Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025

Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος - του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

 
Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος
του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

 ΠΗΓΗ:ΕΔΩ

Από τον Θεό προέρχεται η χάρις, αλλά από εμάς προέρχεται ο κόπος. Επομένως, κανένας ας μη σκεφθεί ότι οι άγιοι απόστολοι στηρίζονταν εξ ολοκλήρου στη χάρη του Θεού, ή ότι γι’ αυτούς ήταν εύκολα τα πράγματα ή ότι επιτέλεσαν το μεγάλο έργο τους στον κόσμο ακόπως. Μήπως δεν λέει ο Απόστολος Παύλος: "Αλλά ταλαιπωρώ το σώμα μου και το υποδουλώνω, από φόβο μήπως, ενώ θα έχω κηρύξει στους άλλους, εγώ ο ίδιος κριθώ ακατάλληλος". (Α Κορινθ. 9, 27)

Επίσης, σε άλλο σημείο, δεν λέει πώς πέρασε τη ζωή του; "με κινδύνους από ποταμούς, κινδύνους από ληστάς, κινδύνους από τους ομοεθνείς μου Εβραίους, κινδύνους από τους εθνικούς, κινδύνους μέσας στις πόλεις, κινδύνους σε έρημες περιοχές, κινδύνους στην θάλασσαν, κινδύνους εκ μέρους ψευταδέλφων,  με κόπον και μόχθον, πολλές φορές ἄϋπνος, με πείναν και δίψαν, πολλές φορές νηστικός, στο κρύο χωρίς επαρκή ενδύματα". (Β’ Κορινθίους 11: 26-27)

Ο άγιος Ιάκωβος τρεφόταν μόνο με ψωμί και αυτό όχι μέχρι κορεσμού. Κοιμόταν πολύ λίγο και περνούσε τις νύχτες του με προσευχή. Τόσο πολύ γονάτιζε, προσευχόμενος, ώστε το δέρμα στα γόνατά του ήταν σκληρό σαν το πετσί στα γόνατα της καμήλας. 
Αυτός ο αδελφός του Κυρίου προσευχόταν με δάκρυα και στεναγμούς, όχι μόνο γιά την Εκκλησία πού εκείνος ποίμαινε, αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο. 
Ακόμη και όταν σπρώχτηκε από τους μοχθηρούς Ιουδαίους να πέσει κάτω από τη, στέγη του ναού και πραγματικά τσακίστηκε, ο άγιος Απόστολος ποτέ δεν ξέχασε το χρέος του στον Θεό και στους ανθρώπους. Μαζεύοντας τις λιγοστές δυνάμεις πού του είχαν απομείνει, ανακλαδίστηκε: στάθηκε στα γόνατά του, ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό και προσευχήθηκε θερμά στον Θεό λέγοντας:  "Κύριε, συγχώρησέ τους· δεν ξέρουν τι κάνουν". Ενώ προσευχόταν, κάποιοι κακοί άνθρωποι βάλθηκαν να τον πετροβολούν από παντού. 
Βλέποντάς το, ένας απ’ τους γυιούς του Ρηχάβ φώναξε δυνατά: «Σταματήστε! Μά τί κάνετε; Ο δίκαιος αυτός προσεύχεται στον Θεό γιά σας κι εσείς τον σκοτώνετε!». Όμως η κραυγή αυτή της ευσπλαχνικής ψυχής, δεν στάθηκε ικανή να αποτρέψει τους «εικότως κακοπραγούντες» εγκληματίες από του να δολοφονήσουν τον άγιο του Θεού. 
Έτσι, λοιπόν, οι Απόστολοι δεν στηρίζονταν μόνο στην Θεία χάρη, αλλά επίσης κατέβαλαν υπεράνθρωπες σχεδόν προσπάθειες γιά να γίνουν άξιοι της χάριτος του Θεού. 

 

 Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, 
«Ο Πρόλογος της Αχρίδος», 
(Οκτώβριος) 
εκδ. Άθως

Όλος ο πόλεμος του μοναχού με τους δαίμονες, είναι να χωρίσει τα νοήματα από τα πάθη.

 


41. Όλος ο πόλεμος του μοναχού με τους δαίμονες, είναι να χωρίσει τα νοήματα από τα πάθη. Διαφορετικά δεν μπορεί να βλέπει τα πράγματα με απάθεια.
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής  

Τρίτη Εκατοντάδα Κεφαλαίων 

Περί Αγάπης  

ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, 
Τόμος Β’ σελ. 76-89
Εκδόσεις 
ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025

Άγιος Κούκσα (Κούξα) της Οδησσού.



Άγιος Κούκσα (Κούξα) της Οδησσού. 
22 Οκτωβρίου.

Γεννήθηκε ο κατά κόσμον Κοσμάς Βελίτσκο στο χωριό Αρμπουζίνκα Χερσώνος το 1875. Οι γονείς του ήταν αγρότες και ιδιαίτερα ευσεβείς. Άπό μικρός αγάπησε την Εκκλησία και τη μελέτη της Αγίας Γραφής.

Το 1895 επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους και το Άγιον Όρος. Μετά ένα έτος επισκέφθηκε πάλι το Άγιον Όρος και εισήλθε ως δόκιμος μοναχός στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος. Διήλθε άπό τα διακονήματα του προσφοράρη και του αρχοντάρη. Το 1901 εστάλη στο μετόχι της Νέας Θηβαΐδος, στην είσοδο του Αγίου Όρους, όπου έμεινε επί μία δεκαετία. Το 1902 έλαβε τη ρασοευχή και ονομάσθηκε Κωνσταντίνος. Το 1905 εκάρη μικρόσχημος μοναχός και έλαβε το όνομα Ξενοφών. Το 1913 αναχώρησε για τη Ρωσία.

Στην αρχή εγκαταστάθηκε στα Σπήλαια της Λαύρας του Κιέβου. Κατά τα έτη 1914 - 1916 αναγκάσθηκε, λόγω του πολέμου, να κάνει τον τραυματιοφορέα. Μετά την επικράτηση του αθεϊστικού καθεστώτος το 1917, έγινε ο στοργικός προστάτης πολλών. Το 1931 εκάρη μεγαλόσχημος κι έλαβε το όνομα Κούκσα, ενός Ιερομάρτυρος, του όποιου το λείψανο υπήρχε άφθορο στα Σπήλαια του Κιέβου (+27 Αυγούστου 1215). Το 1934 χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Τα επόμενα χρόνια το καθεστώς έκλεισε τη Λαύρα. Ο πατέρας Κούκσα αναγκάσθηκε να περιφέρεται και να λειτουργεί σε διάφορους ναούς με μεγάλο κίνδυνο της ζωής του. Το 1938 συλλαμβάνεται από τους άθεους και καταταλαιπωρείται με διάφορους διωγμούς. Καταδικάσθηκε σε πενταετή καταναγκαστικά έργα σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη Σιβηρία. Εργαζόταν δεκατέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο σκληρά μέσα στην παγωνιά, ώστε έπαθε κρυοπαγήματα. Μία ακόμη πενταετία τη διήλθε σε απομόνωση σ΄ένα χωριό των Ουραλίων.


 


Το 1948 επέστρεψε στη Λαύρα του Κιέβου, που είχε πάλι ανοίξει. Ανέπτυξε ένα ιδιαίτερα πλούσιο πνευματικό έργο ως εξομολόγος, με βαθειά γνώση και μεγάλη διάκριση. Το καθεστώς όμως ενοχλούνταν από το έργο του. Έτσι το 1951 απομακρύνθηκε σ΄ένα μοναστήρι της Παναγίας, στο Ποτσάγιεφ, όπου συνέχισε όμως αδιάκοπα την πνευματική εργασία του προς ψυχική ωφέλεια πολλών. Εκτός των χαρισμάτων της διακρίσεως, της διοράσεως και της προοράσεως είχε και το της θαυματουργίας.
 
Το 1957 μετετέθη στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, κοντά στα σύνορα με τα ρουμανικά Καρπάθια, συνεχίζοντας την ασκητική και θεάρεστη ζωή του. Το 1960 καταλήγει στο μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Οδησσό, όπου η οσιακή βιοτή του, το παράδειγμα του και οι μεστοί χάριτος λόγοι του οδηγούν πολλούς στη μετάνοια και σωτηρία. Μέχρι το τέλος του δεν έπαυσε τον ασκητικό του αγώνα και τα θαύματα σε καρκινοπαθείς, παράλυτους και διάφορους ασθενείς.

Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 24 Δεκεμβρίου 1964, υστέρα από ασθένεια, και αφού είχε προείδει και προετοιμασθεί για το τέλος του. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν: «ελήλυθεν η ώρα». Για την ταφή του τον προετοίμασε ο νυν ηγούμενος της Αθωνικής μονής του Αγίου Παντελεήμονος Αρχιμανδρίτης Ιερεμίας. Η κηδεία και η ταφή του έγιναν βιαστικά, λόγω εντολής του καθεστώτος, για να μη προσέλθει πολύς κόσμος, που τον υπερεκτιμούσε. Ο βασανισμένος λαός παρηγορούνταν ασπαζόμενος τον σταυρό του τάφου του. Ο άγιος συνέχιζε να τους επισκέπτεται με τις θαυματουργίες του.

Στις 29 Σεπτεμβρίου 1994 πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του από τον Μητροπολίτη Οδησσού Αγαθάγγελο. Στις 4 Οκτωβρίου 1994 η Ιερά Σύνοδος της Ουκρανικής Εκκλησίας τον κατέταξε επίσημα στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τα χαριτόβρυτα λείψανα του συνεχίζουν να θαυματουργούν.

Η μνήμη του τιμάται στις 22 Οκτωβρίου.

 Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Άγιοι Αγίου Όρους, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2007.



ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ ΑΒΕΡΚΙΟΣ



 ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ ΑΒΕΡΚΙΟΣ 

Ο πιστός μαθητής του αγνού Ποιμένος

 Ο όσιος Αβέρκιος ήταν επίσκοπος της Ιεραπόλεως της Φρυγίας Σαλουταρίας (δυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας) επί Μάρκου Αυρηλίου (161-180), φιλοσόφου και διώκτου των χριστιανών. Την εποχή εκείνη ο αυτοκράτορας διέταξε να τελεσθούν σ’ όλη την αυτοκρατορία λαμπρές εορτές προς τιμήν των θεών και υποχρέωσε όλους τους υπηκόους του να λάβουν μέρος, σκοπεύοντας να ανακαλύψει τους χριστιανούς που θα είχαν το θάρρος να μην υποταγούν στη θρησκεία του. Το διάταγμα ίσχυε και για την Ιεράπολη. Την ώρα όμως που οι κάτοικοί της προσέφεραν τις θυσίες και επιδίδονταν στη συνήθη κραιπάλη των ειδωλολατρικών εορτών, ο Αβέρκιος αποσύρθηκε μόνος στην οικία του και με δάκρυα στα μάτια προσευχήθηκε στον Κύριο να ελεήσει τον λαό που ζούσε μέσα στην άγνοια. Είδε τότε μια οπτασία και έλαβε από άγγελο Κυρίου την εντολή να κατακρημνίσει τους βωμούς του Απόλλωνος και των άλλων θεών των ειδωλολατρών. 
Έτσι, ενδυναμωμένος από το θείο πρόσταγμα, σηκώθηκε αμέσως και κατακρήμνισε τη νύχτα τα άψυχα είδωλα. Την επαύριο, βλέποντας οι κάτοικοι τα γκρεμισμένα αγάλματα που περίτρανα αποδείκνυαν τη ματαιότητα της λατρείας τους, θέλησαν να συλλάβουν τον επίσκοπο και να τον θανατώσουν. Τότε ο Αβέρκιος, όχι μόνο δεν έφυγε, αλλά πήγε στην αγορά για να κηρύξει δημοσίως την αληθινή πίστη. Το θάρρος του ερέθισε ακόμη πιο πολύ την οργή του όχλου· τη μανία όμως αναχαίτισε η θεραπεία τριών δαιμονισμένων που επιτέλεσε ο όσιος, χρησιμοποιώντας το ραβδί με το οποίο είχε κατακρημνίσει τα είδωλα. Μετά το θαύμα, το πλήθος ειρήνευσε και άκουγε με φόβο και κατάπληξη τον άνδρα που περιβαλλόταν με τόσο μεγάλη εξουσία. Εν τέλει, οι λόγοι του έπεισαν πεντακόσια άτομα να ασπασθούν με προθυμία την Πίστη στον Σωτήρα Χριστό και να βαπτισθούν την ίδια μέρα. Έκτοτε, προσέτρεχαν στον όσιο για να ακούσουν τη διδασκαλία του και να θεραπευθούν από τις ασθένειές τους, όχι μόνο οι κάτοικοι της Ιεραπόλεως, αλλά και άνθρωποι απ’ όλη τη γύρω περιοχή και τις γειτονικές επαρχίες. 
Τα θαύματα που επιτελούσε ο Αβέρκιος ήταν τόσο πολλά και μεγάλα, ώστε η φήμη του έφθασε μέχρι τον αυτοκράτορα. Τότε ο Μάρκος Αυρήλιος διέταξε να τον φέρουν στη Ρώμη, διότι η κόρη του, η οποία ετοιμαζόταν να παντρευτεί, βασανιζόταν από δαιμόνιο. Ο όσιος ξεκίνησε και, καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, έδωσε πλούσια μαρτυρία της παρουσίας του Θεού με τα θαύματα και τη δύναμη των εμπνευσμένων λόγων του. Όταν έφθασε στη Ρώμη, τον οδήγησαν αμέσως στα ανάκτορα, όπου τον περίμενε γεμάτη αγωνία η αυτοκράτειρα Φαυστίνα. Αυτή τον πήγε αμέσως στην πάσχουσα κόρη της, η οποία μόλις τον είδε κατελήφθη από βίαιους σπασμούς.  Μιλώντας το 
δαιμόνιο με τη φωνή της, ικέτευσε τον δούλο του Χριστού να μην το βασανίσει περισσότερο, αλλά να το αφήσει να επιστρέψει εκεί από όπου ήλθε, στη Φρυγία, τη γενέτειρα του οσίου. Ο Αβέρκιοςτού το επέτρεψε, το διέταξε όμως να κουβαλήσει έναν πελώριο πέτρινο βωμό, που βρισκόταν στην πόλη και που τον χρησιμοποιούσαν οι ειδωλολάτρες για τις θυσίες. Κατάπληκτοι τότε οι Ρωμαίοι, που είχαν συγκεντρωθεί αναρίθμητοι κοντά στο ανάκτορο, είδαν το δαιμόνιο να βγαίνει από τη νεαρή κόρη και να κατευθύνεται προς την Ασία φορτωμένο με τον πελώριο και ασήκωτο βωμό, σημείο της εξουσίας των πιστών χριστιανών επί των δαιμόνων. Και η αυτοκράτειρα, για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της, θέλησε να ανταμείψει πλουσιοπάροχα τον άγιο Αβέρκιο με χρυσό και άργυρο, εκείνος όμως αρνήθηκε. Ολοκληρώνοντας δε εν συνεχεία την αποστολή του, παρέμεινε κάποιο διάστημα στη Ρώμη, για να στηρίξει τους χριστιανούς με τους λόγους και τα θαύματά του, μέχρι που έλαβε εντολή από τον Θεό σε όραμα να επιστρέψει στη Συρία. 
Αφού ο όσιος έφυγε από τη Ρώμη, έφθασε πρώτα στην Αντιόχεια και κατόπιν στην Απάμεια, όπου αγωνίσθηκε νικηφόρα κατά της αιρέσεως του Μαρκίωνος. Από εκεί πέρασε τον Ευφράτη ποταμό, έφθασε στη Νίσσιβη και κατόπιν διέσχισε όλη τη Μεσοποταμία, καταδιώκοντας την αίρεση του Μαρκίωνος στη χώρα όπου είχε τους περισσότερους οπαδούς. Κανείς άλλος επίσκοπος του καιρού εκείνου δεν διήνυσε τόσο μεγάλες αποστάσεις, για να κηρύξει κατά μίμησιν των αγίων Αποστόλων τον σωτηριώδη λόγο του Ευαγγελίου· γι’ αυτό του δόθηκε ο τίτλος του «Iσαποστόλου». Από τη Μεσοποταμία πήγε στην Κιλικία, στη Λυκαονία και στην Πισιδία· και μετά από πολυετείς ισαποστολικές περιοδείες επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από το πνευματικό του ποίμνιο. Συνέχισε βέβαια ακούραστα να κατηχεί, να βαπτίζει, να θεραπεύει ασθένειες και να βγάζει δαιμόνια. Συνέταξε επίσης ένα εγχειρίδιο πνευματικής καθοδηγήσεως προς χρήσιν του κλήρου της επισκοπής του.

Εν συνεχεία, αφού προετοίμασε τη διαδοχή του, αποσύρθηκε σ’ ένα υψηλό όρος για να προσευχηθεί· εκεί με τις μεσιτείες του έκανε να αναβλύσει θαυματουργικά μια πηγή θερμού ύδατος και, σε ηλικία 72 ετών, δέχθηκε την αποκάλυψη του επικείμενου θανάτου του. Τότε κατέβηκε από το όρος στην πόλη, ετοίμασε τον τάφο του κοντά στον βωμό που είχε μεταφέρει το δαιμόνιο, και έβαλε να σκαλίσουν μια επιγραφή σε πέτρινη πλάκα που σώζεται ως τις μέρες μας σε μουσείο της Ρώμης και θεωρείται ως «η βασίλισσα των πρωτοχριστιανικών επιγραφών». Αφού ο όσιος Αβέρκιος ολοκλήρωσε τις προετοιμασίες του για το μεγάλο ταξίδι, συγκέντρωσε τους πιστούς και υψώνοντας τα μάτια του στον ουρανό εκοιμήθη, για να συγκαταλεχθεί στον χορό των αγγέλων και των αγίων. Το κείμενο της επιτύμβιας επιγραφής που υπαγόρευσε ο άγιος είναι το ακόλουθο σε μετάφραση:

 

«Πολίτης εκλεκτής πόλεως είμαι, κι ενόσω ήμουν στη ζωή, έκανα αυτόν τον τάφο για να έχω εδώ μια θέση για το σώμα μου κατά τον αρμόδιο καιρό. Τ’ όνομά μου είναι Αβέρκιος. Είμαι μαθητής του αγνού Ποιμένος, ο Οποίος βόσκει κοπάδια προβάτων σε όρη και πεδιάδες κι έχει μεγάλα μάτια που βλέπουν τα πάντα. Αυτός με δίδαξε τα άδολα Γράμματα και μ’ έστειλε στη Ρώμη να δω βασίλειο και βασίλισσα ντυμένη με χρυσά ρούχα και πέδιλα· εκεί είδα λαό με χρυσή σφραγίδα. Είδα και τη χώρα της Συρίας και, αφού πέρασα τον Ευφράτη, είδα κι όλες τις πρωτεύουσες και τη Νίσσιβη. Παντού είχα συνοδοιπόρους, έφερα δε επάνω μου τον Παύλο. Προπορευόταν πάντα η Πίστη και παρέθετε ως Τροφή Ψάρι «ΙΣΧΥΣ» μεγάλο και καθαρό από την πηγή, το οποίο έπιασε μια αγνή Παρθένος· αυτό το έδωσε στους Φίλους να το τρώνε συνεχώς, προσφέροντας συγχρόνως καλό Κρασί μαζί με Άρτο».

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 2ος (Οκτώβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·


Monastery of St. Aberkios


Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

Φιλαυτία είναι η προς το σώμα εμπαθής και παράλογη αγάπη

 

8. Φιλαυτία είναι η προς το σώμα εμπαθής και παράλογη αγάπη, την οποία αντιμάχεται η αγάπη και η εγκράτεια. Εκείνος που έχει τη φιλαυτία, είναι φανερό ότι έχει όλα τα πάθη. 

 

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής  

Τρίτη Εκατοντάδα Κεφαλαίων 

Περί Αγάπης  

ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, 
Τόμος Β’ σελ. 76-89
Εκδόσεις 
ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΡΤΕΜΙΟΣ


 

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 
ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΡΤΕΜΙΟΣ

Ο άγιος και ένδοξος μάρτυς του Χριστού Αρτέμιος έζησε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Γόνος αρχοντικής οικογένειας, έχαιρε της εύνοιας του αυτοκράτορα και έλαβε τα αξιώματα του πατρικίου και του αυγουσταλίου (του στρατιωτικού διοικητή) της Αλεξάνδρειας και όλης της Αιγύπτου (περί το 330). Οι τιμές αυτές όμως δεν τον παρέσυραν να χάσει την Πίστη του και να εγκαταλείψει την πρόθεσή του να διαδώσει παντού το χαρμόσυνο άγγελμα της Σωτηρίας. Όταν εκοιμήθη ο Μέγας Κωνσταντίνος, την αυτοκρατορία μοιράσθηκαν οι τρεις γιοι του. Ο Κωνστάντιος κληρονόμησε όλο το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας (από το Ιλλυρικό ως την Περσίδα, καθώς και την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη), και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Μόλις ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι τα λείψανα του μεν αποστόλου Ανδρέα βρίσκονται στην Πάτρα, τα δε του αποστόλου Λουκά στις Θήβες της Βοιωτίας, έδωσε εντολή στον άγιο Αρτέμιο να προβεί στην μετακομιδή και των δύο στη Βασιλεύουσα, για να κατατεθούν στον ναό των Αγίων Αποστόλων.

Λίγο καιρό αργότερα, ο Κωνστάντιος χρειάσθηκε να μεταβεί με το στράτευμά του στην Αντιόχεια, για να πολεμήσει κατά των Περσών. Εκμεταλλευόμενος ο εξάδελφός του Ιουλιανός τη συγκυρία αυτή, ανέλαβε την εξουσία στη δυτική αυτοκρατορία (την οποία ο Κωνστάντιος είχε προσαρτήσει το 351) και θέλησε να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας στη θέση του Κωνστάντιου. Ο Κωνστάντιος έφυγε αμέσως για να αποκαταστήσει την εξουσία του, πέθανε όμως κατά τη διάρκεια της επιστροφής του στην Κικιλία, και μόλις που πρόλαβε να λάβει εκεί το άγιο Βάπτισμα. Ο Ιουλιανός έμεινε τότε εκ των πραγμάτων μόνος αυτοκράτορας (360) και αμέσως επιδόθηκε στην επαναφορά της παλαιάς θρησκείας των ειδώλων, της οποίας νέον προφήτη –δήθεν κατά το θέλημα των θεών– θεωρούσε τον εαυτό του. Έστειλε λοιπόν παντού διατάγματα, προστάζοντας την επαναφορά της λατρείας των ειδώλων στους ναούς που είχαν μετατραπεί σε εκκλησίες την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Απαγόρευσε ιδιαίτερα στους χριστιανούς διδασκάλους και ρήτορες να διδάσκουν ελεύθερα, και διέταξε να ραντίζουν τις αγορές με αίματα των ειδωλολατρικών θυσιών, ώστε να αναγκασθούν οι χριστιανοί κάτοικοι και πολίτες να τρώνε μιασμένα τρόφιμα. Τότε σε πολλά μέρη της αυτοκρατορίας άνθισε πάλι το μαρτύριο.

Όταν ο Ιουλιανός εγκαταστάθηκε στην Αντιόχεια για να συνεχίσει τον πόλεμο κατά των Περσών, διέταξε όλους τους ηγεμόνες των επαρχιών με τα στρατεύματά τους να πάνε εκεί. Η διαταγή του έφθασε και στον Αρτέμιο, ο οποίος –πιστός στις αρχές και εξουσίες σύμφωνα με τις επιταγές των ιερών Γραφών (Ρωμ. 13, 1-2) - συγκέντρωσε το στράτευμά του και ξεκίνησε από την Αλεξάνδρεια για την Αντιόχεια. Μετά από μεγάλη διαδρομή έφθασε στην πόλη, όπου για πρώτη φορά την εποχή των Αποστόλων είχε ακουσθεί η λέξη «χριστιανός» (Πράξ. 11, 26), τη στιγμή ακριβώς που ο αυτοκράτορας διέτασσε να παρουσιασθούν ενώπιόν του δύο ιερείς, ο Ευλόγιος και ο Μακάριος, για να τους αναγκάσει να αρνηθούν την Πίστη τους και να υποταγούν στανικά στη λατρεία των ψευδών θεών. Οι δύο ομολογητές σε όλα τα σαθρά επιχειρήματα του Ιουλιανού αντέταξαν ανδρείως το θείο δόγμα της εν Χριστώ απολύτρωσης. Μετά την ανάκριση ο Ιουλιανός έδωσε εντολή να τους δείρουν με πεντακόσιους ραβδισμούς.

Τότε ο Αρτέμιος εξανέστη ενώπιον του θεάματος, προχώρησε προς τον αυτοκράτορα και ομολόγησε: «Όλα τα μηχανεύματά σου κατά των χριστιανών είναι εκ του πονηρού, μάταια και χωρίς δύναμη· διότι, όταν υψώθηκε στον Σταυρό ο Χριστός, κατεβλήθη των δαιμόνων η έπαρση. Οι δικοί σου θεοί, τους οποίους λατρεύεις εν ονόματι του Ερμή ή του Απόλλωνα, δεν είναι παρά ξύλο και μέταλλο!».

Η αρχική κατάπληξη του αυτοκράτορα μετατράπηκε σε οργή και μανία, όταν πληροφορήθηκε ότι εκείνος που του απηύθυνε τους πλήρεις παρρησίας λόγους δεν ήταν άλλος από τον περιλάλητο Αρτέμιο, τον αυγουστάλιο της Αιγύπτου, τον οποίο υποψιαζόταν ως συμμέτοχο στον θάνατο του αδελφού του Γάιου Κωνσταντίνου, καίσαρα της Ανατολής. Διέταξε τότε να συλλάβουν τον Αρτέμιο, να του αφαιρέσουν τα διακριτικά των αξιωμάτων του και να τον φέρουν την επαύριο ενώπιόν του, ώστε να τιμωρηθεί παραδειγματικά για το ανήκουστο θράσος του. Χωρίς κανέναν σεβασμό προς το αξίωμά του, οι στρατιώτες τον έδεσαν, τον μαστίγωσαν, και τον έριξαν σχεδόν νεκρό στη φυλακή μαζί με τους άλλους δύο μάρτυρες. Ο Αρτέμιος όμως, γεμάτος χαρά και αγαλλίαση, ανέπεμψε προσευχή προς τον Κύριο λέγοντας: «Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, διότι με αξίωσες να υποστώ βασανιστήρια χάριν της αγάπης Σου και να συναριθμηθώ στον χορό των αγίων Σου!». Την επομένη εξόρισαν τους μάρτυρες Ευγένιο και Μακάριο στις εχθρικές και αφιλόξενες περιοχές της Αραβίας, και εκεί σύντομα αποκεφαλίσθηκαν [σημ.: μια διαφορετική παράδοση αναφέρει τη μνήμη τους στις 19 Φεβρουαρίου].

Εν συνεχεία, ο αυτοκράτορας διέταξε να παρουσιασθεί ο Αρτέμιος. Αρχικά, του υποσχέθηκε όλες τις τιμές που αρμόζουν στους οικείους του βασιλιά, και επιπλέον το αξίωμα του αρχιερέα των θεών, αν φυσικά αποφάσιζε να εγκαταλείψει τις δοξασίες εκείνων που ο Ιουλιανός ονόμαζε υποτιμητικά «Γαλιλαίους». Τέτοιες υποσχέσεις όμως, δεν ήταν δυνατόν να επηρεάσουν τον άγιο, ο οποίος, ζώντας εν Χριστώ, είχε ήδη νεκρωθεί ως προς τον κόσμο και τις επιθυμίες του. Του φαινόταν, επίσης, ανώφελο να προβεί σε μακρά απολογία της χριστιανικής Πίστεως, εφόσον ο Ιουλιανός είχε, έστω και τυπικά, λάβει από παιδί χριστιανική αγωγή. Για τον λόγο αυτό, αρκέσθηκε στην άρνηση των ψευδών κατηγοριών για τη συμμετοχή του στον φόνο του Γάιου, και στη διακήρυξη ενώπιον του Παραβάτη ότι τίποτε στον κόσμο αυτό δεν ήταν ικανό να τον πείσει να εγκαταλείψει την Πίστη προς τον Σωτήρα Χριστό. Δεν απέμεινε λοιπόν τίποτε άλλο στον αναίσχυντο τύραννο, παρά να ξεσπάσει η οργή του σε βασανιστήρια. Έδωσε τότε εντολή να τρυπήσουν το σώμα του αγίου με πυρακτωμένες βελόνες. Προς μεγάλη του όμως απογοήτευση, ούτε φωνή ούτε αναστεναγμός εξήλθε από το στόμα του Αρτεμίου, και τη νύκτα παρουσιάσθηκε ο Χριστός στο κελλί του και του θεράπευσε όλες τις πληγές. Ενδυναμωμένος ο Αρτέμιος από το θείο όραμα, έμεινε δεκαπέντε ημέρες όρθιος, χωρίς τροφή και νερό, προσευχόμενος νυχθημερόν και ατενίζοντας με τα όμματα της φιλόθεης καρδιάς του τα ουράνια μυστήρια.

Εν τω μεταξύ, ο Ιουλιανός έφθασε στη Δάφνη, στα περίχωρα της Αντιόχειας, και διέταξε να μεταφέρουν από εκεί το τίμιο λείψανο του αγίου Βαβύλα [4 Σεπτ.] και να το ενταφιάσουν σε κοιμητήριο της πόλης, για να ανεγερθεί στον αρχικό τόπο του ενταφιασμού του αγίου χρυσό άγαλμα του Απόλλωνα και ναός αφιερωμένος στη λατρεία του. Μια νύκτα όμως, ενώ οι ιερείς επιδίδονταν σε θυσίες και προσευχές για να ανοίξει ο θεός τους το ξύλινο και μεταλλικό στόμα του και να εξαγγείλει τον χρησμό του, φωτιά κατέβηκε από τον ουρανό και κατέκαυσε τον ναό και το άγαλμα, χωρίς κανείς να μπορεί να τη σβήσει. Τότε ο Ιουλιανός μέσα στη μανία του θεώρησε υπεύθυνους τους χριστιανούς· διέταξε να κλείσουν οι νέες εκκλησίες και εξαπέλυσε αγριότερο διωγμό εναντίον τους σε όλη την αυτοκρατορία. Στη Σαμάρεια (Σεβάστεια) μάλιστα, διέταξε να ρίξουν στη φωτιά τα λείψανα του προφήτη Ελισαίου και του Τιμίου Προδρόμου, και στην Καισάρεια Φιλίππου να γκρεμίσουν τον ανδριάντα του Σωτήρος Χριστού, που είχε φιλοτεχνήσει η Αιμορροούσα Βερονίκη [12 Ιουλ.]. Έδωσε, επίσης, διαταγή να επιτραπεί στους Ιουδαίους να ανοικοδομήσουν τον ναό τους στα Ιεροσόλυμα - που είχε καταστραφεί το έτος 70 - με χρήματα από τα ταμεία του κράτους, με σκοπό να αποδείξει ως πλάνη την αψευδή προφητεία του Χριστού για την καταστροφή του ναού των Ιουδαίων και το οριστικό τέλος του παλαιού Νόμου (βλ. Ματθ. 23, 38 και 24, 2· Μάρκ. 13, 1-2· Λουκ. 21, 5-6).

Και, ενώ παντού διώκονταν οι χριστιανοί με πρωτοφανή σκληρότητα, ο Ιουλιανός διέταξε να βγάλουν τον Αρτέμιο από τη φυλακή, αποφασισμένος να θέσει πια τέλος στη ζωή του και στη μεγάλη επιρροή που ασκούσε αυτός προς τον λαό με τον εξής τρόπο· πρόσταξε να κόψουν στη μέση έναν μεγάλο βράχο, που βρισκόταν κοντά στο θέατρο της Αντιόχειας, να ξαπλώσουν τον άγιο στο ένα κομμάτι και να ρίξουν επάνω στο σώμα του το άλλο κομμάτι του βράχου. Μόλις έπεσε βαρύς ο λίθος, όλοι άκουσαν τον δυνατό τριγμό των οστών του αγίου που συντρίφθηκαν· οι πάντες άφησαν μόνο και εγκαταλειμμένο τον άγιο ανάμεσα στους δύο ογκόλιθους μέχρι την επόμενη μέρα, νομίζοντας ότι σίγουρα θα ξεψυχούσε. Μεγάλη όμως ήταν η έκπληξη του τυράννου και του παριστάμενου κόσμου, όταν την επομένη, ανασηκώνοντας τον λίθο, σηκώθηκε όρθιος ο μάρτυς του Χριστού –του οποίου τα οστά είχαν συντριβεί, τα σπλάχνα είχαν χυθεί, οι οφθαλμοί του είχαν βγει - και συνέχισε να κατηγορεί τους ψευδείς θεούς και να καυχάται με ιερή παρρησία στον Σταυρό του Κυρίου Ιησού Χριστού.

Μπροστά σ’ αυτό το θέαμα, αντί ο τύραννος να αλλάξει γνώμη και διάθεση, διέταξε να αποκεφαλίσουν τον Αρτέμιο. Ο μάρτυς με χαρά δέχθηκε την καταδίκη του, ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό για να ευχαριστήσει τον Θεό, και προσευχήθηκε για τη σωτηρία της Εκκλησίας. Και αφού μόνος του προχώρησε προς τον τόπο της εκτέλεσης, έκανε τρεις μετάνοιες προς την ανατολή και παρέδωσε χαρούμενος τον αυχένα του στο ξίφος του δήμιου. Τότε, μια ευλαβής και φιλόχριστη αρχόντισσα, έλαβε το πολύαθλο λείψανο και το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου για αιώνες επιτελούσε πολυάριθμα θαύματα σε ασθενείς, ιδίως σε όσους έπασχαν από κήλη, ενώ με ζήλο το προσκυνούσαν και το τιμούσαν οι πιστοί.

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμος 2ος (Οκτώβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Δημοφιλείς αναρτήσεις