Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2025

Μωρέ, δώσου στον Χριστό και πρόσφερε στον Χριστό αυτά τα πλασματάκια με την προσευχή σου, να τα αγιάζεις!

 
Έλεγε σε κάποιον παιδίατρο: 
- Πώς εξετάζεις τα παιδιά;
- Έτσι… 
- Άκουσε να σου πω. Την ώρα που εξετάζεις το κάθε παιδάκι, θα κάνεις μέσα σου ένθερμη προσευχή με αγάπη: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε τον δούλον σου.”. (Και λέγοντας αυτά έπαιρνε βαθιά εισπνοή, άνοιγε τα χέρια του).
Να έτσι, με ανοιχτή καρδιά θα παρακαλείς για το κάθε παιδάκι. Είναι μια ψυχούλα που έστειλε ο Θεός στα χέρια σου.
Και καθώς θ’ ακουμπάς το χέρι σου στο κεφαλάκι του και θα προσεύχεσαι ένθερμα μέσα σου, η χάρη τού Θεού θα μεταγγίζεται στην ψυχούλα τού παιδιού. 
Όλα αυτά μυστικά. Δε θα καταλαβαίνουν τίποτα οι άλλοι. 
Θα τους δίνεις τα φάρμακα που λέει η επιστήμη σου αλλά, τελικά ο Χριστός θα θεραπεύει το παιδί, που παρακαλείς εσύ και οι γονείς του. Το πιστεύεις αυτό; 
Άλλη φορά του έλεγε: 
-Δε σε βλέπω να εξετάζεις τα παιδιά όπως σου είπα. Σε τρώει η ρουτίνα και ξεχνιέσαι.
Μωρέ, δώσου στον Χριστό και πρόσφερε στον Χριστό αυτά τα πλασματάκια με την προσευχή σου, να τα αγιάζεις! 
Είδες, ο Χριστός θεράπευε χρησιμοποιώντας αισθητό τρόπο: είτε έπιανε το χέρι τού μεγάλου, με τη δοσμένη στον Χριστό έντονη και θερμή προσευχή σου, μετάγγιζε τους χάρη Θεού Θεού. Το ίδιο δεν κάνει και ο ιερέας σε κάθε μυστήριο; Για να έλθει η χάρη τού Αγίου Πνεύματος, βάζει αισθητά το χέρι του στο κεφάλι τού εξομολογουμένου, τού χειροτονουμένου, τού νυμφευμένου, τού βαπτιζομένου κ.λ.π. Είναι μυστική δύναμη η προσευχή, που μεταδίδεται μυστικά στην ψυχή τού άλλου.   
 
Αγαπίου Μοναχού 
Η θεϊκή φλόγα που άναψε στην καρδιά μου 
ο Γέρων Πορφύριος

ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ – Η ΟΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

 

ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ 
Η ΟΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 

Γιὰ τὸν ὅσιο Πορφύριο μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ τοῦτο: Ἐκπυρωθεὶς ἀπὸ τὴν ἕνωσή του μὲ τὸ ἄστεκτον πῦρ, ἔγινε γιὰ μᾶς ζωτικὴ δύναμις. 
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐμπειρία ὅλων, ὅσοι τὸν γνωρίσαμε, ἀλλὰ καὶ πολλῶν ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν γνωρίσουν κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή του. Ἦταν, καὶ εἶναι ἀκόμη, ἡ παράκλησις τοῦ κόσμου. Ἔχοντας τὴν ἁγία εὐαισθησία τῶν Ἁγίων, εἶχε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἕνα ἰδιαίτερο χάρισμα: νὰ βλέπει. Κι ὅταν δυσκολευόταν νὰ βλέπει στὸ φυσικὸ φῶς, εἶχε τὸ χάρισμα νὰ βλέπει ὅσα συνέβαιναν μακριὰ ἢ κοντά, σὰν μέσα σὲ μιὰ ἀχτίδα φωτός. 
Οἱ έμπειρίες ποὺ μοῦ χάρισε ὁ Θεὸς κοντά του εἶναι θαυμαστές. Ὅμως ὁ ἴδιος δὲν θεωροῦσε τὰ θαυμαστὰ σημεῖα ὡς τεκμήρια ἁγιότητας. Ἐκεῖνο ποὺ ἦταν ἀναμφισβήτητα τεκμήριο ἁγιότητας ἦταν ὅτι οἱ παρεμβάσεις του ἔσωζαν ἀνθρώπους. Ἐξίσου ἀδιαμφισβήτητο τεκμήριο ἦταν καὶ ἡ σωστικὴ καὶ ζωντανὴ παρουσία του μετὰ τὴν ὁσία του κοίμηση. 
Ἀναφέρω μόνο ἐνδεικτικά αὐτὸ ποὺ μοῦ συνέβη ἕνα χρόνο περίπου μετὰ τὴν κοίμησή του. Ἦταν ἕνα τηλεφώνημα. Καλοῦσα ἐπανειλημμένως τὴν γερόντισσα τῆς μονῆς στὸν Ὠρωπό, γιὰ ἕνα θέμα ποὺ ἀφοροῦσε καὶ στὴ δική μας μονή. Κάποια στιγμή, τὸ τηλέφωνο ἀπάντησε, κι ἄκουσα στὴν ἄλλη γραμμή, άπότομη, ὡς συνήθως, τὴν φωνὴ τοῦ γέροντος: “Ἐμπρός, ἔλα.” Στὴν ἀρχὴ δὲν κατάλαβα τί συνέβαινε, καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο συνεχίζει, “Ἔλα, ἐγὼ εἶμαι, ὁ Πορφύριος.” Τοῦ εἶπα, ὅταν συνῆλθα, “Γέροντα, δὲν ἔχεις φύγει πρὸς τὴν ἄλλη ζωή;” Μοῦ λέει “Ναί. Ἀλλὰ ἐφόσον θέλεις ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτό, καὶ ἡ γερόντισσα ἀπουσιάζει, ὁ Θεὸς παραχώρησε νὰ σοῦ ἀπαντήσω.”

Ὁ γέρων Πορφγύριος ἔμεινε πάντα νέος. Ἀγαποῦσε τὴ ζωή, ἀγαποῦσε τὴ φύση, τὴ δημιουργία, ἀλλὰ καὶ τὸν πολιτισμό. Δὲν ἀπέρριπτε τίποτε, γνώριζε νὰ δοκιμάζει καὶ νὰ κατέχει τὸ καλό. Ἦταν ἔξω ἀπὸ τὶς συμβάσεις τοῦ καθωσπρέπει, κοινωνικοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἦταν ὅλος φωτιά, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ φωτιὰ στὴν ὁποία ζοῦσε, καὶ μὲ τὴν ὁποία φώτιζε τὸν κόσμο. 
Γι αὐτὸ καὶ συνιστοῦσε τὴν ὁδὸ τῆς ἀγάπης. Μὴν πολεμᾶτε τὸ κακό, ἔλεγε. Ἀνοῖξτε τὴν ἀγκαλιά σας στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, δοθεῖτε σ’ Αὐτὸν μὲ οὐράνιο ἔρωτα, χωρὶς νὰ ξέρει ἡ δεξιά σας τί ποιεῖ ἡ ἀριστερά σας, δηλ. χωρὶς ὑπολογισμούς, ὅτι θὰ κάνω αὐτὸ καὶ θὰ κερδίσω ἐκεῖνο. 
Ὁ ἅγιος δὲν χρειάζεται οὔτε τὴν τιμή μας, οὔτε κἄν τὴν ἀναγνώριση. Εἶναι πάντα κοντά μας, γιατὶ ζεῖ μέσα στὸν Θεό, ποὺ εἶναι ὁ τόπος τῶν ὅλων. Ὁ λόγος του εἶναι πάντοτε ζωντανός, παρηγορητικὸς ὅσο καὶ κοφτερός. 
Ἐὰν συναζόμεθα γιὰ νὰ μιλήσουμε γιὰ ἕναν ἅγιο, εἶναι γιὰ νὰ βρεθοῦμε κάπου στὰ ἴχνη του. Νὰ σπουδάσουμε τὸν τρόπο του, ποὺ εἶναι τὸ ἐφαρμοσμένο Εὐαγγέλιο. Νὰ καθρεφτίσουμε στὴν εἰκόνα του τὸν ἑαυτό μας, νὰ πάρουμε στὰ σοβαρὰ τὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεό, καὶ ἐν τέλει, νὰ χαράξουμε ἀπὸ κοινοῦ μιὰ πορεία, ὄχι μὲ βάση τὴν ἰδιοτέλεια καὶ τὶς φιλοδοξίες μας, ἀλλὰ μὲ βάση αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ τῶν ἁγίων: τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη. 
Ποιὸς μπορεῖ νὰ φθάσει σ’ αὐτὴ τὴν ἀγάπη; 
Ὡστόσο, αὐτὴ ἦταν ἡ συμβουλὴ τοῦ ἁγίου Πορφυρίου: νὰ μελετᾶμε τοὺς βίους τῶν ἁγίων, γιὰ νὰ βροῦμε τοὺς τρόπους ποὺ μεταχειρίσθηκαν. Καθώς ἔλεγε, “ Καλὸ εἶναι νὰ κάνομε αὐτὴ τὴν κλοπή. Νὰ κάνομε κι ἐμεῖς ὅ,τι ἔκαναν ἐκεῖνοι. Αὐτοὶ ρίχθηκαν στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἔδωσαν ὅλη τὴν καρδιά τους. Νὰ κλέψομε λοιπὸν τὸν τρόπο τους.” 
Ἀρχιμανδρίτης Χριστόδουλος, Καθηγούμενος Ἱ. Μονῆς Κουτλουμουσίου
(Χαιρετισμὸς σὲ ἐκδήλωση στὸν Ἱ.Ναὸ Ἁγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης)

Η τελευταία είσοδος του οσίου Πορφυρίου στο Άγιον Όρος

Η τελευταία είσοδος του οσίου Πορφυρίου στο Άγιον Όρος

«Επισκεπτόμουν το Άγιον Όρος από παιδί πολύ συχνά και το γεγονός που θα σας περιγράψω δεν μπορώ να το τοποθετήσω άριστα στον χρόνο. Ήταν μάλλον μετά το 1990, η δε περίοδος του χρόνου ήταν μάλλον Φθινόπωρο και ταξίδευα μόνος μου για τα Κατουνάκια, για τον παπα-Εφραίμ και τους Δανιηλαίους. Οι προσκυνητές ήσαν λίγοι. Το καΐκι που έκανε την διαδρομή Δάφνη-Λαύρα ήταν δεμένο στον ένα και μοναδικό τότε Αρσανά και το κουμαντάριζε ο δούλος του Θεού Ιορδάνης με την οικογένειά του. Άνθρωπος ευλαβής, πεισματάρης με την θάλασσα, γνώστης των καιρών και κυρίως των μικρών ιδιοτροπιών των πατέρων. Εκείνη την ημέρα ήταν νοτιάς, η θάλασσα είχε δυσκολία, ο Ιορδάνης είχε ακυρώσει το δρομολόγιο για την Λαύρα και φώναζε σε όλους μας, “τελευταίος σταθμός Αγία Άννα”. Η αλήθεια ήταν ότι δεν με βόλευε, αλλά σκέφτηκα να μπω στο καΐκι και να κατέβω Αγία Άννα και να ανεβώ στο κάθετο καρδερίμι και μετά παράλληλα με την ακτή να περπατήσω με τα πόδια για τα Κατουνάκια. Ήμουν νέος και είχα τότε αντοχές για αυτές τις διαδρομές. 
Όταν μπήκα και κάθισα στον πάγκο, έσκυψα και είδα στον πάτο του καϊκιού ένα κουβάρι, ένα μπόγο, μια κουβέρτα από την οποία πρόβαλε ένα καλογερικό σκουφί πλεκτό. Κατάλαβα ότι κάποιος ασθενής γεροντάκος καλόγερος ταξίδευε μαζί μας. Δίπλα του στεκόταν ένας άλλος σεμνός καλόγερος, φορώντας τα συνήθη ρούχα των μοναχών, ο οποίος και τον διακονούσε. Ήταν όμως σκοτάδι εκεί μέσα και δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος ήταν. Μαζί μας μπήκαν και καμμιά δεκαριά άλλοι προσκυνητές και κάνα δυο μοναχοί. Ο Ιορδάνης έκανε τον σταυρό του και άρχισε να μανουβράρη την βάρκα του, για να φύγουμε από το λιμανάκι της Δάφνης και να προχωρήσουμε προς τα νότια. Συνέχισε να φωνάζη και να λέη 
“το καράβι θα πάη μέχρι την Αγία Άννα και εκεί θα κατεβήτε όλοι· έχει φουρτούνα και καιρό και δεν θα σας πνίξω εγώ” 
Αφού ανοιχτήκαμε λίγο και πήραμε παραλία–παραλία τον δρόμο με σκαμπανεβάσματα από τα κύματα, καθήμενοι ακούνητοι στους πάγκους μας, διότι ήταν αδύνατον να μετακινηθούμε από την θάλασσα, τότε ο Ιορδάνης άφησε την λαγουδέρα, δηλαδή το καράβι πήγαινε μόνο του, κατέβηκε την μικρή σκάλα προς τα ύφαλα του καϊκιού, πήρε τον μπόγο στα δυό του στιβαρά χέρια και τον έφερε στο φως και τον έβαλε πάνω στην σκεπή της μηχανής και τότε, μέσα από αυτή την κουβέρτα, πρόβαλε το κεφαλάκι του γέροντος Πορφυρίου. Ο Ιορδάνης με στοργή μητρική τον τακτοποίησε μαζί με τον πατέρα Φώτιο, που ήταν ο μοναχός που τον συνόδευε, αλλά του είπε με αυτόν τον δωρικό τρόπο της ομιλίας του: 
“Γέρω-Πορφύρη, μην σκεφτής να πας πέρα από την Αγία Άννα, Καυσοκαλύβια το καΐκι μου δεν πηγαίνει, να σε πνίξω δεν θέλω, να με πνίξης δεν θέλεις, λοιπόν κατεβαίνεις στην Αγία Άννα, μένεις σε κάποιο Κελλί κοντά στην παραλία και, όταν φτειάξη ο καιρός αύριο-μεθαύριο, σε πάω στα Καυσοκαλύβια”.
Ο Γέροντας δεν είπε τίποτα, αλλά η χαρά ολονών μας που συνταξιδεύαμε με αυτόν τον θησαυρό ήτανε ανομολόγητη. Κούναγε η βάρκα τόσο πολύ που με δυσκολία πήραμε την ευχή του, και βλέπαμε αυτό το κεφαλάκι να ξεπροβάλλη και με ένα ιλαρό βλέμμα να κοιτάζη εμάς και την θάλασσα. Περάσαμε τον Αρσανά της Σιμωνόπετρας και πορευόμασταν προς την Γρηγορίου. Εκεί έπιασε λιμάνι το καΐκι για να κατέβουν τρεις–τέσσερις προσκυνητές, αλλά το καΐκι το έφερε κοντά στο μουράγιο ο γέρω–Συμεών, που με ένα άγκιστρο σαν σάρισα του Μεγάλου Αλεξάνδρου έπιασε την κουπαστή και την έσυρε στο μουράγιο. Μόλις είδε τον γέροντα Πορφύριο, φωνάζει: 
“Ρε, Πορφύριε, εσύ είσαι;”.
Ανεβαίνει μία μικρή ανηφόρα και χτυπά το καμπανάκι για να ακούσουν οι γέροντες και φώναζε: 
“Ο Πορφύρης, ο Πορφύρης· ελάτε να τον χαιρετήσετε και να πάρετε την ευχή του· ο Πορφύρης μπαίνει μέσα”.
Ποδοβολητά ακούστηκαν και ξεπρόβαλαν καμμιά σαρανταριά νέοι μοναχοί να τρέχουν στο καρδερίμι να πάρουν την ευχή του Γέροντα. Ο Ιορδάνης φοβούμενος τον καιρό και να μην αναποδογυρίση η βάρκα με τόσους που ερχόντουσαν να χαιρετήσουν, έβαζε την τάξη. Ο Γέροντας με προσήνεια και οφθαλμό χαρούμενο, τους χαιρετούσε όλους και ασπαζόταν όλων το χέρι. Τα ίδια γίνανε και στην Διονυσίου. Στην Αγίου Παύλου είχε τόσο θάλασσα που δεν μπορούσε να πιάση, στην Νέα Σκήτη, το κολωνάκι του Αγίου Όρους όπως λένε, είχαν κατέβει πατέρες στην παραλία ειδοποιημένοι πιθανά τηλεφωνικά από την Γρηγορίου. Τα ίδια και εδώ, ένα πανηγύρι αγάπης. 
Η θάλασσα μάνιαζε χειρότερα όσο προχωρούσαμε στις άκρες του Αγίου Όρους. Στην Αγία Άννα μπήκε στο λιμανάκι του Αρσανά ο Ιορδάνης και είπε, 
“τέρμα, κατεβαίνετε όλοι εδώ”.
Τι να κάνουμε; Βγήκαμε από την βάρκα. Ο γέρων Πορφύριος ακούνητος. Ο Ιορδάνης ασφάλισε καλά την βάρκα στο μουράγιο, πήρε ξανά τον Γέροντα αγκαλιά και τον έβγαλε έξω. Ο Γέρων έλεγε, 
“θα πάμε, Ιορδάνη, θα καλυτερέψη ο καιρός”.
Ο Ιορδάνης απάντησε: 
“Τόσα χρόνια εγώ δεν είδα σε τέτοια φουρτούνα να καλυτερεύη· παπά, εσύ την δουλειά σου την ξέρεις και εγώ την δικιά μου”,
ακούμπησε τον Γέροντα σε ένα πεζούλι, αφού του έστρωσε τρεις-τέσσερις κουρελούδες, και του είπε πως θα ειδοποιούσε κάποιο σπίτι της παραλίας να τον φιλοξενήση. Εγώ δεν έφευγα· ρωτάω τον πατέρα Φώτιο:
 
“Να πάω με τα πόδια ή να μείνω μαζί σας και να γλυτώσω τόσο κόπο;”
Ο πατήρ Φώτιος μου είπε: 
“Εμείς πάντως θα πάμε, αφού το λέη ο Γέροντας, εσύ κάνε όπως θέλεις”
Περίμενα κανένα μισάωρο, ο καιρός χειροτέρευε, αλλά και ο Γέροντας δεν έφευγε από το πεζούλι. Είχαν έρθει και πατέρες από τα γύρω Κελλιά, του φτειάξανε και φασκόμηλο και κουβέντιαζαν μια χαρά, περιμένοντας να φτειάξη ο καιρός. Η νεανική μου ανυπομονησία είχε φτάσει στα όριά της. Πλησίασα τον γέροντα Πορφύριο και τον ρώτησα:
- Πάτερ Πορφύριε, να μείνω μαζί σας, θα πάμε σήμερα ή να φύγω με τα πόδια να πάω στον πάτερ Εφραίμ; Και μου αποκρίθηκε: 
- Κάτσε, ευλογημένε, εμείς πάντως θα πάμε.
- Γέροντα, ο καιρός χειροτερεύει, ο Ιορδάνης σκούζει, εσύ έχεις κάπου να πας, εγώ είμαι κοσμικός· πού θα πάω άμα νυχτώση;
- Εσύ, Βαγγέλη μου, μου είπε, έχεις δυο που σε βασανίζουν· το ένα είναι ότι τρως από τα αυτιά σου (εννοούσε ότι μου αρέσουν οι έπαινοι να τους ακούω) και το άλλο βιάζεσαι. Κάνε όπως σε φωτίσει ο Θεός, εμείς πάντως θα πάμε.
Αφού είδα και απόειδα, πήρα τα ποδαράκια μου, ανέβηκα τα τόσα σκαλοπάτια της Αγίας Άννης και πήρα τον γκρεμό-γκρεμό παράλληλα με την θάλασσα για τους Δανιηλαίους· και τότε είδα το θαύμα! Το καΐκι του Ιορδάνη να ταξιδεύη στο γυαλό, πίσω από το καΐκι κύματα μανιασμένα, μπροστά από το καΐκι θάλασσα λάδι, σαν να κόβης βούτυρο με μαχαίρι, ο ουρανός ενώ ήταν καταχνιά είχε ανοίξει και δέσμες φωτός σαν προβολείς σκέπαζαν το καΐκι προς την διαδρομή του. Καμμιά δεκαριά δελφίνια ήσαν δίπλα στην βάρκα, ο δε γερω-Πορφύριος καθόταν στην άκρη της βάρκας, είχε το χέρι μέσα στο νερό και χάϊδευε τις μουσούδες των δελφινιών, τα οποία χοροπηδούσαν γύρω-γύρω. Τότε μέσα μου αναφώνησα, “τούτος είναι άγιος”. Πράγματι φτάσανε στα Καυσοκαλύβια και ο Γέροντας ανέβηκε στο Κελλί του και από τότε πια δεν ξαναβγήκε· ακόμη και τα κόκκαλά του χάθηκαν για να μην τον τρέφουν τα αυτιά του
Μαρτυρία π. Ευαγγέλου Παπανικολάου, Ιατρού

Βίος Ὁσίου Κυρίλλου τοῦ Φιλεώτου



Βίος Ὁσίου Κυρίλλου τοῦ Φιλεώτου

2 Δεκεμβρίου  

Λόγος του Αγίου περί εγκρατείας - ΕΔΩ 

῾Ο ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Κύριλλος ὁ Φιλεώτης γεννήθηκε περὶ τὸ 1015 στὸ χωριὸ Φιλέα, στὶς ὄχθες τῆς λίμνης τῶν Δέρκων στὴν ᾽Ανατολικὴ Θράκη. Στὸ ἅγιον Βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Κυριακός. ῎Ηδη ἀπὸ νεαρὰ ἡλικία ἐπιδόθηκε στὴν μελέτη τῶν θείων Γραφῶν καὶ στὴν ὑπηρεσία τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ. Χειροτονήθηκε ἀναγνώστης ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Δέρκων καὶ μεγάλωνε μὲ φρόνηση, διάγοντας βιοτὴ θεάρεστο. 
῞Οταν ἔφθασε σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, τοῦ πρότειναν νὰ τὸν χειροτονήσουν ἱερέα, ὁ ταπεινὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ὅμως, θεώρησε ὅτι ἦταν ἀνάξιος τῆς ἱερωσύνης καὶ προτίμησε νὰ πάρει νόμιμη σύζυγο, ὁρμώμενος ὄχι ἀπὸ φιληδονία ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ παραμείνει στὶς τάξεις ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τὴν διδαχὴ τῆς ᾽Εκκλησίας καὶ τὴν ὑπηρετοῦν μὲ τὴν τεκνοποιία. ῾Η σύζυγός του συμμεριζόταν καὶ ἐκείνη τὸν ζῆλο του γιὰ τὴν τήρηση τῶν έντολῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ μόλις γέννησε τὸ πρῶτο τους παιδί, ἄρχισε νὰ ἀγωνίζεται πλάι στὸν ἄνδρα της ἐνάντια στὴν τυραννία τῶν ἡδονῶν, μὲ τὴν ἐγκράτεια, τὴν νηστεία καὶ τὴν ἀγρυπνία, ὥστε νὰ κυριαρχήσει στὴν σάρκα καὶ νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη. Τοῦ Κυριακοῦ δὲν τοῦ ἀρκοῦσε νὰ τηρεῖ τὶς νηστεῖες ποὺ ὑπαγορεύει ἡ ᾽Εκκλησία, τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευή· ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ νήστευε καὶ τὴν Δευτέρα, τὴν Τρίτη καὶ τὴν Πέμπτη, καταλύοντας μόνο ξερὰ ὄσπρια καὶ πίνοντας μόνο νερό. Τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ κατέλυε μὲ μέτρο ὅ,τι ἐπιτρεπόταν. Καθ’ ὅλον τὸν βίο του ποτὲ δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν αὐστηρὴ αὐτὴ τάξη καὶ δὲν ἄφησε ποτὲ τὸν χορτασμὸ νὰ ταράξει μέσα του τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν πόθο νὰ μιμηθεῖ τὴν βιοτὴ τῶν ὁσίων ἀσκητῶν. ῎Ετρεφε μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὴν ἰσάγγελο πολιτεία τῶν μοναχῶν, ποὺ ἑκουσίως καθ’ ἡμέραν νεκρώνονται πρὸς τὸν κόσμο καὶ πρὸς τὸ ἴδιόν τους θέλημα. ᾽Επεδίωκε μὲ κάθε μέσο νὰ τοὺς μιμηθεῖ, σηκώνοντας καὶ αὐτὸς τὸν σταυρό του, ὄχι μόνο μὲ τὴν ἄσκηση ἀλλὰ πέφτοντας μέσα στὸ φλεγόμενο καμίνι τῆς ὑπακοῆς. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐπὶ τρία χρόνια ἐργάσθηκε ὡς ναύτης σὲ καράβι, ἀποφασισμένος νὰ ὑπακούει σὲ ὅλους ὅπως στὸν ἰδιο τὸν Κύριο, δεχόμενος μὲ χαρὰ χλευασμούς, λοιδορίες, ταπεινώσεις καὶ ἀδικίες κάθε λογῆς. Τὰ ὑπέμενε ὅλ’ αὐτὰ μὲ ἀγαλλίαση καὶ ἐπέμενε μὲ ἀκόμη μεγαλύτερο ζῆλο στὴν νηστεία καὶ τὶς σκληραγωγίες. ᾽Επιστρέφοντας στὴν οἰκία του ἀνήγγειλε στὴν σύζυγό του τὸν διακαῆ πόθο νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ κάποιο μοναστήρι ἢ νὰ παραμείνει στὴν οἰκία σταματώντας κάθε ἐργασία καὶ διακόπτοντας κάθε ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο, ὥστε ἐν ἡσυχίᾳ νὰ ἐπιδοθεῖ στοὺς ἄθλους τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. ᾽Ενέδωσε στὰ δάκρυα τῆς συζύγου του καὶ ἐγκαταστάθηκε σ’ ἕνα στενότατο κελλὶ στὰ ἐνδότερα τῆς οἰκίας, καὶ ἔζησε ἐκεῖ ἐπὶ πολλὰ χρόνια νηστεύοντας, ψάλλοντας καὶ ἀδιαλείπτως προσευχόμενος. Γιὰ νὰ καταπολεμήσει τὸν πειρασμὸ τῆς ἀκηδίας ἔκανε μερικὲς φορὲς ἐργόχειρο ἐπισκευάζοντας τὰ δίχτυα τῶν γειτόνων του. ῾Ο πόθος του νὰ συμμετάσχει πιὸ ἔντονα στὸ σωτήριο Πάθος καὶ στὴν θυσία τῶν μαρτύρων τὸν ἔκανε νὰ φορᾶ κατάσαρκα βαριὰ σίδερα, ποὺ τὸν ἔσφιγγαν καὶ προκαλοῦσαν δύσοσμες πληγές. ᾽Απὸ καιροῦ σὲ καιρὸ ἔφευγε καὶ πήγαινε γιὰ μερικὲς ἡμέρες στὸ πιὸ ἀπομακρυσμένο μέρος τῆς λίμνης, γιὰ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν προσευχή, ὥστε νὰ ἁρπάζεται ὁ νοῦς του στὴν θεωρία τῶν οὐρανίων πραγμάτων. ῞Οταν ἐπέστρεφε στὴν οἰκία του, τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε καθάριο χάρις στὰ ἄφθονα δάκρυα τῆς κατανύξεως, καὶ τότε προσφερόταν νὰ ὑπηρετήσει τὸν πλησίον: ἐπισκεπτόταν τοὺς ἀσθενεῖς, παρεῖχε πλουσιοπάροχη φιλοξενία στοὺς ὁδοιπόρους, χαρίζοντάς τους ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ἀναγκαῖα σκεύη τοῦ σπιτιοῦ.
Κάθε Παρασκευή, πήγαινε πεζὸς στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ ἀπέχει σαράντα χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ χωριό του, γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ ῞Αγιο Μαφόριο τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου καὶ νὰ παρευρεθεῖ στὴν ὁλονυκτία στὸν ὀνομαστὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν [28 ᾽Οκτ.]. Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ ἐπέστρεφε στὸ χωριό του, ἡ φρουρὰ τὸν ἐξέλαβε ὡς κατάσκοπο, τὸν συνέλαβε καὶ τοῦ ἔβαλε στὸν τράχηλο τιμωρητικὸ κλοιό. Δίχως τροφὴ καὶ νερό, ἐπὶ δύο μερόνυχτα ὑπέμεινε ξυλοδαρμοὺς καὶ χλεύη δίχως νὰ βγεῖ ἀπὸ τὰ χείλη του οὔτε μία διαμαρτυρία. 
Μιὰ ἄλλη φορά, ἐνῶ έπισκεπτόταν ἔναν ὅσιο ἀσκητὴ στὴν Βασιλεύουσα, ὁ ἀσκητὴς ἐπαίνεσε τοὺς ἄθλους καὶ τὴν ἀρετή του, τὸν ἔπεισε ὅμως νὰ βγάλει τὰ σίδερα ποὺ τοῦ προκαλοῦσαν φρικτὰ ἔλκη, γιατὶ αὐτὴν τὴν μορφὴ ἀσκήσεως, παρότι τὴν ἐφάρμοσαν ὁρισμένοι ἅγιοι, ἡ ᾽Εκκλησία γενικὰ τὴν ἀποδοκιμάζει θεωρώντας την πρόξενο κενοδοξίας. ῾Ο ταπεινὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ ἀμέσως ὑπάκουσε, ἐπέμενε ὡστόσο νὰ δένεται μὲ σχοινιὰ γιὰ νὰ καταπονεῖ τὸ σῶμα του. ῎Εφυγε κατόπιν γιὰ πιὸ μακρινὰ προσκυνήματα, καὶ πῆγε κατ’ ἀρχὴν στὸν ναὸ τοῦ ᾽Αρχαγγέλου Μιχαὴλ στὶς Χῶνες τῆς Φρυγίας [6 Σεπτ.] καὶ κατόπιν στὴν Ρώμη, μαζι μὲ τὸν ἀδελφό του· ἦταν ἕνα κοπιῶδες προσκύνημα μετὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἅγιος ἀσθένησε σοβαρά. 
῞Οταν ἀνάρρωσε, ἐπέστρεψε στὴν Φιλέα, ὅπου ὁ ἀδελφός του Μιχαὴλ εἶχε μόλις ἱδρύσει ἕνα μονύδριο καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν ἅγιο νὰ κατηχήσει τὴν νεοσύστατη ἀδελφότητα. Λίγο ἀργότερα ὅμως, ἐξαιτίας βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν, οἱ μοναχοὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ ζητήσουν καταφύγιο στὴν πόλη τῶν Δέρκων, ένῶ ὁ Κυριακὸς ἐπέστρεψε στὸ ἡσυχαστήριό του στὴν ὄχθη τῆς λίμνης. ῞Οταν ἀποκαταστάθηκε ἡ τάξη στὴν περιοχή, ὁ Κυριακὸς προσῆλθε ὁριστικῶς στὴν μονή· ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Κύριλλος. ῎Εκτισε παράμερα ἕνα κελλί, ὅπου ἀδιαλείπτως προσευχόμενος ἀναλυόταν σὲ δάκρυα καὶ στεναγμούς· δὲν ἀμελοῦσε ὡστόσο νὰ πηγαίνει στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ τὴν ὥρα τῆς τράπεζας διηγόταν καὶ σχολίαζε Βίους ἁγίων στοὺς ἀδελφούς. Μετὰ τρία χρόνια κοινοβιακοῦ βίου, ἔζησε ἐπὶ μιὰ τριετία σὲ ἀπόλυτη ἀπομόνωση καὶ κατόπιν, ἀπὸ ταπεινοφροσύνη, ἐπανῆλθε στὴν κοινοβιακὴ ζωὴ καὶ δίδασκε, ὁ έραστὴς αὐτὸς τῆς ἡσυχίας, στοὺς ἀδελφοὺς τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον καὶ τὶς ἱερὲς ἀρχὲς τῆς φιλοξενίας καὶ τῆς ἐλεημοσύνης πρὸς ὅσους τὴν ἀξίζουν ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἀνάξιους. Μιὰ ἡμέρα χάρισε τὸ Ψαλτήριό του σ’ ἕναν πτωχὸ μοναχό. Τὴν ἑπόμενη νύχτα, ἀφοῦ ἔψαλε ἀπὸ στήθους ὅσους ψαλμοὺς γνώριζε καὶ ἔκανε τὸν κανόνα του μὲ τὶς πεντακόσιες μετάνοιες, ἐνῶ ἑτοιμαζόταν νὰ ἀναπαυθεῖ γιὰ λίγο, θλιβόταν ἡ καρδία του ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ αἰνέσει κι ἄλλο τὸν Κύριο· ἐμφανίσθηκε τότε μιὰ φωτεινὴ μορφὴ καὶ τοῦ ἔμαθε ὅλο τὸ Ψαλτήρι. ῎Εκτοτε δὲν εἶχε πλέον ἀνάγκη βιβλίου, ἀφοῦ γνώριζε ἀπ’ ἔξω ὅλους τοὺς ψαλμοὺς καὶ μποροῦσε νὰ τοὺς ἑρμηνεύει θεόπνευστα. 
῾Ο δεκατετράχρονος γιὸς τοῦ ἁγίου παρακάλεσε τὸν πατέρα του νὰ τὸν δεχθεῖ ὡς μοναχό. ᾽Αφοῦ πρῶτα τὸν ὑπέβαλε σὲ σκληρὲς δοκιμασίες, ὁ Κύριλλος τὸν δέχθηκε ὡς πνευματικὸ τέκνο. ῾Ο ζῆλος τοῦ νεαροῦ παιδιοῦ γιὰ τὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχὴ ἀπεδείχθη τόσο διάπυρος, ὥστε μόλις δεκαοκτὼ μῆνες ἀργότερα τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς κοντά Του καὶ τὸ παιδὶ συναριθμήθηκε στὸν χορὸ τῶν ἁγίων. Νέες βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς ὑποχρέωσαν τὸν Κύριλλο νὰ ἐγκαταλείψει τὸ κοινόβιο καὶ νὰ ζητήσει καταφύγιο σὲ μιὰ μονὴ στὶς ἀκτὲς τῆς Προποντίδας. ῾Η φήμη τῆς ἁγιότητάς του ἁπλώθηκε γρήγορα μεταξὺ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, καὶ πολλοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν, γεγονὸς ποὺ κίνησε τὸν φθόνο καὶ ἐπέφερε μομφὲς τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς. ῾Η ταπείνωση ὅμως τοῦ ἁγίου ἔφερνε τὸν ἡγούμενο σὲ ἀμηχανία. 
᾽Επιστρέφοντας στὴν Φιλέα, ὁ Κύριλλος ἐγκαταβίωσε ἐκ νέου στὸ μονύδριό του καί, πλήρης θείου ἔρωτος μετέδιδε τὴν φλόγα τῆς ἀγάπης αὐτῆς στοὺς ἀδελφοὺς μέσῳ τῶν θαυμάτων καὶ τῶν διδαχῶν του. Καθὼς εἶχε ἀνακύψει μιὰ παρεξήγηση στὴν ἀδελφότητα, σύστησε στὸν ἡγούμενο νὰ ἐπαναφέρει στὸν σωστὸ δρόμο τοὺς πλανηθέντες μὲ πραότητα, ταπείνωση καὶ ὑπομονή, νὰ στηρίζει τοὺς ἀσθενεῖς καὶ νὰ προσπαθεῖ σὲ κάθε πράξη καὶ λόγο του νὰ μιμεῖται τὸν Κύριο ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστό. ῾Ο διάπυρος ζῆλος καὶ ὁ πόθος του γιὰ τὸν Θεὸ μεγάλωνε κάθε μέρα, καὶ σκληραγωγοῦσε τὴν σάρκα του μὲ πεῖσμα μεγαλύτερο ἀπὸ ἐκεῖνο τῶν ἀρχαρίων. ῎Ελαβε ὡς ἀνταμοιβὴ παρὰ τοῦ Θεοῦ τὴν δωρεὰ ἄφθονων δακρύων, ποὺ ἔκαναν τὸ πρόσωπό του νὰ ἀκτινοβολεῖ. Παρὰ τὸ ὅτι ἀπέφυγε ὅσο μποροῦσε νὰ γίνει γνωστός, ὁ Κύριος φανέρωσε τὶς ἀρετές του στοὺς ἀνθρώπους καὶ ὁ αὐτοκράτορας ᾽Αλέξιος Κομνηνὸς (1081-1118) ἦλθε ὁ ἴδιος καὶ τὸν ἐπισκέφθηκε μαζί μὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια, ζητώντας ἀπὸ τὸν ἅγιο νὰ τὸν συνδράμει μὲ τὴν προσευχή του, ῾Ο ἅγιος τοῦ δίδαξε τότε πῶς πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἡγεμόνας, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀρκεῖται νὰ ἀσκεῖ ἐξουσία ἐπὶ τῶν ὑπηκόων του, ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ ἐξουσιάσει τὰ ψυχικὰ πάθη του ὥστε νὰ βασιλεύει τὸ πνεῦμα του φωτισμένο ἀπὸ τὸν Θεό. ῾Ο αὐτοκράτορας ἀναχώρησε ἀντλώντας μεγάλο ψυχικὸ ὄφελος ἀπὸ τὴν σοφία καὶ τὴν ταπείνωση τοῦ ἁγίου καὶ δώρησε στὴν μονὴ βασιλικὴ χορηγία, τὴν ὁποία ὁ ἅγιος μοίρασε στοὺς πεινῶντες μαζί μὲ ἄλλα ἀγαθὰ τῆς ἀδελφότητας, κατὰ τὴν διάρκεια ἑνὸς λιμοῦ ποὺ ἐνέσκυψε στὴν περιοχή. ῾Η ἀδελφότητα ἔφτασε τότε στὴν ἔσχατη ἀνάγκη, ὁ Κύριλλος ὅμως δὲν ἔχασε τὴν πίστη του στὸν Θεὸ καὶ λίγο ἀργότερα, μιὰ ἄλλη ἐπιφανὴς προσωπικότητα, ὁ Γεώργιος Παλαιολόγος, ἐπισκέφθηκε τὴν μονὴ καὶ τῆς δώρησε σημαντικὸ ποσό, ὥστε νὰ καλύψει τὶς ἀνάγκες της καὶ νὰ ἐξακολουθήσει τὶς ἀγαθοεργίες της. 
Περὶ τὸ 1105 ὁ ἅγιος, Κύριλλος ἀσθένησε σοβαρά, δὲν ἐλάττωσε ὅμως τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες του, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταστεῖ δεύτερη φύση του. ῾Υπῆρξε ὅμως ἡ πιὸ σκληρὴ δοκιμασία του. Δύο χρόνια πρὶν τὴν κοίμησή του, ταλαιπωρημένος ἀπὸ τὴν ἀσθένεια καὶ τὰ γηρατειά, ὁ μισόκαλος κατὰ θεία παραχώρηση τοῦ ἐπεφύλαξε φρικτὸ πειρασμό. ᾽Εμφανίσθηκε μὲ τὴν μορφὴ τοῦ ᾽Ιωάννη Σεβαστοῦ, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἁρχοντες ποὺ ἦσαν πνευματικὰ τέκνα τοῦ ἁγίου, καὶ τέλεσε στὸ κελλὶ τοῦ ἁγίου, μαζι μὲ ἄλλους δαίμονες μεταμφιεσμένους σὲ ἱερεῖς, μιὰ παρωδία θείας Λειτουργίας, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὁποίας ὁ ἅγιος παρ’ ὀλίγον νὰ κοινωνήσει. ῞Οταν ἀντελήφθη τὴν παγίδα τῶν δαιμόνων, ταράχθηκε πολὺ καὶ ξαναβρῆκε τὰ λογικά του μοναχὰ μεταλαμβάνοντας μετὰ φόβου τῶν ἀληθινῶν ἀχράντων Μυστηρίων. ᾽Εξαιτίας τῆς δοκιμασίας αὐτῆς, ὁ ἅγιος πέρασε τὸν τελευταῖο καιρὸ τοῦ ἐπίγειου βίου του σὲ ἀκόμη μεγαλύτερη μετάνοια καὶ δάκρυα. Μέχρι τὸ τέλος τῶν ἡμερῶν του δοκιμάσθηκε στὴν ἀρρώστιά του ἐξαιτίας ἑνὸς μοναχοῦ ποὺ ἀπεχθανόταν νὰ τὸν φροντίζει καὶ νὰ τοῦ δίνει φαγητό· ὁ ἅγιος Κύριλλος δὲν παραπονεῖτο καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Κύριο ἐπειδὴ δοκιμαζόταν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὥστε νὰ καθαρισθεῖ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του. ᾽Εκοιμήθη ἐν εἰρήνη στὶς 2 Δεκεμβρίου 1110. Τὰ ἅγια λείψανά του ἐπιτέλεσαν ἔκτοτε πολυάριθμα θαύματα.

Νέος Συναξαριστής

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

Το μυστήριο της κλήσης του πρωτοκλήτου - π.Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος


ΚΥΡΙΑΚΗ 

Τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου

 Ἰω. α΄ 35-52

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία
του π. Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, στα πλαίσια της ερμηνείας που έγινε στο κήρυγμα της Κυριακής  30 Νοεμβρίου του 1997 ή του 2003 

 Τὸ ηχητικό απόσπασμα από την ομιλία - σε mp3 εδώ

Η περικοπή που ακούσαμε, όπως καταλάβατε,είναι αφιερωμένη στην γιορτή σήμερα του Αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου. Και στο βασικό της σημείο, το αρχικό σημείο, ερμηνεύεται-προσεγγίζεται αυτή η κλήση του Πρωτοκλήτου. Και οι γραμμές οι οποίες περιγράφουν αυτό το τόσο συγκλονιστικό γεγονός για τη ζωή ενός ανθρώπου, και μάλιστα την κλήση του πρώτου Αποστόλου, είναι τόσο λιτές, τόσο λίγες, τόσο λίγα τα λόγια, που αμέσως αναδύεται το ερώτημα: πώς μπορεί να γίνει μια κλήση σε ένα τόσο σπουδαίο γεγονός, να αλλάξουν τόσο βαθιά δομές μέσα στην ψυχή ενός ανθρώπου, μέσα από τόσες λίγες λέξεις και γραμμές; Τι συνέβη; 
Να προσεγγίσω αυτό το μυστήριο του τι συνέβη - παρόλο που όλα παραμένουν στο χώρο ενός μυστηρίου, λόγω της λιτότητας του κειμένου - να προσεγγίσω αξιοποιώντας το κείμενο σε τρία επίπεδα. Ένα επίπεδο πριν από τη συνάντηση του Χριστού, ένα κατά τη συνάντηση, και στο τρίτο τι είπαν, τι λόγια αντήλλαξαν. Πριν από αυτή τη συνάντηση υπάρχει ένα βασικό και ουσιαστικό γεγονός που είναι προδρομικό γεγονός· που είναι ο ίδιος ο Πρόδρομος, το είπε το κείμενο: ο Ανδρέας ήταν μαθητής του Προδρόμου. Ο ίδιος ο Πρόδρομος, ως παρουσία, μπορεί να εκφραστεί με δύο μεγέθη: Ένα βασικό μέγεθος της λιτότητας, που λιτότητα σημαίνει μη συσχηματισμός με τα πράγματα του κόσμου, μη χρησιμοποίηση πομπωδών, διαφημιστικών, δυνατών, οποιωνδήποτε, δεδομένων του κόσμου, για να φανερωθεί κάτι· αυτό είναι η λιτότητα. Είναι η απεμπόληση όλων των δυναμικών του κόσμου [οι οποίες βρίσκονται] σε αντίθεση με αυτό που κάνει ο Θεός. Αυτό είναι η λιτότητα - δεν αρκεί μια απλή λιτότητα με άλλα πράγματα - είναι ηαπελευθέρωση και ο μη συσχηματισμός για την καταξίωση και την προβολή της παρουσίας και της υπάρξεώς μας. Αυτό είναι το πρώτο δεδομένο του Προδρόμου, το οποίο έμαθαν οι μαθητές του και ο Ανδρέας. Και το δεύτερο στοιχείο είναι η γνωστή φράση «μετανοείτε», αυτή η πολύ βαθιά αλλαγή. Βλέπετε, ο Πρόδρομος είναι «φωνή», υπ' αυτήν την έννοια που είναι αποδεσμευμένος από τέτοιες συμβατικότητες προβολής, παρουσιάσεως, και ταυτόχρονα εκφράζει άλλη μια βαθιά αλλαγή για τα πράγματα του κόσμου. 
Και έρχεται τώρα ο Πρόδρομος να πει στον Ανδρέα. Προσέξτε τι λέει. Μια φράση του λέει μονάχα. Του λέει: «Να, ο αμνός του Θεού». Η φράση αυτή είναι γνωστή από την Παλαιά Διαθήκη και ο Ανδρέας την ξέρει. Είναι φράση που χρησιμοποιήθηκε από τον προφήτη Ησαΐα. Αλλά αυτή η φράση έχει ένα πολύ βαθύ περιεχόμενο και ένα συμβολισμό βέβαια. Γιατί το πρόβατο το «αγόμενο επί σφαγήν» ήταν πάντοτε σιωπηλό, δεν χρησιμοποιούσε κάποια άλλα «κοσμικά» μέτρα αμύνης, και ήταν θυσιαζόμενο. Και κάνει τώρα μια μεταφορά ο Ιωάννης πάνω στους μαθητές του και, ενώ τους έχει δώσει τη λιτότητα και αυτή τη βαθιά αλλαγή του «μετανοείτε», τους βάζει και το μέγεθος της θυσιαστικής προσφοράς και λέει: «Να αυτός πάει πιο παρακάτω τα πράγματα, είναι ο αμνός του Θεού». Είναι η σιωπή, είναι η λιτότητα, είναι η σιγή αλλά ταυτόχρονα είναι κάτι βαθύτερο: είναι ο θυσιαζόμενος, είναι η θυσιαζόμενη ησυχία. Και εκείνη τη στιγμή πια που γίνεται αυτή η μεταλλαγή η βαθιά, μεταφέρονται από τον Ιωάννη στα βαθιά μεγέθη τα θυσιαζόμενα. 
Λέει το κείμενο με μια καταπληκτική λιτότητα: «και θεασάμενος» ο Ιησούς τον Ανδρέα και τον άλλο μαθητή που ήταν μαζί του· «θεασάμενος»:μπαίνουν μέσα στη θέα του Θεού! Μπαίνουνε μέσα όχι απλώς στο κοίταγμα· η θέα του Θεού είναι η αγάπη του Θεού! Και προσλαμβάνονται μέσα στην αγάπη του Θεού. Βλέπετε όλα αυτά συμβαίνουν μυστικά μέσα στην καρδιά των ανθρώπων. Ο Θεός λειτουργεί τελείως μυστικά. Αυτό το «θεασάμενος». Μια βαθιά αγιοπνευματική προσέγγιση του γεγονότος! Ότι όλα αυτά τα γεγονότα της ζωής μας που είναι συγκλονιστικά, λειτουργούν με έναν λιτό, απλό, «εν μετανοία» τρόπο και μέσα στην αγάπη του Θεού, ο οποίος μας κοιτάζει. Δεν χρειάζονται άλλες αναλύσεις γι’ αυτό το πράγμα. Μας κοιτάζει, «θεασάμενος», και λέει ο Χριστός μόνο δύο λέξεις: «Τι ζητείτε;» Και αυτοί λένε: «Πού μένεις;» Τίποτε άλλο, αυτός είναι ο διάλογος. Τι ζητείτε; Ενεργοποιεί το είναι τους, την προσωπικότητά τους! Αυτό είναι το «τι ζητείτε». Και αυτοί αυτό που ζητούν δεν ξέρουν πώς να το πουν, δεν έχει κάτι, και λένε «πού μένεις;»· που σημαίνει: «πού μένεις; πώς ζεις;». Όχι «ποιος είναι ο τόπος σου;», «ποιος είναι ο τρόπος σου;», για να κάνεις τον τόπο τρόπο. «Πού μένεις;» Και πήγαν και είδαν πού μένει. Και τίποτα άλλο. Δεν λέει τι κατάλαβαν. Αλλά ακριβώς αυτό που έμεινε πάνω τους ήταν αυτός ο τρόπος, που ξεκινά από την προδρομική ανάλυση της λιτότητας, της ελευθερίας από τη χρησιμοποίηση των δυναμικών του κόσμου για να «καταξιωθούμε», της αλλαγής του κόσμου «εν μετανοία», το ότι είμαστε μέσα στη χάρη του Θεού και εκεί μένουμε, χωρίς να μπορούμε να το πούμε· και αυτό ζητούν. 
Και μένεις εκεί μέσα και γίνεται το γεγονός, όπως λένε οι Πατέρες, «ανέκφραστο» γεγονός. Αυτό το γεγονός, της μεταφοράς του Ανδρέου από τον Ιωάννη προς τον Χριστό ως πρωτόκλητου μαθητή, είναι τελικά ανέκφραστο γεγονός, ανέκφραστο μυστήριο, όπως είναι σε τελική ανάλυση ανέκφραστο μυστήριο, πολύ βαθύ και ανερμήνευτο σε παρακάτω πτυχές του, η δική μας στάση μπρος στον Χριστό. Είναι αυτό το «πού μένεις;» και πώς μένουμε εκεί κοντά Του. Και για να μπορούμε να το κάνουμε αυτό το πράγμα, να μείνουμε εν Αυτώ, πρέπει να αρχίσουμε να λειτουργούμε με τα ίδια δεδομένα: να αξιοποιήσουμε τη λιτότητα αυτή, τον μη συσχηματισμό με τις δυναμικές του κόσμου· να αξιοποιήσουμε τη βαθιά, εσωτερική, «εν μετανοία» αλλαγή που γίνεται με τα πράγματα του κόσμου. Δεν περιμένουμε να αλλάξουν τα γύρω. Αλλάζει κάτι βαθύ μέσα μου και δεν αξιοποιώ τις δυναμικές του κόσμου, που πάνε να αλλάξουν ψεύτικα τον κόσμο. Ταυτόχρονα ξέρω που βρίσκομαι μέσα στην χάρη του Θεού! Τινάζεταιστον αέρα η απελπισία, η αγωνία, το άγχος! Είσαι εκείνος που είσαι στη ματιά του Θεού, στη θέα του Θεού. Και εκείνο που μπορείς να ακούσεις από τον Θεό είναι: «Τι θέλεις;» Και λες: «Να μείνω. Πού μένεις;» Και μένεις! Και αυτό δεν εκφράζεται, δεν λέγεται. 
Είναι λοιπόν το μυστήριο της κλήσεως του Ανδρέα μεν, πρωτογενώς ως Πρωτοκλήτου, και της κλήσεως, όχι απλώς μιας πρωτογενούς κλήσεως δικής μας, αλλά μιας συνεχούς παραμονής - που απαιτεί μια καθημερινή «κλήση» στα πράγματα - κοντά στον Χριστό. Αναζητήστε λίγο στις ζωές σας, μπείτε στις ρίζες αυτές μέσα, και τότε αυτό που θα λειτουργήσει θα είναι μυστήριοανέκφραστο, και με λόγια δεν μεταδίδεται. Απλώς θα μένετε κοντά στον Χριστό. 

Φιλολογική επιμέλεια κειμένου
Ελένη Κονδύλη

 

Περισσότερες ομιλίες του πατρός Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα :  www.floga.gr  

 

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ - ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΤΟΜΟΣ Δ΄

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 

ΕΔΩ

Προτιμώμενο πρόγραμμα για την ανάγνωση των αρχείων 
που είναι σε μορφή djvu  είναι το sumatrapdfreader

Δημοφιλείς αναρτήσεις