Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

Το μυστήριο της κλήσης του πρωτοκλήτου - π.Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος


ΚΥΡΙΑΚΗ 

Τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου

 Ἰω. α΄ 35-52

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία
του π. Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, στα πλαίσια της ερμηνείας που έγινε στο κήρυγμα της Κυριακής  30 Νοεμβρίου του 1997 ή του 2003 

 Τὸ ηχητικό απόσπασμα από την ομιλία - σε mp3 εδώ

Η περικοπή που ακούσαμε, όπως καταλάβατε,είναι αφιερωμένη στην γιορτή σήμερα του Αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου. Και στο βασικό της σημείο, το αρχικό σημείο, ερμηνεύεται-προσεγγίζεται αυτή η κλήση του Πρωτοκλήτου. Και οι γραμμές οι οποίες περιγράφουν αυτό το τόσο συγκλονιστικό γεγονός για τη ζωή ενός ανθρώπου, και μάλιστα την κλήση του πρώτου Αποστόλου, είναι τόσο λιτές, τόσο λίγες, τόσο λίγα τα λόγια, που αμέσως αναδύεται το ερώτημα: πώς μπορεί να γίνει μια κλήση σε ένα τόσο σπουδαίο γεγονός, να αλλάξουν τόσο βαθιά δομές μέσα στην ψυχή ενός ανθρώπου, μέσα από τόσες λίγες λέξεις και γραμμές; Τι συνέβη; 
Να προσεγγίσω αυτό το μυστήριο του τι συνέβη - παρόλο που όλα παραμένουν στο χώρο ενός μυστηρίου, λόγω της λιτότητας του κειμένου - να προσεγγίσω αξιοποιώντας το κείμενο σε τρία επίπεδα. Ένα επίπεδο πριν από τη συνάντηση του Χριστού, ένα κατά τη συνάντηση, και στο τρίτο τι είπαν, τι λόγια αντήλλαξαν. Πριν από αυτή τη συνάντηση υπάρχει ένα βασικό και ουσιαστικό γεγονός που είναι προδρομικό γεγονός· που είναι ο ίδιος ο Πρόδρομος, το είπε το κείμενο: ο Ανδρέας ήταν μαθητής του Προδρόμου. Ο ίδιος ο Πρόδρομος, ως παρουσία, μπορεί να εκφραστεί με δύο μεγέθη: Ένα βασικό μέγεθος της λιτότητας, που λιτότητα σημαίνει μη συσχηματισμός με τα πράγματα του κόσμου, μη χρησιμοποίηση πομπωδών, διαφημιστικών, δυνατών, οποιωνδήποτε, δεδομένων του κόσμου, για να φανερωθεί κάτι· αυτό είναι η λιτότητα. Είναι η απεμπόληση όλων των δυναμικών του κόσμου [οι οποίες βρίσκονται] σε αντίθεση με αυτό που κάνει ο Θεός. Αυτό είναι η λιτότητα - δεν αρκεί μια απλή λιτότητα με άλλα πράγματα - είναι ηαπελευθέρωση και ο μη συσχηματισμός για την καταξίωση και την προβολή της παρουσίας και της υπάρξεώς μας. Αυτό είναι το πρώτο δεδομένο του Προδρόμου, το οποίο έμαθαν οι μαθητές του και ο Ανδρέας. Και το δεύτερο στοιχείο είναι η γνωστή φράση «μετανοείτε», αυτή η πολύ βαθιά αλλαγή. Βλέπετε, ο Πρόδρομος είναι «φωνή», υπ' αυτήν την έννοια που είναι αποδεσμευμένος από τέτοιες συμβατικότητες προβολής, παρουσιάσεως, και ταυτόχρονα εκφράζει άλλη μια βαθιά αλλαγή για τα πράγματα του κόσμου. 
Και έρχεται τώρα ο Πρόδρομος να πει στον Ανδρέα. Προσέξτε τι λέει. Μια φράση του λέει μονάχα. Του λέει: «Να, ο αμνός του Θεού». Η φράση αυτή είναι γνωστή από την Παλαιά Διαθήκη και ο Ανδρέας την ξέρει. Είναι φράση που χρησιμοποιήθηκε από τον προφήτη Ησαΐα. Αλλά αυτή η φράση έχει ένα πολύ βαθύ περιεχόμενο και ένα συμβολισμό βέβαια. Γιατί το πρόβατο το «αγόμενο επί σφαγήν» ήταν πάντοτε σιωπηλό, δεν χρησιμοποιούσε κάποια άλλα «κοσμικά» μέτρα αμύνης, και ήταν θυσιαζόμενο. Και κάνει τώρα μια μεταφορά ο Ιωάννης πάνω στους μαθητές του και, ενώ τους έχει δώσει τη λιτότητα και αυτή τη βαθιά αλλαγή του «μετανοείτε», τους βάζει και το μέγεθος της θυσιαστικής προσφοράς και λέει: «Να αυτός πάει πιο παρακάτω τα πράγματα, είναι ο αμνός του Θεού». Είναι η σιωπή, είναι η λιτότητα, είναι η σιγή αλλά ταυτόχρονα είναι κάτι βαθύτερο: είναι ο θυσιαζόμενος, είναι η θυσιαζόμενη ησυχία. Και εκείνη τη στιγμή πια που γίνεται αυτή η μεταλλαγή η βαθιά, μεταφέρονται από τον Ιωάννη στα βαθιά μεγέθη τα θυσιαζόμενα. 
Λέει το κείμενο με μια καταπληκτική λιτότητα: «και θεασάμενος» ο Ιησούς τον Ανδρέα και τον άλλο μαθητή που ήταν μαζί του· «θεασάμενος»:μπαίνουν μέσα στη θέα του Θεού! Μπαίνουνε μέσα όχι απλώς στο κοίταγμα· η θέα του Θεού είναι η αγάπη του Θεού! Και προσλαμβάνονται μέσα στην αγάπη του Θεού. Βλέπετε όλα αυτά συμβαίνουν μυστικά μέσα στην καρδιά των ανθρώπων. Ο Θεός λειτουργεί τελείως μυστικά. Αυτό το «θεασάμενος». Μια βαθιά αγιοπνευματική προσέγγιση του γεγονότος! Ότι όλα αυτά τα γεγονότα της ζωής μας που είναι συγκλονιστικά, λειτουργούν με έναν λιτό, απλό, «εν μετανοία» τρόπο και μέσα στην αγάπη του Θεού, ο οποίος μας κοιτάζει. Δεν χρειάζονται άλλες αναλύσεις γι’ αυτό το πράγμα. Μας κοιτάζει, «θεασάμενος», και λέει ο Χριστός μόνο δύο λέξεις: «Τι ζητείτε;» Και αυτοί λένε: «Πού μένεις;» Τίποτε άλλο, αυτός είναι ο διάλογος. Τι ζητείτε; Ενεργοποιεί το είναι τους, την προσωπικότητά τους! Αυτό είναι το «τι ζητείτε». Και αυτοί αυτό που ζητούν δεν ξέρουν πώς να το πουν, δεν έχει κάτι, και λένε «πού μένεις;»· που σημαίνει: «πού μένεις; πώς ζεις;». Όχι «ποιος είναι ο τόπος σου;», «ποιος είναι ο τρόπος σου;», για να κάνεις τον τόπο τρόπο. «Πού μένεις;» Και πήγαν και είδαν πού μένει. Και τίποτα άλλο. Δεν λέει τι κατάλαβαν. Αλλά ακριβώς αυτό που έμεινε πάνω τους ήταν αυτός ο τρόπος, που ξεκινά από την προδρομική ανάλυση της λιτότητας, της ελευθερίας από τη χρησιμοποίηση των δυναμικών του κόσμου για να «καταξιωθούμε», της αλλαγής του κόσμου «εν μετανοία», το ότι είμαστε μέσα στη χάρη του Θεού και εκεί μένουμε, χωρίς να μπορούμε να το πούμε· και αυτό ζητούν. 
Και μένεις εκεί μέσα και γίνεται το γεγονός, όπως λένε οι Πατέρες, «ανέκφραστο» γεγονός. Αυτό το γεγονός, της μεταφοράς του Ανδρέου από τον Ιωάννη προς τον Χριστό ως πρωτόκλητου μαθητή, είναι τελικά ανέκφραστο γεγονός, ανέκφραστο μυστήριο, όπως είναι σε τελική ανάλυση ανέκφραστο μυστήριο, πολύ βαθύ και ανερμήνευτο σε παρακάτω πτυχές του, η δική μας στάση μπρος στον Χριστό. Είναι αυτό το «πού μένεις;» και πώς μένουμε εκεί κοντά Του. Και για να μπορούμε να το κάνουμε αυτό το πράγμα, να μείνουμε εν Αυτώ, πρέπει να αρχίσουμε να λειτουργούμε με τα ίδια δεδομένα: να αξιοποιήσουμε τη λιτότητα αυτή, τον μη συσχηματισμό με τις δυναμικές του κόσμου· να αξιοποιήσουμε τη βαθιά, εσωτερική, «εν μετανοία» αλλαγή που γίνεται με τα πράγματα του κόσμου. Δεν περιμένουμε να αλλάξουν τα γύρω. Αλλάζει κάτι βαθύ μέσα μου και δεν αξιοποιώ τις δυναμικές του κόσμου, που πάνε να αλλάξουν ψεύτικα τον κόσμο. Ταυτόχρονα ξέρω που βρίσκομαι μέσα στην χάρη του Θεού! Τινάζεταιστον αέρα η απελπισία, η αγωνία, το άγχος! Είσαι εκείνος που είσαι στη ματιά του Θεού, στη θέα του Θεού. Και εκείνο που μπορείς να ακούσεις από τον Θεό είναι: «Τι θέλεις;» Και λες: «Να μείνω. Πού μένεις;» Και μένεις! Και αυτό δεν εκφράζεται, δεν λέγεται. 
Είναι λοιπόν το μυστήριο της κλήσεως του Ανδρέα μεν, πρωτογενώς ως Πρωτοκλήτου, και της κλήσεως, όχι απλώς μιας πρωτογενούς κλήσεως δικής μας, αλλά μιας συνεχούς παραμονής - που απαιτεί μια καθημερινή «κλήση» στα πράγματα - κοντά στον Χριστό. Αναζητήστε λίγο στις ζωές σας, μπείτε στις ρίζες αυτές μέσα, και τότε αυτό που θα λειτουργήσει θα είναι μυστήριοανέκφραστο, και με λόγια δεν μεταδίδεται. Απλώς θα μένετε κοντά στον Χριστό. 

Φιλολογική επιμέλεια κειμένου
Ελένη Κονδύλη

 

Περισσότερες ομιλίες του πατρός Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα :  www.floga.gr  

 

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ - ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΤΟΜΟΣ Δ΄

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 

ΕΔΩ

Προτιμώμενο πρόγραμμα για την ανάγνωση των αρχείων 
που είναι σε μορφή djvu  είναι το sumatrapdfreader

ΜΗΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ

ΜΗΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ

ἔχων ἡμέρας τριάκοντα μίαν
Ἡ ἡμέρα ἔχει ὥρας 9 καὶ ἡ νὺξ ὥρας 15



Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ


ΠΗΓΗ:ΕΔΩ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ

Ο Ανδρέας, ο ένδοξος Απόστολος του Χριστού, ήταν γιος του Ιωνά και αδελφός του αγίου Αποστόλου Πέτρου [29 Ιουν.] και καταγόταν από την πόλη Βηθσαϊδά, στην ανατολική όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ. Αντίθετα με τον αδελφό του που ήταν έγγαμος, ο Ανδρέας προτίμησε να φυλάξει την παρθενία και διέμενε στο σπίτι του Πέτρου. Τα δύο αδέλφια ασκούσαν το επάγγελμα του ψαρά και τηρούσαν με ευλάβεια όλες τις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου. Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής και Πρόδρομος [7 Ιαν., 29 Αυγ.] διέτρεχε την Ιουδαία και τις περιοχές του Ιορδάνη ποταμού κηρύττοντας με ιερό σθένος τη μετάνοια προς τον λαό, ο Ανδρέας προσέτρεξε σε αυτόν, εγκατέλειψε ό,τι τον έδενε με τον κόσμο και έγινε μαθητής του. Μια μέρα, αφού είχε βαπτίσει τον Μεσσία Χριστό, ο Τίμιος Πρόδρομος συνομιλούσε με τον Ανδρέα και έναν άλλο του μαθητή και, δείχνοντας τον Σωτήρα Χριστό που περνούσε από εκεί κοντά, τους είπε: «Να, ο Αμνός του Θεού!» (Ιωάν. 1, 35). Ακούγοντας τα λόγια αυτά του διδασκάλου τους που τους έδειχνε Εκείνον, του Οποίου Πρόδρομος και Βαπτιστής είχε ορισθεί υπό του Θεού, οι δύο μαθητές Τον ακολούθησαν για να μάθουν περισσότερα για το πρόσωπό Του. Ο Χριστός στράφηκε προς αυτούς και τους ρώτησε: «Τι ζητάτε;». Εκείνοι απάντησαν με σεβασμό: «Ραββί, πού μένεις;». «Ελάτε και δείτε!», τους είπε ο Κύριος. Πήγαν λοιπόν μαζί Του στο σπίτι όπου έμενε ως ξένος και όλη την ημέρα του έκαναν ερωτήσεις. Δεν καταλάβαιναν ακόμη ότι Αυτός ήταν ο Σωτήρ και Υιός του Θεού, μήτε και επιθυμούσαν να γίνουν μαθητές Του, ένιωθαν όμως μια ανείπωτη έλξη προς Αυτόν.

Από τη συζήτηση αυτή, ο Ανδρέας πείσθηκε ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας που ανέμενε ο λαός Του αιώνες τώρα, ο Λυτρωτής του κόσμου. Μη μπορώντας να συγκρατήσει την άφραστη χαρά του, έτρεξε προς τον αδελφό του τον Σίμωνα και του είπε: «Βρήκαμε τον Μεσσία!» (Ιωάν. 1, 41) και τον οδήγησε προς τον Ιησού Χριστό. Ο Ανδρέας, κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη τον Θεολόγο, ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε τον Χριστό και για τον λόγο αυτό έλαβε την ονομασία «Πρωτόκλητος». Κατά τον άγιο Ευαγγελιστή Μάρκο (1, 14) όπως επίσης και κατά τον Ευαγγελιστή άγιο Ματθαίο (4, 12), η κλήση αυτή των πρώτων Αποστόλων έλαβε χώρα λίγο μετά τη συνάντηση με τον Τίμιο Πρόδρομο· όταν εκείνος είχε συλληφθεί, οι μαθητές του είχαν επιστρέψει πίσω στις εργασίες τους και συνάντησαν τον Χριστό να διδάσκει στις όχθες της λίμνης Γεννησαρέτ.

Ο Ανδρέας εν συνεχεία ακολούθησε τον Κύριο όπου κι αν πήγαινε, σε πόλεις και χωριά, σε όρη και ερήμους, για να αρδεύεται από την πηγή των ζώντων υδάτων των λόγων Του. Ήταν παρών στον θαυμαστό πολλαπλασιασμό των άρτων (Ιωάν. 6) και μεσολάβησε στον Κύριο για να θρέψει με επίγεια τροφή τους πέντε χιλιάδες ανθρώπους. Ο Ανδρέας έτρεφε στενή φιλία με τον άγιο Φίλιππο που καταγόταν κι αυτός από τη Βηθσαϊδά. Όταν ορισμένοι Έλληνες ζήτησαν επίμονα από τον Φίλιππο να δουν τον Χριστό, ο Φίλιππος πήγε να το αναφέρει στον Ανδρέα που είχε μεγαλύτερη οικειότητα με τον Διδάσκαλο (Ιωάν. 12, 20). Μετά τους τρεις Αποστόλους, Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη -μάρτυρες των υψηλότερων αποκαλύψεων της θεότητας του Κυρίου-, ερχόταν λοιπόν στη σειρά ο Ανδρέας, χαίροντας, όχι τόσο μιας αυθεντίας επί των υπολοίπων μαθητών, όσο κάποιας προτεραιότητας έναντι των άλλων.

Έγινε μάρτυς των συνταρακτικών συμβάντων που ακολούθησαν το σωτήριο Πάθος του Κυρίου και παρευρέθηκε μαζί με άλλους στις εμφανίσεις Του μετά την Ανάσταση. Κατά την Πεντηκοστή έλαβε το πλήρωμα της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος και του έπεσε ο κλήρος να ευαγγελίσει τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, τη Βιθυνία, τη Θράκη και την Ελλάδα (Μακεδονία, Θεσσαλία και Αχαΐα). Πιστός στις προτροπές του Κυρίου, δεν πήρε μαζί του «μήτε χρυσό, μήτε αργύριο, μήτε χάλκινο νόμισμα, μήτε σακί για τον δρόμο, μήτε ραβδί» (Ματθ. 10, 10) και πορεύθηκε για να κηρύξει το Ευαγγέλιο της Σωτηρίας. Είναι αδύνατον να αναφέρει κανείς πόσες θλίψεις και πόσους κινδύνους αντιμετώπισε: στερήσεις κάθε είδους, ασθένειες, κινδύνους από ληστές, κακομεταχείριση από Εβραίους και ειδωλολάτρες. Όπου κι αν πήγαινε όμως, τον συνόδευε το Άγιο Πνεύμα, μιλούσε διά του στόματός του, ενεργούσε θαύματα και θεραπείες, του χάριζε την υπομονή και τη χαρά στις δοκιμασίες. Και ήταν ακριβώς η δύναμη αυτή του Θεού, η οποία κατοικούσε μέσα του, που τραβούσε τα πλήθη στην Πίστη. Παντού όπου πήγαινε, αφού φώτιζε με το κήρυγμα τον νου των ανθρώπων, αναγεννούσε τις ψυχές με το λουτρό του αγίου Βαπτίσματος, χειροτονούσε πρεσβυτέρους και επισκόπους επικεφαλής τους, έκτιζε ναούς και οργάνωνε εκεί τη λατρεία του Θεού.

Μετέβη κατ’ αρχήν στην Αμισό, στις ακτές της Μαύρης Θαλάσσης, και μετέστρεψε εκεί πλήθος Εβραίων, θεράπευσε δε με τη δύναμη του Θεού όσους υπέφεραν από διάφορες αρρώστιες. Εν συνεχεία, αφού συνέχισε την αποστολή του στην Τραπεζούντα και στη Λαζική, επέστρεψε για το Πάσχα στην Ιερουσαλήμ. Από εκεί, αναχώρησε με τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο για την Έφεσο και ευαγγέλισε για κάποιο χρονικό διάστημα τις δυτικές περιοχές της Μικράς Ασίας. Αναβαίνοντας ξανά προς την Προποντίδα και κηρύττοντας στις Νίκαια, Νικομήδεια, Χαλκηδόνα, Ηράκλεια του Πόντου, Άμαστρι, αναγκάσθηκε να αντιμετωπίσει επανειλημμένως φανατικούς οπαδούς της ειδωλολατρίας και σοφιστές με απατηλά λογικά επιχειρήματα, αλλά αποστόμωνε και τους μεν και τους δε με τη σοφία και τα θαύματά του. Φθάνοντας στη Σινώπη, ελευθέρωσε με την προσευχή του τον Απόστολο Ματθία από τις αλυσίδες του, αλλά συνελήφθη κι αυτός με τη σειρά του από μαινόμενους ειδωλολάτρες και υποβλήθηκε σε πολλά βασανιστήρια: τον έριξαν καταγής, τον κτυπούσαν όλοι μαζί, του έκοψαν μάλιστα και ένα δάχτυλο με τα δόντια. Σε όλες αυτές τις δοκιμασίες ο άγιος Ανδρέας δεν προσπάθησε μήτε να φύγει, μήτε να αντισταθεί, αλλά τα υπέμεινε όλα μιμούμενος τον Διδάσκαλό του, τον Αμνό του Θεού, ο Οποίος ήλθε στη γη για να υποφέρει και να άρει τις αμαρτίες του κόσμου. Στο θέαμα της σταθερότητάς του, της μακροθυμίας του απέναντι στους δημίους του και βλέποντας το πλήθος των θαυμάτων του, οι κάτοικοι της Σινώπης μετανόησαν, του ζήτησαν συγχώρηση και έλαβαν το άγιο Βάπτισμα.

Αφού εγκατέστησε επίσκοπο και πρεσβυτέρους στη Σινώπη, ο Απόστολος αναχώρησε για τις πόλεις του Πόντου, τις οποίες είχε ήδη ευαγγελίσει, για να στερεώσει την πίστη και το φρόνημά τους. Συνέχισε το κήρυγμά του και αντέκρουσε τους φιλοσόφους ειδωλολάτρες στη Νεοκαισάρεια και τα Σαμόσατα, κατόπιν δε, πήγε ξανά στην Ιερουσαλήμ για τη Σύνοδο των Αποστόλων που συνεκλήθη για το θέμα του τρόπου εισδοχής των πρώην ειδωλολατρών στην Εκκλησία (Πράξ. 15, 6).

Μετά την εορτή του Πάσχα, συνόδευσε για κάποιο διάστημα τον Ματθία και τον Θαδδαίο προς τις εσχατιές της Μεσοποταμίας και ξεκίνησε να κηρύξει το Ευαγγέλιο στις βαρβαρικές περιοχές ανατολικά της Μαύρης Θαλάσσης, νοτίως της σημερινής Ρωσίας (Κριμαία και Ουκρανία). Κατόπιν, κατέβηκε πάλι προς τη Θράκη και φώτισε με το κήρυγμά του τις καρδιές των κατοίκων της μικρής, τότε, πόλεως του Βυζαντίου. Έκτισε εκεί έναν ναό αφιερωμένο στην Κυρία Θεοτόκο και άφησε ως επίσκοπο τον άγιο Στάχυ [31 Οκτ.], έναν από τους Εβδομήκοντα μαθητές. Συνέχισε την ακάματη περιοδεία του σε Θράκη, Μακεδονία και Θεσσαλία και έφθασε μέχρι την Πάτρα, την Πελοπόννησο.

Στην Πάτρα, ο άγιος Απόστολος μετέτρεψε την ίδια τη σύζυγο του Ρωμαίου ανθύπατου, τη Μαξιμίλα, θεραπεύοντάς την από ανίατη ασθένεια. Επιδαψίλευσε τις αγαθοεργίες του και στους άλλους κατοίκους και συγκρότησε γρήγορα μια κοινότητα μαθητών του Χριστού. Κατά την απουσία του ανθύπατου Αιγεάτη, μετέτρεψε επίσης και τον αδελφό και αντικαταστάτη του, Στρατοκλή. Ο Αιγεάτης επέστρεψε εξοργισμένος με την πρόοδο του χριστιανισμού που είχε φθάσει μέσα στο ίδιο του το σπίτι και διέταξε να συλληφθεί ο Απόστολος. Από τη φυλακή του ο Ανδρέας, συνέχισε το κήρυγμά του και χειροτόνησε τον Στρατοκλή επίσκοπο Πατρών. Λίγες ημέρες αργότερα εξεδόθη η καταδικαστική απόφαση δίχως δίκη, και ο άγιος σταυρώθηκε ανάποδα δεμένος με σχοινιά σ’ έναν σταυρό, ώστε να παρατείνεται το μαρτύριό του. Ας σημειωθεί ότι σε μερικές παραλλαγές του μαρτυρίου του, πιθανόν υπό την επίδραση του μαρτυρίου του Αποστόλου Πέτρου, αναφέρεται ότι ο άγιος Ανδρέας σταυρώθηκε χιαστί. Με πόση χαρά όμως δέχθηκε να μιμηθεί τον Χριστό, ακόμη και στον τρόπο θανάτου υπέρ Αυτού! Αφού συγκράτησε τους φίλους του που ήθελαν να τον σώσουν, ο Απόστολος Ανδρέας ευλόγησε για τελευταία φορά τους πιστούς και παρέδωσε το πνεύμα. Σύντομα ο ανθύπατος υπέστη βίαιο θάνατο ως τιμωρία για την ανομία του, ενώ ο νέος επίσκοπος Στρατοκλής, αφού μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς, ανήγειρε καθεδρικό ναό στον τόπο όπου μαρτύρησε ο σεπτός Απόστολος.

Πολλά χρόνια μετά, στις 3 Μαρτίου του 357, τα τίμια λείψανα του αγίου μετέφερε από την Πάτρα στην Κωνσταντινούπολη ο άγιος Αρτέμιος [20 Οκτ.], με διαταγή του Κωνσταντίου, γιου του αγίου Κωνσταντίνου. Εναποτέθηκαν μαζί με εκείνα του αγίου Λουκά [18 Οκτ.] και του αγίου Τιμοθέου [22 Ιαν.] στη νεόκτιστη τότε εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Πέντε αιώνες αργότερα, επέστρεψαν στην Πάτρα, σταλμένα από τον Βασίλειο Α΄ τον Μακεδόνα (867-886). Εν συνεχεία, μπροστά στην απειλή της τουρκικής εισβολής στην Πελοπόνησσο, προσφέρθηκαν στον πάπα της Ρώμης Πίο Β΄ (1458-1464) από τον δεσπότη του Μωρέως Θωμά Παλαιολόγο (1409-1465), το 1460. Η κάρα του αγίου επέστρεψε, τέλος, στις 26 Σεπτεμβρίου 1964, προς χαρά και παρηγορία όλων των πιστών ορθοδόξων.

Σύμφωνα με μια σλαβική παράδοση, ο άγιος Ανδρέας φέρεται να έφθασε μέχρι τη Ρωσία, γεγονός που θα προσέφερε στη ρωσική Εκκλησία μια εξίσου μακρινή, αποστολική καταβολή με εκείνη του Βυζαντίου. Όπως και να έχει, αυτή όντως ανήκει στον κλάδο που προέρχεται από τον άγιο Ανδρέα, αφού μετά τη μεταστροφή της, υπαγόταν για πολλούς αιώνες στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως.

Στη δυτική παράδοση, ο άγιος τιμάται ιδιαιτέρως ως προστάτης της Σκωτίας. Κατά τον μεσαίωνα υπήρχαν εκεί περισσότερες από 800 εκκλησίες αφιερωμένες στον Πρωτόκλητο. 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 3ος (Νοέμβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2025

Ψίθυροι Καρδιάς - Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς

 


Ένα ντοκιμαντέρ γεμάτο μαρτυρίες για την χαρισματική Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς (1921-1995) που αποτέλεσε την Μητέρα που αναγέννησε τον γυναικείο μοναχισμό στην Ελλάδα, υπό την πνευματική καθοδήγηση του Αγίου Ιωσήφ του Ησυχαστή, του Αγίου Εφραίμ Κατουνακιώτη, του Αγίου Ιακώβου του εν Ευβοία, και βέβαια του Μακαριστού Γέροντα Εφραίμ του Φιλοθεϊτη (Αριζονίτη). Στην συνείδηση του Ορθόδοξου λαού η Γερόντισσα Μακρίνα είναι ήδη αγία. 
Μια παραγωγή της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Πρόδρομου, Goldendale, WA, USA

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2025

Ο όσιος Θεοδόσιος Τιρνόβου


 

Ο όσιος Θεοδόσιος Τιρνόβου 
27 Νοεμβρίου 

Ο όσιος Θεοδόσιος γεννήθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα στην περιοχή του Τιρνόβου και έγινε μοναχός από νεαρή ηλικία σε μονή του Αρτσάρ (κοντά στο Βιδίνιο), όπου διακρίθηκε για την ταπεινοφροσύνη του. Μετά τον θάνατο του πνευματικού του πατέρα, πέρασε από πολλά μοναστήρια αναζητώντας έναν καινούργιο εν Χριστώ πατέρα και τόπο πρόσφορο για ησυχία και προσευχή. 
Ευρισκόμενος σε μια ομάδα μοναχών που έμεναν στο δάσος κοντά στο Σλίβεν, άκουσε να γίνεται λόγος για την πρόσφατη άφιξη στην Παρορία, στα σύνορα Βουλγαρίας και βυζαντινής αυτοκρατορίας, του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου [6 Απρ.] και των μαθητών του που είχαν έρθει από το Άγιον Όρος για να ξεφύγουν από τις επιδρομές Τούρκων πειρατών. Αμέσως έσπευσε να συναριθμηθεί μεταξύ αυτών και απεδείχθη υπόδειγμα υπακοής και ζηλωτής της νοεράς προσευχής. Εκεί συνδέθηκε με στενή πνευματική φιλία με τον όσιο Ρωμύλο [18 Σεπτ.]. 
Χάρη στην παρέμβασή του, η αδελφότητα μπόρεσε να επωφεληθεί της προστασίας του Βούλγαρου βασιλέα Ιωάννη Αλεξάνδρου (1331-1371), μεγάλου θαυμαστού των μοναχών και του βυζαντινού πολιτισμού, και να εφοδιασθεί με μέσα άμυνας κατά των συχνών επιθέσεων των Τούρκων. 
Όταν εκοιμήθη ο όσιος Γρηγόριος, στα 1346, οι αδελφοί θέλησαν να κάνουν ηγούμενό τους τον Θεοδόσιο, εκείνος όμως αρνήθηκε και αναχώρησε με τον Ρωμύλο για το Σλίβεν πρώτα, κατόπιν δε για το Άγιον Όρος. Εκεί όμως δεν μπόρεσαν να βρουν την ησυχία εξαιτίας των Τούρκων και συνέχισαν την περιοδεία τους προς τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια και εν συνεχεία την Κωνσταντινούπολη. Τέλος, ο Θεοδόσιος επέστρεψε στη γενέτειρά του και ίδρυσε ένα μοναστήρι στο όρος Κελιφάρεβο (ή Κεφαλάρεβο) –πλησίον του σημερινού Μπουργκάς στη Μαύρη Θάλασσα – χάρη στην πρόθυμη βοήθεια του βασιλέα. 
Στη μονή εφαρμόσθηκαν αυστηρά οι πνευματικές αρχές που δίδασκε ο Γρηγόριος ο Σιναΐτης και σύντομα βρέθηκαν εκεί συγκεντρωμένοι πενήντα περίπου μοναχοί, αφιερωμένοι εν ησυχία και ευταξία στη νοερά προσευχή, στην αντιγραφή χειρογράφων και στη μετάφραση στα σλαβονικά των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας. 
Χάρη στην ακτινοβολία της αγιότητας του Θεοδοσίου και στη θεολογική αυτή δραστηριότητα, το μοναστήρι αυτό έγινε το κέντρο απ’ όπου διαδόθηκε ο ησυχασμός σε όλη τη Βουλγαρία και ο φάρος της Ορθοδοξίας κατά των αιρέσεων (Βογόμιλοι και Ιουδαΐζοντες). Μαθητές συνέρρεαν εκεί για να φωτισθούν από τη διδαχή του οσίου Θεοδοσίου από όλα τα μέρη: τη Σερβία, την Ουγγαρία, τη Βλαχία. 
Οι επιδρομές ωστόσο των Τούρκων που συνεχίζονταν, ανάγκασαν τον όσιο να αποσυρθεί σε μια σπηλιά για να βρει την ησυχία, την απαραίτητη για την προσευχή. Τρία χρόνια αργότερα αρρώστησε, βρήκε εντούτοις τις δυνάμεις να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να συζητήσει με τον συμμαθητή και βιογράφο του, τον πατριάρχη άγιο Κάλλιστο Α’ [20 Ιουν.], εκκλησιαστικά προβλήματα που απειλούσαν την εποχή εκείνη τις σχέσεις της βουλγαρικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Εκοιμήθη στη Μονή του Αγίου Μάμαντος, στις 27 Νοεμβρίου 1363, και ετάφη με μεγάλες τιμές. 
Ο όσιος Θεοδόσιος ήταν αυτός που διέδωσε στη Βουλγαρία την πνευματική διδασκαλία, την οποία είχε εισαγάγει στο Άγιον Όρος ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Μέχρι τα τέλη του αιώνα, ο οποίος υπήρξε η χρυσή εποχή της βουλγαρικής Εκκλησίας, οι πιο διακεκριμένες μορφές της εκκλησιαστικής ζωής ήταν μαθητές του, ιδιαίτερα δε ο άγιος Ευθύμιος, πατριάρχης Τιρνόβου [20 Ιαν.], και ο άγιος Κυπριανός, μητροπολίτης Κιέβου [16 Σεπτ.]. 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 3ος, Νοέμβριος
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις