Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

Ὁμιλία εἰς τήν κατά τόν Τελώνην καί τόν Φαρισαίον τοῦ Κυρίου παραβολήν - ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

 


ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

Ὁμιλία εἰς τήν κατά τόν Τελώνην καί τόν Φαρισαίον τοῦ Κυρίου παραβολήν

Εφευρετικός είναι για το κακό ο νοερός προστάτης της κακίας· ικανός ν’ αφαιρέσει ευθύς από την αρχή τα θεμέλια της αρετής που ήδη κατατίθενται στην ψυχή, μέσω της ανελπιστίας και της απιστίας, αλλά επίσης ικανός πάλι να επιτεθεί μέσω της αδιαφορίας και της ραθυμίας εναντίον των τοίχων της οικίας της αρετής, την ώρα που ανεγείρονται, ακόμη δε και να κρημνίσει μέσω της υπερηφάνειας και της παραφροσύνης τον όροφο των αγαθών έργων οικοδομημένο ήδη. Αλλά κρατηθείτε, μην πτοηθείτε· διότι ο επιμελής είναι περισσότερο επινοητικός στα αγαθά και η αρετή έχει περισσότερη ισχύ γι’ αντιπαράταξη προς την κακία, αφού διαθέτει την άνωθεν χορηγία και συμμαχία από τον ίδιο ο Οποίος δύναται τα πάντα και ενδυναμώνει από αγαθότητα όλους τους εραστές της αρετής. Έτσι η αρετή όχι μόνο παραμένει αδιάσειστη από ποικίλα πονηρές πανουργίες που μηχανεύεται ο Αντικείμενος, αλλά μπορεί και να σηκώσει και επαναφέρει όσους έπεσαν στον βυθό των κακών και να τους προσαγάγει εύκολα στον Θεό με τη μετάνοια και την ταπείνωση.

Δείγμα λοιπόν και διαρκής απόδειξη σε όσα ειπώθηκαν παραπάνω είναι το εξής. Πραγματικά ο Τελώνης, ενώ είναι τελώνης και, μπορoύμε να πούμε, ενώ ζει στον πυθμένα της αμαρτίας, ελαφρύνεται από αυτήν με τρόπο απλό, αφού έγινε συγκοινωνός προς όσους διάγουν ενάρετο βίο με μόνο τον λόγο που είπε στην προσευχή του, κι αυτόν σύντομο «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»(Λουκ.18,13), και ανυψώνεται και υπερβαίνει κάθε κακία και, δικαιωμένος από τον ίδιο τον αδέκαστο Κριτή, συγκαταλέγεται στον χορό των δικαίων. Εάν δε και ο Φαρισαίος για λόγο που είπε καταδικάζεται, παθαίνει τούτο διότι είναι φαρισαίος και νομίζει ότι είναι κάποιος αφ’ εαυτού, και όχι διότι είναι πραγματικά δίκαιος· καταδικάζεται διότι εκφέρει αυθάδη λόγια, ανάμεσα στα οποία εκείνα που παροργίζουν τον Θεό δεν είναι λιγότερα από αυτά τα λόγια.

Και γιατί άραγε η μεν ταπείνωση ανεβάζει στο ύψος της δικαιοσύνης, η δε υπεροψία κατεβάζει προς τον βυθό της αμαρτίας; Διότι αυτός που νομίζει ότι είναι κάποιος σπουδαίος, και μάλιστα ενώπιον του Θεού, δικαίως εγκαταλείπεται από τον Θεό, αφού έχει την γνώμη ότι δεν χρειάζεται την βοήθειά του· αυτός δε που θεωρεί τον εαυτό του μηδαμινό και γι’ αυτό αποβλέπει στην άνωθεν ευσπλαχνία, δικαίως επιτυγχάνει την από τον Θεό συμπάθεια και βοήθεια και χάρη· διότι λέγει: «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (Ιακ.4,5).

Αποδεικνύοντας τούτο ο Κύριος με παραβολή λέγει: «Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης» (Λουκ.18,10). Θέλοντας να παραστήσει εναργώς το κέρδος που προκύπτει για τον άνθρωπο από την ταπείνωση και τη ζημία που προκαλείται από την υπερηφάνεια, διαίρεσε σε δύο κατηγορίες όλους όσους προσέρχονται στον ναό, πόσο μάλλον βέβαια όσους ανεβαίνουν σ’ αυτόν, που είναι οι προσερχόμενοι για προσευχή στον ναό του Θεού· διότι τέτοια είναι η φύση της προσευχής· ανεβάζει τον άνθρωπο από τη γη στον ουρανό και υπερβαίνοντας κάθε επουράνιο, όνομα και ύψωμα και αξίωμα, τον παρουσιάζει στον ίδιο το Θεό του παντός.

Άλλωστε και ο παλαιός εκείνος ναός ευρισκόταν σε ύψωμα, σε λόφο της πόλεως. Επάνω σ’ αυτόν τον λόφο, όταν κάποτε το θανατικό αφάνιζε την Ιερουσαλήμ, ο Δαβίδ είδε τον θανατηφόρο άγγελο να κινεί τη ρομφαία κατά της πόλεως, εκεί ανέβηκε και οικοδόμησε θυσιαστήριο στον Κύριο· προσέφερε στον Θεό θυσία και σταμάτησε η θανατηφόρος επιδημία. Αυτά αποτελούσαν τύπο της σωτηριώδους και πνευματικής αναβάσεως κατά την ιερά προσευχή και του ιλασμού που προέρχεται έπειτα από αυτήν (διότι όλα εκείνα ήσαν προτυπωτικά για τη σωτηρία μας), και, εάν θέλεις, και τύπο της ιεράς αυτής Εκκλησίας μας, η οποία πραγματικά ευρίσκεται επάνω σε ύψος, σαν άλλος αγγελικός και υπερκόσμιος χώρος, επάνω στον οποίο, προς εξιλασμό όλου του κόσμου, ως καταστροφή του θανάτου και αφθονία αθάνατης ζωής, προσφέρεται άνω στον Θεό η αναίμακτη, η μεγάλη και πραγματικά ευπρόσδεκτη θυσία.

Γι’ αυτό λοιπόν δεν είπε, ότι δύο άνθρωποι “προσήλθαν” στον ναό, αλλά “ανέβηκαν” στον ναό. Υπάρχουν βέβαια και τώρα μερικοί που, ερχόμενοι στην Εκκλησία, δεν ανεβαίνουν αυτοί, αλλά μάλλον καταρρίπτουν την Εκκλησία που εικονίζει τον ουρανό· αυτοί είναι όσοι προσέρχονται για χάρη της συναναστροφής και της συνομιλίας μεταξύ τους, όπως δηλαδή κάνουν και όσοι επιδίδονται σε αγοραπωλησίες· πραγματικά ομοιάζουν μεταξύ τους, αφού δίδοντας αυτοί μεν τα αντικείμενα προς πώληση, εκείνοι δε λόγους, παίρνουν αντί αυτών τα κατάλληλα. Αυτούς ο Κύριος, όπως παλαιά τους εξέβαλε εντελώς από τον ναό εκείνον: «Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν·καὶ λέγει αὐτοῖς· γέγραπται, ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν (τότε ο Ιησούς μπήκε στον ιερό ναό που ήταν αφιερωμένος στο Θεό, κι έβγαλε έξω όλους εκείνους που πουλούσαν και αγόραζαν στο ιερό προαύλιο των εθνών κι αναποδογύρισε τα τραπέζια των αργυραμοιβών, καθώς και τα καθίσματα όπου κάθονταν αυτοί που πουλούσαν τα περιστέρια. Και τους λέει: Είναι γραμμένο στον Ησαΐα: “Ο οίκος μου θα ονομαστεί και θα είναι οίκος προσευχής. Εσείς όμως τον κάνατε σπήλαιο που συχνάζουν ληστές, αφού με τις αισχροκέρδειές σας κατακλέβετε και ληστεύετε τους προσκυνητές» (Ματθ.21,12), έτσι τους εξέβαλε και από τις συνομιλίες τους αυτές κατά τις αγοραπωλησίες, διότι δεν ανεβαίνουν καθόλου στον ναό, έστω και αν έρχονται καθημερινώς.

Ο Φαρισαίος πάντως και ο Τελώνης ανέβηκαν στον ναό· διότι ένα σκοπό είχαν και οι δύο, να προσευχηθούν, αν και ο Φαρισαίος μετά την άνοδο κατέρριψε τον εαυτό του, ανατρεπόμενος από τον τρόπο με τον οποίο επέλεξε να προσευχηθεί· διότι ήταν μεν ο σκοπός της αναβάσεώς τους ο ίδιος, αφού ανέβηκαν να προσευχηθούν, αλλά ο τρόπος της προσευχής ήταν αντίθετος. Ο ένας δηλαδή ανέβαινε συντετριμμένος και ταπεινωμένος, διότι διδάχθηκε από τον ψαλμωδό προφήτη ότι ο Θεός δεν θα περιφρονήσει μια συντετριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά, αφού και αυτός ο προφήτης λέγει για τον εαυτό του, γνωρίζοντάς το φυσικά από την πείρα του: «ἐταπεινώθην, καὶ ἔσωσέ με ὁ Κύριος» (Ψαλμ.114,6).

Και τι περιορίζομαι στον προφήτη; Διότι ο Θεός των προφητών προς χάρη μας ταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος σαν εμάς, καθώς λέγει ο απόστολος, «καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ(:και ενώ παρουσιάστηκε με την εξωτερική όψη του ανθρώπου, δεν ήταν μόνο άνθρωπος, όπως φαινόταν, αλλά ήταν συγχρόνως και Θεός. Και ταπείνωσε τον εαυτό Του δείχνοντας τέλεια υπακοή μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού, που είναι ο πλέον οδυνηρός και ατιμωτικός θάνατος)» (Φιλιπ.2,8). Ο δε Φαρισαίος ανεβαίνει υπερβολικά φουσκωμένος και αλαζονευόμενος, με την ιδέα ότι θα αυτοδικαιωθεί· και μάλιστα ενώπιον του Θεού, εμπρός στον Οποίο όλη η δική μας δικαιοσύνη είναι σαν «ὡς ράκος ἀποκαθημένης(:ράκος γυναίκας που έχει εμμηνόρροια)» (Ησ.6,5)· διότι δεν άκουσε εκείνον που λέγει: «ἀκάθαρτος παρὰ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος» (Παροιμ.16,5) και «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται» (Ιακ.4,8), και «Οὐαὶ οἱ συνετοὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες»(Ησ.5,21).

Δεν τους διαχώρισε μόνο το ήθος αλλά και ο τρόπος, που ήταν διάφορος σ’ αυτούς, αλλά και το είδος της προσευχής, που ήταν επίσης διπλό. Πραγματικά η προσευχή δεν είναι θέμα δεήσεως μόνο, αλλά και ευχαριστίας. Ο ένας από τους προσευχομένους ανεβαίνει στον ναό του Θεού για να δοξάσει και να ευχαριστήσει τον Θεό για όσα έλαβε από Αυτόν, ο δε άλλος για να ζητήσει όσα δεν έλαβε ακόμη, μεταξύ των οποίων είναι και η άφεση των αμαρτημάτων, και μάλιστα για όσους αμαρτάνουν κάθε ώρα στις ημέρες μας. Από το άλλο μέρος η υπόσχεση των όσων με ευσέβεια προσφέρονται από εμάς στον Θεό δεν ονομάζεται προσευχή, αλλά ευχή· και τούτο το δήλωσε εκείνος που είπε: «εὔξασθε καὶ ἀπόδοτε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν»(Ψαλμ.75,12), και αυτός που λέγει: «ἀγαθὸν τὸ μὴ εὔξασθαί σε ἢ τὸ εὔξασθαί σε καὶ μὴ ἀποδοῦναι»(Εκκλ.5,4).

Αλλά το διπλό εκείνο είδος της προσευχής έχει διπλή και την αχρείωση για τους απρόσεκτους. Δηλαδή την μεν μία την καθιστά αποτελεσματική η υπέρ αφέσεως των αμαρτημάτων προσευχή και η δέηση, η πίστη και η κατάνυξη μετά την αποχή από τα κακά, ανενεργό όμως την καθιστά η απόγνωση και η πώρωση. Την άλλη την κάμουν ευπρόσδεκτη ευχαριστία για όσα έχουμε ευεργετηθεί από τον Θεό, η ταπείνωση και η αποφυγή επάρσεως απέναντι στους στερούμενους, απαράδεκτη δε η έπαρση γι’ αυτά, σαν να αποκτήθηκαν με δική μας προσπάθεια και γνώση, και η κατάκριση εναντίον αυτών που δεν έχουν πράγματα. Ότι λοιπόν είναι άρρωστος και στα δύο αυτά ο Φαρισαίος, ελέγχεται από τον εαυτό του και τα λόγια του· διότι, ενώ ανέβηκε στον ναό για να ευχαριστήσει, όχι να δεηθεί, με την ευχαριστία προς τον Θεό ανέμιξε αφρόνως και αθλίως έπαρση και κατάκριση· διότι, λέγει, αφού στάθηκε καθ’ εαυτόν, προσευχήθηκε τα εξής· «ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης»(Λουκ.18,11).

Η στάση του Φαρισαίου δεν δηλώνει τη δουλική παράσταση, αλλά την αδιάντροπη υπεροψία που είναι αντίθετη προς εκείνον που έχει ταπείνωση δεν έχει το θάρρος ούτε τους οφθαλμούς να υψώσει προς τον ουρανό. Ευλόγως δε προσευχόταν καθ’ εαυτόν ο Φαρισαίος· διότι δεν ανέβηκε προς τον Θεό, αν και δεν αγνοούσε τον καθήμενο επάνω στα Χερουβείμ και επιβλέποντα τα τελευταία σημεία των αβύσσων. Η προσευχή του ήταν ως εξής: Αφού είπε “σ’ ευχαριστώ”, δεν πρόσθεσε τα λόγια: «διότι από ευσπλαχνία, σαν σε ασθενή ν’ αντιπαραταχθεί, μου έδωσες δωρεάν την απαλλαγή από τις παγίδες του πονηρού». Διότι, αδελφοί, είναι ανδρείο κατά την ψυχή, το να κατορθώσει κανείς, αφού πιάστηκε στις παγίδες του εχθρού και έπεσε στους βρόχους της αμαρτίας, να διαφύγει με τη μετάνοια. Γι’ αυτό οι υποθέσεις μας διευθύνονται από ανώτερη πρόνοια και πολλές φορές, ενώ καταβάλλαμε μικρή ή καθόλου προσπάθεια, εμμείναμε με τη βοήθεια του Θεού ανώτεροι πολλών και μεγάλων παθημάτων, ανακουφισθέντες από συμπάθεια λόγω της ασθενείας μας. Και πρέπει να αναγνωρίζουμε τη δωρεά και να ταπεινωνόμαστε ενώπιον αυτού που την έκαμε, αλλά να μην κομπάζουμε.

Ο Φαρισαίος όμως λέγει: «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ, όχι διότι έλαβα καμιά βοήθεια από σένα», αλλά «διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι»· σαν να διέθετε αφ’ εαυτού και από προσωπική του ικανότητα το προσόν ότι δεν ήταν άρπαγας, μοιχός και άδικος, αν φυσικά τα διέθετε κιόλας. Δεν πρόσεχε πραγματικά στον εαυτό του, αλλά έβλεπε περισσότερο όλους τους άλλους παρά τον εαυτό του, και εξουδενώνοντας όλους -ποια παραφροσύνη -, έναν μόνο θεωρούσε δίκαιο και σώφρονα, τον εαυτό του· «δεν είμαι» λέγει, «όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή όπως αυτός ο τελώνης».

«Πόση μωρία σε διακρίνει», θα μπορούσε κανείς να του ειπεί. «Και αν όλοι εκτός από σένα είναι άδικοι και άρπαγες, τότε ποιος είναι αυτός που υφίσταται την αρπαγή και την κάκωση; Τι συμβαίνει δε και με αυτόν τον τελώνη και την κατ’ εξοχήν αυτού προσθήκη στη διήγηση; Αφού είναι και αυτός ένας από όλους δεν έχει συμπεριληφθεί μαζί με τους άλλους στην από σένα κοινή και, θα λέγαμε, οικουμενική κατάκριση; Ή έπρεπε αυτός να υποστεί διπλή καταδίκη, κρινόμενος από τους φαρισαϊκούς οφθαλμούς σου, αν και στεκόταν μακριά σου; Άλλωστε ότι ήταν άδικος, το γνώριζες, αφού ήταν φανερά τελώνης, ότι όμως ήταν μοιχός, από που το γνώριζες; Ή μήπως δικαιούσαι να τον αδικείς και να τον προπηλακίζεις, επειδή αυτός αδικούσε άλλους; Δεν είναι έτσι, δεν είναι· αλλά αυτός μεν βαστάζοντας με ταπεινό φρόνημα την υπερήφανη κατηγορία σου και προσφέροντας στον Θεό με αυτομεμψία την ικεσία, θ’ απαλλαγεί από αυτόν της καταδίκης, δικαίως για όσα αδίκησε, εσύ όμως θα καταδικαστείς δικαίως, διότι κατηγορείς υπεροπτικά εκείνον και όλους τους ανθρώπους, και από όλους μόνο τον εαυτό σου δικαιώνεις. “Δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί”».

Αυτά τα λόγια αποδεικνύουν την υπεροψία του Φαρισαίου και προς τον Θεό και προς όλους τους ανθρώπους, αλλ’ επίσης και το ψευδολόγο της συνειδήσεώς του· διότι αφενός μεν εξουθενώνει σαφώς όλους μαζί τους ανθρώπους, αφετέρου πάλι αποδίδει την αποφυγή των κακών όχι στη δύναμη του Θεού, αλλά στη δική του. Ο λόγος για τον οποίο ευχαριστεί είναι αυτός· ότι εκτός από τον εαυτό του νομίζει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ακόλαστοι και άδικοι και άρπαγες, ωσάν ο Θεός να μην αξίωσε κανένα άλλον πλην αυτού να του παράσχει την αρετή. Αλλά αν όλοι ήσαν τέτοιοι, έπρεπε σε όλους αυτούς να ευρίσκονται εμπρός τους προς διαρπαγή τα αγαθά του Φαρισαίου τούτου.

Δεν φαίνεται όμως κάτι τέτοιο· διότι προσθέτει αυτός: «Νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι»(Λουκ.18,12). Δεν λέγει ότι δίνει το δέκατο από όσα κατέχει, αλλά από όσα αποκτά, δηλώνοντας με αυτό τις προσθήκες και επαυξήσεις της περιουσίας του. Επομένως είχε μεν όσα κατείχε, προσελάμβανε δε ανεμπόδιστα όσα μπορούσε. Πώς λοιπόν όλοι οι άνθρωποι πλην αυτού άρπαζαν και αδικούσαν; Τόσο αυτοέλεγκτο και αυτεπίβουλο πράγμα είναι η κακία! Τόσο πολύ ανάμικτο με την παραφροσύνη είναι πάντοτε το ψεύδος!

Την μεν αποδεκάτιση των εισοδημάτων του προέβαλλε για ν’ αποδείξει πλήρως την δικαιοσύνη του· διότι πώς μπορεί να είναι άρπαγας των ξένων αγαθών αυτός που αποδεκατίζει τα δικά του; Την δε νηστεία προέβαλλε για την επίδειξη της σωφροσύνης· διότι η νηστεία είναι πρόξενος της αγνείας. Έστω λοιπόν, είναι σώφρων και δίκαιος, και, αν θέλεις, και σοφός και νουνεχής και ανδρείος και ό,τι άλλο παρόμοιο· αν μεν το απέκτησες από τον εαυτό σου, και όχι από τον Θεό, γιατί προσφεύγεις ψευδώς στο σχήμα της προσευχής κι ανεβαίνεις στον ναό και λέγεις ματαίως ότι προσφέρεις ευχαριστία; Αν όμως το απέκτησες από τον Θεό, δεν το έλαβες για να κομπάζεις, αλλά για να ενεργείς προς οικοδομή των άλλων σε δόξα αυτού που το έδωσε. Έπρεπε λοιπόν πραγματικά να χαίρεσαι με ταπείνωση και να προσφέρεις ευχαριστίες, και σ’ αυτόν που το έδωσε και σ’ αυτούς χάριν των οποίων το έλαβες· διότι η λαμπάδα παίρνει το φως όχι για τον εαυτό της, αλλά για όσους βλέπουν.

Και Σάββατο ονομάζει ο Φαρισαίος όχι την εβδόμη ημέρα, αλλά την εβδομάδα ημερών, στις δύο από τις οποίες νηστεύει, όπως μεγαλαυχεί, αγνοώντας ότι αυτές μεν είναι ανθρώπινες αρετές, η δε υπερηφάνεια είναι δαιμονική. Γι’ αυτό, όταν συζευχθεί με αυτές, τις αχρηστεύει και τις συγκαταρρίπτει, ακόμη και αν είναι αληθινές· πόσο μάλλον αν είναι κίβδηλες.

Αυτά είπε ο Φαρισαίος. «Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»(Λουκ.18,13).

Βλέπετε πόση είναι η ταπείνωση και η πίστη και η αυτομεμψία; Βλέπετε την άκρα συστολή της διανοίας και των αισθήσεων, συγχρόνως δε και τη συντριβή της καρδιάς, αναμεμιγμένες με την προσευχή του τελώνη τούτου; Διότι όταν ανέβηκε στο ναό, για να προσευχηθεί υπέρ της αφέσεως των αμαρτημάτων του, έφερε μαζί του καλά εφόδια μεσιτευτικά προς τον Θεό, την ακαταίσχυντη πίστη, την ακατάκριτη αυτομεμψία, την ακαταφρόνητη συντριβή της καρδίας, την εξυψωτική ταπείνωση. Συνδύασε δε με την προσευχή και την προσοχή άριστα· διότι, λέγει, «καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς(:ο Τελώνης αυτός στεκόμενος απόμακρα)». Δεν είπε «σταθείς», όπως στην περίπτωση του Φαρισαίου, αλλά «ἑστὼς», δηλώνοντας με αυτό την επί πολύ παράταση της στάσεως, μαζί δε και το επίμονο της δεήσεως και των ικετευτικών λόγων· διότι, χωρίς να προβάλει ούτε να διανοηθεί τίποτε άλλο, πρόσεχε μόνο στον εαυτό του και τον Θεό, περιστρέφοντας στον εαυτό της και πολλαπλασιάζοντας μόνη τη μονολόγιστη δέηση, που είναι το αποτελεσματικότερο είδος προσευχής.

«Ο τελώνης», λοιπόν, « στεκόταν μακριά από το θυσιαστήριο όπου καίγονταν οι θυσίες, και δεν είχε την τόλμη όχι μόνο τα χέρια του, αλλά ούτε τα μάτια του να σηκώσει επάνω προς τον ουρανό». Αυτή η στάση ήταν συγχρόνως και στάση και υπόκυψη, και δείγμα όχι μόνο ευτελούς δούλου, αλλά και καταδίκου. Μαρτυρεί δε και την απαλλαγμένη από την αμαρτία ψυχή, που είναι μεν ακόμη μακριά από τον Θεό, διότι δεν έχει ακόμη την προς Αυτόν παρρησία δια των έργων, αλλά ελπίζει να εγγίσει τον Θεό, λόγω της αποχής από τα κακά και της αγαθής ήδη προθέσεώς της. Στεκόμενος λοιπόν έτσι απόμακρα ο Τελώνης δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς του να σηκώσει στον ουρανό, επιδεικνύοντας με τον τρόπο και το σχήμα την αυτοκατάκριση και αυτομεμψία του· διότι θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο και του ουρανού και του επιγείου ναού. Γι’ αυτό του μεν ναού στεκόταν στα πρόθυρα, προς τον ουρανό όμως δεν τολμούσε ούτε ν’ ατενίσει, πόσο μάλλον προς τον Θεό του ουρανού- αλλά κτυπώντας το στήθος του από την έντονη κατάνυξη και παριστώντας έτσι τον εαυτό του άξιο τιμωρίας, αναπέμποντας από εκεί βαρυπενθής τους στεναγμούς και κλίνοντας σαν κατάδικος την κεφαλή, αποκαλούσε τον εαυτό του αμαρτωλό και ζητούσε με πίστη τον ιλασμό, λέγοντας· «Θεέ, ευσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό»· διότι πίστεψε σε Εκείνον που λέγει: «Ἐπιστρέψατε πρός με, καὶ ἐπιστραφήσομαι πρὸς ὑμᾶς» (Ζαχ.1,3), και στον προφήτη που διαβεβαίωσε: «εἶπα· ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ· καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου» (Ψαλμ.31,5).

Τι συνέβη λοιπόν έπειτα από αυτά; «Κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται», λέγει ο Κύριος (Λουκ.18,14). Πραγματικά, όπως ο Διάβολος είναι η ίδια η υπεροψία, και η υπερηφάνεια είναι το ιδιαίτερο κακό του, γι’ αυτό και συναπτομένη με οποιαδήποτε ανθρώπινη αρετή την νικά και την καταρρίπτει, έτσι η ταπείνωση ενώπιον του Θεού είναι αρετή των αγαθών αγγέλων και νικά κάθε ανθρώπινη κακία που επέρχεται στον πταίστη· διότι η ταπείνωση είναι όχημα της αναβάσεως προς τον Θεό, όπως εκείνα τα σύννεφα, που πρόκειται ν’ ανυψώσουν προς τον Θεό αυτούς που θα μείνουν σε απείρους αιώνες μαζί με τον Θεό, καθώς προφήτευσε ο απόστολος, λέγοντας: «ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα» (Α΄Θεσ.4,17). Ό,τι δηλαδή είναι η νεφέλη, είναι και η ταπείνωση, που συστήνεται δια μετανοίας και αφήνει από τους οφθαλμούς ρυάκια με δάκρυα, εξάγει τους αξίους από τα ανάξια, τους ανεβάζει και τους συνάπτει με τον Θεό, δικαιωμένους δωρεάν λόγω της ευγνώμονης προαιρέσεως.

Και ο μεν Τελώνης σφετεριζόμενος πρωτύτερα κακοτέχνως τα ξένα πράγματα, αλλ’ έπειτα, εγκαταλείποντας τη διαστροφή και μη δικαιώνοντας τον εαυτό του, δικαιώθηκε, ο δε Φαρισαίος, ενώ δεν οικειοποιούνταν όσα ανήκαν σε άλλους, αλλά δικαιώνοντας τον εαυτό του, καταδικάσθηκε. Τώρα, εκείνοι που και οικειοποιούνται τα ανήκοντα στους άλλους και επιχειρούν να δικαιώσουν τους εαυτούς τους, τι θα πάθουν;

Αλλ’ ας αφήσουμε τώρα αυτούς, αφού και ο Κύριος τους άφησε, ως μη πειθομένους με τα λόγια. Μερικές φορές όμως και εμείς όταν προσευχόμαστε, ταπεινωνόμαστε, και ίσως νομίζομε ότι θα κερδίσουμε τη δικαίωση του Τελώνη. Δεν είναι όμως έτσι· διότι πρέπει να προσέχουμε τούτο, ότι ο Τελώνης, καταφρονούμενος από τον Φαρισαίο κατά πρόσωπο και μετά την απομάκρυνσή του από την αμαρτία, καταφρονούσε κι αυτός τον εαυτό του, όχι μόνο μη αντιλέγοντας, αλλά και συνηγορώντας προς εκείνον εναντίον του εαυτού του.

Όταν λοιπόν κι εσύ αφήσεις την κακία, δεν αντιλέγεις δε σ’ αυτούς που σε καταφρονούν και σε λοιδορούν, αλλά καταδικάζοντας και εσύ τον εαυτό σου ως κακοήθη, καταφεύγεις με κατάνυξη δια της προσευχής προς την ευσπλαγχνία του Θεού μόνο, γνώριζε ότι είσαι λυτρωμένος Τελώνης. Πολλοί βέβαια λέγουν τους εαυτούς τους αμαρτωλούς, και το λέμε και το νομίζουμε επίσης κι εμείς· αλλά η καταφρόνηση είναι που δοκιμάζει την καρδιά. Όπως δηλαδή ο μεγάλος Παύλος είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, αν και έγραφε προς τους ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν γλωσσολαλιά στην Κόρινθο, «εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντων ὑμῶν μᾶλλον γλώσσαις λαλῶν» (Α΄Κορ.14,18) γράφει αυτά τα πράγματα αυτός που αλλού δηλώνει ότι είναι «περικάθαρμα» όλων των ανθρώπων «βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι » (Α΄Κορ.4,13) για να συγκρατήσει το φρόνημα εκείνων που επαίρονται εναντίον αυτών που δεν έχουν το χάρισμα)· όπως λοιπόν ο Παύλος, γράφοντας εκείνα, είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, έτσι είναι και το να λέγει κανείς τα λόγια του Τελώνη και να ταπεινολογεί σαν εκείνον, αλλά να μη δικαιωθεί καθώς εκείνος· διότι πρέπει με τα ταπεινά λόγια του τελώνη να συνυπάρχει και η μετάθεση από τα κακά και η ψυχική διάθεση, η κατάνυξη και η υπομονή εκείνου.

Και ο Δαβίδ έδειξε εμπράκτως ότι πρέπει, αυτός που κρίνει τον εαυτό του ένοχο ενώπιον του Θεού και μετανοεί, να θεωρεί δίκαιη και υποφερτή την σε βάρος του ύβρη και ατιμία από άλλους· διότι μετά την αμαρτία του, όταν άκουγε προσβλητικούς λόγους από τον Σεμεεί, έλεγε σ’ αυτούς που ήθελαν ν’ αντιδράσουν: «Ἄφετε αὐτὸν καὶ οὕτως καταράσθω, ὅτι Κύριος εἶπεν αὐτῷ καταρᾶσθαι τὸν Δαυίδ»(Β΄Βασ.16,10), λέγοντας ότι η συγχώρηση από τον Θεό για την προς αυτόν αμαρτία είναι πρόσταγμα Εκείνου, αν και ο Δαβίδ πάλευε τότε με δεινή και μεγάλη συμφορά, αφού μόλις προσφάτως είχε επαναστατήσει εναντίον του ο Αβεσσαλώμ.

Τότε μάλιστα ο Δαβίδ, εγκαταλείποντας με αφόρητη οδύνη την Ιερουσαλήμ, όταν φεύγοντας έφθασε στις υπώρειες του όρους των Ελαιών, συνάντησε ως προσθήκη της συμφοράς τον Σεμεεί. Ο Σεμεεί έριχνε εναντίον του λίθους, τον κακολογούσε ασταμάτητα και τον ύβριζε αναιδώς· τον αποκαλούσε άνδρα αιμοβόρο και παράνομο, επαναφέροντας στη μνήμη το σχετικό με την Βηρσαβεέ και τον Ουρία έγκλημα προς ονειδισμό του βασιλέως. Και δεν τον άφησε αφού καταράστηκε μια και δυο φορές, και έριχνε εναντίον του λίθους και με λόγια πληκτικότερα από τους λίθους· «αλλά», λέγει, «προχωρούσε ο βασιλεύς και όλοι οι άνδρες του μαζί του, ενώ ο Σεμεεί βάδιζε από την πλευρά του όρους πλησίον του βασιλέως, καταρώμενός τον και ρίχνοντας λίθους από τα πλάγια, και πασπαλίζοντάς τον με χώμα». Και δεν εστερείτο ανθρώπων που θα τον εμπόδιζαν ο βασιλεύς. Ο Αβεσσά λοιπόν ο στρατηγός, μη αντέχοντας, είπε προς τον Δαβίδ· «γιατί καταράται αυτός ο ψόφιος σκύλος τον κύριό μου τον βασιλέα; Θα μεταβώ λοιπόν να του κάψω το κεφάλι». Ο βασιλεύς όμως συγκράτησε αυτόν και όλους τους άνδρες του, λέγοντας προς αυτούς: «Εἴπως ἴδοι Κύριος ἐν τῇ ταπεινώσει μου καὶ ἐπιστρέψει μοι ἀγαθὰ ἀντὶ τῆς κατάρας αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ»(Β΄Βασ.16,12).

Αυτό το πράγμα και τότε μεν τελέστηκε και πραγματοποιήθηκε, δεικνύεται δε και με την παραβολή γι’ αυτόν τον Τελώνη και τον Φαρισαίο τελούμενο πάντοτε από την δικαιοσύνη· διότι αυτός που θεωρεί τον εαυτό του αληθινά υπεύθυνο της αιωνίου κολάσεως, πώς δεν θα υπομείνει γενναίως, όχι μόνο ατιμία, αλλά και ζημία και νόσο, και κάθε δυσπραγία και κακοπάθεια γενικώς; Αυτός δε που δείχνει τέτοια υπομονή, ως χρεώστης και ένοχος, με ελαφρότερη, πρόσκαιρη και διακοπτομένη καταδίκη λυτρώνεται από την πραγματικά βαριά εκείνη και αφόρητη και ατελείωτη τιμωρία· μερικές φορές, μάλιστα, λυτρώνεται και από τα τωρινά δεινά που τον βασανίζουν, καθώς η θεία χρηστότητα λαμβάνει αρχή από εδώ σαν να χρωστείται λόγω της υπομονής. Γι’ αυτό και κάποιος από τους παιδευομένους από τον Κύριο είπε: «Ὀργὴν Κυρίου ὑποίσω, ὅτι ἥμαρτον αὐτῷ, ἕως τοῦ δικαιῶσαι αὐτὸν τὴν δίκην μου»(Μιχ.7,9).

Είθε κι εμείς, παιδευόμενοι με ευσπλαχνία, αλλά όχι με οργή και θυμό Κυρίου, να μην καταβληθούμε από την τιμωρία του Θεού, αλλά κατά τον ψαλμωδό στο τέλος να ανορθωθούμε, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο αρμόζει δόξα, δύναμις, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις