Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

«θ’ αποκριθώ στην προσευχή του ουρανού κι εκείνος θ’ αποκριθεί στην ανάγκη της γης για βροχή.


ΩΣΗΕ 2
Η πιστότητα του Θεού νικάει την απιστία του Ισραήλ 
16«Θα ξαναοδηγήσω όμως τη μάνα σας στην έρημο κι εκεί στην καρδιά της θα μιλήσω τρυφερά. 
17Τότε τ’ αμπέλια της θα της τα ξαναδώσω· θα κάνω την κοιλάδα Αχώρ μια πύλη ελπίδας. Κι εκείνη θα μου αποκριθεί εκεί, καθώς τις μέρες που ήταν νέα, καθώς τότε που βγήκε από την Αίγυπτο. 
18«Τη μέρα εκείνη», λέει ο Κύριος στον Ισραήλ, “άντρα μου” θα με αποκαλέσεις· δεν θα με ονομάζεις πια “Βάαλ μου” (αφέντη μου). 19Θα βγάλω από τη μνήμη σου τα ονόματα των Βααλίμ, δε θα τους επικαλεστείς ξανά ποτέ σου. 20Τότε θα κάνω για χάρη σου συμφωνία με τ’ άγρια ζώα, με τα πετούμενα και μ’ όλα τ’ άλλα ζωντανά και τα ερπετά της γης. Τόξα και ξίφη κι όλα τα όπλα τα πολεμικά θα τα εξαφανίσω από τη χώρα σου, και θα κάνω τον ύπνο σου ήσυχο κι ασφαλή. 21Μαζί σου θα ενωθώ για πάντα με τα δεσμά του γάμου. Για δώρα γαμήλια θα σου προσφέρω υποστήριξη και προστασία, αγάπη και συμπόνια. 22Θα σε κερδίσω με την αταλάντευτη πιστότητά μου και θα με αναγνωρίσεις για Κύριό σου. 
23«Εκείνη την ημέρα», λέει ο Κύριος, «θ’ αποκριθώ στην προσευχή του ουρανού κι εκείνος θ’ αποκριθεί στην ανάγκη της γης για βροχή. 24Τότε η γη θα δώσει στάρι, νέο κρασί και καινούριο λάδι, κι αυτά θα δοθούν στον Ιζρεέλ. 25Θα σε σπείρω, Ιζρεέλ, στη χώρα, για να μου κάνεις πολλά παιδιά· θα ελεήσω τη “Μη Ελεημένη”, και θα πω στο “Μη Λαό μου”: “λαός μου είσ’ εσύ”. Κι αυτός θα πει: “εσύ είσαι Θεός μου”».

ΑΓΙΟΣ ΛΟΓΓΙΝΟΣ Ο ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ



ΠΗΓΗ:ΕΔΩ

ΑΓΙΟΣ ΛΟΓΓΙΝΟΣ Ο ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ


Ο άγιος Λογγίνος καταγόταν από την Καππαδοκία και υπηρετούσε στον ρωμαϊκό στρατό ως εκατόνταρχος την εποχή του Τιβέριου (15-34), υπό τις διαταγές του Πόντιου Πιλάτου, ηγεμόνα της Ιουδαίας (26-37). Λόγω της ιδιότητάς του, έλαβε διαταγή να εκτελέσει μαζί με τους άνδρες του την απόφαση του Πιλάτου, που οδήγησε τον Κύριο στο άγιο Πάθος και να φυλάξουν τον Τάφο, από φόβο μήπως οι Μαθητές κλέψουν το σώμα και διαδώσουν ότι ο Χριστός αναστήθηκε. Ως αυτόπτης μάρτυς, λοιπόν, ο Λογγίνος είδε όλα τα θαυμαστά σημεία που συνόδευσαν το Πάθος του Κυρίου: την γη που σείσθηκε, το σκοτάδι που κάλυψε όλη την γη και την οικουμένη, το πελώριο καταπέτασμα του Ναού που σχίσθηκε στα δύο από πάνω μέχρι κάτω, τα μνημεία που «ανεώχθησαν» και τα πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων που αναστήθηκαν και εμφανίσθηκαν σε πολλούς (βλ. Ματθ. 27, 51-53· Μάρκ. 15, 38· Λουκ. 23, 44-46). Βλέποντας αυτά τα εξαίσια και συγκλονιστικά ο εκατόνταρχος, άνοιξαν οι οφθαλμοί της αγαθής του καρδιάς και φώναξε με δυνατή φωνή: «Στ’ αλήθεια, Υιός του Θεού ήταν Αυτός!» (βλ. Ματθ. 27, 54· Μαρκ. 15, 39· Λουκ. 23, 48). 
Όταν την τρίτη ημέρα της ταφής του Κυρίου οι φύλακες του μνημείου έγιναν μάρτυρες της εμφανίσεως του Αγγέλου στις Μυροφόρες γυναίκες, τους κατέλαβε φόβος και τρόμος και έμειναν σαν νεκροί. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς πήγαν στους αρχιερείς και ανέφεραν τα γεγονότα. Τότε οι αρχιερείς συνεδρίασαν με τους πρεσβυτέρους και αποφάσισαν να δώσουν στον Λογγίνο και τους στρατιώτες του αδρή αμοιβή για να διαδώσουν ότι οι Μαθητές του Κυρίου ήλθαν την νύκτα και, ενώ οι φύλακες κοιμούνταν, έκλεψαν το σώμα Του. Ο εκατόνταρχος όμως και δύο στρατιώτες φωτίσθηκαν από το φως της Αναστάσεως του Κυρίου και αρνήθηκαν τα αργύρια του δόλου και της θεοφθονίας. Ο Λογγίνος παραιτήθηκε από το αξίωμα του εκατόνταρχου και από τον στρατό και επέστρεψε στην πατρίδα του την Καππαδοκία, όπου κήρυττε τον Χριστό και το Ευαγγέλιο της σωτηρίας, μιμούμενος έτσι τους αγίους Αποστόλους. 
Μόλις το πληροφορήθηκε αυτό ο Πιλάτος, παρακινημένος από τα αργύρια και τα δώρα των Ιουδαίων, που διψούσαν μανιωδώς για εκδίκηση, έστειλε στον αυτοκράτορα Τιβέριο επιστολή καταγγέλλοντας τον Λογγίνο.

Κατά θεία πρόνοια, οι στρατιώτες που έστειλε ο Τιβέριος στην Καππαδοκία για να βρουν τον πρώην εκατόνταρχο, χωρίς να το ξέρουν σταμάτησαν στο σπίτι όπου είχε καταλύσει ο Λογγίνος. Μόλις τον συνάντησαν, του ζήτησαν να τους παράσχει κατάλυμα και πληροφορίες για τον καταζητούμενο εκατόνταρχο, τον οποίον δεν είχαν δει ποτέ τους. Ο άγιος τούς υποδέχθηκε με πολύ αγαθή και φιλόξενη διάθεση, κάτι που διακρίνει όλους διαχρονικά τους μαθητές του Χριστού. Κατά την διάρκεια όμως της συζητήσεως τού φανέρωσαν τον πραγματικό τους σκοπό. Μαθαίνοντας ο Λογγίνος το νέο, ένιωσε άφατη χαρά και περιποιήθηκε περισσότερο τους φιλοξενούμενούς του. Τους τακτοποίησε άνετα στο σπίτι και γαλήνιος πήγε να ετοιμάσει τον τάφο και όλα τα αναγκαία για την ταφή του. Εν συνεχεία, βρήκε τους δύο συντρόφους του, που είχαν φύγει μαζί του από την Παλαιστίνη, και τους έπεισε να προσέλθουν από κοινού στο μαρτύριο. Επέστρεψε κατόπιν στους φιλοξενούμενούς του και τους αποκάλυψε πως ο ίδιος ήταν ο Λογγίνος που ζητούσαν να θανατώσουν.

Οι απεσταλμένοι του αυτοκράτορα έμειναν άναυδοι μπροστά στο θάρρος του αγίου και, σκεπτόμενοι ότι θα έπρεπε να θανατώσουν εκείνον, ο οποίος τους φιλοξένησε τόσο πλουσιοπάροχα, ένιωσαν βαθύτατη θλίψη και απερίγραπτη αθυμία και αμηχανία. Ο άγιος όμως τους ικέτευσε να μη χρονοτριβήσουν, αλλά να πράξουν το εντεταλμένο καθήκον τους, ώστε ο ίδιος και οι σύντροφοί του να συναντήσουν μια ώρα νωρίτερα τον Κύριο και Θεό τους για να συνευφραίνονται μαζί Του αιώνια. Με βαριά καρδιά οι απεσταλμένοι του αυτοκράτορα αποκεφάλισαν τους τρεις μαθητές του Χριστού και έστειλαν την κεφαλή του Λογγίνου στα Ιεροσόλυμα, με σκοπό ο Πιλάτος και οι Ιουδαίοι να βεβαιωθούν για την θανάτωσή του. Αλλά την κάρα του αγίου, με διαταγή του Πιλάτου, την έριξαν μέσα σ’ έναν λάκκο με κοπριά κάπου στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ.

 Πολλά χρόνια αργότερα, μια πλούσια αρχόντισσα από την Καππαδοκία, η οποία έχασε την όρασή της, συνοδευόμενη από τον μονάκριβο γιο της, πήγε στην Αγία Πόλη να προσκυνήσει και να προσευχηθεί με την ελπίδα να ξαναβρεί το πολύτιμο φως της. Μόλις όμως έφθασε στα Ιεροσόλυμα, ο γιος της πέθανε ξαφνικά και η δυστυχία της ταλαίπωρης γυναίκας έγινε μεγαλύτερη. Μέσα σ’ αυτή την αβάσταχτη δοκιμασία, της εμφανίσθηκε μια νύχτα ο άγιος Λογγίνος στο όνειρό της και της φανέρωσε το μέρος όπου βρισκόταν η τίμια κάρα του, διαβεβαιώνοντάς της ότι το λείψανό του θα της παρείχε την πολυπόθητη θεραπεία των οφθαλμών της. Τότε, με μεγάλη προθυμία έψαξε η ευσεβής και πονεμένη γυναίκα, βρήκε τελικά την κάρα του αγίου Μάρτυρος και με την χάρη που εξέπεμπε το τίμιο λείψανο ανέκτησε το φως της. Όμως δεν άνοιξαν μόνο οι σωματικοί της οφθαλμοί· ο Θεός τής έδωσε και το χάρισμα να δει έκπληκτη με τους οφθαλμούς της ψυχής της τον άγιο Λογγίνο να κρατά στην αγκάλη του, σαν να ήταν παιδί του, τον μονάκριβο γιο της, ο οποίος φορούσε πλούσια νυμφικά ενδύματα και ήταν γεμάτος από χαρά. Με ανακούφιση και ευγνωμοσύνη προς τον Θεό, ο Οποίος ανταποδίδει εκατονταπλάσια έναντι της όποιας δοκιμασίας διερχόμαστε σ’ αυτόν τον σύντομο επίγειο βίο μας, η ευλαβής γυναίκα τοποθέτησε την τίμια κάρα του αγίου Μάρτυρος μαζί με το σώμα του γιου της σε μια θήκη, όπως ακριβώς την νουθέτησε ο άγιος· την μετέφερε στην Καππαδοκία και την κατέθεσε στον ναό που ανήγειρε προς τιμήν του, η όποια με την χάρη του αγίου Μάρτυρος Λογγίνου του Εκατοντάρχου, του επί του Σταυρού, επιτελούσε πάμπολλα θαύματα και ιάσεις εις δόξαν Θεού αλλά και μεγάλη ενίσχυση των πιστών.
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 2ος (Οκτώβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·

 

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

Ο όσιος Ευθύμιος ο Νέος



Ο όσιος Ευθύμιος ο Νέος 
Ο όσιος θεοφόρος πατήρ ημών Ευθύμιος γεννήθηκε επί Λέοντος Ε’ του Αρμενίου (813-820) σ’ ένα χωριό της Γαλατίας στα περίχωρα της Άγκυρας. Στο άγιο βάπτισμα έλαβε το όνομα Νικήτας και καθώς ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν επτά ετών, τον ανέθρεψε η ευλαβής μητέρα του, η οποία τον κατήχησε στην ορθόδοξο πίστη και στην προσκύνηση των αγίων εικόνων. 
Όταν ενηλικιώθηκε, υπηρέτησε για ένα διάστημα στον στρατό. Παρ’ ότι παιδιόθεν διακαώς επιθυμούσε να ακολουθήσει τη στενή και τεθλιμμένη οδό που οδηγεί στη Βασιλεία των Ουρανών και να γίνει μοναχός, ενέδωσε στις παρακλήσεις της μητέρας του και νυμφεύθηκε τη θυγατέρα πλούσιων και ευλαβών συμπατριωτών του. Απέκτησε δε και μία κόρη. 
Μία ημέρα ο Νικήτας, με πρόσχημα ότι έφευγε για να ψάξει ένα από τα άλογα του σπιτιού που είχε χαθεί, αποχαιρέτησε την οικογένειά του και κατέφυγε στην έρημο για να βρει ύδατα αναπαύσεως. Πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη, έφθασε τελικά στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας ο οποίος χάρις σε μορφές όπως ο άγιος Ιωαννίκιος [4 Νοεμ.], ο όσιος Πέτρος της Ατρώας [3 Ιαν.], ο όσιος Θεοφάνης ο Ομολογητής [12 Μαρτ.], ήταν την εποχή εκείνη το πιο σημαντικό μοναστικό κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τριγύρω από κάποια μεγάλα μοναστήρια, ζούσαν χιλιάδες μοναχοί είτε σε απόλυτη ερημία, είτε με κάποιον Γέροντα, είτε σε ημιαναχωρητικές αδελφότητες. 
Ο Νικήτας πάνω απ’ όλα επιθυμούσε να πάρει την ευλογία του αγίου Ιωαννικίου του Μεγάλου, του θαυματουργού και ομολογητού της ορθοδόξου πίστεως, και ει δυνατόν να συγκαταλεχθεί μεταξύ των πολλών μαθητών του. Βλέποντάς τον να πλησιάζει ο Ιωαννίκιος, προείδε τη μεγάλη αρετή του ανδρός και είπε στους μαθητές του για να τον δοκιμάσει: «Ποιος είναι αυτός ο αυθάδης νέος που τολμά να έλθει σε μας ενώ είναι κακούργος και ληστής; Πιάστε τον και δέστε τον!» Ο Νικήτας κατέβασε το κεφάλι και δεν επιχείρησε να αμυνθεί, τόσο μεγάλη ήταν η χαρά του που βρισκόταν κοντά στον άγιο. 
Όταν ο Ιωαννίκιος τον απάλλαξε από την κατηγορία, όλοι θαύμασαν την ταπείνωση του νέου και την εκκοπή του ιδίου θελήματος. Για να αποφύγει τους επαίνους, ο Νικήτας άφησε τη συνοδεία του αγίου Ιωαννικίου και πήγε υποτακτικός στον Ιωάννη, έναν Γέροντα άγιο και σημειοφόρο, που ζούσε στην ερημία. 
Ο Ιωάννης έκειρε τον Νικήτα μοναχό, του έδωσε το όνομα Ευθύμιος και τον ενέδυσε το μικρό Σχήμα. Αυτό έγινε το έτος 842. Μετά από καιρό, ο Ιωάννης έστειλε τον Ευθύμιο στο πλησιέστερο κοινόβιο, τη Μονή των Πισσαδηνών, για να ολοκληρώσει την ασκητική διαπαιδαγώγηση με την υπακοή και την καθημερινή αυταπάρνηση. 
Ο Ευθύμιος υποτάχθηκε με τη μεγαλύτερη πραότητα σε όλα τα διακονήματα. Θεωρούσε ότι ήταν ο έσχατος και πλέον ανάξιος όλων των αδελφών και πρόθυμα υπάκουε όχι μόνον στον ηγούμενο αλλά και σε όλους τους άλλους μοναχούς, σαν να άκουγε από τα χείλη τους τη φωνή του Θεού. 
Γύρω στο 858, η μονή είχε αναστατωθεί από τις διχόνοιες και τα σκάνδαλα που ακολούθησαν την εκλογή του αγίου Φωτίου [6 Φεβρ.] στον Οικουμενικό θρόνο. Φιλήσυχος και φιλέρημος, ο όσιος Ευθύμιος προτίμησε να αναχωρήσει, μαζί με τον συμμοναστή του Θεοστήρικτο, στον Άθω, όπου τότε εγκαταβίωναν μόνον ερημίτες οι οποίοι ζούσαν με σκληρή άσκηση. 
Πριν αποσυρθεί οριστικά στην άγρια ερημία του Άθω, πήγε να μείνει για κάποιο διάστημα κοντά σε ένα φημισμένο ασκητή του Ολύμπου, τον Θεόδωρο, ώστε να μυηθεί στις ανώτερες βαθμίδες του ασκητικού βίου και να λάβει από αυτόν το μεγάλο και αγγελικό Σχήμα. 
Μετά από δεκαπέντε χρόνια στον Όλυμπο της Βιθυνίας ο Ευθύμιος ξεκίνησε για τον Άθω, όπου έγινε υποτακτικός του Γέροντος Ιωσήφ, ενός Αρμένιου, του οποίου η αρετή ήταν τόσο μεγάλη ώστε μετά θάνατον το σκήνωμά του ανέβλυσε μύρο ευωδιάζον. Ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο στον αγώνα της αρετής και αποφάσισαν να μείνουν εντός ενός σπηλαίου για τρία χρόνια, δίχως να βγουν, τρεφόμενοι με ό,τι τους έστελνε η πρόνοια του Θεού. 
Μετά το πέρας αυτής της υπεράνθρωπης δοκιμασίας, από την οποία βγήκε νικητής και φωτισμένος από τη θεία Χάρη, ο Ευθύμιος επέστρεψε για λίγο στον Όλυμπο της Βιθυνίας για να δει τον Θεόδωρο. Όταν του διηγήθηκε την αγγελική βιοτή που ζούσαν στον Άθω, ο Θεόδωρος τον παρακάλεσε να τον πάρει κι εκείνον μαζί του. Εξαιτίας όμως της προχωρημένης ηλικίας του και των παθήσεων που προκλήθηκαν από την ασκητική του ζωή, ο Θεόδωρος δεν μπόρεσε να μείνει στον Άθω. Ο Ευθύμιος τον εγκατέστησε στα περίχωρα της φιλοχρίστου και φιλομονάχου πόλεως Θεσσαλονίκης και επέστρεψε στον Άθω για να απολαύσει το μέλι της ησυχίας. 
Λίγο αργότερα, ο Ευθύμιος πληροφορήθηκε τον θάνατο του Γέροντα Θεοδώρου και πήγε στη Θεσσαλονίκη για να προσκυνήσεις τον τάφο του. Χειροτονήθηκε τότε πρεσβύτερος· τη χειροτονία του δεν την επεδίωξε ορμώμενος από φιλοδοξία, αλλά την δέχθηκε ώστε να μπορούν οι ασκητές του Άθω να μεταλαμβάνουν πιο συχνά των αχράντων Μυστηρίων. 
Επιστρέφοντας στον Άθω, δεν βρήκε την ανάπαυση και την ησυχία που επιθυμούσε διότι πολλοί ήταν εκείνοι που τον επισκέπτονταν εξαιτίας της φήμης που είχε αποκτήσει μεταξύ των αναχωρητών. Αποφάσισε τότε να φύγει και να πάει στον Άγιο Ευστράτιο, μαζί με δύο συντρόφους του, τον Ιωάννη Κολοβό και τον Συμεών. Ενώ όμως έπλεαν για το νησί, τους αιχμαλώτισαν πειρατές Αγαρηνοί, που τότε λυμαίνονταν το Αιγαίο πέλαγος. 
Όταν απελευθερώθηκαν, επέστρεψαν στον Άθω, αλλά και εκεί οι συχνές επιδρομές των πειρατών τους υποχρέωσαν να χωρισθούν για να πάνε σε μέρη πιο ασφαλή. Ο Ευθύμιος, ο Ιωσήφ ο Αρμένιος και κάποιοι από τους υποτακτικούς τους εγκαταστάθηκαν κοντά στο χωριό Βραστά της Χαλκιδικής και διήγαν ισάγγελο πολιτεία σε χωριστά κελλιά. Του Ευθυμίου ωστόσο του άρεσε να πηγαίνει περιοδικά στον Άθω για να βρίσκεται μεταξύ ουρανού και γης και να συνομιλεί αμεσότερα με τον Θεό. 
Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας αναχωρητικής διαμονής, του δόθηκε σε όραμα η εντολή να αναστηλώσει την εγκαταλελειμμένη μονή που βρισκόταν στο όρος Περιστερά, κοντά στη Θεσσαλονίκη, ώστε να παράσχει στους ευλαβείς κατοίκους της περιοχής την ευλογία που φέρνουν οι άνθρωποι του Θεού. 
Εγκαταστάθηκε στα ερείπια της μονής γύρω στο 871, μαζί με δύο υποτακτικούς του, τον Ιγνάτιο και τον Εφραίμ και μέσα από αναρίθμητες δυσκολίες που προκάλεσαν οι μισόκαλοι δαίμονες, κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει τη μονή την αφιερωμένη στον άγιο Απόστολο Ανδρέα. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, ήλθε από τη Θεσσαλονίκη και τη γύρω περιοχή πλήθος μοναχών για να υποταχθούν στη σοφή καθοδήγηση του Ευθυμίου. 
Το 888 ίδρυσε εκεί κοντά μία γυναικεία μονή, επικεφαλής της οποίας όρισε την Ευθυμία, την εγγονή του, η οποία, όπως άλλωστε και όλα τα μέλη της οικογενείας του, είχε ασπασθεί τον μοναχικό βίο. 
Καθ’ όλο αυτό το διάστημα, ο Ευθύμιος πήγαινε από καιρό σε καιρό στη Θεσσαλονίκη και ανέβαινε σ’ ένα στύλο, που είχε διαλέξει ως στίβο του ασκητικού αγώνα, κατά την πρώτη του επίσκεψη. Πάνω απ’ όλα όμως τον ανέπαυε να αποσύρεται στον Άθω, μακριά απ’ όλους, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος. 
Το 898, καθώς προορατικώς εγνώρισε την ημέρα της εκδημίας του, συγκέντρωσε όλους τους μαθητές του για ένα εορταστικό γεύμα στην τράπεζα της Μονής των Περιστερών. Τους συμβούλευσε, τους νουθέτησε για τελευταία φορά, και αφού τους έδωσε την ευλογία του, μετέβη στην έρημη νησίδα Ιερά (σημ. Γιούρα), όπου παρέδωσε εν ειρήνη την ψυχή του στον Κύριο, παρουσία μόνον των αγγέλων και των αγίων, την 15η Οκτωβρίου.

Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος 2ος, Οκτώβριος. Ίνδικτος, 

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2025

Όσιος Νικόλαος ο απλός και θαυματουργός πρίγκιπας Τζερνηγοβιγίας (Τσέρνιγκωφ) «ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ».



Όσιος Νικόλαος ο απλός και θαυματουργός πρίγκιπας Τζερνηγοβιγίας (Τσέρνιγκωφ) «ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ». 
 14 Οκτωβρίου.

Εγγονός του πρίγκιπα Σβιατοσλάβου Ιαροσλάβιτς, προστάτης της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου, ο Όσιος Νικόλαος, του οποίου το κατά κόσμον όνομα ήταν επίσης Σβιατοσλάβος, υπήρξε ο πρώτος μιας σειράς ρώσων πριγκίπων που άφησαν την εγκόσμια βασιλεία και ενδύθηκαν το Μοναχικό Σχήμα, για να καταστούν κληρονόμοι της Αιωνίου Βασιλείας. Όταν ο Χάνος των Κουμάνων τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την ηγεμονία του Λουτσκ, εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία αυτή για να γίνει μοναχός στη Λαύρα των Σπηλαίων (1106).

Μιμούμενος τον Χριστό, αποτάχθηκε όλα τα προνόμια και τις διακρίσεις του, και η ταπεινοφροσύνη του, όπως και η σύμφωνη προς την ευαγγελική διδασκαλία βιοτή του, έκαναν όλους τους μοναχούς να δοξάζουν τον Θεό για την παρουσία του. Αντιστάθηκε στις απόπειρες των κατά σάρκα αδελφών του να το φέρουν πίσω στον κόσμο, υπέμενε με καλή διάθεση, σαν απλός δόκιμος, τα πλέον ταπεινά διακονήματα και ανέλαβε διαδοχικά το διακόνημα του μάγειρα, του πορτάρη και του τραπεζάρη.

Έχοντας αποδείξει επί σειρά ετών την τελεία υπακοή του, ο ηγούμενος του επέτρεψε να ζει απομονωμένος στο κελλί του, για να εφιερώνεται απερίσπαστος στην αδιάλλειπτη νοερά προσευχή. Έτρωγε πολύ λίγο από το φαγητό που του έφερναν από την κοινή τράπεζα της Μονής, και μοίραζε στους πτωχούς και στους προσκυνητές τα λαχανικά που έβγαζε το περιβολάκι του καθώς και τα τρόφιμα που του έστελναν.

Παρά τις νουθεσίες και τις συμβουλές των συγγενών του και του πρώην προσωπικού ιατρού του ο οποίος συχνά τον επισκεπτόταν, ο Όσιος Νικόλαος επιδιδόταν σε μεγάλες στερήσεις και όταν έπεσε άρρωστος, αρνιόταν να ακολουθήσει τις θεραπείες που του πρότεινε ο ιατρός. Βρήκε τελικά ανάπαυση από τους πόνους του στις 14 Οκτωβρίου του 1143.

Πολλούς μήνες αργότερα, ο αδελφός του πρίγκιπας Ιζιασλάβος αρρώστησε σοβαρά, θεραπεύθηκε όμως αμέσως μόλις φόρεσε τον τρίχινο χιτώνα του Οσίου Νικολάου και μόλις ήπιε νερό από το μοναστήρι. Έκτοτε κάθε φορά που αρρώσταινε, χρησιμοποιούσε ως θεραπεία το Ιερό Κειμήλιο, το οποίο ζήτησε να του φορέσουν όταν θα πέθαινε.
Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος 2ος, Οκτώβριος. Ίνδικτος, 

 

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

Αγία Νεομάρτυς Βασιλική του Κοσόβου



Αγία Νεομάρτυς Βασιλική του Κοσόβου.  
13/26 Οκτωβρίου.

Η Αγία Νεομάρτυς Βασιλική (Bosiljka) έζησε στα μέσα του 19ου αιώνα στο χωριό Pasjane, κοντά στην πόλη Gnjilane, στα ανατολικά της επαχίας του Κοσόβου. Τον καιρό της τουρκοκρατίας, το χωριό δεν είχε ναό, η οικογένεια της Βασιλικής όμως ήταν γνωστή για την ευλάβειά της. Πολλές φορές η Βασιλική πήγαινε για να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων στην Μονή Draganac, η οποία βρισκόνταν σε απόσταση 17 χιλιομέτρων και ήταν ένα καταφύγιο για τους χριστιανούς.

Στην ηλικία των 17 ετών, η ήσυχη ζωή της Βασιλικής στο χωριό τελείωσε, εφόσον έπρεπε να απαντήσει με πίστη και θάρρος σε μία άνωθεν κλήση. Την περίοδο εκείνη, η οικογένειά της αποφάσισε να πάει στο Gnjilane, όπου ακόμη λειτουργούσε μία Ορθόδοξη εκκλησία, ο Προφήτης Ηλίας. Δυστυχώς, όπως συνήθως συνέβαινε την περίοδο της Οθωμανικής κατοχής, κάποιος μουσουλμάνος Αλβανός την είδε και μαγεύτηκε από την ομορφιά και την αθωότητά της και της ζήτησε να γίνει μουσουλμάνα για να παντρευτούν. Η Βασιλική αρνήθηκε, ενώ σαν απάντηση, στην πρόταση και στα δώρα του Αλβανού, του είπε ότι δεν έχει ανάγκη από άλλη πίστη και ότι δεν υπάρχει τίποτε ομορφότερο από τον Χριστό.

Ο μουσουλμάνος προσβλήθηκε από τα λόγια της νεαρής, την απήγαγε και την πήγε στο σπίτι του. Εκεί προσπάθησε να την πείσει κρατώντας την νηστική, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η Βασιλική ήταν σίγουρη ότι ο Χριστός ήταν αυτό που χρειάζεται και ότι κανένα βασανιστήριο δεν θα την απομακρύνε από Εκείνον και από την αγάπη Του.

Ο μουσουλμάνος τότε την παρέδωσε σε μία γυναίκα που ήταν χριστιανή και είχε εξισλαμιστεί, η οποία προσπαθούσε να την πείσει να γίνει μουσουλμάνα για το καλό το δικό της και της οικογένειάς της. Η νεαρή Βασιλική απάντησε εκ νέου ότι δεν έχει ανάγκη από άλλη πίστη εκτός από την Ορθόδοξη και ότι έχει ήδη ένα σύζυγο. Όταν η μουσουλμάνα την ρώτησε με περιέργεια ποιος είναι ο σύζυγός της, εκείνη απάντησε: «Ο Χριστός φυσικά. Αυτός είναι ο Νυμφίος μου, σε Εκείνον ανήκω και δεν θα παρατήσω ποτέ τον Χριστό και την πίστη μου όπως έκανες εσύ και σε λυπάμαι!». Η Σέρβα μουσουλμάνα της απάντησε: «Μην έχεις πείσμα, άλλαξε πίστη για να σώσεις την ψυχή σου. Τότε η Βασιλική της απάντησε αποφασιστικά: «Δεν σώζεις έτσι την ψυχή σου, με αυτόν τον τρόπο την χάνεις!».

Τότε την επέστρεψε στον μουσουλμάνο που την είχε ερωτευτεί και προσπαθούσε εκ νέου να την πείσει να αλλάξει πίστη για να την κάνει σύζυγό του. Αποτυγχάνοντας άρχισε να την βασανίζει. Πρώτα την κράτησε πάνω από την φωτιά για να την πνίξει ο καπνός και έπειτα πέταξε επάνω της αναμμένα κάρβουνα. Σε όλα αυτά, η μόνη απάντηση της Βασιλικής ήταν: «Σκοτώστε με. Μόνο το σώμα μου μπορείτε να σκοτώσετε, εγώ όμως θα μείνω Ορθόδοξη, θα μείνω με τον Χριστό!».

Ταπεινωμένος που δεν μπορούσε να πείσει μία 17χρονη, ο μουσουλμάνος Αλβανός την έδεσε σ'ένα άλογο και την έσυρε στην πόλη, όπου αυτός και κάποιοι φίλοι του την τεμάχισαν ζωντανή φωνάζοντας: «Θάνατος στην βρωμερή Σέρβα!». Όλο αυτό το διάστημα η Βασιλική προσευχόνταν και επαναλάμβανε τα λόγια: «Κύριε,δώσε μου δύναμη να υπομείνω μέχρι τέλους, μη με αφήσεις να πέσω,δώσε μου δύναμη μέχρι τέλους!». Τα τελευταία της λόγια ήταν αυτά: «Αυτός δεν είναι ο θάνατός μου, αυτό δεν είναι το τέλος μου, αλλά η αρχή της αιώνιας ζωής. Αντίθετα εσείς,π εθάνατε για πάντα».

Η οικογένειά της κατάφερε να περιμαζέψει τα λείψανά της με την άδεια των τουρκικών αρχών, και τα έθαψε κάτω από τα ερείπια του πρώην ναού του χωριού. Μετά από μερικές δεκαετίες έγιναν μια σειρά από μεταρρυθμίσεις με στόχο την αναδιοργάνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, (Τανζιμάτ ) και οι χριστιανοί μπορούσαν και πάλι να χτίσουν ναούς, το χωριό Pasjane ξανάχτισε τον ναό του και τοποθέτησαν τα λείψανα της Βασιλικής σε μία κολώνα.

Η τοποθέτηση των λειψάνων σε μία πέτρινη κολώνα ή στα θεμέλιά της ήταν μία σύνηθη πρακτική στην οθωμανική Σερβία επειδή εαν τα λείψανα ήταν σε κοινή θέα οι Τούρκοι και οι Αλβανοί συχνά προχωρούσαν στην σύλησή τους. Με αυτόν τον τρόπο πολλά λείψανα, ανάμεσά τους και της Αγίας Νεομάρτυρος Βασιλικής, διεσώθησαν μέχρι τις μέρες μας.

Η αγιοκατάταξή της έγινε στις 28 Απριλίου/10 Μαΐου 2018 από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Σερβίας και η μνήμη της τιμάται στις 13/26 Οκτωβρίου.

Άγιος Ιάκωβος o Χαματουρίτης



Άγιος Ιάκωβος o Χαματουρίτης

13 Οκτωβρίου
Το λαξευμένο μέσα σε πέτρα μοναστήρι στο Όρος Χαματούρα στη Κούσπα του Λιβάνου είναι ένα Ελληνoρθόδοξο μοναστήρι που ανήκει στο Πατριαρχείο της Αντιοχείας και είναι ένα από τ’ αρχαιότερα στην χώρα. Το μοναστήρι είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, αλλά είναι ευρύτερα γνωστό ως Ιερά Μονή της Χαματούρας, που είναι το όνομα του βουνού στο οποίο το μοναστήρι είναι κτισμένο. Κατά τα τέλη του 13ου μ.Χ. αιώνα, στη Μονή της Θεοτόκου της Χαματούρας, ο Άγιος Ιάκωβος άρχισε την ασκητή του ζωή. Μετά, όταν το μοναστήρι καταστράφηκε από τους Μαμελούκους, εγκαθίδρυσε το μοναχισμό κατά μήκος της περιμέτρου των ερειπίων του μοναστηριού. Με τον καιρό, ξανάκτισε το μοναστήρι αναβιώνοντας και δίνοντας νέο σθένος στη μοναστική ζωή της περιοχής. 
Η πνευματική του ζωηρότητα, η δυναμικότητα, και η δημοτικότητα του μεταξύ των πιστών επέστησε την προσοχή των Μαμελούκων που καθόρισαν στο μυαλό τους να σταματήσουν τον ενθουσιασμό και αποφασιστικότητα του και να τον προσηλυτίσουν στο Ισλάμ. Αυτός αρνήθηκε πεισματικά τις αδυσώπητες τους πιέσεις. Όταν οι φρικτές απόπειρες εξαναγκασμού από του Μαμελούκους απέτυχαν, έσυραν τον Άγιο Ιάκωβο, μαζί με κάποιους μοναχούς και λαϊκούς από την Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου, που βρίσκεται πάνω από το Όρος της Χαματούρας, στην πόλη της Τρίπολης (την πρωτεύουσα του Βορείου Λιβάνου) και τον παρέδωσαν στον γουαλί (ηγεμόνα). 
Για σχεδόν ένα χρόνο, υπέμενε τεράστια βασανιστήρια. Εντούτοις, δεν παραδόθηκε ψυχικά ή να αποκηρύξει την πίστη του, παρά το ότι έπαιρνε κολακείες αλλά και απειλές και εκφοβισμό από τους Μαμελούκους. Αν και παραξενεμένοι από το πείσμα και την επιμονή του Αγίου Ιακώβου, στο τέλος καθώς ήταν η συνήθεια τους για τη τιμωρία τους εχθρούς τους, στις 13 Οκτωβρίου ο Άγιος Ιάκωβος αποκεφαλίστηκε. Επιπλέον, οι Μαμελούκοι έκαψαν το σώμα του για να διασφαλίσουν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θα του έδινε μια έντιμη ταφή ως μάρτυρα, μια ταφή που αρμόζει σε ένα άγιο. 

 

Δεν πέρασε πολύς καιρός μετά το θάνατό του και ο Θεός βλέποντας τα βάσανα και την ακλόνητη πίστη του, του απονέμει αιώνιες δάφνες και χάρη, και σήμερα λάμπει ως μάρτυρας το ίδιο όπως ήταν σαν φάρος κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του. Ήταν κατά αυτή τη χρονική περίοδο που η Ορθόδοξη Εκκλησία ανακοίνωσε την αγιότητα του Αγίου Ιακώβου, και που τον πρόσθεσε στο κατάλογο των τιμημένων αγίων μαρτύρων της, και προσευχήθηκε για την μεσολάβηση του. 
Ο Άγιος μας είχε σχεδόν ξεχαστεί κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Αυτό οφείλεται στα πολλά βάσανα που πέρασε η Ορθόδοξη Εκκλησία κάτω από διάφορα μουσουλμανικά σουλτανάτα που αποδυνάμωσαν τη χριστιανική πνευματική ζωή και οδήγησαν σε αισθητή πτώση τη χριστιανική ευμάθεια. Επιπρόσθετα, χειρόγραφα και όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να είχαν αποσταλεί στο εξωτερικό και να μεταφραστούν, ή είχαν ξεχαστεί, απολεσθεί, ή καταστραφεί. 
Ωστόσο, καταγραμμένα περιστατικά από τους προσκυνητές του μοναστηριού, αυτοί που είδαν οράματα από τον Άγιο Ιάκωβο, και πολλοί άλλοι που αναγνώρισαν την παρουσία του, επιβεβαίωσαν τη γνησιότητα της αγιοσύνης του. Δοξάζοντας το όνομα του θεού, ο Άγιος Ιάκωβος επίσης επούλωσε και έκανε πολλούς καλά. 
Έχουμε πρόσφατα ανακαλύψει μια σαφή μνεία για τον Άγιο Ιάκωβο σε ένα χειρόγραφο που φυλάσσεται στην Ιερά Μονή της Παναγίας Μπελεμεντίου, σε ένα Γεροντικό, που είναι μία βιογραφία αγίων ή συλλογή διηγημάτων για τη ζωή των άγιων. Σε ένα χειρόγραφο του αρχείου της Μονής Μπελεμεντίου, υπ αριθμόν 149, δείχνει σαφώς ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 13 Οκτωβρίου. Η Ιερά Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στη Κούσπα, Χαματούρα στο Λίβανο, τίμησε τη μνήμη του για πρώτη φορά, στις 13 Οκτωβρίου το 2002 μ.Χ., σε μια ολονύκτια προσευχή (αγρυπνία). Ένας αριθμός από ιερείς, διακόνους, και πιστούς συμμετείχαν σε εκείνη την αξέχαστη μέρα, όπου οι παρευρισκόμενοι έψαλλαν το τροπάριο και την ακολουθία του Αγίου Ιακώβου, που προετοιμάστηκε και συντάχθηκε από τους μοναχούς του μοναστηριού. 
Σήμερα, οι πιστοί και οι προσκυνητές συνεχώς αναφέρουν τις εμφανίσεις του αγίου, τις θαυματουργές θεραπείες, και άλλα ευλογημένα έργα του. Όλα αυτά άναψαν τον πνευματικό ζήλο για τον εορτασμό της μνήμης του Αγίου, και δοξάζοντας τον Θεό, τιμώντας τον Άγιο Ιάκωβο τον Χαματουρίτη που εξακολουθεί να είναι ζωντανός ανάμεσά μας στο μοναστήρι του κάνοντας θαυμαστά έργα, προσκλήσεις, και εμφανίσεις στους πιστούς.

Δημοφιλείς αναρτήσεις