Βίος του Οσίου Αντωνίου του Μεγάλου
Α. Ο Μέγας Αντώνιος.
Κορυφαία ασκητική μορφή του πρώτου κύματος εξόδου στην Έρημο, από τούτο, Πατέρας και Καθηγητής της ασκητικής ζωής και πολιτείας είναι ο Άγιος Αντώνιος. Δεν ξέρω, αν τον ξεπέρασε κανείς σε χρονική διάρκεια και πρωτόγνωρη λιτότητα ή αυστηρότητα ασκητικού βίου στο πέρασμα των αιώνων. Ο ίδιος δε μέτρησε ποτέ από αυτά το επίπεδο της ασκητικής του πορείας, αλλά από τη μέσα ωρίμανση. Ξέρω και ξέρουμε ότι πρόσφερε ολοκληρωτικά στην Αγάπη του Θεού τα ογδόντα και πέντε από τα εκατόν πέντε χρόνια του επίγειου βίου του ασκώντας τη «μετάνοια», και ανεβαίνοντας κλιμακωτά στο Γολγοθά της ταπείνωσης, στο ύψος του έσχατου βάθους, με στόχο την «εσωτερική ανά-γέννηση και μετά-μόρφωση σε επίγειο άγγελο», έργο που μένει πάντα «ατέλεστη τελειότητα». Καθώς κι αυτή τη στιγμή του θανάτου του, που ακτινοβολεί ήδη φως αγιότητας, ακούγεται να λέει: «Ακόμα δεν άρχισα καλά-καλά τη μετάνοια»! Η μέσα φωνή τον πληροφορούσε, φαίνεται, ότι ήταν στο ακραίο όριο.
Σε αποφθέγματα αποδιδόμενα στον Άγιο Αντώνιο, ό Όσιος φέρεται να λέει: «Είδα όλες τις παγίδες του εχθρού απλωμένες πάνω στη γη, και αναστέναξα και είπα: ‘Ποιος τάχα μπορεί να τις ξεπεράσει’; Και άκουσα τη φωνή να μου λέει: ‘Το ταπεινό φρόνημα, η ταπείνωση’». Δείχνει έτσι το σταυρικό δρόμο ανάβασης στο ύψος του έσχατου βάθους, και την ακραία δυσκολία του. «Η ταπείνωση δεν είναι ο θρίαμβος του μηδενός μέσα στον άνθρωπο, είναι η ακριβής οριοθέτηση της απόστασης που τον χωρίζει από το Θεό, από τούτο η τοποθέτηση στη φυσική θέση και τάξη του. Είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να συντρίψει ριζικά τα πάθη, κάθε πνεύμα μνησικακίας, αντεκδίκησης και άλλα παράγωγα του εγωκεντρισμού, γιατί μετακινεί το κέντρο της ζωής από τον άνθρωπο στο Θεό. Ο ταπεινός άνθρωπος παύει να θεωρεί εαυτόν ως το κέντρο του κόσμου, και βρίσκει θέση μέσα στο Θεό, βρίσκει τη θέση του»! Αυτός είναι με δυο λόγια ο όλος Αντώνιος από το χωριό Κομά, κοντά στη Μέμφιδα της Αιγύπτου.
***********
Κατά τα άλλα, είδε το φως αυτής της ζωής το έτος 250 μ. Χ. από γονείς εύπορους αλλά και ευσεβείς μεγαλοκτηματίες, που αναχώρησαν για τον κόσμο των μεγάλων ελπίδων μας, όταν ο Αντώνιος ήταν είκοσι χρονών και η αδερφή του αρκετά πιο μικρή. Και τότε, μια Κυριακή, αυτός ο κληρονόμος μεγάλης περιουσίας, ακούγοντας στο Ευαγγέλιο το διάλογο του Χριστού με τον πλούσιο νέο, παίρνει την πρόταση του Χριστού ως δική του κλήση, και αποφασίζει να κάνει αυτό που αρνήθηκε εκείνος. «Ην και αυτός πλούσιος σφόδρα», αλλά δεν «απήλθε λυπημένος», Τα τριακόσια τόσα καλλιεργήσιμα και εύφορα χωράφια, και τα άλλα κινητά και ακίνητα αγαθά της μεγάλης κληρονομιάς του τα χαρίζει όλα! Σταυρώνει έτσι πρώτα το «εγώ» απ έξω, και προχωρεί στην πιο δύσκολη, την όντως αιματηρή μέσα σταύρωση!
Κι εδώ βρίσκει ένα πολύ δυνατό καρφί, αυτό ακριβώς που χρειαζόταν εκείνη την ώρα. Πιάνει δουλειά εκεί κοντά για τον επιούσιο σαν εργάτης. Από τα χρήματα που κερδίζει, κρατάει όσα αρκούν για τη λιτή διατροφή του, και μοιράζει τα υπόλοιπα σε όσους έχουν ανάγκη. Μετά κλείνεται σε ένα μνήμα, όπου κονταροχτυπιέται με τους πειρασμούς της ηλικίας. Τους νικάει, κι αποφασίζει να ανοιχτεί στην Έρημο, κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα, όπου ασκητεύει αυστηρά για είκοσι χρόνια, και ευλογείται με φήμη μεγάλου ασκητή και θαυματουργού. Πλήθη μοναχών σπεύδουν κοντά του για άσκηση και διδαχή, και όχι λιγότερα χριστιανών για διδαχή και θεραπεία.
Το τελευταίο τον υποχρεώνει να προχωρήσει ενδότερα στην Έρημο της ανατολικής Θηβαΐδας, όπου να συνεχίσει με ακόμα πιο αυστηρή άσκηση μέχρι τη μακάρια λήξη του- το 355 -χωρίς όμως να αποφύγει νέα αθρόα προσέλευση μοναχών και συνακόλουθη πλήθους πιστών από τα γύρω και τα πιο μακρινά μέρη για τους αντίστοιχους λόγους, διδαχής και άσκησης οι πρώτοι, πιο πολύ θεραπείας οι πιστοί. Η φήμη του ως Αγίου έχει πια απλωθεί παντού. Όταν πέθανε, «με μια χαρά που έλαμπε, καθώς ήταν ξαπλωμένος, στη γλυκύτητα του προσώπου του», δυο μοναχοί, που μόνο μετά τα ενενήντα του δέχτηκε να τον διακονήσουν, όπως το επιθυμούσε και το παράγγειλε, έθαψαν το σώμα του στο βουνό, σε μέρος που γνώριζαν μόνο εκείνοι. Βέβαια δεν τον τίμησαν μόνο αυτοί, ούτε μόνο οι τότε, τον τιμά από τότε ως σήμερα η Εκκλησία, και θα συνεχίσει να τον τιμά ως τη συντέλεια των αιώνων, πανηγυρίζοντας κάθε χρόνο τη μνήμη του στις 17 Ιανουαρίου!
***********
Δεν προσθέτω τίποτε άλλο, ο αναγνώστης μπορεί να δει στις σελίδες που ακολουθούν την αξιοθαύμαστη ασκητική δυναμική του Οσίου, ακόμα και σ’ αυτά τα εξωτερικά στοιχεία της. Ότι όλα τα χρόνια μένει μόνος, ακόμα και σε βαθύτατα γεράματα δε δέχεται να διακονηθεί από κανέναν. Ότι τρώει λίγο ψωμί και μερικούς χουρμάδες ή χόρτα μια φορά τη μέρα, άλλοτε κάθε δυο, και κάποτε κάθε τέσσερις μέρες. Και συχνά νιώθει ντροπή που είναι αναγκασμένος να τρώει. Ότι δεν έβαλε τα πόδια του στο νερό πάνω από το γόνατο ποτέ, κι ο ύπνος του ήταν μόνιμα πάνω σε μια ψάθα. Και τι ευγένεια ψυχής, τι αρχοντιά, τι ανθρωπιά! Φυτεύει λαχανικά για να δροσίζει όσους έφταναν εκεί πάνω! Πλέκει καλάθια και τα χαρίζει ως αντίδωρο σε όσους του χάριζαν τη συντροφιά τους! Ανθρώπινος ασκητικά, πολιτισμένος κοινωνικά! «Και γαρ ουχ ως εν τω όρει τραφείς και εκεί ο γέρων γενόμενος, άγριον είχε το ήθος, αλλά και χαρίεις ην, και πολιτικός»!
Και στις κρίσιμες ώρες της Εκκλησίας παρών προσωπικά, άμεσα, ουσιαστικά, αποφασιστικά. Στο διωγμό του Μαξιμίνου-311-εξήντα χρονών κι απάνω, δεν περιορίζεται να μένει εκεί ψηλά, για τα υψηλά! Παίρνει μοναχούς και κατεβαίνει στην Αλεξάνδρεια «Απέλθωμεν και ημείς, ίνα αγωνιζώμεθα κληθέντες ή θεωρήσωμεν τους αγωνιζομένους»!Πάμε ν’ αγωνιστούμε κι εμείς σαν να έχουμε κληθεί, και όχι να καθόμαστε και να βλέπουμε από μακριά τους αγωνιστές της πίστης. Εκεί εμψυχώνει τους ομολογητές στα δικαστήρια, τους καταδικασμένους στις φυλακές και τα μεταλλεία, τους μελλοθάνατους στις έσχατες ώρες! Τριάντα χρόνια αργότερα, ενενήντα χρονών γέροντας, ξακουστός όμως σε όλο το χριστιανικό κόσμο και ευρύτερα Γέροντας, κατεβαίνει πάλι στην Αλεξάνδρεια, στο πλευρό του αγαπημένου του Πατριάρχη Αθανάσιου, του πρόμαχου της Ορθοδοξίας και του πιστού λαού. Εκεί υψώνει και το δικό του μεγαλειώδες άγιο ανάστημα για την καταδίκη του Αρειανισμού, τον οποίο και χαρακτηρίζει, «αίρεσιν εσχάτην και πρόδρομον του αντιχρίστου»!
Φθάνει να τον τιμά και αυτό το παλάτι πια. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, οι διάδοχοι του θρόνου γιοι του, Κώνστας και Κωνστάντιος, του γράφουν σαν σε σεβαστό πατέρα, και περιμένουν γραφή με τις συμβουλές του «έγραφον ως πατρί και ηύχοντο λαμβάνειν αντίγραφα παρ’ αυτού»έστω κι αν συνήθως δεν τις ακολουθούσαν. Το τελευταίο σημειώνεται, γιατί επιστολή του Μεγάλου Ασκητή στα ογδόντα πέντε του, δεν μπόρεσε να αποσοβήσει την εξορία του Αθανασίου στα Τρέβηρα της Γαλλίας, είχε την ίδια τύχη με τις εκκλήσεις και παρακλήσεις των πιστών της Αλεξάνδρειας. Γι’ αυτό, και πολύ σωστά έλεγε και επεσήμαινε στους μοναχούς που θαύμαζαν για την αλληλογραφία του με το παλάτι. «Μη θαυμάζετε που μου γράφει ο βασιλιάς, άνθρωπος είναι κι αυτός. Να θαυμάζετε πιο πολύ που μας έγραψε ο Θεός το νόμο του, και μας μίλησε με τον ίδιο τον Υιό του»!
Ο Μέγας Αντώνιος δεν ήξερε γράμματα, αλλά γνώριζε όλο το Ευαγγέλιο απ’ έξω. Μιλούσε μόνο Αιγυπτιακά. Δεν άφησε, λοιπόν, γραπτά. Υπαγόρεψε, όπως τις προαναφερθείσες βασιλικές επιστολές και κάποιες επιστολές, που μερικές τους σώζονται σε διάφορες μεταφράσεις, μαζί με κάποια αποφθέγματά του.
Β. Ο «Βίος»
Μαθητής του Μεγάλου Αντωνίου στην ασκητική ζωή, στενός φίλος του Οσίου μια ολόκληρη ζωή ο Μέγας Αθανάσιος, σαράντα πέντε χρόνια νεώτερος, ήταν το πιο κατάλληλο πρόσωπο να καταθέσει αυθεντική μαρτυρία γι αυτή τη μεγαλειώδη μορφή της Ερήμου. Έλαβε και το αίτημα των Δυτικών μοναχών, και έγραψε το πρώτο και πιο σπουδαίο από τα ασκητικά γραπτά του, το «Βίο του Οσίου πατρός ημών Αντωνίου». Έγραψε και τα: «Λόγος για την Παρθενία, ή την Άσκηση, ή τη Σωτηρία προς παρθένο», μικρό εγχειρίδιο για την αξία της μοναχικής ζωής, «Κανόνες», «Επιστολή προς Δρακόντιο», όπου ελέγχει το φίλο του Ηγούμενο, που αρνιόταν να δεχτεί την εκλογή του ως Επισκόπου, «Επιστολή προς Αμούν», που έλαβε αργότερα και θέση Κανόνα, γιατί απαντάει άριστα σε ενδιαφέρον θέμα, «Δυο Επιστολές προς Ορσίσιο», Ηγούμενο, που παραιτήθηκε μετά την εκλογή του, και τέλος, «Βίος και Πολιτεία της Αγίας Συγκλητικής», όπου η Οσία προβάλλεται ως το αντίστοιχο με του Αντωνίου γυναικείο ασκητικό πρότυπο. Αυτό το έργο μαζί με το «Λόγο για την Παρθενία…», παρότι θεωρούνται από αμφισβητούμενα ως και ψευδεπίγραφα, εκδίδονται συνήθως μαζί με τα άλλα έργα του.
Όπως σημειώθηκε, ο «Βίος του Αγίου Αντωνίου», είναι το πιο σπουδαίο από τα Ασκητικά έργα του Μ. Αθανασίου για το περιεχόμενο και τη σημασία του. Παρουσιάζει και προβάλλει τον Όσιο ως το κορυφαίο και αξεπέραστο πρότυπο ασκητικής ζωής. Και είναι το έργο που ουσιαστικά έκανε ευρύτατα γνωστό το μεγάλο Ερημίτη, και, με δεδομένο το αβυσσαλέο κύρος του συγγραφέα, αυτό που καθιέρωσε τον Πατέρα και Καθηγητή της Ερήμου, αληθινό ρέκτη της ασκητικής προοπτικής και ζωής στα όρια της Εκκλησίας! Από τούτα η αξία του έργου είναι τεράστια και σε έκταση και σε βάθος!
Είναι αυτό που έδειξε ότι ο Ασκητισμός, και ευρύτερα ο Μοναχισμός εξέφραζε τη στροφή που χρειαζόταν ο χριστιανικός κόσμος εκείνη την ώρα, τη μετακίνηση του κέντρου βάρους, από το «Βάπτισμα του αίματος των Μαρτύρων», στο «Μαρτύριο της συνειδήσεως των Ασκητών». Πράγμα που λειτούργησε ως αφυπνιστικό κεντρί στη ρουτίνα και την καλοπέραση, γιατί ξεκαθάρισε ότι το εσχατολογικό απόλυτο, δηλαδή, η προοπτική του ουρανού, δεν έπαψε, ούτε θα πάψει να είναι ο πάγιος και σταθερός στόχος, ο πολικός αστέρας της ζωής του κάθε χριστιανού, από το δικό του δρόμο, από αυτόν που τον έταξε ο Θεός. Πιο απλά, γιατί ήρθε και είπε ότι τίποτε, καμιά αλλαγή στον κόσμο και καμιά ανατροπή δεν μπορεί να βάλει στο πλάι το όραμα της Βασιλείας του Θεού. Δείχνοντας ως σταθερό στόχο την αντίπερα όχθη, από τη «νέα θεία τρέλα» της άσκησης, το μανικό έρωτα του Θεού της Αγάπης σε όλο το βάθος του στο πρόσωπο του Αντωνίου, την πρόβαλε ως αντίβαρο στη διολίσθηση της ζωής του χριστιανού στο βάλτο της βολικής καθημερινότητας, ως άμεση και ζωντανή αίσθηση ή έστω υπόμνηση του χρέους εκζήτησης της ουράνιας αναφοράς της.
Και είναι αυτό που άσκησε τεράστια επίδραση στη διάδοση και ανάπτυξη του μοναχικού βίου παντού. Ο «Βίος του Αγίου Αντωνίου» έδειξε στους πιστούς ποιο είναι το μοναστικό πρότυπο. Και η μετάφρασή του στα Λατινικά απορροφήθηκε στη Δύση στο γράμμα και το πνεύμα, με τη δημιουργία των Μοναχικών Ταγμάτων του Καθολικισμού, με όσα, όχι μόνο θετικά, συνεπάγεται αυτό σε εκπληκτική πνευματική και ευρύτερη πολιτιστική, μα και πολιτική εξέλιξη και ανάπτυξη στα πλαίσια της Δυτικής Χριστιανοσύνης. «Το ίδιο κείμενο απορροφήθηκε ακόμα πιο πολύ στο Βυζάντιο, και όμως δεν οδήγησε τους καλογήρους της Ανατολής όπου οδηγήθηκε-κινημένος από άλλα αίτια που διαμορφώθηκαν στην Ευρώπη-ο δυτικός μοναχισμός»-Π. Κανελλόπουλος.
Ο Μέγας Αθανάσιος κατά τις εξορίες στα Τρέβηρα και τη Ρώμη έγινε δεκτός με βαθύτατο σεβασμό και τιμή, τόσο από τους εκκλησιαστικούς ηγέτες, όσο και από τον πιστό λαό. Και είδαμε τις προσπάθειες του Ρώμης Ιουλίου για τη δικαίωσή του. Η συνοδεία των μοναχών που τον ακολουθούσε, όπως ήταν φυσικό προκάλεσε το ενδιαφέρον ιδιαίτερα των μοναχών της Δύσης, δεδομένου μάλιστα ότι τότε -335 και 340- η φήμη του μεγάλου Ερημίτη της Θηβαΐδας τους είχε προφτάσει. Είχαν ακούσει για τη ζωή του τόσα θαυμαστά. Τον παρακαλούν, λοιπόν, να τους γράψει, «περί της πολιτείας του μακαρίου Αντωνίου», κι εκείνος ανταποκρίνεται. Και επαινεί την επιθυμία τους, εκλαμβάνοντάς την ως πρόκληση σε ευγενή άμιλλα ανάμεσα σ’ αυτούς και τους μοναχούς της Αιγύπτου. Άμιλλα που μπορεί να αναπτυχθεί, με σημειωμένο ήδη ένα πολύ υψηλό ως και αξεπέραστο ρεκόρ, το ασκητικό πρότυπο του Αγίου Αντωνίου. «Ίνα και προς τον εκείνου ζήλον εαυτούς αγάγετε… Έστι γαρ μοναχοίς ικανός χαρακτήρ προς άσκησιν ο Αντωνίου βίος».
Το έργο αρχίζει από τα «παιδικά χρόνια» και την «απέκδυση από τα γήινα» (1-2), προχωρεί στην «πρώτη ασκητική έξοδο και σπουδή» (3-4), και φτάνει στους «πειρασμούς της ηλικίας» (5-6), την υπερνίκησή τους και την «ασκητική ένταση» (7). Τώρα ο Αντώνιος είναι έτοιμος, και αντιμετωπίζει νικηφόρα «νέες δαιμονικές επιδρομές» (8-10), οπότε κρίνοντας ότι μπορεί να προχωρήσει σε πιο αυστηρή ασκητική ζωή προχωρεί βαθύτερα «στην Έρημο στο μέσα βουνό» (11-13). Η εκεί άσκησή του προκαλεί «Μοναστική ανθοφορία» (13-14), και «Διδαχές προς μοναχούς» (16-43), από έμπειρο πια Πνευματικό Πατέρα -Γέροντα σε τρέχουσα γλώσσα -χαρά για την ανάπτυξη της «πολιτείας του Θεού» (44), και στοχασμούς για το αν ή πόσο αξίζει να τα δίνει κανείς «όλα για την ψυχή» (45). Ο ασκητής όμως δεν παύει ούτε λεπτό να είναι άνθρωπος της Εκκλησίας, μάλιστα, επιφορτισμένος με ειδικό χρέος άμεσης παρουσίας και συμπαράστασης σε δοκιμασίες των πιστών, όπως «ο διωγμός του Μαξιμίνου» (46).
Στο μεταξύ η φήμη της αγιότητας του Οσίου κάνει φτερά, και προκαλεί μεγάλη συρροή πλήθους μοναχών για διδαχή, και πιστών επιπλέον για «θαυμαστές θεραπείες» (47-48). Αυτά θα του βάλουν τη σκέψη, πως ενδεχομένως έτσι θα απομακρυνθεί από την απόφαση για απόλυτη μόνωση και προσευχή, και θα κινδυνέψει πνευματικά, και αποφασίζει να προχωρήσει στα «ενδότερα της Ερήμου» (49), όπου παρότι θα έχει γεράσει πια, «κανέναν δεν επιβαρύνει» (50). Ο διάβολος, βέβαια, δεν παύει να τον πολεμά, να του εξαπολύει εδώ «νέες δαιμονικές επιθέσεις» (51-54), που όμως τώρα με τη μεγάλη ασκητική εμπειρία του τις υπερνικάει πιο εύκολα.
Φυσικά κι από αυτά τα «Ενδότερα της Ερήμου» η φήμη της αγιοσύνης του δεν παύει να διαχέεται, και να προκαλεί τη συρροή νέου πλήθους πιστών, που ζητούν «θαυμαστά και θαύματα» (56-66), για διάφορες αρρώστιες, ενώ απολαμβάνουν με έκτακτο θαυμασμό την «αγιότητα αυτής της ψυχής να λάμπει και στο πρόσωπό του» (67). Και τότε είναι που αυτή η μεγαλειώδης μέσα και έξω μορφή κατεβαίνει στην Αλεξάνδρεια και ορθώνεται ως «ακαταμάχητος πολέμιος των αιρετικών Αρειανών» (68-71). Επιπλέον τη δύναμη της ψυχής, και του ασκητικού ή ευρύτερα χριστιανικού πνεύματος αυτού του αγράμματου άνδρα δεν μπορούν να καταβάλουν οι Έλληνες-ειδωλολάτρες-φιλόσοφοι που τον επισκέπτονται. Έτσι οι «διάλογοι με τους φιλοσόφους» (72-80), στέκονται αφορμή να καταγραφεί του πνεύματός του η υπεροχή, «η υπεροχή του λόγου του Σταυρού, που τους σοφούς καταισχύνει».
Τέλος, ο Μ. Αθανάσιος θα επισημάνει ότι η αγιότητα του Αντωνίου δεν άφησε αδιάφορο και αυτό το Παλάτι, που τον ήθελε ως «αυτοκρατορικό σύμβουλο»,(81). Δεν ξέρω όμως αν είναι και χωρίς λόγο ή χωρίς νόημα το «εφιαλτικό όραμα» του Αγίου, που παραθέτει αμέσως μετά. Ο «Βίος» κλείνει με άλλα «θαύματα και διδαχές προς μοναχούς»,(83-88) ως τελευταίες υποθήκες, εκτενή αναφορά στο «μακάριο τέλος», το μυστικό της ταφής του, και συστάσεις για ειδική και ευρύτερη αξιοποίηση αυτού του γραπτού.
Γ. Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ «ΒΙΟΥ»
Άμιλλα Ασκητική
«Θα ήθελα να επισημάνω από την αρχή, αδελφοί μοναχοί της Δύσης, ότι οργανώνετε ευγενικό αγώνα αποφασίζοντας να φτάσετε, γιατί όχι και να ξεπεράσετε σε ασκητική αρετή τους μοναχούς της Αιγύπτου. Έχετε, βέβαια, Μοναστήρια κι εσείς, ανθεί και εκεί ο μοναχικός βίος. Είναι όμως άξια επαίνου η επιθυμία σας να γνωρίσετε την ασκητική ζωή και άλλων, η πρόθεση και προοπτική σας να ωφεληθείτε πνευματικά από αυτήν. Ελπίζω ότι ο Θεός θα εισακούσει τις προσευχές σας και θα την οδηγήσει στην ολοκλήρωση.
Με παρακαλέσατε να σας γράψω για την ασκητική ζωή και πολιτεία του μακαρίου Αντωνίου, από τι και πώς οδηγήθηκε στην ασκητική οδό, ποιος και τι ήταν πριν, και ποιο το μακάριο τέλος του. Κι ακόμα, αν είναι αληθινά τα όσα θαυμαστά ακούγονται για τη ζωή του. Κατανοώ το ενδιαφέρον σας, και εκλαμβάνοντάς το ως διάθεση να τον μιμηθείτε, ανταποκρίνομαι ολοπρόθυμα στην παράκλησή σας. Θα πρόσθετα, μάλιστα, ότι το κάνω με πολλή χαρά, και για έναν προσωπικό λόγο, αισθάνομαι ότι με ωφελεί ιδιαίτερα ακόμα και αυτή η απλή αναφορά στο όνομα του Αντωνίου! Είμαι βέβαιος ότι κι εσείς από τη στιγμή που θα μάθετε, ποια ήταν η υπέροχη ζωή του, δε θα περιοριστείτε σε έναν απλό θαυμασμό, σε κάτι σαν μυστική εσωτερική γοητεία που αυτή προκαλεί, αλλά θα θελήσετε να μιμηθείτε την αγία πρόθεση και το συνακόλουθο ζήλο εκείνου. Γιατί η ζωή του μακαρίου Αντωνίου αποτελεί πια ασκητικό πρότυπο, άξιο να το ακολουθήσουν και άλλοι.
Έτσι, σας λέω από την αρχή να μην έχετε την παραμικρή αμφιβολία, ότι είναι αληθινά τα όσα έχετε ακούσει ως τώρα για τη ζωή του. Και, μάλλον να τα θεωρείτε πιο λίγα από ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει. Όχι για άλλο λόγο, παρά γιατί αυτά μόνο μπόρεσαν να μάθουν εκείνοι που σας τα διηγήθηκαν. Άλλωστε κι εγώ που παρακινήθηκα από την επιστολή σας, και σπεύδω να σας γράψω όσα γνωρίζω, δε θα μπορέσω να τα περιλάβω όλα, ή να το πω πιο καθαρά, και τα δικά μου θα είναι λίγα. Γι αυτό και θα συστήσω να μην πάψετε να ζητάτε πληροφορίες για τη ζωή του από όποιους καταπλέουν από την Αίγυπτο εκεί. Έτσι, καθώς θα καταθέτει καθένας ό,τι γνωρίζει, ίσως κατορθωθεί να συνταχθεί κάποτε μια εξιστόρηση αντάξια της όντως σπουδαίας ζωής του.
Όταν, λοιπόν, έλαβα την επιστολή σας, σκέφτηκα να καλέσω κάποιους μοναχούς που ήξερα ότι τον επισκέπτονταν συχνά και είχαν μια πιο στενή επαφή και σχέση μαζί του, μήπως και μάθω κάτι παραπάνω, και το περιλάβω στην έκθεση που σχεδίασα να σας στείλω. Επειδή όμως πλησίαζε το τέλος της εποχής, που μπορούν να αρμενίσουν τα πλοία και ο γραμματοκομιστής μου είχε λόγους να βιάζεται να φύγει, αποφάσισα να περιλάβω σ’ αυτήν όσα γνώριζα ο ίδιος. Τον είχα συναντήσει, βλέπετε, πολλές φορές, και πιο παλιά είχα διατελέσει κάτι σαν υποταχτικός του «επιχέων ύδωρ κατά χείρας αυτού» όχι λίγο χρόνο. Τα όσα, λοιπόν, μπόρεσα να μάθω και να διδαχτώ από αυτόν φρόντισα να τα περιλάβω σ’ αυτή την έκθεση που στέλνω στην ευλάβειά σας. Είναι και ελεγμένα και γραμμένα κατά τρόπο, που ούτε αν ακούσει κανείς κάτι παραπάνω να δυσπιστήσει σ’ αυτά, ούτε αν μάθει κάτι παρακάτω να περιφρονήσει τον άνδρα».
Τα παιδικά χρόνια.
Ο Αντώνιος καταγόταν από αρχοντική αιγυπτιακή οικογένεια, οι γονείς του είχαν μεγάλη κτηματική περιουσία. Ήταν όμως και ευσεβείς χριστιανοί, και τον ανάθρεψαν κατά τις διδαχές του Ευαγγελίου. Από παιδί έμαθε να τους σέβεται, να τους υπακούει, και να μην ξεμακραίνει από το σπιτικό τους. Όταν μεγάλωσε, και ψήλωσε, και έγινε παλικάρι, δε θέλησε να μάθει γράμματα, ίσως γιατί δεν του άρεσαν και πολύ οι σχέσεις με τα άλλα παιδιά και οι συνήθειές τους, ή πιο καλά, όπως λέει η Παλαιά Διαθήκη για τον Ιακώβ, «γιατί προτιμούσε να είναι άνθρωπος ήσυχος, αθόρυβος, αποτραβηγμένος στο σπίτι».
Πήγαινε όμως με τους γονείς του κάθε Κυριακή στην Εκκλησία, και δε βαριόταν, όπως συμβαίνει συχνά με τα παιδιά αυτής της ηλικίας, ή με τους νέους που αντιμετωπίζουν συνήθως με περιφρόνηση αυτό το καθήκον. Δεν πήγαινε στην Εκκλησία από συνήθεια, ούτε από τυπική υπακοή σ’ αυτούς, αλλά γιατί πίστευε αληθινά, πράγμα που φαίνεται καθαρά από το γεγονός ότι και πρόσεχε και εφάρμοζε στη ζωή του τα διδάγματα και τις εντολές του Κυρίου. Και, τόσο ως παιδί, όσο και ως νέος, παρότι ήξερε πόσο εύποροι ήταν οι γονείς του, δεν πρόβαλλε απαιτήσεις για ποικίλα φαγητά και πλουσιοπάροχα δείπνα, ούτε επιζητούσε τις από αυτά ευχαριστήσεις. Του αρκούσαν αυτά που εύρισκε, και δεν ζητούσε τίποτα παραπάνω.
Η απέκδυση από τα γήινα.
Οι γονείς του πέθαναν νωρίς, κι αυτός έμεινε μόνος κι ορφανός μαζί με την πολύ μικρή αδερφή του. Θα ήταν τότε δεκαοκτώ μέχρι είκοσι χρονών, κι έπιασε αμέσως να φροντίζει το σπιτικό τους και την μικρή αδερφή του. Κοντά έξι μήνες μετά, μια Κυριακή που πήγε στην Εκκλησία, όπως ήταν μαθημένος, ένιωσε να απασχολεί επίμονα τη σκέψη του το ερώτημα, πώς οι Απόστολοι εγκατέλειψαν τα πάντα και ακολούθησαν το Σωτήρα Χριστό, και πώς οι πρώτοι χριστιανοί, όπως αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων, πουλούσαν όλα τους τα υπάρχοντα και παρέδιδαν τα χρήματα που εισέπρατταν στους Μαθητές, να τα μοιράσουν στους φτωχούς, ποια και πόση ανταμοιβή τούς περιμένει στους ουρανούς.
Παραδομένος σ’ αυτές τις σκέψεις, ούτε που κατάλαβε πότε μπήκε στην Εκκλησία. Πρόσεξε όμως ότι εκείνη την Κυριακή αναγνώστηκε η περικοπή του Ευαγγελίου, όπου ο Κύριος απευθύνεται στον πλούσιο νέο και του λέει: «Αν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε πούλησε όλα σου τα υπάρχοντα, μοίρασέ τα στους φτωχούς, κι έλα να με ακολουθήσεις και θα έχεις άλλους, ανώτερους θησαυρούς στους ουρανούς». Αυτό ήταν! Ο Αντώνιος που φλεγόταν από το θεϊκό πόθο να ακολουθήσει το παράδειγμα των Αγίων, ακριβώς εκείνη την Κυριακή ένιωσε ότι η περικοπή αυτή είχε αναγνωστεί αποκλειστικά για τον ίδιο. Ένιωσε πως μέσω αυτής ο Χριστός του απηύθυνε προσωπική κλήση να τον ακολουθήσει!
Δεν έχασε ούτε λεπτό! Με το τέλος της Λειτουργίας είχε λάβει τη μεγάλη απόφαση. Γύρισε στο σπίτι του, χάρισε όλα τα κτήματα που του κληροδότησαν οι γονείς του, γύρω στα τριακόσια πολύ εύφορα χωράφια, στους συγχωριανούς του, για να μη βαραίνει πια τίποτε γήινο αυτόν και την αδερφή του. Πούλησε και όλη την άλλη κινητή περιουσία του και εισέπραξε πολλά χρήματα, που κι αυτά τα μοίρασε στους φτωχούς, εκτός από λίγα, αναγκαία και απαραίτητα για τη ζωή της, που παρέδωσε στην αδερφή του.
Η ασκητική έξοδος.
Μια άλλη Κυριακή που πήγε πάλι στην Εκκλησία, άκουσε τώρα την περικοπή του Ευαγγελίου, όπου ο Κύριος διδάσκει, «να μην αγωνιούμε για την αύριο». Και τότε ήταν που ένιωσε πως δεν μπορεί να περιμένει άλλο. Σαν τέλειωσε πάλι η Λειτουργία, μοίρασε στους φτωχούς και κάποια λίγα χρήματα που είχε κρατήσει, παρέδωσε την αδερφή του σε γυναικείο Μοναστήρι, όπου γνώριμες και πιστές μοναχές ανέλαβαν να την αναθρέψουν χριστιανικά, και ο ίδιος άρχισε να ασκητεύει, αρχικά κοντά στο σπίτι του ζώντας με αυτοσυγκέντρωση πνευματική, υπομονή και καρτερία. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ακόμα στην Αίγυπτο Μοναστήρια οργανωμένα κοινοβιακά, και ούτε είχαν ανοιχτεί οι μοναχοί στις μακρινές ερήμους. Καθένας που ήθελε να αυτοσυγκεντρωθεί, ασκήτευε μόνος του, συνήθως όχι πολύ μακριά από το χωριό του.
Την ίδια εκείνη εποχή έμαθε ότι σε γειτονικό χωριό κάποιος γέροντας πια ασκήτευε από τα νεανικά του χρόνια, και κίνησε να πάει να τον βρει. Όταν τον αντίκρισε, άναψε ακόμα πιο πολύ μέσα του ο ιερός ζήλος. Ήρθε τότε κι αυτός και έμεινε εκεί στα κοντινά μέρη. Από κει, όταν μάθαινε πως ζούσε κάπου αλλού ένας σπουδαίος ασκητής, έτρεχε σαν τη σοφή μέλισσα να τον αναζητήσει και να τον βρει. Και δε γύριζε στη δική του σκήτη, χωρίς ν’ αποκομίσει κάποιο πνευματικό όφελος, χρήσιμο στο δικό του αγώνα και δρόμο προς την αρετή. Έτσι περνούσε τα πρώτα χρόνια της άσκησης, και στάθμιζε προσεκτικά όλα τα δεδομένα, ιδιαίτερα πώς να αποκοπεί οριστικά από υποχρεώσεις οικογενειακές και συγγενικούς δεσμούς, και να δοθεί με όλο του το ζήλο και τη συνακόλουθη ένταση στον ασκητικό Γολγοθά του.
Άρχισε να εργάζεται χειρωνακτικά, γιατί άκουσε που ο Απ. Παύλος λέει: «Όποιος δε θέλει να εργάζεται, αυτός ας μην τρώει κιόλας». Ένα μέρος από τα χρήματα που κέρδιζε από την εργασία του το διέθετε «για τον άρτον του τον επιούσιον», και τα υπόλοιπα τα μοίραζε στους φτωχούς. Επίσης προσευχόταν συνεχώς, γιατί είχε μάθει ότι οφείλουμε όχι μόνο να μην παραλείπουμε την προσωπική προσευχή, αλλά να προσευχόμαστε αδιάλειπτα. Άκουγε με πολλή προσοχή και ευλάβεια την ανάγνωση της Γραφής, και δεν άφηνε τίποτε να του ξεφύγει. Τα συγκρατούσε όλα στη μνήμη του, που την είχε για βιβλίο.
Η ασκητική σπουδή.
Ασκώντας έτσι τον εαυτό του γινόταν αγαπητός από όλους. Συνέχισε όμως να επισκέπτεται σπουδαίους ασκητές, να ακούει με ταπείνωση και ειλικρίνεια τις συμβουλές τους, να παραδειγματίζεται από το ζήλο και τον τρόπο της δικής τους άσκησης, και να ακολουθεί ό,τι καλύτερο έβλεπε σ’ εκείνους. Πρόσεχε τον πρόσχαρο χαρακτήρα του ενός, την κλίση στις εκτενείς προσευχές του άλλου, κατανοούσε την αξία της απουσίας οργής και τη φιλάνθρωπο διάθεση ενός τρίτου. Παρατηρούσε εκείνον που αγρυπνεί στην προσευχή, και τον άλλο που αγαπάει τα γράμματα και τη γνώση. Άλλον θαύμαζε για την άσκηση στην υπομονή, άλλον για την αντοχή στη νηστεία και τη σκληραγωγία. Μελετούσε προσεκτικά την πραότητα του ενός και την μακροθυμία του άλλου. Τέλος σημείωνε ότι όλοι οι μοναχοί διακρίνονται για την ευσέβειά τους στο Χριστό και την αγάπη που έχουν μεταξύ τους.
Έτσι γύριζε στη δική του σκήτη γεμάτος γνώσεις και εμπειρίες, τις ταξινομούσε μέσα του και φρόντιζε να τις εφαρμόζει στη ζωή του. Ποτέ δεν έδειχνε στους συνομηλίκους του μοναχούς πως είναι ανώτερος απ’ αυτούς στην αρετή, παρά μόνο πως αγωνίζεται να τους φτάσει. Κι αυτό για να μην κάνει να λυπάται ή να αισθάνεται άσχημα κανένας τους και να νιώθουν όλοι τη χαρά του κοινού αγώνα. Έτσι και όλοι του οι συγχωριανοί, και όλοι οι εραστές, όπως κι αυτός του δρόμου της ασκητικής αρετής με τους οποίους συναναστρεφόταν και έβλεπαν πώς ζούσε, τον έδειχναν με θαυμασμό και έλεγαν: «Να περνάει αυτός ο φίλος του Θεού»! Και, άλλοι τον χαιρετούσαν σαν δικό τους παιδί, ενώ άλλοι σαν αδερφό τους και φίλο.
Οι πειρασμοί.
Όμως ο μισόκαλος και φθονερός διάβολος, δεν μπορούσε να το ανεχτεί αυτό. Ένας τόσο νέος άνθρωπος και να δείχνει τέτοιο ζήλο για την άσκηση και την αρετή, πώς μπορούσε ν’ αφήσει να του ξεφύγει! Επιστρατεύει, λοιπόν, τα πιο πονηρά τεχνάσματα και τα βάζει σε εφαρμογή για την περίπτωσή του. Έτσι, για να τον παραπείσει και να τον κάνει να παρατήσει την ασκητική ζωή, πιάνει και τον ταράζει ψιθυρίζοντάς του αρχικά πονηρούς λογισμούς για τα κτήματα που χάρισε, για την αδερφή του που άφησε χωρίς κηδεμονία, για τους συγγενείς που εγκατέλειψε, για τα χρήματα, την ανθρώπινη δόξα, την αφθονία των αγαθών και τις απ’ αυτήν ανέσεις και απολαύσεις που καταφρονούσε. Ύστερα πιάνει να του παρουσιάζει βουνό τις δυσκολίες του δρόμου της αρετής και πολύμοχθη την κατάκτησή της, και να του στροβιλίζει στο μυαλό, πως η ανθρώπινη φύση είναι αδύνατη και δεν αντέχει αυτό το δρόμο, γιατί κοντά στα άλλα τραβάει και σε μάκρος χρόνου.
Με τούτα και με κείνα στόχευε να σηκωθεί μέσα του σύννεφο σκόνης λογισμών, να σπάσει έτσι το σκοινί που τον έδενε με το άθλημα της άσκησης και να τα παρατήσει. Δεν άργησε όμως να καταλάβει ο εχθρός, ότι κανένας από αυτούς τους λογισμούς δεν έδειχνε να του κλονίζει τον άγιο ζήλο. Και προς στιγμήν ένιωσε ανίσχυρος και νικημένος από τη σταθερότητα του Αντωνίου, και πως η μεγάλη πίστη του ανατρέπει αυτά τα σχέδιά του, πως οι προσευχές του οι αδιάλειπτες τα συντρίβουν και τα κάνουν κομμάτια.
Όμως και δεν το έβαλε κάτω. Έπιασε κι έριξε με καύχηση και κομπασμό στη μάχη εναντίον του νέου ακόμα στην ηλικία ασκητή το πιο δυνατό του όπλο, αυτό που ερεθίζει τα όργανα που κρύβονται κάτω από την κοιλιακή χώρα του ανθρώπου. Πρόκειται για ένα όπλο, παγίδα φοβερή που στήνει ο διάβολος σε ασκητές που είναι νέοι. Έτσι τη νύχτα του προκαλούσε ταραχή, και τη μέρα τον ενοχλούσε τόσο, που όσοι τον έβλεπαν, καταλάβαιναν πόσο δυνατή πάλη είχε ανοιχτεί ανάμεσά τους. Αυτός του υπέβαλε ασταμάτητα στο νου αισχρούς λογισμούς, κι εκείνος με τις προσευχές τους κατανικούσε. Αυτός τον ερέθιζε και τον αναστάτωνε τόσο που ένιωθε να κοκκινίζει από ντροπή, αλλά με την πίστη, την προσευχή και τη νηστεία τείχιζε και ασφάλιζε πολύ καλά το κορμί του.
Όμως ο πανάθλιος διάβολος επέμενε. Και τη νύχτα έπιασε να του παρουσιάζεται σαν γυναίκα, που έκανε πως μιμείται όλα εκείνα τα προκλητικά γυναικεία φερσίματα μόνο και μόνο για να τον ξεγελάσει. Αλλά ο Αντώνιος αναθυμόταν το Χριστό και την ευγενική ιδιότητα του χριστιανού που του είχε χαρίσει, αναλογιζόταν την ανεκτίμητη αξία της ψυχής, κι έσβηνε τα πυρωμένα κάρβουνα της διαβολικής απάτης. Άλλοτε πάλι ο διάβολος τον προκαλούσε με μυστικούς ψιθυρισμούς για τη γλύκα της ηδονής. Κι εκείνος έκανε πως τάχα οργίζεται και λυπάται που τα έχανε όλα αυτά, παράλληλα όμως κρατούσε στο νου του τη φωτιά της κόλασης που δε σβήνει, τα σκουλήκια που τρώνε ατελεύτητα και δεν πεθαίνουν, και οργανώνοντας έτσι τη δική του αντεπίθεση στον πειρασμό, τον ξεπερνούσε χωρίς την παραμικρή πνευματική απώλεια.
Όλα αυτά τα επέτρεπε ο Θεός, για να εξευτελίζεται ο εχθρός της σωτηρίας του ανθρώπου. Γιατί εκείνος που πίστεψε πως μπορούσε να γίνει ίσος με το Θεό, εμπαιζόταν τώρα από έναν νεανίσκο. Αυτός που καυχιέται πως όλους μας εξουσιάζει, τώρα κατανικιόταν από έναν άνθρωπο με σάρκα και αίμα. Και τούτο, γιατί τον ενδυνάμωνε ο Κύριος, που για χάρη μας έγινε και άνθρωπος, όπως εμείς με σάρκα, με σώμα με το οποίο έδωσε την πιο μεγάλη μάχη με το διάβολο, τον κατατρόπωσε και μας χάρισε την πιο αποφασιστική νίκη. Έτσι ο κάθε άνθρωπος μπορεί πια να τον καταγωνίζεται, να τον νικάει με τη χάρη του, και να ομολογεί με τον Απόστολό του: «Δεν είμαι εγώ ο νικητής, αλλά η χάρη του Θεού, που ήταν μαζί μου».
Επειδή όμως ο κακός σαν άλλος δράκοντας διάβολος δεν μπόρεσε ούτε με αυτόν τον τρόπο να τον νικήσει, και το έβλεπε πια ότι είχε εξουθενωθεί και είχε απορριφθεί από την καρδιά του, έτριζε τα δόντια του, όπως λέει η Γραφή, και του ερχόταν να τρελαθεί από το κακό του. Άλλωστε η τρέλα είναι κάτι που τον διακρίνει! Αυτή, λοιπόν, τον παρακίνησε τώρα να παρουσιαστεί στη φαντασία του Αντωνίου σαν μικρό αραπάκι, που πέφτει στα πόδια του και τον παρακαλεί, και συνάμα τον κολακεύει. Δεν έκανε τούτη τη φορά επίθεση με λογισμούς, παρόπλιζε για λίγο αυτή του την πονηρία και χτυπούσε με άλλο τρόπο. Μιλούσε με ανθρώπινη λαλιά, και ακουγόταν να λέει: «Απάτησα πολλούς, και νίκησα πιο πολλούς ακόμα. Όμως με σένα τώρα δα, μα και με όχι άλλους λίγους της ασκητικής οδού, που πήγα να χτυπήσω, έχασα το παιχνίδι»!
Σαν άκουσε ο Αντώνιος τα λόγια αυτά, ρώτησε να μάθει. «Ποιος είσαι συ, που στέκεις εδώ πλάι μου, κι ακούω να λες τέτοια λόγια;» Κι εκείνος αντί για απάντηση έβγαλε απαίσιες κραυγές και φώναξε και είπε: «Ο σύντροφος της πορνείας είμαι εγώ, που στήνω αυτή την παγίδα. Εγώ είμαι που προκαλώ αυτή την αναστάτωση και τον ξεσηκωμό στους νέους. Το όνομά μου είναι, «πνεύμα σαγηνευτικό». Πόσους και πόσους που ήθελαν να ζήσουν με εγκράτεια, δεν έχω εξαπατήσει. Και πόσους που είχαν βγει στην οδό της εγκράτειας και της άσκησης, δεν έκανα με προκλητικούς ερεθισμούς να αμαρτήσουν! Εγώ είμαι κείνος που έγινα η αφορμή και η αιτία να κατηγορεί ο προφήτης τους Ισραηλίτες, που έπεσαν σε αμαρτία πορνική και να λέει: ‘Το πνεύμα της πορνείας σας παραπλάνησε’. Από εμένα υποσκελίστηκαν κι αυτοί. Κατά πως φαίνεται όμως, μ’ εσένα άλλαξαν όλα. Όσες φορές σ’ ενόχλησα, τόσες και νικήθηκα από εσένα»!
Ο Αντώνιος ευχαρίστησε τότε πρώτα το Θεό, και μετά στράφηκε στο πονηρό πνεύμα και είπε με ειλικρίνεια και παρρησία: «Όντως η καταφρόνηση είναι το μόνο που σου αξίζει! Μπορεί ο νους σου να είναι μαύρος και σκοτεινός, όμως μηδαμινή κι ασήμαντη, όσο ενός παιδιού είναι η δύναμή σου. Δεν αξίζει, λοιπόν, να ασχολούμαι με σένα, όπως με βεβαιώνει γι’ αυτό ο Ψαλμός που λέει: ‘Ο Κύριος μου είναι βοηθός, και κανέναν δε φοβάμαι»!
Σαν άκουσε αυτά εκείνος ο σκοτεινός και μαύρος, σηκώθηκε παρευθύς, κι έφυγε, και χάθηκε και κατάπιε απ’ το φόβο του τις κραυγές του. Τέτοιος ήταν ο φόβος του, που δεν τόλμησε να ξαναπλησιάσει τον άνδρα.
Η Ασκητική ένταση.
Αυτό το ξεπέρασμα της δαιμονικής πρόκλησης που είχε επίκεντρο το κορμί του Αντωνίου, ήταν ο πρώτος άθλος του απέναντι στο διάβολο, ή πιο σωστά το πρώτο κατόρθωμα του Κυρίου από το πρόσωπό του. Γιατί όπως γράφεται στην προς Ρωμαίους Επιστολή, «ο Χριστός λαμβάνοντας σάρκα, όχι βέβαια αμαρτωλή σαν τη δική μας, καταδίκασε με αυτό τον τρόπο την αμαρτία, εκεί ακριβώς που εκδηλώνεται. Έτσι, η απαίτηση του Μωσαϊκού Νόμου εκπληρώνεται στη ζωή μας, αφού εμείς δεν ακολουθούμε την πορεία αμαρτωλού ανθρώπου, αλλά εκείνην του Αγίου Πνεύματος». Φυσικά ο Αντώνιος δεν επαναπαύτηκε μετά από αυτή τη νίκη πάνω στο διάβολο, ούτε παραμέλησε την άσκησή του. Και από τη μεριά του ο διάβολος δεν έπαψε να του στήνει παγίδες, επειδή είχε νικηθεί. Τον γυρόφερνε συνεχώς σαν αγριεμένο λιοντάρι, να δει από πού θα τον αρπάξει.
Αυτός όμως γνωρίζοντας που λέει η Γραφή ότι είναι πολλές οι μεθοδεύσεις του διαβόλου, επιδιδόταν σε πιο έντονο ασκητικό αγώνα. Σκέφτηκε ότι, αν ο διάβολος δεν μπόρεσε να τον εξαπατήσει, και να τον παρασύρει σε κάποια ηδονική πτώση, καθώς είναι φιλάμαρτο δαιμονικό, θα του έστηνε κάποια άλλη παγίδα. Ασκούσε, λοιπόν, όλο και πιο πολύ το σώμα του υποτάσσοντάς το στους όρους της ασκητικής ζωής, για να μην κινδυνέψει, κι ενώ σ’ αυτή την περίπτωση είχε αναδειχτεί νικητής, μη και βρεθεί σε άλλη παρασυρμένος. Έτσι αποφάσισε και επέβαλε στον εαυτό του άσκηση ακόμα πιο αυστηρή, τέτοια που προκαλούσε σε πολλούς θαυμασμό ως και έκπληξη. Εκείνος όμως ένιωθε τίποτα να μην τον πειράζει, καθώς η άσκηση γινόταν συνεχώς γι’ αυτόν οικείος τρόπος ζωής και χώρος. Αναδεχόταν όλους τους κόπους της με σταθερή ψυχική προθυμία τόσα και τόσα χρόνια πια, που αυτός ο τρόπος ζωής είχε παγιωθεί μέσα του πολύ καλά, ως φυσική και ωφέλιμη τάξη πραγμάτων για τον ίδιο.
Και, το παραμικρό καλό που έβλεπε σε άλλους ασκητές, τον παρακινούσε σε ακόμα πιο μεγάλο ζήλο. Έτσι έπιασε να αγρυπνεί ακόμα πιο πολύ στην προσευχή, να μένει συχνά άυπνος όλη τη νύχτα. Έτρωγε μια φορά την ημέρα μετά τη δύση του ήλιου, άλλοτε μια φορά κάθε δυο μέρες, και όχι σπάνια μια φορά κάθε τέσσερις ημέρες. Το καθημερινό του φαγητό ήταν ψωμί κι αλάτι, και το νερό πιοτό του. Για κρέας και κρασί, περιττό να γίνει λόγος, αυτά τα είχαν κόψει και άλλοι ονομαστοί ασκητές. Κρεβάτι δε χρησιμοποιούσε ποτέ, συνήθως κοιμόταν πάνω σε μια ψάθα απλωμένη στο χώμα. Φυσικά σταμάτησε να αλείφει το σώμα του με λάδι, οι νέοι ασκητές έλεγε δεν πρέπει να μαθαίνουν στη χαλάρωση, αλλά να ασκούν το σώμα τους στην σκληραγωγία, έχοντας πάντα κατά νου το λόγο του Απ. Παύλου που λέει: «Όταν φαίνεται πως έχω χάσει κάθε δύναμη, τότε είμαι πραγματικά δυνατός». Γιατί όπως έλεγε πάλι ο ίδιος, όταν ενισχύονται οι δυνάμεις της ψυχής, εξασθενούν οι ηδονικές επιθυμίες του σώματος.
Ο Αντώνιος είχε επίσης και την εξής αξιοθαύμαστη τακτική. Δε μετρούσε ούτε την άσκηση, ούτε την αρετή από τα χρόνια, παρά από την προαίρεση και το ζήλο. Ξεχνούσε τα χρόνια που έχει στην άσκηση, θεωρούσε πάντα πως εχτές είχε ξεκινήσει, και έτσι αγωνιζόταν καθημερινά για την πνευματική του προκοπή με ανανεωμένο το ζήλο. Είχε πάλι πάντα κατά νου τον άλλο λόγο του Απ. Παύλου. «Ξεχνώ αυτά που είναι πίσω μου, και κάνω ό,τι μπορώ για να φτάσω αυτό που είναι μπροστά μου». Αναφερόταν στο λόγο του προφήτη Ηλία που λέει: «Ζει ο Κύριος, και σήμερα θα παρουσιαστώ μπροστά του». Στοχαζόταν πως λέγοντας ο προφήτης «σήμερα» άφηνε πίσω του το παρελθόν, ένιωθε ότι κάνει καθημερινά μια καινούργια αρχή να είναι, όπως το θέλει ο Θεός, υπάκουος συνεχώς και πάντα στο θέλημά του, και σε τίποτε άλλο, και έτσι να είναι καθαρός και έτοιμος να παρουσιαστεί μπροστά του. Έλεγε, λοιπόν, και επαναλάμβανε μέσα του ότι ο ασκητής οφείλει να καθρεφτίζει αδιάκοπα τη ζωή του στον τρόπο ζωής του προφήτη Ηλία, του μεγάλου αυτού προφήτη, και αυτό έπραττε.
Άκαρπες δαιμονικές επιδρομές.
Αφού ασφάλισε έτσι τον εαυτό του ο Αντώνιος, έφυγε και πήγε στα μνήματα που ήταν έξω από το χωριό του, έχοντας παραγγείλει σε κάποιο γνωστό να του φέρνει ψωμί για πολλές μέρες. Και όταν του το έφερε, το παρέλαβε, μπήκε σε έναν τάφο, και όπως τον παρακάλεσε, εκείνος του έκλεισε απέξω την πόρτα και έφυγε. Ο διάβολος όμως δεν το έβαλε κάτω, δεν μπορούσε να το αντέξει αυτό, φοβήθηκε ότι αν τον αφήσει έτσι, δε θα αργήσει η Έρημος με ασκητές να γεμίσει. Μια νύχτα, λοιπόν, του παρουσιάστηκε με ένα πλήθος δαιμονικά, και του κατάφεραν τέτοια χτυπήματα που έπεσε κάτω στο χώμα αναίσθητος και μισοπεθαμένος, κι από τους πόνους δεν μπορούσε να συνέλθει. Ο ίδιος μας τόνιζε αργότερα, ότι εκείνοι οι πόνοι ήταν πολύ πιο δυνατοί και πιο ανυπόφοροι από αυτούς που θα μπορούσαν να προξενήσουν και τα πιο δυνατά ανθρώπινα χτυπήματα.
Αλλά, η πρόνοια και η αγάπη του Θεού δεν εγκαταλείπει όσους στηρίζουν τις ελπίδες τους σ’ Εκείνον. Την άλλη μέρα ήρθε πάλι εκείνος ο γνωστός να του φέρει ψωμί. Μόλις που άνοιξε την πόρτα και τον είδε ξαπλωμένο στο χώμα αναίσθητο, και σχεδόν νεκρό, τον πήρε στα χέρια του, τον σήκωσε, και τον έφερε στην Εκκλησία του χωριού, όπου και τον απόθεσε κάτω. Και ήρθαν τότε οι συγγενείς του κι οι συγχωριανοί να του συμπαρασταθούν ή να τον αποχαιρετήσουν νομίζοντας πως είχε πεθάνει. Όμως γύρω στα μεσάνυχτα ο Αντώνιος συνήλθε, ανασηκώθηκε λίγο και όταν πρόσεξε πως όλοι τους κοιμούνται, αλλά ο γνωστός του αγρυπνεί, του έκανε νεύμα να πλησιάσει χωρίς να ξυπνήσει κανένα, και τον παρακάλεσε να τον σηκώσει, και να τον πάει πάλι στα μνήματα, όπως τον είχε φέρει.
Κι εκείνος τον σήκωσε, τον πήγε εκεί, και τον έβαλε πάλι στον ίδιο τάφο, και όπως του ζήτησε έκλεισε πάλι απέξω την πόρτα, τον άφησε μόνο και έφυγε. Τότε όμως κατάλαβε πως από τις πληγές που είχε σε όλο του το σώμα, όρθιος δεν μπορούσε να σταθεί, κι έμεινε ξαπλωμένος και προσευχόταν. Και όταν τέλειωσε την προσευχή, άρχισε να φωνάζει δυνατά και να λέει: «Ιδού, εγώ ο Αντώνιος εδώείμαι πάλι, και δεν αποφεύγω τις πληγές σας. Όσες κι αν μου προξενήσετε, και τις πιο πολλές ακόμα, ‘δεν πρόκειται να με χωρίσετε από την Αγάπη του Χριστού’». Κι ύστερα έψελνε το στίχο του Ψαλμού που λέει: «Κι αν στρατιά συναχτεί να με πολεμήσει, η καρδιά μου δε θα δειλιάσει»!
Αυτά έλεγε ο ασκητής, μα ο μισόκαλος εχθρός του ανθρώπου από την πλευρά του, μετά την αρχική έκπληξη που ο Αντώνιος τόλμησε, παρά τα όσα φοβερά έπαθε να ξανάρθει στον ίδιο τόπο, σύναξε δαιμονικά σκυλιά, ξέσπασε όλο του το θυμό και είπε: «Βλέπετε μωρέ αυτό που βλέπω κι εγώ; Ούτε με τους πορνικούς λογισμούς, ούτε με τις πληγές που του επιφέραμε μπορέσαμε να τον σταματήσουμε ετούτον. Και τώρα σηκώνει κεφάλι και μας προκαλεί. Εμπρός, λοιπόν, ας του επιτεθούμε με άλλο τρόπο». Και, βέβαια, γνωρίζουμε ότι ο διάβολος μπορεί και παίρνει εύκολα όποιες μορφές θέλει.
Έτσι άρχισαν όλα μαζί τα δαιμονικά να προκαλούν τέτοιο θόρυβο και κρότο, και τέτοια ταραχή, που σειόταν όλος εκείνος ο τόπος, και κλυδωνιζόταν τόσο πολύ, που έλεγες ότι τώρα θα γκρεμιστεί και θα σε πλακώσει. Λες και είχαν ανοιχτεί τρύπες στους τέσσερις τοίχους του ταφικού οικίσκου, και απ’ αυτές έδειχναν να ορμούν μέσα τα δαιμονικά μεταμορφωμένα σε φανταστικά ερπετά και θηρία. Και όλος ο τόπος γέμισε με μορφές που έμοιαζαν με λιοντάρια, αρκούδες, λεοπαρδάλεις, ταύρους, φίδια, ασπίδες, σκορπιούς και λύκους. Και καθένα τους έκανε τα δικά του. Το λιοντάρι έκανε πως βρυχάται και ορμάει κατά πάνω του. Ο ταύρος πως ορμάει κι αυτός με τα φοβερά κέρατά του. Το φίδι πως σέρνεται απειλητικά εναντίον του χωρίς να πλησιάζει κοντά του. Ο λύκος μια να του ορμά, και μια να αποτραβιέται. Και όλα μαζί τα θηρία να εκδηλώνουν τέτοιο θυμό, και τέτοια αγριότητα, και να προκαλούν τέτοιο θόρυβο, που κυριολεκτικά να σε κάνουν να τρέμεις και να παγώνεις.
Ο Αντώνιος ένιωθε σαν να του προξενούν δαγκωματιές τα θηρία και κακοποιήσεις σε όλο του το σώμα, και να πονάει αβάσταχτα. Έμενε μισοξαπλωμένος, νηφάλιος στην ψυχή και ατρόμητος όμως. Κι όταν οι πόνοι γίνονταν όλο και πιο ισχυροί, αυτός στο νου άγρυπνος, ήρεμος στο πνεύμα, και ατρόμητος στην ψυχή, μιλούσε στα δαιμονικά, τα ειρωνευόταν, κι έλεγε : «Αν είχατε απάνω μου πραγματική εξουσία, έφτανε να ’ρθει ένα από σας μονάχα. Αλλά, ο Κύριος σας αχρήστεψε, γιαυτό μαζευτήκατε τόσα και βαλθήκατε να με τρομάξετε με τον όγκο του πλήθους. Να ξέρετε όμως πως και μόνο που παίρνετε μορφές διαφόρων θηρίων, δείχνει πόσο αδύνατοι είστε». Και συνέχισε με το θάρρος του ανανεωμένο: «Αν το μπορείτε, κι αν έχετε εξουσιοδοτηθεί να μου κάνετε πόλεμο, εμπρός μην το καθυστερείτε, ριχτείτε κατά πάνω μου όλα μαζί. Αν πάλι δεν έχετε καμιά εξουσιοδότηση, αυτή την ταραχή εις μάτην δημιουργείτε. Εμείς έχουμε τείχος ασφάλειας και προστασίας απόρθητο την πίστη μας στον Κύριο, όπως μας έχει διαβεβαιώσει ο Ίδιος».
Μετά από αυτά, έκαναν κι άλλα εναντίον του, αλλά τίποτα, κανένα αποτέλεσμα δεν είχαν. Κι έτριζαν πάλι από το κακό τους τα δόντια, βλέποντας ότι παρ’ όσα έκαναν, εμπαίζονταν και εξευτελίζονταν, ενώ στον Αντώνιο, τίποτα δεν προξενούσαν.
Ο Κύριος είχε σπεύσει και είχε βοηθήσει τον Αντώνιο και στο πάλαισμα αυτό, και δεν τον είχε αφήσει μόνο. Έτσι, καθώς σήκωσε το βλέμμα ψηλά, είδε σαν κάτι να χαράζει σιγά-σιγά στη στέγη, και μια δέσμη ακτίνες φωτεινές να έρχεται κατά τη μεριά του. Ξαφνικά έγιναν άφαντα τα δαιμονικά, οι πόνοι σταμάτησαν αμέσως, ξανάγινε ησυχία, και ο ταφικός οικίσκος, ήταν στη θέση του, όπως πρώτα. Κι αυτός τότε κατάλαβε, πως είχε φτάσει η αποστολή του Κυρίου. Οι πόνοι τον είχαν αφήσει εντελώς, πήρε βαθιά ανάσα, στράφηκε παρευθύς κατά το σημείο της ουράνιας οπτασίας, κι έπιασε να προσεύχεται και να λέει: «Πού ήσουνα, Θεέ μου, τόσην ώρα; Γιατί δεν έφτασες απ’ την αρχή να σταματήσεις το βασανισμό μου»;Και άκουσε πάλι τη γνώριμή του μέσα φωνή ν’ αποκρίνεται και να του λέει: «Αντώνιε, εδώ ήμουνα! Περίμενα όμως να ιδώ πώς θα αγωνιστείς. Και το είδα. Τα άντεξες όλα με υπομονή και καρτερία, και δε νικήθηκες! Από δω κι εμπρός θα είμαι πλάι σου για πάντα, βοηθός σου και υπερασπιστής, και θα σε κάνω ξακουστό σε ολόκληρο τον κόσμο».
Κι εκείνος άκουγε με μεγάλη προσοχή. Ύστερα εγέρθηκε και παραδόθηκε στην προσευχή με τις ώρες. Και ένιωσε πως ο Θεός του έστειλε δύναμη, καθώς μέσα του κάτι τον βεβαίωνε, ότι τώρα είναι πιο δυνατός από πρώτα, αληθινός κυρίαρχος και στο σώμα. Και ήταν τότε χρονών τριάντα και πέντε !
Στην Έρημο στο βουνό μέσα.
Με την αύριο σαν βγήκε από το μνήμα, ένιωθε πως είχαν ξεκαθαριστεί όλα μέσα του, η απόφαση να ακολουθήσει το δρόμο της άσκησης ήταν πια σταθερή, οριστική, και αμετάκλητη. Κίνησε, λοιπόν, και πήγε σ’ εκείνον τον παλιό Γέροντα, και τον παρακάλεσε να μείνει στην Έρημο κοντά του. Αυτός όμως δεν το δέχτηκε, και γιατί ήταν μεγάλος στην ηλικία, και γιατί αυτό δε συνηθιζόταν τότε. Και ο Αντώνιος χωρίς να χάσει καιρό αναχώρησε για την Έρημο μόνος.
Ο εχθρός όμως βλέποντας το ζήλο του, δοκίμασε ακόμα μια φορά να τον ξεστρατίσει. Του παρουσίασε σαν αληθινό μπρος στα μάτια της φαντασίας του ένα μεγάλο ασημένιο δίσκο. Στάθηκε κείνος μα δεν άργησε να καταλάβει, πως ήταν τέχνασμα του μισόκαλου διαβόλου. Έκανε, λοιπόν, πως παρατηρεί το δίσκο ασκώντας συνάμα έλεγχο στο διάβολο με τούτα τα λόγια: «Από πού κι ως πού ξεφύτρωσε ένας δίσκος ασημένιος μέσα σ’ αυτή την ερημιά; Ο δρόμος δεν είναι πολυσύχναστος και δεν υπάρχει ίχνος διαβάτη. Αν πάλι δεχτεί κανείς, πως έπεσε από κάποιους, δεν μπορεί, θα το καταλάβαιναν, είναι δα τόσο μεγάλος. Ή, εκείνος που τον έχασε θα ξαναγύριζε να ψάξει, και θα μπορούσε πολύ εύκολα να τον βρει σ’ αυτόν τον έρημο τόπο. Άρα, αυτό που θωρούν τα μάτια μου, δεν είναι παρά ακόμα μια διαβολική παγίδα. Ούτε μ’ αυτό σου το τέχνασμα, διάβολε, μπορείς να ανακόψεις την πορεία μου. Χάσου, λοιπόν, από τα μάτια μου κι εσύ, κι ο ασημένιος δίσκος μαζί σου»!
Και πριν ν’ αποσώσει το λόγος ο Αντώνιος, εξαφανιστήκαν κι οι δυο, σαν τον καπνό από της φωτιάς τη φλόγα.
Συνεχίζοντας την πορεία του προς την Έρημο, βλέπει τώρα όχι ένα φανταστικό, αλλά ένα αληθινό κομμάτι χρυσάφι πεταμένο στο δρόμο. Ο ίδιος δεν είπε ποτέ, ούτε κι εμείς μάθαμε, αν έριξε το χρυσάφι ο εχθρός ή κάποια άλλη ανώτερη δύναμη, που ήθελε να τον δοκιμάσει, και ν’ αποδείξει στο διάβολο ότι ο Αντώνιος δεν ενδιαφέρεται πια για το χρήμα. Μας είπε όμως και μας βεβαίωσε πως ήταν αληθινό χρυσάφι. Και πως στάθηκε πάλι κι έμεινε έκπληκτος για την ποιότητα και την αξία του, και πως το πήδηξε σαν να ήταν φωτιά, το προσπέρασε και ούτε που γύρισε να κοιτάξει πίσω. Το αντίθετο μάλιστα, πως έφυγε τρέχοντας πολύ, ώστε να χαθεί από τα μάτια του εκείνος ο τόπος, όσο πιο γρήγορα γινόταν, και να τον λησμονήσει. Και συνέχισε την πορεία του ενισχυμένος ακόμα πιο πολύ με θείο ζήλο, ώσπου έφτασε στην Έρημο, που ήταν κοντά σε κάποιο βουνό.
Εκεί, λίγο πιο πέρα από το ποτάμι βρήκε μια άδεια καλύβα εγκαταλελειμμένη πολλά χρόνια, και από τούτο διάφορα ερπετά γεμάτη. Όταν εγκαταστάθηκε εκεί και την έκανε της άσκησής του σκήτη, πήραν δρόμο τα ερπετά κι έφυγαν, λες και τα κυνήγησε κάποιος. Εκείνος προμηθεύτηκε ψωμί για ένα εξάμηνο-το συνηθίζουν αυτό στην Αίγυπτο οι κάτοικοι της Θηβαΐδας, καμιά φορά το διατηρούν και ένα χρόνο χωρίς να χαλάσει-ενώ είχε νερό από το ποτάμι. Έφραξε την είσοδο της καλύβας, αποσύρθηκε κι έμενε στο βάθος της μόνος. Δεν έβγαινε να πάει πουθενά, ούτε και έβλεπε κανέναν από όσους τον επισκέπτονταν. Εκεί ασκήτεψε έγκλειστος πολλά χρόνια. Δεχόταν μόνο δυο φορές το χρόνο την προμήθεια του ψωμιού, το οποίο όμως παραλάβαινε από το άνοιγμα που υπήρχε στην οροφή της καλύβας.
Όσους γνωστούς έρχονταν να τον επισκεφτούν, δεν άφηνε να μπουν στην καλύβα. Έμεναν έξω και περίμεναν, πολλές φορές ολόκληρες μέρες και νύχτες. Κι άκουγαν μέσα θορύβους και βουητά σαν από πλήθος ανθρώπων, χτυπήματα, απαίσιες κραυγές και φωνές όπως: «Σήκω και φύγε από τα μέρη μας! Τι θέλεις και τι σχέση έχεις εσύ με την Έρημο! Δε θα αντέξεις τις επιβουλές μας»! Κι οι επισκέπτες στην αρχή νόμιζαν, πως κάποιοι είχαν βάλει σκάλα, είχαν μπει στην καλύβα καιφώναζαν για να τον διώξουν. Κάποιοι όμως έσκυψαν, έβαλαν το μάτι τους σε μια χαραμάδα της πόρτας, αλλά δεν είδαν κανέναν. Και τότε είναι που κατάλαβαν πως τα δαιμονικά έκαναν τη φασαρία, και μάλιστα φοβήθηκαν και ζήτησαν τη βοήθειά του.
Τον Αντώνιο απασχολούσε πιο πολύ η ανησυχία των έξω, παρά η φασαρία των μέσα. Γι αυτό πλησίαζε στην πόρτα και τους παρακαλούσε να φύγουν για να μη φοβούνται. «Οι δαίμονες, έλεγε, δημιουργούν φαντασιώσεις και φόβους σε όσους δειλιάζουν. Εσείς ασφαλιστείτε κάνοντας το σημείο του Σταυρού, πάρτε θάρρος, και πηγαίνετε στην ευχή του Θεού, κι αφήστε αυτούς να φωνάζουν, και να νομίζουν ότι κάτι κάνουν». Τα πλήθη τότε έφευγαν εμψυχωμένα από το σημείο του Σταυρού, κι εκείνος αποσυρόταν στην καλύβα, και δεν πάθαινε τίποτα, και ούτε κουραζόταν να τους πολεμάει. Η ουράνια οπτασία του είχε δώσει δύναμη, και η ασκητική εμπειρία του τη βεβαιότητα πως μπορεί να αντέχει τις ταλαιπωρίες που του προκαλούσαν. Και έτσι συνέχιζε να αγωνίζεται με πιο μεγάλο ζήλο.
¨Όμως οι επισκέπτες καθώς αποχωρούσαν έριχναν κάθε τόσο και μια ματιά προς τα πίσω. Ανησυχούσαν πολύ και κάποιοι φοβούνταν, πως θα γυρίσουν και θα τον βρουν πεθαμένο. Ησύχαζαν όμως και γέμιζαν θαυμασμό, καθώς τον άκουγαν από το βάθος της καλύβας να ψάλλει το στίχο του Ψαλμού: «Αναστήτω ο Θεός, και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού, και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν. Όπως διαλύεται ο καπνός ας διαλυθούν, και όπως λιώνει το κερί στης φωτιάς τη φλόγα, έτσι ας λιώσουν οι αμαρτωλοί μπροστά στην παρουσία του Θεού». Και τον άλλο. «Με περικύκλωσαν όλα τα έθνη, αλλά στο Όνομα του Κυρίου τους κατατρόπωσα».
Η Μοναστική ανθοφορία.
Είκοσι χρόνια ασκήτεψε έτσι. Δε βγήκε να επισκεφτεί κανέναν, και ο ίδιος δεχόταν έκτακτα και πολύ λίγες επισκέψεις. Κατόπιν, επειδή πολλοί ήθελαν να μιμηθούν τον ασκητικό ζήλο του, κάποιοι γνωστοί του δεν κρατήθηκαν, άνοιξαν με τη βία την πόρτα και τον έβγαλαν έξω. Και πρόβαλε ο Αντώνιος μυσταγωγημένος και θεοφόρητος, λες και έβγαινε από τα άδυτα κάποιου θείου τόπου. Τότε ήταν που βγήκε πρώτη φορά από την ασκητική του καλύβα, και παρουσιάστηκε στους επισκέπτες του, που απόμειναν να τον θαυμάζουν. Γιατί είδαν πως ούτε είχε παχύνει από την ακινησία, ούτε είχε αδυνατίσει από τη νηστεία και την πάλη με τους δαίμονες. Ήταν όπως τον ήξεραν πριν ανοιχτεί στον ασκητικό του δρόμο. Πιο πολύ όμως θαύμαζαν που ο ψυχικός κόσμος του ήταν καθαρός, που δεν είχε καταληφθεί από ανία, και ούτε είχε διαχυθεί σε κάποιες άλλες, τυχόν παράξενες ευχαριστήσεις. Δε γελούσε, βέβαια, μα ούτε ήταν σκυθρωπός, ήταν σοβαρός και μετρημένος σε όλα.
Από την πλευρά του δε φάνηκε να συγκινήθηκε, όταν είδε τόσο πλήθος, ούτε να ευχαριστήθηκε που ήθελαν να τον ασπαστούν όλοι. Έδειξε πολύ απλά αυτό που ήταν, ένας άνθρωπος λογικός, φυσικός, ισορροπημένος. Θεράπευσε στο Όνομα του Κυρίου σωματικές αρρώστιες πολλών επισκεπτών και ψυχικές από δαιμονικά άλλων. Ο λόγος του είχε ευλογηθεί με τέτοια χάρη από τον Κύριο, που οι λυπημένοι να νιώθουν παρηγοριά, οι μαλωμένοι να φιλιώνουν, και να μη βάζουν τίποτε από την Αγάπη του Χριστού πιο πάνω. Τους μίλησε και τους σύστησε να έχουν το νου τους στα μελλούμενα αγαθά και την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο. «Του Θεού που δε λυπήθηκε να παραδώσει στο θάνατο το Μονογενή του Υιό για τη σωτηρία όλων μας».
Η μορφή του και αυτός ο λόγος του παρακίνησε πολλούς να ακολουθήσουν το μοναχικό βίο. Και τότε είναι που ιδρύθηκαν πολλά Μοναστήρια «Λαύρες» στο βουνό, και η Έρημος γίνηκε κατοικημένη πολιτεία γεμάτη πλήθος Μοναχών, που έρχονταν εκεί θεληματικά να ζήσουν με την πιο μεγάλη δυνατή πιστότητα αυτόν τον όντως ουράνιο βίο.
Κάποτε θέλησε να περάσει τη διώρυγα του Αρσενοϊτη, που είναι γεμάτη κροκοδείλους για να επισκεφτεί κάποιους αδελφούς. Προσευχήθηκε, έπεσε στο νερό μαζί με όσους ήταν κοντά του και πέρασαν το ποτάμι αβλαβείς και σώοι όλοι. Όταν πάλι γύρισε στην ασκητική του καλύβα, συνέχισε την ίδια σεμνή και αυστηρή άσκηση, που ακολουθούσε από τα νεανικά χρόνια. Και με συνεχείς ομιλίες ενδυνάμωνε το ζήλο όσων είχαν γίνει μοναχοί, ενώ παρακινούσε πολλούς που έφταναν ως εκεί και ένιωθαν αληθινό ερωτικό πόθο για την ασκητική ζωή, να αποτολμήσουν να ανοιχτούν στην Έρημο. Και είχε τέτοια γλυκύτητα αυτός ο λόγος του, που έκανε όχι λίγους να σπεύσουν να ανοιχτούν στον ασκητικό αγώνα. Τότε ήταν που ιδρύθηκαν πολλά Μοναστήρια και που οι μοναχοί τους τον προσδέχτηκαν ως Ηγούμενο και πνευματικό πατέρα τους.
Διδαχές προς μοναχούς.
Κάποια μέρα που είχε βγει από την καλύβα του, τον πλησίασαν μοναχοί και παρακαλούσαν επίμονα να τους μιλήσει. Κι εκείνος άρχισε τότε να τους ομιλεί για πολλά θέματα σε γλώσσα Αιγυπτιακή και να λέει: «Η μελέτη της Γραφής είναι, βέβαια, αρκετή για τη σωτηρία. Παράλληλα όμως είναι καλό να στηρίζουμε ο ένας τον άλλο στην πίστη και να ανανεωνόμαστε διαρκώς με πνευματικές συζητήσεις. Εσείς σαν παιδιά να με ρωτάτε, να με εμπιστεύεστε σαν πατέρα, κι εγώ ως μεγαλύτερος θα σας απαντώ από τη γνώση και την πείρα που απέκτησα στον ασκητικό αγώνα. Σας λέω, λοιπόν, από την αρχή, ότι όλοι όσοι ανοιχτήκαμε στο δρόμο της άσκησης, οφείλουμε να έχουμε άγρυπνο το νου, μη και γυρίσουμε πίσω, μήπως οι δυσκολίες κλονίσουν το ζήλο μας και κάποια στιγμή πούμε, «φτάνει πια, αρκετά ως εδώ»! Αυτό δε θα συμβεί κι ο ζήλος μας θα δυναμώνει, αν μάθουμε να ζούμε την κάθε μας μέρα, σαν να είναι η πρώτη!
Σ’ αυτό θα μας βοηθήσει η σκέψη ότι, η παρούσα ζωή σε σύγκριση με τη μέλλουσα, είναι πάρα πολύ μικρή, ένα τίποτα μπροστά στην αιώνια. Κι ακόμα ότι, το κάθε τι στον κόσμο αγοράζεται με κάτι άλλο ίσης αξίας, το ίσο ανταλλάσσεται με το ίσο. Η επαγγελία όμως της αιώνιας ζωής αγοράζεται με πολύ μικρό τίμημα. Όπως το λέει η Γραφή. ‘ Όλη μας η ζωή είναι δεν είναι εβδομήντα με ογδόντα χρόνια, αν υπάρχει ακόμα ακμή. Και τα καλύτερα από αυτά είναι κόπος και πόνος’. Αν όμως μείνουμε σταθεροί στην ασκητική οδό ως τα ογδόντα ή και τα εκατό μας, δε θα συμβασιλέψουμε με το Χριστό μόνο εκατό χρόνια. Με τα εκατό που θα του χαρίσουμε, θα συμβασιλέψουμε στους αιώνες των αιώνων! Και ενώ ο αγώνας μας θα έχει συντελεστεί εδώ στη γη, η κληρονομιά μας δε θα είναι στη γη, αλλά στον ουρανό, κατά τη θεία επαγγελία. Επίσης, ενώ εδώ στη γη θα αφήσουμε ένα σώμα φθαρτό, στους ουρανούς θα μας χαριστεί άφθαρτο σώμα»!
«Δεν πρέπει, λοιπόν, παιδιά μου να χάνουμε το θάρρος μας, ούτε να νομίζουμε ότι μείναμε στην άσκηση αρκετό χρόνο ή ότι πετύχαμε τίποτα σπουδαίο. Γιατί, «αυτά που τώρα υποφέρουμε δεν ισοσταθμίζονται με τη δόξα που μας επιφυλάσσει ο Θεός στο μέλλον», λέει ο Απ. Παύλος. Ούτε πάλι βλέποντας τη ζωή του κόσμου αυτού να νομίζουμε ότι απαρνηθήκαμε κάτι σπουδαίο. Γιατί η γη ολόκληρη είναι ασήμαντη μπρος στον άπειρο ουράνιο κόσμο. Που σημαίνει, κι αν ακόμα γινόμασταν οι κυρίαρχοι όλης της γης, και φτάναμε στο τόλμημα να την απαρνηθούμε, ούτε κι αυτό θα ήταν ισάξιο, αν συγκρινόταν με την ουράνια βασιλεία. Όπως όποιος περιφρονεί μια χάλκινη δραχμή, για να κερδίσει εκατό χρυσές, έτσι κι αυτός που θα ήταν κυρίαρχος της γης, και θα την απαρνιόταν, μικρό κι ασήμαντο πράγμα θα περιφρονούσε για να κερδίσει εκατό φορές πιο μεγάλο. Κι αν ολόκληρη η γη δεν αξίζει τίποτα μπρος στον ουράνιο κόσμο του Θεού, καθένας καταλαβαίνει πόσο αξίζουν μερικά χωράφια, ένα σπίτι ή ακόμα και το άφθονο χρυσάφι, που τυχόν κάποιος απαρνηθεί, κι αν αξίζει τον κόπο να καυχιέται γι αυτό ή να λυπάται.
Άλλωστε, ας σκεφτόμαστε ότι, αν δεν τα απαρνηθούμε για χάρη της αρετής, θα τα αφήσουμε εδώ αργότερα που θα πεθάνουμε, και όπως γράφει το βιβλίο του Εκκλησιαστή, πράγμα όχι σπάνιο, ‘σε ανθρώπους που ίσως να μη θέλαμε να τα κληρονομήσουν’. Γιατί, λοιπόν, να μην τα απαρνηθούμε για χάρη της αρετής, και να κληρονομήσουμε τη Βασιλεία των Ουρανών; Κανένας μας δεν πρέπει να θέλει να αποκτά υλικά αγαθά. Ποιο το κέρδος να αποκτά κανείς πράγματα, που δεν μπορεί να τα πάρει μαζί του; Γιατί να μην καταβάλλουμε τη μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια, να αποκτούμε αυτά που μπορούμε να πάρουμε μαζί μας, όπως φρόνηση, δικαιοσύνη, εγκράτεια, ανδρεία, σύνεση, αγάπη, ελεημοσύνη, πίστη στο Χριστό, πραότητα, φιλοξενία! Αν αποκτήσουμε αυτές τις αρετές, θα τις συναντήσουμε στην άλλη ζωή, θα είναι εκεί πριν από μας να μας ετοιμάσουν φιλοξενία στη χώρα της αιώνιας ειρήνης!»
«Με τέτοιες σκέψεις ας πείθει καθένας μας τον εαυτό του να μη δείχνει αμέλεια, να σκέφτεται ιδιαίτερα ότι είναι ταπεινός δούλος του Κυρίου, και οφείλει να τον υπηρετεί. Γιατί, βέβαια, ένας δούλος δε θα τολμούσε να πει στον κύριό του, ‘εργάστηκα χτες, σήμερα δεν εργάζομαι’, ούτε θα πάψει να εργάζεται, επειδή μπορεί να υπολογίσει ότι εργάστηκε αρκετά χρόνια, αλλά καθημερινά όπως γράφει το Ευαγγέλιο, δείχνει την ίδια προθυμία να ικανοποιήσει τον κύριό του, και να μη θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του. Έτσι κι εμείς ως ταπεινοί δούλοι του Κυρίου, οφείλουμε να επιτελούμε με υπομονή την άσκησή μας, λαμβάνοντας υπόψη ότι και μια μέρα αν αμελήσουμε αυτό το χρέος μας, ο Κύριος δε θα μας συγχωρήσει γι αυτή μας την αμέλεια. Το ίδιο έχω ακούσει ότι λέει ο προφήτης Ιεζεκιήλ, και ας μη μας διαφεύγει ότι ο Ιούδας, μέσα σε μια νύχτα έχασε όσα κοπίασε όλα τα χρόνια!»
«Ας αφοσιωθούμε, λοιπόν, με ζήλο στην ασκητική ζωή, και ας μη δείχνουμε αδιαφορία, γιατί στον πνευματικό αγώνα έχουμε και τον Κύριο βοηθό, αφού καθώς λέει ο Απ. Παύλος, ‘όποιος αγαπάει το Θεό, ο Θεός κάνει να συντελούν τα πάντα για το καλό του’. Και, για να μην πέφτουμε σε ολιγωρία, είναι καλό να στοχαζόμαστε πάνω στον άλλο λόγο του Αποστόλου, ‘αντικρίζω, αδελφοί μου, το θάνατο κάθε μέρα’. Αν, δηλαδή, κι εμείς ζούμε έντονα καθημερινά την αίσθηση του θανάτου, δε θα αμαρτήσουμε. Αυτό το λόγο του Αποστόλου μπορούμε να τον ζούμε ως εξής στην πράξη. Κάθε πρωί που ξυπνάμε να πιστεύουμε ότι δε θα μας βρει το βράδυ. Και κάθε βράδυ που πέφτουμε να κοιμηθούμε, πως δε θα μας βρει το πρωί. Ο χρόνος της ζωής μας είναι άδηλος, και μετριέται καθημερινά με το μέτρο της δικής του αγάπης.
Άρα, αν μας διακατέχουν τέτοια αισθήματα, και ζούμε έτσι την κάθε μας ημέρα, ούτε θα αμαρτήσουμε, ούτε από κακές επιθυμίες θα κυριαρχηθούμε, ούτε θα οργιστούμε εναντίον κανενός, ούτε θα επιζητήσουμε θησαυρούς του παρόντος κόσμου, αλλά καθώς θα περιμένουμε καθημερινά το θάνατο, θα είμαστε ευτυχισμένοι στην ακτημοσύνη, και θα τα συγχωρούμε όλα σε όλους. Και ούτε η επιθυμία της γυναίκας ή όποιας άλλης ρυπαρής ηδονής, θα επιτρέψουμε να φωλιάσει μέσα μας, αλλά θα την αντιμετωπίσουμε σαν περαστική, και θα την αποστραφούμε, καθώς ζώντας κάθε μέρα του τέλους την αίσθηση, θα έχουμε συνεχώς μπρος στα μάτια μας και τη φοβερή μέρα της θείας κρίσης. Αυτός ο φόβος, ένας φόβος πραγματικός και πολύ μεγάλος, και η πάλη με τους πειρασμούς, μπορούν να διαλύσουν εμπλοκές με ηδονικές επιθυμίες, και να επαναφέρουν στη σωστή πορεία την ψυχή που τυχόν παρεκκλίνει».
«Αφού βγήκαμε και βαδίζουμε το δρόμο της αρετής, οφείλουμε να προχωρούμε πάντα μπροστά, να μη γυρίζουμε σαν τη γυναίκα του Λωτ να κοιτάξουμε πίσω. Ο Κύριος λέει: ‘Όποιος βάζει το χέρι στο αλέτρι, και κοιτάζει προς τα πίσω, δεν είναι κατάλληλος για τη Βασιλεία του Θεού’. Στην περίπτωση τη δική μας, πιο ειδικά, το να γυρίζει κανείς και να κοιτάζει προς τα πίσω, σημαίνει ότι αλλάζει γνώμη, και ότι η αγάπη αυτού του κόσμου κρατάειι μέσα του ακόμα. Και δεν πρέπει να σας τρομάζει ο λόγος για την αρετή, ούτε να σας εκπλήσσει σαν κάτι δύσκολο και μακριά από τις δικές σας δυνατότητες. Η αρετή δεν είναι ούτε μακριά, ούτε έξω από μας, είναι μέσα μας, και η κατάκτησή της είναι εύκολο έργο, αρκεί να της δώσουμε όλη τη θέλησή μας.
Οι ειδωλολάτρες, για να φέρω ένα παράδειγμα, πηγαίνουν σε ξένες χώρες, διασχίζουν και θάλασσες, αν χρειαστεί, για να μάθουν γράμματα. Εμείς δεν είναι ανάγκη να πάμε σε ξένες χώρες, για ν’ αποκτήσουμε τη Βασιλεία του Θεού, ούτε χρειάζεται να διασχίσουμε πέλαγα για χάρη της αρετής. Ο Κύριος από τότε το είπε: ‘Η Βασιλεία του Θεού είναι ανάμεσά σας’. Άρα, η αρετή είναι υπόθεση θέλησης, γιατί ο πόθος της μέσα μας είναι, και στο χέρι μας η απόφαση για την κατάκτησή της. Η αρετή κερδίζεται όταν η ψυχή βρίσκει τον πνευματικό, τον αληθινό δρόμο. Όταν μια ψυχή επιθυμεί αυτά, βρίσκεται στο φυσικό συντονισμό της, που είναι η ευθύτητα, η αγιοσύνη, η καλοσύνη!
Ο Ιησούς του Ναυή όταν έδινε τις τελευταίες οδηγίες του στο λαό, έλεγε: ‘Ευθυγραμμίστε τις καρδιές σας με το θέλημα του Κυρίου του Θεού του Ισραήλ’. Και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος δίδασκε: ‘Ισιώστε τα μονοπάτια σας’, γιατί αυτή είναι η φυσική κατάσταση της ψυχής, το να διατηρεί την αρχέγονη πνευματική της ευθύτητα και εγρήγορση, αυτή με την οποία την προίκισε ο Πλάστης και Δημιουργός της. Όταν χάνει αυτό της το συντονισμό και παρεκκλίνει, σημαίνει ότι διαστρέφεται η φύση της, και η διαστροφή αυτή λέγεται και είναι η κακία, η αμαρτία.
Τα πράγματα, λοιπόν, δεν είναι τόσο δύσκολα, τουλάχιστον όχι όσο φαντάζεται κανείς. Γιατί απλούστατα όταν παραμένουμε, όπως μας έπλασε και μας συντόνισε ο Θεός, είμαστε στο δρόμο στης αρετής. Όταν όμως σκεπτόμαστε πονηρά, παρεκκλίνουμε προς την κακία. Αυτά σημαίνουν ότι, αν ήμασταν υποχρεωμένοι να ψάχνουμε να βρούμε την αρετή έξω από μας και μακριά, το πράγμα θα ήταν δύσκολο όντως! Τώρα όμως που γνωρίζουμε ότι η αρετή είναι μέσα μας, ας φυλαχτούμε από ρυπαρούς λογισμούς, ας κρατήσουμε κοντά στο Θεό την ψυχή μας, σαν να τη λάβαμε ως ιερή παρακαταθήκη. Ώστε ο Κύριος να ιδεί ότι το θείο του δημιούργημα, η ψυχή μας έμεινε όπως ακριβώς την είχε πλάσει».
«Ας αγωνιζόμαστε να μη μας κυβερνά τυραννικά ο θυμός, να μη μας εξουσιάζουν οι επιθυμίες. Ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος γράφει: ‘Ο άνθρωπος που οργίζεται, δεν κάνει αυτό που είναι δίκαιο και σωστό για το Θεό’, και ότι «η επιθυμία συλλαμβάνει το κακό, και γεννάει την αμαρτία. Και όταν η αμαρτία ολοκληρωθεί, φέρνει το θάνατο». Ζώντας, λοιπόν, ασκητικά οφείλουμε να έχουμε σταθερή και ξεκαθαρισμένη κρίση, και καθώς λέει το βιβλίο των Παροιμιών, ‘να είμαστε άγρυπνοι για τις μύχιες σκέψεις της καρδιάς μας’. Έχουμε εχθρούς πανούργους και φοβερούς, τους δαίμονες τους πονηρούς και παλεύουμε μαζί τους. Ο Απόστολος Παύλος προειδοποιεί και λέει: ‘Δεν έχουμε να παλέψουμε με ανθρώπους, αλλά με αρχές και εξουσίες, δηλαδή, με τους κυρίαρχους του σκοτεινού τούτου κόσμου, τα πονηρά πνεύματα που βρίσκονται ανάμεσα γης και ουρανού’.
Κινούνται σε αναρίθμητο πλήθος εδώ γύρω μας, όχι μακριά μας, και είναι πολλές οι μορφές που παίρνουν. Τώρα για τη φύση και την πολυμορφία τους θα μπορούσε να γίνει πολύς λόγος. Αυτό όμως είναι έργο άλλων, που είναι ανώτεροι από μας, και όχι δικό μας. Εκείνο που αφορά εμάς και στο οποίο είναι κατεπείγουσα ανάγκη να ασκηθούμε, είναι να μάθουμε να διακρίνουμε τα πονηρά σχέδια που καταστρώνουν εναντίον μας».
«Και πρώτα οφείλουμε να έχουμε υπόψη τούτο το βασικό, ότι οι δαίμονες δε δημιουργήθηκαν από την αρχή, έτσι όπως είναι τώρα. Ο Θεός δε δημιούργησε τίποτα κακό. Αγαθοί δημιουργήθηκαν αρχικά κι αυτοί. Όμως από τη στιγμή που έχασαν το ουράνιο τους φρόνημα και ξέπεσαν, σέρνονται με φιδίσια πονηριά εδώ πάνω στη γη, και, τους μεν ειδωλολάτρες εξαπάτησαν παρασύροντάς τους σ’ αυτές τις φανταστικές θεοποιήσεις, κιεμάς τους χριστιανούς μας φθονούν και παλεύουν με κάθε τρόπο να μας εμποδίσουν να ανεβούμε στους ουρανούς από όπου αυτοί έχουν ξεπέσει.
Γι’ αυτό είναι ανάγκη να προσευχόμαστε πολύ, αλλά και να ασκούμαστε ώστε καθένας να μπορεί να ξεχωρίζει τα σχέδιά τους, αφού οπλιστεί από το Θεό με το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων. Να ξεχωρίζει ποια είναι πιο λίγο, και ποια πιο πολύ πονηρά, σε ποια περιοχή, να το πω έτσι, έχει εξειδικεύσει την πονηριά του καθένα, και πώς αυτό αποκρούεται και φεύγει. Γιατί είναι και πολλά τα πονηρά σχέδια, και πολλοί οι τρόποι με τους οποίους εξαπολύουν τις επιθέσεις τους. Και βέβαια ο μακάριος Απόστολος Παύλος και οι μαθητές του γνώριζαν τα σχέδιά τους όταν έλεγαν: ‘Γνωρίζουμε καλά τις επιδιώξεις του σατανά’. Εμείς όμως οφείλουμε να βοηθούμε ο ένας τον άλλο, εκθέτοντας την πείρα που αποκτούμε στο μεταξύ από την πάλη μαζί του. Αυτό θα κάνω τώρα κι εγώ που έχω κάποια πείρα από τη μακροχρόνια πάλη μου με τα πνεύματα της πονηρίας, θα την εκθέσω, παιδιά μου, στη δική σας αγάπη».
«Λοιπόν, όταν τα δαιμονικά βλέπουν τους χριστιανούς γενικά, και τους μοναχούς ιδιαίτερα, να αγωνίζονται πνευματικά και να προοδεύουν, αρχικά επιχειρούν να προκαλέσουν πειρασμούς στήνοντας παγίδες στο δρόμο της ζωής τους. Παγίδες τους είναι οι πονηροί λογισμοί. Δεν πρέπει όμως να φοβόμαστε αυτές τις ύπουλες επιθέσεις. Εδώ με τις προσευχές, τις νηστείες και την πίστη στον Κύριο, τα δαιμονικά νικιούνται αμέσως. Αλλά, βέβαια, και όταν νικηθούν δε σταματούν. Πλησιάζουν και πάλι δόλια και πονηρά. Γιατί όταν δεν μπορέσουν να πλανήσουν μια καρδιά με ευθεία επίθεση και ρυπαρή ηδονική πρόκληση, επανέρχονται στην επίθεση με άλλο τρόπο. Προκαλούν στο νου φαντασιώσεις, και προσπαθούν να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα τρόμου. Ή μετασχηματίζονται και μιμούνται αντίστοιχα φωνές και τρόπους γυναικών, θηρίων, ερπετών, άγνωστων όντων πελώριων σε μέγεθος σωματικό, και μεγάλων σε αριθμόστρατιωτικών τμημάτων.
Φυσικά, ούτε αυτές οι φαντασιώσεις πρέπει να μας τρομάζουν. Και γιατί η δύναμή τους είναι μηδαμινή, τιποτένια, και γιατί φεύγουν και χάνονται αμέσως, όταν καταλάβουν ότι ασφαλίζεται κανείς με σταθερή πίστη, και με το σημείο του Τιμίου Σταυρού. Έχουν όμως και θράσος και αναίδεια. Γιατί και τότε πάλι που θα νικηθούν, θα επιτεθούν ξανά με άλλο τρόπο. Θα προσποιηθούν ότι διαθέτουν μαντική δύναμη, και μπορούν να προβλέπουν τι θα γίνει ύστερα από πολλές μέρες, θα παρουσιαστούν πανύψηλοι και με απέραντο πλάτος, για να καταφέρουν όσους δεν μπόρεσαν με τους πονηρούς λογισμούς, να τους ξεγελάσουν με αυτές τις νέες φαντασιώσεις.. Αν μετά και από αυτή την επίθεση βρουν την ψυχή ασφαλισμένη στην πίστη και την ελπίδα, τότε πια καταφεύγουν στον αρχηγό τους το διάβολο, και ζητούν την παρέμβασή του».
Συνεχίζοντας ο Αντώνιος τους έλεγε: «Συχνά εμφανίζονται τα δαιμονικά, έτσι όπως παρουσιάζει ο Θεός το διάβολο από το βιβλίο του Ιώβ να λέει: ‘Διάπυρα σαν την αυγή είναι τα μάτια του. Πύρινες γλώσσες από το στόμα του ξεπηδούν, κι εκσφενδονίζονται δεμάτια σπίθες. Αχνός σκορπιέται από τα ρουθούνια του, σαν από χύτρα ή λέβητα που κοχλάζει. Η ανάσα του είναι τόσο καυτή, που κάρβουνα ανάβει. Από το στόμα του αναπηδούν συνεχώς φλόγες’. Έτσι εμφανίζεται ο άρχοντας των δαιμονικών πνευμάτων, και όπως είπα εκφοβίζει, καθώς κοντά σ’ αυτά κομπάζει ο πανούργος και καυχιέται, όπως αποκαλύπτει ο Θεός πάλι από το βιβλίο του Ιώβ, που γράφει: «Το σίδερο γι’ αυτόν είναι ελαφρύ σαν άχυρο, και ο χαλκός είναι σαν σάπιο ξύλο… Κάνει να κοχλάζει σαν καζάνι στο βυθό, τη θάλασσα να μοιάζει χύτρα, όπου αλοιφές ετοιμάζονται». Και από την Έξοδο του Μωυσή όπου διαβάζουμε. «Ο εχθρός σκεφτόταν κι έλεγε: Θα ριχτώ πίσω τους, και θα τους πιάσω». Και από τον προφήτη Ησαΐα, φέρεται να λέει: «Ολόκληρη την οικουμένη θα καταλάβω… θα τη βάλω στο χέρι μου σαν μια φωλιά πουλιών, όπως κάποιος μαζεύει αυγά παρατημένα».
Γενικά με τέτοιους κομπασμούς και καυχησιολογίες επιδιώκουν να εκφοβίσουν και να παρασύρουν τους ευσεβείς. Εμείς όμως οι πιστοί οφείλουμε να μη φοβόμαστε τα δαιμονικά, να μη δίνουμε την παραμικρή προσοχή στις κραυγές τους. Όλα αυτά είναι απάτες και ψέματα, αφού ο διάβολος δεν έχει την παραμικρή σχέση με την αλήθεια. Και μπορεί βέβαια αυτός να καυχιέται, να κομπάζει και να αποθρασύνεται, εμείς όμως οφείλουμε να μη λησμονούμε ότι ο Κύριος έπιασε το δράκοντα στο αγκίστρι, σαν σε κτήνος του φόρεσε το καπίστρι του, σαν δραπέτη έδεσε τα ρουθούνια του με κρίκο, και του πέρασε χαλκά στα χείλη. Πιάστηκε από τον Κύριο σαν αδύνατο σπουργιτάκι, και μπορούμε να τον περιπαίζουμε. Ο Χριστός νίκησε το διάβολο και τα δαιμονικά του, και έδωσε την εξουσία σ’ εμάς τους χριστιανούς να καταπατούμε αυτούς τους σκορπιούς και τα φίδια, να κυριαρχούμε πάνω στη δύναμη του εχθρού, και τίποτα να μην μπορεί να μας βλάψει. Και απόδειξη όλων αυτών είναι, ότι με τον τρόπο της ζωής μας αντιπαρατασσόμαστε στον εχθρό. Και τώρα αυτός που κόμπαζε πως μπορεί να εξαφανίσει τη θάλασσα, και διαλαλούσε ότι μπορεί να γίνει ο κυρίαρχος της οικουμένης, δεν έχει τη δύναμη να εμποδίσει, ούτε σας να ανοιχτείτε στην ασκητική ζωή, ούτε εμένα να τα βάζω μαζί του.
Ας μη δίνουμε, λοιπόν, την παραμικρή προσοχή σε όσα λέει, είναι ψέματα, ας μη μας τρομάζουν, και οι φαντασιώσεις του είναι απατηλές. Και δεν είναι φως αληθινό αυτό που τα πλαισιώνει, είναι μάλλον προεικόνιση και προάγγελος του πυρός της κολάσεως, που έχει ετοιμαστεί για να πέσουν μέσα με όσους πρόκειται να κατακαούν μαζί τους, αυτό με το οποίο προσπαθούν να εκφοβίσουν τους ανθρώπους. Άλλωστε προσέξτε πώς εμφανίζονται ξαφνικά κι εξαφανίζονται αμέσως πάλι, χωρίς να προξενήσουν κακό σε κανένα πιστό, δίνοντας απλώς μια εικόνα της φωτιάς στην οποία πρόκειται να πέσουν. Άρα σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να φοβόμαστε, γιατί τα πονηρά τους τεχνάσματα με τη χάρη του Χριστού μπορούν να αποδειχτούν τιποτένια».
«Είναι, βέβαια, παμπόνηρα, και έτοιμα να πάρουν όποια μορφή θελήσουν. Μπορούν και να κρύβονται, και να καμώνονται πως ψάλλουν μελωδικά, πως αναφέρουν λέξεις της Γραφής ή σχετικά χωρία. Και πολλές φορές μπορεί εμείς να διαβάζουμε κι αυτά να επαναλαμβάνουν σαν αντίλαλο τα αναγνώσματά μας. Κι άλλοτε την ώρα που κοιμόμαστε να μας ξυπνούν, τάχα για να κάνουμε την προσευχή μας. Και να το κάνουν αυτό συνεχώς, έτσι που να μη μας αφήνουν να κοιμηθούμε σχεδόν καθόλου. Άλλοτε πάλι παίρνουν σχήμα και μορφή μοναχών, προσποιούνται πως μιλούν ευλαβικά για να παραπλανήσουν, και να παρασύρουν εκεί που θέλουν αυτά όποιους έχουν βάλει στόχο.
Και πάλι δεν πρέπει να τους δίνουμε την παραμικρή προσοχή, είτε μας ξυπνούν για προσευχή, είτε μας συμβουλεύουν να νηστεύουμε, και να μην τρώμε καθόλου, είτε προσποιούνται πως μας κατηγορούν και μας περιγελούν για πράγματα που κάποτε συμφωνούσαν μαζί μας. Γιατί δεν τα κάνουν από ευλάβεια ή αληθινό ενδιαφέρον, αλλά για να οδηγήσουν σε απογοήτευση ακέραιους χαρακτήρες, να παρουσιάσουν την ασκητική ζωή ως ανώφελη, και να ζαλίσουν τους ανθρώπους πιπιλίζοντάς τους τον ισχυρισμό, ότι η μοναχική ζωή είναι δύσκολος και ακατόρθωτος δρόμος. Σε τελική ανάλυση για να εμποδίσουν όσους επιθυμούν να στρατευτούν ή έχουν στρατευτεί και ακολουθούν τον ασκητικό τρόπο και δρόμο ζωής, και έτσι να τους καταβάλουν».
«Ο απεσταλμένος του Θεού προφήτης Αβακούμ ελεεινολογεί τα δαιμονικά και λέει: ‘Αλίμονο σ’ εκείνον που ποτίζει το συνάνθρωπό του με το μεθυστικό κρασί της οργής του, για να απολαύσει μετά τον εξευτελισμό του’. Γιατί τέτοιοι σχεδιασμοί και τέτοιες πρακτικές απομακρύνουν τους ανθρώπους από το δρόμο της αρετής. Αλλά και ο Κύριος, παρότι τα δαιμονικά έλεγαν την αλήθεια-και βέβαια αλήθεια έλεγαν όταν κραύγαζαν, ‘Εσύ είσαι ο Υιός του Θεού’-τα επιτιμούσε, και δεν τα άφηνε να μιλούν, μήπως με της αλήθειας το σπόρο μαζί, ρίξουν και το σπόρο της κακίας, αλλά και να μας ασκήσει να μην τα προσέχουμε, ακόμα κι όταν λένε την αλήθεια.
Είναι ανάρμοστο τη στιγμή που έχουμε τις Γραφές και την ελευθερία που μας χάρισε ο Κύριος, να περιμένουμε να διδαχτούμε από το διάβολο, που αρνήθηκε την τάξη του Θεού και λογίστηκε τα δικά του. Γι’ αυτό και όταν ακόμα χρησιμοποιεί λόγια της Γραφής, ο Θεός τον εμποδίζει, όπως φαίνεται και από το στίχο του Ψαλμού που λέει: «Ο Θεός είπε στον αμαρτωλό. Τι ωφελεί να απαγγέλλεις τις εντολές μου και να έχεις τη Διαθήκη μου στο στόμα σου»; Πώς μπορούμε να δεχτούμε λόγο για το Θεό από αυτούς που χρησιμοποιούν όλους τους τρόπους, λόγια, θορύβους, υποκρισίες, ταραχές, χτύπους, ανόητα γέλια, σφυρίγματα για να παραπλανήσουν ακέραιους ανθρώπους, και που όταν κανείς δεν τους δώσει σημασία, κλαίνε και θρηνούν, γιατί χάνουν το παιχνίδι»;
«Και βέβαια ο Κύριος ως Θεός φίμωσε τα δαιμονικά. Κι εμείς οφείλουμε να ακολουθούμε το παράδειγμα των αγίων και να μιμούμαστε τη γενναιότητά τους, γιατί εκείνοι αντιμετωπίζοντάς τα έλεγαν κατά τον στίχο του Ψαλμού: ‘Με το που στήθηκε απέναντί μου ο αμαρτωλός είπα. Θα είμαι προσεκτικός πώς πορεύομαι, ώστε η γλώσσα μου να μη με κάνει να αμαρτάνω. Θα βάλω φίμωτρο στο στόμα μου, όσο θα είναι ο ασεβής μπροστά μου. Άφωνος έγινα, βουβός-ούτε καλό δεν έλεγα-και ο πόνος μου δυνάμωνε’. Και τον άλλο: ‘Αλλά εγώ κάνω τον κουφό, πως δεν ακούω, και τον μουγγό, που δεν μπορεί να μιλήσει. Και είμαι σαν ένας άνθρωπος που δεν ακούει τίποτα, κι απόκριση στο στόμα του δεν έχει’.
Λοιπόν, έτσι κι εμείς οφείλουμε ούτε να τα ακούμε, αφού είναι παντελώς άσχετα με τα δικά μας, ούτε φυσικά να τα υπακούμε, και αν ακόμα μας ξυπνούν για να μας πουν, πως είναι της προσευχής η ώρα ή να μας μιλήσουν για την αξία της νηστείας. Να δίνουμε πολύ μεγαλύτερη προσοχή στο πρόγραμμα άσκησής μας, και να εντείνουμε το ζήλο μας για να μην παραπλανιόμαστε από κείνα, που κάνουν τα πάντα με πονηρία. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να τα φοβόμαστε, ακόμα και όταν απειλούν πως θα μας θανατώσουν. Γιατί, να το ξέρουμε καλά, είναι αδύνατοι, και τίποτε δεν μπορούν παρά μόνο απειλές να εκστομίζουν».
«Μετά τα όσα σας είπα έτσι εισαγωγικά για το διάβολο, δε μου είναι κόπος να σας μιλήσω τώρα πιο αναλυτικά. Πιστεύω ότι στο θέμα αυτό οι συνεχείς και προσεκτικές επισημάνσεις ασφαλίζουν καλύτερα τον πνευματικό σας αγώνα. Λοιπόν, όταν ο Χριστός ήρθε στη γη, ο εχθρός νικήθηκε και οι δυνάμεις του εξασθένησαν. Γι’ αυτό ο διάβολος δεν μπορεί να κάνει τίποτα, μα σαν τύραννος που είναι, παράτην πτώση του, δεν ησυχάζει, απειλεί έστω και με λόγια. Αυτό οφείλει να το λάβει σοβαρά υπόψη του καθένας μας, για να μπορεί να αντιμετωπίζει από θέση ισχύος τη δαιμονική απειλή. Αν είχαν και τα δαιμονικά σώμα, όπως εμείς, θα μπορούσαν να πουν ότι μας βλέπουν οι άνθρωποι και κρύβονται, όμως θα τους βρούμε, και τότε θα τα πούμε. Κι εμείς θα μπορούσαμε να κρυφτούμε και να τα αποφύγουμε κλείνοντάς τους κατά πρόσωπο την πόρτα. Αφού όμως δεν έχουν σώμα, και είναι πονηρά πνεύματα, μπορούν να μπαίνουν παντού, ακόμα κι όταν είναι κλειστές οι πόρτες. Έτσι είναι παρόντα στη γύρω μας ατμόσφαιρα κι αυτά κι ο αρχηγός τους χωρίς να μπορούμε να τους δούμε.
Τώρα να λάβουμε επίσης υπόψη πως μας πλησιάζουν καλοπροαίρετα, μα είναι έτοιμα να κάνουν το κακό. Γι’ αυτό είπε ο Κύριος ότι ο πατέρας της κακίας είναι ο διάβολος, και είναι από τη φύση του ανθρωποκτόνος. Αλλά, η ζωή που ακολουθούμε εμείς αποτελεί την πιο ισχυρή αντιπαράθεσή τους. Είναι φανερό ότι δεν έχουν ποτέ, ούτε αυτός ούτε τα δαιμονικά πνεύματα καμιά επιρροή και δύναμη σ’ εμάς, παρότι ο τόπος είναι ανοιχτός και τίποτε δεν τους εμποδίζει να οργανώνουν τις επιθέσεις τους. Και δε μας θεωρούν φίλους, ώστε να μας λυπηθούν, ούτε φυσικά αγαπούν το καλό για να το εφαρμόσουν. Ακόμα καθώς είναι πονηροί, αυτό που πιο πολύ τους ενδιαφέρει είναι να κάνουν ζημιά στους εραστές της ευσέβειας και της αρετής. Κι επειδή δεν έχουν τη δύναμη να μας κάνουν τίποτα, εξαντλούνται στο να μας απειλούν. Αν πραγματικά είχαν δύναμη, δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι χωρίς αναβολή θα προξενούσαν τη ζημιά τους, δεδομένου ότι διακρίνονται ακριβώς γι’ αυτή τους την προθυμία, ιδιαίτερα εναντίον μας.
Εμείς όμως που συναχθήκαμε εδώ, και μιλούμε έτσι γι’ αυτούς, οργανώνουμε δύναμη άμυνας προκόβοντας πνευματικά. Αυτό τους κάνει να γνωρίζουν και να καταλαβαίνουν πόσο ανίσχυροι είναι. Γιατί, αν ένιωθαν δυνατοί, θα είχαν εξοντώσει όλους τους χριστιανούς, αφού όπως λέει η Σοφία Σειράχ, ‘μισεί ο αμαρτωλός τη θεοσέβεια’. Επειδή όμως οι απειλές τους δε φέρνουν κανένα αποτέλεσμα, και τίποτε δεν πετυχαίνουν, κυριολεκτικά λιώνουν από το κακό τους. Έπειτα, για να μην τους φοβόμαστε, ας προσέξουμε και τούτο. Αν όντως είχαν ισχύ, δε θα ορμούσαν σαν συρφετός, δε θα προκαλούσαν φαντασιώσεις, δε θα έπαιρναν διάφορες μορφές, ούτε θα χρησιμοποιούσαν τεχνάσματα. Θα έφτανε ένα δαιμονικό μοναχά να κάνει αυτό που θέλει, αφού όποιος έχει δύναμη στα χέρια του, δε σκοτώνει έτσι φανταστικά, ούτε περιορίζεται να εκφοβίζει με θορύβους, προβαίνει αμέσως στη χρήση της δύναμης και εξουσίας του, και πετυχαίνει το αποτέλεσμα που επιδιώκει.
Ακριβώς, λοιπόν, επειδή ο διάβολος και τα δαιμονικά δεν έχουν τη δύναμη να κάνουν ή να πετύχουν τίποτε, παίζουν ένα άθλιο θέατρο, αλλάζουν μορφές, και προσπαθούν, λες και είμαστε μικρά παιδιά να μας εκφοβίσουν με φανταστικούς θορύβους και φοβερές όψεις, πράγματα για τα οποία πρέπει να τους περιφρονούμε ακόμα πιο πολύ ως αδύνατους τελείως. Αντίθετα με αυτούς ο αληθινός άγγελος, που έστειλε ο Κύριος εναντίον των Ασσυρίων χωρίς όχλους και φαντάσματα και ταραχές και κρότους, εντελώς αθόρυβα έκανε χρήση της δύναμης και εξουσίας που του έδωσε ο Θεός, και έφερε εις πέρας την αποστολή του, θανάτωσε με τη μια εκατόν ογδόντα χιλιάδες. Ενώ τα δαιμονικά, ανίκανα να πετύχουν κάτι, τέτοια που είναι, προσπαθούν απλώς να τρομοκρατούν τους ανθρώπους με μερικές φοβερές φαντασιώσεις».
«Αν κάποιος φέρει στο νου του τα παθήματα του Ιώβ και ρωτήσει, γιατί ο διάβολος εδώ βγήκε και κίνησε εναντίον του τα πάντα, και τον απογύμνωσε από την περιουσία του, και σκότωσε τα παιδιά του, και έκανε να γεμίσει πληγές ο ίδιος; Πρέπει να ξέρει εκείνος που θα έκανε αυτή την ερώτηση, ότι η Γραφή το ξεκαθαρίζει, επισημαίνοντας, πως δεν ήταν ότι ο διάβολος είχε δύναμη, αλλά ότι ο Θεός του έκανε την παραχώρηση να τον δοκιμάσει. Ο ίδιος δεν είχε τη δύναμη να κάνει τίποτα, έκανε ό,τι έκανε, μόνο όταν ζήτησε και έλαβε από το Θεό την άδεια. Δεν παύει και στην περίπτωση αυτή να είναι αξιοκατάκριτος ο εχθρός, γιατί παρότι πολύ θα το ήθελε, δεν μπορούσε να νικήσει το δίκαιο Ιώβ. Αν το μπορούσε, δε θα ζητούσε άδεια από το Θεό. Αφού ζήτησε άδεια και μια φορά και δύο, σημαίνει ότι δεν έχει εξουσία ούτε την παραμικρή, ότι είναι αδύνατος και ανίσχυρος.
Και δεν είναι καθόλου παράξενο, αντίθετα είναι απόλυτα ξεκάθαρο πως δεν μπορούσε να νικήσει τον Ιώβ, από το ότι και αυτά τα ζώα του δε θα είχαν καταστραφεί, αν ο Θεός δεν το είχε επιτρέψει. Εδώ δεν έχει καμιά εξουσία ούτε σ’ αυτά τα γουρούνια. Όπως γράφει το Ευαγγέλιο, τα δαιμονικά παρακαλούσαν τον Κύριο και του έλεγαν: ‘Δώσε μας την άδεια να μπούμε στην αγέλη των χοίρων’. Αν, λοιπόν, δεν έχουν την εξουσία, ούτε στα γουρούνια να μπουν, πολύ περισσότερο δεν την έχουν ούτε στους ανθρώπους, που είναι πλασμένοι κατά την εικόνα του Θεού».
«Αυτά σημαίνουν ότι οφείλουμε να φοβόμαστε μόνο το Θεό, και αυτούς να τους περιφρονούμε,να μη τους φοβόμαστε καθόλου. Αντίθετα, όσο τους βλέπουμε να κάνουν αυτά τα κακά, τόσο πιο πολύ να εντείνουμε την άσκησή μας. Το μεγάλο όπλο εναντίον τους είναι η πίστη στο Θεό και η ορθή χριστιανική άσκηση και ζωή. Όντως φοβούνται τη νηστεία των ασκητών, την αγρυπνία στην προσευχή, την πραότητα, την ησυχία, την αφιλοχρηματία, την απουσία της κενοδοξίας, την ταπεινοφροσύνη, την αγάπη στους φτωχούς, τις ελεημοσύνες, τη μετριοπάθεια, και προπάντων την πίστη στο Χριστό. Γι’ αυτό και κάνουν το κάθε τι, ώστε να μην υπάρχουν πιστοί που θα τους καταπατήσουν. Γνωρίζουν τη δύναμη της χάρης που δωρίζει ο Σωτήρας Χριστός στους πιστούς, όταν λέει: «Σας έχω δώσει την εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια και σκορπιούς, και να κυριαρχείτε σε όλη τη δύναμη του εχθρού».
«Και όταν προσποιούνται, ότι έχουν την ικανότητα να προβλέπουν, να μην τους πιστεύει κανείς ούτε να τους δίνει σημασία. Γιατί συμβαίνει κατά καιρούς να μας πλησιάζουν και να μας λένε ακόμα και τα ονόματα των αδελφών που πρόκειται να συναντήσουμε σε μερικές ημέρες, και όντως αυτό να συμβαίνει. Το παιχνίδι κρύβει μεγάλη πονηριά. Τα δαιμονικά το κάνουν αυτό, όχι από ενδιαφέρον σ’ εκείνους που θα βιαστούν να τους ακούσουν, αλλά για να τους παραπείσουν να τους εμπιστευθούν, κι έτσι να τους βάλουν στο χέρι και να τους καταστρέψουν. Επομένως δεν πρέπει να τους προσέχουμε, αντίθετα, και όταν ακόμα μας κάνουν προαναγγελίες, να τους αποδιώχνουμε, γιατί δεν τους έχουμε καμιά ανάγκη.
Άλλωστε δεν είναι καθόλου παράξενο αυτό. Ως πνεύματα είναι ελαφριά και γρήγορα, και μπορούν να τρέξουν να μας πουν πιο μπροστά για κάποιον που κίνησε να έρθει. Αυτό μπορεί να το κάνει και ένας ιππέας, που όπως είναι φυσικό τρέχει πιο γρήγορα από έναν πεζό. Αυτός δεν είναι λόγος να τους θαυμάζει κανείς. Άλλωστε, δεν μπορούν να προβλέψουν μια ενέργεια που ματαιώνεται και δε θα γίνει. Αυτό το μπορεί μόνο ο Θεός, που γνωρίζει τα πάντα. Αυτοί μοιάζει να κλέβουν κάτι με τα μάτια τους, και τρέχουν να μας το προαναγγείλουν. Και θα έχουν ήδη ανακοινώσει σε πολλούς ότι αυτή την ώρα έχουμε συγκεντρωθεί, και τα έχουμε βάλει μαζί τους, πριν ξεκινήσει κάποιος από μας να πάει να το αναγγείλει. Αλλά αυτό μπορεί να το κάνει και ένα παιδί, που τρέχει γρήγορα και προφταίνει κάποιον που έχει αργοπορήσει. Αυτά που λέω έχουν την ακόλουθη σημασία. Κάποιος που ξεκίνησε π. χ. από τη Θηβαΐδα ή από άλλη χώρα να ’ρθει εδώ, τα δαιμονικά δεν μπορούν να προβλέψουν αν ολοκληρώσει την οδοιπορία και φτάσει. Τον βλέπουν που πεζοπορεί, και τρέχουν και προαναγγέλλουν τον ερχομό του. Και πράγματι συμβαίνει κι έρχεται αυτός ύστερα από μερικές μέρες. Συμβαίνει όμως όχι σπάνια οι οδοιπόροι για κάποιο λόγο να γυρίσουν πίσω, οπότε αυτοί βγαίνουν ψεύτες».
«Τέτοιες διαδόσεις αφήνουν να κυκλοφορούν μερικές φορές για τα νερά των ποταμών. Μόλις δουν ότι πέφτουν πολλές βροχές στην Αιθιοπία, ξέρουν πως απ’ αυτές πλημμυρίζει ο Νείλος, και πριν φτάσουν στην Αίγυπτο τα νερά, τρέχουν και το διαδίδουν. Μα αυτό θα μπορούσαν να το κάνουν και οι άνθρωποι, αν έτρεχαν όσο γρήγορα εκείνοι. Και πάντως δεν είναι διαφορετικό από αυτό που αναφέρεται στη Γραφή ότι έκανε ο παρατηρητής του Δαυίδ, που ανέβαινε σε μέρος υψηλό και παρατηρούσε τις κινήσεις μακριά και γύρω. Και αν έβλεπε κινήσεις ύποπτες, ειδοποιούσε αμέσως το φρουρό που είχε κάτω στη βάση, κι εκείνος έτρεχε γρήγορα και τις διαβίβαζε στο βασιλιά, που ήξερε έτσι από πριν τι να περιμένει. Αυτό κάνουν και τα δαιμονικά, δεν κουράζονται να τρέχουν και να σκορπούν τέτοιες διαδόσεις για να εξαπατήσουν κάποιους. Γιατί αν η πρόνοια του Θεού, αλλάξει στο μεταξύ, καθώς έχει τη δύναμη, σχεδιασμό για τα νερά του ποταμού ή για κάποιους που ταξιδεύουν, τα δαιμονικά θα αποκαλυφτούν, αυτό που από τη φύση τους είναι, ψεύτες, αλλά στο μεταξύ θα έχουν πετύχει να τους πιστέψουν κάποιοι».
33.«Έτσι συστήθηκαν και λειτούργησαν τα μαντεία των ειδωλολατρών, μ’ αυτό τον τρόπο πλανήθηκαν στο παρελθόν οι άνθρωποι από τα δαιμονικά, ευτυχώς όμως αργότερα έπαψε αυτή η πλάνη. Γιατί ο Χριστός ξεσκεπάζοντας την πανουργία τους, εκμηδένισε τη δύναμή τους, αφού μόνοι τους δε γνωρίζουν τίποτα, παρά σαν κλέφτες τρέχουν να προφτάσουν και να πουν έτσι σαν προπομποί και όχι σαν προγνώστες κάτι που είδαν. Άρα, αν αυτά που προλέγουν βγουν αληθινά, δεν αξίζει κανείς να τους θαυμάζει. Και οι γιατροί με την επιστημοσύνη και την πείρα τους εκτιμούν την πορεία μιας αρρώστιας. Αλλά και οι πλοίαρχοι και οι γεωργοί κάνουν περίπου το ίδιο, παρατηρούν κάποια καιρικά φαινόμενα, και με την πείρα που έχουν αποκτήσει, προβλέπουν τι άνεμοι πρόκειται να πνεύσουν, αν θα είναι μέτριοι ή δυνατοί. Δεν μπορεί λοιπόν κανείς να ισχυριστεί ότι προβλέπουν από θεία έμπνευση και όχι από συνήθεια και πείρα. Και τα δαιμονικά που παρατηρούν κάποια πράγματα, και τρέχουν να τα προφτάσουν, δεν αξίζει να τους θαυμάζει κανείς ή να προσέχει τι λένε.
Άλλωστε ας διερωτηθούμε, τι τάχα θα ωφελήσει τους ανθρώπους να μάθουν κάποια πράγματα μερικές μέρες νωρίτερα; Ή γιατί να ενδιαφερθούν να μάθουν τα μέλλοντα από αυτούς, κι αν ακόμα είναι σωστή η πρόβλεψή τους; Αυτό όχι μόνο δεν προάγει την αρετή, αλλά και δεν είναι γνώρισμα καλού χαρακτήρα. Κανένας από μας δεν κρίνεται, γιατί δε γνώριζε τα μέλλοντα, ούτε καλοτυχίζεται που τα είχε μάθει. Καθένας μας κρίνεται από το αν φύλαξε ή δε φύλαξε την πίστη στο Χριστό, και από το αν τήρησε επακριβώς τις εντολές του Κυρίου.
«Επομένως οφείλουμε να μη δίνουμε μεγάλη σημασία σ’ αυτά, ούτε να ζούμε την ασκητική ζωή και να καταπονούμαστε για να λάβουμε προορατικό χάρισμα από το Θεό, αλλά για να αρέσουμε στον Κύριο με την όντως αληθινή χριστιανική ζωή μας. Οφείλουμε επίσης να προσευχόμαστε όχι για να μας δωρίσει ο Θεός προορατικό χάρισμα, ούτε φυσικά να τον παρακαλούμε να μας χαρίσει αυτό ως ανταμοιβή, που ανοιχτήκαμε στον ασκητικό δρόμο. Οφείλουμε να προσευχόμαστε για να τον έχουμε πάντα βοηθό, ώστε να έχει νικηφόρα έκβαση ο αγώνας μας κατά του διαβόλου.
Τώρα, αν παράλληλα μας ενδιαφέρει και το προορατικό χάρισμα, ας μεριμνήσουμε για την καθαρότητα του νου, της καρδιάς, της ψυχής μας. Γιατί πιστεύω ότι μια ψυχή που διατηρείται καθαρή από όλους τους πονηρούς λογισμούς, και παραμένει, όπως την έχει πλάσει ο Θεός, μπορεί να αποκτήσει το προορατικό χάρισμα και να βλέπει και πιο πολλά, και πιο μακριά σε χρόνο από ό,τι τα δαιμονικά, αφού στην περίπτωση αυτή, ο Κύριος θα του τα φανερώνει. Και αναφέρω ως παράδειγμα την ψυχή του προφήτη Ελισαίου, που ακριβώς επειδή ήταν καθαρή διέβλεπε και όσα σκεφτόταν να πράξει ο Γιεζή και παρατηρούσε ποιες δυνάμεις στέκονταν στο πλευρό του».
«Όταν έρχονται τη νύχτα τα δαιμονικά και θέλουν τάχα μου να σας πουν τα μελλοντικά ή λένε, ‘εμείς είμαστε άγγελοι’, μη δίνετε προσοχή, ψέματα είναι. Αν πάλι επαινούν την ασκητική σας ζωή ή σας μακαρίζουν, καθόλου μην τα προσέχετε, και τίποτα μην πιστεύετε. Ασφαλιστείτε καλά με το σημείο του Σταυρού και σεις προσωπικά και το κελί σας, παραδοθείτε στην προσευχή και θα δείτε ότι θα εξαφανιστούν αμέσως. Είναι δειλοί και φοβούνται πολύ το σημείο του Σταυρού του Κυρίου, επειδή μ’ αυτό ο Σωτήρας μας τους απογύμνωσε από κάθε δύναμη και τους εξευτέλισε τελείως.
Αν όμως επιμένουν να σας ενοχλούν όλο και με πιο μεγάλο θράσος, και χορεύουν γύρω σας και παίρνουν διάφορες μορφές, όπως το συνηθίζουν, να μη δειλιάσετε και να μη φοβηθείτε, αλλά και να μη τους εκλάβετε για αγαθούς αγγέλους. Είναι και εύκολο και δυνατό να διακρίνετε, αν πρόκειται για αγαθά πνεύματα ή πνεύματα πονηρίας, ο Θεός θα σας χαρίσει το φωτισμό του. Η εμφάνιση των αγαθών και αγίων πνευμάτων ποτέ δεν προκαλεί ταραχή και τρόμο. Αυτά δε φιλονικούν ποτέ, δεν κραυγάζουν, δεν ακούγεται η φωνή τους. Έρχονται σιωπηλά και ήρεμα, και η ψυχή τα αισθάνεται αμέσως, γιατί την πλημμυρίζουν με χαρά και αγαλλίαση και τη γεμίζουν με δύναμη και θάρρος. Είναι, βλέπετε, μαζί τους ο Κύριος, που είναι για μας η χαρά και η δύναμη του Θεού και Πατέρα.
Παράλληλα οι λογισμοί της ψυχής παραμένουν ακύμαντοι, αδιατάρακτοι, την πλημμυρίζει ένας ιδιότυπος φωτισμός, που της δίνει τη δυνατότητα να διακρίνει τα πνεύματα που την πλησιάζουν. Νιώθει να την δονεί πόθος για τα θεία και τα μελλούμενα, βαθιά επιθυμία να ενωθεί, αν της ήταν δυνατό και να αναχωρήσει μαζί τους. Αν πάλι κάποιοι ως άνθρωποι φοβηθούν από την εμφάνιση των αγαθών πνευμάτων, αυτά διώχνουν αμέσως το φόβο και τους δείχνουν αγάπη, όπως έκανε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ στο Ζαχαρία, και στις μυροφόρες ο άγγελος που εμφανίστηκε στον άδειο τάφο του Κυρίου. Αλλά και εκείνος που εμφανίστηκε στους βοσκούς και καθώς γράφει το Ευαγγέλιο τους είπε: «Μη φοβάστε»! Γιατί ο φόβος στις περιπτώσεις τους δεν προερχόταν από δειλία, αλλά από επίγνωση ότι είχαν δεχτεί επίσκεψη ανώτερων όντων, όπως είναι οι άγγελοι. Τέτοια ατμόσφαιρα δημιουργεί η εμφάνιση των αγαθών και αγίων πνευμάτων».
Αντίθετα, όπως είπα και πριν η επιδρομή και φανταστική εμφάνιση των κακών πνευμάτων γίνεται με ήχους και ταραχές, και κραυγές και χτύπους, σαν να πρόκειται για εφόρμηση άτακτων παιδιών ή και ληστών ακόμα. Από τούτο και προκαλείται αμέσως δειλία στην ψυχή, σύγχυση του λογισμού και ταραχή, κατήφεια στο πρόσωπο, μίσος για τους ασκητές, ψυχική κατάρρευση και απέχθεια για όλα, θλίψη, νοσταλγία των συγγενών, και φόβος θανάτου. Κι ακόμα, επιθυμία για το κακό, αδιαφορία για την αρετή, και γενικότερα πνευματική ακαταστασία.
Όταν συμβεί να δείτε ένα πνεύμα και γεννηθεί μέσα σας φόβος, αν ο φόβος αυτός φύγει αμέσως και τον διαδεχτεί ανέκφραστη χαρά, διάθεση εύθυμη, θάρρος, ηρεμία, αταραξία στο λογισμό και όλα όσα ανέφερα πριν λίγο, και ανδρεία και αγάπη για το Θεό, κρατήστε την ψυχραιμία σας και προσευχηθείτε, γιατί αυτή η χαρά και κατάσταση της ψυχής μαρτυρεί επίσκεψη αγαθού και αγίου αγγέλου του Θεού. Έτσι, ο Αβραάμ όταν είδε τον Κύριο ένιωσε αγαλλίαση, και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος σκίρτησε από χαρά στην κοιλιά της μητέρας του, μόλις ακούστηκε ο χαιρετισμός της Θεοτόκου Μαρίας προς την Ελισάβετ. Αν όμως εμφανιστούν πνεύματα και προκληθεί ταραχή, εξωτερικός θόρυβος, κοσμικό φρόνημα, φόβος θανάτου, και όσα άλλα προείπα, να το ξέρετε, δε χωρεί καμιά αμφιβολία, πρόκειται για επιδρομή κακών πνευμάτων».
« Όμως να έχετε υπόψη σας και τούτο το στοιχείο. Όταν κατά την οπτασία η ψυχή επιμένει στη δειλία της, τότε πρόκειται για παρουσία κακών πνευμάτων. Γιατί τα δαιμονικά δεν απελευθερώνουν την ψυχή από τη δειλία που προκαλεί η εμφάνισή τους, όπως έκανε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ στη Θεοτόκο Μαρία και το Ζαχαρία, κι εκείνος που εμφανίστηκε στις Μυροφόρες μπρος στον κενό του Χριστού τάφο. Το αντίθετο μάλιστα, όταν καταλάβουν ότι οι μοναχοί δειλιάζουν, μεγαλοποιούν τις φαντασιώσεις τους για να τους φοβίσουν ακόμα πιο πολύ, και στη συνέχεια, αφού τους υποτάξουν, τους περιπαίζουν λέγοντας: ‘Πέστε κάτω και προσκυνείστε μας. Έτσι εξαπάτησαν τους ειδωλολάτρες και τους έκαναν να λατρεύουν ψεύτικους θεούς.
Εμάς όμως δεν άφησε ο Κύριος να μας απατήσει ο διάβολος. Γιατί όταν τόλμησε στην έρημο να παρουσιάσει και σ’ Εκείνον τις γνωστές φαντασιώσεις του, ο Κύριος τον επιτίμησε αυστηρά και του είπε: ‘Φύγε από μπροστά μου σατανά ! Η Γραφή το λέει καθαρά. Μόνο τον Κύριο το Θεό σου θα προσκυνάς, και μόνον Αυτόν θα λατρεύεις’ ! Για τούτο ας περιφρονούμε όσο μπορούνε πιο πολύ αυτόν τον παμπόνηρο, αφού αυτό που είπε ο Κύριος το έκανε για το καλό μας. Να ακούν, δηλαδή, τα δαιμονικά και από τα δικά μας χείλη αυτά τα λόγια και να κατατροπώνονται με τη δύναμη του Χριστού, που επιτίμησε το διάβολο με αυτά τα λόγια».
«Όμως δεν πρέπει να πέφτουμε σε καύχηση που διώχνουμε τα δαιμονικά, ούτε στην υπερηφάνεια που αξιωνόμαστε να κάνουμε κάποιες θεραπείες. Ούτε πάλι να θαυμάζουμε αυτόν που έχει το χάρισμα να διώχνει τα δαιμονικά, και να περιφρονούμε αυτόν που δεν το έχει. Το σωστό είναι να εξετάζει κανείς την άσκηση του καθενός, και ή να τον μιμείται και να τον συναγωνίζεται, ή να βοηθάει στη διόρθωσή του. Γιατί το να επιτελέσουμε θαύματα, δεν είναι κάτι που θα γίνει με τη δική μας δύναμη, αλλά με τη δύναμη του Κυρίου, ο οποίος έλεγε και τότε στους Μαθητές. ‘Μη χαίρεστε που σας υπακούνε τα δαιμονικά πνεύματα. Πιο πολύ να χαίρεστε, που τα ονόματά σας έχουν γραφτεί στον ουρανό’.
Γιατί το να έχουν γραφτεί τα ονόματά μας στον ουρανό, είναι απόδειξη της ενάρετης ζωής μας, ενώ το να εκδιώκουμε τα δαιμονικά πνεύματα είναι χάρισμα που μας έχει δώσει ο Κύριος. Και να μην το ξεχνάμε αυτό. Σε όσους καυχώνται, όχι για την αρετή, αλλά για θαύματα που τυχόν έχουν επιτελέσει και λένε: ‘Κύριε, δε διώξαμε δαιμόνια στο Όνομά σου; Και δεν κάναμε τόσα θαύματα στο Όνομά σου’; Εκείνος αποκρίνεται: ‘Σας λέω αλήθεια, δε σας γνωρίζω’. Γιατί το έργο των ασεβών ο Κύριος δεν το αναγνωρίζει. Όπως είπα και πριν, πρέπει να προσευχόμαστε αδιάκοπα και να παρακαλούμε τον Κύριο θερμά να μας εξοπλίζει με το χάρισμα της διάκρισης των πνευμάτων, ώστε όπως γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Πρώτη του Επιστολή να μην εμπιστευόμαστε το κάθε πνεύμα».
39.«Θα ήθελα να σωπάσω πια, να αρκεστώ σ’ αυτά, να μη σας πω τίποτε από τη ζωή μου. Αλλά για να μη νομίσετε ότι αυτά που είπα είναι μια απλή διήγηση, και πιο πολύ για να πιστέψετε ότι είναι βγαλμένα από τη δική μου ασκητική εμπειρία, θα συνεχίσω εκθέτοντάς σας πόσες πονηριές του εχθρού είδαν τα μάτια μου, κι ας κινδυνεύω να θεωρηθώ, πως λέω ανοησίες. Ο Κύριος όμως που βλέπει την καθαρή μου καρδιά, γνωρίζει ότι θα σας τα πω όχι για να καυχηθώ, αλλά γιατί σας αγαπώ και θέλω να σας συμβουλέψω.
Λοιπόν, πολλές είναι οι φορές που με μακάρισαν, όμως εγώ τους καταράστηκα στο όνομα του Κυρίου. Όχι λίγες φορές έσπευσαν να μου προαναγγείλουν ότι θα πλημμυρίσει το ποτάμι, κι εγώ τους απαντούσα: «Εσάς τι σας νοιάζει;» Κάποτε όρμησαν και με περικύκλωσαν σαν πάνοπλοι στρατιώτες, και με απειλούσαν. Άλλοτε πάλι γέμισαν την καλύβα μου με άλογα ερπετά και θηρία, κι εγώ προσευχόμουν και επαναλάμβανα τους Ψαλμικούς στίχους: ‘Άλλοι ελπίζουν στ’ άρματα, κι άλλοι στο ιππικό τους, μα εμείς εμπιστευόμαστε τον Κύριο και Θεό μας’. Και με τις προσευχές μου αυτές τους απομάκρυνε η δύναμη του Κυρίου.
Κι ήρθαν μια νύχτα κατασκότεινη με φως φανταστικό και μου είπαν: ‘Αντώνιε, ήρθαμε να σε φωτίσουμε’. Έκλεισα τότε τα μάτια μου, κατέφυγα σε θερμή προσευχή, και χάθηκε παρευθύς το φως των ασεβών πνευμάτων. Λίγους μήνες αργότερα παρουσιάστηκαν πάλι ψάλλοντας κι απαγγέλλοντας από τη Γραφή στίχους, όμως εγώ ‘έκανα τον κουφό, έκανα πως δεν ακούω’. Κάποια άλλη φορά ταρακουνούσαν και συγκλόνιζαν όλο το Μοναστήρι, και τότε πάλι προσευχόμουνα, και έμενα ακλόνητος στο φρόνημά μου. Μετά ήρθαν και κροτούσαν, και σφύριζαν και χόρευαν. Μόλις ‘όμως άρχισα να προσεύχομαι, κι ανασηκώθηκα, κι έψαλα μέσα μου, αυτά άρχισαν να κλαίνε και να θρηνούν σαν να έχασαν τη δύναμή τους. Κι εγώ δόξασα τον Κύριο που εξαφάνισε και εξευτέλισε το θράσος τους αυτό και την τόση τους μανία».
«Κάποτε παρουσιάστηκε μπροστά μου με όλη του τη μεγαλοπρέπεια ένα πανύψηλο δαιμονικό και τόλμησε να μου πει: Εγώ είμαι η δύναμη του Θεού, εγώ κι η πρόνοιά του. Πες μου, Αντώνιε εσύ, τι θέλεις να σου χαρίσω; Τότε εγώ το έφτυσα, και κινήθηκα να το χτυπήσω. Και μου φάνηκε πως το χτύπησα,μα μόλις άκουσε το Όνομα του Κυρίου, χάθηκε παρευθύς εκείνο το μεγαλόπρεπο και όλη η συνοδεία του. Άλλοτε πάλι, σε περίοδο που νήστευα, ο παμπόνηρος μου εμφανίστηκε σαν καλόγερος, κρατούσε στα χέρια του φανταστικά ψωμιά, και με συμβούλευε λέγοντας: ‘Φάε, και σταμάτησε τόσο πολύ να κοπιάζεις. Είσαι άνθρωπος κι εσύ, και μπορεί να αρρωστήσεις’. Εγώ που κατάλαβα το πονηρό τέχνασμά του, σηκώθηκα να προσευχηθώ. Κι εκείνος δεν το άντεξε, αμέσως εξαφανίστηκε, και φάνηκε πως έβγαινε καπνός από την πόρτα.
Πόσες και πόσες φορές στην έρημο δεν έριξε στο δρόμο μου φανταστικό χρυσάφι, έτσι απλώς και μόνο να το προσέξω και να το αγγίξω με τα χέρια μου. Και ως το προσπερνούσα αδιάφορος και έψελνα με χαρά, εκείνος έλιωνε σαν κερί από το κακό του. Και πόσες άλλες φορές με πλήγωναν και έλεγα: ‘Τίποτα δεν μπορεί να με χωρίσει από την Αγάπη του Χριστού’. Κι έπιαναν τότε να χτυπιούνται και να πληγώνονται αναμεταξύ τους. Πλην εκείνος που τους έπαυε και τους καταργούσε δεν ήμουνα εγώ, αλλά ο Κύριος που λέει: ‘Εγώ έχω δει το σατανά, να πέφτει από τον ουρανό σαν αστραπή’.
Κατά το λόγο του Αποστόλου Παύλου που λέει: «Αυτά αδελφοί εφάρμοσα στον εαυτό μου», σας εξέθεσα, παιδιά μου, κι εγώ από την πείρα μου κάτι να διδαχτείτε, να μάθετε να μην απογοητεύεστε από τις δυσκολίες του ασκητικού αγώνα, και να μη φοβόσαστε τις φαντασιώσεις που δημιουργεί ο διάβολος και τα δαιμονικά του».
«Αλλά, μια και το παράκανα με τις διηγήσεις μου, έχω να σας πω και τούτο, αποβλέποντας πάντα στην πνευματική κατοχύρωση και τη συνακόλουθη απαλλαγή σας από κάθε φόβο, πιστέψτε με παρακαλώ, ψέματα δε λέω. Στο Μοναστήρι ακούστηκε κάποτε, κάποιος να μου χτυπάει την πόρτα. Ανοίγω και βλέπω μπροστά μου έναν που φαινόταν ψηλός κι αδύνατος. Τον ρωτώ να μου πει ποιος είναι, κι εκείνος απαντάει: ‘Ο σατανάς είμαι εγώ’! Κι όταν τον ρώτησα να μου πει, τι θέλει και γιατί ήρθε σε μένα, είπε: ‘Γιατί με κατηγορούν άδικα οι μοναχοί, και όλοι οι άλλοι χριστιανοί μαζί τους; Γιατί με καταριούνται όλη τη μέρα’; Κι εγώ τότε τον ρώτησα: ‘Εσύ γιατί τους ενοχλείς και δε σταματάς σε πειρασμό να τους βάζεις’; Κι αυτός τότε μου απάντησε και είπε: ‘Δεν τους ενοχλώ εγώ, άλλωστε είμαι αδύνατος. Αυτοί ταράζονται από μόνοι τους. Δε διάβασαν τον Ψαλμό που λέει. ‘Η εξόντωση του εχθρού ολοκληρώθηκε, όλες του τις πόλεις ισοπέδωσε’. Τόπο δικό μου δεν έχω πια, δεν έχω δική μου πόλη, και δε μου έμεινε ούτε βέλος. Παντού χριστιανοί! Τώρα κι αυτή η Έρημος που ήταν ο δικός μου τόπος γέμισε καλογέρους. Ας προσέχουν τον εαυτό τους, λοιπόν, κι ας μη με καταριούνται άδικα των αδίκων’.
Από αυτά που είπε κατανόησα και θαύμασα τη χάρη του Κυρίου, και τότε είναι που γύρισα και του είπα: ‘Αν και γνωρίζω πολύ καλά, πως είσαι από φυσικού σου ψεύτης, και ποτέ δε λες την αλήθεια, στην προκειμένη περίπτωση, παρ’ ότι καθόλου δε θα το ήθελες, είπες μεγάλη αλήθεια. Γιατί όντως σε νίκησε ο Χριστός, σε απογύμνωσε, εκμηδένισε τη δύναμή σου’. Κι εκείνος που ζεματίστηκε μόλις άκουσε το όνομα του Σωτήρα, δεν το άντεξε, κι έγινε άφαντος αμέσως’».
«Αφού, λοιπόν, ο ίδιος ο διάβολος ομολογεί, ότι δεν έχει πια τη δύναμη, τίποτα να μας κάνει, οφείλουμε να καταφρονούμε παντελώς κι αυτόν και τα δαιμονικά του. Βέβαια, ο εχθρός αυτός και τα σκυλιά τα δικά του δε θα πάψουν ποτέ να καταστρώνουν πονηρά σχέδια. Εμείς όμως τώρα που μάθαμε αυτή τους την αδυναμία, μπορούμε να τους αντιμετωπίζουμε με περιφρόνηση. Ας μη χάνουμε το θάρρος μας προκαταβολικά, ας μη δειλιάζει η ψυχή μας, και δημιουργεί μέσα μας φόβους και λέει: ‘Λες να κίνησε ο δαίμονας να ’ρθει να με νικήσει, να με πιάσει και να με ρίξει κάτω, λες να παρουσιαστεί ξαφνικά και να με τρομάξει;’ Τέτοιες σκέψεις δεν πρέπει πια να περνούν από το νου μας, και ούτε να μας κυριεύει λύπη σαν να’ χουμε χαθεί κιόλας. Οφείλουμε πάντα να έχουμε πιο πολύ και θάρρος και χαρά, που έχουμε ανοιχτεί από την ασκητική ζωή στην οδό της σωτηρίας, και να κυριαρχεί μέσα μας η βεβαιότητα ότι ο Κύριος που τους κατατρόπωσε και κατάργησε τη δύναμή τους είναι αδιάλειπτα πλάι μας και μαζί μας. Τέλος ας σκεπτόμαστε κι ας έχουμε αδιάκοπα στο νου πως, αφού είναι ο Κύριος πλάι μας και μαζί μας, ουσιαστικά τίποτε δεν μπορούν να πετύχουν αυτοί οι εχθροί της σωτηρίας».
«Γιατί, όταν μας παρουσιαστούν οι εχθροί, σε όποια ψυχική διάθεση μας βρουν, σε αντίστοιχη τοποθετούνται κι αυτοί απέναντί μας, και ανάλογα με το τι θα καταλάβουν πώς σκεπτόμαστε, προσαρμόζουν τις φαντασιώσεις με τις οποίες θα μας προκαλέσουν. Εάν, λοιπόν, μας βρουν δειλούς και ταραγμένους, έχοντας βρει αφύλακτη την ψυχή μας, ορμούν παρευθύς και σαν άλλοι ληστέςαυτό που σκεπτόμαστε μέσα μας το επαυξάνουν. Αν, δηλαδή, δουν ότι είμαστε δειλοί και φοβισμένοι, προσπαθούν να μας αυξήσουν ακόμα πιο πολύ το αίσθημα της δειλίας, προκαλώντας αντίστοιχες φαντασιώσεις, ή ακόμα και απειλώντας μας, και εξακολουθεί να κολάζεται η ταλαίπωρη ψυχή μας. Εάν όμως μας βρουν να ζούμε στη χαρά που χαρίζει ο Χριστός, να έχουμε στα μελλούμενα αγαθά σταθερά προσηλωμένο το νου μας, να κρατάμε καλά στην καρδιά μας τι λέει και τι ζητάει ο Χριστός από μας, να είμαστε βέβαιοι ότι τα πάντα είναι στο δυνατό χέρι του Κυρίου, κι ο δαίμονας δεν έχει καμιά δύναμη απέναντι στο χριστιανό, και καμιά απολύτως εξουσία, βλέποντας την ψυχή μας τόσο καλά ασφαλισμένη σε τέτοιους λογισμούς, αποχωρούν άπρακτοι και φεύγουν νικημένοι.
Έτσι, όταν ο εχθρός είδε τον Ιώβ από όλες τις πλευρές πνευματικά ασφαλισμένο, σηκώθηκε και έφυγε απ’ αυτόν, ενώ όταν βρήκε τον Ιούδα γυμνό από του Θεού τη χάρη, τον αιχμαλώτισε αμέσως. ‘Ώστε, όταν θέλουμε να καταφρονήσουμε τον εχθρό, να ‘χουμε πάντα καλά στο νου, τι ο Κύριος θέλει, και η ψυχή μας να έχει μόνιμη χαρά στηριγμένη στην ελπίδα. Και τότε θα βλέπουμε να γίνονται καπνός τα δαιμονικά τερτίπια, κι αυτά να παίρνουν το δρόμο της φυγής, παρά να μας καταδιώκουν. Γιατί, όπως προείπα, είναι πολύ δειλοί ο διάβολος και τα δαιμονικά του, καθώς γνωρίζουν πολύ καλά ότι τους περιμένει η αιώνια πυρά, που είναι γι’ αυτούς ετοιμασμένη. Υπάρχει ακόμα μια ενισχυτική απόδειξη, για να μην τους φοβάστε. Όταν σου έρχεται κάποια φαντασίωση, να μη βιάζεσαι να πέσεις σε δειλία, να ρωτάς πρώτα με θάρρος και να ζητάς να μάθεις, ποια είναι η φύση της και η γενιά της. ‘Ποιος είσαι συ, και από πού έρχεσαι’, να λες. Και, αν πρόκειται για οπτασία αγίων, θα σου το πουν και θα σε πληροφορήσουν, και θα νιώσεις παρευθύς ο φόβος να γίνεται μέσα σου χαρά μεγάλη. Αλλά αν είναι κάποια διαβολική, το ίδιο γρήγορα θα εξασθενήσει, καθώς θα δει τη σκέψη σου δυναμωμένη, πράγμα που θα γίνει εύκολα φανερό από την ψυχική σου αταραξία. ‘Ποιος είσαι και από πού έρχεσαι’, ρώτησε ο Ιησούς του Ναυή, κι έμαθε, ενώ ο εχθρός κατάλαβε ότι δεν ξέφυγε από την προσοχή του Δανιήλ, που τον είχε ρωτήσει.
Η Πολιτεία του Θεού.
Όση ώρα μιλούσε ο Αντώνιος, οι μοναχοί ένιωθαν μέσα τους μια αλλοτινή χαρά, κι έπαιρναν νέες αποφάσεις. Άλλοι να δυναμώσουν ακόμα πιο πολύ της άσκησης τον πόθο, άλλοι ν’ αποβάλουν την πνευματική νωχέλεια, άλλοι να ψαλιδίσουν πιο πολύ τον εγωισμό και την υπερηφάνεια. Και όλοι τους θαύμαζαν το χάρισμα της διάκρισης των πνευμάτων, που του είχε δωρίσει ο Κύριος, και αποφάσισαν να αδιαφορούν και να περιφρονούν των δαιμονικών την κακία. Και τότε ήταν που στις γύρω πλαγιές και τα βουνά οι ασκητικές καλύβες έμοιαζαν με απέραντη κατασκήνωση γεμάτη θείους χορούς, που έψελναν και υμνούσαν το Θεό, αγαπούσαν το λόγο του Κυρίου, νήστευαν, προσεύχονταν, ευφραίνονταν με την προσδοκία των μελλόντων αγαθών, εργάζονταν για να μπορούν να κάνουν ελεημοσύνες, και ζούσαν με αγάπη και ομοφροσύνη.
Όλο αυτό το σύστημα ήταν κάτι σαν Πολιτεία του Θεού πάνω στη γη, σαν μια χώρα όπου βασίλευε η ευσέβεια και η δικαιοσύνη. Εκεί κανένας δεν αδικούσε τον άλλο, ούτε ένιωθε πως τον αδικούσαν, και δεν ακούγονταν ποτέ κατηγόριες για άδικη φορολογία. Ήταν μεγάλο το πλήθος των ασκητών, όμως ένα το φρόνημά τους, ένας όλων ο σκοπός, αγώνας για την κατάκτηση της αρετής. Αρκούσε να ρίξει κανείς μόνο μια ματιά σ’ αυτή τη Μοναστική Πολιτεία, σ’ αυτή την αρμονική ζωή των μοναχών, για να αναφωνήσει και να πει το γραφόμενο στο βιβλίο των Αριθμών: «Πόσο ωραίες είναι οι σκηνές σου, Ιακώβ, οι κατοικίες σου Ισραήλ ! Απλώνονται σαν κοιλάδες, σαν κήποι στην ακροποταμιά, σαν δέντρα αλόης από τον Κύριο φυτεμένα, σαν κέδροι πλάι στων ποταμών τις όχθες».
Όλα για την ψυχή.
Μετά από αυτές τις συμβουλευτικές συναντήσεις με τους ασκητές, ο ίδιος αναχωρούσε, ζούσε το πιο πολύ μόνος του στη δική του ασκητική καλύβα, πάντα σε εντατική πνευματική εγρήγορση. Και αναστέναζε καθώς έφερνε συνεχώς στο νου του τις Μονές του ουρανού, που αποτελούσαν το μεγάλο του πόθο, και στοχαζόταν πάνω στο πρόσκαιρο του ανθρώπινου βίου. Κι όταν ερχόταν η ώρα να φάει, να κοιμηθεί ή να ανταποκριθεί σε άλλες ανάγκες του σώματος, ντρεπόταν, καθώς σύγκρινε όλες αυτές τις φυσικές πεζότητες με το άυλο της ψυχής και την ανωτερότητα της. Δεν ήταν, μάλιστα, λίγες οι φορές, που ενώ γευμάτιζε μαζί με άλλους μοναχούς, αναπολώντας την πνευματική τροφή, διέκοπτε το φαγητό του, και έφευγε μακριά τους, γιατί πίστευε πως γινόταν κατακόκκινος, που τον έβλεπαν να τρώει. Αλλά και μόνος στη σκήτη του έτρωγε, θαρρείς κατ’ ανάγκη, γιατί όφειλε να συντηρήσει το σώμα του.
Αρκετές φορές όμως έφαγε και με πολλούς άλλους αδελφούς. Ντρεπόταν, βέβαια, και τότε, μα και ξεπερνούσε τη ντροπή, κρίνοντας την κοινή τράπεζα ως ευκαιρία να μιλήσει με παρρησία και να πει ψυχωφελείς λόγους, όπως: «Ότι οφείλουμε να αφιερώνουμε τον πιο πολύ χρόνο για την ψυχή, και όχι για το σώμα. Σ’ αυτό να διαθέτουμε μόνο το χρόνο που είναι απαραίτητος για τις φυσικές του ανάγκες, και τίποτε παραπάνω. Ενώ, τον πιο πολύ καιρό να καταγινόμαστε με την ωφέλεια της ψυχής, για να μην μπορούν να την παρασύρουν οι ηδονές του σώματος, αλλά το σώμα να υποτάσσεται και να συντονίζεται με την υψηλή προοπτική της. Αυτό έλεγε κι επαναλάμβανε είναι το νόημα των λόγων του Κυρίου. ‘Μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι θα φάτε, τι θα πιείτε, ούτε για το σώμα σας, τι θα ντυθείτε. Κι εσείς μη σας απασχολεί, τι θα φάτε και τι θα πιείτε, και μη σας πιάνει άγχος. Για όλα αυτά αγωνιούν όσοι δεν εμπιστεύονται το Θεό. Ο Πατέρας σας όμως ξέρει καλά, ότι έχετε ανάγκη από αυτά. Εσείς να επιζητείτε πρώτα τη Βασιλεία του Θεού, και όλα τα άλλα θα ακολουθήσουν’».
Στο διωγμό του Μαξιμίνου.
Λίγο καιρό αργότερα ο αυτοκράτορας Μαξιμίνος κήρυξε διωγμό κατά της Εκκλησίας-311. Όταν ο Αντώνιος έμαθε ότι οι άγιοι μάρτυρες οδηγούνται στα δικαστήρια, καταδικάζονται και ρίχνονται στις φυλακές ή σε άλλα μαρτύρια, άφησε την ασκητική καλύβα του, σύναξε τους μοναχούς και τους κάλεσε σε αγώνα με τα ακόλουθα λόγια: «Οφείλουμε να πάμε κι εμείς να αγωνιστούμε μαζί τους, αν μας καλέσει ο Κύριος, ή έστω να δούμε όσους αγωνίζονται και να τους συμπαρασταθούμε». Και κατέβηκε στην πόλη της Αλεξάνδρειας συνοδευόμενος από πολλούς μοναχούς. Και βέβαια είχε μεγάλο πόθο να υποστεί και μαρτύριο, αλλά επειδή δεν ήθελε από μόνος του να παραδοθεί, πήγε και υπηρετούσε τους ομολογητές της πίστης στις φυλακές, και στα μεταλλεία, και όπου τους είχαν εξορίσει. Πήγαινε και στα δικαστήρια, και προσπαθούσε να ενισχύσει ψυχικά όσους καταδικάζονταν σε μαρτυρικό θάνατο, ή να περισυλλέγει, να κηδεύει και να ενταφιάζει τα σώματα όσων μαρτυρούσαν.
Κι ο δικαστής που διέκρινε και είδε το μεγάλο του θάρρος, όπως κι αυτό της μοναχικής του συνοδείας, καθώς επίσης και την προθυμία του για το μαρτύριο, απαγόρεψε την είσοδό τους στο δικαστήριο και την παραμονή τους στην πόλη σ’ αυτόν και τη συνοδεία του. Και, πολλοί μοναχοί είχαν τη γνώμη, ότι οφείλουν να συμμορφωθούν με την εντολή, και να μην εμφανιστούν στο δικαστήριο την άλλη μέρα. Ο Αντώνιος όμως δε συμφωνούσε καθόλου με αυτή την πρόταση, και αποφάσισε να συνεχίσει. Φρόντισε, μάλιστα, και έπλυνε το πανωφόρι του, το φόρεσε, και την άλλη μέρα πήγε και στάθηκε σε μέρος ψηλό, κατάντικρυ από τον ηγεμόνα-δικαστή για να τον βλέπει. Και όπως ήταν φυσικό και επόμενο θαύμαζαν το θάρρος του όλοι!
Αλλά, όπως ήταν επίσης φυσικό και επόμενο, δεν άργησε να τον ιδεί κι ο ηγεμόνας-δικαστής. Μα εκείνος σαν να μη συνέβαινε τίποτα, συνέχισε να στέκεται άφοβα εκεί με τη μοναχική του συνοδεία. Ήθελε με τον τρόπο αυτό να στείλει ένα μήνυμα, ότι οι χριστιανοί διαθέτουν ζήλο αγωνιστικό για την πίστη τους, και ότι καμιά απειλή και κανένα μαρτύριο δεν τους τρομάζει. Γιατί όπως σας είπα πριν, ευχόταν πολύ να αξιωθεί κι ίδιος να μαρτυρήσει. Και φαινόταν ευδιάκριτα ότι τον λυπούσε, που δεν του γινόταν αυτή η τιμή και χάρη. Ο Κύριος, βλέπετε, είχε άλλα σχέδια γι’ αυτόν, τον φύλαγε για τη δική μας πνευματική ωφέλεια, καθώς και των άλλων, για να γίνει σε πιο πολλούς διδάσκαλος στην άσκηση, που είχε διδαχτεί από τις Γραφές. Όπως και έγινε, αφού δεν είναι λίγοι αυτοί που και μόνον που έβλεπαν τον εκπληκτικό τρόπο της ζωής του, έσπευδαν να την ακολουθήσουν με μεγάλο ζήλο.
Και συνέχισε να συμπαραστέκεται στους ομολογητές, να τους υπηρετεί, και να κοπιάζει κι αυτός ως αιχμάλωτος μαζί τους όσο καιρό κράτησε ο διωγμός εκείνος.
Θαυμαστές θεραπείες.
Μετά το τέλος αυτού του διωγμού κατά τον οποίο μαρτύρησε ο μακαριστός Πατριάρχης Πέτρος, ο Αντώνιος αποσύρθηκε πάλι στην ασκητική του καλύβα, όπου συνέχισε να δίνει καθημερινά μαρτυρία πιο ριζικής αποξένωσης από κάθε τι το γήινο, και να τον χαριτώνει ο Θεός με θαυμαστά αθλήματα της πίστης. Τώρα ο ασκητικός αγώνας του έγινε πιο αυστηρός και πιο συστηματικός. Νήστευε συνεχώς, φορούσε ένα ρούχο τρίχινο από τη μέσα μεριά, δερμάτινο από την έξω, που δεν το αποχωρίστηκε μέχρι να πεθάνει. Δεν έλουσε, ούτε καθάρισε ποτέ το σώμα του, δεν έπλυνε ποτέ τα πόδια του μέχρις απάνω, ή για να είμαι πιο ακριβής, δεν τα έβαλε στο νερό ποτέ, χωρίς να υπάρχει απόλυτη ανάγκη. Επίσης δε γυμνώθηκε ποτέ, κι ούτε αντίκρισε ποτέ κανείς το σώμα του γυμνό, παρά μόνο όταν πέθανε και το ετοίμασαν να το κηδέψουν.
Κατά την αναχώρησή του αυτή αποφάσισε να ζήσει σε μόνωση πιο αυστηρή, κανένας να μην τον επισκέπτεται, κι αυτός να μην επισκεφτεί κανέναν. Αυτό κράτησε χρόνο πολύ, ώσπου κάποιος ονομαζόμενος Μυρτυνιανός, που ήταν διοικητής στρατιωτικού αποσπάσματος, ήρθε στον Αντώνιο με κάμποσους άλλους, γιατί βασάνιζε πνεύμα δαιμονικό την αγαπημένη κόρη του. Κι έμεινε να καρτερεί πολλή ώρα. Ύστερα έπιασε να χτυπά επίμονα την πόρτα και να τον παρακαλεί να βγει και να προσευχηθεί στο Θεό να θεραπεύσει τη θυγατέρα του.
Κι ο Αντώνιος που δεν ήθελα να διακόψει την αυστηρή ασκητική του μόνωση, δε δέχτηκε ν’ ανοίξει την πόρτα, μόνο πρόβαλε από πάνω και του είπε: «Γιατί, άνθρωπέ μου, χτυπάς την πόρτα μου, και φωνάζεις και κραυγάζεις; Τι είμαι δα εγώ, ένας απλός άνθρωπος, όπως κι εσύ και όλοι οι άλλοι! Εάν πιστεύεις στο Χριστό, που και εγώ λατρεύω, πήγαινε και προσευχήσου στο Θεό, ο οποίος θα δει την πίστη σου και θα ικανοποιήσει το αίτημά σου». Εκείνος που πίστευε βαθιά, παρακάλεσε θερμά το Χριστό, και όντως έγινε ό,τι του προείπε. Κι έφυγε γεμάτος χαρά, που η κόρη του καθαρίστηκε από το δαιμονικό πνεύμα.
Και άλλα πολλά θαυμαστά και θαύματα από τον Αντώνιο έκανε ο Κύριος που είπε: «Ζητείτε και θα σας δοθεί». Και πολλοί που ήταν άρρωστοι, καθώς τα μάθαιναν, ανηφόριζαν προς την ασκητική του καλύβα. Και δεν ενοχλούνταν που δεν τους άνοιγε, παρά έμεναν έξω και περίμεναν υπομονετικά, κάποτε έφταναν και να διανυκτερεύουν. Κι επειδή όπως τους συμβούλευε πίστευαν ειλικρινά και προσεύχονταν στον Κύριο θερμά, εύρισκαν τη γιατρειά τους.
Στα ενδότερα της Ερήμου.
Έτσι όμως τα πλήθη δεν τον άφηναν, όπως το ήθελε και βαθιά επιθυμούσε να μείνει σε αυστηρή ασκητική μόνωση. Παράλληλα φοβήθηκε μήπως τον χτυπήσει υπερηφάνεια για τα όσα επιτελούσε ο Κύριος από το πρόσωπό του, ή και μήπως θεωρήσουν οι άνθρωποι, πως είναι κάτι σαν υπεράνω. Το σκέφτηκε, λοιπόν, το ξανασκέφτηκε κι αποφάσισε να κινήσει και να τραβήξει κατά την απάνω Θηβαΐδας, όπου δεν τον γνώριζε κανένας. Πήρε μερικά ψωμιά, που του έδωσαν οι αδελφοί, και πήγε και κάθισε στου ποταμού τις όχθες, όπου παρακολουθούσε και περίμενε να περάσει κάποιο πλοίο, να επιβιβαστεί και να ταξιδέψει.
Κι εκεί που καθόταν και περίμενε βυθισμένος σε σκέψεις, ακούστηκε από ψηλά φωνή που τον ρωτούσε: «Πού πας, Αντώνιε, και γιατί»; Χωρίς καθόλου να ταραχτεί, είχε πια συνηθίσει να τον καλούν πολλές φορές με αυτό τον τρόπο, σαν άκουσε αυτή τη φωνή, αποκρίθηκε και είπε: «Επειδή τα πλήθη των ανθρώπων δε με αφήνουν να ηρεμήσω, είπα να τραβήξω κατά τα μέρη της απάνω Θηβαΐδας. Και δεν είναι μόνο ή τόσο ο λόγος αυτός, είναι πιο πολύ ότι απαιτούν να κάνω πράγματα που ξεπερνούν τη δύναμή μου». Και τότε η φωνή του απάντησε και είπε: «Και στη Θηβαΐδα, καθώς σκέπτεσαι ν’ ανεβείς, ή να κατέβεις στους κάμπους και τα λιβάδια, σου μέλλεται πιο πολλή, αν όχι διπλάσια κούραση να υπομείνεις. Αν όντως να ηρεμήσεις επιθυμείς, δεν έχεις παρά να τραβήξεις κατά τα ενδότερα της Ερήμου». Κι όταν ο Αντώνιος ρώτησε τη φωνή, «και ποιος μπορεί να μου δείξει το δρόμο, γιατί δεν ξέρω πώς πάνε σ’ αυτό το μέρος», του έδειξε παρευθύς κάποιους Σαρακηνούς που όδευαν κατά τα μέρη εκείνα.
Κι ο Αντώνιος επιτάχυνε το βήμα του, προχώρησε, τους πλησίασε, και παρακάλεσε να δεχτούν να συνοδοιπορήσει κι αυτός στην έρημο μαζί τους. Αυτοί, λες και τους ήρθε από τη Θεία Πρόνοια προσταγή, δέχτηκαν με όλη τους την προθυμία. Κι όταν συνοδοιπόρησαν τρεις μέρες και τρεις νύχτες, έφτασε σε πολύ ψηλό βουνό, όπου σε μια του πλαγιά ανάβλυζε άφθονο νερό, γάργαρο, γλυκό, κρυσταλλένιο. Και κάτω της απλώνονταν μια πεδιάδα με λίγες χουρμαδιές αφρόντιστες κι εγκαταλελειμμένες .
Δεν επιβαρύνει κανέναν.
Ο Αντώνιος, όντας θεοκίνητος πάντα, αγάπησε αυτόν τον τόπο. Έκρινε πως ήταν εκείνος για τον οποίο του είχε μιλήσει η φωνή κάτω κει στου ποταμού τις όχθες. Δέχτηκε, λοιπόν, απλώς επειδή ήταν αρχή μερικά ψωμιά από τους Σαρακηνούς συνοδοιπόρους του, κι έμεινε σ’ εκείνο το βουνό μόνος, χωρίς κανέναν κοντά του. Από τότε έγινε ο τόπος αυτός το νέο ασκητήριό του. Όμως οι Σαρακηνοί που κατάλαβαν πόσο μεγάλος ασκητικός ζήλος τον διακατείχε, αποφάσισαν να περνούν κατά καιρούς, να του φέρνουν τα απαραίτητα ψωμιά. Κι εκείνος έκοβε και μερικούς καρπούς από τις χουρμαδιές, κι απάρτιζε το λιτό φαγητό της ημέρας. Αργότερα, που έμαθαν οι αδελφοί το νέο αυτό τόπο του ασκητικού του αγώνα, σαν παιδιά που δεν ξεχνούν τον καλό τους πατέρα, φρόντιζαν να του στέλνουν τον «επιούσιον άρτον»!
Γρήγορα όμως κατάλαβε πως αυτό κούραζε και ταλαιπωρούσε κάποιους μοναχούς κάθε τόσο, και δεν το άντεχε η ψυχή του. Το σκέφτηκε τότε καλά και παρακάλεσε να του φέρουν ένα δικέλλι, ένα τσεκούρι, και λίγο σιτάρι. Και όταν του τα έφεραν έψαξε στα γύρω μέρη, βρήκε ένα χώρο πολύ μικρό, εύφορο όμως, γιατί είχε κοντά άφθονο νερό για πότισμα, τον έσκαψε και τον καλλιεργούσε. Από τότε, αυτό έκανε κάθε χρόνο. Έβγαζε έτσι τον επιούσιο άρτο του, κι ένιωθε χαρά μεγάλη, που δεν τους ενοχλούσε πια, και δεν επιβάρυνε κανέναν.
Αργότερα που έπιασαν κάποιοι να τον επισκέπτονται, καλλιέργησε και μερικά λαχανικά να τους φιλεύει και ν’ ανακουφίζει λίγο τον κόπο, όσων έπαιρναν εκείνο τον ανώμαλο και τραχύ δρόμο, κι ανέβαιναν μέχρι εκεί πάνω. Στην αρχή, μάλιστα, και τα θηρία που ζούσαν εκεί, και έρχονταν να πιουν νερό, έπιασαν να κάνουν ζημιές στον κήπο και τα σπαρτά του. Κι εκείνος έπιασε με χάρη ένα από αυτά, και παράγγειλε και είπε σε όλα: «Πλάσματα του Θεού, γιατί μου προξενείτε ζημιές, ενώ εγώ κακό δε σας κάνω; Στο Όνομα του Κυρίου σας παρακαλώ να φύγετε από δω, και να μην ξαναπλησιάσετε σε τούτο τον τόπο»! Και τα θηρία συμμορφώθηκαν με την παραγγελία του, και από τότε δεν ξαναπλησίασαν σ’ εκείνον τον τόπο.
Νέες δαιμονικές επιθέσεις.
Κι έμενε μόνος εκεί στο βουνό, αφοσιωμένος όπως πάντα στην προσευχή και τον ασκητικό του αγώνα. Κι οι αδελφοί που έρχονταν κατά καιρούς να τον διακονήσουν, τον παρακάλεσαν να τους δώσει ευχή να έρχονται πιο τακτικά, μια φορά το μήνα, να του φέρνουν λίγες ελιές, όσπρια και λάδι, γιατί ήταν πια γέρος. Στο διάστημα που ζούσε εκεί μάθαμε από επισκέπτες πόσες φορές πάλευε, όπως λέει η Γραφή, «όχι με σάρκα και αίμα, αλλά με τους αντικείμενους δαίμονες», που έρχονταν και του έκαναν επίθεση. Πως άκουγαν θορύβους κι εκεί και φωνές, πολλές φωνές, και κρότους σαν από όπλα. Πως έβλεπαν να γεμίζει τη νύχτα το βουνό με θηρία, και τον ίδιο να τα πολεμάει σαν ορατά όντα, και να προσεύχεται ν’ αποδιωχτούν από κοντά του. Από τη μια έδινε στους επισκέπτες του θάρρος, κι από την άλλη έπεφτε στα γόνατα και προσευχόταν.
Και όλοι τους θαύμαζαν που ζούσε μόνος σε μια τέτοια ερημιά, χωρίς να φοβάται, ούτε τις επιθέσεις των δαιμονικών, ούτε την αγριότητα τόσων ερπετών και θηρίων. Καθώς το λέει ο Ψαλμός, είχε εμπιστευθεί τη ζωή του στον Κύριο, και «έμοιαζε με το όρος της Σιών, που δε διασαλεύεται, αλλά στέκει εκεί αιώνια». Και τρόμαζαν τα δαιμονικά κι έφευγαν, ενώ τα άγρια θηρία, όπως λέει η Βίβλος του Ιώβ, «ήταν ειρηνικά μαζί του».
Ο διάβολος τα έβλεπε αυτά, και όπως ψάλλει ο Δαυίδ, «αντάμα με τους ασεβείς με χλεύαζαν, και μου τρίζανε τα δόντια». Ο Αντώνιος όμως έπαιρνε από το Σωτήρα Κύριο θάρρος και δύναμη, και δεν τον άγγιζε ούτε η πανουργία του, ούτε τα πονηρά τεχνάσματά του. Έτσι κάποια νύχτα που αγρυπνούσε στην προσευχή, ο διάβολος έριξε εναντίον του όλα τα θηρία. Κι όλες οι ύαινες βγήκαν από τις τρώγλες τους, κι ήρθαν στην έρημο εκείνη, τον έβαλαν καταμεσής με ανοιχτό το φοβερό τους στόμα, και απειλούσε η κάθε μια να τον κατασπαράξει!
Μα ο Αντώνιος που κατάλαβε το διαβολικό τέχνασμα, στρέφεται ατάραχος προς αυτές και τους λέει: «Αν έχετε εξουσιοδότηση από το Θεό να μου επιτεθείτε, είμαι στη διάθεσή σας, μπορείτε να με κατασπαράξετε και να με φάτε! Αν όμως ήρθατε σταλμένοι από το διάβολο και τα δαιμονικά του, μη χάνετε άδικα τον καιρό σας. Γυρίστε παρευθύς και φύγετε, γιατί εγώ είμαι δούλος του Χριστού»! Κι ως ν’ αποσώσει τη φράση του ολόκληρη, οι ύαινες χάθηκαν, πήγαν από κει που ήρθαν, ωσάν από το μαστίγιο του λόγου του διωγμένες.
Ύστερα από μερικές μέρες, εκεί που εργαζόταν-φρόντιζε πάντα κάτι να κάνει, να κοπιάζει-εμφανίστηκε στην πόρτα του κάποιος, και του κατέστρεψε όλα όσα είχε κάνει. Συνήθιζε να πλέκει καλάθια, που τα έδινε ως αντίδωρο σε όσα του έφερναν οι επισκέπτες. Σηκώθηκε, πήγε κατά κει, και είδε ένα θηρίο, που έμοιαζε στους μηρούς με άνθρωπο, αλλά είχε σκέλη και πόδια γαϊδάρου. Ο Αντώνιος σφράγισε τον εαυτό του με το σημείο του Σταυρού, και είπε: «Είμαι δούλος του Χριστού. Αν στάλθηκες να μου κάνεις κακό, είμαι στη διάθεσή σου»! Τότε το θηρίο, μαζί και τα δαιμονικά του έφυγε κι εξαφανίστηκε με τέτοια βιασύνη, που έπεσε λίγο παραπέρα ψόφιο!
Ασφαλώς ο θάνατος του θηρίου αυτού είναι σημάδι της ήττας των δαιμόνων. Αυτοί όμως δεν έπαψαν να θέλουν, να προσπαθούν και να κάνουν τα πάντα, ώστε να τον απομακρύνουν από τον ασκητικό βίο, χωρίς, βέβαια, ποσώς να το καταφέρουν.
Επίσκεψη στα Μοναστήρια.
Κάποια φορά ήρθαν μοναχοί και τον παρακάλεσαν να κατεβεί να τους επισκεφτεί και να μείνει λίγο καιρό κοντά τους. Το δέχτηκε κι αποφάσισε να συνοδοιπορήσει μαζί μ’ αυτούς που ήρθαν να τον συναντήσουν. Γέμισαν τα ασκιά με νερό πόσιμο από την πηγή που βρισκόταν κοντά στην ασκητική του καλύβα, γιατί είχαν να πορευτούν δρόμο μακρύ σε έρημο και κατάξερο τόπο. Τα φόρτωσαν σε μια καμήλα, μαζί με το απαραίτητο ψωμί, και ξεκίνησαν να πάνε. Όμως δεν άργησε πολύ να σωθεί το νερό, και να διατρέξουν μεγάλο κίνδυνο από το φοβερό καύσωνα, που έκανε σ’ εκείνο τον έρημο τόπο. Γιατί ερεύνησαν προσεκτικά όλα τα γύρω μέρη, αλλά δε βρήκαν νερό ούτε σταγόνα. Και το χειρότερο είναι ότι ψάχνοντας καταμεσής στην έρημο με τέτοιο καύσωνα πολλή ώρα, εξαντλήθηκαν τόσο πολύ που δεν είχαν τη δύναμη ούτε τα πόδια τους να σύρουν. Έτσι, άφησαν την καμήλα τους να φύγει, κι έπεσαν καταγής απελπισμένοι ολότελα και περίμεναν πια να έρθει το τέλος τους.
Ήρεμος ο Γέροντας, το έβλεπε καθαρά, κινδύνευαν όλοι. Λυπήθηκε πολύ κι αναστέναξε, μα και δεν έμεινε αργός, πήγε λίγο πιο πέρα, έπεσε στα γόνατα, ύψωσε τα χέρια στον ουρανό, και άρχισε να προσεύχεται με όλη του τη θέρμη. Κι ο Κύριος έκανε παρευθύς να αναβλύσει νερό στον τόπο που προσευχόταν. Ήπιαν τότε κι ανακουφίστηκαν όλοι τους, γέμισαν και τα ασκιά τους, και άρχισαν να ψάχνουν την καμήλα, που ευτυχώς δεν άργησαν να τη βρουν, γιατί το σκοινί της είχε περιτυλιχτεί σε ένα βράχο. Την έπιασαν, την έφεραν, την πότισαν κι αυτήν, της φόρτωσαν τα ασκιά και συνέχισαν την πεζοπορία, έχοντας σωθεί από το νερό που ανάβλυσε χάρη στην προσευχή του Αντωνίου.
Κι ως έφτασαν στα πρώτα Μοναστήρια, βγήκαν οι μοναχοί όλοι, έτρεξαν να τους υποδεχτούν, και να κατασπαστούν με χαρά και σεβασμό τον πνευματικό τους πατέρα. Εκείνος πλουτισμένος ακόμα πιο πολύ σε ιερά εφόδια και συνακόλουθες εμπειρίες από τον ασκητικό αγώνα του πάνω στο βουνό, πρόσφερε στον καθένα ως ευχαριστία για τη θερμή υποδοχή λόγους ψυχωφελείς για την άσκησή του. Κι έγινε πάλι μεγάλη χαρά στις ασκητικές καλύβες της γύρω πλαγιάς, ανανεώθηκε ο ζήλος τους για προκοπή στην ασκητική ζωή, κι ενδυναμώθηκε ο ένας από την πίστη του άλλου. Κι έλαμπε ο Γέροντας από χαρά που έβλεπε το ζήλο τους για την άσκηση και την τόση μοναστική ανθοφορία.
Σ’ εκείνη την επίσκεψη του επεφύλαξε ο Θεός, και μια προσωπική συγκίνηση και χαρά, τη συνάντηση με την αδερφή του. Είχε γεράσει κι αυτή πια ζώντας παρθενικό βίο, και είχε εκλεγεί Γερόντισσα-Ηγουμένη- σε μια ομάδα γυναικών που ακολουθούσε το μοναχικό βίο.
Σταλαγματιές ασκητικής εμπειρίας.
Λίγες ημέρες αργότερα αναχώρησε πάλι για την ασκητική καλύβα του, εκεί στο βουνό απάνω. Τώρα όμως είχαν αλλάξει τα πράγματα, καθώς τον επισκέπτονταν πολλοί μοναχοί, και όχι λίγοι άνθρωποι που δοκιμάζονταν από διάφορες αρρώστιες. Κι εκείνος δεν έπαυε ούτε λεπτό να δίνει σε όλους τους μοναχούς που τον επισκέπτονταν παραγγέλματα, όπως ετούτα: «Να έχουν πίστη και αγάπη στο Χριστό, να φυλάγονται από τους πονηρούς λογισμούς και τις ηδονές της σάρκας, και όπως γράφει το βιβλίο των Παροιμιών, από την κοιλιοδουλεία. Κι ακόμα, να αποφεύγουν την κενοδοξία, να προσεύχονται αδιάλειπτα, να ψάλλουν πριν και μετά τον ύπνο, να αποστηθίζουν χωρία της Γραφής με πνευματικά παραγγέλματα, να έχουν συνεχώς κατά νου τη ζωή και τα έργα των αγίων της Εκκλησίας, ώστε να ανανεώνουν έτσι το ζήλο τους, και να συντονίζουν τον ασκητικό βίο τους με τους λόγους και τις πράξεις εκείνων».
Ιδιαίτερα τους συμβούλευε: «Να μην ξεχνούν ούτε λεπτό εκείνο τον ωραίο λόγο του Αποστόλου Παύλου: ‘Η δύση του ήλιου μη σας βρει οργισμένους ακόμα’, και να συντονίζονται με το σήμα και το πνεύμα του. Γιατί, είναι θαυμάσιο, έλεγε, να μην μπορεί ο ήλιος να μας κατηγορήσει για κακίες ημερινές και το φεγγάρι για αμαρτίες ή και απλούς πονηρούς λογισμούς της νύχτας. Και για να το πετυχαίνουμε αυτό, είναι απαραίτητο να μη μας διαφεύγει ούτε λεπτό ο άλλος λόγος του Απόστολου που λέει: ‘Να εξετάζετε καλά τον εαυτό σας, αν όντως έχετε πίστη’. Και: ‘Να δοκιμάζετε τον εαυτό σας’. Καθένας σας να ζητάει καθημερινά εξηγήσεις από τον εαυτό του για τις πράξεις που έκανε τη μέρα και τη νύχτα, κι αν βρίσκει πως αμάρτησε, να πάψει να αμαρτάνει. Αν πάλι βρίσκει πως δεν αμάρτησε, να μην πέφτει σε καύχηση και να μη χαλαρώνει, παρά να φροντίζει να μένει σταθερός στου καλού το δρόμο. Να μη δικαιώνουμε τους εαυτούς μας, κρίνοντας κι επικρίνοντας τον πλησίον, ‘ωσότου έρθει ο Κύριος, ο μόνος που γνωρίζει και ελέγχει και τις μύχιες σκέψεις των ανθρώπων’, όπως και πάλι ο μακάριος Απόστολος μας διαμηνύει. Γιατί αν εμείς ξεχνάμε συχνά, πρόσθετε, τι πράττουμε, ας μη λησμονούμε ότι ο Κύριος και τα γνωρίζει πολύ καλά, και τα θυμάται επίσης πολύ καλά όλα».
Και δεν παρέλειπε να γίνεται ακόμα πιο συγκεκριμένος. «Ας αφήσουμε, λοιπόν, στον Κύριο, καθώς είναι το σωστό, το δικαίωμα της κρίσης του πλησίον, κι εμείς ας συμπάσχουμε ο ένας με τον άλλο. ‘Να σηκώνουμε ο ένας το φορτίο του άλλου’, και να περιοριζόμαστε να εξετάζουμε και να κρίνουμε μόνο τον εαυτό μας, κι αμέσως μετά να φροντίζουμε να αναπληρώνουμε τα υστερήματά μας. Να προσέξουμε και τούτη τη συμβουλή ακόμα, που αποτελεί την ασφαλιστική δικλείδα κατά της αμαρτίας. Να σημειώνει και να γράφει καθένας μας σε χαρτί τα αμαρτήματα και τις παρακινήσεις της ψυχής του σαν να πρόκειται να τα διαβάσει δημόσια και να τα ανακοινώσει στους άλλους. Να είστε απολύτως βέβαιοι πως, ακριβώς επειδή θα δούμε και θα νιώσουμε ότι ντρεπόμαστε να τα κάνουμε γνωστά, θα πάψουμε να αμαρτάνουμε ή ακόμα και να κάνουμε πονηρές σκέψεις.
Γιατί ποιος από μας θέλει να γίνονται γνωστές οι αμαρτίες που έχει διαπράξει, ή ποιος έπραξε κάτι κακό, και δεν έφτασε ακόμα και ψέματα να πει για να το σκεπάσει; Και όπως δε θα πορνεύαμε βλέποντας ο ένας τον άλλο, έτσι αν γράφουμε τις αμαρτίες και τους πονηρούς λογισμούς, σαν να επρόκειτο να τους πούμε στους άλλους, ακριβώς επειδή θα ντρεπόμασταν, θα φυλάγαμε πιο καλά καθαρό τον εαυτό μας. Ας γίνει, λοιπόν, για μας το γράψιμο των αμαρτωλών πράξεων και των πονηρών λογισμών κάτι σαν βλέμμα των συνασκητών μας και από κίνητρο αφυπνιστικό της ντροπής, κίνητρο ριζικής αποφυγής τους! Αν σφραγίσουμε έτσι τους εαυτούς μας, θα μπορούμε να υποτάσσουμε το σώμα μας στο πνεύμα του Κυρίου, και με τον τρόπο αυτό να καταπατούμε τις μεθοδεύσεις του διαβόλου».
Θαυμαστά και θαύματα.
Τέτοιες συμβουλές έδινε στους μοναχούς που τον επισκέπτονταν. Παράλληλα συνέπασχε με τους ανθρώπους που έπασχαν, και προσευχόταν θερμά στο Θεό να τους θεραπεύσει. Και δεν είναι λίγες οι φορές που για διάφορες περιπτώσεις, ο Κύριος εισάκουσε τις προσευχές του. Ποτέ όμως δεν καυχήθηκε γι’ αυτό, μα ούτε και γόγγυζε όταν αρνήθηκε να τις εισακούσει. Ευχαριστούσε πάντα το Θεό, και συμβούλευε όλους να κάνουν υπομονή, και να ξέρουν ότι δεν είναι στο χέρι του η θεραπεία τους, ούτε σε κανενός άλλου ανθρώπου το χέρι. Ότι αυτή είναι καθαρά θέμα της αγάπης του Θεού, του μόνου που γνωρίζει πότε και γιατί θα δωρίσει μια θεραπεία. Και όσοι τα άκουγαν αυτά ένιωθαν πως εύρισκαν μιας άλλης μορφής ανακούφιση και πνευματική θεραπεία. Γιατί μάθαιναν να έχουν υπομονή κι ελπίδα στο Θεό, και ασκούνταν να αντέχουν στον πόνο. Και αυτούς που θεραπεύονταν τους δίδασκε να ευχαριστούν το Θεό, που τους χάρισε την υγεία τους και όχι εκείνον.
Μια μέρα ανέβηκε στο βουνό κάποιος που κρατούσε από γενιά βασιλική, ονομαζόταν Φρόντων, και τον παρακάλεσε να προσευχηθεί στο Θεό να τον απαλλάξει από φοβερό πάθος. Κατάπινε τη γλώσσα του και συχνά πάσχιζε να βγάλει τα μάτια του. Έκανε θερμή προσευχή ο Αντώνιος και γύρισε και του είπε: «Πήγαινε στο σπίτι σου και ο Κύριος θα σε θεραπεύσει». Εκείνος δυσπιστούσε στην αρχή, και τον πίεζε να προσευχηθεί πάλι. Κι επέμενε και δεν έφευγε από κει για αρκετές μέρες. Του λέει τότε ο Αντώνιος: «Εδώ που κάθεσαι, δε θα μπορέσεις να θεραπευτείς, σήκω και πήγαινε, και ώσπου να φτάσεις κάτω στην Αίγυπτο, θα δεις τι θαύμα σου έχει γίνει».
Αυτή τη φορά τον πίστεψε, και κίνησε να κατεβεί από το όρος. Και ως αντίκρισε την Αίγυπτο όντας μακριά ακόμα, κατάλαβε πως έγινε αυτό που ο Γέροντας του είπε, το πάθος του είχε πάρει τέλος, ήταν εντελώς υγιής. Ασφαλώς την ώρα που προσευχόταν, ο Θεός είχε πληροφορήσει τον Αντώνιο για τη θεραπεία του.
Μία κοπέλα από τη Βούσιρη της Τρίπολης ήταν παράλυτη στα μάτια της, δεν ενεργούσαν φυσιολογικά αυτά, και είχε εκτός από τούτο ένα πιο απαίσιο, και πάντως πολύ σιχαμερό πάθος. Τα δάκρυα των ματιών της, τα υγρά της μύτης και των αυτιών της με το που έπεφταν καταγής γίνονταν σκουλήκια. Και μια μέρα οι γονείς της έμαθαν, ότι μερικοί μοναχοί πρόκειται να ανηφορίσουν κατά τη σκήτη του Αντωνίου. Πιστεύοντας ότι ο Κύριος που είχε θεραπεύσει την αιμορροούσα θα τους λυπηθεί και θα απαλλάξει την κόρη τους από τα δεινά της, παρακάλεσαν να δεχτούν να συνοδοιπορήσουν μαζί τους ως εκεί με την άρρωστη θυγατέρα τους.
Οι μοναχοί το δέχτηκαν, και όταν έφτασαν στη σκήτη του Ομολογητή μοναχού Παφνουτίου, άφησαν τους γονείς να περιμένουν εκεί με την κόρη τους, κι οι ίδιοι προχώρησαν και μπήκαν στη σκήτη του Αντωνίου. Με το που έκαναν δυο λόγια να του πουν για τα δεινά του κοριτσιού, τους πρόλαβε και περιέγραψε εκείνος αναλυτικά την κατάσταση της κοπέλας, και το πώς είχαν έρθει μαζί ως εκεί πάνω. Και όταν παρακάλεσαν οι μοναχοί να ευλογήσει να τη φέρουν στη σκήτη για να προσευχηθεί στον Κύριο να τη θεραπεύσει, αρνήθηκε να το δεχτεί, αλλά γύρισε και τους είπε: «Πηγαίνετε τώρα εκεί που τους αφήσατε, και θα βρείτε την κόρη θεραπευμένη, αν, βέβαια, στο μεταξύ δεν αποφάσισε ο Κύριος να την πάρει. Δεν είναι δικό μου κατόρθωμα αυτό, γι’ αυτό δε δέχτηκα να έρθει σε μένα, έναν άνθρωπο, όπως όλοι κριματισμένο. Τη θεράπευσε ο Κύριος, που μπορεί να ελεεί όπου κι αν βρίσκονται, όσους τον επικαλούνται με πίστη και θερμή προσευχή. Έτσι έγινε και με την κόρη αυτή, ο Κύριος δέχτηκε να την ελεήσει με θεραπεία, επειδή ακριβώς το πίστεψε κι εκείνη και οι δικοί της. Σε μένα η φιλανθρωπία του απλώς φανέρωσε, ότι πρόκειται να τη θεραπεύσει, όσο ακόμα θα βρίσκεται σε κείνον τον τόπο».
Και όντως έτσι έγινε μ’ αυτό το θαύμα. Γιατί μόλις σε λίγο οι μοναχοί βγήκαν από τη σκήτη, βρήκαν τους γονείς να κλαίνε από χαρά και την κόρη τους θεραπευμένη.
Άλλοτε πάλι οδοιπορούσαν προς τη σκήτη του δυο μοναχοί, και τους σώθηκε το νερό που είχαν. Ο ένας στη δίψα δεν άντεχε, κι έπεσε νεκρός κάτω, και ο άλλος θα είχε την ίδια τύχη. Γιατί, μη αντέχοντας άλλο την οδοιπορία, κάθισε καταγής και περίμενε να τον βρει το τέλος. Πάνω στο βουνό ο Αντώνιος φωνάζει αμέσως δυο μοναχούς, που του είχαν κάνει επίσκεψη και τους λέει: «Πάρτε τώρα ένα σταμνί νερό, και τρέξτε στο δρόμο, που πάει κατά την Αίγυπτο. Δυο αδερφοί που έρχονταν εδώ, ο ένας έπεσε κιόλας νεκρός από τη δίψα, κιο άλλος, αν δεν κάνετε γρήγορα θα πεθάνει. Αυτό μου αποκαλύφτηκε τούτη τη στιγμή, ενώ προσευχόμουν».
Έτσι και έγινε, έτρεξαν οι αδερφοί, και όπως τους είπε, βρήκαν τον ένα νεκρό και τον έθαψαν, ενώ πρόλαβαν τον άλλο, τον συνέφεραν με το νερό, και τον οδήγησαν στο Γέροντα πεζοπορώντας μια ολόκληρη μέρα. Τώρα, αν κάποιος ρωτήσει εδώ, γιατί ο Αντώνιος δεν είπε τίποτα, και ούτε τους έστειλε πριν πεθάνει ο ένας, να ξέρει ότι αυτό το ερώτημα δεν έχει καμιά βάση. Καθώς, την απόφαση για το θάνατο αυτού, δεν την έλαβε ο Αντώνιος, αλλά ο Θεός ο ίδιος. Εκείνος έκρινε κι αποφάσισε ποια ώρα θα πεθάνει αυτός, και ποια στιγμή θα του αποκάλυπτε τον έσχατο κίνδυνο που διατρέχει ο άλλος. Η πλευρά του θαύματος που αφορά τον Αντώνιο είναι απλώς ετούτη, ότι μένοντας στη σκήτη του πάνω στο βουνό, είχε την καρδιά του ανοιχτή και άγρυπνη στην αγάπη του Κυρίου, που ακριβώς για το λόγο αυτό του αποκάλυψε το δράμα, που συνέβαινε μακριά εκεί κάτω.
Κάποτε πάλι, καθώς καθόταν στη σκήτη του εκεί στο βουνό επάνω, σήκωσε κατά πάνω το βλέμμα του, και είδε τούτο το θαυμαστό στα ουράνια ύψη. Κάποιον ανέβαζαν στον ουρανό, κι εκείνοι που τον υποδέχονταν, έκαναν χαρά μεγάλη. Και απόμεινε ώρα στη θέση αυτή, και θαύμαζε, και μακάριζε τη συντροφιά την ευλογημένη, ενώ συνάμα προσευχόταν και παρακαλούσε θερμά να του αποκαλυφθεί τι συμβαίνει. Και ήρθε παρευθύς μια φωνή και του είπε: «Είναι η ψυχή του Αμούν, του ξακουστού μοναχού της Νιτρίας, που ασκήτευε ως τα βαθιά γεράματα». Σημειώστε ότι η απόσταση από τη σκήτη του Αντωνίου ως τη Νιτρία είναι δεκατρείς μέρες δρόμος.
Κι όταν, κάποιοι από τους μοναχούς που τον επισκέπτονταν τακτικά, τον είδαν που απόμεινε να θαυμάζει, τον παρακάλεσαν να τους πει κάτι. Και άκουσαν να τους λέει απλά και λιτά ότι, πριν από λίγο πέθανε ο Αμούν, που γνώριζαν, βέβαια, καλά ποιος ήταν. Τους επισκεπτόταν τακτικά κι είχαν ακούσει για τα θαυμαστά, που είχε φανερώσει ο Θεός στην αγιοσύνη του, ένα από τα οποία είναι και τούτο. Κάποια φορά ο Αμούν κι ο μοναχός Θεόδωρος χρειάστηκε να περάσουν τον ποταμό Λύκο, που είχε πλημμυρίσει εκείνη την εποχή, και κατέβαζε πολύ νερό. Παρακάλεσε, λοιπόν, το Θεόδωρο να πάει κάπως πιο μακριά για να μη δει ο ένας γυμνό τον άλλο, καθώς θα έπεφταν να κολυμπήσουν. Αυτός έκανε υπακοή, και πήγε πιο πέρα, μα ο Αμούν κοντοστεκόταν, δεν ήθελε να βγάλει τα ρούχα του, ντρεπόταν να δει γυμνό το ίδιο του το σώμα.
Κι ενώ στεκόταν και σκεπτόταν τη ντροπή, ένιωσε μια δύναμη να τον παίρνει και να περνά στην αντίπερα όχθη. Σε λίγο έφτασε και ο Θεόδωρος, που ήταν άνθρωπος ευλαβής, και παρατήρησε ότι ο Αμούν είχε περάσει πολύ πιο γρήγορα, και το πιο σπουδαίο, δεν ήταν καθόλου βρεγμένος. Όπως ήταν φυσικό ζήτησε να του εξηγήσει, τι και πώς συνέβη. Όταν όμως είδε ότι ο Αμούν δίσταζε και δεν ήθελε να του εξηγήσει, τον έπιασε από τα πόδια, τον κρατούσε γερά, και του δήλωσε ότι δεν πρόκειται να το κουνήσουν από κει, αν δεν του πει την αλήθεια. Βλέποντας ο Αμούν τη φιλόνικη διάθεση του Θεόδωρου, και τελώντας υπό την απειλή, ότι δε θα συνεχίσουν το δρόμο τους, του εξήγησε τι συνέβη, αφού όμως πρώτα τον υποχρέωσε να του υποσχεθεί, ότι δε θα το αποκαλύψει πουθενά και δε θα το πει σε κανέναν πριν το θάνατό του.
Και έτσι του εξήγησε ότι ένιωσε μια δύναμη να τον παίρνει, να τον κρατάει λίγο πιο ψηλά από το ποτάμι, και να τον περνάει στην απέναντι όχθη. Διευκρίνισε, μάλιστα, ότι δεν είχε περπατήσει πάνω στα νερά, πράγμα αδύνατο άλλωστε στους ανθρώπους, δυνατό μόνο στο Κύριο, και σε όσους Εκείνος, όπως στο μεγάλο Απόστολο Πέτρο είχε επιτρέψει. Ο Θεόδωρος τήρησε την υπόσχεση που του έδωσε, και μας διηγήθηκε το θαύμα αυτό μετά το θάνατό του Αμούν.
Τώρα, από την πλευρά τους οι μοναχοί που άκουσαν όσα τους είπε ο Αντώνιος για το θάνατο του Αμούν, κράτησαν τις σημειώσεις τους για την ημέρα και την ώρα. Και όταν μετά από τριάντα μέρες συναντήθηκαν με τους μοναχούς της Νιτρίας, ρώτησαν, έμαθαν, και διαπίστωσαν ότι ο Αμούν όντως κοιμήθηκε τη μέρα και την ώρα που ο Γέροντας είχε δει ν’ ανεβαίνει στους ουρανούς η ψυχή του. Και ήταν αυτό ένας ακόμα λόγος να θαυμάζουν κι εκείνοι και αυτοί την καθαρή ψυχή του. Το πώς από μια τόσο μεγάλη απόσταση-δεκατρείς μέρες δρόμος-είδε, και μάλιστα την ίδια στιγμή, αυτό που γινόταν, ότι η ψυχή του Αμούν ανέβαινε στους ουρανούς.
Μια άλλη φορά πάλι ανέβηκε και τον συνάντησε στο έξω βουνό ο κόμης Αρχέλαος, που τον παρακάλεσε απλώς και μόνο να προσευχηθεί για την Πολυκράτεια, μια λαμπρή κοπέλα της Λαοδικείας, αληθινή χριστοφόρο. Υπέφερε στο στομάχι και τα πλευρά από την αυστηρή άσκηση και είχε αδυνατίσει όλο της το σώμα. Προσευχήθηκε ο Αντώνιος, κι ο κόμης κράτησε τις σημειώσεις του για τη μέρα και την ώρα που έκανε την προσευχή του. Κι όταν γύρισε στη Λαοδίκεια, και βρήκε την ασκήτρια θεραπευμένη, ρώτησε κι έμαθε τη μέρα και την ώρα που άρχισε να νιώθει, ότι απαλλάσσεται από την ασθένειά της. Έβγαλε τότε τα χαρτιά με τις σημειώσεις, που είχε κρατήσει για τη μέρα και την ώρα της προσευχής του Αντωνίου. Κι έμειναν να θαυμάζουν όλοι τους, εξακριβώνοντας ότι ο Κύριος την είχε απαλλάξει από τους πόνους της την ώρα που ο Αντώνιος προσευχόταν, και παρακαλούσε γι αυτήν την αγαθότητα του Σωτήρα.
Πολλές φορές προέβλεψε μέρες, ακόμα και μήνα πιο μπροστά, ποιοι και για ποιο λόγο μέλλουν να τον επισκεφτούν. Γιατί άλλοι έρχονταν μόνο να τον επισκεφθούν και να πάρουν την ευχή του, άλλοι γιατί έπασχαν από κάποια αρρώστια, και άλλοι γιατί υπέφεραν από τα δαιμονικά. Κανένας δε λογάριαζε τις ταλαιπωρίες μιας ανάβασης ως εκεί πάνω, και ούτε θεωρούσε πως τον ζημίωνε ο κόπος της οδοιπορίας. Αντίθετα όλοι αισθάνονταν πως άξιζε τον κόπο, και εκτιμούσανεπιστρέφοντας, ότι είχαν ωφεληθεί πνευματικά πολύ από την επικοινωνία μαζί του.
Κι εκείνος που τα έβλεπε και τα καταλάβαινε όλα, παρακαλούσε και αξίωνε με κάθε τρόπο να μην τον θαυμάζουν για ό,τι αισθανόταν πως αποκόμισε καθένας από τη συνάντηση μαζί του. Τους μάθαινε να θαυμάζουν πιο πολύ, και να δοξάζουν τον Κύριο, που αν και είμαστε άνθρωποι μας δίνει τη χάρη του να τον γνωρίζουμε στο μέτρο των πνευματικών δυνάμεών του καθένας.
Μια άλλη φορά κατέβηκε από το βουνό να πάει στα έξω Μοναστήρια. Τον παρακάλεσαν και μπήκε στο πλοίο να ταξιδέψει. Κι εκεί που προσευχόταν μαζί με άλλους μοναχούς πάνω στο πλοίο, ένιωσε ν’ αναδίδεται μια πολύ έντονη και φοβερή δυσοσμία. Είπαν τότε όλοι τους πως η δυσοσμία θα προέρχεται από τα σάπια ή τα νωπά ψάρια που μετέφερε το πλοίο. Εκείνος όμως επέμενε, πως απ’ αλλού ήταν η δυσοσμία. Ώσπου ν’ αποσώσει το λόγο του, ένα παλικάρι που είχε επιβιβαστεί λαθραία, γι αυτό και κρυβόταν, βασανιζόμενο από πνεύμα δαιμονικό, έβγαλε κραυγές φοβερές. Ο Αντώνιος το κατάλαβε, έκανε το σημείο του Σταυρού κατά τη μεριά που ακούγονταν οι κραυγές, επιτίμησε το δαιμονικό στο Όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, κι αυτό βγήκε και χάθηκε αμέσως. Το παλικάρι έγινε καλά, η δυσοσμία σταμάτησε παρευθύς, και δέχτηκαν όλοι τότε, ότι ο Αντώνιος είχε δίκιο, όταν έλεγε πως αυτή από το δαιμονικό προερχόταν.
Ένα άλλο παλικάρι τώρα, που καταγόταν μάλιστα από γενιά ονομαστή, και βασανιζόταν από δαιμονικό πνεύμα, ήρθε με τους δικούς του ως εκεί πάνω. Κι ήταν τόσο πονηρό το δαιμονικό, που έκανε να μην καταλαβαίνει ο νέος, πού και γιατί είχε έρθει, και τόσο τρομερό, που τον κινούσε να τρώει τα περιττώματά του. Παρακάλεσαν, λοιπόν, οι δικοί του τον Αντώνιο να προσευχηθεί, ώστε ν’ απαλλαγεί το παλικάρι τους από αυτό το φοβερό και τόσο αποκρουστικό βασανισμό του.
Συμπάθησε το παλικάρι και το δράμα του ο Γέροντας, και προσευχήθηκε γονατιστός πλάι του όλη τη νύχτα. Όμως κατά τα χαράματα, αντί να γίνει ο νέος καλά,, αγρίεψε ξαφνικά, επιτέθηκε στον Αντώνιο και τον έσπρωξε, πράγμα που έκανε τους δικούς του ν’ αγανακτήσουν. Εκείνος όμως ήρεμος, γύρισε και τους είπε: «Μην αγανακτείτε, και μην τα βάζετε με το παλικάρι. Δεν είναι αυτό που με έσπρωξε, αλλά το δαιμονικό που το κατέχει. Θύμωσε που το επιτίμησα και το πρόσταξα στο Όνομα του Κυρίου να βγει, και να πάει να χαθεί σε άνυδρους κι έρημους τόπους. Αντίθετα, να δοξάζετε τον Κύριο, που όρμησε εναντίον μου. Είναι καθαρό σημάδι αυτό, ότι το δαιμονικό έχασε τη βολή του, και ότι βγήκε από μέσα του».
Και όντως, ώσπου να ολοκληρώσει τη φράση του ο Αντώνιος, το παλικάρι είχε γίνει καλά, είχε βρει τον εαυτό του, καταλάβαινε πού βρίσκεται, κατασπαζόταν το Γέροντα, και ολόθερμα το Θεό ευχαριστούσε!
Πολλοί είναι οι μοναχοί που κάνουν λόγο, και μάλιστα με μια εκπληκτική συμφωνία στην περιγραφή για πολλά άλλα θαύματα, που ο Θεός τον ευλόγησε να επιτελέσει. Και αν αυτά είναι άξια θαυμασμού, υπάρχουν άλλα, πιο αξιοθαύμαστα ακόμα. Έτσι κάποια φορά πριν το φαγητό του, την ώρα που σηκώθηκε να προσευχηθεί, γύρω στις τρεις το απομεσήμερο αισθάνθηκε να συναρπάζεται νοερά, να βγαίνει κατά τρόπο ανερμήνευτο από τον εαυτό του, τον οποίο και να βλέπει να τον οδηγούν κάποιοι στα ύψη. Κι εκεί, να εμφανίζονται άλλοι κακοί και φοβεροί και να θέλουν να τον εμποδίσουν να περάσει. Οι πρώτοι να τους αντιμάχονται υπερασπίζοντάς τον, μα οι άλλοι να επιμένουν, πως είναι υπόλογος απέναντί τους, και οφείλει να δώσει λόγο για τη ζωή που έκανε από τη στιγμή που γεννήθηκε ως εκείνη την ώρα.
Οι πρώτοι δεν το επέτρεψαν αυτό, μόνο απάντησαν και είπαν: «Τα όσα κακά που τυχόν έκανε από τη μέρα που γεννήθηκε ως τη στιγμή που έγινε μοναχός, ο Κύριος του τα έχει σβήσει. Επομένως δεν έχει να σας πει τίποτα γι αυτά. Μπορείτε όμως να τον ρωτήσετε, και να σας δώσει λόγο, για όσα έκανε από τη στιγμή, που έγινε μοναχός, και αφιέρωσε στο Θεό τη ζωή του». Κι εκείνοι έπιασαν, βέβαια, να τον κατηγορούν και γι’ αυτή την περίοδο, αλλά επειδή δεν μπορούσαν να αποδείξουν καμιά κατηγορία, άνοιξε ο δρόμος και συνέχισαν ελεύθερα κι ανεμπόδιστα την πορεία στα ύψη.
Εκείνη τη στιγμή ο Αντώνιος αισθάνθηκε να επανέρχεται από αυτή την νοερή συναρπαγή, να ξαναβρίσκει τον εαυτό του και να ’ναι όλα γύρω του, όπως πρώτα. Βέβαια, όπως ήταν επόμενο, αυτό το έκτακτο γεγονός τον συγκλόνισε, μάλιστα τόσο πολύ, που παράτησε και το φαγητό, και την υπόλοιπη μέρα και όλη τη νύχτα στέναζε μέσα του και προσευχόταν. Είχε μείνει κατάπληκτος βλέποντας με πόσους και πόσους εχθρούς έχουμε να παλέψουμε, και πόσους να καταβάλουμε κόπους και πόνους για να φτάσουμε στου ουρανού τα ύψη. Κι έφερνε τότε στο νου, κι έλεγε και ξανάλεγε τούτο το λόγο του Απ. Παύλου: «Ζούσατε υπακούοντας στον άρχοντα των πονηρών δυνάμεων, που βρίσκονται ανάμεσα σε ουρανό και γη». Αυτή είναι η δύναμη και η δυνατότητα του εχθρού αναλογιζόταν, να αντιμάχεται όσους επιλέγουν την πνευματική πορεία, και να πασχίζει να τους εμποδίζει να κινηθούν προς τα πάνω. Και από τότε έβαλε πιο πολύ στα υπόψη του τον άλλο λόγο του Αποστόλου: «Γι’ αυτό φορέστε την πανοπλία του Θεού, ώστε να μπορέσετε να προβάλλετε αντίσταση, όταν η ώρα της σατανικής επίθεσης έρθει»! Και έτσι, μη έχοντας ο εχθρός να πει εναντίον μας κάτι, να φεύγει καταντροπιασμένος.
Κι εμείς τώρα που ακούσαμε κι αυτό θαυμαστό, ας θυμόμαστε πρώτα το λόγο του Απόστολου που λέει: «Δεν ξέρω, αν ήταν με το σώμα μου, ή χωρίς το σώμα μου, αυτό ο Θεός το ξέρει». Κατόπιν ας αναλογιζόμαστε ότι ο Παύλος, βέβαια, ανυψώθηκε ως τον τρίτο ουρανό, και κατέβηκε, αφού άκουσε ρήματα ανέκφραστα με ανθρώπινο λόγο. Ο Αντώνιος όμως απλώς είδε να έχει ανυψωθεί στα ύψη, και να γίνεται αγώνας, αγώνας πολύ δυνατός ν’ απελευθερωθεί ο δρόμος προς τα πάνω.
Ο Θεός είχε εξοπλίσει τον Αντώνιο και με το χάρισμα ετούτο. Καθώς ασκήτευε μόνος απάνω στο βουνό, και έκανε διάφορους στοχασμούς και διαλογισμούς για διάφορα θέματα, μια άλλη φορά ένιωσε ν’ αναπηδούν μέσα του ερωτήματα και απορίες. Εδώ όμως η πρόνοια και η αγάπη του Θεού είχε οικονομήσει έτσι τα πράγματα, ώστε να παίρνει τις απαντήσεις που έπρεπε την ώρα που προσευχόταν. Ο μακάριος εκείνος άνδρας είχε γίνει αυτοδίδακτος, κι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης θα σημείωνε εδώ ότι «τον δίδασκε ο Θεός ο ίδιος»!
Έτσι μια φορά μιλούσε με κάποιους που τον είχαν επισκεφτεί, και το θέμα ήταν πού πάει η ψυχή, ποιος είναι ο τόπος της μετά από αυτή τη ζωή, ένιωσε την επόμενη νύχτα, πως κάποιος από ψηλά τον καλούσε, και του έλεγε: «Αντώνιε, σήκω αμέσως επάνω, βγες έξω και δες». Γνωρίζοντας ποιος είναι που τον καλεί, υπάκουσε, σηκώθηκε πράγματι και βγήκε έξω. Και σήκωσε το βλέμμα του, κι αντίκρισε έναν πανύψηλο, το ανάστημά του έφτανε ως τα σύννεφα, μα ήταν απαίσιος και φοβερός στην όψη, και είχε μαζί του κάποιους, που είχαν φτερά, και πετούσαν στα ύψη. Αυτός άπλωνε τα χέρια του, και άλλους εμπόδιζε να περάσουν, και γέμιζε από χαρά, άλλοι όμως πετούσαν πιο ψηλά, τον ξεπερνούσαν, κι ανέβαιναν ανενόχλητοι στους ουρανούς, αφήνοντάς τον να τρίζει τα δόντια από το κακό του.
Κι ακούστηκε πάλι η φωνή, που έλεγε στον Αντώνιο: «Προσπάθησε να καταλάβεις αυτό που βλέπεις». Φωτίστηκε τότε ο νους αυτού, και κατάλαβε ότι επρόκειτο για το πέρασμα των ψυχών στον ουράνιο κόσμο του Θεού. Εκείνος ο πανύψηλος με τη φοβερή και απαίσια όψη, ήταν ο εχθρός της σωτηρίας του ανθρώπου, αυτός που φθονεί τους πιστούς. Αυτός, λοιπόν, εμπόδιζε και κρατούσε να περάσουν, όσους είχαν ανοίξει λογαριασμούς μαζί του, ενώ αδυνατούσε να κάνει το ίδιο σ’ εκείνους που δεν είχε παραπείσει, και δεν είχε πιάσει στις παγίδες του. Αυτοί ήταν εκείνοι που πετούσαν πιο ψηλά και τον ξεπερνούσαν. Κράτησε αυτό το όραμα μέσα του ως αδιάκοπη υπόμνηση για τη συνέχιση και την ένταση του ασκητικού του αγώνα, και καθημερινής επιδίωξης πνευματικής προόδου. Δεν ήθελε ούτε αυτό, ούτε άλλο να κοινολογήσει.
Επειδή και ο ίδιος έμενε έκπληκτος από τις αποκαλύψεις, που του έκανε ο Θεός στις προσευχές του, μόνο όταν τον ρωτούσαν πολύ και τον πίεζαν με επιμονή, αναγκαζόταν να μιλάει γι’ αυτά, όπως ακριβώς ένας καλός πατέρας, δεν κρύβει κάτι ενδιαφέρον και σπουδαίο από τα παιδιά του. Με συνείδηση αγαθή και καθαρή καρδιά κοινολογούσε κάποιες από αυτές τις αποκαλύψεις. Πίστευε ότι η διήγησή τους ωφελεί, γιατί φανερώνει τους αγαθούς καρπούς της άσκησης, και θεωρούσε ότι τέτοια οράματα αποτελούν θείες δωρεές, που ενισχύουν τους ασκητές στο δύσκολο πνευματικό τους αγώνα.
Λαμπερό πρόσωπο γαλήνιας ψυχής.
Πέρα από αυτά, ο ανεξίκακος στο ήθος και ταπεινός στην ψυχή Αντώνιος, και ευρύτερα τόσο σπουδαίος, εφάρμοζε με έκτακτο σεβασμό τους κανόνες της Εκκλησίας, και τιμούσε ιδιαίτερα τους κληρικούς της. Δεν ντρεπόταν, και ούτε θεωρούσε κατώτερο του εαυτού του να υποκλίνεται στους επισκόπους και τους πρεσβυτέρους, ενώ όχι μόνο δεχόταν, μα και συζητούσε με τους διακόνους, που τον επισκέπτονταν για ενίσχυση πνευματική, αλλά και τους παραχωρούσε την τιμή να προεξάρχουν στην προσευχή, και θεωρούσε τη συνάντηση μαζί τους ως αφορμή προσωπικής του διδαχής. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που ζητούσε να πληροφορηθεί, και τους παρακαλούσε να του πουν, και ν’ ακούσει, και δε δίσταζε να ομολογήσει, ότι ωφελήθηκε από κάτι χρήσιμο που είπε κάποιος.
Αλλά και το ίδιο του το πρόσωπο, η εξωτερική όψη του είχε μια παράξενη χάρη. Θα έλεγα ότι ο Σωτήρας Χριστός το είχε χαριτώσει με μια ιδιότυπη έλξη. Κι αυτό το λέω, γιατί όταν πολλές φορές βρέθηκε ανάμεσα σε πλήθος μοναχών, και κάποιος από αυτούς που δεν τον γνώριζε, ήθελε να τον δει, κατά ένα παράξενο τρόπο προσπερνούσε τους αδελφούς τον έναν μετά τον άλλο, και κατευθυνόταν ίσια σ’ εκείνον, λες και τον τραβούσε η μορφή του σαν μαγνήτης. Και μη νομίσει κανείς ότι ξεχώριζε από το ύψος του αναστήματός του, ή το πάχος του σώματός του, ξεχώριζε από του ήθους την ανωτερότητα και την καθαρότητα της ψυχής του. Η ηρεμία και η γαλήνη του μέσα κόσμου του διαπότιζε με μια ευδιάκριτη αταραξία όλες του τις αισθήσεις, και της ψυχής του η χαρά έλαμπε στην έκφραση του προσώπου του. Και απ’ αυτές ακόμα τις κινήσεις του σώματός του αισθανόσουν το κάλλος της ψυχής του.
Εδώ έχει εφαρμογή το γραφόμενο στο βιβλίο των Παροιμιών. «Η χαρούμενη καρδιά κάνει γαλήνιο το πρόσωπο, ενώ η λυπημένη το κάνει σκυθρωπό». Όπως και το άλλο, που γράφεται στη Γένεση, στο σημείο όπου ο Ιακώβ αντιλαμβάνεται ότι κάτι κακό σκέπτεται και ετοιμάζει ο Λάβαν, και λέει στις γυναίκες του. «Το πρόσωπο του πατέρα μας σήμερα δεν είναι όπως χτες και προχτές». Αλλά και ο Σαμουήλ, όπως αναφέρεται στο βιβλίο των Βασιλειών, «αναγνώρισε το Δαυίδ από το σπινθηροβόλο πνεύμα του, και τα κάτασπρα σαν το γάλα δόντια του». Έτσι αναγνωριζόταν και ο Αντώνιος, γιατί έχοντας γαλήνια ψυχή, δεν έδειχνε ποτέ ταραγμένος, και ζώντας μέσα του τη χαρά του ουρανού, δεν έδειχνε ποτέ σκυθρωπός, αλλά φωτεινός στην όψη.
Ακαταμάχητος πολέμιος των αιρετικών.
Στα θέματα της πίστεως ήταν πολύ προσεκτικός και αξιοθαύμαστος. Ποτέ δε δέχτηκε, και ποτέ δεν είχε την παραμικρή εκκλησιαστική κοινωνία με τους σχισματικούς Μελιτιανούς, γνώριζε από την αρχή πολύ καλά ποια πονηριά έκρυβε η σχισματική πράξη τους. Ποτέ δεν ανέπτυξε σχέση φιλίας με τους Μανιχαίους ή άλλους αιρετικούς. Τους πλησίαζε μόνο, όσο χρειαζόταν να τους συμβουλέψει να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στην ορθή πίστη. Πίστευε ότι η φιλία, ακόμα και η απλή συναναστροφή μαζί τους, μπορούσε να προκαλέσει πνευματική ζημιά, κάποτε και ψυχική καταστροφή. Γι’ αυτό και σιχαινόταν κυριολεκτικά την αίρεση του Αρειανισμού, και συνιστούσε σε όλους να μην τους πλησιάζουν, για να μη μολύνονται από την κακοπιστία τους. Έτσι κάποτε που ανέβηκαν ως τη σκήτη του, εκεί πάνω στο βουνό μερικοί οπαδοί του Αρείου, αρχικά δέχτηκε να συζητήσει μαζί τους. Όταν όμως κατάλαβε, ότι είναι παθιασμένοι αιρετικοί και αμετακίνητοι στην ασέβειά τους, δε δίστασε να τους διώξει και να πει ότι, το δηλητήριο των λόγων τους είναι χειρότερο και από κείνο του φιδιού ακόμα.
Κι όταν κάποτε οι οπαδοί του Αρειανισμού αποτόλμησαν να διαδώσουν την ψευτιά, ότι ο Αντώνιος ακολουθούσε τη δική τους κακόδοξη πίστη, αγανάκτησε και θύμωσε πολύ μαζί τους. Και τότε είναι που οι Επίσκοποι και όλοι οι αδελφοί τον παρακάλεσαν και κατέβηκε από το βουνό. Και μπήκε στην πόλη της Αλεξάνδρειας, όπου και αποκήρυξε την αίρεση του Αρειανισμού λέγοντας ότι:«Είναι η πιο φοβερή αίρεση, και ότι αποτελεί τον πρόδρομο του αντίχριστου. Συνάμα δίδασκε το λαό ότι ο Υιός του Θεού δεν είναι ούτε κτίσμα και δημιούργημα του Θεού, ούτε δημιουργήθηκε από το τίποτα, αλλά είναι ο αιώνιος και ο από την ουσία του Πατέρα Λόγος και Σοφία. Και ξεκαθάριζε ότι είναι ασέβεια ο ισχυρισμός τους, πως υπήρξε κάποιο χρονικό διάστημα που δεν υπήρχε, γιατί ο Λόγος συνυπήρχε αιώνια με τον Πατέρα». Για τούτο και συμβούλευε τους πιστούς να μην έχουν την παραμικρή σχέση και κοινωνία με τους ασεβέστατους Αρειανούς.
«Τι κοινό υπάρχει ανάμεσα στο φως και το σκότος», θύμιζε ότι λέει ο Απ. Παύλος, και πρόσθετε: «Εσείς είστε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί, ενώ εκείνοι με το να λένε κτίσμα τον Υιό και Λόγο του Θεού Πατέρα, δε διαφέρουν καθόλου από τους ειδωλολάτρες, που λατρεύουν την κτίση και όχι το Θεό και Δημιουργό της. Πιστέψτε με, ότι με αυτά που λένε, κάνουν κατά κάποιο τρόπο και αυτή την κτίση να αγανακτεί μαζί τους. Γιατί η κτίση γνωρίζει καλά τη θέση της, και δεν μπορεί να δεχτεί αυτόν τον άθλιο ισχυρισμό τους, ότι τάχα ο Δημιουργός και Κύριος των όλων, ο Λόγος από τον οποίο δημιουργήθηκαν τα πάντα, είναι όπως αυτή, ένα απλό δημιούργημα».
Και δεν περιγράφεται η χαρά που έκαναν τα πλήθη των χριστιανών, για το ότι αυτός ο σπουδαίος άνδρας αναθεμάτισε τη χριστομάχο αίρεση. Χιλιάδες χριστιανοί, κάτοικοι της Αλεξάνδρειας, έτρεχαν καθημερινά να δουν τον Αντώνιο. Ακόμα κι αυτοί οι ειδωλολάτρες και οι λεγόμενοι ιερείς τους έρχονταν στην Εκκλησία επιζητώντας να τον δουν, να τον θαυμάσουν, και έλεγαν με μια φωνή όλοι: «Παρακαλούμε να δούμε κι εμείς τον άνθρωπο του Θεού».
Και τότε ήταν που τον ευλόγησε πάλι ο Κύριος ν’ απαλλάξει πολλούς από τα δαιμονικά που τους βασάνιζαν και να θεραπεύσει όχι λίγους ψυχικά αρρώστους. Και πολλοί ειδωλολάτρες παρακαλούσαν να τους επιτραπεί ν’ ακουμπήσουν μόνο το Γέροντα, πιστεύοντας ότι έστω κι αυτό το απλό άγγιγμα μπορούσε να τους ωφελήσει. Δε θα παραλείψω να σημειώσω ακόμα, ότι τις ημέρες που έμεινε ο Αντώνιος στην Αλεξάνδρεια βαπτίστηκαν χριστιανοί, πιο πολλοί από όσους βαπτίζονταν άλλοτε σε ένα χρόνο. Και όταν νόμισαν μερικοί ότι τον κουράζει και τον ενοχλεί η καθημερινή προσέλευση τόσου πλήθους, και έπιασαν να τους απομακρύνουν όλους από κοντά του, εκείνος που δε φαινόταν να έχει ενοχληθεί, έλεγε στη δική του γλώσσα. «Γιατί τάχα να με κουράζουν αυτοί, μήπως είναι πιο πολλοί από τους δαίμονες που αντιπαλεύουμε πάνω στο όρος;»
Τέλος, και την ώρα που αναχωρούσε από την πόλη, ακούστηκε μια γυναίκα από πίσω του να φωνάζει: «Μείνε κοντά μας, άνθρωπε του Θεού, και μη φεύγεις. Η θυγατέρα μου βασανίζεται φοβερά από δαιμονικό πνεύμα. Μείνε σε παρακαλώ, γιατί φοβάμαι, πως κι εγώ κινδυνεύω, ακόμα κι αυτή τη στιγμή που καταφεύγω σ’ εσένα». Σαν άκουσε ο Αντώνιος της γυναίκας τις φωνές, και είδε κι εμάς να τον παρακαλούμε, έκρινε ότι όφειλε να μείνει λίγο. Κι όταν η γυναίκα πλησίασε, η κόρη της είχε πέσει καταγής. Ο Αντώνιος προσευχήθηκε, επικαλέστηκε το Όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, και η κόρη σηκώθηκε γερή κι απελευθερωμένη από το ακάθαρτο πνεύμα. Η μητέρα της δόξαζε και ευλογούσε το Θεό, ενώ τα πλήθη τον ευχαριστούσαν. Κι εκείνος ήταν γεμάτος χαρά, που αποδημούσε πια και γύριζε στο βουνό, όπου ήταν το σπιτικό του.
Διάλογοι με φιλοσόφους.
Ο Αντώνιος διακρινόταν για τη μεγάλη σωφροσύνη του! Και το αξιοθαύμαστο είναι ότι, αν και δεν είχε μάθει γράμματα διακρινόταν για την ευφυΐα και τη σύνεσή του. Κάποτε, λοιπόν, τον επισκέφτηκαν δυο Έλληνες-ειδωλολάτρες-φιλόσοφοι, και νόμισαν ότι θα μπορούσαν να τον πειράξουν. Έμενε τότε στο έξω βουνό, και βγήκε να τους προϋπαντήσει. Με το που τους κοίταξε κατά πρόσωπο, κατάλαβε με τι διαθέσεις είχαν έρθει, και ζήτησε από το διερμηνέα να τους πει: «Γιατί κάνατε τον κόπο να ανεβείτε ως εδώ, άνθρωποι φιλόσοφοι εσείς, να συναντήσετε έναν αγράμματο και ανόητο άνθρωπο από τούτο»; Και όταν αυτοί απάντησαν ότι, «δεν τον θεωρούν ανόητο, αλλά πολύ συνετό», εκείνος γύρισε και τους είπε: «Αν ήρθατε να συναντήσετε έναν ανόητο άνθρωπο, ασφαλώς άδικα κάνατε τον κόπο. Αν όμως, όπως λέτε, θεωρείτε ότι έχω φρόνηση, μη χάνετε ούτε λεπτό, γίνετε σαν εμένα. Γιατί οφείλει να μιμείται κανείς ό,τι καλό βλέπει στον άλλο. Αν εγώ ερχόμουνα σ’ εσάς, θα ήταν γιατί θα είχα εκτιμήσει κάτι, και θα ήθελα να το ακολουθήσω. Αφού όμως εσείς ήρθατε σε μένα, να γίνετε αυτό που κι εγώ είμαι! Εγώ, λοιπόν, είμαι χριστιανός».
Θαύμασαν την ευστροφία του αυτοί, και σηκώθηκαν να φύγουν. Κατάλαβαν πως δεν μπορούν να τα βάλουν με έναν άνθρωπο, που κι αυτά τα δαιμονικά τον φοβούνται!
Κι άλλοι πάλι φιλόσοφοι ήρθαν στο έξω βουνό να τον συναντήσουν, και νόμισαν πως μπορούν να τον ειρωνευτούν, που γράμματα δεν είχε μάθει. Ο Αντώνιος τότε τους ρώτησε και είπε: «Τι λέτε εσείς ως φιλόσοφοι, ποιο είναι στον άνθρωπο το πρωταρχικό, τα γράμματα ή ο νους του; Με άλλα λόγια, ποιο και τίνος αίτιο είναι, ο νους για τα γράμματα ή τα γράμματα για το νου του ανθρώπου;» Και όταν εκείνοι, όπως είναι φυσικό απάντησαν ότι το πρωταρχικό είναι ο νους, που είναι κι ο εφευρέτης των γραμμάτων, ο Αντώνιος είπε: «Αυτό σημαίνει ότι για όποιον έχει δυνατό μυαλό, δεν του είναι απαραίτητα τα γράμματα»! Η απάντηση εξέπληξε τους φιλοσόφους, και όσους άλλους ήταν παρόντες.
Έφυγαν τότε κι αυτοί και θαύμαζαν πόση σύνεση διέθετε αυτός ο αγράμματος και απλοϊκός άνθρωπος. Το ότι πέρασε μια ολόκληρη ζωή και γέρασε πάνω στο βουνό, δε σήμαινε πως είχε γίνει άξεστος και άγριος άνθρωπος, αντίθετα ήταν ένας άνθρωπος κοινωνικός και χαριτωμένος. Τα λόγια του είχαν πάντα μια άλλη νοστιμιά και χάρη, γιατί ήταν αρτυμένα με το θείο αλάτι. Έτσι, όχι μόνο δεν προκαλούσαν το φθόνο κανενός, αλλά μάλλον γίνονταν αφορμή, όλοι όσοι τον επισκέπτονταν, να χαίρονται μαζί του.
Δε θα παραλείψω να σημειώσω ότι ήρθαν πάλι να τον συναντήσουν και μερικοί άλλοι Έλληνες-ειδωλολάτρες-φιλόσοφοι και σοφοί. Αυτοί ζήτησαν να συζητήσουν για την πίστη μας στο Χριστό, κι επιχείρησαν να διατυπώσουν απαράδεκτους συλλογισμούς, και να ειρωνευτούν τη σταυρική θυσία του Κυρίου. Ο Αντώνιος τους άκουγε πολλή ώρα σιωπηλός, και μετά τους ελεεινολόγησε, που είχαν πλήρη άγνοια για την ουσία των πραγμάτων, και με κάποιο διερμηνέα που ήξερε να μεταφράζει σωστά τα λόγια του, γύρισε και τους είπε: «Αλήθεια, τι είναι πιο καλό, να ομολογεί κανείς πίστη στο Σταυρό του Χριστού ή στους λεγόμενους θεούς σας, που οι επιδόσεις τους σε μοιχείες και διαφθορές ακόμα και παιδιών είναι γνωστές; Η δική μας πίστη έχει γνώρισμα την υπερνίκηση των παθών, και απόδειξή της την καταφρόνηση του θανάτου, ενώ η δική σας την υποταγή στα πάθη και τις αισχρότητες. Έπειτα, τι είναι πιο καλό, να λέμε ότι, ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν άλλαξε την ουσία και φύση του, δηλαδή, ότι μένοντας πάντα Θεός, για να ευεργετήσει και να σώσει τους ανθρώπους, έλαβε και πραγματική ανθρώπινη υπόσταση, και, μετέχοντας έτσι στην ανθρώπινη φύση, τους έκανε μέτοχους και κοινωνούς στη θεία και νοερή δική του φύση, ή να εξομοιώνουμε το θείο με τα άλογα όντα, και από τούτο να λατρεύουμε ως θεούς τετράποδα και ερπετά και αγάλματα με μορφές ανθρώπων;
Αυτά τα σεβάσματα έχετε σεις οι σοφοί, και είναι άξιον απορίας, πώς τολμάτε να ειρωνεύεστε και να χλευάζετε εμάς, που λέμε ότι ο Χριστός φανερώθηκε και ως άνθρωπος, τη στιγμή που εσείς παίρνετε την ψυχή από τον ουρανό, τη βάζετε να περιπλανιέται, και λέτε ότι ξέπεσε τελικά από τα ύψη και φυλακίστηκε μέσα σε ένα ανθρώπινο σώμα! Και μακάρι να πιστεύατε, ότι ξέπεσε μόνο σε ανθρώπινο σώμα, και όχι και σε τετράποδου ή ερπετού, και μεταβλήθηκε σε κάποιο από αυτά. Η δική μας πίστη διδάσκει ότι ο Χριστός ήρθε στον κόσμο και ως άνθρωπος για τη σωτηρία των ανθρώπων, ενώ εσείς είσαστε στην πλάνη και μιλάτε για αγέννητη ψυχή. Εμείς πιστεύουμε στη δύναμη της αγάπης και της φιλανθρωπίας του Θεού, και ότι τίποτε δεν είναι αδύνατο στο Θεό, ενώ εσείς με το να λέτε ότι η ψυχή είναι εικόνα του νου και να την ενώνετε με σώματα νεκρά, είναι σαν να θεωρείτε ότι μεταβάλλεται συνεχώς, και κατ’ επέκταση, αλλάζει συνεχώς κι ο νους μαζί της. Γιατί όποια μορφή αποκτά η εικόνα, την ίδια αποκτά και αυτό που εικονίζει. Αλλά, όταν πιστεύετε τέτοια πράγματα για το νου, να έχετε υπόψη ότι βλασφημείτε και τον ίδιο τον Πατέρα του νου και Δημιουργό του»!
«Τώρα, σε ό,τι αφορά στο Σταυρό του Χριστού, τι λέτε, ποιο είναι το πιο καλό, να υπομένει κανείς σταυρό εξαιτίας της πονηρίας των κακών ανθρώπων και να μη φοβάται μπρος τον επερχόμενο θάνατο, ή να διηγείται παραμύθια για τις πλάνες του Όσιρη και τις Ίσιδας, για τις μηχανορραφίες του Τυφώνα, για τη φυγή του Κρόνου και την καταβρόχθιση των παιδιών του, και τις πατροκτονίες; Αυτά είναι που περιλαμβάνει η δική σας σοφία.
Κι ύστερα, πώς ενώ ειρωνεύεστε το Σταυρό του Χριστού, δε θαυμάζετε την Ανάστασή του; Αλλά, αυτοί που έγραψαν για το Σταυρό, έγραψαν και για την Ανάσταση! Ή, γιατί ενώ μιλάτε, όπως μιλάτε για το Σταυρό, δε λέτε τίποτα για τους νεκρούς που αναστήθηκαν, τους τυφλούς που είδαν το φως τους, τους παράλυτους που θεραπεύτηκαν, τους λεπρούς που καθαρίστηκαν, για τον περίπατο του Χριστού πάνω στα κύματα της θάλασσας, και άλλα θαυμαστά και θαύματα που αποδείχνουν, ότι ο Χριστός δεν ήταν ένας κοινός άνθρωπος, αλλά και ο Θεός ο ίδιος. Νομίζω ότι αντιμετωπίζοντας έτσι τα πράγματα, αδικείτε πολύ τους ίδιους τους εαυτούς σας, και δείχνετε πως δεν έχετε μελετήσει τίμια και προσεκτικά τις Γραφές μας. Μελετήστε τες πιο προσεκτικά και θα δείτε ότι όλα όσα έκανε ο Χριστός τον δείχνουν Θεό, που ήρθε στη γη και ως άνθρωπος να σώσει τους ανθρώπους».
«Πείτε μας τώρα, παρακαλώ, κι εσείς τα δικά σας. Αλλά τι να πείτε για τα άλογα όντα πέρα από το ότι γνώρισμά τους είναι η αλογία και η συνακόλουθη αγριότητα; Αν όμως θέλετε, γιατί καθώς ακούω αυτά τα λέτε μεταξύ σας σαν παραμύθια, που έχουν αλληγορική σημασία, ότι δηλαδή, η αρπαγή της Περσεφόνης συμβολίζει τη γη, τη φωτιά η αναπηρία του Ηφαίστου, τον αέρα η Ήρα, τον ήλιο ο Απόλλωνας, η Άρτεμις το φεγγάρι, τη θάλασσα ο Ποσειδώνας, τότε κι εγώ θα σας πω ότι, ούτε λίγο ούτε πολύ, πως πίσω από αυτά τα πρόσωπα λατρεύετε ως θεό την κτίση, και όχι τον Κτίστη και Θεό των όλων.
Αν πάλι θέλετε να μας πείτε ότι επινοήσατε τέτοιους μύθους, γιατί η κτίση έχει απερίγραπτο κάλλος, θα σας παρατηρήσω ότι οφείλατε να περιοριστείτε στο θαυμασμό που όντως της αξίζει, και όχι να θεοποιήσετε τα κτίσματα, για να μην φτάσετε έτσι να αποδίδετε σ’ αυτά την τιμή που ανήκει μόνο στον Κτίστη. Γιατί έτσι που σκεπτόσαστε, δεν απομένει παρά να αποδίδετε στο σπίτι την τιμή, που πρέπει στον αρχιτέκτονα, ο οποίος το κατασκευάζει, και στο στρατιώτη την τιμή, που στο στρατηγό ανήκει. Τι, λοιπόν, έχετε πάνω σ’ αυτά να πείτε; Έτσι για να καταλάβουμε κι εμείς, η ειρωνεία σας για το Σταυρό του Χριστού, ποια αξία έχει».
Και όταν ύστερα από αυτά ένιωσαν κάποια αμηχανία, κι έπιασαν να κοιτάζουν από δω κι από κει, ο Αντώνιος υπομειδίασε, και τους διαμήνυσε πάλι μέσω του διερμηνέα: «Αυτά, βέβαια, με την πρώτη ματιά φαίνεται ότι είναι ψεύτικα, επειδή όμως εσείς δίνετε ιδιαίτερη σημασία στις αποδείξεις, και κατέχετε καλά την τέχνη του αποδεικτικού ρητορικού λόγου, και μας συμβουλεύετε να λατρεύουμε το Θεό, όχι χωρίς κάποιες λογικές επεξεργασίες και αποδείξεις, για πείτε τα σοβαρά προβλήματα της ύπαρξης, πώς τα προσεγγίζει κανείς, ή πιο συγκεκριμένα, πώς αποχτιέται η γνώση του Θεού, με λογικές αποδείξεις, ή με μια εμπειρία προσωπικής κοινωνίας και σχέσης, ήγουν με μια δυναμική βίωση της πίστης; Και, ποιο από τα δυο είναι πιο παλιό, η εμπειρία της προσωπικής κοινωνίας και σχέσης, η δυναμική βίωση της πίστης ή εκείνη που στηρίζεται στις λογικές αποδείξεις;» Και όταν εκείνοι απάντησαν, «αυτή της δυναμικής πίστης, και ότι αυτός είναι ο αληθινός και ουσιαστικός τρόπος και δρόμος της γνώσης του Θεού», ο Αντώνιος τους είπε: «Σωστά απαντήσατε, γιατί η πίστη είναι γέννημα μιας εμπειρίας άμεσης, μιας προσωπικής κοινωνίας και σχέσης με το Θεό, και στηρίζεται σε μια εσώτερη διάθεση της ψυχής, ενώ η λογική απόδειξη, η διαλεκτική, είναι μια συλλογιστική σειρά ή σύνθεση, μια τέχνη και συνάμα τεχνική του λόγου. Άρα, όσοι ζουν την πίστη ως εμπειρία προσωπικής σχέσης με το Θεό, ως δυναμική πίστη, δεν έχουν ανάγκη τη λογική απόδειξη, αν δεν τους είναι και περιττή ακόμα. Γιατί αυτό που εμείς κατανοούμε με την πίστη, εσείς προσπαθείτε να το συλλάβετε και να το συνθέσετε με λογικά επιχειρήματα, και πολλές φορές αδυνατείτε να εκφράσετε ακριβώς αυτό που εμείς εννοούμε, αυτό που ουσιαστικά αγγίζουμε και ζούμε. Αυτά σημαίνουν ότι η δυναμική πίστη, η πίστη ως εμπειρία προσωπικής κοινωνίας και σχέσης με το Θεό είναι πιο καλή, και σε τελική ανάλυση πιο ασφαλής από τους σοφιστικούς συλλογισμούς σας».
«Εμείς, λοιπόν,οι χριστιανοί δε στηρίζουμε το βαθύ μυστήριο της πίστης μας στα σοφά και περίτεχνα επιχειρήματα της Ελληνικής διαλεκτικής, και της συνακόλουθης ρητορικής τέχνης, αλλά στη δυναμική της πίστης, που μας χαρίζει ο Θεός από την αγάπη του Ιησού Χριστού. Και αυτή τη στιγμή αποδείχνεται τούτο περίτρανα στην περίπτωσή μου. Εγώ, δηλαδή, που δεν έμαθα γράμματα και πιστεύω στο Θεό, μπορώ να διακρίνω την πρόνοια και την αγάπη του από τα δημιουργήματα που έπλασε και δεν παύει να τα καλύπτει μ’ αυτήν όλα. Επίσης το ότι η πίστη μας είναι ζωντανή και δυναμική σχέση φαίνεται από το γεγονός ότι πατάμε σε γερή βάση, πιστεύουμε σε συγκεκριμένο πρόσωπο, τον Ιησού Χριστό, ενώ εσείς πελαγοδρομείτε σε σοφιστικές λογομαχίες και ποικίλες αοριστίες. Φαίνεται όμως ακόμα πιο καθαρά από το γεγονός ότι, τα ειδωλολατρικά μυστήρια καταργούνται και τελειώνουν, ενώ η δική μας πίστη, η χριστιανική, κατακτά τον κόσμο!
Και κάτι ακόμα. Εσείς με τους συλλογισμούς και τις σοφιστείες δεν μπορείτε να κάνετε ούτε ένα χριστιανό να γυρίσει στην ειδωλολατρία, ενώ εμείς διδάσκοντας την πίστη στο Χριστό, γυμνώνουμε την ειδωλολατρία σας, αφού όλο και πιο πολλά πλήθη λαού αναγνωρίζουν ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, και ο μόνος αληθινός Θεός. Με τα ωραία σας λόγια εσείς δεν ανακόπτετε τη θριαμβική πορεία της διδασκαλίας του Χριστού, ενώ εμείς επικαλούμαστε το σταυρωμένο Χριστό, και διώχνουμε όλα τα δαιμονικά που σαν θεούς λατρεύετε εσείς και τιμάτε. Όπου προβάλλει και χαράσσεται το σημείο του Σταυρού, χάνει έδαφος η μαγεία, και αδυνατεί να δράσει η μαγγανεία».
«Πείτε μου επίσης, πού είναι τώρα τα μαντεία σας, πού είναι οι μάγοι των Αιγυπτίων, και πού είναι οι φαντασιώσεις τους; Πότε αυτοί έχασαν τη δύναμή τους, πότε καταργήθηκαν; Ασφαλώς από τη στιγμή που υψώθηκε ο Σταυρός του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού! Ποιο είναι, λοιπόν, άξιο χλευασμού και ειρωνείας, ο Σταυρός του Χριστού, ή τα καταργούμενα από αυτόν, και με αυτό τον τρόποαποδείχνεται ότι είναι ανίσχυρα και τιποτένια μπροστά του;
Υπάρχει όμως και κάτι, που κάνει ακόμα πιο αξιοθαύμαστη την όλη υπόθεση του Χριστιανισμού. Η ειδωλολατρική θρησκεία ποτέ μέχρι σήμερα δεν καταδιώχτηκε, τα είδωλά σας μπορούν να τα τιμούν και να τα λατρεύουν οι άνθρωποι ελεύθερα και ανεμπόδιστα σε κάθε χωριό και πόλη. Οι χριστιανοί όμως διώκονται, και παρά ταύτα η πίστη μας ανθοβολεί κι εξαπλώνεται πιο πολύ από τη δική σας. Η πίστη σας χάνει συνεχώς έδαφος, παρά την κρατική κατοχύρωση και την ανοιχτή υποστήριξη, ενώ η διδασκαλία και η πίστη στο Χριστό, παρότι χλευάζεται από σας και γίνεται αντικείμενο ειρωνείας, και όχι λίγες φορές αντιμετώπισε απηνείς διωγμούς από διάφορους αυτοκράτορες, έχει κατακτήσει την οικουμένη. Όχι, πέστε μου, πότε άλλοτε έλαμψε τόση ευσέβεια στον κόσμο; Πότε άλλοτε προβλήθηκε τόσο πολύ η αρετή της σωφροσύνης και ο παρθενικός βίος; Ή πότε καταφρονήθηκε ο θάνατος τόσο ανοιχτά και ξεκάθαρα; Ασφαλώς από τη στιγμή που υψώθηκε ο Σταυρός του Χριστού! Αυτά είναι γεγονότα που δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει, γιατί βλέπει με τα ίδια του τα μάτια τους μάρτυρες να καταφρονούν το θάνατο για χάρη του Χριστού, ανθρώπους της Εκκλησίας που ακολουθούν ασκητικά τον παρθενικό βίο, να φυλάσσουν καθαρά κι αμόλυντα τα σήματα και τις ψυχές τους στο Όνομα του Κυρίου!».
«Αυτά είναι ασφαλώς αρκετά για να φανεί ότι η πίστη στο Χριστό είναι η μόνη αληθινή και αξίζει να την ακολουθήσει κάποιος. Έλα όμως που εσείς δεν πιστεύετε και ζητάτε μια πίστη στηριγμένη σε αποδείξεις διαλεκτικών σχημάτων. Αλλά όπως λέει ο μεγάλος για μας δάσκαλος Απόστολος Παύλος: ‘Εμείς δε στηρίζουμε την πίστη μας στην ανθρώπινη σοφία που πείθει, αλλά στην πεποίθηση που γεννούν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και οι θαυματουργικές δυνάμεις’. Αυτά πείθουν ξεκάθαρα και ξεπερνούν τις αποδείξεις των διαλεκτικών σχημάτων.
Εδώ ανάμεσα μας υπάρχουν άνθρωποι, που βασανίζονται από δαιμονικά πνεύματα. Πράγματι συνέπεσε να έχουν έρθει τότε σ’ αυτόν κάποιοι, που ενοχλούνταν από δαιμονικά. Τους έφερε, λοιπόν, εκεί μπροστά και είπε: «Κάνετέ τους καλά με όποιο μέσο θέλετε, με διαλεκτικούς συλλογισμούς, μαγείες, επίκληση των ειδώλων σας. Αν όμως δεν το μπορέσετε, δεν έχετε παρά να σταματήσετε τις ειρωνείες και την πολεμική εναντίον μας, να ανοίξετε τα μάτια σας και να δείτε τη δύναμη του Σταυρού του Χριστού». Αφού τα είπε αυτά, προσευχήθηκε στο Χριστό, σφράγισε τρεις φορές τους πάσχοντες με το σημείο του Σταυρού, κι οι άνθρωποι αυτοί σηκώθηκαν αμέσως υγιείς, ακέραιοι και φυσιολογικοί, και ευχαριστούσαν τον Κύριο.
Οι λεγόμενοι φιλόσοφοι δεν μπορούσαν πια, παρά να εκφράσουν το θαυμασμό τους για τη σύνεση αυτού του αγίου άνδρα, και την κατάπληξή τους για το εκπληκτικό γεγονός. Οπότε ο Αντώνιος έκρινε ως κατάλληλη τη στιγμή να τους ειπεί ετούτα: «Βλέπω ότι μείνατε έκπληκτοι από αυτό το όντως θαυμαστό γεγονός. Θέλω όμως να ξέρετε, ότι δεν το επιτέλεσα εγώ, αλλά ο Ιησούς Χριστός. Αυτός είναι που επιτελεί αυτά τα θαυμαστά από την πίστη όσων εμπιστεύονται αληθινά την Αγάπη του. Δεν έχετε, λοιπόν, παρά να εμπιστευθείτε κι εσείς τη ζωή σας σ’ Αυτόν, και θα δείτε, ότι αυτή η πίστη είναι πολύ πιο πέρα από τα περίτεχνα λογικά σχήματα της διαλεκτικής, ότι όπως λέει και πάλι ο Απόστολος Παύλος είναι: ‘Πίστη στο Χριστό που εκδηλώνεται έμπρακτα με αγάπη’. Αυτήν ακριβώς την πίστη αν αποκτήσετε κι εσείς, δε θα χρειαστεί να καταφεύγετε σε διαλεκτικές ακροβασίες, αλλά θα νιώσετε μιαν άλλη πληρότητα και ολοκλήρωση μέσα σας, αυτήν που δίνει η πίστη στο Χριστό!»
Μ’ ετούτα τα λόγια έκλεισε όσα είχε να τους πει ο Αντώνιος, κι εκείνοι θαυμάζοντάς τον και γι’ αυτά και για όλα τον ασπάστηκαν θερμά και αποχώρησαν ομολογώντας ότι ωφελήθηκαν από τη συνάντηση και τη συζήτηση που έκαναν μαζί του.
Αυτοκρατορικός σύμβουλος.
Η φήμη του Αντωνίου έφτασε ως τα βασιλικά Ανάκτορα. Κι ο αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος, και οι δυο γιοι του, Αύγουστοι Κωνστάντιος και Κώνστας, του έστελναν επιστολές και ζητούσαν τις πατρικές συμβουλές του. Αυτός όμως δεν το έπαιρνε επάνω του από την αυτοκρατορική αλληλογραφία, ούτε έδειχνε ότι ιδιαίτερα τον χαροποιούσε. Ήταν και έμενε πάντα, όπως ήταν πριν του γράψει ο Βασιλιάς. Και όταν του έφερναν τα αυτοκρατορικά γράμματα, καλούσε τους μοναχούς και έλεγε: «Μη θαυμάζετε που μου γράφει ο αυτοκράτορας, άνθρωπος είναι κι αυτός. Πιο πολύ να θαυμάζετε, που ο Θεός έγραψε το Νόμο του στους ανθρώπους, και μας μίλησε μέσω του Υιού του!»
Και είναι, βέβαια, γνωστό, πως δεν ήθελε να δεχτεί αυτές τις επιστολές, γιατί δεν ήξερε γράμματα, και δεν μπορούσε να τις διαβάσει, και ν’ απαντήσει σχετικά. Επειδή όμως οι άλλοι μοναχοί τον παρακάλεσαν και του είπαν ότι ο αυτοκράτορας και οι γιοι του είναι χριστιανοί, για να μη σκανδαλιστούν, όταν θα απέρριπτε την αλληλογραφία μαζί τους, υποχώρησε και δέχτηκε να του τις διαβάζουν. Και απαντούσε ανταποκρινόμενος στην αγάπη τους, γράφοντας με την αίσθηση ότι απευθύνεται σε πιστούς στο Χριστό, και τους συμβουλεύει τα πρέποντα για τη σωτηρία, όπως το να μη θεωρούν μεγάλα τα αγαθά της παρούσης ζωής, αλλά να θυμούνται πιο πολύ ότι υπάρχει η μέλλουσα κρίση, και να γνωρίζουν ότι ο Χριστός είναι ο μόνος αληθινός και αιώνιος Βασιλέας. Επίσης τους προέτρεπε να είναι φιλάνθρωποι, και να προστατεύουν τους δίκαιους και τους φτωχούς.
Κι εκείνοι δέχονταν τα γράμματά του και γέμιζαν από χαρά. Και έτσι τον αγαπούσαν όλοι, τον παρακαλούσαν, και θεωρούσαν ιδιαίτερη τιμή τους να τον έχουν πνευματικό πατέρα.
Εφιαλτικό όραμα.
Κάτι σαν μια θαυμάσια αίσθηση χάρης ένιωθαν όσοι πήγαιναν να τον συναντήσουν, και ψυχική ικανοποίηση για τις σοφές απαντήσεις που έδινε στα ερωτήματά τους. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που καθόταν με όλη του την απλότητα για πολλή ώρα ανάμεσά τους, ή οι άλλες ώρες που έκανε περίπατο σιωπηλός μαζί τους, έκπληκτος καθώς αναφέρει η Γραφή για το Δανιήλ, από όσα άκουγε να του λένε. Κατόπιν αποσυρόταν στο μέσα βουνό και συνέχιζε το ασκητικό πρόγραμμά του. Άλλοτε πάλι καλούσε τους αδελφούς που ήταν κοντά του και τους μιλούσε δίνοντάς τους συνάμα την αίσθηση, ότι την ίδια ώρα κάποιο όραμα βλέπει. Αυτό παραδίδεται από τον εξαίρετο φίλο του μοναχό, κατόπιν Επίσκοπο Θμούεως Σεραπίωνα, ο οποίος κατά τις συχνές επισκέψεις του στο μέσα βουνό, τον είχε ακούσει πολλές φορές να του μιλάει για διάφορα συμβαίνοντα στην Αίγυπτο σαν να τα έβλεπε εκείνη την ώρα.
Έτσι κάποτε, την ώρα που καθόταν και εργαζόταν, έπεσε σε έκσταση και τον άκουσαν να αναστενάζει πολύ μ’ αυτό που βλέπει. Ύστερα από ώρα γύρισε, είδε τους αδελφούς, και συνέχισε όχι μόνο να αναστενάζει, μα και να προσεύχεται έντρομος, να πέφτει στα γόνατα και να μένει πολλή ώρα σ’ αυτή τη θέση. Κατόπιν ο Αντώνιος σηκώθηκε, και άρχισε να κλαίει. Τότε τρόμαξαν οι αδελφοί, πραγματικά φοβήθηκαν πολύ, και τον παρακάλεσαν, τον πίεσαν έντονα, ώσπου τον έπεισαν να τους πει τι συμβαίνει. Κι εκείνος ο τόσο σπουδαίος άνδρας, αναστέναξε πάλι βαθιά και είπε: «Παιδιά μου, καλύτερα να πεθάνω και να μη ζω, αν είναι να συμβούν όλα όσα είδα στο όραμά μου!» Και επειδή με αυτό που άκουσαν οι αδελφοί, όπως ήταν φυσικό και επόμενο επέμειναν ακόμα πιο πολύ, με δάκρυα στα μάτια τους είπε: «Μέλλει να πέσει στην Εκκλησία οργή, μέλλει να παραδοθεί σε ανθρώπους κτήνη! Είδα να ’χουν κυκλώσει από παντού την Αγία Τράπεζα μουλάρια, να χοροπηδούν ανεξέλεγκτα, και να κλωτσούν τα μέσα της, ωσάν αυτά τα κτήνη. Κι ακούσατε όλοι, πώς αναστέναζα. Είναι γιατί άκουσα τη φωνή να λέει: ‘Θα μολυνθεί το Θυσιαστήριό μου’» !
Αυτά που είδε ο Αντώνιος, έγιναν δέκα χρόνια μετά όλα, τότε που οι οπαδοί του Αρείου όρμησαν και κατέλαβαν τις εκκλησιές μας. Κι άρπαξαν τα ιερά σκεύη και τα βεβήλωσαν, τα παρέδωσαν σε ειδωλολάτρες, αυτούς που υποχρέωσαν να παρατήσουν τις δουλειές, και να ’ρθουν μαζί τους στην εκκλησία, όπου να επιδοθούν σε απερίγραπτα όργια, κι απάνω στην Αγία Τράπεζα ακόμα. Και τότε όλοι μας εννοήσαμε, πως αυτά προμηνούσαν στον Αντώνιο τα μουλάρια που κλωτσούσαν, αυτά που τώρα έκαναν οι οπαδοί του Αρειανισμού σαν άλογα κτήνη.
Εκείνος, βέβαια, μετά την ανακοίνωση αυτού του εφιαλτικού οράματος προσπάθησε να ενισχύσει το φρόνημα των αδελφών με τούτα τα λόγια: «Παιδιά μου, μη χάνετε το θάρρος σας. Ο Κύριος που άφησε να πέσει η οργή, θα φέρει και τη θεραπεία. Πάλι, γρήγορα μάλιστα, η Εκκλησία θα ξαναβρεί το κάλλος και την πρωτινή της λάμψη. Και δε θα αργήσετε να δείτε, όσους διώχτηκαν κι εξορίστηκαν για την Αλήθεια της, να γυρίζουν πίσω, η αιρετική ασέβεια να μαζεύεται στη φωλιά της, ενώ η ορθή πίστη να διδάσκεται παντού με παρρησία κι ελευθερία. Μόνο να προσέχετε όλοι πολύ μη και μολυνθείτε από την αρρώστια του Αρείου. Να ξέρετε ότι η δική της διδαχή, δεν είναι αυτή των Αποστόλων του Χριστού, είναι από τους δαίμονες και το διάβολο το δικό τους πατέρα ή μάλλον είναι διδαχή άκαρπη και ανόητη, γέννημα άλογου νου, όμοιου στην αλογία με τα μουλάρια».
Άλλα θαύματα και διδαχές.
Άξια θαυμασμού στον Αντώνιο είναι τα πάντα! Κι ας μη δυσπιστούμε, ότι μπορεί από αυτόν τον άνθρωπο να έγιναν τόσο μεγάλα θαύματα. Ο Κύριος είναι που είπε και υποσχέθηκε: «Αν έχετε πίστη έστω τόσο μικρή, όσο ο κόκκος του σιναπιού, θα λέτε στο βουνό, ‘πήγαινε από δω εκεί’ και θα πηγαίνει. Και τίποτα δε θα είναι αδύνατο για σας». Κι ακόμα. «Σας βεβαιώνω ότι, αν ζητήσετε κάτι από τον Πατέρα στο Όνομά μου, Αυτός θα σας το δώσει. Ζητάτε και θα παίρνετε». Τέλος ο Χριστός είναι που είπε στους μαθητές του και από κει σε όσους τον πιστεύουν: «Να θεραπεύετε ασθενείς. Να κάνετε καλά τους δαιμονισμένους. Δωρεάν λάβατε αυτά, δωρεάν να τα δίνετε».
Και, βέβαια, ο Αντώνιος δε θεράπευε με τη δική του δύναμη, δική του ήταν η θερμή προσευχή και η επίκληση του Ονόματος του Κυρίου. Ήταν ολοφάνερο, δεν ενεργούσε τις θεραπείες αυτός, αλλά ο Κύριος που ευλογώντας την πίστη και τις προσευχές του, έδειχνε τη φιλανθρωπία του και θεράπευε τους πάσχοντες. Ο Αντώνιος ήταν άνθρωπος της προσευχής και της αυστηρής άσκησης, γι’ αυτό και είχε ανεβεί στο βουνό, όπου ζώντας τες με πληρότητα, κοινωνούσε τη χαρά της θείας θέας και θεωρίας, και λυπόταν που τον ενοχλούσαν πολλοί και τον ανάγκαζαν να κατεβαίνει στα γύρω μέρη. Έφτασαν μάλιστα και δικαστές να τον παρακαλούν και ν’ αξιώνουν να κατέβει από το βουνό, έστω να τον δουν μόνο, γιατί φυσικά δεν μπορούσαν να ανεβούν αυτοί ως εκεί με τους υποδίκους.
Κι εκείνος ξεκινούσε και κατέβαινε, αλλά επειδή δεν του άρεσαν οι δημοσιότητες, άλλαζε δρόμο, και μερικές φορές γύριζε πίσω. Τότε αυτοί έστελναν υπόδικους συνοδευόμενους από στρατιώτες, και τον ανάγκαζαν για χάρη τους να κατέβει. Υπέφερε που τους έβλεπε να θρηνούν και να κλαίνε, και τους ακολουθούσε. Και βέβαια ο κόπος του δεν πήγαινε χαμένος. Από την κάθοδό του έβγαινε όφελος και ευεργεσία για πολλούς υπόδικους, αλλά και για δικαστές που τους συμβούλευε να βάζουν το δίκαιο πάνω από όλα, να σέβονται το Θεό, και να μην ξεχνούν ότι με όποιο κριτήριο κρίνουν, μ’ αυτό θα κριθούν κι εκείνοι. Ένα όμως είναι το γεγονός, ότι την ασκητική ζωή πάνω στο βουνό την αγαπούσε και την είχε πάνω από όλα !
Μια άλλη φορά, κάποιοι που ήταν σε ανάγκη, τον πίεσαν φορτικά, έβαλαν μάλιστα και το στρατηγό-δούκα της περιοχής να μεσολαβήσει. Κατέβηκε τότε πάλι από το βουνό, τους μίλησε για τη σημασία της σωτηρίας και τα καθήκοντα του ανθρώπου, κι ετοιμαζόταν να γυρίσει γρήγορα πίσω. Ο δούκας όμως που προανέφερα παρακαλούσε, και κατά ένα τρόπο αξίωνε να μείνει κοντά τους κι άλλο. Του εξήγησε, λοιπόν, ότι είναι μοναχός και δεν μπορεί να μένει πολύ χρόνο στον κόσμο. Και για να πεισθεί του είπε το ακόλουθο χαριτωμένο. «Τα ψάρια που μένουν πολλή ώρα έξω από το νερό, που είναι ο φυσικός τους χώρος, πεθαίνουν. Κιοι μοναχοί, αν μένουν για πολύ μ’ εσάς και σ’ εσάς, κινδυνεύουν να ξεχάσουν τον προορισμό τους. Όπως, λοιπόν, το ψάρι όταν το βγάλουμε στη στεριά, σπαρταράει και παλεύει να βρεθεί γρήγορα στη θάλασσα πάλι, έτσι κι εμείς είναι ανάγκη να βιαζόμαστε να γυρίσουμε στο βουνό, γιατί αν παρατείνουμε την παραμονή μας εδώ κάτω, κινδυνεύουμε να χαλαρώσουμε και να ξεχάσουμε την εσωτερική ζωή που ασκούμε εκεί πάνω».
Σαν άκουσε ο στρατηγός αυτά και άλλα πολλά, θαύμασε και είπε: «Όντως αυτός είναι δούλος του Θεού. Και φαίνεται πως ο Θεός αγαπάει πολύ αυτόν τον αγράμματο και απλοϊκό άνθρωπο, και του χάρισε τέτοια και τόσο σοφή σκέψη».
86.Όμως άλλος στρατηγός, που λεγόταν Βαλάκιος, και ήταν υποστηρικτής της ακατονόμαστης αίρεσης του Αρειανισμού, καταδίωκε σκληρά εμάς τους ορθόδοξους. Και, επειδή ήταν τόσο ωμός, που έφτασε να δέρνει χριστιανές που ακολουθούσαν τον παρθενικό-ασκητικό-βίο, να γυμνώνει μοναχούς και να τους μαστιγώνει, πιάνει και του στέλνει ο Αντώνιος μήνυμα γραπτό με το ακόλουθο πνεύμα. «Βλέπω να έρχεται κατά πάνω σου οργή. Πάψε, λοιπόν, να καταδιώκεις τους ορθόδοξους, πριν σε προφτάσει η οργή που πλησιάζει». Διάβασε ο Βαλάκιος το μήνυμα και γέλασε, ύστερα πέταξε το χαρτί κάτω, το έφτυσε και άρχισε να υβρίζει άγρια αυτούς που του το έφεραν, και τους παράγγειλε και είπε: «Να πάτε να πείτε στον Αντώνιο, που παριστάνει τον προστάτη των μοναχών, πως έρχομαι κει και θα τα πούμε».
Δεν πέρασαν πέντε μέρες και η οργή τον βρήκε. Ο Βαλάκιος και ο έπαρχος της Αιγύπτου Νεστόριος καβάλησαν δυο άλογα και κίνησαν για το πρώτο Μοναστήρι της Αλεξάνδρειας, τη λεγόμενη Μονή Χαιρέου. Τα άλογα ανήκαν στο Βαλάκιο, και ήταν τα πιο ήμερα που είχε. Λίγο πριν φτάσουν στη Μονή, τα άλογα, όπως το συνηθίζουν, έπιασαν να παίζουν μεταξύ τους. Ξαφνικά όμως, το πιο ήμερο άλογο, αυτό που ο Νεστόριος ίππευε, δαγκώνει το Βαλάκιο και τον ρίχνει κάτω. Κι ορμάει παρευθύς κατά πάνω του, και του κατασπαράζει το μηρό με τα δόντια. Τον παίρνουν αμέσως τότε, και τον φέρνουν γρήγορα στην πόλη, του περιποιούνται τα τραύματα, μα δε συνέρχεται, σε τρεις μέρες πεθαίνει.
Κι απόμειναν να θαυμάζουν όλοι τους, που εκπληρώθηκαν τόσο γρήγορα τα όσα ο Αντώνιος του προείπε. Έτσι συνέτιζε τους δύστροπους και σκληρούς.
Άλλους όμως που έρχονταν να τον συναντήσουν, όπως και τους δικαστές, τους συμβούλευε τόσο θαυμάσια, που τους έκανε να απολησμονιούνται για λίγο και να μακαρίζουν τους ασκητές που είχαν απαρνηθεί αυτόν τον κόσμο. Μ’ αυτό τον τρόπο προστάτευε τους αδύνατους, τους ένιωθε δικούς του, έβαζε τον εαυτό του στη θέση τους, κι έκανε δικά του τα παθήματά τους. Ερημίτης αυτός και πρόσφερε θυσιαστικά αρωγή σε όλους. Και κάποιοι στρατιωτικοί ή άλλοι, ακόμα και πλούσιοι επηρεάστηκαν τόσο πολύ, που παράτησαν τη ζωή αυτού του κόσμου, και ακολούθησαν το μοναχικό βίο.
Πιο γενικά θα έλεγα ότι ο Αντώνιος ήταν ένα γιατρός πραγμάτων άλλης φύσης και τάξης, σταλμένος από το Θεό στη χώρα της Αιγύπτου. Γιατί ποιος θα πήγαινε να τον βρει χτυπημένος από λύπες, και δε θα γύριζε στο σπίτι του χαρά γεμάτος! Ποιος που θρηνούσε για το χαμό των δικών του θα κατάφευγε σ’ αυτόν, και δε θα έφευγε ξαλαφρωμένος! Ποιος θα έφτανε γεμάτος οργή, και δε θα γύριζε συμφιλιωμένος! Ποιος φτωχός κι απελπισμένος από τη ζωή τον συναντούσε, και μόνο που τον έβλεπε και τον άκουγε, δεν έφτανε να καταφρονεί τα πλούτη, και να βρίσκει ανακούφιση για της φτώχειας του το βάρος! Και ποιος μοναχός που ολιγώρησε για την ασκητική του πορεία ήρθε σ’ αυτόν και δεν έφυγε ενισχυμένος και πολύ πιο δυνατός πνευματικά! Ή ποιος νεαρός ανέβηκε στο βουνό, κι ως είδε τον Αντώνιο, όταν κατέβηκε, δεν είχε απαρνηθεί παρευθύς τον ηδονικό βίο και δεν είχε αγαπήσει την αρετή και τη σωφροσύνη! Ποιος που τον πείραζαν τα δαιμονικά ήρθε, σ’ αυτόν και δεν έφυγε απαλλαγμένος και ήρεμος! Και τέλος, ποιος που τον ενοχλούσαν πονηροί λογισμοί τον πλησίασε, και δεν έφυγε γαληνεμένος!
Όμως να επανέλθω σ’ αυτό που έγραψα και πιο μπροστά, ότι ο Αντώνιος, αυτός ο μεγάλος ασκητής είχε ευλογηθεί από το Θεό με το χάρισμα να διακρίνει τα πνεύματα, να γνωρίζει καλά τις προθέσεις, τα ενδιαφέροντα, τις παρορμήσεις τους. Έτσι, και ο ίδιος απέκρουε τον πειρασμό τους και τους ενοχλούμενους από τους πονηρούς λογισμούς τους ήξερε να ενισχύει και να καθοδηγεί, πώς να αποκρούουν τις επιθέσεις του εχθρού, εξηγώντας τους ποιες είναι οι πανουργίες, αλλά και οι αδυναμίες των δαιμονικών. Και καθένας που ανέβαινε στο βουνό και τον συναντούσε, έφευγε πνευματικά ενισχυμένος, γιατί είχε διδαχτεί και μάθει καλά ποιες είναι οι παγίδες που στήνουν ο διάβολος και τα δαιμονικά του.
Κι ακόμα, πόσες κοπέλες που είχαν αρραβωνιαστεί, και ήρθαν και είδαν τον Αντώνιο από μακριά μονάχα, δεν αποφάσισαν να παρατήσουν αυτή τη ζωή, και να ακολουθήσουν παρθενικό βίο στο Όνομα του Κυρίου! Αλλά, και πόσοι άνθρωποι δεν κινούσαν από μέρη μακρινά, και έρχονταν σ’ αυτόν, και όπως όλοι, έφευγαν κι αυτοί ψυχικά ανανεωμένοι, μα και με την αίσθηση ότι αξιώθηκαν να επισκεφτούν έναν αληθινό πνευματικό πατέρα. Και βέβαια δεν είναι λίγοι αυτοί, που όταν κοιμήθηκε στο Όνομα του Κυρίου, ένιωσαν πως έμειναν ορφανοί, μα συνέχισαν να κρατούν καλά στη μνήμη τους τη μορφή του, και να τηρούν τις νουθεσίες και τις συμβουλές που τους είχε δώσει.
Το μακάριο τέλος του.
Αξίζει τώρα να σας εξιστορήσω και να σας πω να μάθετε, καθώς πολύ το επιθυμείτε, και ποιο ήταν το τέλος της ζωής του, ένα τέλος όντως αξιοζήλευτο! Συνήθιζε να επισκέπτεται κατά καιρούς τους μοναχούς, που ασκήτευαν στο έξω βουνό. Στο μεταξύ η αγάπη του Θεού τον πληροφόρησε, ότι έφτασε η ώρα που θα τον καλέσει κοντά του. Και τότε επισκέφτηκε τους αδελφούς και τους είπε: «Αυτή η επίσκεψη είναι η τελευταία. Δεν ξέρω αν σας ξαναδώ σ’ αυτή τη ζωή και πάλι. Άλλωστε κοντεύω εκατόν πέντε χρονών, και είναι πλέον καιρός να πεθάνω». Κι εκείνοι σαν το άκουσαν, έκλαιγαν, τον αγκάλιαζαν, και τον κατασπάζονταν. Αυτός όμως έδειχνε να σηκώνει άγκυρα από την ξενιτιά για μισεμό στην αληθινή πατρίδα του.
Τους μίλησε, λοιπόν, γεμάτος χαρά, τους έδωσε τις τελευταίες συμβουλές και νουθεσίες και είπε: «Να μη σας πιάνει απογοήτευση από τις δυσκολίες του ασκητικού αγώνα και παραμελείτε την πνευματική προσπάθεια. Να ζείτε σαν να είναι να πεθάνετε την ίδια αυτή μέρα, σαν να κάνετε και πάλι αρχή. Να φυλάγετε την ψυχή σας καθαρή από λογισμούς ρυπαρούς, και να προσπαθείτε να ακολουθείτε το παράδειγμα των αγίων. Να μην πλησιάζετε τους σχισματικούς Μελιτιανούς, που γνωρίζετε ποια είναι η σκοτεινή και βέβηλη πρόθεσή τους. Να μην έχετε την παραμικρή εκκλησιαστική κοινωνία με τους οπαδούς του Αρείου, που η ασέβειά τους είναι πια γνωστή σε όλους. Αν δείτε να τους υποστηρίζουν κάποιοι δικαστές, να μην χάνετε την ψυχραιμία σας, η δύναμή τους είναι εφήμερη, πρόσκαιρη, θα περάσει. Να φυλάγετε την ψυχή σας καθαρή, να ακολουθείτε πιστά την παράδοση των Πατέρων, πρώτιστα και πάνω απ’ όλα την ορθή πίστη στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, όπως τη διδάσκουν οι Γραφές, και όπως εγώ όχι λίγες φορές σας έχω εξηγήσει».
Οι αδελφοί τότε τον παρακάλεσαν πολύ και τον πίεσαν να μείνει να πεθάνει κοντά τους, μα εκείνος σιωπούσε, και έδειχνε πως δε συμφωνεί για πολλούς λόγους, κυρίως όμως για τον εξής συγκεκριμένα. Όταν πεθαίνει κάποιος σπουδαίος άνθρωπος, ιδιαίτερα ένας άγιος μάρτυρας, οι Αιγύπτιοι συνηθίζουν να τον κηδεύουν, αλλά να μη τον θάβουν στη γη αμέσως. Καλύπτουν το σώμα του με τα σάβανα, τον τοποθετούν σε σκαμνιά, και τον κρατούν στο σπίτι πιστεύοντας ότι έτσι τον τιμούν πιο πολύ. Ο Αντώνιος διαφωνούσε από καιρό μ’ αυτή τους τη συνήθεια, και είχε παρακαλέσει τον Επίσκοπο να εξηγήσει στο λαό, ότι δεν είναι σωστό αυτό που κάνουν. Είχε ελέγξει μάλιστα τους λαϊκούς και είχε μαλώσει τις γυναίκες λέγοντας, πως αυτό δεν είναι ούτε ιερό, ούτε πρέπον. Κι ακόμα ότι τα σώματα των πατριαρχών και των προφητών είναι σήμερα στα μνήματά τους, και πως το Σώμα του Κυρίου είχε ταφεί, και είχε τεθεί στην είσοδο του τάφου εκείνη η μεγάλη πέτρα, αυτή που το κράτησε κρυμμένο μέχρι της Ανάστασης την τρίτη μέρα.
Λέγοντάς τους αυτά, τους έδωσε να καταλάβουν, ότι εκείνος που δε θάβει τα σώματα των νεκρών στη γη, έστω κι αν είναι άγια, παραβαίνει τον κανόνα της Εκκλησίας, γιατί, εξηγούσε κι έλεγε, και αυτό το Σώμα του Κυρίου το ανώτερο και αγιότερο από όλα τέθηκε σε τάφο. Από τότε πολλοί είναι που σεβάστηκαν αυτή τη διδαχή του, και έθαβαν τους νεκρούς τους στο χώμα, και ευχαριστούσαν τον Κύριο γι’ αυτή την καλή συμβουλή του.
Επειδή, λοιπόν, ήξερε αυτή τη συνήθεια, υποχρέωσε τους μοναχούς του έξω βουνού να του υποσχεθούν, ότι δε θα κάνουν τα ίδια με το δικό του σώμα, και έφυγε αμέσως. Ήρθε και πάλι στη σκήτη του, στο μέσα βουνό, κι έπεσε άρρωστος μετά από μερικούς μήνες. Κάλεσε τότε τους δυο μοναχούς, που απ’ όταν πια είχε γεράσει πολύ-κοντά δεκαπέντε χρόνια-έμεναν κι ασκήτευαν εκεί κοντά για να τον βοηθούν, και τους είπε: «Εγώ, όπως λέει στην Π. Διαθήκη ο Ιησούς του Ναυή, από σήμερα μπαίνω στο δρόμο που παίρνει όλος ο κόσμος, όπωςβλέπω, με καλεί ο Κύριος. Εσείς οφείλετε να έχετε ξεκαθαρισμένη κρίση, να μην αφήσετε να πάει χαμένος ο ασκητικός αγώνας τόσων χρόνων. Να φροντίζετε να ανανεώνετε το ζήλο σας, ζώντας πάντα με την αίσθηση ότι κάνετε νέα αρχή την κάθε μέρα. Να μην ξεχνάτε ούτε λεπτό αυτό που γνωρίζετε, ότι οι δαίμονες θέλουν το κακό σας, και είναι άγριοι, αλλά όπως επίσης πολύ καλά γνωρίζετε, μπρος στη δύναμη του Χριστού ασθενικοί και ανίσχυροι. Να μη τους φοβάστε καθόλου, να αναπνέετε πιο πολύ αέρα Χριστού, και να πιστεύετε βαθιά σ’ Εκείνον. Να ζείτε σαν να πεθαίνετε καθημερινά, να προσέχετε τους εαυτούς σας, και να ακολουθείτε τις συμβουλές που ακούσατε από μένα. Να μην έχετε την παραμικρή εκκλησιαστική κοινωνία με τους σχισματικούς και τους οπαδούς του Αρείου. Γνωρίζετε, άλλωστε, με πόση προσοχή τους απέφυγα κι εγώ, εξαιτίας της αντίχριστης και αντορθόδοξης αίρεσής τους. Φροντίστε να έχετε πάντοτε στενό σύνδεσμο μεταξύ σας, πριν βέβαια και πάνω από όλα με τον Κύριο, κατόπιν με τους αγίους, για να σας δεχτούν κι αυτοί μετά το θάνατο στις αιώνιες σκηνές ως γνωστούς και φίλους. Αυτά να σκέπτεστε συνεχώς, αυτά να αποτελούν το φρόνημά σας.
Τώρα, αν κρατάτε το ενδιαφέρον σας για μένα, αν με σέβεστε και με τιμάτε ως πατέρα σας, να μην αφήσετε να πάρουν κάποιοι το σώμα μου στην Αίγυπτο, μήπως και το τοποθετήσουν στα σπίτια. Εγώ ήρθα κι έζησα ασκητής στο βουνό, κι επιθυμώ να ταφώ εδώ πάνω. Γνωρίζετε άλλωστε πόσο αυστηρό έλεγχο ασκούσα πάντοτε σε όσους το έκαναν αυτό, και πόσο έντονα παράγγελνα να παρατήσουν αυτή τη συνήθεια. Παρακαλώ, λοιπόν, να κηδέψετε το σώμα μου και να το θάψετε στο χώμα. Μάλιστα, έχετε από μένα εντολή, που επιθυμώ να τηρήσετε αυστηρά, κανένας εκτός από σας τους δυο να μη γνωρίζει τον τόπο, που θα το έχετε θάψει. Γιατί περιμένω εγώ κατά την Ανάσταση των νεκρών να το λάβω πάλι άφθαρτο από τον Κύριο και Σωτήρα!
Τα ρούχα μου να τα μοιράσετε κατά την ακόλουθη τάξη. Στον Επίσκοπο Αθανάσιο να δώσετε τη μια μου μηλωτή κι εκείνο το ρούχο που είχα για στρώμα, αυτό που εκείνος μου χάρισε καινούργιο, κι εγώ του το παραδίδω παλιωμένο. Και στον Επίσκοπο Σεραπίωνα να δώσετε την άλλη μηλωτή, ενώ εσείς να κρατήσετε το τρίχινο ένδυμά μου. Λοιπόν, παιδιά μου, να προσέχετε πολύ και να φυλάγεστε από το κακό! Ο Αντώνιος μεταβαίνει στην άλλη ζωή, δεν είναι πια μαζί σας».
Μόλις τέλειωσε το λόγο του, οι αδελφοί τον ασπάστηκαν. Κι εκείνος θεωρώντας πως τον είχαν επισκεφτεί φίλοι, άπλωσε τα πόδια του, κι έπεσε να ησυχάσει γεμάτος χαρά, που ήταν κοντά του. Μια χαρά που έλαμπε στο πρόσωπό του, καθώς ήταν ξαπλωμένος, αυτή με την οποία έσβησε, και προστέθηκε στη μεγάλη χορεία των Πατέρων της Εκκλησίας.
Εκείνοι τότε κατά την εντολή που τους έδωσε, τύλιξαν με τα εντάφια το σώμα του, το κήδεψαν και το έθαψαν στη γη, σε μέρος που κανείς δεν ήξερε, παρά μόνο οι δύο τους. Και καθένας από μας που έλαβε από μια μηλωτή του Αντωνίου, και το ρούχο του το τριμμένο, τα φυλάει αυτά σαν θησαυρό μεγάλο όντως, καθώς και μόνο που τα θωρεί, είναι σαν να βλέπει τον Αντώνιο ζωντανό κοντά του. Κι όταν τα ντύνεται και τα φορεί, είναι σαν να τηρεί με προθυμία και χαρά τις συμβουλές του!
Αυτό ήταν το τέλος της επίγειας ζωής του Αντωνίου, αυτή η αρχή και το τέλος της ασκητικής πορείας του. Και παρά το ότι η έκθεση είναι πολύ μικρή μπρος στη μεγάλη αρετή του, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δίνει κάποια αφορμή να αναλογιστείτε κι εσείς, τι και ποιος ήταν στ’ αλήθεια ο άνθρωπος του Θεού Αντώνιος, αυτός που από τη νεαρή του ηλικία ως τα βαθύτατα γεράματα ακολούθησε την ασκητική ζωή με αμείωτο ζήλο και μεγάλη προθυμία. Και ούτε τα γεράματα τον έκαναν να νικηθεί από την ανάγκη για καλύτερη τροφή, ούτε η απ’ αυτά εξάντληση να αλλάξει ρούχα, ή να επιθυμήσει να πλύνει και τα πόδια του ακόμα.
Και όμως έμεινε ως το τέλος γερός σε όλα. Είχε τα μάτια του ακέραια και γερά, κι έβλεπε καλά ως το τέλος. Κανένα δόντι του δεν έπεσε, μόνο λόγω της μεγάλης του ηλικίας είχαν χαλάσει κάτω από τα ούλα. Είχε γερά τα πόδια του και τα δυο του χέρια. Και πιο γενικά, από όσους έχουν τη δύναμη και δυνατότητα να απολαμβάνουν τις ποικίλες τροφές, και τα λουτρά, και να χρησιμοποιούν κάθε εποχή διαφορετικά ρούχα, αυτός ξεχώριζε για τη ζωντάνια και τη δύναμη της αντοχής του.
Τώρα το ότι η φήμη του διαθρυλήθηκε παντού, το ότι τον θαύμαζαν και τον αγαπούσαν όλοι, ακόμα κι αυτοί που δεν τον είχαν δει ποτέ, οφείλεται στη μεγάλη αρετή του και τη θεοφιλή ψυχή του. Ο Αντώνιος δεν έγινε γνωστός μέσα από θεολογικές συγγραφές, ούτε από ευρύτερες σπουδές και γνώσεις, ούτε από τυχόν επιδόσεις του σε κάποια τέχνη, αλλά από μόνη την ευσέβεια και την αφοσίωσή του στο Θεό. Και κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, ότι αυτό είναι Θεού δώρο. Γιατί πώς αλλιώς θα εξηγήσει κανείς, ότι ενώ ήταν χωμένος, χαμένος κυριολεκτικά κι ασκήτευε μακριά στις ερημιές και στο βουνό απάνω, έγινε ξακουστός στην Ισπανία, τη Γαλλία, τη Ρώμη και την Αφρική, αν δεν ήταν μαζί του ο Θεός, αυτός που κάνει γνωστούς τους δικούς του ανθρώπους παντού, όπου κι αν βρίσκονται, καθώς το είχε υποσχεθεί στον Αντώνιο από την αρχή ακόμα. Κι αν ακόμα αυτοί εργάζονται αθόρυβα, και επιδιώκουν να περνούν απαρατήρητοι, ο Κύριος βρίσκει τον τρόπο να τους προβάλλει ως φωτεινά παραδείγματα για όλους, για να καταλαβαίνουν όσοι μαθαίνουν γι’ αυτούς, ότι οι εντολές του Κυρίου είναι κατορθωτές, και να αποκτούν το ζήλο που χρειάζεται της αρετής ο δρόμος!
Αυτά που σας έγραψα, να τα διαβάσετε, παρακαλώ, και στους άλλους αδελφούς, για να μάθουν ποιος οφείλει να είναι ο μοναχικός βίος, και να πεισθούν, ότι ο Κύριός και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός δοξάζει όσους τον δοξάζουν με τη ζωή τους! Και ότι, όσους τον ακολουθούν υπάκουα και ταπεινά ως το τέλος, δεν τους οδηγεί μόνο στη Βασιλεία των Ουρανών, αλλά και σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, ακόμα κι αν κρύβονται, κι αν σπεύδουν σε ασκητική αναχώρηση χωμένοι και χαμένοι στις ερημιές, τα βουνά και τα δάση, τους κάνει παντού γνωστούς και ξακουστούς τόσο για την αρετή τους, όσο και για το πνευματικό όφελος των άλλων.
Αν χρειαστεί, να μη διστάσετε να τα διαβάσετε και σε ειδωλολάτρες. Μπορεί έτσι να καταλάβουν ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, είναι Θεός και Υιός του Θεού. Και ότι, όσοι τον λατρεύουν ειλικρινά και του εμπιστεύονται με αφοσίωση τη ζωή τους, με άλλα λόγια οι αληθινοί χριστιανοί, εκείνους που οι ειδωλολάτρες θεωρούν θεούς, μπορούν να αποδείχνουν ότι δεν είναι θεοί. Μπορούν ακόμα να τους αποδιώχνουν και να τους καταπατούν ως πλάνους και διαφθορείς των ανθρώπων, με τη δύναμη του Ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν !
Υπό του εν αγίοις πατρός ημών
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
Νεοελληνική απόδοση
Υπό
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου