Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

Περί δειλίας - Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου



ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ

Περί δειλίας
(Διά την άνανδρον δειλίαν)


1. Όποιος εργάζεται την αρετή σε Κοινόβιο ή σε συνοδία, δεν είναι συνηθισμένο να πολεμήται από την δειλία. Εκείνος όμως πού ευρίσκεται σε ησυχαστικώτερους τόπους, ας αγωνίζεται μήπως και τον κυριεύση το γέννημα της κενοδοξίας και η θυγατέρα της απιστίας, δηλαδή η δειλία.

2. Η δειλία είναι νηπιακή συμπεριφορά μιας ψυχής πού εγήρασε στην κενοδοξία. Η δειλία είναι απομάκρυνσις της πίστεως, με την ιδέα ότι αναμένονται απροσδόκητα κακά.

3. Ο φόβος είναι κίνδυνος που προμελετάται. Ή διαφορετικά, ο φόβος είναι μία έντρομη καρδιακή αίσθησις, πού συγκλονίζεται και αγωνιά από αναμονή απροβλέπτων συμφορών. Ο φόβος είναι μία στέρησις της εσωτερικής πληροφορίας. Η υπερήφανη ψυχή είναι δούλη της δειλίας∙ έχοντας πεποίθησι στον εαυτόν της και όχι στον Θεόν, φοβείται τους κρότους των κτισμάτων και τις σκιές.

4. Όσοι πενθούν και όσοι καταπονούνται χωρίς να υπολογίζουν κόπους και πόνους, δεν αποκτούν δειλία. Πολλές φορές όσοι υποκύπτουν στην δειλία χάνουν το μυαλό τους. Και είναι φυσικό αυτό, διότι είναι δίκαιος Εκείνος πού εγκαταλείπει τους υπερηφάνους, ώστε και οι υπόλοιποι να μάθωμε να μη υψηλοφρονούμε.

5. Όλοι όσοι φοβούνται είναι κενόδοξοι, αλλ΄ όμως όλοι όσοι δεν φοβούνται δεν σημαίνει ότι είναι ταπεινόφρονες, αφού και οι λησταί και οι τυμβωρύχοι δεν υποκύπτουν εύκολα στην δειλία.

6. Σε όποιους τόπους συνηθίζεις να φοβήσαι, μη διστάζης να πηγαίνης, όταν ακόμη δεν έχη ξημερώσει. Εάν δείξεις κάποια χαλαρότητα στο σημείο αυτό, τότε θα γηράση μαζί σου το νηπιακό και αξιογέλαστο τούτο πάθος. Ενώ βαδίζεις προς τα εκεί οπλίζου με την προσευχή. Μόλις φθάσης σ΄ εκείνους τους τόπους, ανύψωσε τα χέρια σου. Με το όνομα του Ιησού μάστιζε τους εχθρούς, διότι δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό ούτε στην γη ισχυρότερο όπλο. Αφού απαλλαγής από την αρρώστεια αυτή, ας ανυμνήσης τον Λυτρωτή σου∙ διότι εάν τον ευγνωμονής, θα σε σκεπάζη παντοτινά.

7. Ποτέ δεν μπορείς διά μιας να γεμίσης την κοιλία. Παρόμοια βέβαια δεν μπορείς διά μιας να νικήσης την δειλία. Όταν έχωμε πολύ πένθος, θα υποχωρήση πιο γρήγορα∙ όταν όμως αυτό μας λείπη, θα παραμένουμε συνεχώς δειλοί. «Έφριξάν μου τρίχες και σάρκες» είπε ο Ελιφάζ (Ιώβ δ΄ 15), περιγράφοντας την πανουργία τούτου του δαίμονος.

8. Άλλωτε εδειλίασε πρώτα η ψυχή και άλλοτε το σώμα, και εν συνεχεία μεταβίβασε το ένα στο άλλο το πάθος. Αν συμβή να φοβηθή το σώμα, χωρίς όμως να εισδύση ο άκαιρος φόβος στην ψυχή, ευρισκόμεθα πλησίον στην θεραπεία. Όταν δε όλα τα δυσάρεστα και απροσδόκητα τα δεχώμεθα πρόθυμα, με συντριμμένη καρδιά, τότε ελευθερωθήκαμε πραγματικά από την δειλία.

9. Δεν ενισχύει τους δαίμονας εναντίον μας το σκότος και η ερημία των τόπων, αλλά η ακαρπία της ψυχής μας. Μερικές φορές όμως πρόκειται για οικονομική παίδευσι εκ μέρους του Θεού.

10. Εκείνος που έγινε δούλος του Κυρίου, θα φοβηθή μόνο τον ιδικό του Δεσπότη. Και εκείνος πού δεν φοβείται ακόμη Αυτόν, φοβείται πολλές φορές την σκιά του.

11. Όταν πλησιάση αοράτως ένα πονηρό πνεύμα, φοβείται το σώμα. Όταν όμως πλησιάση κάποιος Άγγελος, αγάλλεται η ψυχή των ταπεινών. Γι΄αυτό, μόλις από την ενέργεια αυτή αντιληφθούμε την παρουσία του, ας τρέξουμε γρήγορα στην προσευχή, διότι ήλθε να προσευχηθή μαζί μας ο αγαθός μας φύλαξ.
Όποιος ενίκησε την δειλία, είναι φανερό ότι ανέθεσε στον Θεόν και την ζωή και την ψυχή του.
Κλίμαξ 
του 
Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου

 


Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Ο Ακάθιστος Ύμνος σε νεοελληνική απόδοση

Ο Ακάθιστος Ύμνος σε νεοελληνική απόδοση 
πηγή- εδώ 
Ακάθιστος ύμνος ονομάζεται γενικά κάθε χριστιανικός ύμνος ο οποίος ψέλνεται από τους χριστιανούς στεκόμενοι οι ίδιοι όρθιοι. Έχει επικρατήσει όμως (σχήμα κατεξοχήν) να ονομάζεται έτσι ένας ύμνος της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τιμήν της Θεοτόκου, ο οποίος είναι γνωστός ως Τη Υπερμάχω Στρατηγώ, και ο οποίος ψάλλεται στους ναούς στη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, στο Άγιον Όρος καθημερινώς, αλλά και από κάθε χριστιανό στην κατά μόνας προσευχή. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές). 
Δεν γνωρίζουμε τον δημιουργό του, αν και έχουν προταθεί πολλά ονόματα, ο Ρωμανός Μελωδός, ο πατριάρχης Σέργιος, ο διάκονος Γεώργιος Πισίδης, ο πατριάρχης Φώτιος, ο πατριάρχης Γερμανός Α΄ και η Κασσιανή. Δημιουργήθηκε, σύμφωνα με την επικρατούσα παράδοση, για τη διάσωση της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία των Αράβων, το 626, η οποία αποδόθηκε στη Θεοτόκο, την Υπέρμαχο Στρατηγό. Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού από τη Θεοτόκο, γεγονός το οποίο και εξαίρεται, γιατί συνδέεται με τη σωτηρία του ανθρώπου.

ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ 
Μετάφραση

Σε σένα, την υπέρμαχο στρατηγό, τον επινίκιο ύμνο ως ευχαριστεία για τη σωτηρία μου από τα δεινά εγώ η πόλη σου σου προσφέρω, Θεοτόκε. Αλλά εσύ που η δύναμή σου είναι ακατανίκητη, λευτέρωσέ με από κάθε είδους κινδύνους, για να ψάλλω σε σένα, «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε»

Ο αρχάγγελος εστάλη από τον ουρανό, για να πει στην Θεοτόκο το «Χαίρε». Και μαζί με την ασώματη φωνή, βλέποντάς σε, Κύριε, να παίρνεις σάρκα, γεμάτος έκπληξη στεκόταν μπροστά στη Θεοτόκο, λέγοντας τα ακόλουθα: Χαίρε εσύ από την οποία θα λάμψει η χαρά, χαίρε εσύ μέσω της οποίας θα σβήσει η κατάρα, χαίρε εσύ, η επαναφορά του Αδάμ που έχει εκπέσει, χαίρε εσύ, η λύτρωση των δακρύων της Εύας, χαίρε ύψος που δύσκολα ανεβαίνει ο ανθρώπινος λογισμός , χαίρε βάθος που δύσκολα μπορούν να δουν ακόμη και τα μάτια των αγγέλων, χαίρε, γιατί είσαι ο θρόνος του βασιλιά, χαίρε, γιατί βαστάζεις εκείνον που κρατά τα πάντα, χαίρε αστέρι που προμηνά τον ήλιο, χαίρε κοιλιά μέσα στην οποία σαρκώθηκε ο Θεός, χαίρε εσύ, που μέσα από σένα ανακαινίζεται η κτίση, χαίρε εσύ, που μέσα από σένα γεννιέται ως βρέφος ο δημιουργός, Χαίρε νύμφη ανύμφευτε.

Βλέποντας η αγία ότι η ίδια είναι αγνή, λέει με θάρρος στον Γαβριήλ: Την παράδοξη αγγελία σου είναι για την ψυχή μου δύσκολο να την δεχτώ. Γιατί πώς αναφέρεσαι στην κυοφορία μιας άσπορης κυήσεως και ψάλλεις Αλληλούϊα.

Ζητώντας η Παρθένος να μάθει τα άγνωστα, φώναξε προς τον λειτουργό: Από μια αγνή μήτρα πώς είναι δυνατό να γεννηθεί ένα παιδί; Πες μου. Πρός αυτήν εκείνος απάντησε με φόβο, αλλά με τα κατάλληλα λόγια: Χαίρε εσύ που γνωρίζεις το μυστικό, χαίρε πίστη εκείνων που προσεύχονται σιωπηλά, χαίρε ποίμνιο των θαυμάτων του Χριστού, χαίρε βάση της δογματικής του διδασκαλίας, χαίρε ουράνια σκάλα, μέσω της οποίας κατέβηκε ο Θεός, χαίρε γέφυρα που οδηγείς στον ουρανό αυτούς που βρίσκονται στη γη, χαίρε πολυθρήνητο τραύμα των δαιμόνων, χαίρε εσύ που γέννησες με τρόπο ανερμήνευτο το φως, χαίρε εσύ που σε κανέναν δεν αποκάλυψες πώς έγινε αυτό, χαίρε εσύ που ξεπερνάς την γνώση των σοφών, χαίρε εσύ που φωτίζεις το πνεύμα των πιστών, χαίρε νύμφη ανύμφευτε.

Η δύναμη του Υψίστου σκέπασε τότε την πανάσπιλη, για να συλλάβει. Και την μήτρα της που φέρει καλούς καρπούς η δύναμη του Υψίστου υπέδειξε ως πλούσιο αγρό για όλους εκείνους που θέλουν να θερίσουν τη σωτηρία ψάλλοντας έτσι: Αλληλούϊα.

χοντας στην μήτρα της τον Θεό η Παρθένος ανηφόρισε προς την Ελισάβετ. Και το βρέφος εκείνης αμέσως, μόλις κατάλαβε τον χαιρετισμό της, χάρηκε και με τα σκιρτήματά του σαν να τραγουδούσε μιλούσε προς την Θεοτόκο: Χαίρε κλήμα αμάραντου βλαστού, χαίρε κτήμα αθανάτου καρπού, χαίρε εσύ που ανέθρεψες τον φιλάνθρωπο γεωργό, χαίρε εσύ που γέννησες τον κηπουρό της ζωής, χαίρε γη που είσαι κατάφορτη από έλεος, χαίρε τράπεζα που φέρεις την πληθώρα των ιλαστήριων προσφορών, χαίρε εσύ που κάνεις πλούσιο το λιβάδι της χαράς, χαίρε εσύ που ετοιμάζεις το λιμάνι των ψυχών, χαίρε αποδεκτό θυμίαμα της προσευχής μας, χαίρε εσύ που σώζεις όλον τον κόσμο, χαίρε εσύ, η καλή διάθεση του Θεού προς τους θνητούς, χαίρε εσύ που είσαι το θάρρος των ανθρώπων προς τον Θεό, χαίρε νύμφη ανύμφευτε.

Ο σώφρων Ιωσήφ άρχισε μέσα του να ταράζεται έχοντας μέσα του την αμφιβολία, καθώς αντίκρισε εσένα την άγαμη κόρη και σε υποψιαζόταν ως κλεψίγαμη (μοιχαλίδα). Όταν όμως πληροφορήθηκε την σύλληψή σου από το άγιο Πνεύμα είπε: Αλληλούϊα.

κουσαν οι βοσκοί τους αγγέλουν να υμνολογούν την ένσαρκη παρουσία του Χριστού και σπεύδοντας σαν να έτρεχαν στον βοσκό τους, βλέπουν αυτόν ως αγνό αρνί που μεγάλωσε μέσα στη μήτρα της Μαρίας, την οποία εξυμνώντας είπαν: Χαίρε μητέρα του αρνιού και του βοσκού, χαίρε αυλή των λογικών προβάτων, χαίρε εσύ που μας προφυλάσσεις από αόρατους εχθρούς, χαίρε εσύ που ανοίγεις τις πόρτες του Παραδείσου, χαίρε γιατί ο ουρανός χαίρεται μαζί με τη γη, χαίρε γιατί η γη χορεύει μαζί με τους ουρανούς, χαίρε εσύ που είσαι το στόμα των αποστόλων που ποτέ δεν σωπαίνει, χαίρε εσύ που ενδυναμώνεις με ανίκητη τόλμη τους αθλοφόρους, χαίρε λαμπρό γνώρισμα της χάριτος, χαίρε εσύ που μέσα από σένα ξεγυμνώθηκε ο Άδης, χαίρε εσύ που μέσα από σένα ντυθήκαμε τη δόξα, Χαίρε νύμφη ανύμφευτε.

Βλέποντας οι μάγοι το αστέρι που το οδηγούσε ο Θεός, ακολούθησαν τη λάμψη του και έχοντας αυτό ως φανάρι, μέσω αυτού αναζητούσαν τον δυνατό βασιλιά. Και αφού έφθασαν στον άφθαστο, χάρηκαν και του φώναξαν, Αλληλούϊα.

Είδαν τα παιδιά των Χαλδαίων στα χέρια της Παρθένου εκείνον που έπλασε με το χέρι του τους ανθρώπους και κατανοώντας τον ως Θεό, αν και πήρε μορφή δούλου, έσπευσαν να προσφέρουν τα δώρα τους και να φωνάξουν στην ευλογημένη: χαίρε μητέρα του αδύτου αστεριού, χαίρε αυγή της μυστικής ημέρας, χαίρε εσύ που έσβησες το καμίνι της πλάνης, χαίρε εσύ που φωτίζεις εκείνους που γνωρίζουν την Τριάδα, χαίρε εσύ που έδιωξες από την εξουσία τον απάνθρωπο τύραννο, χαίρε εσύ που επέδειξες τον Χριστό ως κύριο φιλάνθρωπο, χαίρε εσύ που μας λύτρωσες από την βάρβαρη θρησκεία, χαίρε εσύ που μας καθάρισες από τον βούρκο των έργων, χαίρε εσύ που σταμάτησες την προσκύνηση της φωτιάς, χαίρε εσύ που μας απάλλαξες από τη φλόγα των παθών, χαίρε εσύ που οδηγείς τους πιστούς στη σωφροσύνη, χαίρε εσύ χαρά όλων των γενεών, χαίρε νύμφη ανύμφευτε.

Οι μάγοι, αφού έγιναν θεοφόροι κήρυκες, επέστρεψαν στην Βαβυλώνα, αφού επαλήθευσαν το χρησμό και κήρυξαν εσένα το Χριστό σε όλους, αφήνοντας τον Ηρώδη μέσα στην πλάνη, να μην γνωρίζει να ψέλνει Αλληλούϊα.

Αφού έλαμψες στην Αίγυπτο το φως της αλήθειας, έδιωξες το ψέμμα του σκότους. Γιατί, Σωτήρα, τα είδωλά της, μη μπορώντας να υπομείνουν τη δύναμή σου, έπεσαν, και εκείνοι οι οποίοι απαλλάχθηκαν από αυτά φώναζαν προς την Θεοτόκο: Χαίρε ανόρθωση των ανθρώπων, χαίρε κατάπτωση των δαιμόνων, χαίρε εσύ που νίκησες την πλάνη της απάτης, χαίρε εσύ που έλεγξες των ειδώλων τον δόλο, χαίρε θάλασσα που βύθισες τον νοητό φαραώ, χαίρε πέτρα που πότισες εκείνους που διψούσαν για ζωή, χαίρε πύρινε στύλε που καθοδηγείς αυτούς που βρίσκονται στο σκοτάδι, χαίρε στέγη του κόσμου, που είσαι πιο πλατιά από τα σύννεφα, χαίρε εσύ που με τη σειρά σου έγινες η τροφή του μάννα, χαίρε εσύ που είσαι η γη της επαγγελίας, χαίρε εσύ από την οποία τρέχει μέλι και γάλα, χαίρε νύμφη ανύμφευτε.

Καθώς ο Συμεών επρόκειτο να φύγει από την παρούσα απατηλή ζωή, δόθηκες σ’ αυτόν ως βρέφος, αλλά σε αναγνώρισε και ως τέλειο Θεό. Γι’ αυτό και έμεινε κατάπληκτος από την άπειρο σοφία σου και φώναξε Αλληλούϊα.

Μας έδειξε νέο κόσμο, που τον φανέρωσε σε μας, τα πλάσματά του, ο δημιουργός, καθώς γεννήθηκε από άσπορο μήτρα και την διατήρησε αλόβητη, προκειμένου, βλέποντας το θαύμα, να υμνήσουμε αυτή φωνάζοντας: χαίρε λουλούδι της αφθαρσίας, χαίρε στεφάνι της εγκράτειας, χαίρε εσύ που λάμπεις το σημάδι της Αναστάσεως, χαίρε εσύ που φανέρωσες στους ανθρώπους την ζωή των αγγέλων, χαίρε δέντρο με τους ωραίους καρπούς, από το οποίο τρέφονται οι πιστοί, χαίρε ξύλο με την ωραία σκιά των φυλλωμάτων, κάτω από το οποίο αναπαύονται πολλοί, χαίρε εσύ που κυοφορείς τον καθοδηγητή εκείνων που βρίσκονται στην πλάνη, χαίρε εσύ που θα γεννήσεις τον λυτρωτή των αιχμαλώτων, χαίρε παράκληση του δίκαιου κριτή, χαίρε συγχώρηση εκείνων που έχουν διαπράξει πολλά αμαρτήματα, χαίρε εσύ που γίνεσαι στολή των γυμνών, για να έχουν τόλμη, χαίρε στοργή που νικά κάθε πόθο, χαίρε νύμφη ανύμφευτε.

Βλέποντας την παράξενη γέννηση, ας απομακρυνθούμε από τον κόσμο και ας στρέψουμε τον νου στον ουρανό. Γι’ αυτό τον λόγο ο ύψιστος Θεός φανερώθηκε πάνω στη γη ως ταπεινός άνθρωπος, θέλοντας να τραβήξει προς το ύψος εκείνους που του φώναζαν Αλληλούϊα.

Όλος βρισκόταν στον κάτω κόσμο, αλλά όμως καθόλου δεν ήταν μακριά από τον πάνω ο απερίγραπτος λόγος. Γιατί συνετελέστη όχι μια τοπική μετάβαση αλλά μια θεϊκή παραχώρηση, και μια γέννα από παρθένο που την είχε καταλάβει το άγιο Πνεύμα, η οποία άκουε αυτά: χαίρε χώρα του Θεού του αχώρητου, χαίρε πόρτα του σεπτού μυστηρίου, χαίρε αμφίβολο άκουσμα των απίστων, χαίρε αναμφίβολο καύχημα των πιστών, χαίρε πανάγιο όχημα εκείνου ο οποίος βρίσκεται πάνω από τα Χερουβίμ, χαίρε τέλεια κατοικία, εκείνου που βρίκεται πάνω από τα Σεραφίμ, χαίρε εσύ που συμφιλίωσες τους εχθρούς, χαίρε εσύ που συνδύασες παρθενία και λοχεία, χαίρε εσύ μέσω της οποίας διαλύθηκε η παράβαση (των πρωτοπλάστων), χαίρε εσύ, μέσω της οποίας ανοίχθηκε ο παράδεισος, Χαίρε εσύ, το κλειδί της βασιλείας του Χριστού, χαίρε ελπίδα των αιωνίων αγαθών, χαίρε νύμφη ανύμφευτε.

Όλα τα τάγματα των αγγέλων έμειναν κατάπληκτα μπροστά στο μεγάλο έργο της ενανθρώπισής σου. Γιατί έβλεπε τον απλησίαστο Θεό ως άνθρωπο προσιτό σε όλους, να ζει ανάμεσά μας και να ακούει από όλους το Αλληλούϊα.

Βλέπουμε τους ρήτορες που διαθέτουν παντοδύναμο λόγο να έχουν μείνει άφωνοι σαν ψάρια μπροστά σου, Θεοτόκε. Γιατί δεν μπορούν να δώσουν απάντηση στο «πώς και παρθένος μένεις και κατάφερες να γεννήσεις». Εμείς πάλι, απορρώντας με την παράδοξη πράξη, με πίστη φωνάζουμε: χαίρε εσύ που δέχτηκες τη σοφία του Θεού, χαίρε εσύ που είσαι η αποθήκη της πρόνοιάς του, χαίρε εσύ που απέδειξες ότι οι σοφοί δεν διαθέτουν σοφία, χαίρε εσύ που ελέγχεις ως ανόητους τους τεχνολόγους, χαίρε γιατί εξαιτίας σου φάνηκαν ως ανόητοι οι δεινοί συζητητές, χαίρε γιατί εξαιτίας σου μαράθηκαν οι ποιητές των μύθων, χαίρε εσύ που διέρρυξες τα πολύπλοκα δίχτυα των αθηναίων σοφών, χαίρε εσύ που γεμίζεις τα δίχτυα των ψαράδων, χαίρε εσύ που μας βγάζεις από τον βυθό της άγνοιας, χαίρε εσύ που φωτίζεις πολλούς οδηγώντας τους στη γνώση, χαίρε καράβι εκείνων που επιθυμούν να σωθούν, χαίρε λιμάνι των ταξιδιωτών της ζωής, χαίρε νύμφη ανύμφευτε.

Θέλοντας να σώσει τον κόσμο εκείνος που στόλισε τα πάντα ήλθε με δική του προαίρεση προς αυτόν. Και καθώς, ως Θεός, είναι ο βοσκός μας, παρουσιάστηκε ως άνθρωπος σ’ εμάς. Γιατί, αφού κάλεσε τον όμοιο προς τον όμοιο, ως Θεός ο ίδιος ακούει το Αλληλούϊα.

Είσαι το τείχος τω παρθένων και όλων εκείνων που προσφεύγουν σε σένα, Θεοτόκε παρθένε. Γιατί σε έπλασε ο δημιουργός του ουρανού και της γης άχραντε, αφού κατοίκησε στην μήτρα σου και δίδαξε στους πάντες να σου απευθύνουν τα εξής λόγια: Χαίρε εσύ που είσαι η στήλη της παρθενίας, χαίρε καθοδηγήτρια μας προς την ανάπλαση του νου, χαίρε εσύ που παρέχεις την αγαθότητα του Θεού, χαίρε, γιατί εσύ ανεγέννησες εκείνους που συνελήφθησαν με αισχρό τρόπο, χαίρε, γιατί εσύ έβαλες μυαλό σ’ εκείνους που τους είχαν λεηλατήσει τον νου. Χαίρε εσύ που κατήργησες εκείνον που καταστρέφει το λογικό, χαίρε εσύ που γέννησες τον σπορέα της αγνότητας, χαίρε νυφικό κρεββάτι του άσπορου γάμου, χαίρε εσύ που συνταιριάζεις τους πιστούς με τον Κύριο, χαίρε εσύ που είσαι η καλή τροφός των παρθένων, χαίρε εσύ που καθοδηγείς τις άγιες ψυχές, χαίρε νύμφη ανύμφευτε.

Κάθε ύμνος είναι κατώτερος, όταν επιχειρεί να φτάσει το πλήθος της μεγάλης σου ευσπλαχνίας. Γιατί ακόμη κι αν σου προσφέρουμε ισάριθμες με τους κόκκους της άμμου ωδές, βασιλιά άγιε, δεν θα σου έχουμε δώσει τίποτε άξιο εκείνων που εσύ έδωσες σ’ εμάς που σου φωνάζουμε Αλληλούϊα.

Βλέπουμε την αγία παρθένο σαν μια φωτοδόχο λαμπάδα που έχει φανεί για εκείνους που βρίσκονται στο σκοτάδι. Γιατί καθώς ανάβει το άϋλο φως, οδηγεί τους πάντες προς θεϊκή γνώση, φωτίζοντας τον νου με τη λάμψη της και με αυτή την κραυγή (τους ύμνους) δέχεται τις ακόλουθες τιμές: χαίρε ακτίνα του νοητού ήλιου, χαίρε λάμψη του φωτός που δεν δύει, χαίρε αστραπή που κάνεις τις ψυχές να λάμπουν, χαίρε ως βροντή που χτυπάς τους εχθρούς, χαίρε εσύ γιατί ανατέλεις το φως που παρέχει άπλετο φωτισμό, χαίρε γιατί εσύ αναβλύζεις τον ποταμό τον άφθονο σε νερά, χαίρε εσύ που αναζωογονείς τον τύπο της κολυμβήθρας, χαίρε εσύ που απομακρύνεις τον ρύπο της αμαρτίας, χαίρε λουτήρα που ξεπλένεις τη συνείδηση, χαίρε κρατήρα που κερνάς τη χαρά, χαίρε οσμή της ευωδίας του Χριστού, χαίρε ζωή μυστικής χαράς, χαίρε νύμφη ανύμφευτε.

Θέλοντας να παράσχη άφεση των αρχαίων αμαρτιών εκείνος που κρατά τα χρεόγραφα όλων των ανθρώπων, ήρθε ο ίδιος σ’ εμάς που είχαμε αποστατήσει από την χάρη του. Και αφού έσχισε το χειρόγραφο, ακούει από όλους αυτό: Αλληλούϊα.

Ψάλλοντας τη γέννα σου σε ανυμνούμε όλοι ως έμψυχο ναό, Θεοτόκε. Γιατί καθώς κατοίκησε στην κοιλιά σου ο Κύριος που με το χέρι του συγκροτεί τα πάντα, την αγίασε και την δόξασε και μας δίδαξε να σου ψάλλουμε όλοι: χαίρε σκηνή του Θεού και του Λόγου, χαίρε αγία μεγαλύτερη από όλους τους αγίους, χαίρε κιβωτέ που έχει επιχρυσωθεί με το πανάγιο πνεύμα, χαίρε ανεξάντλητε θησαυρέ της ζωής, χαίρε πολύτιμο διάδημα των ευσεβών βασιλέων, χαίρε σεβάσμιο καύχημα των ευλαβών ιερέων, χαίρε εσύ που είσαι ο ασάλευτος πύργος της εκκλησίας, χαίρε εσύ, το απόρθητο τείχος της βασιλείας, χαίρε εσύ που χάρη σε σένα υψώνονται τα τρόπαια (της νίκης), χαίρε εσύ που εξαιτίας σου πέφτουν οι εχθροί, χαίρε, εσύ που είσαι η θεραπεία της σάρκας μου, χαίρε σωτηρία της ψυχής μου, χαίρε νύμφη ανύμφευτε.

Ω πανύμνητη μητέρα, εσύ που γέννησες τον Λόγο που είναι πιο άγιος από όλους τους αγίους, αφού δεχτείς τώρα την προσφορά μας, απάλλαξέ μας όλους από κάθε συμφορά και λύτρωσε από την μελλοντική τιμωρία εκείνους που μαζί μας ψάλλουν Αλληλούϊα.

Φιλολογική επιμέλεια: Ηρακλής Ψάλτης, φιλόλογος.

[1] Αλ. Ζερβουδάκη, Βυζαντινή ποίηση (Πανεπιστήμιο Πατρών, Πανεπιστημιακές παραδόσεις 2009-2010, σ. 140-153)

 

 

ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟΝ ΗΧΟΣ Γ΄ ΤΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΕΣΠΕΡΑΣ.


 

ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟΝ

ΗΧΟΣ Γ΄
 
ΤΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΕΣΠΕΡΑΣ.

ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ.

ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ.

ᾨδὴ α΄. Ἦχος γ΄. Ὁ τά ὕδατα πάλαι.
Χαῖρε θρόνε Κυρίου· Χαῖρε Παρθένε, ἡ λύσασα, τήν ἀχλύν τῆς ἀπάτης, καί πρός φῶς ἄδυτον πάντας ἑλκύσασα· Χαῖρε ἀπειρόγαμε· Χαῖρε Θεόγραφε τόμε· τῶν πιστῶν τό στήριγμα χαῖρε Πανύμνητε.

Χαῖρερε στάμνε, τό μάννα, φέρουσα, ἔνδον, τούς πάντας καταγλυκαίνουσα πίστει, ἀληθῇ Δέσποινα ὁμολογοῦντες σε· χαῖρε πάσης κτίσεως, τόν κυβερνήτην τεκοῦσα· χαῖρε αὐγάσασα τῷ Κόσμῳ Πάναγνε.

Πολυέραστον κάλλος, Πάνσεμνε χαῖρε, ἡ πάντας τῷ ὑπέρ φύσιν σου τόκῳ, ἐν βυθοῦ σώσασα τῆς ἀπιστίας Ἁγνῇ, καί πρός πίστιν ἔνθεον χειραγωγήσασα, μόνη· χαῖρε Παντευλόγητε χαῖρε Θεόνυμφε.

Φωτοδόχε Παρθένε, χαῖρε ἡ μόνη τεκοῦσα, τήν σωτηρίαν τοῦ κόσμου, ἡ ἐλπίς ἅπασα τῶν δυστυχούντων Ἁγνῇ· χαῖρε ζωοπάροχε· χαῖρε σεμνῇ Παναγίᾳ· χαῖρε τό ἀείζωον ῥεῖθρον πηγάσασα.

ᾨδὴ γ΄. Ὁ ἐκ μή ὄντων.
Ἡ Θεία κλῖμαξ ἥν εἶδεν ὁ Ἴακωβ, θνητούς ἡ ἀνάγουσα, πρός οὐράνιον εἴσοδον· χαῖρε Πανακήρατε· καί δυστυχούντων ἐλπίς χαρᾷ καί σκέπη.

Ἡ φλογοφόρος λαβίς ἡ τόν νοητόν, ἄνθρακα κατέχουσα, χαῖρε Μῆτερ ἀνύμφευτε, πυρί τόν καθαίροντα, τήν ἁμαρτίαν Ἁγνῇ παντός τοῦ κόσμου.

Ἡ ῥάβδος χαῖρε τό ἄνθος τό ζωηρόν, Παρθένε καί ἄφθορον παραδόξως βλαστήσασα· χαῖρε Παναμώμητε· χαῖρε φαιδρόν ἐνδιαίτημα Κυρίου.

Στάμνον τοῦ μάννα, τοῦ νοητοῦ σε Ἁγνῇ, γινώσκοντες, κράζομεν, ἀσιγήτως τό χαῖρε σοι, Παναγίᾳ, Δέσποινα· χαῖρε πιστῶν ἀσφαλής φρουρά καί σχιέπη.

ᾨδὴ δ΄. Ἔθου πρός ἡμᾶς.
Χαῖρε νοητῇ, χελιδών ὄντως ἡδυλάλος, παύσασα, χειμῶνα νοητόν, καί πρός τό ἔαρ μεταρρυθμίσασα, πάντας τούς ἐν πίστει σε, καθαρωτάτη Κόρη μεγαλύνοντας.

Χαῖρε μυστική, ζῳοτρόφε τράπεζα Δέσποινα, ἄρτον τόν οὐράνιον Χριστόν ἐν μέσῳ ταύτης φέρουσα Ἄμωμε· ἐξ οὗ οἱ μετέχοντες, ζωῆς ἀρρήτου καί χαρᾶς πληρούμεθα.

Χαῖρε θησαυρέ, Παρθενίας ὄντως καί καύχημα· χαῖρε ἡ τήν πέτραν τῆς ζωῆς, ἐν τῇ
γαστρί σου μόνη χωρήσασα· χαίροις ὑπερθαύμαστε· χαῖρε πεσόντων ἀσφαλής ἀνόρθωσις.

Χαῖρε πιστῶν, ἀκλινές καί θεῖον ὀχύρωμα· χαῖρε τῶν ἀπίστων δυσμενῶν, καί πονηρῶν ἐχθρῶν ἀμυντήριον· χαίροις Ὑπερθαύμαστε, εὐλογημένῃ χαῖρε πάντων Δέσποινα.

Χαίροις φωτός ἀνεσπέρου χωρίον· χαῖρε Ἁγνή νοσούντων θεραπείᾳ, καί ἄχος ἀύλον· χαῖρε θεῖον τέμενος, τοῦ Δεσπότου πανσεβάσμιε.

Χαῖρε σκηνῇ πλατυτέρᾳ νεφέλης· τό χρυσαυγές δοχεῖον τοῦ Ὑψίστου· χαῖρε Πανύμνητε· χαῖρε μῦρον τίμιον, καί θυμίαμα, πανεύοσμον.

Χαῖρε πιστῶν ἀκλινέστατον τεῖχος· ἡ κραταιᾷ τοῦ κόσμου προστασίᾳ· χαῖρε πανάσπηλε· χαῖρε πάντων στήριγμα, τῶν ὑμνούντων σε Θεόνυμφε.

Τό φωτεινόν τοῦ Δεσπότου δοχεῖον· χαῖρε σεμνῇ Ἀδάμ τοῦ πεπτωκότος, μόνη ἀνόρθωσις, καί τῆς Εὔας λύτρωσις, τῶν δακρύων χαῖρε Πάνσεμνε.

ᾨδὴ ς΄. Ἄβυσσος ἐσχάτη.
Χαῖρε σοι προθύμως τοῦ Γαβριήλ, πᾶς ὁ λαός σου γεγηθότες κραυγάζομεν · Θεοτόκε Δέσποινα· χαῖρε Ἁγνῇ πολύφωτε, ἡ τόν ἥλιον τοῖς πιστοῖς ἀνατείλασα.

Χαῖρε σοι βοῶμεν περιχαρῶς, τῇ Παναμώμῳ καί Μητρί τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· χαῖρε βάτε ἄφλεκτε, καί χώρα, ἀγεώργητε, τόν οὐράνιον ἡ βλαστήσασα, ἄσταχυν.

Χαῖρε σοι τῇ βασιλίδι πιστοί, ὁμονοοῦντες ἀσυγχύτως κραυγάζομεν· χαῖρε κλῖμαξ ἔμψυχε, τούς βροτούς ἀνάγουσα, πρός οὐράνιον καί ἀκήρατον εὔκλειαν.

Ἅπαντες τό χαῖρε χαρμονικῶς, σοί τῇ τεκούσῃ τήν ἀείζωον δύναμιν, ἐκβοῷμεν Ἄχραντε· χαῖρε παστάς ὁλόφωτε· χαῖρε κράτιστον οἰκουμένης ὀχύρωμα.

Κάθισμα. Τήν ὡραιότητα.
Χαῖρε εὐρύχωρον, Θεοῦ παλάτιον χαῖρε πολύφωτον Χριστοῦ ἀνάκτορον χαῖρε χρυσόπλοκε παστάς, καί κλίνη πορφυρόστρωτε· θάλαμε πυρίμορφε· οὐρανέ ὑψηλότατε· ἔμψυχε Παράδεισε· λογικόν ἐνδιαίτημα· περίδοξε τοῦ Δεσπότου θρόνε, χαῖρε Μαρία, Θεοτόκε.

ᾨδὴ ζ΄. Σέ τόν ἐν πυρί.
Χαῖρε φωτοφόρον οἴκημα, Μαρίᾳ Πανακήρατε· χαῖρε σκήνωμα, τοῦ Κτίστου καθαρώτατον· χαῖρε τεῖχος καί σκέπη, τῶν πιστῶς μελῳδούντων· εὐλογητός ὁ Θεός ὁ τῶν Πατέρων.

Χαῖρε σωτηρίας πρόξενε, βροτῶν καί καταφύγιον· ὡραιότης Ἐκκλησιῶν καί εὐπρέπεια. Χαῖρε νῖκος Ἀνάκτων, μελῳδούντων καί θάρσος· εὐλογητός ὁ Θεός ὁ τῶν Πατέρων.

Χαῖρε τῶν Παρθένων καύχημα· μητέρων ἐγκαλλώπισμα· χαῖρε πλοῦτε πενομένων ἀνεξάντλητε, χαῖρε κράτος καί δόξα, τῶν πιστῶς ἐκβοώντων· εὐλογητός ὁ Θεός ὁ τῶν Πατέρων.

Χαῖρε Θεοτόκε Πάνσεμνε, βροτῶν τό καταφύγιον· χαῖρε τόπε ἁγιάσματος, καί σκήνωμα τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου, ὅν ὑμνοῦντες βοῷμεν· εὐλογητός ὁ Θεός ὁ τῶν Πατέρων.

ᾨδὴ ἡ’. Ἀστέκτῳ πυρί.
Ἶνα σοι πιστοί εὐχαρίστως, χαῖρε ἐκβοήσωμεν Παρθένε, ῥῦσαι πάσης, ἁμαρτίας ἡμᾶς καί ζάλες, πάσης περιστάσεως καί ἀνάγκης· πάσης συμφορᾶς καί θλίψεως, καί τῆς τῶν βαρβάρων δεινῆς ἐπικρατείας.

Ὡς τῶν οὐρανῶν Πλατυτέραν, καί τῶν Χερουβείμ, ἐνδοξοτέραν Θεοτόκε, γνόντες σε πάντες σοί προσφωνοῦμεν· χαῖρε Μητροπάρθενε· χαῖρε πάντων βροτῶν ἡ ἀνάκλησις, καί πανωλεθρίᾳ, καί κατάπτωσις δαιμόνων.

Ἀπείρων με θλίψεων ῥῦσαι, τῶν ἐπερχομένων συνεχῶς μοι τῷ ἀθλίῳ, συμφορῶν τε καί πάσης βλάβης, πάσης κατακρίσεως, πάσης νόσου, πάσης ἀπειλῇς καί μάστιγος· ἵνα σε δοξάζω εἰς πάντας τούς αἰῶνας.

Ναόν τόν τοῦ σώματος οἴμοι! ἔχρανα. ὁ ἄθλιος ἀφρόνως, τῷ βορβόρῳ ἐπιμένων τῆς ἁμαρτίας· κάθαρόν με δέομαι, ῥυπτικῷ δοῦ ῥείθρῳ, Πανάμωμε Δέσποινα, καί χαράν πρός θεία εἰσάγαγε καί δόξαν.

Ὁ Εἱρμός.
Ἀστέκτῳ πυρί ἑνωθέντες, οἱ θεοσεβείας προεστῶτες νεανίαι, τῇ φλογί δέ μή λωβηθέντες θεῖον ὕμνον ἔμελπον· εὐλογεῖτε.

ᾨδὴ θ΄. Καινόν τό θαῦμα.
Ναόν φρονοῦντες, σέ χωρητικόν, καί γιγνώσκοντες, τοῦ τῶν ἁπάντων Κτίστου καί Θεοῦ Παναγίᾳ Δέσποινα, τό χαῖρε σοι πόθῳ, ἀναβοῶμεν πάντες οἱ δοῦλοί σου· σοφίας Θεοῦ χαῖρε δοχεῖον· χαῖρε πιστῶν πρός Θεόν, σωτηρίᾳ ἀκαταίσχυντε.

Ἡ θεία σκέπη, χαῖρε τῶν βροτῶν· τῶν ταγμάτων τε τῶν οὐρανίων χαῖρε· χαρά Ἀποστόλων καύχημα· μαρτύρων ἡ δόξα· τῶν ἀθλοφόρων χαῖρε θάρσος ἄρρηκτον, ἁπάντων Ὁσίων καί δικαίων, χαῖρε φαιδρόν τε καί περιβόητον ἐγκαλλώπισμα.

Σύ μου τήν φλόγα σβέσον τῶν δεινῶν· σύ κατεύνασον τόν σάλον Ἁγνή καί τήν λύτην Πράϋνον· τά δάκρυα παῦσον· τάς συμφοράς ἀπέλασον μακράν ἀπ᾽ ἐμοῦ· χαράν δέ μοι δίδου τῷ σῷ δούλῳ· ὅπως ἀπαύστως ὡς εὐεργέτην μου μεγαλύνω σε.

Θεοκυήτωρ, πάντων τῶν εἰς σέ, προστρεχόντων σκέπη καί ἀντίληψις κραταιά, τάς αἱτῆσεις πρόσδεξαι, νυνί τῶν σῶν δούλων, μιαιφόνων λύτρωσαι χειρῶν ἀγαθῇ, ὡς ἄμαχον ἔχουσα τό κράτος· ὅπως ἀπαύστως, ἐν ὑμνῳδίαις σε μεγαλύνωμεν.

Προσόμοια. Ὁ τῷ πάθει σου Χριστέ.
Χαῖρε ὄχημα λαμπρόν, τοῦ Δεσπότου τῆς κτίσεως· Χαῖρε θερμόν βροτῶν ἱλαστήριον· Χαῖρε Ἀπειρόγαμε· Χαῖρε ἡ Θεόν τοῖς ἀνθρώποις ἑνώσασα Ἄχραντε.

Χαῖρε ξένου καί φρικτοῦ, μυστηρίου φανέρωσις· Χαῖρε δί ἧς ἠνοίχθη Παράδεισος· χαῖρε θεία τράπεζα· Χαῖρε τό φθαρτόν παραδόξως Ἁγνῇ ἀφθαρτίσασα.

Χαῖρε κόσμου θησαυρέ· αἱ πενήτων προμήθεια· Χαῖρε τῶν δυστυχούντων τό στήριγμα· Χαῖρε ἀνόρθωσις, πεπτωκότων· Χαῖρε ἀσθενούντων ἀκέστωρ καί ἴαμα.

Τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν, ἐννοῶν μου τό πέλαγος, ἐπί τήν σήν Ἄχραντε βοήθειαν προστρέχων ὁ δύστηνος· σῶσον με Ἁγνῇ καί τῶν χαλεπῶν ῥῦσαι κολάσεων.

 

Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

Ο άγιος Καλλίνικος της Τσέρνικα

11 Απριλίου  
Ο άγιος Καλλίνικος της Τσέρνικα 
Ο άγιος Καλλίνικος γεννήθηκε στο Βουκουρέστι το 1787, σε οικογένεια ιδιαιτέρως ευλαβή. Φοίτησε στην ελληνο-ρουμανική σχολή της πόλεως και σε ηλικία είκοσι ετών εισήλθε στην Μονή Τσέρνικα. Εκάρη μοναχός μετά από έναν χρόνο και γρήγορα διακρίθηκε για τον ασκητικό του ζήλο. Κοιμόταν μόνο τρεις ώρες, την νύχτα, καθισμένος σε σκαμνί, και την ημέρα αναλάμβανε τα πλέον βαριά διακονήματα. 
Όταν ο γέροντάς του έφυγε και πήγε στο Άγιον Όρος, ο Καλλίνικος αποφάσισε να τρέφεται μόνο με ψωμί και νερό, μετά την δύση του ηλίου, και πολλές φορές παρέτεινε την ξηροφαγία επί σαράντα ημέρες. Καθώς ο ηγούμενος της μονής είχε απαγορεύσει τέτοιους ασκητικούς άθλους, ο Καλλίνικος συμμετείχε στην κοινή τράπεζα αλλά έτρωγε μικρή ποσότητα, ενώ τα Σάββατα και τις Κυριακές έτρωγε τυρί και γάλα, ώστε να κατανικήσει κάθε πειρασμό υπερηφανείας. 
Το παρουσιαστικό του μαρτυρούσε τις σκληραγωγίες αυτές και την απονέκρωση κάθε σαρκικού φρονήματος, ενώ οι οφθαλμοί του ήσαν πρησμένοι από τα δάκρυα που άφθονα έρρεαν κάθε βράδυ στο κελλί του. 
Το 1813, μετά από μια επιδημία στην οποία απεβίωσαν πολλοί ιερείς, δέχθηκε κατ’ ανάγκη να χειροτονηθεί πρεσβύτερος. Διπλασίασε τότε τους ασκητικούς αγώνες και έδειξε μεγάλη αγάπη για όλους τους αδελφούς αδιακρίτως. Η παρουσία εντός του της θείας χάριτος τον έκανε να βλέπει κάθε συνάνθρωπό του ως εικόνα Θεού και η αγάπη αυτή εκφραζόταν με όλο και μεγαλύτερη ταπείνωση. 
Δύο χρόνια αργότερα, ορίστηκε πνευματικός της μονής και σύντομα, όχι μόνον μοναχοί αλλά και πολλοί λαϊκοί της περιοχής, ιερείς, επίσκοποι, υψηλά ιστάμενες προσωπικότητες, και ο ίδιος ο μητροπολίτης, προσέτρεχαν στην Μονή Τσέρνικα για να λάβουν από τον άγιο παρηγορία και πνευματική νουθεσία. 
Επιστρέφοντας από ένα προσκύνημα στο Άγιον Όρος, ο Καλλίνικος εξελέγη ηγούμενος (1818) σε ηλικία 31 ετών. Η ταπείνωση και η αγάπη του κατόρθωσαν να διορθώσουν το ήθος κάποιων ατίθασων μοναχών, ενώ όλοι οι αδελφοί υποτάσσονταν με ενθουσιασμό σ’ εκείνον, θεωρώντας τον άγγελο Κυρίου. 
Ο άγιος Καλλίνικος θεωρούσε την υπακοή θεμέλιο του μοναχικού βίου και έλεγε: «Η κοινοβιακή ζωή στηρίζεται στην αγία υπακοή και καθιερώθηκε από τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο οποίος μας άφησε το υπόδειγμα του επίγειου βίου Του». 
Συνιστούσε στους μοναχούς να αποφεύγουν την πολυλογία, που αναπόφευκτα οδηγεί στην καταλαλιά, ώστε να συγκεντρώνουν όλες τους τις προσπάθειες στην αδιάλειπτο νοερά προσευχή. Έλεγε επίσης: «Ο ηγούμενος είναι η καρδία όλων των καρδιών· είναι η οδός προς την τελειότητα για όσους συγκεντρώνονται γύρω του». 
Την εποχή της εξέγερσης του 1821, που προκάλεσε φρικώδη αντίποινα από πλευράς Τούρκων, πολλοί κάτοικοι του Βουκουρεστίου κατέφυγαν στην Μονή Τσέρνικα. Ο άγιος ηγούμενος δεχόταν όλους όσοι έφταναν, τους έδινε τροφή από τα αποθέματα της μονής και παρηγορούσε στοργικά τους δεινοπαθούντες. 
Μία ημέρα εμφανίστηκε τουρκικός στρατός με πυροβολικό και πρόθεση να καταστρέψει την μονή· ο άγιος συγκέντρωσε τότε μοναχούς και λαϊκούς στο καθολικό και τέλεσε ολονύκτια αγρυπνία. Χάρις στις δεήσεις του και την μεσιτεία του αγίου Νικολάου, προστάτου της μονής, τα εχθρικά στρατεύματα αποχώρησαν χωρίς να προξενήσουν ζημίες. 
Σύντομα όμως εξαντλήθηκαν τα αποθέματα τροφίμων και η μονή απειλήθηκε με λιμό. Ο άγιος Καλλίνικος άρχισε τότε να προσεύχεται και αμέσως παρουσιάστηκαν στην είσοδο της μονής άνθρωποι ξένοι με δύο βοϊδάμαξες φορτωμένες καρβέλια ψωμί, που έστειλε δώρο ο πασάς του γειτονικού στρατοπέδου. 
Κι άλλες φορές η προσευχή του αγίου Καλλινίκου έσωσε την μονή από την απειλή των Τούρκων. Η ποιμαντική του φροντίδα κάλυπτε όλες τις πτυχές της ζωής, από τα υψηλότερα πνευματικά προβλήματα έως λεπτομέρειες της καθημερινής διαβίωσης του λαού που του εμπιστεύθηκε ο Θεός. 
Μέσα σε λίγα χρόνια, οι μοναχοί που βρίσκονταν υπό την καθοδήγησή του έφθασαν να αριθμούν τους τριακόσιους πενήντα. Ανήγειρε γι’ αυτούς νέο ναό, πολλά κελλιά και εργαστήρια, όπου κατασκευάζονταν ό,τι χρειαζόταν για τις ανάγκες της μονής και για τις ελεημοσύνες. Επιπλέον οι περισσότερες μονές των περιχώρων του Βουκουρεστίου τον είχαν εκλέξει πνευματικό τους πατέρα και ακολουθούσαν τις διδαχές του. 
Η άμεμπτη ευαγγελική διαγωγή του αγίου Καλλινίκου κίνησε τον φθόνο ορισμένων, και μία ημέρα ένας εχθρός του τού έδωσε να πιεί δηλητήριο. Κλινήρης ο άγιος ετοιμαζόταν να παραδώσει το πνεύμα του στον Κύριο. Αίφνης, άκουσε φωνή εξ ουρανού που τον διέτασσε να σηκωθεί και του ανήγγελλε τον διορισμό του στον επισκοπικό θρόνο της Ριμνίκουλ-Βαλτσέα. 
Ο θρόνος είχε παραμείνει σε χηρεία επί μία δεκαετία και η κατάσταση της επισκοπικής περιφέρειας ήταν άθλια: η επισκοπική κατοικία και ο καθεδρικός ναός ήταν σε κατάσταση ερειπιώδη μετά από μια πυρκαγιά, η ιερατική σχολή ήταν κλειστή, ο κλήρος αμόρφωτος και συχνά σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, ενώ πολλοί ναοί ήσαν κλειστοί ή είχαν υποστεί ζημίες λόγω έλλειψης συντήρησης. 
Ο ταπεινός Καλλίνικος, ο οποίος στο παρελθόν είχε αρνηθεί το αξίωμα του μητροπολίτη, υποχρεώθηκε αυτή την φορά να ενδώσει στις πιέσεις του πρίγκιπα Μπάρμπου Σιρμπέι και χειροτονήθηκε επίσκοπος το 1850. 
Αμέσως καταπιάστηκε με τα απαραίτητα έργα: ανοικοδόμησε την επισκοπική κατοικία και ανήγειρε νέο καθεδρικό ναό, τα σχέδια του οποίου έκανε ο ίδιος· η ιερατική σχολή άρχισε να λειτουργεί εκ νέου και εγκαταστάθηκε εκεί τυπογραφείο. Ίδρυσε επίσης την Μονή Φρασινέι, η οποία διαφυλάσσει έως τις ημέρες μας αγιορειτικό Τυπικό και αυστηρή τάξη. Εκεί του άρεσε να αποσύρεται για να ξαναβρίσκει την μοναχική ησυχία. 
Κατά το υπόδειγμα του αγίου Νικολάου, του οποίου τους Χαιρετισμούς έψαλλε κάθε ημέρα, ο άγιος Καλλίνικος έδειχνε άνευ ορίων στοργή και ευσπλαγχνία για το πνευματικό του ποίμνιο. Μοίραζε και τα ίδια τα ενδύματά του και με δάκρυα παρακαλούσε τον μαθητή του Αθανάσιο να βρει όπου μπορεί χρήματα για να τα μοιράσουν στους πτωχούς, τους οποίους ονόμαζε «αδελφούς του Χριστού». 
Αξιώθηκε να επιτελεί θαύματα και να λάβει το διορατικό και το προφητικό χάρισμα. Προανήγγειλε τον ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1877 και τις μεγάλες πολιτικές ανακατατάξεις που θα γνώριζε η Ρουμανία μετά την έλευση του τσάρου και του ρωσικού στρατού. 
Την ημέρα ασχολείτο με τα ποιμαντικά του καθήκοντα και εξακολουθούσε να αφιερώνει την νύχτα στην προσευχή ή στην πνευματική μελέτη. Για να μην ενδίδει στον ύπνο, τοποθετούσε ένα βαρύ αντικείμενο πάνω στο βιβλίο, ώστε αν αποκοιμιόταν, ο θόρυβος που θα έκανε πέφτοντας να τον ξυπνάει. Ενθάρρυνε τους ιερείς να ακολουθούν το παράδειγμα του ασκητικού βίου των μοναχών και τιμωρούσε αυστηρά την σιμωνία και την ανηθικότητα στις τάξεις του κλήρου. 
Μετά δεκαεπτά χρόνια επισκοπικής θητείας, ο άγιος Καλλίνικος αποσύρθηκε στην Μονή Τσέρνικα, όπου εγκαταβίωσε επί ένα περίπου έτος ως απλός μοναχός. Ήταν αφιερωμένος ολόκληρος στην προσευχή, και συχνά τον περιέβαλλε ένα άρρητο φως, το οποίο οι μαθητές του στο κελλί μπορούσαν να δουν. 
Προείπε, δεκατρείς ημέρες πριν, την εκδημία του την Δευτέρα της Διακαινησίμου, 11 Απριλίου 1868, ανέλαβε τις δυνάμεις του, ενδύθηκε το νεκρικό ράσο, πλύθηκε και ευλόγησε όλους τους παρευρισκομένους. Κατόπιν, σηκώθηκε όρθιος κρατώντας στο χέρι τον Σταυρό και έσκυψε στο στέρνο του μοναχού Γερμανού, λέγοντας: «Χαίρε! Θα ξαναβρεθούμε στην χαρά του άλλου κόσμου!» 
Η τιμή του αγίου Καλλινίκου αναγνωρίστηκε επισήμως το 1955, αλλά ήδη από πολύ πριν, ο ρουμανικός λαός τον τιμούσε ως τον πλέον αγαπητό εθνικό του άγιο. Πολυάριθμα θαύματα εξακολουθούν να επιτελούν τα τίμια λείψανά του, τα οποία φυλάσσονται στην Μονή Τσέρνικα.

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμος 8ος, ΑΠΡΙΛΙΟΣ
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·

Ο άγιος Παΐσιος για την ταπείνωση

 


Ο άγιος Παΐσιος για την ταπείνωση 
Ιερομόναχος Ισαάκ 
Ο Γέροντας Παΐσιος έλεγε για την ταπείνωση: «Δεν αρκεί μόνο να διώχνουμε τους λογισμούς υπερηφανείας, αλλά να σκεφθούμε την θυσία και τις ευεργεσίες του Θεού και την δική μας αχαριστία. Τότε η καρδιά μας, και γρανιτένια να είναι, ραγίζει. Όταν ο άνθρωπος γνωρίση τον εαυτό του, τότε του γίνεται κατάσταση η ταπείνωση. Ο Θεός έρχεται και κατοικεί μέσα στον άνθρωπο και η ευχή λέγεται μόνη της». Η αυτογνωσία οδηγεί στην ταπείνωση και αποτελεί «το θεμέλιο, την ρίζα και την αρχή πάσης αγαθοσύνης» (Αβ. Ισαάκ). 
Επιθυμούσε και μετά την κοίμησή του να τον συνοδεύη η ταπείνωση. Είπε εξομολογητικά σε κάποιον πριν από την κοίμησή του: « Όταν πεθάνω να με πετάξετε στο ρέμα της Αγίας Παρασκευής να με φάνε τα σκυλιά». Παλαιότερα είχε πει: «Θα ευχόμουν τα οστά μου να βγουν μαύρα για να πη ο κόσμος: “Αυτός τέλος πάντων ήταν ο Παΐσιος;”. Έτσι δεν θα μας τιμήσουν οι άνθρωποι». 
Για να αποφύγη τις εκδηλώσεις τιμής κατά την κηδεία του, αλλά και στην συνέχεια, επιθυμούσε να κοιμηθή και να ταφή αφανώς στο Άγιον Όρος. Αλλά, όταν πληροφορήθηκε ότι το θέλημα του Θεού ήταν διαφορετικό, ταπεινά υπάκουσε και έκοψε και την τελευταία επιθυμία του. Μόνο ζήτησε να μην κληθή κανείς στην κηδεία του. 
Ανάμεσα στους μοναχούς υπάρχουν μερικά ευλογημένα Γεροντάκια που βρίσκονται σε ύψη αρετής, αλλά το αγνοούν. Από πολλή απλότητα παραμένουν ανυποψίαστοι για τον πνευματικό πλούτο που κατέχουν. Κάποιο από αυτά έβλεπε το άκτιστο φως και δεν γνώριζε τι ήταν. Νόμιζε ότι όλοι οι μοναχοί τις νύχτες φωτίζονται από ένα φως (το άκτιστο) που ανάβει και σβήνει μόνο του.

Ο γέροντας Παΐσιος δεν ανήκε στην κατηγορία αυτή. Είχε την μακαρία απλότητα, είχε αγιότητα βίου, έβλεπε το άκτιστο φως και ζούσε μεγάλες καταστάσεις, αλλά είχε και την πνευματική γνώση. Εγνώριζε πολύ καλά ότι αυτά που ζούσε ήταν γεγονότα θεία, σπάνιες καταστάσεις χάριτος. Αλλά εγνώριζε καλύτερα ότι αυτά ήταν του Θεού· δικές του ήταν μόνο οι αμαρτίες. Είχε πλήρη συνείδηση ότι όλα αυτά ήταν μια ελεημοσύνη του Θεού στον ίδιο. Γι’ αυτό έλεγε: «Είμαι ένα κονσερβοκούτι, που γυαλίζει στον ήλιο και φαίνεται χρυσό, αλλά είναι άδειο. Αν με εγκαταλείψη η χάρις του Θεού, θα γίνω ο πιο μεγάλος αλήτης και θα γυρίζω μέσα στην Ομόνοια, που και σαν λαϊκός δεν πάτησα ποτέ σε καφενείο».

Την μεγάλη του άσκηση δεν την ελάμβανε καθόλου υπ’ όψιν του, διότι την έκανε από αγάπη προς τον Χριστό και όχι «χάριν μισθαποδοσίας». Ένιωθε ελεημένος και υποχρεωμένος στον Θεό. Αναστέναζε και πονούσε, διότι δεν είχε κάνει τίποτε. «Γνώρισα Αγίους και έπρεπε να κάνω πολλά», έλεγε. Ένιωθε ότι δεν ανταποκρίθηκε, δεν κατώρθωσε να προσφέρη αυτά που έπρεπε στον Θεό.  

 

Ιερομονάχου Ισαάκ, 
ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, 
Στ’ έκδοσις, 
Άγιον Όρος 2008, σελ. 413.

ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟΝ ΗΧΟΣ Γ΄ ΤΗ ΠΕΜΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ.

ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟΝ

ΗΧΟΣ Γ΄
 
ΤΗ ΠΕΜΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ.

ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ.

ΠΟΙΗΜΑ ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ.

Οὗ ἡ ἀχροστιχίς.
Ἄδω τρίτον σοι δακρύων γέμον μέλος.

ᾨδὴ α΄. Ἦχος γ΄. Ὁ τά ὕδατα πάλαι.
Ἀρδευθήναι πλουσίως δάκρυσι δίδου, τάς αὔλακας τῆς ἀθλίας ψυχῆς μου, καί καρπούς φέρειν με ἑκατοστεύοντας, Δέσποινα ἀξίωσον, καί τήν καρδίαν μου πάσης, εὐφροσύνης πλήρωσον ἵνα δοξάζω σε.

Διά σπλάγχνα. ἐλέους Δέσποινα πάντων, ἐλέησον τήν ἀθλίαν ψυχήν μου, καί πυρός λύτρωσαι τοῦ αἰωνίου σεμνῇ· καί τῆς τῶν δαιμόνων με ἐπιδρομῇς Θεοτόκε, τόν ὑπό τήν σκέπην σου νῦν καταφεύγοντα.

Ὦς ἀμόλυντος οἶκος τοῦ βασιλέως, τήν πάθεσι μολυνθεῖσαν ἀτόποις, ἐμήν δέομαι καρδίαν Κόρη ἁγνῇ, κάθαρον πρεσβείαις σου, καί καθαρᾶς πολιτείας, ἔργοις καταπλούτισον.

Τί ῥᾳθύμως τόν βίον ψυχή ἀθλίᾳ παρέρχῃ; καί οὐ φοβῇ τήν ἡμέραν τῆς φρικτῆς κολάσεως; ἄλλα ἀνάστα, λοιπόν ἐκ τῶν καταπτώσεων, καί ἀμελείας προθύμως, Θεοτόκε κράζουσα, σῶσον με Πάναγνε.

ᾨδὴ γ΄. Ὁ ἐκ μή ὄντων.
Ῥῦσαι γεέννης καί πάσης ἄλλης ποινῆς, ἐν ὥρᾳ τῆς κρίσεως, σόν οἰκέτην Πανάμωμε, καί μέτοχον ποίησον, τῆς τοῦ υἱοῦ σου καί Θεοῦ Βασιλείας.

Ἰάτρευσόν μου τά τραύματα τῆς σαρκός· καί τό πολυτάραχον τῶν λογισμῶν κλυδώνιον, Δέσποινα, κατεύνασον, καί εἰρηναίαν κατάστασίν μοι δίδου.

Ταλαιπωρήσας, νῦν κατεκάμφθην δεινῶς, καί οὑκ ἔστιν ἴασις τῇ ψυχῇ μου Πανάμωμε· ἀλλά μή εἰς τέλος με, ἐγκαταλίπῃς τόν δοῦλον σου Παρθένε.

Τό πρόσωπον σου τό θεῖον τε καί σεπτόν, ἐπίφανον δέομαι σεμνή ἐπί τόν δοῦλον σου, καί ποιεῖν με δίδαξον, τά δικαιώματα Κόρη τοῦ υἱοῦ σου.

ᾨδὴ δ΄. Ἒθου πρός ἡμᾶς.
Ὄλῃ ἀγαθῇ, σύ ἀπάρχεις ὅλη καί εὔσπλαγχνος· ὅλη συμπαθής καί βοηθός, ἐν τοῖς κινδύνοις καί περιστάσεσι, Μαριάμ Πανάχραντε· διό με ὅλον φρούρησον καί τείχισον.

Νύξ με ἀφεγγής, τῶν παθῶν συνέχει τόν δείλαιον· ἀλλά τῷ φωτί σου ἀγαθῇ, τά τῆς
ψυχῆς μου νέφη διάλυσον, καί πρός φῶς ὁδήγησον, τῶν προσταγμάτων τοῦ Θεοῦ Πανάμωμε.

Σάλῳ πειρασμῶν, καί ταῖς τρικυμίαις ποντούμενος, τῶν πονηροτάτων λογισμῶν, και εἰς βυθόν ἀεί καθελκόμενος, τόν τῆς ἀπογνώσεως· σῶσον βοῷ σοι Δέσποινα τόν δοῦλον σου.

Ὅταν τῆς σαρκός, ἡ ψυχή μου μέλλῃ χωρίζεσθαι, τότε παραστᾶσα συμπαθῶς, ἐπιδρομῇς δαιμόνων με ἅρπασον, τῶν ἐπιζητούντων μου ἀδιαλείπτως Κόρη τήν ἀπώλειαν.

ᾨδὴ ε΄. Ἐπί τῆς γῆς ὁ ἀόρατος.
Ἴδε ἁγνῇ τήν ἀσθένειαν ἴδε, τῆς ταπεινῆς καί ἀθλίας ψυχῆς μου, καί ἀοράτων ἐχθρῶν τῆς ἐπαναστάσεως, καί τῆς τούτων βλάβης ῥῦσαί με.

Δαιμονικαῖς ἐπηρείαις τόν νοῦν μου, διηνεκῶς εἰς ἀτόπους ἐννοίας, ὑπεξελκόμενον μή ἐάσῃς Δέσποινα· ἀλλά στῆσον ἀπερίτρεπτον.

Ἁμαρτωλοῖς καί τελώναις ἐφάνη, ὁ σός υἱός διά σπλάγχνα, ἐλέους· ὅν μιμουμένῃ ἁγνῇ, νῦν ἐμέ οἰκτείρησον, ὑπέρ πάντας ἁμαρτήσαντα.

Κύνες πολλοί περιέσχον με ὄντως· συναγωγῇ πονηρῶν με πνευμάτων, περιεκύκλωσαν· ἀλλά τούτων Ἄχραντε, τάς ἐνέδρας διασκέδασον.

ᾨδὴ ς΄. Ἄβυσσος ἐσχάτη.
Κύμασι βυθίζομαι τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας, καί ἡδονῶν ὁ δοῦλος σου· Θεοτόκε πρόφθάσον, καί κυβερνήσει θείᾳ σου, πρός λιμένα με, μετανοίας ὁδήγησον.

Ῥεῖθρα μοι δακρύων Πνευματικῶν, παράσχου Κόρη, ἵνα πλύνω τόν βόρβορον, τῶν
πλημμελημάτων μου, καί πρός τό ὕδωρ ἴθυνον, τῆς ἀνέσεως, ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως.

Ὕπνωσα εἰς θάνατον ψυχικόν, καί ἐν τῷ τάφῳ κεῖμαι τῆς ἀπογνώσεως· ἀλλά δίδου χεῖρα μοι, καί ἀνάστησον δέομαι, πρός μετάνοιαν καί ζωήν ὁδηγοῦσα με.

Ὕπερθεν ἀνήλθοσαν ἀληθῶς, τῆς κεφαλῆς μου αἱ πολλαί ἀνομίαι μου· ὡς βαρύ φορτίον δέ, ἐπ᾽ ἐμέ ἐβαρύνθησαν· ἀλλ᾽ ἐλαφρῦνον, τόν κλοιόν μου Πανύμνητε.

Κάθισμα. Τήν ὡραιότητα.
Ἅπας ὁ βίος μου, ἐν ῥᾳθυμίᾳ πολλή, διῆλθε Πάναγνε καί νῦν προσήγγισα, τῷ τῆς ἐξόδου μου καιρῷ, καί δέδοικα τούς ἐχθρούς μου, μή διασπαράξωσι τήν ψυχήν μου Πανάμωμε, καί τῆς ἀπωλείας με, τῷ βυθῷ παραπέμψωσιν· ἀλλ᾽ οἴκτειρον τόν δοῦλον σου Κόρη, καί ῥῦσαι με τῆς τούτων κακώσεως.

ᾨδὴ ζ΄. Τό πρίν εἰκόνι.
Ὡς συμπαθής Μήτηρ τοῦ Θεοῦ, τούς δούλους σου Δέσποινα, συμπαθείας ἀξίωσον, τούς ἐν πίστει τῷ σῷ υἱῷ βοῶντας· ὁ τῶν πατέρων Θεός εὐλογητός εἶ.

Νομήν ἀνάστειλον Ἁγνῇ, τῶν ἡμαρτημένων, καί τῶν βεβήλων πράξεων· ἵνα πόθῳ τῷ σῷ υἱῷ κραυγάζῳ· ὁ τῶν Πατέρων Θεός εὐλογητός εἶ.

Γένος βροτῶν σε δυσωπεῖ, Θεοτόκε Δέσποινα, ἐλέησον τόν δοῦλον σόν, τόν ἐν πίστει τῷ σῷ υἱῷ βοῶντα· ὁ τῶν Πατέρων Θεός εὐλογητός εἶ.

Ἐπί τοῦ βήματος Χριστοῦ, ὅταν μέλλω κρίνεσθαι, ὡς ὑπεύθυνος Ἄχραντε, φάνηθι μοι, ἐκ, πάσης βασάνου ῥυομένῃ, τῇ θερμῇ σου προστασίᾳ.

ᾨδὴ ἡ’. Ἀστέκτῳ πυρί.
Μή παύσῃ Ἁγνῇ δυσωποῦσα, τούς ἐν κατανύξει σε τιμῶντας λυτρωθῆναι, τῶν παγίδων τοῦ διαβόλου, τόν υἱόν σου Δέσποινα εὐλογοῦντας· πάντα τά ἔργα Κυρίου τόν Κύριον.

Οὐ χεῖρας καί ὄμματα μόνον, ἀλλά καί τόν νοῦν καί τήν ψυχήν καί τήν καρδίαν,
ἀνατείνω πρός σέ Παρθένε ὅλον με καταύγασον τῷ φωτί σου· ὅλον ἀπόπλυνον δάκρυσιν· ὅλον κατανύξει θερμῇ ἀπόλουσόν με.

Νῦν ἁμαρτιῶν με καλύπτει, καί περιταράττει με πταισμάτων ζάλης πάσης ἐπίμονος Τρικυμία· φρίττω οὖν καί δέδοικα, τάς κολάσεις· ὧν με Παναγίᾳ λύτρωσαι, τῶν ἀπηλπισμένων ἐλπίς καί σωτηρίᾳ.

Μένει με δεινή καταδίκῃ, μέλλω κατακρίνεσθαι ἐνώπιον Ἀγγέλων, καί θεάτρου μυριανθρώπου μεγάλης ἀνάγκης με ῥῦσαι τότε, μέγα καί πλούσιον ἔλεος, ἔχεις γάρ’ τεκοῦσα τόν μέγαν Βασιλέα.

Ὁ Εἱρμός.
Ἀστέκτῳ πυρί ἑνωθέντες, οἱ θεοσεβείας Προεστῶτες νεανίαι, τῇ φλογί δέ μή λωβηθέντες, θεῖον ὕμνον ἔμελπον· εὐλογεῖτε πάντα τά ἔργα Κυρίου τόν Κύριον.

ᾨδὴ θ΄. Ἐν νόμῳ σκιᾷ.
Ἐγγίζει ψυχή τό τέλος· ἐπί θύραις τό κριτήριον· ἀπόστηθι ἔργων τῆς αἰσχύνης, καί
ἐπιλαβοῦ τῆς ἀγαθῆς πολιτείας· ἔχεις γάρ σύμμαχον τήν Θεοτόκον, ἐκ πάσης ῥυομένην σέ κακώσεως.

Λῃσταῖς νοητοῖς Πανάμωμε, περιπεσών ὁ δείλαιος, ταῖς τούτων μεθοδείαις, τόν χιτῶνα μου τῆς ἀρετῆς, φρενοβλαβῶς ἐξεδύθην· καί ψυχοφθόρων πληγῶν, πεπληρωμένος βοῷ σοι· Θεοτόκε μή παρίδῃς με.

Ὁ βίος μου ὅλος Ἄχραντε, ῥᾳθύμως ἐκτετέλεσται, καί ἤγγισα τῷ ᾄδῃ νῦν τῆς ἀπογνώσεως Ἁγνῇ· ἄλλο, διόρθωσιν δίδου, καί μή ἐάσῃς με ἐν τῇ τοιαύτη κακώσει, τόν προσφεύγοντα τῇ σκέπη σου.

Σαρκός τῆς ἐμῆς ἀσθένειαν, καί τῇ ἧς ψυχῆς τό ἄτονον· καρδίας τήν ὀδύνην, καί τάς τοῦ νόος μου ἐκτροπάς, σοί ἀναθέμενος κράζω· ἑκάστῳ τούτων Ἁγνῇ, δίδου τήν ἴασιν ὅπως, ἐν αἰνέσει μεγαλύνω σε.

Προσόμοια. Μεγάλη τοῦ Σταυροῦ σου.
Χαῖρε ἡ προστασίᾳ πάντων Μητροπάρθενε, τό κλέος τῶν ἐν πίστει, θερμή σε δοξαζόντων· Χαῖρε πάγκαλλον ὡράισμα τοῦ Κόσμου· Χαῖρε καύχημα καί στήριγμα καί ἀνέδρευτον ἕρκος.

Χαῖρε ἡ τεκοῦσα μόσχον τόν ἄμωμον, δάμαλις χαῖρε μόνη Ὑπερευλογημένῃ· Χαῖρε δεδοξασμένῃ· Χαῖρε τίμιον ἀγλάϊσμα, Ἀγγέλων· Χαῖρε ζωῆς πρόξενε, ἀνύμφευτε Θεοτόκες Μαρία.

Χαῖρε λαμπάς τοῦ κόσμου Ἁγνῇ ἡ ἀκοίμητος· Χαῖρε πάγκαλε νύμφῃ· Χαῖρε χρυσοῦν καί θεῖον παλάτιον τοῦ Λόγου χαῖρε Κόρη, ἁπάντων μόνον καταφύγιον, τῶν βοώντων σοί χαῖρε.

Λεόντων ψυχοφθόρων ῥῦσαί με πρεσβείαις σου, ἐλπίς καί προστασία,, τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων· καί ὁδήγησόν με εἰς τήν ἄνω βασιλείαν, καί, καθορᾶν τό κάλλος ἀξίωσον, τοῦ υἱοῦ σοῦ Παρθένε.

 


Δημοφιλείς αναρτήσεις