Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΕΛΤΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
Πηγή: εδώ
Σὲ ἱκετεύω μὲ τὴν τριάδα τοῦ ἀνέμου, τοῦ ἥλιου, τοῦ φεγγαριοῦ.
Σὲ ἱκετεύω μὲ τὸ νερό, τὸν παγωμένο ἀέρα, τὴ φωτιά, τὴ γῆ.
Σὲ ἱκετεύω μ’ ὅλο τὸ εὗρος τοῦ ἁρμονικοῦ στερεώματος, μὲ κάθε εὔτακτο τάγμα τῆς στρατιᾶς τῶν φωτεινῶν ἄστρων.
Σὲ ἱκετεύω μὲ κάθε ἔμψυχο πλᾶσμα ποὺ γνώρισε θάνατο καὶ ζωή.
Σὲ ἱκετεύω μὲ κάθε ἄψυχο κτίσμα, ὑπέροχο καὶ ἐράσμιο μυστήριο.
Σὲ ἱκετεύω στὴν ἀγάπη Σου, τὴ βαθύτερη τοῦ ὠκεανοῦ, ἐσένα τὸν ἵδιο, τοῦ φοβεροῦ ἥλιου βασιλιά.
Μὲ κάθε ἄγγελο, κάθε γενιά, κάθε δημιούργημα κάθε ὡραῖο ἅγιο ποὺ ὑπῆρξε καὶ θὰ ὑπάρξει, μὲ αὐτοὺς σὲ ἱκετεύω, Πατέρα.
Μὲ ὅλα τὰ στοιχεῖα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς σὲ ἱκετεύω, ἡ αἰώνια γλυκύτητα νὰ δοθεῖ στὴν ψυχή μου.
Ἡ λιτανευτικὴ αυτή εὐχὴ τοῦ 9ου αἰώνα, γραμμένη ἀπὸ μοναχό, προέρχεται ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία, τὸ μικρὸ νησὶ τοῦ Ἀτλαντικοῦ ποὺ ἔμεινε ἔξω ἀπὸ τὸν γαλαξία τῆς Ρωμαϊκῆς οἰκουμένης. Διαφαίνεται στοὺς στίχους αὐτοὺς τόσο ὁ ἰδιότυπος χαρακτήρας, ὅσο καὶ τὸ κοινὸ αἴσθημα, ἡ ἴδια δύναμη ζωῆς, ποὺ διαπνέει καὶ τὸ σῶμα τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς.
Λαὸς ποὺ ἁπλωνόταν σὲ ὅλη τὴν Κεντρικὴ καὶ βόρεια Εὐρώπη, οἱ Κέλτες, ἀπὸ τὸν 2ο π.Χ. αἰῶνα ἀπωθοῦνται ἀπὸ τὰ Γερμανικὰ φύλα καὶ περιορίζονται στὴν Βρετανία, τὴν Ἰρλανδία καὶ ἕνα τμῆμα τῆς σημερινῆς Γαλλίας. Μυστηριώδεις γιὰ τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς Ρωμαίους, μὲ ξεχωριστὴ ἀντίληψη τοῦ ὡραίου καὶ ἰδιαίτερη αἴσθηση τοῦ ἱεροῦ, δήλωναν στὸν Μέγα Ἀλέξανδρο ὅτι τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ φοβοῦνταν ἦταν μήπως ὁ οὐρανὸς πέσει στὸ κεφάλι τους!
Ὁ Χριστιανισμὸς διαδόθηκε πολὺς νωρὶς στὶς περιοχὲς αὐτές, κυρίως διὰ τῶν θαλασσίων ὁδῶν. Πρόσφρατα μάλιστα βρέθηκε κοντά στὸ Δουβλίνο Εὐαγγέλιο ἀπὸ πάπυρο, γεγονὸς ποὺ ἀποδεικνύει καὶ τὴν ἄμεση ἐπαφὴ τῆς νήσου μὲ τὴν Ἀνατολικὴ Μεσόγειο.
Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ προκαλεῖ ἐντύπωση εἶναι ἡ ἔκρηξη τοῦ μοναχικοῦ ἰδεώδους σὲ μιὰ χώρα ποὺ ἀπέχει πάρα πολὺ ἀπὸ τὸ λίκνο τῆς μοναστικῆς φιλοσοφίας. Ὁ θεσμὸς τῆς ἐρήμου, ποὺ γεννήθηκε καὶ ὡρίμασε στὸν Ἑλληνικὸ κόσμο τῆς Ἀνατολῆς, κυρίευσε γόνιμα τὸν μυστηριώδη λαὸ στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ δημιουργήση ἐκεῖ ἕνα θαῦμα, ποὺ ὀνομάσθηκε «νησὶ τῶν ἁγίων», τὴν Ἰρλανδία. Τὴν ἴδια ἐντύπωση προκαλεῖ καὶ ἡ ταυτότητα πολλῶν στοιχείων τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ ἀποτελοῦν χαρακτηριστικὰ τοῦ πνεύματος τῆς Ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς.
