Ο αββάς Παλλάδιος, όταν τον ρωτήσαμε: «κάνε αγάπη, πάτερ, πες μας από πού και από ποιούς λογισμούς ήρθες στην καλογερική;» (ήταν Θεσσαλονικιός ο γέροντας), μας διηγήθηκε: «Στη χώρα μου, γύρω στα τρία στάδια έξω από το τείχος της πόλεως, ήταν ένας έγκλειστος, στη μεν καταγωγή Μεσοποταμινός, στο δε όνομα Δαβίδ, πολύ ενάρετος και ελεήμων και εγκρατευτής. Έκανε μέσα στο εγκλειστήριό του γύρω στα εβδομήντα χρόνια. Εκείνο τον καιρό, εξαιτίας των βαρβαρικών επιδρομών, φυλάγονταν τη νύχτα τα τείχη της πόλεως από τους στρατιώτες. Εκείνοι που φύλαγαν το μέρος του τείχους κοντά στο οποίο υπήρχε το εγκλειστήριο του γέροντα βλέπουν μια νύχτα να ξεπετάγονται φλόγες από όλα τα παράθυρα του κελιού του έγκλειστου. Νόμισαν λοιπόν οι στρατιώτες ότι κάποιοι βάρβαροι έβαλαν φωτιά στο κελί του γέροντα. Όταν ξημέρωσε όμως, βγήκαν οι στρατιώτες και βρήκαν το γέροντα αβλαβή και το κελί απείραχτο κι έμειναν έκπληκτοι. Ξανά την επόμενη νύχτα είδαν τις ίδιες φλόγες στο κελί του γέροντα, πράγμα το οποίο και γινόταν για πολύ καιρό. Κι αυτό έγινε πασίγνωστο σ’ όλη την πόλη και την περιοχή εκείνη, ώστε πολλοί να αγρυπνούν στο τείχος νυχτιάτικα, για να δουν τη φωτιά. Γιατί συνέχισε να συμβαίνει μέχρι την τελευτή του γέροντα. Αφού αντίκρυσα αυτό το θαύμα, όχι μια και δύο, αλλά πολλές φορές, είπα μέσα μου: «Αν σ’ αυτό τον κόσμο ο Θεός χαρίζει τόσο μεγάλη δόξα στους δούλους Του, πόση άραγε στο μέλλοντα αιώνα, όταν θα καταστράψει το πρόσωπό τους «ως ο ήλιος»; Αυτή ήταν παιδιά μου, η αιτία να φορέσω το μοναχικό τούτο σχήμα».
Ιωαν, Μόσχου
«Λειμωνάριον»,
εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου