Κάποτε, γύρω στά 1725, ἡ Μονή βρέθηκε σέ πολύ δύσκολη οἰκονοµική κατάσταση ἐξαιτίας τῆς βαρύτατης φορολογίας πού εἶχαν ἐπιβάλει οἱ ὀθωµανοί κατακτητές. Οἱ µοναχοί ἀποφάσισαν νά µεταφέρουν τήν τιµία κάρα τοῦ Ὁσίου στά Σέρβια, γιά δύο λόγους· ἀφενός γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἡ πόλη ἀπό ἐπιδηµία πανούκλας πού θέριζε τούς κατοίκους καί ἀφετέρου νά συγκεντρωθοῦν χρήµατα ἀπό τήν ἐλεηµοσύνη τῶν χριστιανῶν γιά νά σωθεῖ καί τό Μοναστήρι. Πῆραν λοιπόν τήν τιµία κάρα δύο ἱεροµόναχοι - ὁ ἡγούµενος Δαβίδ καί ὁ πνευµατικός Νεόφυτος - καί τό βράδυ ἔφτασαν στό χωριό Καισαρία. Ἐκεῖ τούς προϋπάντησε ἕνας εὐλαβής χριστιανός, ὁ Νικόλαος, πού µέ χαρά τούς κάλεσε νά φιλοξενηθοῦν στό σπίτι του. Τό πρωί τούς παρακάλεσε νά ψάλουν Ἁγιασµό στό σπίτι του καί ὁ ἴδιος ἔτρεξε νά εἰδοποιήσει τούς γείτονες νά ἔλθουν στόν Ἁγιασµό καί νά ἀσπασθοῦν τήν κάρα τοῦ Ἁγίου. Σέ λίγο γέµισε τό σπίτι ἀπό χριστιανούς. Μετά τόν Ἁγιασµό ἄρχισαν νά ἀσπάζονται ὅλοι τήν τιµία κάρα. Ἀνάµεσά τους πλησίασε νά κάνει τό ἴδιο καί µιά νέα γυναίκα, «ἄσεµνος καί ἀκάθαρτος, καί παρευθύς ἔπεσεν εἰς τήν γῆν ὡς ἀποθαµένη». Ὅταν µετά ἀπό λίγο συνῆλθε, τή ρώτησαν τί συνέβη. Καί µέ φανερό φόβο ἐκείνη εἶπε: «Καθώς πλησίαζα στήν τιµία κάρα, ἕνας καλόγερος κοκκινογένης µοῦ ἔδωσε δυνατό ράπισµα στό πρόσωπο καί µέ θυµό µοῦ εἶπε· ἐγώ αὐτή τήν ὥρα ἤθελα, ἀδιάντροπη, νά σέ θανατώσω, ἐπειδή ἄν καί εἶσαι τόσο ἁµαρτωλή καί ἀκάθαρτη τόλµησες νά µέ πλησιάσεις. Ὅµως ἐξαιτίας τῆς εὐλάβειας αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ Νικολάου, σοῦ χαρίζω τή ζωή. Καί πρόσεξε νά µή πλησιάσεις ἀναξίως στό ἑξῆς τά ἱερά, γιά νά µή πάθεις τίποτε χειρότερο».
Ὅταν οἱ πατέρες ἔφτασαν στά Σέρβια, ἔκαναν Ἁγιασµούς γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἡ πόλη ἀπό τήν πανούκλα. Τό θαῦµα δέν ἐβράδυνε νά γίνει. Καί τό ἔδειξε ὁ Ἅγιος µέ τό ὅτι ὅταν ἐτελεῖτο ὁ Ἁγιασµός ἡ τιµία κάρα του ἔτριζε µέσα στό ἱερό κιβωτίδιο πού ἦταν τοποθετηµένη, «ἡ δέ λοιµώδης καί φθοροποιός νόσος ἐξωστρακίζετο» ἀπό τήν πόλη. Καί µέσα σέ λίγες µέρες εἶχε περάσει τελείως.
Βλέποντας τό ἐξαίσιο αὐτό θαῦµα οἱ ὀθωµανοί ὀργίστηκαν, καί ἔλεγαν πώς δέν ἦταν θαῦµα τοῦ Ἁγίου ἀλλά µαγεία. Καί δύο φανατικοί γενίτσαροι ἀποφάσισαν νά ἁρπάξουν ἀπό τούς πατέρες τήν τιµία κάρα, ὅταν περνοῦσαν ἀπό κανένα στενό δρόµο, καί νά τήν κοµµατιάσουν. Ὁ Θεός ὅµως δέν τούς ἄφησε νά πράξουν τό ἀνοσιούργηµα: Τό βράδυ ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο πέθανε ἀπό τήν πανούκλα, ἐνῶ στόν ἄλλο ἐµφανίστηκε ὁ Ἅγιος σέ ὅραµα καί τοῦ εἶπε: «Τί ἦταν αὐτό τό πονηρό πού σκέφτηκες νά κάνεις µαζί µέ τό σύντροφό σου; Ἐγώ ἔλαβα ἀπό τόν Θεό τήν ἐντολή νά σέ θανατώσω αὐτή τή νύχτα, ὅπως καί τό φίλο σου. Ἀλλά σέ ἐλέησα γιά νά διαλαλήσεις τή δική σου σωτηρία καί τοῦ συντρόφου σου τή συµφορά». Ἔντροµος ξύπνησε, ἔµαθε τά καθέκαστα γιά τό φίλο του καί τό πρωί ἔλεγε µέ παρρησία σέ ὅλους τί συνέβη· καί δόξαζε τόν Ἅγιο καί τόν Θεό γιά τήν εὐεργεσία τους.
Σωστικές ἐπεµβάσεις τοῦ ὁσίου Νικάνορα γιά ἀπαλλαγή ἀπό τήν πανούκλα πού µάστιζε παλαιότερα τούς ἀνθρώπους, ἀναφέρονται κατά τά ἔτη 1812 καί 1826 στήν Ἤπειρο, εἰδικότερα δέ καί στήν Κόνιτσα τό 1816 καί δύο χρόνια ἀργότερα. Ἔτσι ἐξηγεῖται καί τό γεγονός ὅτι κοντά στήν Κόνιτσα ὑπάρχει καί χωριό µέ τ’ ὄνοµα Νικάνορας.
ΠΗΓΉ : https://agiosnikanoras.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου