Ο αββάς Αρσένιος ο ΜέγαςΚάποτε που ο αββάς Αρσένιος συμβουλευόταν έναν γέροντα Αιγύπτιο σχετικά με τους λογισμούς του, κάποιος τον είδε και τον ρώτησε: «Αββά Αρσένιε, πώς εσύ, που κατέχεις τόση μόρφωση λατινική και ελληνική, συμβουλεύεσαι για τους λογισμούς σου αυτόν τον αγράμματο;» Αυτός του αποκρίθηκε: «Τη λατινική και την ελληνική μόρφωση τις κατέχω βέβαια, την αλφαβήτα όμως αυτού του αγράμματου δεν την έμαθα ακόμη».Ο αββάς Μάρκος είπε στον αββά Αρσένιο: «Γιατί μας αποφεύγεις;» Ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Ο Θεός γνωρίζει ότι σας αγαπώ· δεν μπορώ όμως να είμαι μαζί με τον Θεό και μαζί με τους ανθρώπους. Οι χιλιάδες και μυριάδες άγγελοι στον ουρανό έχουν ένα θέλημα, ενώ οι άνθρωποι έχουν πολλά θελήματα. Δεν μπορώ λοιπόν να αφήσω τον Θεό και να πάω με τους ανθρώπους».Κάποιος αδελφός πήγε στο κελλί του αββά Αρσενίου, στη Σκήτη, και κοιτώντας από το παράθυρο είδε τον γέροντα να είναι όλος σαν φωτιά -βέβαια και ο αδελφός ήταν άξιος να το δει αυτό. Χτύπησε έπειτα την πόρτα και βγήκε έξω ο γέροντας, ο οποίος, βλέποντας τον αδελφό κατάπληκτο, τον ρώτησε: «Έχεις πολλή ώρα που χτυπάς; Μην τυχόν είδες τίποτε εδώ;» «Όχι», απάντησε εκείνος. Και ο γέροντας, αφού του μίλησε, τον έστειλε στο καλό.Ο αββάς Δανιήλ διηγήθηκε για τον αββά Αρσένιο ότι ήρθε κάποτε ένας μαγιστριανός (δημόσιος υπάλληλος) και του έφερε τη διαθήκη ενός συγγενούς του συγκλητικού, ο οποίος του άφησε μια πολύ μεγάλη κληρονομιά. Αυτός πήρε τη διαθήκη και πήγε να την σχίσει. Ο μαγιστριανός έπεσε τότε στα πόδια του λέγοντας: «Σε παρακαλώ, μην την σχίσεις, γιατί θα μου πάρουν το κεφάλι». Και ο αββάς Αρσένιος του είπε: «Εγώ πέθανα πριν από εκείνον, ενώ αυτός τώρα πέθανε». Και έστειλε πίσω τη διαθήκη, χωρίς να δεχτεί τίποτε.
Ο αββάς Δανιήλ είπε ότι ο αββάς Αρσένιος τους διηγήθηκε, δήθεν για κάποιον άλλον, ενώ μάλλον ήταν ο ίδιος, τα εξής.
Ένας γέροντας, καθώς καθόταν στο κελλί του, άκουσε μια φωνή να του λέει: «Έλα να σου δείξω τα έργα των ανθρώπων». Σηκώθηκε και βγήκε. Τον πήγε τότε σε κάποιον τόπο και του έδειξε έναν Αιθίοπα που έκοβε ξύλα και τα έκανε φορτίο μεγάλο. Προσπαθούσε έπειτα να το σηκώσει, αλλά δεν μπορούσε· και αντί να βγάλει ξύλα από αυτό, έκοβε και άλλα και τα πρόσθετε στο φορτίο. Αυτό το έκανε πολλή ώρα.
Προχωρώντας λίγο του έδειξε άλλον άνθρωπο να στέκεται επάνω σε ένα πηγάδι, να βγάζει νερό από αυτό και να το ρίχνει σε μια λεκάνη τρύπια που έχυνε το νερό πάλι στο πηγάδι. Έπειτα του είπε: «Έλα να σου δείξω κάτι άλλο». Και είδε έναν ναό και δύο άντρες καθισμένους σε άλογα που κρατούσαν ένα ξύλο στο πλάτος, ο ένας δίπλα στον άλλο. Αυτοί ήθελαν να μπουν από την πύλη, αλλά δεν μπορούσαν, γιατί το ξύλο ήταν στο πλάτος. Και δεν ταπεινώθηκε ο ένας να πάει πίσω από τον άλλο, ώστε να φέρουν το ξύλο στην ευθεία, και γι’ αυτό έμειναν έξω από την πύλη.
«Αυτοί», του εξήγησε, «είναι εκείνοι που σηκώνουν τον ζυγό της αρετής με υπερηφάνεια, και δεν ταπεινώθηκαν ώστε να διορθώσουν τον εαυτό τους και να βαδίσουν τον ταπεινό δρόμο του Χριστού· γι’ αυτό και μένουν έξω από τη βασιλεία του Θεού. Εκείνος πάλι που κόβει τα ξύλα είναι άνθρωπος με πολλές αμαρτίες, και αντί να μετανοήσει, προσθέτει και άλλες ανομίες επάνω στις αμαρτίες του. Εκείνος, τέλος, που βγάζει το νερό είναι άνθρωπος που κάνει καλά έργα, αλλά επειδή σε αυτά είχε ανάμικτο το κακό, έχασε από αυτό και τα καλά του έργα. Κάθε άνθρωπος λοιπόν πρέπει να προσέχει άγρυπνα στα έργα του, για να μην πάει χαμένος ο κόπος του».Έλεγαν γι’ αυτόν ότι, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, όταν καθόταν στο εργόχειρο, είχε στον κόρφο του ένα κουρέλι για τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια του. Όταν ο αββάς Ποιμήν άκουσε ότι κοιμήθηκε, έκλαψε και είπε: «Είσαι μακάριος, αββά Αρσένιε, επειδή έκλαψες τον εαυτό σου σε αυτόν τον κόσμο. Γιατί όποιος δεν κλαίει τον εαυτό του εδώ, θα κλαίει εκεί αιώνια. Είτε λοιπόν εδώ θεληματικά, είτε εκεί από τα βασανιστήρια, είναι αδύνατο κανείς να μην κλάψει».
Το Γεροντικό, τόμος Α’. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου