Πέμπτη 28 Απριλίου 2022

Ερμηνεία εις τον Κανόνα ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ - Ωδή θ’

Του Οσίου πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου
Ερμηνεία εις τον Κανόνα 
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ  
Ήτοι της λαμπροφόρου Αναστάσεως του Κυρίου
Ποίημα όντα Ιωάννου του Δαμασκηνού

 

Ωδή θ’. Ο Ειρμος.
Φωτίζου φωτίζου η νέα Ιερουσαλήμ, η γαρ δόξα Κυρίου επί σε ανέτειλε. Χόρευε νυν, και αγάλλου Σιών, συ δε αγνή, τέρπου Θεοτόκε, εν τη εγέρσει του τόκου σου.
Ερμηνεία.
Ακούσας ο θεσπέσιος ούτος τον Προφήτην Ησαΐαν να λέγη «Αντλήσατε ύδωρ εκ των πηγών του Σωτηρίου» (Ησ. ιβ’ 3) (πηγαί δε σωτηρίου νοούνται αι θείαι Γραφαί κατά τους ερμηνευτάς), δια τούτο και αυτός ανάλησε μεν έως τώρα πολλά νοήματα εκ των θείων Γραφών, και επότισε με αυτά τους πνευματικούς κήπους των ασματικών του Κανόνων, αντλεί δε και τώρα από τον ίδιον Προφήτην το ρητόν εκείνο το λέγον. «Φωτίζου φωτίζου Ιερουσαλήμ. ήκει γαρ σου το φως, και η δόξα Κυρίου επί σε ανατέταλκεν» (Ησ. ξ’ 1) και τούτο μελουργεί εις τον παρόντα Ειρμόν, ολίγον υπαλλάξας αυτό, και λέγει. Ω Νέα Ιερουσαλήμ καθολική του Χριστού Εκκλησία, φωτίζου φωτίζου. Διπλασιάζει το ρήμα τούτο ο ποιητής ένα μεν δια το βέβαιον του φωτισμού, και άλλο δια την υπερβολήν της χαράς. συνειθίζουν γαρ τόσον οι βεβαιώνοντες ένα πράγμα, όσον και οι υπερβολικώς χαίροντες να διπλασιάζουν τον αυτόν λόγον. όθεν είπε και ο μέγας Γρηγόριος. «Εγκαίνια εγκαίνια η πανήγυρις, αδελφοί. λεγέσθθω γαρ πολλάκις υφ’ ηδονής» (Λόγω εις την Καινήν Κυριακήν). Φωτίζου, λέγω, διότι εις εσέ ανέτειλεν η δόξα του Κυρίου. δόξα δε Κυρίου, κατά μεν τον Θεόδωρον, είναι ο Σταυρός του Χριστού. «Νυν γαρ, φησίν, εδοξάσθη ο Υιός του ανθρώπου» (Ιω. ιγ’ 31) . κατά δε τον Θεολόγον Γρηγόριον, είναι η Θεότης του Χριστού, ως είπεν ο Παύλος. «Ο Πατήρ της δόξης» (Εφ. α’ 17) ήτοι της Θεότητος. ή κατ’ άλλους δόξα Κυρίου είναι το θείον φως και η λαμπρότης του προσώπου αυτού, κατά το «Και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς (τους ποιμένας δηλ.)» (Λουκ. β’ 9). και τα τρία γαρ ταύτα ανέτειλαν εις εσέ, ω εξ Εθνών Εκκλησία.

Ίνα οι Ιουδαίοι μεν οι φαινόμενοι ότι βλέπουν ου μη ίδωσι, κατά την προφητείαν του Ησαΐου, ο δε λαός ο καθήμενος εν σκότει (ήτοι ο Εθνικός) ιδή το μέγα της θεογνωσίας φως. εις εκείνους μεν γαρ τους Ιουδαίους εκρύβη μάλλον ο της δικαιοσύνης Ήλιος Χριστός δια την απιστίαν αυτών, επειδή από εκείνους θανατωθείς, εκρύβη και εβασίλευσεν υποκάτω εις την δύσιν του τάφου και Άδου. εις ημάς δε τους εξ Εθνών πιτεύοντες ανέτειλε, διοτι εγνωρίσαμεν την ανατολήν της Θεότητός του, και ελλάμφθημεν με το φως της ευσεβείας και αρετής. Λέγει δε ο Μελωδός προς την Νέαν Σιών και να χορεύη πνευματικώς και να αγάλλεται δια την ανάστασιν του Νυμφίου της Χριστού, επειδή η του Χριστού χαρά και αγαλλίασις είναι και ιδική της. Είτα και προς την Θεοτόκον επιτρέφει τον λόγον, ου ματαίως ουδέ παρέργως τούτο ποιών, αλλά δια να δείξη ότι ο Ειρμός ούτος είανι της εννάτης Ωδής, της οποίας Μελουργός και αρχηηγός και ποιήτρια εστάθη η Κυρία Θεοτόκος, και δια τούτο λέγει προς αυτήν. Και συ, Θεοτόκε, τέρπου και χαίρε δια την ανάστασιν του Υιού σου. καθως γαρ πρότερον εμβήκε ρομφαία λύπης εις την καρδίαν σου δια το πάθος και τον θάνατον του Υιού σου, κατά την προφητείαν του Συμεών. ούτω και τώρα είναι δίκαιον να χαίρης και να τέρπεσαι εσύ πρώτη περισσότερον από τους άλλους δια την ανάστασιν του αυτού Υιού σου, καθώς και προεφήτευσας εις την Ωδήν σου λέγουσα. «Ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρί μου» (Λουκ. α’ 47)[1].

Τροπάριον.
Ω θείας, ω φίλης, ω γλυκυτάτης σου φωνής μεθ’ ημών αψευδώς γαρ, επηγγείλω έσεσθαι, μέχρι τερμάτων αιώνος Χριστέ. ην οι πιστοί άγκυραν ελπίδος, κατέχοντες αγαλλόμεθα.

Ερμηνεία.
Και τούτο το Τροπάριον ερανίζεται ο Μελωδός από τον χαροποιόν και τελευταίον εκέινον λόγον όπου είπεν ο Κύριος μετά την ανάστασιν εις τους Μαθητάς του εν τω Όρει της Γαλιλαίας. «Και ιδού εγώ μεθ’ υμών είμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν» (Ματθ. κη’ 20). Τούτο λοιπόν τον λόγον με σχήμα θαυμαστικόν ομού και ευχαριστικόν προφέρει ο χαριτώνυμος Ιωάννης, ούτω λέγων. Ω τι φωνή θεία ήτον εκείνη, Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, όπου εξεφώνησες εις τους αγίους σου Αποστόλους! Και πως δεν ήτον θεία, η οποία εκβήκεν από τα θεϊκά εκείνα και προσκυνητά και πανάγια χείλη σου; Ω τι φωνή φιλτάτη ήτον εκείνη όπου ελάλησας εις τους φίλους σου Μαθητάς! Και πως δεν ήτον φιλτάτη ή τόσον άκρας φιλίας της προς ημάς ζωντανή ούσα απόδειξις; Ω τι γλυκυτάτη ήτον εκείνη η φωνή ήτις προήλθεν από το γλυκυτάτη και χαριεστάτη η τοσούτων αγαθών γενομένη πρόξενος; Συ γαρ, ημέτερε Σωτήρ, υπεσχέθης αψευδέστατα να μένης πάντοτε με τους Ιερούς Αποστόλους σου, και δι’ αυτών να μένης και με ημάς τους εκείνων μεν μαθητάς, ιδικούς σου δε δούλους, οίτινες πιστεύομεν και λατρεύομέν σοι. και το θαυμασιώτερον, ότι υπεσχέθης να μη χωρισθής ουδέ εις ολίγον διάστημα καιρού, ούτε από αυτούς, ούτε από ημάς, έως της συντελείας του παρόντος αιώνος.

Ταύτην λοιπόν την θείαν και φίλην και γλυκυτάτην φωνήν σου, ω Δεσπότα, και την αψευδή σου υπόσχεσιν ημείς οι Χριστιανοί κρατούμεν άγκουραν ασφαλεστάτην ελπίδος. όθεν όταν πνεώσιν εναντίον μας οι άνεμοι των πειρασμών, και όταν σηκώνονται κατά του ημετέρου πλοίου τα κύματα της του βίου θαλάσης, ρίπτομεν ως άγκυραν μεγάλην την θείαν ταύτην υπόσχεσίν σου, και ευθύς ελευθερωνόμεθα από την φουρτούναν και καταποντισμόν της νοητής θαλάσσης. γνωρίζει γαρ την φωνήν σου ταύτην και η αισθητή και η νοητή θάλασσα, διότι πολλάκις την επετίμησες, και ησύχασε. και ευθύς όπου ακούση να λέγωμεν «Ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος», ευθύς παεύει τα κύματα της, και γίνεται γαλήνη μεγάλη. Ημείς εις ταύτην σου την φίλην υπόσχεσιν αγαλλόμεθα, Κύριε. όθεν, καν τύραννοι φοβερίζουν να κάμουν εις ημάς δεινότερα Δεινίου και κύντερα Κυντόρου κατά την παροιμίαν, ημείς δεν φοβούμεθα. καν μας βασανίζουν ασεβείς και διώκται με με διάφορα κολαστήρια, ημείς δενν τα ψηφούμεν. καν πτωχεία μας στενοχωρή, δεν μας μέλει. καν ασθένειαι μας ενοχλούσιν, ημείς δεν καταπίπτομεν. και απλώς ειπείν, καν οποιαδήποτε θλίψεις και δυστυχίαι μας εύρουν, είτε εκ Δαιμόνων, είτε ξε ανθρώπων, ημείς ταύτην μόνην την γλυκυτάτην σου φωνήν και επαγγελίαν ενθυμούμενοι, ευθύς παρηγορούμεθα, ευθύς ευφραινόμεθα, και ευθύς κάθε μας λύπη εις χαράν μεταβάλλεται. φανταζόμεθα γαρ ότι είσαι παρών εις ημάς αοράτως και μυστικώς συ ο παμφίλτατος και γλυκύτατος ημών Δεσπότης, και μας ενδυναμώνεις εις τας ασθενείας μας, μας παρηγορείς εις τας θλίψεις και περιστάσεις μας, και μας λέγεις εις την καρδίαν τρόπον τινά. Μη φοβείσθε. εγώ είμαι με εσάς. «Ιδού εγώ ειμί μεθ’ υμών πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος».

Θαυμαστά δε ενταυτώ και κοινωφελέστατα είναι τα λόγια του θεοφόρου Πατρός ημών Γρηγορίου του Θεσσαλονίκης, με τα οποία ερμηνεύει τους ανωτέρω λόγους του Κυρίου. φησί γάρ. Ο Ευαγγελιστής ουκ είπε «Τρίτον ήδη τούτο προς αυτούς ήλθεν επί της Τιβεριάδος», αλλ’ «Εφανερώθη», δεικνύς ότι παρήν αυτοίς και μη αισθητώς ορώμενος. παρείχε δε τούτοις αυτόν οράν ηνίκα εβούλετο. τοιαύτη γαρ των αθανάτων σωμάτων η δύναμις. Πάρεστιν ουν και ημών εκάστω, αδελφοί, καν μη οράται παρ’ ημών. διό και προς τους Αποστόλους είπεν αναλαμβανόμενος. «Ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος». Ουκούν ως παρόντα τούτον εκάστης ημέρας αιδώμεθα, και τα αρεστά ενώπιον αυτού ποιώμεν. Ει δε και τοις του σώματος οφθαλμοίς ου έχομεν αυτόν αρτίως οράν, αλλά και μεγάλα εντεύθεν καρπούσθαι τα αγαθά. αύτη γαρ η θέα πάσης αμαρτίας εστίν αναίρεσις, πονηρού παντός πάθους εστί καθαίρεσις, παντός κακού εστίν αλλοτρίωσις. αύτη η θέα πάσης αρετής υπάρχει ποιητική, καθαρότητος και απαθείας γεννητική, ζωής αιωνίου και βασιλείας απεράντου παρεκτική. ταύτης της τερπνής θέας επιμελόμενοι, και ως εις παρόντα τον Χριστόν νοερώς ατενίζοντες, ερεί και ημών έκαστος ως ο Δαβίδ. «Εάν παρατάξηται επ’ εμέ παρεμβολή, ου φοβηθήσεται η καρδία μου. εάν επαναστή επ’ εμέ πόλεμος, εν ταύτη εγώ ελπίζω» (Ομιλία εις το δέκατον Εωθινόν).

Τροπάριον.
Ω Πάσχ το μέγα, και ιερώτατον, Χριστέ. ω σοφία και Λόγε, του Θεού και δύναμις, δίδου ημίν εκτυπώτερον, σου μετασχείν, εν τη ανεσπέρω ημέρα της βασιλείας σου.

Ερμηνεία.
Τούτο το τελευταίον και επιλόγου τόπον έχον Τροπάριον εν τω παρόντι Κανόνι ερανίσθη ο Ασματογράφος από τον επίλογον του εις το Πάσχα λόγου Γρηγορίου του Θεολόγου. ούτω γαρ και εκείνος λέγει εκεί. «Αλλ’ ω Πάσχα το μέγα και ιερόν και παντός του Κόσμου καθάρσιον, ω γαρ εμψύψω σοι διαλέξομαι. ω Λόγε Θεού, και Φως και Ζωή και Σοφία και Δύναμις. χαίρω γαρ πάσι σου τοις ονόμασι». Καθώς λοιπόν εκείνος είπεν εκεί, ούτως αυτολεξεί σχεδόν λέγει και ο Μελωδός ούτος εδώ. πλην ο μεν Θεολόγος διαλέγεται προς το Πάσχ το άψυχον, κατά προσωποποιΐαν ρητορικήν. ο δε Ιωάννης εδώ διαλέγεται προς το έμψυχον Πάσχα τον Χριστόν. ήκουσε γαρ τον Απόστολον Παύλον να λέγη. «Και γαρ το Πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη Χριστός» (α’ Κορ. ε’ 7). Λέγει λοιπόν ούτω. Ω Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, όστις είσαι το αληθινόν και μέγα Πάσχα και ιερώτατον, ω Σοφία και Λόγε του Θεού και Δύναμις. Σοφία μεν ουν λέγεται ο Χριστός, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον, «Ως επιστήμη θείων τε και ανθρωπίνων πραγμάτων. πως γαρ οιόν τε τον πεποιηκότα τους λόγους αγνοείν ων πεποίηκε;». Λόγος δε λέγεται κατά τον αυτόν Θεολόγον, ότι «Ούτως έει προς τον Πατέρα, ως προς νουν λόγος. και ου μόνον δια το απαθές της γεννήσεως, αλλά και δια το συναφές και εξαγγελτικόν. τάχα δ’ αν είποι τις ότι και ως όρος προς το οριζόμενον, επειδή και τούτο λέγεται λόγος. ο γαρ νενοηκώς, φησί, τον Υιόν (τούτο γαρ έστι το, Εωρακώς) νενόηκε τον Πατέρα. και σύντομος απόδειξις και ραδία της του Πατρός φύσεως ο Υιός. γέννημα γαρ άπαν του γεγεννηκότος σιωπών Λόγος. ει δε και δια το ενυπάρχειν τοις ούσι λέγοι τις, ουχ αμαρτήσεται του λόγου. τι γαρ έστιν, ο μη λόγω συνέστηκεν; Δύναμις δε, ως συντηρητικός των γενομένων, και την του συνέχεσθαι ταύτα χορηγών δύναμιν» (Λόγος β’ περί Υιού).

Αλλά και ο Χρυυσορρήμων ούτως επαινεί την εορτήν του Πάσχα. «Ω Πάσχα θείον απ’ Ουρανών οδεύσαν μέχρι γης, και από γης πάλιν αναβαίνον εις Ουρανούς. ω καινόν των όλων εόρτασμα, κοσμικόν πανηγύρισμα. ω του παντός χαρά και τιμή και τροφή και τρυφή, δι’ ης ο μεν σκοτεινός θάνατος κατελύθη, η δε ζωή τοις όλοις εφηπλώθη, και ανεώχθησαν πύλαι Ουρανών, και Θεός άνθρωπος εφάνη, και άνθρωπος Θεός ανέβη. δι’ ον ερράγησαν άδου πύλαι, και κλείθρα ελύθησαν αδαμάντινα» (Λόγος ζ’ εκ των οκτώ εις το Πάσχα).

Σημείωσαι ότι ο Θεολόγος αναγωγικώτερον εκλαμβάνει την του Πάσχα μετάληψιν, και ερμηνεύων τι είναι το καινόν πόμα της αμπέλου, το οποίον έχει να πίνη μεθ’ ημών ο Θεός Λόγος εν τη βασιλεία του Πατρός, λέγει ότι είναι «Ημών μεν το μαθείν, εκείνου δε το διδάξαι και κοινώσασθαι τοις εαυτού Μαθηταίς τον λόγον. τροφή γαρ έστιν η δίδαξις και του λέγοντος» (Λογ. εις το Πάσχα). Ο αυτός δε Γρηγόριος εις τρία διαιρεί το Πάσχα, εις το νομικόν, εις το της χάριτος, και εις το του μέλλοντος αιώνος, και λέγει. «Μεταληψόμεθα του Πάσχα νυν μεν τυπικώς έτι, και ει του παλαιού γυμνότερον. το γαρ νομικόν Πάσχα, τολμώ και λέγω, τύπου τύπος ην αμυδρότερος. μικρόν δε ύστερον, τελεώτερόν τε και καθαρώτερον, ηνίκα αν αυτό πίνη καινόν μεθ’ ημών ο Λόγος εν τη Βασιλεία του Πατρός, αποκαλύπτων και διδάσκων α νυν μετρίως παρέδειξε» (Λόγος εις το Πάσχα)[2].

Όθεν επειδή ούτως ο Θεολόγος αλληγόρησεν εις την γνώσιν και θεωρίαν του νοός την του Πάσχα μετάληψιν, δια τούτο και ο θείος Ιωάννης ακολουθών αυτώ λέγει. Συ, Χριστέ, όπου είσαι το αληθινόν Πάσχα, αξίωσον ημάς να σε απολαύσωμεν δια γνώσεως και θεωρίας εις την ανέσπερον εκείνην ημέραν της βασιλείας σου, ήγουν την μη έχουσαν εσπέραν και νύκτα. όχι καθώς σε απολαύσαμεν εν τη παρούση ζωή, αλλά εκτυπώτερον, ήγουν έξω από κάθε τύπον και επιπρόσθημα, κατά τον Θεόδωρον, ή καθαρώτερόν και τελεώτερον, κατά τον Θεολόγον. Επειδή δε, ως είπομεν, τριπλούν είναι το Πάσχα, νομικόν, ευαγγελικόν, και το μέλλον, δια τούτο κατά την διαίρεσιν αυτού τρεις είναι και αι γνώσεις και θεωρίαι, εις τας οποίας αυτό το Πάσχα αλληγορείται: η εν νόμω και παλαιά, (η οποία είναι σκιώδης και αμυδρά) η νέα και ευαγγελική, (ήτις λαμπροτέρα μεν είναι της νομικής, της δε μελλούσης αμυδρότερα) και η μέλλουσα εκείνη (ήτις το παν έχει της δυνατής καταλήψεως) . καθώς και ο Παύλος περί τούτων λέγει. «Βλέπομεν άρτι δι’εσόπτρου και εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον. άρτι γινώσκων εκ μέρους, τότε δε γνώσομαι καθώς και επεγνώσθην» (Α’ Κορ. ιγ’ 12). Παρακαλεί λοιπόν ο θεσπέσιος Ιωάννης τον Δεσπότην Χριστόν να απολαύσωμεν τότε της τελεωτέρας και καθαρωτέρας γνώσεως και θεωρίας, κατά την οποίαν έχομεν να γνωρίσωμεν τον Θεόν, καθώς και εγνωρίσθημεν παρ’ αυτού. επειδή τώρα εν τη παρούση ζωή να απολαύσωμεν αυτήν δεν δυνάμεθα δια το πήλινον τούτο σώμα όπου φορούμεν.

Ανέσπερον δε είπε την ημέραν εκείνη της του Χριστού βασιλείας. διότι, κατά τον μέγα Βασίλειον, «Την ημέρα Κυρίου την μεγάλην ουχί ο αισθητός ούτος ήλιος ποιήσει, αλλ’ ανατολή του της δικαιοσύνης Ηλίου καταφωτίσει, ήτις μία έσται και διηνεκής, διάδοχον νύκτα μη έχουσα, αλλά τω αιώνι παντί σμπαρεκτεινομένη» (Τόμω και Λόγος β’ εις τον Ησαΐαν), και πάλιν. «Και υψωθήσεται Κύριος μόνος εν τη ημέρα εκείνη τη εσχάτη πασών ημερών, ην ούτε νυξ διακόπτει, ου χρόνος περιορίζει, ου σωματικόν φως αρχήν αυτή παρέχει και τέλος, αλλά μία εστίν ομοία προς εαυτόν, ακίνητος, ανέσπερος, αδιάδεκτος» (Τόμος τω αυτώ εις τον Ησαΐαν οράσει β’). Αλλ’ ας είπωμεν και ένα γλαφυρόν. δια τούτο ο Μελωδός παρακαλεί να απολαύσωμεν καθαρώτερον τον Χριστόν εν τη μελλούση ημέρα, διότι καθώς η ανάστασις του Χριστού έγινεν εν Κυριακή, ούτω και η μέλλουσα παρουσία του εν Κυριακή θέλει γένη. μάλλον δε, αυτή εκείνη η ανέσπερος ημέρα της Βασιλείας του Χριστού Κυριακή θέλει είναι, ήτις έσται μία ημέρα ανέσπερος και αδιάδοχος. όθεν είπε πάλιν ο ανωτέρω θείος Βασίλειος. «Ανέσπερον και αδιάδοχον και ατελεύτητον την ημέρα εκείνην οίδεν ο λόγος, ην και ογδόην ο ψαλμωδός προσηγόρευσε δια το έξω κείσθαι του εβδοματικού τούτου χρόνου. Είτε ουν ημέρα η κατάστασις εκείνη λέγοιτο, μία εστί και ου πολλαί. είτε αιών προσαγορεύοιτο, μοναχός αν είη και ου πολλοστός. Ίνα ουν προς την μέλλουσαν ζωήν την έννοιαν ημών απαγάγη, (ο Μωϋσης δηλ.) μίαν ωνόμασε του αιώνος την εικόνα, την απαρχήν των ημερών, την ομήλικα του φωτός, την αγίαν Κυριακήν, την τη αναστάσει του Κυρίου τετιμημένην» (Ομιλία β’ εις την εξαήμερον, προκειμενου ρητού «Και εγένετο εσπέρα, και εγένετο πρωί, ημέρα μία»). Και σημείωσαι ότι κατά τα λόγια του αγίου η Κυριακή τώρα μεν είναι εικών του μέλλοντος αιώνος, τότε δε έσται αυτός ο μέλλων αιών. Ίδετε πόσον είανι μεγάλα; ίδετε πόσον είναι θαυμαστά και υψηλά τα της αναστάσεως και της αγίας Κυριακής προνόμια;

Άμποτε λοιπόν όλοι, και οι ψάλλοντες και οι αναγινώσκοντες και οι ακούοντες τον παρόντα κοσμοχαρμόσυνον και λαμπρόν της λαμπροφόρου ημέρας Κανόνα,να μη ήμεθα μόνο ψάλται και αναγνώσται και ακροαταί των εν τω Κανόνιτούτο περιεχομένων νοημάτων τε και παραγγελμάτων, αλλά να ήμεθα τούτων και ποιηταί δια των έργων. Ημείς συνανέστημεν με τον αναστάντα Χριστόν και δια της πίστεως, και δια του αγίου Βαπτίσματος, του εις τύπον γενομένου της ταφής και της αναστάσεως του Κυρίου. Άμποτε λοιπόν να ζήσωμεν μίαν καινούριαν πολιτείαν, ήτις πρέπει εις τους συναναστηθέντας με τον Δεσπότην Χριστόν, καθώς μα παραγγέλει ο Παύλος. «Ίνα, ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ’ 4). Ημείς εμάθομεν σήμερον από τον αναστάντα μίαν καινούριαν ζωήν. Λοιπόν άμποτε να φυλάττωμεν αυτήν μέχρι τέλους, έχοντες καινούριους συλλογισμούς, λαλούντες καινούρια λόγια, και πράττοντες καινούρια έργα, άξια της του Χριστού καινής αναστάσεως, ουχί τρυφώντες με συμπόσια και ξεφαντώματα, ουχί τραγωδούντες με εισχρά και διαβολικά τραγώδια, ουχί παίζοντες και χορεύοντες, ουχί καταγινόμενοι εις φιληδονίας και φιλοδοξίας, εις μέθας και ασωτίας, εις φιλαργυρίας και άλλας αμαρτίας. διότι αυτά είναι έργα της φθαρτής ζωής του παλαιού ανθρώπου, τον οποίον εκδύθημεν εις το άγιον Βάπτισμα. και όποιος ταύτα εργάζεται, έχει να αποθάνη τον της ψυχής αθάνατον θάνατον, ως λέγει ο Απόστολος. «Ει κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε αποθνήσκειν» (Ρωμ. η’ 13)[3].

Ας παρακαλέσωμεν, αγαπητοί, τον αναστάντα Χριστόν να νεκρώση μεν τους εν τη καρδία μας παρακαθημένοςυ εμπαθείς λογισμούς και Δαίμονας, να ανασθηθή δε αυτός μέσα μας, υπερβαίνων ως σφραγίδας τους εν τη ψυχή μας ευρισκομένους εμπαθείς τύπους και προλήψεις της αμαρτίας, ως λέγει ο θεοφόρος Μάξιμος. «Ο Κύριος ανίσταται, ωσεί νεκρούς μεν ποιών τους υπο Δαιμόνων τη καδία παρακαθημένους εμπαθείς λογισμούς, τους διαμεριζομένοςυ εν τοις πειρασμοίς ώσπερ ιμάτια τους τρόπους της ηθικής ευπρεπείας, και υπερβαίνων ώσπερ σφραγίδας τους επικειμένους τη ψυχή τύπους των κατά πρόληψιν αμαρτημάτων» (Κεφ. ξγ’ της α’ εκατοντάδος των Θεολογικών).

Αλλά αν τινές άνθρωποι υπερήφανοι από τον φθόνον των πολεμούσι την υπό των θεοφιλών ανδρών λαλουμένην αλήθειαν, και διαβάλλουσιν αυτούς ψευδώς, ήξευρε, αγαπητέ, ότι από τους τοιούτους σταυρούται και θάπτεται ο Κύριος, και με σφραγίδας φυλάττεται. αλλ’ όμως ο Δεσπότης Χριστός γυρίζει τον πόλεμον εναντίον των, και ανασταίνεται, φαινόμενος περισσότερον λαμπρότερος με τον πόλεμον, επειδή είναι δυνατώτερος από όλους ως αλήθεια, κατά τον αυτόν Μάξιμον λέγοντα. «Όταν ίδης τινάς υπερηφάνους μη φέροντας επαινείσθαι τους κρείττονας, ακήρυκτόν τε μηχανωμένους ποιείν την λαλουμένην αλήθειαν, μυρίοις αυτήν απείργοντας πειρασμοίς και αθεμίτοις διαβολαίς, νόει μοι πάλιν υπό τούτων σταυρούσθαι τον Κύριον και θάπτεσθαι, και στρατιώταις και σφραγίσι φυλάττεσθαι, ους εαυτοίς περιτρέπων ο Λόγος ανίσταται, πλέον τω πολεμείσθαι διαφαινόμενος, ως προς απάθειαν δια των παθημάτων στομούμενος. πάντων γαρ έστιν ισχυρώτερος, ως αλήθεια και ων και καλούμενος» (Κεφ. ξε’ της α’ εκατοντάδος των Θεολογικών).

Εάν ουν ημείς θεοφιλώς και καινώς πολιτευώμεθα, αδελφοί, ως άνωθεν είπομεν, θέλομεν γνωρίσει μέσα εις τον εαυτόν μας την θαυμαστήν δύναμιν της Αναστάσεως του Κυρίου, ήτις είναι ο προηγούμενος σκοπός, δια τον οποίον ο Θεός τα πάντα εποίησε, κατά τον αυτόν θείον Μάξιμον λέγοντα. «Ο δε της Αναστάσεως μυηθείς την απόρρητον δύναμιν, έγνω τον εφ’ ω τα πάντα προηγουμένως ο Θεός υπεστήσατο σκοπόν» (Κεφ. ξς’ της α’ εκατοντάδος των Θεολογικών) και ακολούθως θέλομεν αξιωθή να εορτάζωμεν το Άγιον Πάσχα του Κυρίου εν τη παρούση μεν ζωή με χαράν πνευματικήν και αγαλλίασιν της καρδίας μας, εν δε τη μελλούση να ερτάζωμεν αυτό εκτυπώτερον τε και καθαρώτερον, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών των εκ νεκρών αναστάντι. ω η δόξα και το κράτος συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας. Αμήν. 

[1] Είναι δε και άλλα αίτια, δια τα οποία πρέπει η Θεοτόκος να χαίρη σήμερον περισσότερον και από τους Αποστόλους, και από τας άλλας Μυροφόρους.  Πρώτον, διότι αυτή από όλους τους ανθρώπους προτύτερα έλαβε το ευαγγέλιον της αναστάσεως του Υιού τηςδεύτερον, διότι αυτή προτύτερα από όλους είδεν αναστάντα τον Υιόν της και ωμίλησε με αυτόν, και των αχράντων αυτού ποδών ήψατοτρίτον, επειδή δι’ αυτήν ανοίχθη ο τάφοςκαι τέταρτον, διότι ευηγγέλισεν εις αυτήν την ανάστασιν του Κυρίου ο συνήθης αυτή και ευαγγελιστής Αρχάγγελος Γαβριηλ.  Ταύτα δε πάντα αποδεικνύει και βεβαιοί ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος εν τη Κυραική των Μυροφόρων, ούτω λέγων«Έτσι δη τι συνεσκιασμένως παρά των Ευαγγελιστών απαγγελλόμενον, όπερ ανακαλύψω προς την υμετέραν αγάπηντο γαρ της του Κυρίου αναστάσεως ευαγγέλιον πρώτη πάντων ανθρώπων καθάπερ και προσήκον υπήρχε και δίκαιον η Θεοτόκος παρά του Αγγέλου εδέξατο, και αύτη τούτον αναστάντα προ πάντων είδε, καιτης αυτού θείας ομιλίας απήλαυσε, και ουκ είδε οφθαλμοίς μόνον αυτόν, και αυτήκοος αυτού γέγονεν, αλλά και χερσίν ήψατο πρώτη και μόνη των αχράντων εκείνου πόδων, καν οι Ευαγγελισταί ταύτα πάντα φανερώς ου λέγωσι, μη θέλοντες την Μητέρα προφέριν εις μαρτυρίαν, ίνα μη τοις απίστοις υποψίας αφορμήν δώσινεπεί δε νυν ημίν χάριτι του αναστάντος προς πιστούς ο λόγος… λόγον διδόντος του ειπόντος «Ουδέν κρυπτόν, ο ου φανερόν γενήσεται, και τούτο φανερωθήσεται». Καθεξής δε ο Άγιος αποδεικνύει δια πολλών, συμβιβάζων τους θείους Ευαγγελιστάς, τους περί των Μυροφόρων διαλαμβάνοντας, ότι η Θεοτόκος πρώτη ηξιώθη τα ανωτέρωέπειτα λέγει και ταύτα «Εμοί δε δοκεί και δι’ αυτήν πρώτην (την Θεοτόκον) τον ζωηφόρον εκείνον ανοιγήναι τάφονδι’ αυτήν γαρ πρώτην και δι’ αυτής πάντα ημίν ανέωκται, όσα επί του Ουρανού άνω, και όσα επί της γης κάτω και δι’ αυτήν τον Άγγελον ούτς αστράπτειν, ως και της ώρας έτι σκότω κατεχομένης υπό δαψιλεί ταύτην τω του Αγγέλου φωτί μη το τάφον κενόν ιδείν μόνον, αλλά και τα εντάφια, κατά κόσμον τε κείμενα και πολυειδώς μαρτυρούντα τω ενταφιασθέντι την έγερσινην δ’ άρα και ο Ευαγγελιστής Άγγελος, αυτός εκείνος ο Γαβριήλ».  Συμφώνως λέγει και Νικηφόρος ο Κάλλιστος εν τω Συναξαρίω της Κυριακής του Πάσχα«Και πρώτον μεν η ανάστασις τη του Θεού Μητρί γνώριμος γίνεται, απεναντίας καθημένη του τάφου, ως φησιν ο Ματθαίος, συν τη Μαγδαληνήαλλ’ ίνα μη η ανάστασις αμφιβάλοιτο δια τν προς την Μητέραν οικείωσιν, οι Ευαγγελισταί φασι πρώτον φαίνεσθαι τη Μαγδαληνή Μαρία».

[2] Την εορτήν του Πάσχα τόσον ετίμων και ευλαβούντο οι παλαιοί Βασιλείς, ώστε όχι μόνον ηλευθέρωναν από τας φυλακάς τους εν αυτίας ευρισκομένους δια χρέος ή δια άλλας αιτίας εις τας πόλεις όπου αυτοί εβασίλευον, αλλά και εις μακρυνούς τόπους έστελλον επιστολάς να ελευθερώσουν οι εκεί τους φυλακωμένουςκαι μάλιστα ο μέγας Θεοδόσιος.  Τι λέγω; Και αυτοί οι άπιστοι και ασεβείς ευλαβούνται την εορτήν του Πάσχα, καθώς και τα δύο ταύτα βεβαιώνει ο Χρυσορρήμων λέγων«Την παρόυσαν εορτήν (του Πάσχα), ην και άπιστοι αιδούνται σχεδόν πάντες, ην και αυτός ούτος ο Θεοφιλής Βασιλεύς (ο Θεοδόσιος ο μέγας) ούτως ηδέσθη και ετίμησαν, ως άπαντας τους προ αυτού μετ’ ευσεβείας κρατήσαντας υπερβαλέσθαι Βασιλέας.  Εν ταύταις γουν ταις ημέραις πέμψας επιστολήν, εις τιμήν της εοργής τους το δεσμωτήριον οικούντας σχεδόν αφήκεν άπαντας» (Αδριάντος Γ’).  Τούτον πρέπει να μιμούνται και οι τωρινοί Χριστιανοί, και μάλιστα οι πλούσιοι, και να ελευθερώνουν τους εν φυλακαίς ευρισκομένοςυ κατά την εορτήν του Πάσχα.

[3] Όθεν είπε και ο Χρυσορρήμων«Πας ο γινώσκων το τεθυμένον υπέρ αυτού Πάσχα αρχήν εαυτώ ζωής υποτιθέσθω ταύτην, αφ’ ου τέθυται Χριστός υπέρ αυτούτέθυται δε υπέρ αυτού τότε, ηνίκα αν επιγνώ την χάριν, και συνή την δια της θυσίας εκείνης ζωήνκαι τούτο γινώσκων, της νεαράς ορεγέσθω ζωής λαμβάνειν την αρχήν, και μηκέτι ανατρεχέτω προς την παλαιάν, ης επί τέλος έφθασεν» (Λόγος α’ εις το Πάσχα, ου η αρχή «Πάσχα μεν γήϊνον» Τομ. Ε’).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις