7 Ιουλίου
Η ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ
Κατά τους χρόνους της βασιλείας του Διοκλητιανού, ένα ζευγάρι ευσεβών και εύπορων χριστιανών, ο Δωρόθεος και η Ευσεβία, όντας άτεκνοι, παρακαλούσαν τον Θεό να χαρίσει σε αυτούς τέκνο, υποσχόμενοι να το αφιερώσουν σε Αυτόν. Η προσευχή τους εισακούσθηκε και, μια Κυριακή, απέκτησαν θυγατέρα που για τον λόγο αυτό την ονόμασαν Κυριακή. Την βάπτισαν και την ανέθρεψαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (βλ. Εφ. 6, 4) και, μένοντας πιστοί στην υπόσχεσή τους, φύλαξαν την κόρη παρθένο, προκειμένου να την αφιερώσουν στην υπηρεσία του Κυρίου.
Μια μέρα, ένας πλούσιος ειδωλολάτρης που παρεπιδημούσε στην πόλη, ακούγοντας επαίνους για την ομορφιά και για το ήθος της νεαρής παρθένου, αποφάσισε να την δώσει σύζυγο στον γιο του. Όταν όμως της έγινε η πρόταση, η Κυριακή δήλωσε ότι ήταν νύμφη του Χριστού και ότι η επιθυμία της ήταν να πεθάνει εν αγνεία. Έξαλλος ο ειδωλολάτρης, κατήγγειλε γι’ αυτήν και τους γονείς της στον Διοκλητιανό ότι δεν πειθαρχούσαν στην εξουσία του. Ο ηγεμόνας τούς κάλεσε και ρώτησε να μάθει τον λόγο που απέρριπταν τους θεούς της αυτοκρατορίας. Ο Δωρόθεος απάντησε με θάρρος ότι είχε μάθει από τους γονείς του να μην λατρεύει παρά μόνο έναν Θεό, τον Ποιητή ουρανού και της γης που έλαβε σάρκα για την σωτηρία μας. Υποβλήθηκε σε μαστίγωση. Επειδή όμως, παρά τις μαστιγιές, συνέχιζε να χλευάζει τα είδωλα, βλέποντας ο αυτοκράτορας ότι δεν θα έβγαζε τίποτε έτσι, τον έστειλε μαζί με την Ευσεβία στον Ιούστο, τον διοικητή της Μελιτινής της Μικρής Αρμενίας. Αυτός τους βασάνισε και με τον αποκεφαλισμό τούς χάρισε τον στέφανο του μαρτυρίου.
Όσο για την αγία Κυριακή, ο Διοκλητιανός την απέστειλε στον γαμπρό του, καίσαρα Μαξιμιανό, που διέμενε στην Νικομήδεια. Αφού αυτός θαύμασε το λαμπρό της κάλλος, την οδήγησε στο δικαστήριο και της υποσχέθηκε να την νυμφεύσει με κάποιον συγγενή του αυτοκράτορα, αν πρώτα δεχόταν να τιμήσει τους θεούς. Η νέα κόρη έμεινε στερεά στην Πίστη και δήλωσε ότι τίποτε δεν θα μπορούσε να την χωρίσει από την αγάπη του Χριστού (πρβλ. Ρωμ. 8, 35). Ο τύραννος τότε πρόσταξε να την τεντώσουν κατά γης ανάμεσα σε τέσσερις πασσάλους και να την δείρουν με βούνευρα μέχρι θανάτου. Οι στρατιώτες εξαντλημένοι άλλαξαν τρεις βάρδιες, αλλά η αγία παρέμενε απρόσβλητη από τα κτυπήματα, τα οποία την έκαναν να ακτινοβολεί θεία Χάρη. Ο Μαξιμιανός, θεωρώντας ότι οι άνδρες του από λύπη για την νεαρή παρθένο δεν χρησιμοποιούσαν όλη την δύναμή τους, ξέσπασε πάνω τους την οργή του. Τότε η αγία τού είπε: «Μην πλανάσαι, Μαξιμιανέ. Δεν πρόκειται να με νικήσεις ποτέ, γιατί έχω βοηθό τον Θεό!». Φοβούμενος νέα γελοιοποίηση, ο Μαξιμιανός είπε να την αποστείλουν στον Ιλαριανό (ή Ιλάριο), διοικητή της Βιθυνίας, άνδρα ονομαστό για την σκληρότητά του απέναντι στους χριστιανούς.
Αφού ενημερώθηκε από την επιστολή του Μαξιμιανού που συνόδευε την κρατούμενη, ο Ιλαριανός απείλησε την αγία με ανήκουστα βασανιστήρια. Η Κυριακή αποκρίθηκε ότι θα ήταν ευκολότερο γι’ αυτόν να μαλάξει το σίδερο παρά να την υποτάξει και γι’ αυτό, όταν περνούσαν αναμμένους πυρσούς πάνω στο σώμα της, αφού πρώτα την είχαν κρεμάσει από τα μαλλιά, η ίδια παρέμενε απαθής, σαν να είχε ενδυθεί την αφθαρσία που επαγγέλλεται για τους εκλεκτούς. Την επόμενη νύχτα δέχθηκε στο δεσμωτήριό της την επίσκεψη του Χριστού που ίασε τις πληγές της και της υποσχέθηκε να την λυτρώσει από όλες τις δοκιμασίες με την Χάρη Του. Το πρωί ο τύραννος έμεινε άναυδος βλέποντάς την σώα και αβλαβή, αλλά αποδίδοντας το θαύμα αυτό στους θεούς, πρόσταξε να την οδηγήσουν στο ειδωλείο. Μπαίνοντας στον ναό η αγία γονάτισε και ανέπεμψε προσευχή στον Χριστό. Αμέσως σείστηκε όλο το οικοδόμημα και τα είδωλα γκρεμίστηκαν κατά γης και έγιναν χίλια κομμάτια, που ένας ανεμοστρόβιλος τα σκόρπισε στον αέρα, τρέποντας σε φυγή τους παρόντες ειδωλολάτρες. Μόνον ο Ιλαριανός συνέχιζε να ξεστομίζει βλασφημίες, όταν μια αστραπή έσκισε αίφνης τον ουρανό και κατέκαυσε το πρόσωπο του διοικητή που έπεσε από τον θρόνο του και εξέπνευσε. Τον αντικατέστησε ένας άλλος δικαστής, ο Απολλώνιος, που ενημερωμένος για τα γεγονότα που τάραζαν την επαρχία, οδήγησε την αγία στο δικαστήριο και την καταδίκασε να καεί ζωντανή. Αφού άναψαν μεγάλη πυρά, οι στρατιώτες έβαλαν μέσα την αγία Κυριακή. Παρέμεινε ώρες πολλές προσευχόμενη, με τα χέρια τεντωμένα προς τον ουρανό, χωρίς να μπορούν οι φλόγες να της προκαλέσουν το παραμικρό έγκαυμα. Κι ενώ ήταν καλοκαίρι και ο ουρανός καθαρός, ένα μαύρο σύννεφο παρουσιάσθηκε και μια νεροποντή ήλθε να σβήσει την φωτιά. Ο Απολλώνιος διέταξε να απολύσουν εναντίον της δύο λιοντάρια· μόλις όμως την πλησίασαν, τα θηρία έγιναν ήμερα σαν αρνιά και ξάπλωσαν στα πόδια της αγίας. Πλήθος ειδωλολατρών, που στάθηκαν μάρτυρες στα παράδοξα αυτά, ομολόγησαν τότε τον Χριστό και θανατώθηκαν πάραυτα.
Την επόμενη μέρα, μια ακόμη ανάκριση μπροστά στον διοικητή αποδείχθηκε κι αυτή ανώφελη. Διαπιστώνοντας τότε αυτός ότι δεν ήταν σε θέση να νικήσει την γενναία αθλήτρια του Χριστού με τις κολακείες και τα μαρτύρια, την καταδίκασε σε αποκεφαλισμό. Οδήγησαν την αγία έξω από την πόλη και εκείνη ζήτησε από τους δημίους να της παραχωρήσουν λίγο χρόνο για να προσευχηθεί. Πέφτοντας στα γόνατα, ανέπεμψε μακρά προσευχή στον Χριστό, που της είχε δώσει την δύναμη να ομολογήσει το Όνομά Του ενώπιον βασιλέων και ηγεμόνων και είχε φυλάξει την αγνεία της μέχρι την ημέρα των μυστικών γάμων της. Άγγελοι λαμπροί ήλθαν να παραλάβουν την ψυχή της για να την παρουσιάσουν στον Νυμφίο της και η αγία πλάγιασε απαλά και γλυκά στην σιωπηλή γη. Οι στρατιώτες που ετοιμάζονταν να την αποκεφαλίσουν, έμειναν έκπληκτοι βρίσκοντάς την ήδη νεκρή. Άκουσαν τότε μία ουράνια φωνή να τους λέει: «Πορεύεσθε, αδελφοί, και διηγηθείτε τα μεγαλεία του Θεού». Ενώ πήγαιναν να δώσουν αναφορά στον διοικητή για όσα είχαν δει, χριστιανοί που είχαν κρυφτεί από τον φόβο των ειδωλολατρών, ήλθαν να πάρουν το σκήνωμα της αγίας και το ενταφίασαν σε τόπο κατάλληλο, αναπέμποντας θερμές ικεσίες και ευχαριστίες προς τον Θεό.
※
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 11ος (Ιούλιος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
※
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου