Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025

Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΝΟΕΡΑΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ



Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΝΟΕΡΑΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ 

 

ΣΤΗΝ ἔρημο ὅταν ἤμεθα ἡ ἀγρυπνία μας ἄρχιζε μὲ τὴ δύση τοῦ ἡλίου. Καὶ παρατείνονταν μέχρι τῶν ὀρθρινῶν ὡρῶν. 
Ὁ μακαριστός Γεροντάς μου Ἰωσήφ, διδάσκοντάς μας τὰ καθήκοντα τῆς μοναχικῆς πολιτείας ἐπέμενε πολὺ στὴν πρακτική μέθοδο τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Καθὼς ἡ δική του ζωὴ ἦταν μια συνεχής βία στὸ θέμα τῆς προσευχῆς, ἔτσι ἐπέμενε καὶ ἡμεῖς νὰ βιάζωμε ὅσο ἡμποροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας γιὰ νὰ στερεώσωμε βαθειὰ στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιά μας τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ποὺ εἶναι ὁ ἀκρογωνιαίος λίθος τῆς ὅλης πνευματικῆς οἰκοδομῆς. 
Μετὰ τὸν ὕπνο, μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ξεκούραστος, καθαρός. Εἶναι ὅ,τι πρέπει γιὰ νὰ τοῦ δώσωμε ὡσὰν πρώτη πνευματική ὕλη τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. 
Τοῦτο ὅμως γνωρίζοντάς το ὁ Διάβολος σπεύδει καὶ αὐτὸς ἀπὸ τῆς ἐξυπνήσεως νὰ σπείρη ἀστραπιαίως τὰ ζιζάνια τῶν πονηρῶν λογισμῶν του, οὕτως ὥστε μὲ αὐτὰ νὰ ἀρχίσῃ νὰ ἀλέθῃ ὁ μύλος τῆς μνήμης καὶ νὰ ἀκούεται τὸ γύρισμά του ὡσὰν ἦχος ἰδικῆς του προσευχῆς. 
Οἱ μυλωνάδες στὴ γλῶσσα τους, ἐκεῖνο τὸ μέρος ὅπου βάζουν τὸ σιτάρι, τὸ κριθάρι, τὸ καλαμπόκι ἢ ὅ,τι ἄλλο εἶναι γιὰ ἄλεσμα, τὸ λέγουν «πόθο». Ἐπάνω ἀνοιχτὸς καὶ φαρδὺς ὁ πόθος καταλήγει κάτω τόσο στενὸς ποὺ ἀφήνει λίγα μόνο σπυριὰ νὰ πέφτουν ρυθμικά στις μυλόπετρες. 
Λοιπόν, ὅ,τι μπὴ στὸν πόθο θὰ περάση τὶς μυλόπετρες, θὰ ἀλεσθῆ, ᾿Αλλὰ ὅ,τι στην καρδιά, ποὺ ἔχει ὅλους τοὺς ἀνθρώπινους πόθους δὲν εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἀνεβῆ καὶ νὰ περάση ἀπ᾿ τὶς μυλόπετρες τοῦ νοῦ. Ἐκ τῆς καρδίας εἶπεν ὁ Κύριος ὅτι ἐξέρχονται οἱ πονηροί λογισμοί. Καὶ ἀνεβαίνουν καὶ περνοῦν ἕνας - ἕνας καὶ ἀλέθονται. Ὅσο πιὸ ἀκάθαρτη καὶ γήϊνη ἡ καρδία, τόσο πιὸ αἰσχροὶ καὶ χαμερπεῖς οἱ λογισμοί. 
Λοιπὸν γιὰ νὰ μὴν ἀνεβῇ ὅλη ἡ θολούρα τῶν λογισμῶν στὸν νοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ καθαρισθῇ ἡ καρδία καθὼς τὸ ἐπιθυμεῖ ὁ Πλαστουργός της, κατεβάζομε διὰ τῆς νοερᾶς προσευχῆς τὸν νοῦν μας εἰς τὸν καρδιακὸν οὐρανὸν καὶ μετατρέπομε τὸν χῶρο τῆς ἐμπαθείας καὶ τῆς ἐμμέσου λατρείας τοῦ Σατανᾶ σὲ ναὸν τοῦ Θεοῦ ἅγιον, σὲ κατοικητήριον τῆς ῾Αγίας Τριάδος. 
Μὲ τὰ λόγια αὐτὸ τὸ σχῆμα ποὺ διαγράψαμε εἶναι ἁπλό, ἀλλὰ στὴν ἐφαρμογήν του ἀπαιτεῖ ὅλες τὶς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀμέριστον συνέργειαν τῆς θείας χάριτος. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς πάντοτε προσφέρεται καὶ μάλιστα παρακαλῶντας «Δός μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν», ἀπαραίτητον εἶναι νὰ προσφέρωμε καὶ ἡμεῖς τὸν ἑαυτόν μας διλόκληρον καὶ πειθήνιον εἰς τοὺς ἀσκητικοὺς κανόνας τῶν Νηπτικῶν Πατέρων μας. 
Λοιπὸν προσοχή στοὺς πρώτους λογισμοὺς μετὰ τὸν ὕπνο. Όνειρα, φαντασίες, καλὰ - ἄσχημα, ὅ,τι μᾶς κληροδότησε ὁ ὕπνος τὰ σβήνουμε ἀμέσως. Καὶ εὐθὺς ἀμέσως παίρνομε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ σὰν ἀναπνοὴ τῆς ψυχῆς μας. 
Ἐν τῷ μεταξὺ ἀφοῦ ρίξωμε λίγο νερό στὸ πρόσωπο γιὰ νὰ ξυπνήσωμε, καὶ ἀφοῦ πάρωμε ἕνα καφέ ἢ κάτι ἄλλο γιὰ τόνωσι · ἐφ᾿ ὅσον ἡ ἀγρυπνία μας ἀρχίζει πολύ πρὶν ἀπὸ τὰ μεσάνυκτα – λέγομε τὸ Τρισάγιο, ἀπαγγέλλομε τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως καὶ τὸ ῎Αξιόν ἐστιν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ καθήμεθα στὸν τόπο τῆς προσευχῆς μας μὲ τὸ ὅπλον κατὰ τοῦ Διαβόλου στὸ χέρι – τὸ κομποσχοίνι. 
Κάθισες στὸ σκαμνάκι σου; Ἔλεγε ὁ Γέροντας. Μιὰ στιγμή! Μὴν ἀρχίσης νὰ προσεύχεσαι κατὰ τὸν ἐνδιάτακτον τρόπον, πρὶν συγκεντρώσης τὴν διάνοιά σου, καὶ πρὶν ἀδολεσχήσης ὀλίγον μὲ τὸν θάνατον καὶ τὰ ἐπακόλουθα. 
Συλλογίσου ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ τελευταία νύχτα τῆς ζωῆς σου. Γιὰ ὅλες τὶς ἄλλες ἡμέρες καὶ νύχτες εἶσαι σίγουρος ὅτι πέρασαν καὶ διαδοχικὰ σὲ παρέπεμψαν μέχρις σ' αὐτὸ τὸ χρονικὸ ὅριο τοῦ βίου σου, Γιὰ τούτη ὅμως τὴ νύχτα ποὺ ἔχεις μπροστὰ δὲν εἶσαι σίγουρος ἂν θὰ σὲ παραδώση στὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἔρθη ἢ στὸν θάνατο ποὺ ἔρχεται. Πόσοι θὰ ἀποθάνουν αὐτὴ τὴ νύχτα! Πῶς τὸ ξέρεις ὅτι δὲν θὰ εἶσαι ἀνάμεσα σ' αὐτούς; 
Συλλογίσου λοιπὸν πώς, φεύγοντας σὲ λίγο, θὰ ἔρθουν νὰ διεκδικήσουν τὴν ψυχή σου οἱ ῎Αγγελοι ἢ οἱ Δαίμονες κατὰ τὰ πεπραγμένα σου. Πικροί κατήγοροι οἱ Δαίμονες τὴν ὥρα τοῦ θανάτου παρουσιάζουν στη μνήμη ὅλα τὰ ἔργα ὅλης τῆς ζωῆς καὶ ὠθοῦν στὴν ἀπόγνωση. Οἱ ῎Αγγελοι ἀντιπροβάλλουν τὰ κατὰ Θεὸν εἶργασμένα. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πρόχειρο πρωτοδικείο προσδιορίζεται ἡ πορεία τῆς ψυχῆς. Ἔπειτα τὰ ἐναέρια τελώνια. Ἔπειτα τὸ φοβερὸν βῆμα τοῦ Κριτοῦ. Καὶ ἔπειτα ἡ ἀπόφασις. 
Καὶ ἐὰν τὸ ἀποτέλεσμα ὅλης αὐτῆς τῆς διαδικασίας θὰ εἶναι κόλασις, τότε τι θὰ κάμης, ψυχὴ ταλαίπωρη; Τι θὰ ἔδινες τὴν ὥρα ἐκείνη γιὰ νὰ λυτρωθῆς; Ἐλθὲ εἰς ἑαυτὸν καθὼς ὁ ἄσωτος ἐκεῖνος υἱὸς καὶ μετανόησε καὶ ζήτησε τὸ ἔλεος τοῦ πολυελέου Θεοῦ. Ὅ,τι θὰ ἤθελες τότε νὰ κάμης, κάμε το τώρα. Ἥμαρτες; μετανόησον. Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος. 
Ἐὰν μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις, χωρὶς εἰκόνες καὶ φαντασίες, ἀδολεσχήση ἔστω καὶ γιὰ λίγη ώρα ὁ ἄνθρωπος κατανύσσεται, Μαλακώνει ἡ καρδία του σὰν τὸ κερί, καὶ ἡ διάνοιά του παύει νὰ μετεωρίζεται. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἔχει αὐτὸ τὸ προνόμιο, νὰ νικᾶ ὅλα τὰ ἀπατηλὰ τῆς ζωῆς, καὶ νὰ γεννᾶ στὴν καρδιὰ τὸ κατὰ Θεὸν πένθος. Μέσα σ' αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς κατανύξεως μπορεῖς νὰ ἀρχίσης τὴν μονολόγιστη, ἀδιάλειπτη, νοερά προσευχή σου. 
Καθώς εἶναι συναγμένη ἡ διάνοιά σου, καθὼς εἶναι συντετριμμένο καὶ τεταπεινωμένο τὸ πνεῦμα σου, κλίνε ἐλαφρὰ τὴν κεφαλή σου καὶ στρέψε τὴν προσοχὴ πρὸς τὸ μέρος τῆς καρδιᾶς. Εἶναι καὶ αὐτὴ συντετριμμένη καὶ τεταπεινωμένη καὶ περιμένει τὸν νοῦν νὰ κατεβῆ διὰ νὰ προσφέρουν ἱκεσία στὸν πολυεύσπλαγχνο μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι δὲν θὰ τὴν ἐξουδενώσῃ. 
᾿Απὸ τὴν εἰσπνοὴ τῶν μυκτήρων ἀρχίζει ἡ διαδικασία τῆς ἀναπνοῆς τοῦ σώματος. Ἐκεῖ σύναψε διὰ τῆς προσευχῆς καὶ τὴν ἀναπνοὴν τῆς ψυχῆς σου. Εἰσπνέοντας λέγε μια φορὰ τὴν προσευχὴ παρακολουθώντας την μέχρι τὴν καρδιὰ καὶ ἐκπνέοντας ἐπαναλάμβανε την ἄλλη μια φορά. Ἐκεῖ ποὺ σταματᾶ ἡ εἰσπνοὴ στὸ χῶρο τῆς καρδιᾶς ἐκεῖ στερέωσε καὶ τὸν νοῦν σου καὶ ἀμετεωρίστως παρακολούθει διὰ τῆς εἰσπνοῆς καὶ ἐκπνοῆς συνεισπνεομένην καὶ συνεκπνεομένην τὴν προσευχήν: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με! 
Επιστράτευσε ὅσην ἀγαπητικὴν διάθεσιν ἔχεις καὶ ἀφαντάστως καὶ ἀνεικονίστως μνημόνευε διὰ τοῦ ἐνδιαθέτου λόγου τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. ᾿Απομάκρυνε κάθε σκέψη. Ἀκόμα καὶ τὴν πιὸ ὄμορφη καὶ τὴν πιὸ ἁγνὴ καὶ τὴν πιὸ σωτήρια. Εἶναι τοῦ πονηροῦ, ἐκ δεξιῶν γιὰ νὰ σταματήση τὴν προσευχή. 
Καταφρόνησε ὅλους τοὺς πονηρούς λογισμούς, ὅσο αἰσχροὶ καὶ βέβηλοι καὶ βλάσφημοι καὶ ἂν εἶναι. Δὲν εἶναι ἰδικοί σου, μὴ σὲ νοιάζει, δὲν εὐθύνεσαι· βλέπει ὁ Θεὸς πόθεν προέρχονται. Μόνον ἐσὺ μὴ δελεασθῆς, μὴ φοβηθῆς, μὴ συναρπασθῆς, μὴ συνδυάσης μαζί τους. 
Καὶ ἂν πρὸς ὀλίγον μετεωρισθῆς, εὐθὺς μόλις ἀντιληφθῆς τὴν φυγὴν ἀπὸ τὸν τόπον καὶ τὸν τρόπον τῆς προσευχῆς σου ἐπίστρεψε. Καὶ, ἐὰν πάλιν συναρπασθῆς, πάλιν ἐπίστρεψε. Καί, ἐάν, ὅσες φορές μετεωρισθῆς, τόσες καὶ ἐπιστρέψης, ὁ Θεὸς θὰ ἰδῇ τὸν κόπον σου καὶ τὴν προθυμία σου καὶ διὰ τῆς χάριτός Του ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον θὰ στερεώση τὴν διάνοιάν σου. 
Επειδή, συνήθεια ἔχει ὁ νοῦς νὰ τρέχῃ, ἀλλὰ καὶ νὰ παραμένη ἐκεῖ ὅπου πονᾶμε, συγκράτησε ὀλίγον τὴν ἀναπνοήν σου. Μὴ ἐκπνέης ἀμέσως. Τοῦτο θὰ προξενήση ἕνα μικρὸ ἀβλαβὲς ἄλγος στὴν καρδιά, ἐκεῖ ὅπου θέλουμε να στερεώσωμε τὸν νοῦν μας. Αὐτὸς ὁ μικρὸς πόνος θὰ συντείνη τὰ μέγιστα ὡσὰν μαγνήτης γιὰ νὰ τραβᾶ καὶ νὰ κρατᾶ ἐκεῖ τὴν διάνοια, σὰν θεραπαινίδα τρόπον τινὰ γιὰ νὰ τὸν θεραπεύση. 
Καὶ ὄντως τὸ γλυκὺ ὄνομα τοῦ Κυρίου, τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα ἐπικαλούμενον μετὰ πόνου καὶ συντριβῆς κάμνει ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον, χρόνῳ – σὺν τῷ χρόνῳ, τὴν ἀλλοίωσιν τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου, εἰς τὸν χῶρον ὅπου προλαβόντως εἶχε σκηνώσει ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἀνακύκληση τῆς προσευχῆς στὸ χῶρο τῆς καρδιᾶς διευρύνει τόσο τὰ ὅριά της, ὥστε νὰ γίνεται ἄλλος οὐρανὸς καρδιακός, ἱκανὸς νὰ χωρέση τὸν ᾿Αχώρητον. 
Πόλεμος, ἀγῶνας κραταιὸς θὰ γίνη γιὰ τὸν θρόνο τῆς καρδιᾶς. Διάβολος κατ' ἀρχὴν θὰ ἐνεργῆ διὰ τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀναθυμιάσεών των, δηλαδὴ τῶν ποικίλων ἀντιστρατευομένων εἰς τὴν προσευχὴν λογισμῶν. Καὶ ὅσον διὰ νηστείας, ἀγρυπνίας, προσευχῆς καὶ τῶν ἄλλων ἀσκητικῶν προσπαθειῶν θὰ χάνη ἔδαφος, τόσον καὶ θὰ ὠρύεται, καὶ τόσον θὰ ἐπιχειρῆ, κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, ὅλο καὶ δυναμικώτερα νὰ ἐκδηλώνη τὴν κακία του καὶ τὴν πανουργία του διὰ ποικίλων ἐπηρειῶν καὶ πειρασμῶν καὶ θλίψεων. Πλὴν τὰ ὅρια τῆς δικαιοδοσίας του θὰ τὰ διαγράφη πάντοτε ἡ στοργική πρόνοια τοῦ Οὐρανίου Πατρὸς ἀνάλογα μὲ τὴν δυνατότητα τῆς ἀντικρούσεως τῶν προσβολῶν. 
Πάντοτε πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμὸ χορηγεῖ κρυπτὴ χάρι στὸν ἀγωνιζόμενον ὁ ἀγωνοθέτης Χριστός, οὕτως ὥστε δι' αὐτῆς νὰ συντρίβεται ἡ μανία τοῦ ἐχθροῦ καὶ νὰ ἐπιστρέφη νικημένος καὶ κατησχυμένος. Πρέπει νὰ δώσωμε στὸν Κύριο τόση χαρὰ ὑπομένοντας τὶς θλίψεις, ὅση θλίψη τοῦ προξενήσαμε δελεαζόμενοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τότε ἐχαίρετο ὁ Διάβολος καὶ ἐλυπεῖτο ὁ Θεός, τώρα σειρὰ νὰ χαρῆ ὁ Θεὸς καὶ νὰ λυπηθῆ, νὰ διαρραγή ὁ Διάβολος. 
Β'. 
᾿Αλλὰ τὸ ἔργον τοῦτο οὐκ ἔστι μιᾶς ἡμέρας ἢ δύο, ἀλλὰ χρόνου πολλοῦ, καὶ καιροῦ, παρατηρεῖ ὁ θεῖος Χρυσόστομος, «πολλοῦ γὰρ ἀγῶνος καὶ χρόνου χρεία, ὅπως ἐκβληθῇ ὁ ἐχθρὸς καὶ ἐνοικήσῃ ὁ Χριστός... Σχολάσατε τοίνυν καὶ παραμείνατε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτερησῃ ἡμᾶς καὶ μηδέν έτερον ζητεῖτε ἢ μόνον ἔλεος παρὰ τοῦ Κυρίου τῆς δόξης ζητοῦντες δὲ ἔλεος ἐν ταπεινῇ καὶ ἐλεεινῇ καρδίᾳ ζητεῖτε καὶ βοᾶτε ἀπὸ πρωὶ ἕως ἑσπέρας, εἰ δυνατὸν καὶ ὅλην τὴν νύκτα, τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με καὶ βιάσασθε τὸν νοῦν ὑμῶν εἰς τὸ ἔργον τοῦτο ἕως θανάτου». 
Παρόμοιες συμβουλές δίδουν ὅλοι οἱ Πατέρες μας καθένας μὲ τὸν τρόπο του καὶ μὲ τὰ λόγια του, πάντως μὲ τὴν ἐμπειρία τοῦ πολέμου καὶ τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, τὸν ὁποῖον κυριολεκτικῶς ἐκνευρίζει καὶ τελείως ἀποδυναμώνει ἡ συνεχὴς ἀδιάλειπτος νοερά προσευχή. 
«Αδελφοί, τὸν Χριστὸν ἀεὶ ἀναπνέετε», παροτρύνει ὁ καθηγητής τῆς ἐρήμου Μέγας ᾿Αντώνιος. 
«᾿Αεὶ μνημόνευε τοῦ Θεοῦ, καὶ οὐρανὸς ἡ διάνοιά σου γίνεται», ἀποφαίνεται ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὁ Σοφός. 
Ὅσον ἐπιμένει ὁ εὐχόμενος, τόσον καθαρίζεται ἡ καρδιά, τόσον φωτίζεται ὁ νοῦς, τόσον ἀγαθύνεται ἡ διάθεσις, τόσον ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἁπλώνει τὴν χαρὰν καὶ τὴν παρουσίαν της μέσα στὸν κατ' εἰκόνα Θεοῦ ἄνθρωπον, χάριν τοῦ ὁποίου ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς ἐκάλυψε ὅλες τὶς διαστάσεις τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, διὰ τῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ πάθους καὶ τῆς ἑαυτοῦ ᾿Αναστάσεως. 
᾿Απὸ ἐδῶ προγεύεται τῶν ἀγαθῶν τῆς οὐρανίου Βασιλείας ἐκεῖνος ὅπου θὰ μαράνη τὴ γεύση του, θὰ συστείλη τὶς αἰσθήσεις του ἀπὸ ὅλα τὰ τερπνὰ τοῦ κόσμου, καὶ θὰ σταθῆ ἀνδρείως μέχρι τέλους ἔναντι τῶν ἐπηρειῶν τοῦ κοσμοκράτορος. 
Γαλήνη λογισμῶν, εἰρήνη καρδίας, γλυκύρροα δάκρυα, ἁρπαγή νοός, γνῶσις μυστηρίων, ἀγάπης ὑπερβολή, θεωρία Θεοῦ, τελείωσις «κατὰ τὸ ἐνδεχόμενον τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει». 
Ὅλα αὐτὰ μὲ ἕνα συστηματικόν, διαρκή, ἐπίμονον, ἀνυποχώρητον ἀγῶνα διὰ τῆς νοερᾶς προσευχῆς. 
᾿Αλλὰ προκειμένου νὰ εἰσακουσθῆ ἡ ἀδιάλειπτος αὐτὴ νοερὰ ἀδολεσχία ἀπαιτεῖται ἀπὸ μέρους τοῦ προσευχομένου καὶ ἡ παράλληλος βοηθητικὴ ἐκπλήρωσις τῶν μοναχικῶν καὶ χριστιανικῶν ἐν γένει ὅρων τῆς πνευματικῆς ζωῆς. 
Προκειμένου περὶ τοῦ ὑποτακτικοῦ Μοναχοῦ ἀπαρασάλευτος ἀπαιτεῖται ἡ ὑπακοή εἰς τὸν Γέροντα, τὸν ὁρατὸν τύπον τῆς ζωῆς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Προκειμένου δὲ περὶ ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ρύθμισις τῆς ζωῆς των κατὰ τὶς ὑποδείξεις τῶν πνευματικῶν των πατέρων καὶ ὑπακοὴ εἰς τοὺς Κανόνας τῆς Μιᾶς ῾Αγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διὰ νὰ μὴ πλανᾶται ἕκαστος κατὰ τὴν ἰδίαν ὁδὸν τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν θελημάτων του, καθὼς συνιστᾶ νὰ προσέχωμεν ἡ ᾿Αγία Γραφή. 
᾿Αναφέρεται εἰς τὸ Γεροντικὸν πολὺ ἁπλῆ καὶ πολὺ περιεκτικὴ ἡ γνώμη τοῦ ἀββᾶ Μίνωος: «Ἡ ὑπακοὴ ἀντὶ ὑπακοῆς ἐστιν εἴ τις ὑπακούει τῷ Θεῷ, ὁ Θεὸς ὑπακούει αὑτόν». Καὶ ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας διευκρινίζει ἐκτενέστερα: « Αδύνατον γὰρ ἐστι τὸν Θεὸν μὴ εἶσακοῦσαι τοῦ ἀνθρώπου, ἐὰν μὴ παρακούσῃ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι γὰρ μακρὰν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὰ θελήματα ἡμῶν οὐκ ἐᾷ αὐτὸν ἀκοῦσαι». 
Τὰ θελήματά μας δὲν ἀφήνουν νὰ εἶσακουσθῆ ἡ προσευχή μας. Ἐὰν προσεύχεσαι καὶ δὲν εἰσακούεσαι, πρόσεχε μήπως παρακούης. Ἐὰν προσεύχεσαι τὴν νύκτα καὶ δὲν προσέχης τὴ ζωή σου τὴν ἡμέρα εἶναι σὰν νὰ χτίζης καὶ νὰ χαλᾶς συγχρόνως. Ἐὰν ἀδιαφορῆς εἰς τὰ μικρά, θὰ παραχωρηθῆ ὁπωσδήποτε νὰ πέσης εἰς τὰ μεγάλα. Πρόσεχε σεαυτῷ. 
Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ στέλνη διαπαντὸς ὁ Θεὸς τὴν χάριν Του στὴν καρδιὰ ἐκείνη ποὺ δὲν θέτει φραγμὸ στις ἐπιθυμίες της, καὶ στὴ διάνοια ἐκείνη ποὺ δὲν λέει νὰ περιμαζευθῆ ἀπὸ τὴν ἄσκοπη περιπλάνησή της. Δίδει ὁ Θεὸς κατ' ἀρχὴν τὴν χάριν Του διὰ νὰ μᾶς βοηθήση, νὰ μᾶς διεγείρη, νὰ γλυκάνη τὰ αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς μας, νὰ μᾶς προσελκύση᾿ ἀλλ᾽ ἐὰν δὲν συγκοπιάσωμε καὶ ἡμεῖς ἡ χάρις θὰ συσταλῆ ἀνενέργητος. 
Ἐκ τοῦ τρώγειν ἔρχεται ἡ ὄρεξις καὶ ἐκ τοῦ προσεύχεσθαι γεννᾶται ἡ Προσευχή. Εἶσαι στὸ διακόνημά σου, στὴν ἐργασία του; Ἐνθυμοῦ τοὺς ἁγίους Πατέρας οἱ ὁποῖοι ἐργαζόμενοι ἔλεγον καθ' ἑαυτούς: Σῶμα ἔργασαι, ἵνα τραφῇς Ψυχή, νῆφε, ἵνα σωθῇς. 
Περισπᾶται ὁ νοῦς σου; Λέγε ψιθυριστά τὴν εὐχή. Καὶ μὴν ἀργολογῆς. Διότι βλάππεις ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου καὶ ἄλλον καὶ ἄλλους διὰ τῆς ἀργολογίας. 
Λέγει ὁ ᾿Αββᾶς Φιλήμων, ὅτι «Πολλοί τῶν ἁγίων Πατέρων ἐθεώρουν τοὺς ᾿Αγγέλους παραφυλάττοντας ἑαυτούς· διὸ καὶ τῇ σιωπῇ ἐφύλαττον ἑαυτούς, πρός τινα μὴ διαλεγόμενοι». 
᾿Αντὶ νὰ χάνης τὸν χρόνον σου, λέγε τὴν προσευχή. Καὶ ὅσον σοὶ ἔρχεται ἀκηδία καὶ ἀμέλεια τόσον νὰ φοβῆσαι περὶ τῆς ἀπειλῆς τὴν ὁποίαν ἀπηύθυνε ὁ Κύριος πρὸς τὸν δοῦλον τὸν πονηρὸν καὶ ὀκνηρόν. 
Ἐὰν ἀφήνης νὰ σὲ παραπέμπη διαδοχικῶς ἡ ἡμέρα πρὸς τὴν νύχτα καὶ ἡ νύχτα πρὸς τὴν ἡμέρα ἀμελῆ καὶ ἀμελέστερο, εἰς ὀλίγον διάστημα θὰ καταντήσης ἀμελέστατος. Μήπως διὰ τὴν ἀμέλειάν σου θὰ καυχηθῆς σύ, ὅταν οἱ ἄλλοι θὰ λαμβάνουν τοὺς στεφάνους διὰ τοὺς κόπους των; 
Κοπίασε ὀλίγον, ἀδελφὲ εἰς τὴν προσευχὴν καὶ εἰς τὴν νῆψιν καὶ θὰ ἴδῆς χαρὰν νὰ ἀναβρύη εἰς τὴν καρδίαν σου καὶ φῶς νὰ ἀνατέλλη εἰς τὸ τὸ στερέωμα τῆς διανοίας σου. Χαρὰν ὄχι ὡσὰν αὐτὴν ὅπου πρὶν τὴν χαρῆς χάνεται, ἀλλὰ γλυκεῖαν ὡσὰν τὸν γλυκασμὸν τῶν ᾿Αγγέλων, καὶ φῶς ἀνέσπερον τοῦ ἄλλου κόσμου, τὸ ὁποῖον ὁ Χριστός, τὸ φῶς τοῦ κόσμου, διὰ τῆς εὐχῆς ἐρχόμενος θὰ σοὶ δωρήση πρὶν ἀναχωρήσης τούτου τοῦ κόσμου. Μήπως δὲν ἔγιναν αὐτὰ εἰς τοὺς Πατέρας μας, ἢ μήπως δὲν ἡμποροῦν νὰ γίνουν καὶ εἰς ἡμᾶς, ἐὰν δὲν τὰ ἐμποδίση ἡ ὀλιγοπιστία μας καὶ ἡ ἀκηδία μας; 
Καὶ πάλιν ἔλεγε ὁ Γέροντάς μου: Κοπίασε ὀλίγον, διὰ νὰ κάμης χρεώστην τὸν Θεὸν καὶ νὰ σοῦ στείλη ἐν καιρῷ ὑπερεκπερισσοῦ ἀπὸ ὅσα ἐκοπίασες ἢ ἐζήτησες. 
᾿Αλλὰ μὴ λησμονῆς τὸν λόγον τοῦ ἁγίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, ὅτι «πρῶτον μὲν ὁ Διάβολος ἀγωνίζεται νὰ καταργήση τὴν ἀδιάλειπτον εὐχὴν τῆς καρδίας, καὶ ἔπειτα πείθει τὸν μοναχὸν νὰ καταφρονήση καὶ τοὺς ωρισμένους καιροὺς τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ κανόνος, ὁ ὁποῖος γίνεται διὰ προσκυνημάτων καὶ γονυκλισιῶν». 
Λοιπὸν μὴν ἀκοῦς τοὺς ψιθύρους τῆς ἀμελείας, καὶ ἐὰν θέλης νὰ σκεπάζη ὁ Θεὸς τὰ σφάλματά σου, σκέπαζε καὶ σὺ τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ ὑπόμεινέ τον ἐν ἡμέρᾳ πειρασμοῦ καὶ ὀδύνης του, 
Μὴ ἀντιλέγης καὶ μὴ κρύπτης τοὺς λογισμοὺς ἀπὸ τοῦ πνευματικοῦ πατρός σου, διότι ματαίως θὰ κοπιᾶς εἰς ὅλην σου τὴν ζωὴν καὶ ἀτελεσφόρητος θὰ παραμείνῃ ἡ προσευχή σου. 
Ἐὰν δὲν καθαρισθῆς διὰ καθαρᾶς ἐξομολογήσεως, πῶς θὰ προσέλθης νὰ κοινωνήσης τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων; Δὲν ἤκουσες ὅτι εἰς τοὺς ἀξίως μεταλαμβάνοντας γίνονται ζωή, καὶ εἰς τοὺς ἀναξίως θάνατος; Μὴ εἶπης, καθὼς οἱ ἄλλοι καὶ ἐγώ. Διότι αὐτὸ εἶναι λόγος ἀφροσύνης, καὶ ὁ Κριτὴς εἶναι ἀπαραλόγιστος. 
Κάθε λογισμὸς ὅπου φέρνει ἀπόγνωσιν καὶ λύπην πολλὴν εἶναι τοῦ Διαβόλου καὶ εὐθὺς νὰ τὸν ἀποβάλης, διότι θὰ σοῦ κόψη τὸ νῆμα τῆς προσευχῆς. Κάθε λογισμὸς ὅπου γεννᾶ μετρίαν λύπην εἰς τὴν ψυχὴν μεμιγμένην μετὰ χαρᾶς καὶ δακρύων εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ οὐδέποτε ἀπελπίζει τὸν ἄνθρωπον, τὸν ὁδηγεῖ μόνον πρὸς μετάνοιαν. 
Λοιπὸν ἐν καιρῷ εἰρήνης σου μὴ ἀμελῆς, ἀλλὰ προσεύχου, κάμνε διόρθωσιν, ἑτοιμάζου πρὸς πόλεμον. Δίδε θάρρος τοῦ ἑαυτοῦ σου. Μὴ φοβεῖσαι τοὺς πειρασμούς. Εἰς ὅλους συμβαίνουν ἀλλοιώσεις ἀλλὰ θέλει ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονὴν εἰς τὸν ἀγῶνα. Ὁ δίκαιος μυρίας φοράς τὴν ἡμέραν ἐὰν πέση, πάλιν ἐγείρεται καὶ νίκη λογίζεται. Τοῦτο σημαίνει ἡ εὐχή: Διαρκή μετάνοιαν, ἀκατάπαυστον ἐπίκλησιν τοῦ θείου ἐλέους. 
Τῷ δὲ διδόντι εὐχὴν τῷ εὐχομένω, Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν, δόξα καὶ εὐχαριστία εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν. 
ἡγ. Ε.Φ.

ΑΘΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ 

Αριθμός τεύχους 49-50 

Αύγουστος - Οκτώβριος 1977 

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

Μια λάθος σχέση με την χάρη του Αγίου Πνεύματος - π.Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος


ΚΥΡΙΑΚῌ ΔΕΚΑΤῌ
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
ιγ΄ 10- 17


Απομαγνητοφωνημένη ομιλία
του π. Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, στα πλαίσια της ερμηνείας που έγινε στο κήρυγμα της Κυριακής 29  Νοεμβρίου του 1998

Τὸ ηχητικό απόσπασμα από την ομιλία - σε mp3 εδώ 

Στην συνέχεια των θαυμάτων που περιγράφει η Αγία Γραφή, έχουμε δει πολλούς αρρώστους να γίνονται καλά. Στην περίπτωση αυτή εδώ της συγκύπτουσας υπάρχει μια ιδιομορφία πολύ συγκεκριμένη που ο Ευαγγελιστής Λουκάς την τονίζει, θα έλεγα και για να δώσει έμφαση, με έναν τρόπο διπλό. Και αν μελετήσεις το κείμενο, και δυσκολεύεσαι να το κατανοήσεις και μπορεί αρκετά να σκανδαλιστείς.

Ποια είναι τα δύο επικίνδυνα σημεία τα οποία τα τονίζει εδώ, εκτάκτως φαίνεται, ο Λουκάς; Πρώτον, ομιλεί για «πνεύμα» ασθενείας και μετά λέει για την άρρωστη ο Χριστός ότι την «έδεσε» ο Σατανάς δεκαοκτώ χρόνια. Είναι εμφανής η δυσκολία που βγαίνει: Λέει «πνεύμα» ασθενείας, και έτσι λέει ότι η αρρώστια δεν είναι απλώς μια κατάσταση μόνο σωματική σε αυτή την περίπτωση. Και, το πιο σκανδαλιστικό, ότι δεν ήταν απλώς μια αρρώστια, ήταν μια κατάσταση που την είχε «δεμένη» ο Σατανάς – το  λέει συγκεκριμένα – με  την αρρώστια. Και μπορεί κάποιος να βγάλει φυσικά άμεσα το λανθασμένο συμπέρασμα που η κάθε αρρώστια είναι ένας δαιμονισμός.

Να δούμε το κείμενο, γιατί πραγματικά μπαίνει το κείμενο διεισδυτικά  στη θεραπευτική αυτής της απορίας και αυτού του σκανδαλισμού μας. Προσέξτε πρώτα-πρώτα τη λέξη «πνεύμα» ασθενείας. Ξέρουμε όλοι ότι, αν δεν ήμασταν μακριά από τον Χριστό και ζούσαμε στην κατάσταση την προ-πτωτική, μες στην κατάσταση της χάρης του Αγίου Πνεύματος, θα παραμέναμε άφθοροι και θα συνεχίζαμε εν αθανασία τη ζωή μας. Αυτό το γεγονός [η πτώση] μπήκε μες στη ζωή μας που, σε μια πρώτη πρόσβαση, είναι μια λάθος σχέση με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ακόμη και αν κάποιος ερμήνευε και έλεγε «πνεύμα» ασθενείας είναι το πνεύμα του διαβόλου, και εκεί οι Πατέρες λένε: πώς βρήκε και είναι πνεύμα ο διάβολος; Απ’ τον Θεό πήρε  αυτή τη χάρη και είναι πνεύμα· και το χρησιμοποιεί αρρωστημένα. Άρα μπορούμε πρώτα-πρώτα να πούμε ότι το «πνεύμα» ασθενείας είναι μια λάθος σχέση με την χάρη του Αγίου Πνεύματος, και φυσικά σε κάθε πτώση και σε κάθε αμαρτία «παίζεται» αυτή η λάθος σχέση με τη χάρη του Αγίου  Πνεύματος. Κάτω από αυτή την έννοια, δηλαδή αρρωστημένη όντας η σχέση με την χάρη του Αγίου Πνεύματος, πολύ εύκολα μπορούμε να ζήσουμε την κατάρρευση του σώματός μας.

Τι είναι όμως εκείνο το πιο βαρύ; ότι ήτανε «δεμένη» δεκαοκτώ χρόνια από τον Σατανά, δηλαδή τι σημαίνει «την έδεσε» ο Σατανάς; Εδώ γίνεται λόγος πια συγκεκριμένος, ότι είχε συγκεκριμένες αμαρτίες αυτή η γυναίκα, όπου δεν πέρασε από τη θεραπευτική που κάνει ο Χριστός. Δηλώνεται πια μια ασθένεια σωματική, που οπωσδήποτε είχε υπόβαθρο πνευματικό και αγιοπνευματικό – και όλες οι αρρώστιες έχουν υπόβαθρο αγιοπνευματικό – χωρίς ακριβώς να ξέρουμε πού είναι το ένα ή το άλλο. Ζούμε μέσα σε μια κατάσταση μη αγιοπνευματική και γενικά αρρωσταίνουμε χωρίς να προσδιορίζουμε άμεσα γιατί η αρρώστια μας οφείλεται στα δύο εκείνα. Κοιτάξτε τώρα τη θεραπευτική που δίνει απάντηση σε αυτό το κείμενο.

Τι κάνει ο Χριστός; Λέει, «επέθηκεν» επ’ αυτήν «τας χείρας» και αυτή «εδόξαζε τον Θεό». Πρώτα, πρώτα ο Χριστός την προσλαμβάνει. Εδώ γίνεται μια πρόσληψη. Αν δεν γίνει αυτή η πρόσληψη, τότε η θεραπεία βαθιά δεν έρχεται. Η πρόσληψη τι σημαίνει; Τώρα ο Θεός ξεπερνάει τα όρια της δικής της χαμένης σχέσης με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, και την προσλαμβάνει. Και αυτή τι κάνει; Ξεπερνάει τη δική της λανθασμένη σχέση με τον Θεό, που μέχρι τώρα ζούσε άλλη σχέση, και Τον δοξάζει. 

Σε αντίθεση με αυτούς που είναι γύρω, που όχι μόνο δεν δοξάζουν τον Θεό, αλλά κρίνουν τον Θεό. Βλέπετε εδώ είναι το σημείο το καίριο, το σημείο το κομβικό για θεραπευτική. Προσλαμβάνεται από τον Χριστό και αυτή Τον «δοξάζει». Όπου το «πνεύμα», δηλαδή η λάθος σχέση που έχει με τον Θεό, θεραπεύεται γι’ αυτήν η σχέση με τον Θεό. Και όταν πια δοξάζεις τον Θεό θεραπεύεσαι. Και προσέξτε εδώ πια, δεν σημαίνει που δεν θα ξαναρρωστήσεις, δεν είπε στην γυναίκα ότι δεν θα ξαναρρωστήσεις. Αλλά τώρα πια, η αρρώστια, μια κι είναι μέσα στη ζωή μας, θα είναι ένα άλλο στοιχείο δοξολογίας του Θεού. Αρρωσταίνοντας, θα συνεχίζεις τη θεραπευτική, όπου αρρωσταίνοντας θα δοξάζεις τον Θεό. Όπου πια η αρρώστια, η επόμενη από τη θεραπεία της, γίνεται μια πρόκληση. Όπου πια κυριαρχεί πάνω στην αρρώστια τώρα, δεν είναι «δεμένη» με μια μοίρα, με ένα στοιχείο μοίρας, που δεν ήξερε τι να κάνει. Την κυριαρχούσε η αρρώστια και ήτανε καταβεβλημένη από αυτήν, σωματικά και ψυχικά. Τώρα η σωματική καταβολή δεν είναι τίποτε, γιατί η ίδια δοξάζει τον Θεό και κυριαρχεί πάνω στην αρρώστια. Και λένε οι Πατέρες που ο Θεός πια επιτρέπει να έχουν αρρώστια και οι άγιοι. Γιατί με αυτόν τον τρόπο γελοιοποιούν οτιδήποτε ακριβώς δηλώνει φθορά μέσα από μια αρρώστια, γελοιοποιούν τα πάντα. Κυριαρχούν πάνω στην αρρώστια. Όπως κυριαρχούν και πάνω στο θάνατο.

Έτσι λοιπόν, δεν μπορείς πια να πεις «γιατί» είσαι άρρωστος. Αλλά ένα πράγμα ξέρεις: που έχεις μια σχέση χαμένη με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και όταν αφήσεις τον Χριστό να σκεπάσει με τη χάρη Του τη ζωή σου και όταν Τον δοξολογείς ένα πράγμα ξέρεις: που οπωσδήποτε θα ξαναρρωστήσεις. Αλλά πια θα κυριαρχείς την αρρώστια. Γιατί θα μπορείς να δοξάζεις τον Θεό. Εδώ είναι αυτό το μυστικό της θεραπευτικής της συγκύπτουσας γυναίκας, το οποίο μυστικό πια προσδιορίζει τη δική μας ζωή.

Αντί να γκρινιάζουμε και να διαμαρτυρόμαστε, να δοξάζουμε! Κυριαρχούμε την αρρώστια και δεν μας κυριαρχεί η αρρώστια! Και πέρα απ’ αυτό, προχωρούμε βαθύτερα και βαθύτερα στην πνευματική ζωή! Δηλαδή ο Χριστός πια αξιοποιεί την ενυπάρχουσα αρρώστια για να μας κάνει πιο προκλητικά αγιασμένους και πιο προκλητικά δοξολογούντες τον Θεό! Να λοιπόν τι σημαίνει για μας το περπάτημα και το βάδισμα στα καίρια σημεία δυσκολίας αυτής της ζωής. Αν πριν μας κατέβαλλαν και ήμασταν «δεμένοι» από αυτά, με απογοήτευση και με δαιμονική γκρίνια, τώρα τα πιάνουμε στα χέρια μας και τα πάμε όπου θέλουμε.

Και επειδή έτσι είναι η ζωή μας, είναι πια μια πορεία μέσα από στοιχεία πόνου και σταυρικά, αν αυτό δεν το πάρουμε ως θεραπευτική (και δεν υπάρχει κι άλλη θεραπευτική, καμία άλλη δεν υπάρχει!) τότε η ζωή μας θα είναι πραγματικά «δεμένη», αγχώδης και θα ζούμε πια ως δούλοι της ζωής και όχι ως ελεύθεροι και κυρίαρχοι της ζωής. Αν λοιπόν θέλετε να κυριαρχήσετε στη ζωή σας, κυριαρχήστε έτσι πάνω στον πόνο, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος! Και τότε θα αναδειχθεί αυτό που θέλει ο Χριστός: η ελευθερία του προσώπου του Χριστιανού μέσα στα δύσκολα πράγματα του κόσμου.

Φιλολογική επιμέλεια κειμένου
Ελένη Κονδύλη

Περισσότερες ομιλίες του πατρός Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα :  www.floga.gr  

 

Η ΖΩΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ «ΑΚΙΝΗΣΙΑΣ» ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ Η ΑΚΙΝΗΣΙΑ ΤΗΣ «ΚΙΝΗΣΗΣ» ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ


Η ΖΩΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ «ΑΚΙΝΗΣΙΑΣ» ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ Η ΑΚΙΝΗΣΙΑ ΤΗΣ «ΚΙΝΗΣΗΣ» ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία
τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,
ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 13ο, στίχοι 10 ἔως 17, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς 5-12-2004.  
Θά ἔλεγε κάποιος πώς ἀκούσαμε ἕνα ἀκόμη θαῦμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἐπειδή τό θαῦμα ἀκριβῶς κινεῖται στόν χῶρο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ μυστηρίου τῆς ἀγάπης Του, παρόλο πού φαινομενικά δηλώνει τί γίνεται, μέσα σέ αὐτό τό θαῦμα κρύβεται μιά ὁλόκληρη διεργασία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τῆς καρδιακῆς ἀνταποκρίσεως τοῦ ἀνθρώπου σέ αὐτό τό θαῦμα πού κάνει. Αὐτή ἡ περικοπή πού ἀκούσαμε πρίν ἀπό λίγο, τόσο ἁπλά κατανοητή, προσδιορίζει, στά ἐσωτερικά της πολύ μυστικά μεγέθη, πολύ βαθιές καρδιακές διεργασίες πού εἶναι ἀνοιχτές καί γιά μᾶς, φυσικά, γιά τή λειτουργία τοῦ δρόμου τοῦ θαύματος μέσα ἀπό ἄλλες διαδικασίες, πέρα ἀπό τόν τρόπο πού ἐμεῖς τό καταλαβαίνουμε σάν ἔκτακτο γεγονός, μέσα ἀπό τό ὁποῖο γίνεται κάτι ξαφνικά ἐπάνω μας. 
Προσέξτε -καί πρέπει νά προσέξουμε- τίς λεπτομέρειες τῆς περικοπῆς. Ἐδῶ προσδιορίζεται πάρα πολύ συγκεκριμένα, σχεδόν μέ τρεῖς λέξεις (κάτι πού δέν εἶναι σύνηθες), τό εἶδος τῆς ἀρρώστιας τῆς γυναίκας, θαρρεῖς καί γράφει κάποιος ἕνα ἰατρικό δελτίο. Λέει «συγκύπτουσα, μή δυναμένη ἀνακῦψαι» καί μάλιστα «εἰς τό παντελές». Δέν εἶναι σύνηθες τό γεγονός τῆς περιγραφῆς τῆς ἀρρώστιας «τριτῶς», μέ αὐτόν τόν τρόπο πού γίνεται ἐδῶ πέρα καί θέλει κάτι νά προκαλέσει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς, γιά τή διεργασία τῆς βαθιᾶς ἑρμηνείας τοῦ κειμένου. Δηλώνεται λοιπόν μιά ἀκινησία τῆς γυναίκας: «Συγκύπτουσα», «μή δυναμένη ἀνακῦψαι» καί «εἰς τό παντελές». Ταυτόχρονα ὅμως, ἀπ᾽ ὅ,τι φαίνεται, ἀπ᾽ ὅ,τι ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες πού προσεγγίζουν τήν περικοπή, μές στήν καρδιά τῆς γυναίκας τῆς ἐξωτερικά ἀκίνητης λειτουργεῖται μιά πολύ βαθιά κίνηση. Εἶναι μυστική κίνηση πού δέν φαίνεται στό κείμενο. Ἁπλῶς συλλαμβάνουμε τήν κίνησή της μέ ἕναν τρόπο ἀποφατικό ὄχι γιατί κάνει κάτι, οὔτε λέει τίποτε (εἶναι τελείως σιωπηλή), [ἀλλά] ἀπό τή λέξη πού λέει τό κείμενο, ὅτι ὁ Χριστός «προσεφώνησε» αὐτή. 
Ὁ Χριστός, παρόλο πού μᾶς ἀγαπάει ἀτέλειωτα, δέν παρεμβαίνει ποτέ διά ἐξωτερικῶν γεγονότων γιά νά παρέμβει στήν ἐλευθερία μας. Ἐδῶ τό «προσεφώνησε» καί μάλιστα «προσεφώνησε» (δίνεται ἐπίφαση στό γεγονός τοῦ ἤχου τῆς φωνῆς) σημαίνει πού ὁ Χριστός ἀνταποκρίνεται σέ αὐτή τή βαθιά ἐσωτερική μυστική κίνηση πού κάνει ἡ γυναίκα, ἡ ἀκίνητη γυναίκα, ἀλλά κινούμενη καρδιακά πρός τόν Χριστό, ἀπ᾽ ὅ,τι φαίνεται μέ ἕναν τρόπο ἡσυχαστικό, βαθιά νηπτικό, ἀσκητικό. Αὐτή ἡ γυναίκα, πολύ μυστικά, πολύ κρυφά ἀσκήθηκε σέ αὐτή τήν κίνηση πρός τόν Χριστό καί ὁ Χριστός ἀνταποκρίνεται προσφωνῶν αὐτήν. Καί φαίνεται πού ἔτσι εἶναι τά πράγματα, πώς ἡ γυναίκα οὔτε διαμαρτύρεται γιά τήν ἀρρώστια, οὔτε περιγράφει τήν ἀρρώστια ἡ ἴδια, δέν κάνει τίποτε, παρά μόνο καταλήγει νά ἐμφανιστεῖ αὐτό τό μυστικό δομικό στοιχεῖο πού ἔχει πάνω της μέ τό ὅτι δοξολόγησε τόν Θεό. Καμιά ἄλλη κουβέντα. Ἐκρήγνυται ὅλη αὐτή ἡ ἐσωτερική κίνηση σέ μιά δοξολογία καί ἔρχεται ἕνα πρῶτο βασικό συμπέρασμα μέσα ἀπό τήν πορεία τῆς περικοπῆς, ὅτι ἡ βαθιά κίνηση ἡ ἐσωτερική ὁρίζει τά πράγματα γιά τή ζωή μας, ὅπου ὁ Χριστός ἀνταποκρίνεται κι Ἐκεῖνος μέ ἕναν μυστικό τρόπο, ἔστω μέ μιά φωνή πού προσεφώνησε, σέ αὐτή μας τήν κίνηση. 
Εἶναι ὁλόκληρη ἡ πνευματική ζωή τοῦ χριστιανοῦ, πού εἶναι μιά πολύ βαθιά κίνηση, ἐν ἀντιδιαστολῇ μέ τόν περίγυρο τῆς περικοπῆς πού ἀκούσαμε (ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἔβλεπαν καί ἀνέλυαν τό γεγονός, γιατί καί πῶς, εἶναι Σάββατο…). Μιά ἀνάλυση, μιά λογοκρατία, μιά κυριαρχία πληθωρικότητας τοῦ λόγου, πού εἶναι οὐσιαστικά μιά ἀκινησία γιά τή λύση τῶν προβλημάτων τοῦ κόσμου. Ὅλη αὐτή ἡ δεδηλωμένη ἀναζήτηση μέ ἕνα δυναμικό τρόπο, μέ λόγια, μέ ἐκφράσεις, μέ φιλοσοφίες, γιά τό τί θά γίνει γιά τόν κόσμο, δηλώνει αὐτή τήν ὁριζόντια, τελείως δαιμονιώδη κίνηση. Δαιμονιώδης εἶναι ἡ κίνηση ἡ ὁποία δέν καταλήγει στόν Θεό. Εἶναι ἁπλῶς μιά κίνηση πού παλινδρομεῖ συνεχῶς μέ ἕναν σπειροειδῆ τρόπο καί δέν καταλήγει πουθενά, μιά συνεχής ἀναζήτηση. Αὐτό κάνει ὁ περίγυρος. Ἔχει φαινομενικά κίνηση καί ἔχει μιά νεκρή ἀκινησία καί κάνει ἡ περικοπή ἐδῶ πέρα αὐτή τήν ἀντιπαραβολή τῆς πληθωρικῆς σιωπῆς μέ τήν πληθωρική κίνηση καί ἀπορρίπτεται ἡ πληθωρική κίνηση ἄν δέν ὑπάρχει πληθωρική αὐτή ἡ ἡσυχία καί ἡ βαθιά κίνηση πρός τόν Χριστό μας. Καί γίνεται τό θαῦμα καί ἁπλῶς ὁ κόσμος γύρω χαίρει, χωρίς νά προσδιορίζει τί ἔγινε. Ξέρουν ὅτι κάτι βαθύ ἔγινε. 
Καί ἀνοίγεται ἕνας δρόμος στή ζωή μας. Εἶναι πολύ βαθιά μυστικός. Ἡ πνευματική ζωή εἶναι ἕνα μυστήριο, δέν ὁρίζεται μέ συντεταγμένες. Ἡ Ἐκκλησία ἁπλῶς δίνει τρόπους καί αὐτοί οἱ τρόποι χαράζουν ἕνα βαθύ μυστήριο μέσα μας. Λέει «μετάνοια», λέει «νηστεία», λέει αὐτά πού λέει. Μέσα ἐκεῖ πέρα ὑπάρχει μιά ὁλόκληρη σιωπηλή κίνηση πρός τόν Χριστό πού καταργεῖ καί ἀναιρεῖ ὁποιαδήποτε διαμαρτυρία, ὁποιαδήποτε ἀνάλυση τοῦ «πῶς» καί τοῦ «γιατί», τοῦ «ἔτσι» καί τοῦ «ἀλλιῶς», «γιατί εἴμαστε;». Καί καταλήγει αὐτή ἡ κίνηση πρός τόν Χριστό καί γίνεται ἁπλῶς μιά δοξολογία. Στή χαρά καί στή λύπη ὅλα εἶναι δοξολογία καί ὁ Χριστός ἀνταποκρίνεται μυστικά καί ἡ γυναίκα ἡ ὁποία δέν κινεῖται πιά εἶναι κινούμενη, γιατί ὁ ἅγιος εἶναι κινούμενος καί ἔχει μιά ἀτέλειωτη κίνηση, πού πάει στόν οὐρανό. Αὐτή λοιπόν ἡ ἀντιπαραβολή τῆς κίνησης καί τῆς ἀκινησίας ὁρίζει πραγματικά καί μπορεῖ πραγματικά νά δώσει νόημα στή συνεχῶς ταραγμένη καί κινούμενη, ἀναζητοῦσα ἐποχή μας μέ τόσο πολλά λόγια. 
Ἡ ὀρθόδοξη ζωή ἔχει αὐτή τή βαθιά κίνηση καί τότε, ὅταν τή βρεῖς, καί μιλᾶς καί σωπαίνεις εἶσαι στόν Χριστό κοντά. Ἄν δέν τήν βρεῖς, καί μιλᾶς καί σωπαίνεις εἶσαι δαιμονιώδης. Ἀκολουθεῖς αὐτήν τήν πορεία, εἰδάλλως, πραγματικά, καί μή ζώντας τήν Ὀρθοδοξία καί μιλώντας γιά τό κάλλος της, γιά τούς μεγάλους θησαυρούς της, δέν θά κάνουμε αὐτή τή βαθιά κίνηση, καί κρίνεται ὁλόκληρη ἡ ζωή μας. Καί τότε ὁ Χριστός ἀνταποκρίνεται φωνάζοντας πρός ἐμᾶς, προσφωνῶν πρός ἐμᾶς καί ἐμεῖς πιά δοξολογοῦμε τόν Θεό καί τίποτε ἄλλο καί ἐκεῖ τελειώνει ὅλη ἡ ἱστορία. Τελειώνει καί ἀρχίζει ξανά, καί εἶναι καί πάλι μιά κίνηση καί πάλι μιά σιωπή καί πάλι μιά θεραπεία ἀπό τόν Χριστό. 
Εὐχόμαστε, λοιπόν, αὐτόν τόν μυστικό τρόπο τῆς ἀναιρέσεως τῆς δυναμικῆς τοῦ κόσμου τοῦ δικοῦ μας ἔτσι νά τόν ζήσουμε καί τότε πραγματικά θά βροῦμε τό κάλλος τῶν προτάσεων τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεώς μας.

ΑΓΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ

 

 ΑΓΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ 

ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ

7 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ  

Πυρσός ακτινοβολών άκτιστο φως, ο εν αγίοις πατήρ ημών Αμβρόσιος -το όνομα του οποίου υπενθυμίζει τη θεϊκή αθανασία!-, ήταν γόνος αρχοντικής και ισχυρής οικογένειας Ρωμαίων που είχαν ασπασθεί τον Χριστιανισμό. Γεννήθηκε το 339 στα Τρέβηρα (σημ. Τριέρ, στη Γερμανία), όπου ο πατέρας του κατείχε το υψηλό αξίωμα του επάρχου της Γαλατίας. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του επέστρεψε στη Ρώμη μαζί με τα τρία ανήλικα παιδιά της, Αμβρόσιο, Μαρκελλίνα και Σάτυρο, που επρόκειτο να τιμηθούν και τα τρία ως άγιοι της Εκκλησίας. Μία ημέρα, όταν ο Αμβρόσιος ήταν ακόμη βρέφος στην κούνια του, ένα σμήνος μέλισσες τον τριγύρισε και μπήκε μέσα στο στόμα του πριν ανεβεί στον ουρανό, προλέγοντας έτσι με αυτό το παράδοξο γεγονός την ουράνια και θεόσδοτη ευφράδειά του. Ο νεαρός Αμβρόσιος διδάχθηκε από τους καλύτερους διδασκάλους και απέκτησε λαμπρή μόρφωση· είχε ιδιαίτερη επίδοση στις επιστήμες, αλλά όλοι τον θαύμαζαν για τα ρητορικά του χαρίσματα. Μόλις ολοκλήρωσε τις νομικές σπουδές του, ο αυτοκράτορας Ουαλεντινιανός Α΄ (+375) τον διόρισε διοικητή της επαρχίας της Λιγουρίας-Αιμιλίας, που είχε πρωτεύουσα τα Μεδιόλανα (σημ. Μιλάνο) (370). Ο έπαρχος Πρόβος τού είπε τότε: «Να διοικείς σαν επίσκοπος μάλλον παρά σαν δικαστής!»· επρόκειτο ασφαλώς για παραίνεση που απλά τόνιζε την ανάγκη συμπόνιας και φιλανθρωπίας στην άσκηση της εξουσίας, αποδείχθηκε όμως στη συνέχεια άκρως προφητική. Πράγματι, με τη φρόνηση και τις αρετές του, ο νεαρός Αμβρόσιος γρήγορα κέρδισε την εμπιστοσύνη και την αναγνώριση του λαού.

Την εποχή εκείνη, παρά τους μακρόχρονους αγώνες μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας (325), η αίρεση του Αρείου ήταν ακόμη ισχυρή και διαιρούσε σκληρά την Εκκλησία, κυρίως την Ανατολή, όπου είχε την υποστήριξη του νέου αυτοκράτορα Ουάλη (364-378). Μετά τον θάνατο του αρειανού επισκόπου Μεδιολάνων, Αυξεντίου (373), έγινε συνέλευση στον καθεδρικό ναό για να εκλεγεί νέος επίσκοπος, αλλά ο κόσμος είχε χωρισθεί σε δύο παρατάξεις, τους ορθόδοξους και τους αρειανούς, και δεν υπήρχε προοπτική και δυνατότητα συμφωνίας. Κάλεσαν τότε τον Αμβρόσιο να μεσολαβήσει ώστε να ηρεμήσουν τα πνεύματα και να σταματήσουν οι ταραχές. Ο λόγος του διοικητή, η πραότητα, η πειθώ και το ειρηνοποιό πνεύμα του, προκάλεσαν τόση εντύπωση, ώστε ξαφνικά όλοι οι πιστοί με ένα στόμα επαναλάμβαναν το ηχηρό σύνθημα ενός παιδιού που φώναξε: «Αμβρόσιος επίσκοπος!». Εξεπλάγη και φοβήθηκε ο Αμβρόσιος και πρόβαλε αντίρρηση ότι ήταν ακόμη κατηχούμενος -ήταν διαδεδομένη τότε η συνήθεια να καθυστερεί το άγιο Βάπτισμα ώστε να μην κηλιδωθεί από κατοπινά αμαρτήματα του βίου- και κατέφυγε στο ανάκτορό του ακολουθούμενος από το πλήθος που επαναλάμβανε την ίδια κραυγή. Τη νύχτα, ο Αμβρόσιος πήρε το άλογό του και προσπάθησε να διαφύγει· έχασε όμως τον δρόμο του και τα χαράματα ξαναβρέθηκε εκεί που είχε ξεκινήσει. Προσπάθησε να αποφύγει το επισκοπικό αξίωμα συντάσσοντας μια επιστολή προς τον αυτοκράτορα· εκείνος όμως, αν και γενικά αδιάφορος ως προς τα εκκλησιαστικά ζητήματα, στην παρούσα κατάσταση υποστήριξε ένθερμα την εκλογή του Αμβροσίου. Υποτάχθηκε τέλος ο Αμβρόσιος στη βούληση του Θεού και, σε ηλικία μόλις τριάντα τεσσάρων ετών, ο εξαίρετος αυτός ρήτορας και ικανός κρατικός λειτουργός χειροτονήθηκε επίσκοπος, οκτώ μόλις ημέρες μετά το βάπτισμά του, προς ικανοποίηση και των δύο παρατάξεων (7 Δεκεμβρίου 374).

Ο Αμβρόσιος αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο ουράνιο λειτούργημά του, αποποιήθηκε όλα του τα πλούτη και υπάρχοντα και απέρριψε κάθε εγκόσμια ηδονή. Μοίρασε τα χρήματά του στους πτωχούς και δώρισε τα απέραντα κτήματά του στην Εκκλησία. Δεν κράτησε τίποτε για τον εαυτό του· περνούσε σχεδόν όλη την εβδομάδα σε αυστηρότατη νηστεία, αφιέρωνε τις νύχτες του στην προσευχή και στη μελέτη της αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων, ενώ την ημέρα ασχολείτο με τις υποθέσεις της Εκκλησίας και με την καθοδήγηση του πνευματικού ποιμνίου του. Με την καθοδήγηση του ιερέα Σιμπλικιανού, απέκτησε βαθειά γνώση της φιλοσοφίας και των Ελλήνων Πατέρων (ιδίως του Ωριγένη) και ανέλαβε την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας με τέτοιο ζήλο που έφερε σε μεγάλη αμηχανία τους αρειανούς, οι οποίοι είχαν συμφωνήσει αρχικά στην εκλογή του πρώην μετριοπαθούς επάρχου ευελπιστώντας ότι έτσι θα τον έκαναν υποχείριό τους. Στα συγγράμματά του και στις ομιλίες ο άγιος Αμβρόσιος απεδείχθη επί είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια ο πλέον ακατάβλητος υπέρμαχος της Ορθοδοξίας στη Δύση, μετά τον άγιο Ιλάριο [13 Ιαν.]. Ανέδειξε τα Μεδιόλανα, όπου από το 381 και εξής διέμενε ο αυτοκράτορας της δυτικής αυτοκρατορίας, μητροπολιτικό κέντρο όπου λαμβάνονταν σημαντικές αποφάσεις για όλες τις εκκλησιαστικές υποθέσεις των επισκοπικών περιφερειών της Ιταλίας: της Παννονίας (σημ. Ουγγαρία), Δακίας (σημ. Ρουμανία) και Μακεδονίας. Με σθένος αντιτάχθηκε στην αυτοκράτειρα Ιουστίνα και στο περιβάλλον του νεαρού διαδόχου Ουαλεντινιανού Β΄, που είχαν ασπασθεί την αίρεση του Αρείου, και κατόρθωσε να αποκτήσει την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα της Δύσης Γρατιανού (375-383), χάρις στην υποστήριξη του οποίου συγκάλεσε τη Σύνοδο του Σιρμίου (Ιούλιος 378), η οποία εξέδωσε διατάγματα που απαγόρευαν τον αρειανισμό. Μετά τον θάνατο του Ουάλη (379), ανήλθε στον θρόνο της Ανατολικής αυτοκρατορίας ο ευλαβής Θεοδόσιος [17 Ιαν.], ο οποίος έτρεφε μεγάλη αγάπη και σεβασμό για το πρόσωπο του σεπτού ιεράρχη. Βαθύτατα ορθόδοξος ο νέος αυτοκράτορας, συγκάλεσε τη Μεγάλη και Αγία Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (Β΄ Οικουμενική Σύνοδος) τον Ιούλιο του 381, ενώ ο Γρατιανός, ακολουθώντας τη συμβουλή του Αμβροσίου, συγκάλεσε τη Σύνοδο της Ακουιλείας που σφράγισε το τέλος του αρειανισμού στη Δύση. Ωστόσο, οι φιλίες του αυτές με τους δυνατούς του κόσμου δεν έκαναν τον άγιο Αμβρόσιο να παραβλέπει τη διαχρονική αρχή της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας από την κοσμική εξουσία. Παρακινούμενος από την αρειόφρονα μητέρα του Ιουστίνα, ο νεαρός Ουελεντινιανός Β΄, διέταξε τον ιεράρχη να παραδώσει σε αυτόν την εκκλησία του. «Πηγαίνετε και πείτε τον κύριό σας», είπε τότε αποφασιστικά ο Αμβρόσιος προς τους αποσταλμένους του αυτοκράτορα, «ότι ο επίσκοπος ποτέ δεν παραδίδει τον ναό του Κυρίου!». Κλείσθηκε στον ναό μαζί με πολύ κόσμο, αποφασισμένο να πεθάνει μαζί με τον ποιμενάρχη του· με μόνο όπλο το φλογερό κήρυγμα του επισκόπου, τις ψαλμωδίες και τους ύμνους, από την Κυριακή των Βαΐων μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη, αντιστάθηκαν στους στρατιώτες του αυτοκράτορα που είχαν περικυκλώσει απειλητικά τον ναό.

Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ο Θεοδόσιος βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του, κατέστειλε με απίστευτη σκληρότητα μια εξέγερση που ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη, σφαγιάζοντας περισσότερους από επτά χιλιάδες ανθρώπους (390). Η θλιβερή είδηση έφθασε στα Μεδιόλανα και όταν, κατά την διάρκεια μιας επίσκεψής του στην ιταλική μεγαλούπολη, παρουσιάσθηκε ο Θεοδόσιος στην πύλη του καθεδρικού ναού για να παρακολουθήσει την θεία Λειτουργία, ο άγιος ιεράρχης, όργανο της πανδίκαιης μήνιος του Θεού, δεν δίστασε να του απαγορεύσει αυστηρά την είσοδο και να τον αφορίσει για περισσότερο από οκτώ μήνες. Σεβόμενος τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας ο ηγεμόνας, μπροστά στον οποίο έτρεμε όλη η οικουμένη, αποσύρθηκε οδυρόμενος στο ανάκτορό του και υπέστη με ταπεινότητα τη δημόσια μετάνοια. Την ημέρα των Χριστουγέννων πήγε ξανά στον ναό, έκανε εδαφιαία μετάνοια μπροστά στα πόδια του αγίου Αμβροσίου, ποτίζοντας το δάπεδο με τα δάκρυά του και ικέτευσε να κριθεί εκ νέου άξιος της μεταλήψεως των αγίων Μυστηρίων. Αφού έλαβε συγχώρεση από τον επίσκοπο, την ώρα της θείας μετάληψης, εισήλθε στο ιερό Βήμα, για να μεταλάβει μαζί με τους κληρικούς, όπως ήταν το έθιμο στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αμβρόσιος όμως στράφηκε προς το μέρος του και τον ταπείνωσε και πάλι δημοσίως, λέγοντάς του τα εξής: «Βγες και στάσου στη θέση της τάξεως των λαϊκών, γιατί η αλουργίδα (το πορφυρό ένδυμα των αυτοκρατόρων κατά τους βυζαντινούς χρόνους) δεν χρίει ιερείς αλλά βασιλείς!». Δίχως καν ν’ απαντήσει ο Θεοδόσιος, βγήκε αδιαμαρτύρητα από το ιερό και πήρε τη θέση του μεταξύ των μετανοούντων· τόσο μεγάλος ήταν ο σεβασμός του για τον άγιο Αμβρόσιο! Και όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, ποτέ ξανά δεν τόλμησε να εισέλθει στο ιερό Βήμα για να μεταλάβει.

Οικείος των ισχυρών του κόσμου, ο άγιος Αμβρόσιος έδειχνε την πατρική στοργή του ακόμα και προς τον ελαχιστότερο των πιστών. Όταν κάποιος αμαρτωλός πήγαινε να εξομολογηθεί, τον αγκάλιαζε και τον έλουζε με τα δάκρυά του. Διάπυρος υπέρμαχος της Πίστεως, απέσπασε πολλούς ειδωλολάτρες από τον ζόφο της πλάνης και τους κατήχησε στα μυστήρια του Χριστιανισμού είτε με δημόσιες ομιλίες είτε με κατ’ ιδίαν συζητήσεις. Ο πλέον ονομαστός μαθητής του ήταν ο ιερός Αυγουστίνος [15 Ιουν.], ο οποίος χάρις στον επίσκοπο Μεδιολάνων μεταστράφηκε από τον μανιχαϊσμό, προσήλθε στην Εκκλησία του Χριστού και διέλαμψε υπηρετώντας Την. Χάρις επίσης στον άγιο Αμβρόσιο η βασίλισσα των Μακρομάνων, ενός γερμανικού φύλου, βαπτίσθηκε και έφερε στην αγία και αληθή Πίστη τους υπηκόους της.

Παρά τις πολυσχιδείς δραστηριότητές του, ο μέγας αυτός ποιμενάρχης βρήκε τον χρόνο να συντάξει πολλά συγγράμματα, ερμηνευτικής και ηθικής κυρίως φύσεως, που αντανακλούν την ευρύτατη μόρφωσή του στα ιερά γράμματα και στη θύραθεν παιδεία και που συνέβαλαν τα μέγιστα στη διάδοση των δογμάτων των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας στη Δύση. Πέρα από το ρητορικό έργο του, ο άγιος Αμβρόσιος συνέθεσε εξαίρετους λειτουργικούς ύμνους, που προορίζονταν να ψάλλονται από το εκκλησίασμα σε δύο αντιφωνικούς χωρούς, και οι οποίοι επί πολλούς αιώνες αποτέλεσαν τον λειτουργικό και πνευματικό πλούτο της Δυτικής Εκκλησίας.

Ο άγιος Αμβρόσιος εκοιμήθη ειρηνικά εν Κυρίω στις 4 Απριλίου του 397, χαράματα του Μεγάλου Σαββάτου, δυο χρόνια μετά την εκδημία του αυτοκράτορα, φίλου και μαθητή του Θεοδοσίου, στην κηδεία του οποίου εκφώνησε τον επικήδειο λόγο. Το σκήνωμά του κατατέθηκε και φυλάσσεται μέχρι σήμερα στον καθεδρικό ναό του Μιλάνου (Ντουόμο). 

 

 «Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 4ος (Δεκέμβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Συναγωνιστής των Αποστόλων και ένθερμος μιμητής του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ζωντανός στυλοβάτης της
 
Εκκλησίας λόγω του ζήλου του για την υπεράσπιση της πίστεως, υπόδειγμα αγίου ιεράρχη για την ποιμαντική του φροντίδα, ο εν αγίοις πατήρ ημών Νικόλαος ανεδείχθη γενναιόδωρος έφορος της Χάριτος του Θεού με τα αναρίθμητα θαύματα που επιτέλεσε και επιτελεί υπέρ των πτωχών, των εγκαταλειμμένων, όσων υποφέρουν αδικίες και όσων μέχρι σήμερα επικαλούνται την πατρική του προστασία. Γεννήθηκε στην πόλη Πάταρα της Λυκίας κατά τα τέλη του 3ου αιώνα, από γονείς χριστιανούς που για πολλά χρόνια ήταν άτεκνοι. Ήδη από τη βρεφική του ηλικία φάνηκε ο πόθος του για την αρετή και ο ζήλος του στην τήρηση των θεσμίων της Εκκλησίας, αφού αρνούνταν να θηλάσει όλη τη μέρα, κάθε Τετάρτη και Παρασκευή.  Ήταν
ευλαβής και φρόνιμος· διδάχθηκε τα ιερά Γράμματα και σε νεαρά ηλικία χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον θείο του, αρχιεπίσκοπο Νικόλαο. Η αγρυπνία, η νηστεία και η προσευχή ήταν οι αρετές στις οποίες ο νέος κληρικός διέπρεπε ήδη, όταν όμως μετά τον θάνατο των γονέων του διαμοίρασε όλα του τα υπάρχοντα στους φτωχούς, η ελεημοσύνη κατέστη η μεγαλύτερη δόξα του εν Κυρίω. Θεωρούσε ότι ήταν απλώς διαχειριστής των αγαθών που ανήκαν στους φτωχούς και φρόντιζε ιδιαίτερα να κρατά κρυφές τις αγαθοεργίες του, ώστε να μη στερηθεί του μισθού του στους ουρανούς (βλ. Ματθ. 6, 3). Έσωσε έτσι από την ατίμωση τρεις νεαρές κόρες, τις οποίες ο πατέρας τους, που ήταν πνιγμένος στα χρέη, ήθελε να εξωθήσει στην πορνεία· τρεις φορές πρόσφερε κρυφά αρκετά χρυσά νομίσματα ώστε να μπορέσουν οι κόρες να νυμφευθούν. Όταν, τέλος, τον ανακάλυψε ο πατέρας τους, ο Νικόλαος τον έβαλε να υποσχεθεί ότι δεν θα αποκάλυπτε σε κανέναν το όνομα του ευεργέτη του, απειλώντας τον με αιώνια καταδίκη αν παρέβαινε την υπόσχεση.
 
Ο Θεός αντάμειψε την αρετή του με το χάρισμα των θαυμάτων και οι δωρεές της Χάριτος τον έκαναν να λάμπει ενώπιον των ανθρώπων. Κατά τη διάρκεια προσκυνήματος στους Αγίους Τόπους, δύο φορές έκανε με την προσευχή του να γαληνέψει η θάλασσα και να σταματήσει η τρικυμία που απειλούσε το πλοίο στο οποίο επέβαινε.
Όταν επέστρεψε στην γενέτειρά του εν μέσω παλλαϊκής αγαλλίασης, εξελέγη επίσκοπος της γειτονικής πόλης των Μύρων, μετά από μεσολάβηση αγγέλου Κυρίου στη Σύνοδο των επισκόπων που είχαν συγκεντρωθεί για την εκλογή. Φυλακισμένος κατά τον μεγάλο και ύστατο διωγμό που εξαπέλυσαν οι Διοκλητιανός και Μαξιμιανός (303), ο άγιος ποιμενάρχης δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να διατρανώνει το φρόνημα και την πίστη του ποιμνίου του. Όταν επικράτησε η ειρήνη επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, διάπυρος ήταν ο ζήλος του για την κατακρήμνιση των ειδώλων και την εκδίωξη των δαιμόνων. Δεν πέρασε πολύς καιρός και η δυσσεβής αίρεση του Αρείου ήλθε να ταράξει και να διαιρέσει το άγιο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, βρήκε όμως τον άγιο Νικόλαο στην πρώτη γραμμή των υπερμάχων της Ορθοδοξίας, μεταξύ των Πατέρων που συγκεντρώθηκαν στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας, το 325. Κατά τη διάρκεια της Συνόδου, ράπισε δυνατά τον Άρειο ενώπιον του αυτοκράτορα και γι’ αυτό φυλακίσθηκε σιδηροδέσμιος. Το ίδιο βράδυ, παρουσιάσθηκε ο Χριστός και η Υπεραγία Θεοτόκος μέσα στη φυλακή και του έδωσαν Ευαγγέλιο και ωμοφόριο. Το πρωί, κάποιοι γνωστοί του τού πήγαν τροφή και τον βρήκαν λυμένο από τα δεσμά, να φορά το ωμοφόριο και να διαβάζει το Ευαγγέλιο. Το πληροφορήθηκε αυτό ο αυτοκράτορας και αμέσως του ζήτησε συγνώμη και τον αποφυλάκισε.

Αφού έσωσε την πόλη των Μύρων από λιμό, εμφανιζόμενος στον καπετάνιο ενός πλοίου που ήταν φορτωμένο με σιτάρι, ο άνθρωπος του Θεού έσωσε από θάνατο τρεις ρωμαίους αξιωματικούς που είχαν κατηγορηθεί αδίκως για συνωμοσία, παρουσιαζόμενος σε ενύπνιο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και του άτιμου επιτρόπου Αβλαβίου. Όταν σηκώθηκαν, οι τρεις στρατιωτικοί, γεμάτοι ευγνωμοσύνη προς τον άγιο, έγιναν μοναχοί.

Αλλεπάλληλες φορές, και όταν ζούσε και μετά τον θάνατό του, ο άγιος Νικόλαος παρενέβη θαυματουργικά για να προστατεύσει πλοία και ταξιδιώτες που κινδύνευαν στη θάλασσα και για το λόγο αυτό τιμάται ως προστάτης των ναυτικών. Εμφανίσθηκε στο τιμόνι ενός πλοίου που παράδερνε στην τρικυμία και το οδήγησε σε ασφαλές λιμάνι· μια άλλη φορά έτρεξε να βοηθήσει έναν ταξιδιώτη που έπεσε στη θάλασσα, ο οποίος μόλις φώναξε: «Άγιε Νικόλαε, βοήθει μοι!», βρέθηκε ξάφνου στο σπίτι του, ανάμεσα στους εμβρόντητους συγγενείς του.

Επί πολλά χρόνια ο άγιος επίσκοπος υπήρξε για τους πιστούς ωσάν παρουσία του Φιλάνθρωπου και Καλού Ποιμένα Χριστού. Δεν υπήρχε δυστυχία που να μη συμπονέσει, αδικία που να μην επανορθώσει, διχόνοια που να μην ειρηνεύσει. Παντού, όπου βρισκόταν, το πρόσωπό
 του έλαμπε και ακτινοβολούσε ειρήνη. Όταν, μετά από πολλές αγαθοεργίες, εκοιμήθη για να μεταβεί στη Βασιλεία των Ουρανών, οι πιστοί θρηνούσαν που έχασαν τον ποιμένα τους και τη ζωντανή πρόνοιά τους, οι άγγελοι όμως και οι άγιοι αγάλλονταν υποδεχόμενοι μεταξύ τους τον πράο Νικόλαο. Τα τίμια λείψανά του κατατέθηκαν στα Μύρα, σε ναό που ανεγέρθη προς τιμήν του αγίου, και γρήγορα κατέστη μεγάλο προσκύνημα. Μη μπορώντας να υποφέρει τη μεταθανάτια δόξα του αγίου, μια μέρα ο διάβολος πήρε τη μορφή γριούλας, η οποία, με το πρόσχημα ότι δεν μπορούσε να επιχειρήσει τόσο μακρινό ταξίδι, εμπιστεύθηκε στους προσκυνητές ένα πιθάρι λάδι για τις ακοίμητες κανδήλες που έκαιγαν στον τάφο του αγίου· κατά τη διάρκεια του ταξιδιού όμως, ο άγιος Νικόλαος παρουσιάσθηκε στον καπετάνιο του πλοίου και τον διέταξε να ρίξει το μαγικό λάδι στη θάλασσα. Μόλις έριξαν το λάδι, η θάλασσα πήρε φωτιά και στροβιλιζόταν προς μεγάλο τρόμο των προσκυνητών που ωστόσο ευχαριστούσαν τον Θεό, ο Οποίος, μέσω του αγίου έσωσε τον ναό.

Το 1087, καθώς τα Μύρα είχαν περιέλθει στην κυριαρχία των Σαρακηνών, οι Ιταλο - νορμανδοί σταυροφόροι της Α΄ Σταυροφορίας πήραν το τίμιο λείψανο και το μετέφεραν στο Μπάρι της Ιταλίας, όπου βρίσκονται και τιμώνται σήμερα. Πάμπολλα θαύματα έγιναν κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του λειψάνου [9 Μαΐου].

Ο άγιος Νικόλαος είναι μαζί με τον άγιο Γεώργιο ένας από τους πιο αγαπητούς αγίους των χριστιανών, σε Ανατολή και Δύση. Αναρίθμητοι ναοί είναι αφιερωμένοι στη μνήμη του, αναρίθμητοι τόποι και πιστοί φέρουν το όνομά του. Υπέρμετρα τον τιμά και τον γεραίρει ο πιστός Ελληνικός λαός με τις πλούσιες θάλασσές του, επικαλούμενος τη φοβερή προστασία του για τους ναυτικούς και τα πλεούμενά τους. Ιδιαίτερα, επίσης, τον τιμά και ο ρωσικός λαός ως προστάτη της συγκομιδής, ενώ στη Δύση τιμάται ως προστάτης των παιδιών και των μαθητών, επειδή σύμφωνα με έναν μεσαιωνικό θρύλο ανέστησε τρία παιδιά που τα είχε σφάξει ένας χασάπης για να βάλει το κρέας τους στον κιμά.

Είθε, ο άγιος ιεράρχης του Χριστού Νικόλαος, ο σεπτός αρχιεπίσκοπος των Μυρέων, ο θαυματουργός και θαυμαστός Πατέρας της Εκκλησίας μας, να μας γλυτώνει από τις άγριες τρικυμίες του βίου τούτου και να ειρηνεύει τα ορμητικά κύματα των πειρασμών που παφλάζουν διαρκώς στο κατώφλι της ζωής μας, οδηγώντας στοργικά στις καρδιές μας στον εύδιο και ασφαλή λιμένα της αγάπης του Θεού.

Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας
Τόμ. 4ος, Δεκέμβριος, σελ. 61–65.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025

Πε­ρὶ τῆς ἔ­χου­σης πνεῦ­μα ἀ­σθε­νεί­ας - Θεοφάνους Κεραμέως

 Θεοφάνους Κεραμέως

(ΟΜΙΛΙΑ ΙΒ-Κυριακή Ι΄ Λουκᾶ)

Πε­ρ τς ­χου­σης πνε­μα ­σθε­νεί­ας

( J.P.Migne – Patrologia Graeca , t. 132, 303C-332B)

Oἱ κη­φῆ­νες εἶδός ἐ­στι μελ­λισ­σῶν ἀρ­γόν τε καὶ ἄ­χρη­στον. Οὗ­τοι γο­ῦν ὁπη­νί­κα τάς με­λίσ­σας θε­άσαιν­το τῶν­ σίμ­βλων ἀ­φι­πτα­μένας, καί πρός λει­μῶ­νας χω­ρού­σας, καὶ δρε­πο­μέ­νας τῶν ἀν­θέ­ων τό λε­πτῶν, καὶ χνο­ῶ­δες τῆς ἐν τῷ μέσῳ κό­μης ἐ­κτι­να­χθέν, ἐξ οὗ κη­ρο­πλα­στο­ῦ­σι τοῦ μέ­λι­τος τὴν γλυ­κύ­τη­τα, τη­νικαῦ­τα οἱ κη­φῆ­νες οὗτοι λη­στρι­κῶς, μᾶλ­λον δὲ δί­κην κλεπτῶν εἰ­σπη­δή­σαν­τες, καὶ πρός τὰ σίμ­βλα χωρή­σαν­τες τῶν με­λιτ­τῶν τὴν γε­ωρ­γί­αν ἁρ­πα­λεέως κα­τέ­δου­σιν· ὅτε  δὲ τάς με­λίσ­σας ὑ­πο­νο­στού­σας αἴ­σθοιν­το, φεύ­γου­σιν ἀ­με­τα­στρε­πτῖ, εἰς ἄ­μυ­ναν ἐλ­θε­ῖν οὐ δυ­νά­με­νοι. Τοι­οῦ­τοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας οἱ λυ­μαν­τῆ­ρες, καὶ τῶν αὐ­τῆς πραγ­μά­των οἱ ἅρ­πα­γες ἐ­πι­τη­ρο­ῦ­σι τὴν ἡ­μῶν ὑ­πο­χώ­ρη­σιν, εἶ­τα εἰ­σπη­δῶν­τες, τοῖς μὲν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὺς λυ­μαί­νον­ται πράγ­μα­σιν. Ἡ­μῶν δὲ τὴν κα­τὰ στό­μα πα­ρά­τα­ξιν δε­διτ­τό­με­νοι, λό­χοις καί ἐνέ­δραις κα­τα­στρα­τη­γε­ῖν ἡ­μᾶς δο­κι­μὰ-ζοὖυσι, πο­τὲ μὲν τὴν αὐλήν Κα­ϊ­ά­φα ποι­οῦν­τες συ­νὲδρι­ον, πο­τὲ δὲ εἰς τό τοῦ Προ­δρό­μου εὐ­κτή­ρι­ου  συ­νι­στάν­τες δειν­όν βου­λευ­τή­ρι­ον, καί ποιοῦντες τό βα­πτι­στή­ρι­ον ἐ­πι­βου­λευ­τή­ρι­ον. Ἵ­να τὶ γέ­νη­ται; Ἵνα ἐξω­θῇ μὲν ὁ Ἰ­σα­άκ, ἀν­τει­σα­χθῇ δὲ ὁ Ἰ­σμα­ήλ. Ἀλλ’ ἐ­κεῖ­νοι μὲν φεύ­γου­σιν, ὡς ὁρᾶ­τε, τάς ἀ­κρωρεί­ας ἐ­πι­τη­ρο­ῦν­τες, καὶ τὰ τῶν προ­βά­των ἐφέλκον­τες ἀσθε­νέ­στε­ρα, βύ­ον­τες ὡ­σεί ἀσπίς τὰ ὦ­τα, πρός τὴν πα­ραί­νε­σιν. Ἡ­μεῖς δέ, ὢ κλῆ­ρος ἐμ­ός, τάς αὐ­τῶν ὁρμάς ἐκ­κλί­νον­τες φέ­ρε πά­λιν τῶν Ἱ­ε­ρῶν τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου λό­γων ἀ­κού­σω­μεν·

Τῷ καιρῶ ἐκείνῳ ἦν δι­δά­σκων ὁ Ἰ­η­σοῦς ἐν μίᾳ τῶν συ­να­γω­γῶν, ἐν το­ῖς Σάβ­βα­σι, καὶ ἰδού γυ­νὴ πνεῦ­μα ἔ­χου­σα ἀ­σθε­νεί­ας ἔ­τη δέ­κα καὶ ὀ­κτώ, καί ἦν συγ­κύ­πτου­σα. Εἴ­θι­στο τῷ Σω­τή­ρι ἐν τοῖς Σάββα­σι μά­λι­στα τὰ πολ­λὰ τῶν θε­ο­ση­μεί­ων ἐ­πι­τε­λε­ῖν, καὶ τό με­λι­χρόν τῆς δι­δα­σκα­λί­ας νά­μα προ­χέειν ἐν ταῖς συ­να­γω­γαῖς · ἐν ταύ­ταις γὰρ μᾶλ­λον ὁ λαός συ­να­γει­ρό­με­νος ἦν. Ἀμεέλει, καὶ τόν ἔ­χον­τα τὴν ξηράν χεῖ­ρα, καὶ τόν ἐν τῇ στοᾷ τοῦ Σο­λο­μῶν­τος πα­ράλυ­τον, καί τόν ἐκ γε­νε­τῆς τυ­φλόν, καί ταυ­τηνί τὴν συγ­κύ­πτου­σαν ἐν τῷ Σαβ­βά­τῳ ἰ­ά­σα­το · ἔργῳ μὲν ἑρ­μη­νεύ­ων τοῦ Σαβ­βά­του τὴν κλῆ­σιν, πα­ρεῖ­χε ταῖς νό­σοις σαβ­βα­τι­σμ­όν, καί κα­τά­παυ­σιν τοῖς ὑπ' αὐ­τῶν ὀ­χλού­με­νοις διδούς, καὶ τάς μὲν ψυ­χὰς τῇ ἀ­ρι­πρε­πεῖ δι­δα­σκα­λί­α ῥων­νύς, τὰ δὲ σώ­μα­τα τῶν ἐ­νο­χλούν­των ἀ­παλ­λάτ­των πα­θῶν. Δεί­κνυ­σί γε μὴν καί τοὺς τὸν νό­μου ἐ­ξη­γη­τὰς Φα­ρι­σαί­ους καὶ Γραμ­μα­τεῖς ἀ­σύ­νε­τους τη­ρο­ῦν­τας τὴν τοῦ Σαβ­βά­του ἀ­κρί­βει­αν. Εἴση δὲ το­ῦ­το σα­φέ­στε­ρον, ἐρεί­σας τόν νοῦν εἰς τό τῆς ἀ­ναγνώ­σε­ως ταύ­της ἀ­κρο­τε­λεύ­τι­ον, ἐν ὧ πρός τόν ἀρ­χισυ­νά­γω­γον ὁ Σω­τὴρ δι­ε­λέ­ξα­το. Νῦν δὲ τόν λό­γον ἀ­να­λά­βω­μεν ἄ­νω­θεν. Καί ἰδοῦ γυ­νὴ ἦν πνεῦ­μα ἔ­χου­σα ἀ­σθε­νεί­ας. » Ἰδο­ῦ εἶ­σιν οἱ τῆς ἐκ δαι­μό­νων πα­ρά­φο­ρος πε­ρι­ό­δους σε­λή­νης, καί ζέ­σιν, καί ὑ­περό­πτη­σιν αἵ­μα­τος, καί ὕ­λης πλε­ο­να­σμόν αἰ­τι­ώ­με­νοι. Καὶ δι­ὰ τοῦ­το τόν τῆς ἀ­λη­θεί­ας λό­γον κα­τα­σπα­ράσσον­τες; Ἰδού γὰρ καί τό κε­κυ­φέ­ναι τό γύ­ναι­ον, καί νε­νευ­κέ­ναι πρός γῆν, ὡς ἐκ δαι­μο­νι­κῆς ἐ­νερ­γεί­ας συμ­βάν, πνεῦ­μα ἀ­σθε­νεί­ας ὀ­νο­μά­ζει τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ον. Ὁ γὰρ μέ­γας εὐ­αγ­γε­λι­στὴς οὗ­τος Λου­κᾶς, ἅ­τε ταῖς ἰα­τρι­καῖς βί­βλοις ὡ­μι­λη­κώς, καί τὴν τῶν φυ­σι­κῶν δό­ξαν οὐκ ἀγνο­ῶν, ἐ­πα­νορ­θο­ῦ­ται τὴν ἐ­κεί­νων ὑπόληψιν ὡς ἂν μὴ ἔ­χοι­εν αἰ­τι­ᾶ­σθαι νευ­ρῶν νάρ­κω­σιν. Καί σπον­δύ­λων δι­ά­λυ­σῃ, καί ὅσα φυ­σι­ο­λο­γεῖν εἴθι-σται τοῖς μὴ πλέ­ον τῶν ἐν αἰσθήσει προσέ­χου­σι· Τα­ῦ­τα δὲ λέ­γω οὐκ ἀναι­ρῶν τὴν αἰ­τί­αν τῆς φύ­σε­ως. Καί γὰρ ἡ φύ­σις ἁ­μαρ­τά­νει ὡς τὰ πολ­λὰ · ἤ πό­θεν οἱ πε­ριτ­τοὶ τί­νες ἐ­πι­γί­νον­ται δά­κτυ­λοι, ἡ με­λῶν ἔλ­λει­ψις, ἡ πή­ρω­σις ὀ­φθαλ­μῶν ἐξ αὐ­τῆς τῆς γεν­νή­σε­ως; Διό καί πα­τέ­ρας τῆς τι­κτο­μέ­νων ἀ­σθε­νεί­ας πολ­λά­κις αἰ­τι­α­τέον, μέ­θη καί ἀ­κο­λα­σί­α ποι­οῦν­τες ἐ­ξί­τη­λα τὰ σπει­ρό­με­να. Ἐν­τεῦ­θεν καὶ Μω­ϋ­σῆς τόν τοῦ λε­λω­βη­μέ­νου πα­τέ­ρα κα­τέ­λευ­σεν, ὅτι δι' ἀκρασί­αν τῆς γυ­ναικ­ός τόν κα­θα­ρι­σμόν οὐκ ἀ­νέ­μει­νε. Ὅλην ὅτι καί τα­ῦ­τα οὐκ ἔ­ξω τῆς πάν­τα εὐ­θυ­νού­σης προ­νοί­ας ἐκ­πέ­πτω­κε, μέλ­λου­σαν ἔ­σε­σθαι κα­κί­αν κωλυ­ού­σης πολ­λά­κις δι­ὰ πη­ρώ­σε­ως. Οὐ γὰρ μό­νον ἐν τοῖς σω­μα­τι­κο­ῖς, ἀλ­λὰ κἄν ταῖς ψυ­χα­ῖς τὰ ἐ­ναν­τί­α τῶν ἐ­ναν­τί­ων ἰ­ά­μα­τα. Οἷς δὲ μὴ μέλ­λου­σα κα­κί­α προ­σα­να­στέλ­λε­ται, ἄλ­λοι καυ­τῆ­ρες ἐ­πά­γον­ται, ἤ ἐ­πα­χθή­σον­ται. Καί ἰ­δού γυ­νὴ ἔ­χου­σα πνεῦ­μα ἀ­σθενεί­ας ἔ­τη δέ­κα καί ὀχ­τώ. Ὅ­ρᾳ τοῦ κά­κου τὴν ἐ­πί­τα­σιν, ἐν­νό­η­σον δὲ καί τῆς ἀ­σθε­νεί­ας τό μέ­γε­θος, ἐν πό­σοις ἐ­τῶν πε­ρι­ό­δοις εἰς γῆν ἡ ἀ­θλί­α κέκυ­φε κτη­νηδόν, μή­τε πρός τὰ οὐ­ρά­νι­α κάλ­λη ἐνα­τενί­ζειν ἰσχύ­ου­σα, μή­τε τάς ὄψεις τῶν συ­ναν­τών­των πε­ρι­α­θρεῖν δυ­να­μέ­νη, ἀλ­λὰ μη­νο­ει­δῶς καμ­πομέ­νῃ δί­κην στο­άς, τοῦ δαί­μο­νος οἷα τί­νος μο­λύ­βδι­νου βά­ρους βρί­θον­τος, καί τόν νῶ­τον συγ­κύ­πτον­τος. Ἵ­ε­ται τοί­νυν ἐπί τὴν ἴα­σιν αὐ­τό­μο­λος ὁ Σω­τήρ, ἐκ τῆς ἐνούσης αὐτῷ ἐμ­φύ­του πρός τόν ἄν­θρω­πον γα­λη­νὸ-

τη­τος, ἐ­λε­ή­σας τὴν φύ­σιν παι­ζο­μέ­νην οὕ­τως ὑπό τοῦ δαί­μο­νος, καί φω­νὴν ἐ­πα­φί­η­σι τῆς νό­σου λυ­τή­ρι­ον. Γύ­ναι, ἀ­πο­λέ­λυ­σαι τῆς ἀ­σθε­νεί­ας σου. · Καὶ τῷ λό­γῳ προ­στί­θη­σι τὴν ἁφήν · Ἐ­πέ­θη­κε γάρ, φησίν, ἐπ’ αὐ­τὴ τάς χεῖ­ρας, καί πα­ρα­χρῆ­μα ἀ­νωρ­θώ­θη. Ἄ­θρει δὴ τῆς ψυ­χῆς καί τοῦ σώ­μα­τος τό κα­τάλ­λη­λον φάρ­μα­κον. Ἐ­πει­δὴ γάρ, τῆς ψυ­χῆς ἁ­μαρ­τη­σά­σης, ἐ­δό­θη τῷ Σα­τα­νᾶ τό σῶ­μα πρός κό­λα­σιν, δι­ὰ μὲν τοῦ λό­γου ἀ­πο­λύ­ει τὴν ψυ­χὴν τῆς τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν, δι­ὰ δὲ τῆς θεί­ας ἁ­φῆς ἀ­νορ­θοῖ τό σῶ­μα τῆς εἰς γῆν κα­τα­νεύ­σε­ως. Ἀ­πο­κρι­θεὶς δὲ ὁ ἀρ­χι­συ­νά­γω­γος, ἀ­γα­να­κτῶν ὅτι τῷ Σαβ­βά­τῳ ἐ­θε­ρά­πευ­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς, ἔ­λε­γε τῷ ὄχλῳ· Ἓξ ἡμέ­ραι εἰσίν, ἐν αἷς δεῖ ἐρ­γά­ζε­σθαι · ἐν ταύ­ταις οὖν ἐρ­χό­με­νοι θε­ρα­πεύ­ε­σθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέ­ρα τοῦ Σαβ­βά­του, ὡς χα­λεπ­όν πά­θος ὁ φθό­νος, τὴν ψυ­χὴν ὑ­πο­τή­κων τοῦ τρέ­φον­τος, καὶ λα­θεῖν μὴ δυ­νά­με­νος, κἄν πρός ὁλί­γον ὑ­πο­κρι­τικῷ προ­σω­πείῳ κα­λύ­πτοι­το, ὡς πύ­ρ ἐν ἀ­χυύροις κα­λυ­πτό­με­νον δρι­μὺν μὲν τέ­ως κα­πνόν ἀ­να­δί­δω­σιν, εἰ δὲ τί­νος τύ­χοι δι­ὰ πνο­ῆς, τό­τε ἀναρριπίζει τὴν φλό­γα εἰς τοὐμ­φα­νές * τοι­οῦ­τον τὶ συ­νέ­βη καί περί τόν ἀ­πό­πλη­κτον τοῦ­τον ἄρ­χι­συνά­γω­γον ὅς, τοῦ Κυ­ρί­ου δι­δά­σκον­τος, ὤ­δι­νε μὲν ἐν ἀ­πο­ρρή­τοις τόν φθ­ό­νον, κα­τεῖ­χε δὲ μό­λις μη­δε­μί­αν εὑρί­σκων λα­βήν. Τό δὲ πα­ρά­δο­ξου θαῦ­μα τε­θε­α­κώς, διαρρήσ­σει τὴν ἐν­δο­μύ­χουσαν κα­κί­αν, καὶ εἰς φῶς προ­σά­γει τοῦ φθό­νου τό ἀμ­βλω­θρί­δι­ον. Ἀφείς γὰρ θαυ­μά­ζειν, τήν τοῦ νό­μου πα­ρά­βα­σιν δῆ­θεν προ­βάλ­λε­ται, οὐ τό Σάβ­βα­τον μᾶλ­λον τι­μῶν, ἤ τοῖς θε­ραπευ­ο­μέ­νοις ἐ­πι­φθο­νῶν. Ἀλλ’ ἀ­νε­πι­κού­ρη­τον ἀεί τό ψεῦ­δος ἀφ' ἑ­αυ­τοῦ, ῥᾶστᾳ πα­ρὰ τῶν σω­φρό­νων διε­λεγ­χό­με­νον. Ὁ μὲν γὰρ δὲ δυ­σφο­ρη­κὼς ἀναι­σχυν­τεῖ προ­φα­νῶς, καί τῷ θαύ­μα­τι ἀν­τε­ξά­γει τῆς ἑ­αυ­τοῦ βα­σκα­νί­ας τὴν ἔν­δει­ξιν, δι­α­λέ­λη­θε δὲ καθ’ ἑ­αυ­τοῦ κινή­σας τόν ἔ­λεγ­χον. Τὶ γὰρ πρός αὐτόν ὁ Σω­τὴρ ; Ὑ­πο­κρι­τά, ἕ­κα­στος ὑ­μῶν ἐν τῷ Σαβ­βὰτῷ οὐ λύ­ει τόν βοῦν αὐ­τοῦ καὶ τόν ὄνον ἀπό τῆς φάτ­νης, καί ἀ­πα­γα­γὼν πο­τί­ζει; Δεί­κνυ­σι μὲν οὖν αὐτόν οἷ­ον λε­λυτ­τηκ­ότα τῷ φθόνῳ · ἀ­να­κα­λύ­πτει δὲ δι­α­λευ­καίνων τοῦ νόμου τό βού­λη­μα, καὶ πεί­θων πρός τό πνεῦ­μα χει­ρα­γω­γεί­σθαι ὑπό τοῦ γράμ­μα­τος. Ἀ­πεί­πα­το μὲν γὰρ ὁ νόμος τῷ Σαβ­βάτῳ χει­ρο­νε­κτεῖν, ἥ­κι­στα δέ κω­λύ­ει εὐ­ερ­γε­τεῖν, ἀλ­λὰ δὴ καί αὐ­τὴ τῶν πρά­ξε­ων ἡ σχο­λὴ νο­ου­μέ­νων ἦν φυ­λα­κή. Ὅτι ­δὲ ταυτί ἀ­λη­θῆ, ὁ λόγος δεί­ξει ἀ­μο­γη­τί. Ἐ­πι­τάτ­τει ὁ νόμος ἐν Σαβ­βάτῳ μὴ αἴρειν βά­σταγ­μα, καὶ πῦρ μὴ καί­ειν, καὶ ἀπό τοῦ τό­που αὐ­τοῦ μὴ ἐ­ξέρ­χε­σθαι. Ὁ τοί­νυν ἐκλαμ­βά­νων τα­ῦ­τα σω­μα­τι­κῶς τῇ τοῦ νό­μου κα­τά­ρᾳ ὑ­πόδι­κος γί­νε­ται. Τό γὰρ μὴ κι­νεῖ­σθαι ἀπό τοῦ τό­που, ἀ­μή­χα­νον καί πᾶν τό ἐ­παι­ρό­με­νον βά­σταγ­μα ἐστι, κἄν ἄρ­τος ἦ, κἄν ἱ­μά­τι­ον. Ἀλλ’ ὁ νό­μος δι­ὰ τοῦ σαβ­βα­τι­σμοῦ τὴν ἐν τῷ κακῷ ἀ­πρα­ξί­αν νο­μο­θε­τεῖ. Καὶ μή­τε τῷ βά­ρει τῆς ἁ­μαρ­τί­ας κα­τα­φορ­τιίζε­σθ­αι, το­ῦ­το γάρ ἐ­στι τό μὴ αἴρειν βά­σταγ­μα · μή­τε τῆς ἐν θεῷ μο­νῆς ἀ­φί­στα­σθαι, ὅπερ ἐ­στι τό μὴ ἀ­πό τοῦ τό­που αὐτο­ῦ ἐ­ξέρ­χε­σθαι,  μή­τε τοῦ θυ­μοῦ καὶ τῆς φαύ­λης ἐ­πι­θυ­μί­ας ἀ­να­φλέ­γειν τό πῦρ. Ἀλ­λὰ καί τόκ κα­τα­λευ­σθῆναι τόν κα­τὰ τό Σάβ­βα­τον φρυ­γα­νι­ζό­μενον, οὕ­τω προ­σή­κει νο­εῖν, ὡς δεῖ τούς Ἀ­ναι­ρε­τι­κούς τῆς κα­κί­ας λο­γι­σμοὺς σφεν­δο­νῶν κα­τὰ τοῦ συλ­λέ­γοντος τῆς ἁ­μαρ­τί­ας τὰ φρύ­γα­να, ἅ­περ ὁ Ἀ­πό­στο­λος ξύ­λα, καί χόρ­τον, καὶ κα­λά­μην ὠ­νό­μα­σεν. Οἱ δὲ Ἰ­ου­δαῖ­οι οὐκ ὀρ­θῶς, οὐ­δὲ πε­φρον­τι­σμέ­νως, ἀλ­λὰ σωμα­τικχῶς σαββ­ατί­ζον­τες, καὶ δι­ὰ τῆς ἀ­πρα­ξί­ας τιμῶν­τες τό Σάβ­βα­τον, τῇ κτί­σει λα­τρεύ­ου­σιν, ὡς τούς γέ σω­μα­τι­κῶς σαβ­βα­τί­ζον­τας προ­φη­τι­κῇ τα­λα­νίζει φω­ν «Οὐαί λέ­γου­σα, οἱ ἐ­φα­πτό­με­νοι Σαβ­βά­των ψευ­δῶν ! » Ὁ γὰρ τοί­νυν νό­μος καί τοῖς Σαββά­σι δι­δά­σκει μη­δὲ τόν βο­ῦν, ἤ τόν ὄνον πα­ρι­δεῖν ἀ­τη­μέ­λη­τον, ἀλ­λὰ καί ψυ­χὰς οἰκτεί­ρειν κτη­νῶν» ὡς τό λό­γι­ον πλὴν ἀλλ' ἐ­πει­δὴ πε­ρὶ βο­ῶν οὐ μέ­λει τῷ θεῷ, ὡς Παῦ­λος δο­κεῖ τῷ ἀ­κρι­βεῖ τοῦ νό­μου ἐ­ξη­γη­τή, βοῦν καί ὄνον λυ­όμε­νον προ­σή­κει τούς ἐξ Ἑ­βραί­ων. καὶ τούς ἐξ ἐ­θνῶν ἐκ­δουλ­εύ­ον­τας, οὗς κα­τὰ τι­νὰ χρό­νων ἑ­βδο­μα­δι­κήν πε­ρί­ο­δον ἐκέ­λευ­σεν ἡ νο­μο­θε­σί­α ἐ­λευ­θε­ρο­ῦν, ὡς ἡ τοῦ Δευ­τε­ρο­νο­μί­ου βί­βλος δι­έ­ξει­σι. Τόν μὲν οὖν Ἑ­βραῖ­ον, βοῦν ὀ­νο­μά­ζει, ὡς κα­θαρόν ὄνῳ δὲ ἀ­φο­μοι­οῖ τόν ἐθνικ­όν, ὡς ἀ­κά­θαρτον, οὗς προσ­ή­κει ἐν τοῖς ὁ­ρι­σμέ­νοις σαβ­βα­τι­σμοῖς λύ­ειν ἀπό τοῦ δε­σμοῦ τῆς δου­λι­κῆς φάτ­νης, καί τό πό­μα τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας χα­ρί­ζε­σθαι. Αἰ­τί­αν δὲ τῆς νό­σου τῆς γυν­αικ­ός λέ­γει τόν Σατα­νᾶν· Ταύ­την γάρ, φη­σί, θυ­γα­τέ­ρα οὖ­σαν Ἀ­βρα­άμ, οὐκ ἔ­δει λυ­θῆ­ναι ἀπό τοῦ δε­σμοῦ τού­του τῇ ἡμέ­ρα τοῦ Σαβ­βά­του». Ἐν τῷ δει­κτι­κῶς εἰ­πεῖν τού­του, δα­κτύ­λῳ δεί­κνυ­σι τρό­πον τι­νὰ τόν πε­δή­σαν­τα δαί­μο­να, ὥ­σπερ τοῖς μαθη­ταῖς ἐδεί­κνυ τό σε­λη­ναῖ­ον ἐ­κεῖ­νο δαι­μό­νι­ον. λέ­γων «Ἐ­ρεῖ­τε τῷ ὄρει τούτῳ· Ἄρ­θη­τι καί βλή­θη­τι εἰς τὴν θά­λασ­σαν. Τό δέ, τῇ ἡ­μέ­ρα τοῦ Σαβ­βά­του, ἐν τῇ ἐ­μῇ ἐ­ναν­θρω­πήσει, φησί, καθ’ ἥν ἥ­κω σαβ­βα­τι-σμόν τῶν πα­θῶν ἐρ­γα­σό­με­νος. Ταῦ­τα λέ­γον­τος αὐ­το­ῦ, κα­τη­σχύ­νον­το πάν­τες οἱ ἀντικεί­με­νοι, φα­νε­ρῶς οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι, καὶ Γραμ­ματεῖς κα­τη­σχύ­νον­το ἐ­λεγ­χό­με­νοι, κα­τη­σχύ­νον­το δὲ μᾶλ­λον οἱ ἀν­τι­κεί­με­νοι δαί­μο­νες δε­δι­ό­τες τὴν μι­κρόν ὅσον ἐ­σο­μέ­νην σφί­σιν ἀπώ­λει­αν. Ἀλλ’ αὕτη μὲν ἡ σω­ματι­κω­τέ­ρα τοῦ λό­γου δι­ή­γη­σις · χρῇ δὲ πάν­τως καί τό ὠ­φέ­λι­μον αὕτης ἐ­πι­γνῶ­ναι δι­ὰ τῆς ἐν πνεύ­μα­τι θε­ω­ρί­ας. Ἡ μὲν οὖν Συ­να­γω­γὴ τύ­πος ἦν, ὡς ἀ­λη­θῶς, τῆς ὅλης συ­να­γω­γῆς, εἰς ἥν ἐ­πε­δή­μη­σε ὁ κα­τὰ σάρ­κα Χρι­στός.

Τό δὲ Σάβ­βα­τον τοῦ τῆς κα­κί­ας σαβ­βα­τι­σμο­ῦ, ὅν ἐ­ναν­θρω­πηήσας εἰρ­γά­σατο. Ὁ δὲ ἀρ­χι­συ­νά­γω­γος τοὺς Ἱ­ε­ρεῖς καί Γραμ­μα­τεῖς καί Φα­ρι­σαί­ους ὑ­πέ­γρα­ψε, τοὺς κα­τὰ Χρίιστοῦ, καὶ τῶν ἐ­κεί­νου θαυ­μά­των λυτ­τήσαν­τας, καὶ ὡς βε­βη­λοῦν­τος τό σάβ­βα­τον, καί κα­τα­λύσαντος τόν νόμον τοῦ­τον κα­τη­γο­ρή­σαν­τας. Ἡ δὲ κα­τὰ πά­ρο­δ­ον γε­νο­μέ­νη τῆς συγ­κυ­πτού­σης θε­ρα­πεί­α τῆς ἐξ ἐ­θνῶν Ἐκ­κλη­σί­ας τὴν σω­τη­ρί­αν εἰ­κό­νι­ζεν ἀ­νορ­θω­θείση­ς ἐκ τῆς πρός τὰ εἴ­δω­λα κα­τα­πτω­α­ε­ως. Ἀλ­λά καὶ ὁ τῆς ἀ­σθε­νεί­ας χρό­νος ἀ­ρι­δή­λως δεί­κνυ­σι, περί ἅ ἠ­σθενεῖ τὰ ἔ­θνη πρό τῆς πα­ρου­σί­ας Χρι­στοῦ. Ὁ γὰρ ὀκτώ καί δέ­κα­τος ἀριθμός, πρά­ξε­ως καί Θε­ω­ρί­ας ἐστί σύμ­βο­λον ἡ μὲν γὰρ δε­κὰς τάς ἔν­το­λας ση­μαί­νει τάς πρα­κτι­κάς · ἡ δὲ ὀγδο­ας τῆς παν­σό­φου Θε­ο­λο­γί­ας ἐ­στὶν εἰκών. Ἀμ­φο­τέ­ρω­θεν οὖν τὰ ἔ­θνη ἐ­χώ­λευ­ε ·κα­τὰ μὲν τό σέ­βας, ἀ­θε­ΐαν καί πο­λυ­θε­ΐαν νο­σή­σαν­τα· «κατὰ δὲ τὴν πρά­ξιν, τἀ­ναν­τία­ της ἐ­παι­νου­μέ­νης δεκά­δος δι­α­πρατ­τό­με­να. Kαί οὕ­τω κε­κυ­φό­τα ἦ­σαν ἐν τῇ γῆ χοι­ρηδ­όν ὕ­λη ἐμ­πε­παρ­μένα χα­μαι­ζή­λων κα­κῶν, καί πρός τό κτη­νῶ­δες καὶ τα­πειν­όν ἐ­πι­κύ­πτον­τα. Ἀλλ’ ἦλ­θε θεός οἰκεί­οις σπλάγ­χνοις ἐ­πι­καμ­φθείς, καί γε­νό­με­νος ἄν­θρω­πος, καί μεί­νας θεός, λύ­ει τὰ ἔ­θνη τῶν τῆς ἀ­σε­βεί­ας δε­σμῶν, καί ἀ­νορ­θοῖ πρός τὴν θεί­αν ἐ­πί­γνω­σιν. Καί τοῦ­το ἡ πνευ­μα­το­κι­θά­ρα ­προ­ΰψαλ­λεν  Κύ­ρι­ος ἀνορ­θοῖ κα­τερραγ­μέ­νους, Κύ­ρι­ος λύ­ει πε­πε­δη­μέ­νους.  Τῷδε λόγῳ καί ἀφῇ θε­ρα­πευθῆ­ναι τὴν πά­σχου­σαν, δη­λω­τικ­όν ἦν τῶν ἐ­πὶ Χρι­στοῦ δύ­ο φύ­σε­ων. Εἰ δὲ καὶ βα­σκαί­νει τῇ θε­ρα­πευ­θεί­σῃ ὁ ἀρ­χι­συ­νά­γω­γος, καί τοῦ­το τῇ θε­ω­ρί­ᾳ ἀ­κό­λου­θον. Οἱ γὰρ Ἰ­ου­δαῖ­οι τῶν ἐκ θε­οῦ δο­θέν­των τοῖς ἔ­θνε­σιν τὴν ἀ­φθο­νί­αν τῶν ἀ­γα­θῶν ὁ­ρῶν­τες βα­σκαί­νου­σι, καί τοῦ­το προ­λέ­γει δι­ὰ Μω­σέ­ως ὁ Οε­ός· Αὐτοί πα­ρε­ζήλω­σαν μὲ ἐπ’ οὐ θεῷ, κἀ­γω πα­ρα­ζη­λώ­σω αὐ­τοὺς ἐ­πὶ ἔθνει ἀ­συ­νέ­τῳ» Ἀ­να­νή­ψω­μεν οὖν, καὶ ἡ­μεῖς τῆς πρός τὰ γή­ι­να κα­τα­πτώ­σε­ως. Ἐ­πά­ρω­μεν εἰς οὐ­ρα­νοὺς τόν τῆς ψυ­χῆς ὀ­φθαλ­μόν, γε­νώ­με­θα ἐν αἰσθή­σει τοῦ πρέ­πον­τος, ἀ­πο­σει­σώ­με­θα τὴν ἀ­χλύν­ τήν ἐ­πι­σκο­τοῦ­σαν ἡ­μῶν τό ἡ­γε­μο­νι­κὸν ἕ­ως πό­τε πρός ἔ­ρεις, καὶ μά­χας, καί ψευ­δορ­κί­ας σχο­λά­σο­μεν; Ἐ­μέ γο­ῦν φρί­κη καί δέ­ος αἴρει δι­ὰ τοὺς συ­νε­χεῖς ὅρκους τοὺς γε­νο­μέ­νους εἰς τὰ κρι­τή­ρι­α · καί ὅπως πρό­κει­ται τό πά­σης αἰ­δοῦς ἄ­ξι­ον Εὐ­αγ­γέ­λι­ον ἐν τῇ τῶν λοι­μῶν κα­θέ­δρα πε­ρι­φρο­νού­με­νον· τό μὲν γὰρ πα­ραι­νεῖ μὴ ὄ­μνυ­ε ἐν ὅλως, οἱ δὲ ἅρ­πα­γες σύ­νερ­γον αὐτό τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας λαμ­βά­νου­σιν "οὕ­τω καί τῶν ἀ­πί­στων ἐ­θνῶν εἰσίν ἀ­θλι­ώ­τε­ροι. Κλει­νί­ας τίς Ἕλ­λην ἀνήρ προ­έ­κρι­νε ζη­μί­αν ὑ­πο­στῆ­ναι τα­λάν­των τρι­ῶν, ἤ ὄ­μο­σαι. Καὶ δέ­δω­κε τῷ κα­τη­γό­ρῳ τά­λαν­τα. Καί οὐχ ὅμο­σε · καὶ τα­ῦ­τα μὴ μέλλων ἐ­πι­ορ­κεῖν. Ἆρα οὖν οὐχ ἐσμὲν καὶ τῶν Ἑλ­λή­νων αὐ­τῶν ἀ­θλι­ώ­τε­ροι; Ὁπη­νίκα τις ἀν­τί­δι­κος ὦν ἐ­νορ­κώ­σαι σε βού­λε­ται, καὶ ἀ­εί τί­θη­σιν ἔμ­προ­σθεν τὴν σε­βα­σμί­αν τῶν Εὐ­αγ­γε­λί­ων πυ­κτίδα, ἀ­φείς ὀ­μνύειν, ἀ­νάπτυ­ξον ταύ­την, ἀ­νά­γνω­θι τὶ ὁ Δε­σπό­της δι­α­κε­λεύ­ε­ται. Ἐγώ δὲ λέ­γω ὑ­μῖν, μὴ ὄ­μο­σαι ὅλως, μή­τε ἐν τῷ οὐ­ρα­νῷ, ὅτι θρό­νος ἐστι τοῦ θε­οῦ, μή­τε ἐν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις, ὅτι πό­λις ἐ­στι τοῦ με­γά­λου βα­σι­λέ­ως, μή­τε ἐν τῇ κε­φα­λῇ σου ὁμό­σης, ὅτι οὐ δύ­να­σαι μί­αν τρί­χα λευ­κήν, ἤ μέ­λαι­ναν ποι­ῆ­σαι» φρί­ξον τό ρῆ­μα, φο­βή­θη­τι τό πα­ράγ­γελ­μα. Εἴ­σι­θι πρός τόν ἀ­κρι­βῆ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου σκο­πόν. Οὐ γὰρ ἁ­πλῶς ποι­εῖ­ται τόν οὐραν­όν ἀπόμω­τον · οὐ­δὲ ταύ­την λέ­γει τὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ἥν πολ­λὰ πολ­λά­κις στρα­τό­πε­δα Περ­σῶν, καὶ Μή­δων, καί Ρω­μαί­ων ἐ­δῄ­ω­σαν, ἀλλ’ οὐ­ραν­όν μὲν τόν νο­ερ­όν αὐτο­ῦ τόν Χε­ρου­βικ­όν θρό­νον κα­λεῖ, Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ δὲ τὴν ἄ­νω τοῦ θε­οῦ μη­τρό­πο­λιν, περί ἧς δε­δ­ο­ξα­σμέ­να ἐ­λα­λή­θη, ὡς ὁ Προ­φή­της φη­σί. Κε­φα­λὴν δέ, ἥν ὀμνύ­ειν ἀ­πεί­πα­το, οὐκ ἄλλην πάν­τως προσὴκει νο­εῖν, ἤ τὴν πάν­των ἡ­μῶν κε­φα­λὴν τόν ταῦ­τα νο­μο­θε­τοῦν­τα Χρι­στόν. Ταύ­της γὰρ τῆς κε­φα­λῆς αἱ τρί­χες οὔ­τε με­λαί­νον­ται οὔ­τε λευ­καί­νον­ται. Ἀ­ναλ­λοί­ω­τος γὰρ ἡ θεί­α φύ­σις, μή­τε με­λαι­νο­μέ­νη μή­τε γη­ρά­σκου­σα. « Ἔ­στω δὲ ὑ­μῖν λό­γος, φη­σί, τό, Ναί, ναί, καὶ τό Οὐ, οὔ. ». Ἀλλ' οὐ πι­στεύ­ει μοι, φησίν, ὁ ἀν­τι­μα­χό­με­νος μοί, βεβαι­ουμέ­νω τοῦ­τον δι­ὰ μό­νου τοῦ Ναί· ἀλλ’ ἐν­νό­η­σον ὅσον τό πα­ρα­βῆ­ναι τὴν ἐν­τολήν, κἄν πάν­τα προ­ῇς τὰ χρή­μα­τα, ἑ­κα­τον­τα­πλα­σι­όνα ἀ­πολαύσης. Ἀλ­λὰ μη­δὲ τοῦ­το ἐν­νο­ή­σῃς ἁ­πλῶς, ἀλ­λὰ ἴσ­θι, ὡς δι­ὰ τοῦ δι­πλοῦ τού­του να­ί, ἡ ὀρθή πί­στις ἡ­μῶν, καὶ ὁ βί­ος ἐν­δεί­κνυ­ται. Ἂν γὰρ ἡ πί­στις τοῖς δόγ­μα­σιν ἐν εἰ­λι­κρί­νει­ᾳ φυ­λάτ­τοι­το, πά­σης δὲ ἀδικίας καί βδε­λυ­ρί­ας κα­θα­ρεύ­ει ὁ βί­ος ἡ­μῶν, τό­τε κατο­ρθοῦ­ται ἡ­μῖν τό εὐ­αγ­γε­λικ­όν, Ναί, ναί, καὶ οὐ­τως ἐ­παι­νε­θή­σε­ται ὁ ὀ­μνύ­ων ἐν αὐτῷ. Ἂν οὕ­τω παιδαγω­γή­σωμεν ἑ­αυ­τοὺς τῷ τῆς ἀ­λη­θεί­ας ἅ­λα­τι τόν λό­γον ἀρ­τύ­ον­τες, οὐ δε­η­σώ­με­θα ὅρκου πρός τό πι­στεύεσθαι, ἀλ­λὰ καί ὁ βί­ος ἡ­μῶν τοῖς λό­γοις συμ­φθέγγοι­το, καί ὁ Δε­σπό­της ἡ­μῶν καὶ Κύ­ρι­ος δι' ἡ­μᾶς δο­ξα­σθή­σε­ται, ὅτι αὐτῷ πρέ­πει πᾶ­σα τι­μή, καὶ δό­ξα εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰώ­νων. Ἀ­μήν.

Δημοφιλείς αναρτήσεις