Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία φοβόμαστε τὸ θάνατο

 


Αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία φοβόμαστε τὸ θάνατο. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

 

Θέλετε νὰ σᾶς πῶ καὶ ἄλλη αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία φοβόμαστε τὸ θάνατο; Γιατί δὲν ζοῦμε ἐνάρετη ζωὴ καὶ δὲν ἔχουμε καθαρὴ συνείδηση. Ἀλλιῶς ὁ θάνατος δὲν θὰ μᾶς τρόμαζε. Ἀπόδειξέ μου ὅτι θὰ κληρονομήσω τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ σφάξε μὲ τώρα κιόλας. Θὰ σοῦ χρωστάω μάλιστα καὶ χάρη γιὰ τὴ σφαγή μου, ἀφοῦ θὰ μὲ στείλεις γρήγορα σ’ ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά.

“Αλλά φοβᾶμαι νὰ πεθάνω ἄδικα”, ἴσως θὰ μοῦ πεῖς. Ὥστε ἤθελες νὰ πεθάνεις δίκαια; Καὶ ποιὸς εἶναι τόσο ταλαίπωρος, ποῦ, ἐνῶ μπορεῖ νὰ πεθάνει ἄδικα, προτιμάει νὰ πεθάνει δίκαια; Ἂν πρέπει νὰ φοβόμαστε θάνατο, πρέπει νὰ φοβόμαστε ἐκεῖνον ποὺ μᾶς βρίσκει δίκαια. Ὅποιος πεθαίνει ἄδικα, μοιάζει στοὺς ἁγίους. Γιατί οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ εὐαρέστησαν τὸ Θεό, θανατώθηκαν ἄδικα. Καὶ πρῶτος ὁ Ἀβελ. Δὲν δολοφονήθηκε γιατί ἔφταιξε στὸν Κάιν, ἀλλὰ γιατί τίμησε τὸ Θεό. Καὶ ὁ Θεὸς παραχώρησε νὰ γίνει αὐτὸς ὁ φόνος γιατί ἀγαποῦσε τὸν Ἀβελ ἢ γιατί τὸν μισοῦσε; Ὁλοφάνερα γιατί τὸν ἀγαποῦσε καὶ ἤθελε νὰ τοῦ προσφέρει πιὸ λαμπρὸ στεφάνι, λόγω τῆς ἄδικης σφαγῆς του.

Βλέπεις ποῦ δὲν πρέπει νὰ φοβᾶσαι μήπως πεθάνεις ἄδικα, ἀλλὰ μήπως πεθάνεις φορτωμένος μὲ ἁμαρτίες; Ὁ Ἀβελ πέθανε ἄδικα, μὰ ὁ Κάιν πέρασε τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ τοῦ ἔχοντας τὴν κατάρα τοῦ Θεοῦ, στενάζοντας καὶ τρέμοντας ἀκατάπαυστα. Ποιὸς ἀπὸ τοὺς δύο ἦταν πιὸ μακάριος; Ἐκεῖνος ποῦ ἔπαψε νὰ ζεῖ μέσα στὴ ἀρετὴ ἢ αὐτὸς ποῦ ἔζησε μέσα στὴν ἁμαρτία; Ἐκεῖνος ποῦ ἄδικα πέθανε ἢ αὐτὸς ποῦ δίκαια τιμωρήθηκε;

Ἃς μὴν κλαῖμε, λοιπόν, ἀδιάκριτα ὅλους ὅσοι πεθαίνουν, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ πεθαίνουν ἔχοντας πολλὲς ἁμαρτίες. Σ’ αὐτοὺς πρέπουν τὰ δάκρυα καὶ οἱ θρῆνοι. Γιατί ποιὰ ἐλπίδα ἔχουν, ἀφοῦ δὲν εἶναι πιὰ δυνατὸ νὰ καθαριστοῦν ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους; Ὅσο βρίσκονταν στὴν παροῦσα ζωή, ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ μετανοήσουν. Ἐκεῖ ποὺ πῆγαν, ὅμως, δὲν κερδίζει κανεὶς τίποτα μὲ τὴ μετάνοια. Ἃς τοὺς κλαῖμε, ναί, ὄχι ὅμως μὲ τρόπο ὑστερικὸ καὶ ἄπρεπο, ὄχι τραβώντας τὰ μαλλιά μας, ξεσκίζοντας τὸ πρόσωπό μας, οὐρλιάζοντας καὶ τσιρίζοντας, ἀλλὰ μὲ σεμνότητα, ἀφήνοντας τὰ δάκρυα νὰ κυλοῦν ἤρεμα ἀπὸ τὰ μάτια μας. Αὐτὸ ὠφελεῖ κι ἐμᾶς. Γιατί, πενθώντας ἔτσι τὸν νεκρό, πολὺ περισσότερο θὰ προσπαθήσουμε νὰ μὴν πέσουμε καὶ οἱ ἴδιοι σὲ παρόμοια ἁμαρτήματα. Μὲ τὸ τράβηγμα τῶν μαλλιῶν καὶ τὶς κραυγὲς ὁ νοῦς σκοτίζεται, ἐνῶ μὲ τὸ ἤρεμο πένθος διατηρεῖ τὴ διαύγειά του καὶ μπορεῖ νὰ φιλοσοφήσει ὠφέλιμα γύρω ἀπὸ τὸ θάνατο.

Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ φιλοσοφεῖς ὄχι μόνο ὅταν πεθαίνει κάποιος γνωστός σου, μὰ κι ὅταν βλέπεις ἕναν ἄγνωστο νεκρὸ νὰ ὁδηγεῖται μὲ πομπὴ μέσ’ ἀπὸ τοὺς δρόμους στὴν τελευταία του κατοικία καὶ νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὰ ὀρφανὰ παιδιά του, τὴ χήρα γυναίκα του, τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους του, ὅλους κλαμένους καὶ συντριμμένους. Να συλλογίζεσαι τότε πὼς ἡ ζωὴ καὶ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου δὲν ἔχουν καμιὰν ἀξία καὶ καμιὰ διαφορὰ ἀπὸ τὶς σκιὲς καὶ τὰ ὄνειρα.

Κοίτα, πόσα κάστρα καὶ παλάτια βασιλιάδων, ἡγεμόνων καὶ ἀρχόντων εἶναι σωριασμένα σὲ ἐρείπια! Σκέψου, πόση δύναμη καὶ πόσο πλοῦτο εἶχαν κάποτε! Τώρα ἔχουν ξεχαστεῖ καὶ τὰ ὀνόματά τους. Λέει ἡ Γραφή: «Πολλοὶ ἄρχοντες ἔχασαν τὴν ἐξουσία τους καὶ κάθησαν στὸ χῶμα· κι ἕνας ἄσημος, ποὺ κανεὶς δὲν φανταζόταν ὅτι θὰ γίνει βασιλιάς, φόρεσε στέμμα» (Σόφ. Σείρ. 11:5).

Δὲν σοῦ φτάνουν αὐτά; Συλλογίσου τότε, ποιὰ εἶναι ἡ ἀξία σου ὅταν κοιμᾶσαι; Μήπως δὲν μπορεῖ κι ἕνα ζωύφιο νὰ σὲ θανατώσει; Ναί, πολλοὶ πέθαναν ἔτσι στὸν ὕπνο τους. Ἀλήθεια, ἀπὸ μιὰ κλωστὴ κρέμεται ἡ ζωή μας! Κόβεται ἡ κλωστὴ καὶ τελειώνουν ὅλα.

Ἔτσι νὰ φιλοσοφεῖς καὶ νὰ μὴ σαγηνεύεσαι ἀπὸ τὴν ὀμορφιά, τὰ πλούτη, τὴ δόξα, τὶς ἀπολαύσεις. Ἕνα μόνο νὰ σὲ ἀπασχολεῖ: Ποὺ τελειώνουν ὅλα αὐτά. Θαυμάζεις ὅσα βλέπεις ἐδῶ στὴ γῆ; Πιὸ ἀξιοθαύμαστα, ὅμως, εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἀναφέρονται στὶς ἅγιες Γραφές.

Δεῖξε μου ἕναν ἀγέρωχο ἄρχοντα ἢ ἕναν λαμπροντυμένο πλούσιο, ὅταν ψήνεται ἀπὸ τὸν πυρετό, ὅταν ψυχομαχεῖ, καὶ τότε θὰ σὲ ρωτήσω: “Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ περνοῦσε ἀπὸ τὴν ἀγορὰ καμαρωτὸς καὶ περήφανος μὲ ἀκολούθους καὶ σωματοφύλακες; Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος, ποῦ φοροῦσε πανάκριβα ροῦχα; Ποῦ εἶναι ἡ χλιδὴ τῆς ζωῆς του, ἡ πολυτέλεια τῶν συμποσίων του, οἱ ὑπηρέτες, οἱ παρατρεχάμενοι, τὰ γέλια, οἱ ἀνέσεις, οἱ σπατάλες; Ὅλα ἔφυγαν καὶ πέταξαν. Τί ἀπέγινε τὸ σῶμα, ποῦ ἀπολάμβανε τόση ἡδονή; Πλησίασε στὸν τάφο καὶ κοίτα τὴ σκόνη, τὴ σαπίλα, τὰ σκουλήκια. Κοίτα καὶ στέναξε πικρά. Καὶ μακάρι τὸ κακὸ νὰ περιοριζόταν σὲ τούτη τὴ σκόνη, ποὺ βλέπεις. Ἀπὸ τὸν τάφο καὶ τὰ σκουλήκια φέρε τὴ σκέψη σου στὸ ἀκοίμητο σκουλήκι τῆς ἄλλης ζωῆς, στὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν, στὸ αἰώνιο σκοτάδι, στὴν ἄσβεστη φωτιά, στὶς πικρὲς καὶ ἀφόρητες ἐκεῖνες τιμωρίες, ποὺ δὲν θὰ ἔχουν τέλος. Ἐδῶ, στὴ γῆ, καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακὰ κάποτε, ἀργὰ ἢ γρήγορα, τελειώνουν ἐκεῖ, ὅμως, καὶ τὰ δύοδιαρκουν αἰώνια. Και διαφέρουν ὡς πρὸς τὴν ποιότητα από τα καλὰ καὶ τὰ κακά του κόσμου τούτου τόσο, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐκφράσει κανεὶς μὲ λόγια.

Τί ἔγιναν, λοιπόν, ὅλα ἐκεῖνα τὰ μεγαλεῖα; Τί ἔγιναν τὰ χρήματα καὶ τὰ κτήματα; Ποιὸς ἄνεμος φύσηξε καὶ τὰ πῆρε καὶ τὰ σκόρπισε; Τί θέλει, πάλι, κι αὐτή η ἀνώφελη δαπάνη γιὰ τὴν κηδεία, ποὺ καὶ τὸν νεκρὸ δὲν ὠφελεῖ καὶ τοὺς οἰκείους του ζημιώνει; Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε γυμνὸς ἀπὸ τὸν τάφο. Ἃς μὴ γίνεται, λοιπόν, ἡ κηδεία ἀφορμὴ ἱκανοποιήσεως τῆς μανίας μας γιὰ ἐπίδειξη. Ὁ Κύριος εἶπε: «Πείνασα καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάω· δίψασα καὶ μοῦ δώσατε νὰ πιῶ· ἤμουνα γυμνὸς καὶ μὲ ντύσατε» (Ματθ. 25:35-36). Ὅμως δὲν εἶπε: «Ἤμουνα νεκρὸς καὶ μὲ θάψατε». Γιατί, ἂν μᾶς παραγγέλλει νὰ μὴν ἔχουμε τίποτα περισσότερο ἀπὸ ἕνα σκέπασμα, ὅταν ζοῦμε, πολὺ περισσότερο ὅταν πεθάνουμε. Ποιὰν ἀπολογία θὰ δώσουμε στὸ Θεό, λοιπόν, ὅταν ξοδεύουμε τεράστια ποσὰ γιὰ νὰ κηδέψουμε ἕνα νεκρὸ σῶμα, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστός, μὲ τὴ μορφὴ τῶν φτωχῶν συνανθρώπων μας, τριγυρνάει πεινασμένος καὶ γυμνός, κι ἐμεῖς ἀδιαφοροῦμε γι’ αὐτό;

Ὅλα ὅσα σᾶς λέω, βέβαια, εἶναι ἀνώφελα γιὰ κείνους ποὺ ἔχουν ἤδη πεθάνει. Ἃς τ’ ἀκούσουν, ὅμως, οἱ ζωντανοὶ καὶ ἃς συνέλθουν, ἃς λογικευτοῦν, ἃς διορθωθοῦν. Ὅπου νὰ ‘ναὶ θὰ ἔρθει καὶ ἡ δική τους ὥρα. Δὲν θ’ ἀργήσουν νὰ βρεθοῦν κι αὐτοί, δὲν θ’ ἀργήσουμε νὰ βρεθοῦμε ὅλοι μας, μπροστὰ στὸ φοβερὸ Κριτήριο, ὅπου θὰ δώσουμε λόγο γιὰ τὶς πράξεις μας. Ας ἀγωνιστοῦμε, λοιπόν, νὰ γίνουμε καλύτεροι, ἐγκαταλείποντας τὴν ἁμαρτία καὶ ἀκολουθώντας τὴν ἀρετή, γιὰ νὰ μὴ χάσουμε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γιὰ ν’ ἀποκτήσουμε τὰ ἄφθαρτα ἀγαθά, ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει γιὰ μᾶς ὁ φιλάνθρωπος Κύριος.

http://www.alopsis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις