Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

ΜΗΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ



ΜΗΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ

ἔχων ἡμέρας τριάκοντα
Ἡ ἡμέρα ἔχει ὥρας 12 καὶ ἡ νὺξ ὥρας 12

Ἀρχὴ τῆς Ἰνδίκτου, ἤ τοι τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους·

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος β’.
πάσης δημιουργὸς τῆς κτίσεως, ὁ καιροὺς καὶ χρόνους ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσία θέμενος, εὐλόγησον τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου Κύριε, φυλάττων ἐν εἰρήνῃ τοὺς Βασιλεῖς καὶ τὴν πόλιν σου, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, καὶ σῶσον ἡμᾶς.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
ἀρρήτῳ σύμπαντα, δημιουργήσας σοφίᾳ, καὶ καιροὺς ὁ θέμενος, ἐν τῇ αὐτοῦ ἐξουσίᾳ, δώρησαι, τῷ φιλοχρίστῳ λαῷ σου νίκας· ἔτους δέ, τάς τε εἰσόδους καὶ τάς ἐξόδους, εὐλογήσαις κατευθύνων, ἡμῶν τὰ ἔργα πρὸς θεῖόν σου θέλημα.

(Ποιηθὲν τῶ 1813 ἔτει ὑπὸ τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Κωνσταντινοπόλεως, Κυρίλλου ς´).

Μεγαλυνάριον
ναρχε τρισήλιε Βασιλεῦ, ὁ καιρῶν καὶ χρόνων, τὰς ἑλίξεις περισκοπῶν, εὐλόγησον τὸν κύκλον, τῆς νέας περιόδου, τὰς ἀγαθάς σου δόσεις πᾶσι δωρούμενος.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
καιροὺς καρποφόρους καὶ ὑετούς, οὐρανόθεν παρέχων τοῖς ἐπὶ γῆς, καὶ νῦν προσδεχόμενος, τὰς αἰτήσεις τῶν δούλων σου, ἀπὸ πάσης λύτρωσαι, ἀνάγκης τὴν πόλιν σου, οἱ οἰκτιρμοὶ καὶ γάρ σου, εἰς πάντα τὰ ἔργα σου. Ὅθεν τὰς εἰσόδους, εὐλογῶν καὶ ἐξόδους, τὰ ἔργα κατεύθυνον ἐφ᾿ ἡμᾶς τῶν χειρῶν ἡμῶν, καὶ πταισμάτων τὴν ἄφεσιν, δώρησαι ἡμῖν ὁ Θεός· σὺ γὰρ ἐξ οὐκ ὄντων τὰ σύμπαντα, ὡς δυνατὸς εἰς τὸ εἶναι παρήγαγες.

Αγιος ῎Εϊνταν Λιντισφὰρν τῆς Βρετανίας.



Αγιος ῎Εϊνταν τοῦ Λιντισφὰρν τῆς Βρετανίας. 
31 Αὐγούστου.

Κάνει ἐντύπωση σὲ πολλοὺς ὁ λόγος τοῦ Μοναχοῦ ᾿Αγαπίου Λάνδου στὸ βιβλίο του «῾Αμαρτωλῶν Σωτηρία», ὅτι: «Εἰς τὰς ἀρχάς, ὁποὺ ἐδέχθη τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ ἡ Βρεττανία, ἦσαν εἰς αὐτὴν περίσσα εὐλαβεῖς καὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι». 
῾Υπάρχουν ἀναφορὲς πὼς ὁ Χριστιανισμὸς κηρύχθηκε στὴν Βρετανία τὸν 1ο αἰῶνα, ἀπὸ τὸν ἅγιο ᾿Ιωσὴφ τὸν ᾿Αριμαθαίας καὶ τὸν ἅγιο ᾿Αριστόβουλο μὲ τὴν συνοδεία τοῦ Οὐαλλοῦ Μπρὰν τοῦ Εὐλογημένου, ὁ ὁποῖος διδάχθηκε τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο, μὲ τὸν ὁποῖο ἦσαν μαζὶ στὴ φυλακὴ τῆς Ρώμης.

Οἱ Βρετανοὶ διατήρησαν τὴν πίστη ἀνόθευτη μέχρι τὸ 1066, ὅταν οἱ Νορμανδοί, ὑπὸ τὸν Γουλιέλμο τὸν Κατακτητή, εἰσέβαλαν στὴν Βρεττανία καὶ ἐπέβαλαν στὸν λαὸ κάθε μέρους ποὺ κατακτοῦσαν τὰ Ρωμαιοκαθολικὰ δόγματα. 
Κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία, λοιπόν, ὑπῆρξαν πολλοὶ οἱ ὁποῖοι ἀκολούθησαν τὸ Εὐαγγέλιο πιστά, ζοῦσαν μέσα στὴν ᾿Εκκλησία καὶ εἶναι ἀναγνωρισμένοι ἀπὸ αὐτὴ ὡς ῞Αγιοι. 
῞Ενας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν τοῦ Λίντισφαρν, τοῦ ὁποίου ἡ ζωὴ εἶναι ὑπόδειγμα αὐθεντικοῦ χριστιανικοῦ καὶ ἱεραποστολικοῦ βίου. 
῾Ο ἅγιος ῎Εϊνταν 
῾Ο ἅγιος ῎Εϊνταν (Aidan) ἦταν ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος καὶ ἡγούμενος στὸ Λίντισφαρν (Lindisfarne). 
Τὸ Λίντισφαρν εἶναι ἕνα μικρὸ νησὶ στὴν ἀκτὴ τῆς βόρειας ᾿Αγγλίας μεταξὺ τῶν σημερινῶν Μπέρουϊκ-ον-Τγουϊντ (Berwick-on-Tweed) καὶ Μπαμπούργ (Bamburgh). 
῾Ο ῞Αγιος γεννήθηκε στὰ τέλη τοῦ 6ου αἰῶνα μ.Χ. στὴν ᾿Ιρλανδία. ῎Εγινε Μοναχὸς στὸ νησὶ ᾿Αϊόνα (Iona), ὅπου ὁ ἅγιος Κολούμβα [9 ᾿Ιουνίου] εἶχε ἱδρύσει τὸ μοναστήρι του νωρίτερα. 
῞Οταν ὁ βασιλιὰς ἅγιος ῎Οσβαλντ [5 Αὐγούστου] τῆς Νορθαμβρίας (Northumbria) ζήτησε νὰ τοῦ στείλουν ἕναν ἐπίσκοπο γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐκχριστιανίσει τοὺς παγανιστὲς ὑπηκόους του, ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος καὶ πῆγε στὴ Νορθαμβρία τὸ ἔτος 635 μ.Χ. ῾Η ἕδρα του ἦταν τὸ Λίντισφαρν, ὅπου ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο πρῶτα. ῞Ιδρυσε πολλὲς ᾿Ενορίες καὶ ἕνα Μοναστήρι στὸ Μέλροουζ (Melrose), κοντὰ στὸ Λίντισφαρν. Μεταξὺ τῶν πολλῶν πνευματικῶν καρπῶν του ἦταν καὶ ἡ ῾Αγία ῞Ιλδα τοῦ Γουίτμπυ [17 Νοεμβρίου] καὶ ὁ ῞Αγιος Κυθβέρτος [20 Μαρτίου]. 
῾Ο ὅσιος Βέτης/Βέδης [27 Μαΐου] περιγράφει τὸν ἅγιο ῎Εϊνταν ὡς ἕνα ἄξιο πνευματικὸ ὁδηγὸ καὶ δάσκαλο, μὲ φλογερὴ ἀγάπη καὶ καλοσύνη, συνοδευόμενη μὲ ταπείνωση, ζῆλο καὶ εὐγένεια. 
Στὸν βίο τοῦ ἁγίου ῎Εϊνταν διακρίνομε μία αὐθεντικὴ χριστιανικὴ πνευματικότητα, δηλαδὴ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ συνοδευόμενη μὲ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, ἰδιαιτέρως μάλιστα πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους. 
῾Η ἱεραποστολικὴ ὁμάδα τοῦ ἁγίου ῎Εϊνταν στὴν Νορθαμβρία ἦταν αὐτὴ ποὺ ὁδήγησε τοὺς ᾿Αγγλοσάξονες στὸ Χριστιανισμό. Στὸ Λίντισφαρν σήμερα ὑπάρχει ἕνα ἄγαλμα τοῦ ἁγίου ῎Εϊνταν, ὁ ὁποῖος κρατάει ἕνα λυχνάρι, ποὺ συμβολίζει τὴν πίστη, τὴν ὁποία δίδαξε σὲ αὐτὸ τὸ μέρος τῆς ᾿Αγγλίας.

῾Η χειροτονία 
῞Οταν ὁ βασιλιὰς ῎Οσβαλντ ἀνέβηκε στὸν θρόνο, ἦταν ἀποφασισμένος ὅτι ὅλος ὁ λαός, ὁ ὁποῖος ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία του, ἔπρεπε νὰ λάβει τὴν χάρη τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ. 
῾Ο ῎Οσβαλντ καὶ οἱ ἄντρες του εἶχαν ἤδη γίνει χριστιανοί, ἀφοῦ, ὅταν ἦταν ἐξόριστοι στὴν ᾿Ιρλανδία, εἶχαν βαπτισθεῖ ἀπὸ ᾿Ιρλανδοὺς ἱεραποστόλους. ῞Οταν ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἐξορία ζήτησε ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ᾿Ιρλανδοὺς Γέροντες νὰ στείλουν ἕναν ἐπίσκοπο γιὰ νὰ διδάξει τὰ προτερήματα τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἀγγλικὸ λαό του στὴν ἀληθινὴ πίστη. ῾Η ἐπιθυμία του ἐκπληρώθηκε ἀμέσως. Οἱ Γέροντες ἔστειλαν τὸν ἐπίσκοπο ῎Εϊνταν, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξαιρετικὴ καλοσύνη, εὐλάβεια, ἐγκράτεια καὶ ἦταν πλήρως ἀφιερωμένος στὸ Θεό. 
῞Οταν ὁ ᾿Επίσκοπος ἔφθασε, ὁ βασιλιὰς τοῦ ἔδωσε, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία του, τὸ νησὶ τοῦ Λίντισφαρν γιὰ ἐπισκοπική του ἕδρα. Αὐτὸ τὸ μέρος, ἐπειδὴ ἡ παλίρροια ἀνεβοκατεβαίνει δυὸ φορὲς τὴν ἡμέρα, περικυκλώνεται ἀπὸ τὰ κύματα τῆς θάλασσας καὶ εἶναι σὰν νησί, καί, ὅταν ἡ ἀκτὴ εἶναι ξερή, δυὸ φορὲς τὴν ἡμέρα πάλι ἑνώνεται μὲ τὴν στεριά. 
῾Ο βασιλιὰς ταπεινὰ καὶ μὲ εὐχαρίστηση ἄκουγε τὴ συμβουλὴ τοῦ ᾿Επισκόπου γιὰ ὅλα τὰ θέματα, καὶ εὐσυνείδητα προσπαθοῦσε νὰ θεμελιώσουν καὶ νὰ ἐπεκτείνουν τὴν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ στὸ βασίλειό του. 
Πράγματι, ἦταν ὄμορφο νὰ βλέπει κανεὶς τὸν βασιλιὰ νὰ εἶναι ὁ διερμηνέας τῶν οὐρανίων λόγων πρὸς τὸν λαό του, ὅταν ὁ ᾿Επίσκοπος ῎Εϊνταν κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο. Κι αὐτὸ ἐπειδὴ ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν δὲν γνώριζε τὴν ἀγγλικὴ γλώσσα καλά, ἐνῶ ὁ βασιλιὰς εἶχε μάθει τέλεια τὴν ἰρλανδικὴ γλώσσα, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μακρᾶς ἐξορίας του ἐκεῖ. 
῾Η ἀρετὴ τῆς διακρίσεως 
῞Οταν ὁ βασιλιὰς ῎Οσβαλντ ζήτησε νὰ τοῦ στείλουν κάποιον ἐπίσκοπο, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει αὐτὸν καὶ τὸν λαό του, πρῶτα τοῦ ἔστειλαν κάποιον ἄλλον μὲ αὐστηρότερο πνεῦμα. Αὐτὸς κήρυξε στὸν ἀγγλικὸ λαό, ἀλλὰ χωρὶς ἐπιτυχία. ῞Οταν ἀντιλήφθηκε ὅτι δὲν ἔχουν τὴν διάθεση νὰ τὸν ἀκούσουν, ἐπέστρεψε στὴ χώρα του. 
Σὲ μιὰ σύναξη εἶπε στοὺς Γέροντές του ὅτι δὲν εἶχε καμμιὰ πρόοδο μὲ τὸ νὰ διδάσκει στοὺς ἀνθρώπους ὅπου τὸν εἶχαν στείλει, ἐξαἰτίας τῆς ἀνυπακοῆς, τῆς ξεροκεφαλιᾶς καὶ τῆς βαρβαρότητάς τους. 
῞Ομως, οἱ Γέροντες ἀγωνιοῦσαν νὰ δώσουν τὴ βοήθεια ποὺ ὁ λαὸς ἐκεῖνος εἶχε ζητήσει. Εἶχαν μεγάλη λύπη γιὰ τὸ ὅτι ὁ δάσκαλος ποὺ ἔστειλαν δὲν ἔγινε δεκτός. Συζήτησαν γιὰ πολλὲς ὧρες, καὶ ξαφνικὰ ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν εἶπε πρὸς τὸν ἐπίσκοπο ἐκεῖνον: 
«᾿Αδελφέ, χωρὶς λόγο ἤσουν αὐστηρὸς πρὸς τοὺς ἀδιάφορους ἀκροατές σου. Δὲν τοὺς πρόσφερες πρῶτα τὸ λόγο τῆς ἁπλῆς διδασκαλίας, ὅπως καὶ ὁ ᾿Απόστολος προτείνει (Αʹ Κορ. γʹ 2), ὥστε ἔτσι μὲ ἀργὸ ρυθμὸ καὶ σταδιακά, καθὼς θὰ δυναμώνουν μὲ τὴν τροφὴ τῆς πίστεως τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνουν ἱκανοὶ νὰ δεχθοῦν τὴ βαθύτερη διδασκαλία καὶ νὰ ἐκπληρώσουν τὴν ἀνώτερη ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ». 
Τότε ὅλα τὰ βλέμματα στράφηκαν πρὸς αὐτόν, καὶ ὅσοι ἦταν παρόντες συλλογίσθηκαν μὲ μεγάλη προσοχὴ αὐτὰ ποὺ εἶπε. Μετά, ὅλοι συμφώνησαν ὅτι ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν ἦταν ἄξιος νὰ γίνει ἐπίσκοπος. Αὐτὸς ἦταν ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ μποροῦσε νὰ διδάξει ἐκείνους τοὺς ἄπιστους, ἐφ᾿ ὅσον εἶχε ἀποδείξει τὸν ἑαυτό του ὡς προικισμένο μὲ τὴν χάρη τῆς διακρίσεως, τὴν μητέρα ὅλων τῶν ἀρετῶν. 
Καθὼς περνοῦσε ὁ καιρός, ἡ ἐξαιρετική του προσωπικότητα ἀνέπτυξε πολλὲς ἀρετές, ἀλλ᾿ αὐτὲς ποὺ κυρίως τὸν χαρακτήριζαν ἦταν ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ διάκριση, ἀρετὲς τὶς ὁποῖες καὶ οἱ Γέροντες εἶχαν πρῶτα παρατηρήσει σὲ αὐτόν. Διδασκαλία μέσῳ τοῦ παραδείγματος. 
 
῾Ο ἅγιος ῎Εϊνταν δίδαξε στὸν ἀγγλικὸ λαὸ πολλὰ ὠφέλιμα πράγματα γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς τους. Πάνω ἀπὸ ὅλα τοὺς ἔδωσε τὸ παράδειγμα τῆς ἐγκρατείας καὶ τοῦ αὐτοελέγχου. Τὸ σπουδαιότερο ἦταν ὅτι δὲν τοὺς δίδασκε ἄλλο τρόπο ζωῆς ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ὁ ἴδιος ζοῦσε μὲ τοὺς ἀδελφούς του. 
῾Ο ἅγιος ῎Εϊνταν ποτὲ δὲν ἔψαξε, ἀλλὰ καὶ οὔτε νοιαζόταν γιὰ ἐπίγειους θησαυρούς. ᾿Αντίθετα, χαιρόταν νὰ δίνει σὲ ὁποιονδήποτε φτωχὸ ἄνθρωπο τὰ δῶρα, τὰ ὁποῖα εἶχε λάβει ἀπὸ βασιλιάδες καὶ πλούσιους τοῦ κόσμου αὐτοῦ. 
Συνήθιζε νὰ ταξιδεύει ὁπουδήποτε, σὲ πόλεις καὶ σὲ χωριὰ μὲ τὰ πόδια, καὶ ὄχι πάνω σὲ ἄλογο, ἐκτὸς ἂν ἦταν ἀναγκασμένος νὰ κάνει κάτι τέτοιο ἐξ αἰτίας κάποιας ἐπείγουσας ἀνάγκης. Πήγαινε μὲ τὰ πόδια, ὥστε κάθε φορὰ ποὺ ἔβλεπε ἀνθρώπους φτωχοὺς ἢ πλουσίους, νὰ μπορεῖ νὰ τοὺς πλησιάσει κατ᾿ εὐθείαν, χωρὶς νὰ χρειαστεῖ νὰ σταματήσει καὶ νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ ἄλογο. ῍Αν αὐτοὶ ἦταν ἤδη πιστοί, τότε τοὺς δυνάμωνε στὴν πίστη, ἐνθαρρύνοντάς τους μὲ λόγια καὶ ἔργα νὰ ἐξασκοῦν τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴν ἀγαθοεργία. 
῾Η ζωὴ τοῦ ἁγίου ῎Εϊνταν, σὲ σύγκριση μὲ τὴ σημερινή μας ἀκηδία, βρίσκεται σὲ μεγάλη ἀντίθεση. ῞Οσοι τὸν συνόδευαν, εἴτε κληρικοὶ εἴτε λαϊκοί, ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀπασχολημένοι μὲ προσευχὴ καὶ κάποια μορφὴ μελέτης. Δηλαδή, ἔπρεπε νὰ ἀπασχολοῦνται μὲ τὴν ῾Αγία Γραφὴ ἢ μὲ τὸ νὰ μαθαίνουν τοὺς Ψαλμούς. 
῍Αν ποτὲ συνέβαινε, ποὺ σπάνια γινόταν, νὰ εἶναι καλεσμένος ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν σὲ συμπόσιο μὲ τὸν βασιλιά, πήγαινε μαζὶ μὲ ἕνα ἢ δύο ἀπὸ τοὺς κληρικούς του. ᾿Αφοῦ ἔτρωγε λίγο φαγητό, ἔφευγε βιαστικὰ εἴτε γιὰ νὰ μελετήσει ἢ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. 
Οὔτε ὁ σεβασμός, ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ φόβος τὸν σταματοῦσαν νὰ παραμείνει σιωπηλὸς μπροστὰ στὶς ἁμαρτίες τῶν πλουσίων, τοὺς ὁποίους διόρθωνε μὲ μία αὐστηρὴ παρατήρηση. 
Ποτὲ δὲν ἔδωσε λεφτὰ στοὺς ἰσχυροὺς τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μόνο τροφή, ὅταν τοὺς φιλοξενοῦσε. Μοίραζε τὰ δῶρα, τὰ ὁποῖα λάμβανε ἀπὸ πλούσιους σὲ φτωχούς, γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν, ὅπως εἴπαμε, ἢ τὰ ἔδινε γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση αὐτῶν ποὺ εἶχαν ἄδικα πουληθεῖ ὡς σκλάβοι. 
῾Η ἀρετὴ τῆς εὐσπλαγχνίας 
Κατά τὴ διάρκεια τῆς ἐπισκοπικῆς του θητείας ἕνας Μερκιανὸς (Mercian) ἐχθρικὸς στρατός, ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Πένδα (Penda), ἀπάνθρωπα λεηλατοῦσε ὁλόκληρο τὸ βασίλειο τῆς Νορθαμβρίας. 
᾿Αφοῦ ὁ Πένδα ἔφθασε στὴ βασιλικὴ πόλη, ἡ ὁποία εἶχε τὸ ὄνομα μιᾶς πρώην βασίλισσας, τῆς Μπὲμπ (Bebe [Bamburgh]), καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν κατακτήσει μὲ ἐπίθεση ἢ μὲ πολιορκία, προσπάθησε νὰ τὴν πυρπολήσει. Κατεδάφισε ὅλη τὴν ὀχύρωση στὴν περιοχὴ τῆς πόλεως καὶ ἔφερε μαζί του πολλὰ δοκάρια, καδρόνια σκεπῶν, τοίχους κατασκευασμένους μὲ κλαδιὰ καὶ ἀχυρένιες στέγες. Τὰ μάζεψε ὅλα αὐτὰ σὲ ἕνα τεράστιο ὕψος γύρω ἀπὸ αὐτὴ τὴν μεριὰ τῆς πόλεως, τὴν ὁποίαν κοίταζε. 
Τότε ὁ ἐπίσκοπος ῎Εϊνταν ἔμενε στὸ νησὶ Φάρν, λιγότερο ἀπὸ δυὸ μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη. Συχνὰ ἀποσυρόταν ἐκεῖ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ μόνος καὶ μὲ ἡσυχία. ῞Οταν ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν εἶδε τὶς φλόγες καὶ τὸν καπνό, ποὺ ἐρχόταν ἐξ αἰτίας τῶν ἀνέμων πάνω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ τὰ χέρια του στὸν οὐρανό, καὶ εἶπε μὲ δάκρυα: «῏Ω Κύριε, δὲς πόσο κακὸ κάνει ὁ Πένδα!». 
Μόλις εἶπε αὐτὲς τὶς λέξεις, οἱ ἄνεμοι ἔφυγαν ἀπὸ τὴν πόλη καὶ οἱ φλόγες στράφηκαν πρὸς τοὺς ἐμπρηστές. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς νὰ πληγωθοῦν, ἐνῶ ὅλοι τους εἶχαν τρομοκρατηθεῖ τόσο πολύ, ποὺ σταμάτησαν νὰ κάνουν ἄλλες προσπάθειες νὰ κατακτήσουν τὴν πόλη, ἀντιλαμβανόμενοι ὅτι αὐτὴ ἦταν κάτω ἀπὸ θεία προστασία. 
 
῾Η κοίμηση 
λθε ἡ στιγμή, ποὺ ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν ἔπρεπε νὰ ἀναχωρήσει γιὰ τοὺς οὐρανούς. 
Αὐτὸς ζοῦσε μέσα στὴν περιοχὴ κάποιας βασιλικῆς κατοικίας, ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη, ὅταν τὸν κατέλαβε ἡ ἀσθένεια. ᾿Εκεῖ εἶχε μία ἐκκλησία καὶ ἕνα κελλί, ὅπου πολὺ συχνὰ ἔμενε καθὼς ταξίδευε σὲ γειτονικὲς περιοχὲς γιὰ νὰ κηρύξει. 
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀρρώστιας του, οἱ ἀκόλουθοί του ἔστησαν μία σκηνή, ἐνσωματωμένη στὸν τοῖχο τῆς ἐκκλησίας, ποὺ κοίταζε πρὸς τὴ δύση. ῾Ο ἅγιος ῎Εϊνταν ἀνέπνευσε γιὰ τελευταία φορά, καθὼς εἶχε γείρει πρὸς τὸ ἀντιτείχισμα, ποὺ στήριζε τὴν ἐκκλησία ἐξωτερικά. 
Κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ στὶς 31 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 651 μ.Χ., κατὰ τὸν 17ο χρόνο τῆς ἐπισκοπικῆς του θητείας. 
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ τὸ σῶμα του μεταφέρθηκε στὸ νησὶ τοῦ Λίντισφαρν καὶ θάφτηκε στὸ νεκροταφεῖο τῆς ᾿Αδελφότητας. ᾿Αργότερα, ὅταν μία μεγαλύτερη ἐκκλησία χτίσθηκε καὶ ἀφιερώθηκε στὸν πιὸ εὐλογημένο ἀπὸ ὅλους τοὺς ᾿Αποστόλους, στὸν ᾿Απόστολο Παῦλο, τὰ Λείψανα τοῦ ἁγίου ῎Εϊνταν μεταφέρθηκαν καὶ θάφτηκαν στὴ δεξιὰ μεριὰ τοῦ ἱεροῦ Βήματος, μὲ τὴν τιμὴ ποὺ ἁρμόζει σὲ ἕνα θαυμαστὸ ἐπίσκοπο. 
῾Η μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 31 Αὐγούστου. 
Τὸ ὅραμα 
Τὴν ἴδια ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τοῦ ἁγίου ῎Εϊνταν, ἕνας ἄλλος δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἅγιος Κυθβέρτος, ὅταν ἦταν ἀκόμα λαϊκός, ἔτυχε νὰ χάσει τὸ κοπάδι, τὸ ὁποῖο εἶχε ὑπ᾿ εὐθύνη του. ῎Ετσι μὲ μερικοὺς ἄλλους βοσκοὺς πῆγαν πρὸς τοὺς λόγγους ψάχνοντας γιὰ τὰ χαμένα πρόβατά τους. 
Μία ἀπὸ τὶς νύχτες αὐτές, ποὺ οἱ ἄλλοι εἶχαν ἀποκοιμηθεῖ, αὐτὸς ἐκτελοῦσε καθήκοντα φρουροῦ. Τότε, καθὼς προσευχόταν, εἶδε ξαφνικὰ μία λάμψη νὰ ξεχωρίζει στὸ σκοτάδι, καὶ χοροὺς οὐρανίων δυνάμεων νὰ κατευθύνονται πρὸς τὴ γῆ, νὰ ἁρπάζουν γρήγορα μία ἐντυπωσιακὰ λαμπρὴ ψυχὴ καὶ νὰ ἐπιστρέφουν στὸν οὐρανό. 
Τότε εἶπε ὁ Κυθβέρτος: 
«Τὶ κακόμοιροι εἴμαστε, ποὺ παραδοθήκαμε στὸν ὕπνο καὶ στὴν ἀργία, ὥστε νὰ μὴ δοῦμε ποτὲ τὴν δόξα αὐτῶν, ποὺ βλέπουν τὸν Χριστὸ ἀσταμάτητα! Μετὰ ἀπὸ μία τέτοια μικρὴ ἀγρυπνία, τὶ θαυμάσια εἶδα! ῾Η θύρα τοῦ Παραδείσου ἄνοιξε καὶ μία ὁμάδα ᾿Αγγέλων ὁδήγησε τὸ πνεῦμα ἑνὸς ἁγίου ἀνθρώπου πρὸς στὸν οὐρανό. ᾿Ενῶ ἐμεῖς εἴμαστε σὲ βαθύτατο σκοτάδι, αὐτὸς ἔχει τὴν εὐτυχία νὰ κοιτάζει αἰωνίως στὰ μέρη τοῦ Παραδείσου καὶ τοῦ αἰωνίου Βασιλιᾶ. Πρέπει νὰ ἦταν κάποιος ἅγιος κληρικὸς ἢ κάποιος λαϊκὸς μεγάλης πνευματικότητας, γιὰ νὰ εἶναι περικυκλωμένος ἀπὸ τόσο φῶς καὶ νὰ ὁδηγήθηκε μὲ τόση τιμὴ ἀπὸ συνοδεία ᾿Αγγέλων». 
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα ἔμαθαν πὼς ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν, ὁ ἐπίσκοπος τοῦ Λίντισφαρν, ἕνας ἄνθρωπος ἀξιοθαύμαστης ἁγιότητος, πέρασε πρὸς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, κατὰ τὴν ὥρα τοῦ ὁράματός του. 
Τότε καὶ ὁ Κυθβέρτος ἔδωσε τὰ πρόβατα πίσω στοὺς ἰδιοκτῆτες τους καὶ ἀποφάσισε νὰ γίνει Μοναχός.

Τετάρτη 30 Αυγούστου 2023

Η ΤΙΜΙΑ ΖΩΝΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


Η ΤΙΜΙΑ ΖΩΝΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 

Παρακλητικός Κανών εις την Αγίαν και Υπέρτιμον Ζώνην της Υπεραγίας Θεοτόκου - ΕΔΩ


Η πάνσεπτη και χαριτόβρυτη Ζώνη της Παναγίας μας, η οποία βρίσκεται στη Μονή Βατοπαιδίου στο Άγιον Όρος, είναι το μοναδικό κειμήλιο το οποίο σώζεται από την επίγεια ζωή της. 
Κατά την ιερά παράδοση και ιστορία της Εκκλησίας μας, η Υπεραγία Θεοτόκος, τρεις ημέρες μετά την κοίμησή της, ανέστη και ανελήφθη εν σώματι στους ουρανούς. Κατά τη διάρκεια της αναλήψεώς της, έδωσε στον Απόστολο Θωμά την Τιμία της Ζώνη. Και ο Θωμάς μαζί με τους άλλους Αποστόλους, αφού άνοιξαν τον τάφο «οὐχ εὗρον τὸ σῶμα» της Θεοτόκου. Έτσι η Τιμία ζώνη αποτελεί τεκμήριο για την Εκκλησία μας της αναστάσεως και αναλήψεως της Θεοτόκου με το σώμα στους ουρανούς και με μια λέξη της μεταστάσεώς της.

Η Τιμία Ζώνη κατασκευάστηκε σύμφωνα με την παράδοση από την ίδια την Παναγία με τρίχες καμήλας. Η Αυτοκράτειρα Ζωή, σύζυγος του Λέοντος του ΣΤ΄ του Σοφού, από ευγνωμοσύνη για τη θαυματουργική θεραπεία της από την Κυρία Θεοτόκο, κέντησε τη Ζώνη με χρυσή κλωστή, όπως σώζεται μέχρι σήμερα, χωρισμένη όμως σε τρία τεμάχια. Αρχικά, φυλασσόταν στα Ιεροσόλυμα και ακολούθως στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον 12ο αιώνα, επί Μανουήλ Α΄ του Κομνηνού (1143–1180), καθιερώθηκε και ο επίσημος εορτασμός της την 31η Αυγούστου. Εν τέλει ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης ΣΤ΄ ο Καντακουζηνός (1347–1355), ο οποίος έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη προς τη Μονή του Βατοπαιδίου, όπως διαπιστώνεται από πολλές σχετικές μαρτυρίες, τη δώρισε σ’ αυτή. Από τότε η Τιμία ζώνη φυλάσσεται στη Μονή Βατοπαιδίου, σε ασημένια θήκη νεότερης κατασκευής, η οποία φέρει την παράσταση της Μονής. Στο κάτω δεξιό διάχωρο της παραστάσεως, ο κατασκευαστής φιλοτέχνησε τη μορφή του δωρητή Αυτοκράτορα Ιωάννου Καντακουζηνού και επιγραφή η οποία αναφέρεται στη δωρεά του προς τη Μονή. 
Αναρίθμητα είναι τα θαύματα, τα οποία έγιναν ως σήμερα με την Τιμία Ζώνη. Η αξία της είναι ανεκτίμητη, διότι συνδέεται άμεσα με την Παναγία. Αυτή έχει τη χάρη και σ’ Αυτή οφείλει τη θαυματουργική δύναμη, που ποικιλότροπα μεταδίδει στους πιστούς. 
Η Αγία Ζώνη διατηρεί «ανεκφοιτήτως» τη χάρη της Υπεραγίας Θεοτόκου, διότι συνδέθηκε με το πρόσωπο και τη ζωή της και διότι οι άγιοι είναι πνευματοφόροι, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της ζωής τους, αλλά και μετά την κοίμησή τους. Το ίδιο φαινόμενο αναφέρεται και στην Αγία Γραφή, όταν η μηλωτή του Προφήτη Ηλία και τα σουδάρια και τα σημικίνθια των Αποστόλων τελούσαν θαύματα, διότι είχαν τη χάρη των Αγίων που τα φορούσαν. Γι’ αυτό και η Εκκλησία τής αποδίδει τιμητική προσκύνηση, καθώς και στο Τίμιο Ξύλο του Σταυρού του Κυρίου. 
Η Αγία Ζώνη έχει την ιδιαίτερη χάρη να θεραπεύει τη στειρότητα των γυναικών και το πάθος του καρκίνου με κορδέλλα η οποία έχει προηγουμένως ευλογηθεί επ’ αυτής και ακολούθως τη ζώνονται οι στείρες γυναίκες και οι καρκινοπαθείς ασθενείς.

Ἀ π ο λ υ τ ί κ ι ο ν .
Ἦχος πλ. δ΄.
Θεοτόκε Ἀειπάρθενε, τῶν ἀνθρώπων ἡ σκέπη, Ἐσθῆτα καὶ Ζώνην τοῦ ἀχράντου σου σώματος, κραταιὰν τῇ πόλει σου περιβολὴν ἐδωρήσω, τῷ ἀσπόρῳ τόκῳ σου ἄφθαρτα διαμείναντα· ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις, καινοτομεῖται καὶ χρόνος. Διὸ δυσωποῦμέν σε, εἰρήνην τῇ πολιτεία σου δώρησαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕ τ ε ρ ο ν .
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Πρὸς δόξαν ἀκήρατον, ἀνερχομένη Ἁγνή, χειρί σου δεδώρησαι, τῷ Ἀποστόλῳ Θωμᾷ, τὴν πάνσεπτον Ζώνην σου· ὅθεν Παρθενομῆτορ, τὴν κατάθεσιν ταύτης, ἄγοντες χαρμοσύνως, τὴν σὴν χάριν ὑμνοῦμεν, δι’ ἧς περιζωννύμεθα, ἰσχὺν ἀήττητον.

[Οπισθόφυλλο κείμενο
που συνοδεύει την έντυπη εικόνα
της Θεοτόκου που βαστάζει την Τιμία Ζώνη
(σύγχρονο έργο ιερομ. Λουκά Ξενοφωντινού),
η οποία δίδεται ως ευλογία
από την Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]
ΠΗΓΉ:ΕΔΩ

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ


Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ  
πηγή: ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟΝ  
Ταπεινής καταγωγής και χωρίς υψηλή κατάσταση, αλλά διαλάμποντας με τις αρετές και τα αποστολικά χαρίσματά του, ο άγιος Αλέξανδρος κρίθηκε άξιος να χρηματίσει βοηθός του αγίου Μητροφάνη [4 Ιουν.], αρχιεπισκόπου Βυζαντίου, με την ιδιότητα του πρωτοπρεσβυτέρου. Μετά την νίκη του αγίου Κωνσταντίνου επί του Λικίνιου, ο αυτοκράτορας διοργάνωσε ρητορικό αγώνα μεταξύ του Αλεξάνδρου και των εθνικών ρητόρων του Βυζαντίου. Όταν ένας από τους φιλόσοφους κατηγόρησε τον Κωνσταντίνο ότι νεωτέριζε σε θέματα θρησκείας, ο Αλέξανδρος στάθηκε μπροστά του και είπε: «Σε διατάζω, εν ονόματι του Χριστού, του μόνου αληθινού Θεού, να σωπάσεις!». Και ευθύς ο ρήτορας βουβάθηκε, ενώ όλοι αναγνώρισαν την δύναμη της αληθινής Πίστης [1]. Καθώς ο άγιος Μητροφάνης ήταν άρρωστος και πολύ γέρος για να μεταβεί στην Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας (325), στην θέση του και εξ ονόματός του πήγε ο Αλέξανδρος [2]. Ιστορείται ότι μετά το πέρας της Συνόδου, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ζήτησε από όλους τους θεοφόρους Πατέρες που είχαν διαλάμψει εκεί να έλθουν στην Κωνσταντινούπολη, που μόλις είχε ιδρύσει, για να την ευλογήσουν. Ένας άγγελος τότε παρουσιάσθηκε στον άγιο Μητροφάνη και του αποκάλυψε ότι πριν παραδώσει την ψυχή του στον Θεό μετά από δέκα ημέρες, έπρεπε να αφήσει διάδοχό του τον Αλέξανδρο [3]. Οι Πατέρες χάρηκαν με το νέο αυτό και μετά την κηδεία του αγίου Μητροφάνη ενθρόνισαν τον άγιο Αλέξανδρο ως πρώτο επίσκοπο της νέας πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας (327). Μετά την Σύνοδο, ο άγιος Αλέξανδρος, ηλικίας τότε περίπου ογδόντα έξι ετών, διακρίθηκε στην υπεράσπιση της Ορθοδόξου Πίστεως κατά των μηχανορραφιών του Αρείου [4] και των ομοφρόνων του, ενώ μερικοί αναφέρουν ότι έκανε αποστολικά ταξίδια στην Θράκη, την Μακεδονία και την Θεσσαλία, καθώς και στα νησιά, για να κηρύξει την πίστη της Συνόδου της Νικαίας. Όταν ο Άρειος κλήθηκε στην Νικομήδεια για να δώσει λόγο για την πίστη του, κατάφερε να εξαπατήσει τον αυτοκράτορα υπογράφοντας μία ομολογία πίστεως, όπου αρκέστηκε να χαρακτηρίσει τον Υιό του Θεού γεννηθέντα προ αιώνων. Ζήτησε τότε την επανένταξή του στην Εκκλησία και, υπό την πίεση του αρειανόφιλου Ευσέβιου Νικομηδείας, ο αυτοκράτορας είδε με ευνοϊκό μάτι το αίτημά του και ζήτησε από τους επισκόπους που είχαν συνέλθει σε σύνοδο στην Τύρο να το εξετάσουν (335). Η σύνοδος αυτή, που αποτελούνταν κατ’ ουσίαν από οπαδούς του Αρείου, στράφηκε σε άδικη κρίση κατά του αγίου Αθανασίου (296-373), αντιμετωπίζοντάς τον ως μάγο θηριώδη και πρόξενο διχόνοιας. Ενώ ο άγιος Αθανάσιος κατάφερε να αναχωρήσει κρυφά για την Κωνσταντινούπολη, όπου ματαίως προσπάθησε να εισακουστεί από τον αυτοκράτορα, η σύνοδος προχώρησε στην καθαίρεσή του, που είχε ως κατάληξη την εξορία του στους Τρεβήρους. Ο Άρειος προσπάθησε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια, αλλά επειδή ξέσπασε στάση εναντίον του, ο αυτοκράτορας τον κάλεσε πίσω στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να αποκαταστήσει την κοινωνία του με τον άγιο Αλέξανδρο. Ο αρειανιστής Ευσέβιος Νικομηδείας (280- 341) και οι υποστηρικτές του άσκησαν κάθε είδους πιέσεις στον άγιο ιεράρχη και άρχισαν προετοιμασίες για την τέλεση Λειτουργίας στην οποία επρόκειτο να κοινωνήσει με τον αιρετικό. Ο άγιος Αλέξανδρος κατέφυγε στον ναό της Αγίας Ειρήνης και, γονατισμένος μπροστά στο θυσιαστήριο, προσευχόταν μέρα-νύχτα με δάκρυα λέγοντας στον Κύριο: «Αν ο Άρειος πρέπει να συμφιλιωθεί με την Εκκλησία, άφησε τον δούλο Σου να απέλθει. Αν όμως ευσπλαγχνίζεσαι την Εκκλησία Σου και δεν επιθυμείς να παραδώσεις την κληρονομία Σου στην ντροπή, απόσυρε τον Άρειο για να μην εκληφθεί η αίρεση ως αληθινή Πίστη». Το Σάββατο, παραμονή της προετοιμαζόμενης τελετής, ενώ βρισκόταν στην αγορά, κοντά στην στήλη από πορφυρίτη που είχε ανεγείρει ο Κωνσταντίνος, ο Άρειος ένιωσε αίφνης επείγουσα φυσική ανάγκη που κατέληξε σε ρήξη των σπλάχνων του με αποτέλεσμα να βρει οικτρό θάνατο στον απόπατο και να στερηθεί έτσι την κοινωνία και την ζωή. Όταν έμαθε το νέο, ο άγιος Αλέξανδρος ευχαρίστησε τον Θεό, όχι για τον θάνατο ενός ανθρώπου, αλλά επειδή είχε δείξει για μια φορά ακόμη ότι παρ’ όλη την υποστήριξη της εξουσίας και των ισχυρών του κόσμου τούτου, η αίρεση δεν μπορούσε να υπερισχύσει της αλήθειας της Εκκλησίας [5]. Οι ταραχές ωστόσο δεν έπαψαν και ο άγιος Αλέξανδρος χρειάστηκε να συνεχίσει τον αγώνα για την Ορθοδοξία. Εκοιμήθη εν ειρήνη λίγους μήνες μετά τον θάνατο του αγίου Κωνσταντίνου (337) σε ηλικία ενενήντα οκτώ ετών, για να λάβει στους Ουρανούς την ανταμοιβή του για τους αποστολικούς του μόχθους. Εμπιστεύθηκε στον άγιο Παύλο [6 Νοεμ.] την διαδοχή στον επισκοπικό θρόνο και στον αγώνα για την Ορθοδοξία.

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ  
[1] Το θαύμα τούτο αναφέρει ο άγιος Θεοφάνης ο Ομολογητής (760- 818) στην «Χρονογραφία» του, εκδ. Boor, σελ. 23. 
[2] Το όνομά του δεν βρίσκεται στον κατάλογο εκείνων που υπέγραψαν τις αποφάσεις της Συνόδου, αλλά διασώζεται το αντίγραφο της επιστολής που στάλθηκε στον Αλέξανδρο από την Σύνοδο της Αντιοχείας, επιβεβαιώνοντας τις κανονικές κυρώσεις κατά του Αρείου και των οπαδών του. 
[3] Είναι η εκδοχή που παραδίδει η αγιολογική παράδοση (Βίοι των αγίων Μητροφάνους και Αλεξάνδρου, όπως συνοψίζονται στην Βιβλιοθήκη του αγίου Φωτίου, 256, PG 104, 113). Σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς, ο άγιος Αλέξανδρος είχε χειροτονηθεί επίσκοπος από το 314, αλλά είναι δυνατό να παρέμεινε μαθητής και κατά κάποιον τρόπο βοηθός του αγίου Μητροφάνη, μέχρι τον θάνατο του τελευταίου. 
[4] Ο Άρειος (256-336) ήταν ασκητής και πρεσβύτερος από την ιστορική Εκκλησία της Αλεξάνδρειας με καταγωγή από την Λιβύη. Οι θεολογικές του θέσεις ονομάστηκαν «Αρειανισμός» από τους αντιπάλους του και καταπολεμήθηκαν ως την πιο δεινή αίρεση σε μια περίοδο τριών και πλέον αιώνων («αρειανή διαμάχη»), αν και γνώρισαν ιδιαίτερη απήχηση. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι ο Υιός του Θεού ήταν κτίσμα, αλλά πολλοί ιστορικοί της εποχής αποδίδουν την κίνησή του σε αίτια εσωτερικής αντιπαλότητας με τοπικούς πρωτοπρεσβύτερους. Η διδασκαλία του καταδικάστηκε από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. 
[5] Ο θάνατος του Αρείου αναφέρεται από τον άγιο Αθανάσιο σε μία επιστολή προς τον άγιο Σεραπίωνα το 338 (PG 25, 685) και αναπαράγεται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς. 
«Νέος Συναξαριστής 
της Ορθοδόξου Εκκλησίας». 
Τόμ. 12ος, Αύγουστος,
σελ. 332–334.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Κυριακή 27 Αυγούστου 2023

Ο Αββάς Ποιμήν είπε


Ένας αδελφός ηρώτησε τον Αββάν Ποιμένα, λέγων. Εάν ίδω σφάλμα του αδελφού μου, καλόν είναι να το σκεπάσω; 
Του λέγει ο Γέρων: Όποιαν ώραν σκεπάσωμεν το σφάλμα του αδελφού μας και ο Θεός σκεπάζει το ιδικόν μας.
***
Επισκέφθηκαν κάποιοι γέροντες τον Αββά Ποιμένα και του είπαν: Αν δούμε τους αδελφούς να νυστάζουν στη σύναξη νομίζεις ότι πρέπει να τους ξυπνήσουμε για να προσέχουν στην αγρυπνία;
Κι εκείνος τους λέει: Εγώ πάντως αν δω έναν αδελφό να νυστάζει βάζω το κεφάλι του στα γόνατά μου και τον αναπαύω.
*
Ένας αδελφός ηρώτησε τον Αββάν Ποιμένα, λέγων.
- Μαζί μου κατοικούν αδελφοί. Ορίζεις να τους διατάξω;
Του λέγει ο Γέρων΄ Όχι, αλλά γίνε εις αυτούς παράδειγμα και όχι νομοθέτης.
*
Είπεν ο Αββάς Ποιμήν, ότι το να διδάξη κανείς τον πλησίον του είναι όμοιον να τον ελέγξει.
*
Ηρώτησαν μερικοί πατέρες τον Αββάν Ποιμέναν, λέγοντες. Εάν ίδωμεν ένα αδελφό να αμαρτάνει, ορίζεις να τον ελέγξωμεν; 
Τους λέγει ο Γέρων΄ Εγώ πάντως εάν έχω ανάγκην να περάσω απ’εκεί και τον ιδώ να αμαρτάνει, περνώ μακριά από αυτόν και δεν τον ελέγχω.
*
Είπεν πάλιν
Μήν κάμνεις το θέλημά σου. Αναγκαίον δε είναι να ταπεινώσεις τον εαυτόν σου εις τον αδελφόν σου.
*
Είπεν μεγαλυτέραν από αυτήν την αγάπην δεν ευρίσκει κανείς, από το να βάλλη την ψυχήν του υπέρ του πλησίον του. Διότι εάν ακούση λόγον κακόν, δηλαδή λυπηρόν, και ενώ μπορεί να ειπή και αυτός το όμοιον να αγωνισθεί και να μην ειπή ή αδικηθή πλεονεκτικώς και υπομένη και δεν ανταποδώσει εις αυτόν, ο τοιούτος βάλλει την ψυχήν του υπέρ του πλησίον.
*
Είπεν πάλιν
Η κακία ουδόλως αφανίζειν την κακίαν΄ Αλλά εάν κάποιος σου κάμη κακόν, κάμε του καλόν, δια να αφανίσεις την κακίαν με την ευεργεσίαν.
*
Ένας αδελφός ηρώτησε τον Αββάν Ποιμέναν, λέγων, ότι εάν ιδώ κανέναν αδελφόν, δια τον οποίον ήκουσα σφάλμα, δεν θέλω να τον βάλω στο κελλίον μου; Εάν δε ιδώ κανένα καλόν να χαίρομαι μαζί του;
Του λέγει ο Γέρων Εάν κάμνεις εις τον καλόν αδελφόν ολίγον καλόν, κάμε διπλάσιον εις τον άλλον.
*
Ο Παΐσιος, ο αδελφός του αββά Ποιμένος, σχετιζόταν με κάποιον που έμενε έξω από το κελί του, πράγμα που δεν το ήθελε ο αββάς Ποιμήν. Σηκώθηκε λοιπόν ο αββάς Ποιμήν και πάει στον αββά Αμμωνά και του λέει: Ο αδελφός μου, ο Παΐσιος, έχει σχέσεις με κάποιον και αυτό δεν με αναπαύει. Και του απαντά ο αββάς Αμμωνάς: Ποιμήν, ακόμα ζεις; Πήγαινε κάθισε στο κελί σου και βάλε στα κατάβαθα της καρδιά σου ότι έχεις ήδη έναν χρόνο που είσαι μέσα στο μνήμα.
*
Ο αββάς Ποιμήν ήρθε κάποτε να κατοικήσει στα μέρη της Αιγύπτου. Κοντά του έμενε ένας αδελφός πού είχε γυναίκα, και ποτέ δεν τον ήλεγξε.
Αυτή λοιπόν (η γυναίκα) έτυχε να γεννήσει νύχτα. Το πήρε είδηση ο γέροντας και κάλεσε τον μικρότερο αδελφό του.
Πάρε μαζί σου ένα μπουκάλι κρασί, του είπε, και πήγαινε να το δώσεις στο γείτονα, γιατί το χρειάζεται σήμερα. Εκείνος έκανε όπως τον πρόσταξε ο γέροντας.
Μόλις πήρε το κρασί ο αδελφός, κατανύχθηκε. Σε λίγες μέρες απομάκρυνε τη γυναίκα, αφού της έδωσε ότι είχε. Ύστερα ήρθε στο γέροντα και του είπε:
Εγώ από σήμερα μετανοώ. Ο γέροντας του έδωσε θάρρος. Τότε ο αδελφός πήγε κι έχτισε άλλο κελί, δίπλα στου γέροντα. Κι άπ’ αυτό ερχόταν στο γέροντα, πού τον καθοδηγούσε στο δρόμο του Θεού. Έτσι λοιπόν κέρδισε τον αδελφό.
*
Μια φορά ένας μοναχός τον ρώτησε: «Θα πρέπει άραγε κάποιος μοναχός να καλύπτει με το πέπλο της σιωπής την αμαρτία μιας υπέρβασης ενός άλλου μοναχού, αν τύχει να τον δει να την πράττει;». Ο γέροντας απάντησε: «Αν εμείς μεμφόμαστε τις αμαρτίες των αδελφών μας, τότε ο Θεός θα μεμφθεί και τις δικές μας αμαρτίες, και αν εσύ δεις ένα αμαρτωλό αδελφό, να μην πιστέψεις στα μάτια σου και να ξέρεις, ότι η δική σου η αμαρτία είναι σαν δοκάρι, ενώ η αμαρτία του αδελφού σου είναι σαν σκλήθρα, και τότε θ’ αποφύγεις τη στεναχώρια και τον πειρασμό για να τον κρίνεις».
*
Είπεν ο αββάς Ποιμήν
– Αν ένας άνθρωπος αμαρτήσει και το αρνηθεί λέγοντας «δεν αμάρτησα», μη τον ελέγξεις• διαφορετικά βλάπτεις την καλή του θέληση. Αν όμως του πείς «μη στενοχωριέσαι αδελφέ, αλλά φυλάξου στο εξής», εξυψώνεις την ψυχή του σε μετάνοια.
*
Όποιος πειρασμός κι αν βρη τον ταπεινόφρονα, λέγει ο Αββάς Ποιμήν, νικά γιατί σωπαίνει.
*
Είπε ο αββάς Ποιμήν:
«Πολλοί από τους Πατέρες μας έγιναν ανδρείοι στην άσκηση, αλλά στη λεπτότητα των λογισμών ελάχιστοι».

 

Αββάς Ποιμήν



Ὡς ἐκ λύκου χαίνοντος ἡρπάγη βίου,Ποιμήν, τὸ θρέμμα τοῦ μεγίστου ποιμένος.Ποιμένα εἰς μέγαν ἑβδόμῃ εἰκάδι ᾤχετο Ποιμήν.

Ο Όσιος Ποιμήν καταγόταν από την Αίγυπτο. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών πήγε να βρει τα έξι αδέλφια του που ασκήτευαν στην έρημο της Σκήτης: ο Ανούβ [6 Ίουν.] ήταν ο μεγαλύτερος και ο Παΐσιος ο μικρότερος. Νέος ακόμη, ο Ποιμήν πήγε να ρωτήσει έναν Γέροντα για τρεις λογισμούς του, αλλά με την συζήτηση ξέχασε τον έναν από αυτούς. Όταν επέστρεψε στο κελί του, τον θυμήθηκε και αμέσως πήρε πάλι τον μακρύ δρόμο που τον χώριζε από τον Γέροντα για να του υποβάλει τον λογισμό του. Θαυμάζοντας την έγνοια του να παρουσιάσει μια καθαρή καρδιά στον Θεό, ο Γέροντας προ είπε σ’ αυτόν: «Ποιμένα, το όνομά σου θα ακουσθεί σέ όλη την Αίγυπτο και θα γίνεις πραγματικά ποιμένας Αγγέλων». Όταν οι βάρβαροι Μάζικες ερήμωσαν το μοναστικό κέντρο της Σκήτης (407), τα επτά αδέλφια γλύτωσαν από την σφαγή και παίρνοντας τον δρόμο των έμπορων του νίτρου εγκαταστάθηκαν στην Τερενούθι της Άνω Αίγύπτου, στις όχθες του Νείλου. Ο Ποιμήν απέκτησε εκεί μεγάλη φήμη σέ βαθμό που οι ευσεβείς άνθρωποι άφηναν τους γέροντες που συνήθιζαν να συμβουλεύονται για να έλθουν να λάβουν τις δικές του συμβουλές. Όταν ένας επισκέπτης ερχόταν να ρωτήσει τον αββά Ανούβ εκείνος τον έστελνε στον Ποιμένα, αναγνωρίζοντας ότι είχε λάβει το χάρισμα της διδασκαλίας, αλλά ο Ποιμήν δεν έπαιρνε ποτέ τον λόγο παρουσία του αδελφού του και αρνιόταν να μιλήσει μετά από κάποιον άλλο Γέροντα, παρόλο που τους ξεπερνούσε όλους.

Μαθαίνοντας η μητέρα τους που βρίσκονταν τα επτά αδέλφια, ήλθε να τους δει, αλλά βρέθηκε μπροστά στην σθεναρή άρνηση τους κι έτσι πήγε και στήθηκε μπροστά στην εκκλησία, περιμένοντας να έρθουν οι ασκητές για την εβδομαδιαία σύναξή τους. Οι γιοί της όταν την είδαν γύρισαν πίσω. Εκείνη έτρεξε στο κατόπι τους και, βρίσκοντας την πόρτα κλειστή, άρχισε να θρηνεί λέγοντας: «Ποιο το κακό να σας δω; Μήπως δεν είμαι η μητέρα σας; Μήπως δεν σας θήλασα; Είμαι πλέον κάτασπρη». Ό Ποιμήν τότε είπε από μέσα στην μητέρα του: «Εδώ θέλεις να μας δεις ή στον εκεί κόσμο;» ’Εκείνη αποκρίθηκε: «Αν δεν σας δω εδώ, θα σας δω στον εκεί κόσμο;» Της λέει εκείνος: «Αν πιέσεις τον εαυτό σου να μην μας δεις εδώ, θα μας δεις εκεί». Καί η θεοσεβής μητέρα έφυγε με χαρά λέγουσα: «Αν θα σας δω οπωσδήποτε εκεί, δεν θέλω να σας δω εδώ».

Στην αρχή ο Ποιμήν νήστευε πολύ περνώντας συχνά δύο ή τρείς ήμερες χωρίς τροφή και υπέβαλλε το σώμα του σέ μεγάλες κακουχίες. Μέ τον χρόνο όμως απέκτησε μεγάλη πείρα στην πνευματική επιστήμη και έχοντας γίνει ιατρός, οδηγός καί φωστήρας διακρίσεως για τούς κατοίκους τής ερήμου, τούς δίδασκε να τρώνε λίγο κάθε ήμερα για να μην πέσουν ούτε στην αλαζονεία ούτε στην γαστριμαργία και να ακολουθούν την βασιλική οδό πού είναι ελαφρά. Σέ έναν αδελφό πού τον είδε μια μέρα να βάζει λίγο νερό στα πόδια του και σκανδαλίσθηκε, αποκρίθηκε: «Εμείς δεν διδαχθήκαμε να είμαστε σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι». Έλεγε επίσης συχνά: «Όλα όσα ξεπερνούν το μέτρο ανήκουν στους δαίμονες». 
Μετρημένος στην άσκηση, ήταν ωστόσο πολύ αυστηρός σε ό,τι αφορούσε τις σχέσεις με τους ανθρώπους και θεωρούσε το κελί του σαν έναν τάφο, στον οποίο ο μοναχός, σαν νεκρός, οφείλει να παραμένει ξένος προς κάθε επίγεια προσκόλληση. Μία ήμερα, ο διοικητής της περιοχής, θέλοντας να τον δει, έβαλε να συλλάβουν τον γιο τής αδελφής του Γέροντα με σκοπό να πάει εκείνος να μεσολαβήσει για χάρη του. Ο Ποιμήν ωστόσο έμεινε ασυγκίνητος μπροστά, στις ικεσίες της αδελφής του λέγοντας: «Ο Ποιμήν δεν γέννησε τέκνα». Και μήνυσε στον διοικητή να τον κρίνει σύμφωνα με τούς νόμους, αν είχε διαπράξει κάποιο αδίκημα.

Αν κάποιος επισκέπτης ήθελε να συζητήσει μαζί του για υψηλά θέματα, ο Γέροντας σιωπούσε, αλλά όταν τον ρωτούσαν για τα πάθη και τους τρόπους ιάσεως της ψυχής τότε απαντούσε μετά χαράς. Έδινε στους συνομιλητές του απαντήσεις ανάλογες με την νοημοσύνη και τις δυνατότητές τους, για να τους ενθαρρύνει να προοδεύουν στην αρετή. Τούς συμβούλευε πρωτίστως να μην αφήνουν τόπο στους εμπαθείς λογισμούς, αρεσκόμενοι ή προσπαθώντας να απαντήσουν σ’ αυτούς, και διαβεβαίωνε ότι θα εξαφανισθούν από μόνοι τους: «Δεν μπορείς να τους εμποδίσεις να έλθουν, αλλά στο χέρι σου είναι να αντισταθείς σ’ αυτούς». Δίδασκε ότι το να ρίπτει κανείς τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, το να μην υπολογίζει τον εαυτό του και το να παραμερίζει το ίδιον θέλημα είναι τα μέσα για τον καθαρισμό της ψυχής, αλλά κυρίως με την αυτομεμψία και την επαγρύπνηση θα μπορούσε αυτή να υποδομηθεί και να προκόψει προς την τελείωση. Όταν τον ρώτησε κάποιος μία ήμερα αν έπρεπε να σκεπάσουμε το πταίσμα που βλέπουμε σε έναν αδελφό, εκείνος απάντησε: «Την στιγμή που θα σκεπάσουμε το πταίσμα του αδελφού μας και ο Θεός θα σκεπάσει το δικό μας και την ώρα που θα φανερώσουμε το πταίσμα του αδελφού και ο Θεός θα φανερώσει το δικό μας». Όταν έβλεπε έναν αδελφό να νυστάζει στην εκκλησία, αντί να τον ψέγξει, ο άγιος Γέροντας προτιμούσε να βάζει το κεφάλι του στα γόνατα του και να τον αναπαύει. Όσο για την επαγρύπνηση πάνω στον εαυτό του, την τηρούσε κάθε ώρα καί στιγμή, γνωρίζοντας πως απαρχή όλων των κακών είναι ο περισπασμός· κι όταν έπρεπε να βγει από το κελί του, περνούσε προηγουμένως μία ώρα εξετάζοντας τούς λογισμούς του.
Έλεγε επίσης ότι «ο άνθρωπος χρειάζεται την ταπεινοφροσύνη και τον φόβο Θεού σαν την πνοή πού εξέρχεται από την μύτη του» , και ότι μόνο με την αύτομεμψία, πού μας κάνει να θεωρούμε τον αδελφό μας ανώτερο, μπορούμε να φθάσουμε στην ταπείνωση εκείνη που μας αναπαύει σέ κάθε περίσταση. Όσο για τον ίδιο, είχε φέρει την αύτοπεριφρόνηση σε τέτοιο βαθμό ώστε έλεγε με κάθε ειλικρίνεια: «Εγώ λέγω ό,τι ρίπτομαι στον τόπο πού θα ριχθεί ο Σατανάς. Είμαι κάτω από τα άλογα ζώα γνωρίζοντας ό,τι αυτά είναι ακατάκριτα». Όταν τον ρώτησαν πώς γίνεται να θεωρεί εαυτόν κατώτερο από κάθε πλάσμα, ακόμη καί από έναν φονιά, ο Γέροντας αποκρίθηκε: «Εκείνος έκανε μόνο την αμαρτία αυτή, ενώ εγώ φονεύω κάθε μέρα».

Βλέποντας μία ημέρα μια γυναίκα να θρηνεί στον τάφο του άνδρα και του γιου της, ο αββάς Ποιμήν είπε στον αδελφό του Ανούβ ό,τι αν δεν έφθανε κανείς σέ μία τέτοια διαρκή κατάσταση πένθους και ταπείνωσης της σαρκός δεν είναι δυνατό να γίνει μοναχός. Μιάν άλλη φορά έπεσε σέ έκσταση μπροστά σέ κάποιον δικό του, ο οποίος τον ρώτησε μετά που είχε μεταφερθεί. ’Εκείνος αποκρίθηκε: «Ό λογισμός μου ήταν όπου στεκόταν ή αγία Μαρία ή Θεοτόκος και έκλαιγε δίπλα στον Σταυρό. Κι εγώ θα ήθελα να κλαίω πάντα έτσι» .

Μία ήμερα έφθασαν επίσημοι επισκέπτες από την Συρία για να τον ρωτήσουν περί τής σκληροκαρδίας, αλλά ο γέροντας δεν γνώριζε ελληνικά καί δεν βρέθηκε διερμηνέας. Βλέποντας την στεναχώρια τους, ο Γέρων άρχισε αίφνης να μιλά ελληνικά λέγοντας: «Η φύση του νερού είναι απαλή, ή δε της πέτρας σκληρή, το δε κανάτι όταν κρέμεται πάνω από την πέτρα σταλαγματιά -σταλαγματιά τρυπά την πέτρα. Έτσι και ο λόγος του Θεού είναι απαλός, ή δε καρδιά μας σκληρή· ακούοντας δε πολλές φορές ο άνθρωπος τον λόγο του Θεού, ανοίγεται η καρδιά του στον φόβο του Θεού». 

Αφού διέλαμψε για πολλά χρόνια σαν αστέρας της ερήμου, διδάσκοντας από την δική του εμπειρία και γινόμενος ζωντανό παράδειγμα για όλες τις αρετές, ο αββάς Ποιμήν εκοιμήθει εν ειρήνη λίγο μετά τον άγιο Αρσένιο (μετά το 449), χωρίς όμως να δει ξανά την Σκήτη.


Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

Οι Άγιοι Μάρτυρες Αδριανός και Ναταλία


Οι Άγιοι Μάρτυρες Αδριανός και Ναταλία

Η Παράκληση των Αγίων - εδώ 

Ο άγιος μάρτυς Αδριανός και η σύζυγός του Ναταλία κατάγονταν από τη Νικομήδεια. Κατά τη δεύτερη περίοδο (ήτοι 302-305 μ.Χ.) της βασιλείας του Μαξιμιανού (286-305 μ.Χ.) συνελήφθησαν είκοσι τρεις χριστιανοί άνδρες, οι οποίοι κρύπτονταν στα σπήλαια, και υποβλήθηκαν σε πλεί­στα όσα βασανιστήρια και κακώσεις. Αυτούς λοιπόν ο Αδριανός, προ του μαρτυρίου τους, τούς ρώτησε το εξής: «Για ποιό λόγο, καλοί μου άνθρωποι, υπομένετε αυτές τις ανυπόφορες και δεινές τιμωρίες;». Αυτοί του αποκρίθηκαν: «Για να κερδίσουμε τα αγαθά που έχει ετοιμάσει ο Θεός για όσους πάσχουν υπέρ Αυτού, τα οποία βεβαίως δεν εί­ναι δυνατόν ούτε ακοή να τα ακούσει ούτε λόγος ανθρώπι­νος να τα περιγράψει». 
Αμέσως λοιπόν τότε ο μακαριστός Αδριανός, διεγερθείς από τη θεία χάρη, είπε στους γραμματείς που έγραφαν τα ονόματα των μελλόντων να υποστούν μαρτυρικό θάνατο χριστιανών: «Γράψτε και το δικό μου όνομα· στ’ αλήθεια, ευχαρίστως συναριθμούμαι με αυτούς». Εκείνοι, πράγματι, έγραψαν το όνομά του και, αφού του έδεσαν τα χέρια με αλυσίδες, τον έριξαν στη φυλακή. Πληροφορηθείσα δε η σύζυγός του Ναταλία τη σύλληψη και φυλάκισή του, νόμι­σε ότι αυτά έγιναν για άλλο λόγο και στενοχωρήθηκε πά­ρα πολύ. Ύστερα όμως έμαθε ποιά ήταν η αιτία της καθείρξεως του συζύγου της Αδριανού. Αμέσως, αφού φό­ρεσε λαμπρά ενδύματα, έσπευσε στο δεσμωτήριο, μπήκε μέσα και καταφιλούσε τις αλυσίδες με τις οποίες ήταν δε­μένα τα χέρια του. Και όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον, τον μακάριζε για την προθυμία του και τον συμβούλευε να υπομένει με καρτερία τους αφόρητους πόνους των βασανι­στηρίων, μένοντας ασάλευτος και ακλόνητος στην πίστη του στο Χριστό. Και, ακόμη, παρακαλούσε τους συνδεσμώ­τες του χριστιανούς να προσεύχονται γι’ αυτόν. 
Αλλά τότε, ύστερα από προτροπή του μάρτυρος Αδριανού, η Ναταλία επέστρεψε στην οικία της. Μετά δε από λίγο ο Μάρτυς, επειδή είχε την εντύπωση ότι θα οδη­γούνταν στον τύραννο, χαιρέτισε τους συνδεσμώτες του χριστιανούς και, αφού έδωσε χρήματα στους δεσμοφύλα­κες, έλαβε άδεια και πήγε στην οικία του, για να μηνύσει στη σύζυγό του Ναταλία να είναι παρούσα κατά την τελείωσή του. Εκείνη όμως, μόλις αντίκρισε το σύζυγό της, νόμιζε ότι φοβήθηκε τα βασανιστήρια και για το λόγο αυ­τό αρνήθηκε το Χριστό και, έτσι, αφέθηκε ελεύθερος. Αφού λοιπόν η Ναταλία έκαμε τη σκέψη αυτή, του έκλει­σε την πόρτα κατάμουτρα, ονειδίζοντας τον για την άρνη­ση του Χριστού και αποκαλώντας τον φιλόζωο και δειλό. Ακόμη δε η Αγία του υπενθύμισε την απειλή του Χριστού προς εκείνους που θα αθετήσουν την πίστη τους σ’ Αυτόν. Επιπλέον δε και τον εαυτό της τον αποκαλούσε άθλιο και δυστυχισμένο, γιατί ούτε μια ήμερα, έλεγε, δεν είχε την ευτυχία να ονομαστεί γυναίκα Μάρτυρος, αλλά την ευτυ­χία και τη μακαριότητα, που είχε την ελπίδα να λάβει, τη διαδέχτηκαν μεμιάς η δυσφημία και η αθλιότητα. Όταν όμως αυτή έμαθε το σκοπό για τον οποίον ο Άγιος πήγε στην οικία του, του άνοιξε διάπλατα τις πόρτες και, αφού τον αγκάλιασε, τον ασπαζόταν με απέραντη αγαλλίαση και χαρά. Αμέσως δε, όπως ήταν, τον ακολούθησε στην πο­ρεία του προς τον τύραννο. 
Οδηγήθηκε λοιπόν ο άγιος Αδριανός στο βασιλιά, στον οποίο και διακήρυξε με παρρησία ότι ο Χριστός εί­ναι ο μόνος αληθινός Θεός. Αμέσως τότε ο τύραννος πρόσταξε και υποβλήθηκε ο Άγιος σε βασανιστήρια. Και πρώτα – πρώτα, τον έριξαν στο έδαφος μπρούμυτα και τον έδειραν ανηλεώς με ξύλα. Έπειτα τον γύρισαν ανάσκελα και τον χτύπησαν τόσο πολύ στην κοιλιά, ώστε αυτή άνοιξε και φάνηκαν τα σπλάχνα του. Ήταν δε τότε ο Άγιος είκο­σι οχτώ χρόνων. Ακολούθως οι δήμιοι τον ακρωτηρίασαν μαζί με τους υπόλοιπους Αγίους. Και βέβαια ο πρώτος που του έκοψαν τα χέρια και τα πόδια ήταν ο Αδριανός. Μάλιστα δε η σύζυγός του Ναταλία έθετε πάνω στο αμόνι κάθε μέλος και τον μεν δήμιο τον παρακαλούσε να χτυ­πάει δυνατά με το σφυρί την κοπίδα, τον δε σύζυγό της Αδριανό τον ενθάρρυνε και τον ενδυνάμωνε να υπομένει καρτερικά τους πόνους και να μην προδώσει από δειλία την υπέρ του Χριστού άθλησή του. 
Όταν λοιπόν ο άγιος Αδριανός ετελειώθη, και μαζί και οι άλλοι άγιοι Μάρτυρες, τα δε σώματά τους επρόκειτο να ριχτούν στο πυρ, για να καούν, η Ναταλία πήρε στην αγκαλιά της το ένα χέρι του συζύγου της Αδριανού και ακολουθούσε τα άγια λείψανα. Αλλά και με τα αίματα που έσταζαν από τα ιερά αυτά λείψανα άλειφε τον εαυτό της. 
Μόλις οι δήμιοι έφτασαν στον προκαθορισμένο τόπο, έριξαν στο πυρ τα άγια λείψανα. Αμέσως όμως τότε ξέ­σπασε μεγάλη νεροποντή, η οποία έσβησε το πυρ, και τα λείψανα έμειναν άθιχτα. Έτσι ένας χριστιανός, ονόματι Ευσέβιος, περισυνέλεξε τα άγια λείψανα και, αφού τα έβαλε σε ένα πλοιάριο, τα μετέφερε στην Αργυρούπολη, κοντά στο Βυζάντιο, και τα ενταφίασε. Εκεί και η αγία Ναταλία, μεταβάσα αργότερα, παρέδωσε το πνεύμα της στο Θεό και ενταφιάστηκε δίπλα στα λείψανα των αγίων Μαρτύρων. 
Πηγή: Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου, Με τους Αγίους μας, Συναξαριστής μηνός Αυγούστου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σ.148-152.


 Δόξα. 

Ἦχος α'. Ἐφραὶμ Καρίας 
Ζῆλος ἀνδρὸς εὐσεβοῦς, εἵλκυσε γυναῖκα θεοφιλῆ, πρὸς παραίνεσιν φαιδράν· Ἀδριανὸς γὰρ ὁ πανάριστος, Ναταλίας τῶν ῥημάτων ὑπαχθείς, ἀθλήσεως τὸν δρόμον ἐκτετέλεκεν· Ὢ γυναικὸς θεοφιλοῦς! οὐχ ὡς γὰρ Εὔα τῷ, Ἀδὰμ ἤνεγκε φθοράν, ἀλλὰ ζωὴν ἄληκτον τῷ συζύγῳ προεξένησε. Ταύτην σὺν τῷ ἀνδρὶ ἐπαινοῦντες, βοήσωμεν Χριστῷ· Δὸς ἡμῖν βοήθειαν, ταῖς πρεσβείαις τῶν Ἁγίων σου.

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2023

Οstrov (2006)

 


Οstrov (2006)


 

ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ



ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΔΩ 


Ειδωλολάτρης από καταγωγής, ο άγιος Απόστολος Τίτος μεταστράφηκε στην Πίστη από τον άγιο Παύλο, ο οποίος τον ονομάζει «γνήσιο παιδί του χάρη στην Πίστη που τους ενώνει» (Τίτ. 1, 4). Πολλά χρόνια αργότερα (περί το 49), ξαναβρέθηκαν στην Αντιόχεια και ο Παύλος τον οδήγησε μαζί με τον Βαρνάβα στα Ιεροσόλυμα για να δώσει λόγο στους Αποστόλους για την αποστολή του στους εθνικούς. Πεισμένα από τα επιχειρήματα του Παύλου για την απελευθέρωση από τις εντολές του παλαιού Νόμου, τα μέλη της πρώτης αυτής Συνόδου δεν απαίτησαν τελικά να περιτμηθεί ο Τίτος. Έκτοτε, ακολούθησε τον Απόστολο στις περιοδείες του και έγινε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του. Αυτός στάλθηκε στην Κόρινθο για να μεταφέρει εκεί την πρώτη επιστολή του Αποστόλου και να εξηγήσει πώς έπρεπε να γίνει ο έρανος υπέρ των πιστών της Ιερουσαλήμ (βλ. Β΄ Κορ. 8, 6). Αφού όμως ο Τίτος έφυγε από την πόλη για να αναφέρει στον Παύλο τα αποτελέσματα της αποστολής του, σοβαρές ταραχές διαίρεσαν τους χριστιανούς της Κορίνθου. Ο Παύλος, που βρισκόταν τότε στην Έφεσο (περί το 55), παρέδωσε τότε στον Τίτο μία Επιστολή γραμμένη «με πολλή οδύνη και πόνο στην καρδιά» (Β΄ Κορ. 2, 4) με σκοπό να διορθώσει άμεσα τις ηθικές παρεκτροπές. Έγινε δεκτός με φόβο και τρόμο, ως φορέας της αποστολικής αυθεντίας, και αφού αποκατέστησε την τάξη και την αγάπη, πήγε να συναντήσει τον διδάσκαλό του στη Μακεδονία για να του αναφέρει με χαρά την υπακοή που επέδειξαν οι Κορίνθιοι (βλ. Β΄ Κορ. 7, 15). Εν συνεχεία, ο Παύλος τον απέστειλε εκ νέου στην πόλη αυτή μαζί με δύο άλλους αδελφούς για να παραδώσουν στους Κορινθίους τη δεύτερη Επιστολή του και δρέψουν τους καρπούς του εράνου τους.

Αφού βρέθηκε ξανά με τον Παύλο στη Ρώμη κατά την πρώτη φυλάκισή του, τον συνόδευσε στο ταξίδι της επιστροφής στην Ανατολή. Φθάνοντας στην Κρήτη, ευαγγέλισαν από κοινού πολλές πόλεις και ο Παύλος, που εν τω μεταξύ έπρεπε να συνεχίσει την περιοδεία του, άφησε τον Τίτο για να ολοκληρώσει την οργάνωση της νέας Εκκλησίας εγκαθιστώντας σε κάθε πόλη επισκόπους (περί το 63· βλ. Τίτ. 1, 5). Συναντώντας μεγάλες δυσκολίες, ιδιαίτερα εκ μέρους των Εβραίων, ο Τίτος έγραψε στον Παύλο, ο οποίος του απάντησε ενθαρρύνοντάς τον να διδάσκει ό,τι είναι σύμφωνο με τη θεία Διδασκαλία και να δίνει ο ίδιος το παράδειγμα των καλών έργων: «Η διδασκαλία σου να είναι ανόθευτη, σοβαρή, καθαρή, με σωστό περιεχόμενο, που δε θα δίνει αφορμή για κατηγορίες. Έτσι οι αντίπαλοι θα ντροπιαστούν, αφού δεν θά ’χουν τίποτε κακό να λένε για μας» (Τίτ. 2, 7-8).

Ο Παύλος διαμήνυσε στον Τίτο να πάει να τον συναντήσει στη Νικόπολη και από εκεί στάλθηκε για νέα αποστολή στη Δαλματία (περί το 65· βλ. Β΄ Τιμ. 4, 10). Μετά το μαρτύριο του Παύλου, επέστρεψε στην Κρήτη και διοίκησε την Εκκλησία με σοφία και με ποιμαντορικό ζήλο μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Εκοιμήθη εν ειρήνη και το σώμα του κατατέθηκε στον καθεδρικό ναό της Γορτύνης, της επισκοπικής έδρας του, όπου τιμήθηκε για πολλούς αιώνες, ως προστάτης της Εκκλησίας της Κρήτης. Όταν το νησί ελευθερώθηκε από την αραβική κατοχή, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στον Χάνδακα και κτίσθηκε νέος καθεδρικός ναός προς τιμήν του Αποστόλου Τίτου. Ο ναός αυτός υπήρξε ο κύριος τόπος προσκυνήματος της Κρήτης καθ’ όλη την περίοδο της βενετικής κατοχής (1210-1669). Διωγμένοι από την Κρήτη από τους Τούρκους (1669) οι Βενετοί, πήραν μαζί τους την κάρα του αγίου Τίτου, που κατατέθηκε στον ναό του αγίου Μάρκου. Το τίμιο αυτό λείψανο επιστράφηκε στην Εκκλησία της Κρήτης στις 12 Μαΐου 1966.

Μια δεύτερη εκδοχή Συναξαρίου

Σύμφωνα με μιαν άλλη εκκλησιαστική παράδοση, ο άγιος Τίτος φέρεται να κατάγεται από το γένος του βασιλιά της Κρήτης, Μίνωα, και από πολύ νωρίς είχε φανερώσει ζωηρό ενδιαφέρον για τις ειδωλολατρικές επιστήμες. Σε ηλικία είκοσι ετών άκουσε μια ουράνια φωνή να του λέει: «Τίτε, πρέπει να αναχωρήσεις από εδώ για να σώσεις τη ψυχή σου, επειδή η θύραθεν αυτή παιδεία δεν πρόκειται να σε ωφελήσει». Φοβούμενος ωστόσο μήπως αυτή η φωνή ερχόταν από τους δαίμονες για να πλανηθεί, συνέχισε να μελετά τα εθνικά γράμματα. Μετά από εννέα χρόνια είδε άλλο όραμα όπου έλαβε την εντολή να μελετήσει τα βιβλία των Εβραίων. Άνοιξε λοιπόν το βιβλίο του Ησαΐα και έπεσε πάνω στα εξής λόγια: «Ελάτε κοντά Μου! Γίνετε νέα κτίση, όλοι οι λαοί ειδωλολατρικοί, εσείς που κατοικείτε στα νησιά. Οι Ισραηλίτες θα σωθούν από τον Κύριο και θα λάβουν από Αυτόν αιώνια σωτηρία» (Ησ. 45, 16). Ο ανθύπατος και διοικητής της Κρήτης, που ήταν θείος του Τίτου, έχοντας ακούσει πολλά εγκώμια για τα θαύματα που έκανε ο Ιησούς Χριστός στην Ιερουσαλήμ και σε όλη την Παλαιστίνη, αποφάσισε τότε, σε συμφωνία με τους προεστώτες του νησιού, να στείλει τον ανιψιό του επί τόπου για να λάβει πληροφορίες. Φθάνοντας στην Ιερουσαλήμ, ο Τίτος είδε τον Κύριο και τα θαύματα που έκανε και υπήρξε μάρτυρας του ζωοποιού Πάθους Του, της Ανάστασης και της Αναλήψεώς Του. Λέγεται μάλιστα ότι ήταν ένας από τους μαθητές που έλαβαν το Άγιο Πνεύμα κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Χειροτονήθηκε από τους Αποστόλους και στάλθηκε κατόπιν σε αποστολή με τον άγιο Παύλο. Πήγαν στην Αντιόχεια, κατόπιν στην περιοχή της Σελεύκειας και από εκεί στην Κύπρο. Από τη Σαλαμίνα έφθασαν εν συνεχεία στην Πέργη της Παμφιλίας και από εκεί μετέβησαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας και στο Ικόνιο (Πράξ. 13, 4-6· 13-14· 52), κατόπιν δε στα Λύστρα και στη Δέρβη, υπομένοντας διώξεις και κατατρεγμούς. Φθάνοντας στην Κρήτη έγιναν δεκτοί από τον διοικητή Ρουστίλο που ήταν γαμπρός του Τίτου. Αυτός προσπάθησε να τους πείσει να μην κηρύττουν κατά των θεών των εθνικών, αλλά μάταια. Λίγο αργότερα, ο άγιος Παύλος ανέστησε με την προσευχή του τον γιο του άρχοντα που μόλις είχε πεθάνει. Έκτοτε ο Ρουστίλος έδειξε μεγάλο σεβασμό απέναντι στους Αποστόλους του Χριστού, επιτρέποντάς τους να διδάσκουν ελεύθερα το Ευαγγέλιο στο νησί. Μετά από τρεις μήνες όμως, ανακλήθηκε στη Ρώμη για να γίνει ύπατος. Οι Εβραίοι άδραξαν την ευκαιρία και προκάλεσαν τότε ταραχές στη νεαρή χριστιανική κοινότητα με λόγους μάταιους και ψευδείς, δίχως να τολμούν όμως να τα βάλουν με τους Αποστόλους που είχαν την προστασία ενός τόσο υψηλού προσώπου.

Φεύγοντας από την Κρήτη για την Έφεσο, όπου μετεστράφησαν πολλοί εθνικοί, ο Παύλος έστειλε τον Τίτο, τον Τιμόθεο και τον Έραστο στην Κόρινθο. Και αφού παραστάθηκε στον μεγάλο Απόστολο των Εθνών μέχρι τον θάνατό του, ο Τίτος φέρεται να συνεργάστηκε στη στερέωση της αποστολής στην Ελλάδα και στις Κολοσσές, προτού επιστρέψει στην πατρίδα του για να συνεχίσει τον ευαγγελισμό της. Έγινε δεκτός με χαρά από τους κατοίκους εκεί, αλλά διαπίστωσε γρήγορα ότι διατηρούσαν τα ειδωλολατρικά έθη τους. Ο Απόστολος πλησίασε τότε το άγαλμα της Αρτέμιδος και το γκρέμισε στο Όνομα του Χριστού. Περισσότεροι από πεντακόσιοι ειδωλολάτρες μετεστράφησαν μπροστά στο θαύμα αυτό και ανεβόησαν: «Μεγάλος είναι ο Θεός που κηρύττει ο Τίτος!». Εγκατέστησε την έδρα του στη Γορτύνη και τοποθέτησε εννέα επισκόπους στις μεγαλύτερες πόλεις της Κρήτης, στερέωσε δε στην αληθινή Πίστη τόσο με τον λόγο του όσο και με τα θαύματά του.

Όταν σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών ο άγιος Απόστολος πλησίασε τον θάνατο, η κατοικία του γέμισε αίφνης με μία εύοσμη νεφέλη, πλήθος αγγέλων ήλθε να του παρασταθεί και, με το πρόσωπο να λάμπει σαν ήλιος, παρέδωσε στη ψυχή του στον Θεό λέγοντας τούτα τα λόγια: «Κύριε, κράτησα την Πίστη και στερέωσα τον λαό Σου στον φόβο Σου. Δέξου τώρα το πνεύμα μου!». Όταν οδηγούσαν τη σορό του, ντυμένη στα λευκά για να την ενταφιάσουν, οι ειδωλολατρικοί ναοί γκρεμίστηκαν από μόνοι τους και εν συνεχεία πολλοί δαιμονισμένοι ελευθερώθηκαν κοντά στον τάφο του. 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 12ος (Αύγουστος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,


Δημοφιλείς αναρτήσεις