βλ. «Αποστολικές Διαταγές» Γ΄, 6, 1-2). Με την πάροδο του χρόνου, το λειτούργημα αυτό έπεσε σε αχρηστία παράλληλα με την έκλειψη του Βαπτίσματος των ενηλίκων (11ος αι.), αλλά υπάρχουν πολλοί σήμερα που εύχονται την αποκατάστασή του στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας. 
Με την πολύκλαυστη και μαρτυρική εξορία του αγίου Χρυσοστόμου στην Αρμενία (404), η οσία Ολυμπιάς αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον διάδοχό του και ανέλαβε να υπερασπισθεί την υπόθεσή του. Κατηγορούμενη από τον έπαρχο Οπτάτο ότι προκάλεσε πυρκαγιά, που αφού ξέσπασε στην Αγία Σοφία, είχε καταστρέψει το παρακείμενο παλάτι, αρνήθηκε κάθε παραχώρηση και έτσι καταδικάσθηκε να πληρώσει βαρύ πρόστιμο. Αποσύρθηκε τότε στην Κύζικο και, μετά από νέα παρουσίαση ενώπιον του επάρχου, εξορίσθηκε στη Νικομήδεια, όπου ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τής απηύθυνε δεκαεπτά θαυμάσιες όσο και συγκινητικές επιστολές παραμυθίας και ενθάρρυνσης, προκειμένου να την προτρέψει πατρικά και βαθύστοργα να υπομείνει τη δοκιμασία και την αδικία με πίστη και καρτερικότητα (βλ. «Επιστολές προς Ολυμπιάδα», ΕΠΕ 37, σσ. 343-557). Χάρις στην ενθάρρυνση αυτήν η εξορία στάθηκε για την οσία Ολυμπιάδα αφορμή να προκόψει στην υπομονή και την ταπεινοφροσύνη. Αφού έδωσε σκληρές μάχες για την Εκκλησία, κατήρτισε πλήθος γυναικών στην οδό της αρετής, τίμησε τους ιερείς και ετέθη στην υπηρεσία αγίων και αγαθών επισκόπων, παραδίνοντας την χριστοκαρτερική της ψυχή στα χέρια του παντεπόπτου Θεού στη Νικομήδεια, στις 25 Ιουλίου του 408, και εκοιμήθη οσιακά με τον στέφανο της ομολογίας της Πίστεως. 
Σύμφωνα με την επιθυμία της, το σκήνωμά της, κλεισμένο σε σαρκοφάγο, εγκαταλείφθηκε στο πέλαγος. Φθάνοντας κοντά στη Μονή του Αγίου Θωμά του εν Βρόχθοις, στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, ένας άγγελος ειδοποίησε τον ηγούμενο της Μονής, ο οποίος το ανέσυρε και το κατέθεσε κοντά στο θυσιαστήριο, όπου το τίμιο λείψανο άρχισε να επιτελεί ιάσεις. Η μονής της οσίας στην Κωνσταντινούπολη καταστράφηκε κατά τη Στάση του Νίκα (532), ανακατασκευάσθηκε από τον Ιουστινιανό και τα τίμια λείψανά της μεταφέρθηκαν εκεί στις αρχές του 7ου αιώνα, υπό την απειλή μιας περσικής εισβολής.

* Ο «Βίος» της (βλ. ΕΠΕ 37, Θεσσαλονίκη 1987, σσ. 558-583), γραμμένος τον 5ο αιώνα από έναν συγγενή της, επαναλαμβάνει με κάποιες ανακρίβειες τα στοιχεία που ήδη μας δίδουν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς της εποχής (Παλλάδιος, Σωζομενός).

Στίς 25 Ἰουλίου εἶναι ἡ γιορτή τῆς Ἁγίας Ἂννης.


Πηγή:Εδώ

Στίς 25 Ἰουλίου εἶναι ἡ γιορτή τῆς Ἁγίας Ἂννης. Ἡ γιορτή τῆς Ἁγίας εἶναι ἀφιερωμένη στίς γυναῖκες. Σήμερα γιορτάζουν οἱ παντρεμένες Ἂννες. Πολλά τάματα καί εὐχές στήν Ἁγία γιά ἓνα μωρό ἢ γιά εὐτεκνία. Πολλά ἀπ΄ αὐτά τά τάματα ἒχουν σταλεῖ στή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἂννης, στό Ἃγιον Ὂρος, μέ τήν εὐχή νά ἀκουσθεῖ ἡ παράκληση νά ἀποκτήσουν ἓνα παιδί. Ὑπάρχουν στό χωριό Ἂννες πού ἒχουν - λόγω τοῦ θαύματος κατά τή σύλληψή τους - τό ὂνομα τῆς Ἀγίας. 
Ἀπό τό βιβλίο 
Ἀπό τό Σεπτέμβριο ὢς τόν Αὒγουστο. 


Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑ


ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑ

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ-ΕΔΩ  

Η αγία και ένδοξος μάρτυς Χριστίνα ζούσε στην Τύρο της Φοινίκης κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Σεπτίμου Σεβήρου (194-211). Ήταν θυγατέρα ενός ισχυρού αξιωματούχου, ονόματι Ουρβανού, ο οποίος ζηλεύοντας το εκτυφλωτικό της κάλλος, την έκλεισε σε έναν υψηλό πύργο, όπου υπηρετούμενη από πλήθος θεραπαινίδων μπορούσε να απολαμβάνει πλούτη και πολυτέλεια. Στον πύργο αυτόν ο Ουρβανός είχε τοποθετήσει πολλά αγάλματα θεών, όλα κοσμημένα με πολύτιμα υλικά για να τα λατρεύει η κόρη του. Παρόλο όμως που η κόρη έμενε έγκλειστη, δίχως επαφή με τον έξω κόσμο, η χάρις του Θεού την επισκέφθηκε, φώτισε τον νου της και την οδήγησε στη γνώση της Αληθείας. Στοχαζόμενη με ορθό λογισμό, κατανόησε ότι τα άψυχα αυτά αγάλματα, φτιαγμένα από ανθρώπινα χέρια, δεν μπορούσαν επ’ ουδενί να είναι θεοί και αγναντεύοντας από το παράθυρο την ομορφιά του ουρανού, της γης και όλα τα θαύματα της φύσεως, έφθασε στο συμπέρασμα ότι όλο αυτό το αρμονικό κάλλος δεν μπορούσε παρά να είναι το έργο ενός μοναδικού Θεού, Δημιουργού και άπειρα σοφού. Ένας άγγελος στάλθηκε τότε από τον Κύριο και της δίδαξε όλα εκείνα που η καρδιά της αισθανόταν με συγκεχυμένο ακόμη τρόπο για τα μυστήρια του Θεού και της κτίσεως. Έχοντας λάβει έτσι το φως της Αληθείας και εμφορούμενη από ζήλο φλογερό για τον Θεό, η Χριστίνα άρχισε να διάγει βίο νηστείας και προσευχής. 
Όταν οι γονείς της ήλθαν να την επισκεφθούν και της ζήτησαν να λατρεύει τα είδωλα, εκείνη αρνήθηκε κατηγορηματικά, δηλώνοντας πως ήταν εφεξής μαθήτρια του Χριστού, του αληθινού Φωτός που ήλθε στον κόσμο μας. Αντιστάθηκε σε όλες τις προσπάθειες του πατέρα της να την πείσει να ενστερνιστεί την απάτη των ειδώλων και επιπλέον του ζήτησε να της προμηθεύσει έναν άσπιλο χιτώνα για να προσφέρει θυσία πνευματική στον ένα Τριαδικό Θεό. Αφού τον έλαβε από τον Ουρβανό που δεν κατανοούσε την κίνηση αυτή, άρχισε να προσεύχεται και ένας άγγελος ήλθε να τη χαιρετήσει ως νύμφη Χριστού, αναγγέλλοντας σ’ αυτήν τις δοκιμασίες μέσα από τις οποίες έμελλε να περάσει για να δοξάσει τον Θεό. Προτού γίνει άφαντος, τη σφράγισε με το σημείο του Σταυρού, την ευλόγησε και της έδωσε να φάει άρτο ουράνιο. Την επόμενη νύχτα η αγία με ένα τσεκούρι έκανε κομμάτια όλα τα επιβλητικά αγάλματα που βρίσκονταν στον πύργο και διαμοίρασε το χρυσό και το άργυρο των ειδώλων στους φτωχούς. 
Το πρωί, μπροστά στο θέαμα αυτό, ο Ουρβανός έγινε έξαλλος και διέταξε να αποκεφαλισθούν οι θεραπαινίδες της Χριστίνας και να μαστιγωθεί η θυγατέρα του. Δώδεκα στρατιώτες μαστίγωναν την κόρη μέχρι που εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις τους, αλλά η Χριστίνα ενδυναμωμένη από τη χάρη του Θεού παρέμενε ακλόνητη, ομολογώντας τον Χριστό και επιτιμώντας τον πατέρα της. Ο Ουρβανός πρόσταξε να τη ρίξουν στη φυλακή σιδηροδέσμια και γύρισε στο σπίτι του, ενώ η γυναίκα του μετέβη κλαίγοντας στο δεσμωτήριο για να προσπαθήσει να πείσει τη θυγατέρα της να συμβιβαστεί και να υποταχθεί για να γλιτώσει τη ζωή της. Καθώς το εγχείρημα αυτό απέβη άκαρπο, η Χριστίνα την επομένη υπεβλήθη εκ νέου σε βασανιστήρια. Αφού της ξέσχισαν τις σάρκες, την έδεσαν σ’ έναν τροχό κρεμασμένο πάνω σε πυρά, αλλά με την προσευχή της ο Κύριος σκόρπισε τις φλόγες. Την οδήγησαν πάλι στη φυλακή κι εκεί δέχθηκε την επίσκεψη τριών αγγέλων που της έφεραν τροφή και ίασαν όλες τις πληγές της. Όταν νύχτωσε, ο Ουρβανός έστειλε πέντε υπηρέτες που πήραν την αγία, της έδεσαν βαριά πέτρα στο λαιμό και την έριξαν στη θάλασσα. Αλλά κι εκεί οι άγγελοι ήλθαν να τη συντρέξουν: έλυσαν την πέτρα και της επέτρεψαν να βαδίσει πάνω στα νερά σαν να ήταν αυτά στεριά, ακριβώς όπως άλλοτε ο Ίδιος ο Κύριος αλλά και ο Απόστολος Πέτρος (Ματθ. 14, 22-33· Μάρκ. 6, 45-52· Ιωάν. 6, 16-21). Μια φωτεινή νεφέλη έλαμψε τότε εξ ουρανού και εμφανίσθηκε ο Σωτήρας Χριστός, ενδεδυμένος λαμπρά βασιλικά άμφια και περιβαλλόμενος από μυριάδες αγγέλων που Τον υμνούσαν και γέμιζαν τον αέρα με τη γλυκιά ευωδία του θυμιάματός τους. Εκπλήρωσε την επιθυμία της αγίας βαπτίζοντάς την ο Ίδιος ο Κύριος στη θάλασσα και κατόπιν την εμπιστεύθηκε στον αρχάγγελο Μιχαήλ, που την έφερε ξανά στη στεριά και την οδήγησε στο σπίτι των γονέων της. 
Ανακαλύπτοντας ότι η κόρη του είχε επιβιώσει από όλες αυτές τις φονικές απόπειρες, ο Ουρβανός διέταξε να την αποκεφαλίσουν την επομένη. Αλλά την ίδια εκείνη νύχτα, παρέδωσε τη ψυχή του με οικτρό τρόπο. Λίγες μέρες αργότερα, ένας καινούργιος δικαστής, ο Δίων, ανέλαβε το απεχθές έργο του Ουρβανού. Αφού έλαβε γνώση της υποθέσεως, κάλεσε την αγία και κατόπιν την υπέβαλε σε βασανιστήρια. Εκείνη παρέμενε άτρωτη και τότε πρόσταξε να της κόψουν τα μαλλιά και να τη διαπομπεύσουν γυμνή σε όλη την πόλη. Την επομένη, η Χριστίνα υποκρίθηκε ότι δέχθηκε την πρόταση του δικαστή να προσφέρει θυσία στο άγαλμα του Απόλλωνος. Φθάνοντας στον ναό των μιαρών ειδώλων, εκείνη ανέπεμψε την προσευχή της στον μόνο αληθινό Θεό και διέταξε το άγαλμα να μετακινηθεί σαράντα βήματα. Ο Δίων παρέμενε δύσπιστος και τότε εκείνη ανέτρεψε το θεόρατο είδωλο και το έκανε κομμάτια με την επίκληση του Ονόματος του Χριστού, προκαλώντας τη μεταστροφή περισσότερων από τρεις χιλιάδες ειδωλολατρών που στάθηκαν μάρτυρες του θαύματος αυτού. 
Μη μπορώντας να υποφέρει την ήττα αυτή, ο Δίων πέθανε λίγο αργότερα και αντικαταστάθηκε από άλλον δικαστή, ονόματι Ιουλιανό, που έκλεισε την αγία Χριστίνα σε πυρωμένη κάμινο. Επί πέντε μέρες η αγία έψαλλε εκεί ευχαριστήριους ύμνους με τη συνοδεία αγγέλων. Ο δικαστής πρόσταξε τότε να τη ρίξουν σε λάκκο γεμάτο θηρία και δηλητηριώδη φίδια. Αλλά κι εκεί η δούλη του Χριστού προστατεύθηκε από κάθε κακό και απειλή: οι αστρίτες κουλουριάστηκαν στα πόδια της, θα έλεγες για να την τιμήσουν, και τα ερπετά σφούγγιζαν τρυφερά τον ιδρώτα από το μέτωπό της. Μόνο ο Ιουλιανός παρέμενε πιο αιμοβόρος από τα θηρία και λυσσομανούσε εναντίον της αγίας. Διέταξε να της κόψουν τα στήθη, από όπου έρρευσε θαυματουργικά αίμα και γάλα· κατόπιν της ξερίζωσαν τη γλώσσα. Τέλος, δυο στρατιώτες τρύπησαν αλύπητα με τις λόγχες τους την καρδιά και το πλευρό της, προσφέροντάς της τον καλλίνικο στέφανο του μαρτυρίου και την είσοδό της στην αιώνια ανάπαυση πλάι στον επουράνιο Νυμφίο Χριστό. Ο τύραννος δεν άργησε να πεθάνει και ένας συγγενής της Μάρτυρος, που εν τω μεταξύ είχε πιστέψει στον Χριστό μετά από τα θαύματα αυτά, κατέθεσε το σκήνωμα της αγίας σε ναό που φρόντισε να ανεγερθεί προς τιμήν της.  

 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 11ος (Ιούλιος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ

ΠΗΓΗ:ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟΝ 

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΔΩ 

Τα Μάγδαλα [1], μικρό ψαροχώρι στη δυτική όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ, πέντε χιλιόμετρα βορειοδυτικά από την πόλη της Τιβεριάδος, ήταν η πατρίδα της αγίας Μαρίας. Εύπορη κόρη, ζούσε με τον φόβο του Θεού και την τήρηση των εντολών Του, μέχρι την ημέρα που βρέθηκε υπό το κράτος των επτά δαιμονίων (βλ. Μάρκ. 16, 9· Λουκ. 8, 2) [2]. Βασανιζόμενη και ανίκανη εντελώς να βρει ανάπαυση, πληροφορήθηκε ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθε στην περιοχή, αφού διέσχισε την Σαμάρεια, και ότι προσείλκυε πλήθη λαού που Τον ακολουθούσαν, με τα θαύματα και την ουράνια διδασκαλία Του. Γεμάτη λαχτάρα και ελπίδα, έτρεξε προς Εκείνον και, αφού παρέστη μάρτυς στο Θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων σε αριθμό ικανό να θρέψει περισσότερες από τέσσερις χιλιάδες ψυχές (Ματθ. 10, 30-39), έπεσε στα πόδια του Σωτήρος και Του ζήτησε να την οδηγήσει στην οδό της αιωνίου ζωής.

Αφού λυτρώθηκε από τη δοκιμασία των δαιμονίων, απαρνήθηκε τα υπάρχοντά της και κάθε δεσμό με τον κόσμο, για να ακολουθήσει τον Χριστό σε όλες τις περιοδείες Του μαζί με τους Αποστόλους, την Παναγία και άλλες ευσεβείς γυναίκες που είχαν ταχθεί στην υπηρεσία Του, αφού θεραπεύθηκαν από διάφορες ασθένειες: τη Μαρία, τη μητέρα του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή· τη Μαρία του Κλωπά· την Ιωάννα, που ήταν γυναίκα του επιτρόπου Χουζά· τη Σουσάννα και τη Σαλώμη, τη μητέρα των υιών Ζεβεδαίου.

Όταν εκπλήρωσε την αποστολή Του στη Γαλιλαία, ο Κύριος κατευθύνθηκε προς την Ιερουσαλήμ, παρά τις προειδοποιήσεις των κοντινών Του ανθρώπων. Η Μαρία η Μαγδαληνή Τον ακολούθησε και εκεί χωρίς δισταγμό και συνδέθηκε φιλικά με τη Μαρία και τη Μάρθα από τη Βηθανία. Όταν ο Κύριος ελευθέρωσε έναν δαιμονισμένο που ήταν βουβός και βεβαίωσε ότι εξέβαλλε τα δαιμόνια με το Πνεύμα του Θεού, μια φωνή δυνατή ακούστηκε ενθουσιαστικά μέσα από το πλήθος λέγοντας: «Μακάρια η κοιλιά που Σε βάσταξε και οι μαστοί που Σε θήλασαν!» (Λουκ. 11, 27). Η φωνή αυτή ήταν πιθανόν της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής. Ήταν επίσης παρούσα στην ανάσταση του Λαζάρου και στερεώθηκε τότε στην πίστη της στον Υιό και Λόγο του Θεού. Ενώ οι άλλοι μαθητές είχαν εγκαταλείψει τον Διδάσκαλο τη στιγμή της προδοσίας και της σύλληψής Του, εκείνη Τον ακολούθησε μέχρι την αυλή του αρχιερέως και, κατόπιν, παρευρέθηκε στην άδικη κρίση Του στο δικαστήριο του Ποντίου Πιλάτου και στο Πάθος Του μαζί με την Παναγία και τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο (Ιωάν. 19, 25).

Όταν όλα συντελέστηκαν και το αίμα του Σωτήρος είχε τρέξει από το πλευρό Του για να εξαγνίσει τη γη, η Μαρία ξεπερνώντας την οδύνη της, πήρε την πρωτοβουλία του ενταφιασμού Του. Γνωρίζοντας ότι ο ευγενής Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας [31 Ιουλ.], εύσημος βουλευτής, είχε λαξεύσει στον βράχο εκεί κοντά έναν νέο τάφο, πήγε να τον βρει και τον έπεισε να παραχωρήσει αυτό το μνημείο για να ενταφιασθεί ο Εσταυρωμένος Κύριος. Ενδυναμωμένος από τη σθεναρή πίστη της γυναίκας αυτής, ο Ιωσήφ πήρε την άδεια από τον Πιλάτο και παίρνοντας μαζί του τον Νικόδημο, μέλος επίσης του Συνεδρίου και κρυφός μαθητής του Χριστού, κατέβασε το Σώμα από τον Σταυρό και Το τύλιξε σε σάβανο για να Το καταθέσει στον τάφο. Η Μαρία η Μαγδαληνή, όπως και η Παναγία, παρευρίσκονταν στη σκηνή και ανέπεμψαν νεκρώσιμο ύμνο με άφθονα δάκρυα, στα οποία όμως έλαμπε η ελπίδα της Αναστάσεως [3]. Αφού σφραγίσθηκε το μνημείο με μεγάλο λίθο που κυλίστηκε στην είσοδο, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος απομακρύνθηκαν· οι δύο όμως άγιες γυναίκες παρέμειναν καθισμένες κλαίγοντας μπροστά στον τάφο μέχρι αργά τη νύχτα. Εγκαταλείποντας τον τόπο, αποφάσισαν μόλις τελείωνε η αργία του Σαββάτου να επιστρέψουν στον τάφο με μύρα για να αλείψουν μια φορά το Σώμα του Σωτήρος (Μάρκ. 16, 1).

Αφού τήρησαν το Σάββατο, σύμφωνα με τον Νόμο μέχρι να λαλήσει ο πετεινός, κι ενώ χάραζε η πρώτη ημέρα της εβδομάδας, η Μαρία η Μαγδαληνή και η «άλλη Μαρία» ήλθαν στο μνημείο [4]. Έγινε εκεί αίφνης σεισμός και τους εμφανίσθηκε λαμπρός άγγελος που τους ανήγγειλε ότι ο Κύριος Ιησούς δεν βρισκόταν πια μέσα, αλλά είχε αναστηθεί (Μάρκ. 28, 1). Αναστατωμένες, δεν βρήκαν καν τον χρόνο να κοιτάξουν μέσα στον τάφο, αλλά έτρεξαν αμέσως να μεταφέρουν με ιερή λαχτάρα την εξαίσια είδηση στους Αποστόλους. Ο Αναστημένος Κύριος τούς φανερώθηκε στον δρόμο και τις χαιρέτισε λέγοντας «Χαίρετε!». Ήταν πράγματι ταιριαστό να αναγγελθεί σε μια γυναίκα η λύτρωση της φύσης μας που εξέπεσε και καταδικάστηκε στην οδύνη εξαιτίας της αμαρτίας της προμήτορος Εύας.

Ακούγοντας τη διήγησή τους, οι Απόστολοι πίστεψαν ότι παραληρούσαν. Ο Πέτρος, ωστόσο, έτρεξε στον τάφο κι αφού έσκυψε μέσα, είδε ότι μόνο τα σάβανα βρίσκονταν εκεί κι έφυγε αμήχανος. Όταν πια έφεξε, η Μαρία η Μαγδαληνή πήγε για δεύτερη φορά στον τόπο εκείνο για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε πέσει θύμα παραίσθησης. Βλέποντας κι αυτή πως ο τάφος ήταν όντως κενός, πήγε να το πει στον Πέτρο και στον Ιωάννη που μετέβησαν τρέχοντας επί τόπου. Όταν οι δύο μαθητές αναχώρησαν εκ νέου, έμεινε μόνη κοντά στον τάφο, συλλογιζόμενη ποιος θα μπορούσε να έχει πάρει το Σώμα (Ιωάν. 20, 11). Δύο λαμπροφορεμένοι άγγελοι φάνηκαν τότε στο μέρος όπου ήταν πριν το Σώμα του Κυρίου· ο ένας προς το μέρος του κεφαλιού και ο άλλος προς το μέρος των ποδιών, και τη ρώτησαν γιατί έκλαιγε. Καθώς αποκρινόταν σ’ αυτούς, οι άγγελοι ανασηκώθηκαν αίφνης με σεβασμό.

Η Μαρία γύρισε προς τα πίσω και είδε τον Ιησού Χριστό που της έκανε την ίδια ερώτηση. Παίρνοντάς Τον για τον κηπουρό του τόπου, Τον ρώτησε εάν όντως είχε πάρει εκείνος το Σώμα. Μόλις όμως ο Χριστός την αποκάλεσε με το όνομά της, «Μαρία!», αναγνωρίζοντας αυτή τη φωνή του αγαπημένου της Κυρίου, φώναξε: «Ραβουνί!», που σημαίνει «Διδάσκαλε». Και θέλησε να πέσει στα πόδια Του να τα φιλήσει με δέος. Επιθυμώντας να την οδηγήσει σε μία υψηλότερη κατανόηση της ένθεης και άφθαρτης κατάστασης στην οποία βρισκόταν το Σώμα Του μετά την Ανάσταση, ο Χριστός τής είπε: «Μη Μ’ αγγίζεις· δεν ανέβηκα ακόμη προς τον Πατέρα Μου!» και την έστειλε να αναγγείλει στους υπόλοιπους αδελφούς ό,τι ακριβώς είδε και άκουσε από Αυτόν.

Γινόμενη για τρίτη φορά «απόστολος των Αποστόλων» η Μαρία η Μαγδαληνή, έμεινε με τους μαθητές και την Παναγία, συμμεριζόμενη την άφραστη χαρά τους. Είναι πιθανόν να ήταν παρούσα στο Όρος των Ελαιών κατά την Ανάληψη, όπως και στο Υπερώο τη μεγάλη ημέρα της Πεντηκοστής, όταν επεφοίτησε το Άγιο Πνεύμα «με τη μορφή πύρινων γλωσσών» (Πράξ. 2, 3).

Ιστορείται πως η αγία εγκατέλειψε έπειτα την Ιερουσαλήμ για να μεταβεί στη Ρώμη, προκειμένου να ζητήσει από τον αυτοκράτορα Τιβέριο να αποδοθεί πλήρως δικαιοσύνη για την άδικη καταδίκη που εξέδωσε ο Πιλάτος [5]. Παρουσιάστηκε ενώπιον του αυτοκράτορα με ένα αυγό στο χέρι και του δήλωσε ότι μετά το Πάθος ο Χριστός ανέστη κομίζοντας σε όλους τους ανθρώπους την επαγγελία της Αναστάσεως· και τότε το αυγό βάφτηκε κόκκινο [6]. Ο Τιβέριος άκουσε το αίτημά της και κάλεσε τον Πιλάτο καθώς και τους δύο χριστοκτόνους αρχιερείς Άννα και Καϊάφα. Ο Καϊάφας πέθανε καθ’ οδόν προς την Κρήτη· όσο για τον Άννα τιμωρήθηκε κλεισμένος σε ένα βουβαλίσιο τομάρι. Ο Πιλάτος παρουσιάσθηκε στο δικαστήριο του αυτοκράτορα και προσπάθησε να δικαιολογηθεί επικαλούμενος τις πιέσεις που δέχθηκε από τους Εβραίους και τον κίνδυνο εξέγερσης κατά των ρωμαϊκών Αρχών. Ο Καίσαρας όμως έμεινε απαθής μπροστά στην απολογία του και τον φυλάκισε. Αναφέρεται ότι κυνηγώντας ένα ελάφι σε κάποιο κυνήγι που οργάνωσαν φίλοι του Πιλάτου, έξω από την πόλη και κάπου κοντά στη φυλακή, προκειμένου να κολακεύσουν και να ευμενίσουν τον αυτοκράτορα με σκοπό να μεταβάλλουν την καταδικαστική του απόφαση, ο Τιβέριος έριξε ένα βέλος το οποίο βρήκε στην καρδιά τον Πιλάτο καθώς βρισκόταν στο παράθυρο της φυλακής του.

Επιστρέφοντας στην Ιερουσαλήμ η Μαρία η Μαγδαληνή, ακολούθησε την αποστολική πορεία του αγίου Πέτρου. Τέσσερα χρόνια μετά την Ανάσταση, καθώς οι Απόστολοι βρίσκονταν διεσπαρμένοι σε διάφορες περιοχές του κόσμου, η αγία συνόδευσε τον άγιο Μάξιμο, έναν από τους Εβδομήκοντα Μαθητές [4 Ιαν.], στη διάδοση του Ευαγγελίου. Συνελήφθησαν από τους Εβραίους και εγκαταλείφθηκαν μαζί με άλλους χριστιανούς στο πέλαγος δίχως τροφή σε ένα καράβι χωρίς πανιά και κουπιά. Το πλεούμενο ωστόσο οδηγήθηκε από τον Χριστό, τον Πιλότο της Σωτηρίας μας, στη Μασσαλία της Γαλατίας [7]. Αφού έπιασαν στεριά σώοι και αβλαβείς, οι άγιοι Απόστολοι δοκιμάστηκαν από την πείνα, τη δίψα και την περιφρόνηση των κατοίκων της περιοχής, που ήσαν φανατικοί ειδωλολάτρες οι οποίοι δεν τους προσέφεραν καμία βοήθεια. Μια μέρα που είχαν συγκεντρωθεί για τις ασεβείς θυσίες τους, η αγία Μαρία παρεισέφρησε με θάρρος στη συνάθροιση και τους προέτρεψε να αναγνωρίσουν ως μόνο Θεό, τον Κύριο, τον Ποιητή ουρανού και γης. Σαγηνευμένοι από το θάρρος της και από την ακτινοβολία του προσώπου της, οι ειδωλολάτρες πρόσεξαν τα λόγια της. Επανέλαβε αυτή την ομιλία της μπροστά στον Ρωμαίο διοικητή της περιοχής, ονόματι Υπάτιο, που είχε έρθει με τη σύζυγό του να φέρουν τις προσφορές τους στα είδωλα για να αποκτήσουν τέκνο. Διστακτικός στην αρχή ο Υπάτιος, μετά από τρεις εμφανίσεις της αγίας δέχθηκε τη Μαρία και τους συντρόφους της στο παλάτι και ζήτησε να πληροφορηθεί επαρκώς για την Πίστη τους. Χάρη στη μεσιτεία της Μαρίας απέκτησε παιδί, αλλά η γυναίκα του πέθανε στη γέννα. Μετά από σύντομη παραμονή στη Ρώμη, ο Υπάτιος ξεκίνησε για προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ· αλλάζοντας όμως ξαφνικά γνώμη, αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο όπου είχε ενταφιασθεί η γυναίκα του. Πόση όμως ήταν η έκπληξή του βρίσκοντας αυτήν και το παιδί του στη ζωή και μαθαίνοντας ότι είχαν επιβιώσει χάρη στις προσευχές και τις φροντίδες της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής! Ευχαριστώντας τον Θεό, ο άρχοντας, όπως και όλος ο οίκος του, βαπτίσθηκαν τότε και έγιναν διάπυροι κήρυκες της αληθείας του Χριστού.

Φεύγοντας από τη Γαλατία, η αγία Μαρία συνέχισε τις αποστολικές περιοδείες της στην Αίγυπτο, τη Φοινίκη, τη Συρία, την Παμφυλία και άλλους τόπους, διαδίδοντας παντού την ευωδία του Χριστού. Πέρασε κάποιο διάστημα στην Ιερουσαλήμ, κατόπιν δε αναχώρησε για την Έφεσο, όπου συνάντησε τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και μοιράστηκε τις δοκιμασίες του, απολαμβάνοντας τις θεόπνευστες διδαχές του.

Αφού εκπλήρωσε την αποστολή που της είχε εμπιστευθεί ο Θεός, μετά από σύντομη ασθένεια παρέδωσε ειρηνικά τη ψυχή της στον Κύριο και ενταφιάσθηκε στην είσοδο του σπηλαίου όπου εκοιμήθησαν μεταγενέστερα οι άγιοι Επτά Παίδες [4 Αυγ.]. Πλήθος θαυμάτων επιτελέσθηκαν στον τόπο εκείνο μέχρι που, δέκα σχεδόν αιώνες αργότερα (899), ο ευσεβής βασιλεύς Λέων ΣΤ΄ο Σοφός (866-912) διέταξε την ανακομιδή των λειψάνων της αγίας Ισαποστόλου στην Κωνσταντινούπολη [4 Μαΐου]. Τα υποδέχθηκε με μεγάλη ευλάβεια με την αθρόα παρουσία του λαού και, φέροντάς τα επάνω στους ώμους του, βοηθούμενος και από τον αδελφό του Αλέξανδρο, τα κατέθεσε στο αριστερό μέρος του ιερού της Μονής του Αγίου Λαζάρου την οποία είχε ιδρύσει ο ίδιος.

Επιβιώνοντας μέσα από τις περιπέτειες της ιστορίας το αριστερό χέρι της αγίας Μυροφόρου Μαγδαληνής Μαρίας, το οποίο διατηρεί τη θερμοκρασία του σώματος ενός ζωντανού ανθρώπου και το οποίο αναδίδει άρρητη και πλούσια ευωδία, αποτελεί τρανό και ευλαβικό προσκύνημα σήμερα στην ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους, η οποία τιμά την αγία Μαγδαληνή, τη Μαθήτρια και Μυροφόρο του Σωτήρος Χριστού και Ισαπόστολο της Εκκλησίας Του, ως δεύτερη κτιτόρισσά της και πανθαύμαστη έφορό της.

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 

 
[1]  Τα Μάγδαλα (e-Megdel· Μάγαδα ή Δαλμανουθά) πιθανόν να ταυτίζονται με τη Μεγαλά Αρίμ της φυλής Νεφθαλείμ (βλ. Ιησ. Ν. 19, 38).
[2]  Η δυτική παράδοση, από την εποχή του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου [12 Μαρτ.] («Ομιλία εις τα Ευαγγέλια» 24 και 33, PL 76, 1189, 1239· «Ομιλία εις Ιεζεκιήλ» 8, PL 76, 854) εξομοίωσε τη Μαρία τη Μαγδαληνή με τη μετανοούσα αμαρτωλή που ήλθε να αλείψει με μύρο τα πόδια του Χριστού (Λουκ. 7, 36-38) και ακόμη με τη Μαρία, την αδελφή του Λαζάρου. Ο συνταυτισμός αυτός όμως δεν έχει κανένα απολύτως στήριγμα στο Ευαγγέλιο και αγνοείται από τους περισσότερους ανατολικούς Πατέρες. Ο δαιμονισμός άλλωστε δεν προϋποθέτει έκλυτο βίο. Ο άγιος Συμεών ο Μεταφραστής (900-987) [9 Νοεμ.] ερμηνεύει με αλληγορικό τρόπο τα «επτά δαιμόνια» ως τα επτά πάθη που θέτουν εμπόδια στην αρετή· σε αυτό πάντως δεν τον ακολουθούν άλλοι Πατέρες.
[3]  Ο θρήνος αυτός είναι το θέμα του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου.
[4]  Κατά τον άγιο Ρωμανό τον Μελωδό (6ος ή 8ος αι.) [1 Οκτ.] και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά (1296-1359) [14 Νοεμ. και Β΄ Κυρ. Νηστειών] η «άλλη Μαρία» δεν μπορεί να είναι άλλη από την Παναγία, διότι άρμοζε να είναι η πρώτη που θα έβλεπε την Ανάσταση του Υιού της. Για τους περισσότερους όμως Πατέρες, η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν εκείνη που είδε πρώτη τον Κύριο, σύμφωνα με τα λόγια του Ευαγγελίου (Μάρκ. 16, 19) και η «άλλη Μαρία» ήταν η μητέρα του Ιακώβου [23 Οκτ.]. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς προσπάθησαν να συμβιβάσουν με διαφορετικούς τρόπους τις επί μέρους διηγήσεις των ιερών Ευαγγελίων όσον αφορά την επίσκεψη ή τις επισκέψεις των αγίων Μυροφόρων γυναικών στον Τάφο. Συνοψίζουμε εδώ την εκδοχή του Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθοπούλου (14ος αι.) [22 Νοεμ].
[5]  Η διήγηση αυτή της εκδίκησης κατά του Πιλάτου και του θανάτου του αναφέρεται μόνο από τον άγιο Συμεών τον Μεταφραστή, πιθανώς υπό την επίδραση του απόκρυφου «Ευαγγελίου του Νικοδήμου» («Πράξεις του Πιλάτου», 5ος αι.), όπου διαδραματίζει ρόλο η αγία Βερονίκη [12 Ιουλ.]. Το έτος 36, ο Πιλάτος καθαιρέθηκε από το αξίωμά του και στάλθηκε στη Ρώμη για να δώσει λογαριασμό για την κακοδιοίκησή του, κατά την οποία αφθονούσαν οι βιαιότητες και οι αυθαίρετες εκτελέσεις. Κατά τον ιστορικό Ευσέβιο Καισαρείας (263-339), φέρεται να αυτοκτόνησε (βλ. Εκκλ. Ιστ. 2, 7) ή ίσως και να εκτελέσθηκε. Διάφορες απόκρυφες παραδόσεις προσπάθησαν να αποκαταστήσουν τον Πιλάτο, υποθέτοντας ακόμη ότι δήθεν μεταστράφηκε και μεταφέρουν όλη την ευθύνη για το Πάθος στους Εβραίους.
[6]  Η παράδοση αυτή εξηγεί το έθιμο των πασχαλινών αυγών, που έχει διαδοθεί σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο.
[7]  Η διήγηση αυτή της αποστολής της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, που αναφέρεται από τον άγιο Συμεών τον Μεταφραστή, απηχείται τρόπον τινά σε διάφορες παραδόσεις διαδεδομένες στη Γαλλία, όσον αφορά την τιμή της αγίας. Η παράδοση της ανακομιδής του λειψάνου της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής στην Μονή του Vézelay στη Βουργουνδία δείχνει να είναι η παλαιότερη και υπήρξε η απαρχή ενός ονομαστού προσκυνήματος. Κατά ορισμένους τα λείψανα αυτά προήλθαν από την Προβηγκία, κατ’ άλλους από την Παλαιστίνη. Από τον 12ο αιώνα άρχισε να τιμάται στη Sainte-Baume, πενήντα χιλιόμετρα από τη Μασσαλία, ένα σπήλαιο όπου η αγία φέρεται να ασκήτευσε επί τριάντα χρόνια. Παράλληλα, αναπτύχθηκε προσκύνημα στο χωριό «Άγιος Μαξιμίνος», είκοσι χιλιόμετρα από εκεί, όπου ανακαλύφθηκε σε κρύπτη μια σαρκοφάγος της αγίας Μυροφόρου. Έκτοτε τιμώνται στην Προβηγκία η αγία Μαρία η Μαγδαληνή και οι συν αυτή: ο άγιος Μαξιμίνος, πρώτος επίσκοπος του Αιξ, ο άγιος Σιδώνιος, η αγία Μαρκέλλα και δύο άλλα παιδιά. Ας σημειώσουμε εξάλλου ότι στο Saintes-Maries de la Mer, στην Καμάργκ, τιμώνται οι άγιες Μυροφόροι Μαρία, μήτηρ του Ιακώβου, και η Μαρία η Σαλώμη, που φέρεται να συντρόφευσε την αγία Μαρία τη Μαγδαληνή στην αποστολή της.

ΑΓΙΑ ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΣ ΜΑΡΚΕΛΛΑ




ΑΓΙΑ ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΣ ΜΑΡΚΕΛΛΑ

ΠΗΓΗ:ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟΝ 

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΔΩ 

Η αγία αυτή αμνάδα του Χριστού καταγόταν από τη Βολισσό της Χίου. Όταν πέθανε η μητέρα της, την ανέθρεψε ο πατέρας της. Μεγαλώνοντας προόδευσε σε αρετή, έτσι που το σώμα της ακτινοβολούσε από την περίσσεια αγνότητας της ψυχής της. Ο διάβολος, φθονώντας μία τόσο λαμπρή αρετή, προσπάθησε να της υποβάλει ακάθαρτους λογισμούς, αλλά η αγία απέκρουσε εύκολα όλους τους πειρασμούς με τη δύναμη του Σταυρού. Ο άρχων του σκότους στράφηκε τότε προς τον πατέρα της και γέννησε στον σαρκικό και ολιγόπιστο αυτόν άνθρωπο ασελγή πόθο για την ίδια τη θυγατέρα του. Αφήνοντας τους ρυπαρούς λογισμούς να βλαστήσουν στη ψυχή του, άρχισε να κάνει απρεπείς προτάσεις στη νεαρή κόρη που, ταραγμένη από μια τέτοια αναισχυντία, έφυγε κρυφά από το χωριό της και κατέφυγε στο βουνό. Η αποτυχία αυτή κόρωσε περισσότερο τη φλόγα που έκαιγε στην καρδιά του παραλογισμένου και παράφρονος αυτού ανθρώπου και σαν δαιμονισμένος άρχισε να τη αναζητά μανιωδώς παντού. Βλέποντάς τον να πλησιάζει η αγία Μαρκέλλα, έτρεξε προς τη θάλασσα και κρύφτηκε σ’ έναν βάτο. Δεν μπόρεσε όμως να μείνει απαρατήρητη από τον πατέρα της που, μη μπορώντας να μπει στον βάτο, έβαλε φωτιά να τον κάψει. Η Μαρκέλλα διέφυγε από αλλού κι άρχισε να τρέχει πάνω στα βράχια της ακρογιαλιάς. Καθώς ο πατέρας της δεν μπορούσε να τη φτάσει, της έριξε ένα βέλος που τραυμάτισε σοβαρά τη μακαρία, αλλά δεν κατάφερε να την εμποδίσει να συνεχίσει το ξέφρενο τρέξιμό της.

Καταλαβαίνοντας ότι οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν, ανέπεμψε προσευχή προς τον επουράνιο Νυμφίο της, παρακαλώντας να τη βοηθήσει. Αμέσως ο Κύριος έκανε να σχισθεί ένας βράχος, που δέχθηκε μέσα του την αγία, όπως ακριβώς συνέβη άλλοτε και στην αγία Θέκλα [24 Σεπτ.]. Όταν έφθασε ο πατέρας της, μη μπορώντας να την τραβήξει από τον βράχο, απέκοψε τα στήθη της κόρης του, κατόπιν την αποκεφάλισε και έριξε το κεφάλι της στη θάλασσα, ανοίγοντάς την έτσι τις πύλες της αιώνιας αυλής του Παραδείσου, μεταξύ των συνετών παρθένων που συνοδεύουν παντοτινά τον Νυμφίο Χριστό. 
Υποθέτουν ότι η κάρα της αγίας Παρθενομάρτυρος μεταφέρθηκε στην Ιταλία και τη βενετική κατοχή της Χίου.

Από τον βράχο που στέγασε την αγία αναβλύζει αγίασμα, που έχει την ιδιότητα να καλύπτει τα βότσαλα με μια λεπτή κοκκινωπή κρούστα, που οι κάτοικοι του νησιού ονομάζουν «άγιο αίμα» και συρρέουν κατά πλήθη στο προσκύνημα αυτό. Μαζεύουν τα βότσαλα αυτά, τα ξύνουν και φυλάνε τα ξύσματα σε βάζα χρησιμοποιώντας τα σε κάθε είδους αρρώστιες. Η αγία έχει εμφανισθεί εξάλλου πολλές φορές, φορώντας μοναχικό ένδυμα και δείχνοντας να αναδύεται από τη θάλασσα, σε αρρώστους που έρχονται να περάσουν τη νύχτα στον ναό που έχει κτιστεί στον μαρτυρικό τόπο του βάτου.

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 11ος (Ιούλιος),

Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Αγία Παρθενομάρτυς Πραξέδη η Ρωμαία.

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ
Αγία Παρθενομάρτυς Πραξέδη η Ρωμαία. 
 21 Ιουλίου.

Η Αγία Παρθενομάρτυς Πραξέδη έζησε στη Ρώμη τον 1ο αιώνα μ.Χ. Ήταν κόρη του Αγίου Αποστόλου Πουδέντου ή Πούδη εκ των Εβδομήκοντα (τιμάται 14 Απριλίου) και της Κλαυδίας Ρουφίνας (αναφέρονται εκ του Αποστόλου Παύλου στην Β' προς Τιμόθεον επιστολή 4,21: Ασπασαι Πρίσκαν καὶ ᾿Ακύλαν καὶ τὸν ᾿Ονησιφόρου οἶκον. ῎Εραστος ἔμεινεν ἐν Κορίνθῳ, Τρόφιμον δὲ ἀπέλιπον ἐν Μιλήτῳ ἀσθενοῦντα. σπούδασον πρὸ χειμῶνος ἐλθεῖν. ᾿Ασπάζεταί σε Εὔβουλος καὶ Πούδης καὶ Λίνος καὶ Κλαυδία καὶ οἱ ἀδελφοὶ πάντες. ῾Ο Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστὸς μετὰ τοῦ πνεύματός σου. ῾Η χάρις μεθ' ὑμῶν· ἀμήν.) και εγγονή του Κουίντου Κορνήλιου Πουδέντου, ενός ρωμαίου γερουσιαστή ο οποίος μαζί με την γυναίκα του Πρισκίλλα ήταν από τους πρώτους κάτοικους της Ρώμης οι οποίοι βαπτίστηκαν χριστιανοί από τον Άγιο Απόστολο Πέτρο και προσέφεραν φιλοξενία στον Άγιο Πέτρο καθ'όλη τη διάρκεια της παραμονής του στη Ρώμη. Η Αγία είχε και άλλα 3 αδέλφια, την Αγία Μάρτυρα Πουδεντιάνα [19 Μαΐου] και τους Αγίους Μάρτυρες Νοβάτο και Τιμόθεο [20 Ιουνίου] που συνδέονται με τον Άγιο Πίο Α', Πάπα Ρώμης [11 Φεβρουαρίου].

Η Αγία Πραξέδη μαζί με την αδελφή της και με τη βοήθεια του Αγίου Ιερομάρτυρος Πίου έχτισαν κρυφά βαπτιστήριο μέσα στην ιδιωτική εκκλησία που είχε ιδρύσει κρυφά ο Άγιος Πούδης στο σπίτι του και εκεί κατηχούσαν και βάπτιζαν τους ειδωλολάτρες. Ο ναός αυτός στην αρχή ονομαζόταν του Ποιμένος και αργότερα αφιερώθηκε στην Αγία Πουδεντιανή και είναι από τις αρχαιότερες εκκλησίες της Ρώμης. Διαμοίρασε όλο της τον πλούτο στους φτωχούς και μαζί με τα Άγια αδέλφια της έθαβαν τα σώματα των χριστιανών κατά την διάρκεια των διωγμών.

Μαρτύρησε το 164 μ.Χ. όταν συνελήφθη για την δράση της. Η Αγία Πραξέδη θάφτηκε μαζί με την αδελφή της δίπλα στον πατέρα τους Άγιο Πούδη στις κατακόμβες της Αγίας Πρισκίλλας. Αργότερα, τον 4ο αιώνα, ένας ναός χτίστηκε προς τιμήν της όπου ο Άγιος Πασχάλης Α' Πάπας Ρώμης [11 Φεβρουαρίου] ανακαίνισε το 817 μ.Χ. και μετέφερε εκεί τα ιερά λείψανά της μαζί με αυτά της αδερφής της. Στην αγιογραφία η Αγία απεικονίζεται μόνη της ή μαζί με την αδελφή της Αγία Πουδεντιάνα να σπογγίζουν το αίμα των Μαρτύρων.

Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ἁγίου Παρθενίου Ἐπισκόπου Ραδοβισδίου

 

Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ἁγίου Παρθενίου Ἐπισκόπου Ραδοβισδίου 
Ο Ἅγιος Παρθένιος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Βατσουνιὰ τοῦ νομοῦ Καρδίτσας στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰ. καὶ σ' αὐτὴν τὴν περιοχὴ πέρασε τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του. Οἱ γονεῖς τοῦ Ἁγίου ἦταν ἁπλοὶ καὶ ταπεινοὶ ἄνθρωποι ἔχοντας ἀγάπη καὶ σεβασμὸ πρὸς τὸν Θεό. Ἔτσι μεγάλωσαν καὶ τὸν γιό τους μαθαίνοντας σ' αὐτὸν συγχρόνως τὴν καλλιέργεια τῆς γῆς καὶ τὴν φροντίδα τῶν ζώων. Στὸν ἐλεύθερο χρόνο του ὁ Ἅγιος ἐπισκεπτόταν τὰ μοναστήρια τῆς γύρω περιοχῆς. Οἱ καλόγεροι τῶν μοναστηριῶν μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα τοῦ χωριοῦ τὸν ἔφεραν κοντὰ στὴν Ἐκκλησία καὶ ἔτσι καλλιεργήθηκε στὴν ψυχή του ὁ πόθος γιὰ τὸ ὑψηλὸ ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης. Σημαντικὸ ρόλο στὸ δυνάμωμα τῆς πίστεώς του στὸν Χριστὸ ἔπαιξε ἡ ἁγία ζωὴ τῶν δύο μεγάλων Ἁγίων τῆς περιοχῆς του, τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος καὶ τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ.

Ἔτσι ὁ νεαρὸς Παρθένιος γίνεται δόκιμος καὶ ἀργότερα μοναχός. Ἡ ἄσκηση, ἡ νηστεία, ἡ προσευχή, ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο γίνονται πλούσιες ἀρετὲς ποὺ τὸν στολίζουν καὶ τὸν κοσμοῦν στὴν πορεία τῆς μοναχικῆς του ζωῆς. Μὲ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς προσῆλθε ἀργότερα ὁ μοναχὸς Παρθένιος μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα γονατιστὸς γιὰ νὰ χειροτονηθεῖ καὶ νὰ λάβει τὸ ὑψηλὸ ὑπούργημα τῆς Ἱερωσύνης. Σύντομα ἡ Ἐκκλησία ἐκτίμησε τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ προσόντα τοῦ Παρθενίου καὶ τὸν ἀνέδειξε ἐπίσκοπο Ραδοβισδίου. Στὰ κηρύγματά του ὁ Ἅγιος Παρθένιος εἶχε δύο στόχους νὰ ἐπιτύχει. Πρῶτον νὰ τονώσει τὴν κλονισμένη πίστη τῶν ἀνθρώπων τῆς ὑπαίθρου καὶ δεύτερον νὰ διαφυλάξει στὸ ἀκέραιο τὸ ἑλληνικὸ φρόνημα καὶ τὴν ἑλληνικὴ συνείδηση τῶν ὑπόδουλων ἀνθρώπων. Κατὰ τὴν παράδοση ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς περνῶντας ἀπὸ τὴν περιοχὴ αὐτὴ συναντήθηκε μὲ τὸν Ἅγιο Παρθένιο, συζήτησαν τὰ μεγάλα προβλήματα τῶν ὑπόδουλων, καὶ μαζὶ ἐπισκέφθηκαν τὸ Μοναστήρι τῆς Ροβέλιστας. Γι' αὐτοὺς τοὺς λόγους ἀλλὰ κυρίως γιὰ τὸν δεύτερο ὁ Τοῦρκος κατακτητὴς ἐνοχλήθηκε καὶ θέλησε νὰ σταματήσει τὸν πατριωτικὸ ἀγῶνα τοῦ Ἁγίου Παρθενίου.

Σύμφωνα μὲ μιὰ παράδοση ὁ Ἅγιος τιμωρήθηκε, καταδικάστηκε καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο γιὰ νὰ συμπεριληφθεῖ στὴ χορεία τῶν Νεομαρτύρων τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Σύμφωνα μὲ ἄλλη παράδοση ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε ὁσιακῶς στὶς 21 Ἰουλίου τοῦ 1777 καὶ ἐνταφιάστηκε πίσω ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα τοῦ Ἐπισκοπικοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Βελεντζικοῦ Ἄρτης. Στὶς 21 Ἰουλίου τοῦ 1810 οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ ἄνοιξαν τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου γιὰ νὰ ἐνταφιάσουν τὸν Ἐπίσκοπο Καλλίνικο καὶ μιὰ ἄρρητη εὐωδία πλημμύρισε ὅλο τὸ χωριὸ καὶ τὴ γύρω περιοχὴ καὶ ἀπὸ τὸν καταγάλανο οὐρανὸ ἄρχισε νὰ πέφτει μία λεπτὴ βροχή. Τὸ «σημεῖο» αὐτὸ θεωρήθηκε ὡς ἀπόδειξη ἁγιότητας τοῦ Ἁγίου, καὶ μὲ εὐλάβεια περισυνέλεξαν τὰ ἅγια λείψανα καὶ τὴν ἁγία κάρα καὶ τὰ τοποθέτησαν στὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ Ναοῦ. Τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου εἰναι ποικίλα καὶ πολλὰ καὶ μνημονεύονται ἀπὸ ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς εὐρύτερης περιοχῆς. Ὁ ἅγιος Παρθένιος θεωρείται προστάτης τῶν ζώων καὶ ἰδιαίτερα τῶν βοοειδῶν. Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 21 Ἰουλίου. 
᾿Απολυτίκιον.
῏Ηχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
᾿Αμέμπτως ἐβίωσας, ἐν ταπεινώσει πολλῇ, Παρθένιε ῞Οσιε, καὶ θεϊκῶν δωρεῶν, ἀξίως μετέσχηκας. ῞Οθεν σου τὴν ἁγίαν, προσπτυσόμενοι Κάραν, λαμβάνομεν θεραπείας, καὶ ψυχῶν σωτηρίαν διὸ σὲ ῾Ιεράρχα, ὕμνοις γεραίρομεν.

Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, ο Βατοπαιδινός, ο εξ Άρτης


 

Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, ο Βατοπαιδινός, ο εξ Άρτης

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 

Ο κατά κόσμον Μιχαήλ Τριβώλης, υιός των επιφανών, πλουσίων και ευσεβών γονέων Μανουήλ και Ειρήνης, κατήγετο από την Λακεδαίμονα της Πελοποννήσου, αλλά γεννήθηκε στην Άρτα της Ηπείρου το 1470. Έλαβε καλή μόρφωση, στην αρχή από τον πατέρα του και στην συνέχεια από τον ιερέα Ιωάννη Μόσχο. Έφηβος φοίτησε στο περίφημο ελληνικό σχολείο της Άρτας.

Αρκετά νέος μετέβη για σπουδές στην Ιταλία. Στην αρχή φοίτησε στην ελληνική σχολή της Βενετίας, όπου δίδασκε ο Ιωάννης Λάσκαρις και άλλοι Έλληνες δάσκαλοι, εργαζόμενος συγχρόνως και ως γραφέας στα έργα του Λάσκαρη, που τον μύησε στην πλατωνική φιλοσοφία. Κατόπιν συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας, όπου μεταξύ άλλων Ελλήνων δίδασκε και ο Λαόνικος Ταμαίος. Στη συνέχεια μετέβη στη Φερράρα και τη Φλωρεντία, όπου ανθούσαν οι κλασικές σπουδές. Στη Φλωρεντία γνωρίσθηκε με τον καταδικασθέντα σε θάνατο Σαβοναρόλα και άκουσε τα αντιπαπικά του κηρύγματα, τα όποια τον επηρέασαν βαθύτατα. Ακολούθως μετέβη στο Μιλάνο, για να παρακολουθήσει τους σπουδαίους δασκάλους Λαόνικο Χαλκοκονδύλη και Κωνσταντίνο Λάσκαρη. Στην Βενετία παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα στον υπό τον Άλδο Μανούτιο κύκλο λογίων, μεταξύ των οποίων διαπρέπουν οι Μάρκος Μουσούρος, Σκιπίωνας Καρτερομάχος και ο φίλος του Ιωάννης Γρηγορόπουλος. Συγχρόνως εργάζεται στον εκδότη Άλδο Μανούτιο και στους τυπογράφους Ζαχαρία Καλλιέργη και Νικόλαο Βλαστό. Όλο αυτό το διάστημα γνωρίζεται και συσχετίζεται με επιφανή πρόσωπα που υπήρξαν ονομαστοί παράγοντες της Αναγεννήσεως, αλλά και βοηθοί και χορηγοί του, όπως ο ελληνιστής Urceo Cordo στη Βολώνια, ο Niccolo Lelio Cosmico στη Φερράρα, ο Agostino Nifo στην Πάδοβα, ο Ambrogio Varese de Rosate στο Μιλάνο, και με τους τυπογράφους Giovanni Bissoli και Ben Mansi, Nicola Taresco και Loduico Ticionum και τον ηγεμόνα Giovanni Francesco Pico della Mirantola.

Μετά από εννεάμηνη παραμονή στην Άρτα μετέβη στην Μιραντούλη, όπου επιδόθηκε στην πιστή μετάφραση των αγιοπατερικών έργων στη λατινική γλώσσα. Λόγω ταραχών και κινδύνων που επικροτούσαν κατά την περίοδο αυτή αναγκάζεται να προσφύγει στον Δομινικανό Καρδινάλιο Oliviero Carafa. Αυτός τον έστειλε στον βιβλιοθηκάριο και μεταφραστή έργων των Ελλήνων Πατέρων της μονης του Άγιου Μάρκου Renobius Acciqinoli, κοντά στον όποιο συνέχισε να εργάζεται και αυτός μεταφραστικά κι όχι φορώντας το ράσο του Δομινικανού μοναχού, όπως κακώς του αποδόθηκε.

Ο σοφός Μιχαήλ Τριβώλης, «επειδή το καθολικόν περιβάλλον του έσφιγγε κυριολεκτικώς την καρδίαν, δεδομένου ότι ήτο πιστός ορθόδοξος χριστιανός, έφυγεν άπό την παποκρατούμενην ταύτην μονήν προφασιζόμενος ασθένειαν και έλλειψιν ηρεμίας του, ψυχικής και πνευματικής, όπως ακριβώς έγραφεν αργότερον εις τον φίλον του Ιωάννην Γρηγορόπουλον». Κουρασμένος πολύ άπό τις συνεχείς μελέτες, τις πολλές συγγραφές και μεταφράσεις, θλιμμένος άπό τον θάνατο των γονέων του, ταλαιπωρημένος άπό τις μετακινήσεις, επηρεασμένος άπό τις πατερικές μελέτες, στενοχωρημένος άπό την υποδούλωση της πατρίδος του στους Τούρκους, αποφασίζει τη μοναχική του αφιέρωση. Δεν θέλησε να παραμείνει στη Δύση, όπου μάλλον θα είχε μία λαμπρή ακαδημαϊκή σταδιοδρομία και θα συνέχιζε το πλούσιο και σπουδαίο μεταφραστικό του έργο. Επιστρέφει άπό εκεί έχοντας διδαχθεί θεολογία, φιλοσοφία, φιλολογία, ιστορία και τις γλώσσες αρχαία ελληνική, λατινική, γαλλική και ιταλική.

Ήλθε στο Άγιον Όρος και επέλεξε τη μεγάλη μονή του Βατοπαιδίου, πιθανόν για τους σοφούς και ενάρετους μο ναχούς της και την πλούσια βιβλιοθήκη της. Ο πολύσοφος Αρτηνός Μιχαήλ Τριβώλης με τις υψηλές σπουδές στην Ιταλία φθάνει ως απλός προσκυνητής στο αρχαίο αυτό εργαστήρι της αγιότητος και της σοφίας. Ο αναφερθείς διδάσκαλος του Ιωάννης Λάσκαρης είχε αποσταλεί στο Αγιον Όρος από τον Λουδοβίκο τον ΙΒ’ για την παραλαβή χειρογράφων. Άπό αυτόν είχε πληροφορηθεί για τους θησαυρούς των αγιορειτικών βιβλιοθηκών και ιδιαίτερα της μονής Βατοπαιδίου.

Στη μονή Βατοπαιδίου μετέβη στα τέλη του 1505 η αρχές του 1506. Μετά δοκιμή εκάρη μοναχός με το όνομα Μάξιμος και εντρυφούσε «εις αδιάκοπους μελέτας».

Στη μονή συναντήθηκε με τον άγιο Νήφωνα τον Β’ και με άλλους λογίους και αγίους μοναχούς. «Αυτοεταπεινώθη, καίτοι ευγενής και σοφός διαβιώνων ομοίως μετ’ απλοϊκών μοναχών και ησθάνετο τον εαυτόν του πνευματικώς πτωχόν ως αισθάνεται ακριβώς ο γνήσιος Αγιορείτης μοναχός. Η ταπείνωσίς του αποδεικνύεται άλλωστε από την συνήθη επίκλησιν των Αγίων Πατέρων, αποστρεφόμενος πάντοτε τον θησαυρόν των γνώσεων του εις όλα τα θεολογικά συγγράματά του. Εξ αυτών των ιδίων συγγραμμάτων του αποδεικνύονται και αι ορθαί αυτού απόψεις περί μοναχισμού, αποπνέοντας αγιορειτικήν ευωδίαν. Υπήρξεν ένας ησυχαστής και νηπτικός μοναχός».

Κατά τη βιογραφία του ο όσιος αναπαυόμενος ψυχικά «έχει στην μόνωσι, μακρυά από τον θόρυβο των κυμάτων των διαφόρων σφαλερών βιοτικών λογισμών, ανάμεσα σε έμπειρους και ομοτρόπους γέροντες άρχισε να ζή σύμφωνα με τους κανόνες της Μονής Βατοπεδίου. Εκτελούσε επιμελώς τις μοναχικές υποσχέσεις της ακτημοσύνης και της εκκοπής του ιδίου θελήματος».

Πράγματι ο θείος Μάξιμος «επιδόθηκε με ζήλο στη μελέτη και στην άσκηση της πνευματικής ζωής. Έμεινε στη Μονή δέκα ολόκληρα χρόνια ως απλός μοναχός, αποφεύγοντας τα μοναχικά αξιώματα και μετέχοντας μόνο σε διάφορες αποστολές εκ μέρους της Μονής στη Μακεδονία και στα νησιά, όπου κήρυττε τον θείο λόγο». Οι έξοδοι του Μαξίμου από τη μονή του συνεδύαζαν συνήθως τρεις σημαντικές εργασίες: «α) την συγκέντρωσιν χρημάτων διά τας ανάγκας της Μονής Βατοπαιδίου, β) εθναποστολικόν έργον, το οποίον απέβλεπεν εις την αφύπνισιν της εθνικής συνειδήσεως των Ελλήνων και εις την ανάληψιν δράσεως εναντίον της τουρκικής τυραννίας και γ) ιεραποστολικόν έργον, κατά την διάρκειαν του οποίου δεν εφοβείτο να ομιλή κατά του Καθολικισμού, ότε ευρίσκετο εις ελληνικάς ενετοκρατουμένας νήσους και κατά του Μωαμεθανισμού ότε ευρίσκετο εις τουρκοκρατουμένας ελληνικάς περιοχάς».

Οι συχνές αποστολές του στο έργο αυτό των εράνων και των κατηχήσεων φανέρωνε την εμπιστοσύνη, την εκτίμηση και τον σεβασμό που έτρεφαν οι Βατοπαιδινοί πατέρες στο πρόσωπο του συμμοναστή τους. Ο νέος μοναχός, μολονότι επεδίωκε διακαώς τη μόνωση για μελέτη και προσευχή, έκανε υπακοή και άφηνε το αγαπητό του μοναστήρι για να περιέρχεται τον κόσμο. Ταξίδευε από υπακοή και αισθανόταν ασφαλισμένος, παρά τις πολλές και μεγάλες δυσκολίες των καιρών και των υποδούλων τόπων. Αυτό το έκανε γιατί αγαπούσε τους αδελφούς του στη μονή και τον κόσμο. Περιδιαβαίνοντας πόλεις και χωριά της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδος συγκέντρωνε ελεημοσύνες, ξεπληρώνοντας την αγαθοδοσία τους με λόγους διδακτικούς, ευαγγελικούς κι αγιοπατερικούς, για ακριβή τήρηση των ορθοδόξων δογμάτων και των ηθών.

Το έργο του αυτό στις αρχές της τουρκοκρατίας είχε μεγάλη σημασία και αξία. Δίκαια αναφέρεται ότι «ηγωνίσθη εθνοθρησκευτικώς. Ωμίλει και ηγωνίζετο όπου τα Πατριαρχεία τον εκάλουν και όπου το Άγιον Όρος τον έστελνε, δια την διατήρησιν της ορθοδόξου πίστεως και της ελληνικής συνειδήσεως άλλα και διά την ενίσχυσιν της πίστεως των Ελλήνων ραγιάδων προς την ελευθερίαν. Υπήρξεν ο προπομπός του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού και του εθνεγέρτου Ρήγα Φερραίου». Ο άγιος Μάξιμος με οπλισμό τη θερμή πίστη, την πλούσια γνώση, το θάρρος και τη δύναμη δεν φοβήθηκε να εναντιωθεί κατά δύο ξένων ρευμάτων του μουσουλμανισμού από την Ανατολή και του καθολικισμού από τη Δύση. Οι μακρές περιοδείες του στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου και από τη Βλαχία ως την Αίγυπτο είχαν βαθειά επίδραση στις ψυχές των Ορθοδόξων.

Οι πληροφορίες του πάντοτε φιλομαθούς Μαξίμου, «ότι η Μονή Βατοπαιδίου περιελάμβανε μέγαν πλούτον εκ φιλολογικών και πατρολογικών χειρογράφων και αφ΄ ετέρου ότι υπήρχον εκεί και άλλοι λόγοι, μετά των οποίων θα διελέγετο θεολογικώς και θα εξεπαίδευον όλοι ομού τους άλλους μοναχούς, ευχαρίστως τον έκανε να επιλέξη μεταξύ πολλών περιφήμων Μονών του Αγίου Όρους το Βατοπαίδιον, διά να εγκαταβιώση εκεί μετά ταπεινότητος» τον διαβεβαίωσαν ότι έπραξε άριστα.

Κατά τη δεκαετία (1506-1516) που παρέμεινε στη μονή Βατοπαιδίου, στο εργαστήρι αυτό της αγιότητος και της σοφίας, ο πολυτάλαντος Μάξιμος ασχολήθηκε και με τη συγγραφή. Συγκεκριμένα με την υμνογραφία και τη σύνθεση ενός Παρακλητικού Κανόνος στον Τίμιο Πρόδρομο, τον προστάτη των μοναχών και πέντε επιγραμμάτων: Ένα στον πατριάρχη Ιωακείμ, δύο στον άγιο Νήφωνα Β΄, ένα στον μεγάλο ρήτορα και φιλόσοφο Μανουήλ και ένα στον ηγεμόνα της Βλαχίας Νεάγκο. Κατά τον καθηγητή Π. Χρήστου ο όσιος Μάξιμος αποτελεί «μία από τις μεγαλύτερες θεολογικές προσωπικότητες της μεταβυζαντινής εποχής», ενώ κατά την εκεί παραμονή του, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί, «ή μονή ήταν πλέον λαύρα, σκήτη, και ακολουθούσε το σύστημα τής ημικοινοβιακής ζωής».

Η φήμη του αγίου Μαξίμου έφθασε πέρα από το Αγιον Όρος. Ο σλαβικός κόσμος, που έτρεφε από παλαιά μεγάλη ευλάβεια για τον ιερό Αθωνα και είχε πνευματικούς δεσμούς ιδιαίτερα με τη μονή Βατοπαιδίου, βρισκόμενος σε μεγάλη ανάγκη ζητούσε εσπευσμένα πνευματική βοήθεια. Ο πρεσβευτής της Μόσχας στην Κωνσταντινούπολη Αντρέγιεφ Βασίλειος Καρόμπωφ με τη διαμεσολάβηση του Οικουμενικού Πατριάρχου Θεολήπτου Α΄ (1513-1522) σε έκθεση του προς τον μεγάλο Ρώσο ηγεμόνα Βασίλειο Ιβάνοβιτς έγραφε: «Τότε, (μετά δηλαδή την αδυναμία του Βατοπαιδινού μοναχού Σάββα λόγω γήρατος και ασθενείας να μεταβεί στη Ρωσία) ο ηγούμενος της μονής Βατοπεδίου Άνθιμος και η Ιερά Επιστασία, προέκριναν τον μοναχόν Μάξιμον, μόνον κατάλληλον, ως η Υμετέρα Αυτοκρατορική Μεγαλειότης θα αντελήφθη, μετά τον Σάββαν να φέρη εις πέρας το έργον σας. Είναι βαθύς μελετητής των Γραφών και ικανότατος μεταφραστής τόσον των θύραθεν, όσον και των Ιερών βιβλίων. Εσπούδασεν εις την Εσπερίαν πολλά έτη, και ως με διαβεβαίωσεν η Αυτού Θειοτάτη Παναγιότης Θεόληπτος ο Α΄, κάτοχος μεγάλης μορφώσεως και γνώστης των διεθνών πνευματικών ρευμάτων, αλλά και των προβλημάτων της κατ’ Ανατολάς Εκκλησίας. Ο Παναγιώτατος επέδειξεν Ιερόν ζήλον και η Μήτηρ Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως έλαβε σοβαρώς υπ΄ όψιν το γεγονός της αποστολής εις την Μοσχοβίαν τοιούτου ανδρός, δια την εφαρμογήν των σχεδίων Σας».

Ο φιλόθεος και φιλομαθής ηγεμόνας Βασίλειος Ιβάνοβιτς ήθελε κάποιον πολυμαθή άνδρα, για να προβεί στη διόρθωση των εκκλησιαστικών βιβλίων, που είχαν με τον καιρό αλλοιωθεί η είχαν λανθασμένα αντιγραφεί η μεταφρασθεί. Επρόκειτο μάλιστα για τα απαραίτητα λειτουργικά βιβλία, όπως το ψαλτήρι, το ευαγγέλιο και η θεία λειτουργία. Για το μεγάλο και σπουδαίο αυτό έργο επελέγη ο Μάξιμος. Συνοδευόμενος από τους Βατοπαιδινούς πατέρες ιερομόναχο Νεόφυτο και μοναχό Λαυρέντιο, που γνώριζαν τα ρωσικά, έφθασαν στις αρχές του 1518 στη Μόσχα μέσω Κριμαίας. Εκεί τον υποδέχθηκε ο ηγεμόνας με τιμές και όρισε να μένει στη μονή των Θαυμάτων, συντηρούμενος από τα ανάκτορα. Η πλούσια αυτοκρατορική βιβλιοθήκη εξέπληξε τον σοφό Μάξιμο. Αμέσως άρχισε το ερμηνευτικό του έργο με τη μετάφραση του ψαλτηρίου και την παράθεση αγιοπατερικών σχολίων. Μετά ενάμισυ χρόνο παρέδωσε ολοκληρωμένη τη σπουδαία αυτή εργασία του, γράφοντας στον ηγεμόνα: «Λύτρωσε μας, από τη θλίψι του πολυχρόνιου αποχωρισμού, επίστρεφε μας με ασφάλεια στο τίμιο μοναστήρι του Βατοπεδίου, που ήδη από καιρό μας περιμένει με πόθο. Δώρισε μας, ώστε να εκπληρώσουμε τις μοναχικές μας υποσχέσεις εκεί όπου τις δώσαμε μπροστά στο Χριστό και στους φοβερούς του Αγγέλους κατά την ημέρα της κουράς. Απόλυσε μας γρηγορώτερα εν ειρήνη για να διακηρύξουμε και στους εκεί ευρισκομένους ορθοδόξους τους βασιλικούς σου άθλους… ».

Ο ηγεμόνας δεν επέτρεψε στον Μάξιμο να αναχωρήσει, αλλά θαυμάζοντας την εξαιρετική ερμηνευτική του εργασία, του έδωσε άφθονη ύλη από την Αγία Γραφή, τους Λόγους των Αγίων Πατέρων και τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας, για να συνεχίσει το έργο του, μαζί με την αποκάθαρση των λειτουργικών βιβλίων. Παραμένοντας ο θείος Μάξιμος επί πολύ στη Ρωσία μάθαινε εκτός της γλώσσης τα ήθη κι έθιμα του τόπου. Παρατηρούσε πως η πίστη των χριστιανών δεν ήταν βαθειά και δεν υπήρχε σαφής γνώση ούτε των βασικών δογμάτων της πίστεως. Δεισιδαιμονίες, παγανιστικές δοξασίες και διάφορες μορφές μαγείας επηρέαζαν τους πιστούς. Αναγκάσθηκε να γράψει και να μιλήσει αυστηρά για όλα αυτά τα παράτυπα και παράδοξα, ώστε ορισμένοι να τον συκοφαντήσουν και να τον αντιπαθήσουν πολύ. Δημιουργήθηκε ένας ισχυρός εχθρικός κύκλος εναντίον του, που δεν ανεχόταν επ΄ ουδενί τις δίκαιες παρατηρήσεις του για παρατυπίες, παρανομίες, υποκρισίες και δολιότητες που έπρατταν. Η εναντίον του ένταση μεγάλωσε, όταν υποστήριξε επίμονα την ακτημοσύνη των ιερών μονών και την αμεριμνία των μοναχών από την τεράστια περιουσία τους, όπου σε αυτή υπήγονταν ολόκληρα χωριά, που δημιουργούσαν προβλήματα και ταραχές και απομάκρυναν τους μοναχούς από την προσευχή και ησυχία. Επίσης δεν δίστασε να ελέγξει και αυτόν τον ηγεμόνα για λάθη του. Έτσι οι εχθροί του συσπειρώθηκαν και τον κατηγόρησαν βάναυσα στον ηγεμόνα ότι εργάζεται εναντίον του. Τέλος τον οδήγησαν σε σκηνοθετημένη δίκη, όπου τον καταδίκασαν ως αιρετικό, για ηθελημένα λάθη του στις μεταφράσεις των εκκλησιαστικών βιβλίων. Παρότι ζήτησε συγχώρεση γονυπετής και μετά δακρύων για τα τυχόν λάθη του, δεν του δόθηκε. Κλείσθηκε σε κελλί παρακείμενης μονής ως φυλακισμένος. Του απαγορεύθηκε η μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων, ο εκκλησιασμός, η μελέτη, οι επισκέψεις και οι έξοδοι. Έγκλειστος επί μία εξαετία υπέμεινε στερήσεις από την πείνα, το ψύχος, την υγρασία, τη μόνωση, την έλλειψη βιβλίων και γραφίδος. Τον παραμυθούσε μόνο η προσευχή. Εκεί δέχθηκε την επίσκεψη ουράνιου αγγέλου. Γεμάτος χαρά συνέθεσε κανόνα στο Άγιον Πνεύμα, που έγραψε με κάρβουνο στον τοίχο της φυλακής του.

Οι συνεχείς και δίκαιες διαμαρτυρίες του αγίου Μαξίμου για την άδικη καταδίκη του στη μονή Βολοκολάμσκ ανάγκασαν τον μητροπολίτη Μόσχας Δανιήλ να συγκαλέσει σύνοδο το 1531, η οποία τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη στη μονή Ότροτς της πόλης Τβέρης και σε συνεχή στέρηση της θείας μεταλήψεως. Ο άγιος έμεινε τιμωρημένος επί εικοσαετία. Κατά τη διάρκεια της φυλακίσεως του συνέταξε ομολογία ορθοδόξου πίστεως και δύο απολογητικούς λόγους για τις διορθώσεις των ρωσικών εκκλησιαστικών βιβλίων. Μετά τον θάνατο του ηγεμόνος Βασιλείου και ο νέος Ιβάν Βασίλεβιτς συνέχιζε να επιμένει και να μη του επιτρέπει την ποθητή επιστροφή του στη μονή της μετανοίας του, τη μονή Βατοπαιδίου. Παρά τη μεσολάβηση των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως Διονυσίου και Αλεξανδρείας Ιωακείμ ο νέος ηγεμόνας δεν επέτρεψε την επιστροφή του Μαξίμου στο εράσμιο Άγιον Όρος. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να βελτιώσουν κάπως τις άθλιες συνθήκες διαβιώσεως του στην ειρκτή και να του επιτραπεί η μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων.

Τις θλίψεις και δοκιμασίες του θεωρούσε παραχωρήσεις παιδαγωγικές του Θεού προς ανάνηψη, μετάνοια και σωτηρία. Έτσι δεν επέτρεψε στον εαυτό του να απογοητευθεί από την αγνωμοσύνη και την κακεντρέχεια ορισμένων και υπέμεινε την αδικία ελπιδοφόρα. Τον παρηγορούσε η καθαρή του συνείδηση, η θερμή πίστη και η αγάπη των φίλων της αρετής. Μετά από 25 χρόνια σκληρής κάθειρξης ο όσιος Μάξιμος απελευθερώθηκε το 1551 με τις ενέργειες του ηγουμένου της μονής του Αγίου Σεργίου Αρτεμίου και ορισμένων ενάρετων βογιάρων. Ο διώκτης του ηγεμόνας έφθασε να τον τιμά, να τον συμβουλεύεται και να νουθετείται από τον ταπεινό ομολογητή και πολύσοφο οσιομάρτυρα. Τα τέλη του ήταν ειρηνικά και τιμημένα.

Εκοιμήθη στη Λαύρα του Άγιου Σεργίου στις 21 Ιανουαρίου 1556 σε ηλικία 86 ετών. Τα 38 έτη τα διήλθε στερημένος της ελευθερίας του, μέσα σε σκληρές κακουχίες, απάνθρωπες συνθήκες, βασικές στερήσεις και δυνατούς πόνους. Εντούτοις δεν κάμφθηκε, αλλά συνέχιζε, όσο μπορούσε, αναλώνοντας όλες του τις δυνάμεις υπέρ της αναμορφώσεως της Ρωσικής Εκκλησίας και του παρασυρμένου σε πάθη ρωσικού λαού. Όταν του επιτρεπόταν και μέσα στη φυλακή, δεν έπαυε να γράφει, να μεταφράζει και να επιστολογραφεί προς φωτισμό κλήρου και λαού.

Το συγγραφικό, μεταφραστικό και επιστολογραφικό του έργο είναι αρκετά πλούσιο και ποικίλο. Αναφέρεται σε δογματικά, απολογητικά, ερμηνευτικά, ηθικά και κοινωνικά θέματα και είχε μεγάλη απήχηση στον λαό. Νωρίς τιμήθηκε ως άγιος. Πολλοί τον ονόμαζαν «μέγα διδάσκαλο», «προφήτη», «άγιο», «όσιο», «φωτιστή των Ρώσων» και «θαυματουργό». Ο μητροπολίτης Μόσχας Πλάτων (+1812) κατεσκεύασε περίτεχνη λάρνακα και κουβούκλιο για το τίμιο λείψανο του αγίου. Ο αρχιμανδρίτης Αντώνιος της Λαύρας του Αγίου Σεργίου το 1833 έκτισε παρεκκλήσιο επί του τάφου του αγίου.

Ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης καθώς και ο Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός συνέθεσαν πλήρη ασματική ιερά ακολουθία προς τιμήν του αγίου.
Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου ενώ η ανακομιδή και μετακομιδή των τιμίων λειψάνων του στις 12 Ιουλίου. 
Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007

Δημοφιλείς αναρτήσεις