Πόσες και πώς είναι οι κινήσεις τής ψυχής
Απάντηση σε απορίες
Αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού
Αυτοί που φωτίσθηκαν από τη Χάρη διδάχθηκαν ότι η ψυχή έχει τρεις καθολικές κινήσεις που συνάγονται σε μία:
Την νοερή κίνηση, τη λογική κίνηση και την κίνηση κατ’ αίσθηση.
Και η πρώτη είναι απλή και ανερμήνευτη, κατά την οποία, κινούμενη η ψυχή ανεπίγνωστα γύρω από το Θεό, με κανένα τρόπο κι’ από κανένα από τα όντα δεν τον γνωρίζει εξαιτίας τής υπεροχής του.
Η άλλη γίνεται σύμφωνα με την αιτία που ορίζει το άγνωστο· στην κίνηση αυτή η ψυχή κινούμενη φυσικά, όλους τους φυσικούς λόγους τής κίνησης αυτής που διαμορφώνουν τη γνώση μας αιτιακά μόνο επιβάλλει στον εαυτό της με επιστημονική ενέργεια.
Και τρίτη τη σύνθετη· με αυτή την κίνηση έρχεται σ’ επαφή με τον εκτός κόσμο και σαν από κάποια σύμβολα αποτυπώνει στον εαυτό της τους λόγους τών ορατών. Με αυτούς με τρόπο μεγαλοφυή σύμφωνα με τον αληθινό και αλάθητο τρόπο τής φυσικής κίνησης διάβηκαν την παρούσα ζωή τών αγώνων και την αίσθηση που είχε απλούς τους πνευματικούς λόγους μόνο τών αισθητών δια μέσου τού λόγου την ανέβασαν στο νου, ενώ το λόγο ενιαία με μια απλή κι’ αδιαίρετη σύνεση τον ένωσαν με το νου που είχε τους λόγους τών όντων.
Το νου πάλι που απαλλάχθηκε κι’ έγινε καθαρός από την κίνησή του γύρω από όλα τα όντα και που ηρεμούσε κι’ από αυτήν την ίδια του τη φυσική κίνηση, τον πρόσφεραν στο Θεό. Και με το νου, αφού ολικά συνάχθηκαν μέσα στο Θεό, αξιώθηκαν να γίνουν μέσω τού Πνεύματος ένα κράμα όλοι αυτοί με όλο το Θεό, αφού φόρεσαν όσο είναι δυνατό στους ανθρώπους όλη την εικόνα τού επουράνιου Πατέρα, και αφού τόσο μέρος απέσπασαν από τη θεία ανταύγεια, (αν επιτρέπεται να το πω αυτό), όσο αποσπάσθηκαν κι’ αυτοί, ενώθηκαν με το Θεό. Γιατί λένε ο Θεός και ο άνθρωπος είναι παραδείγματα ο ένας τού άλλου και σε τόσο βαθμό ο Θεός από φιλανθρωπία γίνεται άνθρωπος, όσο μπόρεσε ο άνθρωπος από αγάπη να θεοποιήσει τον εαυτό του, και τόσο ο άνθρωπος αρπάζεται κατά το νου από το Θεό για να γνωριστεί από αυτόν, όσο ο άνθρωπος φανέρωσε τον αόρατο από τη φύση του Θεό με τις αρετές του.
Από αυτή λοιπόν τη φιλοσοφία που συνίσταται από λόγο και θεωρία, σύμφωνα με την οποία εξευγενίζεται αναγκαστικά και η φύση του σώματος, πληγωμένοι οι Άγιοι από τον θείο πόθο, έφθασαν αλάθευτα κι άξια στον Θεό με τις υπάρχουσες μέσα τους θείες ανταύγειες, διασχίζοντας αγωνιστικά το σώμα και τον κόσμο, και βλέποντας αυτά τα δύο να περιέχονται το ένα μέσα στο άλλο, τον κόσμο με τη φύση, το σώμα με την αίσθηση, και το ένα να γλιστράει στο άλλο, με κάποια αμοιβαία εναλλακτική ιδιότητα του ενός προς το άλλο.
Κι επειδή κανένα από αυτά δεν είναι σύμφωνα με τον ατομικό του λόγο ελεύθερο από περιγραφή κι επειδή θεώρησαν ντροπή ν’ αφήσουν την αθάνατη και αεικίνητη ψυχή να φθείρεται και να περιγράφεται από τα θνητά και περιγραπτά, δέσμευσαν τον εαυτό τους με αδιάλυτον δεσμό μόνο με τον αθάνατον Θεό και ανώτερο από κάθε απεραντοσύνη, χωρίς να ενδίδουν καθόλου στις αντίθετες έξεις τού κόσμου και της σάρκας, πράγμα που είναι συμπλήρωμα κάθε αρετής και κάθε γνώσης και νομίζω και τέλος.
Αλλά κι αν ακόμα κάποτε οι Άγιοι ασχολήθηκαν με τα θεάματα των όντων, δεν ασχολήθηκαν για να θεαθούν αυτά τα ίδια και να τα γνωρίσουν ολικά σύμφωνα με τη φύση μας, αλλά για να υμνολογήσουν με πολλούς τρόπους τον Θεό που διαμέσου όλων και μέσα σε όλα και είναι και φανερώνεται, και να συγκεντρώσουν μέσα τους πολλή δύναμη θαυμασμού και αφορμή δοξολογίας.
Γιατί, έχοντας λάβει από τον Θεό ψυχή που έχει νου και λόγο και αίσθηση εκτός από τη νοητή και την αίσθηση την αισθητή, όπως επίσης εκτός από τον ενδιάθετο και λόγο προφορικό, κι εκτός από το νου που νοεί και νου παθητικό (αυτό το νου τον καλούν φαντασία τού ζώου, με τον οποίο και τα λοιπά ζώα και το ένα το άλλο κι εμάς και τους τόπους που πέρασαν αναγνωρίζουν, και σ’ αυτό, λένε οι σοφοί σ’ αυτά τα θέματα, συνίσταται η αίσθηση, όντας όργανο για την αντίληψη όσων η φαντασία συλλαμβάνει), νόμισαν ότι έπρεπε τις ενέργειες αυτών όλων να προσφέρουν δικαιολογημένα όχι στον εαυτό τους, αλλά στον Θεό που τους τις έδωσε, που χάρη σ’ αυτόν κι από αυτόν είναι τα πάντα.
Γιατί έμαθαν από τη λεπτομερειακή μελέτη των όντων πως είναι τρεις οι γενικοί τρόποι, ανάλογα με τις δυνατότητες των ανθρώπων, και σύμφωνα μ’ αυτούς ο Θεός δημιούργησε τα πάντα (για να έχομε το είναι, το μακάριο είναι, και το παντοτινό είναι μας έδωσε ουσία και υπόσταση)· και οι δύο από αυτούς τους τρόπους είναι ακραίοι και είναι τού Θεού μόνου, επειδή αυτός είναι αίτιο, ενώ ο άλλος είναι ενδιάμεσος και εξαρτημένος από τη δική μας βούληση και κίνηση, και είναι αυτός που παρέχει στους ακραίους την κυριολεκτική σημασία τους και που όταν αυτός δεν υπάρχει τους γίνεται άχρηστη αυτή η προσηγορία τους, επειδή δεν έχουν συνημμένο μαζί τους το καλό. Και σκέφθηκαν ότι δεν μπορούν αλλιώς ν’ αποκτήσουν και να διαφυλάξουν την αλήθεια των ακραίων, την οποία από τη φύση του ενεργεί το μακάριο είναι που από τη μέση όπου βρίσκεται σμίγει τα ακραία, παρά με την αεικινησία προς τον Θεό. Επιτείνοντας λοιπόν από δω την οπτική δύναμη της ψυχής μαζί με το φυσικό λόγο κι ακούγοντας το λόγο να φωνάζει ολοφάνερα ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε αντίστροφα τις φυσικές ενέργειες για τη φθορά που σημαδεύει αναγκαστικά τις φυσικές δυνάμεις από τον τρόπο της παράχρησης, σύμφωνα με τον αρμόζοντα λόγο της φύσης διδάχθηκαν να φέρονται ομαλά προς τον αίτιο της φύσης, για να υποδεχθούν κάποτε και το όντως είναι, αφού προστεθεί αυτό από εκεί απ’ όπου έχουν και το απλώς είναι.
Ποιο κέρδος θα έχει αυτός που δεν είναι αίτιος του είναι του, ίσως συλλογίστηκαν και είπαν μέσα τους, κινούμενος γύρω από τον εαυτό του η γύρω από κάτι άλλο εκτός από τον Θεό, οπότε στο λόγο του "είναι" δεν θα μπορέσει να προσθέσει τίποτε ο ίδιος από τον εαυτό του ή κάποιος άλλος εκτός από τον Θεό;
Γι' αυτό δίδαξαν, ο νους να σκέπτεται μόνο τον Θεό και τις αρετές του και να προσεγγίζει ανεπίγνωστα την άρρητη δόξα της μακαριότητάς του, ο λόγος να γίνεται ερμηνευτής και υμνωδός όσων έχουν νοηθεί και να συζητεί ορθά τους τρόπους που τα ενοποιούν, η αίσθηση εξευγενισμένη από το λόγο (λογική), φανταζόμενη τις διάφορες δυνάμεις και ενέργειες να διακηρύττει όσο είναι δυνατό στην ψυχή τις διάφορες δυνάμεις του παντός, και με το νου και το λόγο κατευθύνοντας με σοφία, σα να ήταν πλοίο, την ψυχή, πέρασαν αυτόν τον υγρό και άστατο, που άλλοτε αλλιώς συμπεριφέρεται και κατακλύζει την αίσθηση, δρόμο της ζωής με πατήματα που δεν έσβησε το νερό.
Μαξίμου τού Ομολογητού
Προς Ιωάννην Αρχιεπ. Κυζίκου,
περί διαφόρων αποριών".
Κεφ. Η΄.
ΕΠΕ Φιλ. Νηπτικών Τόμ. 14 Δ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου