Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Άγιος Δημήτριος, Μητροπολίτης Ροστώφ.



Άγιος Δημήτριος, Μητροπολίτης Ροστώφ. 
28 Οκτωβρίου. 
ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Δημήτριος, βλαστὸς οἰκογενείας Κοζάκων, γεννήθηκε τὸ 1651 στὸ Μακάροβο, σαράντα χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ Κίεβο. Στὸ ἅγιο Βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Δανιήλ. ῾Ο πατέρας του, Σάββας Τουπτάλα, ἦταν στρατιωτικὸς καὶ ἀπουσίαζε συχνά· ἔτσι,τὴν μόρφωσι τοῦ παιδιοῦ ἀνέλαβε κυρίως ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία τοῦ ἐνεφύτευσε τὰ σπέρματα τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν. 
Σὲ ἡλικία ἕνδεκα ἐτῶν, ὁ Δανιὴλ εἰσῆλθε στὴν νεοπαγῆ ῾Ιερατικὴ Σχολὴ τοῦ Κιέβου, τῆς ὁποίας ὁ Σχολάρχης ᾿Ιωαννίκιος Γολιατόφσκυ ἦταν λαμπρὸς ἱεροκήρυξ καὶ ἔνθερμος ὑπέρμαχος τῆς ᾿Ορθοδοξίας. Χάρις στὸν ᾿Ιωαννίκιο, ὁ μελλοντικὸς ῾Ιεράρχης ἀξιώθηκε νὰ ἀναπτύξη τὸ ἀξιοθαύμαστο χάρισμά του νὰ ἐξηγῆ τὶς ῞Αγιες Γραφές· ἐπίσης, εὐαισθητοποιήθηκε στὴν ἀνάγκη διδαχῆς τοῦ πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας. 
Μερικὰ χρόνια ἀργότερα, ὅταν ἦταν δεκαεπτὰ ἐτῶν, τὸ 1668, εἰσῆλθε στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ τοῦ ῾Αγίου Κυρίλλου, ὅπου τὴν 9ην ᾿Ιουλίου ἔλαβε στὴν μοναχική του κουρὰ τὸ ὄνομα Δημήτριος, πρὸς τιμὴν τοῦ Θεσσαλονικέως Μεγαλομάρτυρος. 
᾿Εκτὸς ἀπὸ τὰ διακονήματα τῆς Μονῆς, τὰ ὁποῖα ἐκτελοῦσε με ὑποδειγματικὴ ὑπακοή, ὁ νέος διεκρίθη γιὰ τὴν ἀσκητική του ζωή, τὴν πραότητα καὶ τὴν ταπείνωσι, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ἐθαυμάζετο ὑπὸ τῶν Γερόντων, ἐπὶ πλέον δὲ κατώρθωσε νὰ ὁλοκληρώση τὶς σπουδές του καὶ νὰ ἀρχίση τὸ συγγραφικό του ἔργο.

᾿Εχειροτονήθη Πρεσβύτερος τὴν 23η Μαΐου 1675 ὑπὸ τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου Λαζάρου Μπαράνοβιτς τοῦ Τσερνιγκὼφ καὶ τὸ 1677 διωρίσθηκε ὑπ᾿ αὐτοῦ ῾Ιεροκήρυξ στὴν ἕδρα του. ᾿Εν συνεχείᾳ, ἀνέλαβε καθήκοντα διοικήσεως διαφόρων ῾Ιερῶν Μονῶν, παρὰ τὴν θέλησί του, ἐφ᾿ ὅσον μοναδική του ἐπιθυμία ἦταν νὰ ζῆ στὴν ἄσκησι καὶ τὴν ἡσυχία. Δύο φορὲς ἐπιχείρησε νὰ παραιτηθῆ, ἀλλὰ τὸ ἐγχείρημα ἀπέτυχε καὶ οἱ φίλοι του, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ μετέπειτα ῞Αγιος Θεοδόσιος τοῦ Τσερνιγκώφ, κατώρθωσαν τελικὰ νὰ τὸν ἀποτρέψουν.

Ἐξ αἰτίας τῶν εἰσβολῶν Τατάρων, Λιθουανῶν καὶ Πολωνῶν, πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ συγγράμματα, ὅπως οἱ Βίοι τῶν ῾Αγίων, εἶχαν καταστραφῆ. ῾Ο ᾿Αρχιμανδρίτης Βαρλαὰμ τῆς ῾Ιερᾶς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἀναζητοῦσε ἕνα πρόσωπο ἱκανὸ νὰ ἀναλάβη τὸ τεράστιο ἔργο τῆς συλλογῆς, ἐπιμελείας καὶ ἐκδόσεως τοῦ ἁγιολογικοῦ ὑλικοῦ. Τότε, ἐστράφη στὸν Δημήτριο, ξακουστὸν ἤδη ὡς συγγραφέα ψυχωφελῶν ἔργων. 
Δέος κατέλαβε τὸν ταπεινόφρονα ᾿Ασκητὴ ἐνώπιον τοῦ βάρους τοῦ ἐγχειρήματος καὶ προσεπάθησε νὰ ἀποποιηθῆ τὴν μεγάλη αὐτὴ εὐθύνη. Φοβούμενος ὅμως μήπως ὑποπέσει στὸ σφάλμα τῆς παρακοῆς καὶ γνωρίζοντας τὶς ἀδήριτες ἀνάγκες τῆς ᾿Εκκλησίας, ὑπετάγη τελικὰ στὸ πιεστικὸ αἴτημα τῶν ἀνωτέρων του καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν ῾Ιερὰ Λαύρα τοῦ Κιέβου. ᾿Επὶ μίαν εἰκοσαετία, 1684 - 1705, ὁ ῞Αγιος Δημήτριος ἀφιέρωσε ὅλες τὶς δυνάμεις του στὸ ἱερὸ αὐτὸ ἔργο. ᾿Εκτὸς ἀπὸ τὸν χρόνο τῆς προσευχῆς στὸν Ναὸ καὶ κατὰ μόνας, ἀφιέρωνε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο στὴν σύνταξι τῶν Βίων τῶν ῾Αγίων. 
Ζοῦσε μὲ τοὺς ῾Αγίους, ἐβίωνε τὸν Βίο τους, ὑπέφερε μαζί τους τὰ βασανιστήριά τους καὶ μελετοῦσε ὣς τὴν παραμικρὴ λεπτομέρεια ὅλα τὰ σχετικὰ τεκμήρια. Εἰς ἀνταμοιβὴν τῆς ἀγάπης του αὐτῆς πρὸς τοὺς ῾Αγίους, ὁ Θεὸς τοῦ ἐχάριζε συχνὰ ὁράματα. ῎Ετσι, τὴν 10η Αὐγούστου 1685, εἶδε σὲ ἐνύπνιο τὴν ῾Αγία Μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα, τὴν ὁποία ἰδιαιτέρως εὐλαβεῖτο. Τῆς ἐζήτησε νὰ μεσιτεύση ὑπὲρ αὐτοῦ στὸν Κύριο, ἀλλὰ ἡ ῾Αγία ἦταν διστακτικὴ καὶ τοῦ εἶπε: «Δὲν ξέρω... Θὰ προσευχηθῶ ἢ ὄχι... Σὺ προσεύχεσαι μὲ τρόπο ρωμαιοκαθολικό...». Βλέπουσα ὅμως τὴν ταραχή του, ἡ ῾Αγία Βαρβάρα ἐμειδίασε, τὸν καθησύχασε καὶ τὸν ἐπαρηγόρησε. ῾Ο ῞Αγιος Δημήτριος ἑρμήνευσε τὴν ἐπίπληξι αὐτὴ τῆς ῾Αγίας, διότι εἶχε συνήθεια, ὅπως καὶ οἱ Παπικοί, νὰ μὴ προσεύχεται ἀδιαλείπτως καὶ ἐκτενῶς. 
Τὴν 10η Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, παρουσιάσθηκε στὸν Δημήτριο ὁ ῞Αγιος Μάρτυς ᾿Ορέστης, τοῦ ὁποίου τὸν Βίο εἶχε συντάξει ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα, καὶ τοῦ εἶπε: «῾Υπέφερα περισσότερες βασάνους γιὰ τὸν Χριστὸ ἀπὸ ὅσες μνημονεύεις». Τότε, τοῦ ἔδειξε μία βαθειὰ πληγὴ στὴν ἀριστερά του πλευρά, λέγων: «᾿Ιδού, διὰ σιδήρου ἐγένετο τοῦτο». Κατόπιν, ἅπλωσε τὸν δεξιό του βραχίονα κατοῦ ἔδειξε τὶς φλέβες, οἱ ὁποῖες εἶχαν κατακοπῆ στὸ ὕψος τοῦ ἀγκῶνος, συμπληρώνων: «Νά, αὐτὲς κατεκόπησαν». ῞Υστερα, τοῦ ἔδειξε ἀνάλογες πληγὲς στὸν ἀριστερὸ βραχίονα, ἐπαναλαμβάνων τὰ ἴδια λόγια, μετὰ δὲ τοῦ ἔδειξε τὶς πληγὲς στὰ γόνατα, λέγων: «Ταῦτα ἀπεκόπησαν». ᾿Εν συνεχείᾳ, ἐστάθη ὄρθιος καὶ καταλήγων,τοῦ εἶπε: «Βλέπεις, λοιπόν, ὅτι ὑπέστην περισσότερα μαρτύρια ὅσων μνημονεύεις!». ῾Ο ῞Αγιος Δημήτριος ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἐσκέφθη, ὅτι ἦταν ὁ ῞Αγιος ᾿Ορέστης τῶν ῾Αγίων Πέντε Μαρτύρων, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τιμᾶται τὴν 13η Δεκεμβρίου, ὁ δὲ Μάρτυς ἀπάντησε στὸν λογισμό του: «Δὲν εἶμαι ὁ ᾿Ορέστης τῶν ῾Αγίων Πέντε Μαρτύρων, ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τιμᾶται σήμερα καὶ τοῦ ὁποίου τὸν Βίο μόλις συνέταξες». 
Κατά τὸ ἔτος 1701, σὲ ἡλικία 50 ἐτῶν, ὁ ῞Αγιος Δημήτριος ἐξελέγη ᾿Επίσκοπος τῆς Μητροπόλεως Σιβηρίας καὶ Τομπόλσκ καὶ ἐχειροτονήθη στὴν Μόσχα. Λόγῳ τῆς εὐθραύστου ὑγείας του καὶ τῆς θεοφιλοῦς ἐπιθυμίας του νὰ συνεχίση καὶ ὁλοκληρώση τὴν συγγραφὴ τῶν Βίων τῶν ῾Αγίων, ἐστενοχωρήθη καὶ ἠσθένησε βαρέως. Τότε, τὸν ἐπεσκέφθη ὁ Τσάρος Πέτρος Αʹ καὶ τοῦ ὑπεσχέθη, ὅτι θὰ διορισθῆ σὲ πλησιέστερη ᾿Επισκοπή. Πράγματι, τοῦ ἀνετέθη ἡ Μητρόπολις Ροστοβίας καὶ ᾿Ιαροσλαβίας τὸ 1702, ὅπου σὲ ὅραμα ἐπληροφορήθη ὅτι ἐκεῖ θὰ ἐκμετρήση τὸ ζῆν. ᾿Επέλεξε ἕνα τόπο γιὰ τὸ μνῆμα του στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αγίου ᾿Ιακώβου καὶ ἀνεφώνησε: «᾿Ιδού, ἡ ἀνάπαυσίς μου, ὧδε κατοικήσω εἰς αἰῶνα αἰώνων». 
Τὸ 1705 ὡλοκλήρωσε τὴν σύνταξι τοῦ μνημειώδους ἔργου του Βίοι ῾Αγίων (Τσέτι - μηνέϊ), τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν καρδιὰ τοῦ ὀγκώδους γραπτοῦ ἔργου του. «Διὰ νὰ συντάξῃ τὰ ῾῾Τσέτι - μηνέϊ᾿᾿ ἐχρησιμοποίησε τὸ ἔργον τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Μακαρίου († 1564), (τὰ βυζαντινὰ Μηνολόγια, δίως τοῦ ῾Αγίου Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ, ὡς καὶ τὰς Χρονογραφίας), ἀλλὰ καὶ δυτικὰς συλλογάς... ῍Αν τὸ ἐπιστημονικὸν ἐπίπεδον τῆς συνθέσεως τοῦ Δημητρίου δὲν εἶναι πολὺ ὑψηλόν, ἡ γλῶσσα του εἶναι εὐκόλως ἀφομοιώσιμος. Οὕτω τὰ ῾῾Τσέτι - μηνέϊ᾿᾿ ἐγνώρισαν μεγάλην κυκλοφορίαν εἰς Ρωσίαν, ὡς μαρτυροῦν αἱ πολλαὶ ἐπανεκδόσεις, καὶ διεδραμάτισαν σπουδαῖον μέρος εἰς τὴν ρωσικὴν εὐλάβειαν». 
Ἑφ᾽ ἑξῆς, ἀφιερώθηκε στὴν μέριμνα γιὰ τὸ πνευματικό του ποίμνιο. ᾿Αγωνίσθηκε σκληρὰ γιὰ νὰ ἐπανορθώση τὸν θρησκευτικὸ βίο καὶ τὰ ἤθη τῶν συγχρόνων του, τὰ ὁποῖα εὗρε σὲ πολὺ δυσάρεστη κατάστασι. Συνέταξε πολλὰ ψυχωφελῆ ἔργα καὶ ἵδρυσε τὸ 1702, στὸ Ροστώβ, μία ῾Ιερατικὴ Σχολὴ γιὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ῾Ιερέων, στὴν προσπάθειά του νὰ ἐξυψώση τὸ διανοητικό, πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ ἐπίπεδο τοῦ Κλήρου· ἀνέλαβε ὁ ἴδιος μεγάλο μέρος τῆς διδασκαλίας, ἀλλὰ δυστυχῶς, λόγῳ τῶν ἐλλιπῶν οἰκονομικῶν μέσων, ἡ Σχολὴ ἔκλεισε τὸ 1706. ῾Οι μεγάλες ὑλικὲς δυσκολίες τῆς Μητροπόλεως ὠφείλοντο οὐσιαστικῶς στὴν κυβερνητικὴ πολιτική, ἡ ὁποία ἐπεδίωκε νὰ περιορίση τὶς οἰκονομικὲς δυνατότητες τῆς ᾿Εκκλησίας. 
Συνέγραψε ἐπίσης πολλὰ ἔργα γιὰ νὰ ἐπαναφέρη τοὺς σχισματικοὺς Παλαιοπίστους στοὺς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀποδεικνύων εἰς αὐτούς, ὅτι τὸ πνεῦμα καὶ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς Παραδόσεως εἶναι σημαντικώτερα ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς τυπικὲς λεπτομέρειες· ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πολυάριθμα σχετικὰ κηρύγματά του, συνέγραψε ἕνα ἰδικὸ ἔργο, ἀφιερωμένο στὴν κριτικὴ τῆς διδασκαλίας τῶν Σχισματικῶν: «῎Ερευναι περὶ τῆς Πίστεως τοῦ Μπρὺνσκ (περιοχῆς, ὅπου ἔζων πολυάριθμοι Παλαιόπιστοι)» (1709). 
Παρὰ τὶς συχνὲς ἀσθένειες, ἀκολουθοῦσε αὐστηρὸ κανόνα στὴν ζωή του καὶ ποτὲ δὲν ἐγκατέλειψε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. 
Μέσῳ τῆς ὑποδειγματικῆς του βιοτῆς, ἐδίδασκε στὸ ποίμνιό του τὴν ἀγάπη τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς, καθὼς καὶ τὴν συμπόνια καὶ φιλευσπλαγχνία πρὸς ὅλους, δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς. 
῾Ο ῞Αγιος Δημήτριος προεῖδε τὴν ἐκδημία του τρεῖς ἡμέρες ἐνωρίτερα. ᾿Αφοῦ μὲ ἐδαφιαία μετάνοια ἐζήτησε ἀπὸ τοὺς Κληρικοὺς καὶ τοὺς ψάλτες νὰ τὸν συγχωρήσουν, περιωρίσθηκε στὸ κελλί του μὲ διάπυρη τὴν προσευχὴ στὰ χείλη. 
Τὴν ἑπομένη, τὸ πρωῒ τῆς 28ης ᾿Οκτωβρίου 1709, εὑρέθη σὲ στάσι γονυκλισίας νὰ ἔχη παραδώσει τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο. Τὰ ἱερὰ Λείψανα τοῦ ῾Αγίου εὑρέθησαν ἄφθορα κατὰ τὸ ἔτος 1752 καὶ ἐπετέλεσαν πλεῖστες ἰάσεις. 
῾Η Ρωσικὴ ᾿Εκκλησία προέβη στὴν ἐπίσημη ἀναγνώρισί του πολὺ σύντομα, τὸ 1757.


 

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

ΠΡΟΣΟΧΗ στην ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΗ και ΣΑΤΑΝΙΚΗ γιορτή Halloween (Χάλοουίν).


ΠΡΟΣΟΧΗ στην ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΗ και ΣΑΤΑΝΙΚΗ γιορτή Halloween (Χάλοουίν).
(Στην φωτογραφία: «Wicker Man» - σκιάχτρο - φτιαγμένο από ανθρώπινα σώματα που θυσίαζαν τα αρχαία χρόνια στην παγανιστική γιορτή Samhaim πρόδρομο του σημερινού Halloween)
Γιορτάζεται πάντα τη νύχτα της 31ης Οκτωβρίου, κατά την οποία τα μικρά παιδιά μεταμφιέζονται κατά κανόνα σε κάτι «τρομαχτικό» και επισκέπτονται σπίτια μαζεύοντας πολλά γλυκά, ενέργεια γνωστή ως «trick or treat» («φάρσα ή κέρασμα»). Η γιορτή αυτή συγχέεται με τις Ελληνικές Απόκριες (άλλη παγανιστική εορτή, δεν είναι τυχαίο που την Κυριακή της Απόκρεω η Εκκλησία μας μιλάει για την Δευτέρα και φοβερά Παρουσία του Κυρίου μας), όμως διαφοροποιείται κατά πολύ από αυτές καθώς το Χάλοουιν έχει περισσότερο μυστικιστική χροιά. 
Τα τελευταία χρόνια, δεν γίνεται να περάσει ο Οκτώβριος χωρίς ένα τουλάχιστον πάρτυ με μάγισσες... Δεν νοείται σπίτι της ανώτερης τάξης που να μην στολίσει μια κολοκύθα - φαναράκι. Όσο πιο μεγάλη η κολοκύθα τόσο πιο δυνατά φωνάζει: «Trick or Treat»; Επόμενο είναι: όσο πιο κούφια, τόσο περισσότερο θόρυβο κάνει... 
Από πού κι ως πού όμως μια κολοκύθα να γίνει σύμβολο αυτής της Αμερικάνικης γιορτής; Και τι στην ευχή γιορτάζει κανείς στο Halloween; 
Η λέξη Halloween (ή για να ακριβολογούμε: Hallowe’en) προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη «Hallow» που σημαίνει: Άγιος. Αρχικά ήταν: All Hallow Even και στην πορεία, συντομεύθηκε σε Halloween. Πολύ απλά, ήταν η παραμονή της γιορτής των Αγίων Πάντων. 
Το σύμβολο της γιορτής είναι αναμφίβολα η κούφια κολοκύθα η οποία σκαλίζεται έτσι ώστε να παίρνει ανθρώπινη μορφή ενώ μέσα στην κολοκύθα υπάρχει ένα αναμμένο κερί. Συνδέεται κάπως η γιορτή των Αγίων Πάντων με την κούφια κολοκύθα; Εκ πρώτης όψεως, όχι. Υποτίθεται ότι η κολοκύθα συνδέεται με ένα μπαγαπόντη, τσαρλατάνο: τον Τζακ.

Jack-o-lantern - Ο θρύλος του κατεργάρη Τζακ...

Ο Τζακ δεν ήταν παρά ένας απατεωνίσκος που είχε κολλήσει δήθεν ανάμεσα σε δύο κόσμους. Οι κούφιες κολοκύθες - φαναράκια ήταν για να φωτίζουν τη χαμένη ψυχή του. Πώς τα κατάφερε έτσι; Ένας ιρλανδικός θρύλος λέει ότι ο Τζακ κατάφερε να ξεγελάσει τον Διάβολο: Σύμφωνα λοιπόν με το μύθο, ο Τζακ είχε καλέσει το διάβολο να πιούν ένα ποτό μαζί. Όμως ο Τζακ δεν ήθελε να πληρώσει για το ποτό του και έτσι έπεισε το διάβολο να μεταμορφωθεί σε ένα νόμισμα, ώστε να μπορέσουν να πληρώσουν για τα ποτά τους. Μεταμορφώθηκε λοιπόν ο διάβολος σε νόμισμα, αλλά ο Τζακ αντί να πληρώσει τον έβαλε στην τσέπη του, δίπλα σε ένα σταυρό και έτσι ο διάβολος δεν μπορούσε να πάρει την κανονική του μορφή. Ύστερα από πολλά παρακάλια όμως, ο Τζακ αποφάσισε να τον ελευθερώσει, αρκεί να του έδινε την υπόσχεση ότι ο διάβολος δεν επρόκειτο να τον ενοχλήσει για ένα χρόνο και ούτε θα διεκδικούσε την ψυχή του όταν πέθαινε.

Έτσι πέρασε ο χρόνος και ο διάβολος ξαναεμφανίστητε την ώρα που ο Τζακ προσπαθούσε να κόψει ένα φρούτο από κάποιο δέντρο. Ζήτησε λοιπόν από το διάβολο να ανέβει στο δέντρο και να του κόψει ένα φρούτο. Ο διάβολος ανέβηκε και ο Τζακ γρήγορα γρήγορα σκάλισε ένα σταυρό στον κορμό του δέντρου. Έτσι ο διάβολος ήταν παγιδευμένος, δεν μπορούσε να κατέβει. Γι' αυτό παρακάλεσε τον Τζακ να τον ελευθερώσει και του υποσχέθηκε ότι δεν θα τον ενοχλήσει για δέκα ολόκληρα χρόνια. Τότε ο Τζακ τον ελευθέρωσε. 
Πέρασαν αρκετά χρόνια και ο Τζακ πέθανε. Πήγε στον παράδεισο, αλλά ο Θεός δεν τον δέχτηκε, καθώς ο Τζακ ήταν έναν άνθρωπος μίζερος και κακός. Έτσι τον έστειλε στην κόλαση. Όμως ούτε ο διάβολος τον ήθελε και του θύμισε την υπόσχεση που του είχε δώσει παλιότερα. Είπε λοιπόν στον Τζακ να φύγει. Όμως ο Τζακ τον ρωτάει: «Πως θα φύγω; Έξω έχει σκοτεινιά». Και ο διάβολος πήρε ένα αναμμένο κάρβουνο και του το έδωσε να πορευθεί μέσα στη νύχτα. Ο Τζακ έβγαλε ένα ραπάνι (που πάντα κουβαλούσε μαζί του, καθώς ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα του φαγητά), το χάραξε και έβαλε μέσα το κάρβουνο. Από τότε περιπλανιέται στον κόσμο μην μπορώντας να βρει κάποιο μέρος να αναπαύσει την ψυχή του. 
Έτσι κάθε Χάλοουιν, οι Ιρλανδοί σκάλιζαν ραπάνια, πατάτες και κολοκύθες, έβαζαν μέσα ένα κερί και τα τοποθετούσαν κοντά σε παράθυρα, έτσι ώστε να κρατάνε μακριά τα κακά τα πνεύματα και κυρίως το πνεύμα του τσιγγούνη και πειραχτήρι Τζακ. 
Αυτά είναι τα Φανάρια του Τζακ, αγγλιστί: Jack-o-lantern. (Εντελώς ειδωλολατρικός θρύλος με σαφείς αναφορές στην ελληνική Μυθολογια). Είναι άξιο σχολιασμού πάντως το πώς ο Διάβολος παρουσιάζεται σαν ένα ακίνδυνο, ίσως και αφελές παιχνιδιάρικο πλάσμα που μπορεί να το νικήσει ένας ανθρωπάκος σαν τον Τζακ... Θυμίζει λίγο αυτό που έχει πει ο Μπωντλέρ: «το μεγαλύτερο τέχνασμα του Διαβόλου είναι που μας έχει πείσει ότι δεν υπάρχει...»

Samhain – Η βαθιά ρίζα του Halloween…

Κάτι άλλο εκτός από παραφθαρμένους θρύλους; Πολλοί πιστεύουν ότι το Halloween προέρχεται από τον 7ο μ.Χ. αιώνα. Από τη γιορτή της 13ης Μαΐου που ήταν μια νύχτα μνήμης των νεκρών αγίων η οποία σε μια προσπάθεια της δυτικής εκκλησίας να "εκχριστιανίσει" τις παγανιστικές γιορτές Beltane και Samhain, μετακινήθηκε την 1η Νοεμβρίου.

Φαίνεται όμως ότι οι ρίζες της κολοκύθας είναι πολύ πιο βαθιές... Ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα, οι Κέλτες της Βρετανίας και της Ιρλανδίας τηρούν την γιορτή Samhain στα τέλη Οκτωβρίου, περίοδο κατά την οποία πιστεύουν ότι οι δαίμονες και τα πνεύματα των νεκρών περιπλανιούνται στη γη. «Samhain» άλλωστε, σημαίνει «το τέλος του καλοκαιριού». Για τους Κέλτες είναι η εποχή που τραβιόταν το πέπλο που υπήρχε ανάμεσα στον ανθρώπινο και τον υπερφυσικό κόσμο και τα πνεύματα γυρνούσαν αδέσποτα στη γη. Υποτίθεται ότι τότε, οι ψυχές των νεκρών επέστρεφαν στα σπίτια τους και οι οικογένειες άφηναν έξω από το σπίτι τροφή και ποτά για να κατευνάσουν τα φαντάσματα. 
Τον 10ο μ.Χ αιώνα, οι Ρωμαίοι κατακτούν τους Κέλτες και παίρνουν προίκα τις πνευματιστικές τελετουργίες τους. Ο Ιούλιος Καίσαρας μιλά στους «Γαλατικούς Πολέμους» για τη Δρυιδική γιορτή Samhain και τους Δρυίδες οι οποίοι - ειρήσθω εν παρόδω - δεν ήταν τόσο αθώοι και καλοσυνάτοι όσο ο συμπαθέστατος Πανοραμίξ ούτε ασχολούνταν αποκλειστικά με μαγικά φίλτρα. Περιγράφει τους Δρυίδες ως μια θεοκρατία με απόλυτη εξουσία στον αγροτικό πληθυσμό τον οποίο είχαν υποδουλώσει μέσω του τρόμου. Το Samhain στην πορεία, συνδέθηκε με μαζικές ανθρωποθυσίες ανδρών, γυναικών και παιδιών που καίγονταν ζωντανοί σε τεράστια σκιάχτρα, γνωστά ως: «Wicker Man». 
Τον 7ο μ.Χ. αιώνα ο Πάπας Βονιφάτιος Δ’ [8 Μαΐου] καθιερώνει τον ετήσιο εορτασμό της Ημέρας των Αγίων Πάντων προς τιμήν των μαρτύρων. Τον 11ο μ.Χ. αιώνα προσδιορίζεται η 2α Νοεμβρίου ως Ημέρα των Ψυχών για να τιμάται η μνήμη των νεκρών και μέσα στον Μεσαίωνα, τα αρχαία έθιμα των Κελτών προς τιμήν των δαιμόνων σφιχταγκαλιάζουν τις τελετουργίες προς τιμή των νεκρών. Με αυτά και με αυτά, φτάνουμε στον 18ο μ.Χ. αιώνα όπου εμφανίζεται για πρώτη φορά η ονομασία Halloween σε έντυπη μορφή. 
Ο αμέσως επόμενος αιώνας, ο 19ος φέρνει το έθιμο στην Αμερική μαζί με κύματα μεταναστών από την Ιρλανδία που παντρεύουν τα έθιμά τους με αυτά των μεταναστών από τη Βρετανία και τη Γερμανία ακόμη και από την Αφρική. Στις ΗΠΑ το Halloween άρχισε να γιορτάζεται το 1840, όταν ιρλανδοί καθολικοί έφεραν το έθιμο στη νέα τους πατρίδα. Οι Αμερικανοί άλλο που δεν θέλουν. Δώστους μια γιορτή κι ένα σύμβολο και θα το «τερματίσουν». Η κολοκύθα εξάλλου ταιριάζει τόσο πολύ με τη αμερικανική pop κουλτούρα... 
Τα υπόλοιπα είναι λίγο - πολύ γνωστά. Τον 20ο αιώνα με την υποστήριξη του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, το Halloween γίνεται πανεθνική γιορτή στις ΗΠΑ. Στον αιώνα που διανύουμε, εκτός από γιορτή είναι και μια τεράστια μπίζνα. Στολές, αξεσουάρ και κολοκύθες σε κάθε μορφή πωλούνται κατά εκατομμύρια. Ενδεικτικά: το ένα τέταρτο όλων των γλυκών που πωλούνται ετησίως στις Η.Π.Α αγοράζεται αποκλειστικά για το Halloween. Όσοι τηρούν το έθιμο σήμερα, ντύνονται φαντάσματα ή μάγισσες και ζητούν κέρασμα (treat) για να μην κάνουν σκανδαλιά (trick) απλώς διαιωνίζουν τις τελετουργίες της γιορτής Samhain. Όπως τα περισσότερα παιδάκια στις ΗΠΑ... 
Πανσέληνος – κολοκύθα – μάγισσα – μαύρη γάτα... Όλα τα σύμβολα του παγανισμού μαζί! 
Trick or Treat? – τι γλυκούλι δίλημμα... 
Την ημέρα της γιορτής τα μικρά παιδιά γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας μεταμφιεσμένα και οι ιδιοκτήτες των σπιτιών ανοίγουν τις πόρτες τους καλόκαρδα και προσφέρουν στα παιδάκια γλυκά και ζαχαρωτά αλλιώς... δέχονται να τους κάνουν οι μικροί επισκέπτες τους, ένα πείραγμα. Γι αυτό και το έθιμο λέγεται: «Trick or Treat?» δηλαδή: «πείραγμα ή καλόπιασμα;» Χαριτωμένο έθιμο ε; Γλυκούλι. 
Πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη... 
Μάλλον προέρχεται από το κέρασμα που άφηναν έξω από την πόρτα για τα πνεύματα. Εκτός αν... προέρχεται από κάποιο άλλο έθιμο, ακόμη πιο σκοτεινό. Ένα από τα έθιμα που τηρούσαν οι Δρυίδες για το Samhain ήταν να γυρνούν με κολοκύθες τις οποίες γέμιζαν με ανθρώπινο λίπος. Πού το έβρισκαν; Έλα ντε. 
Οι Δρυίδες έφερναν καζάνια και τα άναβαν στη φωτιά για τη θυσιαστική τελετή τους. Όσο θερμαίνονταν τα καζάνια, οι Δρυίδες κτυπούσαν τις πόρτες των τοπικών αρχόντων και φώναζαν «Trick or Treat» που μπορεί να σημαίνει επίσης: «τέχνασμα ή θεραπεία»; Ο λόγος που γυρνούσαν και χτυπούσαν τις πόρτες ήταν για να δουν αν ο αφέντης του φέουδου σκόπευε να προσφέρει κάποια «θεραπεία». Η θεραπεία δεν ήταν άλλο από μια θυσία. Ανθρωποθυσία. Θα μπορούσε να ήταν ένας από τους υπηρέτες ή ακόμη και κάποιο από τα μέλη της οικογένειας που του φεξε εκείνη τη νύχτα. 
Η ανταμοιβή για την «θεραπεία» θα ήταν μια κολοκύθα γεμάτη με ανθρώπινο λίπος και θα την άναβαν, έτσι ώστε ο καθένας μέσα στο σπίτι να ήταν προστατευμένος από τους δαίμονες που κλήθηκαν στο Samhain. 
Οι Δρυίδες τρομοκρατούσαν τους κατοίκους ότι αν δεν έδιναν προσφορά – θεραπεία – καλόπιασμα, δηλαδή όλα αυτά που σημαίνει η λέξη: treat, τότε... την είχαν βαμμένη, κατά κυριολεξία. Ένας κύκλος με ένα εξάκτινο αστέρι από αίμα θα ζωγραφιζόταν στην πόρτα του σπιτιού και αυτό θα προσέλκυε – υποτίθεται – τους δαίμονες και όλες τις κατάρες που θα επικαλούνταν οι Δρυίδες κατά τη διάρκεια του Samhain. 
Άρα: ή treat – ανθρωποθυσία – κολοκύθα με ανθρώπινο λίπος ή trick – εξάκτινο αστέρι από αίμα – δαίμονες. Απλά πράγματα. 
Είτε δεχθούμε αυτή τη θεωρία για την προέλευση του λογοπαίγνιου είτε την άλλη που υποστηρίζει ότι το «πείραγμα ή κέρασμα» βασίζεται στη συνήθεια να αφήνουν γλυκά και τρόφιμα έξω από τις πόρτες για να καλοπιάσουν τα πνεύματα των νεκρών.... η προέλευση της γιορτής, του συμβόλου της και του συνθήματός της είναι βουτηγμένη στην ειδωλολατρία και τον πνευματισμό. Με τον χριστιανισμό, καμία σχέση. 
Παρόλα αυτά, το Halloween είναι η δεύτερη πιο εμπορική γιορτή στην Αμερική! Επτά στους δέκα Αμερικανούς (καθολικοί, προτεστάντες, άθεοι) συμμετέχουν με ενθουσιασμό στο Halloween. Οι σατανιστές επίσης, θεωρούν το Halloween μία από τις μεγαλύτερες γιορτές τους (αν όχι τη μεγαλύτερη) και την γιορτάζουν με όσες θυσίες μπορούν να προσφέρουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά κέντρα φιλοξενίας αδέσποτων ζώων στις ΗΠΑ βγάζουν ανακοινώσεις ότι δεν δίνουν για υιοθεσία μαύρες γάτες τις ημέρες γύρω από το Halloween. 
Τελικά, το Halloween, η γιορτή των μάγων και των μαγισσών, αποδείχτηκε και το πιο επιτυχημένο μαγικό τους αφού κατάφεραν να κάνουν τόσο κόσμο να γιορτάζει μαζί τους.

Αγία Μάρτυς Σεβαστιανή.

Αγία Μάρτυς Σεβαστιανή. 
 24 Οκτωβρίου. 
Σεβαστιανὴ τῇ τομῇ βλύζει γάλα,
Οὐχ αἷμα καὶ σάρξ ὥς περ οὖσα πρὸς ξίφος.

Η Αγία Σεβαστιανή καταγόταν από την πόλη Σεβαστή της Φρυγίας και διδάχτηκε τη χριστιανική πίστη από τον απόστολο Παύλο, και πήρε τη θερμότητα και την ανδρεία του διδασκάλου της. 
Η Αγία Σεβαστιανή έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και χρησιμοποιούσε τη ζωή της κάθε μέρα για την αλήθεια του Ευαγγελίου στη Μαρκιανούπολη της Θράκης. Πήγαινε σε σπίτια ειδωλολατρών και είλκυε πολλές γυναίκες απ' αυτούς στους κόλπους της Εκκλησίας. Συνελήφθη γι' αυτό επί αυτοκράτορας Δομετιανού και ηγεμόνος Σεργίου, κακοποιήθηκε και εξεδιώχθη από τον τόπο της. 
Έφθασε στην Ηράκλεια της Θράκης όπου πάλι συνελήφθη, από τον ηγεμόνα Πομπηιανό, και φυλακίστηκε. Αλλά η γυναικεία της φύση, ντρόπιασε τους βασανιστές της. Οι υποσχέσεις δεν τη δελέασαν, οι απειλές δεν την έκαμψαν, και κάτω από βαριά μαρτύρια στάθηκε όρθια με όλη της τη γενναιοψυχία. Οι σάρκες της αγίας Σεβαστιανής σχίζονταν, αλλά τα χείλη, όπως και η καρδιά της, εξακολουθούσαν να υμνούν τον Χριστό. Τελικά, η μεγάλη αυτή αθλήτρια της Εκκλησίας μας, παρέδωσε τη ζωή της με τον δια αποκεφαλισμού θάνατο και ετάφη στη Ραιδεστό.

Άγιος Ελεσβαάν Βασιλεύς της Αιθιοπίας.


Άγιος Ελεσβαάν Βασιλεύς της Αιθιοπίας.  
24 Οκτωβρίου. 
Επί της βασιλείας Ιουστίνου (518-527), βασίλευε στην Αξώμη της Αιθιοπίας ο Άγιος βασιλεύς Ελεσβαάν (Σημείωση: Ονομάζεται επίσης και Κάλεβ Έλλα Ασμπέχα (520-540). Σχετικά με την πρώτη χριστιανική ιεραποστολή στην Αιθιοπία, βλέπε τον βίο του Αγίου Φρουμεντίου, τιμάται [30 Νοεμβρίου]). Στο γειτονικό βασίλειο της Ομηρίτιδος στην Ευδαίμονα Αραβία (Σημείωση: Το αρχαίο βασίλειο του Σαβά, η σημερινή Υεμένη), η εξουσία ήταν στα χέρια ενός άνδρα σκληρόκαρδου και πολεμοχαρούς, του Δου-Νοουάς, ο οποίος είχε ασπασθεί τον Ιουδαϊσμό λαμβάνοντας το όνομα Γιουσούφ, και ο οποίος δεν έπαυε τις επιδρομές εναντίον του χριστιανικού βασιλείου της Αιθιοπίας. Μετά από λαμπρές νίκες, ο Ελεσβαάν κατόρθωσε να τον υποτάξει, να εγκατασταθεί στο βασίλειο του και να τον υποχρεώσει να καταβάλει φόρο υποτέλειας (518). Μετά από κάποια χρόνια ωστόσο ο Δου-Νοουάς κατάφερε να συγκεντρώσει μεγάλο στράτευμα και άρχισε τις επιδρομές εναντίον των χριστιανικών πόλεων που βρίσκονταν στο βασίλειο του για να εξοντώσει όσους αρνούνταν να αλλαξοπιστήσουν και να ποδοπατήσουν τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό.

Κατευθύνθηκε τότε προς την πόλη Ναζράν (Νεγράν) της βορείου Υεμένης, πόλη πλούσια με πολλούς κατοίκους, που ήταν χριστιανοί από την εποχή της βασιλείας του Κώνσταντος, υιού του αγίου Κωνσταντίνου του Μεγάλου (337-360). Επικεφαλής της πόλεως και της γύρω περιοχής ήταν ο Άγιος Αρέθας [24 Οκτωβρίου], ένας σοφός και όσιος γέροντας με κατάλευκη γενειάδα, του οποίου όλοι γνώριζαν και σέβονταν την ενάρετη βιοτή. Αφού ανέπτυξε τους δώδεκα χιλιάδες στρατιώτες του σε θέση πολιορκίας, ο Δού-Νοουάς άρχισε να προκαλεί τους υπερασπιστές της πόλεως απειλώντας ότι θα τούς περνούσε όλους από μαχαίρι αν δεν παραδοθούν και δεν αρνηθούν τήν πίστη τους. Προς μεγάλη του έκπληξη διαπίστωσε ότι αντί να τούς πτοήσουν, οι απειλές του ενδυνάμωναν τον ζήλο των χριστιανών να θυσιαστούν για τον Χριστό. Φοβούμενος ότι μια παρατεταμένη πολιορκία θα του προκαλούσε σημαντικές απώλειες, αποφάσισε να αλλάξει τακτική και να μεταχειριστεί τέχνασμα. Με κολακείες και ψευδείς υποσχέσεις κατόρθωσε ο πανούργος να πείσει τους προύχοντες να του επιτρέψουν να εισέλθει στην πόλη με μικρή συνοδεία για μια εθιμοτυπική επίσκεψη καθ’ ότι ήταν ηγεμόνας της περιοχής. 
Του άνοιξαν λοιπόν τις πύλες δίνοντας πίστη στις υποσχέσεις του και εμπιστευόμενοι εαυτούς στην προστασία του Θεού. Ευπροσήγορος και χαμογελαστός ο Δού-Νοουάς επέδειξε ασυνήθιστη ευγένεια και έπλεξε το εγκώμιο της πόλεως για τον πλούτο των μνημείων της, την ευημερία και την ομόνοια των κατοίκων. Φεύγοντας προσκάλεσε τους άρχοντες να επισκεφθούν την επαύριον το στρατόπεδο του. Όταν την επομένη το πρωί άνοιξαν τις πύλες για να εξέλθουν οι προύχοντες, επικεφαλής των όποιων ήταν ο άγιος Αρέθας, ο Δού-Νοουάς διέταξε να τους συλλάβουν όλους. Εκμεταλλευόμενος την ταραχή και τη σύγχυση των κατοίκων, οι στρατιώτες του εισήλθαν στην πόλη, την κατέλαβαν και την λεηλάτησαν εν ριπή οφθαλμού. 
Η μανία του τυράννου ξέσπασε κατ’ αρχήν στον Άγιο επίσκοπο Παύλο, ο οποίος είχε αποβιώσει δυο χρόνια πριν. Ο Δού-Νοουάς διέταξε να ανοίξουν το μνημείο του και έδωσε διαταγή να ρίξουν στη φωτιά τα άγια λείψανα, τα οποία ενθέρμως ευλαβούντο οι κάτοικοι. Κατόπιν διέταξε να καούν ζωντανοί όλοι οι ιερείς, κληρικοί, μοναχοί και μοναχές της πόλεως, τετρακόσιοι εβδομήντα επτά τον αριθμό. Μετά ήλθε η σειρά εκατόν είκοσι επτά ευλαβών λαϊκών να προσφέρουν τη ζωή τους στον Χριστό, τμηθέντες την κεφαλή. Ο Δου-Νοουάς διέταξε να φέρουν ενώπιον του μια πλούσια χήρα αρχόντισσα, την όποια δοκίμασε να πείσει πρώτα με υποσχέσεις και κατόπιν με απειλές των πιο φρικτών βασανιστηρίων. Βλέποντας τον τύραννο να προσβάλλει τη μητέρα της και τους στρατιώτες του να την κακοποιούν, η κόρη της αρχόντισσας όρμησε στον Δου-Νοουάς και τον έπτυσε κατά πρόσωπο. Έξαλλος από θυμό ο τύραννος διέταξε να αποκεφαλίσουν επί τόπου τη δωδεκάχρονη κόρη και, άκρον άωτον ωμότητας, ανάγκασε τη μητέρα της να πιει σ’ ένα κύπελλο από το αίμα της κόρης της πριν αποκεφαλισθεί κι εκείνη με τη σειρά της. 
Την επομένη, ο τύραννος κάθισε σε θρόνο υπερυψωμένο και διέταξε να παρουσιασθεί ενώπιον του ο Άγιος Αρέθας και οι τριακόσιοι σαράντα σύντροφοι του. Ο Άγιος Αρέθας ήταν τόσο γέρος και καταβεβλημένος από τα δεινά που έπληξαν τους συμπολίτες του ώστε χρειάσθηκε να τον μεταφέρουν στα χέρια μέχρι τον τόπο της ανακρίσεως. Παρά την προχωρημένη του ηλικία, επέδειξε ενώπιον του τυράννου θάρρος και παρρησία ισάξια της ορμής νέου πολεμιστή. Με πραότητα και γαλήνη ενθάρρυνε τους συντρόφους του να τελειωθούν μέσω του μαρτυρίου και να συμμετάσχουν με χαρά στο σωτήριο Πάθος, ώστε να απολαμβάνουν αιωνίως τη δόξα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ακούγοντας τις προτροπές και τις παραινέσεις του, οι σύντροφοι του με καυτά δάκρυα και εν ενί στόματι τον διαβεβαίωσαν ότι ή αγάπη που τους είχε ενώσει στον πρόσκαιρο αυτό βίο παρέμενε ακατάλυτη μέχρι θανάτου και ότι ήταν όλοι τους έτοιμοι να δεχθούν μαζί του τον στέφανο του μαρτυρίου. Βλέποντας την ακλόνητη απόφαση τους, ο τύραννος εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να τους μεταστρέψει και να τους κάνει ν’αρνηθούν την πίστη τους και διέταξε να τους οδηγήσουν κοντά στο ποτάμι και να τους αποκεφαλίσουν. Αφού προσευχήθηκαν για τελευταία φορά, αντάλλαξαν τίμιο ασπασμό, όπως κάνουν οι ιερείς όταν ετοιμάζονται να μεταλάβουν των τιμίων Δώρων και πρώτος ο Αρέθας ετμήθη την κεφαλή. Οι υπόλοιποι έχρισαν ευλαβικά το μέτωπο τους με το αίμα του αγίου και έμπλεοι χαράς έτειναν τον τράχηλο στους δήμιους. 
Λίγο αργότερα, έφθασε στον χώρο του μαρτυρίου μια γυναίκα, μαζί με το τριετές βρέφος της για να χρησθεί και εκείνη με λίγες σταγόνες από το αίμα των μαρτύρων. Οι στρατιώτες την συνέλαβαν και την οδήγησαν στον τύραννο, ο όποιος αμέσως διέταξε να καεί ζωντανή. Ωσάν νεοσσός που έχει χάσει τη μητέρα του, φώναζε το βρέφος μέσα στη δυστυχία του. Συγκινημένος από την ομορφιά και τη χάρη του μικρού αγοριού, ο τύραννος το πήρε στην αγκαλιά του και προσπάθησε να το παρηγορήσει. Το ρώτησε τι επιθυμούσε πιο πολύ και μεγάλη υπήρξε η έκπληξη του όταν το άκουσε να ψελλίζει ότι ήθελε να συμμερισθεί το μαρτύριο με τη μητέρα του. «Μα τί είναι το μαρτύριο;» το ρώτησε ο τύραννος. «Μαρτύριο είναι να πεθάνεις για τον Χριστό ώστε εκ νέου να ζήσεις». «Ξέρεις, όμως, ποιος είναι αυτός ο Χριστός;» «Έλα στην εκκλησία και θα σου τον δείξω», απάντησε με παρρησία το βρέφος. Τίποτε δεν στάθηκε δυνατό να κλονίσει την απόφαση του νηπίου, που απεδείχθη σοφότερο πολλών γερόντων του κόσμου τούτου. Κι όταν είδε να ρίχνουν τη μητέρα του στη φωτιά, ξέφυγε με μιας από την αγκαλιά του τυράννου, έτρεξε στη φωτιά και δίχως δισταγμό εισήλθε στις φλόγες του πυρός για να βρει τη μητέρα του και να ενωθούν μαζί με τον Χριστό. 
Ο απόηχος της σφαγής έφθασε μέχρι τ’αυτιά του ευλαβούς αυτοκράτορα Ιουστίνου στην Κωνσταντινούπολη ο αυτοκράτορας έστειλε επιστολή στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Αστέριο ζητώντας τον να πείσει τον βασιλέα της Αιθιοπίας Ελεσβαάν να εκστρατεύσει κατά του σκληρόκαρδου Δου-Νοουάς και να τον τιμωρήσει. Ο Πατριάρχης Αστέριος συγκέντρωσε τους μονάχους της Νιτρίας και των άλλων ερήμων, οι όποιοι με ολονύκτιες αγρυπνίες και νηστεία προσεύχονταν για την επιτυχή έκβαση της εκστρατείας και τη λύτρωση των χριστιανών. Ο Ελεσβαάν, ωστόσο, φοβόταν ότι ήταν αδύνατο να νικήσει και ζητούσε ένα σημείο εκ Θεού πήγε, λοιπόν, σε έναν φημισμένο ερημίτη τής χώρας του να λάβει την ευχή και τη συμβουλή του. Ο θεοφόρος άνδρας τον διαβεβαίωσε ότι με τα δάκρυα και τις προσευχές του αυτοκράτορα Ιουστίνου, του Πατριάρχου Αλεξανδρείας και των μοναχών του καθώς και του ίδιου, ο Θεός θα του παρέδιδε τον ασεβή τύραννο σιδηροδέσμιο στα χέρια του. Τόση ήταν η βεβαιότητα του ώστε έδωσε εντολή στον Ελεσβαάν να πάρει τρόφιμα και εφόδια για είκοσι μόνον ημέρες. 
Το χριστιανικό στράτευμα πολέμησε ανδρείως και γρήγορα ανακατέκτησε, με τη βοήθεια του Θεού, την πόλη Ναζράν και την Ομηρίτιδα χώρα (525). Ο βασιλεύς Ελεσβαάν, που είχε καταστεί όργανο της οργής του Θεού εναντίον των Εβραίων [ο Δου-Νοουάς είχε ασπασθεί τον Ιουδαϊσμό] και των έχθρων των χριστιανών, εγκατέστησε στην πόλη έναν επίσκοπο (Σημείωση: βλέπε τον βίο του Αγίου Γρηγεντίου, τιμάται [19 Δεκεμβρίου]), με την περιουσία που είχε αφήσει ο Άγιος Αρέθας οικοδόμησε νέους ναούς, και κατόπιν επέστρεψε στο βασίλειο του. 

 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμος 2ος (Οκτώβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

Ύμνος δοξολογίας στον Άγιο Απόστολο Ιάκωβο, τον Αδελφόθεο



Ύμνος δοξολογίας

στον Άγιο Απόστολο Ιάκωβο, τον Αδελφόθεο
του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
ΠΗΓΗ:ΕΔΩ
Ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο πάγκαλλος δίκαιος,
ερμήνευε τη διδασκαλία του Χριστού με τη ζωή του,
και όταν τον βασάνιζαν, εκείνος γονάτισε ταπεινά,
και προσευχήθηκε στον Θεό για τους εχθρούς του.
Σε ένα τόπο δύσκολο πολύ, σε δύσκολους χρόνους,
Έφερε υπομονετικά τον επισκοπικό ζυγό.
Ποίμανε την Εκκλησία ως καλός ποιμένας,
και δόξαζε τον Κύριο με λόγο και έργο.
Δίδασκε τους ανθρώπους να αγαπούν τον Ιησού,
και δίδασκε τους πιστούς να προσεύχονται στον Θεό.

“Κενόδοξε άνθρωπε, τι είναι μόνο η πίστη;
Η πίστη χωρίς έργα είναι σαν το κούφιο άχυρο.
Όποιος έχει αυτιά, ας ακούσει τη διδασκαλία:
Η πίστη χωρίς έργα είναι σώμα χωρίς πνεύμα.

Από πού έρχονται οι πόλεμοι, απεχθείς για όλους;
Από τα ακάθαρτα πάθη του σώματος.
Οι άνθρωποι πάντα πολεμούν και δεν έχουν ειρήνη,
γιατί οι καρδιές τους επιθυμούν το κακό και μετά χύνουν το αίμα τους.
Όποιος απομακρύνει έναν αμαρτωλό από την πλάνη
θα λάβει ως δώρο από τον Κυρίο, την ανταμοιβή της αιωνίου ζωής.
Οι Εβραίοι θανάτωσαν τον δίκαιο Ιάκωβο-
αλλά μάλλον τους εαυτούς τους δολοφόνησαν και εκείνον δόξασαν!

Ω εξαίσιε Ιάκωβε, άγιε απόστολε,
Βοηθήσε τους πιστούς που προσεύχονται σε σένα.

 


Ο Πρόλογος από την Οχρίδα 
Βίοι Αγίων 
του Αγίου Νικολάι Βελιμίροβιτς

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Κάθε στροφή προς τον εαυτό μας μειώνει ή και παύει τη διαμονή στο φως της θεότητας

"Κάθε στροφή προς τον εαυτό μας μειώνει ή και παύει τη διαμονή στο φως της θεότητας και γι' αυτό όποιος γνώρισε την αγάπη του Θεού και συγχρόνως την πίκρα για την απώλεια αυτή αποστρέφεται με οργή καθετί που οδηγεί στην απώλεια αυτή."



πηγή video : Διδαχές Αγίων 

Ομιλούντες περί του πληρώματος της πανανθρωπίνης πείρας, είμεθα πεπεισμένοι ότι είναι εφικτή εις τον άνθρωπον υπό οιασδήποτε συνθήκας· ούτω και ο μοναχισμός ως τοιούτος δεν αποτελεί εξαίρεσιν της γενικής καταστάσεως. Εις έκαστον εξ ημών εδόθη η ιδία εντολή· εν άλλοις λόγοις, ουδείς εξ ημών είναι ηδικημένος ενώπιον του Θεού, αλλά πάντες τιμώνται κατ’ ίσον μέτρον. Εις  έκαστον εξ ημών εδόθη και το αυτό «ποσόν», εάν δυνάμεθα να εκφρασθώμεν ούτως, δια του οποίου αποκτάται η εσχάτη εφικτή εις τον άνθρωπον τελειότης της αγάπης, το τίμημα της οποίας δια πάντας και δι’ έκαστον είναι το αυτό: να μη φεισθή εαυτού εις τέλος. Τούτο δεν σημαίνει μόνον να «ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου και παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσωμαι» (Α’ Κορ. ιγ’ 3), αλλά να αποταχθώ «πάσι τοις εμαυτού υπάρχουσιν» (πρβλ. Λουκ. ιδ’ 33) εν τοις ορίοις του κτιστού μου είναι, εν τω χωρισμώ αυτού από του Θεού, εν τη εγωϊστική μονώσει και αντιθέσει αυτού προς τον πλησίον, τον συνάνθρωπον. 
Ίσως είπη τις: Δεν είναι άραγε υπερβολική αξίωσις να λέγωμεν ότι η χριστιανική πείρα εξαντλεί το πλήρωμα της πανανθρωπίνης υπάρξεως; Δεν είναι και η πείρα αύτη, ως και αι άλλαι, απλώς μία εκ των πολλών πλευρών της ατελευτήτως πλουσίας κοσμικής υπάρξεως, ήτις συναποτελείται εκ πολλών σφαιρών πραγματικοτήτων, εφικτών εις το έν ή το άλλο είδος πείρας, επί παραδείγματι, η μία εις την επιστήμην, η άλλη εις την τέχνην, η τρίτη εις την φιλοσοφίαν, η τετάρτη εις τον πανθεϊσμόν, η πέμπτη εις τον χριστιανισμόν κ.ο.κ.; Πραγματευόμενοι περί της εξαντλήσεως των δυνατοτήτων της ανθρωπίνης υπάρξεως, στηριζόμεθα επί της θέσεως ότι η ύπαρξις παντός λογικού κτιστού όντος κινείται μεταξύ δύο ορίων: το έν, η προς τον Θεόν αγάπη έως του καθ’ εαυτού μίσους· το άλλο, η προς εαυτόν αγάπη έως του κατά του Θεού μίσους. Ουδέν των λογικών όντων δύναται να εξέλθη των ορίων τούτων, εν ουδεμιά των πράξεων αυτού. Παν ό,τι τελείται εν τη προσωπική ημών υπάρξει προέρχεται εκ της πνευματικής ημών αυτοδιαθέσεως, ακριβώς εντός των ορίων αυτών, ασχέτως αν αντιλαμβανώμεθα τούτο δια του λογικού, ή αν η αυτοδιάθεσις αύτη τελήται εν τω ακαθορίστω εκείνω βάθει του πνεύματος ημών, οπόθεν εκπηγάζει και αυτή αύτη η λογική ημών σκέψις. Εις τον καθορισμόν και των δύο άλλων ορίων βλέπομεν τας αυτάς λέξεις  -αγάπη και μίσος- αλλ’ εις διάφορον λογικήν ακολουθίαν, εις διάφορον συσχετισμόν. Η διαφορά όμως ενταύθα δεν έγκειται μόνον εις της ακολουθίαν, αλλά και εις την βαθείαν σημασίαν αυτών των λέξεων. Εν τη πρώτη περιπτώσει, η αγία και τελεία αγάπη, και το άγιον και τέλειον μίσος. Εν τη δευτέρα, η αμαρτωλός φιλαυτία και το αμαρτωλόν μίσος. Το πρώτον μίσος είναι αποτέλεσμα του πληρώματος της προς τον Θεόν αγάπης, της πλήρους συγκεντρώσεως πασών των δυνάμεων του είναι ημών εις τον Θεόν, μέχρι λήθης εαυτού, μέχρις απροθυμίας στροφής προς εαυτόν. Η απροθυμία αύτη της προς εαυτόν στροφής λαμβάνει κατηγορηματικόν χαρακτήρα, και τότε ορίζεται ως «οργή», είτε ως «μίσος» καθ’ εαυτού. Πάσα προς εαυτόν στροφή μειοί ή και παύει την διαμονήν εις το φως της Θεότητος, και δια τούτο ο γνωρίσας την αγάπην του Θεού και συγχρόνως την πικρίαν της απωλείας αυτής αποστρέφεται εν οργή παν ό,τι οδηγεί εις την απώλειαν ταύτην. Εντελώς διαφόρως δέον όπως ομιλώμεν περί του κατά του Θεού μίσους. Οι αγαπώντες εαυτούς έως του κατά του Θεού μίσους είναι εκείνοι οίτινες «ηγάπησαν μάλλον το σκότος ή το φως» (Ιωάν. γ’ 19). 
Το θέμα τούτο υπερβαίνει τας δυνάμεις ημών, και δια τούτο διακόπτομεν τον περί αυτού λόγον. 

ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ
Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ
Αγίου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)


Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Παρακλητικός Κανών εις την Όσία Παρασκευή την Επιβατηνή



Παρακλητικός Κανών εις την Όσία Παρασκευή την Επιβατηνή

†Εορτάζεται στις 14 Οκτωβρίου

Εὐλογήσαντος τοῦ ίερέως άρχόμεθα άναγινώσκοντες τον

 

ΡΜΒ’ (142) Ψαλμόν. 
Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ Σου, εἰσάκουσον μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου καὶ μὴ εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου Σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν Σου, πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου. Ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς, ὡς νεκρούς αἰῶνος καὶ ἠκηδίασεν ἐπ’ ἐμέ τό πνεῦμα μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις Σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν Σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρός Σέ τάς χείρας μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός Σοι. Ταχύ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμα μου. Μὴ ἀποστρέψης τό πρόσωπόν Σου ἀπ’ ἐμοῦ καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστὸν ποίησόν μου τό πρωΐ τό ἔλεός Σου, ὅτι ἐπὶ Σοί ἤλπισα. Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν ἐν ἧ πορεύσομαι, ὅτι πρός Σέ ἦρα τὴν ψυχήν μου. Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρός Σέ κατέφυγον, δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημά Σου, ὅτι Σύ εἶ ὁ Θεός μου. Τό Πνεῦμα Σου τό ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου, Κύριε, ζήσεις με. Ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου καὶ ἐν τῷ ἐλέει Σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου. Καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλος Σου εἰμί.

Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος ἅ΄. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίω, καί ἐπικαλεῖσθε τό ὄνομα τό ἅγιον αὐτοῦ.
Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. β’. Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με καὶ τό ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. γ’. Παρά Κυρίου ἐγένετο αὕτη καὶ ἔστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. 
Εἶτα τά Τροπάρια. 
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ σταυρῷ.
Παρασκευὴν τὴν πανσεβάσμιον νύμφην, τοῦ Οὐρανίου καὶ ἀφθάρτου Νυμφίου, περιχαρῶς συνδράμωμεν ὑμνῆσαι οἱ πιστοί· αὕτη γὰρ ὑπέρμαχος ἐκ Θεοῦ ἐδωρήθη, πᾶσι τοῖς δοξάζουσι, τὴν αὐτῆς πολιτείαν, καὶ ἰαμάτων βρύει ποταμούς, τοῖς μετὰ πόθου τὰ λείψανα σέβουσι.

Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Οὐ σιωπήσομεν πότε, Θεοτόκε, τὰς δυναστείας Σου λαλεῖν, οἱ ἀνάξιοι. Εἰ μὴ γὰρ Σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἡμᾶς ἐῤῥύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; Τίς δὲ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ Σοῦ· Σοὺς γὰρ δούλους σῴζεις ἀεὶ ἐκ παντοίων δεινῶν.

Εἶτα ὁ Ν’ (50) Ψαλμός. 
λέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου, ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου. Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καί ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διά παντός. Σοί μόνῳ ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα, ὅπως ἄν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις Σου καί νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί Σε. Ἰδοὺ γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καί τὰ κρύφια τῆς σοφίας Σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τό πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός καί πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου καί τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου Σου καί πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς Σου καί ἀσεβεῖς ἐπὶ σέ ἐπιστρέψουσιν. Ῥῦσαι με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσα μου τήν δικαιοσύνην Σου. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν Σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσίᾳ τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ Σου τήν Σιών καί οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καί ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τό θυσιαστήριόν Σου μόσχους.

Καὶ ὃ Κανὼν.

ᾨδὴ α΄. Ἦχος πλ. δ΄. Ὑγρὰν διοδεύσας.
Ἀμέσως τῷ θρόνῳ τοῦ Παντουργοῦ, Μῆτερ παρεστῶσα, ἱκεσίαις ὑπὲρ ἡμῶν, προσάγαγε Τούτῳ ἵνα πᾶσι, τοῖς τῶν πταισμάτων δωρήσῃ συγχώρησιν.

Ἰὸν τὸν τοῦ ὄφεως πεπτωκώς, θανάτου ταῖς πύλαις, προσπελάσας τε ἀληθῶς, πηγὴ τῆς ζωῆς ἡ ἐντρυφῶσα, σαῖς ἱκεσίαις μὲ ζώωσον ἔνδοξε.

Νοός μου Ὁσία τὰς ἐκτροπάς, καὶ τὰς καταιγίδας, τῶν ἀτόπων μου λογισμῶν, στῆσον σῶσον ταῖς λιταῖς σου, ἵνα μὴ μὲ εἰς ᾍδην καθελκύσωσι.

Θεοτοκίον.
Ὁ βίος μου ἅπας ἐν ἡδοναῖς, καὶ ἐν πονηρίαις μεματαίωται ἀληθῶς· Σὺ δὲ ἡ τεκοῦσα τὸν Σωτῆρα, πρὸ τῆς ἐξόδου μου σῶσον πρεσβείαις Σου.

ᾨδὴ γ΄. Οὐρανίας ἁψίδος.
Νοσημάτων παντοίων καὶ ἀλγεινῶν θλίψεων, κύματα δεινῶς ὑψωθέντα, καταποντίζουσι, τὴν ἀθλίαν ψυχήν μου εἰς βάραθρον ᾍδου, Μῆτερ ταῖς πρεσβείαις σου, χεῖρας μοι ὄρεξον.

Δακρυῤῥόους λιβάδας ἀπέπνιξον χάριν μοι, ἐκ τῆς καρδίας βαθέως, δίδου πρεσβείαις σου, δι’ ὧν ἀπόπλυνόν μου τὰ δυσωδέστατα πάθη, ψυχῆς τε καὶ σώματος, Μῆτερ ἀείμνηστε.

Ἐμαυτῷ τὰ πολλά μου ὡς συνειδὼς πταίσματα, ἄνευ κατηγόρων κατάκριτος καὶ πρὸ κρίσεως, εἰμὶ ὁ ἄθλιος, σὺ ὁ Σωτὴρ τῶν ἁπάντων φεῖσαί μου, δεήσεσι Παρασκευῆς τῆς σεμνῆς.

Θεοτοκίον.
Χαριτώνυμε Κόρη, ἡ τὴν χαρὰν τέξασα, τὴν ἀναφαιρέτως δοθεῖσαν, παντὶ τῷ πλάσματι, ζόφωσιν τῆς λύπης, ἥν ὁ ἐχθρός μου ἐπάγει, ἵνα ἀπωλέσῃ με, σκέδασον τάχιστα.

Ἀπάλλαξον, ἐξ ἐπηρείας δαιμονικῆς τοὺς σοὺς δούλους· ὁ γὰρ Κτίστης σὲ ἀνεδέξατο καλλιπάρθενε, ὑπέρμαχον καὶ προστάτιν σῆς ποίμνης.

Ἐπίσκεψαι, ἡμῶν τὰς νόσους ἱλέῳ ὄμματί σου, καὶ γὰρ τὴν προστασίαν σου, ὄντως ἔχομεν Ὁσία, σωτήριον φάρμακον.

Αἲτησις καὶ τὸ Κάθισμα.
Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή.
Πρεσβείᾳ τῇ σῇ χρωμένη πρὸς τὸν Κύριον, τὰς νόσους ἡμῶν ἰάτρευσον ἀείμνηστε, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, καὶ κινδύνων πάντων ἀπάλλαξον, ῥυομένη τοὺς ἱκέτας σου σεμνή, ἀνάγκης καὶ λοιμώδους φθορᾶς.

ᾨδὴ δ΄. Εἰσακήκοα Κύριε.
Θρηνωδίας με λύτρωσαι, τῆς αἰωνιζούσης τῇ μεσιτείᾳ σου, καλλιπάρθενε τὸν δοῦλόν σου, τῶν δακρύων ἄξια ἐργασάμενον.

Ἡ Θεὸν ἀγαπήσασα, ἐξ ὅλης καρδίας σου μισηθέντα με, ὑπ’ Αὐτοῦ διὰ τὰ ἔργα μου, ταῖς λιταῖς σου πάλιν σὺ κατάλλαξον.

Τετραυμάτισμαι βέλεσι, δεινοῖς ἰοβόλοις τοῦ πολεμήτορος, καὶ δακρύων τὸν οἰκτρότατον, τῆς ψυχῆς μου μύρον Χριστὲ σῶσόν με.

Θεοτοκίον.
Ἰατρὸν ἡ κυήσασα, ὅς τὸ μέγα τραῦμα βροτῶν ἰάσατο, μὴ παρίδῃς τὴν καρδίαν μου, δειναῖς ἀῤῥωστίαις κινδυνεύουσαν.

ᾨδὴ ε΄. Φώτισον ἡμᾶς.
Ὄλισθον δεινῶς, ἀσωτείας εἰς τὸ βάραθρον, καὶ κατακείμενος εἰς βάθος κακῶν, σοὶ βοῷ Μῆτερ μὴ ἐάσῃς ἀπωλέσθαι με.

Ἡ περικαλλής, τοῦ Χριστοῦ νύμφη ἡ ἄσπιλος, ἐμὲ τὸν κατάστικτον πληγαῖς, ἡδονῶν λιταῖς σου σῶσον, ἡ ἐξαλείψασα τὰ αἴσχη μου.

Μὴ μὲ Ἰησοῦ, ἀποῤῥίψης τοῦ προσώπου Σου, διὰ τὸ μέγεθος τῶν Σῶν οἰκτιρμῶν, δωρεάν σῶσον ἱκεσίαις τῆς Ὁσίας Σου.

Θεοτοκίον.
Ἴασαι Ἁγνή, τῆς ψυχῆς μου τὴν ἀσθένειαν, ἐπισκοπῆς Σου ἀξιώσασα, καὶ τὴν ὑγείαν, ταῖς πρεσβείαις Σου παράσχου μοι.

ᾨδὴ στ΄. Τὴν δέησιν ἐκχεῶ.
Ἐγένετο, ὡς γῆ ἄνυδρος ὄντως, ἡ ταλαίπωρος ψυχή μου μηδόλως, καλὸν καρπόν, ἐξισχύουσα δοῦναι, ἀλλ’ ἡ ῥανὶς τοῦ Σοῦ αἵματος Κύριε, ἐνστάξασα πάσης αὐτήν, ἀπαλλάξῃ σκληρότητος Δέσποτα.

Ῥυπώσαντες, ὦ ψυχὴ τὸ ἔνδυμα, τοῦ γάμου πῶς τολμήσωμεν εἰσιέναι, σὺν τοῖς καλοῖς, διαιτυμόσιν ἀφρόνως, εἰς τὸν νυμφῶνα Χριστοῦ τὸν οὐράνιον; Πῶς μὴ ῥιφθῶμεν ἐκ Θεοῦ; Ὦ Ὁσία πρεσβείαις σου σῶσόν με.

Μὴ Δέσποτα, μετ’ ἐμοῦ τοῦ δούλου Σου, εἰσελθεῖν καταξιώσῃς εἰς κρίσιν· εἰ γὰρ οὐδεὶς ζῶν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, δικαιωθήσεται σοῦ κατενώπιον, ἐγὼ ὁ πάντας ὑπερβάς, ἀσωτείᾳ πολλῇ, πῶς ὀφθήσωμαι;

Θεοτοκίον.
Ἐξέλιπεν, ἡ ζωή μου Δέσποινα, ἐν ὁδύνῃ καὶ τὰ ἔτη μου πάντα, ἐν στεναγμοῖς, ἡ ἰσχὺς δέ μου Κόρη, ἐν ἀπορίᾳ πολλῇ ἐξησθένησε, παρώργισα γὰρ τὸν Θεόν, Ὅν μου ταῖς πρεσβείαις ἱλέωσαι.

Ἀπάλλαξον, ἐξ ἐπηρείας δαιμονικῆς τοὺς σοὺς δούλους· ὁ γὰρ Κτίστης σὲ ἀνεδέξατο καλλιπάρθενε, ὑπέρμαχον καὶ προστάτιν σῆς ποίμνης.

Ἐπίσκεψαι, ἡμῶν τὰς νόσους ἱλέῳ ὄμματί σου, καὶ γὰρ τὴν προστασίαν σου, ὄντως ἔχομεν Ὁσία, σωτήριον φάρμακον.

Αἲτησις καὶ τὸ Κοντάκιον.
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Νηστείαις πολλαῖς τὸ σῶμα κατατήξασα, τὸν νοῦν πρὸς Θεὸν, ἀνύψωσας μετάρσιον, καὶ ζωὴν ἀσώματον, μετὰ σώματος ἔζης ἀείμνηστε, λιποῦσα τῆς ὕλης τὸν τάραχον· διὸ νῦν ἀγάλλῃ σὺν Ἀγγέλων χοροῖς.

Προκείμενον.
Ὑπομένων, ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς φωνῆς τῆς δεήσεως μου.
Στίχ. Καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου καὶ κατηύθυνε τὰ διαβήματά μου.

Εὐαγγέλιον, 
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον (Κεφ. ια΄ 27-30).
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς· πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ Πατρός μου καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν Υἱόν, εἰ μὴ ὁ Πατήρ· οὐδὲ τὸν Πατέρα τὶς ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ Υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλύψαι. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν. Ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστός, καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν.

Δόξα.
Ταῖς τῆς Σῆς Ὁσίαςπρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Καὶ Νῦν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Στίχ. Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με ὁ Θεός…
Προσόμοιον.
Ἦχος πλ. β΄. Ὅλην ἀποθέμενοι.
Εἰς σὲ καλλιπάρθενε Παρασκευή τὰς δεήσεις, ἐκχέω ἐπάκουσον, καὶ ταύτας προσάγαγε τῷ ποιήσαντι· τόλμη γὰρ ἅπασα ἐξ ἐμοῦ πέφευγε, συνειδότος τὴν αἰσχρότητα, τῶν ἐπαράτων μου, ἔργων καὶ δεινῶν ἐνθυμήσεων, καὶ λόγων ἐξ ὧν πάντοθεν, Τούτου τὰ ἐλέη παρώξυνα· καὶ νῦν βοηθείας δεόμενος Αὐτοῦ τῆς κραταιᾶς, δέδοικα ὅλως αἰτήσασθαι, σὺ σεμνὴ μεσίτευσον.

Σῶσον ὀ Θεός τὸν λαό σου…

ᾨδὴ ζ΄. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.
Λελόγισταί σοι Μῆτερ σταθερότητα γνώμης, ὥσπερ πηλὸς ὁ χρυσός, διό μου τὴν καρδίαν, κλῖνον ταῖς εὐχαῖς σου, εἰς τοῦ Θεοῦ τὰ μαρτύρια, καὶ μὴ εἰς βάθος δεινόν, τὸ τῆς πλεονεξίας.

Ἐν φόβῳ τοῦ Κυρίου περιτείχισον Μῆτερ τὸ φρόνημα, τῆς σαρκὸς σκιρτῶν οἷά περ πῶλος, ἀτάκτως τε βαδίζον, καὶ βυθὸν ἐξωθεῖσαί μου, τὴν ταπεινὴν καὶ οἰκτράν, ψυχὴν Ὁσία.

Τίς μὲ ἀπολυτρώσει πυρὸς τοῦ τῆς γεέννης, καὶ σκότους τοῦ ἀφεγγοῦς τὸν ἄξιον, παντοίας ἁμαρτίας ἡμαρτηκότα, εἰ μὴ σὺ ἡ προστάτις μου; Ῥῦσαι Ὁσία Χριστοῦ, ψυχὴν ἠπορημένην.

Θεοτοκίον.
Ἰσχύϊ Σου Παρθένε δεινῶς τὴν παρειμένην, ταλαίπωρόν μου ψυχὴν περίσφιγξον· καὶ γάρ με κατέλιπε ἰσχύς μου, μηκέτι ποδηγοῦσα, εἰς τρίβους τοῦ Κυρίου.

ᾨδὴ η΄. Τὸν Βασιλέα.
Ὁ τῶν Ὁσίων, κατακοσμῶν τὰς χορείας, ἀγγελικαῖς ἀγλαΐαις Σωτήρ μου, δέξαι καὶ τὰς τούτων, ὑπὲρ ἡμῶν ἐντεύξεις.

Ὑλομανοῦσαν, τῶν ἡδονῶν ταῖς ἀκάνθαις, τὴν ψυχήν μου ἔμπλησον Ὁσία, πόθῳ τοῦ Δεσπότου, καὶ δεῖξον καρποφόρον.

Κακοδοξίαν, αἱρετικῶν τὴν σὴν πόλιν, καὶ ἐθνῶν ἀλλοφύλων μανίας φύλαττε, Ὁσία λιταῖς σου εἰς αἰῶνας.

Θεοτοκίον.
Ῥαθυμοτάτους, ἐκ τῆς ψυχῆς μου φροντίδας, ἀποκρύβει πάντοτε Παρθένε, ἵνα Σὸν τόκον, ἐν προθυμίᾳ μέλπω.

ᾨδὴ θ΄. Κυρίως Θεοτόκον.
Ἡμάρτηκα Σωτήρ μου, καὶ ἀνόμως ἅπαν τὸ τῆς ζωῆς μου διέδραμον, στάδιον ὁμολογῶ· ἀλλὰ φεῖσαι Χριστὲ τοῦ δούλου Σου.

Τοὺς πίστεως προμάχους, ἡμῶν Ἡγεμόνας, καὶ Ἱερέων τὸν στέφανον φύλαττε, Παρασκευὴ ἐν εἰρήνῃ καὶ λαόν σου ἅπαντα.

Εἰς Σὲ Τριὰς Ἁγία, πίστει προσκυνοῦντες, μοναδικῇ ἐν οὐσίᾳ θεότητος, καὶ διαιρέσει προσώπων ἀεὶ σωθείημεν.

Θεοτοκίον.
Σωτῆρα τετοκυῖα, σῶσόν με Παρθένε, τὸν ἐν ἀσώτοις βιώσαντα πράξεσι, καὶ σωτηρίας ἐλπίδα μὴ ἔχοντα.

Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν Σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον καὶ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον Σέ μεγαλύνομεν.

Καὶ τὰ παρόντα Μεγαλυνάρια,
Τὸν τῆς ἐγκρατείας ὑπογραμμόν, καὶ τῆς Ἐκκλησίας τὸν ἀένναον ποταμόν, τὴν βρύουσαν κρήνην, ἰάσεων πελάγη, Παρασκευὴ τὴν θείαν σεπτῶς τιμήσωμεν.

Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες μετὰ τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.

Τὸ Τρισάγιον
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. (Τρίς). 
Δόξα Πατρί, καί Υἱῶ, καί ἁγίῳ Πνεύματι,
καί νῦν, καί ἀεί, καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς· Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. Δέσποτα, συγχώρησον τάς ἀνομίας ἡμῖν· Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἡμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου. 
Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον.
Δόξα Πατρί…

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τό θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καί ἐπί τῆς γῆς. Τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον· καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν· καί μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ.

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καί ἡ δύναμις καί ἡ δόξα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

καί τά Τροπάρια ταῦτα. 
Ἦχος πλ. β΄.
Ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, πάσης γάρ ἀπολογίας ἀποροῦντες, ταύτην Σοι τήν ἱκεσίαν, ὡς Δεσπότῃ, οἱ ἁμαρτωλοί προσφέρομεν, ἐλέησον ἡμᾶς.

Δόξα.
Κύριε ἐλέησον ἡμᾶς, ἐπί Σοί γάρ πεποίθαμεν. Μή ὀργισθῆς ἡμῖν σφόδρα, μηδέ μνησθῆς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν. Ἀλλ’ ἐπίβλεψον καί νῦν ὡς εὔσπλαχνος καί λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. Σύ γάρ εἶ Θεός ἡμῶν καί ἡμεῖς λαός Σου, πάντες ἔργα χειρῶν Σου καί τό ὄνομά Σου ἐπικεκλήμεθα.

Καί νῦν.
Τῆς εὐσπλαχνίας τήν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἐλπίζοντες εἰς Σέ μή ἀστοχήσομεν, ῥυσθείημεν διά Σοῦ τῶν περιστάσεων· Σύ γάρ ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν Χριστιανῶν.

Ἐκτενὴς καὶ Ἀπόλυσις, μεθ’ ἣν ψάλλομεν τα ἑξῆς·

Ἦχος β΄. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Πὰντων τῶν νοσούντων ἰατρός, καὶ παρθενευόντων ὑπάρχεις, ἔφορος ἄριστος, καὶ πιστῶν τὸ στήριγμα Παρασκευή πάνσεμνε∙ τῇ ῥομφαίᾳ τῆς χάριτος, λοιμώδη κατάραν, τὰχος ἐξηφάνισας ἐκ κατωδὺνου λαοῦ∙ ὅθεν καί πυρίναις εὐχαῖς σου, τῶν αἰρετιζὸντων τὴν λύμην, στῆσον καὶ ὀλόθρευσον ἀοίδιμε.

Δέσποινα πρόσδεξαι τὰς δεήσεις τῶν δούλων Σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.

Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς Σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην Σου.

Δί’ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἠμῶν,
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἠμᾶς. 
Ἀμήν.



Δημοφιλείς αναρτήσεις