ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΠΙΛΥΣΙΝ ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ
Ἐῤῥήθη δὲ μετὰ τὸ ὑποστρέψαι αὐτὸν ἐκ τῆς ἐξορίας
1. Είναι μεγάλη η τρικυμία, αλλά δεν εμπόδισε την προθυμία σας και ήρθατε εδώ∙ πολλοί οι πειρασμοί, αλλά δεν εξάλειψαν τον πόθο σας. Δε σταματάει η Εκκλησία να πολεμείται και να νικάει, να απειλείται και να υπερισχύει. Όσο οι άλλοι την επιβουλεύονται, τόσο αυτή αυξάνεται∙ και τα κύματα διαλύονται, ενώ η πέτρα στέκεται ακίνητη. Την ημερά διδασκαλία, τη νύχτα παννυχίδες. Η μέρα συναγωνίζεται τη νύχτα∙ εκεί συγκεντρώσεις, και εδώ συγκεντρώσεις. Η νύχτα κάνει την αγορά εκκλησία και η προθυμία σας είναι πιο δυνατή από τη φωτιά. Δεν έχετε ανάγκη από παραίνεση και φανερώνετε το ζήλο σας. Ποιος δε θα εκπλαγεί; Ποιος δε θα θαυμάσει; Όχι μόνο αυτοί που ήταν δεν απουσίασαν, αλλά και αυτοί που δεν ήταν πλησίασαν. Τέτοιο είναι το κέρδος των πειρασμών. Γιατί, όπως η βροχή πέφτοντας στη γη αφυπνίζει τα σπέρματα, έτσι και ο πειρασμός μπαίνοντας στην ψυχή αφυπνίζει την προθυμία.Είναι λόγος του Θεού∙ ακίνητη η Εκκλησία∙ «οι πύλες του Άδη δε θα τη νικήσουν». Εκείνος που την πολεμάει, καταστρέφει τον εαυτό του και αποδεικνύει πιο δυνατή την Εκκλησία. Εκείνος πού την πολεμάει, νικάει τη δική του δύναμη καί κάνει πιο λαμπρό το τρόπαιο μας. Ο Ιώβ ήταν καλός και πριν απ’ αυτό, αλλά ύστερα φάνηκε καλύτερος. Δεν ήταν τόσο καλός όταν ήταν υγιής στο σώμα, όσο καλός ήταν όταν στεφανωνόταν μέ το πύο των πληγών του. Να μη φοβηθείς ποτέ τον πειρασμό, αν έχεις προετοιμασμένη την ψυχή σου. Η θλίψη δε βλάπτει, αλλά δημιουργεί την υπομονή. Όπως δηλαδή το χρυσάφι δεν το βλάπτει το καμίνι, έτσι και το γενναίο δεν τον διαφθείρει η θλίψη. Τι κάνει το καμίνι στο χρυσάφι; Το καθιστά καθαρό. Τι προκαλεί η θλίψη σ’ αυτόν που την υποφέρει; Την υπομονή. Τον κάνει ανώτερο, σταματάει την αδιαφορία, συγκεντρώνει την ψυχή, κάνει πιο συνετό το λογισμό. Προκάλεσαν πειρασμό για να απομακρύνουν τα πρόβατα, και έγινε το αντίθετο, γιατί έφερε τον ποιμένα.Σε ποια κατάσταση βρίσκονται τα δικά μας; Σε ευδοκίμηση. Σε ποια κατάσταση βρίσκονται τα δικά τους; Γεμάτα ντροπή. Πού είναι τα δικά τους; Ούτε φαίνονται. Τριγυρίζω την αγορά και δε βλέπω κανένα. Φύλλα ήταν, και όταν φύσηξε ο άνεμος έπεσαν∙ άχυρα ήταν και τα σκόρπισε ο άνεμος, και φάνηκε ώριμο το σιτάρι∙ μόλυβδος ήταν και έλειωσε, και έμεινε καθαρό το χρυσάφι. Ποιος τους καταδιώκει; Κανένας∙ αλλά τη συνείδησή τους έχουν εχθρό που κατοικεί μέσα τους μετά την αμαρτία. Ξέρουν τι έκαμαν. Επειδή και ο Κάιν ήθελε να σφάξει τον αδελφό του, και όταν ήθελε να τον σφάξει, φούντωνε η επιθυμία, όταν όμως έκαμε την αμαρτία τριγύριζε παντού στην οικουμένη με στεναγμούς και τρόμο. Αυτοί όμως, αν και δεν έσφαξαν στην πράξη, έσφαξαν με τη διάθεσή τους. Η σφαγή προχώρησε ανάλογα με την πονηρία τους, και η ζωή μου χαρίσθηκε εξ αιτίας της φιλανθρωπίας του Θεού. Αυτά τα λέγω, παρακινώντας την προθυμία σας, για να μη φοβηθείτε ποτέ πειρασμό. Είσαι πέτρα; Να μη φοβάσαι τα κύματα, γιατί «επάνω σ’ αυτή την πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, και οι πύλες του Άδη δε θα τη νικήσουν», λέγει. Πότε από έξω οι πόλεμοι, πότε από μέσα, αλλά κανείς δεν καταποντίζει το σκάφος.
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΙΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ
ΕΠΕ ΤΟΜΟΣ 33
αʹ. Πολὺς ὁ χειμὼν, ἀλλὰ τὴν προθυμίαν τῶν παραγενομένων οὐ διεκώλυσε· πολλοὶ οἱ πειρασμοὶ, ἀλλὰ τὸν πόθον ὑμῶν οὐκ ἐξέλυσαν. Οὐ παύεται ἡ Ἐκκλησία πολεμουμένη καὶ νικῶσα, ἐπιβουλευομένη καὶ περιγινομένη. Ὅσον ἄλλοι ἐπιβουλεύουσι, τοσοῦτον αὕτη αὔξεται· καὶ τὰ μὲν κύματα διαλύεται, ἡ δὲ πέτρα ἕστηκεν ἀκίνητος. Ἐν ἡμέρᾳ διδασκαλία, ἐν νυκτὶ παννυχίδες· ἡ ἡμέρα πρὸς τὴν νύκτα ἁμιλλᾶται· ἐκεῖ συνάξεις, καὶ ἐνταῦθα συνάξεις. Ἡ νὺξ τὴν ἀγορὰν ἐκκλησίαν ἐργάζεται· ἡ δὲ προθυμία πυρὸς σφοδροτέρα. Οὐ δεῖσθε παραινέσεως, καὶ ἐπιδείκνυσθε τὴν σπουδήν. Τίς οὐκ ἂν ἐκπλαγείη; τίς οὐκ ἂν θαυμάσειεν; Οὐ μόνον οἱ ὄντες οὐκ ἀπελείφθησαν, ἀλλὰ καὶ οἱ μὴ ὄντες προσεγένοντο. Τοιοῦτον τῶν πειρασμῶν τὸ κέρδος· καθάπερ γὰρ ὑετὸς εἰς τὴν γῆν κατιὼν διεγείρει τὰ σπέρματα, οὕτω καὶ ὁ πειρασμὸς εἰς τὴν ψυχὴν εἰσιὼν διεγείρει τὴν προθυμίαν. Λόγος ἐστὶ τοῦ Θεοῦ· ἀκίνητος ἡ Ἐκκλησία· Πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. Ὁ πολεμῶν ἑαυτὸν καταλύει, τὴν δὲ Ἐκκλησίαν ἰσχυροτέραν δείκνυσιν· ὁ πολεμῶν τὴν ἰσχὺν ἑαυτοῦ καταβάλλει, ἡμῶν δὲ λαμπρότερον ἐργάζεται τὸ τρόπαιον. Ὁ Ἰὼβ ἦν καλὸς καὶ πρὸ τούτου· μετὰ δὲ ταῦτα βελτίων ἐφάνη. Οὐχ οὕτω καλὸς ἦν, ὅτε ἀσινὴς ἦν τὸ σῶμα, ὡς καλὸς ἦν ὅτε τῷ ἰχῶρι τῶν τραυμάτων ἐστεφανοῦντο.
Μηδέποτε φοβηθῇς πειρασμὸν, ἐὰν ψυχὴν παρεσκευασμένην ἔχῃς. Οὐ βλάπτει ἡ θλίψις, ἀλλ' ὑπομονὴν κατεργάζεται. Ὥσπερ γὰρ τὸ χρυσίον οὐ βλάπτει ἡ κάμινος, οὕτως οὐδὲ τὸν γενναῖον διαφθείρει ἡ θλίψις. Τί ποιεῖ ἡ κάμινος τῷ χρυσίῳ; Καθαρὸν ἀποτελεῖ. Τί ἐργάζεται ἡ θλίψις τῷ φέροντι; Τὴν ὑπομονήν. Ὑψηλότερον κατασκευάζει, ῥᾳθυμίαν περικόπτει, συνάγει τὴν ψυχὴν, σωφρονέστερον ποιεῖ τὸν λογισμόν. Ἐπήγαγον πειρασμὸν, ἵνα τὰ πρόβατα ἀπελάσωσι, καὶ τὸ ἐναντίον ἐξέβη· εἰσήγαγε γὰρ ποιμένα. Ἐν τίσι τὰ ἡμέτερα; Ἐν εὐδοκιμήσει. Ἐν τίσι τὰ ἐκείνων; Ἐν αἰσχύνῃ. Ποῦ εἰσι τὰ ἐκείνων; Οὐδὲ φαίνονται. Τὴν ἀγορὰν περιέρχομαι, καὶ οὐδένα βλέπω. Φύλλα ἦν, καὶ ἀνέμου φυσήσαντος ἐξέπεσεν· ἄχυρα ἦν, καὶ ἀνεῤῥιπίσθη, καὶ ὁ σῖτος ἐφάνη ὥριμος· μόλυβδος ἦν, καὶ ἐτάκη, καὶ τὸ χρυσίον διέμεινε καθαρόν. Τίς αὐτοὺς ἐλαύνει; Οὐδείς· ἀλλὰ τὸ συνειδὸς πολέμιον ἔχουσι συνοικοῦντα μετὰ τὴν ἁμαρτίαν. Ἴσασι τί ἔπραξαν. Ἐπεὶ καὶ ὁ Κάϊν ἐβούλετο σφάξαι τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ· ἀλλ' ὅτε ἐβούλετο σφάξαι, ἡ ἐπιθυμία ἤνθει· ἐπειδὴ δὲ τὴν ἁμαρτίαν εἰργάσατο, στένων καὶ τρέμων πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης περιήρχετο. Οὗτοι δὲ, εἰ καὶ μὴ ἔσφαξαν τῇ πείρᾳ, ἀλλὰ ἔσφαξαν τῇ γνώμῃ. Ἡ σφαγὴ προεχώρησεν ὅσον κατὰ τὴν ἐκείνων πονηρίαν· ἡ δὲ ζωὴ συνεχωρήθη διὰ τὴν τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν. Ταῦτα λέγω, τὴν προθυμίαν τὴν ὑμετέραν ἐπαλείφων, ἵνα μηδέποτε φοβηθῆτε πειρασμόν. Πέτρα εἶ; Μὴ φοβοῦ τὰ κύματα· Ἐπὶ γὰρ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς, φησί. Ποτὲ ἔξωθεν οἱ πόλεμοι, ποτὲ ἔνδοθεν· ἀλλὰ οὐδεὶς καταποντίζει τὸ σκάφος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου