Τετάρτη 3 Ιουλίου 2024

O νέος Οσιομάρτυρας Γεράσιμος εκ Μεγάλου Χωρίου

 

3 Ιουλίου
O νέος Οσιομάρτυρας Γεράσιμος εκ Μεγάλου Χωρίου

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΔΩ  

Ο Οσιομάρτυρας Γεράσιμος γεννήθηκε στο Μεγάλο Χωριό κοντά στην πόλη του Καρπενησίου. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς και φιλόχριστοι. Στο βάπτισμα πήρε το όνομα Γεώργιος. 
Όταν έγινε έντεκα ετών, ο μεγαλύτερος αδελφός του Αθανάσιος τον πήρε μαζί του στην Κωνσταντινούπολη. Όμως ο Αθανάσιος δεν έμεινε για πολύ. Επέστρεψε στο χωριό και άφησε τον Γεώργιο σε έναν συμπολίτη του παντοπώλη, να εργαστεί. Το παντοπωλείο βρισκόταν στην άκρη του Κερατίου κόλπου. 
Μια μέρα το αφεντικό έβαλε στο κεφάλι του μικρού Γεωργίου ένα χάλκινο δίσκο γεμάτο με πήλινους κεσέδες που περιείχαν γιαούρτι. Ήταν παραγγελίες και έπρεπε να πάνε από σπίτι σε σπίτι. Περπατώντας σκόνταψε σε μια πέτρα και γλίστρησε. Τότε έπεσαν και έσπασαν οι κεσέδες. Κάθισε σε ένα πεζούλι κι άρχισε να κλαίει γοερά, γιατί ήξερε πως εξαιτίας της ζημιάς το αυστηρό αφεντικό του θα τον τιμωρούσε. Το σπίτι μπροστά στο οποίο καθόταν ο μικρός Γεώργιος ήταν τούρκικο. Η κυρία του σπιτιού τον άκουσε που έκλαιγε και αμέσως άνοιξε την πόρτα και πήρε μέσα το παιδί. Με χάδια και κεράσματα τον έπεισε να μείνει μαζί της. 
Μετά από δύο μήνες ο Τούρκος σύζυγος έκανε περιτομή στα δυο του παιδιά και ταυτόχρονα με πολλές υποσχέσεις υποβλήθηκε σε περιτομή και ο μικρός Γεώργιος. Ο Τούρκος με τη σύζυγό του υποσχέθηκαν στον Γεώργιο πως θα τον αγαπούν όπως και τα παιδιά τους. Ακόμη του υποσχέθηκαν πως θα τον αφήσουν να πάει στην πατρίδα του να επισκεφτεί τη μητέρα του. Και μ’ αυτές τις υποσχέσεις και τις κολακείες εξαπατήθηκε και έγινε Τούρκος! Έμεινε μαζί τους αρκετά χρόνια. 
Ο σύζυγος όμως της Τουρκάλας υποπτευόταν πως η σύζυγός του και ο Γεώργιος είχαν σχέσεις πονηρές. Γι’ αυτό τον παρέδωσε σε άλλον Τούρκο σαν υπηρέτη. Αυτός τον πήρε μαζί του στις πολλές, λόγω εργασίας, περιοδείες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. 
Αφού πέρασε λίγος καιρός, συνήλθε ο νέος και ενδόμυχα συναισθάνθηκε το μεγάλο αμάρτημα της εξωμοσίας. Θρήνησε μόνος του γι’ αυτό το λόγο. Δραπέτευσε και επέστρεψε στην πατρίδα του. Εκεί παρέμεινε με τους συγγενείς του τρία χρόνια. Δεν ζούσε με ανέσεις και αδιαφορία. Νήστευε, αγρυπνούσε, πενθούσε με θερμά δάκρυα για τη συμφορά που υπέστη. 
Είχε τη συνήθεια κάθε βράδυ, ενώ όλοι κοιμόντουσαν, να πηγαίνει κρυφά σε ένα ερειπωμένο παρεκκλήσι, μισή ώρα απόσταση, το οποίο ήταν αφιερωμένο στον άγιο Γεώργιο τον Μεγαλομάρτυρα, και να προσεύχεται όλη τη νύχτα. Είχε μια μικρή εικόνα του αγίου και άναβε καντήλι στην κόγχη ενός τοίχου, μπροστά στην οποία προσευχόταν με δάκρυα όλη τη νύχτα ικετεύοντας τον άγιο Γεώργιο να τον φωτίσει και να επιστρέψει στον δρόμο της σωτηρίας. 
Ο Γεώργιος αποφάσισε να γίνει μοναχός. Όταν το ανακοίνωσε στη μητέρα του, αυτή λυπήθηκε και δεν συμφώνησε γιατί ήθελε να τον παντρέψει. Αλλά ο Γεώργιος έφυγε κρυφά και πήγε στο Άγιο Όρος. 
Όταν έφτασε στον Άθω, πήγε στην Ιερά Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος και συνάντησε τον ενάρετο γέροντα Κύριλλο ιερομόναχο, συμπατριώτη του. Ο Κύριλλος τον δέχτηκε με χαρά και τον κατήχησε στην χριστιανική πίστη. Μετά από ένα χρόνο εκάρη μοναχός, κατά τη δεύτερη Κυριακή των νηστειών, με το όνομα Γεράσιμος. 
Αφού πέρασαν τρεις μέρες, άρχισε να ζητά την άδεια από τον γέροντά του να πάει να μαρτυρήσει. Ο πνευματικός του πατέρας με διδακτικούς λόγους κατήχησε τον Γεράσιμο εμποδίζοντάς τον από το μαρτύριο, λέγοντας ότι η επιθυμία του αυτή είναι εκ δεξιών πειρασμός, για να πέσει σε χειρότερο ολίσθημα. Του έλεγε ακόμη ότι ο καλός μοναχός λαμβάνει στεφάνι ενώπιον του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και λογίζεται ως μάρτυρας. 
Ο Γεράσιμος έκανε υπακοή, όμως έκρυβε μέσα στην καρδιά του τον πόθο του μαρτυρίου. Από την πολλή λύπη αλλοιωνόταν το πρόσωπό του μέρα με τη μέρα. Οι πατέρες της Σκήτης βλέποντάς τον έλεγαν ότι ο Γεράσιμος έπαθε μεγάλο κακό. Ο Γεράσιμος συνεχώς σκεφτόταν πως θα πάρει την ευλογία του γέροντα του. Δεν ήθελε να φύγει χωρίς ευλογία από το Άγιο Όρος. 
Κάποια μέρα λέει “τεχνηέντως” προς τον γέροντά του: 
-Σε ικετεύω, δώσε μου την ευλογία σου να πάω στην πατρίδα, να δω τη μητέρα μου, τους συγγενείς και φίλους, και ελπίζω στον Θεό να μη σε λυπήσω με αυτή μου την αναχώρηση. 
Πατρίδα εννοούσε την άνω Ιερουσαλήμ, μητέρα την Κυρία Θεοτόκο, συγγενείς τούς Μάρτυρες και φίλους όλους τους Αγίους. Ο γέροντάς του πείστηκε και του έδωσε την ευχή του. 
Έφυγε λοιπόν από το Άγιο Όρος και πήγε στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να παρουσιασθεί όπου πρέπει, και να ομολογήσει ότι είναι χριστιανός. Από εκεί έστειλε επιστολή προς τον γέροντά του και τον παρακάλεσε να κάνει παράκληση, γιατί ετοιμάζεται να μαρτυρήσει. Έπειτα πηγαίνει στον πρώτο Τούρκο κύριο του, λέγοντας στους υπηρέτες ότι ήρθε για να φέρει ένα χαρούμενο μήνυμα στον κύριό τους. Και αυτός έδωσε την άδεια να παρουσιασθεί ο Γεράσιμος μπροστά του. Ο Τούρκος τον ρώτησε ποιος είναι και τι θέλει. 
Τότε ο άγιος απάντησε: 
-Εγώ είμαι ο άκακος εκείνος μικρός Γεώργιος, ο οποίος απατήθηκα από τους δολερούς λόγους της γυναίκας σου και τους δικούς σου και δέχθηκα από Χριστιανό να με κάνετε Τούρκο. Γι’ αυτό ήρθα να ομολογήσω ενώπιον σας την αλήθεια. Ότι τότε μεν σαν μικρός και άκακος εξαπατήθηκα. Τώρα όμως γνώρισα το φως από το σκοτάδι, ομολογώ και κηρύττω ότι Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να πεθάνω. 
Ακούγοντας αυτά ο Τούρκος έμεινε εκστατικός. Δεν ήξερε ότι από τότε πολλά είχαν αλλάξει. Νομίζοντας πως έχει να κάνει με τον μικρό Γεώργιο, τον δέχθηκε με λόγια θωπευτικά και τον κράτησε στο σπίτι του για τρεις μέρες προτρέποντάς τον με ποικίλους τρόπους να επανέλθει στην πίστη του Ισλάμ. Αλλά ο άγιος έμεινε σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του Χριστού χωρίς καθόλου να σκέφτεται τα επίγεια και πρόσκαιρα αγαθά. 
Ο Τούρκος βλέποντας τα αμετάθετο της γνώμης του αγίου τον παρέδωσε στον Χότζα που κάποτε του είχε κάνει την περιτομή. Και αυτός με πολλούς τρόπους προσπάθησε να πείσει τον άγιο να επανέλθει στο Ισλάμ. Όμως έμεινε νικημένος και ντροπιασμένος. Ο χότζας τον παρέδωσε τότε στον υπουργό στρατιωτικών της Τουρκίας, για να τον τιμωρήσει όπως πρέπει. 
Όταν παρέλαβε αυτός τον άγιο, τον υπέβαλλε σε φριχτά βασανιστήρια επί δεκαπέντε μερόνυχτα. Μετά το πέρας των ημερών αυτών αποφάσισε να καταδικάσει τον μάρτυρα σε θάνατο δι’ αποκεφαλισμού με ξίφος. Τον οδήγησαν στον τόπο του μαρτυρίου. Ο δήμιος τον διέταξε να γονατίσει και αμέσως ο μάρτυρας με μεγάλη χαρά γονάτισε στραμμένος προς την Ανατολή λέγοντας: 
-Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία σου. 
Το ξίφος έπεσε βαρύ και έκοψε το κεφάλι. Αυτή η αγία κεφαλή παρέμεινε και μετά τον αποκεφαλισμό φαιδρή στην όψη. Το άγιο και μαρτυρικό του σώμα έμεινε γονατιστό σαν να προσεύχεται για ένα τέταρτο και πλέον της ώρας. Κατόπιν έπεσε ήρεμα χωρίς να ταραχθεί ή να τιναχθεί, όπως συμβαίνει σε τέτοιου είδους θάνατο. 
Πλήθος χριστιανών συνέρρευσε στον τόπο του μαρτυρίου. Ο ένας έκοβε μέρος από το ράσο, ο άλλος τραβούσε τρίχες απ’ το κεφάλι του. Αυτά έκαναν πολλά θαύματα στα επόμενα χρόνια. 
Έτσι λοιπόν τελείωσε ο ένδοξος Οσιομάρτυρας και του Χριστού στρατιώτης Γεράσιμος, ο εκ Μεγάλου Χωρίου Καρπενησίου. Δέχθηκε το μαρτύριο στην Κωνσταντινούπολη στις 3 Ιουλίου 1812, ημέρα Τετάρτη, στον τόπο που λέγεται Μπαμπά Χουμαί, κοντά στην πλατεία της Μεγάλης Εκκλησίας, δηλαδή της Αγίας Σοφίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις