Ο όσιος Νικηφόρος ο λεπρός
Ιερομόναχος Δημήτριος Καββαδίας
4 Ιανουαρίου
Ο κατά κόσμον Νικόλαος Τζανακάκης γεννήθηκε στο ορεινό χωριό Σηρικάρι των Χανίων που ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου, κατά το έτος 1890. Στο χωριό αυτό τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Οι φτωχοί ξωμάχοι γονείς του πέθαναν ενόσω ήταν μικρός. Τότε τον ανέλαβε ο παππούς του Ιωάννης. Στα δεκατρία του χρόνια φτωχός και απελπισμένος αναγκάσθηκε να φύγει από το χωριό για τα Χανιά, όπου έπιασε δουλειά σε ένα κουρείο.
Ήταν τότε αρχές του εικοστού αιώνα όταν ήρχισαν να φαίνονται στο σώμα του νεαρού εφήβου τα πρώτα σημάδια της βιβλικής ασθένειας της λέπρας που μόνο το άκουσμά της προκαλούσε τον φόβο και την απέχθεια. Τι κι αν κάποιοι την ονόμασαν νόσο του Χάνσεν; Όλοι την ήξεραν για μεταδοτική αρρώστια και τους ντόπιους ή ξενοφερμένους ασθενείς τους απομόνωναν στο θρυλικό νησί της Σπιναλόγκα όπου εκμετρούσαν το ζην υπό άθλιες συνθήκες. Είχαν περάσει 20 αιώνες από τότε που ο Θεάνθρωπος θεράπευσε τους δέκα λεπρούς και όμως η αρρώστια έκανε ακόμη μεγάλη θραύση…
Μετά μία τριετία, όντας 16 ετών ο Νικόλαος και με εμφανή πλέον τα σημάδια της λέπρας πήρε μια μεγάλη απόφαση. Για να αποφύγει τον καταναγκαστικό εγκλεισμό του στην Σπιναλόγκα έφυγε ατμοπλοϊκώς για την Αίγυπτο. Η πόλη της Αλεξάνδρειας του προσέφερε την απόδραση από την κλειστή κοινωνία του νησιού και ένα καλύτερο μεροκάματο στην ίδια πάντα δουλειά. Ο καιρός περνούσε και ο νεαρός Νικόλαος ηύξανε κατά την ηλικία και την εμπειρία. Παράλληλα δυστυχώς ηύξαναν και τα ίχνη της ασθένειας στα χέρια και στο πρόσωπο του…
Με την μεσολάβηση ενός Αρχιερέως του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας που ήταν Χιώτης στην καταγωγή, έφυγε για το μυροβόλο νησί της Χίου όπου υπήρχε οργανωμένο λωβοκομείο (λεπροκομείο). Ιερέας και πνευματικός στον ιερό Ναό του αγίου Λαζάρου του ιδρύματος αυτού ήταν ο ενάρετος Γέρων Άνθιμος Βαγιάνος, ο μετέπειτα κτίτωρ της Μονής Παναγίας της Βοηθείας και νυν Άγιος της Εκκλησίας μας. Ο ευλαβής λοιπόν Γέρων Άνθιμος με πίστη στον Θεό και μεγάλη συνέπεια τελούσε τα καθήκοντά του στον ιερό Ναό, τον οποίο είχε δια της ζωοποιού προσευχής του μεταβάλει σε ιερό προσκύνημα. Στον Ναό αυτό είχε στεγάσει την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Υπακοής. Τα θαύματα της Παναγίας, οι ιερές ακολουθίες που ανελλιπώς ετελούντο εδώ, το ιερό κήρυγμα και κυρίως το μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως, μετέβαλαν τον για πολλούς καταραμένο τόπο σε σταθμό πνευματικής αναγεννήσεως. Στο ίδρυμα όλο το 24ωρο έρχονταν άνθρωποι για να προσκυνήσουν και να εξομολογηθούν. Εδώ κατέφυγαν άνω των 30 μοναχές, πρόσφυγες από τις χαμένες πατρίδες, οι οποίες υπετάχθησαν στον άγιο Άνθιμο και του ζητούσαν να τις αποκαταστήσει σε Μονή. Νέοι και νέες καθοδηγήθησαν από τον Άγιο και έκαμαν σωστές οικογένειες ή ετράνωσαν την μοναχική τους κλίση. Ο τόπος λοιπόν αυτός ήταν ιδιαίτερα καρποφόρος για ψυχές με την φλόγα του Χριστού μέσα τους.
Το όλο κτίριο βρίσκεται αραδιασμένο σε μία πλαγιά ανάμεσα στα βουνά. Φτιάχτηκε για να καλύψει την οδύνη των πασχόντων από την κοινή θέα. Σήμερα, αν και εγκαταλειμμένο το ίδρυμα πάνω από 50 χρόνια, φέρει ανεξίτηλη την σφραγίδα της ιερότητος. Όταν το επισκεφθήκαμε, είχαμε την αίσθηση ότι εισερχόμεθα σε ιερά Μονή. Αρχικά υπάρχει πυλώνας με σιδερένια πόρτα με την επιγραφή «Άσυλο λεπρών, 1378» διότι το ίδρυσαν αρχικά οι Ενετοί τον 14ο αιώνα. Έπειτα ένα τοξωτό πρόπυλο στο οποίο δεσπόζει η εικόνα της Παναγίας με τους αγίους Λάζαρο και Ζωτικό τον ορφανοτρόφο δεξιά και αριστερά της και μετά κήποι με εσπεριδοειδή και άλλα καρποφόρα. Ο ναός του αγίου Λαζάρου στα δεξιά και πιο πίσω το κοιμητήριο. Γύρω γύρω το θεραπευτήριο και οι θάλαμοι των ασθενών, το φαρμακείο και η φαρμακαποθήκη, το εφορείο (διαχείριση), οι κουζίνες και οι τραπεζαρίες και μετά τα κελλιά των τροφίμων. Μετά ο κατεστραμμένος ναός του Γενεσίου της Θεοτόκου με το πηγάδι στην αυλή του, ο πευκώνας να απλώνεται τριγύρω και τα γάργαρα νερά να κυλούν. Μία ειδυλλιακή εικόνα που συνθέτει τον χώρο που προσέφερε χαρά και ελπίδα και ανακούφιση στον ανθρώπινο πόνο.
Στον χώρο αυτό εισήλθε ο 24χρονος Νικόλαος το 1914. Έγινε δεκτός στο ίδρυμα κατόπιν της καταβολής του ποσού των 30 χρυσών λοϊζίων που έκανε ειδικώς γι’ αυτόν ο άγιος Άνθιμος. Ο χώρος αυτός έμελλε να γίνει το στάδιο της νοεράς του αθλήσεως. Η συμπεριφορά του ήταν υποδειγματική κατά πάντα. Έτσι μετά διετία ο άγιος Άνθιμος τον έκρινε άξιο να λάβει το μέγα και αγγελικό σχήμα των μοναχών και τον έκειρε δίνοντάς του το όνομα Νικηφόρος. Στο μικρό αυτό κοινόβιο του λεπροκομείου είχαν λάβει τη μοναχική κουρά και άλλοι ασθενείς. Βρήκαμε και τα ονόματά τους: Νείλος, Γαβριήλ Συμεών, Γεράσιμος, Συμεών, Ιγνάτιος, Μακάριος και Συμεών. Μα πάνω απ’ όλους ξεχώριζε για την αρετή του ο Νικηφόρος.
Ο μακάριος Νικηφόρος ήταν το τέκνον της υπακοής. Ζούσε με πολλή προσευχή, γνήσια και αδιάκριτη υπακοή, αυστηρότατη νηστεία και πολλή εργασία στους κήπους της Μονής. Έτρωγε ελάχιστα και το επίσης ελάχιστο νερό του το έπινε μόνον κατόπιν ευλογίας που ζητούσε από τον άγιο Άνθιμο. Η σχέση μεταξύ των δύο ανδρών ήταν σχέση πατρός και υιού. Ο μοναχός Νικηφόρος έτρεφε μέσα στην ψυχή του μεγάλη ευλάβεια για τον Γέροντά του και δεν θύμωνε ούτε οργιζόταν όταν ο Άγιος τον “μάλωνε” για το συμφέρον της ψυχής του. Η αγιογράφος μοναχή Ευφροσύνη της Μονής της Παναγίας της Βοηθείας που ως λαϊκή εξομολογείτο στον Γέροντα μαζί με την μητέρα της, διηγείται τα εξής:
«Στο πέρας του Όρθρου και προ της θείας Λειτουργίας ο άγιος Άνθιμος ήθελε να διαβάζονται οι Ώρες για να προσκομίζει με άνεση τα εκατοντάδες ονόματα που διάβαζε στην αγία Πρόθεση. Τότε ο μοναχός Νικηφόρος απήγγειλε με τόνο μεγαλοπρέπειας τις Ώρες, λ.χ.: “Ο Θεός εις την βοήθειάν μου πρόσχες…” Τότε ο Γέροντας φώναζε από το ιερό: “Κενόδοξε, κενόδοξε!” Αμέσως ο μοναχός Νικηφόρος έβαζε επί τόπου εδαφιαία μετάνοια με το μέτωπο στο δάπεδο και φώναζε: “Συγχωρήσατέ μου, Γέροντα!”»…
Με επιμέλεια περισσή κατέγραφε σε ένα τευχίδιο εν είδει καταλόγου τα θαύματα που έκανε ο άγιος Άνθιμος με την προσευχή του και στα οποία ο ίδιος ήταν αυτόπτης. Τα περισσότερα εξ αυτών ήταν θεραπείες δαιμονιζομένων. Αρχικά τα έγραφε ο ίδιος, αργότερα όμως λόγω των ελαττωμάτων στην όραση και την αφή του τα υπαγόρευε σε άλλους για να τα γράψουν. Η ευλάβειά του αυτή τον έκανε να μην απομακρύνεται όχι μόνο ψυχικά αλλά και τοπικά άπό τον Γέροντά του, ο οποίος επεμελείτο αόκνως την σωτηρία του. Και ο Νικηφόρος όμως δεν υπελείπετο στην αρετή. Προσηύχετο ολονυκτίς, έκανε απειράριθμες μετάνοιες, ελάμβανε ευλογία για το κάθε τι. Ήταν ευγενής και υποχωρητικός. Ουδέποτε φιλονικούσε, ήταν εξυπηρετικός και πρόθυμος. Δεν θύμωνε και ταπεινός ων δεν προσεβάλλετο. Στον ναό στεκόταν ευθυτενής και ιεροπρεπής με την κατάνυξη ζωγραφισμένη στο αλλοιωμένο άπό την αρρώστεια πρόσωπό του. Ήταν ψάλτης εξαίρετος, ο βασικός ψάλτης του ναού. Ακόμη κι όταν έχασε το φως του, δεν απομακρύνθηκε από το αναλόγιο. Έψαλλε και απήγγελλε τον Απόστολο από μνήμης.
Με τον άγιο Άνθιμο είχαν μια ιδιαίτερη πνευματική και τρυφερή σχέση. Ο Άγιος τον “πείραζε” τρόπον τινά αποκαλώντας τον με διάφορα ονόματα. Ήταν η παιδαγωγική γραμμή του αγίου Ανθίμου αυτή για να απομακρύνει από την ψυχή του τέκνου του τα νέφη της αθυμίας. Διηγείται η αγιογράφος μοναχή Βερονίκη της Μονής της Παναγίας της Βοηθείας τα εξής:
«Κάθε φορά που ο Γέρων Νικηφόρος ερχόταν στην Μονή μας ηταν μία πραγματική πανήγυρις για την αδελφότητα μας. Μαζευόμασταν όλες οι μοναχές στον Νάρθηκα του Καθολικού όπου τοποθετούσαμε δύο πολυθρόνες για να καθίσουν οι Γέροντες, να πάρουμε ευχή και να ακούσουμε λόγον Θεού. Τότε ο άγιος Άνθιμος έλεγε δυνατά: “Για να δούμε τι μας έφερε σήμερα το απολωλός!” Επειδή όμως τα χεράκια του είχαν αγκύλωση, η αδελφή Βρυαίνη με την εντολή του Αγίου τον πλησίαζε και άνοιγε το ρασάκι του στην μεριά του στήθους. Απασφάλιζε την παραμάνα και έβγαζε εξω το πουγκάκι του πατρός Νικηφόρου και το άδειαζε. Περιείχε λίγες δεκάρες και λίγες καραμελίτσες από την αγάπη των χριστιανών. Τότε ο Άγιος γελούσε όπως και ο “απολωλός” Νικηφόρος. Μ’ αυτό τον τρόπο ο άγιος Άνθιμος μας δίδασκε την ακτημοσύνη, καθότι ο πατήρ Νικηφόρος παρέδιδε στα χέρια του Γέροντος τα πάντα και τίποτε δεν κρατούσε χωρίς ευλογία. Αυτή είναι μία βασική αρετή για τον κοινοβιάτη μοναχό. Όχι στα κρυφά και ανευλόγητα εργα που είναι του διαβόλου. Στην συνέχεια ακολουθούσε ομιλία, διάλογος των Γερόντων, κέρασμα και ο πατήρ Νικηφόρος αποχωρούσε».
Στα 1957 το Λωβοκομείο έκλεισε και τους λίγους ασθενείς μαζί με τον π. Νικηφόρο τους έστειλαν στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νοσημάτων Αθηνών «Η Αγία Βαρβάρα» στο Αιγάλεω Αττικής. Είναι πλέον 67 ετών και εκεί φθάνει σχεδόν παράλυτος και τυφλός. Εκεί τον αναλαμβάνει και τον εξυπηρετεί ο επίσης ασθενής μοναχός Σωφρόνιος Σαριδάκης (ο μετέπειτα ιερομόναχος Ευμένιος), στον οποίο ο άγιος Άνθιμος συνέστησε τον π. Νικηφόρο ως «μέγα θησαύρισμα και τέλειο μοναχό». Συν τω χρόνω με την κατάλληλη θεραπεία ο π. Σωφρόνιος θεραπεύθηκε τελείως, αλλά δεν απεχώρησε του Νοσοκομείου· αφιερώθηκε στην περιποίηση των ασθενών. Έγινε και υποτακτικός του πατρός Νικηφόρου ανακουφίζοντάς τον κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Σιγά σιγά το κελλάκι του π. Νικηφόρου έγινε ιερό προσκύνημα –πλήθος κόσμου συνέρρεαν για να πάρουν την ευχή του και να ζητήσουν καθοδήγηση. Ενώ ήταν κατάκοιτος και το σώμα του ήταν γεμάτο πληγές και ο πόνος ήταν ο αχώριστος σύντροφός του (διότι η λέπρα “τρέφεται” με ζωντανούς ιστούς και κύτταρα), εντούτοις δεν γόγγυζε, ήταν στερρός αθλητής της καρτερίας και η δοξολογία του Θεού δεν έλειπε από τα χείλη του. Παρηγορούσε τους θλιβομένους και τόνωνε την πίστη των δοκιμαζόμενων. Και μόνο μια ματιά πάνω στον ζωντανό-νεκρό π. Νικηφόρο αρκούσε για να αναγεννηθεί ψυχικά και ο πλέον πωρωμένος άνθρωπος. Τα μάτια του ήταν ερεθισμένα πάντοτε και η όρασή του ελάχιστη, γι’ αυτό και φορούσε μεγάλα μαύρα γυαλιά. Το πρόσωπο του ήταν κυριολεκτικά φαγωμένο από την αρρώστεια, μα πάντοτε φωτεινό και πρόσχαρο. Τα χέρια του υπέφεραν από αγκυλώσεις και τα πόδια του ήταν παράλυτα. Και όμως, δεν το έβαζε κάτω. Ήταν ευγενής και γλυκομίλητος, σκορπώντας αφειδώλευτα το χαμόγελο στους επίσης πονεμένους επισκέπτες του και διηγούμενος ευχάριστες ιστορίες από τα πνευματικά βιβλία και τις εμπειρίες του. Είλκε και οικοδομούσε τις ψυχές. Δεν ήταν λίγο εξάλλου να βλέπουν έναν τέτοιο ασθενή γεμάτο πίστη, θάρρος και ψυχική λεβεντιά να βροντοφωνάζει: «Ας είναι δοξασμένο το άγιο όνομά Του!»
Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 4 Ιανουαρίου 1964 σε ηλικία 74 ετών. Κατά την εκταφή του τα ιερά του λείψανα ευωδίασαν. Πολλά είναι τα θαύματα που επιτελούνται με την επίκληση του αγίου ονόματός του και την προσκύνηση των τιμίων λειψάνων του.
Η αγιοκατάταξή του με πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου την 1η Δεκεμβρίου 2012 έφερε την επιβράβευση της μοναχικής του ασκήσεως και της μαρτυρικής του αθλήσεως και στάλαξε βάλσαμο στις καρδιές των τιμώντων την μνήμη του. Εδώ και λίγα χρόνια πολλά παιδάκια λαμβάνουν κατά το άγιο βάπτισμα το τίμιο όνομά του.
Από τη διδαχή του: «Παιδιά μου, προσεύχεσθε; και πώς προσεύχεσθε; με την προσευχή του Ιησού να προσεύχεσθε, με το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με. Έτσι να προσεύχεσθε, έτσι είναι καλά».
Ιερομόναχος Δημήτριος Καββαδίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου