Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

Αγία Μπέγκου του Χάκνες.


Αγία Μπέγκου του Χάκνες. 
 31 Οκτωβρίου.

Η Αγία Μπέγκου ήταν μοναχή από το Χάκνες, Γιορκσάιρ (Ντέιρα). Υπηρέτησε στο μοναστικό κελί στη μονή του Χάκνες, κοντά στο Σκάρμπόροου, το οποίο χτίστηκε από την Αγία Χίλντα του Γουίτμπυ [17 Νοεμβρίου] λίγο πριν από το θάνατό της.

Η Αγία Μπέγκου ήταν η Αγία εκείνη γυναίκα που είδε την ψυχή της Αγίας Χίλντα να ανεβαίνει στον ουρανό από Αγγέλους, όταν η Αγία Χίλντα κοιμήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 680. Η παράδοση αναφέρει ότι τη στιγμή που η Αγία Χίλντα παρέδωσε την ψυχή της, οι καμπάνες της μονής χτύπησαν μόνες τους. Η Αγία Μπέγκου ξύπνησε για να βρει τις αδελφές στα κελιά τους. Τότε η Αγία Μπέγκου ανέφερε ότι είδε σε όραμα την οροφή του σπιτιού να ανοίγει και η ψυχή της Αγίας Χίλντα να ανεβαίνει στον παράδεισο συνοδεία Αγγέλων. Οι μοναχές ξύπνησαν και προσευχήθηκαν για την ψυχή της Αγίας Χίλντα μέχρι την αυγή, μερικοί μοναχοί έφτασαν να τις πληροφορήσουν για το θάνατό της.

Η Αγία Μπέγκου κοιμήθηκε οσιακά στις 31 Οκτωβρίου 690. Χρόνια μετά το θάνατο της, οι μοναχοί του Γουίτμπυ αναζητούσαν ιερά λείψανα για να αντικαταστήσουν εκείνα της Αγίας Χίλντα, καθώς μεταφέρθηκαν στο Γκλάστονμπερι λόγω των επιδρομών από τους Βίκινγκς τον 10ο αιώνα. Μέσω μιας θείας αποκάλυψης, μια σαρκοφάγος αποκαλύφθηκε στο Χάκνες όπου η Αγία Μπέγκου είχε υπηρετήσει. Έφερε την επιγραφή "Hoc est sepulchrum Begu", δηλαδή "Εδώ είναι ο τάφος της Μπέγκου". Τα ιερά λείψανα μεταφέρθηκαν στο Γουίτμπυ όπου σύντομα αναφέρθηκαν θαύματα.

 

Άγιος Ιερομάρτυς Ιωάννης Κοτσούρωφ, ο πρώτος μάρτυρας της νεότερης Ρωσίας.


 

Άγιος Ιερομάρτυς Ιωάννης Κοτσούρωφ, ο πρώτος μάρτυρας της νεότερης Ρωσίας. 
31 Οκτωβρίου.

Ό Ιερομάρτυς άγιος Ιωάννης γεννήθηκε το 1869. Ήταν γιος του ιερέως Αλεξάνδρου Κοτσούροφ. Ό π. Αλέξανδρος - εφη­μέριος στο ναό των Θεοφανείων, στο χωριό Βιγκελτινοσούρκ - ήταν ταπεινός και είχε εμφυσήσει το φόβο του Θεού στα παιδιά του, ιδιαίτερα στον Ιωάννη, πού ήταν το πιο ευαίσθητο. Ό Ιω­άννης το 1891 αποφοίτησε από το Θεολογικό Σεμινάριο της πό­λεως Ριαζάν. Στη συνέχεια ενεγράφη στη Θεολογική Ακαδη­μία, στην Άγια Πετρούπολη. Αποφάσισε ν' αφιερώσει τη ζωή του στην ιεραποστολή. 
Το 1895 στάλθηκε στην Αλάσκα ως ιε­ραπόστολος. Μετά τη χειροτονία του, τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, τοποθετήθηκε εφημέριος στο ναό αγίου Βλαδίμηρου στο Σικάγο, και στους Τρεις Ιεράρχας της πόλεως Στρήτορ. Οι να­οί ήσαν άδειοι. Ομως, αυτό δεν έκαμψε το ζήλο του. Με πολλή προσευχή και πολύ αγώνα, μέσα σέ τρία χρόνια ασκητικής ζωής στο Σικάγο, ό άγιος Βλαδίμηρος απέκτησε ποίμνιο διακοσίων περίπου ψυχών και οι Τρεις Ιεράρχες ενενήντα. Ίδρυσε επίσης και κατηχητικά σχολεία. 
Ό π. Ιωάννης βάπτισε ο ϊδιος τα παι­διά του, μη υπαρχόντων άλλων ιερέων. Τον Ιούλιο του 1907, γύρισε στην Άγια Πετρούπολη, μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο του πεθερού του. Διορίστηκε στη Με­ταμόρφωση του Σωτήρος στην πόλη Νάρδα. Παράλληλα, δίδα­σκε στο γυμνάσιο. Το Νοέμβριο του 1916 έγινε εφημέριος στην αγία Αίκατερίνα στην πόλη Τσάρσκογιε Σελό, οπού βρίσκονταν τα θερινά ανάκτορα των τσάρων. Έδωσε - όπως το έκανε παντού και πάντα - ολόκληρο τον εαυτό του στο έργο του, ως καλός ποιμήν. 
Ύστερ'από τρεις μήνες, ξεκίνησε ή επανάσταση του 1917. Στήν πολίχνη, οπού υπηρετούσε, πήγαν στρατιώτες και περικύκλω­σαν τ' ανάκτορα. Γίνονταν επεισόδια συνεχώς. Ό π. Ιωάννης πάσχιζε να μεταδώσει σε όλους την ειρήνη του Θεού και να τους στηρίξει πνευματικά. Σύντομα ή εξουσία πέρασε στους μπολσε­βίκους. Στό Πέτρογκραντ, ομάδες του κόκκινου στρατού διατά­χθηκαν να φθάσουν στα θερινά ανάκτορα των τσάρων και να χτυπήσουν τους κοζάκους πού τα υπερασπίζονταν. Το πρωί της 30ης Οκτωβρίου, άρχισε ή πολιορκία της πόλεως. Έντρομοι οι κάτοικοι ζήτησαν καταφύγιο στους ναούς. 
Ό π. Ιωάννης, στην Αγία Αικατερίνα, έκανε παράκληση να σταματήσει ό εμφύλιος σπαραγμός. 'Ολοι μαζί οι κληρικοί αποφάσισαν να κάνουν πε­ριφορά των εικόνων. 
Εφημερίδα της Πετρουπόλεως, έγραψε: «Ή λιτάνευση γινόταν με τη συνοδεία πυροβολισμών. Παρά τον άμεσο κίνδυνο της ζωής τους, χιλιάδες λάου συνόδευσαν τις εικό­νες και προσεύχονταν. Ολοι έκλαιγαν, γι' αυτό οι ψαλμωδίες των ιερέων δεν ακούγονταν καθαρά! Ή περιφορά ολοκληρώθη­κε αργά το βράδυ. Ανάψαν κεριά και συνέχισαν τις ικεσίες στον Θεό. Μόλις σκοτείνιασε για καλά, οι κοζάκοι άρχισαν να φεύ­γουν. Περνώντας από τους ιερείς, τους έλεγαν: «Σταματήστε, πα­τέρες, τις δεήσεις και φύγετε. Ή κατάσταση είναι έκρυθμη».
Ό π. Ιωάννης, απάντησε εξ ονόματος όλων των κληρικών: «Δεν θα φύγουμε. Θα εκτελέσουμε το ποιμαντικό καθήκον μας, ως το τέ­λος. Κόκκινοι και λευκοί, όλοι είναι παιδιά του Θεού». Οι κο­ζάκοι έφυγαν, για ν' αποφευχθούν σφαγές.

Μόλις ξημέρωσε, μπήκαν στην πόλη οι πρώτες συντεταγμένες ομάδες μπολσεβί­κων. Αμέσως άρχισαν οι συλλήψεις, οι εκτελέσεις, οι ανακρί­σεις. Από τους πρώτους, συνέλαβαν τους ιερείς, με την κατηγορία ότι ή λιτανεία έγινε για να νικήσουν οι κοζάκοι!.. 
Ό π. Ιω­άννης έλεγε και ξανάλεγε ότι δεν έχουν καμία σχέση με την πο­λιτική και ότι κληρικοί και πιστοί, προσεύχονται να σταματήσει ο εμφύλιος. Οι στρατιώτες, μη δίνοντας σημασία στα λόγια του, άρχισαν να τον χτυπούν στο πρόσωπο άγρια. Με φωνές και σαρ­κασμούς εσχισαν τα ράσα του. Άφού τον ταλαιπώρησαν αρκε­τά, τον πυροβόλισαν. Δεν είχε ξεψυχήσει ακόμη κι άρχισαν να τον βασανίζουν. Γρήγορα όμως ό Θεός πήρε κοντά Του τον ίερομάρτυρα, για να του δώσει τοναμαράντινο της δόξης στέφανο.

Την ώρα πού ξεψυχούσε, οι εκτελεστές τράβηξαν από το στήθος του το σταυρό κι έφυγαν. Την άλλη μέρα οι πιστοί μετέφεραν το Σκήνωμα στο κοιμητήριο. Πολλοί, βλέποντας τον επιστήθιο σταυρό του να λείπει, θυμήθηκαν τα λόγια πού είχε πει δώδεκα χρόνια πριν - στην Αμερική - όταν του δώρησαν το σταυρό αυτό. Είχε πει τότε: 
«Ασπάζομαι τον σταυρό αυτό, ό όποιος θά είναι το στήριγμα μου στις δύσκολες στιγμές. Δεν θα πω μεγάλα λόγια, ότι θα τον έχω δηλαδή και στον τάφο μου. Δεν είναι ή θέση του σταυρού αύτού στον τάφο. Να μείνει σαν ιερό κειμήλιο, μαρτυ­ρία της αγάπης, της αδελφοσύνης και της φιλίας, των πιο ιερών αισθημάτων στη γη!..».
Στις 31 Μαρτίου 1918, στο ναό της Θε­ολογικής Άκαδημίας της Μόσχας, ό πατριάρχης Τυχών τελούσε τα μνημόσυνα των ιερομαρτύρων και μαρτύρων που είχαν χάσει τη ζωή τους, από τους άθεους υλιστές. Ανέπεμψε δέηση «υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των δούλων του Θεού, των υπέρ της ορθοδόξου ημών πίστεως μαρτυρησάντων». Αμέσως μετά το πρώτο όνομα του ίερομάρτυρος Μητροπολίτου Κιέβου Βλαδί­μηρου, μνημονεύθηκε ό πρώτος ιερεύς πού έδωσε τη ζωή του για τα πνευματικά του τέκνα. Ήταν ό πρωθιερεύς Ιωάννης Κοτσούρωφ, ό μαρτυρικός θάνατος του οποίου άνοιξε μια νέα σε­λίδα δόξης των Ρώσων νεομαρτύρων του εικοστού αιώνος.

Ή ένταξη του ίερομάρτυρος Ιωάννου Κοτσούρωφ στο εορτο­λόγιο της ρωσικής Εκκλησίας, πραγματοποιήθηκε το χειμώνα του 1994/95.

Η μνήμη του τιμάται στις 31 Οκτωβρίου.

 

Πηγή: https://proskynitis.blogspot.com/2012/10/31-1917.html?m=1

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

Ο άγιος COLMAN (Κόλμαν) του KILMACDUAGH της Ιρλανδίας ο θαυματουργός.



Ο άγιος COLMAN (Κόλμαν) του KILMACDUAGH της Ιρλανδίας ο θαυματουργός.
29 Οκτωβρίου/11 Νοεμβρίου 
Ο άγιος Colman (γέννηση το 550 ή το 560), ένας μεγάλος ασκητής και ένας από τους ποιο ενδιαφέροντες Ιρλανδούς αγίους της εποχής του, τιμάται και είναι αγαπητός στους ευλαβείς Ιρλανδούς για περισσότερα από 1300 χρόνια, ειδικά στις κομητείες Galway και Clare (οι επαρχίες του Connacht και του Munster) στην δυτική ακτή της σημερινής Βόρειας Ιρλανδίας. Είναι ωραίο το ότι το ενδιαφέρον για αυτόν τον θαυματουργό άγιο έχει αυξηθεί και γίνονται έρευνες για αυτόν. 
Ο άγιος γεννήθηκε στην Ιρλανδία μέσα στην οικογένεια ενός αρχηγού ονόματι Duagh (το πλήρες όνομα του αγίου είναι Colman Mac Duagh, αυτό σημαίνει, ο Colman ο γιός του Duagh) και της γυναίκας του της Rhinagh. Ο τόπος της γέννησης του πιθανόν να ήταν το Corker στην κομητεία Galway, ένας προσκυνηματικός προορισμός μέχρι και σήμερα. Όταν βρισκόταν ακόμη στην μήτρα της μητέρας του, η μητέρα του άκουσε μια προφητεία. Η προφητεία έλεγε πως θα γινόταν ένας σπουδαίος άνδρας και θα ξεπερνούσε όλους τους άλλους άνδρες της γενιάς του. Σύμφωνα με την παράδοση, ο ζηλιάρης πατέρας δεν αντιλήφθηκε αυτά τα λόγια με την πνευματική, αλλά με την κοσμική τους έννοια και ένοιωθε μίσος για το αγέννητο παιδί. Η έγκυος μητέρα, φοβούμενη για την ασφάλεια του μωρού, έφυγε από το σπίτι τους. Παρόλα αυτά, οι υπηρέτες του Duagh την βρήκαν σύντομα, έδεσαν μια βαριά πέτρα γύρω από τον λαιμό της και την πέταξαν στον ποταμό Kiltartin. Όμως με τη χάρη του Θεού η Rhinagh βγήκε στην στεριά, έζησε και γέννησε. Η πέτρα με την οποία την έδεσαν, η οποία φέρει επάνω της σημάδια από σχοινί, υπάρχει μέχρι και σήμερα και την φυλάνε μέσα σε μια εκκλησία στο Corker. 
Όταν έφτασε η στιγμή να βαπτίσει τον νεογέννητο Colman, ο ιερέας που πήγε στην Rhinagh είδε πως δεν υπήρχε νερό για να μπορέσει να γίνει η βάπτιση. Η μητέρα, φοβούμενη να επιστρέψει στο σπίτι, βρήκε προστασία κάτω από μια φλαμουριά. Προσευχήθηκε με πίστη και ξαφνικά μια πηγή με αγιασμένο νερό ανέβλυσε μέσα από το χώμα κοντά στο δέντρο και το μωρό βαπτίστηκε μέσα σε αυτήν. Πολλές θεραπείες και άλλα θαύματα συνέβησαν χάρη στο καθαρό νερό αυτής της πηγής, η οποία υπάρχει μέχρι και σήμερα στην περιοχή Corker κοντά στο ποτάμι και ελκύει πολλούς προσκυνητές (μέχρι και σήμερα θεραπεύονται πολλοί εκεί). Η Rhinagh εμπιστεύτηκε το παιδί της στην φροντίδα ευλαβών μοναχών. 
Όταν ήταν νέος άντρας, ο Colman έφτασε στα νησιά Aran στο Donegal (Ιρλανδία) όπου παρέμεινε για μερικά χρόνια υπό την καθοδήγηση του μεγάλου Ιρλανδού Ηγούμενου αγίου Enda του Inishmore. Ο Colman έγινε μοναχός εκεί και αργότερα τον χειροτόνησαν ιερέα*. Σύμφωνα με την παράδοση, ο άγιος Colman πέρασε πολλά χρόνια σαν ερημίτης στο νησί Aranmore όπου έχτισε δύο εκκλησίες. Μπορούμε να δούμε και σήμερα τα ερείπια αυτών των εκκλησιών. Το Aranmore ήταν πάντα γνωστό σαν ένα νησί με πολύ δύσκολες συνθήκες διαβίωσης. Παρόλα αυτά, πολλοί ασκητές έζησαν και προσευχήθηκαν εκεί για πολλά χρόνια κατά την «περίοδο των αγίων» της Ιρλανδίας.
 
Ο ζήλος του αγίου Colman και η δίψα του για την πνευματική τελειότητα είχαν τόση δύναμη που με τον καιρό αποφάσισε να εγκαταλείψει το μοναστηριακό νησί και να αποσυρθεί σε ένα απόμερο και ήσυχο μέρος για να προσευχηθεί ποιο βαθιά. Σύμφωνα με την παράδοση, από το 592 ο άγιος άντρας έζησε για εφτά χρόνια μόνος του σε απομόνωση στο πυκνό δάσος του Burren στην κομητεία Clare και έλαβε το χάρισμα της αδιάλειπτης προσευχής. Προσευχόταν νύχτα και μέρα, έτρωγε μόνο βότανα, έπινε μόνο νερό και φορούσε ένα δέρμα ελαφιού. Στις ασκητικές του πρακτικές ο άγιος Colman μιμούνταν τους Αιγυπτίους ερημίτες. Με παράδειγμα τον Μέγα Αντώνιο, πολλοί άλλοι Κέλτες άγιοι έζησαν μέσα στο ίδιο πνεύμα εκείνη την εποχή. Το ερημητήριο του Colman βρισκόταν σε έναν υπέροχο τόπο. Ήταν περιτριγυρισμένο από το άγριο δάσος και από τα όμορφα βουνά Burren. 
Ο άγιος Colman, έφτιαξε για τον εαυτό του ένα μικρό καταφύγιο μέσα σε μια πολύ μικρή σπηλιά πάνω σε μια απότομη πλαγιά όπου περνούσε τον περισσότερο χρόνο με προσευχή. Αυτή η σπηλιά, γνωστή σαν η σπηλιά του αγίου Colman, διατηρείτε σε πολύ καλή κατάσταση μέχρι και σήμερα. Ο άγιος έχτισε επίσης ένα μικρό εκκλησάκι στα πόδια του λόφου όπου έκανε τη Θεία Λειτουργία μόνος του. Αυτό το εκκλησάκι του αγίου Colman υπήρχε για πολλά χρόνια μετά αλλά καταστράφηκε από πουριτανούς εικονομάχους τον 17ο αιώνα. Παρόλα αυτά, υπάρχουν ακόμη ερείπια και ακόμη αναδύει ένα ιδιαίτερο πνεύμα αγιότητας το οποίο αποδεικνύεται από τους προσκυνητές που επισκέπτονται αυτό το μέρος μέχρι και σήμερα. 
Όπως πολλοί Ιρλανδοί άγιοι, ο άγιος Colman έζησε σε αρμονία με την άγρια φύση. Πολλές εκδοχές του βίου του αναφέρουν την ίδια και πραγματικά εκπληκτική ιστορία (με διαφορετικές λεπτομέρειες) σχετικά με την επικοινωνία του αγίου άντρα με τα ζώα. Αυτή η ιστορία λέει πως ένας κόκορας, ένα ποντίκι και μια μύγα ήταν οι ποιο στενοί φίλοι του Colman στο Burren. Όλα τα ζώα, υπηρετούσαν τον άγιο αφέντη τους όπως μπορούσαν. Ο κόκορας λαλούσε μια συγκεκριμένη ώρα κάθε νύχτα, υπενθυμίζοντας στον άγιο την ώρα της προσευχής. Το ποντίκι ακουμπούσε απαλά το πρόσωπο του ξυπνώντας τον αφού είχε κοιμηθεί μόνο πέντε ώρες την ημέρα. Η μύγα σερνόταν προσεχτικά κάτω από τις γραμμές των ιερών βιβλίων που διάβαζε και όταν τα μάτια του κουράζονταν ή όταν ο άγιος έπρεπε να απομακρυνθεί για λίγο, η μύγα στεκόταν πάνω στο πρώτο γράμμα της πρότασης η οποία ακολουθούσε ώστε ο άγιος να μην ξεχάσει που βρισκόταν. 
Ο άγιος αγαπούσε και τάιζε αυτούς τους πιστούς φίλους. Μια μέρα ο Colman κουράστηκε τόσο πολύ που έπεσε σε έναν πολύ βαθύ ύπνο και το ποντίκι δεν μπορούσε να τον ξυπνήσει όπως συνήθως. Έπειτα άρχισε να γρατζουνάει το αφτί του τόσο σκληρά που ο Colman σηκώθηκε αμέσως. Ευχαρίστησε το ζωάκι και του έδωσε περισσότερο φαγητό από ότι συνήθως. Μια ημέρα ο άγιος έλειπε για περισσότερο από μια ώρα, συζητώντας με έναν επισκέπτη. Όταν επέστρεψε παρατήρησε πως η μύγα καθόταν ακίνητη ακριβώς επάνω στην πρώτη λέξη του προσευχηταρίου του όπου είχε σταματήσει πριν να φύγει. Ο άγιος ευχαρίστησε την μύγα για τον ζήλο της και άρχισε να της δίνει περισσότερα ψίχουλα με μέλι για τροφή. Όμως στο τέλος του καλοκαιριού πέθαναν όλα την ίδια ημέρα. Η μύγα ήταν η πρώτη και το ποντίκι και ο κόκορας πέθαναν έπειτα από την θλίψη τους. Μέσα στην θλίψη του ο άγιος Colman έγραψε ένα γράμμα στον φίλο του τον άγιο Columba της Iona, λέγοντας του την ιστορία του. Και ο άγιος Columba έστειλε ένα γράμμα σαν ανταπόκριση στο οποίο έγραφε: «Όταν είχες αυτούς τους φίλους, αδερφέ, ήσουν πλούσιος. Για αυτό είσαι θλιμμένος τώρα. Αυτές οι θλίψεις έχουν σαν αιτία τον πλούτο. Για αυτό προσπάθησε να μην έχεις πλούτο από εδώ και πέρα.» Και ο Colman κατάλαβε πως κάποιος μπορεί να είναι πλούσιος ακόμη και χωρίς χρήματα. 
Τον έβδομο χρόνο της απομόνωσης του Colman λεγόταν πως αφού περνούσε την Σαρακοστή με νηστεία και προσευχή, ο άγιος Colman δεν είχε τίποτα να φάει την ημέρα του Πάσχα. Την ίδια εποχή ο ευλαβής και γενναιόδωρος βασιλιάς Guaire του Connacht (πιθανόν ξάδερφος του αγίου) επρόκειτο να γιορτάσει το Πάσχα μαζί με την ακολουθία του καθισμένος σε ένα τραπέζι με πολυτελή πιάτα. Ξαφνικά ο βασιλιάς είπε: «Μακάρι όλο το δείπνο μας με τη Θεία Πρόνοια να πάει σε κάποιον άξιο υπηρέτη του Θεού! Και να μην απολαύσουμε αυτή την πολυτέλεια σήμερα.» Και αμέσως αόρατοι Άγγελοι μετέφεραν όλα τα πιάτα από το βασιλικό τραπέζι στην σπηλιά του αγίου Colman. Ο βασιλιάς διέταξε τους άνδρες του να πάνε να μάθουν ποιος ήταν ο άγιος άντρας στον οποίο η άγγελοι μετέφεραν το φαγητό. Και σύντομα ανακάλυψαν πως ήταν ο άγιος Colman. Ο βασιλιάς θαύμασε την ασκητική του ζωή και του υποσχέθηκε να του δώσει γη για να ιδρύσει ένα μοναστήρι. 
Έτσι ο άγιος Colman εγκατέλειψε το ερημητήριο του και άρχισε να υπηρετεί τους ανθρώπους. Σύντομα έμαθαν σε όλη την επικράτεια για τα θαύματα του. Πολλοί άνθρωποι επισκέπτονταν τον Colman, θεραπεύονταν και η ψυχή τους γαλήνευε. Κάποτε η ζώνη του αγίου έπεσε στο έδαφος όχι πολύ μακριά από το ερημητήριο του και αυτό ήταν σημάδι πως έπρεπε να χτίσει μοναστήρι σε εκείνο το σημείο. Το μοναστήρι ονομαζόταν Kilmacduagh (το μοναστήρι του γιου του Duagh) και ο Colman έγινε ο πρώτος ηγούμενος. (η ζώνη του φυλασσόταν σαν λείψανο και πολλοί γιατρεύονταν από αυτήν). Παρά την θέληση του ο άγιος Colman χειροτονήθηκε επίσκοπος της επικράτειας έχοντας σαν κέντρο το Kilmacduagh και ίδρυσε τον πρώτο καθεδρικό ναό εκεί. Ο Colman, σαν επίσκοπος και ηγούμενος την ίδια στιγμή, εργαζόταν με όλο του τον ζήλο σαν ένας καλός ποιμένας. Νοιαζόταν για όλα τα μοναστήρια και τα κοινόβια στην επισκοπή του και ζέσταινε τις καρδιές του ποιμνίου του με ολόθερμη αγάπη για τον Χριστό τον Σωτήρα μας. Όμως η ζωή μέσα στον κόσμο (σε σύγκριση με την προηγούμενη ερημική ζωή του), η δόξα και οι τιμές από τους ανθρώπους ήταν ένα εμπόδιο για αυτόν και με όλη του την καρδιά επιθυμούσε να επιστρέψει στον αγαπημένο του τρόπο ζωής για μια ημέρα. Και μετά από πολλά χρόνια υπηρεσίας προς τους ανθρώπους, ο άγιος παραιτήθηκε από την επισκοπή του εφτά χρόνια πριν από την κοίμηση του. Ο άγιος εγκαταστάθηκε στην πεδιάδα Oughtmama στην περιοχή Burren όπου κοιμήθηκε στις 29 Οκτωβρίου του 632 σε πολύ προχωρημένη ηλικία. 
Ο άγιος Colman τιμήθηκε σαν άγιος αμέσως μετά τον θάνατο του και έγινε ο πολιούχος άγιος του Kilmacduagh. Σε αντιστοιχία με τα λείψανα του, τα επισκοπικά του ενδύματα και η προσωπική ράβδος του αγίου Colman φυλάσσονταν σαν πολύτιμα λείψανα για πολλά χρόνια και η ράβδος του βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό Μουσείο του Δουβλίνου. Την χρησιμοποιούσαν σε ορκωμοσίες στην μετέπειτα μεσαιωνική περίοδο. Σύμφωνα με μια ιστορία, ο άγιος προφήτεψε πως κανένας άνθρωπος ή ζώο δεν θα σκοτωνόταν από κεραυνό στην επισκοπή του Kilmacduagh και λένε πως αυτό ισχύει μέχρι και σήμερα. 
Στην μεσαιωνική περίοδο, το μοναστήρι του Kilmacduagh έγινε ιδιαίτερα φημισμένο και διέπρεψε στο ότι διατηρούσε τις ασκητικές παραδόσεις. Αυτό το θρησκευτικό μνημείο ήταν τόσο σημαντικό που από τον δωδέκατο αιώνα μια μόνιμη επισκοπή υπήρχε εκεί. Δυστυχώς, οι Βίκινγκ έκαναν επιδρομές στο μοναστήρι και τελικά το λεηλάτησαν τον δωδέκατο αιώνα. Τον δέκατο τρίτο αιώνα ένα Αυγουστινιανό Αβαείο χτίστηκε στο σημείο. Αυτό το μοναστήρι διαλύθηκε κατά την Μεταρρύθμιση. 
Σήμερα το Kilmacduagh είναι ένα μικρό χωριό στα νότια της κομητείας Galway κοντά στην πόλη Gort. Εξακολουθεί να είναι ένας ιερός τόπος και ένας προορισμός για προσκυνητές. Πολλά αρχαία γραφικά ερείπια υπάρχουν ακόμη, συμπεριλαμβανομένων ερειπίων του καθεδρικού, των μοναστηριακών εκκλησιών (της αγίας Μαρίας, δεν διευκρινίζεται ποιας , του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή και άλλων) και μοναστηριακά κτίσματα (το σπίτι του ηγουμένου). Ένας από τους θησαυρούς του είναι ένας αρχαίος Ιρλανδικός κυλινδρικός πύργος, ο ποιο ψηλός της χώρας (112 πόδια ύψος). 
*Το ποιο σημαντικό μοναστήρι του αγίου Enda βρισκόταν στο Inishmore στο Galway όμως για λίγο καιρό έζησε στα νησιά Aran που περιελάμβαναν και το Aranmore.

Άγιε Colman του Kilmacduagh, προσευχήσου στο Θεό για εμάς!
Αγγλικό κείμενο http://www.pravoslavie.ru/english/75046.htm
Μετάφραση orthodoxy-rainbow

Αγία Αναστασία η Ρωμαία


Αγία Αναστασία η Ρωμαία 
Η θαρραλέα μαθήτρια του Χριστού
Συμεών του Μεταφραστού 

ΠΗΓΗ: ΕΔΩ 

Μαρτύριον της αγίας ενδόξου οσιοπαρθενομάρτυρος Αναστασίας της Ρωμαίας [1]
Δύο Αναστασίες βρίσκουμε στους βίους των Αγίων, που ήσαν και οι δύο επιφανείς και ξακουστές για την φήμη του γένους τους και για την ομολογία της πίστεώς τους, ήσαν δε και οι δύο από την περιφανή Ρώμη.

Η πρώτη παντρεύτηκε διά της βίας από τους γονείς της, και δεν συνευρέθηκε με τον άνδρα της, ούτε καν κοιμήθηκε μαζί του, γιατί ήταν ειδωλολάτρης, με την πρόφασι πως ήταν τάχα άρρωστη. Έτσι φύλαξε άφθαρτη την παρθενία της, διότι λίγες ημέρες αργότερα πέθανε ο άνδρας της. Ως εκ τούτου, πέρασε όλη τη ζωή της ασκητικά, με σωφροσύνη και με όλες τις αρετές, δίνοντας όλο το βιός της ελεημοσύνη στους φτωχούς. Επισκεπτόταν στα δεσμωτήρια τους άγιους μάρτυρες, τους παρακινούσε να υπομένουν τα βάσανα για τον Κύριο, τους νουθετούσε και τους βοηθούσε στις βιωτικές ανάγκες τους. 
Όταν πλέον τους εφόνευαν οι τύραννοι, έκλεβε τα ιερά τους λείψανα και τα ενταφίαζε με ευλάβεια κι αγάπη. Ενώ έκανε αυτή την καθημερινή εργασία, τόμαθαν οι ασεβείς, και τελειώθηκε διά πυρός, ανεβαίνοντας προς τον Κύριο ως οσμή ευωδίας. Επιτελούμε τη μνήμη της στις 22 Δεκεμβρίου. 
* * * 
Η δεύτερη αγία Αναστασία δεν παντρεύτηκε καθόλου, ούτε αγάπησε τους κοσμικούς θορύβους. Τον Χριστό επόθησε από μικρή, και σήκωσε τον χρηστό και γλυκύτατο ζυγό Του, και βάσταξε το ελαφρό φορτίο Του, δηλαδή έγινε μοναχή. Ύστερα πάλι αξιώθηκε να μαρτυρήση, και υπέμεινε διάφορα και πάνδεινα βασανιστήρια με πολλή ανδρεία και γενναιότητα για χάρη του ουρανίου Νυμφίου. Γιαυτό και δοξάστηκε πολύ από Αυτόν με τριπλό στεφάνι: ένα για την παρθενία της, δεύτερο για την άσκησί της, και τρίτο για το μαρτύριό της, καθώς θα διηγηθούμε λεπτομερώς στη συνέχεια. 
Αυτή η αξιέπαινη κόρη, που φέρει το όνομα της Αναστάσεως του Θεού και Σωτήρα μας Χριστού, απαρνήθηκε πατέρα, μητέρα και συγγενείς, μίσησε πλούτο, δόξα και κάθε σωματική ηδυπάθεια, εγκατέλειψε όλα τα φθαρτά και πρόσκαιρα αγαθά, για να απολαύση τα μόνιμα και αιώνια. Είκοσι χρόνων μπήκε σε μοναστήρι, και την έκειρε μοναχή μια ενάρετη και γραμματισμένη μοναχή ονόματι Σοφία, η οποία την δίδασκε και την νουθετούσε με επιμέλεια στη μοναχική πολιτεία. Η Αναστασία πλέον, γνωστική και συνετή όντας, προέκοπτε διαρκώς με τις νουθεσίες της διδασκάλισσας και έδειχνε πολλή αρετή. Η Σοφία πάλι, βλέποντας την πνευματική της κόρη να προκόβη στον ένθεο έρωτα, δόξαζε τον Κύριο. 
Ο κοινός μας εχθρός όμως φθόνησε τη γενναιότητα της κόρης, και της έδωσε μεγάλο και σφοδρότατο σαρκικό πόλεμο, για να την κάνη, όσο του ήταν δυνατό, να μισήση τη μοναχική πολιτεία, ή έστω να γίνη αμελής στην άσκησι. Αλλά η Αγία δεν χαλάρωσε διόλου στους πνευματικούς αγώνες, μάλιστα γινόταν όλο και πιο πρόθυμη. Όσο λοιπόν έβλεπε τον εχθρό και επίβουλο να την πολεμά δυνατά, τόσο πιο ανδρεία κι αυτή ανταγωνιζόταν. Έτσι νικούσε και ντρόπιαζε ολοσχερώς τον πειρασμό. 
Σαν είδε αυτός πως με τέτοιο τρόπο δεν μπόρεσε να τη νικήση, βάζει ο τρισάθλιος άλλη πανουργία. Την γνωστοποίησε στους υπηρέτες του και εργάτες της ασεβείας, που είχαν τον καιρό εκείνο πολύ πόθο και φροντίδα να βασανίζουν τους χριστιανούς με ποικίλα βασανιστήρια. Τότε βασίλευε ο ασεβής Διοκλητιανός. Έσπευσαν λοιπόν οι υπηρέτες και ανήγγειλαν στον ηγεμόνα Πρόβο πως η Αναστασία δεν προσκυνούσε τους θεούς τους, ούτε σεβόταν τους βασιλείς, αλλά εκήρυττε τον Χριστό ως αληθινό Θεό και Δημιουργό όλης της κτίσεως. Τότε ο Πρόβος σύναξε πολλούς ανθρώπους στο θέατρο και πρόσταξε να φέρουν τη μακαρία μπροστά του. Έτρεξαν αμέσως ασυγκράτητοι οι υπηρέτες, έσπασαν την πύλη της μονής, μπήκαν με αναισχυντία και ζήτησαν κάποια που λεγόταν Αναστασία. 
Σαν είδε η διδασκάλισσα Σοφία ξαφνικά τους ορμητικούς στρατιώτες, κατάλαβε το λόγο, και τους παρακάλεσε να περιμένουν λίγη ώρα. Πήρε τότε την Αναστασία, και με δάκρυα στα μάτια πήγε κρυφά στο Ιερό θυσιαστήριο. Την έφερε μπροστά στην αγία εικόνα του Δεσπότου και της είπε: 
-Κόρη μου αγαπημένη, από την ώρα που σε αναδέχθηκα για πνευματικό μου τέκνο, δεν αμέλησα καθόλου να σε διδάσκω την κατά Θεόν πολιτεία, ώσπου έφτασες πιά στην ηλικία του πληρώματος του Χριστού. Πήγαινε λοιπόν σ’ Αυτόν με αγαλλίασι. Μ’ Αυτόν σε νυμφεύω σήμερα. Σ’ Αυτόν σε προσφέρω, σ’ Αυτόν σε παραδίδω, να σε δεχθή ως άφθαρτη νύμφη Του. Ο νυμφώνας στολισμένος, ο Νυμφίος αψευδής. Άγιοι Άγγελοι παραστέκουν, να σε πάνε ως νύμφη Χριστού στους ουρανίους θαλάμους. Εκεί θα αγάλλεσαι και θα ευφραίνεσαι, μαζί Του πάντα, σ’ εκείνη την ανεκλάλητη ευφροσύνη. Βάδισε τη στενή και τεθλιμμένη οδό του μαρτυρίου.
Μέσα απ’ αυτήν θα φτάση η ψυχή σου στην αιώνια άνεσι και αναψυχή. Είναι σωστό και δίκαιο, όχι μόνο να υπομείνουμε τα φοβερώτερα βασανιστήρια για την αγάπη του Χριστού, αλλά να λάβουμε και αυτόν τον θάνατο με αγαλλίασι. Αν ο ίδιος ο Κύριος και Δεσπότης μας πέθανε για χάρη μας, πως κι εμείς να μη μιμηθούμε πρόθυμα το θάνατό Του για τη σωτηρία μας; Ναί, κόρη μου αγαπημένη, δεν λογίζεται θάνατος το να πεθάνης για τον Χριστό. Είναι χαρά, ηδονή, ευφροσύνη, αγαλλίασις, λαμπρότητα, φως πιο γλυκό και πιο ωραίο από αυτό το φως. Είναι διάβασις, μετάστασις από τα φθαρτά και πρόσκαιρα στα άφθαρτα και αιώνια, από τα λυπηρά και κοπιαστικά στα ωραία και χαρμόσυνα. 
Τώρα πηγαίνεις στα σταθερά και μόνιμα, στα διαρκή και ατελείωτα, κόρη μου πολυαγαπημένη, να συνευφραίνεσαι με τις φρόνιμες παρθένες σ’ εκείνη την άρρητη ηδονή, την άφραστη αγαλλίασι, που διαρκεί αιωνίως και πάντοτε. Μη δειλιάσης την αυστηρότητα των τυράννων, την δριμύτητα των κολάσεων. Ο ίδιος ο Νυμφίος σου, ο Δεσπότης Χριστός, θα σου συμπαρασταθή, θα ελαφρύνη τους πόνους. Κι αν σ’ αφήση λίγο να κακοπαθήσης, για να φανή η υπομονή σου, να δοκιμασθή η πίστις σου, και να θαυμάσουν οι θεατές την ανδρεία και την προθυμία σου, πάλι δεν θα σ’ εγκαταλείψη ως το τέλος. Όταν κουραστής, θα σβήση η δριμύτητα των πόνων και των πληγών σου, θα ανατείλη φως και παρηγοριά, και δόξα Κυρίου θα σε κυκλώση. 
Σαν είπε όλα αυτά η πάνσοφη Σοφία προς την Αναστασία, της απάντησε η παρθένος: 
-Κάνε δέησι και ικεσία προς τον Δεσπότη μας, Μητέρα μου, για να μου στείλη εξ ύψους δύναμι και βοήθεια, ώστε να μή δειλιάσω τους βαναύσους τυράννους. Το μέν πνεύμα πρόθυμο, μα η σάρκα ασθενική, και χωρίς θεία βοήθεια δεν κατορθώνεται το αγαθό. Προσευχήσου θερμά για χάρη μου, και ανδρειωμένη με τη θεία δύναμι, θα φροντίσω να φυλάξω απαρασάλευτες όλες τις υποσχέσεις.
Αυτά είπε η παρθένος προς την διδασκάλισσα, και τότε έτρεξαν οι στρατιώτες, άρπαξαν την Αγία σαν αρνί από την μητέρα της και την πήγαν στο κριτήριο αλυσοδεμένη, αλλά και χαρούμενη. Όταν είδαν τόση ευκοσμία και ωραιότητα πάνω της οι παρευρισκόμενοι, έμειναν έκθαμβοι. 
Τότε ο Πρόβος την ρώτησε: 
-Πως ονομάζεσαι; 
Κι εκείνη αποκρίθηκε:
-Αναστασία καλούμαι, γιατί μ’ ανέστησε ο Κύριος, για να ντροπιάσω σήμερα εσένα και τον πατέρα σου Διάβολο.
Όταν άκουσε ο Πρόβος τέτοια απότομη απόκρισι, θέλησε να μαλακώση την αυστηρότητα και την τραχύτητά της με κολακείες. Μα δεν ήξερε ο ανόητος την δυνατή πίστι στην ψυχή της, που ήταν πιο σκληρή κι απ’ το διαμάντι. Της έλεγε λοιπόν: 
-Ακουσέ με, Κόρη, που σε συμβουλεύω για το συμφέρον σου. Θυσίασε στους μεγάλους θεούς, κι εγώ θα σε παντρέψω μ’ ένα πλουσιώτατο άρχοντα, θα σου δώσω χρυσάφι και ασήμι πολύ, ρούχα πολυτελή, πλήθος δούλων και υπηρετών, και θα γίνης μονομιάς ευγενής και περίδοξη. Κατάλαβε λοιπόν το καλό σου, σκέψου όπως αρμόζει στην ωραιότητα και στην ψυχική σου ευγένεια. Μή θέλης να δοκιμάσης το θυμό μου, και να μάθης πόσο κακό είναι η ασέβειά σου. Εγώ -οι θεοί το ξέρουν- λυπάμαι το κάλλος σου, και σαν πατέρας φροντίζω για το όφελος σου, σε συμβουλεύω για το συμφέρον σου. Αν όμως δεν μ’ ακούσης, θα δοκιμάσης αναγκαστικά την αγριότητα και το θυμό μου, όπως είδες τώρα την ημερότητα και την ευμένειά μου, και τότε θα μετανοιώσης ανώφελα. 
Μόλις άκουσε η Μάρτυς τούτα τα λόγια, θυμήθηκε τις μητρικές παραινέσεις της σοφής διδασκάλισσας Σοφίας, και του αποκρίθηκε ταπεινά: 
-Για μένα, ηγεμόνα, πλούτος και ζωή και Νυμφίος είναι ο γλυκύτατος Δεσπότης μου Χριστός. Ο θάνατος για χάρη Του μου είναι πιο πολύτιμος κι απ’ αυτή τη ζωή. Γι’ Αυτόν περιφρόνησα όλα τα ευχάριστα και απολαυστικά πράγματα της γής, χρυσάφι, ασήμι, πολυτίμους λίθους, κι όλα όσα τιμούν οι φιλόσαρκοι τα θεωρώ σαν χώμα. Φωτιά, σπαθί, κοντάρι, διαμελισμό, πληγές και μάστιγες, κι ό,τι άλλο νομίζετε για τιμωρία, εγώ τα έχω για ευχαρίστησι και αγαλλίασι, ατενίζοντας προς τον Δεσπότη Χριστό και Σωτήρα μου. Γιά την αγάπη Του επιθυμώ όχι μόνο να πάθω τέτοια δεινά, αλλά και να πεθάνω μύριες φορές για χάρη Του. Μήν υποκρίνεσαι λοιπόν πως τάχα λυπάσαι την ομορφιά μου που μαραίνεται σαν τα άνθη του αγρού, αλλά κάνε ό,τι είναι στην εξουσία σου. Μή χάνης άσκοπα τον καιρό σου. Εγώ ξύλινους και πέτρινους θεούς δεν θα προσκυνήσω ποτέ.
Σαν άκουσε όλα αυτά ο ηγεμόνας, άναψε απ’ το θυμό του. Προστάζει λοιπόν πρώτα να τη δείρουν ανελέητα στο πρόσωπο. Κατόπιν να τη γδύσουν τελείως, να τη δή όλο το θέατρο, για να καταισχυνθή. Έτσι λοιπόν εγύμνωσαν εκείνο το πάγκαλλο σώμα, που το σέβονται και οι Άγγελοι, και το παρουσίασαν χωρίς κανένα ρούχο, για να την καταφρονήσουν όλοι. Τότε της λέγει ο άρχοντας:
-Για την υπερηφάνειά σου, έτσι σου ταιριάζει, να εξευτελίζεσαι μπροστά σε τόσα μάτια ανδρών. Μα έστω και τώρα, έλα στην ευμένεια των θεών. Μή θέλης να δής να μαραίνεται πρόωρα τέτοια ομορφιά, να χαθής πολύ άθλια. Σε βεβαιώνω πως αν δεν κάνης το θέλημά μου, κανείς δεν σε γλιτώνει από το χέρια μου. Θα σε κόψω σε λεπτά κομμάτια, και θα σε ρίξω τροφή στα άγρια θηρία.
Η Αγία τότε απάντησε:
-Ηγεμόνα, αυτή μου τη γύμνωσι δεν την έχω για ντροπή, αλλά για περίλαμπρο και ευπρεπέστατο στολισμό, γιατί γδύθηκα τον παλαιό άνθρωπο, και ντύθηκα τον καινούργιο, με δικαιοσύνη και αλήθεια. Είμαι έτοιμη να λάβω κι αυτόν τον θάνατο, καθώς με φοβέρισες. Τον επιθυμώ υπερβολικά. Μα κι αν και τα μέλη μου κατακόψης, βάναυσε δικαστή, και ξερριζώσης τη γλώσσα μου, τα δόντια και τα νύχια μου, τότε θα με ευεργετήσης ακόμη περισσότερο. Όλο τον εαυτό μου τον χρεωστώ στον Δημιουργό και Σωτήρα μου. Ποθώ Αυτός να δοξασθή σε όλα μου τα μέλη. Θα του τα παραστήσω σαν κοσμήματα, με το στολισμό της ομολογίας.
Αυτά κι άλλα παρόμοια έλεγε η Αγία, για να θυμώση ο δικαστής, να μη την λυπηθή, να μη την αφήση ατιμώρητη, και στερηθή τα στεφάνια της αθλήσεως. Έκπληκτος ο άρχοντας και όλο το θέατρο μπροστά σ’ αυτήν την ελευθεροστομία της παρθένου, άφησε κατά μέρος τις κολακείες, και αποφασίζει ν’ αρχίση τις τιμωρίες και τα βασανιστήρια.

Προστάζει λοιπόν να καρφώσουν στη γή τέσσερις πασσάλους, επάνω στους οποίους τέντωσαν την Μάρτυρα, και την έδεσαν μπρούμυτα. Από κάτω άναψαν φωτιά με λάδι, πίσσα και θειάφι, και άλλα εύφλεκτα, άπ’ όπου καταφλέγονταν το στήθος, η κοιλιά και τα σπλάγχνα της. Από πάνω την χτυπούσαν στην πλάτη με ξύλα οι άσπλαγχνοι. Έτσι έπασχε και βασανιζόταν η αείμνηστη ώρα πολλή, και ήταν η ράχη και όλα τα οπίσθια καταξεσχισμένα από τα ραβδίσματα. 
Από μπροστά πάλι καταφλέγονταν οι σάρκες, οι φλέβες και το αίμα, και είχε τόση πολλή οδύνη και πόνους, που μόνο και να τ’ ακούη κανείς, δειλιάζει και απορεί. Πραγματικά, τι γενναία ψυχή για τον Χριστό, ανώτερη από την ανάγκη της φύσεως! Μόνο με την προσευχή της σαν δροσιά, έσβηνε τη σφοδρότητα της φωτιάς, γιατί θυμόταν τα παλαιά θαύματα του Θεού, όπως στη βαβυλωνιακή κάμινο. Είχε βέβαια πολλή σύνεσι, σοφία και γνώσι των θείων Γραφών, κι έτσι ελάφραινε τους πόνους. 
Μόλις είδε πια εκείνο το άγριο και απάνθρωπο θηρίο ότι η Μάρτυς δεν εδείλιασε με τέτοια βάσανα, προστάζει να τη δέσουν σ’ ένα τροχό. Αμέσως ο λόγος έγινε έργο, και στο γύρισμα του τροχού με κάποια μηχανή, συντρίφτηκαν όλα τα κόκκαλα της Αγίας, τεντώθηκαν τα νεύρα και οι αρμοί του σώματος, μετατοπίστηκε η σωματική διάπλασις από τη φυσική της αρμονία, κι απόμεινε ελεεινό θέαμα. 
Αλλά η Μάρτυς και πάλι επικαλέστηκε Εκείνον που μπορεί να τη βοηθήση σε καιρό θλίψεως, και να τη λυτρώση από τα χέρια των εχθρών της, λέγοντας τα εξής: 
-Θεέ θεών και Κύριε των δυνάμεων, ο Θεός της σωτηρίας μου, η υπομονή, η καταφυγή μου και δύναμις, η ελπίδα της ψυχής μου και σωτηρία μου, μην απομακρυνθής από μένα, διότι εξαντλήθηκα από τους πόνους, κόλλησε στη γή η κοιλιά μου και τα οστά μου σαν φρύγανα φλογίστηκαν. Δός μου βοήθεια στη θλίψι μου, Θεέ μου, που με περιζώνεις με δύναμι.
Με τέτοια προσευχή -τι γρήγορη φροντίδα! Τί ταχύτατη λύτρωσις!- αμέσως η Μάρτυς βρέθηκε ελευθερωμένη από εκείνο το φοβερό μηχάνημα, και στάθηκε υγιής και ολόσωμη, χωρίς κανένα σημάδι πληγής ή έγκαυμα στη σάρκα της. Μα ο τυφλωμένος τύραννος δεν μπόρεσε να καταλάβη τη θαυματουργία της θείας δυνάμεως, μεθυσμένος και σκοτισμένος στην ασέβεια και μανία του. Γι’ αυτό πάλι την κρέμασε σε ξύλο, κι έβαλε να την καταξεσχίσουν με σιδερένια νύχια. Όμως η Αγία προσευχόταν, και πάλι ήλθε εξ ύψους βοήθεια, και οι δήμιοι ατόνησαν, κι αυτή στεκόταν χωρίς καμμία οδύνη. 
Γεμάτος απορία, οργή και θυμό ο ηγεμόνας σηκώθηκε πολλές φορές από το θρόνο του, μή ξέροντας τι να κάνη. Μα ο Διάβολος που τον συμβούλευε κατ’ ιδίαν, του έβαλε στο νού να κόψη τους μαστούς της Αγίας. Αυτή η τιμωρία είναι η πιο φοβερή και επώδυνη, διότι στο μέρος αυτό είναι ενθρονισμένη και ριζωμένη η καρδιά. Αλλά η Μάρτυς είχε μεγαλύτερο πάθος στην καρδιά για τον έρωτα του Χριστού, και γιαυτό καταφρόνησε το μικρό και κατώτερο. 
Ο τύραννος πάλι, βλέποντας πως η Οσία υπέμεινε και αυτό το φοβερώτατο βάσανο, φιλοδοξούσε να νικήση την υπερβολική καρτερία της με τα υπερβολικά βασανιστήρια. Γιαυτό της ξερρίζωσε όλα τα δόντια και τα νύχια. Και πάλι η Αγία, σαν να μην αισθανόταν κανένα πόνο, ευχαριστούσε πιο θερμά τον Κύριο, που αξιώθηκε να γίνη συγκοινωνός και συμμέτοχος στα πάθη Του. Συγχρόνως έβριζε τους θεούς του τυράννου, αποκαλώντας τους σκοτεινούς, πλάνους, δαίμονες και απώλεια ψυχής. 
Μή υποφέροντας να ακούη τέτοια λόγια ο δικαστής, αφού το γλυκό φως είναι μισητό στους ασθενικούς οφθαλμούς, διατάζει να της ξερριζώσουν και τη γλώσσα από τον φάρυγγα. Αλλά και πάλι η Οσία δεν δείλιασε μ’ αυτή την τιμωρία, μόνο ζήτησε λίγη διορία, για να αποδώση την πρέπουσα προσευχή και να δοξάση τον Κύριο με το όργανο της φωνής. Αφού λοιπόν Τον ευχαρίστησε, Τον παρακάλεσε να την αξιώση να τελειώση καλώς το μαρτύριο, και όσοι άρρωστοι την επικαλεσθούν σε βοήθεια, να τους θεραπεύη ως ιατρός κάθε αρρώστειας. Την ώρα που η Αγία είπε την προσευχή, ακούστηκε φωνή απ’ τον ουρανό που μαρτυρούσε την πραγματοποίησι των αιτημάτων, δηλαδή να γίνη το θέλημά της, όπως το ζήτησε. 
Χάρηκε σαν άκουσε τη θεία φωνή η Μάρτυς, και λέγει στον δήμιο να εκτελέση το πρόσταγμα. Έτσι κι έγινε. Της έκοψε με ξίφος τη θεολογική της γλώσσα, που έλεγε τα θεία λόγια. Έτρεχαν τα αίματα, κοκκίνησαν τα ρούχα της άμωμης νύμφης του Χριστού, που απ’ τον πόνο λιγοψύχησε, και ζήτησε λίγο νερό. 
Τότε βρέθηκε κάποιος ευσεβής και ενάρετος χριστιανός ονόματι Κύριλλος, ο οποίος μ’ αυτή τη μικρή καλωσύνη του ψυχρού ποτηριού απολαμβάνει ως ανταμοιβή από τον Θεό το στεφάνι της αθλήσεως. Διότι μαθαίνοντας ο Πρόβος ότι λυπήθηκε την Αγία και την πότισε νερό, πρόσταξε να κόψουν τα κεφάλια και των δύο. Έτσι τελείωσαν κι οι δύο το δρόμο του μαρτυρίου. 
Το λείψανο της Οσίας έμεινε λίγες ημέρες ριγμένο στο χώμα, χωρίς διόλου να το αγγίξη πουλί, ή θηρίο, κατόπιν θείας νεύσεως και βουλής. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και θείος Άγγελος εστάλη από τους ουρανούς, για να δώση το άγιο λείψανο στη διδασκάλισσά της Σοφία. 
Πράγματι η Σοφία εκείνη, από τη στιγμή που άρπαξαν μέσα από την αγκαλιά της την Αναστασία, προσευχόταν ασταμάτητα και παρακαλούσε τον Κύριο να τη δυναμώση έως τέλους, να μη νικηθή από τις κολακείες, να μή δειλιάση από τις τιμωρίες, και ζημιωθή τα στεφάνια. Ενώ λοιπόν προσευχόταν ολόψυχα με ολόθερμα δάκρυα, άγιος Άγγελος φανερώνεται, και της αναγγέλλει το πολυπόθητο άκουσμα και γλυκύτατο μήνυμα: Η Μάρτυς ετελειώθη, και ανήλθε στον ουράνιο θάλαμο, για την αιώνια αγαλλίασι. Συνάμα την οδηγεί και της παραδίδει το παμπόθητο και σεβάσμιο λείψανο της Μάρτυρος. 
Τότε η Σοφία έπεσε πάνω του, το αγκάλιαζε και το φιλούσε συνέχεια, λέγοντας τα εξής με δάκρυα και πολλή αγαλλίασι: 
-Ποθητό και πολυαγαπητό μου τέκνο, που σε ανέθρεψα καλώς με πολύ κόπο, με ησυχία και με άσκησι, σ’ ευχαριστώ, που δεν καταφρόνησες τις επαγγελίες, δεν παρήκουσες τις νουθεσίες, δεν παρέβλεψες τις εντολές. Φύλαξες τις υποσχέσεις, και τώρα παραστέκεις δίπλα στον Χριστό τον Νυμφίο σου, περιβεβλημένη με ιμάτιο παρθενίας, πεποικιλμένη με στίγματα μαρτυρίου, και στολισμένη με στεφάνι από λίθους πολυτίμους. Τώρα κατοικείς σε τόπο σκηνής θαυμαστής, στον οίκο της δόξης Κυρίου, και με τους Αγγέλους ευφραίνεσαι. Γιαυτό σε παρακαλώ, πολυαγαπημένη μου κόρη και πνευματική μου μητέρα, γίνε μου καλή γηροκόμος σ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή, και μεσίτρια και πρέσβυς προς τον Δεσπότη μας, να αξιώση και μένα να εισέλθω στη βασιλεία Του.
Με τέτοια και παρόμοια λόγια, η φιλότεκνη και φιλόθεη γερόντισσα αγκάλιαζε και καταφιλούσε το τίμιο λείψανο, μα δεν μπορούσε απ’ τα γηρατειά να το σηκώση. Την ώρα που συλλογιζόταν τι να κάνη, ξάφνου παρουσιάστηκαν δύο μεγαλοπρεπείς και αξιοσέβαστοι άνδρες, οι οποίοι σήκωσαν εκείνο το σεβάσμιο και ιερώτατο λείψανο και το μετέφεραν με την Σοφία μέσα στη Ρώμη, και το απέθεσαν στον τάφο λαμπρά και τιμητικά, προς δόξαν Θεού Πατρός, και Κυρίου Ιησού Χριστού, μετά του οποίου πρέπει τιμή και κράτος και προς το Άγιον Πνεύμα, νύν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 
1. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι η Αγία Αναστασία η Ρωμαία εμαρτύρησε επί Δεκίου. Φαίνεται ότι συγχέεται με άλλη Αγία Αναστασία, η οποία εορτάζει στις 12 Οκτωβρίου. 
Πηγή: Αγία Αναστασία η Ρωμαία σελ. 11-22, έκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1998


Ο οσιομάρτυς Τιμόθεος ο Εσφιγμενίτης


Ο οσιομάρτυς Τιμόθεος ο Εσφιγμενίτης

 29 Οκτωβρίου

Ο οσιομάρτυς Τιμόθεος καταγόταν από το χωριό Παράορα της επαρχίας Κεσσάνης στην Ανατολική Θράκη. Στο άγιο βάπτισμα έλαβε το όνομα Τριαντάφυλλος και όταν έφθασε σε ηλικία γάμου έλαβε νομίμως σύζυγο και απέκτησαν δύο θυγατέρες.

Συνεργούντος του διαβόλου, η σύζυγός του ερωτεύθηκε έναν Τούρκο ο οποίος την έπεισε να εγκαταλείψει θρησκεία και οικογένεια για να ζήσει μαζί του. Μετά από λίγο καιρό, όμως, η γυναίκα συνειδητοποίησε το ανόμημά της και ζήτησε από τον Τριαντάφυλλο να τη γλυτώσει από τα χέρια του βαρβάρου. Ο λογισμός της ήταν να τουρκεύσει κατ’ οικονομίαν εκείνος, να την γλυτώσει και μετά να φύγουν οι δυο τους, να γίνει εκείνη μοναχή σε κάποια γυναικεία μονή και να πάει ο Τριαντάφυλλος να μονάσει στο Άγιον Όρος.

Ο Τριαντάφυλλος πήγε αμέσως στον Τούρκο δικαστή και δήλωσε ότι αν του δώσουν πίσω τη γυναίκα του θα γίνει μουσουλμάνος. Πράγματι, υπεβλήθη σε περιτομή και πήρε πίσω τη σύζυγό του. Μόλις το επέτρεψαν οι συνθήκες, άφησαν τις κόρες τους στη φροντίδα ευσεβών φίλων και έφυγαν από το χωριό. Η σύζυγός του εισήλθε σε μια γυναικεία μονή κοντά στις Κυδωνίες (Αϊβαλί), και ο Τριαντάφυλλος πήγε στο Άγιον Όρος και εκάρη μοναχός στη Μεγίστη Λαύρα, έλαβε το όνομα Τιμόθεος και για πολλά χρόνια ασκούσε το διακόνημα του κηπουρού.

Έχοντας ακούσει όμως για το ένδοξο μαρτύριο του αγίου νεομάρτυρος Αγαθαγγέλου του Εσφιγμενίτου [19 Απρ.] και φλεγόμενος και ο ίδιος από τον πόθο να ενωθεί με τον Χριστό συμμετέχοντας στο Πάθος Του, πήγε στη Μονή Εσφιγμένου, έβαλε μετάνοια και έζησε εκεί με τελεία υπακοή. Έχοντας πάρει την ευλογία του ηγουμένου για το μαρτύριο, έφυγε για τον Ελλήσποντο, όπου συνάντησε δύο συντρόφους αποφασισμένους να μαρτυρήσουν μαζί του: τον ιεροδιάκονο Γερμανό και τον ιερέα Ευθύμιο. Πήγαν στα Παράορα, όπου ο Τιμόθεος με παρρησία ομολόγησε ότι παρέμενε πάντα χριστιανός, στηλίτευσε τη μουσουλμανική θρησκεία και καταδικάσθηκε σε θάνατο.

Ο δικαστής του χωριού έστειλε τον Τιμόθεο και τον Ευθύμιο στην Αδριανούπολη, όπου τους φυλάκισαν μαζί με δύο άλλους ομολογητές: τον ιερομόναχο Νικόλαο και τον μοναχό Βαρνάβα. Κάθε μέρα βασάνιζαν τους αγίους για να τους κάνουν να αρνηθούν τον Χριστό, εκείνοι όμως άντεχαν ακλόνητοι στα μαρτύρια και προσδοκούσαν μόνον την ημέρα της λυτρώσεώς τους από την παρούσα ζωή.

Ο Γερμανός κατόρθωσε να τους πλησιάσει και να φυλακισθεί μαζί τους με το πρόσχημα ότι δεν είχε πληρώσει τον κεφαλικό φόρο που κατέβαλλαν υποχρεωτικά οι χριστιανοί. Τους πήγε άγιο Άρτο και έψαλαν και οι πέντε ολονύκτιο αγρυπνία· καθώς δεν είχαν εκκλησιαστικά βιβλία, αντί για τα αναγνώσματα από την Αγία Γραφή, καθένας τους περιέγραφε τα μαρτύρια που είχε υποστεί για τον Χριστό, καθώς και τις ερωτήσεις των δικαστών και τις απαντήσεις που έδωσαν εκείνοι.

Μερικές ημέρες αργότερα, στις 29 Οκτωβρίου 1820, αποκεφαλίσθηκε ο Τιμόθεος. Η γαλήνη, η ηρεμία και η αγαλλίαση που ακτινοβολούσε το πρόσωπό του τη στιγμή του μαρτυρίου κατήσχυναν την ωμότητα των δημίων και του πασά, ο οποίος αποφάσισε να μην θανατωθούν οι σύντροφοί του, γεγονός που ήταν για εκείνους αληθινό μαρτύριο· τόσο μεγάλος ήταν ο πόθος τους να ακολουθήσουν τον Τιμόθεο στον θρίαμβο των αληθινών μαθητών του Χριστού.

Το τίμιο λείψανο του αγίου ερρίφθη στον ποταμό Έβρο, ο Γερμανός όμως πήρε τα αιματοβαμμένα ενδύματα, έδωσε ένα τμήμα ευλογία στις κόρες του νεομάρτυρος, και τα πήγε στη Μονή Εσφιγμένου όπου φυλάσσονται μαζί με τα ρούχα του μαρτυρίου του αγίου οσιομάρτυρος Αγαθαγγέλου.


Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος 2ος, Οκτώβριος. Ίνδικτος,

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Άγιος Δημήτριος, Μητροπολίτης Ροστώφ.



Άγιος Δημήτριος, Μητροπολίτης Ροστώφ. 
28 Οκτωβρίου. 
ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Δημήτριος, βλαστὸς οἰκογενείας Κοζάκων, γεννήθηκε τὸ 1651 στὸ Μακάροβο, σαράντα χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ Κίεβο. Στὸ ἅγιο Βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Δανιήλ. ῾Ο πατέρας του, Σάββας Τουπτάλα, ἦταν στρατιωτικὸς καὶ ἀπουσίαζε συχνά· ἔτσι,τὴν μόρφωσι τοῦ παιδιοῦ ἀνέλαβε κυρίως ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία τοῦ ἐνεφύτευσε τὰ σπέρματα τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν. 
Σὲ ἡλικία ἕνδεκα ἐτῶν, ὁ Δανιὴλ εἰσῆλθε στὴν νεοπαγῆ ῾Ιερατικὴ Σχολὴ τοῦ Κιέβου, τῆς ὁποίας ὁ Σχολάρχης ᾿Ιωαννίκιος Γολιατόφσκυ ἦταν λαμπρὸς ἱεροκήρυξ καὶ ἔνθερμος ὑπέρμαχος τῆς ᾿Ορθοδοξίας. Χάρις στὸν ᾿Ιωαννίκιο, ὁ μελλοντικὸς ῾Ιεράρχης ἀξιώθηκε νὰ ἀναπτύξη τὸ ἀξιοθαύμαστο χάρισμά του νὰ ἐξηγῆ τὶς ῞Αγιες Γραφές· ἐπίσης, εὐαισθητοποιήθηκε στὴν ἀνάγκη διδαχῆς τοῦ πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας. 
Μερικὰ χρόνια ἀργότερα, ὅταν ἦταν δεκαεπτὰ ἐτῶν, τὸ 1668, εἰσῆλθε στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ τοῦ ῾Αγίου Κυρίλλου, ὅπου τὴν 9ην ᾿Ιουλίου ἔλαβε στὴν μοναχική του κουρὰ τὸ ὄνομα Δημήτριος, πρὸς τιμὴν τοῦ Θεσσαλονικέως Μεγαλομάρτυρος. 
᾿Εκτὸς ἀπὸ τὰ διακονήματα τῆς Μονῆς, τὰ ὁποῖα ἐκτελοῦσε με ὑποδειγματικὴ ὑπακοή, ὁ νέος διεκρίθη γιὰ τὴν ἀσκητική του ζωή, τὴν πραότητα καὶ τὴν ταπείνωσι, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ἐθαυμάζετο ὑπὸ τῶν Γερόντων, ἐπὶ πλέον δὲ κατώρθωσε νὰ ὁλοκληρώση τὶς σπουδές του καὶ νὰ ἀρχίση τὸ συγγραφικό του ἔργο.

᾿Εχειροτονήθη Πρεσβύτερος τὴν 23η Μαΐου 1675 ὑπὸ τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου Λαζάρου Μπαράνοβιτς τοῦ Τσερνιγκὼφ καὶ τὸ 1677 διωρίσθηκε ὑπ᾿ αὐτοῦ ῾Ιεροκήρυξ στὴν ἕδρα του. ᾿Εν συνεχείᾳ, ἀνέλαβε καθήκοντα διοικήσεως διαφόρων ῾Ιερῶν Μονῶν, παρὰ τὴν θέλησί του, ἐφ᾿ ὅσον μοναδική του ἐπιθυμία ἦταν νὰ ζῆ στὴν ἄσκησι καὶ τὴν ἡσυχία. Δύο φορὲς ἐπιχείρησε νὰ παραιτηθῆ, ἀλλὰ τὸ ἐγχείρημα ἀπέτυχε καὶ οἱ φίλοι του, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ μετέπειτα ῞Αγιος Θεοδόσιος τοῦ Τσερνιγκώφ, κατώρθωσαν τελικὰ νὰ τὸν ἀποτρέψουν.

Ἐξ αἰτίας τῶν εἰσβολῶν Τατάρων, Λιθουανῶν καὶ Πολωνῶν, πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ συγγράμματα, ὅπως οἱ Βίοι τῶν ῾Αγίων, εἶχαν καταστραφῆ. ῾Ο ᾿Αρχιμανδρίτης Βαρλαὰμ τῆς ῾Ιερᾶς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἀναζητοῦσε ἕνα πρόσωπο ἱκανὸ νὰ ἀναλάβη τὸ τεράστιο ἔργο τῆς συλλογῆς, ἐπιμελείας καὶ ἐκδόσεως τοῦ ἁγιολογικοῦ ὑλικοῦ. Τότε, ἐστράφη στὸν Δημήτριο, ξακουστὸν ἤδη ὡς συγγραφέα ψυχωφελῶν ἔργων. 
Δέος κατέλαβε τὸν ταπεινόφρονα ᾿Ασκητὴ ἐνώπιον τοῦ βάρους τοῦ ἐγχειρήματος καὶ προσεπάθησε νὰ ἀποποιηθῆ τὴν μεγάλη αὐτὴ εὐθύνη. Φοβούμενος ὅμως μήπως ὑποπέσει στὸ σφάλμα τῆς παρακοῆς καὶ γνωρίζοντας τὶς ἀδήριτες ἀνάγκες τῆς ᾿Εκκλησίας, ὑπετάγη τελικὰ στὸ πιεστικὸ αἴτημα τῶν ἀνωτέρων του καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν ῾Ιερὰ Λαύρα τοῦ Κιέβου. ᾿Επὶ μίαν εἰκοσαετία, 1684 - 1705, ὁ ῞Αγιος Δημήτριος ἀφιέρωσε ὅλες τὶς δυνάμεις του στὸ ἱερὸ αὐτὸ ἔργο. ᾿Εκτὸς ἀπὸ τὸν χρόνο τῆς προσευχῆς στὸν Ναὸ καὶ κατὰ μόνας, ἀφιέρωνε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο στὴν σύνταξι τῶν Βίων τῶν ῾Αγίων. 
Ζοῦσε μὲ τοὺς ῾Αγίους, ἐβίωνε τὸν Βίο τους, ὑπέφερε μαζί τους τὰ βασανιστήριά τους καὶ μελετοῦσε ὣς τὴν παραμικρὴ λεπτομέρεια ὅλα τὰ σχετικὰ τεκμήρια. Εἰς ἀνταμοιβὴν τῆς ἀγάπης του αὐτῆς πρὸς τοὺς ῾Αγίους, ὁ Θεὸς τοῦ ἐχάριζε συχνὰ ὁράματα. ῎Ετσι, τὴν 10η Αὐγούστου 1685, εἶδε σὲ ἐνύπνιο τὴν ῾Αγία Μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα, τὴν ὁποία ἰδιαιτέρως εὐλαβεῖτο. Τῆς ἐζήτησε νὰ μεσιτεύση ὑπὲρ αὐτοῦ στὸν Κύριο, ἀλλὰ ἡ ῾Αγία ἦταν διστακτικὴ καὶ τοῦ εἶπε: «Δὲν ξέρω... Θὰ προσευχηθῶ ἢ ὄχι... Σὺ προσεύχεσαι μὲ τρόπο ρωμαιοκαθολικό...». Βλέπουσα ὅμως τὴν ταραχή του, ἡ ῾Αγία Βαρβάρα ἐμειδίασε, τὸν καθησύχασε καὶ τὸν ἐπαρηγόρησε. ῾Ο ῞Αγιος Δημήτριος ἑρμήνευσε τὴν ἐπίπληξι αὐτὴ τῆς ῾Αγίας, διότι εἶχε συνήθεια, ὅπως καὶ οἱ Παπικοί, νὰ μὴ προσεύχεται ἀδιαλείπτως καὶ ἐκτενῶς. 
Τὴν 10η Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, παρουσιάσθηκε στὸν Δημήτριο ὁ ῞Αγιος Μάρτυς ᾿Ορέστης, τοῦ ὁποίου τὸν Βίο εἶχε συντάξει ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα, καὶ τοῦ εἶπε: «῾Υπέφερα περισσότερες βασάνους γιὰ τὸν Χριστὸ ἀπὸ ὅσες μνημονεύεις». Τότε, τοῦ ἔδειξε μία βαθειὰ πληγὴ στὴν ἀριστερά του πλευρά, λέγων: «᾿Ιδού, διὰ σιδήρου ἐγένετο τοῦτο». Κατόπιν, ἅπλωσε τὸν δεξιό του βραχίονα κατοῦ ἔδειξε τὶς φλέβες, οἱ ὁποῖες εἶχαν κατακοπῆ στὸ ὕψος τοῦ ἀγκῶνος, συμπληρώνων: «Νά, αὐτὲς κατεκόπησαν». ῞Υστερα, τοῦ ἔδειξε ἀνάλογες πληγὲς στὸν ἀριστερὸ βραχίονα, ἐπαναλαμβάνων τὰ ἴδια λόγια, μετὰ δὲ τοῦ ἔδειξε τὶς πληγὲς στὰ γόνατα, λέγων: «Ταῦτα ἀπεκόπησαν». ᾿Εν συνεχείᾳ, ἐστάθη ὄρθιος καὶ καταλήγων,τοῦ εἶπε: «Βλέπεις, λοιπόν, ὅτι ὑπέστην περισσότερα μαρτύρια ὅσων μνημονεύεις!». ῾Ο ῞Αγιος Δημήτριος ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἐσκέφθη, ὅτι ἦταν ὁ ῞Αγιος ᾿Ορέστης τῶν ῾Αγίων Πέντε Μαρτύρων, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τιμᾶται τὴν 13η Δεκεμβρίου, ὁ δὲ Μάρτυς ἀπάντησε στὸν λογισμό του: «Δὲν εἶμαι ὁ ᾿Ορέστης τῶν ῾Αγίων Πέντε Μαρτύρων, ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τιμᾶται σήμερα καὶ τοῦ ὁποίου τὸν Βίο μόλις συνέταξες». 
Κατά τὸ ἔτος 1701, σὲ ἡλικία 50 ἐτῶν, ὁ ῞Αγιος Δημήτριος ἐξελέγη ᾿Επίσκοπος τῆς Μητροπόλεως Σιβηρίας καὶ Τομπόλσκ καὶ ἐχειροτονήθη στὴν Μόσχα. Λόγῳ τῆς εὐθραύστου ὑγείας του καὶ τῆς θεοφιλοῦς ἐπιθυμίας του νὰ συνεχίση καὶ ὁλοκληρώση τὴν συγγραφὴ τῶν Βίων τῶν ῾Αγίων, ἐστενοχωρήθη καὶ ἠσθένησε βαρέως. Τότε, τὸν ἐπεσκέφθη ὁ Τσάρος Πέτρος Αʹ καὶ τοῦ ὑπεσχέθη, ὅτι θὰ διορισθῆ σὲ πλησιέστερη ᾿Επισκοπή. Πράγματι, τοῦ ἀνετέθη ἡ Μητρόπολις Ροστοβίας καὶ ᾿Ιαροσλαβίας τὸ 1702, ὅπου σὲ ὅραμα ἐπληροφορήθη ὅτι ἐκεῖ θὰ ἐκμετρήση τὸ ζῆν. ᾿Επέλεξε ἕνα τόπο γιὰ τὸ μνῆμα του στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αγίου ᾿Ιακώβου καὶ ἀνεφώνησε: «᾿Ιδού, ἡ ἀνάπαυσίς μου, ὧδε κατοικήσω εἰς αἰῶνα αἰώνων». 
Τὸ 1705 ὡλοκλήρωσε τὴν σύνταξι τοῦ μνημειώδους ἔργου του Βίοι ῾Αγίων (Τσέτι - μηνέϊ), τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν καρδιὰ τοῦ ὀγκώδους γραπτοῦ ἔργου του. «Διὰ νὰ συντάξῃ τὰ ῾῾Τσέτι - μηνέϊ᾿᾿ ἐχρησιμοποίησε τὸ ἔργον τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Μακαρίου († 1564), (τὰ βυζαντινὰ Μηνολόγια, δίως τοῦ ῾Αγίου Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ, ὡς καὶ τὰς Χρονογραφίας), ἀλλὰ καὶ δυτικὰς συλλογάς... ῍Αν τὸ ἐπιστημονικὸν ἐπίπεδον τῆς συνθέσεως τοῦ Δημητρίου δὲν εἶναι πολὺ ὑψηλόν, ἡ γλῶσσα του εἶναι εὐκόλως ἀφομοιώσιμος. Οὕτω τὰ ῾῾Τσέτι - μηνέϊ᾿᾿ ἐγνώρισαν μεγάλην κυκλοφορίαν εἰς Ρωσίαν, ὡς μαρτυροῦν αἱ πολλαὶ ἐπανεκδόσεις, καὶ διεδραμάτισαν σπουδαῖον μέρος εἰς τὴν ρωσικὴν εὐλάβειαν». 
Ἑφ᾽ ἑξῆς, ἀφιερώθηκε στὴν μέριμνα γιὰ τὸ πνευματικό του ποίμνιο. ᾿Αγωνίσθηκε σκληρὰ γιὰ νὰ ἐπανορθώση τὸν θρησκευτικὸ βίο καὶ τὰ ἤθη τῶν συγχρόνων του, τὰ ὁποῖα εὗρε σὲ πολὺ δυσάρεστη κατάστασι. Συνέταξε πολλὰ ψυχωφελῆ ἔργα καὶ ἵδρυσε τὸ 1702, στὸ Ροστώβ, μία ῾Ιερατικὴ Σχολὴ γιὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ῾Ιερέων, στὴν προσπάθειά του νὰ ἐξυψώση τὸ διανοητικό, πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ ἐπίπεδο τοῦ Κλήρου· ἀνέλαβε ὁ ἴδιος μεγάλο μέρος τῆς διδασκαλίας, ἀλλὰ δυστυχῶς, λόγῳ τῶν ἐλλιπῶν οἰκονομικῶν μέσων, ἡ Σχολὴ ἔκλεισε τὸ 1706. ῾Οι μεγάλες ὑλικὲς δυσκολίες τῆς Μητροπόλεως ὠφείλοντο οὐσιαστικῶς στὴν κυβερνητικὴ πολιτική, ἡ ὁποία ἐπεδίωκε νὰ περιορίση τὶς οἰκονομικὲς δυνατότητες τῆς ᾿Εκκλησίας. 
Συνέγραψε ἐπίσης πολλὰ ἔργα γιὰ νὰ ἐπαναφέρη τοὺς σχισματικοὺς Παλαιοπίστους στοὺς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀποδεικνύων εἰς αὐτούς, ὅτι τὸ πνεῦμα καὶ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς Παραδόσεως εἶναι σημαντικώτερα ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς τυπικὲς λεπτομέρειες· ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πολυάριθμα σχετικὰ κηρύγματά του, συνέγραψε ἕνα ἰδικὸ ἔργο, ἀφιερωμένο στὴν κριτικὴ τῆς διδασκαλίας τῶν Σχισματικῶν: «῎Ερευναι περὶ τῆς Πίστεως τοῦ Μπρὺνσκ (περιοχῆς, ὅπου ἔζων πολυάριθμοι Παλαιόπιστοι)» (1709). 
Παρὰ τὶς συχνὲς ἀσθένειες, ἀκολουθοῦσε αὐστηρὸ κανόνα στὴν ζωή του καὶ ποτὲ δὲν ἐγκατέλειψε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. 
Μέσῳ τῆς ὑποδειγματικῆς του βιοτῆς, ἐδίδασκε στὸ ποίμνιό του τὴν ἀγάπη τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς, καθὼς καὶ τὴν συμπόνια καὶ φιλευσπλαγχνία πρὸς ὅλους, δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς. 
῾Ο ῞Αγιος Δημήτριος προεῖδε τὴν ἐκδημία του τρεῖς ἡμέρες ἐνωρίτερα. ᾿Αφοῦ μὲ ἐδαφιαία μετάνοια ἐζήτησε ἀπὸ τοὺς Κληρικοὺς καὶ τοὺς ψάλτες νὰ τὸν συγχωρήσουν, περιωρίσθηκε στὸ κελλί του μὲ διάπυρη τὴν προσευχὴ στὰ χείλη. 
Τὴν ἑπομένη, τὸ πρωῒ τῆς 28ης ᾿Οκτωβρίου 1709, εὑρέθη σὲ στάσι γονυκλισίας νὰ ἔχη παραδώσει τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο. Τὰ ἱερὰ Λείψανα τοῦ ῾Αγίου εὑρέθησαν ἄφθορα κατὰ τὸ ἔτος 1752 καὶ ἐπετέλεσαν πλεῖστες ἰάσεις. 
῾Η Ρωσικὴ ᾿Εκκλησία προέβη στὴν ἐπίσημη ἀναγνώρισί του πολὺ σύντομα, τὸ 1757.


 

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Όσιος Δημήτριος ο Νέος (Μπασαράμπης).



Όσιος Δημήτριος ο Νέος (Μπασαράμπης). 
27 Οκτωβρίου. 
Ο προστάτης της ρουμανικής πρωτευούσης είναι ο Όσιος Δημήτριος ο Νέος ή Μπασαράμπης, από το όνομα του χωριού του, που ονομαζόταν Μπασαραμπόβ. Η παρουσία του ιερού σκηνώματός του στον μητροπολιτικό ναό Βουκουρεστίου είναι ένα μεγάλο πνευματικό δώρο. Ο Όσιος, και όταν ακόμη ζούσε, είχε λάβει το θαυματουργικό χάρισμα. Έζησε στην γη ως πτωχός και άσημος, και τώρα αξιώθηκε να είναι διδάσκαλος των σοφών, ιατρός των ασθενούντων και θερμός πρεσβευτής για την σωτηρία όλων μας. 
Γεννήθηκε στο χωριό Μπασαραμπόβ, που απέχει από τον Δούναβη 20 χιλιόμετρα, και βρίσκεται στο έδαφος της Βουλγαρίας. Έζησε τον 13ο αιώνα μ.Χ. στην περίοδο της βασιλείας των Πέτρου και Ιωάννου Ασάν. Επειδή προερχόταν από ευσεβείς μεν, αλλά πτωχούς γονείς, έβοσκε από μικρός αγελάδες στο χωριό του. Η ησυχία του χωριού, η μοναξιά του, ο πόθος του για τον Θεό, τον βοήθησαν ημέρα με την ημέρα στην πνευματική του πρόοδο. Έλαβε από τον Θεό το δώρο των καθαρτικών δακρύων, της καθαράς προσευχής και των ταπεινών στοχασμών. Η ίδια η δημιουργία του Θεού απετέλεσε για τον νεαρό εραστή της Βασιλείας των Ουρανών την πρώτη σχολή της πνευματικής μορφώσεως. Αγωνίσθηκε κατά των πειρασμών της νεότητος με τα όπλα του Πνεύματος και προετοίμασε το έδαφος της καρδιάς του για την σπορά της Θείας Χάριτος. 
Το πόσο προόδευσε στην αρετή και αγάπη του Θεού και ολοκλήρου της κτίσεως φαίνεται από το εξής πάθημά του: Κάποια ημέρα πάτησε με το ένα του πόδι χωρίς να το θέλει, ένα πουλί που ευρισκόταν μέσα στα χόρτα. Τόση λύπη ένιωθε στην καρδιά του, ώστε τιμώρησε το ένοχο πόδι του. Επί τρία λοιπόν χρόνια βάδιζε από αυτό το πόδι ξυπόλυτος, με αποτέλεσμα, το μεν καλοκαίρι το γυμνό του πόδι να υποφέρει από τις πέτρες και τα αγκάθια, τον δε χειμώνα από το χιόνι και τους παγετούς. Αφού έφθασε σε υψηλά μέτρα πνευματικής ασκήσεως και η αγνή καρδιά του πληγώθηκε περισσότερο από τον θείο έρωτα, εγκατέλειψε το χωριό του. Πήγε σε ένα μοναστήρι κοντά στον ποταμό Λωμ, εκάρη μοναχός, και συνέχισε την σκληρή του άσκηση με αγρυπνίες, νηστείες και προσευχές. Και πάλι δεν αρκέστηκε σε αυτούς τους κόπους και την κοινοβιακή ζωή. Έφυγε για την τέλεια ησυχία μένοντας σε μια πέτρινη σπηλιά. Εκεί αγωνίσθηκε μέχρις ότου παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Χριστού. Όταν προαισθάνθηκε το τέλος του κρύφτηκε ανάμεσα σε δύο μεγάλες πέτρινες πλάκες, σαν σε φέρετρο, και εκοιμήθη. 
Το σώμα του, άγνωστο και άφθαρτο, παρέμεινε στην σπηλιά του περί τα 300 χρόνια. Με θεία παραχώρηση, ο ποταμός Λωμ, κατέβασε άφθονα νερά, τα οποία παρέσυραν τις πέτρες της σπηλιάς μαζί με το ιερό λείψανο, το οποίο σκεπάσθηκε με τις λάσπες και τα νερά, παραμένοντας σε αυτήν την κατάσταση περί τα 100 χρόνια. 
Θέλοντας ο Θεός να αποκαλύψει τον θησαυρό αυτό, ευδόκησε να εξελιχθούν τα πράγματα ως εξής: Κάποτε φανερώθηκε ο Όσιος στο όνειρο μίας παιδούλας, η οποία έπασχε από επιληψία και της είπε: Εάν θα με βγάλουν οι γονείς σου από την κοίτη του ποταμού, εγώ θα σε θεραπεύσω. Το κοριτσάκι είπε το όνειρό του στους γονείς του, οι οποίοι με την συνοδεία ιερέων και άλλων χριστιανών, έψαξαν και βρήκαν το λείψανο του Οσίου Δημητρίου. Εκείνη την στιγμή, θεραπεύθηκε η μικρή κόρη καθώς και άλλοι ασθενείς. Μετέφεραν τον Άγιο στην γενέτειρά του, στην εκκλησία όπου από μικρός σύχναζε και προσευχόταν. Εκεί παρέμεινε πολλά χρόνια επιτελώντας παντός είδους θαύματα. 
Κατά τα έτη 1769 – 1774 μ.Χ., δηλαδή μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, ο ρωσικός στρατός πέρασε και από το χωριό του Οσίου. Ο Ρώσος στρατηγός Πέτρος Σαλτίκωβ αποφάσισε να πάρει το ιερό λείψανο για να το μεταφέρει στην Ρωσία. Τότε, ένας ρουμάνος ευλαβής χριστιανός, ονόματι Δημήτριος Χάτζι, έχοντας γνωριμία με τον ανωτέρω στρατηγό, ζήτησε να αφήσει το λείψανο του Αγίου στους ρουμάνους ως παρηγοριά, λόγω των πολλών ληστειών που έκαναν οι τούρκοι στην ρουμανική χώρα. 
Έτσι, ο Όσιος Δημήτριος, ήλθε στο Βουκουρέστι το 1774 μ.Χ. και τοποθετήθηκε με μεγάλη τιμή στον μητροπολιτικό ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα, επιτελώντας πολλά θαύματα και εκπέμποντας άρρητη ευωδία. 
Στην περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το Βουκουρέστι είχε καταληφθεί από τους γερμανούς, μερικοί βούλγαροι στρατιώτες έσπασαν την θύρα εισόδου του καθεδρικού ναού και άρπαξαν το ιερό λείψανο για να το μεταφέρουν στην χώρα τους. Το έκρυψαν σε ένα αυτοκίνητο και την νύκτα ξεκίνησαν για τον Δούναβη ποταμό. Αλλά ο Όσιος, μη θέλοντας να φύγει από την Ρουμανία, προκάλεσε τέτοιο μπέρδεμα στους δρόμους, ώστε οι κλέφτες δεν εύρισκαν διέξοδο να αναχωρήσουν, με αποτέλεσμα να βρεθούν πάλι έξω από την Μητροπολιτική εκκλησία. Μόλις ξημέρωσε, πέτυχαν να βρουν την δημόσια οδό εξόδου, αλλά στον δρόμο τους χάλασε πολλές φορές το αυτοκίνητο και συνελήφθησαν από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Έτσι το ιερό λείψανο επιστράφηκε στην θέση του εν μέσω λαμπρής υποδοχής εκ μέρους του οικείου Μητροπολίτου και χιλιάδων λαού. 
Θαύματα. 
Τα θαύματα του Οσίου Δημητρίου σχετίζονται κυρίως με θεραπείες ασθενών και άμεση βοήθεια σε διάφορες ανάγκες των πιστών. Τα περισσότερα λησμονήθηκαν διότι κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να τα γράψει. Σημειώνουμε στην συνέχεια μερικά, όπως, έστω και από τα λίγα αντιληφθούμε το μεγάλο θαυματουργικό χάρισμα του Αγίου. 
1) Δύο αδελφές από ένα χωριό της Κωνστάντζας, αφού έφτιαξαν μία καινούρια εκκλησία προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ήλθαν να προσκυνήσουν τον Άγιο και να πάρουν ένα τεμάχιο λειψάνου του για την δική τους εκκλησία. Προσκύνησαν τον Άγιο και συγχρόνως έκοψαν κρυφά ένα κομμάτι από το λείψανό του και έτρεξαν στο κάρο τους. Τα βόδια όμως δεν κινήθηκαν από την θέση τους. Τότε εκείνες κατάλαβαν την αμαρτία τους. Επέστρεψαν το κλεμμένο τεμάχιο και έτσι ξεκίνησαν τα ζώα και επέστρεψαν στον τόπο τους με ειρήνη. 
2) Στα περίχωρα της πρωτευούσης ζούσε μία οικογένεια στην οποία ο σύζυγος τυραννούσε επί 15 χρόνια με γκρίνιες, βλασφημίες και μεθύσια την γυναίκα του. Εκείνη τον υπέμεινε διότι ήταν πιστή χριστιανή. Το 1955 μ.Χ. εκείνος παρέλυσε και έπεσε στο κρεβάτι. Η γυναίκα του τον υπηρετούσε, αλλά εκείνος την ύβριζε και την χτυπούσε με ο, τι έβρισκε μπροστά του. Απελπισμένη εκείνη ήλθε στον Ναό, και με δάκρυα ζητούσε συμβουλές από τον ιερέα. Αυτός την συμβούλευσε να υπομένει, τέλεσε για χάρη της Θεία λειτουργία και τέλος την ρώτησε: 
- Αδελφή, ξέρεις να διαβάζεις; 
- Ξέρω Πάτερ. 
- Πάρε αυτό το βιβλίο και διάβασε γονατιστή, δίπλα στο ιερό λείψανο του Οσίου Δημητρίου τους χαιρετισμούς του. 
Αφού τους διάβασε πήγε στο σπίτι της κουρασμένη και όπως ήταν ξάπλωσε σε ένα ξεχωριστό δωμάτιο. Τα μεσάνυκτα ο άνδρας της άρχισε να φωνάζει δυνατά: 
- Γυναίκα Μαρία, που είσαι, έλα γρήγορα εδώ. Που ήσουν; Πήγες μήπως στο Βουκουρέστι και κάλεσες ιατρό για να με συμβουλεύσει; 
- Όχι άνθρωπέ μου, δεν κάλεσα κανέναν ιατρό από το Βουκουρέστι. 
- Πως όχι, αφού τώρα ήλθε και μου είπε ότι τον κάλεσες για να με συμβουλεύσει. Έφυγε πριν από 5 λεπτά. Ανέβηκε σε μία καρότσα με λευκές αγελάδες, και ξεκίνησε για το Βουκουρέστι. Λοιπόν, κάλεσε τον ιατρό και πλήρωσέ τον. 
- Και τι σε συμβούλευσε να κάνεις; 
- Αν θέλω να θεραπευθώ μου είπε, να μη σε στενοχωρώ και σε υβρίζω. Λοιπόν, σου υπόσχομαι δεν θα σε λυπήσω πάλι. Αλλά μη ξεχάσεις, πήγαινε το πρωί στο Βουκουρέστι να τον πληρώσεις, διότι εσύ γνωρίζεις που μένει, γιατί εσύ τον κάλεσες! 
Το πρωί ο άνδρας της σηκώθηκε τελείως υγιής και ειρηνικός. Η γυναίκα έτρεξε μαζί του με χαρά να ευχαριστήσουν τον Άγιο, για αυτό το μεγάλο θαύμα. 
3) Στην περίοδο του πολέμου υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας της Ρουμανίας το έτος 1877 μ.Χ., ένας πιστός χριστιανός από το Βουκουρέστι έστειλε και τα 7 παιδιά του στον πόλεμο. Φοβόταν μη πεθάνουν και τα 7 στα πεδία των μαχών και πήγε και προσευχήθηκε θερμά στον Όσιο Δημήτριο. Συγχρόνως έγραψε τα ονόματά τους σε ένα χαρτί, και το έβαλε κάτω από την κεφαλή του Οσίου. Εκείνος πράγματι προστάτευσε τα παιδιά του, διότι και τα 7 επέστρεψαν μετά από τον πόλεμο στο πατρικό τους σπίτι. 
4) Για δύο σχεδόν χρόνια η νεαρή Αλεξαδρινα Π. πήγαινε κάθε Τρίτη στην εκκλησία της ενορίας της,όπου ιερέας είναι ο π. Ντανιέλ Γκόγκα για να της διαβάσει τους εξορκισμούς του Μ. Βασιλείου,αφού εξαιτίας των κατάρων των γονέων της είχε δαιμονιστεί. Μετα από δυο χρόνια και αφού δεν είχε γίνει ακόμη καλά ο π. Δημήτριος της ανακοίνωσε ότι θα πάνε μαζί να προσευχηθούν στα λείψανα του Αγίου Δημητρίου. Το ίδιο βράδυ η κοπέλα είδε στον ύπνο της μια απαίσια μορφή η οποία την κατατρόμαξε λέγοντάς της με μίσος: «Πρέπει να φύγω από εσένα γιατί φοβάμαι τον Άγιο, αλλά με την πρώτη ευκαιρία που θα μου δώσεις θα γυρίσω»! Την επόμενη ημέρα - 27 Οκτωβρίου όπου εορτάζεται η μνήμη του Οσίου Δημητρίου του Νέου - περίμεναν στη σειρά για να προσκυνήσουν το άγιο λείψανο. Σ' αυτά τα 10 λεπτά που περίμενε αισθανόνταν πολύ άσχημα και λίγα μέτρα πριν φτάσει στο λείψανο νόμιζε ότι θα λiποθυμησει. Μόλις ασπάστηκε το λείψανο αισθάνθηκε σαν να πήρε το στόμα της φωτιά. Στο δρόμο της επιστροφής στο σπίτι έκλαιγε συνεχώς. Μετά από έναν μακρύ και δύσκολο ύπνο η Αλεξανδρίνα ξύπνησε εξαντλημένη αλλά αισθανόνταν ελαφριά σαν πούπουλο. Ο Άγιος Δημήτριος είχε κάνει το θαύμα του. 
5) 26 Οκτωβρίου 1988 μ.Χ. (Μοναχή Αικατερίνη): «Θαύμα που το είδα με τα ίδια μου τα μάτια στις 12 τη νύχτα,όταν τελείωσε το προσκύνημα στον άγιο. Είχαμε μείνει 5-6 άτομα, εγώ και 2 ιερείς και θέλαμε να βάλουμε το λείψανο τη θέση του. (Ήταν έξω προς προσκύνηση). Η λάρνακα όμως δεν μετακινούνταν. Προσπαθήσαν όλοι αλλά κανείς δεν τα κατάφερε. Ο ιερέας έτρεξε και ξύπνησε τον επίσκοπο. Εκείνος ντυμένος με τα άμφιά του, με δύο διακόνους, δύο ιερείς, θυμιατά, ψαλμωδίες και λάβαρα έφερε τον άγιο μέσα στην εκκλησία. Μόνο με τον πρέποντα σεβασμό θέλησε να μπει! Αυτό προς απάντηση αυτών που βλαστημάνε (και ξέρω πολλούς) και οι οποίοι λένε ότι πρόκειται για κόκκαλα και τσάμπα τα προσκυνάμε».

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

Ιστορικά στοιχεία για τον άγιο Δημήτριο


 ΠΗΓΗ:ΕΔΩ

Ιστορικά στοιχεία για τον άγιο Δημήτριο

Γράφει ο Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

Παρακάτω δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από τη μελέτη του γράφοντος Αρχαίοι διωγμοί και Μάρτυρες – Ιστορικά στοιχεία για τους αρχαίους διωγμούς κατά των χριστιανών και τους μάρτυρες της Εκκλησίας. Η εικόνα με τον άγιο που ραίνει με το μύρο του τη Θεσσαλονίκη προέρχεται από το άρθρο της Σβετλάνας Ντιμιτρόβα Άγιος Δημήτριος, ο προστάτης των Βαλκανίων. 

Στο βιβλίο του The Warrior Saints in Byzantine Artand Tradition, published by Ashgate, England 2003, και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο «Theoriginal Demetrius» (που δημοσιεύεται εδώ), ο συγγραφέας Christopher Walter θέτει τα ιστορικά ζητήματα που αφορούν στην αυθεντική προσωπικότητα και βιογραφία του αγίου Δημητρίου. Σημειώνει ότι στις πρώιμες βυζαντινές πηγές για τη ζωή, το μαρτύριο, αλλά και τα θαύματά του, αναφέρονται ελάχιστες πληροφορίες γι’ αυτόν: ότι ήταν μέλος αριστοκρατικής οικογένειας με υψηλή διοικητική θέση στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος παράλληλα δίδασκε κρυφά το χριστιανισμό, γι’ αυτό και συνελήφθη, φυλακίστηκε στο χώρο των ρωμαϊκών λουτρών και τελικά θανατώθηκε με αφορμή το γνωστό περιστατικό της μονομαχίας του νεαρού Νέστορα με το Λυαίο. Η ιδιότητά του ως ανώτερου αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού δεν αναφέρεται, τουλάχιστον ρητά (ίσως υπονοείται σε κάποια θαύματα σχετικά με την υπεράσπιση της Θεσσαλονίκης από επιδρομείς), παρά σε κείμενα που εντοπίζονται μερικούς αιώνες αργότερα. 
Αναφέρει όμως επίσης ότι ο έπαρχος του Ιλλυρικού Λεόντιος (που, κατά τις πηγές, οικοδόμησε τον πρώτο ναό (βασιλική) προς τιμήν του αγίου Δημητρίου, αφού η ασθένεια, από την οποία έπασχε, θεραπεύτηκε από τον άγιο), είναι μια επιβεβαιωμένη ιστορική προσωπικότητα, που πιστοποιείται από μια αναφορά με χρονολογία 412-13 στον Θεοδοσιανό Κώδικα. Ο Λεόντιος επιχείρησε να πάρει λείψανα του αγίου και να τα μεταφέρει στο Σίρμιο, με το οποίο συνδεόταν, αλλά ο άγιος του εμφανίστηκε και τον απέτρεψε, αφήνοντάς τον να λάβει μόνον ελάχιστα δείγματα, και έτσι μεταφέρθηκε η τιμή του αγίου Δημητρίου στο Σίρμιο, που σήμερα είναι η Σρέμσκα Μιτροβίτσα (δηλ. «Πόλη του αγίου Δημητρίου») της Σερβίας. Συνεπώς – συμπεραίνει ο συγγραφέας – υπήρχαν και τα λείψανα του μάρτυρα. 
Κατά τον Walter, η τιμή του αγίου Δημητρίου καθιερώθηκε μετά από ενέργειες του Λεόντιου, γιατί στα αρχαία εορτολόγια δεν βλέπουμε να εορτάζεται στη Θεσσαλονίκη ο γνωστός σ’ εμάς άγιος Δημήτριος, παρά μόνον ένας άγιος διάκονος Δημήτριος, που αναφέρεται στο Ιερωνυμιανό Μαρτυρολόγιο (Martyrologium Hieronymianum), χρονολογούμενο στο α΄ μισό του 5ου αιώνα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει. Όμως πρέπει να πούμε ότι (α) ο άγιος μεγαλομάρτυρας Δημήτριος δεν αποκλείεται να είχε χειροτονηθεί στο βαθμό του διακόνου, και σε αυτή την περίπτωση να ταυτίζεται με τον προαναφερόμενο, (β) εφόσον προσευχήθηκε ο Λεόντιος στον άγιο Δημήτριο, προφανώς ο άγιος ήταν γνωστός από πριν στη Θεσσαλονίκη και (γ), όπως επισημαίνει και ο ίδιος ο Walter, έχει ανακαλυφθεί η κρύπτη που αποτέλεσε το αρχικό ιερό προς τιμήν του αγίου Δημητρίου στο χώρο των ρωμαϊκών λουτρών, όπου, κατά το μαρτυρολόγιό του, ο άγιος φυλακίστηκε και θανατώθηκε (δεν υπάρχει άλλος λόγος να μετατραπεί ο χώρος των λουτρών σε χριστιανικό ιερό), ενώ γνωρίζουμε από τα τέλη του 6ου αιώνα την πρώτη εκτεταμένη καταγραφή, από τον επίσκοπο Θεσσαλονίκης Ιωάννη, θαυμάτων του αγίου που συνέβησαν στα προηγούμενα χρόνια. Στην καταγραφή αυτή κέντρο της απόδοσης τιμής προς τον άγιο είναι το ασημένιο κιβώριο των λειψάνων του. 
Το συμπέρασμα των ανωτέρω είναι ότι ο άγιος Δημήτριος ως ιστορικό πρόσωπο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ασχέτως από το βαθμό αποδοχής ή αμφισβήτησης που θα δείξει κάποιος για τις λεπτομέρειες της παραδεδομένης βιογραφίας του ή τις διηγήσεις των θαυμάτων του. 
Εκτός όμως των παραπάνω, τα λείψανα του αγίου, τα οποία για αιώνες αγνοούνταν, ανακαλύφθηκαν στην Ιταλία και μάλιστα μελετήθηκαν ανθρωπολογικά με ενδιαφέροντα συμπεράσματα (και το μεγαλύτερο μέρος τους επιστράφηκε στη Θεσσαλονίκη τα έτη 1978-1980). Για το θέμα αναδημοσιεύουμε μερικά αποσπάσματα από το άρθρο της βυζαντινολόγου και αρχαιολόγου κυρίας Μαρίας Θεοχάρη «Ανακάλυψη των λειψάνων του αγίου Δημητρίου στο Σαν Λορέντζο της Ιταλίας», που δημοσιεύεται εδώ: 
«Είναι γνωστό από τους “Βίους” και τα “Θαύματα” του Μυροβλύτη, που αποτελούν μεγάλης σημασίας ιστορικές πηγές για το μεσαιωνικό βίο της Θεσσαλονίκης, ότι ο άγιος “λόγχαις κατεσφάγη” στο δημόσιο λουτρώνα της πόλεως, στις αρχές του 4ου αι., κατά τη διάρκεια των μεγάλων διωγμών των Χριστιανών, επί Διοκλητιανού. Την ίδια νύχτα, κρυφά, οι Χριστιανοί έσκαψαν τάφο στον τόπο του μαρτυρίου του και έθαψαν το εγκαταλειμμένο σώμα του μάρτυρα. Το 313, μετά το διάταγμα περί ανεξιθρησκίας, χτίζεται ένας μικρός “οικίσκος” πάνω από τον τάφο του. Στα μέσα του 5ου αι., ο έπαρχος του Ιλλυρικού Λεόντιος, που γιατρεύεται με θαύμα του αγίου από βαριά αρρώστια, χτίζει μία μεγάλη βασιλική στα ερείπια του ρωμαϊκού λουτρού. Τότε μεταφέρεται κι ο τάφος από το μικρό “οικίσκο” μέσα στην εκκλησία. “Κατά μέσον του ναού, προς τοις λαιoίς πλευροίς”, ιδρύθηκε το περίφημο ασημένιο Κιβώριο που περιείχε τη λάρνακα του αγίου. 
Οι ανασκαφές του αειμνήστου Γ. Σωτηρίου, μετά την πυρκαϊά του 1917, έφεραν στο φως την εξάγωνη βάση του. Εξ άλλου η εξαιρετικής σημασίας μελέτη του καθηγητή κ. Ανδρέα Ξυγγόπουλου μας αποκάλυψε ποιο ήταν το σχήμα του Κιβωρίου και της λάρνακας και έθεσε τα προβλήματα τα σχετικά με το μαρτύριο και την εικονογράφησή του. Επρόκειτο για ένα κενοτάφιο που περιείχε την ασημένια λάρνακα με την ανάγλυφη εικόνα του αγίου, που προσκυνούσαν οι πιστοί ενώ “έκειτο υπό γην το πανάγιον αυτού λείψανον” από το οποίον έρεε το μύρο. Το λείψανο αυτό οι πιστοί το ’βλεπαν στα όνειρά τους. Κι η Εκκλησία της Θεσσαλονίκης το φρουρούσε άγρυπνα, αφού είχε αρνηθεί σε δύο αυτοκράτορες, τον Ιουστινιανό και τον Μαυρίκιο, να τους δώσει τεμάχιο». 
Η συγγραφέας αναφέρει στη συνέχεια την απώλεια του ιερού λειψάνου από τη Θεσσαλονίκη («Στο ναό της Θεσσαλονίκης το λείψανο του αγίου δεν υπάρχει πια. Οι ανασκαφές του Σωτηρίου έφεραν στο φως μόνον ένα φιαλίδιο με το αίμα του μάρτυρα») και εξιστορεί την ανακάλυψή του στη δύση και συγκεκριμένα στο αββαείο του Σαν Λορέντζο της Ιταλίας, το οποίο ιδρύθηκε γύρω στο 1000 μ.Χ. «Στις 20 Ιουνίου του 1520, ενώ γίνονταν εργασίες αναστηλώσεως στο ναό από τον Επίσκοπο Μάρκο Βιγέριο τον Β΄, επίτροπο του αββαείου, βρέθηκε κάτω από το κεντρικό ιερό βήμα του ναού, εντοιχισμένη ξύλινη λάρνακα χρωματισμένη με κόκκινο. Την άνοιξαν και είδαν ότι περιείχε άγια λείψανα καθώς και μία μολύβδινη πλάκα, που διατηρείται μέχρι σήμερα και φέρει σε συντομογραφία μία λατινική επιγραφή. (…) Η επιγραφή πρέπει να διαβαστεί “Ενθάδε αναπαύεται το σώμα του Αγίου Δημητρίου” (Ηic Requiescit Corpus Sancti Demetrii). Οι επιγραφολόγοι την χρονολογούν στο τέλος του 12ου – αρχές 13ου αιώνα». 
Αφού αναφέρεται στις γραπτές πηγές, από το 16ο αιώνα, που συμφωνούν ότι η ανακάλυψη θεωρήθηκε πάντοτε ότι αφορά στα λείψανα του αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης, καταλήγει: «Το ότι μάλιστα οι Ιταλοί, που δεν έχουν ιδιαίτερη ευλάβεια για τον άγιο Δημήτριο, εξέδωκαν κατά καιρούς θεσπίσματα και Ακολουθίες για τον πανηγυρικό εορτασμό της μνήμης του, δείχνει ότι επρόκειτο για ένα σεβάσμιο λείψανο και τέτοια ήσαν εκείνα που είχαν έρθει από την Ανατολή». 
Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία για το θέμα του δικού μας άρθρου είναι η επόμενη αναφορά: «Τέλος, η πρόσφατη αναγνώριση των λειψάνων, που έγινε με σύγχρονα επιστημονικά μέσα, απέδειξε, όπως βεβαιώνουν οι μάρτυρες - επίσκοποι και ιερείς, καθώς και τρεις διακεκριμένοι γιατροί - ότι τα οστά ανήκουν σε νεαρό άτομο που υπέστη βίαιο θάνατο, στις αρχές του 4ου αιώνα». 
Όσον αφορά στη μυροβλυσία και στα θαύματα, που αποδίδονται στον άγιο Δημήτριο, παραπέμπουμε στα άρθρα: 
«Είναι μυροβλύτης ο άγιος Δημήτριος (εδώ), με καταγραφές περιστατικών μυροβλυσίας του στην εποχή μας (γνωρίζω κι άλλο περιστατικό, μη καταγεγραμμένο), Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Θεοδωρή, «Η ιστορία του αγίου μύρου», εδώ. Αρχιμανδρίτου Δοσιθέου Κανέλλου, «Ο άγιος Δημήτριος θαυματουργεί και στους Τούρκους», εδώ, με περιγραφή της τιμής του αγίου Δημητρίου στην Κωνσταντινούπολη από μουσουλμάνους όλης της Τουρκίας, λόγω των εμφανίσεων και θαυμάτων που, κατά τις μαρτυρίες τους, επιτελεί σε αυτούς…

Δημοφιλείς αναρτήσεις