ΑΓΙΑ ΟΛΥMΠΙΑΣ, Η ΔΙΑΚΟΝΙΣΣΑ
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου : Πρός τήν Διακόνισσα Ὀλυμπιάδα Ἐπιστολή 9η
Γρηγορίου του Θεολόγου: Προτρεπτικός στην Ολυμπιάδα
Πηγή: ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟΝ
Η τρισόλβια Ολυμπιάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη (μεταξύ 361 και 368) από οικογένεια της ανώτερης αριστοκρατίας. Ο πατέρας της, ο κόμης Σέλευκος, και η μητέρα της πέθαναν όταν εκείνη ήταν ακόμη παιδί και την κηδεμονία της ανέλαβε ένας συγγενής της, ο Προκόπιος, διοικητής της Βασιλεύουσας, ο οποίος εμπιστεύθηκε τη μόρφωσή της στη Θεοδοσία, την αδελφή του αγίου Αμφιλοχίου Ικονίου [23 Νοεμ.]. Μέσω αυτής, η Ολυμπιάς διατηρούσε σχέσεις φιλικές και οικείες με τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο [25 Ιαν.], τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης [11 Ιαν.] (ο οποίος, μάλιστα, της αφιέρωσε το υπόμνημά του στο «Άσμα Ασμάτων») και άλλους επιφανείς ανθρώπους της Εκκλησίας. Όταν ενηλικιώθηκε, διέλαμπε τόσο με το σωματικό κάλλος της όσο και με τη σοφία και ευσέβειά της. Το 386 παντρεύτηκε τον Νεβρίδιο, έπαρχο της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος πέθανε σχεδόν αμέσως πριν έλθει σε κοινωνία μαζί της. Αποφάσισε τότε να αφιερώσει τον υπόλοιπο βίο της στον Κύριο, ως χήρα και παρθένος, και να θέσει την τεράστια περιουσία της στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Μετά την άρνησή της να συνάψει δεύτερο γάμο με τον Ελπίδιο, συγγενή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, το Κράτος δήμευσε τα υπάρχοντά της και την εμπόδισαν να συναναστρέφεται τους ανθρώπους της Εκκλησίας όσο αυτή δεν συναινούσε. Επιστρέφοντας όμως μετά από μία εκστρατεία του κατά του Μαξίμου (388) ο αυτοκράτορας, θαυμάζοντας τον ζήλο της για την άσκηση και την αρετή της, της αποκατέστησε την περιουσία της. Άρχισε όμως και πάλι η οσία του Θεού να μοιράζει τα τεράστια πλούτη της σε ελεημοσύνες και αγαθοεργίες. Πούλησε τα κτήματα που είχε στη Θράκη, στη Γαλατία, την Καππαδοκία και τη Βιθυνία, καθώς και πολυτελή οικήματά της στην Κωνσταντινούπολη για να κτίσει παντού ξενώνες για τους ταξιδιώτες, νοσοκομεία, εκκλησίες και ένα μοναστήρι που εφάπτετο στη νότια στοά της Αγίας Σοφίας, το οποίο στέγασε περισσότερες από διακόσιες πενήντα μονάστριες: αρχικά θεραπαινίδες και συγγενείς της οσίας, στις οποίες ήλθαν να προστεθούν άλλες γυναίκες της υψηλής κοινωνίας.
Ντυμένη με ενδύματα φτωχικά και ανεπιτήδευτα, με το πρόσωπό της άβαφο, το σώμα της ανάλαφρο από τις συνεχείς αγρυπνίες και τις προσευχές που είχε για βρώση και πόση, την καρδιά ειρηνευμένη και το πνεύμα ξένο προς κάθε κοσμική περιέργεια, η οσία ήταν για όλους μία τέλεια εικόνα της κατά Χριστόν αρετής. Παρά τις αλλεπάλληλες δοκιμασίες που χρειάστηκε να υποστεί, ποτέ δεν βγήκε από το στόμα της λέξη αγανάκτησης και η αγάπη της απλωνόταν στους πάντες, άξιους και ανάξιους. Πέρασε τον βίο της στην αδιάλειπτη μυστική θεωρία του Χριστού, απερίσπαστη, με τους οφθαλμούς λουσμένους από δάκρυα κατανύξεως. Τόση ήταν η φήμη της, ώστε σε ηλικία τριάντα μόλις ετών χειροτονήθηκε διακόνισσα από τον αρχιεπίσκοπο Νεκτάριο [11 Οκτ.], έγινε δε η σύμβουλός του επί πολλών εκκλησιαστικών υποθέσεων.
Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος [13 Νοεμ.] διαδέχθηκε τον Νεκτάριο (398), η Ολυμπιάς βρήκε στο σεπτό πρόσωπό του, όχι μόνο τον πνευματικό πατέρα που επιθυμούσε, τη σπάνια αυθεντία σε ζητήματα απλανούς ερμηνείας των Γραφών, τον ένθεο ποιμένα που μεριμνούσε περισσότερο για όλη την Εκκλησία παρά για το ίδιο το ασκητικό σώμα του, αλλά το πνευματικό αποκούμπι, την πολύτιμη έμφιλη βακτηρία, τόσο σε αίσιους καιρούς όσο και σε καιρούς θλίψεων, χάριν της αλήθειας και υπέρ της ακεραιότητας του ήθους. Τέθηκε στην υπηρεσία του με ζήλο, φροντίζοντας για όλες τις υλικές ανάγκες του αγίου, μοιράζοντας γενναιόδωρα ελεημοσύνες σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες του. Ο μόνος άνδρας που γινόταν δεκτός εντός της μονής της Ολυμπιάδος, ήταν ο άγιος επίσκοπος, ο οποίος ερχόταν συχνά εκεί για να κατηχήσει τις μοναχές χειροτονώντας διακόνισσες πολλές από τις μαθήτριές της.
Ας σημειωθεί σχετικά με τον θεσμό των διακονισσών, ότι ήταν επιλεγμένες μεταξύ παρθένων και χηρών προχωρημένης ηλικίας (60 ετών αρχικά και 40 μετέπειτα), χειροτονούνταν διά της επιθέσεως των χειρών και είχαν ακώλυτη πρόσβαση στο Ιερό, αλλά δεν θεωρούνταν ότι αποτελούσαν αυτό καθεαυτό μέρος του Κλήρου. Το ιδιαίτερο λειτούργημά τους συνίστατο κυρίως στη βοήθεια κατά την τελετή του Βαπτίσματος των κατηχουμένων και νεοφώτιστων γυναικών, στην επίσκεψη ασθενών και σε ορισμένα επικουρικά καθήκοντα, αλλά δεν μπορούσαν να διδάσκουν δημόσια ούτε να βαπτίζουν από μόνες τους (βλ. «Αποστολικές Διαταγές» Γ΄, 6, 1-2). Με την πάροδο του χρόνου, το λειτούργημα αυτό έπεσε σε αχρηστία παράλληλα με την έκλειψη του Βαπτίσματος των ενηλίκων (11ος αι.), αλλά υπάρχουν πολλοί σήμερα που εύχονται την αποκατάστασή του στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας.
Με την πολύκλαυστη και μαρτυρική εξορία του αγίου Χρυσοστόμου στην Αρμενία (404), η οσία Ολυμπιάς αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον διάδοχό του και ανέλαβε να υπερασπισθεί την υπόθεσή του. Κατηγορούμενη από τον έπαρχο Οπτάτο ότι προκάλεσε πυρκαγιά, που αφού ξέσπασε στην Αγία Σοφία, είχε καταστρέψει το παρακείμενο παλάτι, αρνήθηκε κάθε παραχώρηση και έτσι καταδικάσθηκε να πληρώσει βαρύ πρόστιμο. Αποσύρθηκε τότε στην Κύζικο και, μετά από νέα παρουσίαση ενώπιον του επάρχου, εξορίσθηκε στη Νικομήδεια, όπου ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τής απηύθυνε δεκαεπτά θαυμάσιες όσο και συγκινητικές επιστολές παραμυθίας και ενθάρρυνσης, προκειμένου να την προτρέψει πατρικά και βαθύστοργα να υπομείνει τη δοκιμασία και την αδικία με πίστη και καρτερικότητα (βλ. «Επιστολές προς Ολυμπιάδα», ΕΠΕ 37, σσ. 343-557). Χάρις στην ενθάρρυνση αυτήν η εξορία στάθηκε για την οσία Ολυμπιάδα αφορμή να προκόψει στην υπομονή και την ταπεινοφροσύνη. Αφού έδωσε σκληρές μάχες για την Εκκλησία, κατήρτισε πλήθος γυναικών στην οδό της αρετής, τίμησε τους ιερείς και ετέθη στην υπηρεσία αγίων και αγαθών επισκόπων, παραδίνοντας την χριστοκαρτερική της ψυχή στα χέρια του παντεπόπτου Θεού στη Νικομήδεια, στις 25 Ιουλίου του 408, και εκοιμήθη οσιακά με τον στέφανο της ομολογίας της Πίστεως.
Σύμφωνα με την επιθυμία της, το σκήνωμά της, κλεισμένο σε σαρκοφάγο, εγκαταλείφθηκε στο πέλαγος. Φθάνοντας κοντά στη Μονή του Αγίου Θωμά του εν Βρόχθοις, στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, ένας άγγελος ειδοποίησε τον ηγούμενο της Μονής, ο οποίος το ανέσυρε και το κατέθεσε κοντά στο θυσιαστήριο, όπου το τίμιο λείψανο άρχισε να επιτελεί ιάσεις. Η μονής της οσίας στην Κωνσταντινούπολη καταστράφηκε κατά τη Στάση του Νίκα (532), ανακατασκευάσθηκε από τον Ιουστινιανό και τα τίμια λείψανά της μεταφέρθηκαν εκεί στις αρχές του 7ου αιώνα, υπό την απειλή μιας περσικής εισβολής.
* Ο «Βίος» της (βλ. ΕΠΕ 37, Θεσσαλονίκη 1987, σσ. 558-583), γραμμένος τον 5ο αιώνα από έναν συγγενή της, επαναλαμβάνει με κάποιες ανακρίβειες τα στοιχεία που ήδη μας δίδουν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς της εποχής (Παλλάδιος, Σωζομενός).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου