Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ



Σχετικά κείμενα: 

Γράμματα στη Ρωσία - Η συγχρονη εκκλησιαστική ζωή.

Η ενότητα της Εκκλησίας κατά το πρότυπο της ενότητας της Αγίας Τριάδος.
Η μελέτη «Η ενότης της Εκκλησίας κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος» συνετάχθη αρχικώς κατά την δεκαετίαν του ’50 και εδημοσιεύθη κατά πρώτον εν Παρισίοις εις το περιοδικόν «Contacts», τεύχη 21, 23 και 24, υπό τον τίτλον «Unité de lEglise à limage de la Sainte Trinité». Εν συνεχεία αύτη συμπεριελήφθη εις το πρώτον μέρος του βιβλίου του Γέροντος Σωφρονίου «La felicité de connaitre la voie», γενομένων επ’ αυτής ωρισμένων αλλαγών επί της μορφής αυτής κυρίως. Δια την ελληνικήν μετάφρασιν της ενότητος αυτής ηκολουθήσαμεν το κείμενον τούτο, το οποίον εθεωρείτο υπό του συγγραφέως ως τελικόν. 
Αγίου Σωφρονίου του Έσσεξ 

ΙV. Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ

(Η Ορθόδοξος Τριαδολογία ως αρχή της Εκκλησιολογίας) 
«… ίνα ώσιν έν καθώς ημείς έν εσμεν»
(Ιωάν. ιζ’ 22)

Α’ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ

Δέκα εννέα αιώνες παρήλθον, αφ’ ότου ο Απόστολος Παύλος διερχόμενος την πόλιν των Αθηνών και θεωρών τα ιερά αυτής μνημεία ανεκάλυψε βωμόν φέροντα την επιγραφήν: «αγνώστω Θεώ» (Πράξ. ιζ’ 23). 
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο βωμός ούτος ανηγέρθη υπό των καλυτέρων εκπροσώπων της ανθρωπίνης σκέψεως, υπό σοφών οι οποίοι έφθασαν τα ύψιστα όρια της γνώσεως. Τα όρια ταύτα παραμένουν απαραβίαστα έως των ημερών ημών δια την φυσικήν νόησιν του ανθρώπου, διότι δεν είναι δυνατόν να φθάση τις εις την γνώσιν του Θεού μέσω της ορθολογιστικής σκέψεως. 
Είναι αληθές ότι η κτιστή φύσις του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Δημιουργού Θεού πλασθέντος ανθρώπου ενέχει ουχί μόνον την δυνατότητα να δεχθή την Θείαν Αποκάλυψιν, αλλά και την ικανότητα να αντιληφθή κατά τινα τρόπον το Θείον Όν. Πάντως αι ανθρώπιναι έννοιαι δεν οδηγούν εις την αληθινήν γνώσιν του Θείου Μυστηρίου. 
Ο Θεός δεν γνωρίζει ούτε ζηλοτυπίαν ούτε φιλαυτίαν ούτε φιλοδοξίαν. Το Πνεύμα του Θεού παρακολουθεί τον άνθρωπον ταπεινώς και υπομονητικώς εις πάσας τας οδούς της ζωής αυτού, δια να γνωρισθή εις αυτόν, και ούτω να καταστήση αυτόν μέτοχον της Θείας Αυτού αιωνιότητος (βλ. Πράξ. ι’ 34-35). Διο και εις εκάστην εποχήν ο άνθρωπος ηδυνήθη να φθάση, εν τινι μέτρω, εις την γνώσιν του αληθινού Θεού. Εν τούτοις ήτο απολύτως απαραίτητον να αποκαλύψη Αυτός Ούτος ο Θεός εις τον άνθρωπον την Εικόνα του Είναι Αυτού υπό μορφήν προσιτήν εις αυτόν. Εκτός του ελθόντος εν σαρκί Χριστού ουδεμία φιλοσοφική εμπειρία, μυστική ή πνευματική, επιτρέπει εις τον άνθρωπον να γνωρίση το Θείον Όν ως Πραγματικότητα μίαν, απόλυτον και ακατάληπτον εν Τρισίν Υποστάσεσιν, αι Οποίαι είναι απόλυτοι, αναλλοίωτοι και ασύλληπτοι, τουτέστιν ως Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον. 
Εν τη ιστορία της Θείας οικονομίας της σωτηρίας ημών υπάρχουν ωρισμέναι «στιγμαί*»[1], τας οποίας η Εκκλησία θεωρεί ιδιαιτέρως σπουδαίας, και την μνήμην των οποίων προβάλλει καθ’ έκαστον έτος δια των Εορτών. Η χρονολογική σειρά των γεγονότων τούτων είναι η εξής: Ο Ευαγγελισμός, Η Γέννησις, τα Θεοφάνεια (Βάπτισις του Χριστού), η Μεταμόρφωσις, τα Πάθη, η Ανάστασις, η Ανάληψις και η Κάθοδος του Αγίου Πνεύματος. Εκάστη των «στιγμών*» τούτων της Αποκαλύψεως του Θεού εις τον άνθρωπον συνδέεται οργανικώς και αδιασπάστως μετά πάντων των άλλων. Εν τούτοις η ημέρα της Πεντηκοστής, καθ’ ήν εορτάζομεν την κάθοδον του Αγίου Πνεύματος, σηματοδοτεί την πλήρωσιν της Αποκαλύψεως του Παντοδυνάμου Θεού και Κτίστου των πάντων. 
Ουδόλως αγνοούμεν ότι η Καινοδιαθηκική Αποκάλυψις είχεν ως πρόδρομον την Αποκάλυψιν της Παλαιάς Διαθήκης. Όταν ο χριστιανός βυθίζηται εις τον ιερόν στοχασμόν των δεδομένων της βιβλικής Αποκαλύψεως, ακούει ήδη εκ των πρώτων κεφαλαίων της Γενέσεως οικείους λόγους περί του Ενός και Τριαδικού Θεού: «Και είπεν ο Θεός· ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημερέραν και καθ’ ομοίωσιν». Και έτι: «Και είπεν ο Θεός· ιδού Αδάμ γέγονεν ως είς εξ ημών» (Γέν. α’ 26, γ’ 22).
Αξιοπαρατήρητος ωσαύτως είναι η εμφάνισις του Θεού εις τον Αβραάμ υπό την μορφήν τριών ανθρώπων, εις τους οποίους ούτος απευθύνεται ως προς έν Όν: «Αναβλέψας δε τοις οφθαλμοίς αυτού είδε, και ιδού τρεις άνδρες ειστήκεισαν επάνω αυτού … Και είπε· Κύριε, ει άρα εύρον χάριν εναντίον Σου, μη παρέλθης τον παίδα Σου» (Γέν. ιη’ 2-3). 
Η Παλαιά Διαθήκη, ως παρατηρούμεν εις τους Ψαλμούς και τους Προφήτας, εγνώριζε τον Θείον Λόγον και το Πνεύμα του Θεού: «Τω Λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω Πνεύματι του στόματος Αυτού πάσα η δύναμις αυτών» (Ψαλμ. λβ’ 6 κ.α.). Ενταύθα όμως δεν ευρίσκομεν την γνώσιν του Θείου Λόγου και του Θείου Πνεύματος ως Υποστάσεων. Ταύτα ενθεωρούνται ως Ενέργειαι. Ο κόσμος της Παλαιάς Διαθήκης ήτο στενώς εγκεκλεισμένος εντός των ορίων του ενός Θεού, νοουμένου υπό την έννοιαν ουχί του χριστιανικού μονοθεϊσμού, αλλά του εξωχριστιανικού ενοθεϊσμού, δηλαδή του Θεού εν μιά Υποστάσει. Θα ήτο δυνατόν να διερωτηθώμεν εάν η έλξις, την οποίαν ήσκει επί των Ιουδαίων της Παλαιάς Διαθήκης ο ειδωλολατρικός πολυθεϊσμός, δεν θα εξηγείτο δια της συνειδήσεως της στενότητος του ενοθεϊσμού την οποίαν είχον. Αλλ’ η οδός αύτη ήτο εις αυτούς απηγορευμένη υπό του Νόμου και των Προφητών. Ο Μωϋσής, εις τον οποίον ο Θεός απεκαλύφθη ως Υπόστασις, «Εγώ ειμι ο Ών» (Έξ. γ’ 14), είχεν ο ίδιος συνείδησιν του ατελούς χαρακτήρος της αποκαλύψεως, την οποίαν έλαβε. Διό διεκήρυξεν ότι ο Θεός θα ήγειρε Προφήτην εκ του λαού και ότι Αυτόν θα έπρεπε να ακούουν εις παν ό,τι θα έλεγε (βλ. Ιωάν. α’ 46, Πράξ. γ’ 22, Δευτ. ιη’ 15). Ούτως οι Ιουδαίοι ανέμενον τον Μεσσίαν-Εμμανουήλ, τον υπεσχημένον και μέλλοντα να αποκαλύψη εις αυτούς πάσαν την περί Θεού αλήθειαν (βλ. Ιωάν. δ’ 25). 
Εάν ήδη στραφώμεν προς το μέρος της προ Χριστού ανθρωπότητος, η οποία είχε παραμείνει ξένη προς την Αποκάλυψιν της Παλαιάς Διαθήκης, θα ίδωμεν και εκεί ωσαύτως παρά τας πλείστας πλάνας και εάν κρατήσωμεν μόνον ό,τι είναι τελειότερον αξιοσημειώτους προσεγγίσεις εις την γνώσιν της Αληθείας. Ως προς τούτο, είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσωμεν ότι, όταν ο άνθρωπος επιδιώκη να φθάση δια της ιδίας αυτού διανοίας εις την γνώσιν της αιωνίου Αληθείας, καταλήγει σχεδόν μοιραίως εις την έννοιαν ενός «μεταφυσικού» Απολύτου, έννοιαν συμφώνως προς την οποίαν η αρχή της Υποστάσεως είναι περιοριστική, είναι φανέρωσις του κεκρυμμένου Θεού, του «Deus absconditus». Η τάσις αύτη προέρχεται, νομίζομεν, εκ του ότι η ορθολογιστική νόησις είναι απρόσωπος εν τη ιδία αυτής πράξει. Εγκαταλελειμμένη εις εαυτήν και ενεργούσα συμφώνως προς τους ιδίους αυτής νόμους, προσπαθεί να «υπερκεράση» την αρχήν του προσώπου εν τω Όντι, και επί του Θείου επιπέδου και επί του ανθρωπίνου, ενώ δια την χριστιανόν η Υπόστασις εν τω Θείω Όντι δεν είναι αρχή περιοριστική, αλλά το Αυτό - Όν, Αυτό τούτο το Απόλυτον. 
Όταν, εξ άλλου, δια μιας βαθείας πνευματικής εμπειρίας, πρυτανεύη εις τον άνθρωπον η συνείδησις ότι η αρχή του προσώπου νομοθετεί όλην την διανοητικήν ύπαρξιν αυτού, τότε αναγνωρίζει ούτος ότι το μεμονωμένως ληφθέν πρόσωπον δεν δύναται να αρκέση εις εαυτό (βλ. Γέν. α’ 18) και θα στραφή προς ένα πλουραλισμόν επί του ανθρωπίνου επιπέδου, όστις καταλήγει φυσικώς να αντανακλάται επί του Θείου επιπέδου υπό την «πολυθεϊστικήν» μορφήν. Υπό την σχέσιν ταύτην είναι σημαντικόν ότι ο «μεταφυσικός» μονισμός αφ’ ενός και ο «ειδωλολατρικός» πλουραλισμός αφ’ ετέρου δεν έχουν απομακρυνθή υπό του ανθρώπου μέχρι των ημερών ημών. 
Η μεταφυσική έννοια του Όντος είναι ανωτέρα πάσης μορφής πλουραλισμού, καθ’ όσον διαβλέπει πραγματικώς εις την αρχικήν και πρωτογενή Ενότητα. Το πλεονέκτημα του πλουραλισμού υπό την καλυτέραν αυτού άποψιν έγκειται εις την αντίληψιν της «υποστάσεως» ως της βαθυτέρας οντολογικής αρχής εις παν πνευματικόν ον, και της ιδιότητος της σκέψεως και της διανοίας ως μιας των ενεργειών, μιας των φανερώσεων της προσωπικής ταύτης αρχής. 
Ούτως η εμπειρία του προχριστιανικού κόσμου, μετέχοντος ή μη εις την Αποκάλυψιν της Παλαιάς Διαθήκης, διδάσκει ημάς σαφώς ότι ο άνθρωπος απόλλυται εις τας αβεβαιότητας αυτού και είναι ανίκανος να οδηγηθή εις την αληθινήν γνώσιν του Θεού. Η γνώσις αύτη εδόθη εις την ανθρωπότητα δια της Θείας εν Χριστώ Ιησού Αποκαλύψεως και δια της Καθόδου του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. 
Αλλά ποία είναι η γνώσις αύτη του μυστηρίου του Θείου Όντος, η οποιά εδόθη εις ημάς δια της Αποκαλύψεως ταύτης; Δυνάμεθα να εκφράσωμεν αυτήν δια λόγων; Και εάν ναι, πού ευρίσκονται οι λόγοι ούτοι; Η Εκκλησία του Χριστού διατηρεί τους λόγους αυτούς και διδάσκει ημάς ότι ο αληθινός Θεός είναι ο Είς εν Τρισίν Υποστάσεσι Θεός. Ομιλεί εις ημάς περί του Θείου Όντος ως περί μιας Τριαδικής ενότητος, αδιαιρέτου και ασυγχύτου, ως περί της ομοουσίου Τριάδος. Αναφέρομεν ενταύθα μίαν εκ των τελειοτέρων εκφράσεων της διδασκαλίας ταύτης, γνωστήν υπό το όνομα «Σύμβολον-Ομολογία του εν Αγίοις Πατρός ημών Αθανασίου, Πατριάρχου Αλεξανδρείας»[2].
«Όστις βούλεται σωθήναι, προ παντός χρη αυτώ την καθολικήν κρατήσαι πίστιν, ήν ει μη τις σώαν και άμωμον τηρήσειεν, άνευ δισταγμού εις τον αιώνα απολείται. Πίστις δε καθολική αύτη εστίν, ίνα ένα Θεόν εν Τριάδι, και Τριάδα εν μονάδι σεβώμεθα, μήτε συγχέοντες τας υποστάσεις, μήτε την ουσίαν μερίζοντες. Άλλη γαρ εστιν η του Πατρός υπόστασις, άλλη του Υιού και άλλη του Αγίου Πνεύματος· αλλά Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος μία εστι θεότης, ίση δόξα, συναΐδιος η μεγαλειότης. Οίος ο Πατήρ, τοιούτος και ο Υιός, τοιούτον και το Πνεύμα το άγιον. Άκτιστος ο Πατήρ, άκτιστος ο Υιός, άκτιστον και το Άγιον Πνεύμα. Ακατάληπτος ο Πατήρ, ακατάληπτος ο Υιός, ακατάληπτον και το Άγιον Πνεύμα. Αιώνιος ο Πατήρ, αιώνιος ο Υιός, αιώνιον και το Άγιον Πνεύμα· πλην ου τρεις αιώνιοι, αλλ’ είς αιώνιος· ώσπερ ουδέ τρεις άκτιστοι, ουδέ τρεις ακατάληπτοι, αλλ’ είς άκτιστος, και είς μόνος ακατάληπτος. Ομοίως, Παντοκράτωρ ο Πατήρ, Παντοκράτωρ ο Υιός, Παντοκράτωρ και το Πνεύμα το Άγιον. Πλην ου τρεις παντοκράτορες, αλλ’ είς Παντοκράτωρ. 
»Ούτω, Θεός ο Πατήρ, Θεός ο Υιός, Θεός και το Πνεύμα το Άγιον. Πλην ου τρεις θεοί, αλλ’ είς Θεός. Ωσαύτως Κύριος ο Πατήρ, Κύριος ο Υιός, Κύριον και το Πνεύμα το Άγιον· πλην ου τρεις Κύριοι, αλλ’ είς εστι Κύριος. Ότι ώσπερ μοναδικώς εκάστην υπόστασιν Θεόν και Κύριον ομολογείν χριστιανική αληθεία αναγκαζόμεθα, ούτω τρεις Θεούς ή τρεις Κυρίους λέγειν καθολική ευσεβεία κωλυόμεθα. Ο Πατήρ υπό ουδενός εστι πεποιημένος, ούτε δεδημιουργημένος, ούτε γεγεννημένος. Ο Υιός από μόνου του Πατρός εστιν, ου πεποιημένος, ουδέ δεδημιουργημένος, αλλά γεγεννημένος. Το Πνεύμα το άγιον από του Πατρός, ου πεποιημένον, ουδέ δεδημιουργημένον ούτε γεγεννημένον, αλλ’ εκπορευτόν υπ’ Αυτού. Είς ουν εστι Πατήρ, ου τρεις Πατέρες· είς Υιός, ου τρεις Υιοί· έν Πνεύμα άγιον, ου τρία Πνεύματα άγια. Και εν ταύτη τη Τριάδι ουδέν πρώτον ή ύστερον, ουδέν μείζον ή έλαττον· αλλ’ όμως αι τρεις υποστάσεις συνδιαιωνίζουσαι εαυταίς εισι και ίσοι. Ώστε κατά πάντα, ως είρηται, και Τριας εν μονάδι, και μονάς εν Τριάδι λατρεύεται. Ο θέλων ουν σωθήναι, ούτω περί της Αγίας Τριάδος φρονείτω». 
Η Αποκάλυψις αύτη του Τριαδικού Θεού είναι πηγή ακένωτος σοφίας, χαράς και φωτός δια πάντα πιστόν. Φωτίζει πάσας τας εκδηλώσεις της ανθρωπίνης ζωής, λύει πάσας τας αμφιβολίας της διανοίας και της  καρδίας, μεταφέρει ημάς εις το άπειρον της αιωνίου Ζωής. Αλλ’ όταν η διάνοια ημών αποσπάται εκ της καρδίας και της πίστεως και διατείνεται ότι προσεγγίζη την Αποκάλυψιν δια των ανηκόντων εις το λογικόν νόμων, τότε η Αποκάλυψις αύτη παρουσιάζεται εις αυτήν ως σειρά τις αλύτων προβλημάτων. 
Δεν δυνάμεθα να φαντασθώμεν εν προσωπικόν Όν, το οποίον να είναι εξ αρχής τελεία Ύπαρξις και αιωνίως πεπραγματοποιημένη πραγματικότης, άνευ παρουσίας εις Αυτό της σκιάς ενός γίγνεσθαι, ήτοι έν Όν, εις την ύπαρξιν του οποίου η προσωπική αυτοσυνειδησία να μη προηγήται της υπάρξεως του απολύτου αυτοπροσδιορισμού και εις το οποίον η τελευταία αύτη να προηγήται της πράξεως της πλήρους αυτογνωσίας. 
Δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν τοιούτον Όν, το οποίον, ενώ θα είναι απολύτως ελεύθερον εις τον αυτοπροσδιορισμόν αυτού, και συνεχώς ανεξάρτητον παντός προγενεστέρου γεγονότος, εν τούτοις δεν θα αποκλείη την απόλυτον αντικειμενικότητα της Φύσεως ή της Ουσίας Αυτού. Είναι απερινόητον δι’ ημάς, πώς η Ουσία, ήτις είναι Πραγματικότης απόλυτος και αντικειμενική, δεν προτρέχει ούτε καθορίζει κατ’ ουδένα τρόπον τον αυτοπροσδιορισμόν των προσώπων εν τη Αγία Τριάδι. 
Είναι δι’ ημάς ασύλληπτον έν Ον προσωπικόν το οποίον ενώ είναι απολύτως έν και απλούν, είναι συνάμα τρισσόν κατά τρόπον ώστε έκαστον των Τριών είναι έν απόλυτον Υποκείμενον, φέρον εν Εαυτώ πάσαν την πληρότητα του Θείου Όντος, τουτέστιν είναι Θεός μοναδικός και τέλειος, δυναμικώς ίσος προς την όλην Τριαδικήν Ενότητα. 
Η σκέψις ημών δεν δύναται να συλλάβη την ύπαρξιν τοιούτου Όντος, το οποίον να είναι Τριαδική Ενότης, εν τη οποία ο Γεννήτωρ να μη προηγήται ούτε του Γεννωμένου ούτε του Εκπορευομένου, και όπου η γέννησις και η εκπόρευσις εν ουδενί περιορίζουν την απόλυτον ελευθερίαν του προσωπικού αυτοπροσδιορισμού του Γεννηθέντος και του Εκπορευομένου. 
Δεν δυνάμεθα να φαντασθώμεν Όν, εν τω οποίω διακρίνονται Τρία Πρόσωπα εκ μιας Ουσίας ή Φύσεως, η οποία διακρίνεται από των Ενεργειών, το Όν δε τούτο να είναι εν τούτοις απολύτως απλούν και ασύνθετον. 
Είναι απρόσιτον εις την σκέψιν ημών Όν, εν τω οποίω διακρίνομεν ολόκληρον σειράν πράξεων, ως επί παραδείγματι την γέννησιν του Υιού, την εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος, πράξεις αυτοπροσδιορισμού και αυτογνωσίας, και το οποίον να είναι συνάμα Όν απολύτως απλούν, έξω πάσης διαδικασίας και πάσης εκτάσεως. 
Η διάνοια ημών δεν δύναται να συλλάβη τοιούτον Όν, του οποίου η μοναδική οντολογική Αρχή, ο Πατήρ, να μη είναι προγενέστερος ούτε του γεννωμένου Υιού ούτε του εκπορευομένου Αγίου Πνεύματος και να μη είναι οντολογικώς ανώτερος τούτων. Και τούτο, έως του σημείου να δυνάμεθα να ομιλώμεν περί του συναϊδίου και της απολύτου ισότητος αυτών εν τη αξία, τη δυνάμει και τη Θεότητι, ή κάλλιον ειπείν, περί της ενότητος εν τη αξία τη δυνάμει και τη Θεότητι· περί της μοναδικής αυτών δόξης, της μοναδικής αυτών ενεργείας, του μοναδικού θελήματος αυτών, και τούτο έως του σημείου να «απαγορεύη» κατηγορηματικώς εις ημάς το δόγμα την ελάχιστην σκέψιν περί μιας ιεραρχικής δομής· περί δομής υποταγής εις τους κόλπους της Τριάδος. «Εις την Αγίαν ταύτην Τριάδα ουδέν είναι πρώτον ή έσχατον. Ουδέν είναι μείζον ή έλαττον. Αλλ’ αι Τρεις Υποστάσεις είναι αναλλοίωτοι, συναΐδιοι και ισοσθενείς». 
Ενώπιον του δόγματος τούτου της Εκκλησίας η διάνοια ημών εξίσταται και σιωπά. Τούτο δεν συμφωνεί προς τας κατηγορίας της σκέψεως ημών. Και όταν εξετάσωμεν την διδασκαλίαν της Εκκλησίας περί της Σαρκώσεως του Ενός της Τριάδος, του Υιού, του Λόγου, ανακύπτουν ενώπιον ημών αρκετά προβλήματα έτι πολυπλοκώτερα. Δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν πώς ο Άναρχος άρχεται, πώς ο Άκτιστος προσλαμβάνει την μορφήν της κτιστής υπάρξεως, πώς ο Μονογενής Υιός είναι δυνατόν να είναι τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος, πώς η μία Υπόστασις του Σαρκωθέντος ενοί κατά τρόπον αδιαίρετον και ασύγχυτον δύο φύσεις, δύο θελήματα, δύο ενεργείας, Θείαν και ανθρωπίνην. Δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν το δόγμα της Εκκλησίας, το οποίον ομιλεί περί της μιας Φύσεως, περι του ενός Θελήματος, περί της μιας Ενεργείας της Αγίας Τριάδος, και συνάμα περί δύο φύσεων, περι δύο ενεργειών, περί δύο θελήσεων εν τω Ενί της Τριάδος. 
Δεν είναι τα μόνα προβλήματα τα τιθέμενα εις την διάνοιαν ημών, όταν αύτη συναντά την δογματικήν διδασκαλίαν της Εκκλησίας. Πάντοτε θα τίθενται νέα και πάντοτε θα φαίνωνται άλυτα. Και εάν, παρά την Αποκάλυψιν, η Ύπαρξις του Θεού παραμένη δι’ ημάς αόρατος, ανεξιχνίαστος, απροσδιόριστος, ανονόμαστος, απερινόητος, ποία είναι λοιπόν η νέα ζωή και η νέα γνώσις, τας οποίας φέρει εις ημάς το περί της Αγίας Τριάδος δόγμα της Εκκλησίας; 
Ενταύθα θα θέσωμεν άλλο ερώτημα: Όταν ακούωμεν να γίνηται λόγος περί μιας αγνώστου πραγματικότητος, μη αντιστοιχούσης εις τας κατηγορίας της διανοίας ημών, είναι τούτο αρκετός λόγος δια να θεωρήσωμεν αυτήν ως ανύπαρκτον; Ουχί βεβαίως. Η ιστορία του ανθρωπίνου πολιτισμού παρέχει εις ημάς πολυάριθμα παραδείγματα. Εισέτι και όλως προσφάτως πολλαί εκ των κατακτήσεων της συγχρόνου επιστήμης θα ήτο δυνατόν να φανούν ως ακατόρθωτοι και εις τους πλέον ενημερωμένους. Λόγου χάριν, εάν κατά την διάρκειαν του παρελθόντος αιώνος είχε τις εκ καθαράς διαισθήσεως εισδύσει εις το μυστήριον της πυρηνικής ζωής και ανέπτυσσε τας συγχρόνους θεωρίας, άνευ της δυνατότητος να αποδείξη αυτάς πειραματικώς, δεν θα εξελαμβάνετο ως ονειροπόλος άνθρωπος; Εξ άλλου, αφ’ ότου η ύπαρξις μιας πραγματικότητος επιβάλλεται εις ημάς ως γεγονός εμπειρικώς αποδεδειγμένον, καθίσταται αδύνατον να αρνηθώμεν αυτό και η λογική ημών αναγκάζεται να παραδεχθή τούτο. 
Τούτο συμβαίνει και δια της δοθείσης εις την Εκκλησίαν Αποκαλύψεως, η οποία ομιλεί εις ημάς περί ενός Γεγονότος: του Είναι του Θεού. Όταν η διάνοια ημών συμμορφούται προς την Αποκάλυψιν, φθάνει κατά το δυνατόν εις την σύλληψιν του έως τότε αγνώστου και ακαταλήπτου. 
Το «Σύμβολον», το οποίον ανεφέραμεν ανωτέρω, εκθέτει δι’ άκρας συντομίας την πληρότητα της γνώσεως του Είναι του Θεού, όσον τούτο είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον. Η ομολογία αύτη, το δόγμα τούτο της Εκκλησίας, δεν έχει ανάγκη λογικών αποδείξεων. Αντιθέτως, δίδει εις ημάς την δυνατότητα να θεωρώμεν το Όν, το οποίον είναι η υπερτάτη Αρχή του παντός, της ζωής και της γνώσεως ημών, όλης ημών της υπάρξεως, απλούν και μοναδικόν εν τη ακεραιότητι αυτού. Ίνα φθάσωμεν εις την γνώσιν του Όντος τούτου, οφείλομεν να ακολουθήσωμεν την οδόν την άγουσαν εις την γνώσιν ταύτην. Τα παιδία, δια να μάθουν τας επιστήμας, αι οποίαι διδάσκονται εις τα σχολεία, πειθαρχούν εις τους διδασκάλους αυτών και ακολουθούν τας μεθόδους και την διδασκαλίαν αυτών. Η Εκκλησία κατέχει την ιδίαν αυτής «επιστήμην», την της Θεογνωσίας. Και αύτη έχει την οδόν και την μέθοδον αυτής, αι οποίαι άγουν εις την γνώσιν ταύτην. Όστις δε θέλει να αποκτήση αυτήν, οφείλει να ακολουθήση την υπό της Εκκλησίας χαραχθείσαν οδόν, την οδόν της πίστεως και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού. 
Ο Θεός είναι Αγάπη, και δεν είναι δυνατόν να γνωρισθή και να θεωρηθή ει μη δια της αγάπης και εν τη αγάπη, διο και αι εντολαί του Χριστού, αι άγουσαι εις την γνώσιν και την θεωρίαν του Θεού, είναι εντολαί αγάπης. Το Μυστήριον της Τριάδος παραμένει ακατανόητον μέχρι τέλους, διότι υπερβαίνει την δυνατότητα του λόγου και των δυνάμεων της κτιστής ημών φύσεως. Εν τούτοις, καίτοι ακατανόητον και κεκρυμμένον, αποκαλύπτεται συνεχώς εις ημάς κατά τρόπον «υπαρκτικόν» δια της πίστεως και δια της εν τη πίστει ζωής, ως η αστείρευτος πηγή της αιωνίου Ζωής. Η πίστις εισδύουσα εις απρόσιτα δια το λογικόν βάθη καλεί ημάς εις την γνώσιν των Θείων Μυστηρίων, ουχί δια της χρήσεως της λογικής, αλλά δια της παραμονής εις τας εντολάς του Χριστού: «Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω Εμώ, αληθώς μαθηταί Μου εστε, και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωάν. η’ 31, 32). 
Επί της οδού ταύτης, της «παραμονής εις τον λόγον του Χριστού», ο Θεός έρχεται εις υπάντησιν του ανθρώπου, ποιεί παρ’ αυτώ μονήν (βλ. Ιωάν. ιδ’ 23) και δίδει εις αυτόν την αληθινήν περί Αυτού γνώσιν. Τότε δε, παν ό,τι εφαίνετο προηγουμένως λογικώς ακατανόητον, γίνεται φως, το οποίον φωτίζει την άγνοιαν και τας πλάνας ημών και αποκαλύπτει αυτάς εις ημάς ως συνεπείας της αμαρτίας και της πτώσεως ημών. Τότε παρουσιάζονται προ των οφθαλμών ημών η άπειρος πληρότης, η σοφία, το κάλλος και η αλήθεια της Θείας Ζωής, η οποία είναι Αγάπη. 
Της υπάρξεως του ανθρώπου προηγείται άλλη ύπαρξις. Αύτη αποτελεί δι’ αυτόν γεγονός αναπόφευκτον, το οποίον περιορίζει, κατά τινα τρόπον έξωθεν, την ελευθερίαν του αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ανακαλύπτει τας ικανότητας της φύσεως αυτού κατά την πορείαν μιας αναπτύξεως, δια διαδικασίας ή εξελίξεως, η οποία απουσιάζει τελείως εκ του Θείου Όντος. Πρέπει πάντοτε να ενθυμήται τις τούτο, όταν σκέπτηται τον Θεόν, δια να μη πέση εις την πλάνην του ανθρωπομορφισμού. Καίτοι ο άνθρωπος εδημιουργήθη «κατ’ εικόνα Θεού», ανατρέπει την ιεραρχίαν της υπάρξεως, αφ’ ότου αρχίζει να μεταφέρη εις τον Θεόν τα δεδομένα γνώσεως, τα οποία έχει περί εαυτού, «δημιουργών» ούτως ένα Θεόν κατ’ ιδίαν εικόνα και ομοίωσιν. Η οδός της Εκκλησίας είναι αντίστροφος. Δεν δημιουργούμεν τον Θεόν κατ’ εικόνα ημετέραν, αλλά ακολουθούντες τας εντολάς του Χριστού ανακαλύπτομεν εντός ημών τα ιδιώματα της φύσεως ημών, της κτισθείσης κατ’ εικόνα Θεού. 
Δύο εντολαί του Χριστού φέρουν τον τηρούντα αυτάς άνθρωπον εις την θέωσιν: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου. Αύτη πρώτη εντολή. Και δευτέρα ομοία, αύτη· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Μάρκ. ιβ’ 30-31). 
Εκ των δύο τούτων εντολών, η Δευτέρα δίδει εις ημάς εις μεγαλύτερον μέτρον την δυνατότητα να γνωρίσωμεν το μυστήριον της ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος. Ιδού διατί: 
Η πρώτη εντολή λέγει εις ημάς: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου». Δεν λέγει: «Θα αγαπήσης τον Θεόν σου ως σεαυτόν». Θα ήτο τούτο στοιχείον πανθεϊσμού. Η εντολή αύτη καλεί ημάς να αγαπώμεν τον Θεόν δι’ όλου του είναι ημών. Δια τούτου ακριβώς καθιστά ημάς ικανούς να γνωρίσωμεν ότι ο Θεός είναι Αγάπη, αλλά συνάμα καθιστά φανεράν την «οντολογικήν απόστασιν» μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Καθιστά ημάς ικανούς να μετέχωμεν εις την Θείαν Ζωήν (Ενέργειαν), αλλά δεν αίρει την διαφοράν φύσεως (το ετερούσιον). 
Η δευτέρα εντολή: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» δεν τονίζει τόσον τον βαθμόν ή το μέτρον της αγάπης, όσον συντελεί να προβληθή το ομοούσιον του ανθρωπίνου γένους, η οντολογική κοινότης όλης της ανθρωπίνης ημών υπάρξεως. Όταν δε πραγματοποιηθή εις την ζωήν η εντολη αύτη, οδηγεί πάσαν την ανθρωπότητα να καταστή είς μόνος Άνθρωπος[3]. 
Η αγάπη μεταφέρει την ύπαρξιν του αγαπώντος προσώπου εις το αγαπώμενον ον και ούτως αφομοιοί την ζωήν του ηγαπημένου. Το πρόσωπον είναι, λοιπόν, διεισδυτόν υπό της αγάπης. Η απόλυτος τελειότης της αγάπης εις τους κόλπους της Αγίας Τριάδος αποκαλύπτει εις ημάς την τελείαν αμοιβαιότητα της αλληλοπεριχωρήσεως των τριών Προσώπων, εις σημείον ώστε να μη υπάρχη εν Αυτή, ει μη έν μόνον θέλημα, μία μόνη ενέργεια, μία μόνη δύναμις. 
Κατ’ εικόνα της Αγάπης ταύτης, η τήρησις της δευτέρας εντολής, «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» αποκαθιστά το ομοούσιον του ανθρωπίνου γένους, το διασπασθέν υπό της αμαρτίας. Πεπραγματοποιημένη εις την εσχάτην αυτής τελειότητα η εντολή αύτη αποδεικνύει ότι ο Άνθρωπος είναι Είς, κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος: μοναδικός εις την ουσίαν αυτού, πολλαπλούς εις τας υποστάσεις αυτού. Όταν εκάστη ανθρωπίνη υπόστασις, μένουσα εις την πληρότητα της ομοουσίου ενότητος, γίνηται φορεύς της πάσης ανθρωπίνης υπάρξεως, καθίσταται δυναμικώς ίση προς όλην την ανθρωπότητα, κατ’ εικόνα του Χριστού, του τελείου Ανθρώπου, του περιλαμβάνοντος εν Εαυτώ όλον τον Άνθρωπον. 
Ούτως, επί της οδού της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, επί της οδού της Εκκλησίας, προβάλλει το μυστήριον της Αγίας Τριάδος, ουχί κατά τρόπον αφηρημένον ή ορθολογιστικόν, αλλ’ εν αυτή ταύτη τη υπάρξει. Ουδεμία ετέρα οδός υπάρχει. 
Ενώπιον της Αποκαλύψεως ταύτης η Εκκλησία ψάλλει τον θαυμασμόν αυτής: «Ξένοις ρήμασι, ξένοις δόγμασι, ξένοις διδάγμασι της Αγίας Τριάδος»[4].

Β’ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΓΝΩΣΙΣ

Ο άνθρωπος εκτίσθη κατ’ εικόνα Θεού, δια να ζη καθ’ ομοίωσιν Αυτού. Ως ελεύθερον όν, και συμφώνως προς αυτήν ταύτην την έννοιαν της ελευθερίας, ο άνθρωπος εκτίσθη κατ’ αρχήν δια θείας δημιουργικής πράξεως ως καθαρά δυνατότης, η οποία πραγματοποιείται κατά τον χρόνον της πορείας της ζωής. Η ελευθερία επιβάλλει την δυνατότητα ενός ανθρωπίνου αυτοπροσδιορισμού, θετικού ή αρνητικού, έναντι του Θεού. Ουδέν έτερον θα εξετάσωμεν ενταύθα ει μη την διάθεσιν του ανθρώπου, ο οποίος επιθυμεί όντως να προσδιορίση εαυτόν κατά θετικόν τρόπον. Προς έναν τοιούτον αυτοπροσδιορισμόν είναι απαραίτητον να έχη ο άνθρωπος την γνώσιν του Θείου Όντος, της «μορφής» (βλ. Φιλιπ. β’ 6) της Υπάρξεως Αυτού, διότι είναι προφανές ότι άπασα η ζωή ημών εξαρτάται εκ της αντιλήψεως ημών περί του Πρωτοτύπου, της Πρώτης Εικόνος. Τούτο δε ισχύει εις τοιούτον σημείον, ώστε πάσα αλλοίωσις της θεωρίας του Θείου Όντος να έχη ως άφευκτον συνέπειαν μίαν αλλοίωσιν της «μορφής» της ιδίας ημών υπάρξεως. 
Η ανθρωπίνη διάνοια, κτισθείσα κατ’ εικόνα του Θείου Νοός, φέρει εν εαυτή την εικόνα ταύτην, προϋποθέτει αυτήν, αλλά δεν δύναται να διαμορφώση αυτήν τελείως επί μόνης της βάσεως της ιδίας αυτής πείρας. Είναι όντως υποτεταγμένη εις την πορείαν του γίγνεσθαι και του αυτοπροσδιορισμού, εις τρόπον ώστε δεν έχει εισέτι την γνώσιν της Υπάρξεως πλήρως πεπραγματοποιημένης. Το Δόγμα τοποθετεί ημάς ενώπιον του Γεγονότος του Θείου Είναι άνευ λογικών εξηγήσεων. Το Θείον Όν, όν Πρώτον, ουδεμίαν αιτίαν έχει εκτός Εαυτού. Είναι λοιπόν αδύνατον να αναγάγωμεν Αυτό εις τι άλλο. Είναι Τούτο το πρώτον και έσχατον θεμέλιον πάσης ζωής και πάσης γνώσεως. Εις τον πιστεύοντα άνθρωπον το Δόγμα δίδει απάντησιν εις πάσαν αναζήτησιν, εις παν αξίωμα της διανοίας. Το ανθρώπινον πνεύμα έναντι του Δόγματος θα ζητήση εν συνεχεία τας ιδίας αυτού οδούς, δια να αφομοιώση τα δεδομένα της Θείας Αποκαλύψεως και να οικειωθή το περιεχόμενον αυτής. Ενταύθα άρχεται ό,τι καλούμεν «θεολογικήν ανάπτυξιν». 
Μακράν του να είναι καρπός διανοητικών ερευνών ή αποτέλεσμα της θεολογικής σκέψεως, το Δόγμα είναι ουσιωδώς η ρηματική έκφρασις μιας «προφανούς αληθείας». Η αληθινή κατανόησις των δογμάτων της Εκκλησίας είναι δυνατή μόνον, όταν αρνώμεθα να εφαρμόσωμεν τον ιδιάζοντα εις το ανθρώπινον λογικόν τρόπον του σκέπτεσθαι. Οι Πατέρες της Εκκλησίας ουδόλως ευρίσκοντο εις διανοητικόν επίπεδον κατώτερον εκείνου της φιλοσοφίας και της επιστήμης της εποχής αυτών απόδειξις εκθαμβωτική τούτου είναι τα έργα αυτών , διεσκέλιζον δε μετά κυριάρχου κύρους τα σύνορα της τυπικής λογικής. Όταν το πνεύμα του ανθρώπου, δια του ελέγχου της πίστεως (βλ. Εβρ. ια’ 1), ευρίσκηται, χάρις εις την άνωθεν έμπνευσιν, ενώπιον της προφανούς αληθείας του υπερτάτου Γεγονότος, τότε μία τοιαύτη υπέρβασις φαίνεται φυσική εις αυτό. Μία εμπειρία λοιπόν αυτής της τάξεως κείται εις την βάσιν των δογματικών συνθέσεων. 
Ευρίσκομεν εν τη Αγία Γραφή, κυρίως δε εν τη Καινή Διαθήκη, πολλά παραδείγματα της θείας ταύτης εμπνεύσεως, δια της οποίας το πνεύμα του ανθρώπου τοποθετείται ενώπιον των προφανών αληθειών του πνευματικού κόσμου. Σημειούμεν τινά: 
«Αποκριθείς δε Σίμων Πέτρος είπε· Συ εί ο Χριστός ο Υιός του Θεού του Ζώντος. Και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτώ· μακάριος εί, Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψε σοι, αλλ’ ο Πατήρ Μου ο εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ιστ’ 16-17). «Γνωρίζω δε υμίν, αδελφοί, το Ευαγγέλιον το ευαγγελισθέν υπ’ εμού ότι ουκ έστι κατά άνθρωπον· ουδέ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχθην, αλλά δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού» (Γαλ. α’ 11-12). «Ημίν δε ο Θεός απεκάλυψε δια του Πνεύματος Αυτού· το γαρ Πνεύμα πάντα ερευνά και τα βάθη του Θεού» (Α’ Κορ. β’ 10). «Ό ήν απ’ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών … και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής …» (Α’ Ιωάν. α’ 1). 
Μία τοιαύτη άμεσος γνώσις ουδόλως είναι λογικώς αποδεικτή. Είναι προσέτι αδύνατον να «περιγράψωμεν» αυτήν τη βοηθεία εννοιών, δια των οποίων λειτουργεί το ανθρώπινον λογικόν. Και τούτο, ουχί μόνον διότι τα πολύ στενά πλαίσια της νοηματικής σκέψεως δεν θα ηδύναντο να περιλάβουν τας θείας πραγματικότητας, αλλά προ παντός διότι η αληθινή γνώσις του Θεού παρέχεται μόνον εντός της υπαρξιακής τάξεως, ήτοι δια της βιωθείσης εμπειρίας όλου του είναι ημών[5]. Δεν υπάρχει ετέρα οδός προς την γνώσιν ταύτην ει μη η οδός της τηρήσεως πάντων όσων ενετείλατο ο Χριστός (βλ. Ματθ. κη’ 20). 
Πας άνθρωπος στρεφόμενος προς τον Θεόν λαμβάνει παρ’ Αυτού οπωσδήποτε μίαν απάντησιν. Εν τούτοις, εάν η εμπειρία της Θείας κοινωνίας δεν είναι αρκετή, ο άνθρωπος αισθάνεται τον πειρασμόν να αναπληρώση το κενόν τούτο δια των ιδίων αυτού δυνάμεων. Ολισθαίνει τότε αναποφεύκτως εις παρεκκλίσεις και καταλήγει εις μείωσιν ή παραμόρφωσιν της Αληθείας, αναμειγνύων το ψευδές μετά του αληθούς. 
Η Εκκλησία, ως φύλαξ της πληρότητος της Αποκαλύψεως, δια των δογμάτων αυτής απαγορεύει να υπερβαίνωμεν ωρισμένα όρια. Κλείει την ανθρωπίνην διάνοιαν ως εις μάγγανον, εκ του οποίου δεν είναι εύκολον να αποδεσμευθή τις. Δια να πραγματοποιήση τούτο, πρέπει να παύση να κινήται επί του επιπέδου της σκέψεως και να ανέλθη κατακορύφως εις άλλην σφαίραν.
Εις πάσας τας εποχάς η θεολογική ανάπτυξις δεν είχε κατά βάθος άλλο λειτούργημα ει μη να καθιστά τας ακλινείς δογματικάς αληθείας προσιτάς εις τα πνεύματα, «μεταφράζουσα» αυτάς εις γλώσσαν προσηρμοσμένην εις τας ανάγκας των ανθρώπων, δια τους οποίους προωρίζετο. Αλλά υπογραμμίζομεν τούτο άπαξ έτι πάσα «προβληματική» καταπίπτει, ευθύς ως ο άνθρωπος φθάση εις άμεσον θεωρίαν του Θεού. 
«Εν εκείνη τη ημέρα Εμέ ουκ ερωτήσετε ουδέν» (Ιωάν. ιστ’ 23).

Γ’ ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΚΑΙ ΑΝΤΙΝΟΜΙΑΙ

Πρίν ή εκθέσωμεν πώς η γνώσις και η αντίληψις ημών περί του «Αρχετύπου» αντικατοπτρίζονται εις πάντα τα επίπεδα της ανθρωπίνης υπάρξεως, είτε εις τους κόλπους της Εκκλησίας συμβαίνει τούτο, είτε έξω αυτής, ας επανέλθωμεν άπαξ έτι εις την δογματικήν διδασκαλίαν της Εκκλησίας. 
Τα δόγματα είναι συνθέσεις της πίστεως. Εκφράζονται δια διατυπώσεων άκρως πυκνών και λιτών, αι οποίαι έχουν χαρακτήρα όλως μοναδικόν: Ο πυρήν αυτών περικλείει βαθείαν αντινομίαν, την συνένωσιν δύο καταφάσεων ή αρνήσεων φαινομενικώς ασυμβιβάστων, η οποία παρουσιάζεται εις το «καθαρόν λογικόν» ως αντίφασις φθάνουσα μέχρι του παραλόγου. 
Η χριστιανική πίστις στηρίζεται αναντιρρήτως εις δύο θεμελιώδη δόγματα: το δόγμα της ομοουσίου και αδιαιρέτου Αγίας Τριάδος και εκείνο των δύο φύσεων και των δύο θελήσεων, Θείας και ανθρωπίνης, εν τη μοναδική Υποστάσει του σαρκωθέντος Λόγου. Το δόγμα προσδιορίζει εις ημάς τρεις «απόψεις» εν τω Θείω Όντι: την Υπόστασιν (ή Πρόσωπον), την Ουσίαν (ή Φύσιν) και την Ενέργειαν (ή Έργον). Υπογραμμίζον την απόλυτον απλότητα, το ασύνθετον του Θείου Όντος το δόγμα βεβαιοί «eo ipso» την ταυτότητα της Υποστάσεως και της Ουσίας αφ’ ενός, και την ταυτότητα της Ουσίας και της Ενεργείας αφ’ ετέρου. Εν τούτοις η ταυτότης αύτη είναι τοιαύτης φύσεως, ώστε εκάστη των τριών τούτων «απόψεων» παραμένει τουλάχιστον μη αναγώγιμος εις τας άλλας δύο. 
Η πρώτη περιεχομένη εις το δόγμα αντινομία είναι η απόλυτος ταυτότης Υποστάσεως και Ουσίας. Ουδεμία «διάστασις» υπάρχει μεταξύ της Υποστάσεως και της Ουσίας. Η ενότης της προσωπικής αυτοσυνειδησίας και της Ουσίας είναι πλήρης. Έξω της Υποστάσεως δεν υπάρχει Ουσία, αλλά ούτε Υπόστασις υπάρχει άνευ Ουσίας. Η Ουσία δεν είναι οντολογικώς προγενεστέρα ούτε βαθυτέρα της Υποστάσεως. Εξ άλλου ούτε η Υπόστασις προηγείται της Ουσίας. Η Υπόστασις και η Ουσία είναι Έν. Μεταξύ Αυτών δεν υπάρχει η ελαχίστη αντίθεσις. Τούτο σαφώς εξεφράσθη δια της δοθείσης εις τον Μωϋσήν αποκαλύψεως: «Εγώ ειμι ο Ών», Άλλως: «Εγώ ειμι το είναι», «ο Ών ειμι Εγώ», Έξω του «Εγώ» τούτου, όπισθεν Αυτού, ουδέν υπάρχει. Μόνον αυτό το «Εγώ» ζη ανάρχως. Εν τω Θείω Είναι δεν υπάρχει ουσία ανυπόστατος· εν τη μια Θεία Ουσία ουδέν απολύτως υπάρχει, το οποίον να μη είναι ενυπόστατον, το οποίον θα ίστατο τρόπον τινά επέκεινα της αυτοσυνειδησίας της Υποστάσεως. Ο Θεός είναι Ζων και Προσωπικός υπό απόλυτον έννοιαν. 
Εντός της ενοθεϊστικής και μονοθεϊστικής προοπτικής του Ισλάμ, έτι δε και της Παλαιάς Διαθήκης, η ταυτότης αύτη της Υποστάσεως και της Ουσίας δύναται να νοηθή ως ολοκληρωτική μέχρι του αδιακρίτου. Αλλ’ εντός του Τριαδικού μονοθεϊσμού η ταυτότης αύτη παρουσιάζεται ως άκρα αντινομία, διότι η αρχή της Υποστάσεως, λόγω της Τριαδικής Ενότητος αυτής, δεν είναι δυνατόν να αναχθή εις την Ουσίαν. Το απλούν  και έν Όν, η Αγία Τριάς, αποκαλύπτει μίαν ενότητα όλως διαφόρου τάξεως. Υπονοεί συνάμα μίαν ταυτότητα απόλυτον και μίαν διάκρισιν ουχί ολιγώτερον απόλυτον. 
Η σκέψις ημών καταλήγει εις το συμπέρασμα ότι η Υπόστασις είναι ο είς «πόλος», η μία άποψις του απλού και ενός Όντος, η ετέρα άποψις του οποίου είναι η Ουσία. 
Το δόγμα, βεβαιούν την απόλυτον ισότητα των Τριών Υποστάσεων, διδάσκει ημάς ούτως, ότι εκάστη Υπόστασις είναι Τέλειος Θεός, διότι φέρει εν Εαυτή όλον το πλήρωμα του Θείου Όντος, κατέχει τούτο κατά τρόπον απόλυτον και είναι, συνεπώς, «δυναμικώς» ίση προς την Τριαδικήν-Ενότητα. Εκ τούτου προκύπτει ότι εκάστη Υπόστασις είναι απολύτως η αυτή προς τας άλλας δύο Υποστάσεις της Αγίας Τριάδος. Και ωσαύτως η τελεία αύτη ταυτότης «ο εωρακώς Εμέ εώρακε τον Πατέρα» (Ιωάν. ιδ’ 9)  ουδόλως μειοί την μοναδικότητα εκάστης Υποστάσεως. 
Αι Υποστάσεις, ούσαι Πρόσωπα υπό απόλυτον έννοιαν, ουδόλως είναι δυνατόν να αποτελούν αντικείμενον αριθμητικής προσθέσεως 1+1+1=3. Και όμως είναι Τρεις, ουχί δύο ούτε τέσσαρες, ούτε άλλος τις αριθμός. Ευρισκόμεθα ενώπιον ενός καθαρού «Γεγονότος» του Όντος, το οποίον απεκαλύφθη άνωθεν. Πειρώμενοι να συλλάβωμεν την σημασίαν του αριθμού τρία, δυνάμεθα μόνον να είπωμεν ότι αποκλείει πάσαν σχέσιν υπό την έννοιαν μιας δυαδικής αντιθέσεως, ιδέα η οποία υποβάλλει αναποφεύκτως τον αριθμόν δύο. 
Ούτως η Τριάς, θραύουσα τον περιορισμόν του αριθμού δύο, υπερβαίνει πάσαν σχετικότητα. Θα ήτο  λοιπόν αδύνατον να νοήσωμεν τας Υποστάσεις μόνον ως «σχέσεις» εις το εσωτερικόν της Θείας Ουσίας. Εν άλλαις λέξεσι, το μυστήριον του αριθμού «Τρία» διαπιστούται ότι έχει την εξίσωσιν αυτού εις το Άπειρον. 
Εκτός των μνημονευθεισών ανωτέρω αντινομιών της ταυτότητος και της διακρίσεως μεταξύ Υποστάσεως και Ουσίας αφ’ ενός, και των Τριών Υποστάσεων αφ’ ετέρου, το δόγμα φέρει εισέτι ημάς αντιμετώπους προς άλλας αναλόγους αντινομίας, διατηρούσας συνάμα απόλυτον ταυτότητα και διάκρισιν. Θα σημειώσωμεν δύο: την της Ουσίας έναντι της Ενεργείας, και την της Θείας ακτίστου Ενεργείας έναντι της κτιστής ανθρωπίνης φύσεως. 
Το Θείον Όν, εξ ακεραίου «πεπραγματοποιημένον», τουτέστι μη περιέχον εν Εαυτώ δυνατότητα μη αναπτυχθείσαν, δύναται να ονομασθή «Καθαρά Ενέργεια», η οποία φανεροί πλήρως την Ουσίαν και είναι, συνεπώς, ομοία προς Αυτήν. Αλλά και εν αυτή τη περιπτώσει ωσαύτως, η ταυτότης ουδόλως εξουδετεροί το όλως μη αναγώγιμον της Ουσίας εις Ενέργειαν, ούτε της Ενεργείας εις Ουσίαν. Εν άλλοις λόγοις, η Ουσία και η Ενέργεια δεν συγχέονται εις αδιαφοροποίητον ενότητα, αλλά σημαίνουν δύο «απόψεις» διακρινομένας τελείως εις το Θείον Όν. 
Η Ουσία είναι απολύτως υπερβατική εν σχέσει προς τον κτισθέντα κόσμον. Είναι εξ ολοκλήρου ακατάληπτος, ανονόμαστος, ακοινώνητος και αμέτοχος δια το κτίσμα. Προκειμένου να τονίσουν την μυστηριώδη αυτήν «άποψιν» του Θείου Όντος, οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν αυτήν Υπερουσιότητα, δια να απομακρύνουν δι’ αυτού του χαρακτηρισμού πάσαν εννοιοποίησιν της Ουσίας. 
Δια το κτιστόν όν η «άποψις» αύτη παραμένει αιωνίως κεκρυμμένη εις τας «Θείας αβύσσους». Εάν ήτο δυνατόν να μετέχη το κτίσμα εις την Ουσίαν, τότε οι θεωθέντες Άγιοι θα εισήρχοντο εις το Θείον Όν ως «ομοούσιοι» προς τας Υποστάσεις της Αγίας Τριάδος, Αύτη δε θα μετεμορφούτο εις «τετράδα», «πεντάδα» κλπ., πράγμα το οποίον οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν αποδέχονται. 
Όσον αφορά εις την Ενέργειαν, το δόγμα ομιλεί περί αυτής άλλως. Η Ενέργεια είναι δυνατόν να καταστή γνωστή και μεθεκτή. Εισέρχεται εις στενωτάτην ένωσιν μετά του κτισθέντος όντος, χωρίς το άκτιστον να γίνη κτιστόν ή το κτιστόν να γίνη άκτιστον. Τούτο προκύπτει εκ του δόγματος της Συνόδου της Χαλκηδόνος, χάρις εις το οποίον ομολογούμεν εις την μίαν Υπόστασιν του Λόγου «δύο φύσεις» μεθ’ όλων των αντιστοίχων ιδιωμάτων αυτών. Βλέπομεν ότι η τελεία θέωσις, της υπό του Χριστού προσληφθείσης ανθρωπίνης φύσεως, δεν μεταβάλλει αυτήν εις Θείαν Φύσιν. Τούτο δε παραμένει αληθές αιωνίως. Ο Χριστός είναι αιωνίως Είς εν δυσί φύσεσι. 
Τη βοηθεία της Βιβλικής αντιλήψεως περί γνώσεως, θα διευκρινήσωμεν ό,τι ελέχθη ανωτέρω περί του ακαταλήπτου της Ουσίας. Η γνώσις θεωρείται προ παντός ως υπαρξιακή κοινωνία, κοινότης ζωής. Είναι αδύνατον να γνωρίζη τις ό,τι υπερβαίνει κατ’ απόλυτον τρόπον το γνωρίζον υποκείμενον. Γνωρίζω σημαίνει ενσωματώ τι εις την ιδίαν μου ζωήν, καθιστώ το γινωσκόμενον «ενυπάρχον» εις εμέ. Πάσα γνώσις, είναι αληθές, επιβάλλει ήδη στοιχείον τι «ενυπάρξεως», αλλ’ η τελεία γνώσις, συμφώνως προς την προοπτικήν ταύτην, δεν δύναται να νοηθή ει μη ως ενότης εν τη υπάρξει. Εάν είναι αληθές ότι ίδιον της αγάπης είναι να ενοί, τότε οφείλομεν επίσης να είπωμεν ότι το μέτρον της γνώσεως αντιστοιχεί εις το μέτρον της αγάπης. Ούτως εν τη Αγία Τριάδι η απόλυτος Γνώσις και η απόλυτος Αγάπη είναι αι αυταί, χωρίς τούτο να εξουδετεροί την διάκρισιν αυτών.

*
* * *

Δι’ ιδίαν χρήσιν διετύπωσα εν συντόμω τα προ ολίγου λεχθέντα, ούτως ώστε να στερεωθούν ευκολώτερον εις την συνείδησιν μου αι βάσεις της πίστεως ημών, όπως ακριβώς τούτο εγένετο δι’ ενός γενικού τρόπου εν τω Συμβόλω των Οικουμενικών Συνόδων: 
«Πιστεύω εις ένα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης …» 
«Εγώ ειμι ο Ών» (Έξ. γ’ 14), και «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν· και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη’ 19-20): Ιδού η Αποκάλυψις, ήτις κείται εις θεμέλιον απάσης της ζωής ημών. 
Εξ επόψεως της αρχής της Υποστάσεως, το Είναι του Θεού διαμένει αιωνίως Άλλο δια τα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» δημιουργηθέντα όντα. Τούτο το εντελώς Άλλο είναι εν τούτοις κατ’ ανεξήγητον τρόπον εγγύς· είναι ο ηγαπημένος ημών Φίλος, αρρήτως αγαπητός εις την καρδίαν ημών (βλ. Ιωάν. ιε’ 13-15). 
Εξ επόψεως της Ουσίας, το θείον Είναι είναι απολύτως υπερβατικόν δια το κτίσμα.
Εξ επόψεως της Ενεργείας, της Πράξεως της Ζωής, το θείον Είναι εισέρχεται δι’ όλου του πληρώματος αυτού εις πραγματικήν κοινωνίαν μετά του λογικού κτίσματος και καθίσταται εις τα σεσωσμένα όντα ενυπάρχον εν τη κτίσει (βλ. Εφεσ. γ’ 9). 
Ως Όν εν Εαυτώ και Ουσία εν Εαυτή, το θείον Είναι εις ουδένα υπόκειται προσδιορισμόν και αποκλείον πάσαν θεογονικήν διαδικασίαν παρουσιάζεται εις τα θεωρούντα Αυτό κτιστά πνεύματα ως Καθαρόν Δεδομένον. 
Όν απολύτως πεπραγματοποιημένον, άρα πραγματικότης απόλυτος ή τελεία έκφρασις της Ουσίας, το θείον Είναι αποκλείει την παρουσίαν εν Αυτώ δυνατοτήτων μη πεπραγματοποιημένων και, ως εκ τούτου, δύναται να ορισθή ως Καθαρά Ενέργεια. 
Ως Δεδομένον, είναι μεθεκτόν εις το κτίσμα και διαμένει αιωνίως ως Μυστήριον απρόσιτον εις οιανδήποτε προσευχήν, εις οιονδήποτε κτίσμα. 
Ως Ενέργεια – Πράξις, Ζωή – είναι κοινωνητή εις άπαν το πλήρωμα Αυτής και εις άπασαν την απειρότητα Αυτής, εις τα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» λογικά όντα. 
Ότι δε είναι η θεία Ζωή κοινωνητή εις την ανθρωπίνην φύσιν, εις άπαν το πλήρωμα Αυτής, «ο άνθρωπος Χριστός Ιησούς» (πρβλ. Α’ Τιμ. β’ 5) καθιστά αυτό εμφανές. Ως Θεάνθρωπος είναι το μέτρον πάντων των πραγμάτων, θείων και ανθρωπίνων, και το μόνον θεμέλιον πάσης κρίσεως. Παν ό,τι ομολογούμεν εν σχέσει προς την ανθρωπότητα του Χριστού είναι η αποκάλυψις του αιωνίου σχεδίου του Θεού Δημιουργού περί του ανθρώπου (βλ. Εφεσ. α’ 4-10). Καθ’ όν τρόπον ο Χριστός έφερεν εν τη ανθρωπότητι Αυτού «άπαν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολ. β’ 9) και «εκάθισε μετά του Πατρός Αυτού εν τω Θρόνω Αυτού» (Αποκ. γ’ 21), ούτω και έκαστος εξ ημών καλείται υπό της εντολής του Θεού «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστι» (Ματθ. ε’ 48), να γίνη τέλειος. Εάν δεν είχεν ούτω το πράγμα, η εντολή αύτη δεν θα είχε νόημα. 
Οι Άγιοι, θεωθέντες μέχρι τέλους υπό της δωρεάς της χάριτος, εισέρχονται εις την αιώνιον ενέργειαν του Θεού εις τοιούτον βαθμόν, ώστε πάντα τα ιδιώματα της θεότητος μεταδίδονται εις αυτούς μέχρι ταυτότητος, διότι εις αυτούς ο Θεός θα είναι «τα πάντα εν πάσι» (Α’ Κορ. ιε’ 28). Μέχρι «ταυτότητος», βεβαίως, μόνον κατά την Ενέργειαν, ήτοι κατά το περιεχόμενον της Ζωής του Ιδίου του Θεού, και κατ’ ουδένα τρόπον κατά την Ουσίαν. Έτι δε, θεωθείς «μέχρι τέλους» ο άνθρωπος, θα παραμείνη διάφορος του Θεού κατά την προέλευσιν αυτού: ο Θεός είναι ο Όν καθ’ Εαυτόν, ο Δημιουργός πάντων των εν ουρανώ και επί γης, ενώ οι άνθρωποι υπάρχουν ως κτίσματα. 
Η φράσις «μέχρι ταυτότητος» – βεβαίως μόνον κατά την Ενέργειαν– φαίνεται να φέρη εις την διατύπωσιν περιορισμόν τινα και μείωσιν ή υποβάθμισιν, αλλ’ ουδόλως έχει ούτως. Η δωρεά του Θεού, ήτις παρέχεται εις τους σεσωσμένους εν Χριστώ, είναι τοσούτον μεγαλειώδης – είναι καθ’ εαυτήν άπειρος – ώστε ουδείς ανθρώπινος νους είναι εις θέσιν, εντός των ορίων της γης, να διανοηθή τούτο. Δημιουργών τον άνθρωπον «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοιώσιν», ο Θεός επαναλαμβάνει Εαυτόν εν ημίν. Άπαν δε το πλήρωμα της θείας Ζωής – άνευ αρχής ή τέλους– θα καταστή το αναφαίρετον κτήμα των σεσωσμένων. Ο Θεός είναι πανταχού παρών και Παντογνώστης και, δια της διαμονής αυτών εν τω Αγίω Πνεύματι, οι άγιοι καθίστανται ωσαύτως πανταχού παρόντες και παντογνώσται. Ο Θεός είναι απόλυτος Αγαθότης και Αγάπη άπειρος περιλαμβάνουσα παν υπαρκτόν και, εν Αγίω Πνεύματι, οι άγιοι ωσαύτως περιβάλλουν δια της αγάπης αυτών άπαν το σύμπαν, τον κόσμον άπαντα. Η Ενέργεια του Θείου Είναι είναι άναρχος· κατ’ αναλογίαν της μετοχής αυτών εις την ενέργειαν ταύτην οι θεωθέντες καθίστανται και ούτοι άναρχοι. Ο Θεός είναι Φως και εν Αυτώ ουκ έστι σκοτία ουδεμία (βλ. Α’ Ιωάν. α’ 5) και δια της διαμονής Αυτού εν τοις αγίοις (βλ. Ματθ. ιγ’ 43, Ιωάν. ιδ’ 23, Αποκ. ζ’ 15, κα’ 3), απεργάζεται αυτούς «καθαρόν φως». Το θείον Όν είναι Καθαρά Πραγματικότης και οι εισερχόμενοι «εις το εσώτερον του καταπετάσματος» (Εβρ. στ’ 19) εκ μιας κατ’ αρχήν δυνάμει καταστάσεως πραγματοποιούνται μέχρι τέλους και καθίστανται οι ίδιοι ωσαύτως «καθαρά πραγματικότης».

Δ’ ΘΕΩΣΙΣ

Η κτιστή ανθρωπίνη φύσις έχει θεωρή εν τω Χριστώ έως άκρας τελειότητος, έως ταυτίσεως μετά της Καθαράς Ενεργείας, διότι «εν Αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολ. β’ 9). Αι δύο φύσεις παραμένουν εν Αυτώ εις ένωσιν τοσούτον τελείαν, ώστε αύτη αποκλείει πάσαν διαίρεσιν. Ο Χριστός είναι Είς, είς μόνος Θεάνθρωπος. Ό,τι εν Αυτώ εκτίσθη κατ’ εικόνα και εν όψει της ομοιώσεως του Θεού, έφθασεν εις την τελείαν ταύτην ομοίωσιν εν τη αιωνιότητι της Θείας Ζωής, εις τρόπον ώστε εν τω αναστάντι Χριστώ ουδεμία υπάρχει πλέον μετά την Ανάληψιν «δυαδικότης», «ίχνη» της οποίας παρατηρούμεν εις τον επίγειον βίον Αυτού, και τούτο έως τέλους. Έχομεν υπ’ όψιν κυρίως την προσευχήν εν τη Γεθσημανή: «Πάτερ Μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ Εμού το Ποτήριον τούτο· πλην ουχ ως Εγώ θέλω, αλλ’ ως Συ», και την επί του Σταυρού αναφώνησιν: «Θεέ Μου, Θεέ Μου, ινατί Με εγκατέλειπες;» (Ματθ. κστ’ 39, κζ’ 46). 
Εντός των ορίων της επιγείου ζωής η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού, καίτοι ήτο υποστατικώς ηνωμένη μετά του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, εμφανίζεται εισέτι ως «τελειοποιήσιμος». Πριν εκπληρωθή το παν (βλ. Ιωάν. ιθ’ 30), η ανθρωπίνη φύσις Αυτού ευρίσκετο εις την κατάστασιν της «προκοπής» (Λουκ. β’ 52), υφίστατο πειρασμούς (βλ. Λουκ. δ’ 1-13, Εβρ. β’ 18) και έφθανε μέχρις αγωνίας (βλ. Λουκ. κβ’ 44). «Διαίρεσίς τις» ήτο, λοιπόν, παρούσα εν Αυτώ, οφειλομένη εις το ασύμμετρον των δύο φύσεων. Μετά την Ανάληψιν εξαφανίζεται το ασύμμετρον τούτο και ο Χριστός-Άνθρωπος καθίσταται ίσος προς τον Θεόν, «καθεσθείς εν δεξιά του Πατρός», ουχί βεβαίως κατά την Ουσίαν, αλλά κατά την Ενέργειαν. Σιωπώμεν σκοπίμως περί της υποστατικής «απόψεως», διότι ο αΐδιος και άκτιστος Λόγος είχε παραμείνει τοιούτος και μετά την Ενανθρώπησιν. 
Ο Χριστός είναι ο ακλόνητος θεμέλιος και το έσχατον κριτήριον της ανθρωπολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας. Ό,τι ομολογούμεν περί της ανθρωπότητος του Χριστού είναι η ένδειξις της αιωνίου Θείας προνοίας δια τον άνθρωπον εν γένει. Το γεγονός ότι εν τω Χριστώ-Ανθρώπω η Υπόστασις ήτο Θεός, ουδόλως μειοί την δυνατότητα να ακολουθώμεν το παράδειγμα Αυτού (βλ. Ιωάν. ιγ’ 15) ημείς οι άνθρωποι, προς τους οποίους «ώφειλε κατά πάντα ομοιωθήναι» (Εβρ. β’ 17). 
Εάν είναι αληθές ότι ο Χριστός είναι ο «Υιός του ανθρώπου», ομοούσιος μεθ’ ημών, έπεται ότι παν ό,τι εξεπλήρωσεν εν τη επιγείω ζωή Αυτού πρέπει να είναι ωσαύτως εφικτόν εις τους λοιπούς «υιούς των ανθρώπων». Εάν παραδεχώμεθα Αυτόν ως μέτρον πάντων των πραγμάτων, πρέπει ωσαύτως να παραδεχθώμεν ότι αυτό το οποίον βεβαιούμεν περί της ανθρωπότητος του Χριστού-Ανθρώπου, εκπροσωπεί το πλήρωμα των δυνατοτήτων της ανθρωπίνης φύσεως εν γένει. Εάν ομολογώμεν την πλήρη και τελείαν θέωσιν Αυτού, οφείλομεν να ελπίζωμεν τον αυτόν βαθμόν θεώσεως δια τους Αγίους εις τον μέλλοντα αιώνα. Εάν δεν είχον ούτω τα πράγματα, δεν θα έδιδεν ο Χριστός εις ημάς την εντολήν να είμεθα τέλειοι, «ώσπερ ο Πατήρ ημών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν» (πρβλ. Ματθ. ε’ 48). 
Και εάν τις αμφέβαλλε περί τούτου, θα ηρωτώμεν αυτόν: «Ποίος γνωρίζει καλύτερον το πρωταρχικόν Σχέδιον του Κτίστου και τας πραγματικάς δυνατότητας τςη ανθρωπίνης φύσεως, ο Κτίσας αυτήν ή ημείς οι ίδιοι;». 
Δια τούτο ο Λόγος, ο Οποίος προσέλαβε την ημετέραν φύσιν και εφανέρωσεν εν αυτή την τελειότητα, είπε: 
«Θαρσείτε, Εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. ιστ’ 33). 
«Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ’ Εμού εν τω θρόνω Μου, ως καγώ ενίκησα και εκάθισα μετά του Πατρός Μου εν τω θρόνω Αυτού» (Αποκ. γ’ 21). 
Κατά τας μαρτυρίας των Πατέρων της Εκκλησίας, οι κληρονόμοι της Βασιλείας εισέρχονται εις την Θείαν Ζωήν, αύτη δε ούτε αρχήν ούτε τέλος έχει, ούσα εκτός χρόνου. Μη αρνούμενοι το ακατάληπτον του Θεού, ομιλούν περί συμμετοχής εις την Θεότητα εν τω μέλλοντι αιώνι, οπότε «το εκ μέρους καταργηθήσεται» (Α’ Κορ. ιγ’ 10), και βεβαιούν ότι είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον να φθάση εις την πληρότητα της τελειότητος. Τούτο σημαίνει ότι οι μετέχοντες εις την αιώνιον Ζωήν καθίστανται ωσαύτως αιώνιοι, ουχί μόνον υπό την έννοιαν της απεριορίστου παρατάσεως της ζωής αυτών, αλλά και υπό την έννοιαν ότι γίνονται άναρχοι[6]. Εν τούτοις, δεν πρέπει να εκλάβωμεν την άναρχον ταύτην ζωήν ως μεταμόρφωσιν της κτιστής φύσεως εις Θείαν Ουσίαν, αλλ’ ως κοινωνίαν μετά της αϊδίου Ενεργείας του Θεού, κοινωνίαν μη αίρουσαν το αδιάβατον σύνορον μεταξύ της Ουσίας του Κτίστου και της ουσίας του κτίσματος. 
Ενώ οι Πατέρες ομολογούν το ακατάληπτον και το υπερβατικόν της Ουσίας, ο τρόπος δια του οποίου αντιλαμβάνονται την αιώνιον ζωήν των λογικών κτισμάτων και τον βαθμόν της θεώσεως αυτών δεν είναι πάντοτε ο αυτός. Τινές εξ αυτών αντιλαμβάνονται την μετοχήν εις την Βασιλείαν ως άπειρον άνοδον προς την απόλυτον Τελειότητα, άλλοι, αντιθέτως, περιγράφουν αυτήν ως «αιώνιον κατάπαυσιν». Οι τελευταίοι θεωρούν ότι πάσα ύπαρξις, η οποία έχει την ιδιότητα ενός «γίγνεσθαι», δεν είναι εισέτι η αυθεντική τελειότης. 
Ο μέγας ασκητής και θεολόγος, Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ομιλεί ωσαύτως περί της υπερτάτης κλήσεως ημών: να φθάσωμεν το πλήρωμα της ηλικίας του Χριστού. 
«Όσον ο άνθρωπος μένει εν τω παρόντι βίω, μόνον εν μέρει κατέχει την γνώσιν, την προφητείαν και τον αρραβώνα του Πνεύματος και ουχί εν πάση τη πληρότητι αυτών, έστω και αν έφθασεν εις την μεγαλυτέραν δυνατήν τελειότητα επί της γης και εν τη πράξει και εν τη θεωρία αυτού. Διότι απαιτείται εις αυτόν εισέτι, πέραν πάντων των αιώνων, να φθάση εις τον υπέρτατον σκοπόν, την παράστασιν ενώπιος Ενωπίω, όπου φανερούται, εις όσους είναι άξιοι, η Αλήθεια οποία είναι καθ’ εαυτήν. Ούτω δε, θα φέρη εν εαυτώ δια κοινωνίας, ουχί μέρος, αλλά το πλήρωμα της χάριτος. Διό και ο Απόστολος λέγει ότι πάντες οι σεσωσμένοι θα φθάσουν “εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού … εν Ώ εισι κεκρυμμένοι πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως” και, δια της φανερώσεως ταύτης, “το εκ μέρους καταργηθήσεται” (Εφεσ. γ’ 13, Κολ. β’ 3 και Α’ Κορ. ιγ’ 10)»[7]. 
Εκ των Αγίων Πατέρων άλλοι μεν ομιλούν αρκούντως περί της δυνατότητος του ανθρώπου και της ανάγκης όπως επιτύχη την τελείαν γνώσιν του Θεού – και εις τούτο είναι πλήρως ενηρμονησμένοι προς το πνεύμα της Καινής Διαθήκης –, άλλοι δε υπογραμμίζουν μάλλον το ακατάληπτον και το απρόσιτον του Θεού. Εκ τούτου αι αντιλήψεις των τελευταίων περί «μυστικής θεολογίας» και «οράσεως του Θεού εν τω γνόφω». Εν τη Καινή Διαθήκη δεν απαντώμεν την έννοιαν του «γνόφου» εν σχέσει προς την Θεοφάνειαν και την γνώσιν του Θεού. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει εις ημάς: «Ο Θεός φως εστι και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστιν ουδεμία» (Α’ Ιωάν. α’ 5). Το σκότος επανεμφανίζεται εις την χριστιανικήν ορολογίαν κατά τον Δ’ αιώνα. Οι μεγάλοι Καππαδόκαι είχον καταφύγει εις τούτο, δια να αναιρέσουν τους παρανενοημένους ισχυρισμούς ενίων αιρετικών, οίτινες διεκήρυττον ότι εγνώριζον αυτήν ταύτην την Ουσίαν του Θεού. Εν τω αγώνι αυτών μετά των αιρετικών οι Πατέρες ούτοι, μεριμνώντες ίνα διασώσουν την λογικήν ενότητα των σχετικών προς το ακατάληπτον της Ουσίας επιχειρημάτων αυτών, ωνόμαζον αυτήν «θείον Γνόφον». 
Ως ο Απόστολος Παύλος, θέλομεν να παραθέσωμεν «στερεάν τροφήν», αρμόζουσαν εις τους τελείους[8]. 
Ας ενθυμηθώμεν ότι ο Θεός, θέλων να καταδείξη εις τους κληρονόμους της επαγγελίας Αυτού το αναλλοίωτον του Σχεδίου Αυτού, εδεσμεύθη δι’ όρκου, ίνα ενθαρρυνθώμεν να αρπάσωμεν μετά δυνάμεως την ελπίδα η οποία προσεφέρθη εις ημάς. Εν αυτή έχομεν οιονεί μίαν άγκυραν της ψυχής ημών, βεβαίαν όσον και στερεάν, διεισδύοντες δια του καταπετάσματος εκεί όπου εισήλθε δι’ ημάς ως πρόδρομος ο Ιησούς, γενόμενος εις τον αιώνα Αρχιερεύς κατά την τάξιν Μελχισεδέκ. 
Ο Αβραάμ επειδή δεν αμφέβαλλεν, ήτο μέγας κατά την δοθείσαν εις αυτόν υπό του Θεού επαγγελίαν, αλλ’ ο Μελχισεδέκ, όστις ήλθεν εις υπάντησιν αυτού και ηυλόγησεν αυτόν, ήτο μείζων αυτού. Ο Απόστολος λέγει περί αυτού: «Θεωρείτε δε πηλίκος ούτος, ώ και δεκάτην Αβραάμ έδωκεν εκ των ακροθινίων ο πατριάρχης … ούτος ο Μελχισεδέκ, βασιλεύς Σαλήμ, ιερεύς του Θεού του Υψίστου». Η Γραφή δεν ομιλεί περί του πατρός αυτού, ούτε περί της μητρός αυτού, ούτε περί της γενεαλογίας αυτού. Ο Απόστολος λέγει ότι ο Μελχισεδέκ, του οποίου το όνομα σημαίνει «βασιλεύς δικαιοσύνης», είναι επίσης βασιλεύς Σαλήμ, τουτέστι «βασιλεύς ειρήνης». Είναι απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, αι ημέραι αυτού δεν έχουν αρχήν και η ζωή αυτού δεν έχει τέλος. Δυνάμενος να συγκριθή εις όλα τα σημεία προς τον Υιόν του Θεού, παραμένει ιερεύς εις τον αιώνα. 
Οι λόγοι ούτοι, τους οποίους ηντλήσαμεν εκ της προς Εβραίους Επιστολής, θα επιτρέψουν εις ημάς να καθορίσωμεν ποίον είναι το νόημα της ζωής ημών, ποία είναι η κλήσις και ποίαι αι δυνατότητες ημών, ώστε να ενεργώμεν εν τω κόσμω τούτω κατά τρόπον αρμόζοντα εις λογικά όντα. Ο Απόστολος λέγει περί του Μελχισεδέκ ότι είναι απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος και άναρχος, ουχί διότι δήθεν δεν είχε πατέρα ούτε μητέρα ούτε γενεαλογίαν ούτε αρχήν, αλλά διότι ήτο εικών του μέλλοντος να έλθη Χριστού. Αι εκφράσεις όμως αύται έχουν και άλλον τι νόημα. Ο Άγιος Μάξιμος εν τοις Υπομνήμασιν αυτού λέγει ότι πας άνθρωπος δύναται να γίνη απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος ως ο Μελχισεδέκ. «Πας άνθρωπος όστις ενέκρωσε τα γήινα πάθη αυτού και έσβυσε τελείως εν εαυτώ ό,τι η Γραφή ονομάζει “σαρκικήν σοφίαν” και απέρριψε πάσαν αγάπην προς αυτήν, διότι αύτη μερίζει την προς μόνον τον Θεόν οφειλομένην αγάπην ημών και καθιστά αυτήν εστερημένην της πληρότητος αυτής, είς τοιούτος άνθρωπος λοιπόν δύναται να είπη μετά του Παύλου: “Τίς ημάς χωρίση από της αγάπης του Θεού (την Θείαν Χάριν);” … Γίνεται δε ούτος απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, κατ’ εικόνα του Μεγάλου Μελχισεδέκ»[9]. 
Εν τω ανθρώπω τούτω η γνώσις τουτέστιν η γνώσις του Θεού, μεταβάλλεται εις ενέργειαν, και η ενέργεια αυτού είναι όλως διαπεποτισμένη εκ της γνώσεως του Θεού. Μόνον ο τοιούτος εύρε την οδόν της αληθινής γνώσεως. Όστις όμως δεν έχει εκ των δύο τούτων ει μη το έν – ή την μη εζωοποιημένην υπό της γνώσεως ενέργειαν ή την μη τεθείσαν εις πράξιν δια της ενεργείας γνώσιν –, ωκοδήμησεν είδωλον και δεν εύρε την αληθινήν οδόν. Ο Θεός είναι ο Πατήρ μόνον εκείνων, οι οποίοι μαρτυρούν δια της ιδίας ζωής την Άνωθεν γέννησιν αυτών. Διότι ο Θεός ουδόλως δοξάζεται δια λόγων μόνον. 
Ο Άγιος Μάξιμος λέγει προσέτι περί του Μελχισεδέκ: «… Είναι απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος. Αι ημέραι αυτού δεν έχουν αρχήν και η ζωή αυτού δεν έχει τέλος. Τούτο δεν συμβαίνει κατά την κτιστήν φύσιν αυτού, ήτις έχει αρχήν και τέλος, αλλά κατά την Θείαν και άκτιστον χάριν, ήτις μένει αιωνίως υπεράνω πάσης φύσεως και πάσης διαρκείας … Ο θείος Μελχισεδέκ, αποβαλών εκ της θεωρίας αυτού παν ό,τι δεν είναι Θεός και παν ό,τι έχει τέλος ή όριον, και υψών την διάνοιαν αυτού προς το άναρχον και ατελεύτητον Φως του Θεού Πατρός, λαμβάνει παρ’ Αυτού δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος νέαν γέννησιν και φέρει εν εαυτώ πραγματικήν και πλήρη ομοίωσιν προς τον Θεόν. Πάσα γέννησις ταυτίζει το γεννώμενον προς τον γεννώντα, διότι “το γεγεννημένον εκ της σαρκός σαρξ εστι, και το γεγεννημένον εκ του Πνεύματος πνεύμα εστιν”»[10]. 
«Ούτως, όστις δεν φέρει εν εαυτώ πρόσκαιρον ζωήν, έχουσαν αρχήν και τέλος, αλλά μόνον την θείαν και αιωνίαν ζωήν του ενοικούντος εν αυτώ Λόγου, είναι και αυτός άναρχος και ατελεύτητος»[11]. 
Εάν λοιπόν τηρώμεν την εντολήν του Χριστού να αγαπώμεν τον Θεόν εξ όλης της καρδίας ημών, εξ όλης της διανοίας ημών και εξ όλης της ισχύος ημών, τότε η αγάπη αύτη ενοί τοσούτον στενώς τον νουν ημών μετά του Πρώτου Νοός του Επουρανίου Πατρός, ώστε ο νους ημών γίνεται και αυτός άνευ αρχής, εναγκαλιζόμενος άπασαν την κτίσιν, το σύμπαν όλον, εις μίαν μόναδικήν πράξιν άνευ εκτάσεως, άνευ διαρκείας και άνευ ορίων. 
Δια της ενώσεως του πνεύματος ημών μετά του Θεού πραγματοποιείται εις το ακέραιον εν ημίν η περί ημών σκέψις του Κτίστου. Πραγματοποιείται τότε τοσούτον πλήρως, ώστε δεν υφίσταται πλέον εις την ζωήν ημών δυνατότης μη αναπτυχθείσα ήδη, δύναμις μη πραγματοποιηθείσα ήδη: Η ζωή ημών καθίσταται «καθαρά ενέργεια», καθ’ ομοίωσιν του Θεού. Και ως ο Θεός εισήλθε κατά την εβδόμην ημέραν εις την κατάπαυσιν Αυτού, φέρων εις πέρας πάντα τα έργα Αυτού, ομοίως, κατά την προς Εβραίους Επιστολήν, ο άνθρωπος, όστις θέλει να πραγματοποιήση την θείαν αυτού κλήσιν, οφείλει να φθάση εις την «ακινησίαν της θείας καταπαύσεως», ακινησίαν, βεβαίως, ουχί παθητικήν, νεκράν, αλλ’ αιωνίως ζώσαν. Ουδείς άνθρωπος, είναι αληθές, επιτυγχάνει την πλήρη πραγματοποίησιν της κλήσεως ταύτης εντός των ορίων της επιγείου ζωής. Ενταύθα ευρίσκεται η αρχή αυτής. Η κλήσις αύτη πραγματοποιείται εν τη πληρότητι αυτής μετά την έξοδον ημών εκ του κόσμου τούτου. 
«Συνεπώς αδελφοί άγιοι, οι έχοντες μερίδα εις ουράνιον κλήσιν, κατανοήσατε τον Απόστολον και Αρχιερέα της πίστεως ημών Ιησούν. Ο Χριστός είναι ως είς Υιός επί κεφαλής του οίκου Αυτού και ο οίκος Αυτού είμεθα ημείς, αρκεί να τηρώμεν μετά σταθερότητος και έως τέλους αυτήν την εμπιστοσύνην και αυτήν την ελπίδα, ήτις είναι η δόξα ημών. Διό και το Άγιον Πνεύμα λέγει: “Σήμερον εάν της φωνής αυτού ακούσητε, μη σκληρύνητε τας καρδίας υμών ως εν τω παραπικρασμώ, κατά την ημέραν του πειρασμού εν τη ερήμω: Ουκ έγνωσαν τας οδούς μου, ως ώμοσα εν τη οργή μου, ει εισελεύσονται εις την κατάπαυσιν Μου”. Υμείς, λοιπόν, ενθαρρύνετε ο είς τον άλλον καθ’ ημέραν, όσον ισχύει το “σήμερον” τούτο, διότι κατέστημεν μέτοχοι του Χριστού. Κατά τίνων, λοιπόν, ο Θεός ωργίσθη και κατά τίνων ώμοσεν ότι δεν θα εισέλθουν εις την κατάπαυσιν Αυτού, ει μη κατ’ εκείνων οίτινες δεν είχον υπακούσει; Και όντως, βλέπομεν ότι δεν ηδυνήθησαν να εισέλθουν εις αυτήν εξ αιτίας της απιστίας αυτών. Ας φοβηθώμεν, λοιπόν, και ημείς όσον υπάρχει η υπόσχεσις της εισόδου εις την κατάπαυσιν Αυτού, μήπως δεν προφθάσωμεν αυτήν. Λέγεται εν τη Γραφή: “Κατέπαυσε τη ημέρα τη εβδόμη από πάντων των έργων Αυτού (ο Θεός)”. Ομοίως, όστις εισήλθεν εις την κατάπαυσιν αυτού και αυτός αναπαύεται από των έργων αυτού, ως ο Θεός από των ιδίων αυτού έργων. Ημείς έχοντες Αρχιερέα εισδύσαντα εις τους ουρανούς, τον Ιησούν, τον Υιόν του Θεού, ας προσερχώμεθα, λοιπόν, εις τον θρόνον της Χάριτος» (Εβρ. κεφ. 3 και 4 κ.α.)[12]. 
Η αυτή διδασκαλία, κατά την οποίαν η εσχάτη τελειότης του ανθρώπου δεν είναι μία αιωνία φορά προς το Θείον Άπειρον, αλλ’ η «κατάπαυσις», περί της οποίας ομιλεί ο Απόστολος Παύλος, εκτίθεται υπό του Αγίου Μαξίμου ουτωσί: 
«Τινές ερωτούν: Ποία θα είναι η κατάστασις όσων είναι άξιοι της τελειότητος της Βασιλείας του Θεού; Θα υπάρχουν εκεί πρόοδος και αλλαγή (ατελεύτητοι) ή θα είναι μία στάσιμος κατάστασις (οπόθεν αποκλείεται πάσα αλλαγή); Πώς θα είναι τότε τα σώματα και αι ψυχαί και τί πρέπει να σκεφθώμεν εν προκειμένω; Στοχαζόμενοι επ’ αυτού, θα ηδυνάμεθα να είπωμεν ότι εις την σωματικήν ζωήν η τροφή έχει διπλήν αποστολήν: Χρησιμεύει εις την ανάπτυξιν αλλά και την συντήρησιν των τρεφομένων. Όντως, τρεφόμεθα εν όψει της ολοκληρώσεως της σωματικής αναπτύξεως. Όταν όμως το σώμα παύση να αυξάνη, τότε δεν τρέφεται εν όψει της αναπτύξεως, αλλ’ εν όψει μόνης της συντηρήσεως αυτού. Ωσαύτως η τροφή της ψυχής έχει διπλούν λόγον υπάρξεως: Όσον προοδεύει η ψυχή, τρέφεται δια των αρετών και δια των θεωριών, έως ότου φθάση “εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού”, υπερβάσα πάσας τας κτιστάς πραγματικότητας. Όταν φθάση εις εκείνο το μέτρον δια των οδών τούτων, λαμβάνει πλέον, δι’ αμέσου τρόπου, άφθαρτον τροφήν υπερβάλλουσαν πάντα νουν: Και εξ αιτίας τούτου … ίσως είναι πέραν πάσης αναπτύξεως. Λαμβάνει τότε την τροφήν ταύτην μόνον προς συντήρησιν της παραχωρηθείσης εις αυτήν τελειότητος και προς φανέρωσιν της απείρου αίγλης της τροφής ταύτης. Λαμβάνουσα δι’ αυτής την αιωνίαν μακαριότητα, θεούται δια της Θείας Χάριτος»[13]. 
Εν τω Θεώ οι Άγιοι καθίστανται, κατά το υπόδειγμα του Χριστού, πανταχού παρόντες, παντοδύναμοι, παντογνώσται. Εν τω Θεώ ο άνθρωπος είναι θεός και μετέχει εις παν ό,τι ο Θεός ενεργεί. Ζη την αυτήν Ζωήν μετά του Θεού, καθίσταται τέλειος ως Αυτός ο Θεός. 
«Νυν τέκνα Θεού εσμεν και ούπω εφανερώθη τί εσόμεθα. Οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή, όμοιοι Αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα Αυτόν καθώς εστιν» (Α’ Ιωάν. γ’ 2-3). 
Ο άνθρωπος δεν δύναται να μένη αιωνίως μετά του Θεού, εάν δεν είναι όμοιος μετ’ Αυτού κατά πάντα. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος διεκήρυξε πολλάκις την αλήθειαν ταύτην. Λέγει εις τον 44ον Ύμνον. 
«… το Θείον Πνεύμα, όν άφθαρτον και αθάνατον, παρέχει εις τους Αγίους την αφθαρσίαν και την αθανασίαν. Όν Φως απρόσιτον, καθιστά φως πάντας εν οίς ενοικεί. Όν της αυτής φύσεως μετά του Χριστού, της αυτής ουσίας, καθιστά αυτούς τελείως ομοίους προς Αυτό. Ο Κύριος δε ουδόλως ζηλοί τους θνητούς, δια το είναι ίσους προς Αυτόν δια της Θείας Χάριτος ούτε απαξιοί τους δούλους Αυτού να γίνουν όμοιοι προς Αυτόν, αλλά παρηγορείται και αγάλλεται, όταν βλέπη ημάς, τους γεννηθέντας ανθρώπους, να είμεθα δια της Χάριτος τοιούτοι ως είναι Ούτος κατά την φύσιν. Είναι τοσούτον γενναιόδωρος, ώστε θέλει και ημείς ωσαύτως να είμεθα όπως είναι Αυτός· Διότι, εάν δεν ήμεθα τοιούτοι, εάν δεν ήμεθα απολύτως όμοιοι Αυτού, πώς θα ηδυνάμεθα να μένωμεν εν Αυτώ, ως είπεν; Όθεν, γνωρίζοντες ταύτα, σπεύσατε να δεχθήτε το Πνεύμα του Θεού, δια να καταστήση υμάς, ως ο λόγος Ούτος δεικνύει τούτο, ουρανίους και θείους»[14]. 
Ομολογούντες την θέωσιν της ανθρωπίνης φύσεως δια της σαρκώσεως του Λόγου, δεν πρέπει να παραθεωρώμεν ότι εν τη περιπτώσει του Χριστού πρόκειται περί της υποστατικής θεώσεως. Τίθεται τότε το ερώτημα: Πώς η πεπτωκυία φύσις του αμαρτωλού ανθρώπου θα ήτο δυνατόν να φθάση εις το πλήρωμα της ηλικίας του εξ ουρανού καταβάντος και του Οποίου η ανθρωπίνη φύσις ήτο εκτός πάσης αμαρτίας; Δεν υπάρχει εν τούτω ριζική διαφορά μεταξύ του Χριστού και των άλλων ανθρώπων; 
Δεν πρέπει να διαφεύγη ημών ότι η θέωσις της ανθρωπίνης φύσεως δια του γεγονότος της Ενανθρωπήσεως δεν αποκλείει την ύπαρξιν της «ενεργητικής» απόψεως*(moment) εν τη θεώσει της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού. Η Δευτέρα αύτη άποψις*(moment) είναι ιδιαιτέρως σπουδαία, διότι αποδεικνύει ότι το παράδειγμα του Χριστού είναι «πραγματοποιήσιμον» και ότι, κατά συνέπειαν, είναι «υποχρεωτικόν» δια πάντας τους ανθρώπους. Εάν εν τη περί Χριστού-Ανθρώπου αντιλήψει ημών εξαίρωμεν την «ριζικήν διαφοράν» μεταξύ Αυτού και ημών, αλλοιούμεν ούτως όλην την ανθρωπολογίαν ημών. Εν τη Σαρκώσει η κένωσις του Χριστού θέτει ημάς ενώπιον ενός εκπληκτικού γεγονότος: Αφ’ ενός, από της στιγμής καθ’ ήν προσέλαβε την φύσιν ημών, η θέωσις αυτής της τελευταίας είχεν ήδη επιτελεσθή, ως λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός· αφ’ ετέρου, πολλά χωρία της Γραφής δεικνύουν εις ημάς ότι ο Χριστός-Άνθρωπος απέφευγε παν ό,τι παρουσιάζει τον χαρακτήρα της «αυτοθεώσεως». Όντως, βλέπομεν ότι εις την Σάρκωσιν ενεργεί το Άγιον Πνεύμα: «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε … διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται Υιός Θεού» (Λουκ. α’ 35). Το Άγιον Πνεύμα καταβαίνει επί τον Χριστόν κατά την Βάπτισιν Αυτού (βλ. Ματθ. γ’ 15). Ομιλούσα περί της Αναστάσεως η Γραφή λέγει: «Θεόν τον εγείραντα Αυτόν εκ νεκρών και δόξαν Αυτώ δόντα» (Α’ Πέτρ. α’ 21). Τέλος ο Ίδιος ο Χριστός λέγει: «Εάν Εγώ μαρτυρώ περί Εμαυτού, η μαρτυρία Μου ουκ έστιν αληθής. Άλλος εστίν ο μαρτυρών περί Εμού» (Ιωάν. ε’ 31-32). Η αυτή «άποψις» αντικατοπτρίζεται εις την λειτουργικήν ημών πράξιν. Δεν θεωρούνται καθαγιαστικοί αυτοί ούτοι οι λόγοι του Χριστού, «λάβετε φάγετε, τούτο εστι το σώμα Μου», διότι τούτο θα είχε τον χαρακτήρα «αυτοθεώσεως», αλλ’ οι λόγοι ούτοι συνοδεύονται υπό της επικλήσεως, δια της οποίας ζητούμεν παρά του Πατρός να στείλη το Πνεύμα το Άγιον, δυνάμει του Οποίου πραγματοποιείται η μεταβολή του άρτου και του οίνου εις Σώμα και Αίμα Χριστού. 
Ο Χριστός, Όστις υπήρξε κατά πάντα όμοιος προς ημάς (βλ. Εβρ. β’ 17), υπεγράμμιζεν ο ίδιος μετ’ επιμονής την ανθρωπότητα Αυτού και ηρέσκετο να καλήται Υιός του Ανθρώπου. Προκύπτει σαφώς εκ των συμφραζομένων του Ευαγγελίου ότι ο Χριστός δεν εχρησιμοποίει τον προσδιορισμόν αυτόν ως ίδιον Όνομα Αυτού αλλ’ ως κοινόν τι όνομα δι’ όλους τους ανθρώπους. Εάν δεν είχε ούτω το πράγμα, ο καθείς θα ηδύνατο να σκεφθή κατά την Εσχάτην Κρίσιν: «Πώς δύνασαι να κρίνης εμέ; Μία κρίσις δύναται να είναι δικαία, εάν αι συνθήκαι υπάρξεως του κριτού και του κρινομένου δεν είναι όμοιαι; Είμαι αδύνατος εις την φύσιν και μικρός. Εκάστην στιγμήν η απειλή του θανάτου βαρύνει επ’ εμέ, ενώ η δύναμις Σου είναι άπειρος και Συ αμέτρως μέγας. Ούτως η Κρίσις Σου είναι κρίσις άδικος». 
Η δυνατότης όμως μιας τοιαύτης στάσεως έχει αφαιρεθή αφ’ ημών, διότι δεν θα κρίνη ημάς ο Θεός, αλλ’ είς άνθρωπος. Ο Θεός «Πατήρ κρίνει ουδένα, αλλά την κρίσιν πάσαν δέδωκε τω Υιώ … και εξουσίαν έδωκεν Αυτώ και κρίσιν ποιείν, ότι Υιός ανθρώπου εστίν» (Ιωάν. ε’ 22 και 27). Ο Υιός ούτος του ανθρώπου, Όστις είναι όμοιος προς εμέ κατά πάντα, διήλθε την επίγειον ζωήν Αυτού κατά τρόπον, ώστε ουδείς άλλος άνθρωπος εν όλη τη ιστορία του ανθρωπίνου γένους θα δυνηθή να αποκριθή εις Αυτόν ότι Αυτός, ο Χριστός, έζησεν υπό καλυτέρας συνθήκας ή ο ίδιος.
Ούτως, ουδείς εξ ημών διαθέτει ικανούς λόγους δια να «δικαιολογηθή», προφασιζόμενος την αδυναμίαν της φύσεως ημών. Η εντολή του Χριστού, «έσεσθε τέλειοι ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστι» (Ματθ. ε’ 48), πρέπει να ερμηνευθή ουχί σχετικώς, ως ένδειξις «τάσεως» τινος αιωνίου, αλλά υπό βαθυτέραν οντολογικήν έννοιαν, ως η μαρτυρία της δυνατότητος να καταστήσωμεν πραγματικότητα την προσπάθειαν ταύτην κατά το παράδειγμα του Χριστού-Ανθρώπου, Όστις εξεπλήρωσε την εντολήν ταύτην, «Εγώ τας εντολάς του Πατρός Μου τετήρηκα» (Ιωάν. ιε’ 10), και εκάθισεν εν δεξιά του Πατρός, όπερ, εις την γλώσσαν της Γραφής δηλοί την ισότητα. 
Η συνήθεια καθιστά ημάς απροσέκτους και σχεδόν αναισθήτους εις τους λόγους της Αγίας Γραφής και καθιστά ημάς ανικάνους να βλέπωμεν τας πραγματικάς αυτών διαστάσεις. Αι ουσιώδεις θέσεις*(moment) της Θείας Αποκαλύψεως διέρχονται συχνάκις απαρατήρητοι, καίτοι αποτελούν όντως την απάντησιν εις τους βαθυτέρους πόθους ημών, διότι είναι αι πλέον σύμφυτοι προς την ανθρωπίνην ύπαρξιν. 
Ίσως τα κείμενα της Αγίας Γραφής και τα έργα των Πατέρων, τα οποία εμνημονεύσαμεν και τα οποία ομιλούν περί της ταυτότητος και της ισότητος του ανθρώπου προς τον Θεόν, ταράσσουν την συνείδησιν πολλών χριστιανών. Αλλά, δια να είπωμεν την αλήθειαν, η ταραχή αύτη δεν είναι ει μη η ένδειξις ότι ούτοι, εν τη «ψυχολογική» αυτών αντιλήψει περί ταπεινοφροσύνης, δεν έχουν συλλάβει το αληθές περιεχόμενον της Αποκαλύψεως. Κατ’ αυτήν, η διαφορά μεταξύ Θεού και ανθρώπου δεν θα υφίσταται εις τον αιώνα, ει μη εν αναφορά προς την Ουσίαν και ουδόλως προς την δόξαν και το περιεχόμενον της Θείας ζωής. 
Όταν μειώσωμεν τας διαστάσεις της Θείας Αποκαλύψεως περί του ανθρωπίνου είναι, αποκλείομεν την δυνατότητα να φθάσωμεν την αληθινήν μετάνοιαν. Εκλαμβάνοντες εαυτούς μόνον ως ασθενή όντα οι άνθρωποι επιτρέπουν και συγχωρούν εις εαυτούς πλήθος παραβάσεων. Θεωρούντες εαυτούς ως όντα κατώτερα του Χριστού – τούτο δε ας μη φανή παράδοξον – αρνούνται οι άνθρωποι εν τη πραγματικότητι να ακολουθήσουν Αυτόν εις τον Γολγοθάν. Η υποτίμησις εν τη συνειδήσει ημών του Σχεδίου του Δημιουργού περί του ανθρώπου δεν είναι απόδειξις ταπεινοφροσύνης, αλλά πλάνη και μάλιστα αμαρτία μεγάλη. Πρέπει να έχωμεν το θάρρος να φθάσωμεν εις το περιεχόμενον της θείας Αποκαλύψεως «ανακεκαλυμμένω προσώπω» και, «την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι, την αυτήν εικόνα μεταμορφούσθαι από δόξης εις δόξαν καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος» (Β’ Κορ. γ’ 18). 
Εάν επί του ασκητικού επιπέδου η ταπεινοφροσύνη συνίσταται εις το να θεωρή τις εαυτόν ως χείριστον πάντων, επί του θεολογικού επιπέδου η θεία ταπεινοφροσύνη είναι η αγάπη, η οποία δίδεται ανεπιφυλάκτως εξ ολοκλήρου. Η πρώτη ενέχει στοιχείον συγκρίσεως, τουτέστιν είναι εισέτι σχετική. Η δευτέρα είναι εκτός πάσης συγκρίσεως, άρα είναι απόλυτος. Την τελευταίαν ταύτην εντέλλεται εις ημάς ο Χριστός να μάθωμεν απ’ Αυτού, όταν λέγη: «Μάθετε απ’ Εμού, ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. ια’ 29). 
Η επί τοσούτους αιώνας πείρα της εν Χριστώ ζωής αποδεικνύει ότι ο Θεός συμπεριφέρεται προς ημάς ως προς ίσους Αυτού, μη επιτρέπων ποτέ εις Εαυτόν να επιβληθή δια της βίας. Ο Χριστός λέγει: «Όπου ειμί Εγώ, εκεί και ο διάκονος ο Εμός έσται», αλλά τούτο είναι αληθές, όταν ο διάκονος ακολουθή Αυτόν έως τέλους, «αίρων τον σταυρόν αυτού». Εάν αντιλαμβανώμεθα την σωτηρίαν ως θέωσιν, δεν πρέπει ποτέ να διαφεύγη ημών ότι η θέωσις εξαρτάται εκ της συμπεριφοράς ημών επί της γης. Και εάν αύτη δεν είναι ομοία προς την του Χριστού, πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος να γίνη όμοιος προς τον Χριστόν εις την αιωνιότητα, απλώς μεταβαίνων δια του θανάτου εις το υπερπέραν; 
Κατά την διδασκαλίαν των Πατέρων ο άνθρωπος ακριβώς κατά το μέτρον της ομοιώσεως αυτού προς τον «εν σαρκί φανέντα Θεόν» καθίσταται όμοιος προς τον Θεόν εν τω αιωνίω είναι Αυτού. 
Πλέον ή άπαξ εν τω Ευαγγελίω ακούομεν την μαρτυρίαν του Πατρός περί του Χριστού ως του αγαπητού Υιού Αυτού. Αλλ’ ιδού, ο Χριστός λέγει ότι πάντες οι ποιούντες το θέλημα του Πατρός αγαπώνται υπό του Πατρός όσον και Αυτός: 
«Ου περί τούτων δε (των Αποστόλων) ερωτώ μόνον, αλλά και περί των πιστευόντων δια του λόγου αυτών εις Εμέ … Και Εγώ την δόξαν ήν δέδωκας Μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα γινώσκη ο κόσμος … ότι ηγάπησας αυτούς καθώς Εμέ ηγάπησας. Πάτερ, ούς δέδωκας Μοι, θέλω ίνα όπου ειμί Εγώ κακείνοι ώσι μετ’ Εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την Εμήν … Και εγνώρισα αυτοίς το Όνομα Σου και γνωρίσω, ίνα η αγάπη ήν ηγάπησας Με εν αυτοίς ή, καγώ εν αυτοίς» (Ιωάν. ιζ’ 20-26).
Ο Απόστολος Φίλιππος είπεν εις τον Χριστόν: «Δείξον ημίν τον Πατέρα …». Και ο Κύριος απήντησεν εις αυτόν: «Ο εωρακώς Εμέ εώρακε τον Πατέρα» (Ιωάν. ιδ’ 9). Αλλά εκ του ειρμού των λόγων και ερειδόμενοι επί άλλων χωρίων της Γραφής δυνάμεθα ασφαλώς να συμπεράνωμεν ότι όστις είδε τον Χριστόν είδε και εαυτόν οποίος πρέπει να είναι συμφώνως προς το αιώνιον Σχέδιον του Πατρός, «καθώς εξελέξατο ημάς εν Αυτώ προ καταβολής κόσμου είναι ημάς αγίους και αμώμους κατενώπιον Αυτού, εν αγάπη, προορίσας ημάς εις υιοθεσίαν δια Ιησού Χριστού εις Αυτόν, κατά την ευδοκίαν του θελήματος Αυτού, εις έπαινον δόξης της χάριτος Αυτού, εν ή εχαρίτωσεν ημάς εν τω Ηγαπημένω» (Εφεσ. α’ 4-6).

Ε’ Η ΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ

Κατά την εποχήν των Οικουμενικών Συνόδων οι Διδάσκαλοι της Εκκλησίας, εν τη προσπαθεία αυτών να προσεγγίσουν τους συγχρόνους αυτών εις την γνώσιν της Αποκαλύψεως του Τριαδικού Θεού, προσέφευγον εις διαφόρους αναλογίας ειλημμένας εκ του ορατού κόσμου ή εκ της πνευματικής δομής του ανθρώπου. Ηγωνίζοντο τοιουτοτρόπως κατά την ελλείψεως κατανοήσεως των ανθρώπων, δια τους οποίους η διδασκαλία περί Τριών Υποστάσεων, πλήρως αναλλοιώτων εκάστης εξ αυτών ως προς την άλλην, εφαίνετο να καταστρέφη την απόλυτον θείαν Ενότητα. Το μέσον τούτο προσεγγίσεως του μυστηρίου του Θείου Όντος παρουσιάζει εν τούτοις μειονεκτήματα τινα, τα οποία δύνανται ενίοτε ουχί να ευκολύνουν, αλλ’ αντιθέτως να καταστήσουν δυσχερεστέραν την κατανόησιν του δόγματος, διότι εν παντί τω κτιστώ σύμπαντι ουδέν υπάρχει, το οποίον να είναι πλήρως ανάλογον προς την Τριαδικήν Ενότητα. Η αναλογία προς τον ήλιον, όστις φωτίζει και συνάμα θερμαίνει· η ενότης του ανθρώπου μετά της τριάδος των πνευματικών αυτού δυνάμεων, ήτοι της διανοίας νοουμένης ως εικόνος του Πατρός, του λόγου, εικόνος του Υιού, και της ζωτικής δυνάμεως, της πνοής, εικόνος του Αγίου Πνεύματος. Αι αναλογίαι αύται είναι λίαν ανίσχυροι να αποδώσουν ό,τι οφείλει να εκφρασθή, διότι εν τη θεία Τριαδική Ενότητι ο Λόγος και το Πνεύμα ουδόλως είναι ενέργειαι του Πατρός-Νου, αλλά Υποστάσεις. Δια του αυτού τρόπου ωσαύτως πρέπει να νοηθή η εικών του Θεού εν τω ανθρώπω, τουτέστιν ότι η ανθρωπότης, παραμένουσα μία εν τη ουσία αυτής, σημαίνει πληθύν υποστάσεων, εκάστη των οποίων οφείλει τελικώς να περιλάβη πάσαν την πληρότητα του Θεανδρικού Όντος[15] και να παρουσιασθή ουχί ως έν μέρος μόνον της φύσεως, αλλ’ ως η όλη πληρότης του ανθρωπίνου όντος, να πραγματωθή, εν άλλοις λόγοις, ο παγκόσμιος άνθρωπος. Τούτο δε πραγματοποιείται πλήρως μόνον εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας. 
Ύπαρξις κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος η Εκκλησία παρουσιάζει εξ ίσου εν εαυτή τον αντινομικόν χαρακτήρα της ταυτότητος και ετερότητος, αίτινες συμπίπτουν. Ως εν τω το Θείω Είναι, εν τω Οποίω διακρίνομεν τρεις «απόψεις»*(moment), το Πρόσωπον, την Ουσίαν και την Ενέργειαν, ούτω βλέπομεν και εν τη Εκκλησία τα πρόσωπα, την φύσιν και τας πράξεις, τα οποία, εις την εσχάτην τελείωσιν του ανθρωπίνου όντος, οφείλουν να ταυτισθούν. Ως εν τη Αγία Τριάδι εκάστη Υπόστασις είναι φορεύς της απολύτου πληρότητος του θείου Είναι, ούτω και εν τη ανθρωπίνη ημών υπάρξει εκάστη υπόστασις οφείλει εν τη υπερτάτη τελειώσει αυτής να καταστή φορεύς πάσης της θεανδρικής πληρότητος, όρος απαραίτητος της κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος ενότητος. Διότι, εάν η ταύτισις δεν είναι πλήρης, η ενότης θα παραμείνη και αύτη ωσαύτως ατελής. 
Το πρόβλημα της ενότητος της Εκκλησίας[16] παρουσιάζει χαρακτήρα προτεραιότητος ως επίκαιρον δι’ όλον τον κόσμον. Ατενιζόμενον εις όλον το εύρος αυτού το πρόβλημα τούτο ταυτίζεται προς το της ενότητος της ανθρωπότητος επί πάντων των επιπέδων, εν τω χρόνω και τω χώρω. Κατά την εποχήν ημών πρέπει να τεθή εν όλω τω βάθει και εν όλη τη ακεραιότητι αυτού. Χάρις εις μίαν ροπήν, ήτις είναι φυσική εις τον άνθρωπον, ο κόσμος ποθεί πάντοτε την  ειρήνην, την ενότητα, το αγαθόν και δη το απόλυτον Αγαθόν, όπερ, κατά την βαθείαν σημασίαν αυτού, είναι η αναζήτησις του Θεού. Αλλά πάντα ταύτα δεν έχουν εισέτι προσλάβει την μορφήν μιας φωτεινής γνώσεως και φέρουν συχνάκις χαώδη χαρακτήρα. Όσον δι’ ημάς, είμεθα πεπεισμένοι ότι κατά βάθος οι άνθρωποι αναζητούν την Εκκλησίαν, διότι μόνον εν Αυτή ευρίσκεται η τελεία ύπαρξις, η κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος ύπαρξις, κατά τον λόγον του Χριστού: «Ερωτώ … ίνα πάντες έν ώσι, καθώς Συ, Πάτερ, εν Εμοί καγώ εν Σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν έν ώσιν … Και Εγώ την δόξαν ήν δέδωκας Μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν έν καθώς ημείς έν εσμεν, Εγώ εν αυτοίς και Συ εν Εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις έν» (Ιωάν. ιζ’ 20-23). 
Η πραγματοποίησις της κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος ενότητος ταύτης συνδέεται μυχίως προς την χριστιανικήν ημών ανθρωπολογίαν. Επιλανθανόμενοι του τί είναι ο άνθρωπος, υπό ποίαν έννοιαν και εν τίνι μέτρω είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού, δεν δυνάμεθα να λύσωμεν το πρόβλημα της ενότητος ημών. Είναι εν τούτοις αναγκαίον δι’ ημάς να πιστεύωμεν ότι εν τω αιωνίω Σχεδίω του Πατρός έχομεν προορισθή δια το πλήρωμα της τελειότητος.
Τας πληρεστέρας αναπτύξεις της Πατερικής ανθρωπολογίας απαντώμεν παρά τω Αγίω Γρηγορίω Νύσσης εν τω Περί κατασκευής του ανθρώπου έργω αυτού, ως και παρά τω Αγίω Μαξίμω τω Ομολογητή. Ιδού τι λέγει ο Άγιος Γρηγόριος: 
«Ποία είναι λοιπόν η διαφορά μεταξύ Θεού και ανθρώπου; Αύτη: Το Θείον είναι άκτιστον (Αυτο-όν), ενώ ο άνθρωπος λαμβάνει την ύπαρξιν δια της δημιουργικής ενεργείας»[17].
«Όταν η Γραφή λέγη, “ο Θεός έκτισε τον άνθρωπον”, δια της αοριστίας της διατυπώσεως ταύτης σημαίνει πάσαν την ανθρωπότητα. Όντως, εις την κτίσιν ταύτην ο Αδάμ δεν ονομάζεται, ως πράττει τούτο εν συνεχεία η ιστορία. Το δοθέν εις τον κτισθέντα άνθρωπον όνομα δεν είναι ο “τάδε” ή ο “δείνα”, αλλά ο καθολικός άνθρωπος. Επομένως δια της γενικής δηλώσεως της φύσεως αγόμεθα να υποθέσωμέν τι το παρόμοιον, τουτέστιν ότι δια της Θείας προγνώσεως και δυνάμεως περιλαμβάνεται πάσα η ανθρωπότης εν τη πρώτη ταύτη συστάσει … 
»Διότι η εικών δεν ευρίσκεται εις έν μέρος της φύσεως ούτε η ωραιότης εδρεύει εις μίαν επί μέρους ιδιότητα του όντος, αλλ’ η ιδιότης αύτη της εικόνος απλούται εξ ίσου εφ’ όλου του γένους … 
»Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του ανθρώπου όστις ενεφανίσθη κατά την πρώτην κατασκευήν του κόσμου, και εκείνου όστις θα γεννηθή κατά την συντέλειαν των πάντων. Πάντες φέρουν εξ ίσου την θείαν εικόνα. Δια τούτο είς μόνος άνθρωπος εχρησίμευσε προς δήλωσιν του συνόλου, διότι, δια την δύναμιν του Θεού δεν υπάρχει ούτε παρελθόν ούτε μέλλον, αλλ’ ό,τι πρόκειται να συμβή, ως και ό,τι συνέβη, “περικρατείται” τη περιεκτική του παντός ενεργεία. Ούτως, όλη η φύσις η εκτεινομένη εξ αρχής έως τέλους συνιστά μίαν μοναδικήν εικόνα του Όντος»[18]. 
«Θα ζητήσητε παρ’ εμού τον λόγον, διατί η οδυνηρά αύτη ύπαρξις δεν αλλάσσει ευθύς εις εκείνην την οποίαν επιθυμούμεν, αλλά εκτείνεται εις το σαρκικόν βάρος έως των ωρισμένων καιρών και αναμένει το πέρας της καθολικής τελειώσεως, δια να ελευθερωθή η ανθρωπότης εκ του χαλινού όν φέρει και να αποκτήση επί τέλους την απόλυτον ελευθερίαν της μακαρίας και απαθούς ζωής. Μόνη η αλήθεια θα ήτο δυνατόν να είπη, εάν ο λόγος τον οποίον επικαλούμεθα είναι σύμφωνος προς αυτήν. Εν πάση περιπτώσει, ιδού τί ήλθεν εις το πνεύμα ημών. Επαναλαμβάνω ό,τι είπον εις την αρχήν: “Ποιήσωμεν άνθρωπον”, λέγει ο Θεός, “κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν”. Και ο Θεός εποίησε τον άνθρωπον. Κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν. Η εικών αύτη του Θεού, η θεωρουμένη εν πάση τη ανθρωπίνη φύσει, έφθασεν εις την τελειότητα αυτής. Ο Αδάμ εκείνην την στιγμήν δεν υπήρχεν εισέτι. Όντως, ετυμολογικώς, κατά τους γνωρίζοντας την εβραϊκήν, Αδάμ σημαίνει “ο εκ της γης πλασθείς”. Ωσαύτως ο Απόστολος, όστις γνωρίζει καλώς την μητρικήν αυτού γλώσσαν, ονομάζει τον εκ γης ποιηθέντα άνθρωπον “χοϊκόν”, μεταφράζων εις την ελληνικήν το όνομα Αδάμ. Όθεν ο άνθρωπος εποιήθη κατ’ εικόνα, ήτοι καθ’ όλην την φύσιν αυτού κτίσμα όμοιον προς τον Θεόν. Η παντοδυναμία της σοφίας του Θεού δεν παρήγαγε μόνον έν μέρος αυτής της καθόλου φύσεως, αλλά αθρόως άπαν το “πλήρωμα” της φύσεως ημών»[19]. 
Ούτω βλέπομεν ότι «οι άνθρωπο έχουν κοινήν την φύσιν, μίαν μόνην φύσιν εις πολλάς ανθρωπίνας υποστάσεις. Δεν είναι ολιγώτερον δύσκολον να καταστή κατανοητή η διάκρισις αύτη φύσεως και υποστάσεως εις τον άνθρωπον από την ανάλογον διάκρισιν της μιάς φύσεως και των τριών Υποστάσεων εν τω Θεώ. Πρέπει να λάβωμεν υπ’ όψιν προ παντός ότι αγνοούμεν το ανθρώπινον πρόσωπον, την ανθρωπίνην υπόστασιν εις την πραγματικήν αυτής έκφρασιν, καθαράν εκ παντός φυρμού. Ό,τι ονομάζομεν κοινώς “πρόσωπα”, “προσωπικόν”, υποδηλοί μάλλον τα άτομα, το ατομικόν. Έχομεν συνηθίσει να θεωρώμεν τους όρους τούτους – πρόσωπον και άτομον – σχεδόν συνωνύμους… Αλλ’ υπό τινα άποψιν, άτομον και πρόσωπον έχουν αντίθετον σημασίαν»[20]. Εφ’ όσον αι ανθρώπιναι υποστάσεις δεν υπερβαίνουν τα συμφυή αυτών όρια επί του ατομικού επιπέδου, μένουν ανίκανοι να πραγματοποιήσουν την καθολικήν τελείωσιν, περί της οποίας ομιλεί ο Άγιος Γρηγόριος και να φέρουν όντως εν εαυτοίς όλην την πληρότητα του Όντος. Αι μη καθολικαί υποστάσεις, ήτοι τα «ανθρώπινα άτομα», δεν θα φθάσουν εις τας μεταξύ αυτών σχέσεις μετά των ομοίων αυτών εις την πλήρη και καθολικήν ενότητα, αλλά θα παραμείνουν εν μέρει ηνωμέναι, εις τα όρια των ικανοτήτων αυτών. 
Ο Άγιος Μάξιμος λέγει: «Εν τω Χριστώ, Θεώ και Λόγω του Πατρός, οικεί σωματικώς το πλήρωμα της θεότητος κατά την Ουσίαν, ενώ εν ημίν το πλήρωμα της θεότητος οικεί κατά χάριν … Διότι δεν είναι παράλογον να οικήση το πλήρωμα της θεότητος και εις ημάς, οι οποίοι είμεθα “λόγοι” κατά υιοθεσίαν»[21]. 
Εις τούτο, ο Άγιος Μάξιμος συμφωνεί πλήρως μετά του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος λέγει: «Ίνα πληρωθήτε εις παν το πλήρωμα του Θεού» (Εφεσ. γ’ 19). Λέγει προσέτι: «Και τέλος επί πάντων τούτων (ο άνθρωπος), όταν ενώση την κτιστήν φύσιν μετά της ακτίστου δια της αγάπης (ώ του θαύματος της περί ημάς φιλανθρωπίας του Θεού!), θα παρουσιάση έν και το αυτό δια της δυνάμεως της χάριτος, έχων ολόκληρος και εξ ολοκλήρου εισδύσει εις τον όλον Θεόν, και θα γίνη παν ό,τι είναι ο Θεός εκτός της κατά την ουσίαν ταυτότητος· και έχων λάβει τον Θεόν όλον ιδικόν του και εν τη αναβάσει αυτού προς Αυτόν τον Θεόν αποκτήσας ως έπαθλον μοναδικώτατον Αυτόν, ως τέλος της κινήσεως των κινουμένων και στάσιν βάσιμον και ακίνητον των φερομένων προς Αυτόν, ο Οποίος είναι όρος και πέρας ακαθόριστον και άπειρον παντός όρου και θεσμού και νόμου και λόγου και νου και φύσεως»[22].
Δυνάμεθα να είπωμεν ότι δια της Ενσαρκώσεως, δια του θανάτου επί του Γολγοθά, δια της εκ νεκρών Αναστάσεως, δια της Αναλήψεως της ανθρωπίνης φύσεως έως της ισότητος αυτής μετά του Πατρός και δια της καθόδου του Αγίου Πνεύματος, ο Θεός εξεπλήρωσεν απολύτως το παν δια την σωτηρίαν ημών. Και εάν εις την ιστορίαν του κόσμου η ενότης παραμένη ουχί πεπραγματοποιημένη, τούτο δεν είναι ει μη η συνέπεια της αντιστάσεως των ανθρώπων εις την αγάπην του Χριστού. Η ενότης δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθή ει μη δια των προσπαθειών των ιδίων των ανθρώπων, διότι η αγάπη δεν δύναται να επιβληθή έξωθεν. Λέγει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: Ότε ο Θεός έφερε τα λογικά όντα εις το είναι, εχάρισεν εις αυτά τέσσαρα θεία ιδιώματα: την ύπαρξιν και το αιώνιον είναι, την αγαθότητα και την σοφίαν. Εκ των ιδιωμάτων τούτων, αι δύο, η αγαθότης και η σοφία, εξαρτώνται εκ της βουλήσεως, δια να γίνη και το κτίσμα Αυτού κατά μετοχήν ό,τι είναι ο Ίδιος κατά την ουσίαν. Η ύπαρξις ή η ανυπαρξία εξαρτώνται εκ του Κτίστου, ενώ η μετοχή εις την θείαν Αγαθότητα και Σοφίαν δεν εξαρτάται μόνον εκ του Θεού, αλλ’ ωσαύτως και εκ της βουλήσεως του ανθρώπου[23]. 
Εν συμπεράσματι, παραθέτομεν και τας κατωτέρω σκέψεις του επιφανούς ρώσου θεολόγου π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ. 
«Η Εκκλησία είναι μία. Η ενότης αύτη είναι αυτή αύτη η ύπαρξις της Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι η ενότης, η εν Χριστώ ενότης, η “ενότης του Πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης”. Η Εκκλησία εθεμελιώθη και οικοδομείται εν τω κόσμω ακριβώς εν όψει της ενότητος και της ενώσεως, “ίνα πάντες έν ώσιν”. Η Εκκλησία είναι σώμα μοναδικόν, τουτέστι το Σώμα του Χριστού. “Εν ενί Πνεύματι ημείς πάντες εις έν σώμα εβαπτίσθημεν”. Μόνον δε εν τη Εκκλησία είναι δυναταί και πραγματοποιήσιμοι η ένωσις και η αληθινή και πραγματική ενότης αύτη, εν τω μυστηρίω της αγάπης του Χριστού, εν τη μεταμορφούση δυνάμει του Πνεύματος, κατ’ εικόνα και ομοίωσιν της ομοουσίου Τριάδος»[24].



[1] Η ρωσική λέξις «moment», η οποίαν μεταφράζεται ενταύθα ως «στιγμή», χρησιμοποιείται συχνάκις υπό του συγγραφέως. Εις την ρωσικήν γλώσσαν χρησιμοποιείται μετά ποικίλων νοηματικών αποχρώσεων. Την λέξιν αυτήν άλλοτε μεταφράζομεν ως στιγμήν, άλλοτε ως άποψιν, θέσιν, γεγονός κλπ. αναλόγως προς την συνάφειαν των λόγων και σημειούμεν πάντοτε αυτήν δι’ αστερίσκου(*)

[2] Το Σύμβολον τούτο είναι γνωστόν ως Αθανασιανόν. Κατά μέγα μέρος προκύπτει ουσιωδώς εκ των συγγραφών του Πατρός τούτου. Αλλ’ ένια χωρία της Τριαδολογικής και Χριστολογικής εκθέσεως έχουν τοσαύτην τελειότητα και ακρίβειαν, ώστε δεν δύνανται να αποδοθούν ει μή εις εποχήν μεταγενεστέραν.
[3] Η διδασκαλία αύτη της Εκκλησίας περί της ενότητος της ανθρωπίνης φύσεως κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος εξετέθη θαυμαστώς εις τα πρώτα βιβλία του Μητροπολίτου Αντωνίου (Χραποβίτσκυ), «Η ηθική αξία του δόγματος της Αγίας Τριάδος», και «Η ηθική αξία του δόγματος της Εκκλησίας». Συνιστώμεν εις τους ήδη γνωρίζοντας τα βιβλία ταύτα να επαναμελετήσουν αυτά μετά προσοχής, εις δε τους μη αναγνώσαντας ταύτα έως του νυν, να λάβουν γνώσιν αυτών. Αποτελούν έν αριστούργημα της ρωσικής θεολογικής σκέψεως, δημοσιευθέν τον Νοέμβριον του 1892 εις το περιοδικόν της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας, Messager Theologique (Богословский Вестник). Δευτέρα δημοσίευσις εγένετο εις Βελιγράδιον το 1935, εις συλλογήν έργων του Μητροπολίτου επ’ ευκαιρία του ιωβηλαίου αυτού. (Δυστυχώς, τα έργα ταύτα ουδέποτε μετεφράσθησαν). Η αυτή δογματική διδασκαλία εξετέθη συνοπτικώς, αλλά λαμπρώς εις την γαλλικήν γλώσσαν υπό του Β. Λόσσκυ εις το έργον αυτού, «Essai sur la Théologie Mystique de l’Église dOrient» (βλ. κεφ. 6).
[4] Όρθρος Πεντηκοστής, Στιχηρόν των αίνων.
[5] «Αίφνης, η ψυχή βλέπει τον Κύριον και αναγνωρίζει Αυτόν … Ο Κύριος γνωρίζεται εν Πνεύματι Αγίω και το Πνεύμα το Άγιον πληροί όλον τον άνθρωπον, το πνεύμα, την ψυχήν, το σώμα αυτού. Ούτως ο Θεός γνωρίζεται εν ουρανώ και επί της γης» (Άγ. Σιλουανός).
[6] Βλ. τίτλον του τρίτου κεφαλαίου της τρίτης πραγματείας του Αγ. Γρηγορίου Παλαμά, κατά Ακινδύνου: «Μαρτυρίαι των Αγίων δεικνύσαι ως οι της Θείας χάριτος εν μεθέξει γενόμενοι άναρχοι και ατελεύτητοι κατ’ αυτήν είναι λέγονται».
[7] «Εφ’ όσον χρόνον τις εστιν εν τη ζωή ταύτη, καν τέλειος εστι κατά την ενθάδε κατάστασιν και πράξει και θεωρία, την εκ μέρους έχει και γνώσιν και προφητείαν και αρραβώνα Πνεύματος Αγίου, αλλ’ ουκ αυτό το πλήρωμα. Ελευσόμενος ποτε μετά την των αιώνων περαίωσιν εις την τελείαν λήξιν την πρόσωπον προς πρόσωπον τοις αξίοις δεικνύουσαν αυτήν εφ’ εαυτής εστώσαν την αλήθειαν· ως μηκέτι εκ του πληρώματος μέρος έχειν, αλλ’ αυτό το πλήρωμα της χάριτος κατά μέθεξιν όλον κομίζεσθαι. “Καταντήσεσθαι γαρ”, φησίν ο θείος Απόστολος, “πάντας (δηλονότι τους σωζομένους) εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, εν ώ εισιν οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι· οίς φαινομένοις, το εκ μέρους καταργηθήσεται”». Περί θεολογίας και της ενσάρκου Οικονομίας του Υιού του Θεού, προς Θαλάσσιον, Εκατοντάς Β’ πζ’, Φιλοκαλία, τόμ. Β’, έκδ. Αστέρος, Αθήναι 1975, σ. 86-87.[8] Βλ. Α’ Κορ. β’ 6. Δια να καταστήσωμεν συντομωτέραν την έκθεσιν ημών, εις τας επομένας σελίδας δεν σημειούμεν εκάστοτε τας παραπομπάς των αναφερομένων κειμένων. Παρακαλούμεν τον αναγνώστην να έχη υπ’ όψιν τα κεφ. γ’ έως ζ’ της προς Εβραίους Επιστολής, (κείμενον αξιοπρόσεκτον, γενικώς αποδιδόμενον εις τον Απόστολον Παύλον υπό της Παραδόσεως της Εκκλησίας). Ο αναγνώστης να είναι ωσαύτως επιεικής δια την τακτικήν αυτήν την τοσούτον ασυνήθιστον εις τας ημέρας ημών, καίτοι ήτο κανών κατά την Πατερικήν εποχήν.
[9] «Πας ο τα μέλη νεκρώσας τα επί γης (Κολ. γ’ 5), και όλον εαυτού της σαρκός κατασβέσας το φρόνημα, και την προς αυτήν διόλου σχέσιν αποσεισάμενος, δι’ ής η τω Θεώ μόνω χρεωστουμένη παρ’ ημών αγάπη μερίζεται, και αρνησάμενος πάντα τα της σαρκός και του κόσμου γνωρίσματα, της θείας ένεκεν χάριτος, ώστε λέγειν δύνασθαι μετά του μακαρίου Παύλου του Αποστόλου· “τίς ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού;” και τα εξής, ο τοιούτος απάτωρ και αμήτωρ και αγενεαλόγητος (Εβρ. ζ’ 3) κατά τον Μέγαν Μελχισεδέκ γέγονεν …». Μαξίμου Ομολογητού, Ζ’ εκατοντάς οε’, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, τομ. Β’, σ. 181.[10] «”Απάτωρ ούν και αμήτωρ και αγενεαλόγητος, μήτε αρχήν ημερών, μήτε τέλος ζωής έχων”, αναγέγραπται ο μέγας Μελχισεδέκ, ως ο αληθής των θεοφόρων ανδρών τα περί αυτού διεσάφησε λόγος, ου δια την φύσιν την κτιστήν και εξ ουκ όντων, καθ’ ήν του είναι ήρξατο τε και έληξεν, αλλά δια την χάριν την θείαν και άκτιστον, και αεί ούσαν υπέρ πάσαν φύσιν και πάντα χρόνον, εκ του αεί όντος Θεού, καθ’ ήν δι’ όλου μόνην όλος γνωμικώς γεννηθείς επιγινώσκεται … Ο θείος Μελχισεδέκ, προς δε τας θείας και ανάρχους και αθανάτους (ουσίας) του Θεού δια του λόγου κατά χάριν εν πνεύματι γεγέννηται, και σώαν και αληθή εν εαυτώ φέρει του γεννήσαντος Θεού την ομοίωσιν (επεί και πάσαν γέννησιν ταυτόν τω γεννώντι πέφυκεν αποτελείν το γεννώμενον· “Το γαρ γεγεννημένον, φησίν, εκ της σαρκός, σαρξ εστι, το δε γεγεννημένον εκ του πνεύματος πνεύμα εστιν”…». Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1141A, 1140D.
[11] «… (ο) την χρονικήν μηκέτι φέρων εν εαυτώ κινουμένην ζωήν, την αρχήν και τέλος έχουσαν, και πολλοίς δονουμένην παθήμασι, μόνην δε την θείαν του ενοικήσαντος λόγου και αΐδιον και μηδενί θανάτω περατουμένην, (ούτω) γέγονε και άναρχος και ατελεύτητος». Αυτόθι, 1144C.
[12] Αναφέρεται εν τω Υπομνήματι του Οσίου Νικοδήμου εις τον Απόστολον Παύλον, Βενετία 1819, τόμ. Γ’, σ. 333.
[13] «Ζητούσί τινες, πώς έσται των αξιουμένων της εν τη βασιλεία του Θεού τελειότητος η κατάστασις. Πότερον, κατά προκοπήν και μετάβασιν ή κατά την εν στάσει ταυτότητα; πώς τε τα σώματα και τας ψυχάς είναι χρεών υπολαμβάνειν; Προς δη τούτο στοχαστικώς ερεί τις, ότι καθάπερ επί της σωματικής ζωής διττός εστιν ο της τροφής λόγος· ο μεν προς αύξησιν, ο δε προς συντήρησιν των τρεφομένων· μέχρις ου φθάσωμεν το τέλειον της σωματικής ηλικίας, τρεφόμεθα προς αύξησιν· επειδάν δε το σώμα στη της εις μέγεθος επιδόσεως, ουκ έτι τρέφεται προς αύξησιν, αλλά προς συντήρησιν· ούτω και επί της ψυχής διττός ο της τροφής λόγος. Τρέφεται γαρ προκόπτουσα ταις αρεταίς και τοις θεωρήμασι, μέχρις ου διαβάσα τα όντα πάντα, φθάση το μέτρον της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού (Εφεσ. δ’ 13)· εν ώ γινομένη πάσης της προς επίδοσίν τε και αύξησιν δια των μέσων ίσταται προκοπής, αμέσως τρεφομένη το υπέρ νόησιν· και δια τούτο τυχόν υπέρ αύξησιν αφθάρτου τροφής το είδος προς συντήρησιν της δοθείσης αυτή θεοειδούς τελειότητος και έκφανσιν των της τροφής εκείνης απείρων αγλαϊών, καθ᾿ ήν το αεί εύ ωσαύτως είναι ενδημήσαν αυτή δεχομένη, γίνεται Θεός τη μεθέξει της θεϊκής χάριτος …». Μαξίμου Ομολογητού, Περί Θεολογίας και της ενσάρκου Οικονομίας του Υιού του Θεού, εκατοντάς δευτέρα 88, Φιλοκαλία, τόμ. Β’, σ. 87.

Ούτω και το Θείον Πνεύμα
άφθαρτον όν αφθαρσίαν
καί αθάνατον υπάρχον
δίδωσιν αθανασίαν,
φώς τε άδυτον τυγχάνον
φώς αποτελεί τους πάντας
εν οίσπερ κατασκηνώσει,
και ζωήν τυγχάνον πάσι.
και ζωήν αυτοίς παρέχει.
Ως Χριστού ομοφυές τε,
ομοούσιον ωσαύτως
και ομόδοξον υπάρχον
και συνηνωμένον πέλον,
τούτους του Χριστού ομοίους
απεργάζεται εις άπαν.
Ου φθονεί γαρ ο Δεσπότης
ίσους εαυτώ οφθήναι
τους βροτούς χάριτι θεία,
ουδ᾿ απαξιοί γενέσθαι
ομοίους αυτώ τους δούλους,
αλλά τέρπεται και χαίρει
καθορών ημάς τοιούτους
εξ ανθρώπων γεγονότας
κατά χάριν, ως εκείνος
είναι, οίος και εκείνος
πέφυκε και έστι φύσει.
Ευεργέτης γαρ υπάρχων
βούλεται ημάς τοιούτους
είναι, οίος και εκείνος.
Ει γαρ μη τοιούτοι ώμεν
όμοιοι εν ακριβεία,
πώς εσόμεθα εκείνω
ηνωμένοι, καθώς είπε,
πώς δε εν αυτώ μενούμεν,
μή υπάρχοντες τοιούτοι
πώς δ᾿ αυτός εν ημίν μείνη
ούσι τούτου ανομοίοις;
Τούτο ουν σαφώς ειδότες
σπεύσατε λαβείν το Πνεύμα
τό εκ του Θεού και θείον,
ίνα γένησθε τοιούτοι,
οίους έδειξεν ο λόγος,
επουράνιοι και θείοι …


Ύμνοι ΙΙΙ, «Sources Chrétiennes», τόμ. 196, Paris 1973, σ. 97-99.

[15] «(Ο άνθρωπος) … παραμένων άνθρωπος εξ ολοκλήρου, ψυχή και σώμα, κατά την φύσιν, και γενόμενος θεός εξ ολοκλήρου, ψυχή και σώμα, κατά την χάριν». Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών, 28, 64. Βλ. εκατοντάς περί αγάπης, «Sources Chrétiennes», τόμ. 9, Paris 1945, Εισαγωγή, σ. 43, σημ. 1.
[16] Εν τη συντόμω μελέτη ημών εθέσαμεν λίαν περιωρισμένον σκοπόν: να υπογραμμίσωμεν την σπουδαιότητα των θεμελίων της πίστεως ημών, προβάλλοντες τας αρχάς, αι οποίαι πρέπει να συνιστούν τον λόγον πασών των εκδηλώσεων της ζωής ημών. Νυν, επειδή υπάρχουν πολυάριθμοι θεολογικαί μονογραφίαι αφιερωμέναι εις τας διαφόρους όψεις της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, και μεταξύ τούτων πραγματείαι περί της φύσεως της Εκκλησίας και της ενότητος Αυτής, εσκέφθημεν ότι θα ήτο περιττόν να επανέλθωμεν εις θέσεις ευρέως αναπτυχθείσας υπό άλλων συγγραφέων. Σημειούμεν μετά χαράς εις τας προσφάτους θεολογικάς εργασίας των διαφόρων χριστιανικών ομολογιών αξιόλογον προσέγγισιν εις τας δογματικάς αντιλήψεις, οφείλομεν όμως να είπωμεν ότι πάντες έχομεν να διανύσωμεν μακρόν εισέτι δρόμον, εσπαρμένον μετά πολλών εμποδίων, τα οποία είναι απολύτως αναγκαίον να παρακαμφθούν, πριν ή φθάσωμεν εις την ενότητα.
[17] «Τίνα τοίνυν αυτού τε του Θείου, και του προς το Θείον ομοιωμένου την διαφοράν καθορώμεν; Εν τω, το μεν ακτίστως είναι, το δε δια κτίσεως υποστήναι». Περί κατασκευής του ανθρώπου 16, PG 44, 184 A C. βλ. Βλ. Λόσσκυ σ. 137.
[18] «Ειπών ο λόγος ότι εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, τω αορίστω της σημασίας άπαν ενδείκνυται το ανθρώπινον. Ου γαρ συνωνομάσθη τω κτίσματι νυν ο Αδάμ, καθώς εν τοις εφεξής η ιστορία φησίν· αλλ' όνομα τω κτισθέντι ανθρώπω ουχ ο τίς, αλλ' ο καθόλου εστίν. Ουκούν τη καθολική της φύσεως κλήσει, τοιούτόν τι υπονοείν εναγόμεθα, ότι τη θεία προγνώσει τε και δυνάμει πάσα η ανθρωπότης εν τη πρώτη κατασκευή περιείληπται. …
»Ου γαρ εν μέρει της φύσεως η εικών, ουδέ έν τινι των καθ' αυτόν θεωρουμένων η χάρις· αλλ' εφ' άπαν το γένος επίσης η τοιαύτη διήκει δύναμις. …»Ομοίως έχει ό τε τη πρώτη του κόσμου κατασκευή συναναδειχθείς άνθρωπος, και ο κατά την του παντός συντέλειαν γενησόμενος· επίσης εφ' εαυτών φέρουσι την θείαν εικόνα. Δια τούτο είς άνθρωπος κατωνομάσθη το πάν, ότι τη δυνάμει του Θεού ούτε τι παρώχηκεν, ούτε μέλλει, αλλά και το προσδοκώμενον επίσης τω παρόντι τη περιεκτική του παντός ενεργεία περικρατείται. Πάσα τοίνυν η φύσις η από των πρώτων μέχρι των εσχάτων διήκουσα, μία τις του όντος εστίν εικών». Γρηγ. Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, κεφ. 16, «Sources Chrétiennes», τόμ. 6, σ. 157, 159, 160, 161.
[19] «Ερείς ούν· Τις ούτος ο λόγος εστί, καθ' όν ουκ ευθύς επί το ποθούμενον η του λυπηρού βίου μετάστασις γίνεται, αλλ' εις χρόνους τινάς ωρισμένους η βαρεία και σωματώδης αύτη παραταθείσα ζωή, αναμένει το πέρας της του παντός συμπληρώσεως, ίνα το τηνικαύτα καθάπερ χαλινού τινος ελευθερωθείσα η ανθρωπίνη ζωή, πάλιν άνετός τε και ελευθέρα προς τον μακάριον και απαθή βίον επαναδράμοι;
»Αλλ' ει μεν εγγίζει τη αληθεία των ζητουμένων ο λόγος, αυτή αν ειδείη σαφώς η Αλήθεια. Ό δ' ουν επί την ημετέραν ήλθε διάνοιαν, τοιούτον εστί. Λέγω δη τον πρώτον πάλιν επαναλαβών λόγον, “Ποιήσωμεν”, φησίν ο Θεός, “άνθρωπον κατ' εικόνα και ομοίωσιν ημετέραν. Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον· κατ' εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν”. Η μεν ουν εικών του Θεού, η εν πάση τη ανθρωπίνη φύσει θεωρουμένη, το τέλος έσχεν. Ο δε Αδάμ ούπω εγένετο· το γαρ γήϊνον πλάσμα κατά τινα ετυμολογικήν ονομασίαν λέγεται Αδάμ, καθώς φασιν οι της Εβραίων φωνής επιίστορες. Διό και ο απόστολος διαφερόντως την πάτριον των Ισραηλιτών πεπαιδευμένος φωνήν, τον εκ γης άνθρωπον χοϊκόν ονομάζει, οιονεί μεταβαλών την του Αδάμ κλήσιν εις την Ελλάδα φωνήν.»Γέγονεν ουν κατ' εικόνα ο άνθρωπος, η καθόλου φύσις, το θεοείκελον χρήμα. Γέγονε δε τη παντοδυνάμω σοφία ουχί μέρος του όλου, αλλ' άπαν αθρόως το της φύσεως πλήρωμα». Γρηγ. Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, κεφ. 22, «Sources Chrétiennes», τόμ. 6, σ. 183-184.
[20] Vladimir Lossly, Essai sur la theologie mystique de l’Église d’ Orient, Foi Vivante 246, Paris, 1990, σ. 116.
[21] «Εν μεν τω Χριστώ, Θεώ όντι και Λόγω του Πατρός, όλον κατ᾿ ουσίαν οικεί το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς (Κολ. β’ 9)· εν ημίν δε κατά χάριν οικεί το πλήρωμα της θεότητος, … Ου γαρ απεικός κατά τον θέσει λόγον, και εν ημίν οικήσαι το πλήρωμα της θεότητος …». Μαξίμου Ομολογητού, Περί Θεολογίας και της ενσάρκου Οικονομίας, εκατοντάς δευτέρα, Φιλοκαλία, τόμ. Β’ κα’, σ. 73.[22] «… και τέλος επί πάσι τούτοις, και κτιστήν φύσιν τη ακτίστω δι᾿ αγάπης ενώσας (ώ του θαύματος της περί ημάς του Θεού φιλανθρωπίας), έν και ταυτόν δείξειε κατά την έξιν της χάριτος, όλος όλω περιχωρήσας ολικώς τω Θεώ, και γενόμενος πάν εί τι περ εστιν ο Θεός, χωρίς της κατ᾿ ουσίαν ταυτότητος, και όλον αυτόν αντιλαβών εαυτού τον Θεόν, και της επ᾿ αυτόν τον Θεόν αναβάσεως οίον έπαθλον αυτόν μονώτατον κτησάμενος τον Θεόν, ως τέλος της των κινουμένων κινήσεως, και στάσιν βάσιμόν τε και ακίνητον των επ᾿ αυτόν φερομένων, και παντός όρου και θεσμού και νόμου, λόγου τε και νου, και φύσεως όρον και πέρας αόριστόν τε και άπειρον όντα». Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών, (ΡΓ’ ΚΑΙΝΟΤΟΜΟΥΝΤΑΙ ΦΥΣΕΙΣ, ΚΑΙ ΘΕΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ), PG 91, 1308BC.
[23] «Τέσσαρα των θείων ιδιωμάτων, συνεκτικά και φρουρητικά και διασωστικά των όντων, δι᾽ άκραν αγαθότητα εκοινοποίησεν ο Θεός, παραγαγών εις το είναι την λογικήν και νοεράν ουσίαν· το όν, το αεί όν, την αγαθότητα και την σοφίαν. Τούτων τα μεν δύο τη ουσία παρέσχε· τα δε δύο τη γνωμική επιτηδειότητι· και τη μεν ουσία το όν και το αεί όν· τη δε γνωμική επιτηδειότητι την αγαθότητα και την σοφίαν, ίνα άπερ εστίν Αυτός κατ᾽ ουσίαν, γίνηται η κτίσις κατά μετουσίαν. … Και το μεν υπάρχειν αεί ή μη υπάρχειν ταύτα (τα λογικά και νοερά), εν τη εξουσία του πεποιηκότος εστί. Το δε μετέχειν της αγαθότητος αυτού και της σοφίας ή μη μετέχειν, εν τη βουλήσει των λογικών υπάρχει». Μαξίμου Ομολογητού, Περί αγάπης, τρίτη εκατοντάς, κε’, κζ’, Φιλοκαλία, τόμ. Β’, σ. 30-31.[24] «Пут», (Η Οδός), ρωσικόν θρησκευτικόν περιοδικόν, Παρίσιοι 1933, αρ. 37, παράρτημα, σ. 1.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις