Ο όσιος Ευθύμιος ο Νέος
Ο όσιος θεοφόρος πατήρ ημών Ευθύμιος γεννήθηκε επί Λέοντος Ε’ του Αρμενίου (813-820) σ’ ένα χωριό της Γαλατίας στα περίχωρα της Άγκυρας. Στο άγιο βάπτισμα έλαβε το όνομα Νικήτας και καθώς ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν επτά ετών, τον ανέθρεψε η ευλαβής μητέρα του, η οποία τον κατήχησε στην ορθόδοξο πίστη και στην προσκύνηση των αγίων εικόνων.
Όταν ενηλικιώθηκε, υπηρέτησε για ένα διάστημα στον στρατό. Παρ’ ότι παιδιόθεν διακαώς επιθυμούσε να ακολουθήσει τη στενή και τεθλιμμένη οδό που οδηγεί στη Βασιλεία των Ουρανών και να γίνει μοναχός, ενέδωσε στις παρακλήσεις της μητέρας του και νυμφεύθηκε τη θυγατέρα πλούσιων και ευλαβών συμπατριωτών του. Απέκτησε δε και μία κόρη.
Μία ημέρα ο Νικήτας, με πρόσχημα ότι έφευγε για να ψάξει ένα από τα άλογα του σπιτιού που είχε χαθεί, αποχαιρέτησε την οικογένειά του και κατέφυγε στην έρημο για να βρει ύδατα αναπαύσεως. Πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη, έφθασε τελικά στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας ο οποίος χάρις σε μορφές όπως ο άγιος Ιωαννίκιος [4 Νοεμ.], ο όσιος Πέτρος της Ατρώας [3 Ιαν.], ο όσιος Θεοφάνης ο Ομολογητής [12 Μαρτ.], ήταν την εποχή εκείνη το πιο σημαντικό μοναστικό κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τριγύρω από κάποια μεγάλα μοναστήρια, ζούσαν χιλιάδες μοναχοί είτε σε απόλυτη ερημία, είτε με κάποιον Γέροντα, είτε σε ημιαναχωρητικές αδελφότητες.
Ο Νικήτας πάνω απ’ όλα επιθυμούσε να πάρει την ευλογία του αγίου Ιωαννικίου του Μεγάλου, του θαυματουργού και ομολογητού της ορθοδόξου πίστεως, και ει δυνατόν να συγκαταλεχθεί μεταξύ των πολλών μαθητών του. Βλέποντάς τον να πλησιάζει ο Ιωαννίκιος, προείδε τη μεγάλη αρετή του ανδρός και είπε στους μαθητές του για να τον δοκιμάσει: «Ποιος είναι αυτός ο αυθάδης νέος που τολμά να έλθει σε μας ενώ είναι κακούργος και ληστής; Πιάστε τον και δέστε τον!» Ο Νικήτας κατέβασε το κεφάλι και δεν επιχείρησε να αμυνθεί, τόσο μεγάλη ήταν η χαρά του που βρισκόταν κοντά στον άγιο.
Όταν ο Ιωαννίκιος τον απάλλαξε από την κατηγορία, όλοι θαύμασαν την ταπείνωση του νέου και την εκκοπή του ιδίου θελήματος. Για να αποφύγει τους επαίνους, ο Νικήτας άφησε τη συνοδεία του αγίου Ιωαννικίου και πήγε υποτακτικός στον Ιωάννη, έναν Γέροντα άγιο και σημειοφόρο, που ζούσε στην ερημία.
Ο Ιωάννης έκειρε τον Νικήτα μοναχό, του έδωσε το όνομα Ευθύμιος και τον ενέδυσε το μικρό Σχήμα. Αυτό έγινε το έτος 842. Μετά από καιρό, ο Ιωάννης έστειλε τον Ευθύμιο στο πλησιέστερο κοινόβιο, τη Μονή των Πισσαδηνών, για να ολοκληρώσει την ασκητική διαπαιδαγώγηση με την υπακοή και την καθημερινή αυταπάρνηση.
Ο Ευθύμιος υποτάχθηκε με τη μεγαλύτερη πραότητα σε όλα τα διακονήματα. Θεωρούσε ότι ήταν ο έσχατος και πλέον ανάξιος όλων των αδελφών και πρόθυμα υπάκουε όχι μόνον στον ηγούμενο αλλά και σε όλους τους άλλους μοναχούς, σαν να άκουγε από τα χείλη τους τη φωνή του Θεού.
Γύρω στο 858, η μονή είχε αναστατωθεί από τις διχόνοιες και τα σκάνδαλα που ακολούθησαν την εκλογή του αγίου Φωτίου [6 Φεβρ.] στον Οικουμενικό θρόνο. Φιλήσυχος και φιλέρημος, ο όσιος Ευθύμιος προτίμησε να αναχωρήσει, μαζί με τον συμμοναστή του Θεοστήρικτο, στον Άθω, όπου τότε εγκαταβίωναν μόνον ερημίτες οι οποίοι ζούσαν με σκληρή άσκηση.
Πριν αποσυρθεί οριστικά στην άγρια ερημία του Άθω, πήγε να μείνει για κάποιο διάστημα κοντά σε ένα φημισμένο ασκητή του Ολύμπου, τον Θεόδωρο, ώστε να μυηθεί στις ανώτερες βαθμίδες του ασκητικού βίου και να λάβει από αυτόν το μεγάλο και αγγελικό Σχήμα.
Μετά από δεκαπέντε χρόνια στον Όλυμπο της Βιθυνίας ο Ευθύμιος ξεκίνησε για τον Άθω, όπου έγινε υποτακτικός του Γέροντος Ιωσήφ, ενός Αρμένιου, του οποίου η αρετή ήταν τόσο μεγάλη ώστε μετά θάνατον το σκήνωμά του ανέβλυσε μύρο ευωδιάζον. Ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο στον αγώνα της αρετής και αποφάσισαν να μείνουν εντός ενός σπηλαίου για τρία χρόνια, δίχως να βγουν, τρεφόμενοι με ό,τι τους έστελνε η πρόνοια του Θεού.
Μετά το πέρας αυτής της υπεράνθρωπης δοκιμασίας, από την οποία βγήκε νικητής και φωτισμένος από τη θεία Χάρη, ο Ευθύμιος επέστρεψε για λίγο στον Όλυμπο της Βιθυνίας για να δει τον Θεόδωρο. Όταν του διηγήθηκε την αγγελική βιοτή που ζούσαν στον Άθω, ο Θεόδωρος τον παρακάλεσε να τον πάρει κι εκείνον μαζί του. Εξαιτίας όμως της προχωρημένης ηλικίας του και των παθήσεων που προκλήθηκαν από την ασκητική του ζωή, ο Θεόδωρος δεν μπόρεσε να μείνει στον Άθω. Ο Ευθύμιος τον εγκατέστησε στα περίχωρα της φιλοχρίστου και φιλομονάχου πόλεως Θεσσαλονίκης και επέστρεψε στον Άθω για να απολαύσει το μέλι της ησυχίας.
Λίγο αργότερα, ο Ευθύμιος πληροφορήθηκε τον θάνατο του Γέροντα Θεοδώρου και πήγε στη Θεσσαλονίκη για να προσκυνήσεις τον τάφο του. Χειροτονήθηκε τότε πρεσβύτερος· τη χειροτονία του δεν την επεδίωξε ορμώμενος από φιλοδοξία, αλλά την δέχθηκε ώστε να μπορούν οι ασκητές του Άθω να μεταλαμβάνουν πιο συχνά των αχράντων Μυστηρίων.
Επιστρέφοντας στον Άθω, δεν βρήκε την ανάπαυση και την ησυχία που επιθυμούσε διότι πολλοί ήταν εκείνοι που τον επισκέπτονταν εξαιτίας της φήμης που είχε αποκτήσει μεταξύ των αναχωρητών. Αποφάσισε τότε να φύγει και να πάει στον Άγιο Ευστράτιο, μαζί με δύο συντρόφους του, τον Ιωάννη Κολοβό και τον Συμεών. Ενώ όμως έπλεαν για το νησί, τους αιχμαλώτισαν πειρατές Αγαρηνοί, που τότε λυμαίνονταν το Αιγαίο πέλαγος.
Όταν απελευθερώθηκαν, επέστρεψαν στον Άθω, αλλά και εκεί οι συχνές επιδρομές των πειρατών τους υποχρέωσαν να χωρισθούν για να πάνε σε μέρη πιο ασφαλή. Ο Ευθύμιος, ο Ιωσήφ ο Αρμένιος και κάποιοι από τους υποτακτικούς τους εγκαταστάθηκαν κοντά στο χωριό Βραστά της Χαλκιδικής και διήγαν ισάγγελο πολιτεία σε χωριστά κελλιά. Του Ευθυμίου ωστόσο του άρεσε να πηγαίνει περιοδικά στον Άθω για να βρίσκεται μεταξύ ουρανού και γης και να συνομιλεί αμεσότερα με τον Θεό.
Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας αναχωρητικής διαμονής, του δόθηκε σε όραμα η εντολή να αναστηλώσει την εγκαταλελειμμένη μονή που βρισκόταν στο όρος Περιστερά, κοντά στη Θεσσαλονίκη, ώστε να παράσχει στους ευλαβείς κατοίκους της περιοχής την ευλογία που φέρνουν οι άνθρωποι του Θεού.
Εγκαταστάθηκε στα ερείπια της μονής γύρω στο 871, μαζί με δύο υποτακτικούς του, τον Ιγνάτιο και τον Εφραίμ και μέσα από αναρίθμητες δυσκολίες που προκάλεσαν οι μισόκαλοι δαίμονες, κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει τη μονή την αφιερωμένη στον άγιο Απόστολο Ανδρέα. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, ήλθε από τη Θεσσαλονίκη και τη γύρω περιοχή πλήθος μοναχών για να υποταχθούν στη σοφή καθοδήγηση του Ευθυμίου.
Το 888 ίδρυσε εκεί κοντά μία γυναικεία μονή, επικεφαλής της οποίας όρισε την Ευθυμία, την εγγονή του, η οποία, όπως άλλωστε και όλα τα μέλη της οικογενείας του, είχε ασπασθεί τον μοναχικό βίο.
Καθ’ όλο αυτό το διάστημα, ο Ευθύμιος πήγαινε από καιρό σε καιρό στη Θεσσαλονίκη και ανέβαινε σ’ ένα στύλο, που είχε διαλέξει ως στίβο του ασκητικού αγώνα, κατά την πρώτη του επίσκεψη. Πάνω απ’ όλα όμως τον ανέπαυε να αποσύρεται στον Άθω, μακριά απ’ όλους, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος.
Το 898, καθώς προορατικώς εγνώρισε την ημέρα της εκδημίας του, συγκέντρωσε όλους τους μαθητές του για ένα εορταστικό γεύμα στην τράπεζα της Μονής των Περιστερών. Τους συμβούλευσε, τους νουθέτησε για τελευταία φορά, και αφού τους έδωσε την ευλογία του, μετέβη στην έρημη νησίδα Ιερά (σημ. Γιούρα), όπου παρέδωσε εν ειρήνη την ψυχή του στον Κύριο, παρουσία μόνον των αγγέλων και των αγίων, την 15η Οκτωβρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου