Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Άγιος Brendan (Μπρένταν) ο πλοηγός


Άγιος Brendan (Μπρένταν) ο πλοηγός 

29 Νοέμβριος  

Ο πατέρας μας άγιος Brendan γεννήθηκε γύρω στο 484 μέσα σε μια Ιρλανδική οικογένεια κοντά στη σημερινή πόλη του Tralee, στην Κομητεία Kerry, στην Ιρλανδία. Σε πολύ νεαρή ηλικία ξεκίνησε την εκπαίδευση του στην ιεροσύνη και σπούδασε υπό την καθοδήγηση της αγίας Ita στο Killeedy. Αργότερα ολοκλήρωσε τις σπουδές του υπό τον άγιο Erc, ο οποίος τον χειροτόνησε το 512. 
Κατά τη διάρκεια των επόμενων 20 χρόνων της ζωής του, ο άγιος Brendan έπλευσε γύρω από όλα τα νησιά που κυκλώνουν την Ιρλανδία, διαδίδοντας τον λόγο του Θεού και ιδρύοντας το ένα μοναστήρι μετά το άλλο. Το ποιο αξιοσημείωτο από αυτά είναι το Clonfert στο Galway, το οποίο ίδρυσε γύρω στο 557 και το οποίο άντεξε μέχρι το 1600. Ο άγιος Brendan κοιμήθηκε γύρω στο 578 και η εορτή του είναι στις 16 Μαΐου. 
Το πρώτο ταξίδι του Brendan τον οδήγησε στα Νησιά Arran, όπου ίδρυσε ένα μοναστήρι και σε πολλά άλλα νησιά τα οποία απλά επισκέφτηκε, συμπεριλαμβανομένου του νησιού Hynba της Σκωτίας όπου λέγεται πως συνάντησε τον άγιο Columba. Σε αυτό το ταξίδι ταξίδεψε και στην Ουαλία και τελικά στην Βρετάνη στην βορειότερη ακτή της Γαλλίας. 
Το γεγονός για το οποίο τιμούν περισσότερο τον άγιο Brendan, είναι το ταξίδι του στην «Γη της Επαγγελίας». Κάποια στιγμή στα πρώτα του ταξίδια, ο άγιος Brendan άκουσε από έναν άλλο μοναχό την ιστορία για μια γη μακριά στη δύση, η οποία όπως υποστήριζαν οι Ιρλανδοί ήταν μια γη αφθονίας. 

 

Αυτός και μια μικρή ομάδα μοναχών που περιλάμβανε, πιθανόν, τον άγιο Machutus νήστεψαν για 40 ημέρες και έπειτα έπλευσαν για αυτή τη γη προκειμένου να ερευνήσουν και να φέρουν στην αληθινή πίστη τους ντόπιους κατοίκους. Όλο το ταξίδι διήρκησε εφτά χρόνια. 
Τον ένατο αιώνα, ένας Ιρλανδός μοναχός έγραψε μια καταγραφή για το ταξίδι με το όνομα «Το Ταξίδι του αγίου Brendan» (Navigatio Sancti Brendani). Αυτό το βιβλίο παρέμεινε ιδιαίτερα γνωστό όλο το Μεσαίωνα και έκανε τον Brendan γνωστό σαν πλοηγό. 

Η καταγραφή χαρακτηρίζεται από μεγάλη λογοτεχνική ελευθερία και περιέχει αναφορές στην κόλαση όπως «φοβεροί δαίμονες εξαπέλυαν κομμάτια από φλεγόμενη λάβα από ένα νησί με ποτάμια από χρυσή φωτιά» και «μεγάλους κρυστάλλινους πυλώνες». Πολλοί σήμερα πιστεύουν πως αυτές είναι αναφορές στις δραστηριότητες των ηφαιστείων γύρω από την Ισλανδία και στα παγόβουνα. 
Μόλις έφτασαν στον προορισμό τους, συνάντησαν έναν οδηγό ο οποίος τους οδήγησε γύρω από εκείνη τη γη. Πήγαν στην ενδοχώρα όμως τους απέτρεψε να πάνε μακρύτερα ένα μεγάλο ποτάμι. Σύντομα μετά από αυτό, ο άγιος Brendan και οι σύντροφοι του έπλευσαν πίσω στην Ιρλανδία. Μόνο λίγοι επιβίωσαν σε αυτό το ταξίδι. 
Στην σύγχρονη εποχή η ιστορία θεωρήθηκε σαν προϊόν φαντασίας, όμως το 1970 ένας άντρας ονόματι Tim Severin ενθουσιάστηκε από την ιστορία και αποφάσισε να κάνει το ταξίδι του αγίου Brendan. Ο Severin έφτιαξε μια βάρκα από δέρμα και ξύλο βελανιδιάς ακριβώς σαν εκείνη που περιγράφεται στο αρχαίο κείμενο. Τα δέρματα ράφτηκαν μεταξύ τους πάνω σε ένα λυγισμένο πλαίσιο από στάχτες ξύλου και οι ραφές σφραγίστηκαν με ζωικό λίπος. Με μια ομάδα εθελοντών έπλευσε για την Αμερική και έφτασε στην νέα γη. Το ταξίδι του καταγράφεται στο έργο «Το Ταξίδι του Brendan: Πέρα από τον Ατλαντικό μέσα σε μια Δερμάτινη Βάρκα». 

Άγιος Σατουρνίνος, πρώτος Επίσκοπος Τουλούζης


Άγιος Σατουρνίνος, πρώτος Επίσκοπος Τουλούζης. 
29 Νοεμβρίου.  
Ο Άγιος Σατουρνίνος (επονομαζόμενος επίσης Σερνίνος), ελληνικής και ευγενούς καταγωγής, ήταν ένας από τους επτά ιεραποστόλους που εστάλησαν από τη Ρώμη για να ευαγγελίσουν τη Γαλατία, επί Δεκίου το 250. Όταν οι Άγιοι έφτασαν στην Αρελάτη, στον Σατουρνίνο ανατέθηκαν οι περιοχές του Λανγκεντόκ, της Γασκώνης (νοτιοδυτική Γαλλία) και η Ισπανική μεθόριος. Μετά τις μεγάλρς επιτυχίες που είχε το κήρυγμά του, ήρθε αντιμέτωπος με τη σκληροκαρδία των ειδωλολατρών της Καρκασόν και φυλακίσθηκε. Ελευθερώθηκε με την παρέμβαση ενός Αγγέλου και συνέχισε την αποστολή του προς την Τουλούζη, όπου συνάντησε ψυχές πιο ευεπίφορες στον λόγο του Θεού και ίδρυσε εκεί ένα ναό. Θεράπευε αρρώστους και λεπρούς με το σημείο του Τιμίου Σταυρού και ενέπνεε με τα λόγια του φλογερή αγάπη για τον Θεό στους ακροατές του. Εν συνεχεία, αφήνοντας τον Άγιο Πάπυλο να συνεχίσει το έργο του, προχώρησε στην Ισπανία και κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Παμπλόνα και στο Τολέδο. 
Επιστρέφοντας στην Τουλούζη μετά το μαρτύριο του Αγίου Παπύλου, ο Άγιος επίσκοπος ακτινοβολούσε σε τέτοιο βαθμό τη Χάρη του Θεού, που τα είδωλα έπαυσαν να δίνους τους απατηλούς χρησμούς τους και σιώπησαν, παρά τις ικεσίες και τις θυσίες των οπαδών τους. Οι ειδωλολάτρες λοιπόν είχαν απελπιστεί και ετοιμάζονταν να θυσιάσουν έναν ταύρο στο Καπιτώλιο, όταν έτυχε να περάσει από εκεί ο Σατουρνίνος πηγαίνοντας σε μια Λειτουργία. Κάποιος από το πλήθος τον αναγνώρισε και φώναξε: 
«Ιδού ο εχθρός της θρησκείας μας, ο αρχηγός του νέου δόγματος, αυτός που διδάσκει ότι πρέπει να καταστρέψουμε τους ναούς μας, αυτός που καταδικάζει τους θεούς μας αποκαλώντας τους δαίμονες, αυτός που με την παρουσία του μας εμποδίζει να λάβουμε τις απαντήσεις όπως άλλοτε. Ας εκδικηθούμε την προσβολή απέναντί μας και απέναντι στους θεούς μας. Να τον αναγκάσουμε να θυσιάσει για να εξευμενίσει τους θεούς, ειδαλλιώς να πεθάνει για να τους ευχαριστήσει με τον θάνατό του!».
Ενώ οι σύντροφοί του τράπηκαν σε φυγή, ο Σατουρνίνος, παραμένοντας γαλήνιος, απάντησε: 
«Δεν γνωρίζω παρά τον μόνο και αληθινό Θεό. Πως θα μπορούσα λοιπόν να φοβηθώ τους φανταστικούς θεούς σας, την ώρα που αυτοί οι ίδιοι τρέμουν εμένα;» 
Με τα λόγια αυτά του επισκόπου, η αναταραχή στο πλήθος μεγάλωσε. Άρπαξαν τον Σατουρνίνο, και με ένα χοντρό σχοινί τον έδεσαν από τα πόδια πίσω από τον άγριο ταύρο, ο οποίος βιαίως κεντριζόμενος, όρμησε μαινόμενος έξω από τον ναό. Το κεφάλι του μάρτυρος συντρίφθηκε αμέσως και τα μυαλά του σκόρπισαν στη γη. Το ζώο συνέχισε την ξέφρενη πορεία του στους δρόμους της πόλεως κομματιάζοντας το σώμα του Αγίου, μέχρι που έσπασε το σχοινί σε ένα μέρος όπου αργότερα κτίσθηκε ναός προς τιμήν του. 
Περιφρονώντας τον κίνδυνο, δύο φτωχές γυναίκες ήλθαν λίγο αργότερα στον τόπο του μαρτυρίου, πήραν το σώμα του Αγίου Σατουρνίνου, το εναπόθεσαν σε ξύλινο κιβώτιο και το έθαψαν εκεί κοντά. Στους αιώνες που ακολούθησαν, πλήθος προσκυνητών έρχονταν στον τάφο του Αποστόλου της Τουλούζης, πάνω στον οποίο είχε ανεγερθεί μεγάλη βασιλική, και η φήμη του απλώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη, εξαιτίας των θαυμάτων που γίνονταν εκεί. Στη Γαλλία, πολλά μέρη φέρουν ακόμη το όνομά του.  
 
Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας,
Τόμος 3ος (Νοέμβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Όσιος Πιτυρούν


Όσιος Πιτυρούν. 
29 Νοεμβρίου.

Τῇ σῇ θελήσει πρὸς σὲ χωρεῖ Χριστέ μου,
σῶν Πιτυροῦν ἐργάτης θελημάτων.

Ο Όσιος Πιτυρούν έκανε μαθητής του Μεγάλου Αντωνίου [17 Ιανουαρίου] και πήρε από τις αρετές και τα χαρίσματα εκείνου, η δε εγκράτεια του εικονίζεται κατά τον αυστηρότατο ασκητισμό. Πολλές φορές έμεινε νηστικός εντελώς, χωρίς καθόλου να ζημιωθεί η υγεία του ή να ελαττωθεί η πνευματική αντοχή του και η προθυμία του. Συχνά έλεγαν οι μοναχοί για οράματα, που εμφανίζονταν σ' αυτούς οι δαίμονες. Εκείνος τότε έλεγε: «εγώ φοβάμαι περισσότερα τα δαιμόνια, πού φωλιάζουν την υπερηφάνεια, τη φιλαργυρία, τη φιληδονία και άλλα παρόμοια πάθη. Αυτά είναι τα πιο επικίνδυνα δαιμόνια και πρέπει μεγάλη προσοχή προς αυτά». Ο όσιος Πιτυρούν απεβίωσε ειρηνικά.

Βίος Αγίου Φιλουμένου

 

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΦΙΛΟΥΜΕΝΟ εδώ 

Βίος Αγίου Φιλουμένου (1913-1979)

Ο Άγιος Φιλούμενος, κατά κόσμον Σοφοκλής Ορουντιώτης, ήταν γέννημα και θρέμμα της αγιοτόκου νήσου Κύπρου. Γεννήθηκε στις 15 του Οκτώβρη του έτους 1913 στην ενορία του Αγίου Σάββα στη Λευκωσία. Η καταγωγή του όμως ήταν από το χωριό της επισκοπής Μόρφου, Ορούντα. Γόνος ευλαβών γονέων -του Γεωργίου και της Μαγδαληνής Χασάπη- και «υποτακτικός» της ευλογημένης γιαγιάς του Αλεξάνδρας, ο Άγιος Φιλούμενος μυήθηκε από πολύ νωρίς σ’ ένα μοναχικό τυπικό ζωής. 
Παιδιόθεν έμαθε να προσεύχεται, να νηστεύει, να εκκλησιάζεται και να μελετά την Αγία Γραφή και τα συναξάρια με τους βίους των Αγίων. Ιδιαίτερα του άρεσε να διαβάζει το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου, του οποίου η βιοτή τόσο τον είχε θέλξει, ώστε άναψε μέσα του έντονη η επιθυμία να αναχωρήσει εκ του κόσμου για να ζήσει την κατά Θεό μοναχική ζωή. 
Έτσι, το Καλοκαίρι του 1927 εγκατέλειψε, μαζί με τον αδελφό του Αλέξανδρο (τον μετέπειτα ιερομόναχο Ελπίδιο), το πατρικό του σπίτι και πήγε στο Σταυροβούνι όπου παρέμεινε για 5 χρόνια υποτασσόμενος «εν παντί» στον τότε ηγούμενο, μοναχό Βαρνάβα. 
Το 1934 -Θεού τη νεύση- αναχώρησε, μαζί με τον αδελφό του, από τη Μονή του Σταυροβουνιού και μετέβη στα Ιεροσόλυμα για να εγγραφεί στο Γυμνάσιο του εκεί Πατριαρχείου. Στον τρίτο χρόνο φοίτησής του στο Γυμνάσιο εκάρη μοναχός, από τον τότε Πατριάρχη Τιμόθεο Θέμελη και λίγους μήνες μετά χειροτονήθηκε διάκονος. Το 1943 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και έξι χρόνια αργότερα έλαβε και το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη. 
Αποφοιτώντας από τη Σχολή του Πατριαρχείου ο Άγιος Φιλούμενος, παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα όπου υπηρέτησε, ως μέλος της Αγιοταφικής αδελφότητας, για 45 συνεχή χρόνια. Σ’ αυτά τα χρόνια διορίστηκε ως ηγούμενος σε διάφορα προσκυνήματα -στην Τιβεριάδα, στην Ιόππη, στη Μονή του Αρχαγγέλου, στη Ραμάλλα, στον Αββά Θεοδόσιο, στον Προφήτη Ηλία, στο Φρέαρ του Ιακώβ- απ’ όπου διακόνησε με πολλή αγάπη και πόνο το εκάστοτε ποίμνιό του. 
Ο κόσμος, και κυρίως οι απλοί άνθρωποι με τους οποίους συναναστρεφόταν καθημερινά, στηρίζοντάς τους πνευματικά και υλικά, τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Πολλοί μάλιστα τον ευλαβούνταν από τον καιρό που ήταν εν ζωή, αφού από πολύ νωρίς απέκτησε τη φήμη ενός εξαιρετικού ιερομονάχου και πνευματικού. 
Η ζωή του ήταν απλή και ταπεινή -σύμφωνη, όσο ήταν δυνατόν, με το αυστηρό μοναχικό τυπικό που ως παρακαταθήκη παρέλαβε από τους πρώτους πνευματικούς του πατέρες στο Σταυροβούνι. Ο ίδιος ήταν πολύ αυστηρός νηστευτής -συνήθως έτρωγε ελάχιστα και χωρίς να έχει απαιτήσεις για το είδος του φαγητού. Το ίδιο αυστηρός ήταν και στο θέμα της προσευχής και της τέλεσης των ακολουθιών (Στις ακολουθίες ήθελε το τυπικό και η εκκλησιαστική τάξη να τηρείται με πολλή ακρίβεια). 
Αγαπούσε τη μελέτη -γι’ αυτό και ήταν καλά καταρτισμένος θεολογικά- και του άρεσε να διηγείται κομμάτια από τα βιβλία που διάβαζε στους προσκυνητές που τον επισκέπτονταν. Πολλές φορές του είχαν προτείνει να φύγει από τα Ιεροσόλυμα για να σπουδάσει και επιστρέφοντας να ανεβεί σε μια ψηλότερη εκκλησιαστική τάξη. Ο Άγιος όμως πάντοτε αρνιόταν, αφού η μόνη του φιλοδοξία ήταν να αντιπροσωπεύει καλά το Μοναστήρι στα ηγουμενεία που διοριζόταν, όντας ένας σωστός μοναχός. 
Το τελευταίο προσκύνημα στο οποίο διορίστηκε ήταν στο Φρέαρ του Ιακώβ. Εκεί είχε να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες γιατί συχνά τον επισκέπτονταν φανατικοί Σιωνιστές απαιτώντας να αφαιρέσει τις εικόνες και το Σταυρό από το ναό. Πολλές φορές μάλιστα τον απειλούσαν ότι θα τον σκότωναν αν δεν έφευγε από το προσκύνημα, αλλά αυτός είχε πάρει την απόφαση να παραμείνει εκεί ό,τι και αν συνέβαινε. 
Το απόγευμα της 29ης Νοεμβρίου του 1979, μέρα που η εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου μάρτυρος Φιλουμένου -του εν Αγκύρα μαρτυρήσαντος εν έτη 270- «άγνωστοι» εισήλθαν στο Φρέαρ του Ιακώβ και επιτέθηκαν στον Άγιο. Τον σκότωσαν κτυπώντας τον με τσεκούρι στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια. Στη συνέχεια βεβήλωσαν την εκκλησία, ενώ φεύγοντας έριξαν και μια χειροβομβίδα καταστρέφοντας το χώρο σχεδόν ολοσχερώς. 
Το σκήνωμα του Αγίου μεταφέρθηκε για νεκροψία στο Τελ Αβίβ και παρόλο που οι αρχές το έδωσαν στους πατέρες του Πατριαρχείου μετά από 5 μέρες, δεν παρουσίαζε νεκρική ακαμψία αλλά ήταν μαλακό και ευλύγιστο σαν να ήταν εν ζωή. 
Η κηδεία έγινε στο ναό της Αγίας Θέκλας (στις 4 Δεκεμβρίου του 1979), παρόντων των Αγιοταφιτών πατέρων, συγγενών του Αγίου και πλήθους κόσμου, όχι μόνο ορθοδόξων αλλά και ετεροδόξων και μουσουλμάνων. Λίγο αργότερα έγινε και η ταφή του μάρτυρος στο κοιμητήριο της Αγιοταφικής αδελφότητας στην Αγία Σιών.

Τέσσερα περίπου χρόνια μετά το θάνατο του Αγίου Φιλουμένου, στις 30 Νοεμβρίου του 1983, πάρθηκε η απόφαση από το Πατριαρχείο να γίνει η ανακομιδή των οστών του. Όσοι ήταν παρόντες όμως βρέθηκαν μπροστά σε ένα θαυμαστό γεγονός: όταν ανοίχτηκε ο τάφος το σώμα του μάρτυρος ήταν άφθορο και ευωδιάζων, ως άνωθεν επισφράγιση της ένταξής του «εν σκηναίς Αγίων». Στη συνέχεια ξανακλείστηκε ο τάφος και άνοιξε ξανά στις 26 Δεκεμβρίου του 1984. Το σκήνωμά του Αγίου βρέθηκε και πάλι να ευωδιάζει και να διατηρεί μερική αφθαρσία. Τότε, οι Αγιοταφίτες το τοποθέτησαν στο Ιερό Βήμα του ναού της Αγίας Σιών. Στις μέρες μας έχει ολοκληρωθεί στον τόπο μαρτυρίου του Αγίου περικαλλής τρίκλιτος ναός, του οποίου το ένα κλίτος είναι αφιερωμένο στον Άγιο Φιλούμενο. Εκεί μεταφέρθηκε το 2008 και το σκήνωμά του. Σ’ αυτό προστρέχουν και πολλοί που ευλαβούνται τον Άγιο -όχι μόνο ορθόδοξοι αλλά και άραβες ακόμη και ετερόδοξοι- ζητώντας τις προς τον Κύριο πρεσβείες του. Στις 29 Νοεμβρίου του 2009 έχει γίνει από τη Σύνοδο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων η επίσημη Αγιοκατάταξη του Αγίου.

Πηγή: 
«Ο Άγιος Νέος Ιερομάρτυς Φιλούμενος ο Κύπριος», έκδ. Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Ορούντας, Ορούντα - Κύπρος 2007.

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

Ο άγιος Θεόδωρος αρχιεπίσκοπος Ροστώφ


Ο άγιος Θεόδωρος αρχιεπίσκοπος Ροστώφ 
28 Νοεμβρίου  
Ο Στέφανος, πατέρας του αγίου Θεοδώρου, ήταν μεγαλύτερος αδελφός του αγίου Σεργίου Ραντονέζ [25 Σεπτ.]. Όταν εκοιμήθη η γυναίκα του, έγινε μοναχός στη Μονή Χότκοβο, εν συνεχεία ασκήτευσε για λίγο με τον αδελφό του Σέργιο στα δάση του Ραντονέζ και κατόπιν εγκαταστάθηκε στη Μονή των Θεοφανείων στη Μόσχα, όπου έγινε ο πνευματικός πατέρας του μεγάλου ηγεμόνα. 
Ο μικρός γιος του τον ακολουθούσε παντού και όταν έγινε δώδεκα χρόνων, ο πατέρας του τον εμπιστεύθηκε στην πνευματική καθοδήγηση του αγίου Σεργίου. Ενδυθείς αμέσως το αγγελικό Σχήμα, ο Θεόδωρος κέρδισε τον θαυμασμό των μοναχών του Ραντονέζ με τον ζήλο του για την προσευχή, την πραότητά του και κυρίως με την προθυμία του να εξομολογείται κάθε του λογισμό στον πνευματικό του πατέρα. 
Φθάνοντας σε κανονική ηλικία, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Προόδευσε τόσο σε όλες τις άγιες αρετές και στη θεωρία, που ορισμένοι μοναχοί είδαν αγγέλους να συλλειτουργούν μαζί του κατά την τέλεση της θείας Λειτουργίας. 
Μια ημέρα, καθώς προσευχόταν, άκουσε μια φωνή από ψηλά να του δίνει εντολή να αναχωρήσει για την έρημο, με σκοπό να ιδρύσει ένα κοινόβιο που θα συγκέντρωνε πλήθος διψασμένων για τον Θεό ψυχών. Μετά από πολύ καιρό, έλαβε την ευλογία του αγίου Σεργίου και ίδρυσε ένα πρώτο μοναστήρι σε έναν τόπο που ονομαζόταν Σιμονώφ, στις όχθες του ποταμού Μόσχοβα. 
Αργότερα όμως εγκαταστάθηκε λίγο πιο μακριά, στο Νέο Σιμονώφ, όπου αφιέρωσε ένα δεύτερο μοναστήρι στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Η μονή, την οποία επισκεπτόταν συχνά ο άγιος Σέργιος, απέκτησε μεγάλη πνευματική αίγλη και ο άγιος Θεόδωρος εστάλη σε δύο επίσημες αποστολές στην Κωνσταντινούπολη (1383, 1388). 
Κατά την πρώτη του παραμονή στη Βασιλεύουσα, ο πατριάρχης Νείλος (1380-1388) του έδωσε το αξίωμα του αρχιμανδρίτου, και λίγα χρόνια μετά τη δεύτερη αποστολή του, ο μέγας ηγεμών, άγιος Δημήτριος Ντονσκόι [19 Μαΐου] –του οποίου ο άγιος ήταν ο πνευματικός πατέρας– τον πρότεινε για επίσκοπο του Ροστώφ (1392). 
Ως φιλεύσπλαχνος ποιμένας αγαπήθηκε πολύ από τον λαό του Ροστώφ, που έκλαψε απαρηγόρητα όταν ο άγιος Θεόδωρος παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, την 28η Νοεμβρίου 1395.


 «Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 3ος, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

Ο όσιος Διόδωρος, κτίτορας της Μονής του όρους Αγίου Γεωργίου


 

Ο όσιος Διόδωρος, κτίτορας της Μονής του όρους Αγίου Γεωργίου
 27 Νοεμβρίου
Ο όσιος Διόδωρος γεννήθηκε στα τέλη του 16ου αιώνα στην περιοχή της λίμνης Ονέγκα, στη βόρειο Ρωσία. Σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι για να επισκεφθεί τη Μονή Σολόφκι και ζήτησε να γίνει δεκτός εκεί. 
Για τρία χρόνια επέδειξε τέτοιο ζήλο στα διακονήματα και τέτοια τελειότητα στις άγιες αρετές, που ο ηγούμενος δέχθηκε να τον ενδύσει με το άγιο αγγελικό Σχήμα και εμπιστεύθηκε την πνευματική του καθοδήγηση σε έναν άγιο άνθρωπο, τον Ιωσήφ. Αυτός ήταν μέγας θαυμαστής των άθλων των γερόντων αναχωρητών. Ενέπνευσε στον νέο τον έρωτα της ησυχαστικής πολιτείας και του γνώρισε ορισμένους ερημίτες που ζούσαν τότε στα δάση γύρω από το μοναστήρι, σε συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες, λόγω της τραχύτητας του βορείου κλίματος. 
Ο Διόδωρος (Δαμιανός) συνήθιζε να τους επισκέπτεται για να τους πηγαίνει μερικά τρόφιμα και να συνομιλεί μαζί τους. Κατέληξε μάλιστα να περνά όλο τον χρόνο του σχεδόν στο δάσος οδηγώντας και άλλους μοναχούς προς τον ερημητικό βίο. 
Η υπόλοιπη αδελφότητα παραπονέθηκε στον ηγούμενο και εκείνος ανάγκασε τον Δαμιανό και τους συντρόφους του να επιστρέψουν στη μονή. Ο όσιος κλείσθηκε για πεντέμισι μήνες στο νοσοκομείο της μονής ως τιμωρία. Όταν τελείωσε ο περιορισμός του, έφυγε κρυφά από το μοναστήρι και παίρνοντας το καράβι έπλευσε τον ποταμό Ονέγκα αναζητώντας πρόσφορο τόπο. 
Εγκαταστάθηκε σε ένα κελλί στις όχθες της λίμνης Κένο, αλλά μετά από λίγο εκδιώχθηκε από τους χωρικούς της περιοχής αφού τον ξυλοφόρτωσαν. Από εκεί μετέβη κοντά στη λίμνη Βοδλά και έκτισε κελλί σε έναν τόπο τόσο άγριο, που έμεινε εκεί για επτά χρόνια σε απόλυτη ησυχία. Εν συνεχεία, ένας άλλος εραστής της ερήμου, ο Πρόχορος, ήλθε να τον συναντήσει και μαζί συνέχισαν τους αγώνες τους μέχρι που μετά από ένα όραμα ανέλαβαν την ίδρυση μιας μεγάλης μονής αφιερωμένης στην Αγία Τριάδα, στο όρος Αγίου Γεωργίου (Γιούρυ). 
Ο όσιος εύκολα εξασφάλισε την άδεια του τσάρου Μιχαήλ Φεδώροβιτς και έλαβε σημαντική δωρεά από τη μητέρα του τσάρου – η οποία έγινε μοναχή με το όνομα Μάρθα († 1645) –, από πλούσιους εμπόρους και από τη Λαύρα του Αγίου Σεργίου. Παρά το πλήθος των δοκιμασιών και των πειρασμών εκ μέρους των δαιμόνων κατόρθωσε να κτίσει τρεις μεγάλες εκκλησίες και μεγάλο αριθμό κελλίων (1626). Έχοντας αναλάβει το θεάρεστο τούτο έργο με μόνον τον συνασκητή του Πρόχορο, ο όσιος αναλάμβανε τις πλέον ταπεινωτικές εργασίες και συνέχισε να τις εκτελεί ακόμα κι όταν αυξήθηκε η αδελφότητα. 
Μία ημέρα, ένας φθονερός μοναχός, ο Θεοδόσιος, επιτέθηκε στον όσιο και τον άφησε σχεδόν νεκρό στο δάσος. Ο Διόδωρος κατάφερε παραταύτα να φθάσει στο κελλί του. Μόλις ο Θεοδόσιος τον είδε μπροστά του έπεσε κλαίγοντας στα πόδια του ζητώντας του να τον συγχωρήσει και να μην αποκαλύψει στους αδελφούς την κακή πράξη του. Ο όσιος, ανίκανος για οποιαδήποτε μνησικακία, τον συγχώρεσε. 
Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για τον Θεοδόσιο. Καταπιάστηκε να στρέψει εναντίον του οσίου τους δοκίμους και λίγο αργότερα έφυγε από το μοναστήρι με δεκαεπτά από αυτούς παίρνοντας μαζί του το ταμείο της αδελφότητας. Ο Διόδωρος δεν τους κράτησε κακία και έμεινε αδιάφορος απέναντι στην οικονομική απώλεια. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η απώλεια της ψυχής των δύστυχων αυτών και προσευχόταν θερμά υπέρ αυτών. Μέσα σε τούτες τις δοκιμασίες, ευχαριστούσε τον Θεό και εγκαρτερούσε με απέραντη υπομονή. 
Η μονή ευημερούσε χάρη στις προσευχές και στις θεόπνευστες διδαχές του οσίου Διοδώρου. Την παραμονή ενός ταξιδιού του για υποθέσεις του μοναστηριού, συγκέντρωσε γύρω του τους πιο κοντινούς μαθητές του, τους προείπε το επικείμενο τέλος του, όρισε διάδοχό του και τους άφησε τις τελευταίες παραινέσεις του για τη σωτηρία των ψυχών. 
Εκοιμήθη ταξιδεύοντας προς το Καργοπόλ, στις 27 Νοεμβρίου 1633. Τα τίμια λείψανά του μεταφέρθηκαν στη μονή και επιτελούν πολλά θαύματα.

 «Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 3ος, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

Ο όσιος Θεοδόσιος Τιρνόβου


 

Ο όσιος Θεοδόσιος Τιρνόβου 
27 Νοεμβρίου 

Ο όσιος Θεοδόσιος γεννήθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα στην περιοχή του Τιρνόβου και έγινε μοναχός από νεαρή ηλικία σε μονή του Αρτσάρ (κοντά στο Βιδίνιο), όπου διακρίθηκε για την ταπεινοφροσύνη του. Μετά τον θάνατο του πνευματικού του πατέρα, πέρασε από πολλά μοναστήρια αναζητώντας έναν καινούργιο εν Χριστώ πατέρα και τόπο πρόσφορο για ησυχία και προσευχή. 
Ευρισκόμενος σε μια ομάδα μοναχών που έμεναν στο δάσος κοντά στο Σλίβεν, άκουσε να γίνεται λόγος για την πρόσφατη άφιξη στην Παρορία, στα σύνορα Βουλγαρίας και βυζαντινής αυτοκρατορίας, του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου [6 Απρ.] και των μαθητών του που είχαν έρθει από το Άγιον Όρος για να ξεφύγουν από τις επιδρομές Τούρκων πειρατών. Αμέσως έσπευσε να συναριθμηθεί μεταξύ αυτών και απεδείχθη υπόδειγμα υπακοής και ζηλωτής της νοεράς προσευχής. Εκεί συνδέθηκε με στενή πνευματική φιλία με τον όσιο Ρωμύλο [18 Σεπτ.]. 
Χάρη στην παρέμβασή του, η αδελφότητα μπόρεσε να επωφεληθεί της προστασίας του Βούλγαρου βασιλέα Ιωάννη Αλεξάνδρου (1331-1371), μεγάλου θαυμαστού των μοναχών και του βυζαντινού πολιτισμού, και να εφοδιασθεί με μέσα άμυνας κατά των συχνών επιθέσεων των Τούρκων. 
Όταν εκοιμήθη ο όσιος Γρηγόριος, στα 1346, οι αδελφοί θέλησαν να κάνουν ηγούμενό τους τον Θεοδόσιο, εκείνος όμως αρνήθηκε και αναχώρησε με τον Ρωμύλο για το Σλίβεν πρώτα, κατόπιν δε για το Άγιον Όρος. Εκεί όμως δεν μπόρεσαν να βρουν την ησυχία εξαιτίας των Τούρκων και συνέχισαν την περιοδεία τους προς τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια και εν συνεχεία την Κωνσταντινούπολη. Τέλος, ο Θεοδόσιος επέστρεψε στη γενέτειρά του και ίδρυσε ένα μοναστήρι στο όρος Κελιφάρεβο (ή Κεφαλάρεβο) –πλησίον του σημερινού Μπουργκάς στη Μαύρη Θάλασσα – χάρη στην πρόθυμη βοήθεια του βασιλέα. 
Στη μονή εφαρμόσθηκαν αυστηρά οι πνευματικές αρχές που δίδασκε ο Γρηγόριος ο Σιναΐτης και σύντομα βρέθηκαν εκεί συγκεντρωμένοι πενήντα περίπου μοναχοί, αφιερωμένοι εν ησυχία και ευταξία στη νοερά προσευχή, στην αντιγραφή χειρογράφων και στη μετάφραση στα σλαβονικά των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας. 
Χάρη στην ακτινοβολία της αγιότητας του Θεοδοσίου και στη θεολογική αυτή δραστηριότητα, το μοναστήρι αυτό έγινε το κέντρο απ’ όπου διαδόθηκε ο ησυχασμός σε όλη τη Βουλγαρία και ο φάρος της Ορθοδοξίας κατά των αιρέσεων (Βογόμιλοι και Ιουδαΐζοντες). Μαθητές συνέρρεαν εκεί για να φωτισθούν από τη διδαχή του οσίου Θεοδοσίου από όλα τα μέρη: τη Σερβία, την Ουγγαρία, τη Βλαχία. 
Οι επιδρομές ωστόσο των Τούρκων που συνεχίζονταν, ανάγκασαν τον όσιο να αποσυρθεί σε μια σπηλιά για να βρει την ησυχία, την απαραίτητη για την προσευχή. Τρία χρόνια αργότερα αρρώστησε, βρήκε εντούτοις τις δυνάμεις να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να συζητήσει με τον συμμαθητή και βιογράφο του, τον πατριάρχη άγιο Κάλλιστο Α’ [20 Ιουν.], εκκλησιαστικά προβλήματα που απειλούσαν την εποχή εκείνη τις σχέσεις της βουλγαρικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Εκοιμήθη στη Μονή του Αγίου Μάμαντος, στις 27 Νοεμβρίου 1363, και ετάφη με μεγάλες τιμές. 
Ο όσιος Θεοδόσιος ήταν αυτός που διέδωσε στη Βουλγαρία την πνευματική διδασκαλία, την οποία είχε εισαγάγει στο Άγιον Όρος ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Μέχρι τα τέλη του αιώνα, ο οποίος υπήρξε η χρυσή εποχή της βουλγαρικής Εκκλησίας, οι πιο διακεκριμένες μορφές της εκκλησιαστικής ζωής ήταν μαθητές του, ιδιαίτερα δε ο άγιος Ευθύμιος, πατριάρχης Τιρνόβου [20 Ιαν.], και ο άγιος Κυπριανός, μητροπολίτης Κιέβου [16 Σεπτ.]. 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 3ος, Νοέμβριος
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

 

ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΠΕΡΣΗΣ



ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΠΕΡΣΗΣ

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ  

27 Νοεμβρίου 

Ο ένδοξος αθλητής του Χριστού Ιάκωβος καταγόταν από το Μπεΐτ-Λαπάντ, κοντά στα Σούσα της Περσίας. Ήταν γόνος ευγενούς και πλούσιας οικογενείας και έγινε έμπιστος του βασιλέα της Περσίας Βαχράμ Ε΄ (420-438), γιου του Ισδιγέργη Α΄ (399-425), ο οποίος του προσέφερε τιμές και προνόμια στην αυλή του. Τυφλωμένος από την εύνοια αυτή του ηγεμόνα, τις κολακείες και τις μάταιες ηδονές του κόσμου τούτου, ο Ιάκωβος, που είχε λάβει χριστιανική ανατροφή από τους γονείς του, αρνήθηκε τον Χριστό και ασπάσθηκε την ειδωλολατρική θρησκεία του βασιλέα. Όταν το έμαθαν αυτό η μητέρα και η γυναίκα του, του έστειλαν μία επιστολή με την οποία τον πληροφορούσαν ότι δεν τους συνέδεε πια τίποτε μαζί του, αφού αυτός είχε προτιμήσει την πρόσκαιρη δόξα από την αγάπη του Χριστού και την επαγγελία των αιωνίων αγαθών. Τα λόγια αυτά συντάραξαν βαθιά τον Ιάκωβο και, συνερχόμενος όπως από μέθη, έκλαυσε πικρά για το αμάρτημά του και άλλαξε ριζικά στάση απέναντι στον βασιλέα. Ομολόγησε δημοσίως το σφάλμα του και διακήρυξε παντού ότι ήταν μαθητής του Σωτήρος Χριστού που σταυρώθηκε για τη σωτηρία μας. Δεν είχε πια παρά μόνον μία επιθυμία: να συμμερισθεί τον ζωοποιό τούτο θάνατο για να βρει μια θέση πλησίον του Θεού. 
Στο θέαμα αυτό ο ηγεμόνας έγινε έξω φρενών και αφού έβαλε να συλλάβουν τον άγιο διέταξε να τον υποβάλουν σε τρομερά βασανιστήρια. Η τόλμη του μάρτυρα αυξανόταν διαρκώς με τους πόνους και ενέπαιζε τον βασιλέα και τους δημίους του για την ανημποριά τους. Ο τύραννος τότε μηχανεύθηκε ένα τρομερό μαρτύριο και κάλεσε όλη την πόλη για να το παρακολουθήσει. Αφού έδεσαν τον άγιο, άρχισαν να του κόβουν μεθοδικά τα μέλη του, κομμάτι-κομμάτι, αρχίζοντας από τα χέρια και τα πόδια. Μία θεία δύναμη τον περιέβαλε τότε, καθιστώντας τον τελείως απαθή και ξένο στον αφόρητο πόνο. Τέλος αποκεφαλίσθηκε και, όχι μόνον έλαβε συγχώρεση για το σφάλμα του, αλλά αξιώθηκε και τις αιώνιες απολαύσεις που προορίζονται για τους γενναίους και μακάριους αθλητές του Χριστού. 



«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 3ος, Νοέμβριος
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ


ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ

Ελάχιστα και πενιχρά τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας για τον βίο του αγίου Στυλιανού. Επιλεγμένος εκ κοιλίας μητρός από Θεού ο όσιος Στυλιανός, απαλλάχθηκε από την απάτη και ματαιότητα του κόσμου τούτου καθώς μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και ασπάσθηκε τον μοναχικό βίο. Υπερείχε όλων των άλλων μοναχών κατά τη σκληραγωγία και την επίπονη άσκηση. Διέπρεψε για την ανδρεία του στους ασκητικούς αγώνες και, μετά από μερικά χρόνια κοινοβιακής ζωής, αναχώρησε για να διαγάγει την ησυχαστική πολιτεία μέσα σε μια απόκοσμη σπηλιά. Εκεί λάβαινε την τροφή του από το χέρι ενός αγγέλου και σύντομα ανέλαβε να μεσιτεύει λυσιτελώς στον Θεό για την ανακούφιση των ασθενών και ιδιαιτέρως για τη θεραπεία των παιδικών ασθενειών και των στείρων γυναικών.

Έτσι, πολλές άτεκνες γυναίκες που επικαλούνταν με πίστη τ’ όνομά του και ιστορούσαν κατόπιν την αγία του εικόνα με ευλάβεια ψυχής, αξιώνονταν να γίνουν μητέρες· αλλά και τα άρρωστα νήπια λυτρώνονταν ταχέως από την ασθένειά τους με τη χάρη του. Γι’ αυτό και η παράδοση της λαϊκής ευσέβειας θέλει τον όσιο Στυλιανό να προστατεύει, να θάλπει και να «στυλώνει» με τη χάρη του τα νήπια και γενικά όλα τα παιδιά. Στις περιπτώσεις αυτές η μεσιτεία του οσίου έχει αποτελέσματα ακόμη και στις μέρες μας για όσους τον επικαλούνται με πίστη.

Αυτή η πολύ ιδιαίτερη χάρη του αγίου στα παιδιά αποτυπώθηκε και παγιώθηκε στην εικονογραφική απόδοση της οσιακής μορφής του. Σε βυζαντινές και κυρίως στις μεταβυζαντινές εικόνες παρουσιάζεται σαν ένας ιλαρός γέροντας που από το ένα χέρι βαστάζει στοργικά ένα σπαργανωμένο βρέφος και από το άλλο ένα ανοικτό ειλητάριο, στο οποίο αναγράφεται η εξής φράση αναφορικά με το χάρισμα που έλαβε από τον Θεό: «Παίδων φύλαξ πέφυκα, ἀλλὰ Θεοῦ τὸ δῶρον» («Είμαι φύλακας των παιδιών, αλλά αυτό είναι δώρο που έλαβα απ’ τον Θεό»).

Η κάρα του αγίου βρίσκεται στη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος. Αποτμήματα του ιερού λειψάνου του βρίσκονται επίσης και στις Μονές: Δαμάστας Φθιώτιδος, Λειμώνος Λέσβου, Δαδίου Φθιώτιδος και Κάτω Ξενιάς Αλμυρού Μαγνησίας.



 Αγίου Νικοδήμου:
«Συναξαριστής
των ΙΒ΄ μηνών του ενιαυτού»·
Τόμ. Α΄, σελ. 559,
Εκδόσεις «Δόμος»,

 Ιερομονάχου Μακαρίου:
«Νέος Συναξαριστής»·
Τόμ. 3ος, σελ. 263,
Εκδόσεις «Ίνδικτος»


Ἀπό σήμερον καί μέχρι τῆς 24ης Δεκεμβρίου, ἐάν ἑορτάζηται Ἅγιος, τό Κοντάκιον· «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν προαιώνιον Λόγον...».


 

26η Νοεμβρίου 
ΚΥΡΙΑΚΗ: 
ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ. 
Τῶν Ὁσίων Πατέρων ἡμῶν Ἀλυπίου τοῦ Κιονίτου, Νίκωνος τοῦ Μετανοεῖτε καί Στυλιανοῦ τοῦ Παφλαγόνος.


Σημείωσις: πό σήμερον καί μέχρι τῆς 24ης Δεκεμβρίου, ἐάν ἑορτάζηται Ἅγιος, τό Κοντάκιον· «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν προαιώνιον Λόγον...».

Όσιος Ακάκιος «ὁ ἐν τῇ Κλίμακι».

 
Όσιος Ακάκιος «ὁ ἐν τῇ Κλίμακι».  
26 Νοεμβρίου. 
Κακὸν φυγὼν πᾶν Ἀκάκιος ἐν βίῳ.
Καλοῖς ἀπείροις ἐντρυφᾷ λιπὼν βίον. 
Ο Όσιος Ακάκιος αναφέρεται από τον Άγιο Ιωάννη, που συνέγραψε την Κλίμακα [ 30 Μαρτίου] γι' αυτό και ονομάζεται «ὁ ἐν τῇ Κλίμακι». 
Μόνασε στη Μικρά Ασία (στο Μοναστήρι Κελλιβάρα του όρους Λάτρου) και διακρίθηκε για την ανεξάντλητη υπομονή του. Έλεγε μάλιστα: «πλανώνται όσοι νομίζουν ότι δεν θυμώνω ποτέ. Θυμώνω, αλλά κατά των δύο μεγαλυτέρων εχθρών. Ο ένας είναι ο Σατανάς, τον άλλο περιττό να σας τον πω» και έδειχνε τον εαυτό του. 
Στο Μοναστήρι είχε πολύ δύστροπο προϊστάμενο, αλλά απέναντι του ο Ακάκιος δεν έλεγε το παραμικρό. Ο ηγούμενος τον κακοποιούσε και ο Ακάκιος τον αγαπούσε, όμως τον έθλιβε το γεγονός ότι κινδύνευε η σωτηρία του ηγουμένου του από την όλη διαγωγή του. 
Ο Ακάκιος πέθανε νέος, έχοντας παροιμιώδη υπομονή και ζωντανή ελπίδα στον Θεό. 
Ακολουθία του Οσίου συνέγραψε ο σοφολογιότατος διδάσκαλος Xριστοφόρος Προδρομίτης.

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στον συναξαριστή του, μας πληροφορεί ότι το τίμιο λείψανο του Αγίου έμεινε άφθορο και σώο για πολλά χρόνια. Μας διηγείται δε και την εξής ιστορία: 
«Συνέβη δε μίαν φοράν να εύγουν οι μοναχοί του Mοναστηρίου εκείνου διά να θερίσουν. Eπειδή εις τούτο τους εκάλει ο του θέρους καιρός. Δύω δε μόνον αδελφοί έμειναν εις το Mοναστήριον. O ένας μεν, διά να το φυλάττη, ο δε άλλος, διατί ήτον ασθενής. Hκολούθησε λοιπόν και απέθανεν ο ασθενής. O δε άλλος αδελφός, μόνος ώντας, δεν εδύνετο να σκάψη τάφον, και τα άλλα να κάμη τα εις ταφήν επιτήδεια. Όθεν ανοίξας τον έτοιμον τάφον του Aγίου Aκακίου, εκεί έβαλε τον αποθανόντα ομού με τον Άγιον. 
Kατά την αυρινήν δε ημέραν πηγαίνωντας εις τον τάφον, ευρήκεν ερριμμένον έξω του τάφου τον αποθανόντα αδελφόν. Kαι πάλιν έβαλεν αυτόν μέσα εις τον τάφον του Aγίου. Eπειδή δε πάλιν εύρεν αυτόν έξω ερριμμένον, επαραπονείτο προς τον Άγιον, δικαιολογούμενος και λέγων. Ήκουσα, Άγιε Aκάκιε, ότι κανένας άλλος δεν επρόκοψεν εις την υπακοήν καθώς εσύ. Aλλά τώρα, ως βλέπω, έγινες παρήκοος και υπερήφανος τόσον, ώστε οπού δεν δέχεσαι τον αδελφόν μέσα εις τον τάφον σου, αλλά τον ρίπτεις έξω. Λοιπόν ή άφες αυτόν να ευρίσκεται μαζί σου εις ένα τάφον, ή ανίσως πάλιν ρίψης αυτόν έξω, πλέον δεν θέλω σε υποφέρω, αλλά θέλω σε εκβάλω από τον τάφον. Όθεν έβαλε τον αδελφόν πάλιν εις τον τάφον του Aγίου και ανεχώρησε. Tην αυρινήν δε ημέραν πηγαίνωντας πάλιν, τον μεν αποθανόντα αδελφόν, εύρε κείμενον εις τον τάφον, τον δε Άγιον Aκάκιον δεν ευρήκεν. Όθεν έως της σήμερον βλέπεται ο τάφος άδειος, έχων την επωνυμίαν του Aγίου Aκακίου».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
ώας ἐξήστραψας, ὥσπερ ἀστὴρ φαεινός, καὶ πάντας ἐφαίδρυνας τῶν μονοτρόπων χορούς, Ἀκάκιε ὅσιε, αἴγλη τῶν ἀρετῶν σου, καὶ διήγειρας τούτους, ἄνθεσιν ἐγκωμίων, καταστέφειν σὺν πόθῳ, τὴν σὴν φαιδρὰν καὶ σεπτήν, καὶ πάντιμον μνήμην.

Άγιος Αλύπιος ο κιονίτης.



Άγιος Αλύπιος ο κιονίτης

 26 Νοεμβρίου


Ο όσιος πατήρ ημών Αλύπιος γεννήθηκε στην Αδριανούπολη της Παφλαγονίας επί βασιλείας Ηρακλείου (610-641). Όταν η μητέρα του κυοφορούσε ακόμη, είδε σε όραμα ένα αρνάκι που αντί για κέρατα είχε δύο κεριά αναμμένα, μια προφητεία για τα θεία χαρίσματα με τα οποία ο δούλος του Θεού θα ήταν προικισμένος. 
Καθώς είχε μείνει ορφανός από πατέρα, η μητέρα του τον εμπιστεύτηκε στον επίσκοπο Θεόδωρο, μόλις τριών ετών, για να υπηρετήσει στην εκκλησία και να διδαχθεί τα ιερά γράμματα. Το παιδί από μικρό επέδειξε μεγάλη ευσέβεια σε σημείο που τράβηξε την προσοχή του επόμενου επισκόπου, επίσης Θεοδώρου, ο οποίος τον έκανε οικονόμο της εκκλησίας και τον χειροτόνησε διάκονο. 
Όμως η ψυχή του είχε τρωθεί από τον πόθο της ερημίας, έτσι, μοίρασε τα υπάρχοντά του και ξεκίνησε για τους Άγιους Τόπους. Λίγες όμως μέρες μετά ο επίσκοπος τον πρόλαβε στα Ευχάιτα και τον ανάγκασε να γυρίσει πίσω. Οδηγημένος με τη βία πίσω στον κόσμο, ο δούλος του Θεού παρηγορήθηκε από ένα όραμα, που τον έκανε να καταλάβει ότι και στην ίδια του τη γενέτειρα υπήρχαν Άγιοι Τόποι. 
Επιχείρησε τότε να βρει ένα μέρος ήσυχο για να απομονωθεί όμως ο επίσκοπος τον ήθελε κοντά του για να υπηρετήσει τον κόσμο. Ο Αλύπιος όμως συνέχισε στην αναζήτηση μέρους και αυτό που ποθούσε το βρήκε σε μια περιοχή που βρισκόταν αρχαίοι τάφοι και ειδωλολατρικά ιερά. Σκαρφάλωσε στην κορυφή ενός από τα εγκαταλελειμμένα εκείνα μνημεία, όπου υπήρχε κίονας με άγαλμα φανταστικού ζώου, κατά το ήμισυ τάυρου και κατά το ήμισυ λέοντος. «Εδώ είναι ο τόπος της αναπαύσεώς μου» είπε. Και επέστρεψε στην πόλη για να βρει έναν σταυρό και έναν λοστό. Με το εργαλείο αυτό έριξε κάτω το άγαλμα και το αντικατέστησε με τον Ζωοποιό Σταυρό. 
Ο δούλος του Θεού απόκτησε γρήγορα φήμη και μολονότι δεν επιθυμούσε να ταράζουν την ησυχία του, αναγκάστηκε να δέχεται πολλούς πιστούς για να λάβουν την ευλογία του. 
Μετά από λίγο καιρό, αποσύρθηκε στην κορυφή του κίονα φτιάχνοντας από πάνω ένα αυτοσχέδιο στέγαστρο. Η εξέδρα που καθόταν ήταν τόσο στενή που δεν μπορούσε μήτε να ξαπλώσει, μήτε να καθίσει. Έμενε πάντα όρθιος σαν ζωντανή κολόνα, αντιμέτωπος με τις καιρικές συνθήκες. Για πενήντα τρία χρόνια βίαζε καθημερινά τη φύση για να κερδίσει την αιώνια ζωή. Οι δαίμονες λυσσούσαν από φθόνο εναντίον του και του πετούσαν πέτρες. Μία μέρα ο Αλύπιος ζήτησε από τη μητέρα του ένα τσεκούρι με το οποίο έριξε καταγής το στέγαστρο του καταλύματός του ώστε απροστάτευτος πλέον να εκτεθεί στο πετροβόλημα των δαιμόνων. Οι δαίμονες τρομοκρατημένοι τότε από την τόλμη του και την ακλόνητη εμπιστοσύνη του στον Θεό εγκατέλειπαν τον τόπο, οδυρόμενοι για την ήττα τους. 
Πολλοί ήταν εκείνοι που προσέτρεχαν κοντά του και επιθυμούσαν να εγκατασταθούν στη βάση του κίονα. Πρώτη ήταν μια γυναίκα ονόματι Ευφημία και σύντομα ήρθε να τη συναντήσει μία άλλη γυναίκα ονόματι Ευβούλη η οποία έγινε ηγουμένη της μονής που σύντομα ιδρύθηκε εκεί. Η μητέρα του αγίου παρά την ηλικία της συγκαταριθμήθηκε και αυτή στην αδελφότητα. 
Λίγο καιρό αργότερα ήρθαν και άντρες ιδρύοντας με τη σειρά τους ανδρώα μονή από την άλλη μεριά του κίονα. Ήταν δε ωραιότατο θέαμα να ψάλλουν από τη μια μεριά πρθένες γυναίκες, από την άλλη να αντιφωνούν άνδρες και εν μέσω αυτών με τα χέρια υψωμένα να βρίσκεται ο Αλύπιος μεσιτεύοντας για τη σωτηρία του σύμπαντος κόσμου. 
Μετά από πενήντα τρία χρόνια ηρωικών καμάτων, το μισό σώμα του οσίου είχε παραλύσει και τα πόδια του αρνούνταν να τον υπηρετήσουν, έτσι αναγκάστηκε να περάσει γερμένος στο πλάι, σχεδόν ακίνητος για άλλα δεκατέσσερα χρόνια. Όταν τέλος παρέδωσε την ψυχή του σε ηλικία ενενήντα εννέα ετών, ο λαός έσπευσε να τιμήσει το σώμα του και ένας δαιμονισμένος θεραπεύτηκε πλησιάζοντάς το. 
Η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη του στις 26 Νοεμβρίου.

Ο άγιος νεομάρτυς Γεώργιος ο Χίος


Ο άγιος νεομάρτυς Γεώργιος ο Χίος 

26 Νοέμβριος  

Ο άγιος Γεώργιος γεννήθηκε στη Χίο από χριστιανούς γονείς και μικρός ακόμη μπήκε μαθητευόμενος σε έναν ικανό ξυλογλύπτη. Κάποτε που είχαν πάει στα Ψαρά για να φτιάξουν εικονοστάσια, έφυγε μια μέρα από το σπίτι του αφεντικού του παρέα με άλλους νεαρούς για την Καβάλα και τους έπιασαν σε ένα μποστάνι να κλέβουν πεπόνια. Τον παρέδωσαν στον Τούρκο καδή και φοβούμενος τις τιμωρίες δέχθηκε να γίνει μουσουλμάνος, με το όνομα Αχμέντ. 
Όταν έγινε δέκα χρονών, μετέβη πάλι στη Χίο και επέστρεψε στο πατρικό σπίτι κλαίγοντας και θρηνώντας για την αποστασία του. Ο πατέρας του τότε τον εμπιστεύθηκε στις φροντίδες ενός καλού χριστιανού στις Κυδωνίες για να μην τον βρουν οι Τούρκοι. Εν συνεχεία τον υιοθέτησε μια γηραιά κυρία, η οποία τον στερέωσε στην πίστη. 
Σε ηλικία είκοσι έξι ετών, αρραβωνιάσθηκε με μια νέα του χωριού. Λίγο αργότερα όμως, μετά από μια διένεξη με τον αδελφό της, ο μέλλων γαμπρός του τον κατέδωσε στις τουρκικές αρχές ως αποστάτη. 
Ο Γεώργιος φυλακίσθηκε και βασανίσθηκε, οι δοκιμασίες όμως αυτές καθώς και μία συζήτηση που είχε με έναν άλλο ομολογητή της πίστεως είχαν ως αποτέλεσμα να ενδυναμώσουν την αγάπη του για τον Χριστό και να τον κάνουν να λάβει την απόφαση να θυσιάσει τη ζωή του για Εκείνον. 
Τη νύκτα της 24ης Νοεμβρίου 1807 εκοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων και προετοιμάσθηκε γαλήνια για τον θάνατο. Την επομένη αποφασίσθηκε η εκτέλεσή του και οι ιερείς της πόλεως συγκέντρωσαν όλους τους πιστούς φίλους των μαρτύρων για να τελέσουν ολονυκτία και να παρακαλέσουν τον Θεό να δώσει θάρρος και υπομονή στον μέλλοντα μάρτυρα την ώρα της δοκιμασίας. 
Οι ψαλμωδίες και οι δοξαστικοί ύμνοι συνεχίζονταν ακόμη στην εκκλησία, όταν το χάραμα ο Γεώργιος οδηγήθηκε στον τόπο της εκτελέσεως επαναλαμβάνοντας αδιάκοπα το όνομα του Ιησού και εκείνο της Υπεραγίας Θεοτόκου. 
Αφού δήλωσε εκ νέου ότι ήταν χριστιανός και ήθελε να πεθάνει χριστιανός, τουφεκίσθηκε. Δεν πέθανε όμως, και καθώς παρέμενε γονατιστός και ασάλευτος, ο δήμιος τον διέταξε να σκύψει τον αυχένα και αφού τον άφησε για λίγο εν αναμονή, πήρε το ξίφος και τον έπληξε βίαια δύο φορές. 
Ο άγιος, ωστόσο, δεν έπαυε να επαναλαμβάνει το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Έξαλλος τότε ο δήμιος τον έριξε κατά γης και τον έσφαξε σαν αρνί. Καθώς το αίμα του έτρεχε κατά κύματα και μέχρι την τελευταία του πνοή, ο άγιος δεν έπαψε να εκφέρει το όνομα του Κυρίου.

Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας,
Τόμος 3ος (Νοέμβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ - π.Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος


Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία
τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, 
ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 18ο, στίχοι 18 ἕως 27, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς 28-11-2010.

Τό ἀφετηριακό ἐρώτημα τό ὁποῖο ὑποβάλλει αὐτός ὁ ἄρχων στόν Χριστό εἶναι ἐρώτημα πανανθρώπινο καί διαχρονικό. Τό ἀκούσατε καί τό ξέρετε πολύ καλά: «Τί πρέπει νά κάνω γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή». Ἀλλά αὐτό τό γενικό ἐρώτημα ἔτσι μόνο του δέν λέει τίποτε, γιατί μπορεῖ κάποιος νά τό ἀπαντήσει φιλοσοφικά, νά τό ἀπαντήσει μέ λογισμικά συστήματα ἄλλων θρησκειῶν, ἀλλά πρέπει νά τό ἀκουμπήσει χριστιανικά τε καί ὀρθόδοξα αὐτό τό ἐρώτημα καί νά βρεῖ τά βαθύτατα ἐρείσματά του γιά νά γίνει καί μιά βιωματική πραγματικότητα. 
Νά μποῦμε στήν ἀνάλυση τῆς πορείας, ἀλλά νά ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα -ἄς τό πῶ ἔτσι- σάν κατήχηση, γιά νά μείνει στή μνήμη τοῦ λαοῦ. «Ποιά εἶναι ἡ διαχρονικότητα, ἀπό πότε ἀρχίζει ἡ αἰωνιότητα;» εἶναι τό πρῶτο ἐρώτημα καί τό δεύτερο: «σέ ποιά ἐμβέλεια βιώνεται πάνω μου καί ποῦ ἀλλοῦ πιάνει;» καί μετά: «ποιός ὁ τρόπος;». Θά ἀπαντήσω ὅπως εἶπα κατηχητικά στά δύο πρῶτα ἐρωτήματα, «ποιά εἶναι ἡ ἐμβέλεια;». Ἡ αἰωνιότητα εἶναι αἰωνιότητα, ἀλλά ἀπό ποῦ ἀρχίζει; Ὁ Χριστός δίνει μιά σαφέστατη ἀπάντηση, γιατί ἀπαντάει μέ τά πρῶτα λόγια «οὐ κλέψεις, οὐ μοιχεύσεις» - ἀπό τώρα. Νά λοιπόν μιά πεντακάθαρη ἀπάντηση: Ἡ αἰωνιότητα ἀρχίζει ἀπό τώρα. Αὐτό δέν κουβεντιάζεται, θεολογικά. Δίνεται ἔτσι ἁπλά δοσμένη ἡ ἀπάντηση ἀπό τόν Χριστό. Ποιά εἶναι ἡ ἐμβέλειά του; Ἀκουμπάει τόν νοῦ μου, τή διάνοιά μου, τά προσωπικά μου, τά ἀτομικά μου, ἤ ἀκουμπάει καί τίς κοινωνικές δομές; Καί πάλι ἡ ἀπάντηση δίνεται μέ πολύ λιτό τρόπο ἀπό τόν Χριστό, ὅταν λέει: «πώλησε τά ὑπάρχοντά σου καί δῶσε τοῖς πτωχοῖς». Ἀκουμπάει ἄρα καί τό κοινωνικό θέμα. Βλέπετε, τό λέω σάν κατήχηση γιά νά συλλαμβάνουμε ἁπλές ἀπαντήσεις ἀπό τά λιτά καί συγκλονιστικά βαθιά λόγια τοῦ Χριστοῦ. 
Τώρα νά πᾶμε στήν οὐσία τοῦ θέματος. Αὐτά ἦταν τά εἰσαγωγικά σημεῖα πού εἶπα νά τά ξέρετε σάν κατήχηση. Ποιός εἶναι ὁ τρόπος γιά νά μπορῶ νά κληρονομήσω τήν αἰώνια Βασιλεία; Ὁ Χριστός ἀκολουθεῖ ἕνα δρόμο, καί πάλι ἁπλό καί λιτό, τόν ὁποῖο ἀκολούθησε ὅλη ἡ Ἐκκλησία μας στίς ἐκφράσεις τῆς σωτηριολογίας της ἤ στόν δρόμο τῆς νηπτικῆς θεολογίας τῆς καθάρσεως. Νά ἀκολουθήσουμε λοιπόν τόν δρόμο τοῦ Χριστοῦ γιατί εἶναι δρόμος μας, ὁ ὁποῖος πιάνει, ὅπως εἶπα, καί τό πρόσωπό μας καί τά κοινωνικά δεδομένα μετά ἀπό τό πρόσωπό μας. 
Ξεκινάει πρῶτα-πρῶτα ὁ Χριστός ἀπό μερικές προτάσεις τοῦ Δεκαλόγου: «Οὐ μοιχεύσῃς, οὐ κλέψῃς, οὐ φονεύσῃς». Πρῶτα-πρῶτα ξεκινάει ἀπό τόν τρόπο ἀντιμετωπίσεως ἀνθρωπίνων πραγμάτων πού τά ἀντιμετωπίζεις λανθασμένα. Τό «οὐ μοιχεύσῃς» σημαίνει μιά διαστρέβλωση μιᾶς ἀνθρώπινης λειτουργίας, ὅπου μιά ἀνθρώπινη λειτουργία διαστρεβλώνεται καί λειτουργεῖ σάν ἀνάγκη πού καταστρέφει τό πρόσωπό σου. Ἄρα ξεκινάει ὁ Χριστός ἀπό τίς προσωπικές στάσεις καθάρσεως πάνω στά προσωπικά μας πάθη πού προέρχονται ἀπό λανθασμένη ἀντιμετώπιση λεγομένων λανθασμένων ἀναγκῶν. Ἀκόμη καί τό «οὐ κλέψῃς»: μιά λανθασμένη ἀντιμετώπιση τῆς πείνας. Ἡ πείνα εἶναι ἕνα δεδομένο ἀνάγκης, ἀλλά [ἡ κλεψιά εἶναι] λανθασμένη ἀντιμετώπιση τῆς πείνας. 
Ξεκινάει ὁ Χριστός, βλέπετε, ἀπό τά πρῶτα, τά ἀνθρώπινα στοιχεῖα. Πάει λίγο βαθύτερα μετά ὅταν μπαίνει στό «οὐ ψευδομαρτυρήσῃς», ὅταν πηγαίνει στό «τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου». Θίγει τά δεδομένα τῆς βαθύτερης ἐκφράσεως τῆς διαστρεβλώσεως τῆς προσωπικῆς μας τάσεως πρός τή ζωή - τοῦ ἐγωισμοῦ δηλαδή. Ὅταν λέει «τίμα τόν πατέρα σου» σημαίνει ἐδῶ πέρα ὅτι ὑπάρχει μιά στρέβλωση στίς σχέσεις τίς ἀνθρώπινες. Ὅταν λέει «οὐ ψευδομαρτυρήσῃς» κρύβεται μιά ὑποκρισία γιά νά μπορεῖς νά σταθεῖς ὄρθιος, νά δώσεις καλό κοινωνικό πρόσωπο μέ ἕνα λανθασμένο τρόπο. Ἀφοῦ λοιπόν ἀκούμπησε τή λανθασμένη χρήση τῶν ἀναγκῶν, πηγαίνει στή βαθύτερη ἔκφραση τῆς λανθασμένης χρήσεως τοῦ «ἐγώ» καί τῆς προσωπικότητάς μας ἡ ὁποία, διαστρεβλούμενη, προβάλλει ἄλλο πρόσωπο ἀπό αὐτό πού εἶναι. 
Βλέπετε, ἡ πορεία εἶναι νηπτική: Οἱ ἀνάγκες, τό πρόσωπο, ὁ ἐγωισμός· καί μετά, μέσα σέ αὐτή τήν πραγματικά ἐκρηκτική λιτότητα τοῦ κειμένου καί τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, -μέσα ἀπό τό προσωπικό, μέσα ἀπό τή νήψη τήν προσωπική- περνάει στό θέμα τό κοινωνικό. Λέει: -τώρα προσέξτε- «πώλησε τά ὑπάρχοντά σου “καί διάδος πτωχοῖς”». Πρῶτα-πρῶτα ἐδῶ χρειάζεται μιά ἀπελευθέρωση ἀπό τά δεσίματα πού ἔχουμε μέ τά πράγματα, γι᾽ αὐτό εἶναι μιά ἐσωτερική κατάσταση, μιά ἀπελευθέρωση. Ἄρα εἴμαστε δουλωμένοι καί μᾶς ζητάει ὁ Χριστός νά κάνουμε μιά ἀπο-δούλωση καί -προσέξτε- «πώλησον τά ὑπάρχοντά σου» ἀλλά δέν λέει κάνε τα κάτι ἄλλο, νά τά βάλεις στό χρηματιστήριο. Λέει: «διάδος πτωχοῖς». Σέ αὐτό τό σημεῖο ἀκριβῶς γίνεται τό πέρασμα στό κοινωνικό μέγεθος, ἀκριβῶς σέ αὐτό τό καίριο σημεῖο· καί λέει μετά ὅτι πόσο δύσκολο εἶναι ἕνας πλούσιος νά μπεῖ στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, γιατί αὐτό δέν τό κάνει. Ἤδη ἀξιοποίησε τήν ἐσωτερική πορεία, τή νηπτική πορεία τῆς μετανοίας, τῆς λανθασμένης χρήσεως τῶν ἀναγκῶν, τῆς τάσεως τοῦ ἐγωισμοῦ μας. Πηγαίνει στό κοίταγμα τῆς ἐλευθερίας ἀπό τά πράγματα (καίριο σημεῖο). «Διάδος πτωχοῖς» -προσέξτε- «καί ἀκολούθει μοι». Ἀκόμη καί ἄν τά πουλήσεις κι ἀκόμη ἄν τά δώσεις στούς φτωχούς καί δέν μέ ἀκολουθήσεις, αὐτό δέν θά σέ ὁδηγήσει στή σωτηρία. 
Ἐδῶ τό θέμα γίνεται κεντρικό. Ὁ Χριστός γίνεται τό κέντρο καί ὅλα αὐτά γίνονται γιά τόν Χριστό. Δέν γίνονται γιά νά κάνουμε φιλανθρωπία, γιά κανένα κοινωνικό σύστημα, γιά κανένα φιλανθρωπικό ὀργανισμό. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ξεπερνάει μέν ὁποιοδήποτε παραλήρημα κάποιου καπιταλιστικοῦ συστήματος πού στρέφει τό πρόσωπό μας στήν ἐγωιστική χρήση τοῦ κόσμου καί ὁποιουδήποτε ἀριστερίστικου συστήματος, τό ὁποῖο μιλάει γιά φιλανθρωπική ἰσότητα τῶν πραγμάτων, ἀλλά εἶναι χωρίς Χριστό. Λέει «καί ἀκολούθει μοι» καί διαλύει τό ὁποιοδήποτε κοίταγμα τῶν παρατηρήσεων γιά τά συστήματα, κάνει δηλαδή μιά πρόσθετη θεραπευτική γιά τό σύνολο τοῦ κόσμου. Γι᾽ αὐτό σᾶς εἶπα θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος καί θεραπεύεται ταυτόχρονα καί αὐτό πού λέμε: «τρόπος λειτουργίας τῶν συστημάτων τοῦ κόσμου». Χωρίς αὐτό τό πράγμα δέν μπορεῖ νά βιωθεῖ ἀπό τώρα -τό εἴπαμε αὐτό, τό ξεκαθαρίσαμε, μέ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ- ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 
Ἐκεῖ μέσα κρύβονται ὅλες οἱ κρίσεις μας (οἱ προσωπικές μας κρίσεις, οἱ ἀποτυχίες μας, οἱ μελαγχολίες μας, τά λεγόμενα ψυχολογικά μας) καί οἱ κρίσεις τοῦ κόσμου, οἱ πολιτικές καί οἱ κοινωνικές. Ὅλη αὐτή τήν πορεία, ἄν τήν ἀκουμπήσεις κάπου σχετικά καί ὄχι ἀπόλυτα, στήν πορεία αὐτή τήν ἀπόλυτη μέχρι «καί ἀκολούθει μοι» - ἀλλά ὄχι μόνο τό «ἀκολούθει μοι»· καί τά προηγούμενα, τά νηπτικά τῆς καρδιᾶς καί ἀπελευθέρωσης ἀπό τά πάθη καί ἀπό τό δέσιμο μέ τά πράγματα πού ἔχεις γύρω σου - τότε δέν δίνεις ἀπάντηση στό ἐρώτημα καί δέν ἀπαντᾶς προσωπικά τό ἐρώτημα γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ («πῶς θά ζήσω τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ;»). Μπορεῖ νά καταλήξεις νά μιλᾶς γιά μιά μελλοντική Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τώρα νά ζεῖς σέ μιά μεγάλη ἀπελπισία, ὁπότε εἶναι μιά τραγωδία αὐτό τό κοίταγμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τώρα νά κάνεις μερικές καλές πράξεις, νά λές «νά, ἐγώ βοηθῶ κάποιους» καί νά μήν ἀκολουθεῖς τόν Χριστό κι αὐτό εἶναι μιά τραγωδία. Νά πᾶς νά διορθώσεις τά συστήματα χωρίς νά ξέρεις Χριστό κι αὐτό εἶναι μιά τραγωδία. Νά πᾶς νά πεῖς ὅτι: «θά κάνω τά συστήματα νά ἀλλάξουν μέ τόν Χριστό» καί χωρίς νά ζεῖς τόν Χριστό νά λές ὅτι εἶσαι χριστιανός, πού θά ἀλλάξει τό σύστημα καί πάλι μιά τραγωδία. Καί ἐδῶ δίνεται μιά συγκλονιστική ἀπάντηση, στό καθολικό ἐπίπεδο πιά, τῆς κρίσεως τοῦ κόσμου, πού εἶναι προσωπική τε καί κοινωνική, μέσα ἀπό αὐτό τό ὁριστικό πεδίο τῆς προσωπικῆς καθάρσεως, τῆς κοινωνικῆς καθάρσεως, ἐν Χριστῷ. 
Γι᾽ αὐτό, αὐτό τό κείμενο εἶναι πραγματικά καθοριστικός ὁδηγός γιά τίς ὁποιεσδήποτε ἀναζητήσεις τῶν ὁποιωνδήποτε ἐπαϊόντων, ἐπιστημόνων, πολιτικῶν, οἰκονομολόγων καί σέ ὅλα τά ἄλλα ἐπίπεδα, πού ψάχνουν καλά, ψάχνουν τίς αἰτίες τῆς κρίσεως γιά νά τίς θεραπεύσουν καί δέν μποροῦν ποτέ νά δώσουν ἀπάντηση ἄν δέν δοῦν αὐτό τό κείμενο. 
«Δεῦρο ἀκολούθει μοι» λέει «καί διάδος πτωχοῖς» καί τότε δίνεται ἡ λύση τοῦ προβλήματος. Ἡ πορεία τοῦ χριστιανοῦ εἶναι μιά πορεία ἐλευθερίας: ἐλευθερίας ἀπό τά πάθη του, ἀπό τά πράγματα ἀπό τά ὁποῖα δεσμεύεται καί ἀπό τίς ἰδέες πού τόν δεσμεύουν γιά νά μήν μπορεῖ νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό. Διαβάστε τό κείμενο. Μελετῆστε το, ὄχι ἁπλῶς γιά ὁποιαδήποτε κουλτούρα, [ἀλλά] γιατί εἶναι θέμα ζωῆς. Αὐτό τό θέμα μᾶς καίει. Ἤ ζοῦμε ἤ πεθαίνουμε.

Άγιος Βασόλος ο Ερημίτης στο Verzy της Γαλλίας


Άγιος Βασόλος ο Ερημίτης στο Verzy της Γαλλίας.  
26 Νοεμβρίου. 
Ο Άγιος Βασόλος γεννήθηκε το 555 μ.Χ. κοντά στην Λιμόζ. Εκάρη μοναχός κοντα στο Verzy και έζησε ως ερημίτης για 40 χρόνια σε ένα λόφο κοντά στη Ρημών (Ρεμς). Ο Άγιος μετά από πολλούς αγώνες, νηστεία, προσευχή και επιτελώντας πολλά θαύματα σε όσους ζητούσαν τη βοήθειά του, παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό το 620 μ.Χ.

Ἅγιος Νίκων ὁ «Μετανοεῖτε»


Φώτης Κόντογλου  
Ἅγιος Νίκων ὁ «Μετανοεῖτε»

(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)

Αὔριο Δευτέρα, 26 Νοεμβρίου, γιορτάζεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Νίκωνος «τοῦ Μετανοεῖτε». Τὸν εἴπανε «Μετανοεῖτε», ἐπειδὴ ἔλεγε συχνὰ στοὺς ἀνθρώπους νὰ μετανοήσουνε, ὅπως ἔκανε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. 
Πατρίδα τοῦ ἤτανε κάποια χώρα τοῦ Πόντου ποὺ τὴ λέγανε Πονεμωνιακή. Γεννήθηκε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς. Οἱ γονιοί του ἤτανε πλούσιοι, μὰ ὄχι μοναχὰ στὰ ὑλικὰ πλούτη μὰ καὶ στὰ πνευματικά. Γιὰ τοῦτο τὸν ἀναθρέψανε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου». Καὶ ἐνῶ τὰ ἄλλα τὰ ἀδέρφια του καὶ οἱ φίλοι τοῦ ἤτανε παραδομένοι στὶς διασκεδάσεις καὶ στὰ ἱπποδρόμια, ὁ Νίκων ἀγαποῦσε τὴ θρησκεία, κ᾿ ἤτανε ταπεινὸς καὶ φρόνιμος σὲ ὅλα, λιγόφαγος, ἁπλὸς στοὺς τρόπους, σεμνολόγος, φυλάγοντας τὰ μάτια του νὰ μὴν μπεῖ μέσα του ὁ σαρκικὸς πειρασμὸς ποὺ χαλᾶ τὴν ἁγνότητα τῆς νεότητος. Μιὰ μέρα τὸν ἔστειλε ὁ πατέρας του, ποὺ εἶχε πολλὰ κτήματα, νὰ ἐπιστατήσει ἀπάνω στοὺς ἐργάτες ποὺ δουλεύανε σ᾿ αὐτά, καὶ σὰν εἶδε τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρώτα ποὺ χύνανε αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, τόσο λυπήθηκε ἡ ψυχή του, ποὺ παράτησε παρευθὺς καὶ τὰ κτήματά του καὶ τοὺς γονιούς του καὶ τὴν πατρίδα τοῦ κ᾿ ἔφυγε χωρὶς νὰ γνωρίζει ποὺ πηγαίνει, ἀφοῦ γι᾿ αὐτὸν ὅλη ἡ οἰκουμένη ἤτανε τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ λόγο ποὺ λέγει «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς». Ἀφοῦ πέρασε πολλοὺς τόπους ποὺ δὲν τὸν ἤξερε κανένας, ἔφταξε σ᾿ ἕνα βουνὸ ποὺ ἤτανε τὸ σύνορο ἀνάμεσα στὸν Πόντο καὶ στὴν Παφλαγονία καὶ ποὺ εἶχε κ᾿ ἕνα μοναστήρι λεγόμενο Χρυσὴ Πέτρα. Σὰν εἶδε τὸ μοναστήρι ὁ Νικήτας, ἔνοιωσε μεγάλη χαρά. Κι᾿ ὁ Θεὸς φώτισε τὸ γέροντα ἡγούμενο, ποὺ ἤτανε ἅγιος ἄνθρωπος, καὶ βγῆκε στὴν πόρτα καὶ καλωσόρισε τὸν Νικήτα καὶ τὸν ἀγκάλιασε σὰν πατέρας τὸ γυιό του καὶ τὸν κάλεσε μὲ τὄνομά του. Ὁ Νικήτας σὰν ἄκουσε τὸ γέροντα νὰ τὸν φωνάζει μὲ τὄνομά του χωρὶς νὰ τὸν ἔχει δεῖ ποτέ, φτεροκόπησε ἡ καρδιά του καὶ μπῆκε μαζὶ μὲ τὸν ἡγούμενο στὴν ἐκκλησία, καὶ τὴν ἴδια ὥρα τὸν κούρεψε μοναχὸ μὲ τὄνομα Νίκων. Ἀπὸ κείνη τὴν ἡμέρα ξέχασε ὁλότελα πιὰ πὼς ζεῖ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Τὴ μέρα δούλευε στὴν ὑπηρεσία ποὺ τὸν ἔβαλε ὁ γέροντάς του, καὶ τὴ νύχτα δὲν κοιμότανε, ἀλλὰ ἀγρυπνοῦσε μὲ προσευχὴ καὶ μὲ δάκρυα, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει νὰ μολευθεῖ ἡ νεανικὴ ψυχή του ἀπὸ κανέναν ἄσχημο διαλογισμὸ κι᾿ ἀπὸ τὴν πονηριὰ ποὺ μπαίνει τόσο εὔκολα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἄλλοι ἀδελφοὶ τῆς μονῆς τὸν ἀγαπήσανε πολύ, γιατὶ ἤτανε ἀπερηφάνευτος, πρᾷος καὶ καλοκάγαθος. Δώδεκα χρόνια ἔζησε μέσα στὸ μοναστήρι τῆς Χρυσῆς Πέτρας. Στὸ μεταξὺ ὁ πατέρας του χάλασε τὸν κόσμο γιὰ νὰ τὸν βρεῖ, πλὴν μάταια κοπίασε. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἔπαψε νὰ τὸν ψάχνει, ὁ ἅγιος παρακάλεσε τὸ γέροντά του νὰ τὸν ἀφήσει νὰ φύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ὅπως κ᾿ ἔγινε. Μὰ σὰν πέρασε τὸ ποτάμι Παρθένι, γύρισε κ᾿ εἶδε στὴν ἀντικρινὴ ἀκροποταμιὰ τὸν πατέρα του μὲ τὰ ἄλλα παιδιά του καὶ μὲ τὴ συνοδεία του, καὶ σὰν τὸν γνώρισε ὁ γέρος, ἄρχισε νὰ κλαίγει καὶ νὰ φωνάζει στὸν Νικήτα νὰ τὸν λυπηθεῖ καὶ νὰ γυρίσει στὸ σπίτι τους, κ᾿ ἤθελε νὰ πέσει στὸ ποτάμι. Μὰ τὸν μποδίσανε οἱ δικοί του, γιατὶ εἶχε φουσκώσει τὸ ρεῦμα του ἀπὸ τὰ πολλὰ νερὰ ποὺ κατέβασε. Κι᾿ ὁ μακάριος Νίκων, σφίγγοντας τὴν καρδιά του, γύρισε κατὰ τὸν πατέρα του καὶ γονάτισε καὶ τὸν προσκύνησε, κ᾿ ὕστερα ἔστριψε πάλι καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του. Πέρασε ἀπὸ βουνὰ ἔρημα, ἀπὸ κρεμνοὺς καὶ καταβόθρες. Τὰ ροῦχα του ἤτανε λερὰ καὶ τριμμένα, τὰ πόδια του ξυπόλητα. Βαστοῦσε μοναχὰ ἕνα ραβδὶ κ᾿ ἕνα σταυρό. Τρία χρόνια γυροβολοῦσε ἔτσι στὰ βουνὰ ποὺ ἤτανε λημέρια τῶν ληστῶν, κ᾿ ἔτρωγε χορτάρια. Πολλὲς φορὲς τὸν συναπαντούσανε αὐτοὶ οἱ φονηάδες καὶ τὸν κλωτσούσανε. Μὰ σὰν εἴδανε πὼς στὴν κακία τοὺς ἀποκρινότανε μὲ ἀγάπη καὶ μὲ ταπείνωση, τὸν ἀγαπήσανε κι᾿ αὐτοὶ καὶ τὸν τιμούσανε σὰν ἅγιο. Σὰν περάσανε τρία χρόνια ποὺ ἔζησε ἀπάνω στὰ βουνά, ἀποφάσισε νὰ κατέβει στὶς πολιτεῖες καὶ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴ μετάνοια. Ἤτανε τότε ὡς 36 χρονῶν, κατὰ τὰ 959 μ.X. Ἀφοῦ πέρασε βιαστικὰ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς, μπαρκάρησε σ᾿ ἕνα καράβι γιὰ νὰ πάγη στὴν Κρήτη, στὰ 961 μ.X., ἐπειδὴ οἱ Ἄραβες εἴχανε ἀλλαξοπιστήσει τοὺς χριστιανοὺς μὲ τὸ σπαθί. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ μπόρεσε καὶ τοὺς γύρισε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ ὕστερα ἀπὸ ἑφτὰ χρόνια ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ πῆγε στὴν Ἐπίδαυρο στὰ μέρη τοῦ Δαμαλᾶ, κ᾿ ἐκεῖ κήρυξε τὴ μετάνοια κ᾿ ἔσωσε ψυχές. Ἀπὸ τὸν Δαμαλᾶ μπῆκε σ᾿ ἕνα καΐκι γιὰ νὰ πάγη στὴν Ἀθήνα. Μαζὶ μὲ τὸ καΐκι ποὺ μπῆκε ὁ ἅγιος, ταξίδευε κ᾿ ἕνα ἄλλο γιὰ τὴν Ἀθήνα, καὶ περνώντας ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα βγήκανε οἱ ναῦτες νὰ πάρουνε νερό. Αὐτὸ τὸ νησὶ ἤτανε ἔρημο ἀπὸ τοὺς κουρσάρους. Ὁ ἅγιος εἶπε στοὺς καπετάνιους νὰ μὴ φύγουνε ἀκόμα ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα, γιατὶ θὰ πάθουνε. Ὁ ἕνας καπετάνιος ποὖχε τἄλλο τὸ καΐκι δὲν τὸν ἄκουσε κ᾿ ἔφυγε, μὰ κεῖνος ποὖχε μέσα τὸν ἅγιο ἀπόμεινε. Μὰ τὸ καΐκι ποὺ ἔκανε πανιὰ τὸ πιάσανε οἱ κουρσάροι πρὶν φτάξει στὴν Ἀθήνα. Σὰν ἔφτασε ὁ ἅγιος σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀρχαία πολιτεία, ποὺ ἦταν ἄλλη φορὰ φημισμένη στὸν κόσμο πλὴν τότε ἤτανε καταντημένη ἕνα χωριό, ἄρχισε τὸ κήρυγμα κ᾿ ἔφερε πολὺν καρπό, γιατὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἤτανε θεοφοβούμενοι. Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα πῆγε στὴν Εὔβοια, καὶ μαζεύθηκε κόσμος πολὺς νὰ τὸν ἀκούσει. Καὶ μὲ τὴν ὀχλοβοή, ἕνα παιδὶ ποὺ εἶχε ἀνεβεῖ στὸ κάστρο μαζὶ μὲ τὸν ἄλλον κόσμο, παραπάτησε κ᾿ ἔπεσε, καὶ βάλανε τὶς φωνὲς κ᾿ ἔγινε μεγάλη σύγχυση κ᾿ οἱ γονιοὶ τοῦ παιδιοῦ καταριόντανε τὸν ἅγιο. Μὰ ἐκεῖνος δὲν ταράχθηκε, ἀλλὰ τοὺς εἶπε ἥσυχα: «Τὸ παιδὶ ζεῖ, δὲν πέθανε». Κι᾿ ἀλήθεια τὸ παιδὶ σηκώθηκε ἀπάνω γελαστὸ σὰν νὰ πήδηξε ἀπὸ τὸ μπιντένι, κι᾿ οἱ γονιοί του κι᾿ ὅλος ὁ κόσμος πέσανε καὶ προσκυνούσανε τὸν ἅγιο, καὶ τὸ παιδὶ τοὺς ἔλεγε πὼς σὰν γλύστρησε καὶ βρέθηκε στὸν ἀγέρα, εἶδε ἐκεῖνον τὸν καλόγερο ποὺ φώναζε «Μετανοεῖτε» νὰ πετᾶ καὶ νὰ τὸ πιάνει στὴν ἀγκαλιά του ὡς ποὺ τὸ κατέβασε μαλακὰ στὴ γῆ. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Εὔριπο, πῆγε στὶς Θῆβες, κι᾿ ἀπὸ κεῖ στὸ βουνὸ Κιθαιρῶνα, ποὺ τὸ λέγανε τότε ὄρος τῆς Μυουπόλεως, κ᾿ ἐκεῖ ἀσκήτεψε μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο, κοντὰ στὸ μέρος ποὺ βρίσκεται τὸ μοναστήρι, ποὺ ἔχτισε ὁ ὅσιος Μελέτιος ὕστερα ἀπὸ χρόνια, κι᾿ αὐτὸς Ἀνατολίτης. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Κόρινθο, στὸ Ἄργος, στὸ Ναύπλιο, κι᾿ ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσε ἄναβε στὶς καρδιὲς τὸν πόθο τῆς θρησκείας κ᾿ ἔκανε πολλὰ θαύματα, προπάντων ἔγιαινε ἀρρώστους ἀνθρώπους. 
Ἀφοῦ πέρασε ὅλον τὸν Μοριᾶ, κ᾿ ἔφταξε ὡς τὴ Μάνη, πῆρε πάλι τὸ δρόμο γιὰ νὰ γυρίσει στὴ Σπάρτη, ἀπ᾿ ὅπου εἶχε περάσει. Μὰ πρὶν πάγει στὴ Σπάρτη, μπῆκε σ᾿ ἕνα σπήλαιο ποὺ βρισκότανε σὲ κάποιο ἔρημο μέρος ποὺ τὸ λέγανε «Μῶρον» καὶ κειτότανε ἄρρωστος καὶ θερμιασμένος. Σὲ λίγες μέρες μαθεύτηκε τὸ καταφύγιό του καὶ μαζεύθηκε κόσμος πολύς σὲ κεῖνο τὸ σπήλαιο γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐλογία του, καὶ πολλοὶ ἄρρωστοι περιμένανε τὴ γιατρειά τους ἀπὸ τὸν ἄρρωστον. Σὰν σηκώθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, πῆγε στὸ Ἀμύκλι, κ᾿ ἐπειδὴ ἐκείνη ὅλη τὴν περιφέρεια τὴ ρήμαξε τὸ θανατικὸ ἀπὸ λοιμικὴ ἀρρώστια κ᾿ εἶχε πιάσει τὸν κόσμο φόβος καὶ τρόμος, μαζεύθηκε πολὺς λαὸς καὶ πήγανε καὶ τὸν παρακαλέσανε νὰ πάγει στὴ Σπάρτη. Ὁ ἅγιος τοὺς εἶπε πὼς θὰ παρακαλέσει τὸ Θεὸ νὰ πάψει τὴν ὀργή του, καὶ πὼς θὰ καθίσει στὴ Σπάρτη ὡς ποὺ νὰ πεθάνει. Σηκώθηκε λοιπὸν καὶ πῆγε στὴ Σπάρτη, καὶ σὰν ἐμπῆκε στὴν πολιτεία, πὼς σὰν φανερωθεῖ ὁ ἥλιος σκορπᾶ καὶ χάνεται ἡ ἀντάρα, ἔτσι καὶ σὰν φάνηκε ὁ ἅγιος ἔπαψε τὸ θανατικό, κι᾿ ὁ κόσμος ξεκουράσθηκε ἀπὸ τὴν ἀγωνία καὶ ἔπεσε σὲ μετάνοια. Ἀπὸ τότε δὲν ἔφυγε πιὰ ἀπὸ τὴ Σπάρτη ὁ ἅγιος, κ᾿ ἡ πολιτεία τούτη ἔγινε ἡ δεύτερη πατρίδα του. Ἔχτισε μία μεγάλη ἐκκλησία στὄνομα τοῦ Σωτῆρος, ποὺ βρεθήκανε τὰ θεμέλιά της κοντὰ στὸ κάστρο τῆς ἀρχαίας Σπάρτης, κι᾿ αὐτὴ ἡ διαβόητη πολιτεία ποὺ ἤτανε ξακουσμένη στὸν κόσμο γιὰ τὴν παλληκαριά της, καταστάθηκε ἡ καθέδρα τῆς Χριστιανοσύνης μὲ ἄρχοντά της τὸν πράον κ᾿ ἥμερον μαθητὴ τοῦ Κυρίου ποὺ δίδαξε στὸν κόσμο τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ τὴν εἰρήνη. Στὸ μεταξὺ βαφτιζόντανε οἱ Ἑβραῖοι, ποὺ ὑπήρχανε πολλοὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ μέρη, καὶ πλήθαινε ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ. 
Ἀλλὰ ἦρθε καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Νίκωνα ἡ μέρα νὰ πληρώσει, σὰν ἄνθρωπος κι᾿ αὐτός, τὸ «κοινὸν χρέος τοῦ θανάτου», κι᾿ ἀρρώστησε. Μάζεψε λοιπὸν γύρω στὸ κλινάρι του τὰ πνευματικὰ τέκνα του, καὶ τὰ εὐλόγησε καὶ τοὺς εἶπε πὼς σιμώνει τὸ τέλος του, κι᾿ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε πολλὲς συμβουλὲς καὶ τοὺς στερέωσε στὴν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ, εἶπε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός, εἰς χεῖρας σου παρατίθημι τὸ πνεῦμα μου» καὶ παρέδωσε τὴν καθαρὴ ψυχή του σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ γι᾿ αὐτὸν ὑπόφερε τόσους κόπους. Κοιμήθηκε στὰ 998 μ.X., στὶς 26 Νοεμβρίου, σὲ ἡλικία 75 χρονῶν. 
Τὸ σκήνωμα γίνηκε προσκύνημα. Ὁ λαὸς τὸ τριγύρισε καὶ βούιζε ὅπως κάνουνε οἱ μέλισσες γύρω στὸ κουβέλι. Ὅλοι θέλανε νὰ πᾶνε κοντὰ στὸ λείψανο, καὶ πολλοὶ παίρνανε ἀπὸ εὐλάβεια κάποιο πρᾶγμα ἀπὸ πάνω του, ἄλλος ἕνα κομμάτι ροῦχο, ἄλλος λίγες τρίχες, ἄλλος ἔκοβε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴ ζώνη του νὰ τἄχουνε γιὰ φυλαχτό. Ὁ δεσπότης μὲ ὅλο τὸ ἱερατεῖο κηδέψανε τὸ τίμιο σκῆνος, ποὺ ἤτανε βαλμένο μέσα σὲ θήκη ἀκριβὴ κι᾿ ἀνάβρυσε ἅγιο μύρο, καὶ πολλοὶ ἄρρωστοι γιάνανε, τυφλοί, στηθικοί, ὑδρωπικοί, παράλυτοι κι᾿ ἄλλοι ποὺ βασανιζόντανε ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἀπολυτίκιό του λέγει: 
«Χαίρει ἔχουσα ἡ Λακεδαίμων
θείαν λάρνακα τῶν Σῶν λειψάνων
ἀναβρύουσαν πηγᾶς τῶν ἰάσεων
καὶ διασώζουσαν πάντας ἐκ θλίψεως
τοὺς Σοὶ προστρέχοντας, Πάτερ ἐκ Πίστεως.
Νίκων ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε
δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος». 
 
Ἕνας εὐσεβὴς ἄρχοντας, λεγόμενος Μαλακηνός, τόσον ἀγαποῦσε τὸν ἅγιο Νίκωνα, ποὺ δὲν ἤθελε νὰ ζήσει χωρὶς νὰ βλέπει τὴν ὄψη του. Φώναξε λοιπὸν ἕνα ζωγράφο καὶ τοῦ παράγγειλε νὰ ζωγραφίσει τὸν ἅγιο, μὰ ἐπειδὴ ὁ ζωγράφος δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτέ, ὁ Μαλακηνὸς ἱστόρησε μὲ λόγια ὅσο μποροῦσε στὸ ζωγράφο τί λογῆς ἤτανε ἡ φυσιογνωμία του. Ὁ ζωγράφος πῆγε στὸ ἐργαστήρι του κ᾿ ἔπιασε νὰ κάνει τὴν εἰκόνα, ἀλλὰ κοπίασε πολὺ χωρὶς νὰ μπορέσει νὰ τὸν ἐπιτύχει τὸν ἅγιο ὅπως ἤτανε. Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ καθότανε στενοχωρημένος, βλέπει νὰ μπαίνει ἕνας καλόγερος κοντός, νηστεμένος, μὲ μαλλιὰ μαῦρα κι᾿ ἀνακατεμένα, μὲ μαῦρα ἀχτένιστα γένια, μ᾿ ἕνα κουρελιασμένο παλιόρασο καὶ νὰ βαστᾶ ἕνα ραβδὶ μ᾿ ἕνα σταυρὸ στὴν ἄκρη, ποὺ τὸν ἔδωσε στὸ ζωγράφο νὰ τὸν φιλήσει. Ὕστερα τὸν ρώτησε γιατί εἶναι στενοχωρημένος. Σὰν τοῦ εἶπε ὁ ζωγράφος τὴν αἰτία, τοῦ λέγει ὁ καλόγερος: 
«Κοίταξέ με, ἀδελφέ, καὶ ζωγράφισε τὴν εἰκόνα, γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἱστορίζεις μοιάζει μὲ μένα σὲ ὅλα». 
Σὰν τὸν κοίταξε καλὰ ὁ ζωγράφος ἀπόρησε, ἐπειδὴ ἤτανε ἴδιος ὅπως τὸν εἶχε περιγράψει ὁ Μαλακηνός. Γύρισε λοιπὸν τὸ πρόσωπό του κατὰ τὸ σανίδι ποὺ ζωγράφιζε νὰ δεῖ ἂν μοιάζει μὲ τὸ πρόσωπο, ποὺ ἔκανε, καὶ βλέπει πὼς εἶχε τυπωθεῖ ὁ καλόγερος ποὺ τοῦ μιλοῦσε. Τὸν ἔπιασε φόβος καὶ φώναξε «Κύριε ἐλέησον», καὶ σὰν γύρισε νὰ τὸν ξαναδεῖ, δὲν εἶδε τίποτα. 
Ὅπως τὸν εἶδε ὁ ζωγράφος, ἔτσι εἶναι ζωγραφισμένος ὁ ἅγιος Νίκων στὶς εἰκόνες ποὺ βρεθήκανε κανωμένες ἀπὸ παλιοὺς ἁγιογράφους. Ἡ πιὸ παλιὰ εἰκόνα του βρίσκεται στὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ τῆς Λειβαδιᾶς ἱστορημένη μὲ ψηφιά, μὰ τὸν παριστάνει μὲ μαλλιὰ χτενισμένα. Φαίνεται ὅμως πὼς πιὸ σωστὰ παραστήσανε τὴ φυσιογνωμία του οἱ ζωγράφοι ποὺ τὸν ζωγραφίσανε σὲ ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται κοντὰ στὰ μέρη τῆς Σπάρτης, ὅπως εἶναι στὸ Παληομονάστηρο τῆς Κρίτσοβας, ζωγραφισμένος στὰ 1267, στὴν Παναγία τὴ Χρυσαφίτισσα στὰ Χρύσαφα, στὸν ἅγιο Νικόλαο τῆς Ἀναβρυτῆς, στὴν ἐκκλησιὰ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στὸ χωριὸ Πέρπαινη, κι᾿ ἀλλοῦ. Μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ παλαιὲς καὶ μαστορικὲς εἰκόνες του εἶναι καὶ κείνη ποὺ βρῆκα στὴν Περίβλεπτο τοῦ Μυστρᾶ τὸν καιρὸ ποὺ δούλευα γιὰ νὰ καθαρίσω καὶ νὰ στερεώσω τὶς παλιὲς τοιχογραφίες. Βρίσκεται κοντὰ στὴ μικρὴ τὴν πόρτα ποὺ μπαίνει κανένας στὴν ἐκκλησιά. Ὁ ἅγιος εἶναι ζωγραφισμένος ὅπως τὸν ἱστορίζει τὸ συναξάρι του, μὲ βουλιασμένα τὰ μάγουλά του ἀπὸ τὴν κακοπάθηση, μὲ ζωηρὰ μάτια, μὲ μαῦρα μαλλιὰ ἀνακατεμένα κι᾿ ἀχτένιστα καὶ μὲ μαῦρα γένια. Ἔτσι τὸν γράφει κι᾿ ὁ Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ στὴν «Ἑρμηνεία τῶν ζωγράφων»: «Νέος στρογγυλογένης, μακρότριχος, ἔχων τὰς τρίχας ἠγριωμένας». Λέγοντας «νέος» θέλει νὰ πεῖ μαυρομάλλης.

Δημοφιλείς αναρτήσεις