Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ


Μην Φεβρουάριος

έχων ημέρας 28 εί δε έστι δίσεκτον το έτος, 29
η ημέρα έχει ώρας 11, και η νύξ ώρας 13
***




ΑΓΙΟΥ ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΟΥ [ΤΟΜΟΙ 5] ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ


ΑΓΙΟΥ ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΟΥ 
ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ
από τις εκδόσεις Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας,
Πατερικαί Εκδόσεις «Αγ.Γρηγόριος ο Παλαμάς»Θεσσαλονίκη

 

ΒΙΒΛΙΟΝ Α' (ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Α-Φ)-ΤΟΜΟΣ 1ος
ΒΙΒΛΙΟΝ Β' (ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Α-Τ)ΤΟΜΟΣ 2ος
ΒΙΒΛΙΟΝ Γ' (ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Α-ΥΙΓ)-ΤΟΜΟΣ 3ος
ΒΙΒΛΙΟΝ Δ' (ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Α-ΣΛ)-ΤΟΜΟΣ 4ος
ΒΙΒΛΙΟΝ Ε' (ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Α-ΦΞΘ)-ΤΟΜΟΣ 5ος

Αγία Ουλφία (Ulphia) της Αμιένης (Amiens) και Άγιος Δομίτιος (Domitius) της Αμιένης.


 
Αγία Ουλφία (Ulphia) της Αμιένης (Amiens) και Άγιος Δομίτιος (Domitius) της Αμιένης. 
31 Ιανουαρίου. 
Η Αγία Ulphia (επίσης Ulphe, Olfe, Wulfe, Wolfia, ή Wulfia) της Αμιένης (Amiens) είναι μία Αγία ιδιαίτερα αγαπητή στην Αμιένη. Σύμφωνα με την παράδοση ότι ήταν μια νεαρή κοπέλα όπου ζούσε στις όχθες του ποταμού Noye σαν ερημίτισσα, σε αυτό που αργότερα θα γινόταν η κοινότητα του Saint-Acheul, κοντά στην Αμιένη στο Βασίλειο των Φράγκων, κάτω από την πνευματική καθοδήγηση του πνευματικού της πατέρα Αγίου Δομιτίου/Domitius [31 Ιανουαρίου και 23 Οκτωβρίου]. Προς το τέλος της ζωής της μαζεύτηκαν δίπλα της και άλλες γυναίκες και ίδρυσε μία γυναικεία μοναστική κοινότητα στην Αμιένη. 
Η παράδοση αναφέρει ότι η Αγία Ουλφία έφερα βατράχους στην περιοχή γύρω από το ασκητήριό της, που χτίστηκε σε μια βαλτώδη περιοχή, προκειμένου να την κρατούν το βράδυ ξύπνια με το δυνατό τους κόασμα. Έτσι, στην εικονογραφία της, απεικονίζεται ως μια νεαρή καλόγρια καθισμένη σε στάση προσευχής πάνω σε ένα βράχο με έναν βάτραχο δίπλα της. 
Ένας αγιογράφος του 19ου αιώνα σημείωνε ότι οι βάτραχοι στην περιοχή γύρω από το ασκητήριο της Αγίας Ουλφίας ήταν πράγματι πολύ ήσυχοι. Ωστόσο, εάν αυτοί οι βατράχοι μεταφερθούν αλλού, γίνονται ξανά θορυβώδης. 
Η Αγία Ουλφία κοιμήθηκε οσιακά.  
Ο Άγιος Δομίτιος (Domitius) ήταν Διάκονος της Εκκλησίας της Αμιένης και πνευματικός πατέρας της Αγίας Ουλφίας. Ζούσε ως ερημίτης στις όχθες του ποταμού Άβρ (Avre). 
Ο Άγιος Δομίτιος κοιμήθηκε οσιακά.

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

Γιατί ψάλλουμε το «Κύριε ελέησον» 12 και 40 φορές;



Γιατί ψάλλουμε το «Κύριε ελέησον» 12 και 40 φορές;

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 


Στις ακολουθίες της Εκκλησίας απαγγέλλεται η σύντομη προσευχή «Κύριε ελέησον» άλλοτε δώδεκα (ιβ΄) και άλλοτε σαράντα φορές (μ΄). 
Πρόκειται για μια σύντομη προσευχή με βαθύτατο συμβολισμό. Όπως τονίζει ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, εκφωνείται το «Κύριε ελέησον» δώδεκα φορές «διά το δωδεκάωρον της ημέρας και το δωδεκάωρον της νύκτας, εις αγιασμόν ημών και κάθαρσιν». 
Όσον αφορά τις σαράντα φορές του «Κύριε ελέησον», ο όσιος πατήρ, θα σημειώσει: «Το Κύριε ελέησον», τεσσαράκοντα εις αγισμόν του καιρού παντός της ζωής ημών. 
Των γαρ τριακοσίων εξήκοντα πέντε ημερών αποδεκάτωσις, ως φασί τινές, αι τεσσαράκοντα, εν αίς η μεγάλη νηστεία, και εν εκάστω καιρώ προσευχής, το Κύριε ελέησον τεσσαράκοντα εις εξάλειψιν των εν πάση ημέρα και ώρα αμυθήτων ημών αμαρτιών». 
Δηλαδή λέμε το Κύριε ελέησον σαράντα φορές για τον αγιασμό του χρόνους όλης της ζωής μας, καθώς το 40 αποτελεί το δέκατο των 365 ημερών χρόνου (για την ακρίβεια το δέκατο είναι το 36 1/2, αλλά γίνεται στρογγυλοποίηση). Άλλοι λένε ότι, είναι οι σαράντα ημέρες της νηστείας. 
Επίσης σε κάθε χρόνο προσευχής ψάλλουμε το «Κύριε ελέησον» 40 φορές για την εξάλειψη των αμετρήτων αμαρτιών, που διαπράττουμε κάθε ημέρα και ώρα.

Αγία Παρθενομάρτυς Μαρτίνα της Ρωμής.



Αγία Παρθενομάρτυς Μαρτίνα της Ρωμής. 
30 Ιανουαρίου. 
Η Αγία Παρθενομάρτυς Μαρτίνα της Ρώμης μαρτύρησε κατά την διάρκεια των διωγμών που είχε εξαπολύσει ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος. Θεωρείται πολιούχος της Ρώμης, μαρτύρησε το 226, σύμφωνα με ορισμένες αρχές, ή πιθανότατα το 228, όταν στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης ήταν ο Άγιος Ουρβανός Α' Πάπας Ρώμης [25 Μαΐου], σύμφωνα με άλλους. 
Με ευγενική καταγωγή, κόρη ενός πρώην πρόξενου ορφάνεψε σε νεαρή ηλικία, ήταν ευγενής και όμορφη. Δεν δίστασε να δείξει ανοιχτά τη χριστιανική της πίστη και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τους διώκτες των χριστιανών, έτσι η Αγία δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τις διώξεις του αυτοκράτορα. 
Συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του αυτοκράτορα ο οποίος στην αρχή με υποσχέσεις για τιμές και δόξα και κολακείες προσπάθησε να πείσει την Αγία να απαρνηθεί την χριστιανική πίστη. Η Αγία όμως με θάρρος κήρρυτε την αγάπη της στον γλυκό της Ιησού. Τότε ο αυτοκράτορας οδήγησε την Αγία στο ναό του Απόλλωνα και τη διέταξε να επιστρέψει στην ειδωλολατρία και να προσφέρει θυσία στους ψεύτικους θεούς. Η Αγία αρνήθηκε και κάνοντας το σημείο του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού γκρέμισε το άγαλμα του Απόλλωνα. 
Οργισμένος ο αυτοκράτορας διέταξε να οδηγήσουν την Αγία στο αμφιθέατρο και να την υποβάλλουν σε μία σειρά βασανιστηρίων. 
Στην αρχή μαστίγωσαν την Αγία Μάρτυρα και ξέσκισαν τις σάρκες της με μεταλλικούς γάντζους, το αίμα της πότιζε τη γη, όμως η Αγία δεχόταν το μαρτύριο με ευχαρίστηση για χάρη του Χριστού. 
Ο αυτοκράτορας γεμάτος θυμό διέταξε να ρίξουν την Αγία στα άγρια θηρία, αυτά όμως αντί να επιτεθούν στην Μάρτυρα, πλησίασαν την Αγία και έγλειφαν τις πληγές της. 
Ο αυτοκράτορας που είχε κυριευτεί από οργή, έδωσε διαταγή να δέσουν την Αγία σε πάσαλο και να ανάψουν φωτιά ώστε να καεί ζωντανή, όμως Ὦ τοῦ παραδόξου θαύματος, η φωτιά αντί να κάψει την Αγία στράφηκε κατά των δήμιων και των θεατών. Στη θέα αυτού του θαύματος οι βασανιστές της πίστεψαν και ομολόγησαν τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό. 
Ο αυτοκράτορας μη μπορώντας να κάνει κάτι άλλο έδωσε εντολή να αποκεφαλίσουν την Αγία και όσους ομολόγησαν τον Χριστό. 
Τα ιερά λείψανα της Αγίας ανακαλύφθηκαν από τον ιταλό ζωγράφο, αρχιτέκτονα, σχεδιαστή και διακοσμητή Πιέτρο ντα Κορτόνα (Pietro da Cortona, 1596-1669) σε μία κρύπτη μέσα σε μία σαρκοφάγο από τερακότα, στον ιερό ναό Αγίων Λουκά και Μαρτίνας.

Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ



Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Επί βασιλείας του αυτοκράτορα Αλεξίου του Κομνηνού (1081-1118) ξέσπασε στην Βασιλεύουσα φιλονικία που διαίρεσε τους λογίους, τους καταρτισμένους στα ζητήματα της Πίστεως και τους έμπλεους ζήλου για την αρετή, με θέμα τους τρείς αγίους Ιεράρχες και μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας: τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Άλλοι έλεγαν ότι προτιμούν τον Μέγα Βασίλειο, γιατί ερμήνευε τα μυστήρια της φύσης όπως κανείς άλλος, και με τον ενάρετο βίο του συναγωνιζόταν τους αγγέλους. Θεμελιωτής του μοναχισμού, αρχηγός της Εκκλησίας στον αγώνα κατά της αίρεσης, αυστηρός ποιμένας και απαιτητικός ως προς την καθαρότητα των ηθών, δεν έβρισκες επάνω του τίποτε το γήινο και το κατώτερο. Γι’ αυτό, έλεγαν, ήταν ανώτερος από τον άγιο Χρυσόστομο ο οποίος από την φύση του ήταν πιο συγκαταβατικός προς τους αμαρτωλούς. Άλλοι, παίρνοντας το μέρος του ονομαστού αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, αντιστρέφοντας το επιχείρημα, υποστήριζαν ότι ο Ιωάννης διόλου δεν υπολειπόταν σε ζήλο του Βασιλείου, είτε επρόκειτο για τον αγώνα κατά των παθών είτε για την καθοδήγηση των αμαρτωλών στην μετάνοια και την ανύψωση του λαού στην ευαγγελική τελείωση. Ασυναγώνιστος σε ευγλωττία, ο «Χρυσορρήμων» αυτός ποιμένας γεώργησε την Εκκλησία με έναν αληθινό ποταμό λόγων, στους οποίους ερμήνευσε τον θείο λόγο και έδειχνε πώς εφαρμόζεται στην καθημερινή ζωή, με ρητορική τέχνη ανώτερη των δύο άλλων αγίων Διδασκάλων. Μια άλλη ομάδα υποστήριζε ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ήταν ο ανώτερος, λόγω της κομψότητος, του εύρους και του βάθους του θεολογικού του λόγου. Έχοντας αφομοιώσει το σύνολο της ελληνικής σοφίας και ρητορικής, έφθασε, έλεγαν, σε τέτοιο ύψος θεωρίας του Θεού, ώστε κανείς άλλος δεν μπορούσε να εκφράσει τόσο τέλεια το δόγμα της Αγίας Τριάδος. 
Καθώς λοιπόν ο καθένας υπερασπιζόταν με αυτόν τον τρόπο τον έναν Πατέρα έναντι των άλλων δύο, σε λίγο η έριδα εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον χριστιανικό λαό της Βασιλεύουσας και, αντί να ευνοεί την αφοσίωση στους αγίους, προκαλούσε ταραχές, διαφωνίες και διαμάχες χωρίς τέλος ανάμεσα στις τρεις παρατάξεις, η κάθε μία εκ των οποίων είχε λάβει το όνομα ενός εκ των σεπτών Ιεραρχών· έτσι λοιπόν ο λαός, εξαιτίας της σφοδρότητας του ζήλου του, είχε χωριστεί στους «Βασιλείτες», στους «Γρηγορίτες» και στους «Ιωαννίτες». 
Μια νύχτα, οι τρεις άγιοι Ιεράρχες παρουσιάσθηκαν σε ενύπνιο στον άγιο Ιωάννη Μαυρόποδα, μητροπολίτη Ευχαΐτων [5 Οκτ.], αρχικά ένας-ένας και ύστερα μαζί. Του είπαν με μια φωνή: «Καθώς βλέπεις, είμαστε και οι τρεις κοντά στον Θεό και δεν μας χωρίζει ούτε διαφωνία ούτε αντιπαλότητα. Ο καθένας από εμάς, ανάλογα με τις περιστάσεις και με την έμπνευση που είχε λάβει από το Άγιο Πνεύμα, συνέγραψε και δίδαξε για την σωτηρία των ανθρώπων. Δεν υπάρχει ούτε πρώτος, ούτε δεύτερος, ούτε τρίτος ανάμεσά μας· κι αν καλέσεις τον έναν, πάραυτα θα παρουσιασθούν και οι δύο άλλοι. Γι’ αυτό πρόσταξε όσους φιλονικούν, να μην προξενούν διαιρέσεις στην Εκκλησία εξαιτίας μας, αφού όσο βρισκόμασταν εν ζωή, όλες μας οι προσπάθειες αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της ενότητας και της ομόνοιας στον κόσμο. Μερίμνησε κατόπιν, να εορτάζεται η μνήμη και των τριών μας την ίδια ημέρα, συνθέτοντας την ακολουθία και τους ύμνους που θα αφιερώσεις στον καθένα μας, με την τέχνη και την γνώση που σου έδωσε ο Θεός, και παράδωσέ τα στους χριστιανούς με την εντολή να εορτάζουν την κοινή τιμή μας κάθε χρόνο. Εάν μας τιμήσουν κατ’ αυτό τον τρόπο, ως όντες ένα εμείς κοντά στον Θεό και εν τω Θεώ, υποσχόμαστε ότι θα μεσιτεύουμε στην κοινή μας προσευχή για την σωτηρία τους». Με αυτά τα λόγια οι άγιοι ανέβηκαν στον ουρανό μέσα σε άπλετο φως, αποκαλώντας ο ένας τον άλλον με το όνομά του. 
Χωρίς να αργοπορήσει ο άγιος Ιωάννης συγκέντρωσε τότε τον λαό και μετέφερε το μήνυμα των αγίων. Καθώς τον σέβονταν όλοι για την αρετή του και τον θαύμαζαν για την δύναμη του λόγου του, οι τρεις παρατάξεις ειρήνευσαν και όλοι τον παρακινούσαν να συνθέσει χωρίς χρονοτριβή την ακολουθία της κοινής εορτής. Με λεπτή διάκριση επέλεξε να αφιερώσει σε αυτόν τον εορτασμό την τριακοστή ημέρα του Ιανουαρίου, σφραγίζοντας έτσι τον μήνα εκείνο κατά τον οποίον εορτάζονται και τρεις χωριστά [1η: άγιος Βασίλειος· 25η: άγιος Γρηγόριος· 27η: ανακομιδή λειψάνων του αγίου Ιωάννου].

Όπως αναφέρουν πολλά τροπάρια αυτής της θαυμαστής ακολουθίας, οι τρεις Ιεράρχες –«επίγεια τριάδα»– κατά το πρόσωπο διακριτοί αλλά ενωμένοι με την Χάρη του Θεού, μας δίδαξαν τόσο με τα γραπτά τους όσο και με τον βίο τους, να λατρεύουμε και να τιμούμε την Αγία Τριάδα, τον ένα Θεό σε τρία Πρόσωπα. Οι τρεις αυτοί φωστήρες της Εκκλησίας διέδωσαν σε όλη την γη το φως της αληθινής Πίστεως, αψηφώντας κινδύνους και διώξεις, και άφησαν σε μας τους απογόνους τους αυτή την ιερή κληρονομιά, μέσω της οποίας μπορούμε και εμείς να φθάσουμε στην μακαριότητα και την αιώνια ζωή του Θεού με όλους τους αγίους. 
Κλείνοντας τον μήνα Ιανουάριο, κατά τον οποίο εορτάζουμε τόσους ένδοξους ιεράρχες, ομολογητές και ασκητές, με την κοινή εορτή των τριών μεγάλων Ιεραρχών, η Εκκλησία ανακεφαλαιώνει κατά τέτοιο τρόπο την μνήμη όλων των αγίων που έδωσαν την μαρτυρία της Ορθοδόξου Πίστεως με τα γραπτά και τον βίο τους. Με την εορτή αυτή τιμούμε το όλο έργο διδασκαλίας και φωτισμού του νου και της καρδιάς των πιστών διά του λόγου, το οποίο επιτελείται διά μέσου των αιώνων στην Εκκλησία. Η εορτή των τριών Ιεραρχών είναι επομένως ο συνεορτασμός όλων των Πατέρων της Εκκλησίας, όλων αυτών των προτύπων ευαγγελικής τελείωσης, τους οποίους ανέδειξε το Άγιο Πνεύμα από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο, για να είναι αυτοί νέοι Προφήτες και νέοι Απόστολοι, οδηγοί των ψυχών προς τον Ουρανό, παρηγορητές του λαού και πύρινοι στύλοι προσευχής, στήριγμα και εδραίωση της Εκκλησίας στην αιώνια αλήθεια του Κυρίου Ιησού Χριστού.

 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 5ος (Ιανουάριος),
σελ. 352–354.

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Άπαντα τα Έργα [21 ΤΟΜΟΙ]

 

Άπαντα Έργα [21 Τόμοι]
του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
από τις εκδόσεις Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας,
Πατερικαί Εκδόσεις «Αγ.Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 1 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 2 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 3 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 4 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 5 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 6 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 7 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 8 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 8Α 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 9 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 10 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 11 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 11Α
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 12 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 13 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 13Α 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 14 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 15 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 16Α 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 16Β
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 17

 

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 

Άγιος Νεομάρτυς Δημήτριος του Σλίβεν.



Άγιος Νεομάρτυς Δημήτριος του Σλίβεν. 
 30 Ιανουαρίου. 
Γεννήθηκε την 9η Ὀκτωβρίου 1818 στό Σλίβεν της Βουλγαρίας καί υπηρξε καρπός προσευχής των άτέκνων γονέων του. Μετά τον θάνατο των γονέων του ο αδελφός του Στέφανος έφυγε στή Βλαχία και ὁ νεαρός Δημήτριος δεν μπόρεσε νά διαχειριστεί τήν πατρική περιουσία, με αποτέλεσμα αυτή νά καταπατηθεί από Ὀθωμανούς γείτονες. Τότε έχασε ακόμη και τό σπίτι του και αναγκάστηκε νά ζητήσει εργασία σ' ένα αρτοποιείο. 
Πιεζόμενος από τόν νέο μουσουλμάνο δικαστή της πόλεως ν'αλλαξοπιστήσει, ομολόγησε σταθερά την χριστιανική πίστη καί γι’ αυτό συνελήφθη, φυλακίστηκε γιά ένα ολόκληρο χρόνο, βασανίστηκε και τελικά αποκεφαλίστηκε την 30η Ίανουαρίου 1841, σε ηλικία μόλις 23 ετών. 'Ενώ αρχικά ο δικαστής είχε διατάξει να ριχτεί τό σώμα του στό παρακείμενο ποτάμι, στη συνέχεια χρηματίσθηκε από κάποιους εύπορους χριστιανούς και παρέδωσε το λείψανο να ταφεί. Ή μνήμη του τιμάται την 30η Ιανουαρίου. 
Ένας από τους παλαιότερους ναούς στο Sliven είναι ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Δημητρίου. Στη σημερινή του μορφή χτίστηκε το 1831. Η παράδοση αναφέρει ότι ο τόπος αυτός ήταν μια παλιά, μικρή, ξύλινη εκκλησία. Σύμφωνα με τις διατάξεις του τουρκικού κράτους κατά την περίοδο από το 14ο έως τον 19ο αιώνα δεν μπορούσαν να χτιστούν χριστιανικές εκκλησίες κοντά σε τζαμιά. Το αντίθετο ήταν δυνατό. 
Δίπλα από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου ήταν ένα τζαμί, γνωστό ως" Hadji Ρετζέπ dzhamisi" που υπήρχε μέχρι το 1891. Σύμφωνα με τον επιφανή ιστοριογράφο του Sliven Συμεών Tabakov αυτό το τζαμί χτίστηκε το 1710. Η ημερομηνία είναι σημαντική επειδή δείχνει ότι η παλιά εκκλησία χτίστηκε πριν από 1710. Το 1815 έγινε μια πυρκαγιά σε όλο το τότε παζάρι του Σλίβεν και η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου κάηκε μαζί με όλα τα άλλα κτίρια. 
Η αποκατάσταση της εκκλησίας ξεκίνησε τον αμέσως επόμενο χρόνο και οι εργασίες κατασκευής το 1831 και η αφιέρωση του ναού έγινε το 1834. 
Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου είναι βασιλική με 31 μέτρα μήκος και 15 μέτραπλάτος και έκταση 461 τετραγωνικών μέτρων. 
Πηγή: εδώ 

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

Αγία Αικατερίνη εν Ντεμεννά της Σικελίας


Αγία Αικατερίνη εν Ντεμεννά της Σικελίας
28 Ιανουαρίου

Η Αγία Αικατερίνη γεννήθηκε στις αρχές του 10ου αιώνος και ήταν αδελφή του Αγίου Λουκά του εν Ντεμεννά [5 Φεβρουαρίου]. Έμεινε χήρα σε νέα ηλικία μεγαλώνοντας τους δύο γιούς της Θεόδωρο και Αντώνιο εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Ενεδύθη το αγγελικό σχήμα μαζί με τους γιούς της και τοποθετήθηκε ηγουμένη σε μία Ιερά Μονή αφιερωμένη στην Υπεραγία Θεοτόκο στο όρος Αγρομόντε, όπου είχε αναστηλώσει ο αδελφός της Άγιος Λουκάς μαζί με μία εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιουλιανό. Η Αγία Αικατερίνη στάθηκε δίπλα στον αδελφό της, στις τελευταίες μέρες της ζωής του και τον έθαψε μαζί με τους μαθητές του στην εκκλησία του μοναστηριού του.

ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ


ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ 

28 Ιανουαρίου

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΔΩ  

ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ 
ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ - ΕΔΩ

Ο αββάς Ισαάκ, ο πρίγκιπας των ερημιτών και μέγας διδάσκαλος της μυστικής ζωής, γεννήθηκε κατά το πρώτο ήμισυ του 7ου αιώνα, στον Μπέιτ Κατραγιέ, στην περιοχή του Κατάρ, στην νότια άκρη του Περσικού Κόλπου. Νέος ακόμη εισήλθε μαζί με τον αδελφό του στην Λαύρα του Αγίου Ματθαίου και, αφού προόδευσε αρκούντως στην οδό των αρετών, στην υπακοή και στην γνώση των Αγίων Γραφών, αποσύρθηκε στην ησυχία. Απαλλαγμένος από κάθε δεσμό με τον κόσμο, καθάρισε τον νου του με νηστεία, αγρυπνίες, αδιάλειπτα δάκρυα και προσευχή. Ο αδελφός του όμως εξελέγη ηγούμενος της Λαύρας και δεν έπαυε να τον πιέζει να επιστρέψει στην Λαύρα για την πνευματική ωφέλεια των αδελφών. 
Η φήμη του αγίου αναχωρητή έφθασε ως την Νινευί και οι πιστοί αυτής της ονομαστής πόλης κατόρθωσαν να πείσουν τον καθολικό (αρχιεπίσκοπο) Γιβαρτζή να τον χειροτονήσει επίσκοπο (περί το 648). Ο Ισαάκ υπάκουσε στο θέλημα του Θεού και άρχισε να καθοδηγεί με πολλή σοφία το πνευματικό του ποίμνιο. Δεν είχαν όμως περάσει ούτε πέντε μήνες, όταν δύο πιστοί που τον είχαν παρακαλέσει να λύσει τη διαφορά τους σχετικά με την εξόφληση ενός δανείου, απέρριψαν τις συμβουλές του και του είπαν: «Άσε για την ώρα στην άκρη τις διδαχές του Ευαγγελίου!». Αυτό ήταν αρκετό για να αποφασίσει ο άνθρωπος του Θεού να επιστρέψει πίσω στην έρημο, λέγοντας: «Εάν το Ευαγγέλιο δεν μπορεί να είναι εδώ παρόν, τι ήλθα να κάνω;». Παραιτήθηκε των καθηκόντων του και αποσύρθηκε στο όρος Ματούτ, στην περιοχή του Μπέιτ Χουζάγιε (σημ. Κουρδιστάν), όπου εγκαταβίωναν πολλοί ασκητές και κατόπιν εγκαταστάθηκε στην Μονή Αββά Σαμπούρ, στο όρος Τσουχτάρ (βόρειο Κουρδιστάν). 
Μελετούσε την Αγία Γραφή με τόσο ζήλο και έχυνε τόσα δάκρυα που έχασε το φως του. Αποξενωμένος από τον κόσμο, δεν έτρωγε παρά τρεις άρτους την εβδομάδα με μερικά λαχανικά, χωρίς ποτέ ν’ αγγίζει μαγειρεμένο φαγητό και η καρδία του φλεγόταν από αγάπη για όλους τους αδελφούς του, κάνοντας να αναβλύζουν σαν ζωογόνα νάματα ουράνιες διδαχές, τις οποίες κατέγραφαν οι μαθητές του. 
«Αγαπητοί», έγραφε, «έγινα πια μωρός, γιατί δεν αντέχω άλλο να κρύψω στη σιωπή το μυστήριο του Θεού, αλλά τουναντίον γίνομαι άφρονας για την ωφέλεια των αδελφών!» (Λόγος ΛΗ΄). Με ασύγκριτη τέχνη και λεπτότητα, μοναδική σε όλη την πατερική γραμματεία, περιγράφει όλες τις καταστάσεις της ψυχής που πορεύεται προς την λύτρωση και την ένωσή της με τον Θεό. «Πολλές φορές όταν τα έγραφα όλα αυτά, δεν είχαν δύναμη τα δάχτυλά μου να γράψουν πάνω στο χαρτί, μην αντέχοντας από την πνευματική ηδονή που ερχόταν και πλημμύριζε την καρδιά μου και έπαυε την λειτουργία των αισθήσεων» (όπ.π.). 
Το βιβλίο του αγίου Ισαάκ δεν αποτελεί συστηματική πραγματεία, αλλά είναι μάλλον μια μόνιμη πρόσκληση για προσευχή, ένα εφαλτήριο απ’ όπου η ψυχή φτερουγίζει προς την Βασιλεία του Θεού. Κατά τον αββά Ισαάκ, το πρώτο στάδιο της απελευθέρωσης από την υποδούλωση στον κόσμο και στα πάθη είναι η πίστη. Με την πίστη ο άνθρωπος αφυπνίζεται και αρχίζει τότε το έργο με την αποταγή, την νηστεία, την νίψη, την μελέτη της Αγίας Γραφής, την αγρυπνία και την προσευχή. Με την πίστη, που συνοδεύεται από αυτές τις ενάρετες πράξεις, μπορεί να εισέλθει μέσα του και να βρει στην καρδιά του την θύρα του ουρανού: «Ειρήνευσε μέσα σου και θα ειρηνεύσουν με σένα ο ουρανός και η γη. Κοίταξε να μπεις μέσα στο δωμάτιο που βρίσκεται εντός σου και θα αντικρίσεις μετά και τον χώρο τ’ ουρανού. Το ίδιο και το αυτό είναι το ένα και το άλλο. Με την ίδια είσοδο που θα κάνεις, θα βλέπεις και τα δύο ταυτόχρονα. Η κλίμακα εκείνης της βασιλείας είναι μέσα σου κρυμμένη στην ψυχή σου. Βούτηξε τον εαυτό σου μέσα στον καθαρμό από την αμαρτία και θα βρεις απ’ αυτόν αναβάσεις που μπορείς ν’ ανέβεις» (Λόγος Λ΄). 
Έχοντας ασπασθεί την ησυχαστική ζωή και την σιωπή -η οποία «είναι το μυστήριο του μέλλοντος αιώνος» (Επιστολή Γ΄)- ο μοναχός (αλλά και κάθε αγωνιζόμενος χριστιανός) θα δει να αναδύονται μέσα του χωρίς προσπάθεια θαυμαστά που το ανθρώπινο πνεύμα δεν μπορεί να συλλάβει. Με την κάθαρση της καρδίας θα δυνηθεί να φθάσει και να προοδεύσει αδιάκοπα στην ταπείνωση, την αρετή που αποτελεί την «στολή της θεότητας», διότι αυτήν ακριβώς ενδύθηκε ο Λόγος του Θεού για να γίνει άνθρωπος (Λόγος Κ΄). «Τον ταπεινόφρονα άνθρωπο κανένας δεν τον μισεί, κανένας δεν τον επιπλήττει με λόγια, κανένας δεν τον καταφρονεί. Γιατί αυτόν τον άνθρωπο τον αγαπά ο δικός του ο Δεσπότης Χριστός κι έτσι αγαπιέται απ’ όλους· όλους τους αγαπά κι όλοι τον αγαπούν· όλοι τον θέλουν και όπου κι αν περάσει σαν άγγελο του φωτός τον βλέπουν. Ένας τέτοιος ταπεινός άνθρωπος πλησιάζει τ’ άγρια θηρία και με το που τον βλέπουν αυτά αμέσως ημερεύει η αγριότητά τους και τον πλησιάζουν σαν να είναι αυτός ο κύριός τους, με το κεφάλι κατεβασμένο γλείφοντας τα χέρια και τα πόδια του. Γιατί αισθάνθηκαν σ’ αυτόν τον ταπεινό άνθρωπο εκείνη την ευωδία που έβγαινε από τον Αδάμ πριν την παρακοή» (Λόγος Κ΄). Η ταπείνωση περικλείει όλες τις άλλες αρετές και μας παρέχει την καθαρότητα, η οποία μας κάνει να θεωρούμε τους πάντες καλούς ή αθώους (Λόγος ΜΘ΄). 
Προοδεύοντας στην ταπείνωση ο ησυχαστής θα αποκτήσει εμπειρία των διαδοχικών βαθμών της προσευχής, οι οποίοι οδηγούν από την επώδυνη προσευχή της μετανοίας στα εκούσια δάκρυα και, από εκεί, στα αυθόρμητα και αδιάκοπα δάκρυα που καθαρίζουν και φωτίζουν τον νου και που οδηγούν προς την καθαρά προσευχή. Κατόπιν, όταν φθάσει στην κατάσταση πέραν της προσευχής, πέρα από κάθε κίνηση και φθαρτή πραγματικότητα, τότε θα δει τον Θεό και θα εισέλθει στην Βασιλεία Του. 
Καρπός της προσευχής και σκοπός της, πάντα κατά τον αββά Ισαάκ, είναι η ένωση με τον Θεό εν αγάπη. Μετά από μακρά περίοδο ησυχαστικής βιοτής και μετά από συχνές επισκέψεις της θείας Χάριτος, ο καθαρμένος και ειρηνεμένος άνθρωπος θα γίνει για όλους ζωντανή εικόνα της αγάπης του Θεού και της ευσπλαχνίας Του. 
«Και τι σημαίνει ελεήμων καρδιά;», τον ρώτησαν. Και είπε: «Το να καίγεται κάποιος για όλη την κτίση· για τους ανθρώπους, για τα πουλιά και για τα ζώα, ακόμη και για τους δαίμονες, αλλά και για κάθε κτίσμα. Και μόνο από την μνήμη και την θεωρία τους, χύνουν οι οφθαλμοί του άφθονα δάκρυα. Από την πολλή και σφοδρή ελεημοσύνη που συνέχει την καρδιά του και από την πολλή καρτερία που δείχνει σε όλους, σμικρύνεται η καρδιά με την ταπείνωση και δεν μπορεί να βαστάξει ν’ ακούσει ή ν’ αντικρίσει την παραμικρή βλάβη ή λύπη να γίνεται κάπου στην κτίση. Γι’ αυτό τον λόγο και κάθε ώρα και στιγμή προσφέρει με δάκρυα ευχή για όλα τα άλογα όντα, για τους εχθρούς της αλήθειας, γι’ αυτούς που τον βλάπτουν, να τους λυπηθεί ο Θεός και να τους φυλάξει· το ίδιο συμβαίνει και για κάθε ερπετό στη γη, κι όλα αυτά από την πολλή ελεημοσύνη που κινεί άμετρα την καρδιά του, σύμφωνα με την κατάσταση της ομοιότητας του Θεού στην οποία έχει φτάσει και την οποία βιώνει» (Λόγος ΠΑ΄). 
Από μαρτυρίες ορισμένων χειρογράφων φαίνεται ότι η μνήμη του αγίου Ισαάκ εορταζόταν στο Άγιον Όρος στις 28 Σεπτεμβρίου. Μεταφέρθηκε κατόπιν στις 28 Ιανουαρίου για να συνδεθεί με εκείνη του αγίου Εφραίμ, αλλά τελικά δεν διατηρήθηκε στην ελληνική εκκλησιαστική παράδοση, ενώ μνημονευόταν στην ρωσική Εκκλησία. Ο αββάς Ισαάκ ανήκε στην συριακή Εκκλησία της Ανατολής, η οποία λόγω της απομόνωσής της εν μέσω της περσικής αυτοκρατορίας δεν ακολούθησε τις εξελίξεις του χριστολογικού δόγματος και έμεινε προσκολλημένη στην διδασκαλία του Θεόδωρου Μοψουεστίας, διδασκάλου του Νεστορίου. Μολονότι δεν απείχε από την διδασκαλία του Θεοδώρου, η περσική Εκκλησία ήταν ξένη στην αντίληψη του Νεστορίου περί «δύο υιών» και κατά ακυριολεξία αποκαλείται «νεστοριανή». Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι τα γραπτά του αββά Ισαάκ δεν φέρουν κανένα ίχνος χριστολογικής αίρεσης και η σπουδαία θέση που κατέχει στην ορθόδοξη παράδοση δικαιολογεί την σεβάσμια μνήμη που του αφιερώνεται. 
Το βιβλίο του αββά Ισαάκ μαζί με την «Κλίμακα» του οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου [30 Μαρτ.–Δ΄ Κυριακή Νηστειών] είναι ο απαραίτητος οδηγός κάθε ορθόδοξης ψυχής για να βαδίσει προς τον Θεό με ασφάλεια. Γι’ αυτό και ένας σύγχρονος Γέροντας, ο Ιερώνυμος της Αίγινας (1883-1966), συμβούλευε να μην διστάσουμε ακόμη και να ζητιανέψουμε για να αποκτήσουμε ένα αντίτυπο των έργων του αββά Ισαάκ.
 
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 5ος (Ιανουάριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ

ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ 

28 Ιανουαρίου  

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ - εδώ

ΕΡΓΑ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ - ΕΔΩ 

Το λαμπρό αυτό άστρο της Εκκλησίας ανέτειλε στην Ανατολή, στην πόλη Νίσιβη της Μεσοποταμίας, περί το 306. Νέος ήταν ακόμη όταν ο πατέρας του -ο οποίος ήταν ιερέας των ειδώλων- τον έδιωξε από την οικογενειακή του κατοικία εξαιτίας της συμπάθειάς του για τον χριστιανισμό. Τον δέχθηκε τότε ο άγιος επίσκοπος Ιάκωβος [13 Ιαν.], ο οποίος τον δίδαξε την αγάπη για την αρετή και την αδιάλειπτη μελέτη του λόγου του Θεού. Η μελέτη της Αγίας Γραφής άναψε μέσα του φλόγα που τον έκανε να καταφρονήσει τα αγαθά και τις μέριμνες του κόσμου, για να υψώσει τη ψυχή του προς την απόλαυση των ουρανίων αγαθών. Η πίστη και η εμπιστοσύνη του στον Θεό, ακλόνητες σαν το όρος Σιών, τον οδήγησαν να ασπασθεί ένα θαυμαστό τρόπο ζωής. Διέθετε τέτοια καθαρότητα σώματος και ψυχής, ώστε υπερέβαινε τα όρια της ανθρώπινης φύσης του, μην αφήνοντας ρυπαρό λογισμό να αναφανεί στον ορίζοντα του νου. Στο τέλος της ζωής του, αναγνώριζε ότι δεν είχε πει κακό λόγο για κανένα, ούτε είχε αφήσει να ξεφύγει από το στόμα του μάταιη κουβέντα. 
Απογυμνωμένος από τα πάντα, όπως οι άγιοι Απόστολοι, αγωνιζόμενος την ημέρα κατά της πείνας και τη νύχτα κατά του ύπνου, ενδύοντας τις πράξεις και τους λόγους του με την αγία ταπείνωση του Χριστού, έλαβε από τον Θεό το χάρισμα της κατανύξεως και των αδιάλειπτων δακρύων σε τέτοιο βαθμό, ώστε καταλαμβάνει στη χορεία των αγίων την προνομιακή θέση του «Διδασκάλου της κατανύξεως». Από θαύμα, γνωστό μόνο σε όσους προσφέρουν όλη την ύπαρξή τους θυσία στον Κύριο, οι οφθαλμοί του είχαν μεταμορφωθεί σε δύο αέναες πηγές δακρύων. Για πολλά χρόνια, ουδέ μια στιγμή της ημέρας ή της νύχτας αυτά τα φωτοβόλα νερά, τα καθαρτήρια και αγιαστικά, αυτό το «δεύτερο βάπτισμα των δακρύων», δεν έπαυσαν να τρέχουν από τα μάτια του, μετατρέποντας το πρόσωπό του σε ακηλίδωτο καθρέπτη που αντανακλούσε την παρουσία του Θεού. Θρηνούσε αδιάκοπα τα αμαρτήματά του ή τα αμαρτήματα των άλλων και καμιά φορά, όταν αναλογιζόταν τα όσα θαυμαστά έπραξε ο Θεός για μας τους ανθρώπους, τα δάκρυά του μεταβάλλονταν σε δάκρυα χαράς. Σαν ένας θαυμαστός κύκλος, όπου δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις αρχή και τέλος, οι στεναγμοί του γεννούσαν μέσα του τα δάκρυα, τα δάκρυα γεννούσαν την προσευχή, η προσευχή τη διδασκαλία, που κι αυτή ακόμη τη διέκοπτε νέος θεοστάλακτος θρήνος. Διαβάζοντας τους θαυμάσιους λόγους του περί κατανύξεως ή τις τόσο ρεαλιστικές περιγραφές του για τη Δευτέρα Παρουσία, ακόμη και οι πιο σκληροτράχηλοι δεν μένουν ασυγκίνητοι. Επί γενεές γενεών, έως τις ημέρες μας, η ανάγνωση των έργων του αγίου Εφραίμ φέρνει δάκρυα στα μάτια, ανοίγοντας στους αμαρτωλούς την οδό της μετανοίας και της επιστροφής. 
Λίγο μετά το άγιο Βάπτισμά του -ήταν τότε περίπου είκοσι ετών- ο Εφραίμ εγκατέλειψε τη σύγχυση της πόλης και αποτραβήχτηκε στην έρημο για να συνομιλήσει με τον Θεό στην ησυχία και να ζήσει συντροφιά με τους αγγέλους. Πήγαινε από τόπο σε τόπο, ελεύθερος από κάθε δεσμό, όπου τον οδηγούσε το Άγιο Πνεύμα, για ωφέλεια δική του και των αδελφών. Μετέβη στην πόλη Έδεσσα για προσκύνημα αναζητώντας έναν άγιο άνθρωπο στον οποίο θα μπορούσε να υποταγεί και να ζήσει ως μοναχός. Συναντώντας στον δρόμο του μια πόρνη, προσποιήθηκε ότι αποδέχεται τις φιλήδονες προτάσεις της και, λέγοντάς της να τον ακολουθήσει, την οδήγησε στην κεντρική πλατεία, αντί να αναζητήσει ένα μέρος απόμερο, κατάλληλο για την αμαρτία. Η πόρνη τού είπε: «Γιατί με έφερες εδώ; Δεν ντρέπεσαι να εκτεθείς στα βλέμματα των ανθρώπων;». Ο άγιος αποκρίθηκε: «Δυστυχισμένη! Σε φοβίζει το βλέμμα των ανθρώπων και δεν φοβάσαι το βλέμμα του Θεού, που βλέπει τα πάντα και που θα κρίνει στην έσχατη ημέρα τις πράξεις και τις πιο κρύφιες σκέψεις μας;». Φοβισμένη η γυναίκα μετανόησε και αφέθηκε να οδηγηθεί σε μέρος κατάλληλο για τη σωτηρία της. 
Ύστερα από μερικά χρόνια στην Έδεσσα, ο άγιος Εφραίμ αναχώρησε ξανά για την έρημο. Είχε ακούσει να επαινούν τις αρετές του Μεγάλου Βασιλείου [1 Ιαν.], και ο Θεός τού αποκάλυψε σε όραμα ότι ο επίσκοπος Καισαρείας έμοιαζε με πύρινη στήλη που ένωνε τη γη με τον ουρανό. Χωρίς αργοπορία ο Εφραίμ ξεκίνησε για την Καππαδοκία. Έφθασε στην Καισάρεια κατά την ημέρα των Θεοφανείων και εισήλθε στον ναό τη στιγμή που τελούνταν η θεία Λειτουργία. Μολονότι ο ίδιος δεν ήξερε και δεν καταλάβαινε ελληνικά, τον έπιασε θαυμασμός βλέποντας τον μεγάλο ιεράρχη να κηρύττει, γιατί έβλεπε ένα κατάλευκο Περιστέρι καθισμένο στον ώμο του, να του ψιθυρίζει στο αυτί θεϊκά λόγια. Το ίδιο αυτό Περιστέρι αποκάλυψε στον Μέγα Βασίλειο την παρουσία ανάμεσα στο πλήθος του ταπεινού Σύρου ασκητή. Έστειλε τότε αμέσως ανθρώπους να τον βρουν, συνομίλησε λίγο μαζί του στο βάθος του ιερού και απαντώντας στο αίτημά του, ο Θεός παραχώρησε να αρχίσει ξαφνικά ο Εφραίμ να μιλά ελληνικά, σαν να ήταν η μητρική του γλώσσα. Κατόπιν ο Βασίλειος χειροτόνησε τον Εφραίμ διάκονο και τον άφησε να επιστρέψει στην πατρίδα του. 
Την εποχή εκείνη άρχισε μακρά σειρά πολέμων μεταξύ Βυζαντινών και Περσών (από το 338 μέχρι το 387), καθώς και ανελέητοι διωγμοί των χριστιανών σε όλη την Περσία, επειδή θεωρούνταν σύμμαχοι των Ρωμαίων. Μαθαίνοντας στην έρημο τα βάσανα των αδελφών του, ο άγιος Εφραίμ επέστρεψε στη Νίσιβη για τους συνδράμει με τα έργα του και τους λόγους του. Όταν ήταν μικρός, του είχε αποκαλυφθεί η κλήση στην οποία τον καλούσε ο Θεός, βλέποντας σε όραμα να φύεται από το στόμα του μια μεγάλη κληματαριά που απλώθηκε σε ολόκληρη τη γη. Όλα τα πουλιά του ουρανού έρχονταν να καθίσουν πάνω της και να χορτάσουν από τους καρπούς της και, όσο αυτά τσιμπολογούσαν τις ρώγες, τόσο περισσότερο αυτή γέμιζε σταφύλια. Η Χάρη του Αγίου Πνεύματος τον κατείχε τόσο άφθονα, ώστε, όταν απευθυνόταν στον λαό, η γλώσσα του δεν προλάβαινε να προφέρει τις ουράνιες σκέψεις που του ενέπνεε ο Θεός και έμοιαζε να τραυλίζει. Γι’ αυτό απηύθυνε στον Θεό αυτή την ασυνήθιστη προσευχή: «Συγκράτησε, Κύριε, τα κύματα της Χάριτός Σου!». 
Όταν δεν ήταν απασχολημένος με τη διδασκαλία για τη στερέωση της Πίστεως έναντι των ειδωλολατρών και των αιρετικών, έθετε τον εαυτό του ταπεινά στην υπηρεσία όλων, ως αληθινός διάκονος, μιμούμενος κατά πάντα τον Χριστό, ο οποίος έγινε «δούλος» μας. Από ταπείνωση λοιπόν αρνιόταν πάντα να εισέλθει στον βαθμό του πρεσβυτέρου. Οι αρετές του, η προσευχή του, οι καρποί της θεωρίας και της μελέτης, όλα τα χαρίσματα που του παρείχε ο Θεός, δεν τα κρατούσε για τον εαυτό του, αλλά με αυτά κοσμούσε την Εκκλησία, τη Νύμφη του Χριστού, ωσάν με διάδημα χρυσό με πολύτιμους λίθους. Όταν οι Πέρσες πολιόρκησαν τη Νίσιβη (338), η πόλη σώθηκε χάρη στην προσευχή του αγίου Εφραίμ και του αγίου Ιακώβου [13 Ιαν.]. Όμως, ύστερα από διαδοχικούς πολέμους, παραδόθηκε τελικά στον σκληρό ηγεμόνα των Περσών το 363. Αρνούμενος να ζήσει υπό την κυριαρχία των ειδωλολατρών, ο άγιος Εφραίμ και πολλοί άλλοι χριστιανοί έφυγαν τότε για την Έδεσσα. Εκεί πέρασε τα δέκα τελευταία χρόνια του βίου του συνεχίζοντας το έργο της Ερμηνευτικής Σχολής, που είχε ιδρύσει στη Νίσιβη ο άγιος Ιάκωβος, διδάσκοντας στη Σχολή της Έδεσσας, που έφτασε να επονομάζεται «Σχολή των Περσών». Εκεί συνέταξε το μεγαλύτερο μέρος των θαυμαστών έργων του, όπου η γνώση του για τον Θεό και τα άγια δόγματα ενδύεται την υπέροχη στολή μιας ασύγκριτης ποιητικής γλώσσας. Λέγεται ότι συνέθεσε στα συριακά περισσότερους από τρία εκατομμύρια στίχους: ερμηνείες στα περισσότερα βιβλία της Αγίας Γραφής, συγγράμματα κατά των αιρέσεων, ύμνους στον Παράδεισο, στην Παρθενία, στην Πίστη, στα μεγάλα μυστήρια της Σωτηρίας και στις μεγάλες εορτές του έτους. Μεγάλο μέρος από αυτούς τους ύμνους ενσωματώθηκε στη σύνθεση λειτουργικών βιβλίων της συριακής Εκκλησίας, εξ ου η επωνυμία του «Λύρα του Αγίου Πνεύματος» και «Οικουμενικός Διδάσκαλος». Πολλά άλλα συγγράμματα μάς παραδόθηκαν με το όνομά του στα ελληνικά. Αφορούν κυρίως τη συντριβή της καρδίας, την άσκηση και τις μοναχικές αρετές. 
Ο άγιος Εφραίμ οργάνωσε την κοινωνική περίθαλψη της πόλης τον καιρό του λιμού, το 372, και παρέδωσε τη ψυχή του στον Θεό το 373, περιστοιχιζόμενος από μεγάλο αριθμό μοναχών και ασκητών που άφησαν σκήτες, ερήμους και σπήλαια για να παρευρεθούν στις τελευταίες του στιγμές. Τους άφησε μια συγκινητική «Διαθήκη», πλήρη ταπεινώσεως και κατανύξεως, στην οποία ζητάει ικετευτικά από όλους όσοι τον αγαπούν να μην τον τιμήσουν με λαμπρή κηδεία, αλλά να αποθέσουν το σώμα του στην τάφρο την προορισμένη για τους ξένους και να του προσφέρουν αντί για λουλούδια και αρώματα, το στήριγμα των προσευχών τους.
 
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 5ος (Ιανουάριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ - ΕΡΓΑ [7 ΤΟΜΟΙ]

 


ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ 
ΕΡΓΑ
ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Μετάφραση ΦΡΑΝΤΖΟΛΑΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ 

ΤΟΜΟΣ - Α 
ΤΟΜΟΣ - Β 
ΤΟΜΟΣ - Γ 
ΤΟΜΟΣ - Δ 
ΤΟΜΟΣ - Ε 
ΤΟΜΟΣ  - ΣΤ΄
ΤΟΜΟΣ - Ζ

Άγιος Ασιότ ο Κουροπαλάτης, Βασιλιάς Γεωργίας.


Άγιος Ασιότ ο Κουροπαλάτης, Βασιλιάς Γεωργίας. 
 27 Ιανουαρίου 
Ο Άγιος Ασιότ γεννήθηκε και βασίλευσε στη Γεωργία τον 9ο αιώνα μ.Χ. Ο ευσεβής ηγεμόνας ανήγειρε πολλούς ναούς και αρκετές μονές. Φονεύθηκε υπό των Αράβων μέσα στο ναό του κάστρου του Αρτανούγκι της Γεωργίας, τον οποίο είχε κτίσει. Στα Γεωργιανά Συναξάρια αναφέρεται και ως Κουροπαλάτης.

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

Η αγία Παύλα της Ρώμης


Η αγία Παύλα της Ρώμης
26 Ιανουαρίου  
Η οικογένεια της αγίας Παύλας ήταν από τις λαμπρότερες της Ρώμης. Η αγία γεννήθηκε το 347 και παντρεύτηκε σε ηλικία δέκα πέντε χρόνων με τον Τοξότιο, πλούσιο και ένδοξο αριστοκράτη παγανιστή, που την άφησε ελεύθερη να οργανώσει το σπιτικό της με τρόπο ευάρεστο στον Χριστό. 
Από αυτή την ένωση γεννήθηκαν πέντε παιδιά: η αγία Βλησίλλα [22 Ιανουαρίου στο λατινικό εορτολόγιο], η Παυλίνα, η Ευστοχία [28 Σεπτεμβρίου], ο Ρουφίνος και ο Τοξότιος. Φαινόταν να πληρούται από κάθε επίγειο αγαθό, όταν ο Θεός ξαφνικά της άνοιξε, σε ηλικία τριάντα δύο χρόνων, έναν άλλο δρόμο, με τον θάνατο του άντρα της. Αφού τον έκλαψε πικρά, αποφάσισε να αφιερώσει στο εξής τη ζωή της υπηρετώντας τον Θεό και τους φτωχούς, ακολουθώντας το πρότυπο της αγίας Μαρκέλλας [31 Ιανουαρίου], η οποία μετέτρεψε το ανάκτορό της στο Αβεντίνο σε μοναστήρι, παράδειγμα ευαγγελικής τελειότητας εν μέσω της διεφθαρμένης Ρώμης. 
Εδώ δέθηκε με πνευματική φιλία με τον άγιο Ιερώνυμο [15 Ιουνίου], που είχε έρθει από την Ανατολή συντροφιά με τον Παυλίνο Αντιοχείας και τον Επιφάνιο Σαλαμίνας [12 Μαΐου]. Η Παύλα πρόσφερε φιλοξενία στους δύο μακάριους ιεράρχες και ακούγοντας με πάθος τις αφηγήσεις τους για τους ασκητές της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Ρώμη, την οικογένειά της και τα αγαθά της πηγαίνοντας να ζήσει στην έρημο. Καθυστερώντας λίγο από αγάπη για τα παιδιά της αποφάσισε την αναχώρηση μετά την αιφνίδια θανή της Βλησίλλας, και χωρίς να στραφεί πίσω της, ανέβηκε στο πλοίο συντροφιά με την Ευστοχία και μια ομάδα παρθένων. 
Περνώντας από την Κύπρο και την Αντιόχεια, ξαναβρήκε τον άγιο Ιερώνυμο που της χρησίμευσε για οδηγός στο υπόλοιπο του προσκυνήματός της στη Συρία και την Παλαιστίνη. Φθάνοντας στα Ιεροσόλυμα, απαρνήθηκε τις τιμές που της επιφύλαξε ο ανθύπατος Παλαιστίνης, προτιμώντας ένα ταπεινό κατάλυμα, και περνούσε τον καιρό της επισκεπτόμενη με δάκρυα τους Αγίους Τόπους. Περιέτρεξε έτσι ολόκληρη την Αγία Γη, επισκέφθηκε τους άγιους μοναχούς στις ερήμους της Αιγύπτου, και γύρισε μετά ένα χρόνο στη Βηθλεέμ, σχεδιάζοντας να θεμελιώσει, κοντά στο Σπήλαιο της Γεννήσεως, ένα μοναστήρι για τις παρθένες και τις χήρες που την συνόδευαν και ένα αντρικό για τον άγιο Ιερώνυμο και τους φίλους του. 
Εμπνεόμενη από τη μονή της αγίας Μελάνης στο Όρος των Ελαιών [31 Δεκεμβρίου] και από όσα έμαθε στην Αίγυπτο, στα μοναστήρια του αγίου Παχωμίου, διαίρεσε το γυναικείο κοινόβιο σε τρεις ομάδες, ανάλογα με την κοινωνική προέλευση και την παιδεία τους, με μια ηγουμένη στην κάθε ομάδα. Χωρίζονταν για την εργασία και τα γεύματα και όλες τους συνάγονταν για προσευχή στην εκκλησία. Καθημερινά έψαλλαν τους Ψαλμούς, τους οποίους οι αδελφές όφειλαν να αποστηθίζουν, και καθεμιά τους έπρεπε επιπλέον να μαθαίνει και να μελετά στη διάρκεια της ημέρας ένα ακόμη χωρίο της Αγίας Γραφής. 
Όσο γι’ αυτήν, είχε μάθει εβραϊκά και υπό την καθοδήγηση του Ιερωνύμου είχε προσηλωθεί στην ερμηνεία, με την πνευματική σημασία του όρου, των πιο σκοτεινών εδαφίων. Τόσο την είχε εμποτίσει ο λόγος του Θεού, ώστε σε κάθε περίσταση, σε αλεπάλληλα πένθη, σε αρρώστιες, σε θλίψεις ή σε χαρές, ήξερε να βρίσκει το αντίστοιχο εδάφιο και να το εντάσσει στην αδιάλειπτη προσευχή της υψώνοντας την ψυχή της στον Θεό. 
Αποτελούσε για τις πνευματικές της κόρες ζωντανό παράδειγμα όλων των αρετών, προθυμίας στην προσευχή, ζήλου στην εργασία, αυστηρότητας στη νηστεία. Δεν γνώριζε υπερβολή παρά μονάχα ελεώντας και αγαπώντας τους φτωχούς. Επιθυμώντας να αποκτήσει η ίδια την εν πνεύματι πτωχεία και να αποδώσει στον Θεό ό,τι Αυτός της παρέσχε σε επίγεια αγαθά, τα μοίραζε σε κάθε φτωχό που παρουσιαζόταν. Έδινε ακόμη και πράγματα απαραίτητα στην συντήρηση τής κοινότητας και χρεωνόταν βαριά, αψηφώντας τις παραινέσεις και την επίκληση της λογικής από μέρους του Ιερωνύμου, για να μη ξαποστείλει κανέναν γυμνό ή νηστικό. 
Καθώς την κατηγορούσαν ότι ταλαιπωρεί με υπέρμετρες στερήσεις τη σάρκα της, αποκρινόταν: «Όπως άλλοτε έδειχνα τόση φροντίδα να αρέσω στον άντρα μου και τον κόσμο, βάφοντας το πρόσωπο μου άσπρο και κόκκινο, επιθυμώ τώρα να δυνηθώ να αρέσω στο Χριστό καταπονώντας τούτο το σώμα που έζησε μέσα στην τρυφή». 
Παρά τις υψηλές αρετές της και την αγάπη της για όλους, συκοφαντήθηκε από τους οπαδούς του Ωριγένη, που την καταδίωκαν με το μίσος τους, εξαιτίας της φιλίας της με τον εχθρό τους τον άγιο Ιερώνυμο. Πιο καρτερική από τον φλογερό Ιερώνυμο, τον παρότρυνε στη γλυκύτητα και τη μεγαλοψυχία, κατά το παράδειγμα του Σωτήρα μας απέναντι στους εχθρούς Του. Λίγο καιρό αργότερα, υπό την απειλή της εισβολής των Ούννων, ετοιμάστηκε να φύγει από τη Βηθλεέμ με τις μοναχές. Τη στιγμή όμως που πήγαιναν ν’ ανέβουν στο πλοίο, πληροφορήθηκαν ότι οι βάρβαροι από θεία παρέμβαση γύρισαν πίσω. 
Με συντριμμένη τη μητρική της καρδιά από την απώλεια διαδοχικά των δύο άλλων της παιδιών, της Παυλίνας και του Τοξότιου, η Παύλα υποβλήθηκε, τα τελευταία χρόνια της ζωής της, στην ύστατη δοκιμασία και το καθημερινό μαρτύριο της αρρώστιας. Με τη γλυκιά Ευστοχία να της παραστέκεται κάθε στιγμή, υπέφερε τους πόνους με θαυμαστή καρτερία και αυταπάρνηση. Παρ’ όλο που η ψυχή της μόλις που κρατιόταν στο σώμα της, ψιθύριζε αδιάκοπα, με την άκρη των χειλιών, τους στίχους: «Κύριε, ηγάπησα ευπρέπειαν οίκου σου και τόπον σκηνώματος δόξης σου. Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου» (Ψαλμ. 25:8 και 83:3).

Αφού καθησύχασε τις αδελφές, τους επισκόπους, τους μοναχούς και τους ιερείς, που συνάχθηκαν πλήθος γύρω της, φερμένοι από όλη την Παλαιστίνη, απότομα το πρόσωπό της φεγγοβόλησε. Ενέτεινε την προσοχή της για να ακούσει τον Χριστό να της λέει: «Ανάστα, ελθέ η πλησίον μου, καλή μου, περιστερά μου, ότι ιδού ο χειμών παρήλθεν!» (Άσμα ασμάτων 2:10-11). Του απάντησε χαρούμενη: «Ο καιρός του θερισμού έφθασε. Μου φαίνεται ότι βλέπω τα αγαθά του Κυρίου εις γην ζώντων», και παρέδωσε την ψυχή της. Ήταν σε ηλικία πενήντα έξι χρόνων [26 Ιανουαρίου 404].

Κηδεύθηκε θριαμβευτικά εν μέσω πλήθους μοναχών που ήρθαν από παντού, και ντόπιων που θρηνούσαν στο πρόσωπό της τη μητέρα τους και την προστάτιδά τους.
 
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 5ος (Ιανουάριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Δημοφιλείς αναρτήσεις