Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΝΟΕΡΑΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
ΣΤΗΝ ἔρημο ὅταν ἤμεθα ἡ ἀγρυπνία μας ἄρχιζε μὲ τὴ δύση τοῦ ἡλίου. Καὶ παρατείνονταν μέχρι τῶν ὀρθρινῶν ὡρῶν.
Ὁ μακαριστός Γεροντάς μου Ἰωσήφ, διδάσκοντάς μας τὰ καθήκοντα τῆς μοναχικῆς πολιτείας ἐπέμενε πολὺ στὴν πρακτική μέθοδο τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Καθὼς ἡ δική του ζωὴ ἦταν μια συνεχής βία στὸ θέμα τῆς προσευχῆς, ἔτσι ἐπέμενε καὶ ἡμεῖς νὰ βιάζωμε ὅσο ἡμποροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας γιὰ νὰ στερεώσωμε βαθειὰ στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιά μας τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ποὺ εἶναι ὁ ἀκρογωνιαίος λίθος τῆς ὅλης πνευματικῆς οἰκοδομῆς.
Μετὰ τὸν ὕπνο, μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ξεκούραστος, καθαρός. Εἶναι ὅ,τι πρέπει γιὰ νὰ τοῦ δώσωμε ὡσὰν πρώτη πνευματική ὕλη τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τοῦτο ὅμως γνωρίζοντάς το ὁ Διάβολος σπεύδει καὶ αὐτὸς ἀπὸ τῆς ἐξυπνήσεως νὰ σπείρη ἀστραπιαίως τὰ ζιζάνια τῶν πονηρῶν λογισμῶν του, οὕτως ὥστε μὲ αὐτὰ νὰ ἀρχίσῃ νὰ ἀλέθῃ ὁ μύλος τῆς μνήμης καὶ νὰ ἀκούεται τὸ γύρισμά του ὡσὰν ἦχος ἰδικῆς του προσευχῆς.
Οἱ μυλωνάδες στὴ γλῶσσα τους, ἐκεῖνο τὸ μέρος ὅπου βάζουν τὸ σιτάρι, τὸ κριθάρι, τὸ καλαμπόκι ἢ ὅ,τι ἄλλο εἶναι γιὰ ἄλεσμα, τὸ λέγουν «πόθο». Ἐπάνω ἀνοιχτὸς καὶ φαρδὺς ὁ πόθος καταλήγει κάτω τόσο στενὸς ποὺ ἀφήνει λίγα μόνο σπυριὰ νὰ πέφτουν ρυθμικά στις μυλόπετρες.
Λοιπόν, ὅ,τι μπὴ στὸν πόθο θὰ περάση τὶς μυλόπετρες, θὰ ἀλεσθῆ, ᾿Αλλὰ ὅ,τι στην καρδιά, ποὺ ἔχει ὅλους τοὺς ἀνθρώπινους πόθους δὲν εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἀνεβῆ καὶ νὰ περάση ἀπ᾿ τὶς μυλόπετρες τοῦ νοῦ. Ἐκ τῆς καρδίας εἶπεν ὁ Κύριος ὅτι ἐξέρχονται οἱ πονηροί λογισμοί. Καὶ ἀνεβαίνουν καὶ περνοῦν ἕνας - ἕνας καὶ ἀλέθονται. Ὅσο πιὸ ἀκάθαρτη καὶ γήϊνη ἡ καρδία, τόσο πιὸ αἰσχροὶ καὶ χαμερπεῖς οἱ λογισμοί.
Λοιπὸν γιὰ νὰ μὴν ἀνεβῇ ὅλη ἡ θολούρα τῶν λογισμῶν στὸν νοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ καθαρισθῇ ἡ καρδία καθὼς τὸ ἐπιθυμεῖ ὁ Πλαστουργός της, κατεβάζομε διὰ τῆς νοερᾶς προσευχῆς τὸν νοῦν μας εἰς τὸν καρδιακὸν οὐρανὸν καὶ μετατρέπομε τὸν χῶρο τῆς ἐμπαθείας καὶ τῆς ἐμμέσου λατρείας τοῦ Σατανᾶ σὲ ναὸν τοῦ Θεοῦ ἅγιον, σὲ κατοικητήριον τῆς ῾Αγίας Τριάδος.
Μὲ τὰ λόγια αὐτὸ τὸ σχῆμα ποὺ διαγράψαμε εἶναι ἁπλό, ἀλλὰ στὴν ἐφαρμογήν του ἀπαιτεῖ ὅλες τὶς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀμέριστον συνέργειαν τῆς θείας χάριτος. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς πάντοτε προσφέρεται καὶ μάλιστα παρακαλῶντας «Δός μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν», ἀπαραίτητον εἶναι νὰ προσφέρωμε καὶ ἡμεῖς τὸν ἑαυτόν μας διλόκληρον καὶ πειθήνιον εἰς τοὺς ἀσκητικοὺς κανόνας τῶν Νηπτικῶν Πατέρων μας.
Λοιπὸν προσοχή στοὺς πρώτους λογισμοὺς μετὰ τὸν ὕπνο. Όνειρα, φαντασίες, καλὰ - ἄσχημα, ὅ,τι μᾶς κληροδότησε ὁ ὕπνος τὰ σβήνουμε ἀμέσως. Καὶ εὐθὺς ἀμέσως παίρνομε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ σὰν ἀναπνοὴ τῆς ψυχῆς μας.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἀφοῦ ρίξωμε λίγο νερό στὸ πρόσωπο γιὰ νὰ ξυπνήσωμε, καὶ ἀφοῦ πάρωμε ἕνα καφέ ἢ κάτι ἄλλο γιὰ τόνωσι · ἐφ᾿ ὅσον ἡ ἀγρυπνία μας ἀρχίζει πολύ πρὶν ἀπὸ τὰ μεσάνυκτα – λέγομε τὸ Τρισάγιο, ἀπαγγέλλομε τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως καὶ τὸ ῎Αξιόν ἐστιν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ καθήμεθα στὸν τόπο τῆς προσευχῆς μας μὲ τὸ ὅπλον κατὰ τοῦ Διαβόλου στὸ χέρι – τὸ κομποσχοίνι.
Κάθισες στὸ σκαμνάκι σου; Ἔλεγε ὁ Γέροντας. Μιὰ στιγμή! Μὴν ἀρχίσης νὰ προσεύχεσαι κατὰ τὸν ἐνδιάτακτον τρόπον, πρὶν συγκεντρώσης τὴν διάνοιά σου, καὶ πρὶν ἀδολεσχήσης ὀλίγον μὲ τὸν θάνατον καὶ τὰ ἐπακόλουθα.
Συλλογίσου ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ τελευταία νύχτα τῆς ζωῆς σου. Γιὰ ὅλες τὶς ἄλλες ἡμέρες καὶ νύχτες εἶσαι σίγουρος ὅτι πέρασαν καὶ διαδοχικὰ σὲ παρέπεμψαν μέχρις σ' αὐτὸ τὸ χρονικὸ ὅριο τοῦ βίου σου, Γιὰ τούτη ὅμως τὴ νύχτα ποὺ ἔχεις μπροστὰ δὲν εἶσαι σίγουρος ἂν θὰ σὲ παραδώση στὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἔρθη ἢ στὸν θάνατο ποὺ ἔρχεται. Πόσοι θὰ ἀποθάνουν αὐτὴ τὴ νύχτα! Πῶς τὸ ξέρεις ὅτι δὲν θὰ εἶσαι ἀνάμεσα σ' αὐτούς;
Συλλογίσου λοιπὸν πώς, φεύγοντας σὲ λίγο, θὰ ἔρθουν νὰ διεκδικήσουν τὴν ψυχή σου οἱ ῎Αγγελοι ἢ οἱ Δαίμονες κατὰ τὰ πεπραγμένα σου. Πικροί κατήγοροι οἱ Δαίμονες τὴν ὥρα τοῦ θανάτου παρουσιάζουν στη μνήμη ὅλα τὰ ἔργα ὅλης τῆς ζωῆς καὶ ὠθοῦν στὴν ἀπόγνωση. Οἱ ῎Αγγελοι ἀντιπροβάλλουν τὰ κατὰ Θεὸν εἶργασμένα. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πρόχειρο πρωτοδικείο προσδιορίζεται ἡ πορεία τῆς ψυχῆς. Ἔπειτα τὰ ἐναέρια τελώνια. Ἔπειτα τὸ φοβερὸν βῆμα τοῦ Κριτοῦ. Καὶ ἔπειτα ἡ ἀπόφασις.
Καὶ ἐὰν τὸ ἀποτέλεσμα ὅλης αὐτῆς τῆς διαδικασίας θὰ εἶναι κόλασις, τότε τι θὰ κάμης, ψυχὴ ταλαίπωρη; Τι θὰ ἔδινες τὴν ὥρα ἐκείνη γιὰ νὰ λυτρωθῆς; Ἐλθὲ εἰς ἑαυτὸν καθὼς ὁ ἄσωτος ἐκεῖνος υἱὸς καὶ μετανόησε καὶ ζήτησε τὸ ἔλεος τοῦ πολυελέου Θεοῦ. Ὅ,τι θὰ ἤθελες τότε νὰ κάμης, κάμε το τώρα. Ἥμαρτες; μετανόησον. Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος.
Ἐὰν μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις, χωρὶς εἰκόνες καὶ φαντασίες, ἀδολεσχήση ἔστω καὶ γιὰ λίγη ώρα ὁ ἄνθρωπος κατανύσσεται, Μαλακώνει ἡ καρδία του σὰν τὸ κερί, καὶ ἡ διάνοιά του παύει νὰ μετεωρίζεται. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἔχει αὐτὸ τὸ προνόμιο, νὰ νικᾶ ὅλα τὰ ἀπατηλὰ τῆς ζωῆς, καὶ νὰ γεννᾶ στὴν καρδιὰ τὸ κατὰ Θεὸν πένθος. Μέσα σ' αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς κατανύξεως μπορεῖς νὰ ἀρχίσης τὴν μονολόγιστη, ἀδιάλειπτη, νοερά προσευχή σου.
Καθώς εἶναι συναγμένη ἡ διάνοιά σου, καθὼς εἶναι συντετριμμένο καὶ τεταπεινωμένο τὸ πνεῦμα σου, κλίνε ἐλαφρὰ τὴν κεφαλή σου καὶ στρέψε τὴν προσοχὴ πρὸς τὸ μέρος τῆς καρδιᾶς. Εἶναι καὶ αὐτὴ συντετριμμένη καὶ τεταπεινωμένη καὶ περιμένει τὸν νοῦν νὰ κατεβῆ διὰ νὰ προσφέρουν ἱκεσία στὸν πολυεύσπλαγχνο μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι δὲν θὰ τὴν ἐξουδενώσῃ.
᾿Απὸ τὴν εἰσπνοὴ τῶν μυκτήρων ἀρχίζει ἡ διαδικασία τῆς ἀναπνοῆς τοῦ σώματος. Ἐκεῖ σύναψε διὰ τῆς προσευχῆς καὶ τὴν ἀναπνοὴν τῆς ψυχῆς σου. Εἰσπνέοντας λέγε μια φορὰ τὴν προσευχὴ παρακολουθώντας την μέχρι τὴν καρδιὰ καὶ ἐκπνέοντας ἐπαναλάμβανε την ἄλλη μια φορά. Ἐκεῖ ποὺ σταματᾶ ἡ εἰσπνοὴ στὸ χῶρο τῆς καρδιᾶς ἐκεῖ στερέωσε καὶ τὸν νοῦν σου καὶ ἀμετεωρίστως παρακολούθει διὰ τῆς εἰσπνοῆς καὶ ἐκπνοῆς συνεισπνεομένην καὶ συνεκπνεομένην τὴν προσευχήν: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με!
Επιστράτευσε ὅσην ἀγαπητικὴν διάθεσιν ἔχεις καὶ ἀφαντάστως καὶ ἀνεικονίστως μνημόνευε διὰ τοῦ ἐνδιαθέτου λόγου τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. ᾿Απομάκρυνε κάθε σκέψη. Ἀκόμα καὶ τὴν πιὸ ὄμορφη καὶ τὴν πιὸ ἁγνὴ καὶ τὴν πιὸ σωτήρια. Εἶναι τοῦ πονηροῦ, ἐκ δεξιῶν γιὰ νὰ σταματήση τὴν προσευχή.
Καταφρόνησε ὅλους τοὺς πονηρούς λογισμούς, ὅσο αἰσχροὶ καὶ βέβηλοι καὶ βλάσφημοι καὶ ἂν εἶναι. Δὲν εἶναι ἰδικοί σου, μὴ σὲ νοιάζει, δὲν εὐθύνεσαι· βλέπει ὁ Θεὸς πόθεν προέρχονται. Μόνον ἐσὺ μὴ δελεασθῆς, μὴ φοβηθῆς, μὴ συναρπασθῆς, μὴ συνδυάσης μαζί τους.
Καὶ ἂν πρὸς ὀλίγον μετεωρισθῆς, εὐθὺς μόλις ἀντιληφθῆς τὴν φυγὴν ἀπὸ τὸν τόπον καὶ τὸν τρόπον τῆς προσευχῆς σου ἐπίστρεψε. Καὶ, ἐὰν πάλιν συναρπασθῆς, πάλιν ἐπίστρεψε. Καί, ἐάν, ὅσες φορές μετεωρισθῆς, τόσες καὶ ἐπιστρέψης, ὁ Θεὸς θὰ ἰδῇ τὸν κόπον σου καὶ τὴν προθυμία σου καὶ διὰ τῆς χάριτός Του ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον θὰ στερεώση τὴν διάνοιάν σου.
Επειδή, συνήθεια ἔχει ὁ νοῦς νὰ τρέχῃ, ἀλλὰ καὶ νὰ παραμένη ἐκεῖ ὅπου πονᾶμε, συγκράτησε ὀλίγον τὴν ἀναπνοήν σου. Μὴ ἐκπνέης ἀμέσως. Τοῦτο θὰ προξενήση ἕνα μικρὸ ἀβλαβὲς ἄλγος στὴν καρδιά, ἐκεῖ ὅπου θέλουμε να στερεώσωμε τὸν νοῦν μας. Αὐτὸς ὁ μικρὸς πόνος θὰ συντείνη τὰ μέγιστα ὡσὰν μαγνήτης γιὰ νὰ τραβᾶ καὶ νὰ κρατᾶ ἐκεῖ τὴν διάνοια, σὰν θεραπαινίδα τρόπον τινὰ γιὰ νὰ τὸν θεραπεύση.
Καὶ ὄντως τὸ γλυκὺ ὄνομα τοῦ Κυρίου, τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα ἐπικαλούμενον μετὰ πόνου καὶ συντριβῆς κάμνει ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον, χρόνῳ – σὺν τῷ χρόνῳ, τὴν ἀλλοίωσιν τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου, εἰς τὸν χῶρον ὅπου προλαβόντως εἶχε σκηνώσει ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἀνακύκληση τῆς προσευχῆς στὸ χῶρο τῆς καρδιᾶς διευρύνει τόσο τὰ ὅριά της, ὥστε νὰ γίνεται ἄλλος οὐρανὸς καρδιακός, ἱκανὸς νὰ χωρέση τὸν ᾿Αχώρητον.
Πόλεμος, ἀγῶνας κραταιὸς θὰ γίνη γιὰ τὸν θρόνο τῆς καρδιᾶς. Διάβολος κατ' ἀρχὴν θὰ ἐνεργῆ διὰ τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀναθυμιάσεών των, δηλαδὴ τῶν ποικίλων ἀντιστρατευομένων εἰς τὴν προσευχὴν λογισμῶν. Καὶ ὅσον διὰ νηστείας, ἀγρυπνίας, προσευχῆς καὶ τῶν ἄλλων ἀσκητικῶν προσπαθειῶν θὰ χάνη ἔδαφος, τόσον καὶ θὰ ὠρύεται, καὶ τόσον θὰ ἐπιχειρῆ, κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, ὅλο καὶ δυναμικώτερα νὰ ἐκδηλώνη τὴν κακία του καὶ τὴν πανουργία του διὰ ποικίλων ἐπηρειῶν καὶ πειρασμῶν καὶ θλίψεων. Πλὴν τὰ ὅρια τῆς δικαιοδοσίας του θὰ τὰ διαγράφη πάντοτε ἡ στοργική πρόνοια τοῦ Οὐρανίου Πατρὸς ἀνάλογα μὲ τὴν δυνατότητα τῆς ἀντικρούσεως τῶν προσβολῶν.
Πάντοτε πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμὸ χορηγεῖ κρυπτὴ χάρι στὸν ἀγωνιζόμενον ὁ ἀγωνοθέτης Χριστός, οὕτως ὥστε δι' αὐτῆς νὰ συντρίβεται ἡ μανία τοῦ ἐχθροῦ καὶ νὰ ἐπιστρέφη νικημένος καὶ κατησχυμένος. Πρέπει νὰ δώσωμε στὸν Κύριο τόση χαρὰ ὑπομένοντας τὶς θλίψεις, ὅση θλίψη τοῦ προξενήσαμε δελεαζόμενοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τότε ἐχαίρετο ὁ Διάβολος καὶ ἐλυπεῖτο ὁ Θεός, τώρα σειρὰ νὰ χαρῆ ὁ Θεὸς καὶ νὰ λυπηθῆ, νὰ διαρραγή ὁ Διάβολος.
Β'.
᾿Αλλὰ τὸ ἔργον τοῦτο οὐκ ἔστι μιᾶς ἡμέρας ἢ δύο, ἀλλὰ χρόνου πολλοῦ, καὶ καιροῦ, παρατηρεῖ ὁ θεῖος Χρυσόστομος, «πολλοῦ γὰρ ἀγῶνος καὶ χρόνου χρεία, ὅπως ἐκβληθῇ ὁ ἐχθρὸς καὶ ἐνοικήσῃ ὁ Χριστός... Σχολάσατε τοίνυν καὶ παραμείνατε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτερησῃ ἡμᾶς καὶ μηδέν έτερον ζητεῖτε ἢ μόνον ἔλεος παρὰ τοῦ Κυρίου τῆς δόξης ζητοῦντες δὲ ἔλεος ἐν ταπεινῇ καὶ ἐλεεινῇ καρδίᾳ ζητεῖτε καὶ βοᾶτε ἀπὸ πρωὶ ἕως ἑσπέρας, εἰ δυνατὸν καὶ ὅλην τὴν νύκτα, τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με καὶ βιάσασθε τὸν νοῦν ὑμῶν εἰς τὸ ἔργον τοῦτο ἕως θανάτου».
Παρόμοιες συμβουλές δίδουν ὅλοι οἱ Πατέρες μας καθένας μὲ τὸν τρόπο του καὶ μὲ τὰ λόγια του, πάντως μὲ τὴν ἐμπειρία τοῦ πολέμου καὶ τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, τὸν ὁποῖον κυριολεκτικῶς ἐκνευρίζει καὶ τελείως ἀποδυναμώνει ἡ συνεχὴς ἀδιάλειπτος νοερά προσευχή.
«Αδελφοί, τὸν Χριστὸν ἀεὶ ἀναπνέετε», παροτρύνει ὁ καθηγητής τῆς ἐρήμου Μέγας ᾿Αντώνιος.
«᾿Αεὶ μνημόνευε τοῦ Θεοῦ, καὶ οὐρανὸς ἡ διάνοιά σου γίνεται», ἀποφαίνεται ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὁ Σοφός.
Ὅσον ἐπιμένει ὁ εὐχόμενος, τόσον καθαρίζεται ἡ καρδιά, τόσον φωτίζεται ὁ νοῦς, τόσον ἀγαθύνεται ἡ διάθεσις, τόσον ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἁπλώνει τὴν χαρὰν καὶ τὴν παρουσίαν της μέσα στὸν κατ' εἰκόνα Θεοῦ ἄνθρωπον, χάριν τοῦ ὁποίου ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς ἐκάλυψε ὅλες τὶς διαστάσεις τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, διὰ τῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ πάθους καὶ τῆς ἑαυτοῦ ᾿Αναστάσεως.
᾿Απὸ ἐδῶ προγεύεται τῶν ἀγαθῶν τῆς οὐρανίου Βασιλείας ἐκεῖνος ὅπου θὰ μαράνη τὴ γεύση του, θὰ συστείλη τὶς αἰσθήσεις του ἀπὸ ὅλα τὰ τερπνὰ τοῦ κόσμου, καὶ θὰ σταθῆ ἀνδρείως μέχρι τέλους ἔναντι τῶν ἐπηρειῶν τοῦ κοσμοκράτορος.
Γαλήνη λογισμῶν, εἰρήνη καρδίας, γλυκύρροα δάκρυα, ἁρπαγή νοός, γνῶσις μυστηρίων, ἀγάπης ὑπερβολή, θεωρία Θεοῦ, τελείωσις «κατὰ τὸ ἐνδεχόμενον τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει».
Ὅλα αὐτὰ μὲ ἕνα συστηματικόν, διαρκή, ἐπίμονον, ἀνυποχώρητον ἀγῶνα διὰ τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
᾿Αλλὰ προκειμένου νὰ εἰσακουσθῆ ἡ ἀδιάλειπτος αὐτὴ νοερὰ ἀδολεσχία ἀπαιτεῖται ἀπὸ μέρους τοῦ προσευχομένου καὶ ἡ παράλληλος βοηθητικὴ ἐκπλήρωσις τῶν μοναχικῶν καὶ χριστιανικῶν ἐν γένει ὅρων τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Προκειμένου περὶ τοῦ ὑποτακτικοῦ Μοναχοῦ ἀπαρασάλευτος ἀπαιτεῖται ἡ ὑπακοή εἰς τὸν Γέροντα, τὸν ὁρατὸν τύπον τῆς ζωῆς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Προκειμένου δὲ περὶ ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ρύθμισις τῆς ζωῆς των κατὰ τὶς ὑποδείξεις τῶν πνευματικῶν των πατέρων καὶ ὑπακοὴ εἰς τοὺς Κανόνας τῆς Μιᾶς ῾Αγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διὰ νὰ μὴ πλανᾶται ἕκαστος κατὰ τὴν ἰδίαν ὁδὸν τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν θελημάτων του, καθὼς συνιστᾶ νὰ προσέχωμεν ἡ ᾿Αγία Γραφή.
᾿Αναφέρεται εἰς τὸ Γεροντικὸν πολὺ ἁπλῆ καὶ πολὺ περιεκτικὴ ἡ γνώμη τοῦ ἀββᾶ Μίνωος: «Ἡ ὑπακοὴ ἀντὶ ὑπακοῆς ἐστιν εἴ τις ὑπακούει τῷ Θεῷ, ὁ Θεὸς ὑπακούει αὑτόν». Καὶ ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας διευκρινίζει ἐκτενέστερα: « Αδύνατον γὰρ ἐστι τὸν Θεὸν μὴ εἶσακοῦσαι τοῦ ἀνθρώπου, ἐὰν μὴ παρακούσῃ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι γὰρ μακρὰν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὰ θελήματα ἡμῶν οὐκ ἐᾷ αὐτὸν ἀκοῦσαι».
Τὰ θελήματά μας δὲν ἀφήνουν νὰ εἶσακουσθῆ ἡ προσευχή μας. Ἐὰν προσεύχεσαι καὶ δὲν εἰσακούεσαι, πρόσεχε μήπως παρακούης. Ἐὰν προσεύχεσαι τὴν νύκτα καὶ δὲν προσέχης τὴ ζωή σου τὴν ἡμέρα εἶναι σὰν νὰ χτίζης καὶ νὰ χαλᾶς συγχρόνως. Ἐὰν ἀδιαφορῆς εἰς τὰ μικρά, θὰ παραχωρηθῆ ὁπωσδήποτε νὰ πέσης εἰς τὰ μεγάλα. Πρόσεχε σεαυτῷ.
Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ στέλνη διαπαντὸς ὁ Θεὸς τὴν χάριν Του στὴν καρδιὰ ἐκείνη ποὺ δὲν θέτει φραγμὸ στις ἐπιθυμίες της, καὶ στὴ διάνοια ἐκείνη ποὺ δὲν λέει νὰ περιμαζευθῆ ἀπὸ τὴν ἄσκοπη περιπλάνησή της. Δίδει ὁ Θεὸς κατ' ἀρχὴν τὴν χάριν Του διὰ νὰ μᾶς βοηθήση, νὰ μᾶς διεγείρη, νὰ γλυκάνη τὰ αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς μας, νὰ μᾶς προσελκύση᾿ ἀλλ᾽ ἐὰν δὲν συγκοπιάσωμε καὶ ἡμεῖς ἡ χάρις θὰ συσταλῆ ἀνενέργητος.
Ἐκ τοῦ τρώγειν ἔρχεται ἡ ὄρεξις καὶ ἐκ τοῦ προσεύχεσθαι γεννᾶται ἡ Προσευχή. Εἶσαι στὸ διακόνημά σου, στὴν ἐργασία του; Ἐνθυμοῦ τοὺς ἁγίους Πατέρας οἱ ὁποῖοι ἐργαζόμενοι ἔλεγον καθ' ἑαυτούς: Σῶμα ἔργασαι, ἵνα τραφῇς Ψυχή, νῆφε, ἵνα σωθῇς.
Περισπᾶται ὁ νοῦς σου; Λέγε ψιθυριστά τὴν εὐχή. Καὶ μὴν ἀργολογῆς. Διότι βλάππεις ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου καὶ ἄλλον καὶ ἄλλους διὰ τῆς ἀργολογίας.
Λέγει ὁ ᾿Αββᾶς Φιλήμων, ὅτι «Πολλοί τῶν ἁγίων Πατέρων ἐθεώρουν τοὺς ᾿Αγγέλους παραφυλάττοντας ἑαυτούς· διὸ καὶ τῇ σιωπῇ ἐφύλαττον ἑαυτούς, πρός τινα μὴ διαλεγόμενοι».
᾿Αντὶ νὰ χάνης τὸν χρόνον σου, λέγε τὴν προσευχή. Καὶ ὅσον σοὶ ἔρχεται ἀκηδία καὶ ἀμέλεια τόσον νὰ φοβῆσαι περὶ τῆς ἀπειλῆς τὴν ὁποίαν ἀπηύθυνε ὁ Κύριος πρὸς τὸν δοῦλον τὸν πονηρὸν καὶ ὀκνηρόν.
Ἐὰν ἀφήνης νὰ σὲ παραπέμπη διαδοχικῶς ἡ ἡμέρα πρὸς τὴν νύχτα καὶ ἡ νύχτα πρὸς τὴν ἡμέρα ἀμελῆ καὶ ἀμελέστερο, εἰς ὀλίγον διάστημα θὰ καταντήσης ἀμελέστατος. Μήπως διὰ τὴν ἀμέλειάν σου θὰ καυχηθῆς σύ, ὅταν οἱ ἄλλοι θὰ λαμβάνουν τοὺς στεφάνους διὰ τοὺς κόπους των;
Κοπίασε ὀλίγον, ἀδελφὲ εἰς τὴν προσευχὴν καὶ εἰς τὴν νῆψιν καὶ θὰ ἴδῆς χαρὰν νὰ ἀναβρύη εἰς τὴν καρδίαν σου καὶ φῶς νὰ ἀνατέλλη εἰς τὸ τὸ στερέωμα τῆς διανοίας σου. Χαρὰν ὄχι ὡσὰν αὐτὴν ὅπου πρὶν τὴν χαρῆς χάνεται, ἀλλὰ γλυκεῖαν ὡσὰν τὸν γλυκασμὸν τῶν ᾿Αγγέλων, καὶ φῶς ἀνέσπερον τοῦ ἄλλου κόσμου, τὸ ὁποῖον ὁ Χριστός, τὸ φῶς τοῦ κόσμου, διὰ τῆς εὐχῆς ἐρχόμενος θὰ σοὶ δωρήση πρὶν ἀναχωρήσης τούτου τοῦ κόσμου. Μήπως δὲν ἔγιναν αὐτὰ εἰς τοὺς Πατέρας μας, ἢ μήπως δὲν ἡμποροῦν νὰ γίνουν καὶ εἰς ἡμᾶς, ἐὰν δὲν τὰ ἐμποδίση ἡ ὀλιγοπιστία μας καὶ ἡ ἀκηδία μας;
Καὶ πάλιν ἔλεγε ὁ Γέροντάς μου: Κοπίασε ὀλίγον, διὰ νὰ κάμης χρεώστην τὸν Θεὸν καὶ νὰ σοῦ στείλη ἐν καιρῷ ὑπερεκπερισσοῦ ἀπὸ ὅσα ἐκοπίασες ἢ ἐζήτησες.
᾿Αλλὰ μὴ λησμονῆς τὸν λόγον τοῦ ἁγίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, ὅτι «πρῶτον μὲν ὁ Διάβολος ἀγωνίζεται νὰ καταργήση τὴν ἀδιάλειπτον εὐχὴν τῆς καρδίας, καὶ ἔπειτα πείθει τὸν μοναχὸν νὰ καταφρονήση καὶ τοὺς ωρισμένους καιροὺς τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ κανόνος, ὁ ὁποῖος γίνεται διὰ προσκυνημάτων καὶ γονυκλισιῶν».
Λοιπὸν μὴν ἀκοῦς τοὺς ψιθύρους τῆς ἀμελείας, καὶ ἐὰν θέλης νὰ σκεπάζη ὁ Θεὸς τὰ σφάλματά σου, σκέπαζε καὶ σὺ τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ ὑπόμεινέ τον ἐν ἡμέρᾳ πειρασμοῦ καὶ ὀδύνης του,
Μὴ ἀντιλέγης καὶ μὴ κρύπτης τοὺς λογισμοὺς ἀπὸ τοῦ πνευματικοῦ πατρός σου, διότι ματαίως θὰ κοπιᾶς εἰς ὅλην σου τὴν ζωὴν καὶ ἀτελεσφόρητος θὰ παραμείνῃ ἡ προσευχή σου.
Ἐὰν δὲν καθαρισθῆς διὰ καθαρᾶς ἐξομολογήσεως, πῶς θὰ προσέλθης νὰ κοινωνήσης τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων; Δὲν ἤκουσες ὅτι εἰς τοὺς ἀξίως μεταλαμβάνοντας γίνονται ζωή, καὶ εἰς τοὺς ἀναξίως θάνατος; Μὴ εἶπης, καθὼς οἱ ἄλλοι καὶ ἐγώ. Διότι αὐτὸ εἶναι λόγος ἀφροσύνης, καὶ ὁ Κριτὴς εἶναι ἀπαραλόγιστος.
Κάθε λογισμὸς ὅπου φέρνει ἀπόγνωσιν καὶ λύπην πολλὴν εἶναι τοῦ Διαβόλου καὶ εὐθὺς νὰ τὸν ἀποβάλης, διότι θὰ σοῦ κόψη τὸ νῆμα τῆς προσευχῆς. Κάθε λογισμὸς ὅπου γεννᾶ μετρίαν λύπην εἰς τὴν ψυχὴν μεμιγμένην μετὰ χαρᾶς καὶ δακρύων εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ οὐδέποτε ἀπελπίζει τὸν ἄνθρωπον, τὸν ὁδηγεῖ μόνον πρὸς μετάνοιαν.
Λοιπὸν ἐν καιρῷ εἰρήνης σου μὴ ἀμελῆς, ἀλλὰ προσεύχου, κάμνε διόρθωσιν, ἑτοιμάζου πρὸς πόλεμον. Δίδε θάρρος τοῦ ἑαυτοῦ σου. Μὴ φοβεῖσαι τοὺς πειρασμούς. Εἰς ὅλους συμβαίνουν ἀλλοιώσεις ἀλλὰ θέλει ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονὴν εἰς τὸν ἀγῶνα. Ὁ δίκαιος μυρίας φοράς τὴν ἡμέραν ἐὰν πέση, πάλιν ἐγείρεται καὶ νίκη λογίζεται. Τοῦτο σημαίνει ἡ εὐχή: Διαρκή μετάνοιαν, ἀκατάπαυστον ἐπίκλησιν τοῦ θείου ἐλέους.
Τῷ δὲ διδόντι εὐχὴν τῷ εὐχομένω, Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν, δόξα καὶ εὐχαριστία εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
ἡγ. Ε.Φ.
ΑΘΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ
Αριθμός τεύχους 49-50
Αύγουστος - Οκτώβριος 1977

.jpg)