Ὁ Κελτικὸς μοναχισμὸς ὑπέστη ἀνεπανόρθωτο πλῆγμα ἀπὸ τὶς λεηλασίες τῶν Σκανδιναβῶν ἀπὸ τὸν 9ο αἰῶνα. Καὶ ἡ ἰδιαίτερη φωνὴ τῶν Κελτῶν καταπνίγηκε ἀπὸ τὸν 12ο αἰῶνα καὶ ἑξῆς μὲ τὸ αἴτημα τῆς ὁμοιομορφίας καὶ πειθαρχίας στὴ συγκεντρωτικὴ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία, ποὺ εἶχε ἤδη λάβει μιὰ νέα μορφή. Ἐκεῖ ὁ μοναχισμὸς γινόταν πλέον ἀποδεκτὸς ὡς τάγμα στρατευμένων στὴν στήριξη μιᾶς κατεστημένης τάξης, στοὺς σκοποὺς μιᾶς συμπαγοῦς ἱεροκρατικῆς δομῆς. Βυθισμένη στὸ χάος ἡ Δύση ἰσχυροποιεῖ τὶς δομές της γιὰ νὰ ἐπιβληθεῖ τελικὰ καὶ στὴν Ἰρλανδία, ποὺ ὡστόσο δὲν ἔπαψε νὰ διαλέγεται μὲ τὸ ἀρχαιότερο στρῶμα της.
Ἡ μελέτη τῆς Κελτικῆς Δύσης ἀναδεικνύει μιὰ μὴ Ἑλληνική, θαμμένη Ὀρθοδοξία, ποὺ μπορεῖ νὰ δώσει ἀπαντήσεις σὲ ἐκείνους ποὺ ἀναζητοῦν τὶς ἀρχέγονες ρίζες τῆς Εὐρώπης. Δυστυχῶς, παρὰ τὴν συνείδηση τῶν Κελτῶν γιὰ τὴν συγγένειά τους μὲ τὸν Ἑλληνικὸ κόσμο, τὸ πεδίο παρέμεινε μέχρι σήμερα ἀδιάφορο γιὰ τὴν Ἑλληνορθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἡ ἀρχαία Κελτικὴ παράδοση δίνει στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο τὴν αἴσθηση μιᾶς πραγματικότητας πέραν τῆς ἀμεσότητας, μιᾶς οὐτοπίας ψηλαφητῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ προκαλεῖ τὸ ἐνδιαφέρον ὅσων ὁραματίζονται μιὰ ἀναγέννηση τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴ Δύση. Παράλληλα, ὅμως, χρησιμοποιεῖται καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ πρόσκεινται στὴν φιλοσοφία τῆς Νέας Ἐποχῆς, ἡ ὁποία προσπαθεῖ νὰ ἐντάξει τὴν Κελτικὴ παράδοση στὸ δικό της. Τοὺς τελευταίους βοηθᾶ τὸ γεγονὸς ὅτι πολλὰ Κελτικὰ στοιχεῖα εἶναι κρυμμένα σὲ ὀμιχλώδη τοπία. Ἂν καλοκοιτάξεις, ὅμως, πίσω ἀπὸ τὴν ὀμίχλη τοῦ Ἄβαλον βλέπεις ὄχι τὴν μαγεία, ἀλλὰ τὴν δύναμη τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐκεῖ συναντᾶς τὸν Μέγα Ἀντώνιο νὰ ἐντρυφᾶ μαζὶ μὲ τὸν ὅσιο Παῦλο στὰ ἱερὰ λόγια, ὅπως τοὺς παρουσιάζει μιὰ ἀνάγλυφη παράσταση σὲ ἀρχαία μονή. Ἐκεῖ συναντᾶς τοὺς ἀρχαίους ἥρωες καὶ δρυῖδες νὰ βαπτίζονται Χριστιανοί.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, κάποιοι πιστοὶ, κουρασμένοι καὶ πεφορτισμένοι ἀπὸ μιὰ ἐκκλησία τύπου ὁμόρρυθμης ἑταιρίας, τὴν γραφειοκρατικὴ ἐκδοχὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐρευνοῦν τὰ μνημεῖα τῶν Κελτῶν μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἐκεῖ θὰ ἀποκαλύψουν μία ζώνη ἐλεύθερη ἀπὸ ἐπισκόπους, δομές καὶ συγκεκριμένο δόγμα. Σταδιακὰ ἀνακαλύπτουν ὅτι τὰ πράγματα δὲν εἶναι ἀκριβῶς ἔτσι, ἀφοῦ βρίσκουμε ἐπισκόπους, διδασκαλικὲς αὐθεντίες, ὀργανωμένο τυπικό, καὶ μιὰ ξεχωριστὴ ἀγάπη στὸ Κανονικὸ δίκαιο. Κι ὅμως, ἡ αἴσθηση τῆς διαφορετικότητας ἀπὸ τὸ καθιερωμένο ρεῦμα τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ συντηρεῖ τὸ ἐνδιαφέρον. Φαίνεται καθαρότερα μιὰ πιὸ “πλούσια” ἐκκλησιολογία, ὅπου τὸ Πνεῦμα μοιράζει ἀμερίστως τὰ πνευματικὰ χαρίσματα στὰ μέλη τοῦ ἑνὸς Σώματος.
Ἡ αἴσθηση τῆς ἑνότητας διαπνέει τὴν Κελτική, ὅπως καὶ τὴν Ἑλληνικὴ σκέψη καὶ στάση ζωῆς. Ἡ ἑνότητα αὐτὴ οἰκοδομεῖται πάνω στὴν ζωντανὴ πίστη, καὶ ὄχι σὲ κάποια διοικητικὴ δομή, ὅπου ἕνας πρῶτος ἀξιωματοῦχος λειτουργεῖ ὡς τόπος ἑνότητας. Ἡ ἑνότητα θεμελιώνεται στὸ τρίπτυχο πίστεως, ἐλπίδας καὶ ἀγάπης καὶ ὄχι σὲ ὀργανωτικὲς καὶ διοικητικὲς ρυθμίσεις. Μέσα ἀπὸ τὰ παραπάνω ἐκφράζεται ἡ συνείδηση τῆς οἰκογένειας, ὅπου πρυτανεύουν οἱ προσωπικὲς σχέσεις καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ποικιλίας τῶν χαρισμάτων, ποὺ ὑπαγορεύει καὶ τὴν πολυμορφία τῶν ἐκφράσεων.Τὸ Πνεῦμα μπορεῖ νὰ μιλᾶ αὐθεντικὰ μέσω προσώπων, ἀλλὰ ἐδῶ οἱ πηγὲς αὐθεντίας εἶναι ποικίλες: τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα, τὸ κύρος τοῦ ἡγουμενικοῦ ρόλου, ἡ σοφία ἑνὸς ἐγγραμμάτου, τὸ προφητικὸ χάρισμα ἑνὸς ποιητῆ, ἡ ἁγιότητα ἑνὸς ἐρημίτη. Δὲν ὑπάρχει προκαθορισμένος ἔσχατος κριτής. Κανένα πρόσωπο ἢ συλλογικὸ σῶμα δὲν τρέφει τὴν συνείδηση τοῦ ἀλάθητου, δὲν χτίζεται καμιὰ μονολιθικὴ ἑρμηνεία. Κάποτε ἡ σοφία ἀποκαλύπτεται καὶ ἀπὸ πρόσωπα περιθωριακά, ὅπως αὐτὸ τοῦ σαλοῦ. Κάθε ἔκφραση ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς ζωντανῆς παρουσίας τῆς Τριαδικῆς Θεότητας.
Ὅλη ὅμως αὐτὴ ἡ ποικιλία ἐκφράσεων στερεώνεται στὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως. Ὑπάρχει ποικιλία χαρισμάτων, ὄχι ὅμως δογμάτων. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀρχαῖος Ἰρλανδὸς παρακαλεῖ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ νὰ τὸν προστατεύει ἀπὸ τὸν μάγο, τὸν ψευδοπροφήτη, καὶ τὸν αἰρετικό.
Πρὸ πάντων, λειτουργεῖ ἡ κύρια ἀσφαλιστικὴ δικλεῖδα: ἡ αἴσθηση ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι δρόμος, καὶ εἶναι στὸ χέρι μας νὰ τὸν κάνουμε πορεία προσκυνήματος πρὸς τὸν οὐρανό. “Ἄς κατοικεῖ λοιπὸν αὐτὴ ἡ ἀρχὴ ἀνάμεσά μας,” γράφει ὁ ἅγιος Κολουμπᾶνος, “τὸ νὰ ζοῦμε στὴν ὁδὸ ὡς ὁδοιπόροι, προσκυνητές, καὶ ξένοι στὸν κόσμο, ὄχι προσκολλημένοι σὲ ἡδονές, μὴ ἔχοντες γήινους πόθους, ἀλλὰ ἄς γεμίσουμε τὴν ψυχή μας μὲ οὐράνιους καὶ πνευματικοὺς χαρακτῆρες.”
Σ’ αὐτὸν τὸν δρόμο, σὲ τοῦτο τὸ προσκύνημα, ὅπου μποροῦμε νὰ κατασκοπεύσουμε, σὰν μέσα ἀπὸ καθρέπτη, τὸ φῶς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, παίρνουμε ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους αὐτοὺς πατέρες καὶ μητέρες ἕνα τελευταῖο, ἁπλὸ καὶ σπουδαῖο μήνυμα, ποὺ διαπερνᾶ τὴν ζωή τους καὶ τὰ ἔργα τους:
“Ἀδελφοί, μὴ φοβᾶστε. Παραδοθεῖτε στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, κι ἐκεῖνος θὰ κάνει τὸ θέλημά Του.”Ἱερομ. Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου