Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2025

Όσιος Ακάκιος «ὁ ἐν τῇ Κλίμακι».

 
Όσιος Ακάκιος «ὁ ἐν τῇ Κλίμακι».  
26 Νοεμβρίου. 
Κακὸν φυγὼν πᾶν Ἀκάκιος ἐν βίῳ.
Καλοῖς ἀπείροις ἐντρυφᾷ λιπὼν βίον. 
Ο Όσιος Ακάκιος αναφέρεται από τον Άγιο Ιωάννη, που συνέγραψε την Κλίμακα [ 30 Μαρτίου] γι' αυτό και ονομάζεται «ὁ ἐν τῇ Κλίμακι». 
Μόνασε στη Μικρά Ασία (στο Μοναστήρι Κελλιβάρα του όρους Λάτρου) και διακρίθηκε για την ανεξάντλητη υπομονή του. Έλεγε μάλιστα: «πλανώνται όσοι νομίζουν ότι δεν θυμώνω ποτέ. Θυμώνω, αλλά κατά των δύο μεγαλυτέρων εχθρών. Ο ένας είναι ο Σατανάς, τον άλλο περιττό να σας τον πω» και έδειχνε τον εαυτό του. 
Στο Μοναστήρι είχε πολύ δύστροπο προϊστάμενο, αλλά απέναντι του ο Ακάκιος δεν έλεγε το παραμικρό. Ο ηγούμενος τον κακοποιούσε και ο Ακάκιος τον αγαπούσε, όμως τον έθλιβε το γεγονός ότι κινδύνευε η σωτηρία του ηγουμένου του από την όλη διαγωγή του. 
Ο Ακάκιος πέθανε νέος, έχοντας παροιμιώδη υπομονή και ζωντανή ελπίδα στον Θεό. 
Ακολουθία του Οσίου συνέγραψε ο σοφολογιότατος διδάσκαλος Xριστοφόρος Προδρομίτης.

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στον συναξαριστή του, μας πληροφορεί ότι το τίμιο λείψανο του Αγίου έμεινε άφθορο και σώο για πολλά χρόνια. Μας διηγείται δε και την εξής ιστορία: 
«Συνέβη δε μίαν φοράν να εύγουν οι μοναχοί του Mοναστηρίου εκείνου διά να θερίσουν. Eπειδή εις τούτο τους εκάλει ο του θέρους καιρός. Δύω δε μόνον αδελφοί έμειναν εις το Mοναστήριον. O ένας μεν, διά να το φυλάττη, ο δε άλλος, διατί ήτον ασθενής. Hκολούθησε λοιπόν και απέθανεν ο ασθενής. O δε άλλος αδελφός, μόνος ώντας, δεν εδύνετο να σκάψη τάφον, και τα άλλα να κάμη τα εις ταφήν επιτήδεια. Όθεν ανοίξας τον έτοιμον τάφον του Aγίου Aκακίου, εκεί έβαλε τον αποθανόντα ομού με τον Άγιον. 
Kατά την αυρινήν δε ημέραν πηγαίνωντας εις τον τάφον, ευρήκεν ερριμμένον έξω του τάφου τον αποθανόντα αδελφόν. Kαι πάλιν έβαλεν αυτόν μέσα εις τον τάφον του Aγίου. Eπειδή δε πάλιν εύρεν αυτόν έξω ερριμμένον, επαραπονείτο προς τον Άγιον, δικαιολογούμενος και λέγων. Ήκουσα, Άγιε Aκάκιε, ότι κανένας άλλος δεν επρόκοψεν εις την υπακοήν καθώς εσύ. Aλλά τώρα, ως βλέπω, έγινες παρήκοος και υπερήφανος τόσον, ώστε οπού δεν δέχεσαι τον αδελφόν μέσα εις τον τάφον σου, αλλά τον ρίπτεις έξω. Λοιπόν ή άφες αυτόν να ευρίσκεται μαζί σου εις ένα τάφον, ή ανίσως πάλιν ρίψης αυτόν έξω, πλέον δεν θέλω σε υποφέρω, αλλά θέλω σε εκβάλω από τον τάφον. Όθεν έβαλε τον αδελφόν πάλιν εις τον τάφον του Aγίου και ανεχώρησε. Tην αυρινήν δε ημέραν πηγαίνωντας πάλιν, τον μεν αποθανόντα αδελφόν, εύρε κείμενον εις τον τάφον, τον δε Άγιον Aκάκιον δεν ευρήκεν. Όθεν έως της σήμερον βλέπεται ο τάφος άδειος, έχων την επωνυμίαν του Aγίου Aκακίου».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
ώας ἐξήστραψας, ὥσπερ ἀστὴρ φαεινός, καὶ πάντας ἐφαίδρυνας τῶν μονοτρόπων χορούς, Ἀκάκιε ὅσιε, αἴγλη τῶν ἀρετῶν σου, καὶ διήγειρας τούτους, ἄνθεσιν ἐγκωμίων, καταστέφειν σὺν πόθῳ, τὴν σὴν φαιδρὰν καὶ σεπτήν, καὶ πάντιμον μνήμην.

Ο άγιος νεομάρτυς Γεώργιος ο Χίος


Ο άγιος νεομάρτυς Γεώργιος ο Χίος 

26 Νοέμβριος  

Ο άγιος Γεώργιος γεννήθηκε στη Χίο από χριστιανούς γονείς και μικρός ακόμη μπήκε μαθητευόμενος σε έναν ικανό ξυλογλύπτη. Κάποτε που είχαν πάει στα Ψαρά για να φτιάξουν εικονοστάσια, έφυγε μια μέρα από το σπίτι του αφεντικού του παρέα με άλλους νεαρούς για την Καβάλα και τους έπιασαν σε ένα μποστάνι να κλέβουν πεπόνια. Τον παρέδωσαν στον Τούρκο καδή και φοβούμενος τις τιμωρίες δέχθηκε να γίνει μουσουλμάνος, με το όνομα Αχμέντ. 
Όταν έγινε δέκα χρονών, μετέβη πάλι στη Χίο και επέστρεψε στο πατρικό σπίτι κλαίγοντας και θρηνώντας για την αποστασία του. Ο πατέρας του τότε τον εμπιστεύθηκε στις φροντίδες ενός καλού χριστιανού στις Κυδωνίες για να μην τον βρουν οι Τούρκοι. Εν συνεχεία τον υιοθέτησε μια γηραιά κυρία, η οποία τον στερέωσε στην πίστη. 
Σε ηλικία είκοσι έξι ετών, αρραβωνιάσθηκε με μια νέα του χωριού. Λίγο αργότερα όμως, μετά από μια διένεξη με τον αδελφό της, ο μέλλων γαμπρός του τον κατέδωσε στις τουρκικές αρχές ως αποστάτη. 
Ο Γεώργιος φυλακίσθηκε και βασανίσθηκε, οι δοκιμασίες όμως αυτές καθώς και μία συζήτηση που είχε με έναν άλλο ομολογητή της πίστεως είχαν ως αποτέλεσμα να ενδυναμώσουν την αγάπη του για τον Χριστό και να τον κάνουν να λάβει την απόφαση να θυσιάσει τη ζωή του για Εκείνον. 
Τη νύκτα της 24ης Νοεμβρίου 1807 εκοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων και προετοιμάσθηκε γαλήνια για τον θάνατο. Την επομένη αποφασίσθηκε η εκτέλεσή του και οι ιερείς της πόλεως συγκέντρωσαν όλους τους πιστούς φίλους των μαρτύρων για να τελέσουν ολονυκτία και να παρακαλέσουν τον Θεό να δώσει θάρρος και υπομονή στον μέλλοντα μάρτυρα την ώρα της δοκιμασίας. 
Οι ψαλμωδίες και οι δοξαστικοί ύμνοι συνεχίζονταν ακόμη στην εκκλησία, όταν το χάραμα ο Γεώργιος οδηγήθηκε στον τόπο της εκτελέσεως επαναλαμβάνοντας αδιάκοπα το όνομα του Ιησού και εκείνο της Υπεραγίας Θεοτόκου. 
Αφού δήλωσε εκ νέου ότι ήταν χριστιανός και ήθελε να πεθάνει χριστιανός, τουφεκίσθηκε. Δεν πέθανε όμως, και καθώς παρέμενε γονατιστός και ασάλευτος, ο δήμιος τον διέταξε να σκύψει τον αυχένα και αφού τον άφησε για λίγο εν αναμονή, πήρε το ξίφος και τον έπληξε βίαια δύο φορές. 
Ο άγιος, ωστόσο, δεν έπαυε να επαναλαμβάνει το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Έξαλλος τότε ο δήμιος τον έριξε κατά γης και τον έσφαξε σαν αρνί. Καθώς το αίμα του έτρεχε κατά κύματα και μέχρι την τελευταία του πνοή, ο άγιος δεν έπαψε να εκφέρει το όνομα του Κυρίου.

Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας,
Τόμος 3ος (Νοέμβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Ἅγιος Νίκων ὁ «Μετανοεῖτε»


Φώτης Κόντογλου  
Ἅγιος Νίκων ὁ «Μετανοεῖτε»

(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)

Αὔριο Δευτέρα, 26 Νοεμβρίου, γιορτάζεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Νίκωνος «τοῦ Μετανοεῖτε». Τὸν εἴπανε «Μετανοεῖτε», ἐπειδὴ ἔλεγε συχνὰ στοὺς ἀνθρώπους νὰ μετανοήσουνε, ὅπως ἔκανε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. 
Πατρίδα τοῦ ἤτανε κάποια χώρα τοῦ Πόντου ποὺ τὴ λέγανε Πονεμωνιακή. Γεννήθηκε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς. Οἱ γονιοί του ἤτανε πλούσιοι, μὰ ὄχι μοναχὰ στὰ ὑλικὰ πλούτη μὰ καὶ στὰ πνευματικά. Γιὰ τοῦτο τὸν ἀναθρέψανε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου». Καὶ ἐνῶ τὰ ἄλλα τὰ ἀδέρφια του καὶ οἱ φίλοι τοῦ ἤτανε παραδομένοι στὶς διασκεδάσεις καὶ στὰ ἱπποδρόμια, ὁ Νίκων ἀγαποῦσε τὴ θρησκεία, κ᾿ ἤτανε ταπεινὸς καὶ φρόνιμος σὲ ὅλα, λιγόφαγος, ἁπλὸς στοὺς τρόπους, σεμνολόγος, φυλάγοντας τὰ μάτια του νὰ μὴν μπεῖ μέσα του ὁ σαρκικὸς πειρασμὸς ποὺ χαλᾶ τὴν ἁγνότητα τῆς νεότητος. Μιὰ μέρα τὸν ἔστειλε ὁ πατέρας του, ποὺ εἶχε πολλὰ κτήματα, νὰ ἐπιστατήσει ἀπάνω στοὺς ἐργάτες ποὺ δουλεύανε σ᾿ αὐτά, καὶ σὰν εἶδε τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρώτα ποὺ χύνανε αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, τόσο λυπήθηκε ἡ ψυχή του, ποὺ παράτησε παρευθὺς καὶ τὰ κτήματά του καὶ τοὺς γονιούς του καὶ τὴν πατρίδα τοῦ κ᾿ ἔφυγε χωρὶς νὰ γνωρίζει ποὺ πηγαίνει, ἀφοῦ γι᾿ αὐτὸν ὅλη ἡ οἰκουμένη ἤτανε τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ λόγο ποὺ λέγει «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς». Ἀφοῦ πέρασε πολλοὺς τόπους ποὺ δὲν τὸν ἤξερε κανένας, ἔφταξε σ᾿ ἕνα βουνὸ ποὺ ἤτανε τὸ σύνορο ἀνάμεσα στὸν Πόντο καὶ στὴν Παφλαγονία καὶ ποὺ εἶχε κ᾿ ἕνα μοναστήρι λεγόμενο Χρυσὴ Πέτρα. Σὰν εἶδε τὸ μοναστήρι ὁ Νικήτας, ἔνοιωσε μεγάλη χαρά. Κι᾿ ὁ Θεὸς φώτισε τὸ γέροντα ἡγούμενο, ποὺ ἤτανε ἅγιος ἄνθρωπος, καὶ βγῆκε στὴν πόρτα καὶ καλωσόρισε τὸν Νικήτα καὶ τὸν ἀγκάλιασε σὰν πατέρας τὸ γυιό του καὶ τὸν κάλεσε μὲ τὄνομά του. Ὁ Νικήτας σὰν ἄκουσε τὸ γέροντα νὰ τὸν φωνάζει μὲ τὄνομά του χωρὶς νὰ τὸν ἔχει δεῖ ποτέ, φτεροκόπησε ἡ καρδιά του καὶ μπῆκε μαζὶ μὲ τὸν ἡγούμενο στὴν ἐκκλησία, καὶ τὴν ἴδια ὥρα τὸν κούρεψε μοναχὸ μὲ τὄνομα Νίκων. Ἀπὸ κείνη τὴν ἡμέρα ξέχασε ὁλότελα πιὰ πὼς ζεῖ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Τὴ μέρα δούλευε στὴν ὑπηρεσία ποὺ τὸν ἔβαλε ὁ γέροντάς του, καὶ τὴ νύχτα δὲν κοιμότανε, ἀλλὰ ἀγρυπνοῦσε μὲ προσευχὴ καὶ μὲ δάκρυα, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει νὰ μολευθεῖ ἡ νεανικὴ ψυχή του ἀπὸ κανέναν ἄσχημο διαλογισμὸ κι᾿ ἀπὸ τὴν πονηριὰ ποὺ μπαίνει τόσο εὔκολα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἄλλοι ἀδελφοὶ τῆς μονῆς τὸν ἀγαπήσανε πολύ, γιατὶ ἤτανε ἀπερηφάνευτος, πρᾷος καὶ καλοκάγαθος. Δώδεκα χρόνια ἔζησε μέσα στὸ μοναστήρι τῆς Χρυσῆς Πέτρας. Στὸ μεταξὺ ὁ πατέρας του χάλασε τὸν κόσμο γιὰ νὰ τὸν βρεῖ, πλὴν μάταια κοπίασε. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἔπαψε νὰ τὸν ψάχνει, ὁ ἅγιος παρακάλεσε τὸ γέροντά του νὰ τὸν ἀφήσει νὰ φύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ὅπως κ᾿ ἔγινε. Μὰ σὰν πέρασε τὸ ποτάμι Παρθένι, γύρισε κ᾿ εἶδε στὴν ἀντικρινὴ ἀκροποταμιὰ τὸν πατέρα του μὲ τὰ ἄλλα παιδιά του καὶ μὲ τὴ συνοδεία του, καὶ σὰν τὸν γνώρισε ὁ γέρος, ἄρχισε νὰ κλαίγει καὶ νὰ φωνάζει στὸν Νικήτα νὰ τὸν λυπηθεῖ καὶ νὰ γυρίσει στὸ σπίτι τους, κ᾿ ἤθελε νὰ πέσει στὸ ποτάμι. Μὰ τὸν μποδίσανε οἱ δικοί του, γιατὶ εἶχε φουσκώσει τὸ ρεῦμα του ἀπὸ τὰ πολλὰ νερὰ ποὺ κατέβασε. Κι᾿ ὁ μακάριος Νίκων, σφίγγοντας τὴν καρδιά του, γύρισε κατὰ τὸν πατέρα του καὶ γονάτισε καὶ τὸν προσκύνησε, κ᾿ ὕστερα ἔστριψε πάλι καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του. Πέρασε ἀπὸ βουνὰ ἔρημα, ἀπὸ κρεμνοὺς καὶ καταβόθρες. Τὰ ροῦχα του ἤτανε λερὰ καὶ τριμμένα, τὰ πόδια του ξυπόλητα. Βαστοῦσε μοναχὰ ἕνα ραβδὶ κ᾿ ἕνα σταυρό. Τρία χρόνια γυροβολοῦσε ἔτσι στὰ βουνὰ ποὺ ἤτανε λημέρια τῶν ληστῶν, κ᾿ ἔτρωγε χορτάρια. Πολλὲς φορὲς τὸν συναπαντούσανε αὐτοὶ οἱ φονηάδες καὶ τὸν κλωτσούσανε. Μὰ σὰν εἴδανε πὼς στὴν κακία τοὺς ἀποκρινότανε μὲ ἀγάπη καὶ μὲ ταπείνωση, τὸν ἀγαπήσανε κι᾿ αὐτοὶ καὶ τὸν τιμούσανε σὰν ἅγιο. Σὰν περάσανε τρία χρόνια ποὺ ἔζησε ἀπάνω στὰ βουνά, ἀποφάσισε νὰ κατέβει στὶς πολιτεῖες καὶ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴ μετάνοια. Ἤτανε τότε ὡς 36 χρονῶν, κατὰ τὰ 959 μ.X. Ἀφοῦ πέρασε βιαστικὰ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς, μπαρκάρησε σ᾿ ἕνα καράβι γιὰ νὰ πάγη στὴν Κρήτη, στὰ 961 μ.X., ἐπειδὴ οἱ Ἄραβες εἴχανε ἀλλαξοπιστήσει τοὺς χριστιανοὺς μὲ τὸ σπαθί. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ μπόρεσε καὶ τοὺς γύρισε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ ὕστερα ἀπὸ ἑφτὰ χρόνια ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ πῆγε στὴν Ἐπίδαυρο στὰ μέρη τοῦ Δαμαλᾶ, κ᾿ ἐκεῖ κήρυξε τὴ μετάνοια κ᾿ ἔσωσε ψυχές. Ἀπὸ τὸν Δαμαλᾶ μπῆκε σ᾿ ἕνα καΐκι γιὰ νὰ πάγη στὴν Ἀθήνα. Μαζὶ μὲ τὸ καΐκι ποὺ μπῆκε ὁ ἅγιος, ταξίδευε κ᾿ ἕνα ἄλλο γιὰ τὴν Ἀθήνα, καὶ περνώντας ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα βγήκανε οἱ ναῦτες νὰ πάρουνε νερό. Αὐτὸ τὸ νησὶ ἤτανε ἔρημο ἀπὸ τοὺς κουρσάρους. Ὁ ἅγιος εἶπε στοὺς καπετάνιους νὰ μὴ φύγουνε ἀκόμα ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα, γιατὶ θὰ πάθουνε. Ὁ ἕνας καπετάνιος ποὖχε τἄλλο τὸ καΐκι δὲν τὸν ἄκουσε κ᾿ ἔφυγε, μὰ κεῖνος ποὖχε μέσα τὸν ἅγιο ἀπόμεινε. Μὰ τὸ καΐκι ποὺ ἔκανε πανιὰ τὸ πιάσανε οἱ κουρσάροι πρὶν φτάξει στὴν Ἀθήνα. Σὰν ἔφτασε ὁ ἅγιος σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀρχαία πολιτεία, ποὺ ἦταν ἄλλη φορὰ φημισμένη στὸν κόσμο πλὴν τότε ἤτανε καταντημένη ἕνα χωριό, ἄρχισε τὸ κήρυγμα κ᾿ ἔφερε πολὺν καρπό, γιατὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἤτανε θεοφοβούμενοι. Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα πῆγε στὴν Εὔβοια, καὶ μαζεύθηκε κόσμος πολὺς νὰ τὸν ἀκούσει. Καὶ μὲ τὴν ὀχλοβοή, ἕνα παιδὶ ποὺ εἶχε ἀνεβεῖ στὸ κάστρο μαζὶ μὲ τὸν ἄλλον κόσμο, παραπάτησε κ᾿ ἔπεσε, καὶ βάλανε τὶς φωνὲς κ᾿ ἔγινε μεγάλη σύγχυση κ᾿ οἱ γονιοὶ τοῦ παιδιοῦ καταριόντανε τὸν ἅγιο. Μὰ ἐκεῖνος δὲν ταράχθηκε, ἀλλὰ τοὺς εἶπε ἥσυχα: «Τὸ παιδὶ ζεῖ, δὲν πέθανε». Κι᾿ ἀλήθεια τὸ παιδὶ σηκώθηκε ἀπάνω γελαστὸ σὰν νὰ πήδηξε ἀπὸ τὸ μπιντένι, κι᾿ οἱ γονιοί του κι᾿ ὅλος ὁ κόσμος πέσανε καὶ προσκυνούσανε τὸν ἅγιο, καὶ τὸ παιδὶ τοὺς ἔλεγε πὼς σὰν γλύστρησε καὶ βρέθηκε στὸν ἀγέρα, εἶδε ἐκεῖνον τὸν καλόγερο ποὺ φώναζε «Μετανοεῖτε» νὰ πετᾶ καὶ νὰ τὸ πιάνει στὴν ἀγκαλιά του ὡς ποὺ τὸ κατέβασε μαλακὰ στὴ γῆ. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Εὔριπο, πῆγε στὶς Θῆβες, κι᾿ ἀπὸ κεῖ στὸ βουνὸ Κιθαιρῶνα, ποὺ τὸ λέγανε τότε ὄρος τῆς Μυουπόλεως, κ᾿ ἐκεῖ ἀσκήτεψε μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο, κοντὰ στὸ μέρος ποὺ βρίσκεται τὸ μοναστήρι, ποὺ ἔχτισε ὁ ὅσιος Μελέτιος ὕστερα ἀπὸ χρόνια, κι᾿ αὐτὸς Ἀνατολίτης. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Κόρινθο, στὸ Ἄργος, στὸ Ναύπλιο, κι᾿ ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσε ἄναβε στὶς καρδιὲς τὸν πόθο τῆς θρησκείας κ᾿ ἔκανε πολλὰ θαύματα, προπάντων ἔγιαινε ἀρρώστους ἀνθρώπους. 
Ἀφοῦ πέρασε ὅλον τὸν Μοριᾶ, κ᾿ ἔφταξε ὡς τὴ Μάνη, πῆρε πάλι τὸ δρόμο γιὰ νὰ γυρίσει στὴ Σπάρτη, ἀπ᾿ ὅπου εἶχε περάσει. Μὰ πρὶν πάγει στὴ Σπάρτη, μπῆκε σ᾿ ἕνα σπήλαιο ποὺ βρισκότανε σὲ κάποιο ἔρημο μέρος ποὺ τὸ λέγανε «Μῶρον» καὶ κειτότανε ἄρρωστος καὶ θερμιασμένος. Σὲ λίγες μέρες μαθεύτηκε τὸ καταφύγιό του καὶ μαζεύθηκε κόσμος πολύς σὲ κεῖνο τὸ σπήλαιο γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐλογία του, καὶ πολλοὶ ἄρρωστοι περιμένανε τὴ γιατρειά τους ἀπὸ τὸν ἄρρωστον. Σὰν σηκώθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, πῆγε στὸ Ἀμύκλι, κ᾿ ἐπειδὴ ἐκείνη ὅλη τὴν περιφέρεια τὴ ρήμαξε τὸ θανατικὸ ἀπὸ λοιμικὴ ἀρρώστια κ᾿ εἶχε πιάσει τὸν κόσμο φόβος καὶ τρόμος, μαζεύθηκε πολὺς λαὸς καὶ πήγανε καὶ τὸν παρακαλέσανε νὰ πάγει στὴ Σπάρτη. Ὁ ἅγιος τοὺς εἶπε πὼς θὰ παρακαλέσει τὸ Θεὸ νὰ πάψει τὴν ὀργή του, καὶ πὼς θὰ καθίσει στὴ Σπάρτη ὡς ποὺ νὰ πεθάνει. Σηκώθηκε λοιπὸν καὶ πῆγε στὴ Σπάρτη, καὶ σὰν ἐμπῆκε στὴν πολιτεία, πὼς σὰν φανερωθεῖ ὁ ἥλιος σκορπᾶ καὶ χάνεται ἡ ἀντάρα, ἔτσι καὶ σὰν φάνηκε ὁ ἅγιος ἔπαψε τὸ θανατικό, κι᾿ ὁ κόσμος ξεκουράσθηκε ἀπὸ τὴν ἀγωνία καὶ ἔπεσε σὲ μετάνοια. Ἀπὸ τότε δὲν ἔφυγε πιὰ ἀπὸ τὴ Σπάρτη ὁ ἅγιος, κ᾿ ἡ πολιτεία τούτη ἔγινε ἡ δεύτερη πατρίδα του. Ἔχτισε μία μεγάλη ἐκκλησία στὄνομα τοῦ Σωτῆρος, ποὺ βρεθήκανε τὰ θεμέλιά της κοντὰ στὸ κάστρο τῆς ἀρχαίας Σπάρτης, κι᾿ αὐτὴ ἡ διαβόητη πολιτεία ποὺ ἤτανε ξακουσμένη στὸν κόσμο γιὰ τὴν παλληκαριά της, καταστάθηκε ἡ καθέδρα τῆς Χριστιανοσύνης μὲ ἄρχοντά της τὸν πράον κ᾿ ἥμερον μαθητὴ τοῦ Κυρίου ποὺ δίδαξε στὸν κόσμο τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ τὴν εἰρήνη. Στὸ μεταξὺ βαφτιζόντανε οἱ Ἑβραῖοι, ποὺ ὑπήρχανε πολλοὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ μέρη, καὶ πλήθαινε ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ. 
Ἀλλὰ ἦρθε καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Νίκωνα ἡ μέρα νὰ πληρώσει, σὰν ἄνθρωπος κι᾿ αὐτός, τὸ «κοινὸν χρέος τοῦ θανάτου», κι᾿ ἀρρώστησε. Μάζεψε λοιπὸν γύρω στὸ κλινάρι του τὰ πνευματικὰ τέκνα του, καὶ τὰ εὐλόγησε καὶ τοὺς εἶπε πὼς σιμώνει τὸ τέλος του, κι᾿ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε πολλὲς συμβουλὲς καὶ τοὺς στερέωσε στὴν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ, εἶπε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός, εἰς χεῖρας σου παρατίθημι τὸ πνεῦμα μου» καὶ παρέδωσε τὴν καθαρὴ ψυχή του σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ γι᾿ αὐτὸν ὑπόφερε τόσους κόπους. Κοιμήθηκε στὰ 998 μ.X., στὶς 26 Νοεμβρίου, σὲ ἡλικία 75 χρονῶν. 
Τὸ σκήνωμα γίνηκε προσκύνημα. Ὁ λαὸς τὸ τριγύρισε καὶ βούιζε ὅπως κάνουνε οἱ μέλισσες γύρω στὸ κουβέλι. Ὅλοι θέλανε νὰ πᾶνε κοντὰ στὸ λείψανο, καὶ πολλοὶ παίρνανε ἀπὸ εὐλάβεια κάποιο πρᾶγμα ἀπὸ πάνω του, ἄλλος ἕνα κομμάτι ροῦχο, ἄλλος λίγες τρίχες, ἄλλος ἔκοβε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴ ζώνη του νὰ τἄχουνε γιὰ φυλαχτό. Ὁ δεσπότης μὲ ὅλο τὸ ἱερατεῖο κηδέψανε τὸ τίμιο σκῆνος, ποὺ ἤτανε βαλμένο μέσα σὲ θήκη ἀκριβὴ κι᾿ ἀνάβρυσε ἅγιο μύρο, καὶ πολλοὶ ἄρρωστοι γιάνανε, τυφλοί, στηθικοί, ὑδρωπικοί, παράλυτοι κι᾿ ἄλλοι ποὺ βασανιζόντανε ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἀπολυτίκιό του λέγει: 
«Χαίρει ἔχουσα ἡ Λακεδαίμων
θείαν λάρνακα τῶν Σῶν λειψάνων
ἀναβρύουσαν πηγᾶς τῶν ἰάσεων
καὶ διασώζουσαν πάντας ἐκ θλίψεως
τοὺς Σοὶ προστρέχοντας, Πάτερ ἐκ Πίστεως.
Νίκων ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε
δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος». 
 
Ἕνας εὐσεβὴς ἄρχοντας, λεγόμενος Μαλακηνός, τόσον ἀγαποῦσε τὸν ἅγιο Νίκωνα, ποὺ δὲν ἤθελε νὰ ζήσει χωρὶς νὰ βλέπει τὴν ὄψη του. Φώναξε λοιπὸν ἕνα ζωγράφο καὶ τοῦ παράγγειλε νὰ ζωγραφίσει τὸν ἅγιο, μὰ ἐπειδὴ ὁ ζωγράφος δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτέ, ὁ Μαλακηνὸς ἱστόρησε μὲ λόγια ὅσο μποροῦσε στὸ ζωγράφο τί λογῆς ἤτανε ἡ φυσιογνωμία του. Ὁ ζωγράφος πῆγε στὸ ἐργαστήρι του κ᾿ ἔπιασε νὰ κάνει τὴν εἰκόνα, ἀλλὰ κοπίασε πολὺ χωρὶς νὰ μπορέσει νὰ τὸν ἐπιτύχει τὸν ἅγιο ὅπως ἤτανε. Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ καθότανε στενοχωρημένος, βλέπει νὰ μπαίνει ἕνας καλόγερος κοντός, νηστεμένος, μὲ μαλλιὰ μαῦρα κι᾿ ἀνακατεμένα, μὲ μαῦρα ἀχτένιστα γένια, μ᾿ ἕνα κουρελιασμένο παλιόρασο καὶ νὰ βαστᾶ ἕνα ραβδὶ μ᾿ ἕνα σταυρὸ στὴν ἄκρη, ποὺ τὸν ἔδωσε στὸ ζωγράφο νὰ τὸν φιλήσει. Ὕστερα τὸν ρώτησε γιατί εἶναι στενοχωρημένος. Σὰν τοῦ εἶπε ὁ ζωγράφος τὴν αἰτία, τοῦ λέγει ὁ καλόγερος: 
«Κοίταξέ με, ἀδελφέ, καὶ ζωγράφισε τὴν εἰκόνα, γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἱστορίζεις μοιάζει μὲ μένα σὲ ὅλα». 
Σὰν τὸν κοίταξε καλὰ ὁ ζωγράφος ἀπόρησε, ἐπειδὴ ἤτανε ἴδιος ὅπως τὸν εἶχε περιγράψει ὁ Μαλακηνός. Γύρισε λοιπὸν τὸ πρόσωπό του κατὰ τὸ σανίδι ποὺ ζωγράφιζε νὰ δεῖ ἂν μοιάζει μὲ τὸ πρόσωπο, ποὺ ἔκανε, καὶ βλέπει πὼς εἶχε τυπωθεῖ ὁ καλόγερος ποὺ τοῦ μιλοῦσε. Τὸν ἔπιασε φόβος καὶ φώναξε «Κύριε ἐλέησον», καὶ σὰν γύρισε νὰ τὸν ξαναδεῖ, δὲν εἶδε τίποτα. 
Ὅπως τὸν εἶδε ὁ ζωγράφος, ἔτσι εἶναι ζωγραφισμένος ὁ ἅγιος Νίκων στὶς εἰκόνες ποὺ βρεθήκανε κανωμένες ἀπὸ παλιοὺς ἁγιογράφους. Ἡ πιὸ παλιὰ εἰκόνα του βρίσκεται στὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ τῆς Λειβαδιᾶς ἱστορημένη μὲ ψηφιά, μὰ τὸν παριστάνει μὲ μαλλιὰ χτενισμένα. Φαίνεται ὅμως πὼς πιὸ σωστὰ παραστήσανε τὴ φυσιογνωμία του οἱ ζωγράφοι ποὺ τὸν ζωγραφίσανε σὲ ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται κοντὰ στὰ μέρη τῆς Σπάρτης, ὅπως εἶναι στὸ Παληομονάστηρο τῆς Κρίτσοβας, ζωγραφισμένος στὰ 1267, στὴν Παναγία τὴ Χρυσαφίτισσα στὰ Χρύσαφα, στὸν ἅγιο Νικόλαο τῆς Ἀναβρυτῆς, στὴν ἐκκλησιὰ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στὸ χωριὸ Πέρπαινη, κι᾿ ἀλλοῦ. Μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ παλαιὲς καὶ μαστορικὲς εἰκόνες του εἶναι καὶ κείνη ποὺ βρῆκα στὴν Περίβλεπτο τοῦ Μυστρᾶ τὸν καιρὸ ποὺ δούλευα γιὰ νὰ καθαρίσω καὶ νὰ στερεώσω τὶς παλιὲς τοιχογραφίες. Βρίσκεται κοντὰ στὴ μικρὴ τὴν πόρτα ποὺ μπαίνει κανένας στὴν ἐκκλησιά. Ὁ ἅγιος εἶναι ζωγραφισμένος ὅπως τὸν ἱστορίζει τὸ συναξάρι του, μὲ βουλιασμένα τὰ μάγουλά του ἀπὸ τὴν κακοπάθηση, μὲ ζωηρὰ μάτια, μὲ μαῦρα μαλλιὰ ἀνακατεμένα κι᾿ ἀχτένιστα καὶ μὲ μαῦρα γένια. Ἔτσι τὸν γράφει κι᾿ ὁ Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ στὴν «Ἑρμηνεία τῶν ζωγράφων»: «Νέος στρογγυλογένης, μακρότριχος, ἔχων τὰς τρίχας ἠγριωμένας». Λέγοντας «νέος» θέλει νὰ πεῖ μαυρομάλλης.

Ἀπό σήμερον καί μέχρι τῆς 24ης Δεκεμβρίου, ἐάν ἑορτάζηται Ἅγιος, τό Κοντάκιον· «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν προαιώνιον Λόγον...».


 

26η Νοεμβρίου 
ΚΥΡΙΑΚΗ: 
ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ. 
Τῶν Ὁσίων Πατέρων ἡμῶν Ἀλυπίου τοῦ Κιονίτου, Νίκωνος τοῦ Μετανοεῖτε καί Στυλιανοῦ τοῦ Παφλαγόνος.


Σημείωσις: πό σήμερον καί μέχρι τῆς 24ης Δεκεμβρίου, ἐάν ἑορτάζηται Ἅγιος, τό Κοντάκιον· «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν προαιώνιον Λόγον...».

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ


ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ

Ελάχιστα και πενιχρά τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας για τον βίο του αγίου Στυλιανού. Επιλεγμένος εκ κοιλίας μητρός από Θεού ο όσιος Στυλιανός, απαλλάχθηκε από την απάτη και ματαιότητα του κόσμου τούτου καθώς μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και ασπάσθηκε τον μοναχικό βίο. Υπερείχε όλων των άλλων μοναχών κατά τη σκληραγωγία και την επίπονη άσκηση. Διέπρεψε για την ανδρεία του στους ασκητικούς αγώνες και, μετά από μερικά χρόνια κοινοβιακής ζωής, αναχώρησε για να διαγάγει την ησυχαστική πολιτεία μέσα σε μια απόκοσμη σπηλιά. Εκεί λάβαινε την τροφή του από το χέρι ενός αγγέλου και σύντομα ανέλαβε να μεσιτεύει λυσιτελώς στον Θεό για την ανακούφιση των ασθενών και ιδιαιτέρως για τη θεραπεία των παιδικών ασθενειών και των στείρων γυναικών.

Έτσι, πολλές άτεκνες γυναίκες που επικαλούνταν με πίστη τ’ όνομά του και ιστορούσαν κατόπιν την αγία του εικόνα με ευλάβεια ψυχής, αξιώνονταν να γίνουν μητέρες· αλλά και τα άρρωστα νήπια λυτρώνονταν ταχέως από την ασθένειά τους με τη χάρη του. Γι’ αυτό και η παράδοση της λαϊκής ευσέβειας θέλει τον όσιο Στυλιανό να προστατεύει, να θάλπει και να «στυλώνει» με τη χάρη του τα νήπια και γενικά όλα τα παιδιά. Στις περιπτώσεις αυτές η μεσιτεία του οσίου έχει αποτελέσματα ακόμη και στις μέρες μας για όσους τον επικαλούνται με πίστη.

Αυτή η πολύ ιδιαίτερη χάρη του αγίου στα παιδιά αποτυπώθηκε και παγιώθηκε στην εικονογραφική απόδοση της οσιακής μορφής του. Σε βυζαντινές και κυρίως στις μεταβυζαντινές εικόνες παρουσιάζεται σαν ένας ιλαρός γέροντας που από το ένα χέρι βαστάζει στοργικά ένα σπαργανωμένο βρέφος και από το άλλο ένα ανοικτό ειλητάριο, στο οποίο αναγράφεται η εξής φράση αναφορικά με το χάρισμα που έλαβε από τον Θεό: «Παίδων φύλαξ πέφυκα, ἀλλὰ Θεοῦ τὸ δῶρον» («Είμαι φύλακας των παιδιών, αλλά αυτό είναι δώρο που έλαβα απ’ τον Θεό»).

Η κάρα του αγίου βρίσκεται στη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος. Αποτμήματα του ιερού λειψάνου του βρίσκονται επίσης και στις Μονές: Δαμάστας Φθιώτιδος, Λειμώνος Λέσβου, Δαδίου Φθιώτιδος και Κάτω Ξενιάς Αλμυρού Μαγνησίας.



 Αγίου Νικοδήμου:
«Συναξαριστής
των ΙΒ΄ μηνών του ενιαυτού»·
Τόμ. Α΄, σελ. 559,
Εκδόσεις «Δόμος»,

 Ιερομονάχου Μακαρίου:
«Νέος Συναξαριστής»·
Τόμ. 3ος, σελ. 263,
Εκδόσεις «Ίνδικτος»


Άγιος Αλύπιος ο κιονίτης.



Άγιος Αλύπιος ο κιονίτης

 26 Νοεμβρίου


Ο όσιος πατήρ ημών Αλύπιος γεννήθηκε στην Αδριανούπολη της Παφλαγονίας επί βασιλείας Ηρακλείου (610-641). Όταν η μητέρα του κυοφορούσε ακόμη, είδε σε όραμα ένα αρνάκι που αντί για κέρατα είχε δύο κεριά αναμμένα, μια προφητεία για τα θεία χαρίσματα με τα οποία ο δούλος του Θεού θα ήταν προικισμένος. 
Καθώς είχε μείνει ορφανός από πατέρα, η μητέρα του τον εμπιστεύτηκε στον επίσκοπο Θεόδωρο, μόλις τριών ετών, για να υπηρετήσει στην εκκλησία και να διδαχθεί τα ιερά γράμματα. Το παιδί από μικρό επέδειξε μεγάλη ευσέβεια σε σημείο που τράβηξε την προσοχή του επόμενου επισκόπου, επίσης Θεοδώρου, ο οποίος τον έκανε οικονόμο της εκκλησίας και τον χειροτόνησε διάκονο. 
Όμως η ψυχή του είχε τρωθεί από τον πόθο της ερημίας, έτσι, μοίρασε τα υπάρχοντά του και ξεκίνησε για τους Άγιους Τόπους. Λίγες όμως μέρες μετά ο επίσκοπος τον πρόλαβε στα Ευχάιτα και τον ανάγκασε να γυρίσει πίσω. Οδηγημένος με τη βία πίσω στον κόσμο, ο δούλος του Θεού παρηγορήθηκε από ένα όραμα, που τον έκανε να καταλάβει ότι και στην ίδια του τη γενέτειρα υπήρχαν Άγιοι Τόποι. 
Επιχείρησε τότε να βρει ένα μέρος ήσυχο για να απομονωθεί όμως ο επίσκοπος τον ήθελε κοντά του για να υπηρετήσει τον κόσμο. Ο Αλύπιος όμως συνέχισε στην αναζήτηση μέρους και αυτό που ποθούσε το βρήκε σε μια περιοχή που βρισκόταν αρχαίοι τάφοι και ειδωλολατρικά ιερά. Σκαρφάλωσε στην κορυφή ενός από τα εγκαταλελειμμένα εκείνα μνημεία, όπου υπήρχε κίονας με άγαλμα φανταστικού ζώου, κατά το ήμισυ τάυρου και κατά το ήμισυ λέοντος. «Εδώ είναι ο τόπος της αναπαύσεώς μου» είπε. Και επέστρεψε στην πόλη για να βρει έναν σταυρό και έναν λοστό. Με το εργαλείο αυτό έριξε κάτω το άγαλμα και το αντικατέστησε με τον Ζωοποιό Σταυρό. 
Ο δούλος του Θεού απόκτησε γρήγορα φήμη και μολονότι δεν επιθυμούσε να ταράζουν την ησυχία του, αναγκάστηκε να δέχεται πολλούς πιστούς για να λάβουν την ευλογία του. 
Μετά από λίγο καιρό, αποσύρθηκε στην κορυφή του κίονα φτιάχνοντας από πάνω ένα αυτοσχέδιο στέγαστρο. Η εξέδρα που καθόταν ήταν τόσο στενή που δεν μπορούσε μήτε να ξαπλώσει, μήτε να καθίσει. Έμενε πάντα όρθιος σαν ζωντανή κολόνα, αντιμέτωπος με τις καιρικές συνθήκες. Για πενήντα τρία χρόνια βίαζε καθημερινά τη φύση για να κερδίσει την αιώνια ζωή. Οι δαίμονες λυσσούσαν από φθόνο εναντίον του και του πετούσαν πέτρες. Μία μέρα ο Αλύπιος ζήτησε από τη μητέρα του ένα τσεκούρι με το οποίο έριξε καταγής το στέγαστρο του καταλύματός του ώστε απροστάτευτος πλέον να εκτεθεί στο πετροβόλημα των δαιμόνων. Οι δαίμονες τρομοκρατημένοι τότε από την τόλμη του και την ακλόνητη εμπιστοσύνη του στον Θεό εγκατέλειπαν τον τόπο, οδυρόμενοι για την ήττα τους. 
Πολλοί ήταν εκείνοι που προσέτρεχαν κοντά του και επιθυμούσαν να εγκατασταθούν στη βάση του κίονα. Πρώτη ήταν μια γυναίκα ονόματι Ευφημία και σύντομα ήρθε να τη συναντήσει μία άλλη γυναίκα ονόματι Ευβούλη η οποία έγινε ηγουμένη της μονής που σύντομα ιδρύθηκε εκεί. Η μητέρα του αγίου παρά την ηλικία της συγκαταριθμήθηκε και αυτή στην αδελφότητα. 
Λίγο καιρό αργότερα ήρθαν και άντρες ιδρύοντας με τη σειρά τους ανδρώα μονή από την άλλη μεριά του κίονα. Ήταν δε ωραιότατο θέαμα να ψάλλουν από τη μια μεριά πρθένες γυναίκες, από την άλλη να αντιφωνούν άνδρες και εν μέσω αυτών με τα χέρια υψωμένα να βρίσκεται ο Αλύπιος μεσιτεύοντας για τη σωτηρία του σύμπαντος κόσμου. 
Μετά από πενήντα τρία χρόνια ηρωικών καμάτων, το μισό σώμα του οσίου είχε παραλύσει και τα πόδια του αρνούνταν να τον υπηρετήσουν, έτσι αναγκάστηκε να περάσει γερμένος στο πλάι, σχεδόν ακίνητος για άλλα δεκατέσσερα χρόνια. Όταν τέλος παρέδωσε την ψυχή του σε ηλικία ενενήντα εννέα ετών, ο λαός έσπευσε να τιμήσει το σώμα του και ένας δαιμονισμένος θεραπεύτηκε πλησιάζοντάς το. 
Η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη του στις 26 Νοεμβρίου.

Δημοφιλείς αναρτήσεις