Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

Υπακοή στον πνευματικό κάνουν μόνοι οι ταπεινοί ...

 
Υπακοή στον πνευματικό κάνουν μόνοι οι ταπεινοί 
Θα σας μιλήσω συγκεκριμένα από τη ζωή μου. Όταν ήμουν στη Γαλλία, κατοικούσα με κάποιον ιερομόναχο, νεότερο από εμένα που τον γνώριζα από πολλά χρόνια. 
Ήταν πολύ έξυπνος, πολύ σοβαρός κλπ., αλλά δεν καταλάβαινε την υπακοή χωρίς να κάνει παρατηρήσεις. Έλεγε στους άλλους:

«Να υπακούσω χωρίς να καταλαβαίνω, είναι ανόητο. Ποιός είναι ο Γέροντας; Δεν λέει “χρησμούς”, δεν είναι “αλάθητος”, όπως ο Πάπας!Είναι απαραίτητο να καταλαβαίνουμε, αν πρέπει να ακολουθήσουμε τον λόγο του ή όχι». 
Αυτό που έλεγε στους άλλους έφθασε κάποτε μέχρις εμένα, και τότε αναγκάσθηκε να με ρωτήσει: 
«Είστε αλάθητος. 
Του απάντησα: 
«Με την ερώτηση αυτή τα ανατρέπετε όλα, δεν κάνετε παρά το δικό σας θέλημα, και βάζετε εσείς τον εαυτό σας πάνω από μένα». 
Αν ο πνευματικός πατέρας ζητά με την προσευχή απάντηση από τον Θεό, αυτή η απάντηση δεν είναι πάντοτε σύμφωνη με τη λογική της καθημερινής ζωής. Ένα πρόσωπο όπως αυτό για το οποίο σας είπα δεν μπορεί να ακολουθήσει αυτό τον λόγο, του φαίνεται ανόητος και δεν θα τον ακούσει. 
«Όταν παίρνουμε πάνω μας το δικαίωμα να κρίνουμε αν ο λόγος του Γέροντα είναι σωστός ή όχι, όπως σας εξήγησα, στην περίπτωση αυτή, εσείς είστε ο κριτής, ακόμη και όταν συμφωνείτε με τον λόγο μου, κατά βάθος δεν ακολουθείτε παρά τη δική σας αντίληψη, το ίδιον θέλημά σας». 
Ο άγιος Βαρσανούφιος λέει ότι σε παρόμοιες περιστάσεις δεν θέλει ούτε να καταδικάσει ούτε να δικαιώσει, αλλά δεν φέρει καμιά ευθύνη γι’ αυτούς που υπακούουν μόνο στην περίπτωση όπου βλέπουν στον λόγο του Γέροντά τους ένα νόημα που τους φαίνεται σωστό και αρνούνται να τον ακολουθήσουν, όταν δεν καταλαβαίνουν τι λέει. 
Είναι εύκολο να καταλάβετε αυτό που θέλω να πω, ότι πρέπει να ακολουθούμε τον λόγο του ηγουμένου ή του πνευματικού χωρίς να τον κρίνουμε; Τί σημαίνει «χωρίς να τον κρίνουμε;». Είναι δυνατόν κάποιο λογικό πρόσωπο να ενεργεί έτσι; Αλλά ακριβώς ο μοναχισμός είναι το σχολείο όπου μπορούμε να πραγματοποιήσουμε το έργο του ανακαινισμού μας με τη μετάνοια, ως το σημείο που να μπορούμε να ακούσουμε με άμεσο τρόπο τον λόγο του Ίδιου του Θεού. 

 


Αγίου Σωφρονίου Σαχάρωφ, 
Οικοδομώντας τον ναό του Θεού, 
Τόμος Β, 
σελ. 254-255

Όσιος Θεόφιλος ο Αγιορείτης



Ο Όσιος Θεόφιλος γεννήθηκε στη Ζίχνη της Μακεδονίας περί το 1460 μ.Χ. από γονείς φιλόθεους, φιλάγαθους και φιλάρετους. Στην πατρίδα του έμαθε τα πρώτα γράμματα κι έδειξε πως τα αγαπούσε ιδιαίτερα και πρόκοπτε και προόδευε μελετώντας και εντρυφώντας στις ιερές γραφές. Μάλιστα επιδόθηκε στην καλλιγραφία και έγινε άριστος καλλιγράφος. 
«Απαρνηθείς πατρίδα και συγγένειαν και πλούτον και πάσαν κοσμική ματαιότητα, έγινε μοναχός· μετ’ ολίγον δε καιρόν έλαβε και το αξίωμα της ιερωσύνης· έκτοτε δε περιεπάτει εις διαφόρους τόπους διδάσκων και ωφελών τους Χριστιανούς δια του λόγου και του παραδείγματος της εαυτού ζωής». Κατόπιν γνωρίσθηκε και συνδέθηκε πνευματικά με τον ενάρετο κι ευλαβή επίσκοπο Ρενδίνης Ακάκιο, τον όποιο είχε χειροτονήσει αρχιερέα ο άγιος Νήφων [11 Αυγούστου], όταν ήταν μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (1482 - 1486 μ.Χ.). Δια του Ακακίου συνδέθηκε με τον άγιο Νήφωνα και ο άγιος Θεόφιλος. 
Αξίζει σύντομα και παρενθετικά να σημειώσουμε πως η μεγάλη μορφή του αγίου Νήφωνος, εκτός των δύο οσιομαρτύρων μαθητών του Μακαρίου (+1507) και Ιωάσαφ (+1516) που αναφέραμε και του εδώ αγίου Θεοφίλου, συνδεόταν και με άλλες μορφές Αγιορειτών αγίων, όπως των οσιομαρτύρων Γέροντος Ιακώβου, Ιακώβου διακόνου και Διονυσίου μοναχού (+1519), που συμμαρτύρησαν στην Αδριανούπολη, Θεωνά μητροπολίτου Θεσσαλονίκης (+1541-2), των αυταδέλφων Αψαράδων Θεοφάνους (+1544) και Νεκταρίου (+1550) κτιτόρων της ιεράς μονης Βαρλαάμ Μετεώρων και Μαξίμου του Γραικού και Βατοπαιδινού (+1556). 
Ο άγιος Νήφων, ως πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, κατόπιν επιστολών που έλαβε, εμπιστευόμενος τον Θεόφιλο για τη σοφία και την αρετή του, τον έστειλε το 1486 μ.Χ. με τον ομόφρονα Γέροντά του επίσκοπο Ακάκιο στην Αίγυπτο, για να διαπιστώσουν τα γενόμενα θαύματα υπό του μακαρίου πατριάρχου Αλεξανδρείας Ιωακείμ, ότι μετακίνησε δια προσευχής το όρος Ντουρ Νταγ και ήπιε φαρμάκι δίχως να πάθει κανένα κακό, ύστερα από πρόκληση Ιουδαίων και μουσουλμάνων. Ο πατριάρχης Ιωακείμ «τον Όσιον πολλά ηγάπησε και ηυλαβήθη ως σοφόν και ενάρετον». Διαπίστωσαν τα υπερφυή αυτά θαύματα ως αληθινά γεγονότα και αναχώρησαν για το θεοβάδιστο όρος Σινά, τα Ιεροσόλυμα και την Δαμασκό. Στα Ιεροσόλυμα ο επίσκοπος Ακάκιος ανεπαύθη κατόπιν ασθενείας και τον εκήδευσε ο Θεόφιλος. Με επιστολές από τους πατριάρχες Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και Αντιοχείας μετέβη στην Κωνσταντινούπολη ο Θεόφιλος. Ο άγιος Νήφων όμως είχε εκθρονισθεί και παρέδωσε τις επιστολές στον διάδοχό του Παχώμιο, που ήταν από την ιδιαίτερη πατρίδα του. 
Ο πατριάρχης Παχώμιος «εχάρη μεγάλως ως συμπατριώτης, και ευλογήσας αυτόν και ευχηθείς, παρεκάλεσεν, ίνα μείνη εις το Πατριαρχείον δια βοήθειαν, ως λίαν χρήσιμος δια την σοφίαν αυτού και την αρετήν. Υπακούσας δε κατά την ώραν εις την παράκλησιν του πατριάρχου ο Όσιος έμεινεν. Όθεν και διωρίσθη Νοτάριος και Έξαρχος της Μεγάλης Εκκλησίας, και έμεινεν εκεί ικανόν καιρόν εις αυτό το διακόνημα, αγαπώμενος και τιμώμενος υπό πάντων». 
Αλλά η φιλέρημη και φιλήσυχη ψυχή του δεν αναπαυόταν στις τιμές και τις δόξες. Κατεφρόνησε τα μεγαλεία και ήλθε στο Άγιον Όρος, για να απολαύσει τα μεγαλεία του Θεού. Στον ιερό και ευλογημένο Άθωνα «πρώτον μετέβη εις την Μονήν του Βατοπεδίου, και κατώκησε μετά του αγιωτάτου Επισκόπου Μεθύμνης, εκεί τότε ευρισκόμενου, και υπετάχθη εις αυτόν μετά πάσης προθυμίας και ταπεινώσεως· αφού δε εκείνος ετελεύτησεν, απήλθεν». 
Από τη μονή Βατοπαιδίου, όπου δεν γνωρίζουμε τον χρόνο παραμονής του, που δεν νομίζουμε όμως ότι ήταν μικρός, μετέβη το 1511 μ.Χ. στη μονή Ιβήρων, όπου ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την αντιγραφή χειρογράφων και την καλλιγραφία. Αναδείχθηκε έμπειρος βιβλιογράφος και αρκετά έργα του, περίπου τριάντα, λειτουργικού κυρίως περιεχομένου, σώζονται στην πλούσια βιβλιοθήκη της μονης Ιβήρων. Η φήμη της αρετής του είχε φθάσει μακριά. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεόκλητος τον ζητούσε με τρόπο να μεταβεί πλησίον του, με σκοπό να τον χειροτονήσει μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Ο φυγόδοξος Αγιορείτης κατανοώντας τον λόγο της προσκλήσεως, για να αποφύγει την προαγωγή, παραιτήθηκε της ιερωσύνης. Εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός, δήλωσε ασθένεια και αδυναμία, και αποσύρθηκε σε καλύβη, κοντά στον ενάρετο Προηγούμενο Διονύσιο Ιβηρίτη στο Κελλί του Τιμίου Προδρόμου, το 1522 μ.Χ., ύστερα από δωδεκαετή παραμονή στη μονή Ιβήρων, κατά ιδιόγραφό του σημείωμα σε κώδικα. Κατόπιν μετέβη σε συνοδεία του επίσης ενάρετου Γέροντος Κυρίλλου στις Καρυές. Εκεί απέκτησε στενό πνευματικό σύνδεσμο με τον φιλόθεο Πρώτο του Αγίου Όρους Σεραφείμ, τον λάτρη και υμνητή της Θεοτόκου του Άξιον Έστι, τον μετέπειτα βιογράφο του, που κάποτε υπογράφει· «Ο πρώτος του Αγίου Όρους Σεραφείμ ο θυηπόλος και ηγούμενος των ηγουμένων και πατήρ πατέρων και μέγας πρωτοσύγκελλος πατριαρχικός». 
Ο θείος Θεόφιλος επιθυμώντας μεγαλύτερη και ακριβέστερη ησυχία, αναχώρησε και από τις Καρυές. Μετέβη στην πλησιόχωρη ησυχαστική περιοχή της Καψάλας, που ανήκε στη μονή Παντροκράτορος, και με τη συνδρομή του φιλάδελφου Πρώτου Σεραφείμ, παρέλαβε το Κελλί του Αγίου Βασιλείου, το όποιο και ανεκαίνισε. Είχε μαζί του και ένα μοναχό ονομαζόμενο Ισαάκ. Συχνά τον επισκεπτόταν και ο Πρώτος Σεραφείμ ανταλάσσοντας πνευματικές εμπειρίες και νουθεσίες. 
Ο φιλόθεος Θεόφιλος πάντοτε, και ιδιαίτερα τώρα, ασκούσε συστηματικά τη νοερά προσευχή. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο όποιος αργότερα θα ησκείτο στην δια περιοχή, γράφει: «Αφού ησύχασεν ο Όσιος, τότε δη τότε εμεταχειρίσθη την νοεράν προσευχήν, ήτις είναι ανωτέρα της θεωρίας της έξω φιλοσοφίας... Ο Άγιος Θεόφιλος έχοντας παντοτινόν έργον, εις την ησυχία ευρισκόμενος, να προσεύχεται αδιαλείπτως και να μελετά με όλον του τον νουν και τον ενδιάθετον λόγον τον εν τη καρδία λαλούμενον και με όλην την θέλησιν και αγάπην της ψυχής του, την μονολόγιστον προσευχήν, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», καθώς οι νηπτικοί θείοι Πατέρες διδάσκουσι. Και με την νοεράν ταύτην εργασίαν και ιεράν προσευχήν και με το πένθος και τα δάκρυα καθαρτικά, όπου γεννώνται εκ ταύτης της νοεράς προσευχής, εκαθάρισε την καρδίαν του από τα πάθη και εκατέκαυσε τας προσβολάς των πονηρών λογισμών και ελυτρώθη από τας κακάς προσλήψεις, απόκτησε ταπείνωσιν, πραότητα, ειρήνην και τας λοιπάς αρετάς και άναψεν από θεϊκόν πυρ θεϊκής και του πλησίον αγάπης... 
Καταφλεγόμενος από την θείαν αγάπην δεν ήτο πλέον με τον εαυτό του, αλλά με τον ηγαπημένον του Θεόν και άλλο δεν εφαντάζετο παρά μόνο τον Ιησούν... ανέβη εις την θείαν θεωρίαν και επλουτίσθη από τα ύπερφυή χαρίσματα αξιωθείς του θείου φωτισμού· και ού μόνον διάκρισιν απόκτησε και διόρασιν, αλλά και προόρασιν των μελλόντων· και συντόμως ειπείν ως ασώματος έγινεν άγγελος και εις όλα τέλειος ώφθη». 
Προείδε το τέλος του, έγραψε ομολογία πίστεως, ιδιόχειρη διαθήκη, τέλεσε ευχέλαιο, ζήτησε και έδωσε συγχώρηση από όλους και σε όλους, μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, ευχαρίστησε ολόψυχα και ολόθερμα τον Θεό και ζήτησε από τον αγαπητό και υπάκουο μαθητή του Ισαάκ: «Όταν αποθάνω, μη ομολογήσης τούτο εις ουδένα, αλλ’ ουδέ τα έθιμα της ταφής εκτελέσης, μόνον δέσε σχοινίον εις τους πόδας μου και σύρε με και ρίψε με εις το δάσος εις μέρος κρύφιον, ίνα με φάγωσι τα θηρία· πλην λειτουργίας και μνημόσυνα ποίησον όσα δυνηθής». Ο άγιος από τη μεγάλη του ταπείνωση δεν ήθελε να τιμάται ούτε μετά θάνατον. Οι τελευταίοι λόγοι του ήταν: «Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου». 
Ο καλός υποτακτικός του έπραξε όπως του μήνυσε ο όσιος Γέροντάς του και απόθεσε το τίμιο λείψανο σε απόκρυφο μέρος του δάσους. Πολλοί όμως το ζητούσαν. Όταν κάποτε βρέθηκε, η μονή Παντοκράτορος θέλησε να το κρατήσει. Τελικά αποφασίσθηκε να κρατήσει το χέρι του, το όποιο υπάρχει ως σήμερα σε στάση ευλογίας, και να δοθεί το σώμα στον υποτακτικό του Ισαάκ, που το έθεσε στην Εκκλησία του Αγίου Βασιλείου. Από τότε άρχισε ο άγιος να μυροβλύζει και ο άγιος να ονομάζεται Μυροβλύτης. Γράφει πάλι χαρακτηριστικά και γι΄ αυτό ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Τούτο το θαύμα οπού έδειξεν ο Θεός εις το Άγιον Λείψανον του Οσίου Πατρός ημών Θεοφίλου, δεν είναι ολίγον και παραμικρόν, αλλά είναι μέγα και εξαίσιον, επειδή το θαύμα τούτο της μυροβλύσεως σπανίως γίνεται εις ολίγους Αγίους. Διότι πολλά Αγίων Λείψανα Μαρτύρων και Οσίων ευρίσκονται, αμή ουχί και αναβλύζουσι μύρον διότι το μυροβλύζειν είναι μία απόδειξις και σημείον βεβαιότατον μιας άκρας καθαριότατος και παρθενίας και αγνείας, όχι μόνον από εμπαθείας μολυσμών, αλλά και από ηδυπαθείας λογισμών ακαθάρτων του νοός· και εάν η χάρις του Αγίου Πνεύματος δεν κατοικήση έτι ζώντος του ανθρώπου εις όλον τον νουν και ψυχήν και καρδίαν και εις όλα τα μέλη του σώματος, να τα καθαρίση και αγιάση έως μέσα εις αυτά τα κόκκαλα και τους μυελούς, αδύνατον είναι να ευωδιάση το σώμα μετά θάνατον». 
Την βιογραφία του Οσίου Θεοφίλου επηύξησε ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο όποιος είναι και συνθέτης της Ακολουθίας του. Ο άγιος Θεόφιλος θεωρείται ένας από τους διασημότερους αντιγραφείς χειρογράφων του Αγίου Όρους του 16ου μ.Χ. αιώνα. Το έργο αυτό συνέχισε ως το τέλος του βίου του.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ



Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ

Λίγο μετά την έκδοση των διαταγμάτων του διωγμού κατά των χριστιανών (303), ο Διοκλητιανός μετέβη, καθώς λένε, στην Αίγυπτο για να καταστείλει τη στάση που προκάλεσε ο σφετεριστής Αχίλλειος. Μετά τη νίκη του και τη στερέωση της εξουσίας του, μετέβη στην Αντιόχεια, όπου η πλειονότητα των κατοίκων είχε αποστραφεί τη λατρεία των ειδώλων για να στραφεί στον Χριστό, τον μόνο αληθινό Θεό και Σωτήρα. Προσέφερε θυσία στον ναό του Απόλλωνος στη Δάφνη και έπειτα επέστρεψε στην πόλη για να δεχθεί τις τιμές των προκρίτων. Μία ειδωλολάτρισσα ευγενικής καταγωγής από την Ιερουσαλήμ, η Θεοδοσία, χήρα ενός χριστιανού ονόματι Χριστοφόρου, ήλθε να παρουσιάσει στον αυτοκράτορα τον γιο της, τον Νεανία, φέρνοντας ως δώρο άφθονο χρυσό και ασήμι και παρακάλεσε τον ηγεμόνα να δεχθεί στην υπηρεσία του τον νέο. Ο Νεανίας κίνησε αμέσως τη συμπάθεια στον Διοκλητιανό και πολύ σύντομα έλαβε τον τίτλο του δούκα της Αλεξανδρείας, με αποστολή τη δίωξη των χριστιανών και τη θανάτωση εκείνων που δεν θα υπάκουαν στα αυτοκρατορικά διατάγματα.

Ο Νεανίας πήρε τον δρόμο για την Αλεξάνδρεια επικεφαλής δύο κοοριτών υπό τη διοίκηση δύο τριβούνων, του Νικόστρατου και του Αντίοχου. Σταμάτησαν στην Απάμεια της Συρίας, απ’ όπου ξεκίνησαν πάλι τη νύχτα για να αποφύγουν τον καυτό ήλιο. Θα είχαν διανύσει περίπου πενήντα χιλιόμετρα, όταν αίφνης μια αστραπή έσχισε τον ουρανό και μια φωνή ακούστηκε: «Πού πηγαίνεις, Νεανία; Και ενάντια σε Ποιον ξεκίνησες να κάνεις πόλεμο;». Τον προειδοποίησε δε, ότι ο διωγμός που ετοιμαζόταν να εξαπολύσει εναντίον των χριστιανών θα οδηγούσε στον θάνατό του και στην αιώνια κόλαση. Ωθούμενος από την καλή διάθεση της συνείδησής του, ο Νεανίας αποκρίθηκε στην φωνή αυτή αποκαλώντας την «Κύριε». Τότε έλαμψε στον ουρανό ένας κρυστάλλινος Σταυρός και από αυτόν βγήκε φωνή λέγουσα: «Εγώ είμαι ο Ιησούς ο Εσταυρωμένος, ο Υιός του Θεού». Ο Νεανίας δέχθηκε τότε όλο το Μυστήριο της ενσάρκου Οικονομίας και ο Χριστός πρόσθεσε: «Αφού Με είδες, θα γίνεις σκεύος εκλογής. Με το σημείο αυτό θα νικήσεις όλους τους αντιπάλους σου. Η ειρήνη Μου ας είναι μαζί σου!». Μόλις χάθηκε η οπτασία, ο Νεανίας έσπευσε στη Σκυθόπολη, όπου έβαλε έναν Εβραίο χρυσοχόο να του φτιάξει έναν ασημένιο Σταυρό σύμφωνα με το πρότυπο εκείνου που του είχε φανερωθεί. Μόλις δε τελείωσε ο Σταυρός, φάνηκαν τυπωμένες σε αυτό τρεις εικόνες με εβραϊκές επιγραφές. Στο επάνω μέρος ήταν γραμμένο «Εμμανουήλ», στη μία πλευρά «Μιχαήλ» και στην άλλη «Γαβριήλ». Ασπάσθηκε ευλαβικά τον Σταυρό και τις αχειροποίητες αυτές εικόνες [1] και επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ.

Συμμορίες Βεδουίνων κούρσευαν κάθε χρόνο τις πόλεις της περιοχής και αρπάζανε νέες κοπέλες ευγενικής καταγωγής για να τις κάνουν στανικά γυναίκες τους. Τη χρονιά εκείνη, επειδή κρεμόταν πάλι η απειλή πάνω από την Ιερουσαλήμ, οι πρόκριτοι ήλθαν να παρακαλέσουν τον Νεανία να τους υπερασπισθεί με τα στρατεύματά του. Ο άγιος άδραξε τον Σταυρό που κρατούσε κρυμμένο και ρίχθηκε στη μάχη επικαλούμενος το σωτήριο Όνομα του Χριστού. Πάνω από έξι χιλιάδες Αγαρηνοί έπεσαν νεκροί χωρίς να πληγωθεί ούτε ένας από τους στρατιώτες του. Επιστρέφοντας στην πόλη, ανήγγειλε την είδηση της νίκης του στη μητέρα του, η οποία, όντας φανατική ειδωλολάτρισσα, την απέδωσε στην προστασία των θεών και τον κάλεσε να προσφέρει ευχαριστήρια θυσία προς τιμήν τους. Ο άγιος τής αποκρίθηκε ότι τη νίκη αυτή τη χρωστούσε στη δύναμη του Χριστού· και φέρνοντας τη μητέρα του στο δωμάτιο όπου βρίσκονταν τα οικογενειακά είδωλα, τα έκανε κομμάτια. Ξεχνώντας κάθε μητρικό αίσθημα και κυριευμένη από οργή η Θεοδοσία, πήγε και κατέδωσε τον γιο της στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, ο οποίος ανέθεσε στον διοικητή της Καισάρειας της Παλαιστίνης, Ουλκίωνα (ή Ούλκιο), να διενεργήσει έρευνα. Ο Νεανίας έσκισε μπροστά στον διοικητή την αυτοκρατορική επιστολή, δηλώνοντας ότι ήταν γι’ αυτόν προτιμότερο να προσφέρει τον εαυτό του θυσία για τον Χριστό παρά να προσφέρει άλογη λατρεία στους ψευδείς θεούς· και βγάζοντας τη ζώνη του την πέταξε με περιφρόνηση στο πρόσωπό του. Ο Ουλκίων πρόσταξε να τον αλυσοδέσουν και να τον μεταφέρουν στην Καισάρεια, τη μητρόπολη της Παλαιστίνης, για να μαστιγωθεί μπροστά στον λαό. Βλέποντας κάποιους από τους παρευρισκομένους να κλαίνε στο θέαμα των βασανιστηρίων του, ο γενναίος αθλητής φώναξε: «Μην κλαίτε για μένα, αλλά για την απώλεια της ψυχής σας. Ποιο το όφελος, αν το σώμα μας βρει την ανάπαυση στη ζωή αυτή και η ψυχή μας την αιώνια κόλαση; Όσο για μένα, χαίρομαι όπως ο γεωργός που ρίχνει τον σπόρο περιμένοντας τη μελλοντική ανταμοιβή». Αφού βασανίστηκε όλη την ημέρα, ρίχθηκε στη φυλακή μισοπεθαμένος και λουσμένος στο αίμα του. Τότε εμφανίσθηκε ο Χριστός μέσα σε δόξα, μέσα σε αγγελικό χορό, έλυσε τα δεσμά του και του είπε: «Στο εξής θα ονομάζεσαι Προκόπιος, γιατί θα προκόψεις στην αρετή μέχρι να βρεις την τελείωση του μαρτυρίου και θα προσφέρεις πλήθος ψυχών στον Θεό» [2]. Ο Κύριος γιάτρεψε όλες τις πληγές του και με την οπτασία αυτή μετέδωσε σ’ αυτόν ανδρεία και τόλμη, ώστε ο Προκόπιος ήταν έτοιμος στο εξής να υπομείνει όλες τις δοκιμασίες στις οποίες τον υπέβαλλαν οι υπηρέτες των δαιμόνων, για να κάνει στο τέλος να διατρανωθεί και να θριαμβεύσει η Αλήθεια.

Λίγο αργότερα ήλθαν οι φύλακες να τον βγάλουν από το δεσμωτήριο και παρουσιάσθηκε μπροστά στον διοικητή με πρόσωπο που έλαμπε σαν ήλιος και με το σώμα άθικτο σαν άσπιλο σεντόνι. Ο Ουλκίων απέδωσε πλανερά το θαύμα τούτο στην εύνοια και προστασία των θεών και τότε ο Προκόπιος, προς έκπληξη του ηγεμόνα, πρότεινε να μεταβούν στον ναό για να προσφέρει θυσία. Περιχαρείς για τη νίκη τους, οι ειδωλολάτρες γέμισαν τους δρόμους με λευκά ενδύματα και κήρυκες σύναξαν όλο τον λαό. Φθάνοντας μπροστά στον ναό, ο άγιος ζήτησε να εισέλθει μόνος του για να προσευχηθεί. Κλείνοντας πίσω τις πόρτες, ο Προκόπιος ανέπεμψε φλογερή προσευχή στον Χριστό και, μόλις έκανε το σημείο του Σταυρού, ευθύς τριάντα έξι αγάλματα συνετρίβησαν και έλιωσαν. Μπροστά στο παράδοξο αυτό, οι δύο τριβούνοι, ο Νικόστρατος και ο Αντίοχος, όπως και άλλοι στρατιώτες του [3], ομολόγησαν τον αληθινό Θεό. Από τον φόβο της στάσης ο διοικητής δεν τόλμησε να τους τιμωρήσει αμέσως, έτσι ήλθαν να βρουν τη νύχτα τον άγιο στη φυλακή για να του ζητήσουν να τους εντάξει στην άφθαρτη στρατιά του Βασιλέα των Ουρανών. Ο Προκόπιος τούς εμπιστεύθηκε στον δεσμοφύλακα Τέρτιο, που ήταν φίλος του και τον παρηγορούσε στις δοκιμασίες του, για να τους οδηγήσει κατόπιν στον επίσκοπο Λεόντιο, ο οποίος και τους βάπτισε. Λίγο αργότερα, με προσταγή του Ουκλίωνος, οι νεόφυτοι αποκεφαλίσθηκαν μπροστά στα μάτια του αγίου Προκοπίου, ενώ ένας αξιοσέβαστος άνθρωπος της πόλης, ο Ευλάλιος, ενταφίασε τα σώματά τους. 
Δώδεκα γυναίκες συγκλητικές, που είχαν πιστέψει στον Χριστό μπροστά στα θαυμαστά που ενήργησε ο άγιος Μάρτυρας, συνελήφθηκαν και ρίχθηκαν στην ίδια φυλακή. Ο άγιος Προκόπιος τις κατήχησε όλη την νύκτα στο μυστήριο της Σωτηρίας και τις παρότρυνε να μη φοβηθούν διόλου τα παροδικά μαρτύρια που θα τις λυτρώσουν από την κόλαση και θα τις κάνουν αθάνατες. Το πρωί οδηγήθηκαν μπροστά στον τύραννο στο αμφιθέατρο και πιέσθηκαν να θυσιάσουν. Βλέποντας την υπερφυσική εγκαρτέρηση των αγίων αυτών μαρτύρων στα βασανιστήρια, η Θεοδοσία, η μητέρα του αγίου, κινούμενη από τη θεία Χάρη και αποτασσόμενη κάθε δόξα και κάθε μέριμνα του κόσμου τούτου, φώναξε: «Είμαι κι εγώ δούλη του Εσταυρωμένου!». Την έριξαν στη φυλακή και εκεί φρόντιζε τις πληγές των δώδεκα μαρτύρων, ενώ προπαρασκευάστηκε για το άγιο Βάπτισμα από τον γιο της, που την προέτρεψε στο μαρτύριο, λέγοντας: «Έλα μαζί μας, για να δεις τον αόρατο Θεό στον ουρανό με μάτια αθάνατα!». Αφού βαπτίσθηκε από τον επίσκοπο Λεόντιο, εισήλθε κι αυτή με ζήλο στον χορό των δώδεκα μαρτύρων. Μετά από νέα ακρόαση στο δικαστήριο, κατά την οποία η Θεοδοσία ομολόγησε με φλόγα την Πίστη, υποβλήθηκαν όλες σε βασανιστήρια: τις έσπασαν τα σαγόνια, ξερίζωσαν τους μαστούς και με πυρακτωμένες σιδερένιες σφαίρες έκαψαν τις μασχάλες τους. Παρέμειναν όμως όλες ακλόνητες και ο διοικητής πρόσταξε να τις δέσουν όλες μαζί και να τις αποκεφαλίσουν.

Λίγες μέρες αργότερα, ο άγιος Προκόπιος ανακρίθηκε εκ νέου και, ενώ υποβαλλόταν σε μαρτύρια, θεράπευσε ένα κοριτσάκι που βασανιζόταν από τον δαίμονα. Παρέμεινε στις δοκιμασίες ακλόνητος σαν θαλασσόπληκτος βράχος, σε σημείο που ο Ουλκίων συντετριμμένος από την αποτυχία του προσβλήθηκε από βίαιο πυρετό και εξέπνευσε.

Στη θέση του διορίσθηκε ένας άλλος διοικητής, ο Φλαβιανός, το ίδιο θηριώδης απέναντι στους χριστιανούς. Κάλεσε αμέσως τον άγιο Προκόπιο, ο οποίος προέβη σε μια λαμπρή απολογία της χριστιανικής Πίστεως, αποδεικνύοντας ότι ακόμη και οι αρχαίοι σοφοί είχαν διαισθανθεί τον μόνο αληθινό Θεό [4]. Έξαλλος ο Φλαβιανός, διέταξε έναν στρατιώτη, τον Αρχέλαο, να αποκεφαλίσει τον άγιο· μόλις όμως αυτός ύψωσε το ξίφος, παρέλυσε το χέρι του και ξεψύχησε.

Έξι ημέρες αργότερα, ο άγιος παρουσιάσθηκε πάλι στο δικαστήριο. Κατηγορούμενος για μαγεία, προσφέρθηκε με τη θέλησή του στο μαρτύριο και, ενώ τον κτυπούσαν, συνέχιζε να εμπαίζει τον ανίσχυρο δικαστή. Αφού τον έδειραν με βούνευρα και έκαψαν το σώμα του με αναμμένα κάρβουνα, ο Φλαβιανός διέταξε να βάλουν στο χέρι του κάρβουνα με λιβάνι πάνω από έναν ειδωλολατρικό βωμό με σκοπό να καεί και από τον αφόρητο πόνο να ρίξει το λιβάνι μέσα στον βωμό εν είδει αναγκαστικής θυσίας. Ο άγιος όμως, προσηλώνοντας όλη την έφεση και τη θέλησή του προς τον Θεό, κράτησε ακίνητο το χέρι του για δύο ολόκληρες ώρες, έως ότου αυτό κατακάηκε ολόκληρο!

Ο Φλαβιανός θαύμασε την υπερφυσική αυτή εγκαρτέρηση, αλλά έχοντας τελείως πωρωμένη τη λίθινη καρδιά του, όπως άλλοτε ο σκληροτράχηλος Φαραώ στην Αίγυπτο, παρέδωσε τον Προκόπιο σε νέα βασανιστήρια. Αφού τον κρέμασαν με τα χέρια του τεντωμένα από δύο βαριές πέτρες, τον έριξαν σε αναμμένη κάμινο. Οι στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί κοντά κάηκαν, αλλά ο άγιος παρέμεινε αβλαβής σαν τους Τρεις Παίδες στη Βαβυλώνα. Ο Φλαβιανός τότε τον καταδίκασε σε θάνατο. Φθάνοντας στον τόπο της θανάτωσης ο Προκόπιος στράφηκε προς την ανατολή και μεσίτευσε για την πόλη, ώστε να στείλει ο Θεός το φως της γνώσεως στους κατοίκους της, να θεραπεύσει τους ασθενείς της, να έρθει αρωγός στους ανήμπορους και να χορηγήσει τη Χάρη Του σε όλους εκείνους που θα τιμούν με πίστη τη μνήμη του. Μια ουράνια φωνή επιβεβαίωσε ότι όντως η Προσευχή του εισακούσθηκε και τότε ο άγιος έσκυψε γαλήνια τον αυχένα κάτω από το ξίφος για να λάβει έτσι τον αμάραντο στέφανο του σεπτού μαρτυρίου [5].

- Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ -
[1] Το επεισόδιο τούτο χρησιμοποιήθηκε από τους Πατέρες της Δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας, δηλ. της Ζ΄ Οικ. Συνόδου (787), ως επιχείρημα υπέρ της τιμής των ιερών εικόνων. 
[2] Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο Χριστός τον βάπτισε και τον κοινώνησε. 
[3] Σύμφωνα με ορισμένες εκδοχές οι στρατιώτες ήσαν 1.500. 
[4] Παραλλαγές του «Μαρτυρίου» του αγίου αναφέρουν το παράθεμα από την «Ιλιάδα» (Β, 203), η οποία βρισκόταν στην αρχική αφήγηση του Ευσεβίου Καισαρείας (βλ. 22 Νοεμ.). 
[5] Τα λείψανα του αγίου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου βρίσκονται από το 1386 στην πόλη Prokuplje της Σερβίας. Να επισημανθεί ότι ο άγιος Προκόπιος που εορτάζεται στις 8 Ιουλίου πρέπει πιθανώς να ταυτισθεί με τον ομώνυμο άγιο που μνημονεύεται στις 22 Νοεμβρίου και που αναφέρεται από τον Ευσέβιο Καισαρείας ως «πρωτομάρτυς» της Παλαιστίνης. Η παρούσα μνήμη του αγίου εμφαίνει τη μεταγενέστερη παράδοση που διεύρυνε σε σημαντικό βαθμό την αφήγηση του μαρτυρίου του.

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος (Ιούλιος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».



Δευτέρα 7 Ιουλίου 2025

Άγιος Ιερομάρτυς Ευάγγελος, Επίσκοπος Κωνστάντζα Ρουμανίας.



Άγιος Ιερομάρτυς Ευάγγελος, Επίσκοπος Κωνστάντζα Ρουμανίας. 
7 Ιουλίου. 
Eυάγγελος το θείον εκ ξίφους τέλος,
Eυαγγελισμόν είχε του θείου στέφους.

Ο Άγιος Ευάγγελος μαρτύρησε δια ξίφους.

Ο Άγιος Ευάγγελος μαρτύρησε διά ξίφους κατά την εποχή των αρχαίων διωγμών, δηλαδή των διωγμών των χριστιανών από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Αν και στους ελληνικούς συναξαριστές δεν βλέπουμε περισσότερες πληροφορίες, ο καθηγητής Γεώργιος Πιπεράκις, στο εξαιρετικό Πανάγιον, γράφει για τις 7 Ιουλίου "Ευσταθίου, Πολυκάρπου και Ευαγγέλου, Ιερομαρτύρων εν Τόμι (Κωνστάντζα) Ρουμανίας εν έτη 295 μ.Χ. (σελίδα 149) με πηγές το Ρουμανικό ορθόδοξο εορτολόγιο αλλά και το Αθωνικό, της Σιμωνόπετρας. Οι τρεις αυτοί Άγιοι βλέπουμε να αναφέρονται στους ελληνικούς (ηλεκτρονικούς) συναξαριστές, αλλά χωριστά και χωρίς περισσότερα στοιχεία.
Η εικόνα είναι έργο του Εργαστηρίου Αγιογραφίας Κωνσταντίνου Αντώνη.

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΞΥΛΟΥ ΦΟΡΗΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ


ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΞΥΛΟΥ ΦΟΡΗΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ

ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ 
1)Για την κόλλα που ασταρώνετε το ξύλο και που κατόπιν κολλάτε το ύφασμα: τρίμα κόλλα κουνελιού 1 μέρος και νερό 10 μέρη (όλα τα μέρη είναι μέρη μάζας, π.χ. για 15 γραμμάρια κόλλας (τρίμα-ξηρή) χρησιμοποιείτε 10x15=150 γραμμάρια νερό)
Με μπαιν μαρί τα λυώνετε όλα μαζί-ΔΕΝ ΡΙΧΝΕΤΕ ΕΔΩ κάποια σκόνη κιμωλίας. Με αυτό το μίγμα ασταρώνετε το ξύλο και κολλάτε το ύφασμα. Μόλις αυτό στεγνώσει -παίρνει συνήθως μία μέρα- μπορείτε να ξεκινήσετε προετοιμασία : 
2)Για την προετοιμασία το μίγμα περιέχει 1 μέρος κόλλας (τρίμα-ξηρή) και 16 μέρη νερού και 11 μέρη σκόνη κιμωλία όλα μαζί λύωνουν μπαιν μαρί σχηματίζοντας ένα ομογενές μίγμα με ανακάτεμα "όλα τα μέρη είναι μέρη μάζας, π.χ. για 15 γραμμάρια κόλλας (τρίμα-ξηρή) χρησιμοποιείτε 16x15=240 γραμμάρια νερό 11x15=165 γραμμάρια σκόνη κιμωλία". Όσο είναι ζεστό περνάτε το ήδη κολλημένο ύφασμα με πινέλλο, αρκετές φορές αφού έχει στεγνώσει το προηγούμενο χέρι. Αν κρυώσει πάλι το ξαναζεσταίνετε. 
Οι ποσότητες είναι ενδεικτικές, ΟΜΩΣ ΔΩΣΤΕ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΙΣ ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ. Μετά από πολλά χέρια μπορείτε να αφήσετε το μίγμα να κρυώσει, να πήξει όπως το γιαούρτι αγελάδος και περνάτε με σπάτουλα, όσες φορές κρίνετε εσείς. 
Καλή επιτυχία

Η ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ


7 Ιουλίου 
Η ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ
Κατά τους χρόνους της βασιλείας του Διοκλητιανού, ένα ζευγάρι ευσεβών και εύπορων χριστιανών, ο Δωρόθεος και η Ευσεβία, όντας άτεκνοι, παρακαλούσαν τον Θεό να χαρίσει σε αυτούς τέκνο, υποσχόμενοι να το αφιερώσουν σε Αυτόν. Η προσευχή τους εισακούσθηκε και, μια Κυριακή, απέκτησαν θυγατέρα που για τον λόγο αυτό την ονόμασαν Κυριακή. Την βάπτισαν και την ανέθρεψαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (βλ. Εφ. 6, 4) και, μένοντας πιστοί στην υπόσχεσή τους, φύλαξαν την κόρη παρθένο, προκειμένου να την αφιερώσουν στην υπηρεσία του Κυρίου.

Μια μέρα, ένας πλούσιος ειδωλολάτρης που παρεπιδημούσε στην πόλη, ακούγοντας επαίνους για την ομορφιά και για το ήθος της νεαρής παρθένου, αποφάσισε να την δώσει σύζυγο στον γιο του. Όταν όμως της έγινε η πρόταση, η Κυριακή δήλωσε ότι ήταν νύμφη του Χριστού και ότι η επιθυμία της ήταν να πεθάνει εν αγνεία. Έξαλλος ο ειδωλολάτρης, κατήγγειλε γι’ αυτήν και τους γονείς της στον Διοκλητιανό ότι δεν πειθαρχούσαν στην εξουσία του. Ο ηγεμόνας τούς κάλεσε και ρώτησε να μάθει τον λόγο που απέρριπταν τους θεούς της αυτοκρατορίας. Ο Δωρόθεος απάντησε με θάρρος ότι είχε μάθει από τους γονείς του να μην λατρεύει παρά μόνο έναν Θεό, τον Ποιητή ουρανού και της γης που έλαβε σάρκα για την σωτηρία μας. Υποβλήθηκε σε μαστίγωση. Επειδή όμως, παρά τις μαστιγιές, συνέχιζε να χλευάζει τα είδωλα, βλέποντας ο αυτοκράτορας ότι δεν θα έβγαζε τίποτε έτσι, τον έστειλε μαζί με την Ευσεβία στον Ιούστο, τον διοικητή της Μελιτινής της Μικρής Αρμενίας. Αυτός τους βασάνισε και με τον αποκεφαλισμό τούς χάρισε τον στέφανο του μαρτυρίου.

Όσο για την αγία Κυριακή, ο Διοκλητιανός την απέστειλε στον γαμπρό του, καίσαρα Μαξιμιανό, που διέμενε στην Νικομήδεια. Αφού αυτός θαύμασε το λαμπρό της κάλλος, την οδήγησε στο δικαστήριο και της υποσχέθηκε να την νυμφεύσει με κάποιον συγγενή του αυτοκράτορα, αν πρώτα δεχόταν να τιμήσει τους θεούς. Η νέα κόρη έμεινε στερεά στην Πίστη και δήλωσε ότι τίποτε δεν θα μπορούσε να την χωρίσει από την αγάπη του Χριστού (πρβλ. Ρωμ. 8, 35). Ο τύραννος τότε πρόσταξε να την τεντώσουν κατά γης ανάμεσα σε τέσσερις πασσάλους και να την δείρουν με βούνευρα μέχρι θανάτου. Οι στρατιώτες εξαντλημένοι άλλαξαν τρεις βάρδιες, αλλά η αγία παρέμενε απρόσβλητη από τα κτυπήματα, τα οποία την έκαναν να ακτινοβολεί θεία Χάρη. Ο Μαξιμιανός, θεωρώντας ότι οι άνδρες του από λύπη για την νεαρή παρθένο δεν χρησιμοποιούσαν όλη την δύναμή τους, ξέσπασε πάνω τους την οργή του. Τότε η αγία τού είπε: «Μην πλανάσαι, Μαξιμιανέ. Δεν πρόκειται να με νικήσεις ποτέ, γιατί έχω βοηθό τον Θεό!». Φοβούμενος νέα γελοιοποίηση, ο Μαξιμιανός είπε να την αποστείλουν στον Ιλαριανό (ή Ιλάριο), διοικητή της Βιθυνίας, άνδρα ονομαστό για την σκληρότητά του απέναντι στους χριστιανούς.

Αφού ενημερώθηκε από την επιστολή του Μαξιμιανού που συνόδευε την κρατούμενη, ο Ιλαριανός απείλησε την αγία με ανήκουστα βασανιστήρια. Η Κυριακή αποκρίθηκε ότι θα ήταν ευκολότερο γι’ αυτόν να μαλάξει το σίδερο παρά να την υποτάξει και γι’ αυτό, όταν περνούσαν αναμμένους πυρσούς πάνω στο σώμα της, αφού πρώτα την είχαν κρεμάσει από τα μαλλιά, η ίδια παρέμενε απαθής, σαν να είχε ενδυθεί την αφθαρσία που επαγγέλλεται για τους εκλεκτούς. Την επόμενη νύχτα δέχθηκε στο δεσμωτήριό της την επίσκεψη του Χριστού που ίασε τις πληγές της και της υποσχέθηκε να την λυτρώσει από όλες τις δοκιμασίες με την Χάρη Του. Το πρωί ο τύραννος έμεινε άναυδος βλέποντάς την σώα και αβλαβή, αλλά αποδίδοντας το θαύμα αυτό στους θεούς, πρόσταξε να την οδηγήσουν στο ειδωλείο. Μπαίνοντας στον ναό η αγία γονάτισε και ανέπεμψε προσευχή στον Χριστό. Αμέσως σείστηκε όλο το οικοδόμημα και τα είδωλα γκρεμίστηκαν κατά γης και έγιναν χίλια κομμάτια, που ένας ανεμοστρόβιλος τα σκόρπισε στον αέρα, τρέποντας σε φυγή τους παρόντες ειδωλολάτρες. Μόνον ο Ιλαριανός συνέχιζε να ξεστομίζει βλασφημίες, όταν μια αστραπή έσκισε αίφνης τον ουρανό και κατέκαυσε το πρόσωπο του διοικητή που έπεσε από τον θρόνο του και εξέπνευσε. Τον αντικατέστησε ένας άλλος δικαστής, ο Απολλώνιος, που ενημερωμένος για τα γεγονότα που τάραζαν την επαρχία, οδήγησε την αγία στο δικαστήριο και την καταδίκασε να καεί ζωντανή. Αφού άναψαν μεγάλη πυρά, οι στρατιώτες έβαλαν μέσα την αγία Κυριακή. Παρέμεινε ώρες πολλές προσευχόμενη, με τα χέρια τεντωμένα προς τον ουρανό, χωρίς να μπορούν οι φλόγες να της προκαλέσουν το παραμικρό έγκαυμα. Κι ενώ ήταν καλοκαίρι και ο ουρανός καθαρός, ένα μαύρο σύννεφο παρουσιάσθηκε και μια νεροποντή ήλθε να σβήσει την φωτιά. Ο Απολλώνιος διέταξε να απολύσουν εναντίον της δύο λιοντάρια· μόλις όμως την πλησίασαν, τα θηρία έγιναν ήμερα σαν αρνιά και ξάπλωσαν στα πόδια της αγίας. Πλήθος ειδωλολατρών, που στάθηκαν μάρτυρες στα παράδοξα αυτά, ομολόγησαν τότε τον Χριστό και θανατώθηκαν πάραυτα.

Την επόμενη μέρα, μια ακόμη ανάκριση μπροστά στον διοικητή αποδείχθηκε κι αυτή ανώφελη. Διαπιστώνοντας τότε αυτός ότι δεν ήταν σε θέση να νικήσει την γενναία αθλήτρια του Χριστού με τις κολακείες και τα μαρτύρια, την καταδίκασε σε αποκεφαλισμό. Οδήγησαν την αγία έξω από την πόλη και εκείνη ζήτησε από τους δημίους να της παραχωρήσουν λίγο χρόνο για να προσευχηθεί. Πέφτοντας στα γόνατα, ανέπεμψε μακρά προσευχή στον Χριστό, που της είχε δώσει την δύναμη να ομολογήσει το Όνομά Του ενώπιον βασιλέων και ηγεμόνων και είχε φυλάξει την αγνεία της μέχρι την ημέρα των μυστικών γάμων της. Άγγελοι λαμπροί ήλθαν να παραλάβουν την ψυχή της για να την παρουσιάσουν στον Νυμφίο της και η αγία πλάγιασε απαλά και γλυκά στην σιωπηλή γη. Οι στρατιώτες που ετοιμάζονταν να την αποκεφαλίσουν, έμειναν έκπληκτοι βρίσκοντάς την ήδη νεκρή. Άκουσαν τότε μία ουράνια φωνή να τους λέει: «Πορεύεσθε, αδελφοί, και διηγηθείτε τα μεγαλεία του Θεού». Ενώ πήγαιναν να δώσουν αναφορά στον διοικητή για όσα είχαν δει, χριστιανοί που είχαν κρυφτεί από τον φόβο των ειδωλολατρών, ήλθαν να πάρουν το σκήνωμα της αγίας και το ενταφίασαν σε τόπο κατάλληλο, αναπέμποντας θερμές ικεσίες και ευχαριστίες προς τον Θεό.
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 11ος (Ιούλιος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·

Δημοφιλείς αναρτήσεις