Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

Μ᾽ ἂν ὄμορφη δὲν ἔχεις γεννηθεῖ, τὴν ἄλλη ν᾽ ἀποφεύγεις ντροπή, τὴν ὀμορφιὰ νὰ πλάθεις μὲ τὰ χέρια σου.

 

ΚΘ΄

Ἐναντίον τῶν γυναικῶν ποὺ καλλωπίζονται  

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ 

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ

Μὲ ψεύτικες πλεξοῦδες τὰ κεφάλια μὴν πυργώνετε, γυναῖκες, τσακίζοντας τοὺς μαλακοὺς τραχήλους πάνω στοὺς σκοπέλους.
Καὶ μὴν ἀλείβετε τὶς θεϊκὲς μορφὲς μ᾽ ἄσχημα χρώματα, ἔτσι ποὺ νὰ μὴν ἔχετε πιὰ πρόσωπο μὰ προσωπεῖο.
Οὔτε κεφάλι ξέσκεπο στὸν ἄντρα εἶναι σωστὸ ἡ γυναίκα νὰ δείχνει οὔτε πλεξοῦδες μὲ χρυσόνημα δεμένες ἢ καὶ μαλλιὰ στοὺς ὤμους της χυμένα δῶθε κεῖθε,- μαλλιὰ μαινάδας ποὺ σκιρτοῦν σὲ αὔρα ἁπαλά· οὔτε καὶ στὴν κορφὴ λοφίο νὰ φτιάχνει περικεφαλαίας, βίγλα ποὺ ἀστράφτει γιὰ τοὺς ἄντρες ἀπὸ πέρα· οὔτε μαλλιὰ ποὺ σὰν λινάρι ἁπαλὸ γιαλίζουν κρυφὰ καὶ φανερά, στὸ μέτωπο στρωμένα, φλόγες ξανθὲς πετοῦν ὅσα τὴν μπόλια ξέφυγαν, ὥστε χεριοῦ ποὺ κόπιασε νὰ φαίνονται ἔργα, ὅταν τὸν ποὺ δὲ βλέπει δάσκαλο, ἄπνοη εἰκόνα στήνοντας μορφῆς, τὴν ὀμορφιὰ ἀπὸ κεῖ ἀντιγράφεις.
 
φύση ἂν σοῦ ᾽δωσε ὀμορφιὰ μ᾽ ἀλοιφὲς μὴν τὴν κρύβεις ἀλλὰ γιὰ τοὺς δικούς σας ἄνδρες μόνο καθαρὴ κρατῆστε την, καὶ πόθου βλέμματα μὴ ρίχνετε σὲ ξένο γιατί τ᾽ ἀνόσια μάτια ἀκολουθεῖ ἡ ψυχή.
Μ᾽ ἂν ὄμορφη δὲν ἔχεις γεννηθεῖ, τὴν ἄλλη ν᾽ ἀποφεύγεις ντροπή, τὴν ὀμορφιὰ νὰ πλάθεις μὲ τὰ χέρια σου.
Τὴν ὀμορφιὰ ποὺ δίνει ἡ γῆ, κι ἀγοράζουν οἱ κοινὲς
γυναῖκες, ποὺ γιὰ λίγες δεκάρες μοναχὰ πουλιοῦνται.
Τὴν ὀμορφιὰ ποὺ ὅταν πλυθεῖ χάμω κυλᾶ κι οὔτε στὸ γέλιο δὲ μένει, ὅταν τὰ μάγουλα χαλαρώνει ἡ χαρὰ καὶ τῶν δακρύων τ᾽ αὐλάκια τ᾽ ἀσχημίζουν κι ἀπ᾽ τοῦ φόβου τὸν ἱδρῶτα καὶ μὲ σταγόνες λίγες λιώνει.
Καὶ αὐτὰ ποὺ ἔλαμπαν πρῶτα μάγουλα χαριτωμένα ἀπὸ χαρὰ μεγάλη, αἰφνίδια μὲ διπλὸ φάνηκαν χρῶμα σκοῦρα, χιονάτα. Ὦ μελαχροινή, ροδομάγουλη, πῶς μπορεῖς νά ᾽χεις ὁμορφιὰ ποὺ προδίνεται;
Γι᾽ ἀκίνητα εἶν᾽ αὐτὰ ἀγάλματα· γιὰ σένα αὐτὴ ἡ μορφὴ ἀταίριαστη ποὺ μὲ διάφορα πάθη ἀλλάζει.
 
Τὸ ἕνα τό ᾽φτιαξε ὁ Θεός, τὸ χέρι τὸ ἄλλο· αὐτὸ παλιὸ καὶ κεῖνο νέο. Λιβάδι ποὺ διπλὰ λουλούδια βγάζει ὄμορφα τώρα κι ἄλλοτε ἄσχημα, εἴτε κάποιο φόρεμα δίχρωμο καὶ μὲ ἀπανωτὲς γραμμένο ζῶνες.
Γι᾽ αὐτὸ ἢ τὴν πλαστὴ ὄψη ἀπόφευγε ἢ νὰ προσέχεις τῆς ὄψης βλαβερὸ βοήθημα μὴν ἔχεις.
Τῆς Πηνελόπης εἶναι τὸ πανί· χαλοῦσε ἡ νύχτα ὅ,τι ἡ μέρα ὕφαινε.
Ἑκάβη μέσα σου κρατεῖς κι Ἑλένη ἀπέξω.
Τὸν ἄντρα ἂν ἔχεις τρόπο νὰ γελάσεις, εἶναι ἄπρεπο, τὴ θεία εἰδὴ μὲ τὴ θνητὴ νὰ τὴ σκεπάσεις·
μὴν ὀργιστεῖ ὁ Θεὸς καὶ τέτοια λόγια σοῦ ἀπευθύνει:
 

«Ποιοὶ σ᾽ ἔχουν πλάσει κι ἀπὸ ποῦ; Φεύγα, εἶσαι ξένη.
Ἀδιάντροπη, δὲ σ᾽ ἔβαψα μὰ σ᾽ ἔχω πλάσει εἰκόνα μου.
Πῶς εἴδωλο ἀντικρίζω ὄχι ὄψη ἀγαπητή;».
  

Μὰ στὸ κακὸ ἂς χαρίσομε καὶ κάτι· ἂν ὅμως φανερὸς εἶσαι πίνακας ζωγράφων ποὺ ἔχει μορφὴ πάνω ἀπὸ ἄλλη, ξέρε ποὺ ὑψώνεις γιὰ τοὺς θνητοὺς περίβλεπτη στήλη ντροπῆς, τὴ μορφὴ ποὺ ζωγραφίζεις ἔμψυχη μὲ δύναμη τοῦ νοῦ. 

Τοῦ Ἄδωνη κῆπος εἶναι ἡ χάρη σου ποὺ δὲ δίνει καρπούς, χρῶμα τοῦ χταποδιοῦ, πάνω στὴν ἄμμο γράμματα.
Καὶ πῶς ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὴν ὄψη καλοιακούδας (ἂν καλοιακούδα ἀλαφροπέταχτη σὲ ξένα λούλουδα ὁ μύθος τὴν πηγαίνει ξάφνου γυμνὴ τὴ δείχνει καταγέλαστη) πῶς δὲ σὲ νοιάζει γιὰ τὴν ντροπὴ τὴν πιὸ μεγάλη, ἡ ὀμορφιά σου ὅταν χαθεῖ;
Ἐλπίζεις θά ᾽χεις λάμψη ἀναπόκρουστη; Σὲ λίγο
θὰ δεῖς πόση εἶναι ἡ λύπη γιὰ τὴν ξένη ὀμορφιά.
Κάτι ἄριστο ἔχει τὸ πλαστὸ μαθαίνω· ἂν τὰ γηρατειὰ κάποτε τὴν ὄψη χαρακώσουν, τὴν ἀνθισμένη πρῶτα.
Ὅταν δὲν πλαστογραφοῦνται τὰ μέλη, σὰν ἀποκαΐδι τότε θ᾽ ἀπομείνει τῆς σάρκας λείψανο ἀπὸ χῶμα.
Κι ἀργὰ ἔπειτα θὰ κλαῖς τὸ γέλασμα τῆς ὄψης, ὅταν ὅ,τι ἀπομείνει τὸ καταντήσει πίθηκο μὲ ἀμέτρητες ρυτίδες.
Αὐτὴ εἶναι ἡ χάρη ποὺ λέει ψέματα. Ἀλλά, ἄριστη,
στῆσε τὸ ὁμοίωμα τῆς μορφῆς τώρα, ὅπως πρῶτα.
Ὅπως ἦταν ἐγὼ βέβαια δὲν πιστεύω· ἀλλὰ πολὺ πρὶν θὰ εὐχηθεῖς κανένας ἀπ᾽ τοὺς ἄντρες νὰ μὴ σὲ δεῖ ὅσοι πρῶτα σὲ δόξαζαν κι εἶχαν τὰ μάτια τους σὲ σένα, καθὼς ἐδῶ κι ἐκεῖ μὲ βάδισμα πετοῦσες μεγαλόπρεπο.
Κι ἰδοὺ τὸ κωμικό, νὰ θέλεις νὰ ξεχαστεῖς ἀπὸ τοὺς ἄντρες ἐσὺ ποὺ τράβηξες τοὺς ἄντρες λάτρες τῆς μορφῆς σου.
 
[…]
ν ἔχεις τοῦ ἀντρός σου τὸν πόθο, ὅπως κι ἐκεῖνος τὸν δικό σου, ἀπὸ τότε ποὺ ἐρωτευμένος σ᾽ ὁδήγησε στὸ θάλαμο, κόρη ἀνθισμένη, ἔχεις χάρη· ἂν ὅμως ἐσὺ ἀπὸ ἄλλων τὸ κοίταγμα εὐχαριστιέσαι, αὐτὸ ὁ ἄντρας σου τὸ μισεῖ.
Καλύτερα νὰ κρύβεις τίς σαϊτιὲς τῶν ματιῶν σου στὸ σπίτι σου, παρὰ ἀνεπίτρεπτα λέγοντας ψέματα νὰ τὶς φανερώνεις.
Τῆς μιᾶς τῆς φτάνει ὁ ἄντρας της μὰ σὲ πολλοὺς μπροστὰ λυγιέται ἡ ἄλλη, ὅπως λινάρι σὲ πουλιῶνε σμάρια.
Ἐσὺ μ᾽ αὐτὸν κι αὐτὸς μ᾽ ἐσένα παίζετε κι ἀλλάζετε ματιὲς κι ἔπειτα γέλια ἀνάμεσά σας καὶ γλυκοκουβέντες πρῶτα κρυφὰ κι ἔπειτα δὲ σᾶς νοιάζει πιὰ καθόλου.
Τὰ παραπέρα μὴ μοῦ λές, ὦ φλύαρη γλῶσσα!
Μ᾽ ἀλήθεια θὰ σοῦ πῶ: χωρὶς κεντρὶ δὲν εἶναι οὔτ ἕνα ἀπ᾽ ὅσα κάνουνε στοὺς νιοὺς οἱ κοπελιὲς παιγνίδια.
Ὅλα, τὸ ἕνα τ᾽ ἄλλο ἀκολουθοῦν, ὅπως τὰ σίδερα,
ποὺ τὰ τραβάει μαγνήτης τὸ ἕνα πιασμένο ἀπ᾽ τ᾽ ἄλλο.
 

[…] 

Σύντομη χάρη ἡ ὀμορφιά· τὴ φέρνει ἡ ἄνοιξη
κι ὁ κρύος χειμώνας ξάφνου τὴν ἀφάνισε,
πρόωρα ἡ ἀρρώστια τὴν τσακίζει, ἢ ὁ τρομερὸς καιρὸς τὴν ἀφανίζει, στῶν ἐτῶν τὸ γύρισμα ποὺ σακατεύουν.
Καὶ νά, καὶ τὸ πιὸ κωμικό· ξέρει ἡ γυναίκα
ὄψη ἄσχημη πὼς ἔχει μὰ καὶ τὴ Δανάη καταφρονεῖ
καμαρώνοντας γιὰ τὴν ἀσχήμια της. Καὶ τὸ χειρότερο, ( τὸ λένε ὅσοι γνωρίζουν, ὄχι ἐγώ, τὴ μηχανορραφία αὐτὴ) κοινὴ ἔχουν τὴν ἀρρώστια τους κι ἡ μιὰ τὴν ἄλλη θέλουν νὰ κρύψουν. Τί χειρότερο ἀπὸ τὴν ἀρρώστια αὐτή;
Ξέρει ὁ τεχνίτης τοῦ τεχνίτη τὸ ἔργο κι ὁ μουσικὸς γνωρίζει αὐτὸν ποὺ ξέρει μουσικὴ κι ὁ κλέφτης ξέρει δὰ τὸν κλέφτη.
Μ᾽ αὐτὲς δὲ θέλουν ὅσα γι᾽ ἄλλες σκέφτονται νὰ λέγονται γι᾽ αὐτές.
Κι εἶναι ἡ ἀλήθεια, μάτια τυφλὰ ἡ κακία πὼς ἔχει·
ἔτσι τιμοῦνε κι οἱ ἄντρες ὅσα κοροϊδεύουν πρόσωπα χαίροντας μὲ τὰ χρώματα πινάκων ζωντανῶν.
Δὲ νομίζω τόσο μὲ τοὺς πίνακες ὅσο γιὰ τῶν ἀνδρῶν τὴν ψυχή, ποὺ ἔχει τὰ χρώματα γιὰ μαρτυρία της.
Ἄκουσα πὼς τὴν κούφια, ἀπρόσωπη, ὑστερόφωνη
Ἠχὼ ποθώντας, κάποιος, στοὺς σκοπέλους πλανιόταν.
Καὶ κάποιος τὴ μορφή του ἀγάπησε τὴν ἴδια καὶ στὴ λίμνη πήδησε, στὸ εἴδωλο ἐπάνω τῆς χαμένης ὀμορφιᾶς.
 

λλη στοῦ ποταμοῦ τὰ ὡραῖα νάματα ἐρωτευμένη
ἔτρεχε σὰν τρελὴ καὶ μήτε ποὺ ἄφηνε τὶς ὄχθες τὶς ἀγαπητές· ρουφοῦσε τὸ νερό, τό ᾽πιανε μὲ τὰ χέρια, ἅρπαζε τὸν ἀφρό· μὰ οὔτε στὸ νερὸ δὲν ἔσβηνε ὁ φλογισμένος πόθος της.
Τόσο τυφλὸς εἶναι ὁ ἔρωτας καὶ δυσάρεστος. Θαῦμα δὲν εἶναι ἂν κάποιο νέο καὶ σὺ τὸν βγάλεις ἀπ᾽ τὰ λογικά του, ὄμορφη καθὼς εἶσαι, μ᾽ ὡραῖα φορέματα, ἁβρή, καμαρωμένη κι ὄχι ἕναν μόνο, παρὰ τόσους γιὰ ὅσους βάφεις τὴν ὄψη σου.
Πιστεύω κάποτε πὼς ἔξυπνος ἄντρας γέλασε τὸν ταῦρο μὲ τὴν τέχνη του δαμάλα ξύλινη μὲ ὡραῖα χρώματα ζωγραφίζοντας (παράξενος ἔρωτας! Ὄντα ζωντανὰ σ᾽ ἄψυχα πέφτουν πράγματα)
ὅπως καὶ σὺ ὅταν σὲ πιάνει τέτοιο ἀνόσιο πάθος πρὸς τοὺς νέους.
Τὰ θηρία ὑπόταξε ὁ Ὀρφέας καὶ σὺ τοὺς ἄντρες, πού ᾽χουν ὅμοια μὲ τῶν θηρίων ψυχὴ καὶ τρέλα στὴ ζωὴ γιὰ τὶς γυναῖκες.
Ἂν δὲν χαρίζεσαι στὴ σάρκα ἀλλ᾽ ἀντὶ γι᾽ αὐτὸ
μονάχα στὰ μάτια, μάθε ἡ ἀγάπη πάθος εἶναι ἀέρινο.
Μὰ εἶναι ἀκατανίκητη· σωστά, καὶ τοῦτο ἄσχημο
εἶναι γιὰ μένα κούφια κακία νὰ ὑποπτεύεσαι.
 

[…] 

 

ΚΘ΄. Κατὰ γυναικῶν καλλωπιζομένων.

Μὴ κεφαλὰς πυργοῦτε νόθοις πλοκάμοισι, γυναῖκες,
Θρύπτουσαι μαλακοὺς αὐχένας ἐκ σκοπέλων,
Μηδὲ Θεοῦ μορφὰς ἐπαλείφετε χρώμασιν αἰσχροῖς,
Ὥστε προσωπεῖον, κοὐχὶ πρόσωπα, φέρειν.
Οὐδὲ γὰρ ἀσκεπέα κεφαλὴν θέμις ἀνδρὶ γυναῖκα
Φαίνειν, ἢ χρυσῷ σφιγγομένων πλοκάμων,
Ἠὲ κόμης ἀδέτοιο κατωμαδὸν ἔνθα καὶ ἔνθα
Σκιρτώσης ἀπαλῶν μαινάδος ἐξ ἀνέμων.
Οὐδὲ λόφον καθύπερθε φέρειν κορύθεσσιν ὁμοῖον,
Τηλεφανῆ σκοπίην ἀνδράσι λαμπομένην,
Τηλεφανῆ σκοπίην ἀνδράσι λαμπομένην,
Ἠὲ λίνου μαλακοῖο διαυγάζουσαν ἔθειραν
Κρυπτὴν, ἀμφαδίην, τήνδε μετωπιδίην,
Ξανθὸν ἀπαστράπτουσαν, ὅση κρήδεμνον ἄλυξεν,
Ὡς δοκέειν παλάμης ἔργα πονησαμένης·
Εὖτε τὸν οὐχ ὁρόωντα διδάσκαλον, ἄπνοον εἰκὼ
Μορφῆς στασαμένη, κάλλος ἐκεῖθε γράφεις. 
Κάλλος δ’ εἰ μὲν ἔδωκε φύσις, μὴ κρύπτετ’ ἀλοιφῇ,
Ἀλλ’ οἴοις καθαρὸν ἀνδράσιν ὑμετέροις
Σώζετε, κἀλλοτρίῳ μηδ’ ὄμματα λίχνα φέρουσαι·
Ὄμμασι γὰρ κραδίη ἕσπεται οὐχ ὁσίοις·
Εἰ δ’ οὐ γεινομένῃσι συνέσπετο, δεύτερον αἶσχος
Φεύγετε, ἐκ χειρῶν κάλλος ἐφελκόμεναι·
Κάλλος, ὃ γαῖα φέρει, καὶ ὤνιόν ἐστι γυναιξὶ
Πανδήμοις, ὀβολῶν περνομέναις ὀλίγων
Κάλλος, ὃ ῥυπτόμενον χαμάδις ῥέει· οὐδὲ γέλωτι
Ἵστατ’, ἐπὴν λύσῃ χάρμα παρειὰν ὅλην,
Καὶ δακρύων ὀχετοῖσιν ἐλέγχεται, ἰκμαλέῳ τε
Δείματι, καὶ ψεκάδος λύεται ἐξ ὀλίγης.
Ἡ δὲ πάρος στίλβουσα, καὶ ἡ χαρίεσσα παρειὴ,
Χάρμα μέγ’ ἐξαπίνης διχρόος ἐξεφάνη,
Περκνὴ, μαρμαρόεσσα. Μελάγχροε, μιλτοπάρῃε,
Πῶς δύνασαι κατέχειν κάλλος ἐλεγχόμενον;
Ταῦτ’ οὐ κινυμένοισιν ἀγάλμασι· σοὶ δ’ ἀφορητὴ
Μορφὴ, καὶ πολλοῖς λυομένη πάθεσι. 
Τοῦτο Θεοῦ δέμας ἐστὶ, χερὸς τόδε· τοῦτο παλαιὸν,
Τοῦτο νέον. Λειμὼν ἄνθεα δισσὰ φέρων,
Τερπνῶν τε στυγερῶν τε ἀμοιβαδὶς, ἠέ τις ἐσθὴς
Ἀμφίχροος ζώναις πλείοσιν ἑλκομένη.
Τοὔνεκεν ἢ φεύγειν γραπτὸν δέμας, ἠὲ φυλάσσειν,
Μηδ’ ἐπιλωβητὸν εἴδεος ἄλκαρ ἔχειν.
Ἱστὸν Πηνελόπης, τὸν νὺξ λύεν, ἦμαρ ὕφαινεν·
Ἔνδοθι τὴν Ἑκάβην, ἔκτοθι τὴν Ἑλένην.
Εἰ μὲν δὴ μῆχός τι λαθεῖν πόσιν, οὐ μὲν ἀνεκτὸν,
Εἶδος ἀποκρύπτειν θειότερον βροτέῳ,
Μή σε Θεὸς τοίοισιν ἀμείψηται χαλεπῄνας·
Τίς, πόθεν ὁ πλάστης; ἔῤῥε μοι, ἀλλοτρίη.
Οὔ σ’ ἔγραψα, κύων, ἀλλ’ ἔπλασα εἰκόν’ ἐμοῖο·
Πῶς εἴδωλον ἔχω εἴδεος ἀντὶ φίλου;
Ἀλλ’ ἔμπης νούσῳ τι παρήσομεν. Εἰ δ’, ἀρίδηλον
Ἐστὶ πίναξ γραφέων εἶδος ἐπ’ εἶδος ἔχων,
Στήλην αἴσχεος ἴσθι βροτοῖς περιφαντὸν ἐγείρειν
Μορφὴν, ἣν σὺ γράφεις ἔμπνοον ἀλκὶ νόου. 
Κῆπος Ἀδώνιδος ἥδε τεὴ χάρις ὠλεσίκαρπος,
Πουλύποδος χροιὴ, γράμματ’ ἐπὶ ψαμάθων.
Πῶς δὲ σύγ’ εἶδος ἔχουσα κολοίϊον (εἴ γε κολοιὸν
Εὔπτερον ἀλλοτρίοις ἄνθεσι μῦθος ἔχων,
Αὖθις γυμνὸν ἔθηκε γελοίϊον), οὐκ ἀλεγίζεις
Αἴσχεος ὑστατίου, κάλλεος ὀλλυμένου.
Ἔλπῃ δ’ ἀστυφέλικτον ἔχειν γάνος; οὐ μετὰ δηρὸν
Ὄψεαι ἀλλοτρίου κάλλεος ὅσσον ἄχος.
Πυνθάνομ’ ὥς τι φέριστον ἔχει πλάσις, ἤν ποτε γῆρας
Ῥικνώσῃ μορφὴν, τὴν πάρος ἀνθοφόρον·
Τῆμος ὅτ’ ἄγραφός ἐστι μελῶν πλάσις, ὡς πυρίκαυστον
Λείπεσθαι σαρκῶν λείψανον ἐκ κονίης·
Ὀψὲ μετακλαίειν δὲ μελῶν δόλον, εὖτε πίθηκον
Ῥυτίσιν ἐν πυκιναῖς ὦσε τὸ λειπόμενον.
Τοίη ψευδομένων μελέων χάρις. Ἀλλὰ, φερίστη,
Νῦν στῆσον μορφῆς ἔκτυπον, ὡς τὸ πάρος.
Ἀτρεκὲς οὐ μὲν ἔγωγε ὀΐομαι· ἀλλὰ πολὺ πρὶν
Μηδένα μηδ’ ἀνδρῶν εὔξεαι ὄμματ’ ἔχειν,
Οἵ σε πάρος κλήϊζον, ἐπ’ ὄμματα δ’ εἶχον ἕτοιμα
Τῇ καὶ τῇ σοβαροῖς ἴθμασι κινυμένην.
Καὶ τὸ, γέλως, ἀνδρῶν λήθειν γένος ἰσχανόωσα,
Μύστας σῆς μορφῆς ἄνδρας ἐπεσπάσαο.
[…]
Εἰ μὲν γὰρ πόσιός σου ἔχεις πόθον, ὡς σὸν ἐκεῖνος,
Ἐξέτι τοῦ, ὅτ’ ἐρῶν σ’ ἤγαγε πρὸς θαλάμους
Κουριδίην θαλέθουσαν, ἔχεις χάριν· εἰ δὲ σύ γ’ ἄλλων
Ὄμμασιν ἀνδανέεις, τοῦτο πόσις στυγέει.
Κεύθειν λώϊόν ἐστι βελῶν χάριν οἷσι δόμοισιν,
Ἠὲ ψευδομένην οὐχ ὁσίως προφέρειν.
Τῇ μὲν γὰρ πόσις ἐστὶν ἐπάρκιος· ἡ δ’ ἐπὶ πολλοῖς
Ἵσταται, ὥς τε λίνον ἱπταμένων ἀγέλῃ.
Τέρπῃ τερπομένῳ, καὶ ἀμείβεαι ὄψιν ὀπωπῇ,
Αὐτὰρ ἔπειτα γέλως, καὶ λόγος ἀντίθετος,
Κλεπτόμενοι τὸ πρῶτον, ἔπειτα δὲ θάρσος ἔχοντες.
Μηκέτι μοι τὰ πρόσω φθέγγεο, γλῶσσα λάλε.
Ἀλλὰ τόδ’ ἀτρεκέως μυθήσομαι, οὐδὲν ἄκεντρον
Τῶν ὅσα θηλυτέραις παίζεται ἀμφὶ νέοις.
Πάντα γὰρ ἀλλήλοισιν ἅμ’ ἕσπεται, ὥστε σίδηρος,
Ὃν μάγνης ἐρύει, ἄλλον ὑπ’ ἄλλον ἄγων.
[…]
Πᾶν μὲν κάλλος ἐμοὶ, βαιὴ χάρις, εἶαρ ἔνεικε,
Καὶ χειμὼν κρυερὸς ὤλεσεν ἐξαπίνης.
Ἡ νοῦσός μιν ἔκαμψεν ἀώριον, ἢ χρόνος αἰνὸς
Ὤλεσε, τηκεδανῶν κύκλα φέρων ἐτέων.
Τοῦτο δὲ καὶ πλέον ἐστὶ γελοίϊον· οἶδεν ἄκοσμον
Εἶδος ἔχουσα γυνὴ, καὶ πατέει Δανάην,
Αἴσχεϊ κυδιόωσα. Τὸ δ’ αἴσχιον (ὡς ἐνέπουσιν
Ἴδριες, οὐ γὰρ ἐγὼ, τῆσδε κακοῤῥαφίης),
Ξυνὴν νοῦσον ἔχουσι, καὶ ἀλλήλας ἐθέλουσι
Κεύθειν. Τίπτε νόσου τῆσδε χερειότερον;
Τέκτων τέκτονος ἔργον ἐπίσταται, ἴδρις ἀοιδὸς
Ἴδριν ἀοιδοσύνης, φῶρα δὲ φὼρ ἐδάη.
Ἀλλ’ αἵ γ’ οὐκ ἐθέλουσι τά περ νοέουσι, νοεῖσθαι.
Ἦ ῥ’ ἐτεὸν, κακίη ὄμματα πηρὰ φέρει.
Ὣς δ’ ἄνδρες τίουσι τά περ γελόωσι πρόσωπα,
Τερπόμενοι χροιαῖς κινυμένων πινάκων.
Οὔτι τόσον πινάκεσσιν ὀΐομαι, ὅσσον ἐπ’ ἀνδρῶν
Θυμῷ, τοῦ τελέθει χρώματα μαρτυρίη.
Πυνθάνομ’ ὡς κενεὴν, καὶ ἀνείδεον, ὑστερόφωνον
Ἠχώ τις ποθέων, πλάζεθ’ ὑπὲρ σκοπέλων·
Καὶ μορφῆς τις ἑῆς ποτ’ ἐράσσατο, καὶ κατ’ πηγῆς
Ἤλατ’ ἐπ’ εἰδώλῳ κάλλεος οὐλομένου.

λλη δ’ αὖ ποταμοῖο καλοῖς ἐπεμῄνατο ῥείθροις,
Μαίνετο, οὐδ’ ὄχθας ἥγ’ ἀπέλειπε φίλας·
Λάπτεν ὕδωρ, χείρεσσιν ἀφύσσετο, ἀφρὸν ἔμαρπτεν·
Ἀλλ’ οὐδ’ ὣς πυρόεις ὕδασι λῆγε πόθος.
Οὕτω τυφλὸν ἔρως καὶ ἀνάρσιον. Οὐ μέγα θαῦμα,
Εἴ τινα καὶ σὺ νέων τῆλε νόοιο βάλοις,
Εὔχροος, ἁβροχίτων, ῥοδοδάκτυλος, ὑψικάρηνος,
Οὐχ ἕνα, ἀλλὰ τόσους, ὁσσατίοισι γράφῃ.
Πείθομαι, ὥς ποτε ταῦρον ἀνὴρ σοφὸς ἤπαφε τέχνῃ,
Χρώμασι μορφώσας δουρατέην δάμαλιν
(Ξεινὸς ἔρως! ἀπνόοισιν ἐπ’ εἴδεσιν ἔμπνοα βαίνει)
Ὁππότε καὶ σὺ νέοις μήσαο τοῖον ἄγος.
Ὀρφεὺς θῆρας ἔπειθε, σὺ δ’ ἀνέρας, οἷσιν ὁμοῖος
Θήρεσίν ἐστι νόος, θηλυμανής τε βίος.
Εἴ τοι μὴ σάρκεσσι χαρίζεαι, ἀντὶ δὲ σαρκῶν
Ὄμμασι, καὶ τὸ, νόσος ἠερίη φιλότης.
Ἀλλ’ ἄτρωτος ὅλη• ναὶ πείθομαι, οὐδὲ τόδ’ ἐσθλὸν
Ἐστὶν ἐμοὶ κενεῆς δόξαν ἔχειν κακίης.
[…]
*

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις