Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΣ

ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΣ 

πηγή: Το Ειλητάριον

Καταγόμενος από την Επαρχία Ασίας (δυτική Μικρά Ασία) και από πατέρα Σκύθη που είχε μεταστραφεί κρυφά στον χριστιανισμό, ονόματι Γορδιανός, ο άγιος αθλητής του Χριστού Μερκούριος υπηρετούσε στον ρωμαϊκό στρατό επί βασιλείας Δεκίου και Βαλεριανού (249-260). Βρισκόταν σε εκστρατεία κατά των βαρβάρων, όταν μία ημέρα τού παρουσιάσθηκε ένας λαμπρός άγγελος και του έδωσε ένα ξίφος και την εντολή να ορμήσει στη μάχη, έχοντας εμπιστοσύνη στη βοήθεια του Δεσπότη Χριστού. Γεμάτος θάρρος από το όραμα αυτό, ο νέος ξεχύθηκε μέσα στη συμπλοκή, προχώρησε μόνος μέσα στις εχθρικές γραμμές, ανοίγοντας δρόμο με το ουράνιο σπαθί του και έφθασε μέχρι τον στρατηγό των βαρβάρων Ρήγα, τον οποίο και σκότωσε σε μονομαχία. Τα βαρβαρικά στρατεύματα, μαθαίνοντας τον θάνατο του αρχηγού τους, πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε άτακτη φυγή. 
Όταν ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε τη γενναία πράξη του Μερκουρίου, τον κάλεσε κοντά του, τον έβαλε να καθίσει στο τραπέζι του και τον τίμησε με τον τίτλο του στρατηγού παρά το νεαρόν της ηλικίας του. Θαμπωμένος από τις τιμές και τις απολαύσεις της αυλής, ο νεαρός χριστιανός λησμόνησε προς στιγμήν τα καθήκοντά του απέναντι στον μόνο αληθινό Βασιλέα. Του φανερώθηκε όμως τη νύκτα ο ίδιος άγγελος πάλι και του υπενθύμισε ότι το ξίφος εκείνο με το οποίο είχε νικήσει, είχε δοθεί σε αυτόν από τον Χριστό ως σημείο του αγώνα του μαρτυρίου που θα χρειαζόταν να δώσει. Ο Μερκούριος αφυπνίσθηκε τότε από τον ύπνο της αμελείας και την επομένη, ενώ ο αυτοκράτορας τον είχε καλέσει να προσφέρει θυσία στην Αρτέμιδα, εκείνος αρνήθηκε να παρουσιασθεί. Όταν κλήθηκε από τον ηγεμόνα, ομολόγησε την πίστη του με ζήλο και πέταξε κάτω τα στρατιωτικά του διάσημα, με σκοπό να δείξει ότι ήταν έκτοτε αποφασισμένος να εγκαταλείψει κάθε είδους επίγεια δόξα και να αντιμετωπίσει τον θάνατο για τον Χριστό. 
Ρίχθηκε αμέσως στη φυλακή και υποβλήθηκε σε σκληρά βασανιστήρια. Όλα τα υπέμεινε με ιλαρότητα, αφού ο ίδιος εκείνος άγγελος τού είχε φανερωθεί στο κελλί του για να του δώσει θάρρος και ελπίδα. Αρχικά, τον έδεσαν σε τέσσερα παλούκια υπομένοντας πολλές μαχαιριές· έπειτα, κρεμασμένος πάνω από ένα μαγκάλι, δέχθηκε αφόρητους σπαθισμούς από παντού και το αίμα του κυλούσε τόσο άφθονο που έσβησε τελικά τη φωτιά. Τον κρέμασαν κατόπιν ανάποδα έχοντας δέσει ταυτόχρονα μια βαρύτατη πέτρα στην κεφαλή του και τον μαστίγωσαν με μαστίγιο με τέσσερις χάλκινες λωρίδες. Τέλος, τον μετέφεραν στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και αποκεφαλίσθηκε με διαταγή του αυτοκράτορα. Ο άγιος Μερκούριος ήταν μεγαλόσωμος και ωραίος στην όψη, έχοντας ξανθά τα μαλλιά και, σύμφωνα με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, εμφανισιακά τον στόλιζε και ένα φυσικό κοκκινάδι που έλαμπε στις νεανικές παρειές του. Μαρτύρησε σε ηλικία μόλις εικοσιπέντε ετών, αλλά κληρονόμησε αιώνια και άφθαρτη δόξα στην ουράνια στρατιά των αγίων Μαρτύρων του Ιησού Χριστού. 
Η αγιολογική παράδοση, παρά το διάβα του χρόνου, στηριζόμενη ακλόνητα στην πύρινη προσευχή αλλά και σε ένα αποκαλυπτικό όραμα του αγίου επισκόπου της Καισαρείας της Καππαδοκίας, του Μεγάλου Βασιλείου [1 Ιαν.], θέλει και θεωρεί τον άγιο Μερκούριο, περίπου εκατό χρόνια μετά τη μαρτυρική του τελείωση, ως αιφνίδιο πλην όμως θεόσταλτο καθαιρέτη του Ιουλιανού του Παραβάτη (βλ. Ιωάννου Μαλάλα ή Μαλέλα [491-578] σ. 333-334 και «Πασχάλιον Χρονικόν» [10ος αι. – «Baticanus 1941»] σ. 552, εκδ. Βόννης)· γεγονός που επέφερε την οριστική παύση του σκληρού διωγμού εκ μέρους του παγανιστή και χριστομάχου ηγεμόνα. Αυτό ακριβώς υπαινίσσεται εξάλλου και το δίστιχο (ενός Χριστοδούλου) προς τον άγιο: «καὶ νεκρὸς ἐχθρὸν σὺ πατάσσεις Κυρίου». 
Αλλά, τι ακριβώς είχε συμβεί; 
Τον καιρό που ζούσε ο Μέγας Βασίλειος (330-379), ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (330-26 Ιουνίου 363), αυτός ο ασεβής και ειδωλολάτρης βασιλιάς, θέλοντας να εκστρατεύσει εναντίον της Περσίας, κατά την πορεία του προσέγγισε και σταμάτησε έξω από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο Μέγας Βασίλειος γνώριζε τον Ιουλιανό από τότε που φοιτούσε στην Αθήνα έχοντάς τον συσπουδαστή. Πρόλαβε και ενημέρωσε έγκαιρα τον λαό της Καισαρείας και τον σύναξε για να προϋπαντήσουν τον αυτοκράτορα. Μην έχοντας ο άγιος άλλο δώρο, που απαιτούσε να προσφέρει προς αυτόν ο αγέρωχος ηγεμόνας, του έδωσε μονάχα τρεις κρίθινους άρτους, από τους οποίους έτρωγε κι αυτός. Όταν ο βασιλιάς είδε αυτό το ευτελές δώρημα του φτωχού και ασκητή επισκόπου, θίχτηκε η αλαζονεία του και διέταξε τους υπηρέτες του να δώσουν περιφρονητικά στον άγιο Βασίλειο ξερό χόρτο από το λιβάδι. Βλέποντας αυτή την καταφανή καταφρόνηση ο ανδρειόφρων επίσκοπος της Καισαρείας είπε προς τον βασιλιά: «Εμείς, βασιλιά μου, σου δώσαμε απ’ αυτό που τρώμε κι εμείς στο τραπέζι μας και σου προσφέραμε κάτι, έστω ελάχιστο, όπως το περίμενες. Η βασιλεία σου, όμως, αντάμειψε αυτή μας την προσφορά από εκείνο που εσύ τρως!». Θύμωσε τότε πολύ ο Παραβάτης και λέει προς τον άγιο Βασίλειο: «Δέξου τώρα το δώρο που σου δίνω εγώ κι όταν επιστρέψω από την Περσία νικητής, έχω να κάψω την πόλη σου, να αιχμαλωτίσω και τούτον τον μωρό και ασύνετο λαό που εξαπατάς, γιατί τους θεούς που εγώ προσκυνώ όλοι αυτοί τους ατιμάζουν εξαιτίας σου, οπότε κι εσύ, τότε που θα γυρίσω, θα λάβεις την πρέπουσα τιμωρία από μένα!». Με τέτοιες βαριές απειλές άφησε ο Ιουλιανός τον Μέγα Βασίλειο κι έφυγε για την Περσία. 
Κάλεσε εκ νέου ο Μέγας Βασίλειος τον λαό της Καισαρείας και τους απηύθυνε τις εξής συμβουλές: «Μη λυπηθείτε, αδελφοί μου χριστιανοί, τα χρήματά σας, μονάχα φροντίστε για τη ζωή σας. Φέρτε ό,τι χρήματα έχει ο καθένας, να τα μαζέψουμε σ’ ένα μέρος, κι όταν ακούσουμε ότι επιστρέφει πίσω ο βασιλιάς, θα τα ρίξουμε όλα σωρούς κάτω στο δρόμο απ’ όπου θα περάσει, ώστε βλέποντάς τα αυτός, σαν φιλοχρήματος που είναι, να κατευναστεί ο θυμός του και να μην πραγματοποιήσει τίποτα απ’ όσα σκέφτεται να κάνει εναντίον μας». Ο λαός έκανε πρόθυμα αυτό που του είπε ο άγιός του. Σύναξαν άπειρο πλούτο, χρυσάφι, ασήμι, πολύτιμους λίθους και τα τοποθέτησαν όλα στο Σκευοφυλάκιο για να φυλάσσονται εκεί, αφού πρώτα έγραψε ο κάθε κάτοικος της Καισαρείας τ’ όνομά του επάνω σε αυτό που προσέφερε. 
Όταν έμαθε ο Άγιος ότι σε λίγο επιστρέφει ο Παραβάτης βασιλιάς, σύναξε όλο το πλήθος των χριστιανών, συν γυναιξί και τέκνοις, προστάζοντάς τους να νηστεύσουν όλοι μαζί για τρεις συνεχείς ημέρες. Κατόπιν, ανέβηκαν όλοι τους επάνω σ’ ένα όρος της Κασαρείας που λεγόταν «Δίδυμον», πάνω στο οποίο ήταν κτισμένος ένας ναός προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου. Έμειναν όλη τη νύχτα άγρυπνοι σ’ αυτόν τον ναό προσευχόμενοι, κλήρος και λαός, και με συντετριμμένη καρδιά παρακαλούσαν τον πολυεύσπλαχνο Σωτήρα Χριστό και την πανάχραντη Μητέρα Του να μεταλλάξουν την κακοποιό βουλή του ασεβέστατου βασιλιά. Στέκοντας σε πύρινη προσευχή ο άγιος Βασίλειος, εκεί στο μέσον του λαού του Θεού, είδε σαν σε όραμα ένα πλήθος στρατιάς των αγγέλων να περικυκλώνουν το όρος και εν μέσω αυτής της στρατιάς έναν μεγαλοπρεπή θρόνο όπου καθόταν μια υπερένδοξη γυναίκα, η οποία είπε προς τους παραστεκούμενους αγγέλους: «Φωνάξτε μου τον Μερκούριο, προκειμένου να μεταβεί και να καθαιρέσει τον εχθρό του Υιού μου, τον Ιουλιανό!». Φάνηκε τότε στον Μέγα Βασίλειο ότι παρουσιάσθηκε ο άγιος Μερκούριος κι αφού έλαβε αυτοπροσώπως την προσταγή αυτής της Κυρίας, η οποία δεν ήταν άλλη εκτός από την Παναγία, έφυγε τάχιστα για την αποστολή που του ανατέθηκε. 
Όταν είδε ο άγιος Βασίλειος αυτή την οπτασία, κατέβηκε μαζί με τους κληρικούς του στην πόλη της Καισαρείας, όπου ήταν κτισμένος ένας ναός του αγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, μέσα στον οποίο βρισκόταν το ιερό του λείψανο μαζί με τα στρατιωτικά του όπλα, τα οποία τιμούσαν με σεβασμό και δέος οι χριστιανοί. Η Καισάρεια ήταν ο τόπος της μαρτυρικής τελευτής του αγίου Μερκουρίου και θεωρούνταν ως ο τρανός της πολιούχος. Όταν μπήκε στον ναό του Μάρτυρος ο Μέγας Βασίλειος, είδε να απουσιάζει από εκεί το λείψανό του καθώς και τα όπλα του. Ρώτησε αμέσως τον σκευοφύλακα για ποιο λόγο και πώς λείπουν τα μαρτυρικά αγιάσματα, μα εκείνος δεν γνώριζε απολύτως τίποτα. Τότε ήταν που κατάλαβε ο Μέγας Βασίλειος ότι ήταν πέρα για πέρα αληθινό το όραμα που είδε, αγρυπνών και προσευχόμενος, επάνω στο «Δίδυμον» όρος και εννόησε, επίσης, ότι εκείνη τη νύχτα αποτελειώθηκε ο ασεβής ο Ιουλιανός, ο όντως Αποστάτης και Παραβάτης, ο άσπονδος εχθρός του Χριστού και σκληρός πολέμιος της Εκκλησίας. 
Μόλις έμαθε ο κόσμος τα παράδοξα τούτα γεγονότα, φώναξε με μια φωνή: «Σκεφτήκαμε να δώσουμε τα πλούτη μας στον ασεβή βασιλιά για να σώσουμε τη ζωή μας· τώρα, να μη τα προσφέρουμε στον Βασιλιά του ουρανού και της γης, που μας έσωσε και μας χάρισε τη ζωή;». Ο άγιος Βασίλειος, ο αγαθός και φωτισμένος ποιμένας της Καισαρείας, επαίνεσε την προαίρεσή τους και, αφού πρώτα τους προέτρεψε να πάρουν ό,τι ήθελε ο καθένας, στο τέλος μοιράστηκαν όλα τα εναπομείναντα πλούτη σε πτωχοκομεία, νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία κ.α., αποκλειστικά για την ανακούφιση των αναγκεμένων και πονεμένων αδελφών. 
Η κάρα του αγίου Μερκουρίου ευρέθη, όπως λέγεται, στο Ocnele της Βλαχίας και μεταφέρθηκε στην επισκοπή του Ramnicu-Vilcea από τον επίσκοπο Ιωσήφ το 1766. Από εκεί μεταφέρθηκε στη Ρωσία, απ’ όπου επεστράφη στη Ρουμανία το 1956. Σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο των Τεχνών στο Βουκουρέστι. 

 


(1)«Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Τόμ. 3ος (Νοέμβριος), Εκδόσεις «Ίνδικτος»· 
(2)Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου: «Συναξαριστής των ΙΒ΄ μηνών Ενιαυτού»· Τόμος Α΄, Εκδόσεις «Δόμος»·

(3)«Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια»· Τόμος 8ος (άρθρο του Β. Ν. Γιαννόπουλου)· Αθήναι, 1966. 
(4)Σωφρόνιου Ευστρατιάδου (Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως): «Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,  Έκδοση της «Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος»·
(5)Ματθαίου Λαγγή: «Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας»· i. Τόμος 1ος,  ii. Τόμος 11ος, 

Η ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑ

 
ΠΗΓΗ:ΕΔΩ
Παρακλητικός Κανών εις την Αγίαν Μεγαλομάρτυρα και Πάνσοφον Νύμφην του Χριστού Αικατερίνην εδώ

Η ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑ

Γεννημένη στην Αλεξάνδρεια, την πρωτεύουσα της Αιγύπτου και τη μητρόπολη των επιστημών και των τεχνών, η αγία Αικατερίνα ήταν θυγατέρα του Κώνστα (ή Κέστου), ενός πλουσίου και ισχυρού άρχοντα. Εκτός από αρχοντιά, ο Θεός την είχε προικίσει και με εξαιρετικό κάλλος που προκαλούσε τον θαυμασμό όλων όσοι την πλησίαζαν, καθώς και με ασυνήθιστη ευφυΐα. Η νεαρή κόρη παρακολούθησε τα μαθήματα των καλύτερων διδασκάλων και των πιο ονομαστών φιλοσόφων. Έμαθε να παρακολουθεί και τους πιο περίπλοκους συλλογισμούς και με την ίδια επιτυχία κατείχε τα φιλοσοφικά συστήματα του Αριστοτέλους (384-322 π.Χ.), του Πλάτωνος (427-347 π.Χ.), καθώς και των νεωτέρων μαθητών τους. Διέπρεπε επίσης στην τέχνη του λόγου, γνώριζε τους μεγαλύτερους ποιητές, από τον Όμηρο (8ος αι. π.Χ.) έως τον Βιργίλιο (70-19 π.Χ.), και ήταν σε θέση να διαλέγεται σε πολλές γλώσσες, τις οποίες είχε μάθει φοιτώντας σε σοφούς διδασκάλους ή από ταξιδιώτες που έρχονταν να επισκεφθούν την κοσμοπολίτικη εκείνη πόλη. Είχε διεξέλθει όλες τις φυσικές επιστήμες, ιδιαιτέρως την ιατρική, και κανένας τομέας της ανθρώπινης σοφίας δεν μπορούσε να διαφύγει από το διεισδυτικό και ακόρεστο για γνώση πνεύμα της. Σε ηλικία μόλις δεκαοκτώ ετών είχε φθάσει σε τόσο υψηλό επίπεδο μαθήσεως, που γεννούσε τον θαυμασμό και των πιο έμπειρων ακόμη σοφών. Η φήμη της αυτή, όπως και η ευγενική καταγωγή της, η ομορφιά και τα πλούτη της, την έκαναν περιζήτητη και πλήθος μνηστήρων παρουσιάζονταν για να τη ζητήσουν σε γάμο. Η Αικατερίνα όμως, προαισθανόμενη την υπεροχή της παρθενίας, απέρριπτε όλες τις προτάσεις και είχε θέσει στους γονείς της όρο να μη δεχθεί ως σύζυγο παρά μόνον έναν νέο ισάξιο με αυτήν όχι μόνον στην ευγένεια, τα πλούτη και την ομορφιά, αλλά οπωσδήποτε και στη σοφία.

Η μητέρα της, όντας σε απόγνωση στην προσπάθειά της να βρει έναν τέτοιο σύντροφο για τη θυγατέρα της, έστειλε την κόρη να συμβουλευθεί έναν άγιο χριστιανό ασκητή που ζούσε λίγο έξω από την πόλη της Αλεξάνδρειας. Εκείνος είπε στην Αικατερίνα ότι όντως γνώριζε έναν τέτοιον άνθρωπο και ότι η σοφία Του ήταν ανώτερη όλων, μιας και αποτελεί την ίδια βασική αρχή όλων των ορατών και αοράτων όντων. Τη σοφία αυτή δεν την έχει αποκτήσει, αλλά την κατέχει αιωνίως. Η ευγένειά Του είναι επίσης ανώτερη από ο,τιδήποτε μπορεί κανείς να φαντασθεί, γιατί Αυτός άρχει του σύμπαντος και έχει δημιουργήσει τον κόσμο μονάχα με τη δική Του θέληση. Κύριος των κόσμων Αυτός και αρχή κάθε σοφίας και κάθε γνώσεως, -της είπε ο Γέρων ασκητής- είναι εξάλλου στην ομορφιά «ο ωραιότερος απ’ όλους τους ανθρώπους» (βλ. Ψαλμ. 44, 3), γιατί είναι Θεός ενσαρκωμένος: ο Υιός και Λόγος του Πατρός που έγινε άνθρωπος για τη δική μας σωτηρία και που επιθυμεί να γίνει ο άφθαρτος Νυμφίος κάθε παρθενικής και καλόγνωμης ψυχής. Ο ασκητής την αποχαιρέτησε δίνοντάς της μια εικόνα της «Βρεφοκρατούσας» Θεοτόκου. Την επόμενη νύχτα τής φανερώθηκε η Κυρία Θεοτόκος βαστάζοντας στην αγκάλη της ως βρέφος τον Κύριο, αλλά ο Χριστός απέστρεφε συνεχώς το πρόσωπό Του από αυτήν και αρνούνταν να την κοιτάξει λέγοντας πως γι’ Αυτόν ήταν ακόμη άσχημη, πλήρως καθυποταγμένη ακόμη στον θάνατο και την αμαρτία του κόσμου. Αναστατωμένη η Αικατερίνα, μετέβη προς τον ασκητή, ο οποίος της δίδαξε τα ζωογόνα μυστήρια της Πίστεως και με το άγιο Βάπτισμα την αναγέννησε στην αιώνια εν Χριστώ ζωή. Της φανερώθηκε τότε ξανά η Θεοτόκος με τον Χριστό, που τούτη τη φορά άστραφτε από χαρά. «Να, που λάμπει ολόκληρη και τώρα είναι πανέμορφη, πλούσια και αληθινά σοφή!», είπε επιδοκιμαστικά ο Χριστός, «τώρα τη δέχομαι ως πάναγνη νύμφη Μου!». Για να επικυρώσει και να σφραγίσει αυτούς τους ιερούς αρραβώνες, η Θεοτόκος, πέρασε στο δάχτυλο της σεμνής κόρης ένα δαχτυλίδι και την έβαλε να υποσχεθεί πως δεν θα δεχόταν στη γη άλλον νυμφίο.

Την εποχή εκείνη ο αυτοκράτορας Μαξιμίνος (305-311) [σύμφωνα με άλλες, μάλλον εσφαλμένες, παραλλαγές του μαρτυρίου της αγίας, ο αυτοκράτορας Μαξέντιος] ήθελε, όπως και ο Διοκλητιανός, να εξαναγκάσει επί ποινή βασανιστηρίων και θανάτου όλους τους υπηκόους του να συμμετέχουν στις ειδωλολατρικές θυσίες ως ξεκάθαρο σημείο υποταγής στην πρόσκαιρη εξουσία του. Οι ασεβείς αυτές τελετές άρχισαν στην Αλεξάνδρεια και τότε η Αικατερίνα παρουσιάσθηκε ενώπιον του αυτοκράτορα στον ναό, του εκδήλωσε τον απαιτούμενο στον ηγεμόνα σεβασμό, αλλά ταυτόχρονα καταδίκασε αυστηρά τη λατρεία των κτιστών και φθαρτών όντων. Έκπληκτος καταρχήν από το κάλλος της νεαρής κόρης και την τόλμη της, ο αυτοκράτορας την άκουσε να αναπτύσσει τα επιχειρήματά της και γοητεύθηκε κυριολεκτικά από τη σοφία της. Η Αικατερίνα τού πρότεινε να αντιμετωπίσει σε δημόσια συζήτηση τους λαμπρότερους σοφούς και ρήτορες της αυτοκρατορίας. Ο ηγεμόνας δέχθηκε και έστειλε αγγελιαφόρους σε κάθε γωνιά της επικράτειας για να συγκεντρώσει σοφούς, φιλοσόφους, ρήτορες, έμπειρους και δεινούς στη διαλεκτική. Σύμφωνα με τον άγιο Συμεών τον Μεταφραστή αλλά και τα Συναξάρια έφθασαν στην Αλεξάνδρεια εκατόν πενήντα ρήτορες [ή σύμφωνα με άλλες το ίδιο ισχυρές γραφές μαρτυρολογίων πενήντα από αυτούς] και παρουσιάσθηκαν ενώπιον του αυτοκράτορα και του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί στο αμφιθέατρο, έχοντας αντίκρυ τους την εύθραυστη κόρη μόνη, αλλά ακτινοβολώντας από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η αγία δεν ένιωθε τον παραμικρό φόβο απέναντί τους, γιατί παρουσιάσθηκε σε αυτήν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, της προσέδωσε μεγάλη κραταίωση στη ψυχή, ενώ την διαβεβαίωσε ότι ο Κύριος θα μιλούσε διά του στόματός της και θα την ικάνωνε να νικήσει τη σοφία του κόσμου τούτου με την εξ ύψους Σοφία. Ενθαρρυμένη από την οπτασία αυτή η Αικατερίνα, φανέρωσε τις πλάνες και τις αντιφάσεις των μαντείων, των ποιητών και των φιλοσόφων. Έδειξε ότι και οι ίδιοι από μόνοι τους είχαν αναγνωρίσει ότι οι λεγόμενοι θεοί των ειδωλολατρών είναι μισάνθρωποι δαίμονες και φαιδρές προσωποποιήσεις ανθρώπινων παθών. Προς επίρρωση των επιχειρημάτων της, επικαλέσθηκε μάλιστα και ορισμένους παλαιούς χρησμούς της Σίβυλλας (της ιέρειας του μαντείου των Δελφών) και του Απόλλωνος, οι οποίοι με τρόπο σκοτεινό και σκιώδη ανήγγελλαν κατά καιρούς περιστασιακά την Ενανθρώπιση και το σωτήριο Πάθος του Υιού του Θεού. Ανέτρεψε όλα τα μυθεύματα και τις μυθολογίες τους, διακηρύσσοντας ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε εκ του μηδενός από τον μόνο αληθινό και αιώνιο Θεό και ότι ο άνθρωπος λυτρώθηκε από την αμαρτία και τον θάνατο διά της Ενανθρωπήσεως του μονογενούς Υιού του Πατρός, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αποστομωμένοι και έχοντας εξαντλήσει τα σαθρά επιχειρήματά τους όλοι οι ρήτορες, αναγνώρισαν στο τέλος την πλάνη τους και ζήτησαν διακαώς από την αγία να βαπτισθούν. Ο αυτοκράτορας, έξαλλος από αυτή την κραυγαλέα αποτυχία, διέταξε να συλλάβουν τους ρήτορες και τους καταδίκασε να πεθάνουν στην πυρά στις 17 Νοεμβρίου. Αφού μάταια επιχείρησε να πείσει με κολακείες και υποσχέσεις την Αικατερίνα, έβαλε να τη βασανίσουν και να τη ρίξουν στη φυλακή, περιμένοντας να κατασκευασθεί ένα τρομερό όργανο βασανισμού που απαρτιζόταν από τέσσερις τροχούς, εφοδιασμένους με καρφιά, συνδεδεμένους με έναν άξονα. Μόλις ετοιμάσθηκε η φονική μηχανή, έδεσαν εκεί την αγία, αλλά ένας άγγελος Κυρίου ήλθε απροσδόκητα να τη σώσει και το όχημα του θανάτου κατέβηκε ξέφρενο στην κατηφόρα σκοτώνοντας στο σαρωτικό πέρασμά του πλήθος ειδωλολατρών.

Μπροστά στο θέαμα των άθλων της αγίας μάρτυρος, η ίδια η σύζυγος του αυτοκράτορα, την οποία μερικά Συναξάρια την αναφέρουν απλά ως «βασίλισσα», μεταστράφηκε με τη σειρά της και την επισκέφθηκε στο δεσμωτήριο, συνοδευόμενη από τον στρατηγό Πορφύριο, στενό φίλο του ηγεμόνα, και διακόσιους άλλους στρατιώτες που έγιναν κι αυτοί μαθητές του Χριστού. Η αγία Αικατερίνα τούς δέχθηκε με χαρά και τους προείπε ότι σύντομα θα κέρδιζαν και αυτοί τον στέφανο των ανδρείων αθλητών της Πίστεως. Μαθαίνοντας την αποσκίρτηση των κοντινών του ανθρώπων, ο Μαξιμίνος, έξαλλος από οργή και λησμονώντας κάθε ανθρώπινο αίσθημα στοργής, διέταξε να βασανίσουν τη σύζυγό του και να την αποκεφαλίσουν στις 23 Νοεμβρίου· την επομένη δε προχώρησε και στην εκτέλεση του Πορφυρίου και των λοιπών στρατιωτών. Στις 25 του αυτού μηνός οδήγησαν την Αικατερίνα από το δεσμωτήριο στο δικαστήριο, όπου εμφανίσθηκε απαστράπτουσα από ουράνια αγαλλίαση, πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που είχε όταν φυλακίσθηκε, διότι έβλεπε ότι είχε πια φθάσει η πολυπόθητη μέρα της ουράνιας ένωσής της με τον Νυμφίο Χριστό. Την έφεραν έξω από τη μεγάλη πόλη της Αλεξάνδρειας και μετά από μια τελευταία ευχαριστήρια προσευχή προς τον Κύριο της δόξης, ο Οποίος της είχε αποκαλύψει τους ακένωτους θησαυρούς της αληθινής σοφίας Του, η αγία ετελειώθη μαρτυρικά με αποκεφαλισμό.

Δύο άγγελοι παρουσιάσθηκαν τότε και μετέφεραν το σώμα της από την Αλεξάνδρεια προς το θεοβάδιστο όρος Σινά. Ανευρέθηκε εκεί τον 8ο αιώνα από έναν ασκητή που διέμενε εκεί κοντά και το τίμιο λείψανο μεταφέρθηκε στη Μονή που είχε ιδρύσει ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (482-565) ήδη από τον 6ο αιώνα. Το βυζαντινό μοναστήρι του Σινά έλαβε οριστικά την ονομασία Αγία Αικατερίνα τον 14ο αιώνα. Το λείψανο της αγίας μεγαλομάρτυρος Αικατερίνης βρίσκεται εκεί έως τις ημέρες μας, ως πολύτιμος θησαυρός, αναδίδοντας ουράνια ευωδία και επιτελώντας αναρίθμητα θαύματα. Κατά τη μέρα της εορτής της μεγάλης αυτής αγίας αποδίδεται και η εορτή των Εισοδίων της Κυρίας Θεοτόκου. Μέχρι τον 16ο αιώνα η μνήμη της αγίας Αικατερίνης εορταζόταν στις 24 Νοεμβρίου. Σύμφωνα με σημείωση που ενέταξε ο λόγιος ιερομόναχος Βαρθολομαίος (1772-1851) της Μονής Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους στο «Μηναίον» του, οι Πατέρες του Σινά μετέθεσαν την ημερομηνία στις 25 Νοεμβρίου προφανώς για να προσδώσουν πανηγυρικότερο χαρακτήρα στην εορτή. Φαίνεται πολύ πιθανό ότι η αγία έλαβε το όνομα Αικατερίνα, που δηλώνει την αγνότητα του βίου της (Αικατερίνα-Αεικαθερίνα), μετά τη μεταστροφή της στον χριστιανισμό ή ως συνέπεια των πολλών της θαυμάτων. Η αγία ως συνήθως εικονίζεται με στολή και στέμμα βυζαντινής αυτοκρατόρισσας ή είναι περιβεβλημένη με μαφόριο ως απτό σύμβολο της υπερέχουσας παρθενίας της. Στο χέρι κρατάει σταυρό ή κλαδί από φοίνικα ή διάφορα βιβλία, τα οποία υπενθυμίζουν την περιβόητη νίκη της κατά της ειδωλολατρίας και την πρωτοφανή σοφία με την οποία εμφορούνταν καθ’ όλο τον βίο και την πολιτεία της. Είθισται να φοράει δαχτυλίδι που είναι δηλωτικό της ολοκληρωτικής αφιέρωσής της προς τον ουράνιο και άφθαρτο Νυμφίο Χριστό. Ένα τέτοιο προσομοιωμένο δακτυλίδι προσφέρεται μέχρι και σήμερα ως ευλογία, ως φυλακτήριο και ως ενθύμιο προς τους προσκυνητές της παλαίφατης Μονής της, εκεί στο θεοβάδιστο όρος Σινά. Η ιερή της εικόνα πλαισιώνεται από τα φοβερά όργανα του σεπτού μαρτυρίου της, τον τροχό και το ξίφος, τα οποία όμως δεν στάθηκαν διόλου ικανά να αναχαιτίσουν ή να μειώσουν στο ελάχιστο τη συγκλονιστική δύναμη της αγάπης της που έτρεφε ολοσχερώς προς τον Σωτήρα Χριστό.

 «Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 3ος, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

Η τραγωδία της αλλοτρίωσης των δωρεών του Θεού

ΚΥΡΙΑΚῌ ΕΝΑΤῌ
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
ιβ΄ 16 - 21


Απομαγνητοφωνημένη ομιλία
του π. Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, στα πλαίσια της ερμηνείας που έγινε στο κήρυγμα της Κυριακής   Νοεμβρίου του 1998

Τὸ ηχητικό απόσπασμα από την ομιλία - σε mp3 εδώ

Περιγραφή του πολύ γνωστού κειμένου της παραβολής του άφρονος πλουσίου. Μέσα στις πολύ μικρές και αδρές γραμμές που διαγράφει ο Ευαγγελιστής στο κείμενό του και λέει τα λόγια του Χριστού μας, περιγράφεται τόσο συμπυκνωμένα αλλά και τόσο απλά η δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος, αν αλλοτριώσει τα δώρα του Θεού που του ’δωσε ο Θεός, να ζήσει με έναν τρόπο τερατώδη και λανθασμένο, δηλαδή αρρωστημένο. 

Να δούμε πολύ απλά το κείμενο, υπενθυμίζοντας το αυτονόητο: που ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο το σώμα για να ζει βιολογικά, να αξιοποιεί όλα τα γύρω του, του έδωσε την ψυχή για να παίρνει το σώμα αναγωγικά να το πηγαίνει προς τα πάνω και να τρέφεται η ψυχή του από τα πνευματικά, τον έβαλε μέσα σε έναν χώρο για να ζήσει στο χώρο αυτό, και του έδωσε και τον χρόνο. Βλέπετε τα ζώα δεν σκέπτονται τον χρόνο, το μόνο πλάσμα που σκέπτεται τον χρόνο είναι ο άνθρωπος. Και του έδωσε τον χρόνο σαν μια δωρεά, σαν μια δωρεά για να μπορεί να επεκτείνεται από τώρα προς τα μέλλοντα, και να μην είναι πεπερασμένος και να μην ζει μίζερα και φτωχά, πολλές φορές στενεμένος σε κάποιες μικρές χρονικές στιγμές. Και του έδωσε την έννοια της αιωνιότητας - που έδεσε τον εαυτό Του Εκείνος με την έννοια της αιωνιότητας.

Κοιτάξτε εδώ το κείμενο τι τραγικές αλλοτριώσεις κάνει, όσον αφορά τη στάση αυτού του πλουσίου προς τα πράγματα. Πρώτα πρώτα αλλάζει την έννοια του χρόνου. Ενώ ο χρόνος είναι δοσμένος για να έχει μέσα του μόνο την έννοια του Θεού - ο   χρόνος για αυτό είναι δοσμένος: να ζούμε το τώρα για να πηγαίνει προς το αύριο, να σκεφτόμαστε το αύριο και μέσα από εκεί να αποκαλύπτουμε την αγάπη του Θεού, και να σκεφτόμαστε το χθες και μέσα από εκεί πάλι να αποκαλύπτουμε την αγάπη του Θεού· έστω ως μετάνοια, έστω ως δοξολογία. Ο χρόνος είναι λοιπόν απόλυτα δεμένος με τον Θεό.

Οποιαδήποτε άλλη σκέψη για τον χρόνο είναι διαστρέβλωση και είναι μία αρρώστια του ανθρώπου. Πολλές αρρώστιες ψυχικές μπορεί να προέρχονται από αυτή την αλλοτριωμένη στάση προς το χθες, το σήμερα και το αύριο. Εδώ ο άφρων πλούσιος κάνει αυτό το τρομερό λάθος: Σκέπτεται τον χρόνο ως δυνατότητα για να ευφραίνεται από τα πράγματα του κόσμου, που σημαίνει έχει αρρωστημένη σχέση, φυσικά και με τα πράγματα, αλλά και ακόμα περισσότερο με αυτή την έκφραση της ζωής του ανθρώπου που είναι ο χρόνος. Αυτή είναι η πρώτη του αρρώστια.

Η δεύτερή του αρρώστια είναι πως η δωρεά που του έδωσε ο Θεός, να έχει μια ψυχή που κάνει όλα τα πράγματα να πηγαίνουν αναγωγικά στο Θεό, που σημαίνει να ανοίγεται πάντοτε προς τα έξω, το ζει λάθος· κλείνεται στον εαυτό του: μίλησε με τον εαυτό του, μιλούσε με τον εαυτό του, «διελογίζετο εν εαυτώ λέγων». Αντί να ομιλεί προς τα έξω, με τον Θεό και με τους ανθρώπους, ομιλεί με τον εαυτό του και καταστρέφει το κοινωνικό δώρο που του δίνει ο Θεός· που είναι για να εκφράζεται διττώς προς στον άνθρωπο και προς τον Θεό. Και έστω, αν δεν κατάλαβες τη στροφή προς τον Θεό, αν ξεκινήσεις στο κοινωνικό από τον άνθρωπο και έχεις λίγο εντιμότητα πάνω σου, θα στραφείς στον Θεό. Εδώ τα κατέστρεψε και τα δύο και στρέφεται στον εαυτό του.

Άρα κατέστρεψε τον χρόνο, κατέστρεψε το κοινωνικό, την ψυχική έκφραση των ανοίγματος, και καταστρέφει ακόμη και το βιολογικό: την τροφή. Κοιτάξτε τι είπε, «ψυχή», λέει, «έχεις πολλά αγαθά, τρώγε, πίνε, εφραίνου». Τρέφει την ψυχή με τι; με τα αγαθά που είναι για να θρέψουνε βιολογικά το σώμα και να αναχθούν μετά προς τα πάνω. Την ψυχή την τρέφει μόνο με τα υλικά. Καταστρέφει δηλαδή και την δυνατότητα της τροφής που, αντί να την κάνει βιολογική δοξολογία, την στρέφει προς την ψυχή, και δεν έχει με κάτι άλλο να θρέψει την ψυχή του.

Και έρχεται λοιπόν αυτή η βαθιά αλλοτρίωση. Και το κείμενο περιέγραψε, με αυτό λοιπόν τον αδρό και απλό τρόπο, την αλλοτρίωση του ανθρώπου, την αρρώστια του. Αν δηλαδή κάποιος ζει παλίνδρομα, ζει λανθασμένα και δεν αναπαύεται, κάπου σε αυτά τα τρία τέσσερα επίπεδα που ανέλυσα, να κάνει προσδιορισμούς θεραπευτικούς. Και ο καθένας που θέλει να θεραπευτεί εκεί πάνω πρέπει να βρει τη θεραπευτική του. Και η Εκκλησία την ποιμαντική της, εκεί ουσιαστικά την ανάγει. Και οι άξονες της θεραπευτικής είναι αυτοί εδώ. Και μπορούμε, όσο είναι δυνατό, να κοιτάξουμε τον εαυτό μας και να δούμε πού αλλοτριώσαμε τις δωρεές του Θεού, και να κάνουμε τομές θεραπευτικές, φυσικά μέσα στην Εκκλησία.

Το κείμενο λοιπόν είναι καταπληκτικό, υπό την έννοια του ότι χτυπάει την πλήξη, είναι κατά της πλήξεως, αλλάζει τη δυνατότητα της ζωής μας! Και όπου βρούμε λοιπόν κλεισμένο άνθρωπο - χαμένη η έννοια του χρόνου, χαμένη η σχέση βιολογικών προς την ψυχή - θα δούμε την αρρώστια μας, θα σκεφτούμε την παραβολή του άφρονα πλουσίου και θα μπορούμε πραγματικά να κινηθούμε θεραπευτικά με την χάρη του Θεού μέσα στη ζωή μας, για να βρούμε τον χρόνο ως αιωνιότητα, να βρούμε την ψυχή μας ως κοινωνία, και να βρούμε τα βιολογικά τα πράγματα σαν δοξολογία, που τρέφουν το σώμα μας. Και μετά, από εκεί που στηρίζεται το σώμα, μπορεί να βρει τον χρόνο και τη δοξολογία.


Φιλολογική επιμέλεια κειμένου
Ελένη Κονδύλη

 

Περισσότερες ομιλίες του πατρός Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα :  www.floga.gr  

Ο άγιος Κολομβανός, ηγούμενος του Λουξέιγ


Ο άγιος Κολομβανός, ηγούμενος του Λουξέιγ 
23 Νοεμβρίου  
Τον εκχριστιανισμό της Ιρλανδίας από τον άγιο Πατρίκιο [17 Μαρτ.], κατά τον 6ο αιώνα, ακολούθησε πλούσια άνθιση της αγιότητας. Οι μοναχοί συνέρρεαν κατά χιλιάδες για να προσφερθούν εθελοντικά στο μαρτύριο της ασκήσεως, συγκροτώντας μεγάλες κοινότητες, παρόμοιες με τους τεράστιους μοναχικούς οικισμούς της Αιγύπτου, της Συρίας και της Παλαιστίνης. Ο διακαής πόθος τους για τον Θεό, συνδυασμένος με ένα φλογερό χαρακτήρα, τους έκανε ικανούς για ασυνήθιστα ασκητικά κατορθώματα, προσέλκυσε όμως επιπλέον επάνω τους τη Χάρη του Θεού και τη δύναμη να πραγματοποιούν πλείστα θαύματα. Οι γενναίοι αυτοί μοναχοί αποτέλεσαν την καρδιά της Εκκλησίας της Ιρλανδίας και συνέβαλαν τα μέγιστα στη διάδοση και εμβάθυνση του χριστιανισμού σε ολόκληρη τη Δύση κατά την περίοδο εκείνη. Μεταξύ αυτών μία εξαιρετική μορφή υπήρξε εκείνη του οσίου Κολομβανού, του ακάματου ζηλωτή των εντολών του Θεού. 
Γεννημένος περί το 540 στην επαρχία Λέινστερ της νοτιοανατολικής Ιρλανδίας, ο Κολομβανός έδειξε μεγάλες ικανότητες στις θύραθεν επιστήμες, που έχαιραν μεγάλης υπολήψεως μεταξύ των χριστιανών Ιρλανδών. Βασανιζόμενος όμως από τη φλόγα των σαρκικών πειρασμών και κατανοώντας τη ματαιότητα των εγκοσμίων, ετέθη υπό την καθοδήγηση ενός αγίου Γέροντος, του Σίνελλ, μαθητή του αγίου Φίννιαν [†549, 12 Δεκ.], ο οποίος τον εισήγαγε στη μελέτη των Αγίων Γραφών και στην ασκητική πολιτεία. Έγινε κατόπιν μοναχός στο Μπάνγκορ, το πιο ονομαστό μοναστήρι της Ιρλανδίας, που αριθμούσε περίπου τριακόσιους μοναχούς, και ολοκλήρωσε τη μοναχική του αγωγή υπό την καθοδήγηση του αγίου Κόμγκαλ [10 Μαΐου]. 
Περί το 590 ο Κολομβανός αισθάνθηκε μέσα του, όπως και πολλοί άλλοι συνασκητές του την εποχή εκείνη, μια ιδιαίτερη κλήση υπό του Θεού να εγκαταλείψει την πατρίδα και τους δικούς του για να υποβληθεί εθελοντικά σε εξορία, υπηρετώντας έτσι τη διάδοση του Ευαγγελίου σε ξένους λαούς. Πήρε το καράβι λοιπόν για τη Γαλατία με δώδεκα μαθητές, όπως ο Χριστός, και οδηγημένος από τη θεία Πρόνοια ξεκίνησε να κηρύξει το Ευαγγέλιο και την οδό της μετανοίας. Σε τούτη την περιοδεύουσα αδελφότητα «όλα ήταν κοινά σε όλους· τόσο ισχυρά ήταν σε αυτούς η δύναμη της υπομονής, η πραότητα και ο δεσμός της αγάπης, που ήταν αδύνατο να αμφιβάλλει κανείς ότι ο Κύριος με όλη την πραότητά Του κατοικούσε ανάμεσά τους… Τόσο άφθονη ήταν η χάρη που πλημμυρούσε τον όσιο, ώστε έφθανε να μείνει έστω και για ελάχιστο χρόνο στο σπίτι κάποιου, για να προσελκύσει κάθε ψυχή στην ενάσκηση της θρησκείας». 
Η φήμη του έφθασε και στον βασιλέα της Βουργουνδίας, Γκοντράν, ο οποίος τον κάλεσε στα Βόσγια και του προσέφερε μια έρημη περιοχή, όπου ιδρύθηκε η Μονή του Αννεγραί. Οι αρετές του Κολομβανού προσείλκυσαν σύντομα γύρω του πλήθος μαθητών, οι οποίοι επιθυμούσαν να εργασθούν και αυτοί για τη σωτηρία τους δια των ασκητικών παλαισμάτων. Αναγκάσθηκε έτσι να ιδρύσει εκεί κοντά ένα δεύτερο μοναστήρι, τη Μονή του Λουξέιγ, και αργότερα ένα τρίτο, τη Μονή των Κρηνών. 

 

Εγκατεστημένος στο Λουξέιγ, ο όσιος επέβλεπε τις τρεις αδελφότητές του που αριθμούσαν πολλές εκατοντάδες μοναχούς, στηριζόμενος στην αυθεντία ενός επιτρόπου σε κάθε μονή, επιφορτισμένου με την τήρηση του Κανόνος που είχε συντάξει ο ίδιος. Δια της προσευχής του όμως, ο Κολομβανός παρέμενε ο πατέρας του κάθε μοναχού και ο μεσίτης του ενώπιον του Θεού. Όπως στις λαύρες της Ανατολής, η οργάνωση του μοναστηριού ήταν ευέλικτη και σύμφωνη προς τον χαρισματικό χαρακτήρα της πνευματικής πατρότητας. Μεγάλη έμφαση δινόταν στη σωματική άσκηση, τις αυστηρές νηστείες, τις μαστιγώσεις και την παραμονή σε παγωμένο νερό για την καθυπόταξη της φλογερής ιδιοσυγκρασίας των μοναχών. 
Το μοναστήρι, ωστόσο, δεν ήταν μόνο ένας τόπος βίαιων αγώνων εναντίον των παθών, αλλά και μία προτύπωση του ουρανού και οι ισάγγελοι μοναχοί τελούσαν εκεί μία ασίγαστη δοξολογία προς τον Κύριο της Δόξης. Ο Κολομβανός είχε οργανώσει τον βίο των τριών αδελφοτήτων του με τέτοιο τρόπο, ώστε οι μοναχοί να τελούν νυχθημερόν μία συνεχή λατρεία, εναλλασσόμενοι κατά ομάδες. Εφάρμοσαν έτσι κατά λέξη την προτροπή του Αποστόλου: «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσ. 5:17). 
Μετά από είκοσι χρόνια όμως, ο Κολομβανός, έχοντας επισύρει στο πρόσωπό του το ασίγαστο μίσος της μάμης του βασιλέα Θεοδώριχου Β’ της Βουργουνδίας (595-613), Βρουγχίλδης, επειδή καταδίκαζε σθεναρά τις ηθικές παρεκτροπές του νεαρού ηγεμόνα, εκδιώχθηκε από το Λουξέιγ μαζί με τους Ιρλανδούς μαθητές του. Οδηγήθηκε στη Νάντη για να πάρει τον δρόμο της επιστροφής προς την Ιρλανδία, αλλά με το θέλημα του Θεού το καράβι στο οποίο επιβιβάσθηκε παρασύρθηκε πίσω στις ακτές της Γαλλίας. Έτσι ο όσιος μοναχός ξανάρχισε την αποστολική του πορεία διαμέσου της Νευστρίας και Αυστρασίας, σημαδεύοντας με την επιρροή του πλήθος μοναχικά ιδρύματα. Πήρε εν συνεχεία τον δρόμο για τη Ρώμη μέσω Γερμανίας και κήρυξε το Ευαγγέλιο στους βάρβαρους λαούς που κατοικούσαν τις όχθες της λίμνης Κωνσταντίας. Από το Μπρέγκενζ, τόπο διαμονής του, δεν έπαυσε να διδάσκει με τα γραπτά του τους μαθητές του στο Λουξέιγ και αλλού. 
Το 612 το βασίλειο της Βουργουνδίας προσάρτησε προσωρινά την Αυστρασία και ο όσιος, κυνηγημένος πάλι από την έχθρα του Θεοδώριχου Β’, αναγκάσθηκε να ξαναρχίσει την περιπλάνησή του προς την Ιταλία και εγκαταστάθηκε στη Μονή του Μπόμπιο, στα Απέννινα, όπου διέπρεψε στους αγώνες του κατά του αρειανισμού μέχρι τη μακάρια εκδημία του, το 615. 
Αν η αποστολή του οσίου Κολομβανού στις χώρες των Φράγκων φάνηκε αρχικά πως απέτυχε, το μέλλον επρόκειτο να τον δικαιώσει, αφού μέχρι το 730 θα ιδρυθούν εκεί εκατό περίπου μοναστήρια από τους μαθητές του, συμβάλλοντας στην εξάπλωση της ιρλανδικής μοναχικής παραδόσεως και του μοναχισμού μεταξύ των πληθυσμών των φραγκικών χωρών.

 

Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας,
Τόμος 3ος (Νοέμβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ - ΔΙΔΑΧEΣ ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ



ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ - ΔΙΔΑΧEΣ 
Θεία Λειτουργία 
Οἱ ἄνθρωποι, παιδί μου, εἶναι τυφλοὶ καὶ δὲν βλέπουν τὸ τί γίνεται μέσα στὸν ναὸ στὴ Θεία Λειτουργία … Τί γίνεται μέσα στὸ Ἱερὸ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας!!! Μερικὲς φορὲς δὲν μπορῶ ν’ ἀντέξω, καὶ κάθομαι στὴν καρέκλα, ὁπότε ὁρισμένοι συλλειτουργοὶ νομίζουν ὅτι κάτι δὲν πάει καλὰ μὲ τὴν ὑγεία μου, ἀλλὰ δὲν ξέρουν τί βλέπω καὶ τί ἀκούω. Τί φτερούγισμα, παιδί μου, οἱ Ἄγγελοι! Μόλις ὁ Ἱερέας πεῖ τὸ Δι’ εὐχῶν”, φεύγουν οἱ Οὐράνιες Δυνάμεις καὶ μέσα στὸ Ἱερὸ ἔχουμε ἀπόλυτη ἡσυχία”. “Ὅταν προσκομίζω, βλέπω τὶς ψυχὲς ποὺ περνοῦν ἀπὸ μπροστά μου καὶ μὲ παρακαλοῦν νὰ τὶς μνημονεύσω. Καὶ νὰ θέλω νὰ τὶς ξεχάσω δὲν μπορῶ”. “Ὅταν ὁ Ἱερεὺς βγάζει μερίδες καὶ μνημονεύει τὰ ὀνόματα τῶν πιστῶν στὴν Ἱερὰ Πρόθεση κατεβαίνει Ἄγγελος Κυρίου καὶ παίρνει τὴ μνημόνευση αὐτὴ καὶ τὴν πηγαίνει καὶ τὴν ἐναποθέτει στὸ Θρόνο τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ὡς προσευχὴ γι’ αὐτοὺς ποὺ μνημονεύθηκαν. Σκεφθεῖτε λοιπὸν τί ἀξία ἔχει νὰ σᾶς μνημονεύουν στὴν Ἁγία Πρόθεση”. “Ὅταν κοινωνῶ τοὺς ἀνθρώπους ποτὲ δὲν βλέπω τὸ πρόσωπό τους, ἀλλὰ καμιὰ φορὰ μοῦ λέει ὁ λογισμὸς νὰ κοιτάξω τὸ πρόσωπο τῶν προσερχομένων στὴ Θεία Μετάληψη. Τότε βλέπω τὸ πρόσωπό τοῦ ἑνὸς νὰ εἶναι ὄχι πρόσωπο ἀνθρώπου, ἀλλὰ νὰ ἔχει μορφὴ σκύλου, ἄλλου νὰ εἶναι σὰν μαϊμοῦς, ἄλλων νὰ ἔχουν διάφορες μορφὲς ζώων, φοβερὲς μορφές! Θεέ μου, λέω, ἀφοῦ εἶναι ἄνθρωποι πῶς ἔχουν πρόσωπα ζώων; Εἶναι καὶ μερικοὶ ποὺ ἔρχονται νὰ κοινωνήσουν μὲ πρόσωπο ἤρεμο καὶ ἰλαρὸ καὶ μόλις κοινωνήσουν λάμπει τὸ πρόσωπο τους σὰν τὸν ἥλιο”. 
Ἀνατροφὴ παιδιῶν 
Τόνιζε ὅτι μεγάλη σημασία στὴν πνευματικὴ ἐξέλιξη τῶν ἀπογόνων ἔχει ἡ πνευματικὴ κατάσταση καὶ ἡ βιοτὴ τῶν γονιῶν καὶ γενικὰ τῶν προγόνων τους. Συνιστοῦσε στοὺς γονεῖς νὰ προσέχουν τὴ ζωή τους, ὅσο τὸ δυνατόν, καὶ νὰ συμβουλεύουν τὰ παιδιά τους νὰ συναναστρέφονται καὶ νὰ συνάπτουν σχέσεις μὲ παιδιὰ ἐναρέτων οἰκογενειῶν. “Ἔχει μεγάλη σημασία ἡ ρίζα”, ἔλεγε. Στοὺς γονεῖς ποὺ ρωτοῦσαν “τί νὰ κάνουμε τὰ παιδιά μας, ὅταν δὲν ἀκοῦνε” τοὺς ἔλεγε: “Προσευχὴ θὰ κάνετε μὲ πίστη, θὰ τὰ νουθετήσετε κι ὅσο μπορεῖτε μὲ τὴν ἀγάπη, μὲ τὸν καλὸ τρόπο. Γιατί, μὲ συγχωρεῖτε, μὲ τὸ αὐστηρὸ δὲν πάει. Γιατὶ σοῦ λέει σηκώνομαι καὶ φεύγω καὶ πάει … κι εἶναι Σόδομα καὶ Γόμορρα καὶ κάτι χειρότερα”. 
Φροντίδα γιὰ τὴν ψυχὴ 
Βλέπω καθημερινῶς τὸν τάφο, ὅτι εἶμαι θνητὸς ἄνθρωπος. Ἀλλὰ μέσα σ’ αὐτὸ τὸ θνητὸ σαρκίο κατοικεῖ ψυχὴ ἀθάνατος. Φροντίζω γιὰ τὴν ψυχή μου ποὺ εἶναι πρᾶγμα ἀθάνατο. Γι’ αὐτό, παιδιά μου, κι ἐσεῖς νὰ φροντίζετε γιὰ τὴν ψυχή σας κοντὰ στοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας”.

 

ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΑΠ. ΑΝΔΡΕΟΥ (ΧΑΡΑΚΗ) ΛΕΜΕΣΟΥ ΛΕΜΕΣΟΣ 2018 
ΒΙΟΣ - ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ - ΘΑΥΜΑΤΑ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΝΟΜΙΑΣ

 

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΝΟΜΙΑΣ 
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία
τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,
ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 12ο, στίχοι 16 ἕως 21, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς 20-11-2005. 
Χριστός μέ τήν παραβολή αὐτή, τήν τόσο λιτή καί καταπληκτικά διεισδυτική προσεγγίζει, κατά τά μέτρα τῆς δικῆς μας διανοητικῆς δυνατότητας νά καταλάβουμε, ὅσο μπορεῖ νά γίνει, τό μυστήριο τῆς ἀνομίας, πού κρύβεται μές τή καρδιά ἑνός ἀνθρώπου, ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου, πού διαστρέφει τόν κόσμο, μέσα ἀπό τή δική του διαστροφική παρουσία πάνω στόν κόσμο καί αὐτό τό μυστήριο προσεγγίζεται σέ δύο ἐπίπεδα. 
Τό πρῶτο ἐπίπεδο θά εἶναι μιά ἀναίρεση τῶν βασικῶν προτάσεων πού κάνει ὁ Χριστός, ὅταν εἶπε ὅτι ἡ δική μας ζωή εἶναι νά στρεφόμαστε, νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Ἐδῶ στό κείμενο αὐτό ὑπάρχει μιά πλήρης ἀναίρεση. Δέν ὑπάρχει οὔτε στροφή στόν Θεό, οὔτε στροφή πρός τόν ἄνθρωπο, τουναντίον ὑπάρχει στροφή στόν ἴδιο τόν ἑαυτό. Βλέπετε, ἀρχίζει στό πρῶτο ἐπίπεδο, αὐτό τό ἁπλό, ὡς ἀναίρεση ἄλλης διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ μας, νά προσεγγίζεται τό ἐπίπεδο τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνομίας: μή στροφή στόν Θεό, μή στροφή στόν ἄλλο ἄνθρωπο καί ναί, στροφή στόν ἑαυτό μας. Καί γιά νά γίνει τό κείμενο πιό βατό καί πιό κατανοητό, ὁ Χριστός προσδιορίζει καί τίς αἰτίες καί ταυτόχρονα τά ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς πορείας μας πρός τό μυστήριο τῆς ἀνομίας. Καί τά βήματα εἶναι πραγματικά ἁδρά, λιτά καί οὐσιαστικά, γιά νά ἀντιμετωπίσουμε αὐτό τό θέμα πού ζεῖ μέσα μας καί φωλιάζει: τό μυστήριο τῆς ἀνομίας. 
Τό πρῶτο ἐπίπεδο εἶναι ἕνα ἐξωτερικό ἐπίπεδο, λέει: «Ἀνθρώπου τινός πλουσίου εὐφρόρησεν ἡ χώρα», ἦταν ἡ χώρα του σέ εὐφορία. Ἐφόσον ἡ χώρα εἶναι σέ εὐφορία καί τά πράγματα τά ἐξωτερικά εἶναι καλά, αὐτό εἶναι μιά πρόταση καί μιά πρόκληση ἀπό τόν Θεό, θεραπευτική, γιά νά στραφοῦμε σ᾽ Αὐτόν δοξολογικά. Ὁτιδήποτε ὄμορφο γίνεται, ὁποιοδήποτε καλό γίνεται, δέν εἶναι ἁπλῶς γιά νά τό γευθοῦμε μέ ἕναν τρόπο μονότονο καί κλειστό στόν ἑαυτό μας, εἶναι μιά πρόταση δοξολογίας στόν Θεό. Τό ξέρετε ὅλοι αὐτό. Ἐμεῖς βέβαια στήν ὀρθόδοξη παράδοση μαθαίνουμε νά δοξολογοῦμε τόν Θεό ἀκόμη κι ὅταν τά πράγματα δέν πηγαίνουν καλά. Ἀλλά ἐδῶ τά πράγματα εἶναι πιό εὔκολα, ἐδῶ τά πράγματα πηγαίνουν καλά: εὐφόρησεν ἡ χώρα. Εἶναι μιά πρόκληση κι ἐδῶ δέν στρέφεται στόν Θεό, εἶναι ἡ πρώτη πρόσβαση τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνομίας, ἡ μή δοξολογική κι εὐχαριστιακή στάση στόν Θεό, τήν ὥρα πού ὅλα πηγαίνουν παρά πολύ καλά. 
Ἡ δεύτερη πρόταση, ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ καί δίνει βάθος σέ αὐτό τόν προσδιορισμό τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνομίας, εἶναι τό «διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ». Βλέπετε ἀρχίζει νά ἐμφανίζεται ὁ ἑαυτός, τό κλείσιμο στόν ἑαυτό του, ἡ κουβέντα μέ τόν ἑαυτό του κι ἀκόμη περισσότερο ἐκεῖνο τό καταπληκτικό ρῆμα, πού σχεδόν πάντοτε, εἰδικά στήν Καινή Διαθήκη, χρησιμοποιεῖται μ᾽ ἕναν τρόπο ἀρνητικό, αὐτό τό «διαλογίζομαι». Ὁ Χριστός ὁ ἴδιος ἀρκετές φορές ὅταν εἶδε ἀνθρώπους γύρω του πού εἶχαν διάφορες σκέψεις κακές εἶπε: «Τί διαλογίζεσθε ἐν ἑαυτοῖς». Τό ρῆμα λοιπόν ἐδῶ πέρα, καί μέ στροφή πρός τόν ἑαυτό, ἀρχίζει καί πάλι νά προσδιορίζει σέ ἕνα δεύτερο ἐπίπεδο τό μυστήριο τῆς ἀνομίας. Διαλογιζόμαστε, σκεφτόμαστε μερικά πράγματα, μέ ἕναν τρόπο τελείως ἀρνητικό, μέ ἕναν τρόπο διασπαστικό. Προσέξτε ἀκόμη καί τό διαλογισμός: ἡ διάσπαση τοῦ νοός. Δέν δοξολογεῖ τόν Θεό κι ὡς ἀποτέλεσμα ἔρχεται ἡ διάσπαση τοῦ νοός, γιατί ποῦ νά πάει τό δυναμικό πού ἔχει μέσα του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος νά πηγαίνει πρός τά πάνω κι αὐτό τό δοξολογικό δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἔκφραση ἁπλῆς προσευχῆς, εἶναι ἕνα δυναμικό, ἐκρηκτικό σημεῖο πού ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει πρός τά ἐπάνω. Ἄν δέν τό κάνει, διαλογίζεται ἐν ἑαυτῷ καί σπάζει τό μυαλό του, κομματιάζει τό μυαλό του. 
Καί μετά ἔρχεται ὁ προσδιορισμός τῆς λύσης τοῦ προβλήματός του μέσα ἀπό τή λύση τοῦ οἰκονομικοῦ θέματος: «Συνάξω, καθελῶ ἀποθήκας», ὅλος ὁ κινητήριος μοχλός τοῦ ἀνθρώπου γίνεται ἡ οἰκονομική του σχέση μέ τά πράγματα. Κι αὐτό πολύ μᾶς βάζει νά ἀναλογιστοῦμε πάρα πολλά πράγματα τά ὁποῖα προσδιορίζουν τίς σημερινές δομές, ἀνατομικές καταστάσεις, προσπαθώντας νά βροῦμε τό τί φταίει στήν κοινωνία, πολλές φορές στρέφονται, ἤ πολλές φορές ἀποκλειστικά στρέφονται, μόνο στή λύση τοῦ οἰκονομικοῦ προβλήματος. Ἐδῶ, τό βάζει σάν τρίτη αἰτία τῆς ἐκφράσεως τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνομίας. 
Καί σάν τέταρτη αἰτία ἔρχεται ἡ φράση «ψυχή μου», στρέφεται πάλι στόν ἑαυτό του, στήν ψυχή του, ἀλλά δέν στρέφεται στήν ψυχή του μέ ἕναν τρόπο πού ἀφορᾶ τήν ψυχή του, λέει: «φάγε, πίε, εὐφραίνου». Εἶναι αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες ἡ σαρκοποίηση ἤ σωματοποίηση τῆς ψυχῆς, ὅπου ἀκόμη καί τό βασικό αὐτό δυναμικό πού ἔχει μέσα του γιά νά ἀναιρέσει πιθανῶς τά ἐρεθίσματα τῆς σάρκας καί πού δέν μπορεῖ νά τά ἁγιάσει, τό βασικό δυναμικό τό διαλύει καί λέει: «ψυχή μου, νά φᾶμε καί νά πιοῦμε», πού ἡ ψυχή ἀλλιῶς τρέφεται κι ἐδῶ, μπαίνουμε στό βάθος πιά τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνομίας, ὅπου μέσα σέ αὐτή τή βαθιά στροφή στόν ἑαυτό μας, σωματοποιοῦμε, σαρκοποιοῦμε καί τήν ψυχή μας καί περνᾶμε πάνω της ὅλα τά σαρκικά μας τά πάθη. 
Καί ἀκριβῶς μετά ἔρχεται πιά ἡ λύση τοῦ προβλήματος, εἶναι λύση, στόν ἄνθρωπο πού δέν μιλοῦσε μέ τόν Θεό, πού δέν μιλοῦσε μέ τόν συνάνθρωπο, ὁμιλεῖ ὁ Θεός. Ἐδῶ εἶναι ἡ λύση τῆς τραγωδίας, γιατί δέν ξέρουμε ποῦ καταλήγει αὐτός ὁ πλούσιος, ἡ περικοπή παραμένει μυστική. Δέν λέει τή λύση, ἄν αὐτός μετάνιωσε ἤ ὄχι. Τ᾽ ἀφήνει ἔτσι. Ἀλλά ἡ λύση εἶναι ἤδη αὐτό πού δέν κάνει ὁ ἄνθρωπος: τό ὅτι ὁμιλεῖ ὁ Θεός κι ἐμεῖς ἀξιοποιοῦμε πιά αὐτή τή λύση τοῦ Θεοῦ, πού ὁμιλεῖ Ἐκεῖνος μαζί μας, πού Ἐκεῖνος συγκαταβαίνει μαζί μας, καί τότε ἀνοίγεται ὁ δρόμος πού στήν περικοπή αὐτή δέν ἀποκαλύπτεται, παραμένει μυστικό, τοῦ τί γίνεται μ᾽ αὐτό τόν πλούσιο ἄνθρωπο, αὐτόν τόν ἄφρονα. 
Τό μυστικό εἶναι πιά τό νά μιλοῦμε στόν ἑαυτό μας. Βλέπετε ἐδῶ ἡ θεραπευτική; Ἡ στροφή στόν ἑαυτό γιά νά βροῦμε τά λάθη μας καί τίς ἁμαρτίες μας. Ἡ μόνη στροφή στόν ἑαυτό μας εἶναι αὐτή: ἡ κατανόηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας. Καί τότε, ἐνῶ ὅλα ἦταν δαιμονισμένα καί ἦταν ταραγμένα καί ἦταν διαλυμένα, ναί, ὁ Θεός κουβεντιάζει πάλι γιά νά μποροῦμε νά στραφοῦμε στόν ἑαυτό μας, ὅπως ἐστράφη ὁ τελώνης -ἐν ἑαυτῷ εἶχε στραφεῖ ὁ τελώνης- κι ἀρχίζει πιά ἡ θεραπευτική μέσα ἀπό τό λάθος μας. Ἐκεῖ πού στρεφόμασταν δαιμονικά στόν ἑαυτό μας, [τώρα] στρεφόμαστε ἁγιαστικά καί θεϊκά στόν ἑαυτό μας. Κι ἐδῶ ἀκριβῶς περιγράφεται ἁπλά, λιτά, τό μυστήριο τῆς ἀνομίας καί τό μυστήριο μέ ἁπλά λόγια τῆς δικῆς μου ψυχῆς καί τῆς δικῆς μας ἀδυναμίας νά σταθοῦμε εὐλογημένα μπροστά στή ζωή. 
Ἀναλύοντας αὐτά τά σκαλοπάτια, αὐτές τίς θεραπευτικές προτάσεις τοῦ κειμένου αὐτοῦ, πάρα πολύ μποροῦμε νά ἀναλογιστοῦμε τή ζωή μας, τόν ἑαυτό μας καί τίς κρυμμένες ταραχές πού χωρίς νά τίς προσδιορίσουμε, ὁρίζουν τή ζωή μας καί μᾶς κάνουν νά εἴμαστε ἀπελπισμένοι καί ποτέ δοξολογικοί καί μέ στάση εὐχαριστιακή πρός τόν Θεό.

Δημοφιλείς αναρτήσεις