Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

Αγία Ουλφία (Ulphia) της Αμιένης (Amiens) και Άγιος Δομίτιος (Domitius) της Αμιένης.


 
Αγία Ουλφία (Ulphia) της Αμιένης (Amiens) και Άγιος Δομίτιος (Domitius) της Αμιένης. 
31 Ιανουαρίου. 
Η Αγία Ulphia (επίσης Ulphe, Olfe, Wulfe, Wolfia, ή Wulfia) της Αμιένης (Amiens) είναι μία Αγία ιδιαίτερα αγαπητή στην Αμιένη. Σύμφωνα με την παράδοση ότι ήταν μια νεαρή κοπέλα όπου ζούσε στις όχθες του ποταμού Noye σαν ερημίτισσα, σε αυτό που αργότερα θα γινόταν η κοινότητα του Saint-Acheul, κοντά στην Αμιένη στο Βασίλειο των Φράγκων, κάτω από την πνευματική καθοδήγηση του πνευματικού της πατέρα Αγίου Δομιτίου/Domitius [31 Ιανουαρίου και 23 Οκτωβρίου]. Προς το τέλος της ζωής της μαζεύτηκαν δίπλα της και άλλες γυναίκες και ίδρυσε μία γυναικεία μοναστική κοινότητα στην Αμιένη. 
Η παράδοση αναφέρει ότι η Αγία Ουλφία έφερα βατράχους στην περιοχή γύρω από το ασκητήριό της, που χτίστηκε σε μια βαλτώδη περιοχή, προκειμένου να την κρατούν το βράδυ ξύπνια με το δυνατό τους κόασμα. Έτσι, στην εικονογραφία της, απεικονίζεται ως μια νεαρή καλόγρια καθισμένη σε στάση προσευχής πάνω σε ένα βράχο με έναν βάτραχο δίπλα της. 
Ένας αγιογράφος του 19ου αιώνα σημείωνε ότι οι βάτραχοι στην περιοχή γύρω από το ασκητήριο της Αγίας Ουλφίας ήταν πράγματι πολύ ήσυχοι. Ωστόσο, εάν αυτοί οι βατράχοι μεταφερθούν αλλού, γίνονται ξανά θορυβώδης. 
Η Αγία Ουλφία κοιμήθηκε οσιακά.  
Ο Άγιος Δομίτιος (Domitius) ήταν Διάκονος της Εκκλησίας της Αμιένης και πνευματικός πατέρας της Αγίας Ουλφίας. Ζούσε ως ερημίτης στις όχθες του ποταμού Άβρ (Avre). 
Ο Άγιος Δομίτιος κοιμήθηκε οσιακά.

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

Γιατί ψάλλουμε το «Κύριε ελέησον» 12 και 40 φορές;



Γιατί ψάλλουμε το «Κύριε ελέησον» 12 και 40 φορές;

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 


Στις ακολουθίες της Εκκλησίας απαγγέλλεται η σύντομη προσευχή «Κύριε ελέησον» άλλοτε δώδεκα (ιβ΄) και άλλοτε σαράντα φορές (μ΄). 
Πρόκειται για μια σύντομη προσευχή με βαθύτατο συμβολισμό. Όπως τονίζει ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, εκφωνείται το «Κύριε ελέησον» δώδεκα φορές «διά το δωδεκάωρον της ημέρας και το δωδεκάωρον της νύκτας, εις αγιασμόν ημών και κάθαρσιν». 
Όσον αφορά τις σαράντα φορές του «Κύριε ελέησον», ο όσιος πατήρ, θα σημειώσει: «Το Κύριε ελέησον», τεσσαράκοντα εις αγισμόν του καιρού παντός της ζωής ημών. 
Των γαρ τριακοσίων εξήκοντα πέντε ημερών αποδεκάτωσις, ως φασί τινές, αι τεσσαράκοντα, εν αίς η μεγάλη νηστεία, και εν εκάστω καιρώ προσευχής, το Κύριε ελέησον τεσσαράκοντα εις εξάλειψιν των εν πάση ημέρα και ώρα αμυθήτων ημών αμαρτιών». 
Δηλαδή λέμε το Κύριε ελέησον σαράντα φορές για τον αγιασμό του χρόνους όλης της ζωής μας, καθώς το 40 αποτελεί το δέκατο των 365 ημερών χρόνου (για την ακρίβεια το δέκατο είναι το 36 1/2, αλλά γίνεται στρογγυλοποίηση). Άλλοι λένε ότι, είναι οι σαράντα ημέρες της νηστείας. 
Επίσης σε κάθε χρόνο προσευχής ψάλλουμε το «Κύριε ελέησον» 40 φορές για την εξάλειψη των αμετρήτων αμαρτιών, που διαπράττουμε κάθε ημέρα και ώρα.

Αγία Παρθενομάρτυς Μαρτίνα της Ρωμής.



Αγία Παρθενομάρτυς Μαρτίνα της Ρωμής. 
30 Ιανουαρίου. 
Η Αγία Παρθενομάρτυς Μαρτίνα της Ρώμης μαρτύρησε κατά την διάρκεια των διωγμών που είχε εξαπολύσει ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος. Θεωρείται πολιούχος της Ρώμης, μαρτύρησε το 226, σύμφωνα με ορισμένες αρχές, ή πιθανότατα το 228, όταν στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης ήταν ο Άγιος Ουρβανός Α' Πάπας Ρώμης [25 Μαΐου], σύμφωνα με άλλους. 
Με ευγενική καταγωγή, κόρη ενός πρώην πρόξενου ορφάνεψε σε νεαρή ηλικία, ήταν ευγενής και όμορφη. Δεν δίστασε να δείξει ανοιχτά τη χριστιανική της πίστη και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τους διώκτες των χριστιανών, έτσι η Αγία δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τις διώξεις του αυτοκράτορα. 
Συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του αυτοκράτορα ο οποίος στην αρχή με υποσχέσεις για τιμές και δόξα και κολακείες προσπάθησε να πείσει την Αγία να απαρνηθεί την χριστιανική πίστη. Η Αγία όμως με θάρρος κήρρυτε την αγάπη της στον γλυκό της Ιησού. Τότε ο αυτοκράτορας οδήγησε την Αγία στο ναό του Απόλλωνα και τη διέταξε να επιστρέψει στην ειδωλολατρία και να προσφέρει θυσία στους ψεύτικους θεούς. Η Αγία αρνήθηκε και κάνοντας το σημείο του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού γκρέμισε το άγαλμα του Απόλλωνα. 
Οργισμένος ο αυτοκράτορας διέταξε να οδηγήσουν την Αγία στο αμφιθέατρο και να την υποβάλλουν σε μία σειρά βασανιστηρίων. 
Στην αρχή μαστίγωσαν την Αγία Μάρτυρα και ξέσκισαν τις σάρκες της με μεταλλικούς γάντζους, το αίμα της πότιζε τη γη, όμως η Αγία δεχόταν το μαρτύριο με ευχαρίστηση για χάρη του Χριστού. 
Ο αυτοκράτορας γεμάτος θυμό διέταξε να ρίξουν την Αγία στα άγρια θηρία, αυτά όμως αντί να επιτεθούν στην Μάρτυρα, πλησίασαν την Αγία και έγλειφαν τις πληγές της. 
Ο αυτοκράτορας που είχε κυριευτεί από οργή, έδωσε διαταγή να δέσουν την Αγία σε πάσαλο και να ανάψουν φωτιά ώστε να καεί ζωντανή, όμως Ὦ τοῦ παραδόξου θαύματος, η φωτιά αντί να κάψει την Αγία στράφηκε κατά των δήμιων και των θεατών. Στη θέα αυτού του θαύματος οι βασανιστές της πίστεψαν και ομολόγησαν τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό. 
Ο αυτοκράτορας μη μπορώντας να κάνει κάτι άλλο έδωσε εντολή να αποκεφαλίσουν την Αγία και όσους ομολόγησαν τον Χριστό. 
Τα ιερά λείψανα της Αγίας ανακαλύφθηκαν από τον ιταλό ζωγράφο, αρχιτέκτονα, σχεδιαστή και διακοσμητή Πιέτρο ντα Κορτόνα (Pietro da Cortona, 1596-1669) σε μία κρύπτη μέσα σε μία σαρκοφάγο από τερακότα, στον ιερό ναό Αγίων Λουκά και Μαρτίνας.

Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ



Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Επί βασιλείας του αυτοκράτορα Αλεξίου του Κομνηνού (1081-1118) ξέσπασε στην Βασιλεύουσα φιλονικία που διαίρεσε τους λογίους, τους καταρτισμένους στα ζητήματα της Πίστεως και τους έμπλεους ζήλου για την αρετή, με θέμα τους τρείς αγίους Ιεράρχες και μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας: τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Άλλοι έλεγαν ότι προτιμούν τον Μέγα Βασίλειο, γιατί ερμήνευε τα μυστήρια της φύσης όπως κανείς άλλος, και με τον ενάρετο βίο του συναγωνιζόταν τους αγγέλους. Θεμελιωτής του μοναχισμού, αρχηγός της Εκκλησίας στον αγώνα κατά της αίρεσης, αυστηρός ποιμένας και απαιτητικός ως προς την καθαρότητα των ηθών, δεν έβρισκες επάνω του τίποτε το γήινο και το κατώτερο. Γι’ αυτό, έλεγαν, ήταν ανώτερος από τον άγιο Χρυσόστομο ο οποίος από την φύση του ήταν πιο συγκαταβατικός προς τους αμαρτωλούς. Άλλοι, παίρνοντας το μέρος του ονομαστού αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, αντιστρέφοντας το επιχείρημα, υποστήριζαν ότι ο Ιωάννης διόλου δεν υπολειπόταν σε ζήλο του Βασιλείου, είτε επρόκειτο για τον αγώνα κατά των παθών είτε για την καθοδήγηση των αμαρτωλών στην μετάνοια και την ανύψωση του λαού στην ευαγγελική τελείωση. Ασυναγώνιστος σε ευγλωττία, ο «Χρυσορρήμων» αυτός ποιμένας γεώργησε την Εκκλησία με έναν αληθινό ποταμό λόγων, στους οποίους ερμήνευσε τον θείο λόγο και έδειχνε πώς εφαρμόζεται στην καθημερινή ζωή, με ρητορική τέχνη ανώτερη των δύο άλλων αγίων Διδασκάλων. Μια άλλη ομάδα υποστήριζε ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ήταν ο ανώτερος, λόγω της κομψότητος, του εύρους και του βάθους του θεολογικού του λόγου. Έχοντας αφομοιώσει το σύνολο της ελληνικής σοφίας και ρητορικής, έφθασε, έλεγαν, σε τέτοιο ύψος θεωρίας του Θεού, ώστε κανείς άλλος δεν μπορούσε να εκφράσει τόσο τέλεια το δόγμα της Αγίας Τριάδος. 
Καθώς λοιπόν ο καθένας υπερασπιζόταν με αυτόν τον τρόπο τον έναν Πατέρα έναντι των άλλων δύο, σε λίγο η έριδα εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον χριστιανικό λαό της Βασιλεύουσας και, αντί να ευνοεί την αφοσίωση στους αγίους, προκαλούσε ταραχές, διαφωνίες και διαμάχες χωρίς τέλος ανάμεσα στις τρεις παρατάξεις, η κάθε μία εκ των οποίων είχε λάβει το όνομα ενός εκ των σεπτών Ιεραρχών· έτσι λοιπόν ο λαός, εξαιτίας της σφοδρότητας του ζήλου του, είχε χωριστεί στους «Βασιλείτες», στους «Γρηγορίτες» και στους «Ιωαννίτες». 
Μια νύχτα, οι τρεις άγιοι Ιεράρχες παρουσιάσθηκαν σε ενύπνιο στον άγιο Ιωάννη Μαυρόποδα, μητροπολίτη Ευχαΐτων [5 Οκτ.], αρχικά ένας-ένας και ύστερα μαζί. Του είπαν με μια φωνή: «Καθώς βλέπεις, είμαστε και οι τρεις κοντά στον Θεό και δεν μας χωρίζει ούτε διαφωνία ούτε αντιπαλότητα. Ο καθένας από εμάς, ανάλογα με τις περιστάσεις και με την έμπνευση που είχε λάβει από το Άγιο Πνεύμα, συνέγραψε και δίδαξε για την σωτηρία των ανθρώπων. Δεν υπάρχει ούτε πρώτος, ούτε δεύτερος, ούτε τρίτος ανάμεσά μας· κι αν καλέσεις τον έναν, πάραυτα θα παρουσιασθούν και οι δύο άλλοι. Γι’ αυτό πρόσταξε όσους φιλονικούν, να μην προξενούν διαιρέσεις στην Εκκλησία εξαιτίας μας, αφού όσο βρισκόμασταν εν ζωή, όλες μας οι προσπάθειες αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της ενότητας και της ομόνοιας στον κόσμο. Μερίμνησε κατόπιν, να εορτάζεται η μνήμη και των τριών μας την ίδια ημέρα, συνθέτοντας την ακολουθία και τους ύμνους που θα αφιερώσεις στον καθένα μας, με την τέχνη και την γνώση που σου έδωσε ο Θεός, και παράδωσέ τα στους χριστιανούς με την εντολή να εορτάζουν την κοινή τιμή μας κάθε χρόνο. Εάν μας τιμήσουν κατ’ αυτό τον τρόπο, ως όντες ένα εμείς κοντά στον Θεό και εν τω Θεώ, υποσχόμαστε ότι θα μεσιτεύουμε στην κοινή μας προσευχή για την σωτηρία τους». Με αυτά τα λόγια οι άγιοι ανέβηκαν στον ουρανό μέσα σε άπλετο φως, αποκαλώντας ο ένας τον άλλον με το όνομά του. 
Χωρίς να αργοπορήσει ο άγιος Ιωάννης συγκέντρωσε τότε τον λαό και μετέφερε το μήνυμα των αγίων. Καθώς τον σέβονταν όλοι για την αρετή του και τον θαύμαζαν για την δύναμη του λόγου του, οι τρεις παρατάξεις ειρήνευσαν και όλοι τον παρακινούσαν να συνθέσει χωρίς χρονοτριβή την ακολουθία της κοινής εορτής. Με λεπτή διάκριση επέλεξε να αφιερώσει σε αυτόν τον εορτασμό την τριακοστή ημέρα του Ιανουαρίου, σφραγίζοντας έτσι τον μήνα εκείνο κατά τον οποίον εορτάζονται και τρεις χωριστά [1η: άγιος Βασίλειος· 25η: άγιος Γρηγόριος· 27η: ανακομιδή λειψάνων του αγίου Ιωάννου].

Όπως αναφέρουν πολλά τροπάρια αυτής της θαυμαστής ακολουθίας, οι τρεις Ιεράρχες –«επίγεια τριάδα»– κατά το πρόσωπο διακριτοί αλλά ενωμένοι με την Χάρη του Θεού, μας δίδαξαν τόσο με τα γραπτά τους όσο και με τον βίο τους, να λατρεύουμε και να τιμούμε την Αγία Τριάδα, τον ένα Θεό σε τρία Πρόσωπα. Οι τρεις αυτοί φωστήρες της Εκκλησίας διέδωσαν σε όλη την γη το φως της αληθινής Πίστεως, αψηφώντας κινδύνους και διώξεις, και άφησαν σε μας τους απογόνους τους αυτή την ιερή κληρονομιά, μέσω της οποίας μπορούμε και εμείς να φθάσουμε στην μακαριότητα και την αιώνια ζωή του Θεού με όλους τους αγίους. 
Κλείνοντας τον μήνα Ιανουάριο, κατά τον οποίο εορτάζουμε τόσους ένδοξους ιεράρχες, ομολογητές και ασκητές, με την κοινή εορτή των τριών μεγάλων Ιεραρχών, η Εκκλησία ανακεφαλαιώνει κατά τέτοιο τρόπο την μνήμη όλων των αγίων που έδωσαν την μαρτυρία της Ορθοδόξου Πίστεως με τα γραπτά και τον βίο τους. Με την εορτή αυτή τιμούμε το όλο έργο διδασκαλίας και φωτισμού του νου και της καρδιάς των πιστών διά του λόγου, το οποίο επιτελείται διά μέσου των αιώνων στην Εκκλησία. Η εορτή των τριών Ιεραρχών είναι επομένως ο συνεορτασμός όλων των Πατέρων της Εκκλησίας, όλων αυτών των προτύπων ευαγγελικής τελείωσης, τους οποίους ανέδειξε το Άγιο Πνεύμα από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο, για να είναι αυτοί νέοι Προφήτες και νέοι Απόστολοι, οδηγοί των ψυχών προς τον Ουρανό, παρηγορητές του λαού και πύρινοι στύλοι προσευχής, στήριγμα και εδραίωση της Εκκλησίας στην αιώνια αλήθεια του Κυρίου Ιησού Χριστού.

 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 5ος (Ιανουάριος),
σελ. 352–354.

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Άπαντα τα Έργα [21 ΤΟΜΟΙ]

 

Άπαντα Έργα [21 Τόμοι]
του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
από τις εκδόσεις Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας,
Πατερικαί Εκδόσεις «Αγ.Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 1 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 2 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 3 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 4 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 5 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 6 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 7 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 8 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 8Α 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 9 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 10 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 11 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 11Α
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 12 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 13 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 13Α 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 14 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 15 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 16Α 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 16Β
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα Έργα - Τόμος 17

 

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 

Άγιος Νεομάρτυς Δημήτριος του Σλίβεν.



Άγιος Νεομάρτυς Δημήτριος του Σλίβεν. 
 30 Ιανουαρίου. 
Γεννήθηκε την 9η Ὀκτωβρίου 1818 στό Σλίβεν της Βουλγαρίας καί υπηρξε καρπός προσευχής των άτέκνων γονέων του. Μετά τον θάνατο των γονέων του ο αδελφός του Στέφανος έφυγε στή Βλαχία και ὁ νεαρός Δημήτριος δεν μπόρεσε νά διαχειριστεί τήν πατρική περιουσία, με αποτέλεσμα αυτή νά καταπατηθεί από Ὀθωμανούς γείτονες. Τότε έχασε ακόμη και τό σπίτι του και αναγκάστηκε νά ζητήσει εργασία σ' ένα αρτοποιείο. 
Πιεζόμενος από τόν νέο μουσουλμάνο δικαστή της πόλεως ν'αλλαξοπιστήσει, ομολόγησε σταθερά την χριστιανική πίστη καί γι’ αυτό συνελήφθη, φυλακίστηκε γιά ένα ολόκληρο χρόνο, βασανίστηκε και τελικά αποκεφαλίστηκε την 30η Ίανουαρίου 1841, σε ηλικία μόλις 23 ετών. 'Ενώ αρχικά ο δικαστής είχε διατάξει να ριχτεί τό σώμα του στό παρακείμενο ποτάμι, στη συνέχεια χρηματίσθηκε από κάποιους εύπορους χριστιανούς και παρέδωσε το λείψανο να ταφεί. Ή μνήμη του τιμάται την 30η Ιανουαρίου. 
Ένας από τους παλαιότερους ναούς στο Sliven είναι ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Δημητρίου. Στη σημερινή του μορφή χτίστηκε το 1831. Η παράδοση αναφέρει ότι ο τόπος αυτός ήταν μια παλιά, μικρή, ξύλινη εκκλησία. Σύμφωνα με τις διατάξεις του τουρκικού κράτους κατά την περίοδο από το 14ο έως τον 19ο αιώνα δεν μπορούσαν να χτιστούν χριστιανικές εκκλησίες κοντά σε τζαμιά. Το αντίθετο ήταν δυνατό. 
Δίπλα από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου ήταν ένα τζαμί, γνωστό ως" Hadji Ρετζέπ dzhamisi" που υπήρχε μέχρι το 1891. Σύμφωνα με τον επιφανή ιστοριογράφο του Sliven Συμεών Tabakov αυτό το τζαμί χτίστηκε το 1710. Η ημερομηνία είναι σημαντική επειδή δείχνει ότι η παλιά εκκλησία χτίστηκε πριν από 1710. Το 1815 έγινε μια πυρκαγιά σε όλο το τότε παζάρι του Σλίβεν και η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου κάηκε μαζί με όλα τα άλλα κτίρια. 
Η αποκατάσταση της εκκλησίας ξεκίνησε τον αμέσως επόμενο χρόνο και οι εργασίες κατασκευής το 1831 και η αφιέρωση του ναού έγινε το 1834. 
Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου είναι βασιλική με 31 μέτρα μήκος και 15 μέτραπλάτος και έκταση 461 τετραγωνικών μέτρων. 
Πηγή: εδώ 

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

Αγία Αικατερίνη εν Ντεμεννά της Σικελίας


Αγία Αικατερίνη εν Ντεμεννά της Σικελίας
28 Ιανουαρίου

Η Αγία Αικατερίνη γεννήθηκε στις αρχές του 10ου αιώνος και ήταν αδελφή του Αγίου Λουκά του εν Ντεμεννά [5 Φεβρουαρίου]. Έμεινε χήρα σε νέα ηλικία μεγαλώνοντας τους δύο γιούς της Θεόδωρο και Αντώνιο εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Ενεδύθη το αγγελικό σχήμα μαζί με τους γιούς της και τοποθετήθηκε ηγουμένη σε μία Ιερά Μονή αφιερωμένη στην Υπεραγία Θεοτόκο στο όρος Αγρομόντε, όπου είχε αναστηλώσει ο αδελφός της Άγιος Λουκάς μαζί με μία εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιουλιανό. Η Αγία Αικατερίνη στάθηκε δίπλα στον αδελφό της, στις τελευταίες μέρες της ζωής του και τον έθαψε μαζί με τους μαθητές του στην εκκλησία του μοναστηριού του.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Άγιος Ασιότ ο Κουροπαλάτης, Βασιλιάς Γεωργίας.


Άγιος Ασιότ ο Κουροπαλάτης, Βασιλιάς Γεωργίας. 
 27 Ιανουαρίου 
Ο Άγιος Ασιότ γεννήθηκε και βασίλευσε στη Γεωργία τον 9ο αιώνα μ.Χ. Ο ευσεβής ηγεμόνας ανήγειρε πολλούς ναούς και αρκετές μονές. Φονεύθηκε υπό των Αράβων μέσα στο ναό του κάστρου του Αρτανούγκι της Γεωργίας, τον οποίο είχε κτίσει. Στα Γεωργιανά Συναξάρια αναφέρεται και ως Κουροπαλάτης.

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

Η αγία Παύλα της Ρώμης


Η αγία Παύλα της Ρώμης
26 Ιανουαρίου  
Η οικογένεια της αγίας Παύλας ήταν από τις λαμπρότερες της Ρώμης. Η αγία γεννήθηκε το 347 και παντρεύτηκε σε ηλικία δέκα πέντε χρόνων με τον Τοξότιο, πλούσιο και ένδοξο αριστοκράτη παγανιστή, που την άφησε ελεύθερη να οργανώσει το σπιτικό της με τρόπο ευάρεστο στον Χριστό. 
Από αυτή την ένωση γεννήθηκαν πέντε παιδιά: η αγία Βλησίλλα [22 Ιανουαρίου στο λατινικό εορτολόγιο], η Παυλίνα, η Ευστοχία [28 Σεπτεμβρίου], ο Ρουφίνος και ο Τοξότιος. Φαινόταν να πληρούται από κάθε επίγειο αγαθό, όταν ο Θεός ξαφνικά της άνοιξε, σε ηλικία τριάντα δύο χρόνων, έναν άλλο δρόμο, με τον θάνατο του άντρα της. Αφού τον έκλαψε πικρά, αποφάσισε να αφιερώσει στο εξής τη ζωή της υπηρετώντας τον Θεό και τους φτωχούς, ακολουθώντας το πρότυπο της αγίας Μαρκέλλας [31 Ιανουαρίου], η οποία μετέτρεψε το ανάκτορό της στο Αβεντίνο σε μοναστήρι, παράδειγμα ευαγγελικής τελειότητας εν μέσω της διεφθαρμένης Ρώμης. 
Εδώ δέθηκε με πνευματική φιλία με τον άγιο Ιερώνυμο [15 Ιουνίου], που είχε έρθει από την Ανατολή συντροφιά με τον Παυλίνο Αντιοχείας και τον Επιφάνιο Σαλαμίνας [12 Μαΐου]. Η Παύλα πρόσφερε φιλοξενία στους δύο μακάριους ιεράρχες και ακούγοντας με πάθος τις αφηγήσεις τους για τους ασκητές της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Ρώμη, την οικογένειά της και τα αγαθά της πηγαίνοντας να ζήσει στην έρημο. Καθυστερώντας λίγο από αγάπη για τα παιδιά της αποφάσισε την αναχώρηση μετά την αιφνίδια θανή της Βλησίλλας, και χωρίς να στραφεί πίσω της, ανέβηκε στο πλοίο συντροφιά με την Ευστοχία και μια ομάδα παρθένων. 
Περνώντας από την Κύπρο και την Αντιόχεια, ξαναβρήκε τον άγιο Ιερώνυμο που της χρησίμευσε για οδηγός στο υπόλοιπο του προσκυνήματός της στη Συρία και την Παλαιστίνη. Φθάνοντας στα Ιεροσόλυμα, απαρνήθηκε τις τιμές που της επιφύλαξε ο ανθύπατος Παλαιστίνης, προτιμώντας ένα ταπεινό κατάλυμα, και περνούσε τον καιρό της επισκεπτόμενη με δάκρυα τους Αγίους Τόπους. Περιέτρεξε έτσι ολόκληρη την Αγία Γη, επισκέφθηκε τους άγιους μοναχούς στις ερήμους της Αιγύπτου, και γύρισε μετά ένα χρόνο στη Βηθλεέμ, σχεδιάζοντας να θεμελιώσει, κοντά στο Σπήλαιο της Γεννήσεως, ένα μοναστήρι για τις παρθένες και τις χήρες που την συνόδευαν και ένα αντρικό για τον άγιο Ιερώνυμο και τους φίλους του. 
Εμπνεόμενη από τη μονή της αγίας Μελάνης στο Όρος των Ελαιών [31 Δεκεμβρίου] και από όσα έμαθε στην Αίγυπτο, στα μοναστήρια του αγίου Παχωμίου, διαίρεσε το γυναικείο κοινόβιο σε τρεις ομάδες, ανάλογα με την κοινωνική προέλευση και την παιδεία τους, με μια ηγουμένη στην κάθε ομάδα. Χωρίζονταν για την εργασία και τα γεύματα και όλες τους συνάγονταν για προσευχή στην εκκλησία. Καθημερινά έψαλλαν τους Ψαλμούς, τους οποίους οι αδελφές όφειλαν να αποστηθίζουν, και καθεμιά τους έπρεπε επιπλέον να μαθαίνει και να μελετά στη διάρκεια της ημέρας ένα ακόμη χωρίο της Αγίας Γραφής. 
Όσο γι’ αυτήν, είχε μάθει εβραϊκά και υπό την καθοδήγηση του Ιερωνύμου είχε προσηλωθεί στην ερμηνεία, με την πνευματική σημασία του όρου, των πιο σκοτεινών εδαφίων. Τόσο την είχε εμποτίσει ο λόγος του Θεού, ώστε σε κάθε περίσταση, σε αλεπάλληλα πένθη, σε αρρώστιες, σε θλίψεις ή σε χαρές, ήξερε να βρίσκει το αντίστοιχο εδάφιο και να το εντάσσει στην αδιάλειπτη προσευχή της υψώνοντας την ψυχή της στον Θεό. 
Αποτελούσε για τις πνευματικές της κόρες ζωντανό παράδειγμα όλων των αρετών, προθυμίας στην προσευχή, ζήλου στην εργασία, αυστηρότητας στη νηστεία. Δεν γνώριζε υπερβολή παρά μονάχα ελεώντας και αγαπώντας τους φτωχούς. Επιθυμώντας να αποκτήσει η ίδια την εν πνεύματι πτωχεία και να αποδώσει στον Θεό ό,τι Αυτός της παρέσχε σε επίγεια αγαθά, τα μοίραζε σε κάθε φτωχό που παρουσιαζόταν. Έδινε ακόμη και πράγματα απαραίτητα στην συντήρηση τής κοινότητας και χρεωνόταν βαριά, αψηφώντας τις παραινέσεις και την επίκληση της λογικής από μέρους του Ιερωνύμου, για να μη ξαποστείλει κανέναν γυμνό ή νηστικό. 
Καθώς την κατηγορούσαν ότι ταλαιπωρεί με υπέρμετρες στερήσεις τη σάρκα της, αποκρινόταν: «Όπως άλλοτε έδειχνα τόση φροντίδα να αρέσω στον άντρα μου και τον κόσμο, βάφοντας το πρόσωπο μου άσπρο και κόκκινο, επιθυμώ τώρα να δυνηθώ να αρέσω στο Χριστό καταπονώντας τούτο το σώμα που έζησε μέσα στην τρυφή». 
Παρά τις υψηλές αρετές της και την αγάπη της για όλους, συκοφαντήθηκε από τους οπαδούς του Ωριγένη, που την καταδίωκαν με το μίσος τους, εξαιτίας της φιλίας της με τον εχθρό τους τον άγιο Ιερώνυμο. Πιο καρτερική από τον φλογερό Ιερώνυμο, τον παρότρυνε στη γλυκύτητα και τη μεγαλοψυχία, κατά το παράδειγμα του Σωτήρα μας απέναντι στους εχθρούς Του. Λίγο καιρό αργότερα, υπό την απειλή της εισβολής των Ούννων, ετοιμάστηκε να φύγει από τη Βηθλεέμ με τις μοναχές. Τη στιγμή όμως που πήγαιναν ν’ ανέβουν στο πλοίο, πληροφορήθηκαν ότι οι βάρβαροι από θεία παρέμβαση γύρισαν πίσω. 
Με συντριμμένη τη μητρική της καρδιά από την απώλεια διαδοχικά των δύο άλλων της παιδιών, της Παυλίνας και του Τοξότιου, η Παύλα υποβλήθηκε, τα τελευταία χρόνια της ζωής της, στην ύστατη δοκιμασία και το καθημερινό μαρτύριο της αρρώστιας. Με τη γλυκιά Ευστοχία να της παραστέκεται κάθε στιγμή, υπέφερε τους πόνους με θαυμαστή καρτερία και αυταπάρνηση. Παρ’ όλο που η ψυχή της μόλις που κρατιόταν στο σώμα της, ψιθύριζε αδιάκοπα, με την άκρη των χειλιών, τους στίχους: «Κύριε, ηγάπησα ευπρέπειαν οίκου σου και τόπον σκηνώματος δόξης σου. Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου» (Ψαλμ. 25:8 και 83:3).

Αφού καθησύχασε τις αδελφές, τους επισκόπους, τους μοναχούς και τους ιερείς, που συνάχθηκαν πλήθος γύρω της, φερμένοι από όλη την Παλαιστίνη, απότομα το πρόσωπό της φεγγοβόλησε. Ενέτεινε την προσοχή της για να ακούσει τον Χριστό να της λέει: «Ανάστα, ελθέ η πλησίον μου, καλή μου, περιστερά μου, ότι ιδού ο χειμών παρήλθεν!» (Άσμα ασμάτων 2:10-11). Του απάντησε χαρούμενη: «Ο καιρός του θερισμού έφθασε. Μου φαίνεται ότι βλέπω τα αγαθά του Κυρίου εις γην ζώντων», και παρέδωσε την ψυχή της. Ήταν σε ηλικία πενήντα έξι χρόνων [26 Ιανουαρίου 404].

Κηδεύθηκε θριαμβευτικά εν μέσω πλήθους μοναχών που ήρθαν από παντού, και ντόπιων που θρηνούσαν στο πρόσωπό της τη μητέρα τους και την προστάτιδά τους.
 
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 5ος (Ιανουάριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Μ᾽ ἂν ὄμορφη δὲν ἔχεις γεννηθεῖ, τὴν ἄλλη ν᾽ ἀποφεύγεις ντροπή, τὴν ὀμορφιὰ νὰ πλάθεις μὲ τὰ χέρια σου.

 

ΚΘ΄

Ἐναντίον τῶν γυναικῶν ποὺ καλλωπίζονται  

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ 

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ

Μὲ ψεύτικες πλεξοῦδες τὰ κεφάλια μὴν πυργώνετε, γυναῖκες, τσακίζοντας τοὺς μαλακοὺς τραχήλους πάνω στοὺς σκοπέλους.
Καὶ μὴν ἀλείβετε τὶς θεϊκὲς μορφὲς μ᾽ ἄσχημα χρώματα, ἔτσι ποὺ νὰ μὴν ἔχετε πιὰ πρόσωπο μὰ προσωπεῖο.
Οὔτε κεφάλι ξέσκεπο στὸν ἄντρα εἶναι σωστὸ ἡ γυναίκα νὰ δείχνει οὔτε πλεξοῦδες μὲ χρυσόνημα δεμένες ἢ καὶ μαλλιὰ στοὺς ὤμους της χυμένα δῶθε κεῖθε,- μαλλιὰ μαινάδας ποὺ σκιρτοῦν σὲ αὔρα ἁπαλά· οὔτε καὶ στὴν κορφὴ λοφίο νὰ φτιάχνει περικεφαλαίας, βίγλα ποὺ ἀστράφτει γιὰ τοὺς ἄντρες ἀπὸ πέρα· οὔτε μαλλιὰ ποὺ σὰν λινάρι ἁπαλὸ γιαλίζουν κρυφὰ καὶ φανερά, στὸ μέτωπο στρωμένα, φλόγες ξανθὲς πετοῦν ὅσα τὴν μπόλια ξέφυγαν, ὥστε χεριοῦ ποὺ κόπιασε νὰ φαίνονται ἔργα, ὅταν τὸν ποὺ δὲ βλέπει δάσκαλο, ἄπνοη εἰκόνα στήνοντας μορφῆς, τὴν ὀμορφιὰ ἀπὸ κεῖ ἀντιγράφεις.
 
φύση ἂν σοῦ ᾽δωσε ὀμορφιὰ μ᾽ ἀλοιφὲς μὴν τὴν κρύβεις ἀλλὰ γιὰ τοὺς δικούς σας ἄνδρες μόνο καθαρὴ κρατῆστε την, καὶ πόθου βλέμματα μὴ ρίχνετε σὲ ξένο γιατί τ᾽ ἀνόσια μάτια ἀκολουθεῖ ἡ ψυχή.
Μ᾽ ἂν ὄμορφη δὲν ἔχεις γεννηθεῖ, τὴν ἄλλη ν᾽ ἀποφεύγεις ντροπή, τὴν ὀμορφιὰ νὰ πλάθεις μὲ τὰ χέρια σου.
Τὴν ὀμορφιὰ ποὺ δίνει ἡ γῆ, κι ἀγοράζουν οἱ κοινὲς
γυναῖκες, ποὺ γιὰ λίγες δεκάρες μοναχὰ πουλιοῦνται.
Τὴν ὀμορφιὰ ποὺ ὅταν πλυθεῖ χάμω κυλᾶ κι οὔτε στὸ γέλιο δὲ μένει, ὅταν τὰ μάγουλα χαλαρώνει ἡ χαρὰ καὶ τῶν δακρύων τ᾽ αὐλάκια τ᾽ ἀσχημίζουν κι ἀπ᾽ τοῦ φόβου τὸν ἱδρῶτα καὶ μὲ σταγόνες λίγες λιώνει.
Καὶ αὐτὰ ποὺ ἔλαμπαν πρῶτα μάγουλα χαριτωμένα ἀπὸ χαρὰ μεγάλη, αἰφνίδια μὲ διπλὸ φάνηκαν χρῶμα σκοῦρα, χιονάτα. Ὦ μελαχροινή, ροδομάγουλη, πῶς μπορεῖς νά ᾽χεις ὁμορφιὰ ποὺ προδίνεται;
Γι᾽ ἀκίνητα εἶν᾽ αὐτὰ ἀγάλματα· γιὰ σένα αὐτὴ ἡ μορφὴ ἀταίριαστη ποὺ μὲ διάφορα πάθη ἀλλάζει.
 
Τὸ ἕνα τό ᾽φτιαξε ὁ Θεός, τὸ χέρι τὸ ἄλλο· αὐτὸ παλιὸ καὶ κεῖνο νέο. Λιβάδι ποὺ διπλὰ λουλούδια βγάζει ὄμορφα τώρα κι ἄλλοτε ἄσχημα, εἴτε κάποιο φόρεμα δίχρωμο καὶ μὲ ἀπανωτὲς γραμμένο ζῶνες.
Γι᾽ αὐτὸ ἢ τὴν πλαστὴ ὄψη ἀπόφευγε ἢ νὰ προσέχεις τῆς ὄψης βλαβερὸ βοήθημα μὴν ἔχεις.
Τῆς Πηνελόπης εἶναι τὸ πανί· χαλοῦσε ἡ νύχτα ὅ,τι ἡ μέρα ὕφαινε.
Ἑκάβη μέσα σου κρατεῖς κι Ἑλένη ἀπέξω.
Τὸν ἄντρα ἂν ἔχεις τρόπο νὰ γελάσεις, εἶναι ἄπρεπο, τὴ θεία εἰδὴ μὲ τὴ θνητὴ νὰ τὴ σκεπάσεις·
μὴν ὀργιστεῖ ὁ Θεὸς καὶ τέτοια λόγια σοῦ ἀπευθύνει:
 

«Ποιοὶ σ᾽ ἔχουν πλάσει κι ἀπὸ ποῦ; Φεύγα, εἶσαι ξένη.
Ἀδιάντροπη, δὲ σ᾽ ἔβαψα μὰ σ᾽ ἔχω πλάσει εἰκόνα μου.
Πῶς εἴδωλο ἀντικρίζω ὄχι ὄψη ἀγαπητή;».
  

Μὰ στὸ κακὸ ἂς χαρίσομε καὶ κάτι· ἂν ὅμως φανερὸς εἶσαι πίνακας ζωγράφων ποὺ ἔχει μορφὴ πάνω ἀπὸ ἄλλη, ξέρε ποὺ ὑψώνεις γιὰ τοὺς θνητοὺς περίβλεπτη στήλη ντροπῆς, τὴ μορφὴ ποὺ ζωγραφίζεις ἔμψυχη μὲ δύναμη τοῦ νοῦ. 

Τοῦ Ἄδωνη κῆπος εἶναι ἡ χάρη σου ποὺ δὲ δίνει καρπούς, χρῶμα τοῦ χταποδιοῦ, πάνω στὴν ἄμμο γράμματα.
Καὶ πῶς ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὴν ὄψη καλοιακούδας (ἂν καλοιακούδα ἀλαφροπέταχτη σὲ ξένα λούλουδα ὁ μύθος τὴν πηγαίνει ξάφνου γυμνὴ τὴ δείχνει καταγέλαστη) πῶς δὲ σὲ νοιάζει γιὰ τὴν ντροπὴ τὴν πιὸ μεγάλη, ἡ ὀμορφιά σου ὅταν χαθεῖ;
Ἐλπίζεις θά ᾽χεις λάμψη ἀναπόκρουστη; Σὲ λίγο
θὰ δεῖς πόση εἶναι ἡ λύπη γιὰ τὴν ξένη ὀμορφιά.
Κάτι ἄριστο ἔχει τὸ πλαστὸ μαθαίνω· ἂν τὰ γηρατειὰ κάποτε τὴν ὄψη χαρακώσουν, τὴν ἀνθισμένη πρῶτα.
Ὅταν δὲν πλαστογραφοῦνται τὰ μέλη, σὰν ἀποκαΐδι τότε θ᾽ ἀπομείνει τῆς σάρκας λείψανο ἀπὸ χῶμα.
Κι ἀργὰ ἔπειτα θὰ κλαῖς τὸ γέλασμα τῆς ὄψης, ὅταν ὅ,τι ἀπομείνει τὸ καταντήσει πίθηκο μὲ ἀμέτρητες ρυτίδες.
Αὐτὴ εἶναι ἡ χάρη ποὺ λέει ψέματα. Ἀλλά, ἄριστη,
στῆσε τὸ ὁμοίωμα τῆς μορφῆς τώρα, ὅπως πρῶτα.
Ὅπως ἦταν ἐγὼ βέβαια δὲν πιστεύω· ἀλλὰ πολὺ πρὶν θὰ εὐχηθεῖς κανένας ἀπ᾽ τοὺς ἄντρες νὰ μὴ σὲ δεῖ ὅσοι πρῶτα σὲ δόξαζαν κι εἶχαν τὰ μάτια τους σὲ σένα, καθὼς ἐδῶ κι ἐκεῖ μὲ βάδισμα πετοῦσες μεγαλόπρεπο.
Κι ἰδοὺ τὸ κωμικό, νὰ θέλεις νὰ ξεχαστεῖς ἀπὸ τοὺς ἄντρες ἐσὺ ποὺ τράβηξες τοὺς ἄντρες λάτρες τῆς μορφῆς σου.
 
[…]
ν ἔχεις τοῦ ἀντρός σου τὸν πόθο, ὅπως κι ἐκεῖνος τὸν δικό σου, ἀπὸ τότε ποὺ ἐρωτευμένος σ᾽ ὁδήγησε στὸ θάλαμο, κόρη ἀνθισμένη, ἔχεις χάρη· ἂν ὅμως ἐσὺ ἀπὸ ἄλλων τὸ κοίταγμα εὐχαριστιέσαι, αὐτὸ ὁ ἄντρας σου τὸ μισεῖ.
Καλύτερα νὰ κρύβεις τίς σαϊτιὲς τῶν ματιῶν σου στὸ σπίτι σου, παρὰ ἀνεπίτρεπτα λέγοντας ψέματα νὰ τὶς φανερώνεις.
Τῆς μιᾶς τῆς φτάνει ὁ ἄντρας της μὰ σὲ πολλοὺς μπροστὰ λυγιέται ἡ ἄλλη, ὅπως λινάρι σὲ πουλιῶνε σμάρια.
Ἐσὺ μ᾽ αὐτὸν κι αὐτὸς μ᾽ ἐσένα παίζετε κι ἀλλάζετε ματιὲς κι ἔπειτα γέλια ἀνάμεσά σας καὶ γλυκοκουβέντες πρῶτα κρυφὰ κι ἔπειτα δὲ σᾶς νοιάζει πιὰ καθόλου.
Τὰ παραπέρα μὴ μοῦ λές, ὦ φλύαρη γλῶσσα!
Μ᾽ ἀλήθεια θὰ σοῦ πῶ: χωρὶς κεντρὶ δὲν εἶναι οὔτ ἕνα ἀπ᾽ ὅσα κάνουνε στοὺς νιοὺς οἱ κοπελιὲς παιγνίδια.
Ὅλα, τὸ ἕνα τ᾽ ἄλλο ἀκολουθοῦν, ὅπως τὰ σίδερα,
ποὺ τὰ τραβάει μαγνήτης τὸ ἕνα πιασμένο ἀπ᾽ τ᾽ ἄλλο.
 

[…] 

Σύντομη χάρη ἡ ὀμορφιά· τὴ φέρνει ἡ ἄνοιξη
κι ὁ κρύος χειμώνας ξάφνου τὴν ἀφάνισε,
πρόωρα ἡ ἀρρώστια τὴν τσακίζει, ἢ ὁ τρομερὸς καιρὸς τὴν ἀφανίζει, στῶν ἐτῶν τὸ γύρισμα ποὺ σακατεύουν.
Καὶ νά, καὶ τὸ πιὸ κωμικό· ξέρει ἡ γυναίκα
ὄψη ἄσχημη πὼς ἔχει μὰ καὶ τὴ Δανάη καταφρονεῖ
καμαρώνοντας γιὰ τὴν ἀσχήμια της. Καὶ τὸ χειρότερο, ( τὸ λένε ὅσοι γνωρίζουν, ὄχι ἐγώ, τὴ μηχανορραφία αὐτὴ) κοινὴ ἔχουν τὴν ἀρρώστια τους κι ἡ μιὰ τὴν ἄλλη θέλουν νὰ κρύψουν. Τί χειρότερο ἀπὸ τὴν ἀρρώστια αὐτή;
Ξέρει ὁ τεχνίτης τοῦ τεχνίτη τὸ ἔργο κι ὁ μουσικὸς γνωρίζει αὐτὸν ποὺ ξέρει μουσικὴ κι ὁ κλέφτης ξέρει δὰ τὸν κλέφτη.
Μ᾽ αὐτὲς δὲ θέλουν ὅσα γι᾽ ἄλλες σκέφτονται νὰ λέγονται γι᾽ αὐτές.
Κι εἶναι ἡ ἀλήθεια, μάτια τυφλὰ ἡ κακία πὼς ἔχει·
ἔτσι τιμοῦνε κι οἱ ἄντρες ὅσα κοροϊδεύουν πρόσωπα χαίροντας μὲ τὰ χρώματα πινάκων ζωντανῶν.
Δὲ νομίζω τόσο μὲ τοὺς πίνακες ὅσο γιὰ τῶν ἀνδρῶν τὴν ψυχή, ποὺ ἔχει τὰ χρώματα γιὰ μαρτυρία της.
Ἄκουσα πὼς τὴν κούφια, ἀπρόσωπη, ὑστερόφωνη
Ἠχὼ ποθώντας, κάποιος, στοὺς σκοπέλους πλανιόταν.
Καὶ κάποιος τὴ μορφή του ἀγάπησε τὴν ἴδια καὶ στὴ λίμνη πήδησε, στὸ εἴδωλο ἐπάνω τῆς χαμένης ὀμορφιᾶς.
 

λλη στοῦ ποταμοῦ τὰ ὡραῖα νάματα ἐρωτευμένη
ἔτρεχε σὰν τρελὴ καὶ μήτε ποὺ ἄφηνε τὶς ὄχθες τὶς ἀγαπητές· ρουφοῦσε τὸ νερό, τό ᾽πιανε μὲ τὰ χέρια, ἅρπαζε τὸν ἀφρό· μὰ οὔτε στὸ νερὸ δὲν ἔσβηνε ὁ φλογισμένος πόθος της.
Τόσο τυφλὸς εἶναι ὁ ἔρωτας καὶ δυσάρεστος. Θαῦμα δὲν εἶναι ἂν κάποιο νέο καὶ σὺ τὸν βγάλεις ἀπ᾽ τὰ λογικά του, ὄμορφη καθὼς εἶσαι, μ᾽ ὡραῖα φορέματα, ἁβρή, καμαρωμένη κι ὄχι ἕναν μόνο, παρὰ τόσους γιὰ ὅσους βάφεις τὴν ὄψη σου.
Πιστεύω κάποτε πὼς ἔξυπνος ἄντρας γέλασε τὸν ταῦρο μὲ τὴν τέχνη του δαμάλα ξύλινη μὲ ὡραῖα χρώματα ζωγραφίζοντας (παράξενος ἔρωτας! Ὄντα ζωντανὰ σ᾽ ἄψυχα πέφτουν πράγματα)
ὅπως καὶ σὺ ὅταν σὲ πιάνει τέτοιο ἀνόσιο πάθος πρὸς τοὺς νέους.
Τὰ θηρία ὑπόταξε ὁ Ὀρφέας καὶ σὺ τοὺς ἄντρες, πού ᾽χουν ὅμοια μὲ τῶν θηρίων ψυχὴ καὶ τρέλα στὴ ζωὴ γιὰ τὶς γυναῖκες.
Ἂν δὲν χαρίζεσαι στὴ σάρκα ἀλλ᾽ ἀντὶ γι᾽ αὐτὸ
μονάχα στὰ μάτια, μάθε ἡ ἀγάπη πάθος εἶναι ἀέρινο.
Μὰ εἶναι ἀκατανίκητη· σωστά, καὶ τοῦτο ἄσχημο
εἶναι γιὰ μένα κούφια κακία νὰ ὑποπτεύεσαι.
 

[…] 

 

ΚΘ΄. Κατὰ γυναικῶν καλλωπιζομένων.

Μὴ κεφαλὰς πυργοῦτε νόθοις πλοκάμοισι, γυναῖκες,
Θρύπτουσαι μαλακοὺς αὐχένας ἐκ σκοπέλων,
Μηδὲ Θεοῦ μορφὰς ἐπαλείφετε χρώμασιν αἰσχροῖς,
Ὥστε προσωπεῖον, κοὐχὶ πρόσωπα, φέρειν.
Οὐδὲ γὰρ ἀσκεπέα κεφαλὴν θέμις ἀνδρὶ γυναῖκα
Φαίνειν, ἢ χρυσῷ σφιγγομένων πλοκάμων,
Ἠὲ κόμης ἀδέτοιο κατωμαδὸν ἔνθα καὶ ἔνθα
Σκιρτώσης ἀπαλῶν μαινάδος ἐξ ἀνέμων.
Οὐδὲ λόφον καθύπερθε φέρειν κορύθεσσιν ὁμοῖον,
Τηλεφανῆ σκοπίην ἀνδράσι λαμπομένην,
Τηλεφανῆ σκοπίην ἀνδράσι λαμπομένην,
Ἠὲ λίνου μαλακοῖο διαυγάζουσαν ἔθειραν
Κρυπτὴν, ἀμφαδίην, τήνδε μετωπιδίην,
Ξανθὸν ἀπαστράπτουσαν, ὅση κρήδεμνον ἄλυξεν,
Ὡς δοκέειν παλάμης ἔργα πονησαμένης·
Εὖτε τὸν οὐχ ὁρόωντα διδάσκαλον, ἄπνοον εἰκὼ
Μορφῆς στασαμένη, κάλλος ἐκεῖθε γράφεις. 
Κάλλος δ’ εἰ μὲν ἔδωκε φύσις, μὴ κρύπτετ’ ἀλοιφῇ,
Ἀλλ’ οἴοις καθαρὸν ἀνδράσιν ὑμετέροις
Σώζετε, κἀλλοτρίῳ μηδ’ ὄμματα λίχνα φέρουσαι·
Ὄμμασι γὰρ κραδίη ἕσπεται οὐχ ὁσίοις·
Εἰ δ’ οὐ γεινομένῃσι συνέσπετο, δεύτερον αἶσχος
Φεύγετε, ἐκ χειρῶν κάλλος ἐφελκόμεναι·
Κάλλος, ὃ γαῖα φέρει, καὶ ὤνιόν ἐστι γυναιξὶ
Πανδήμοις, ὀβολῶν περνομέναις ὀλίγων
Κάλλος, ὃ ῥυπτόμενον χαμάδις ῥέει· οὐδὲ γέλωτι
Ἵστατ’, ἐπὴν λύσῃ χάρμα παρειὰν ὅλην,
Καὶ δακρύων ὀχετοῖσιν ἐλέγχεται, ἰκμαλέῳ τε
Δείματι, καὶ ψεκάδος λύεται ἐξ ὀλίγης.
Ἡ δὲ πάρος στίλβουσα, καὶ ἡ χαρίεσσα παρειὴ,
Χάρμα μέγ’ ἐξαπίνης διχρόος ἐξεφάνη,
Περκνὴ, μαρμαρόεσσα. Μελάγχροε, μιλτοπάρῃε,
Πῶς δύνασαι κατέχειν κάλλος ἐλεγχόμενον;
Ταῦτ’ οὐ κινυμένοισιν ἀγάλμασι· σοὶ δ’ ἀφορητὴ
Μορφὴ, καὶ πολλοῖς λυομένη πάθεσι. 
Τοῦτο Θεοῦ δέμας ἐστὶ, χερὸς τόδε· τοῦτο παλαιὸν,
Τοῦτο νέον. Λειμὼν ἄνθεα δισσὰ φέρων,
Τερπνῶν τε στυγερῶν τε ἀμοιβαδὶς, ἠέ τις ἐσθὴς
Ἀμφίχροος ζώναις πλείοσιν ἑλκομένη.
Τοὔνεκεν ἢ φεύγειν γραπτὸν δέμας, ἠὲ φυλάσσειν,
Μηδ’ ἐπιλωβητὸν εἴδεος ἄλκαρ ἔχειν.
Ἱστὸν Πηνελόπης, τὸν νὺξ λύεν, ἦμαρ ὕφαινεν·
Ἔνδοθι τὴν Ἑκάβην, ἔκτοθι τὴν Ἑλένην.
Εἰ μὲν δὴ μῆχός τι λαθεῖν πόσιν, οὐ μὲν ἀνεκτὸν,
Εἶδος ἀποκρύπτειν θειότερον βροτέῳ,
Μή σε Θεὸς τοίοισιν ἀμείψηται χαλεπῄνας·
Τίς, πόθεν ὁ πλάστης; ἔῤῥε μοι, ἀλλοτρίη.
Οὔ σ’ ἔγραψα, κύων, ἀλλ’ ἔπλασα εἰκόν’ ἐμοῖο·
Πῶς εἴδωλον ἔχω εἴδεος ἀντὶ φίλου;
Ἀλλ’ ἔμπης νούσῳ τι παρήσομεν. Εἰ δ’, ἀρίδηλον
Ἐστὶ πίναξ γραφέων εἶδος ἐπ’ εἶδος ἔχων,
Στήλην αἴσχεος ἴσθι βροτοῖς περιφαντὸν ἐγείρειν
Μορφὴν, ἣν σὺ γράφεις ἔμπνοον ἀλκὶ νόου. 
Κῆπος Ἀδώνιδος ἥδε τεὴ χάρις ὠλεσίκαρπος,
Πουλύποδος χροιὴ, γράμματ’ ἐπὶ ψαμάθων.
Πῶς δὲ σύγ’ εἶδος ἔχουσα κολοίϊον (εἴ γε κολοιὸν
Εὔπτερον ἀλλοτρίοις ἄνθεσι μῦθος ἔχων,
Αὖθις γυμνὸν ἔθηκε γελοίϊον), οὐκ ἀλεγίζεις
Αἴσχεος ὑστατίου, κάλλεος ὀλλυμένου.
Ἔλπῃ δ’ ἀστυφέλικτον ἔχειν γάνος; οὐ μετὰ δηρὸν
Ὄψεαι ἀλλοτρίου κάλλεος ὅσσον ἄχος.
Πυνθάνομ’ ὥς τι φέριστον ἔχει πλάσις, ἤν ποτε γῆρας
Ῥικνώσῃ μορφὴν, τὴν πάρος ἀνθοφόρον·
Τῆμος ὅτ’ ἄγραφός ἐστι μελῶν πλάσις, ὡς πυρίκαυστον
Λείπεσθαι σαρκῶν λείψανον ἐκ κονίης·
Ὀψὲ μετακλαίειν δὲ μελῶν δόλον, εὖτε πίθηκον
Ῥυτίσιν ἐν πυκιναῖς ὦσε τὸ λειπόμενον.
Τοίη ψευδομένων μελέων χάρις. Ἀλλὰ, φερίστη,
Νῦν στῆσον μορφῆς ἔκτυπον, ὡς τὸ πάρος.
Ἀτρεκὲς οὐ μὲν ἔγωγε ὀΐομαι· ἀλλὰ πολὺ πρὶν
Μηδένα μηδ’ ἀνδρῶν εὔξεαι ὄμματ’ ἔχειν,
Οἵ σε πάρος κλήϊζον, ἐπ’ ὄμματα δ’ εἶχον ἕτοιμα
Τῇ καὶ τῇ σοβαροῖς ἴθμασι κινυμένην.
Καὶ τὸ, γέλως, ἀνδρῶν λήθειν γένος ἰσχανόωσα,
Μύστας σῆς μορφῆς ἄνδρας ἐπεσπάσαο.
[…]
Εἰ μὲν γὰρ πόσιός σου ἔχεις πόθον, ὡς σὸν ἐκεῖνος,
Ἐξέτι τοῦ, ὅτ’ ἐρῶν σ’ ἤγαγε πρὸς θαλάμους
Κουριδίην θαλέθουσαν, ἔχεις χάριν· εἰ δὲ σύ γ’ ἄλλων
Ὄμμασιν ἀνδανέεις, τοῦτο πόσις στυγέει.
Κεύθειν λώϊόν ἐστι βελῶν χάριν οἷσι δόμοισιν,
Ἠὲ ψευδομένην οὐχ ὁσίως προφέρειν.
Τῇ μὲν γὰρ πόσις ἐστὶν ἐπάρκιος· ἡ δ’ ἐπὶ πολλοῖς
Ἵσταται, ὥς τε λίνον ἱπταμένων ἀγέλῃ.
Τέρπῃ τερπομένῳ, καὶ ἀμείβεαι ὄψιν ὀπωπῇ,
Αὐτὰρ ἔπειτα γέλως, καὶ λόγος ἀντίθετος,
Κλεπτόμενοι τὸ πρῶτον, ἔπειτα δὲ θάρσος ἔχοντες.
Μηκέτι μοι τὰ πρόσω φθέγγεο, γλῶσσα λάλε.
Ἀλλὰ τόδ’ ἀτρεκέως μυθήσομαι, οὐδὲν ἄκεντρον
Τῶν ὅσα θηλυτέραις παίζεται ἀμφὶ νέοις.
Πάντα γὰρ ἀλλήλοισιν ἅμ’ ἕσπεται, ὥστε σίδηρος,
Ὃν μάγνης ἐρύει, ἄλλον ὑπ’ ἄλλον ἄγων.
[…]
Πᾶν μὲν κάλλος ἐμοὶ, βαιὴ χάρις, εἶαρ ἔνεικε,
Καὶ χειμὼν κρυερὸς ὤλεσεν ἐξαπίνης.
Ἡ νοῦσός μιν ἔκαμψεν ἀώριον, ἢ χρόνος αἰνὸς
Ὤλεσε, τηκεδανῶν κύκλα φέρων ἐτέων.
Τοῦτο δὲ καὶ πλέον ἐστὶ γελοίϊον· οἶδεν ἄκοσμον
Εἶδος ἔχουσα γυνὴ, καὶ πατέει Δανάην,
Αἴσχεϊ κυδιόωσα. Τὸ δ’ αἴσχιον (ὡς ἐνέπουσιν
Ἴδριες, οὐ γὰρ ἐγὼ, τῆσδε κακοῤῥαφίης),
Ξυνὴν νοῦσον ἔχουσι, καὶ ἀλλήλας ἐθέλουσι
Κεύθειν. Τίπτε νόσου τῆσδε χερειότερον;
Τέκτων τέκτονος ἔργον ἐπίσταται, ἴδρις ἀοιδὸς
Ἴδριν ἀοιδοσύνης, φῶρα δὲ φὼρ ἐδάη.
Ἀλλ’ αἵ γ’ οὐκ ἐθέλουσι τά περ νοέουσι, νοεῖσθαι.
Ἦ ῥ’ ἐτεὸν, κακίη ὄμματα πηρὰ φέρει.
Ὣς δ’ ἄνδρες τίουσι τά περ γελόωσι πρόσωπα,
Τερπόμενοι χροιαῖς κινυμένων πινάκων.
Οὔτι τόσον πινάκεσσιν ὀΐομαι, ὅσσον ἐπ’ ἀνδρῶν
Θυμῷ, τοῦ τελέθει χρώματα μαρτυρίη.
Πυνθάνομ’ ὡς κενεὴν, καὶ ἀνείδεον, ὑστερόφωνον
Ἠχώ τις ποθέων, πλάζεθ’ ὑπὲρ σκοπέλων·
Καὶ μορφῆς τις ἑῆς ποτ’ ἐράσσατο, καὶ κατ’ πηγῆς
Ἤλατ’ ἐπ’ εἰδώλῳ κάλλεος οὐλομένου.

λλη δ’ αὖ ποταμοῖο καλοῖς ἐπεμῄνατο ῥείθροις,
Μαίνετο, οὐδ’ ὄχθας ἥγ’ ἀπέλειπε φίλας·
Λάπτεν ὕδωρ, χείρεσσιν ἀφύσσετο, ἀφρὸν ἔμαρπτεν·
Ἀλλ’ οὐδ’ ὣς πυρόεις ὕδασι λῆγε πόθος.
Οὕτω τυφλὸν ἔρως καὶ ἀνάρσιον. Οὐ μέγα θαῦμα,
Εἴ τινα καὶ σὺ νέων τῆλε νόοιο βάλοις,
Εὔχροος, ἁβροχίτων, ῥοδοδάκτυλος, ὑψικάρηνος,
Οὐχ ἕνα, ἀλλὰ τόσους, ὁσσατίοισι γράφῃ.
Πείθομαι, ὥς ποτε ταῦρον ἀνὴρ σοφὸς ἤπαφε τέχνῃ,
Χρώμασι μορφώσας δουρατέην δάμαλιν
(Ξεινὸς ἔρως! ἀπνόοισιν ἐπ’ εἴδεσιν ἔμπνοα βαίνει)
Ὁππότε καὶ σὺ νέοις μήσαο τοῖον ἄγος.
Ὀρφεὺς θῆρας ἔπειθε, σὺ δ’ ἀνέρας, οἷσιν ὁμοῖος
Θήρεσίν ἐστι νόος, θηλυμανής τε βίος.
Εἴ τοι μὴ σάρκεσσι χαρίζεαι, ἀντὶ δὲ σαρκῶν
Ὄμμασι, καὶ τὸ, νόσος ἠερίη φιλότης.
Ἀλλ’ ἄτρωτος ὅλη• ναὶ πείθομαι, οὐδὲ τόδ’ ἐσθλὸν
Ἐστὶν ἐμοὶ κενεῆς δόξαν ἔχειν κακίης.
[…]
*

Η χρυσή στολή του αγίου Μαρκιανού



Η χρυσή στολή του αγίου Μαρκιανού 
Κατά την τέλεση των εγκαινίων του ναού της αγίας μάρτυρος Αναστασίας, τον οποίο έκτισε από τα θεμέλια ο μέγας Μαρκιανός, και ενώ είχαν προσέλθει, όπως ήταν φυσικό, και οι βασιλείς και ο πατριάρχης και όλη η πόλη, κάποιος φτωχός πλησίασε τον άγιο και, με το βλέμμα στραμμένο στο δεξί του χέρι, του ζήτησε κάτι, για να ανακουφίσει την πείνα του. 
Ο άγιος έτυχε τότε να μην έχει τίποτε επάνω του, μέσα όμως στην ψυχή του είχε πράγματι πολλή καλοσύνη και φιλανθρωπία. Απομακρύνθηκε λοιπόν από όλους και αναζήτησε κάποιο μέρος όσο γινόταν πιο αθέατο. Συνέβαινε επίσης να μη φορά τίποτε άλλο, εκτός από έναν χιτώνα, καθώς σε όλη του τη ζωή συνήθιζε να μη φορά δεύτερο ρούχο. Σε αυτή λοιπόν την κατάσταση ο άγιος θα μπορούσε εύκολα να δικαιολογηθεί και να απορρίψει την ικεσία του φτωχού, αφού για το ότι δεν έχει τίποτε επάνω του είχε μάρτυρα τον Θεό που βλέπει τα πάντα. Εκείνος όμως, σαν να φοβόταν ότι θα λυπούσε τον Θεό αν δεν έδινε κάτι, έβγαλε αυτό το μοναδικό ρούχο που φορούσε και το έδωσε πρόθυμα στον φτωχό. Έμεινε λοιπόν μόνο με την ιερατική στολή· και το φελόνι, το οποίο κάλυπτε το σώμα του, το τραβούσε από όλες τις πλευρές, προσπαθώντας όσο μπορούσε να διαφύγει την προσοχή. 
Όταν βρέθηκε μέσα στο ιερό και ο πρώτος των ιερέων του έδωσε εντολή να τελέσει αυτός τη θεία μυσταγωγία, ο άγιος συνέχισε να μαζεύει το φελόνι του, όπως είπαμε, προσπαθώντας να κρύψει το γεγονός. Οι άλλοι όμως ιερείς, και μαζί με αυτούς και ο πατριάρχης, τον κοίταξαν και είδαν κάποιο θαυμαστό θέαμα, πρωτοφανές και ανείπωτο, που μόνο όποιοι το είδαν θα το πίστευαν: ο άγιος φορούσε από μέσα μια στολή βασιλική, ολοκέντητη με λαμπερό χρυσάφι, η οποία φαινόταν πιο πολύ όταν σήκωνε τα χέρια και μετέδιδε τη θεία κοινωνία σε όσους προσέρχονταν. 
Βλέποντας αυτά, άλλοι από τους ιερείς θαύμαζαν σιωπηλοί, ενώ άλλοι το έλεγαν σε άλλους, κάποιοι με θαυμασμό και κάποιοι με φθόνο. Οι τελευταίοι μάλιστα πήγαν και στον πατριάρχη Γεννάδιο, [1] νομίζοντας ότι αγνοεί αυτό που πολύ θα ήθελαν να ξέρει, και του το είπαν, διασύροντας συγχρόνως και διαβάλλοντας τον άγιο. Ο πατριάρχης απάντησε ότι το είδε και αυτός, δεν ήξερε όμως πώς έγινε και γι’ αυτό ήταν γεμάτος απορία. 
Όταν ο Μαρκιανός τελείωσε τη θεία μυσταγωγία, τον κάλεσε ο πατριάρχης, τον πήρε ιδιαιτέρως και τον μάλωσε για τη στολή, λέγοντας ότι κάτι τέτοια ταιριάζουν σε βασιλείς και όχι σε ιερείς. Εκείνος απόρησε περισσότερο από τον απορημένο πατριάρχη και έπεσε στα πόδια του, βρέχοντάς τα με πολλά δάκρυα. Διέψευσε απόλυτα την κατηγορία και απέδωσε το πράγμα σε οφθαλμαπάτη, προσθέτοντας: «Και μόνο να σκεφτόμουν κάτι τέτοιο, θα ήταν ξεκάθαρη τρέλα». 
Μετά από αυτό ο πατριάρχης, θεωρώντας ανόητο και ολοφάνερα παράλογο το να μην πιστεύει στα μάτια του, έπιασε με το χέρι του το φελόνι του αγίου και αμέσως το ανασήκωσε μαζί με την ιερατική στολή, και η συνέχεια ήταν θαυμαστή και ως θέαμα και ως διήγηση: ο χρυσός εκείνος χιτώνας που έβλεπαν πριν από λίγο δεν υπήρχε πουθενά, ενώ ο άγιος φάνηκε γυμνός, όπως και πράγματι ήταν κάτω από τα ιερατικά αυτά άμφια, αυτός που ήταν αληθινά ντυμένος με τους αόρατους χρυσούς χιτώνες της αρετής. Τούτο άφησε κατάπληκτο τον πατριάρχη, άφησε κατάπληκτους και τους βασιλείς, καθώς το γεγονός διαδόθηκε και σε αυτούς, και με όλα αυτά δοξαζόταν ο Θεός και ο υπηρέτης του Μαρκιανός. 
[1]Πρόκειται για τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως άγιο Γεννάδιο Α’ (458-471). 
Η μνήμη του εορτάζεται στις 17 Νοεμβρίου.  
ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Γ’, Υπόθεση ΜΣΤ(46), σελ. 364. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2006.

Δημοφιλείς αναρτήσεις