Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Ο άγιος Μακάριος μητροπολίτης Μόσχας



Ο άγιος Μακάριος μητροπολίτης Μόσχας

31 Δεκεμβρίου
Ο άγιος πατήρ ημών Μακάριος γεννήθηκε το 1482 στην Μόσχα. Όταν εκοιμήθη ο πατέρας του, που ήταν ιερέας, η μητέρα του ασπάσθηκε τον μοναχικό βίο και ο ίδιος εισήλθε στην Μονή του Αγίου Παφνουτίου του Μπορόφσκ [1 Μαΐου], η οποία ήταν ονομαστή για την αυστηρότητά της. Εκάρη μοναχός με το όνομα Μακάριος, εγκαταβίωνε σε αυστηρή άσκηση και ανεδείχθη ταλαντούχος αγιογράφος. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος το 1523 και αμέσως μετά εξελέγη ηγούμενος της Μονής Λούτσκι, που ίδρυσε ο άγιος Θεράπων της Λευκής Λίμνης [27 Μαΐου]. 
Τρία χρόνια αργότερα (1526), χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ και Πσκωφ, επισκοπής ονομαστής η οποία είχε παραμείνει εν χηρεία επί δεκαεπτά έτη. Ανέλαβε να αποκαταστήσει την τάξη που είχε διασαλευθεί και απέστειλε ιεραποστόλους στους πληθυσμούς του Άπω Βορρά: μεταξύ αυτών ήταν ο όσιος Τρύφων της Πέτσενγκα [15 Δεκ.] και ο όσιος Θεοδώρητος της Κόλα [17 Αυγ.]. 
Στην επισκοπή του ο άγιος Μακάριος αγωνίσθηκε με επιμονή εναντίον των καταλοίπων ειδωλολατρίας και ανήγειρε πολλούς ναούς, σαράντα στην πόλη του Νόβγκοροντ και μόνο. 
Συγκέντρωσε όλους τους ηγουμένους των μονών και τους δικαίους των σκητών της επισκοπικής περιφέρειας και τους επέβαλε το κοινοβιακό Τυπικό του αγίου Παφνουτίου του Μπορόφσκ και του αγίου Ιωσήφ του Βολοκολάμσκ, για να αναχαιτίσει την ολέθρια τάση προς την ιδιορρυθμία που ήταν πολύ διαδεδομένη την εποχή εκείνη στον ρωσικό μοναχισμό. 
Συνέβαλε τα μέγιστα στην διάδοση αξιόπιστων χειρογράφων και ανέλαβε να συγκεντρώσει ο ίδιος όλους τους Βίους αγίων που βρίσκονταν σκορπισμένοι σε αναρίθμητα χειρόγραφα σε μια μεγάλη συλλογή, το Μέγα Μηναίον, έργο που χρειάσθηκε δώδεκα χρόνια για να ολοκληρωθεί. Ενεθάρρυνε εξάλλου την συγγραφή βίων τοπικών αγίων και συνέταξε ένα Χρονικό της πόλεως του Νόβγκοροντ. 
Νήστευε σε τέτοιο βαθμό, ώστε μόλις που μπορούσε να περπατήσει για να επιτελέσει το φιλανθρωπικό έργο του. Πάντοτε ταπεινός και πράος, δεν έκανε καμία διάκριση μεταξύ πλουσίων και πτωχών και περιέβαλλε με πατρική στοργή όλο το πνευματικό του ποίμνιο. Με τα ίδια του τα χέρια έθαψε φυλακισμένους που είχαν σκοτωθεί σε ένα δυστύχημα και με τις προσόδους ενός εράνου εξαγόρασε τους αιχμαλώτους των Τατάρων. Πάντα επικεφαλής του λαού του στις χαρές και τις δοκιμασίες, πρωτοστατούσε στις ακολουθίες των δεήσεων και παρακλήσεων σε εποχές λιμού ή ξηρασίας.

 
Το 1542 ο άγιος Μακάριος εξελέγη μητροπολίτης Μόσχας και προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ρωσίας, και πέντε χρόνια αργότερα έστεψε τον πρώτο Ρώσο τσάρο, Ιβάν Βασίλιεβιτς, ο οποίος πάντα τον αντιμετώπιζε με βαθύ σεβασμό. 
Κατά την διάρκεια της ποιμαντικής του διακονίας στο πηδάλιο της Ρωσικής Εκκλησίας, ο όσιος ιεράρχης με ανυπέρβλητο ζήλο έθεσε σε τάξη την εκκλησιαστική και πολιτιστική ζωή του έθνους του. Συγκάλεσε δύο Συνόδους στην Μόσχα (1547, 1549) που προέβησαν στην κατάταξη πολλών Ρώσων αγίων στο εορτολόγιο και επέβαλε οι αγιοκατατάξεις να αποφασίζονται πλέον από την ανώτατη αρχή της Εκκλησίας. 
Συναναστράφηκε ο ίδιος πολλούς αγίους της εποχής του: χοροστάτησε στην κηδεία του αγίου Βασιλείου της Μόσχας [2 Αυγ.]· τοποθέτησε τον άγιο Μακάριο τον Ρωμαίο του Νόβγκοροντ [19 Ιαν. και 15 Αυγ.] ηγούμενο στο μοναστήρι που ίδρυσε· είχε συχνή επικοινωνία με τον όσιο Αλέξανδρο του Σβιρ [30 Αυγ.], ο οποίος την ώρα της κοιμήσεώς του εμπιστεύθηκε την φροντίδα της αδελφότητάς του στον μητροπολίτη. 
Κορωνίδα του εκκλησιαστικού έργου του υπήρξε ωστόσο η σύγκληση της Συνόδου των Εκατό Κεφαλαίων (1551), η οποία καταδίκασε τους αιρετικούς της εποχής, καθόρισε τις αρχές της χριστιανικής παιδείας και διαγωγής και θέσπισε κανόνες για την εικονογραφία και την εκκλησιαστική τέχνη. 
Παρότι έχασε το ένα του μάτι κατά την διάρκεια της μεγάλης πυρκαγιάς της Μόσχας (1547), ο άγιος ιεράρχης ανέλαβε αμέσως το έργο της ανοικοδόμησης των ναών. Εξακολούθησε να αγιογραφεί εικόνες και με δική του πρωτοβουλία άρχισαν να τυπώνονται βιβλία στην Ρωσία (1553). 
Διοργάνωσε επίσης ιεραποστολή για τον προσηλυτισμό των Τατάρων και έστειλε εξαίρετους ιεραπόστολους στο Χανάτο του Καζάν, που είχε περιέλθει στους Ρώσους το 1553. Πρώτος μεταξύ αυτών ήταν ο άγιος Γουρίας, τον οποίο ο Μακάριος χειροτόνησε αρχιεπίσκοπο Καζάν, το 1555 [4 Οκτ.]. 
Από πολύ νωρίς ο άγιος Μακάριος είχε προβλέψει τον εμφύλιο σπαραγμό που θα γνώριζε η Ρωσία, αλλά έλαβε παρά Θεού την χάρη η συμφορά αυτή να λάβει χώρα μετά τον θάνατό του. Όταν ζήτησε ο τσάρος από τον μητροπολίτη να του στείλει ένα πνευματικό βιβλίο, έλαβε ένα αντίτυπο της νεκρώσιμης ακολουθίας. Ο ηγεμόνας εξοργίσθηκε και ο άγιος του απάντησε ότι του έστειλε το ψυχωφελέστερο των βιβλίων, διότι μελετώντας το κανείς δεν θα αμαρτήσει ποτέ ξανά. 
Όταν ασθένησε ο άγιος Μακάριος, ζήτησε από τον τσάρο την άδεια να αποσυρθεί στην μονή της μετανοίας του· η άδεια όμως δεν εδόθη και ο άγιος παρέδωσε την ψυχή του στον ζώντα Θεό στις 31 Δεκεμβρίου 1563, στην Μόσχα. 
Κατά την διάρκεια της κηδείας του όλοι διαπίστωσαν ότι η λάμψη των αρετών του ακτινοβολούσε φως στο πρόσωπό του. Αμέσως άρχισε να τιμάται ως άγιος, αλλά μόνο το 1988, με την ευκαιρία της Χιλιετηρίδας του Εκχριστιανισμού της Ρωσίας, προέβη η Εκκλησία στην επίσημη αγιοκατάταξη εκείνου που τόσο συνέβαλε στην αναγνώριση και τιμή τόσων Ρώσων αγίων. [Η μνήμη του ορίσθηκε στις 30 Δεκεμβρίου λόγω της αποδόσεως των Χριστουγέννων στις 31]. 

 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 4ος (Δεκέμβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Γιάννης ὁ Εὐλογημένος!


Φώτης Κόντογλου  
Γιάννης ὁ Εὐλογημένος!

O Ἅγιος Βασίλης, σὰν περάσανε τὰ Χριστούγεννα, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ γύρισε σ᾿ ὅλα τὰ χωριά, νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τόνε γιορτάσει μὲ καθαρὴ καρδιά. Πέρασε ἀπὸ λογιῶν-λογιῶν πολιτεῖες κι ἀπὸ κεφαλοχώρια, μὰ σ᾿ ὅποια πόρτα κι ἂν χτύπησε δὲν τ᾿ ἀνοίξανε, ἐπειδὴ τὸν πήρανε γιὰ διακονιάρη. Κ᾿ ἔφευγε πικραμένος, γιατὶ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, μὰ ἔνοιωθε τὸ πόσο θὰ πονοῦσε ἡ καρδιὰ κανενὸς φτωχοῦ ἀπὸ τὴν ἀπονιὰ ποὺ τοῦ δείξανε κεῖνοι οἱ ἄνθρωποι. 
Μιὰ μέρα ἔφευγε ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἄσπλαχνο χωριό, καὶ πέρασε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, κ᾿ εἶδε τὰ κιβούρια πὼς ἤτανε ρημαγμένα, οἱ ταφόπετρες σπασμένες κι ἀναποδογυρισμένες, καὶ τὰ νιόσκαφτα μνήματα εἴτανε σκαλισμένα ἀπὸ τὰ τσακάλια. Σὰν ἅγιος ποὺ εἴτανε ἄκουσε πὼς μιλούσανε οἱ πεθαμένοι καὶ λέγανε: «Τὸν καιρὸ ποὺ εἴμαστε στὸν ἀπάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι ἀφήσαμε πίσω μας παιδιὰ κ᾿ ἐγγόνια νὰ μᾶς ἀνάβουνε κανένα κερί, νὰ μᾶς καίγουνε λίγο λιβάνι μὰ δὲν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπᾶ στὸ κεφάλι μας νὰ μᾶς διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρὰ σὰν νὰ μὴν ἀφήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ᾿ εἶπε: «Τοῦτοι οἱ χωριάτες οὔτε σὲ ζωντανὸ δὲ δίνουνε βοήθεια, οὔτε σὲ πεθαμένον», καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, καὶ περπατοῦσε ὁλομόναχος μέσα στὰ παγωμένα χιόνια.
*
* *
Παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς ἔφταξε σὲ κάτι χωριὰ ποὺ εἴτανε τὰ πιὸ φτωχὰ ἀνάμεσα στὰ φτωχοχώρια, στὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας. Ὁ παγωμένος ἀγέρας βογκοῦσε ἀνάμεσα στὰ χαμόδεντρα καὶ στὰ βράχια, ψυχὴ ζωντανὴ δὲν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Εἶδε μπροστά του μιὰ ραχούλα, κι ἀπὸ κάτω της εἴτανε μιὰ στρούγκα τρυπωμένη. Ὁ ἅγιος Βασίλης μπῆκε στὴ στάνη καὶ χτύπησε μὲ τὸ ραβδί του τὴν πόρτα τῆς καλύβας καὶ φώναξε: «Ἐλεῆστε με, τὸν φτωχό, γιὰ τὴν ψυχὴ τῶν ἀποθαμένων σας κι ὁ Χριστός μας διακόνεψε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!». Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ χυθήκανε ἀπάνω του, μὰ σὰν πήγανε κοντά του καὶ τὸν μυριστήκανε, πιάσανε καὶ κουνούσανε τὶς οὐρές τους καὶ πλαγιάζανε στὰ ποδάρια του καὶ γρούζανε παρακαλεστικὰ καὶ χαρούμενα. Ἀπάνω σ᾿ αὐτά, ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ βγῆκε ἕνας τσοπάνης, ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶν παλληκάρι, μὲ μαῦρα στριφτὰ γένεια, ὁ Γιάννης ὁ Μπαρμπάκος, ἄνθρωπος ἀθῶος κι ἀπελέκητος, προβατάνθρωπος, καὶ πρὶν νὰ καλοϊδεῖ ποιὸς χτύπησε, εἶπε: «Ἔλα, ἔλα μέσα. Καλὴ μέρα, καλὴ χρονιά!». 
Μέσα στὸ καλύβι ἔφεγγε ἕνα λυχνάρι, κρεμασμένο ἀπὸ πάνω ἀπὸ μία κούνια, ποὺ εἴτανε δεμένη σὲ δυὸ παλούκια. Δίπλα στὸ τζάκι εἴτανε τὰ στρωσίδια τους καὶ κοιμότανε ἡ γυναίκα τοῦ Γιάννη. αὐτός, σὰν ἐμπῆκε μέσα ὁ ἅγιος Βασίλης, κ᾿ εἶδε πὼς εἴτανε γέρος σεβάσμιος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ᾿ ἀνεσπάσθηκε κ᾿ εἶπε: «Νά ῾χω τὴν εὐχή σου, γέροντα», καὶ τό ῾λεγε σὰν νὰ τὸν γνώριζε κι ἀπὸ πρωτύτερα, σὰ νά ῾τανε πατέρας του. Καὶ κεῖνος τοῦ εἶπε: «Βλογημένος νά ῾σαι, ἐσὺ κι ὅλο τὸ σπιτικό σου, καὶ τὰ πρόβατά σου ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ νά ῾ναι ἀπάνω σας!». Σηκώθηκε κ᾿ ἡ γυναίκα καὶ πῆγε καὶ προσκύνησε καὶ κείνη τὸν γέροντα καὶ φίλησε τὸ χέρι του καὶ τὴ βλόγησε. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης εἴτανε σὰν καλόγερος ζητιάνος, μὲ μιὰ σκούφια παλιὰ στὸ κεφάλί του, καὶ τὰ ράσα του εἴτανε τριμμένα καὶ μπαλωμένα καὶ τὰ τσαρούχια του τρύπια, κ᾿ εἶχε κ᾿ ἕνα παλιοτάγαρο ἀδειανό. Ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι. Καὶ παρευθύς, φεγγοβόλησε τὸ καλύβι καὶ φάνηκε σὰν παλάτι. Καὶ φανήκανε τὰ δοκάρια, σὰ νά ῾τανε μαλαμοκαπνισμένα, κ᾿ οἱ πητιὲς ποὺ εἴτανε κρεμασμένες φανήκανε σὰν καντήλια, κ᾿ οἱ καρδάρες καὶ τὰ τυροβόλια καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ σύνεργα ποὺ τυροκομοῦσε ὁ Γιάννης, γινήκανε σὰν ἀσημένια, καὶ σὰν πλουμισμένα μὲ διαμαντόπετρες φανήκανε, καὶ τ᾿ ἄλλα, τὰ φτωχὰ τὰ πράγματα πού ῾χε μέσα στὸ καλύβι του ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος. Καὶ τὰ ξύλα ποὺ καιγόντανε στὸ τζάκι τρίζανε καὶ λαλούσανε σὰν τὰ πουλιὰ ποὺ λαλοῦνε στὸν παράδεισο, καὶ βγάζανε κάποια εὐωδιὰ πάντερπνη. Τὸν ἅγιο Βασίλη τὸν βάλανε κ᾿ ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιὰ κ᾿ ἡ γυναίκα τοῦ ῾θεσε μαξιλάρια νὰ ἀκουμπήσει. Κι ὁ γέροντας ξεπέρασε τὸ ταγάρι του ἀπὸ τὸ λαιμό του καὶ τό ῾βαλε κοντά του, κ᾿ ἔβγαλε καὶ τὸ παλιόρασό του κι ἀπόμεινε μὲ τὸ ζωστικό του. 
Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε κι ἄρμεξε τὰ πρόβατα μαζὶ μὲ τὸν παραγυιό του, κ᾿ ἔβαλε μέσα στὴν κοφινέδα τὰ νιογέννητα τ᾿ ἀρνιά, κι ὕστερα χώρισε τὶς ἑτοιμόγεννες προβατίνες καὶ τὶς κράτησε στὸ μαντρί, κι ὁ παραγυιὸς τά ῾βγαλε τ᾿ ἄλλα στὴ βοσκή. Λιγοστὰ εἴτανε τὰ ζωντανά του, φτωχὸς εἴτανε ὁ Γιάννης, μὰ εἴτανε Βλογημένος. Κ᾿ εἶχε μία χαρὰ μεγάλη, σὲ κάθε ὥρα, μέρα καὶ νύχτα, γιατὶ εἴτανε καλὸς ἄνθρωπος κ᾿ εἶχε καὶ καλὴ γυναίκα, κι ὅποιος λάχαινε νὰ περάσει ἀπὸ τὴν καλύβα τους, σὰν νά ῾τανε ἀδελφός τους, τὸν περιποιόντανε. Γιὰ τοῦτο κι ὁ ἅγιος Βασίλης κόνεψε στὸ σπίτι τους, καὶ κάθησε μέσα, σὰ νά ῾τανε δικό του σπίτι, καὶ βλογηθήκανε τὰ θεμέλιά του. Κείνη τὴ νύχτα τὸν περιμένανε ὅλες οἱ πολιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ τῆς Οἰκουμένης, οἱ ἀρχόντοι, οἱ δεσποτάδες κ᾿ οἱ ἐπίσημοι ἀνθρῶποι μὰ ἐκεῖνος δὲν πῆγε σὲ κανέναν, παρὰ πῆγε καὶ κόνεψε στὸ καλύβι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου.
*
* *
Τὸ λοιπόν, σὰν σκαρίσανε τὰ πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ Γιάννης καὶ λέγει στὸν ἅγιο: «Γέροντα, ἔχω χαρὰ μεγάλη. Θέλω νὰ μᾶς διαβάσεις τὰ γράμματα τ᾿ Ἅη-Βασίλη. Ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος ἀγράμματος, μὰ ἀγαπῶ τὰ γράμματα τῆς θρησκείας μας. Ἔχω καὶ μία φυλλάδα ἀπὸ ἕναν γούμενο ἁγιονορίτη, κι ὅποτε τύχει νὰ περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τὸν βάζω καὶ μοῦ διαβάζει ἀπὸ μέσα τὴν φυλλάδα, γιατὶ δὲν ἔχουμε κοντά μας ἐκκλησία». 
Ἔπιασε καὶ θαμπόφεγγε κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς. Ὁ ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε καὶ στάθηκε κατὰ τὴν ἀνατολὴ κ᾿ ἔκανε τὸ σταυρό του, ὕστερα ἔσκυψε καὶ πῆρε μία φυλλάδα ἀπὸ τὸ ταγάρι του, κ᾿ εἶπε: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε καὶ στάθηκε ἀπὸ πίσω του, κ᾿ ἡ γυναίκα βύζαξε τὸ μωρὸ καὶ πῆγε καὶ κείνη καὶ στάθηκε κοντά του, μὲ σταυρωμένα χέρια. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης εἶπε τὸ «Θεὸς Κύριος» καὶ τ᾿ ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς «Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», δίχως νὰ πεῖ καὶ τὸ δικό του τὸ ἀπολυτίκιο ποὺ λέγει «Εἰς πάσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου». Ἡ φωνή του εἴτανε γλυκειὰ καὶ ταπεινή, κι ὁ Γιάννης κ᾿ ἡ γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ἂς μὴν καταλαβαίνανε τὰ γράμματα. Κ᾿ εἶπε ὁ ἅγιος Βασίλης ὅλον τὸν Ὄρθρο καὶ τὸν Κανόνα τῆς Ἑορτῆς: «Δεῦτε λαοί, ᾄσωμεν ἄσμα Χριστῷ τῷ Θεῷ», χωρὶς νὰ πεῖ τὸ δικό του τὸν Κανόνα, ποὺ λέγει «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κ᾿ ὕστερα εἶπε ὅλη τὴ λειτουργία κ᾿ ἔκανε ἀπόλυση καὶ τοὺς βλόγησε. 
Καὶ σὰν καθήσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε κι ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπητα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπητα, κ᾿ εἶπε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» κ᾿ ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κ᾿ εἶπε «τοῦ Χριστοῦ» κ᾿ ὕστερα εἶπε «τῆς Παναγίας», κ᾿ ὕστερα εἶπε «τοῦ νοικοκύρη Γιάννη τοῦ Βλογημένου». Τοῦ λέγει ὁ Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τὸν ἅη-Βασίλη!». Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ναί, καλά! κ᾿ ὕστερα λέγει: «Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου». Κ᾿ ὕστερα λέγει πάλι: «Τοῦ νοικοκύρη», «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ παιδιοῦ», «τοῦ παραγυιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν». Τότε λέγει στὸν ἅγιο ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος: «Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιωσύνη σου; Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ἔκοψα, Βλογημένε!» μά, ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ μακάριος. Κ᾿ ὕστερα, σηκώθηκε ὄρθιος ὁ ἅγιος Βασίλειος κ᾿ εἶπε τὴν εὐχή του: «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὐκ εἰμὶ ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου». 
Κ᾿ εἶπε ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος: «Πές μου, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε σὰν ἀπόψε ὁ ἅγιος Βασίλης; οἱ ἀρχόντοι κ᾿ οἱ βασιληάδες τί ἁμαρτίες νά ῾χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε». Κι ὁ ἅγιος Βασίλης δάκρυσε κ᾿ εἶπε πάλι τὴν εὐχή, ἀλλοιώτικα: 
«Κύριε, ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι ὁ δοῦλος σου Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς ἐστὶν ἄξιος καὶ ἱκανὸς ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην του εἰσέλθῃς. Ὅτι νήπιος ὑπάρχει καὶ τὰ μυστήριά Σου τοῖς νηπίοις ἀποκαλύπτεται». 
Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ μακάριος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος...

 «Διηγήματα τῶν Χριστουγέννων», 

Ἐκδόσεις Ἁρμός

Άγιος Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος.

 

Άγιος Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος. 
 31 Δεκεμβρίου.
Μία ἀπό τίς σημαντικώτερες πνευματικές προσωπικότητες τοῦ 11ου καί 12ου αἰ. Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στήν Εὔβοια περί τό 1055 καί σπούδασε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἔτυχε ἐξαιρετικῆς παιδείας (ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Μιχαήλ Ψελλοῦ). 
Ὑπῆρξε διδάσκαλος τῆς οἰκογένειας τοῦ Αὐτοκράτορα Μιχαήλ Ζ’ Δοῦκα. Τό 1078 χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος καί καταστάθηκε στήν τέως πρωτεύουσα τοῦ Α’ Βουλγαρικοῦ Βασιλείου (τό ὁποῖο ὑπέταξε στή Βυζαντινή Αὐτοκρατορία τό 1015 ὁ Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος). Κοιμήθηκε εἰρηνικά στή Θεσσαλονίκη τό 1107. 
Κατέλειπε σημαντικό συγγραφικό ἔργο. Στά ἔργα του περιλαμβάνονται ἡ ἑρμηνεία τῶν 4 Εὐαγγελίων, τῶν Πράξεων καί τῶν Μικρῶν Προφητῶν, πανηγυρικός λόγος στό μαρτύριο τῶν 15 Μαρτύρων τῆς Τιβεριουπόλεως, ἐγκωμιαστικός λόγος στόν Αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Α’ Κομνηνό καί ἡ «Παιδεία Βασιλική», λόγος στόν Πορφυρογέννητο Κωνσταντίνο, γιό τοῦ Αὐτοκράτορα Μιχαήλ.

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

Εκκλησία και Χρόνος - ΡΑΔΙΟ ΠΑΡΑΓΚΑ

Εκκλησία και Χρόνος  

30/12/2001


ΡΑΔΙΟ ΠΑΡΑΓΚΑ 

π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος  

mp3 - εδώ

Όσιος Λαυρέντιος ο εν Φρατζανώ της Σικελίας.


Όσιος Λαυρέντιος ο εν Φρατζανώ της Σικελίας.  
30 Δεκεμβρίου. 
Ένας από τους σημαντικότερους ελληνορθοδόξους μοναχούς του Ιταλιώτικου μοναχισμού. Γεννήθηκε στo Φρατζανώ της Σικελίας (κοντά στη Μεσσήνη) το πρώτο μισό του 12ου αιώνος. Ορφάνεψε πολύ μικρός και έγινε μοναχός στην ελληνική μονή του Αγίου Μιχαήλ στην Τροϊνα, ενώ έπειτα μόνασε στην μονή του Αγίου Φιλίππου στην Αγύρα, ακρόπολης του ιταλο-εληνικού ορθοδόξου μοναχισμού. Έζησε σαν ερημίτης για ένα διάστημα στην Αίτνα και μετά μόνασε στη μονή του Αγίου Φιλίππου στο Φραγκαλά (fragala, κοντά στο Frazzano), όπου έκτισε ναΐσκο του Αγίου Φιλαδέλφου. Πέρασε στην Καλαβρία και ανακαίνισε μία εκκλησία της Αγίας Τριάδος, κοντά στο Ρήγιο. Μετά από μια περιοδεία στους ερημίτες της Αγίας Κυριακής στο Aspromonte επέστρεψε στο Frazzano, όπου και έκτισε ναό της Αγίας Τριάδος – γνωστός και ως των Αγίων Πάντων (Tuttisanti). Εκοιμήθη στις 30 Δεκεμβρίου του 1162. Τα λείψανά του σώζονται στον ενοριακό ναό του Frazzano, όπου τιμάται με ιδιαίτερη ευλάβεια από τους κατοίκους. 
Χαρακτηριστικό είναι ότι το Ευαγγέλιο που τοποθέτησαν στο άγαλμα του Αγίου (βλ. φωτογραφία) είναι Ελληνικό. 


Το άγαλμα φιλοτεχνήθηκε στη Μονή του Αγίου Φιλίππου εν Φαργάλα γύρω στο 1620 και το βιβλίο που τοποθέτησαν μάλλον οι ίδιοι οι μοναχοί στο αριστερό χέρι δεν είναι το Ευαγγέλιο αλλά κάποιο βιβλίο Ακολουθιών (Παρακλητική ή Πεντηκοστάριον) αφού σε μεγένθυση διακρίνονται το Αναστάσιμο Απολυτίκιο σε Ήχο Δ' (Το φαιδρόν της Αναστάσεως κήρυγμα) καθώς και ένα Εωθινό Ευαγγέλιο. Επίσης (αυτό φαίνεται καλύτερα από άλλες λήψεις) το δεξί χέρι ευλογεί ορθόδοξα. Τέλος στο χωριό Φρατζανό υπήρχε ο παλιός Ναός του Αγίου Νικολάου που λειτουργούσε σύμφωνα με το "ελληνικό τυπικό" και κατέρρευσε μαζί με μέρος του χωριού γύρω στα 1670 λόγω κατολισθήσεων και μάλλον οι κάτοικοι επιθυμούσαν την ανοικοδόμησή του γιαυτό μέχρι και σήμερα ο χώρος είναι κενός, (μικρή πλατεία). Ο Ναισκος των Αγίων Πάντων στην είσοδο του χωριού ήταν μετόχι της Μονής και λειτουργούνταν και αυτός κατά το "ελληνικό τυπικό" μέχρι το αναγκαστικό κλείσιμο/κατάσχεση της Μονής το 1866 από το ιταλικό κράτος (Leggi Eversive). Τέλος, στο χωριό υπάρχουν (σε αντίθεση με τα γύρω χωριά) οικογένειες με τα επίθετα Pappa και Protopappa που υποθέτει την ύπαρξη έγγαμου κλήρου μέχρι κάποιες γενιές πίσω.

O ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ H ΙΣΤΟΡΙΑ ΩΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ

 

O ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ H ΙΣΤΟΡΙΑ ΩΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλουἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 2ο, στίχοι 13 ἔως 23, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς 29-12-2013. 
Στό τέλος μιᾶς χρονιᾶς ἤ στήν ἀρχή μιᾶς ἄλλης, κάνουμε συνήθως προϋπολογισμούς σέ ἀπολογισμούς, πιθανῶς ξεχνώντας τό βασικότερο ἐκφραστικό μέγεθος αὐτοῦ πού κάνουμε, γιατί εἶναι ὁ χρόνος καί ἡ ἱστορία. Καί ἀφοῦ μπῆκε ὁ Θεός μέσα στήν ἱστορία, κάνει τήν ἱστορία μυστήριο, τό εἶπε καί τό δοξαστικό πού ἀκούσαμε πρίν ἀπό λίγο στόν ὄρθρο, πού ἔλεγε «μέγα τό μυστήριον τῆς ἐνανθρωπήσεώς Σου Κύριε». Ἡ ἱστορία ἔγινε μυστήριο, ξεπερνάει δηλαδή τίς λογικές ἀναλύσεις τοῦ τί κάνουμε ἤ τί θά κάνουμε. Ἡ ἱστορία ἔγινε μυστήριο. Καί ἐπειδή ὅλοι συμπορευόμαστε, μᾶς ἀρέσει, δέν μᾶς ἀρέσει, καθημερινά μέ τήν ἱστορία, εἴμαστε πλάσματα πού ζοῦμε ἐν τῇ ἱστορίᾳ, ἔχει πολύ ἐνδιαφέρον νά μποροῦμε νά σταθοῦμε σ᾽ αὐτό πού εἶναι ὁ συνοδηγός μας καί συνοδοιπόρος μας καθημερινά καί νά μποροῦμε νά τό ἀξιολογήσουμε σωστά, νά τό ἀναλύσουμε.

Τά κείμενα τά δύο πού ἀκούσαμε πρίν ἀπό λίγο καί τό εὐαγγελικό καί τό ἀποστολικό κάνουν μιά τέτοια προσέγγιση. Καί δίνουν ἐργαλεῖα, γιά μᾶς προσωπικά, τό πῶς θά σταθοῦμε μπροστά στό χρόνο. Νά τό δοῦμε λίγο ἁπλά καί νά τό προσδιορίσουμε. Ὑπῆρχε ἕνα κείμενο συγκεκριμένο πού ξεκινοῦσε ἀπό τούς μάγους πού ἀναχώρησαν καί περιγράφει τά γεγονότα τά πάρα πολύ γνωστά. Θά σᾶς δώσω τώρα δύο ἐργαλεῖα, θά τά δώσω ὡς παραδείγματα μέσα ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί κρατῆστε γιά σᾶς, γιά τό πῶς στεκόμαστε καί ἀναλύουμε τό χρόνο, παρόλο πού παραμένει μυστήριο. Ἀλλά ὅσο μποροῦμε, νά τόν προσεγγίσουμε τό χρόνο.

Προσέξτε, τό πρῶτο ἐργαλεῖο εἶναι ἀπό τήν ἱστορία, εἶναι πρῶτα ἡ φαινομένη ἱστορία, αὐτό πού βλέπουμε, αὐτό πού ἀκοῦμε κάθε μέρα· πού εἶναι γεμάτη ἀπό τραγωδίες, ἀπό πολέμους, ἀπό μάχες, ἀπό φόνους, ἀπό κλεψιές, ἀπό ἀποτυχίες, ἀπό κρίσεις. Εἶναι ἡ φαινομένη ἱστορία.

Ὑπάρχει καί ἡ ὄντως ἱστορία, εἶναι ἡ ἱστορία πού χαράσσει ὁ Θεός μέσα στόν κόσμο. Πού ἄν θέλουμε, συμπορευόμαστε μαζί Του ἤ ἄν δέν θέλουμε, παραμένουμε στό συρμό τῆς φαινομένης ἱστορίας καί μπαίνουμε στήν τραγωδία μέσα. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο ἐργαλεῖο. Εἶναι ἡ φαινομένη ἱστορία, τό τί φαίνεται καί τό τί εἶναι ἡ ὄντως ἱστορία. Κοιτάξτε τό παράδειγμα τό ὁποῖο μᾶς δίνει, σ᾽ αὐτό τό διακριτικό μέγεθος τῆς ἱστορίας, τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε.

Ἀναχωροῦν οἱ μάγοι. Γιατί ἀναχωροῦν; Ὑπάρχει μία τραγωδία, ὑπάρχει ἕνας Ἡρώδης πού τούς διώκει. Αὐτό εἶναι τό φαινόμενο. Ὑπάρχει ἕνας διωγμός, μία τραγωδία, ἕνας πόλεμος. Οἱ μάγοι ἀναχωροῦν. Τό φαινόμενο ξεπερνιέται. Τί παραμένει; Μετά ἀπό χρόνια, πρίν ἀπό λίγο διαβάσαμε στά συναξάρια, πού οἱ μάγοι ἀναγνωρίστηκαν ὡς Ἅγιοι. Ἡ ἱστορία ἄλλους δικαίωσε. Ὄχι τή βία, τό ἔγκλημα καί τό φόνο. Τό φαινόμενο ἦταν τραγικό καί ἐκεῖνο τό ὁποῖο παραμένει εἶναι ἁγιασμένο. Προσέξτε αὐτό τό ἐργαλεῖο, εἶναι πολύ σπουδαῖο, γιατί ζοῦμε καθημερινά, μέ τά ἀκούσματα καί μέ τίς αἰσθήσεις μας, τήν τραγωδία τοῦ κόσμου. Ἄν παρασυρθοῦμε σ᾽ αὐτό τόν εἱρμό τῆς τραγωδίας αὐτῆς, θά χάσουμε τήν ὄντως ἱστορία. Νά δώσω καί ἄλλα παραδείγματα ἀπό τήν περικοπή πού ἀκούσαμε πρίν ἀπό λίγο;

Ὁ Ἰωσήφ γιατί φεύγει ἀπό τήν Αἴγυπτο; Γιατί ὑπάρχει ἡ πιθανότητα νά σκοτώσουν τό Παιδίο. Ὑπάρχει πάλι ἡ τραγωδία, ὑπάρχει τό αἷμα, ὑπάρχει ὁ φόνος καί φεύγει, ὅλα καταλαγιάζουν. Ὅλα ξεπερνιόνται καί μετά παραμένει ἡ ὄντως ἱστορία. Ὁ Χριστός πού γυρνάει πίσω μετά, ἀπό τήν Αἴγυπτο. Ἄλλο παράδειγμα; Τά παιδιά τά ὁποῖα δολοφονεῖ ὁ Ἡρώδης καί σήμερα τά ἑορτάζουμε. Δεκατέσσερις χιλιάδες παιδιά! Μιά τραγωδία. Ἕνας αἱμοσταγής δολοφόνος. Αὐτό κυριαρχεῖ ἐκείνη τήν ἐποχή. Τό ἔγκλημα, τό αἷμα καί ἡ τραγωδία. Ὅλα ξεπερνιόνται, σήμερα γιορτάζουμε αὐτά τά νήπια, τά δεκατέσσερις χιλιάδες νήπια ὡς Ἁγίους! Βλέπετε ἡ φαινόμενη ἱστορία, πόσοι ταράχτηκαν ἀπό αὐτό καί τί μένει στό τέλος, τέλος, τέλος. Ἔτσι δέν γυρνάει πίσω καί ὁ Ἰωσήφ; Ἀκούει πού ἐκεῖ βασιλεύει ὁ Ἀρχέλαος, εἶχε πεθάνει ὁ Ἡρώδης. Ἀλλά καί ὁ Ἀρχέλαος ἦταν αἱμοσταγής κρατῶν ἄρχων καί δέν μένει ἐκεῖ καί ὁ Θεός ἀλλάζει τήν ἱστορία, τήν ἱστορία τῶν Προφητῶν. Τόν κάνει Ναζωραῖο τόν Χριστό, πού δέν βγῆκε κανένας προφήτης ἀπό τή Ναζαρέτ. Ἀλλάζει τά πάντα, εἶναι τό μυστήριο τῆς ἱστορίας, ἀλλά πίσω κρύβεται ὁ Θεός! Καί ἄν θέλουμε ἐμεῖς αὐτή τήν ἱστορία τήν καταλαβαίνουμε, μέσα στήν τραγωδία πού ζοῦμε κάθε μέρα, καταλαβαίνουμε τήν ἱστορία. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο κριτήριο. Κρατῆστε το αὐτό τό κριτήριο, γιατί ζοῦμε τή φαινομένη ἱστορία, τήν τραγωδία, τόν πόνο κάθε μέρα καί τήν κρίση, μή χάσουμε ὅμως τήν ὄντως ἱστορία, πού αὐτή ἡ ὄντως ἱστορία εἶναι δική μας. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο ἐργαλεῖο, γιά νά μπορεῖτε νά ἀξιολογεῖτε αὐτά πού ζεῖτε.

Τό δεύτερο ἐργαλεῖο. Πῶς θά γίνει αὐτό τό πράγμα; Πῶς μέσα στήν τραγωδία θά μποροῦμε νά συλλάβουμε τό μυστήριο πού κρύβεται, τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ; Ὅλο τό μυστήριο δέν τό συλλαμβάνουμε, ἀλλά τό ὅτι ὁ Θεός εἶναι μυστήριο καί μπαίνει στήν ἱστορία αὐτό θά τό καταλάβουμε. Καί μπορεῖ νά μήν μποροῦμε ὅλα τά γεγονότα τῆς ζωῆς μας νά τά ἑρμηνεύσουμε ἀμέσως, ἀλλά διαχρονικά καί μακροχρόνια πολλά ἀπό αὐτά ἐξηγοῦνται καί τά καταλαβαίνουμε. Χρειάζεται μία διαχρονικότητα, ἀλλά ὄχι μόνο καί μία ἄσκηση. Ἀκούσατε τί ἔλεγε πρίν ἀπό λίγο τό κείμενο τοῦ ἀποστόλου Παύλου; Ἔλεγε, «τό Εὐαγγέλιο τό ὁποῖο παρέλαβα», ἔλεγε τό Εὐαγγέλιό μου. Εἶναι Εὐαγγέλιό του; «Τό Εὐαγγέλιο τό ὁποῖο ἐγώ παρέλαβα!». Μά δέν παρέλαβε τό Εὐαγγέλιο πού εἶχαν ὅλοι οἱ ἄλλοι; Εἶχε ἕνα προσωπικό του Εὐαγγέλιο καί εἶχε μία προσωπική ἱστορία. Ἦταν τό δικό του κοίταγμα καί βίωση στό Εὐαγγέλιο μέσα καί πῶς τό ἔκανε αὐτό; Ἀπό φωτισμό καί ἀπό τήν ἄσκηση. Τό εἶπε τό κείμενο, ἐδῶ εἶναι τό κλειδί, δέν πῆγε νά κυνηγήσει τούς Ἀποστόλους νά τούς βρεῖ, μετά τούς βρῆκε. Τρία χρόνια κάθισε στήν Ἀραβία ἀσκούμενος. Αὐτός πού πῆρε τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ, δέν εἶπε ἐγώ πῆρα τόν φωτισμό καί τελειώσαμε, κάθισε τρία χρόνια στήν Ἀραβία ἀσκούμενος! Ἔμεινε ἐκεῖ στήν ἔρημο καί μετά πῆγε καί συνάντησε τόν Πέτρο καί τόν Ἰάκωβο, τόν ἀδελφόθεο καί ἔμεινε λίγο μαζί τους. Ἄρα ὑπάρχει τό μυστήριο, τό ὁποῖο κατανοεῖται μέσα ἀπό μιά βαθιά ἄσκηση! Μιά βαθιά προσευχή καί ταπείνωση! Τρία χρόνια στήν Ἀραβία; Τί περίμενε ἐκεῖ ὁ Παῦλος; Ἀφοῦ ἔπρεπε νά διαδώσει τό Εὐαγγέλιο, θά ἔλεγε ὁ Χριστός γρήγορα! Γιά τήν ἱστορία τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει γρήγορα. Ὑπάρχει ἡ ἄσκηση, ὑπάρχει ὁ πόνος, ὑπάρχει τό δάκρυ, ὑπάρχει ἡ βαθιά κάθαρση. Καί αὐτό τό περνάει ὁ Παῦλος. Καί τότε ἀποκτοῦμε τό βασικό ἐργαλεῖο, γιά νά μποροῦμε νά ἑρμηνεύσουμε τήν ἱστορία τοῦ κόσμου καί τή δική μας ἱστορία, αὐτό εἶναι τό ἐνδιαφέρον.

Τραγωδία, πόνος, κρίση, αἵματα, φόνοι, καθημερινά αὐτά λειτουργοῦν καί πίσω ἀπό ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ ἱστορία ἡ δική μας, πού εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ Θεοῦ! Γιά νά τήν καταλάβουμε ὅμως θά πρέπει νά καθαρίσουμε τό νοῦ μας. Καί εἶναι ἡ προσωπική Ἀραβία στήν ὁποία μᾶς καλεῖ ἡ ἴδια ἡ ἱστορία, στήν προσωπική μας Ἀραβία! Ὅλα τά ἀξιολογοῦμε διαχρονικά καί ἐν ἀσκήσει. Καί ὅσο φωτίζεται ὁ νοῦς διαχρονικά καί ἐν ἀσκήσει, δέν βιαζόμαστε δηλαδή νά ἑρμηνεύσουμε τήν ἱστορία, διαχρονικά καί ἐν ἀσκήσει, τότε ἡ ἱστορία τοῦ Θεοῦ γίνεται ἱστορία μας καί γίνεται κατανοητή ἡ ἱστορία μας.

Τό κείμενο αὐτό, πραγματικά, εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο, γιατί μᾶς βάζει νά συνειδητοποιήσουμε, ἀκόμη καί νά ἑρμηνεύσουμε ὅσο μποροῦμε, τήν προσωπική μας ἱστορία, τόν πόνο μας, τήν τραγωδία μας, τό κάθε γιατί, τό ὁποῖο προκύπτει κάθε μέρα στή ζωή μας. Κρατῆστε το, ἀλλά ἀμέσως νά ἀπαντήσετε δέν μπορεῖτε. Ξέρετε ὅτι πίσω κρύβεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀμέσως νά ἀπαντήσετε δέν μπορεῖτε, θά περιμένετε τό χρόνο ἀλλά ταυτόχρονα θά βρεθεῖτε μέσα στή δική σας προσωπική Ἀραβία καί τότε ὅλα τά πράγματα θά ξεκαθαρίσουν καί θά παραμένετε πάντα μέσα στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά θά ξεκαθαρίζετε τή ζωή σας παραμένοντας μέσα στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ!


Ο οσιομάρτυς Γεδεών ο Καρακαλληνός



Ο οσιομάρτυς Γεδεών ο Καρακαλληνός 
30 Δεκεμβρίου 
Ο όσιος Γεδεών γεννήθηκε από γονείς πτωχούς στο χωριό Κάπουρνα της Μητρόπολης Δημητριάδος (περιοχή Βόλου). Σε ηλικία δώδεκα ετών, οι γονείς του τον τοποθέτησαν στην υπηρεσία ενός θείου, που ήταν έμπορος στο Βελεστίνο. Θαυμάζοντας την ευφυΐα του και τον ζήλο του για εργασία, ένας μουσουλμάνος της περιοχής άρπαξε δια της βίας το νεαρό παιδί, το έβαλε να δουλέψει στο χαρέμι του και μέσα σ’ έναν χρόνο κατόρθωσε να το κάνει να δεχθεί την περιτομή, να γίνει μουσουλμάνος και να λάβει το όνομα Ιμπραΐμ. 
Δεν πέρασαν δυο μήνες και βασανισμένο από τύψεις συνειδήσεως, το δυστυχισμένο παιδί έφυγε κρυφά και επέστρεψε στην πατρική εστία. Δυσανασχετώντας γι’ αυτήν την εξέλιξη, οι γονείς του τον έστειλαν στην Κρήτη για να αποφύγει τις διώξεις. Εκεί πέρασε κάποιο διάστημα στην υπηρεσία απάνθρωπων και βίαιων οικοδόμων· έφυγε εκ νέου και βρήκε καταφύγιο κοντά σ’ έναν ευλαβή ιερέα του νησιού, στον οποίο εξομολογήθηκε τον εξισλαμισμό του και ο οποίος του υπέδειξε την οδό της μετανοίας και τον δέχθηκε στην οικογένειά του σαν θετό γιο. 
Τρία χρόνια αργότερα, ο ευλαβής ιερέας απεβίωσε και ο νεαρός Γεδεών πήγε με πλοίο στο Άγιον Όρος για να αφιερωθεί στην μετάνοια και στα δάκρυα για την σωτηρία της ψυχής του· όπως πολλοί άλλοι που αφού παραπλανήθηκαν και χάθηκαν, αποφάσισαν να συμφιλιωθούν με τον Θεό δια της μετανοίας. Έγινε μοναχός στην Μονή Καρακάλλου με το όνομα Γεδεών και ανέλαβε το διακόνημα του εκκλησιαστικού. 
Απόλυτη ήταν η υποταγή και η υπακοή του και γρήγορα πρόκοψε στους ασκητικούς αγώνες: την νηστεία, την αγρυπνία, τις μετάνοιες, τα αδιάκοπα δάκρυα. Επί τριάντα πέντε χρόνια υπήρξε μοναχός υποδειγματικός για όλους. Το 1797 διορίσθηκε οικονόμος ενός μετοχίου της Μονής στην Κρήτη κι έμεινε εκεί έξι χρόνια. 
Αγαπημένη του ασχολία ήταν η ανάγνωση των Βίων των μαρτύρων: έβρισκε εκεί πρότυπα τέλειας αποταγής για την αγάπη του Χριστού και παλιγγενεσίας για όσους τον είχαν αρνηθεί. Φλεγόταν από ζήλο να μιμηθεί το παράδειγμά τους και έλαβε ευλογία από τους προϊσταμένους της μονής να ακολουθήσει την οδό του εκουσίου μαρτυρίου. Πήγε πρώτα στην Ζαγορά και υποκρίθηκε τον σαλό για να γίνει στόχος χλεύης και καταφρόνησης, κατά το παράδειγμα του αγίου Συμεών και του αγίου Ανδρέα. 
Έφθασε στο Βελεστίνο ανήμερα Μεγάλη Πέμπτη και κατευθύνθηκε στην οικία του μουσουλμάνου πρώην αφέντη του, στολισμένος στα μαλλιά και στο σώμα με πολύχρωμα άνθη. Υπενθύμισε στον Τούρκο, ο οποίος δεν τον αναγνώρισε, ότι ήταν ο νεαρός χριστιανός δούλος που στο παρελθόν ο αφέντης τον είχε αναγκάσει να προδώσει την πίστη του· ζήτησε από τον Τούρκο να του αποδώσει εκείνο το οποίο του στέρησε, γιατί βλέποντας την σάρκα του περιτμημένη έβλεπε σ’ αυτήν τη σφραγίδα του σατανά. 
Αμέσως τον συνέλαβαν και την επαύριο, Μεγάλη Παρασκευή, τον παρουσίασαν στον δικαστή. Φορώντας πάντα τα άνθη, προχώρησε στον δικαστή με δυο πασχαλινά αυγά στα χέρια και του είπε γεμάτος παρρησία: Χριστός Ανέστη! Του πρόσφεραν καφέ κι εκείνος έχυσε το φλιτζάνι στο πρόσωπο του δικαστή, χλευάζοντας την πλάνη της θρησκείας του Μωάμεθ. Έκανε τα πάντα για να γίνει στόχος της οργής και των φοβερότερων τιμωριών των Τούρκων· τον πέρασαν όμως για τρελό, τον ξυλοκόπησαν με ραβδιά και μισοπεθαμένο τον μάζεψαν οι χριστιανοί της περιοχής. 
Λίγο αργότερα, την ώρα που οι Τούρκοι στρατιώτες περνούσαν από το χωριό, ο μακάριος Γεδεών, αποζητώντας πάντα το μαρτύριο όπως η έλαφος η διψώσα επί τις πηγές των ζωοποιών υδάτων (Ψαλμ. 41:2), τους προκάλεσε ανοιχτά και δεν δίστασε να κρατήσει στα χέρια του αναμμένα κάρβουνα για να τους δείξει ότι η πίστη του ήταν πιο φλογερή κι από τα πιο έντονα εγκαύματα. 
Έφυγε και αποσύρθηκε για κάποιο διάστημα σ’ ένα σπήλαιο για να αφιερωθεί απερίσπαστος στην προσευχή· κατόπιν επέστρεψε στο Άγιον Όρος και εγκαταβίωσε επί ένα χρόνο στην μονή της μετανοίας του. 
Μια νύχτα, κατά την διάρκεια της ακολουθίας, άκουσε μια φωνή που ερχόταν από την εικόνα του Παντοκράτορα στον τρούλλο, κι έλεγε: «Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς· όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. 10:32-33). 
Μετά το θείο αυτό σημείο, ξαναέφυγε και πήγε στο Βελεστίνο, όπου με θάρρος ομολόγησε την μεταστροφή του. Τον παρέδωσαν στον πασά του Τυρνάβου, ενώπιον του οποίου άφοβα διηγήθηκε την ιστορία του, ομολόγησε τον Χριστό, και χλεύασε τους Αγαρηνούς. Τον περιέφεραν γυμνό πάνω σε γαϊδούρι με μια προβιά στην κεφαλή, αλλά ο χλευασμός αυτός έκανε την πορεία του πορεία θριάμβου, ανάλογη της εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. 
Καταδικάσθηκε τέλος, και διατάχθηκαν οι δήμιοι να κατακόψουν τα άκρα του με πελέκι. Ο Γεδεών άκουσε με αγαλλίαση την καταδίκη και τέντωσε ο ίδιος το πόδι του ενθαρρύνοντας με πραότητα τον δήμιο, που είχε φοβηθεί την παρρησία του. Με την ψυχή ήδη προσηλωμένη στον Χριστό, ο μάρτυς δεν έβγαλε άχνα ή αναστεναγμό όσο κατάκοβαν ένα ένα τα άκρα του. Προς το βράδυ, καθώς ήταν ακόμη ζωντανός, ο πασάς διέταξε τέσσερεις χριστιανούς να τον ρίξουν στον βόθρο του παλατιού, όπου ο Γεδεών βρήκε τον θάνατο. Ήταν 30 Δεκεμβρίου 1818. 
Την επομένη, οι χριστιανοί κατόρθωσαν να εξαγοράσουν το τίμιο λείψανο κι ετοιμάζονταν να το ενταφιάσουν με επισημότητα, αλλά επί δύο ώρες έτρεχε νωπό αίμα από το ακρωτηριασμένο σώμα επιτελώντας πολλά θαύματα. Το 1837, μετά από πολλές θαυματουργικές φανερώσεις του αγίου, η Μονή Καρακάλλου κατόρθωσε να αποκτήσει το μεγαλύτερο μέρος των λειψάνων.

 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 4ος (Δεκέμβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Η παιδική ηλικία της αγίας Ανυσίας



Η παιδική ηλικία της αγίας Ανυσίας

Πατρίδα της αγίας Ανυσίας είναι η αξιοθαύμαστη και περίφημη πόλη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς της ήταν ζάπλουτοι. Στην καταγωγή, τη δόξα, τα αξιώματα και στην κοινωνική διάκριση υπερείχαν τόσο πολύ από τους άλλους, ώστε σε κανένα της ίδιας τάξεως να μην είναι δυνατόν να διεκδικεί ίση αναγνώριση μ’ αυτούς. 
Γι’ αυτούς όμως, όπως τα πράγματα δείχνουν, στολισμός και θησαυρός απαραβίαστος ήταν μάλλον η ευγένεια της ψυχής και ο πλούτος της αρετής· και πάνω απ’ όλα το να φέρουν τ’ όνομα του χριστιανού και να ‘ναι πλούσιοι στην ευσέβεια σαν να ‘ταν αυτό μια προγονική κληρονομιά. Αλλ’ όμως εκτός απ’ αυτά είχαν και χέρι υπερβολικά ανοικτό· ποτάμια καλοσύνης κυλούσαν απ’ αυτό προς τους ανθρώπους που στερούνταν. 
Τέτοιες εικόνες αρετής για μίμηση δέχθηκε απ’ τους γονείς της η Ανυσία, ενόσω ήταν ακόμη παιδούλα. Και εξαρχής τόσο πολύ τις υπερέβαλε, ώστε η ίδια μάλλον να μπορεί να είναι – ήταν πράγματι, αλλά και η φύση των πραγμάτων οπωσδήποτε το έδειχνε – σε ‘κείνους παράδειγμα βίου, αρετής και κάθε ακριβείας. Ή καλύτερα, αυτούς τους απέδειξε άξιους των πατρικών τους προσδοκιών, καθώς έγινε κατά πολύ καλύτερή τους με την αρετή και την υψηλή της πολιτεία, αλλά και στους μεταγενεστέρους της άφησε τον εαυτό της πρότυπο ζωής και των κατά Θεόν αγώνων. 
Απ’ αυτήν λοιπόν την ωραία ρίζα μόλις ήρθε στη ζωή αυτό εδώ το ωραιότατο κρίνο, δέσμευσε ευθύς τις μητρικές ωδίνες. Έτσι, αυτήν και μόνη τη συγκομιδή πρόσφερε στη ζωή το τίμιο ζευγάρι, ωσάν να είπε η φύση ότι δεν θα μπορούσε να δώσει άλλο παρόμοιο καρπό· και γι’ αυτόν τον λόγο σαν να μη τόλμησε να υποτιμήσει τα πρώτα με τα δεύτερα. 
Γι’ αυτό λοιπόν τον λόγο και μάλιστα σαν κατάθεση μαρτυρίας ότι έτσι έχουν τα πράγματα, ευθύς με το ξεκίνημα της ζωής της οι γονείς της την ονομάζουν Ανυσία. * Είτε γιατί ήθελαν να δηλώσουν, όπως είπα προ ολίγου, ότι με τη γέννα αυτή έλαβε πέρας γι’ αυτούς η τεκνοποιία, είτε γιατί διέβλεπαν από κάποια ολοφάνερα σημάδια την έμφυτη κλίση της παιδούλας προς την ενάρετη ζωή και όλα εκείνα με τα οποία επρόκειτο αργότερα με πολλή ευκολία και στην πράξη και στη θεωρία να φθάσει την κατά Θεόν τελειότητα. 
Της προσφέρουν λοιπόν οι γονείς της το θεϊκό λουτρό, που εξαγνίζει και αναγεννά και την χρίουν με μύρο, αυτήν που πολύ σύντομα θα γινόταν μύρο ευωδιαστό με την αρετή της. Και ταυτόχρονα την παραδίδουν να μαθητεύσει στη θεϊκή διδασκαλία και στη σχετική μ’ αυτήν αγωγή. Και φυσικά αποδείχθηκε - όπως το λέει η παροιμία - «δαυλί που πλησιάζει τη φωτιά» ή πουλί που σχίζει τον αέρα. 
Τόσο δηλαδή ξεπέρασε τις ελπίδες των γονιών της και στη φυσική ανάπτυξη αλλά και στην εργατικότητα, στη μελέτη και την άσκηση των μαθημάτων, ώστε ενόσω ακόμη βρισκόταν στην παιδική ηλικία να συλλέξει άνετα τα ωραιότερα και χρησιμότερα διδάγματα της αγίας Γραφής. 
Κατά τον ίδιο τρόπο διαμόρφωσε την συμπεριφορά της, το βάδισμα και την όλη εμφάνισή της και παιδαγώγησε κάθε της αίσθηση, ώστε η φρόνησή της να είναι ασύγκριτα πιο ώριμη απ’ όσο επέτρεπε η ηλικία της και η γυναικεία φύση της, ενώ δυσαρεστούνταν σχεδόν με τις ανάγκες της ανθρώπινης φύσης που σκοτίζουν την ελεύθερη ψυχή και την εμποδίζουν να προχωρεί στις υψηλότερες επιδιώξεις της. 
Έτσι και πριν ακόμη φθάσει στην ώριμη ηλικία, με γεροντική σύνεση σκεφτόταν και αποδείκνυε πόσο σωστό και σοφό είναι εκείνο που είπε ο Σολομών, ότι το γήρας δεν μετριέται με τα γυρίσματα του χρόνου και τον αριθμό των ημερών αλλά με τη σύνεση και τη σωφροσύνη και την έμφυτη κλίση της ψυχής προς την αρετή (Σοφ. Σολ. 8:1 κ.ε.). 
Αλλά οι γονείς της που ευτύχησαν όσο κανένας άλλος γονιός, νομίζω, να χαρούν τόσο γρήγορα τα καλά της κόρης τους και την εκπλήρωση των πατρικών τους ευχών και των ελπίδων που έτρεφαν γι’ αυτήν, εγκαταλείπουν και οι δύο την ζωή. Αξιέπαινοι για την ευσέβειά τους, τον ενάρετο βίο και για τα αγαθά που ανέμεναν φεύγοντας από τον κόσμο αυτό. Ζηλευτοί επίσης και πολύ συμπαθείς και για την κατά κόσμον ευημερία και το αγαθό τους τέλος, αφού πέρασαν όλη τη ζωή τους πάνω στη γη με τον ωραιότερο τρόπο. 
Ο γάμος όχι μόνο, όσον αφορά την αρετή, δεν τους έβλαψε καθόλου αλλά κατά παράδοξο τρόπο απ’ αυτόν μάλλον διακρίθηκαν. Αγιάσθηκαν κατ’ αρχήν και οι ίδιοι με την τεκνογονία, όπως λέει ο θείος Παύλος (Α’ Τιμ. 2:15), αλλά και στους μεταγενεστέρους άφησαν αθάνατο το όνομά τους χάρις στη θυγατέρα τους. 
* Ο άγιος Φιλόθεος εδώ προφανώς ετυμολογεί το όνομα Ανυσία από το αρχ. ρ. ανύω = φέρω εις πέρας, τελειοποιώ, και το ουσ. άνυσις = κατόρθωση, τελείωση. 

 

Αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, “Η οσιομάρτυς Ανυσία εκ Θεσσαλονίκης. Έκδοση Ι. Ησ. “Το Γενέσιον της Θεοτόκου”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2008, σελ. 18.

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

Ἀναχωρησάντων τῶν μάγων - ΡΑΔΙΟΠΑΡΑΓΚΑ

Ἀναχωρησάντων τῶν μάγων…


ΡΑΔΙΟ ΠΑΡΑΓΚΑ 

π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος  

mp3 - εδώ

ΑΝΑΧΩΡΗΣΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ...



ΑΝΑΧΩΡΗΣΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ...

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία
τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,
ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 2ο, στίχοι 13 ἕως 23, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς 26-12-2010.

Θαρρεῖς καί τό κείμενο, ἀπό τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε, θέλει νά μᾶς θυμίσει πώς ἡ γιορτή τελείωσε· ἀναχωρησάντων τῶν μάγων.

Καί γιατί συνδυάζει αὐτή τή φαινομένη περαίωση τῆς ἑορτῆς μέ τούς μάγους; Ποιός σκέφτηκε τί εἶναι αὐτές οἱ προσωπικότητες καί τί ρόλο οὐσιαστικό παίζουν μές τή γιορτή; Ποιός ἔκανε μιά ὑπόθεση ἐργασίας λέγοντας ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ μάγοι στή γιορτή, εἶναι ὑπόθεση ἐργασίας, τί θά ἄλλαζε; Ἡ ἑρμηνευτική τῆς Ἐκκλησίας μας τό προσεγγίζει μέσα ἀπό τούς Πατέρες. Τί κάνουν οἱ μάγοι; Οἱ μάγοι πρῶτα - πρῶτα κάνουν μιά ἀπογύμνωση τοῦ συστήματος· τί σημαίνει αὐτό; Ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ μάγοι θά ἦταν ὅλα ἥσυχα καί καλά, θά γεννιόταν ὁ Χριστός, δέν θά μάθαινε τίποτε ὁ Ἡρώδης, δέν θά γινόταν διωγμός, δέν θά πέθαιναν τά νήπια, τά 14000 κι ὁ Χριστός θά γεννιόταν μέσα σέ μιά ἡσυχία.

Κι ἔρχονται αὐτοί οἱ μάγοι, σταλμένοι ἀπό τόν Θεό εἶναι, καί τό πρῶτο πού κάνουν, δύο πράγματα κάνουν, τό πρῶτο πού κάνουν εἶναι ν᾽ ἀπογυμνώσουν τό σύστημα· πῶς τό ἀπογυμνώνουν; Τό σύστημα, τό πολιτικό μέν ἀλλά καί τό τότε ἐνυπάρχον θρησκευτικό σύστημα, τό ἀπογυμνώνουν μέ μιά ἁπλή ἀληθινή λιτότητα· τολμοῦν νά ποῦν ποῦ εἶναι ὁ βασιλιάς πού γεννήθηκε. Γιά νά τό πεῖς αὐτό σέ ἕνα βασιλιά εἶναι πάρα πολύ τολμηρό κι ὅμως εἶναι αλήθεια, ἄρα γιά νά ἀπογυμνώσει τό σύστημα κάποιος πρέπει πρῶτα νά ἔχει μιά συγκλονιστική, λιτή ἀλλά ὄχι ἐγωιστική ἀλήθεια πάνω του. Καί πᾶνε καί ρωτοῦν αὐτό τό ἐρώτημα στόν Ἡρώδη. ῾Ο Ἡρώδης συγκλονίστηκε καί ὑποχρεωτικά, ὅπως ξέρετε, τούς βάζει νά πᾶνε ἐκεῖ νά προσκυνήσουν, ἀλλά πέρα ἀπό αὐτό πού εἶναι ἡ ἄγνοιά του, πού σημαίνει ἕνας βασιλιάς τῶν Ἰουδαίων, πού ἦταν μάλιστα στό χῶρο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ περιουσίου λαοῦ, δέν μπορεῖ νά ἀγνοεῖ τά ἐπερχόμενα τοῦ Ἰσραήλ. Τά ἀγνοεῖ τελείως καί ρωτάει τούς γραμματοεισαγωγεῖς του, τή λεγομένη, τότε, θρησκευτική ἡγεσία, ἡ ὁποία τό γνωρίζει ὅτι ἐν Βηθλεέμ γεννιέται, ἀλλά πού τό γνωρίζει δέν λέει τίποτα· ὅταν γίνεται μετά ἡ δολοφονία τῶν νηπίων φαίνεται πού δέν ἀντιδρᾶ καθόλου.

Τό σύστημα εἶναι ἀπογυμνωμένο μέσα ἀπό τήν παρουσία τῶν μάγων. Προσέξτε τά δύο τά στοιχεῖα πού σᾶς εἶπα· γνωρίζουν ἤ δέν γνωρίζουν τόν Χριστό, τόν ψάχνουν νά τόν βροῦν ἀλλά ὑποκριτικά τόν γνωρίζουν, εἶναι ἀπογυμνωμένοι ἀπό Χριστό καί ταυτόχρονα καί ἡ ἡγεσία αὐτή εἶναι ἀπογυμνωμένη ἀπό Χριστό καί δέν παρεμβαίνει στά δρώμενα ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία. Εἶναι πολύ συγκλονιστικά μηνύματα, τά ὁποῖα βγαίνουν ἀπό τήν παρουσία τῶν μάγων. Πρῶτο λοιπόν εἶναι ἡ ἀπογύμνωση τοῦ συστήματος.

Μετά ἀπό αὐτό νά δοῦμε τούς μάγους μέσα ἀπό μιά ἄλλη προοπτική, πού προσθέτει στήν ἀπογύμνωση τοῦ συστήματος· πῶς τό κάνουν, γιατί τό κάνουν, τί προσωπικότητες εἶναι; Ὑπάρχει ἕνα τροπάριο, πού αὐτές τίς μέρες τό ἀκούσαμε δυό-τρεῖς φορές καί δέν ξέρω πόσοι στάθηκαν θεολογικά νά ἀναλύσουν πάνω σέ αὐτό τό τροπάριο τούς μάγους, γιατί εἶναι ἀποτέλεσμα καί ἀπαύγασμα κι αὐτό τῆς πατερικῆς Θεολογίας γιά τούς μάγους. Λέει τό τροπάριο, μέ λίγες λέξεις τό λέω, «μάγοι Περσῶν βασιλεῖς ἐπιγνῶντες σαφῶς». Μάγοι Περσῶν βασιλεῖς, μιά ξένη χώρα, ἐκφράζει τό ξένο, κι εἶναι βασιλεῖς· τί βασιλεῖς εἶναι; Ποιός ξέρει τό βιογραφικό [τους] σημείωμα; Γιατί τούς λέει τό τροπάριο βασιλεῖς; Εἶναι βασιλιάδες ἤ ὑποκρίνεται τό τροπάριο; Τό ἀπαντοῦν οἱ Πατέρες, οἱ μελωδοί, οἱ ὁποῖοι συνθέτουν βάσει τῆς πατερικῆς Θεολογίας. Ἔχουν ἡγεμονικό λένε, γνωρίζουν, ξέρουν τί κάνουν· γιά νά ἔχεις ἡγεμονικό πρέπει νά ἔχεις καθαρό μυαλό καί μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τήν προσωπική τους ἄσκηση πού ἔκαναν, στόν τόπο πού ἦταν πού δέν γνώριζαν Χριστό, ἀλλά ἐπειδή εἶχαν μέσα τους σπερματικό λόγο καί εὐλάβεια βαθύτατη ἀποκτοῦν αὐτή τή δυνατότητα νά γίνονται βασιλεῖς, νά ἀποκτοῦν ἡγεμονικό λόγο καί λένε οἱ Πατέρες πόσο μᾶλλον ἐμεῖς πού ζοῦμε στήν Ἐκκλησία, γνωρίζουμε τά δρώμενα, πρέπει νά ἔχουμε ἡγεμονικό λόγο καί νά εἴμαστε βασιλεῖς. Νά λοιπόν, αὐτοί οἱ ξένοι, οἱ παράξενοι πού δέν ξέρουν τίποτα γιά Χριστό ἀλλά ἔχουν ἕναν σπερματικό λόγο, μέσα ἀπό τούς τόπους πού εἶναι, στέλνουν μήνυμα καί συγκλονίζουν καί ἀπογυμνώνουν τόν καθεστηκότα, τόν καθιερωμένο, τό συστηματικό Ἰσραήλ πού ξέρει τόν Θεό του καί τόν ἀπογυμνώνει, τόν τινάζει [τόν Ἰσραήλ] στόν ἀέρα.

Τά μηνύματα εἶναι συγκλονιστικά, προσέξτε καί δέν εἶναι ἄσχετα μέ τή μόνιμη ρήση τῶν προφητῶν ὅτι «τήν ἐπισκοπήν αὐτοῦ λάβοι ἕτερος». Αὐτό ἰσχύει γιά ὅλους μας. Πρῶτο λοιπόν εἶναι βασιλεῖς καί ἐπιγνῶντες σαφῶς. Προσέξτε «ἐπιγνῶντες» εἶναι μιά επίγνωση, εἶναι μιά γνώση ἀλλά «ἐπί», ἔχουν ἕναν φωτισμό, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πάει ὅπου θέλει, καί ἐπιγνῶντες σαφῶς, εἶναι σαφέστατο αὐτό τό μήνυμα πού παίρνουν ὅτι ὑπάρχει οὐράνιος Βασιλεύς, καί πᾶνε νά τόν προσκυνήσουν. Ὄχι μόνο, λοιπόν, ἀπογυμνώνουν τό σύστημα εἶναι καί εὐλαβεῖς προσκυνητές.

Εὐλαβεῖς προσκυνητές, δέν φωνάζουν, δέν φωνασκοῦν, εἶναι ἀληθινοί, δέν προβάλλονται, δέν ἔχουν καμία ἀπαίτηση κανείς νά τούς καταλάβει ἀλλά εἶναι εὐλαβεῖς προσκυνητές, ὅπως μετά, μέσα σέ αὐτό τό χῶρο τῆς Γεννήσεως, εὐλαβεῖς προσκυνητές γίνονται καί οἱ ποιμένες, ἄγνωστες προσωπικότητες καί ὅπως εὐλαβής προσκυνητής, σιωπηλός προσκυνητής, εἶναι καί ὁ Ἰωσήφ ὁ Μνήστωρ. Εἶναι ὁ χῶρος τῶν εὐλαβῶν προσκυνητῶν πού πιά μέ τόν τρόπο τους ὁ καθένας συγκλονίζει καί ἀπογυμνώνει τό σύστημα· τό ὁποιοδήποτε σύστημα πού ξέρει, δέν ξέρει τόν Χριστό, πού φωνάζει γιά τόν Χριστό καί κόπτεται γιά τόν Χριστό ἀλλά ἄν δέν ἔχει αὐτή τή δυνατότητα τῆς λιτότητας, τῆς ἀλήθειας, τοῦ νά μπορεῖ νά προσκυνήσει πραγματικά τόν Χριστό, τότε δέν κάνει τίποτε· καί μέσα σέ αὐτή τήν ἰσορροπία, ὅλα ἐκεῖνα τά κείμενα περί τῆς φυγῆς τοῦ Ἰησοῦ, περί τῆς ἐπανόδου ἀπό τήν Αἴγυπτο μέσα σέ μιά σιωπηλή πορεία καί πάλι τοῦ ἴδιου τοῦ ἤθους. Ἡ σιωπή ἡ ὁποία, ὅμως, εἶναι μιά βαθιά κίνηση ἀλλαγῆς καί ξεγυμνώματος τοῦ συστήματος πού κάποτε φτάνει σέ ἕνα ἀποκορύφωμα.

Δέν ξέρω πόσα χρόνια προετοιμάστηκαν οἱ μάγοι γιά νά μποροῦν νά επιγνώσουν αὐτόν τόν ἀληθινό Θεό καί νά τόν προσκυνήσουν· σίγουρα πολλά, σίγουρα εἶχαν πολλή νήψη, κάθαρση πάνω τους καί τούς ἀκούμπησε ὁ Θεός. Πόσα χρόνια χρειάστηκε ὁ Ἰωσήφ γιά νά καταλάβει αὐτό πού ἔγινε; Μέ ἀλλεπάλληλα ὁράματα τόν καθοδηγεῖ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος [Ἰωσήφ] ἀρνεῖτο οὐσιαστικά αὐτό πού γινόταν. Πόσα χρόνια χρειάστηκε ὁ Χριστός σιωπηλά νά μείνει σ᾽ ἐκείνη τήν πόλη, στή Ναζαρέτ, γιά νά δείξει τό ἔργο Του; Τριάντα χρόνια· κι ὅλα αὐτά ἕνα μήνυμα στέλνουν : ἡ σιωπή, ἡ ἀληθινή σιωπή, πού ἀπογυμνώνει καί τό σύστημα καί καταλήγει σέ μιά ἱστορία, νά γίνουμε εὐλαβεῖς προσκυνητές.

Ἀναχωρησάντων τῶν μάγων. Οἱ μάγοι πάντοτε φεύγουν, δηλαδή οἱ σιωπηλοί ἄνθρωποι πού φαίνεται πώς δέν ὑπάρχουν ἀλλά δέν φεύγουν [καί] ταυτόχρονα τό ἔργο τό ἐπιτελοῦν, πού εἶναι ἔργο ἀπαραίτητο γιά τήν καθημερινότητα τῆς ζωῆς μας.

Ἡ σιωπηλή, πραγματική, ἐν παρρησίᾳ ζωή πού μπορεῖ νά ἀπογυμνώσει ὁποιοδήποτε σύστημα ἄθεο, πού μιλάει γιά Θεό ἤ δέν μιλάει γιά Θεό ἀλλά δέν μπορεῖ νά τόν προσκυνήσει καί νά τόν προσκυνήσει σημαίνει νά ὑπακούει σέ Αὐτόν, νά ταχθεῖ σέ Αὐτόν καί νά κάνει αὐτό πού θέλει Αὐτός. Αὐτό σημαίνει προσκυνῶ, αὐτό σημαίνει καί γιά μᾶς.

Δέν πιστεύω μέσα ἀπό τίς καρδιές μας σήμερα, μιά μέρα μετά τά Χριστούγεννα νά ἀναχώρησαν οἱ μάγοι; Δέν πιστεύω νά ζοῦμε τήν ἴδια τραγωδία, νά μήν μποροῦμε νά προσκυνήσουμε τόν Χριστό ὄχι ὡς ἄνομοι προσκυνητές, ἐξωτερικοί, ἀλλά ὡς βαθεῖς προσκυνητές καί βασιλεῖς ἐπιγνῶντες σαφῶς αὐτούς πού εἶναι, καί νά μποροῦμε στήν πράξη, τήν καθημερινή τῆς ζωῆς μας, νά Τόν προσκυνήσουμε τελοῦντες τά ἐξ Αὐτοῦ ἀπαιτούμενα σέ μιά καθημερινή πράξη ζωῆς.

Ἀναχωρησάντων τῶν μάγων. Τί κρίμα θά ἔλεγε ἕνα παιδάκι πού θά ἄκουγε τό παραμύθι· εὐτυχῶς λέω ἐγώ πού δέν τό θεωρῶ παραμύθι, εὐτυχῶς οἱ μάγοι πάντοτε φαίνονται ὅτι ἀναχωροῦν ἀλλά ὑπάρχουν.

Μποροῦμε κάτι τέτοιο νά γίνουμε; Νά γίνουμε κι αὐτοί πού σπάζουν καί ἀπογυμνώνουν τό σύστημα καί ταυτόχρονα [νά] εἴμαστε καθημερινοί εὐλαβεῖς προσκυνητές;

Όσιος Βενιαμίν ο Ησυχαστής, ερημίτης στη Νιτρία της Αιγύπτου (+4ος-5ος αιώνας).

 
Όσιος Βενιαμίν ο Ησυχαστής, ερημίτης στη Νιτρία της Αιγύπτου (+4ος-5ος αιώνας). 
29 Δεκεμβρίου.

Tοις εν καλώ λιπούσι γήρα τον βίον,
Kαι Bενιαμίν τον καλόν συναπτέον. 
Στή Νιτρία τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἔζησαν οἱ πιό ἅγιοι μοναχοί, ἀσκήτευε καί ὁ μακάριος Βενιαμίν. Γιά τήν ἐνάρετη ζωή του εἶχε λάβει ἀπ᾽ τό Θεό πλούσιο τό ἰαματικό χάρισμα. Καί μολονότι ἀξιώθηκε τέτοιο χάρισμα, ὁ ἴδιος ἔπαθε ὑδρωπικία, μία βαριά καί χρόνια ἀσθένεια. Πρήσθηκε τόσο πολύ, πού ἀναγκάσθηκαν νά τόν μεταφέρουν ἀπ᾽ τό κελλί του σέ ἄλλο, πιό εὐρύχωρο. Καί γιά νά τόν βγάλουν, ξήλωσαν τήν πόρτα μαζί μέ τό κάσωμα. Στό νέο κελλί τοῦ ἔβαλαν ἕνα εἰδικό κάθισμα, πολύ πλατύ, στό ὁποῖο καθόταν συνεχῶς, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά πλαγιάση σέ κρεββάτι. Σ᾽ αὐτή τήν κατάστασι ὁ ὅσιος ἐξακολουθοῦσε νά θεραπεύη τούς ἄλλους! Ἐκεῖνους πού τόν συμπονοῦσαν, βλέποντας τήν ταλαιπωρία του, τούς παρακαλοῦσε νά προσεύχονται γιά τήν ψυχή του καί νά μήν νοιάζονται γιά τό σῶμα του. “Ὅταν τό σῶμα μου ἦταν γερό”, ἔλεγε, “σέ τίποτε δέν μέ ὠφελοῦσε. Καί τώρα πού εἶναι ἄρρωστο, σέ τίποτε δέν μέ βλάπτει” .

- Γεροντικό της Ερήμου
Πηγή:

Όσιος Βασιλίσκος της Σιβηρίας.

Όσιος Βασιλίσκος της Σιβηρίας. 
29 Δεκεμβρίου

Ο μοναχός της Σιβηρίας και Άγιος γέροντας, γεννήθηκε περίπου το 1740. Πέθανε στην πόλη Τουρινσκ στις 29 Δεκεμβρίου 1824 και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Τορίνο. 
Το περιστατικό πού σάς διηγούμαι τώρα τού συνέβη μια φορά. Όπως καθόταν έχοντας τη συνήθη προσοχή του στήν προσευχή, στη συνέχεια κατάλαβε ό ίδιος πώς κάτι αλλάζει, και ώς εκ τούτου ήταν ακόμα πιο προσεχτικός. Προσπάθησε πολύ ν’αναγκάσει τον εαυτό του ν’ αγωνιστεί κι ό νους του διευρύνθηκε, ένιωθε να φλέγεται από μια θεϊκή επιθυμία γιά τον Κύριο. Και τότε βρέθηκε σε αμηχανία, γιατί δεν ήξερε πώς να ονομάσει αύτή τήν ενέργεια της αγάπης πού ένιωθε γιά τον Κύριο στήν καρδιά του, μέσα του, καθώς και σ’ όλο του το σώμα, λόγω της αγαλλίασης, της γλυκύτητας και της παραμυθίας πού ένιωθε, καθώς και της ανείπωτης αγάπης του γιά το Θεό. Κι από μια τέτοια αίσθηση πού τον είχε κυριεύσει, ήταν προσηλωμένος στον Κύριο κι αισθάνθηκε τον εαυτό του εντελώς αλλοιωμένο, φωτεινό, γιατί τον είχε αγκαλιάσει το φως πού φαινόταν ότι προερχόταν από το σώμα Του. Καθώς όμως έβγαινε από το σώμα δεν μπορούσε να το περιγράφει, γιατί από τη μεγάλη χαρά του γιά το Θεό, πού τον περιέβαλε, έβλεπε τον εαυτό του να υψώνεται στον αέρα, και ό ίδιος να τον παρακολουθεί έξω από το σώμα με συγκεντρωμένο το νου του και με εγρήγορση. Εκείνη τη στιγμή ήταν τόσο νηφάλιος, ώστε αναρωτήθηκε πώς μπορούσε να παρακολουθεί το σώμα του από τον αέρα. Σίγουρα έβλεπε το σώμα του νεκρό, χωρίς τήν ψυχή του πού βρισκόταν σε απόσταση. Έβλεπε γιά αρκετό χρονικό διάστημα τον εαυτό του στον αέρα και μέσα του κυριαρχούσαν ζωηρά αισθήματα γιά το Θεό - Αγάπη, ευγνωμοσύνη και ελπίδα στήν καλοσύνη Του. 
Ήταν τόσο θαυμαστά αυτά πού έβλεπε, ώστε δεν μπορούσε να μού τα εξηγήσει, μού είπε μόνο: “Τα αισθήματα αυτά παράγονται μόνα τους και το ένα νικά το άλλο, γι’ αυτό ήμουν καθηλωμένος και φλεγόμενος από Αγάπη γιά το Χριστό, καθώς κι από ευγνωμοσύνη πρός το Θεό και ένιωθα ανέκφραστη και ακατάληπτη γλυκύτητα”. Με τήν επίδραση των ισχυρών αυτών αισθημάτων έπεσε σε λήθη και όταν συνήλθε κάπως άρχισε να προβληματίζεται γιά το πώς είχε αφήσει το σώμα του. Ή καρδιά του θλιβόταν και έπασχε από εσωτερικό πόνο• γιατί αναχώρησε αύτή ή μεγάλη και ακατάληπτη Αγάπη και γλυκύτητα πού τον εξύψωσε πρός το Θεό; Και με τις σκέψεις αυτές ένιωσε ότι ή καρδιά του φλεγόταν πάλι από Αγάπη γιά το Θεό, όπως πριν πού έβλεπε τον εαυτό του φωτεινό στο ύπαιθρο, έξω από το σώμα του. Και όπως φαίνεται από τα παραπάνω, όλες αυτές οι ενέργειες που περιγράφηκαν πρωί-γουμένως τις είδε και τις ένιωσε με καθαρότητα και νηφαλιότητα, με πλήρη επίγνωση του νου και με εγρήγορση. 
Τις ενέργειες πού είχε αργότερα και συγκεκριμένα πριν από το θάνατό του, κυρίως μάλιστα κατά τήν ώρα της αναχώρησης του, εγώ ό αμαρτωλός δεν αξιώθηκα ν’ ακούσω ή να δώ, επειδή είχα ακούσια χωριστεί άπ’ αυτόν γιά διάφορους λόγους. Ό Θεός όμως με πληροφόρησε μέσω του αγρότη πού τον υπηρέτησε μετά από μένα. Εκείνος μου είπε ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας νόσου του ό γέροντας θυμήθηκε πολλές φορές έμενα τον ανάξιο. Πριν από το τέλος του ήταν σα να στεκόταν μπροστά σε δικαστήριο. Ό ίδιος βέβαια δε φαινόταν θλιμμένος ούτε σε απόγνωση, αλλά περίμενε ήρεμα, ελπίζοντας στο έλεος του Θεού. Κοιμήθηκε με τήν προσευχή στο στόμα και αναχώρησε γιά τον Κύριο πού είχε υπηρετήσει από τα νεανικά του χρόνια ως το θάνατό του με Αγάπη, ταπεινότητα και απλότητα ψυχής. 
Όταν διηγήθηκαν στον όσιο Ιγνάτιο Μπριαντσανίνωφ το φαινόμενο αυτό, ό μεγάλος όσιος το θεώρησε αληθινό. Αλλά κι ό άγιος Μακάριος ό Μέγας γράφει κάπου πώς ή ψυχή μπορεί κατά τη διάρκεια της προσευχής να «έξέλθη εκ του σώματος». 
Κάποτε έγινε το έξης: Προσευχόταν καθιστάς αρκετή ώρα κι ύστερα θέλησε να σηκωθεί, γιά να επισκεφτεί το μαθητή του. Ξαφνικά όμως ένιωσε μια ασυνήθιστη κι εξαιρετικά έντονη ηδονή, μια κίνηση σ’ όλο του το σώμα και κυρίως στήν καρδιά του. ’Ένιωσε τήν προσευχή μέσα του ασυνήθιστα ευδιάκριτη, πολύ καθαρή κι άρχισε να επικεντρώνει τήν προσοχή του εκεί. Και τότε άρχισε να αισθάνεται ακόμα περισσότερη ηδονή στήν καρδιά του, σε κάθε προφορά των λόγων «Κύριε Ιησού Χριστέ...». Το παρατηρούσε με έκπληξη αυτό, ένιωθε μέσα του παραμυθία κι ή ηδονή γινόταν όλο και πιο έντονη, εξελισσόταν σε μια φλεγόμενη Αγάπη γιά το Θεό. Σκεφτόταν με τί θά μπορούσε να παρομοιάσει τήν ηδονή αύτή, μα δεν έβρισκε κάτι γιά να τη συγκρίνει. Μού έλεγε πώς ήταν κάτι σαν τήν ψίχα τού καρυδιού, πού όταν τήν δαγκώνεις, ή ψίχα θραύεται και ή γεύση της διαχέεται. Τήν ’ίδια ώρα πού ή ηδονή αύτή απλωνόταν κι ή καρδιά πλάταινε, ήταν σα να ’ρχιζε να βλέπει ένα φως, που απλωνόταν ολόγυρα. Και τότε ή καρδιά πλάταινε ακόμα περισσότερο. Ή περίεργη αύτή ενέργεια τού έφερνε τόση αγαλλίαση, πού τον οδηγούσε σε μια λήθη. Δεν καταλάβαινε όμως πώς έμπαινε στήν καρδιά του το φώς αυτό. Γιατί ή καρδιά του ήταν πάρα πολύ πλατυσμένη. 
Μερικές φορές πού ήταν καθισμένος και προσευχόταν, τον έπαιρνε ό ύπνος κι ή προσευχή κρυβόταν. Μόλις ξυπνούσε όμως διαπίστωνε πώς ή προσευχή δούλευε πάλι με τη συνηθισμένη της ηδονή. 
Άλλοτε πάλι ένιωθε πώς ή προσευχή ξαφνικά σταματούσε να ενεργεί κι ή καρδιά του ησύχαζε. Ήταν τόσο ήρεμος τότε, ώστε ένιωθε σα να μην υπήρχε ή καρδιά του, δεν άκουγε ούτε τούς χτύπους της. Βλέποντας έτσι με το νου του τήν καρδιά ήθελε να ξεκινήσει το έργο της προσευχής, μα ή προσευχή δε δούλευε. Δεν εμφανιζόταν, δεν τήν ένιωθε, μα τον κατέκλυζε ή ηδονή. 
Μετά από κάποιο διάστημα δήλωσε πάλι σε μένα τον αμαρτωλό: «Τώρα ή προσευχή μου έχει αλλάξει, είναι διαφορετική μέσα μου. Στήν αρχή, πριν απ’ αυτόν τον καιρό, εργαζόταν μέσα μου με περισσότερη γλυκύτητα. Τώρα, με το πού αυξάνεται ή γλυκύτητα, αρχίζει το ρίγος». Τον ρώτησα ποιο ένιωθε πώς είναι ανώτερο και μου απάντησε: «Εκείνο πού είναι ασύγκριτα πιο ευδιάκριτο και πιο κινητικό, είναι το ρίγος, αν και χωρίς δάκρυα. Ή άφατη ηδονή όμως συνεχίζεται ακόμα και μετά την παύση τού ρίγους. Κι ή καρδιά είναι σα να λιπαίνεται από την ηδονή, σαν με κάποιο είδος λαδιού ή μύρου. Και τότε κατακλύζομαι ολόκληρος από άρωμα και νιώθω μια ανέκφραστη αίσθηση μεγάλης αγάπης γιά τον Κύριό μας Ιησού Χριστό». 
Μια φορά έτυχε να είμαι μαζί του στην κατοικία ενός θεόπνευστου πατέρα, τού οποίου το όνομα μού έδωσε εντολή να κρατήσω μυστικό, γιατί αυτό απαίτησε ό εν λόγω πατέρας γιά όσο χρόνο ήταν στή ζωή. Τώρα όμως μπορώ να το αποκαλύψω: αύτός ήταν ό πατέρας Βασίλειος, ιδρυτής τού μοναστηριού της Λευκής ’Όχθης. Με τήν Αγάπη και τήν επιφοίτηση τού Αγίου Πνεύματος πού κατοικούσε μέσα του, ό γέροντας Βασίλειος είπε πολλά γιά τη σωτηρία των ψυχών μας, αναφέροντας έμμεσα πολλά και γιά τον εαυτό του, όπως: «Γνωρίζω έναν άνθρωπο πού έχει τη θεϊκή αύτή Αγάπη και υποφέρει τόσο πολύ γιά τον Κύριο και Θεό, ώστε να νομίζει πώς μαράθηκε ολότελα σε μια στιγμή κι ή ψυχή του είχε σχεδόν χωριστεί από το σώμα». 
Δεν μπορούσε να κρύψει περισσότερα, λέγοντας ότι κατά τη διάρκεια της μεγάλης προσευχής του, είδε τον εαυτό του ν’ αρπάζεται πρός το Θεό και να στέκεται στον αέρα, περίπου τόσο ψηλά από τη γη όσο είναι ένα χέρι μέχρι τον αγκώνα. Όταν ό θεάρεστος αυτός αβάς άκουσε ότι ό γέροντας μου κάνει την προσευχή του εξαιρετικά ήσυχα, δηλαδή χωρίς βιασύνη, διατύπωσε αμφιβολίες γι’ αυτό κι άρχισε να διδάσκει ευγενικά τη συνήθεια να προφέρει κανείς τα λόγια της προσευχής πιο γρήγορα, λέγοντας πώς μ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο δε θά υπάρξουν παρεμβολές από μάταιες σκέψεις, αλλά κι αν μάς πλησιάζουν τέτοιες παρεμβολές, θά εκβάλλονται από το νου μας και θά εξαφανίζονται χωρίς ν’ αφήνουν ούτε τα ’ίχνη τους. 
Έπειτα έβαλε το χέρι του πάνω στήν καρδιά του γέροντά μου, ώστε να αισθανθεί τούς κτύπους και τις κινήσεις της καρδιάς τήν ώρα πού έλεγε τις λέξεις της προσευχής: «Κύριε Ιησού Χριστέ ...». Δεν μπόρεσε όμως ν’ αντιληφτεί τίποτα. Τότε έδωσε εντολή στο γέροντά μου να ξεκινήσει τήν προσευχή σύμφωνα με τη συνήθειά του κι αμέσως ή γλυκύτητα της Χάριτος πλημμύριζε τήν καρδιά, πού άρχισε να ριγά και να χτυπά τόσο δυνατά, ώστε ό γέροντας εκείνος το άντιλήφθηκε και δόξασε το Θεό γι’ αυτό και είπε στο γέροντά μου: «Είσαι εύλογημένος και καλός, πάτερ, άγωνίσου και λειτούργησε με τον τρόπο πού ό Κύριος σέ έχει φωτίσει». Σέ μένα άποκάλυψε μυστικά ότι ό γέροντάς μου είχε προχωρήσει πολύ στήν προσευχή και είχε φτάσει στήν ειρήνη των λογισμών. Μου είπε έπίσης πώς είμαι μακάριος πού έχω τέτοιο γέροντα, πατέρα και δάσκαλο πνευματικό, πού διαθέτει τη σοφία της ταπείνωσης. Με συμβούλεψε όμως κατά κάποιο τρόπο να λέω πιο συχνά και νοερά τα λόγια της ευχής: «Κύριε Ιησού Χριστέ ...», ως ότου μετά από πολλή προσπάθεια αποκτήσω τη χάρη της καθαρής προσευχής. 
Κάποτε, ενώ λαγοκοιμόταν η τον έπαιρνε κανονικά ό ύπνος, ή προσευχή εργαζόταν μέσα του παρακλητικά, δηλαδή προφέρονταν καθαρά τα λόγια της προσευχής μέσα στην καρδιά του. 
Άλλοτε πάλι συνομιλούσε με άλλους γιά κάτι σπουδαίο ή έτρωγε και έπινε, καθόταν ή βάδιζε κι ή προσευχή εργαζόταν μόνη της στήν καρδιά του παραμυθητικά. 
Όταν κάποτε ρώτησα το γέροντα πώς πηγαίνει ή προσευχή, μου απάντησε αποκαλυπτικά: Τώρα ή προσευχή εργάζεται πάντα στήν καρδιά μου. 
Αφού δέχτηκε το χάρισμα της προσευχής από το Θεό, μια φορά θέλησε να δοκιμάσει τον εαυτό του και προσευχόταν συνέχεια επί δώδεκα ώρες με σφρίγος και χαρά, χωρίς διακοπή, χωρίς να σηκωθεί. Κι όχι μόνο δεν ένιωσε κάποιο βάρος, κούραση ή ακηδία, άλλ’ ή ηδονή της προσευχής συνεχιζόταν κι ίσως να κρατούσε ακόμα περισσότερο, αν δεν τον είχε διακόψει ή άφιξή μου. Και τότε είδα το πρόσωπό του αλλοιωμένο από συντριβή κι αγαλλίαση. 
Κάποτε ή ευφρόσυνη ηδονή κι ή παραμυθία από τη φλόγα της αγάπης τού Θεού πού ένιωθε στήν καρδιά του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ξαφνιαζόταν κι απορούσε με τί λόγια να το έκφράσει ή να το παρομοιάσει αυτό, γι’ αυτό και δεν το φανέρωνε ούτε σε μένα τον ανάξιο. 
Μερικές φορές ένιωθε τόσο γεμάτος από τήν Αγάπη του Χριστού και συνεπαρμένος από τήν ηδονή της δυνατής αυτής ενέργειας, ώστε αισθανόταν κατά κάποιο τρόπο φυσικά τον Κύριο Χριστό στήν καρδιά του ως νήπιο. Κι από τη νοερή αυτή θεωρία ένιωθε να τον καταλαμβάνει μια ευφρόσυνη συντριβή, κατάνυξη και παραμυθία. 
Πηγή: Όσιος Βασιλίσκος της Σιβηρίας - Πέτρος Μπότσης.

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022

Άγιος Νεομάρτυς και Παιδομάρτυς Ιωάννης Μεδιολάνων (Μιλάνου) ο αποκαλούμενος «το παιδίον».


Άγιος Νεομάρτυς και Παιδομάρτυς Ιωάννης Μεδιολάνων (Μιλάνου) ο αποκαλούμενος «το παιδίον». 
 28 Δεκεμβρίου. 
Ο Άγιος Ιωάννης «το παιδίον», απεικονίζεται σε τοιχογραφία της Μονής Ξηροποτάμου στο Άγιον Όρος. Σε αυτό το μοναστήρι, διασώθηκε η μνήμη του σε μια συλλογή Νεομαρτύρων, την οποία συνέταξε ο διάσημος μοναχός και χρονογράφος Καισάριος Δαπόντες. Ο δεκαεπτάχρονος αυτός νεομάρτυρας καταγόταν από τα Μεδιόλανα, το σημερινό Μιλάνο και ήταν συγκρατούμενος στην φυλακή της Κωνσταντινούπολης μαζί με τον Καισάριο Δαπόντε, ο οποίος αφού τον ενθάρρυνε και τον ενίσχυσε ηθικά έγραψε το έμμετρο μαρτύριο του. Είχε προηγουμένως απαρνηθεί τον Χριστό δύο φορές, αλλά μεταμεληθείς ομολόγησε και πάλι την χριστιανική του πίστη με θάρρος και αποκεφαλίστηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1748. 
"Ἐν ἔτει χιλιοστῷ ἑπτακοσιοστῷ τεσσαρακοστῷ ὀγδόῳ. Μηνὶ Δεκεμβρίῳ κη', Μαρτύριον τοῦ Ἰωάννου παιδίου ἀπὸ τὰ Μεδιόλανα. Ἀπὸ τὰ Μεδιόλανα ἕνα παιδὶ φραγγάκι, Ἰωάννης τὸ ὄνομα καὶ ὄμορφο παιδάκι, Δεκὰξ ἢ καὶ δεκαεφτὰ χρονῶν εἰς ἡλικίαν, πολύγλωσσον, πολύξευρον καὶ μὲ φιλοσοφίαν"!

Δημοφιλείς αναρτήσεις